ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αίτησης: 1/2021
Αναφορικά με την εταιρεία «CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC COMPANY LTD»
και
Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113
26 Νοεμβρίου, 2024
Εμφανίσεις:
Για Αιτήτρια: κ. Κληρίδης για Lefkos Clerides & Sons LLC
Για Καθ’ ης η Αίτηση: κα Φισέντζου για Chrysses Demetriades & Co LLC
ΑΠΟΦΑΣΗ
στην αίτηση της Cemasco Limited (στο εξής η «Αιτήτρια») ημερομηνίας 30.5.2024
για άδεια έγερσης αγωγής
Με την υπό κρίση Αίτηση, η Αιτήτρια ζητά να της χορηγηθεί άδεια για να καταχωρήσει αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας Cyprus Popular Bank Public Company Limited (στο εξής η «Λαϊκή Τράπεζα»), δια του εκκαθαριστή αυτής.
Η άδεια του Δικαστηρίου Εκκαθάρισης είναι απαραίτητη ένεκα των διατάξεων του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 που προβλέπει τα εξής:
«Όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, καμμιά αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει.»
Η Αιτήτρια δεν παρουσιάζει, μέσω της Αίτησης, αντίγραφο της προτεινόμενης έκθεσης απαίτησης αλλά στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση εξηγεί που θα βασίσει την αξίωση της και τι αυτή θα αφορά. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω ένορκη δήλωση, όταν η Λαϊκή Τράπεζα τέθηκε σε καθεστώς εξυγίανσης το 2013 η Αιτήτρια διατηρούσε λογαριασμό με πιστωτικό υπόλοιπο €4.732.827, που υπέστη «κούρεμα» κατ’ εφαρμογή των σχετικών διαταγμάτων.
Είναι η θέση της Αιτήτριας ότι η ζημιά που υπέστη ως αποτέλεσμα του «κουρέματος» οφείλεται σε αμέλεια της Λαϊκής Τράπεζας, παράβαση καθήκοντος πίστης (fiduciary duties) και παράβαση θέσμιου καθήκοντος. Είναι επίσης η θέση της ότι η απομείωση των καταθέσεων της συνιστά παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος της στην περιουσία.
Υποστηρίζει επίσης ότι «μετά το διορισμό του εκκαθαριστή το 2022 η διαδικασία εκκαθάρισης είναι σε εξέλιξη και δεν έχει ολοκληρωθεί. Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω δεν έχει αποκρυσταλλωθεί το ποσό που θα της επιστραφεί [της Αιτήτριας], σε περίπτωση που ο εκκαθαριστής κρίνει ότι θα πρέπει να της επιστραφεί κάποιο ποσό. Η θέση μας σε ότι αφορά την παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος είναι ξεκάθαρα ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Αιτήτριας δεν παραγράφηκε και δύναται να καταχωρίσει την αγωγή εφόσον, μέχρι σήμερα η ζημιά της δεν έχει αποκρυσταλλωθεί.»
Η πλευρά του εκκαθαριστή έχει εγείρει ένσταση στη χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Μεταξύ άλλων λόγων ένστασης που εγείρονται, ο εκκαθαριστής υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να χορηγηθεί άδεια για έγερση της αγωγής γιατί το χρέος που ισχυρίζεται η Αιτήτρια μπορεί να επαληθευτεί καθώς και ότι τα αγώγιμα δικαιώματα που επικαλείται η Αιτήτρια έχουν παραγραφεί.
Θα ξεκινήσω από τη θέση του εκκαθαριστή αναφορικά με την παραγραφή.
Όπως προκύπτει από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση, τα γεγονότα από τα οποία προέκυψε η ζημιά της Αιτήτριας αφορούν την απομείωση των καταθέσεων της και συντελέστηκαν το 2013 όταν η Λαϊκή Τράπεζα τέθηκε σε καθεστώς εξυγίανσης με βάση τα σχετικά διατάγματα που είχαν τότε εκδοθεί. Όπως σημείωσα πιο πάνω, η Αιτήτρια επικαλείται αμέλεια, παράβαση θέσμιου καθήκοντος, παράβαση καθηκόντων πίστης (fiduciary duties) και παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με το άρθρο 6(2) του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 (Ν. 61(Ι)/2012):
«6.-(1) Τηρουμένων των εδαφίων (2), (3) και (4) καμιά αγωγή δεν εγείρεται για αστικό αδίκημα μετά την πάροδο έξι ετών από την ημέρα συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής.
(2) Αν η αξίωση στην αγωγή αφορά αποζημιώσεις για αμέλεια, οχληρία ή παράβαση θέσμιου καθήκοντος, καμιά αγωγή δεν εγείρεται μετά την πάροδο τριών ετών από την ημέρα κατά την οποία συμπληρώθηκε η βάση της αγωγής, εκτός αν το πρόσωπο που υπέστη την σωματική βλάβη έλαβε γνώση της βλάβης μεταγενέστερα, οπότε ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που έλαβε γνώση.»
Σχετικό με το ζήτημα της παραγραφής αγώγιμων δικαιωμάτων που εδράζονται σε ισχυριζόμενο αστικό αδίκημα είναι και το άρθρο 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 που προβλέπει ότι:
«68. Καμιά αγωγή δεv εγείρεται για αστικό αδίκημα, εκτός αv αυτή εγερθεί-
(α) εvτός τριών ετώv αμέσως μετά τηv πράξη ή παράλειψη για τηv oπoία εγέρθηκε η αγωγή…»
Αναφορικά με τη θέση της Αιτήτριας για παράβαση του δικαιώματος της στην ιδιοκτησία, σχετικό είναι το άρθρο 4 του Ν. 61(Ι)/2012 που προνοεί ότι:
«4. Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε οποιονδήποτε νόμο, καμιά αγωγή δεν εγείρεται μετά την πάροδο δέκα ετών αφότου συμπληρώθηκε η βάση της αγωγής.»
Έχω σημειώσει πιο πάνω τη θέση της Αιτήτριας αναφορικά με το ζήτημα της παραγραφής και εξέτασα τα σχετικά επιχειρήματα που αναπτύσσει στην αγόρευση του ο συνήγορος της. Δεν συμφωνώ με τη θέση της Αιτήτριας.
Όπως σημείωσα, όλα τα σχετικά γεγονότα που επικαλείται η Αιτήτρια συντελέστηκαν το 2013. Τότε τέθηκε σε καθεστώς εξυγίανσης η Λαϊκή Τράπεζα και τότε υπέστη την απομείωση των καταθέσεων της. Όλα αυτά τα γεγονότα ήταν εις γνώση της έκτοτε. Το αγώγιμο δικαίωμα δεν προέκυψε όταν η Λαϊκή Τράπεζα τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης. Η βάση αγωγής εδράζεται στο σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνουν το αγώγιμο δικαίωμα[1]. Αυτά τα γεγονότα χρονολογούνται, όπως ήδη εξήγησα, στο 2013.
Είναι, επομένως, η κρίση μου ότι τα αγώγιμα δικαιώματα που η Αιτήτρια θα επικαλεστεί στην αγωγή που προτίθεται να εγείρει, έχουν παραγραφεί προ πολλού. Αυτό είναι εμπόδιο στο να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια.
Περαιτέρω, στην παρούσα περίπτωση, δεν θα χορηγούσα άδεια για έγερση αγωγής για ακόμα ένα λόγο. Διότι οι αξιώσεις της Αιτήτριας – που αφορούν απομείωση καταθέσεων – μπορούν να επαληθευτούν.
Ο λόγος για τον οποίο απαιτείται άδεια από το Δικαστήριο Εκκαθάρισης πριν την έγερση αγωγής εναντίον υπό εκκαθάριση εταιρείας, εξηγείται στο σύγγραμμα The Principles of Company Law, Robert Pennington, 1959 edition, σελ. 524:
« The purpose of this is to ensure that all claims against the company which can be determined by the cheap, summary procedure available in a winding up are not made the subject of extensive litigation. But the court will always give a plaintiff leave to proceed against a company if he has a prima facie case and his claim could not be dealt with in the winding up, or the remedy he seeks could not be given him therein.» (υπογράμμιση δική μου)
To πιο πάνω απόσπασμα αναφέρεται στο section 231 του Companies Act 1948 το οποίο είναι αντίστοιχο του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113.
Δηλαδή, από την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, όλες οι αξιώσεις εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας που μπορούν να τύχουν χειρισμού μέσω της σχετικά ανέξοδης και συνοπτικής διαδικασίας της επαλήθευσης, πρέπει να προωθούνται με αυτή τη διαδικασία αντί μέσω αντιδικίας στο Δικαστήριο. Για αυτό το λόγο καμία διαδικασία ξεκινά ή συνεχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τη νομολογία, άδεια δίδεται εάν ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο (α) ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εταιρείας αλλά και (β) ότι η απαίτηση του δεν μπορεί να τύχει χειρισμού στα πλαίσια της εκκαθάρισης.
Φαίνεται από την ένσταση ότι ο εκκαθαριστής συμφωνεί πως η Αιτήτρια διατηρούσε καταθέσεις στη Λαϊκή Τράπεζα και δέχεται επίσης ότι οι καταθέσεις αυτές απομειώθηκαν. Πρόκειται για συγκεκριμένο, εκκαθαρισμένο ποσό το ύψος του οποίου μπορεί να διακριβωθεί με αναφορά στα λογιστικά αρχεία της Λαϊκής Τράπεζας. Η Αιτήτρια έχει πρόθεση να εγείρει αξιώσεις για το ποσό της απομείωσης των καταθέσεων της. Συνεπώς, κανένας λόγος υπάρχει να μην προχωρήσει σε επαλήθευση του χρέους της.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις καθορίζουν το αποτέλεσμα.
Το Δικαστήριο Εκκαθάρισης έχει καθήκον να διασφαλίσει ότι η εκκαθάριση θα ολοκληρωθεί το συντομότερο δυνατό. Έχει επίσης καθήκον να διαφυλάξει την περιουσία της υπό εκκαθάριση εταιρείας στην οποία προσβλέπουν όλοι οι πιστωτές για να εισπράξουν το λαβείν τους. Η υπεράσπιση μιας αγωγής δημιουργεί και προϋποθέτει δικηγορικά έξοδα. Είναι επίσης διαδικασία χρονοβόρα μέχρι την τελεσιδικία. Το Δικαστήριο, από τη μια, οφείλει να έχει αυτά κατά νου. Από την άλλη, δεν πρέπει να αποστερήσει σε κάποιο αιτούντα διάδικο που διαθέτει συζητήσιμη, ουσιαστική και μη επαληθεύσιμη αξίωση εναντίον της εταιρείας, τη δυνατότητα να την προωθήσει στο Δικαστήριο.
Στην προσπάθεια εξισορρόπησης των συμφερόντων και δικαιωμάτων όλων των εμπλεκομένων, μέσα από τη νομολογία έχει εδραιωθεί ότι δεν χορηγείται άδεια για έγερση αγωγής εκτός εάν το Δικαστήριο Εκκαθάρισης ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως πιθανότητα επιτυχίας στην αξίωση που εγείρεται και ότι η αξίωση δεν επιδέχεται επαλήθευσης. Στην παρούσα περίπτωση, η παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος της Αιτήτριας και το επαληθεύσιμο της απαίτησης της δεν επιτρέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αγωγής.
Καταληκτικά, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις δεν θα ήταν ορθό ούτε θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της εκκαθάρισης να δοθεί άδεια για έγερση αγωγής από την Αιτήτρια εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας.
Συνεπώς η Αίτηση απορρίπτεται.
Αναφορικά με τα έξοδα της Αίτησης, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, επιδικάζονται εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ της Καθ΄ης η Αίτηση ως θα υπολογιστούν και εγκριθούν.
(Υπ.) ……………………………………….…………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής