Συνεκδικαζόμενες Γενικές Αιτήσεις: 134/2022 και 135/2022
Γενική Αίτηση: 134/2022
Αναφορικά με τον περί Διεθνών Εμπιστευμάτων Νόμο του 1992, Ν. 69(Ι)/1992, ως έχει τροποποιηθεί
και
Αναφορικά με το Κυπριακό Διεθνές Εμπίστευμα «The Wigan Trust» ημερομηνίας 8.7.2004
και
Αναφορικά με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2022/576 του Συμβουλίου της 8ης Απριλίου 2022 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 833/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία
Και αναφορικά με τα πιο κάτω πρόσωπα και/ή μεταξύ:
Marina Vladimirovna Shcherbinina
Αιτήτριας/Δικαιούχου
και
Abacus (Nominees) Limited
Καθ’ ου Αίτηση/Επίτροπος
_________________________________________________
Γενική Αίτηση: 134/2022
Αναφορικά με τον περί Διεθνών Εμπιστευμάτων Νόμο του 1992, Ν. 69(Ι)/1992, ως έχει τροποποιηθεί
και
Αναφορικά με το Κυπριακό Διεθνές Εμπίστευμα «The Trend Trust» ημερομηνίας 25.5.2007
και
Αναφορικά με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2022/576 του Συμβουλίου της 8ης Απριλίου 2022 για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 833/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω ενεργειών της Ρωσίας που αποσταθεροποιούν την κατάσταση στην Ουκρανία
Και αναφορικά με τα πιο κάτω πρόσωπα και/ή μεταξύ:
Marina Vladimirovna Shcherbinina
Αιτήτριας/Δικαιούχου
και
C & L Trustees Limited
Καθ’ ου Αίτηση/Επίτροπος
Αίτηση από Anton Fedonov και Irina Fedonova ημερομηνίας 11.3.2024
για Παροχή Ασφάλειας Εξόδων
11 Νοεμβρίου, 2024.
Εμφανίσεις:
Για Δικαιούχους / Αιτητές (στην παρούσα): κ. Κληρίδης δια Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Αιτήτρια / καθ’ ης η αίτηση (στην παρούσα): κ. Μ. Δημοσθένους δια Π.Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Το Κυπριακό Διεθνές Εμπίστευμα «The Wigan Trust» συστάθηκε στις 8.7.2004 και Επίτροπος αυτού ήταν η Abacus (Nominees) Limited. Το Κυπριακό Διεθνές Εμπίστευμα «The Trent Trust» συστάθηκε στις 25.5.2007 και Επίτροπος αυτού ήταν η C & L Trustees Limited. Μέσω των δύο συνεκδικαζόμενων Γενικών Αιτήσεων (στο εξής οι «Κυρίως Αιτήσεις»), η Αιτήτρια Marina Vladimirovna Shcherbinina (στο εξής η «MVS»), επιδιώκει δηλωτικές αποφάσεις ότι τα Εμπιστεύματα δεν εμπίπτουν στον Κανονισμό (ΕΕ) 2022/576 του Συμβουλίου ΕΕ, διάταγμα που να απαγορεύει την μεταβίβαση περιουσίας των Εμπιστευμάτων και διάταγμα που να ακυρώνει αποφάσεις των Εμπιστευματοδόχων για τερματισμό των Εμπιστευμάτων.
Όπως προκύπτει από τους φακέλους των Γενικών Αιτήσεων, η Αιτήτρια είναι πρώην σύζυγος του εμπιστευματοπάροχου με τον οποίο έχουν αποκτήσει δύο παιδιά. Η Αιτήτρια έχει Ρωσική και Βρετανική υπηκοότητα και διαμένει μόνιμα στη Βρετανία. Ενώ η Αιτήτρια και ο εμπιστευματοπάροχος ήταν σε διαδικασία διαζυγίου και ρύθμισης περιουσιακών διαφορών ενώπιον Αγγλικών Δικαστηρίων, προέκυψαν οι εξελίξεις με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Μετά τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνεπεία του πολέμου, ο Επίτροπος κάθε Εμπιστεύματος αποφάσισε τον τερματισμό του Εμπιστεύματος και διανομή της περιουσίας. Η MVS διαφωνεί με την απόφαση των Επιτρόπων και μέσω των Γενικών Αιτήσεων επιδιώκει τις πιο πάνω θεραπείες.
Κατόπιν σχετικής αίτησης, επιτράπηκε στους Δικαιούχους/Αιτητές, που είναι επίσης δικαιούχοι των Εμπιστευμάτων, να παρέμβουν στη διαδικασία των Γενικών Αιτήσεων.
Με την παρούσα Αίτηση, οι Δικαιούχοι/Αιτητές ζητούν (α) όπως η MVS διαταχθεί να πληρώσει εντός 30 ημερών ποσό €8.272,93 ως ασφάλεια για τα έξοδα τους στις Κυρίως Αιτήσεις, (β) αναστολή της διαδικασίας των Κυρίως Αιτήσεων μέχρι τη χορήγηση του ποσού της ασφάλειας εξόδων, και (γ) απόρριψη των Κυρίως Αιτήσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της MVS.
Σύμφωνα με τους Δικαιούχους/Αιτητές, η MVS είναι μόνιμη κάτοικος του Ηνωμένου Βασιλείου και έχει Ρωσική και Βρετανική υπηκοότητα. Υποστηρίζουν ότι η MVS δεν έχει καλές πιθανότητες επιτυχίας στις Κυρίως Αιτήσεις. Αναφέρουν ότι το ποσό των €8.272,93 συνιστά λογική εκτίμηση των εξόδων που θα δημιουργηθούν μέχρι την εκδίκαση των Κυρίως Αιτήσεων. Είναι η θέση τους ότι η MVS δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο εναντίον των οποίων θα μπορούσε να εκτελεστεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα. Είναι επίσης η θέση των Δικαιούχων/Αιτητών ότι δεν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις που να καθιστούν άδικη τη διαταγή για πληρωμή ασφάλειας εξόδων.
Η πλευρά της MVS έχει εγείρει ένσταση στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Η δική της θέση είναι ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ώστε να επιτρέπεται η έκδοση διαταγής για παροχή ασφάλειας εξόδων και ότι έχει πολύ καλή υπόθεση εναντίον των Επιτρόπων. Είναι επίσης η θέση της ότι τέτοια διαταγή δεν μπορεί να εκδοθεί ενόψει των προνοιών του περί της Κύρωσης της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου Νόμου 1986 (Ν. 172/1986) (στο εξής η «Συνθήκη»). Αναφέρει ότι η Αίτηση προωθείται καταχρηστικά και αθέμιτα με σκοπό να της αποκόψει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Υποστηρίζει, επίσης, ότι το ποσό των εξόδων που έχει υπολογίσει η άλλη πλευρά είναι υπερβολικό ενώ υπέρμετρα στενό είναι το χρονικό περιθώριο στο οποίο η άλλη πλευρά ζητά να γίνει η πληρωμή. Τέλος, προβάλλει τη θέση ότι οι Δικαιούχοι/Αιτητές δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν την παρούσα Αίτηση ενόψει του ότι με δική τους πρωτοβουλία κατέστησαν μέρη στη διαδικασία.
Αυτά αναφορικά με τις θέσεις των δύο πλευρών.
Σημειώνω ότι έχω μελετήσει την Αίτηση και ένσταση και γνωρίζω το περιεχόμενο των φακέλων των δύο Γενικών Αιτήσεων. Περαιτέρω, για σκοπούς ακρόασης της Αίτησης οι δύο πλευρές ετοίμασαν γραπτές αγορεύσεις τις οποίες έχω μελετήσει μαζί με τη νομολογία στην οποία παραπέμπουν.
Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας.
Ξεκινώ με τη θέση της MVS ότι οι Δικαιούχοι/Αιτητές δεν δικαιούνται στην παροχή ασφάλειας εξόδων γιατί οι ίδιοι ζήτησαν να παρέμβουν στη διαδικασία των Γενικών Αιτήσεων. Εξέτασα όσα αναφέρονται εκατέρωθεν σε σχέση με αυτό το ζήτημα και καταλήγω ότι δεν συμφωνώ με τη θέση της MVS.
Οι Δικαιούχοι/Αιτητές, με σχετική αίτηση ζήτησαν να τους δοθεί άδεια να παρέμβουν στη διαδικασία με σκοπό να εγείρουν ένσταση στις Κυρίως Αιτήσεις. Υποστήριξαν ότι ως δικαιούχοι των Εμπιστευμάτων είναι αναγκαίοι διάδικοι γιατί το αποτέλεσμα αφορά και τους ίδιους ενώ, παράλληλα, μέσω των Γενικών Αιτήσεων η MVS εμποδίζει τη διανομή της περιουσίας των Εμπιστευμάτων επηρεάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τα δικαιώματα τους.
Η αιτούμενη άδεια δόθηκε από το Δικαστήριο και οι Δικαιούχοι/Αιτητές κατέστησαν μέρος της διαδικασίας. Το Δικαστήριο επέτρεψε τη συμμετοχή τους κρίνοντας την προσθήκη τους αναγκαία για την εκδίκαση της Κυρίως Αίτησης. Ως μέρη, πλέον, της διαδικασίας ενεργούν εντός των δικαιωμάτων τους ως διάδικοι και με την παρούσα Αίτηση επιδιώκουν μια εξασφάλιση που έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν με βάση τη δικονομία. Το γεγονός ότι δεν ήταν εξ αρχής διάδικοι δεν τους εμποδίζει. Εξ άλλου οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν δημιουργούν σχετική εξαίρεση ούτε εντοπίζεται νομολογία που να αναγνωρίζει τέτοιο εμπόδιο.
Αντίστοιχη προσέγγιση είχε υιοθετηθεί στην απόφαση του Ναυτοδικείου στην υπόθεση Ekinciler Dis Ticaret AS v Εκπλειστηριάσματος από την πώληση του φορτίου από σίδηρο και περλίτη που ήταν φορτωμένο από του πλοίου Marwa M με σημαία Παναμά και/ή Κύπρου (2006) 1 ΑΑΔ 288. Η απόφαση εκείνη αφορούσε καταχώρηση αίτησης για παροχή ασφάλειας εξόδων από πρόσωπο στο οποίο είχε δοθεί άδεια παρέμβασης στη διαδικασία. Ένας από τους λόγους ένστασης ήταν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε επιλέξει να καταστεί διάδικος και συνεπώς εμποδίζεται να ζητά παροχή ασφάλειας εξόδων. Σε εκείνη την απόφαση το Ναυτοδικείο βασίστηκε στους Θεσμούς Ναυτοδικείου και όχι τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας που θεωρώ ότι ισχύουν κατ΄αναλογία στην παρούσα περίπτωση. Το Ναυτοδικείο αποφάσισε ότι η ιδιότητα των αιτητών ως ενδιαφερόμενα μέρη και όχι ως εξ αρχής διάδικοι, δεν συνιστούσε εμπόδιο στην προώθηση της αίτησης.
Συνεπώς αυτός ο λόγος ένστασης που προβάλλει η πλευρά της MVS δεν μπορεί να επιτύχει.
Προχωρώ στη θέση της MVS ότι η Συνθήκη εμποδίζει την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 17 της Συνθήκης:
«Waiving of security for legal costs.
Citizens of one Contracting Party who appear before the Courts of the other Contracting Party may not be required to give security for legal costs solely by reason of the fact that they are foreigners or do not have their permanent or their temporary residence in the territory of the Contracting party before whose Courts they appear.»
Στη βάση αυτής της πρόνοιας η πλευρά της MVS υποστηρίζει ότι δεν επιτρέπεται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος για παροχή ασφάλειας εξόδων. Προς υποστήριξη της θέσης της, οι συνήγοροι της MVS μεταξύ άλλων παραπέμπουν στην απόφαση Romir Monitoring v MB Romir Holdings (2008) 1 ΑΑΔ 106.
Οι Δικαιούχοι/Αιτητές διαφωνούν. Υποστηρίζουν ότι το άρθρο 17 της Συνθήκης δεν δημιουργεί γενική απαγόρευση για παροχή ασφάλειας εξόδων αλλά εμποδίζει την έκδοση τέτοιας διαταγής σε περιπτώσεις που το διάταγμα ζητείται αποκλειστικά στη βάση ότι ο Ρώσσος υπήκοος είναι αλλοδαπός ή δεν διαθέτει μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στη Δημοκρατία. Οι συνήγοροι των Δικαιούχων/Αιτητών παραπέμπουν σε διάφορες πρωτόδικες αποφάσεις.
Εξέτασα την απόφαση Romir (ανωτέρω) όμως διαφωνώ με την ερμηνεία που δίνει η πλευρά της MVS. Στη Romir (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε πρωτόδικη απόφαση με την οποία διατάχθηκε η παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίον Ρωσικής εταιρείας, διότι κρίθηκε λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η Συνθήκη είχε παύσει να ισχύει. Το Ανώτατο Δικαστήριο όμως, σε εκείνη την υπόθεση, δεν ασχολήθηκε με τα γεγονότα επί των οποίων είχε ζητηθεί το διάταγμα για ασφάλεια εξόδων. Δηλαδή δεν εξέτασε τι είχαν επικαλεστεί οι εκεί αιτητές για να υποστηρίξουν την αναγκαιότητα έκδοσης του διατάγματος.
Από το λεκτικό του άρθρου 17 της Συνθήκης φαίνεται ότι δεν δημιουργείται καθολική απαγόρευση παροχής ασφάλειας εξόδων στην περίπτωση Ρώσων υπηκόων που ενάγουν ή ενάγονται στη Δημοκρατία. Το άρθρο αναφέρει ότι διάδικος «may not be required to give security for legal costs solely by reason of the fact that they are foreigners or do not have their permanent or their temporary residence in the territory» (υπογράμμιση δική μου). Δηλαδή η απαγόρευση ρητά περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου το διάταγμα ζητείται αποκλειστικά στη βάση ότι ο διάδικος είναι αλλοδαπός ή δεν διαθέτει τη μόνιμη ή προσωρινή διαμονή του στη Δημοκρατία.
Αυτή η ερμηνεία και προσέγγιση του άρθρου 17 της Συνθήκης ακολουθήθηκε σε διάφορες πρωτόδικες αποφάσεις - τις οποίες επικαλούνται οι Επίτροποι και με τις οποίες συμφωνώ. Ενδεικτικά, παραθέτω απόσπασμα από ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 16.6.2020 της έντιμης κας Εφραίμ ΠΕΔ, ως ήταν τότε, στην αγωγή 862/2019 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μεταξύ Ivanov κ.α. ν W.C.S. Worldwide Corporate Services Ltd:
«Δεν διαφεύγει την προσοχή του Δικαστηρίου o Κυρωτικός της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου Ν.172/86, το άρθρο 17 του οποίου προνοεί τα εξής:
[…]
Η ισχύς του εν λόγω Νόμου συνεχίζεται και μετά τη δημιουργία της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως διάδοχου κράτους της ΕΣΣΔ, όπως προνοείται στον περί του Πρωτοκόλλου μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας για το Ευρετήριο των Διμερών Συμφωνιών που υπογράφηκε στη Μόσχα στις 11.10.00 Ν.34(ΙΙΙ)/01. Είναι ορθή η εισήγηση του δικηγόρου των Αιτητριών πως αυτή η νομοθετική πρόνοια δεν είναι απαγορευτική της έκδοσης διαταγής για ασφάλεια εξόδων εναντίον προσώπου το οποίο διαμένει στη Ρωσία, απλώς απαγορεύει την έκδοση τέτοιας διαταγής στη βάση αποκλειστικά και μόνο του τόπου διαμονής του.
Η υπόθεση Romir Monitoring v. MB Romir Holdings Ltd (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 106 όντως διαφοροποιείται από την υπό κρίση περίπτωση καθότι εκεί το μόνο ζήτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο ήταν η συνέχιση ισχύος του άρθρου 17 στη Ρωσική Ομοσπονδία μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, και με τη διαπίστωση της ισχύος αυτού, χωρίς την προβολή οποιουδήποτε άλλου λόγου, το Εφετείο κατέληξε ότι δεν επιτρεπόταν η έκδοση διατάγματος για παροχή εγγύησης για δικαστικά έξοδα εναντίον πολιτών των συμβαλλομένων μερών.»
Στην παρούσα περίπτωση, οι Δικαιούχοι/Αιτητές δεν ζητούν την έκδοση διαταγής για παροχή ασφάλειας εξόδων βασιζόμενοι μόνο στο ότι η MVS είναι αλλοδαπή ή δεν έχει μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στη Δημοκρατία. Εάν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε το αιτούμενο διάταγμα δεν θα μπορούσε να εκδοθεί γιατί θα ενέπιπτε στην απαγόρευση του άρθρου 17 της Σύμβασης.
Όπως ανέφερα πιο πάνω, εδώ οι Δικαιούχοι/Αιτητές επικαλούνται όχι μόνο ότι η MVS είναι αλλοδαπή, μόνιμη κάτοικος Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και ότι δεν διαθέτει οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία στη Δημοκρατία εναντίον των οποίων θα μπορούσε ενδεχομένως να ικανοποιηθεί απόφαση για πληρωμή εξόδων. Επικαλούνται επίσης ότι οι αξιώσεις της MVS στις Κυρίως Αιτήσεις δεν έχουν καλές πιθανότητες επιτυχίας.
Δηλαδή εγείρονται και άλλες βάσεις επί των οποίων οι Δικαιούχοι/Αιτητές ζητούν τη διαταγή ασφάλειας εξόδων, διακριτές από εκείνη που καθορίζει το άρθρο 17 της Σύμβασης. Συνεπώς, η Σύμβαση δεν εμποδίζει ενδεχόμενη έκδοση σχετικού διατάγματος.
Προχωρώ να εξετάσω εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της Δ.60, Θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (στη μορφή που ισχύουν για την παρούσα διαδικασία) για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Οι σχετικές διατάξεις της Δ. 60 Θ. 1 προνοούν τα ακόλουθα:
«A plaintiff [...] ordinarily resident out of Cyprus ή Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής ένωσης may, at any stage of the action, be ordered to give security for costs, though he may be temporarily resident in Cyprus ή σε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. […]»
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω λεκτικό και επιβεβαιώνεται από τη νομολογία[1], η απόφαση αν θα εκδοθεί ή όχι διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Βοηθητική είναι η ακόλουθη ανάλυση στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, παρ. 304:
«Discretion to order security for costs. The court may order security for costs in the cases in which power to do so exists, only if, having regard to all the circumstances of the case, it thinks it just to do so. The court thus has discretion whether or not to order the security for costs to be given... Thus, if there is a strong prima facie likelihood that the defendant will fail in his defence, he may be refused security, and so also if he admits his liability, even where he counterclaims or admits an amount equal to the security that would have been ordered or if the plaintiff has an unsatisfied judgement against the defendant…»
Περαιτέρω, όπως επεξηγήθηκε στην υπόθεση Genemp Trading Ltd v Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2011) 1 AAD 1314[2]:
«Η παροχή ασφάλειας εξόδων συνεπάγεται την άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Τέτοια ασφάλεια διατάσσεται κατά κανόνα όταν ο ενάγων είναι κάτοικος εξωτερικού ή έχει τη συνήθη διαμονή του εκτός δικαιοδοσίας… Στα ευρύτερα κριτήρια για την παροχή ασφάλειας εξόδων συγκαταλέγεται και η δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα διότι αν έχει καλή υπόθεση, η δε υπεράσπιση φαίνεται να μην ευσταθεί, τότε θα ήταν αντίθετο με το πνεύμα της δικαιοσύνης να διαταχθεί η καταβολή ασφάλειας εξόδων επιβραβεύοντας έτσι ουσιαστικά τον εναγόμενο και καθυστερώντας την όλη διαδικασία.»
Σε κάθε περίπτωση, είναι πρωταρχικής σημασίας να διαφυλαχτεί η ελεύθερη και απρόσκοπτη πρόσβαση διαδίκων στο Δικαστήριο[3].
Με δεδομένες τις πιο πάνω νομικές αρχές, προχωρώ να εξετάσω εάν, στην παρούσα περίπτωση, είναι ορθό να ικανοποιηθεί το αίτημα των Επιτρόπων.
Είναι δεδομένο ότι η MVS είναι αλλοδαπή, με Ρωσική και Βρετανική υπηκοότητα, και διαμένει μόνιμα στη Βρετανία, δηλαδή εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης[4].
Είναι επίσης η θέση των Δικαιούχων/Αιτητών ότι η MVS δεν διαθέτει περιουσία, κινητή ή ακίνητη, στη Δημοκρατία εναντίον της οποίας θα μπορούσε να εκτελεστεί διαταγή για πληρωμή εξόδων. Η πλευρά της MVS διαφωνεί υποστηρίζοντας ότι ως δικαιούχος των Εμπιστευμάτων έχει δικαίωμα στην περιουσία που της αναλογεί. Συνεπώς, είναι η θέση της, οποιαδήποτε ενδεχόμενη διαταγή για πληρωμή εξόδων θα μπορούσε να εκτελεστεί εναντίον εκείνης της περιουσίας.
Εξέτασα τα δεδομένα όπως προκύπτουν από τους φακέλους των συνεκδικαζόμενων Γενικών Αιτήσεων, όμως δεν συμφωνώ με αυτή τη θέση της MVS. Απόφαση για πληρωμή εξόδων δεν θα μπορούσε να εκτελεστεί εναντίον περιουσίας εμπιστεύματος μέχρι να μεταβιβαστεί η κυριότητα (legal title) συγκεκριμένου μεριδίου στους δικαιούχους. Στο παρόν στάδιο, η MVS δεν έχει καταστεί ιδιοκτήτρια περιουσιακών στοιχείων στη Δημοκρατία μέσω της διανομής της περιουσίας του Εμπιστεύματος. Περαιτέρω, από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ότι τα Εμπιστεύματα δεν διαθέτουν περιουσία στη Δημοκρατία. Η περιουσία τους συνίσταται σε μετοχές αλλοδαπών εταιρειών που εδρεύουν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, δεν συμφωνώ με τη θέση ότι η ιδιότητα της MVS ότι είναι δικαιούχος των Εμπιστευμάτων συνεπάγεται ότι διαθέτει περιουσία στη Δημοκρατία.
Πέραν αυτής της θέσης, η πλευρά της MVS δεν αποκαλύπτει άλλα περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο.
Ενόψει των πιο πάνω, προκύπτει ότι προσπάθεια εκτέλεσης τυχόν απόφασης για πληρωμή εξόδων εναντίον της MVS αντικειμενικά δεν θα είναι εύκολη. Πρόκειται για πολίτη τρίτης χώρας, που διαμένει μόνιμα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν υπάρχουν στοιχεία για περιουσιακά στοιχεία στη Δημοκρατία ή έστω στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, η MVS δεν έχει στοιχειοθετήσει τη θέση της πως τυχόν έκδοση διατάγματος για παροχή ασφάλειας εξόδων θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί του δικαιώματος να προσφύγει στη δικαιοσύνη[5]. Το βάρος ήταν στην ίδια για να δείξει ότι τέτοιος κίνδυνος είναι πραγματικός και, πέραν της απλής αυτής αναφοράς στην ένσταση, κανένα συγκεκριμένο στοιχείο έχει παρουσιαστεί που να προσδίδει σε αυτό τον λόγο ένστασης κάποια βαρύτητα.
Ο συνήγορος της MVS υποστήριξε πως το βάρος είναι στους Δικαιούχους/Αιτητές να αντικρούσουν τη θέση της MVS ότι δεν μπορεί να συμμορφωθεί με διαταγή για παροχή ασφάλειας εξόδων. Διαφωνώ με τη θέση αυτή. Είναι ανέφικτο, εκ των πραγμάτων, να αποδείξει ένα τρίτο πρόσωπο ότι η MVS θα μπορούσε ή δεν θα μπορούσε να πληρώσει ασφάλεια για έξοδα. Μόνο από την ίδια θα μπορούσε να προέλθει αυτή η πληροφόρηση. Όμως, πέραν της απλής αναφοράς στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση άλλα στοιχεία που να τείνουν να δείχνουν ότι αυτός ο κίνδυνος είναι πραγματικός, δεν παρουσιάστηκαν από την πλευρά της.
Εξέτασα τις θέσεις εκατέρωθεν σε σχέση με τις πιθανότητες επιτυχίας των Κυρίως Αιτήσεων. Οι Δικαιούχοι/Αιτητές δεν έχουν καταχωρήσει ένσταση στις Κυρίως Αιτήσεις. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διαθέτουν συζητήσιμη υπόθεση. Η παρούσα δεν είναι από τις περιπτώσεις όπου εξόφθαλμα διαφαίνεται ότι η υπόθεση της MVS είναι τόσο ισχυρή ώστε σίγουρα θα επικρατήσει έναντι όσων θα αντιτάξουν οι Δικαιούχοι/Αιτητές. Συνεπώς, κρίνω ότι αυτή η παράμετρος δεν είναι καθοριστική για σκοπούς της παρούσας Αίτησης.
Τέλος, παρά τη θέση που προβάλλεται μέσω της ένστασης ότι η παρούσα Αίτηση είναι αθέμιτη και καταχρηστική, δεν διακρίνω στοιχεία που να παραπέμπουν σε κάτι τέτοιο.
Συνυπολογίζοντας όλα όσα προανέφερα, κρίνω ότι στην προκείμενη περίπτωση είναι ορθό να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.
Εξέτασα το ύψος του ποσού εξόδων για το οποίο ζητείται η παροχή ασφάλειας, σε συνάρτηση με τον προτεινόμενο κατάλογο εξόδων που επισυνάπτεται στην Αίτηση. Κρίνω ότι τα ποσά που εκεί καταγράφονται είναι λογικά, υπό τις περιστάσεις.
Η πλευρά των Δικαιούχων/Αιτητών ζητά όπως διαταχθεί η συμμόρφωση της MVS για παροχή ασφάλειας εξόδων εντός 30 ημερών από την έκδοση σχετικού διατάγματος. Η πλευρά της MVS θεωρεί ότι η προθεσμία θα πρέπει να είναι 60 ημέρες. Δεν θεωρώ το χρονικό διάστημα των 60 ημερών υπέρμετρο και κρίνω ότι μπορεί να εγκριθεί.
Καταληκτικά, η Αίτηση εγκρίνεται.
Η Αιτήτρια (στις Κυρίως Αιτήσεις)/Καθ’ ης η Αίτηση (στην παρούσα) διατάσσεται να παράσχει ασφάλεια εξόδων των Δικαιούχων/Αιτητών για ποσό των €8.272,93.
Η ασφάλεια εξόδων να παρασχεθεί είτε με κατάθεση του εν λόγω ποσού είτε με την παροχή τραπεζικής εγγύησης, στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου, εντός 60 ημερών από σήμερα.
Μέχρι την συμμόρφωση της Αιτήτριας (στις Κυρίως Αιτήσεις)/Καθ’ ης η Αίτηση (στην παρούσα) ή την εκπνοή του χρόνου που έχει καθοριστεί, η διαδικασία αναστέλλεται.
Αν η Αιτήτρια (στην Κυρίως Αίτηση)/Καθ΄ης η Αίτηση (στην παρούσα) παραλείψει να παράσχει τη διαταχθείσα ασφάλεια εντός της καθορισμένης προθεσμίας, τότε οι Γενικές Αιτήσεις θεωρούνται ότι έχουν εγκαταλειφθεί και θα καταστούν αυτομάτως απορριφθείσες.
Σε τέτοια περίπτωση οι Δικαιούχοι/Αιτητές θα δικαιούνται τα έξοδα όπως θα υπολογιστούν.
Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Δικαιούχων/Αιτητών και εναντίον της Αιτήτριας (στην Κυρίως Αίτηση)/Καθ’ ης η Αίτηση (στην παρούσα) όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στην περίπτωση που υπάρξει συμμόρφωση με τη διαταγή για την παροχή της ασφάλειας εξόδων, τότε οποιοσδήποτε διάδικος μπορεί να αιτηθεί όπως ο φάκελος τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου για περαιτέρω χειρισμό.
(Υπ.) ………………………………………………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. Sally Line v Greenmar Navigation Ltd, (1993) 1 Α.Α.Δ. 633, Alahmari v Alia The Royal Jordanian Airline (1990) 1Β Α.Α.Δ. 633, Stejaru v Ιωάννου, (2002) 1Β Α.Α.Δ. 909.
[2] Σχετική και η The Continental Insurance Company of Hampshire v Sac Eugene O' Regan (1998) 1 Α.Α.Δ. 1087
[3] Conway v Ηλία (2002) 1Γ Α.Α.Δ. 1653.
[4] Σχετικές οι Alahmari v Αlia the Royal Jordanian Airline (1990) 1 Α.Α.Δ. 434, Elena Charalambous – Stejaru v Aρέστη Χαραλάμπους Ιωάννου (2002) 1Β Α.Α.Δ 906 και Hampton Advisory Group S.A. v. 1. Bost Ad κ.α (2011) 1Β Α.Α.Δ. 1416
[5] Θεμιστοκλής Σολωμού Χαραλαμπίδης ν. Ιάκωβου Πέτρου κ.α (2003) 1 Α.Α.Δ. 1698
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο