
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Αρ. Αγωγής: 864/2023
Μεταξύ:
1. EUROBANK CYPRUS LTD
2. ZIVAR INVESTMENTS LTD
Εναγόντων
-v-
1. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΑΤΧΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
2. CAFEPRO ENTERPRISES LTD
Εναγομένων
Ημερομηνία: 18 Δεκεμβρίου, 2024
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσες/Αιτήτριες: κ. Γιορδαμλής
Για Εναγόμενους 1 και 2/Καθ’ ων η Αιτητή: κ. Κληρίδης
Ενδιάμεση Απόφαση
Η απαίτηση
Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή, η Ενάγουσα 1 εταιρεία/τράπεζα (στο εξής «η Ενάγουσα 1») και η Ενάγουσα 2, θυγατρική της πρώτης, εταιρεία (στο εξής «η Ενάγουσα 2», μαζί, και οι δύο, «οι Ενάγουσες»), επιδιώκουν την εξασφάλιση διάφορων θεραπειών (διακηρυκτικές αποφάσεις και διατάγματα), στη βάση, κατ’ ισχυρισμό, παράνομης επέμβασης των Εναγομένων 1 και 2[1] στο επίδικο ακίνητό της Ενάγουσας 2[2] (στο εξής «το ακίνητο»), με σκοπό, μεταξύ άλλων (όπως αποζημιώσεων), να λάβουν ελεύθερη και κενή κατοχή του.
Η επίδικη αίτηση
Στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, οι Ενάγουσες καταχώρησαν την επίδικη αίτηση, με την οποία, στην ουσία, επιδιώκουν να εξασφαλίσουν διάφορα προσωρινά διατάγματα, ώστε, από αυτό το πρώιμο στάδιο της αγωγής, να επιτύχουν να λάβουν ελεύθερη κατοχή του ακινήτου, ως παρεμπίπτουσα θεραπεία, μέχρι την εκδίκαση της. Με τα επιζητούμενα διατάγματα, αν εκδοθούν, οι Εναγόμενοι 1 και 2, οι οποίοι διατηρούν κατοχή του ακινήτου[3], θα πρέπει να εγκαταλείψουν τούτο και να παραδώσουν ελεύθερη και κενή κατοχή του στις Ενάγουσες.
Η ένσταση
Οι Εναγόμενοι 1 και 2 καταχώρησαν ένσταση στην επίδικη αίτηση, στο κυρίως σώμα της οποίας καταγράφονται αριθμός λόγων ένστασης. Δεν χρειάζεται να κάνω ειδική αναφορά σε αυτούς, αφού, κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία της επίδικης αίτησης, ο συνήγορος τους, ανάφερε ότι πέντε είναι οι λόγοι για τους οποίους επιζητείται η απόρριψη της, και ποιο συγκεκριμένα ότι:
«1. Δεν ικανοποιείται η 2η προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν. 14/1960,
2. Δεν ικανοποιείται η 3η προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν. 14/1960,
3. Δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση του ισοζυγίου της ευχέρειας,
4. Με την επίδικη αίτηση επιζητείται να αποδοθούν τελικές επιζητούμενες θεραπείες, και
5. Η φύση και χαρακτήρας των κατ’ αίτηση διαταγμάτων είναι προστακτικός».
Δήλωσε δε περαιτέρω όπως, «οτιδήποτε άλλο προβάλλεται ως λόγος ένστασης στο κυρίως σώμα τούτης, αλλά και στο μαρτυρικό υλικό που την υποστηρίζει, στο βαθμό που σχετίζεται, να ληφθεί, επικουρικά, υπόψη προς υποστήριξη των πιο πάνω 5 λόγων που συγκεκριμενοποίησα».
Κοινώς αποδεκτά γεγονότα
Τα ποιο κάτω, ως αβίαστα προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό που αμφότερες οι πλευρές έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ τους.
Ο Εναγόμενος 1 και δυο εταιρείες συμφερόντων του (Realia Ltd (στο εξής «η Realia») και Novelway Ltd (στο εξής «η Novelway»)), στις 14.06.2019 υπέγραψαν συμφωνία διακανονισμού με την Ενάγουσα 1 με σκοπό να αναδιαρθρωθούν οι υποχρεώσεις του πρώτου και της Realia, έναντι της τελευταίας (στο εξής «η συμφωνία διακανονισμού»). Αποτελούσε όρο της εν λόγω συμφωνίας (όρος 3.1 και 3.2) ότι ο Εναγόμενος 1 και η Realia, εντός 60 ημερών από την υπογραφή της, θα έπρεπε να μεταβιβάσουν συγκεκριμένα ακίνητα τους σε συγκεκριμένες θυγατρικές, της Ενάγουσας 1, εταιρείες. Στη βάση του ίδιου όρου, κάθε τέτοιο ακίνητο του Εναγομένου 1 και της Realia, χαρακτηρίστηκε με συγκεκριμένο γράμμα του αλφαβήτου, με το ακίνητο να χαρακτηρίζεται ως το ακίνητο Γ. Στη βάση του σχετικού, με το ακίνητο, όρου της συμφωνίας διακανονισμού (όρος 3.2 (α)), θα έπρεπε τούτο να μεταβιβαστεί από τον Εναγόμενο 1 προς την Ενάγουσα 2. Πέραν της σχετικής, ως προς το χρόνο της μεταβίβασης του ακινήτου, αναφοράς στον ανωτέρω όρο 3.2 της συμφωνίας διακανονισμού[4], στον όρο 6 τούτης, προνοείται ότι:
«Ανεξάρτητα των προνοιών 3.1. (α) – (β) και 3.2.(α) – (η), διευκρινίζεται ότι σε κάθε περίπτωση τα Ακίνητα[5] θα πρέπει μεταβιβαστούν στο όνομα των θυγατρικών εταιρειών της Τράπεζας[6] το αργότερο μέχρι τις 14 Αυγούστου 2019 (εφεξής η «Ημερομηνία Ολοκλήρωσης»). Τα Μέρη συμφωνούν ότι σε περίπτωση όπου η μεταβίβαση των Ακινήτων στο όνομα των θυγατρικών εταιρειών της Τράπεζας δεν υλοποιηθεί μέχρι την Ημερομηνία Ολοκλήρωσης, η Συμφωνία θα θεωρείται άκυρη και τα Μέρη θα αποδεσμευθούν από τις υποχρεώσεις και δικαιώματά τους όπως αυτά απορρέουν από την Συμφωνία.[7]
Στη βάση, δε, του όρου 4 της εν προκειμένω συμφωνίας, η Ενάγουσα 1 ανέλαβε όπως, (α) με την καταβολή συγκεκριμένου ποσού που θα έπρεπε ο Εναγόμενος 1 να της καταβάλει (στη βάση του όρου 2.1 τούτης) και (β) την μεταβίβαση όλων των ακινήτων ως στους όρους 3.1. (α) και (β) καθώς και 3.2 (α) – (η) της συμφωνίας προνοείται, ενεργήσει με συγκεκριμένο τρόπο, π.χ., να απαλλάξει τον Εναγόμενο 1 και την Realia από τις υποχρεώσεις τους που σχετίζονται με τραπεζικές διευκολύνσεις που τους παραχώρησε, και να ακυρώσει διάφορες επιβαρύνσεις, μεταξύ των οποίων και υποθήκες επί συγκεκριμένων ακινήτων τους, που εξασφάλιζαν τούτες. Στο βαθμό που αφορά τα επίδικα ζητήματα της υπό κρίση αίτησης, μέρος της ανωτέρω υποχρέωσης της Ενάγουσας 1 ήταν και δέσμευση της (βλ. όρος 4.1. (η)) όπως:
«…ακυρώσει την σχετική επιβάρυνση και/ή προσημείωση υποθήκης (δυνάμει του Ελληνικού Δικαίου) επί του ακινήτου ευρισκόμενο στο Δήμο Γλυφάδας Αττικής, στην οδό Καλύμνου, αρ. 10 (άλλως 10Α), εγγεγραμμένο στο όνομα του ΧΧ[8] για το ποσό των €675.000 (Ευρώ Εξακόσιες Εβδομήντα Πέντε Χιλιάδες).
Νοείται ότι λόγω του εμπλεκόμενου δικαίου και/ή τυχόν διαδικαστικών κωλυμάτων που δυνατόν να προκύψουν στην εξάλειψη και/ή ακύρωση της σχετικής επιβάρυνσης και/ή προσημείωση υποθήκης (δυνάμει του Ελληνικού Δικαίου), η Τράπεζα δύναται να προχωρήσει σε τέτοια εξάλειψη και/ή ακύρωση εντός 12 (δώδεκα) μηνών από την καταβολή του ποσού ως οι πρόνοιες της παραγράφου 2.1 και την μεταβίβαση όλων των Ακινήτων ως οι πρόνοιες των παραγράφων 3.1 (α) και (β) καθώς και 3.2 (α) – (η)
Νοείται επίσης ότι στην περίπτωση κατά την οποία, πριν την Ημερομηνία Ολοκλήρωσης της Συμφωνίας (ως ορίζεται πιο κάτω) διενεργηθεί οποιοσδήποτε πλειστηριασμός αναφορικά με το ακίνητο ευρισκόμενο στο Δήμο Γλυφάδας Αττικής, στην οδό Καλύμνου, αρ. 10 (άλλως 10Α) από πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) άλλο από την Τράπεζα, τα Μέρη και δη ο ΧΧ δεσμεύεται όπως ενημερώσει με την σειρά του την Τράπεζα με σκοπό όπως η Τράπεζα λάβει το ποσό το οποίο της οφείλεται και/ή αναλογεί δυνάμει της εγγραφής της προαναφερόμενης προσημείωσης.
Νοείτε επίσης ότι στην περίπτωση κατά την οποία είναι νομικά και πρακτικά δυνατή η εκχώρηση και/ή μεταβίβαση της προαναφερόμενης προσημείωσης σε τρίτο πρόσωπο, η Τράπεζα πριν την Ημερομηνία Ολοκλήρωσης (ως ορίζεται πιο κάτω) δύναται κατά την διακριτική της ευχέρεια να εκχωρήσει και/ή μεταβιβάσει την προαναφερόμενη προσημείωση σε τρίτο πρόσωπο το οποίο θα υποδείξει ο ΧΧ.
Αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των μερών ότι όλα τα ακίνητα που θα έπρεπε ο Εναγόμενος 1 και η Realia να μεταβιβάσουν στις θυγατρικές της Ενάγουσας 1 εταιρείες, περιλαμβανομένου και του ακινήτου, μεταβιβάστηκαν εμπρόθεσμα, καθώς επίσης και καταβλήθηκε από τον πρώτο, προς την Ενάγουσα 1, το αναφερόμενο στον όρο 2.1 της συμφωνίας διακανονισμού ποσό. Αποτελεί, επίσης, κοινό τόπο μεταξύ των μερών ότι, η προσημείωση υποθήκης (δυνάμει του Ελληνικού Δικαίου) που είχε προς όφελος της η Ενάγουσα 1 επί του ακινήτου του Εναγομένου 1 στη Γλυφάδα, δεν εξαλείφθηκε, μέχρι σήμερα, παρά τις όποιες προς τούτο ενέργειες που έγιναν από πλευράς της πρώτης και ότι στο παρόν στάδιο, εκκρεμεί συγκεκριμένη διαδικασία στην Ελλάδα για σκοπούς εξάλειψης της[9].
Στις 31 Ιουλίου, 2019, τα συμβαλλόμενα, στη συμφωνία διακανονισμού, μέρη, προχώρησαν σε τροποποίηση της (βλ. Τεκμήριο 4 της Ενόρκου Δηλώσεως που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση). Η τροποποίηση αυτή κρίνεται σημαντικό να καταγραφεί αυτούσια:
«Αγαπητοί κύριοι,
Θέμα: Μεταξύ μας Συμφωνία Διακανονισμού ημερομηνίας 14 Ιουνίου 2019 (η «Συμφωνία Διακανονισμού»)
Αναφερόμαστε στην ως άνω Συμφωνία Διακανονισμού και σε έχοντας υπόψη τυχόν καθυστερήσεις και/ή κωλύματα πιθανόν δημιουργηθούν και/ή προκληθούν ένεκα της θερινής περιόδου και τις απαραίτητες ακόμη ενέργειες για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας Διακανονισμού με την παρούσα επιθυμούμε, σε συνέχεια των συζητήσεων μας, να επιβεβαιώσουμε και γραπτώς τη συμφωνία μας, όπως ανεξάρτητα των προνοιών της Συμφωνίας Διακανονισμού, ή «Ημερομηνία Ολοκλήρωσης», ως αυτή ορίζεται στην Συμφωνία Διακανονισμού παραταθεί και/ή επεκταθεί από τις 14 Αυγούστου 2019 στις 30 Σεπτεμβρίου 2019.
Νοείται ότι λοιποί όροι συνεπαγόμενοι ή παρεμφερείς της Συμφωνίας Διακανονισμού οι οποίοι αφορούν και/ή σχετίζονται με την ολοκλήρωση και/ή μεταβίβαση των ακινήτων επ’ ονόματι της Τράπεζας ή των θυγατρικών αυτής, θα αναπροσαρμοστούν ανάλογα βάση της προαναφερόμενης παράτασης και/ή επέκτασης της Ημερομηνίας Ολοκλήρωσης. Όλοι οι υπόλοιποι όροι της Συμφωνίας Διακανονισμού παραμένουν σε πλήρη ισχύ χωρίς οποιοδήποτε επηρεασμό.
Παρακαλούμε όπως υπογράψετε στο κάτω μέρος της επιστολής για επιβεβαίωση της συμφωνίας σας»[10].
Αν και δεν αφορά τα επίδικα, της υπό εξέταση αίτησης, γεγονότα, για σκοπούς πληρότητας σημειώνεται ότι, στις 4 Σεπτεμβρίου 2019, η συμφωνία διακανονισμού τροποποιήθηκε περαιτέρω, με σκοπό να μεταβληθούν οι υποχρεώσεις και δικαιώματα των συμβαλλομένων σε σχέση με συγκεκριμένο ακίνητο του Εναγομένου 1, άλλο από το επίδικο.
Στις 18 Ιουνίου 2019[11], υπογράφθηκε και δεύτερη συμφωνία με συμβαλλόμενους την Ενάγουσα 1, από τη μια, και τον Εναγόμενο 1, από την άλλη, στη βάση της οποίας αναγνωρίστηκε στον τελευταίο, υπό τις προϋποθέσεις που εκεί, ρητώς, προνοούνται, δικαίωμα επαναγοράς συγκεκριμένων ακινήτων (στο εξής «η συμφωνία δικαιώματος επαναγοράς»). Πρόκειται για συμφωνία, που και οι δυο πλευρές, ανεξαρτήτως ημερομηνίας συνομολόγησης της, αναγνωρίζουν ως συμπληρωματική της συμφωνίας διακανονισμού, που συνομολογήθηκε με σκοπό να δοθεί η ευκαιρία στον Εναγόμενο 1, προτού οι θυγατρικές της Ενάγουσας 1 εταιρείες που θα αποκτούσαν τα ακίνητα του και της Realia, αποξενώσουν τούτα, να μπορεί, με την καταβολή της συμφωνηθείσας τιμής απόκτησης (από τις θυγατρικές της Ενάγουσας 1 εταιρείες) εκάστου τέτοιου ακινήτου, ως αυτή αναφέρεται, ρητώς, στη συμφωνία διακανονισμού, καθώς επίσης και άλλων συγκεκριμένων εξόδων και/ή φορολογιών κτλ., να επαναγοράσει τα ακίνητα από αυτές. Για την επαναγορά αυτή, προβλέφθηκε στη συμφωνία δικαιώματος επαναγοράς συγκεκριμένη περίοδος εντός της οποίας ο Εναγόμενος 1 θα μπορούσε να πράξει τούτο. Η γενική, σχετική, πρόνοια της εν προκειμένω συμφωνίας (όρος 1.1.) προνοεί ότι:
«Η Τράπεζα δια της παρούσας Συμφωνίας δίδει το δικαίωμα επαναγοράς (buy back) των Ακινήτων στον ΧΧ για περίοδο μέχρι 36 (τριάντα έξι) μηνών από την Ημερομηνία Ολοκλήρωσης, νοουμένου ότι τέτοιο δικαίωμα εξασκηθεί από ΧΧ βάσει της διαδικασίας ως αυτή περιγράφεται στις παραγράφους 1.2.-1.3 της Συμφωνίας».
Προβλέπεται, επίσης, στη συμφωνία δικαιώματος επαναγοράς, ότι, αποτελεί «Συμπληρωματική Συμφωνία» και ότι οι κεφαλαιοποιημένοι όροι της έχουν την έννοια που τους αποδίδεται στη συμφωνία διακανονισμού. Στους όρους 1.2.1, 1.2.2 και 1.2.3 τούτης, τα ακίνητα που δύνανται να επαναγοραστούν από τον Εναγόμενο 1 κατηγοριοποιούνται, με την πρώτη κατηγορία να είναι δυνατό να επαναγοραστεί εντός 12 μηνών από την Ημερομηνία Ολοκλήρωσης (όρος 1.2.1), τη δεύτερη κατηγορία, εντός 24 μηνών από την Ημερομηνία Ολοκλήρωσης (όρος 1.2.2), και την τρίτη κατηγορία εντός 36 μηνών από την Ημερομηνία Ολοκλήρωσης (όρος 1.2.3). Το ακίνητο που εδώ αφορά, ανήκει στην τρίτη αυτή κατηγορία, με αποτέλεσμα και οι δυο πλευρές να συμφωνούν, ότι ο Εναγόμενος 1, στη βάση του σχετικού όρου της εν προκειμένω συμφωνίας είχε δικαίωμα να το επαναγοράσει εντός 36 μηνών από την Ημερομηνία Ολοκλήρωσης.
Περαιτέρω, ο όρος 1.4 της συμφωνίας δικαιώματος επαναγοράς προνοεί ότι:
«1.4 Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες των παραγράφων 1.1.-1.3. και του δικαιώματος επαναγοράς προς τον ΧΧ, στην περίπτωση κατά την οποία μετά την μεταβίβαση των Ακινήτων επ’ ονόματι της Τράπεζας ή των θυγατρικών εταιρειών της Τράπεζας, και εφόσον έχουν παρέλθει τουλάχιστον 12 (δώδεκα) μήνες από την Ημερομηνία Ολοκλήρωσης, η τράπεζα και/ή οι εν λόγω θυγατρικές της εταιρείες θα επιθυμούν να προχωρήσουν με την πώληση των Ακινήτων σε τρίτο πρόσωπο της ελεύθερης επιλογής τους, συμφωνείται μεταξύ της Τράπεζας και του ΧΧ ότι θα ακολουθηθεί η διαδικασία δυνάμει των παραγραφών 1.5.-1.11.
Τέλος, ο όρος 4 της συμφωνίας δικαιώματος επαναγοράς προνοεί ότι:
«4. Όλοι οι όροι της Συμφωνίας είναι ρητοί και ουσιώδεις και παράβαση οποιουδήποτε όρου από τα συμβαλλόμενα μέρη δίδει το δικαίωμα στο αναίτιο μέρος να τερματίσει τη Συμφωνία και να αξιώσει αποζημιώσεις από το υπαίτιο μέρος για την παράβαση της Συμφωνίας, χωρίς επηρεασμό κάθε άλλης νομικής θεραπείας.»
Υπό αμφισβήτηση επίδικα θέματα
Κατά τις Ενάγουσες, ο ορισμός Ημερομηνία Ολοκλήρωσης είναι η αναγραφόμενη στην συμφωνία διακανονισμού ημερομηνία (14.08.2024), ως αυτή, ακολούθως, στη βάση της σχετικής τροποποίησης της (βλ. επιστολής Τεκμήριο 4 της Ενόρκου Δηλώσεως που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση), επεκτάθηκε και ορίστηκε ως η 30.09.2019. Είναι, εν προκειμένω, η θέση των Εναγουσών ότι η Ημερομηνία Ολοκλήρωσης δεν αποτελεί αφηρημένη έννοια ή εξαρτάται από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα, όπως, π.χ. την από πλευράς τους εκπλήρωση των δικών τους υποχρεώσεων που πηγάζουν από τις δυο συμφωνίες, καθότι, κατ’ αυτές, στη βάση της ξεκάθαρης ερμηνείας των σχετικών με αυτή (Ημερομηνία Ολοκλήρωσης) όρων των δυο συμφωνιών, τούτη αφορά σε καθορισθείσα, συμφωνηθείσα μεταξύ των μερών, ημερομηνία, η οποία ορίστηκε με σκοπό, αφενός να προσδιοριστεί η τελευταία ημέρα μέχρι την οποία ο Εναγόμενος 1 και η Realia θα έπρεπε να εκπληρώσουν τις δικές τους υποχρεώσεις με βάση τους όρους 2.1, 3.1 και 3.2 της συμφωνίας διακανονισμού, και αφετέρου, στη βάση της συμφωνίας δικαιώματος επαναγοράς, να προσδιοριστεί η ημέρα από την οποία θα αρχίσουν να μετρούν οι περίοδοι εντός των οποίων ο Εναγόμενος 1 θα είχε δικαίωμα επαναγοράς των ακινήτων. Στη βάση της θεώρησης αυτής, οι Ενάγουσες προκρίνουν ότι ο χρόνος των 36 μηνών που είχε ο Εναγόμενος 1 για να ασκήσει το δικαίωμα επαναγοράς του ακινήτου κατά τα προβλεπόμενα της συμφωνίας δικαιώματος επαναγοράς, άρχισε να μετρά από τις 30.09.2019 και έληξε στις 30.09.2022. Δεδομένης της μη εξάσκησης του δικαιώματος αυτού από πλευράς του Εναγομένου 1 (αυτό αποτελεί κοινό τόπο) κατά την εν λόγω χρονική περίοδο, οι Ενάγουσες προβάλλουν ότι το εν προκειμένω δικαίωμα επαναγοράς του Εναγόμενου 1 έχει εκπνεύσει, με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον οποιαδήποτε ισχύ, και, στη βάση των προνοιών της επιφύλαξης του όρου 1.2.3 της συμφωνίας δικαιώματος επαναγοράς[12], τούτες έχουν το δικαίωμα τόσο στη εκμετάλλευση όσο και στη πώληση του ακινήτου κατά την απόλυτη κρίση και ευχέρειά τους, χωρίς να υπέχουν οποιασδήποτε σχετικής υποχρέωσης έναντι του Εναγομένου 1. Θεωρούν, εν προκειμένω, ότι, δεδομένης της, από πλευράς τους, ενημέρωσης του Εναγόμενου 1 περί του ότι δεν εξάσκησε το εν λόγω δικαίωμα του εντός της συγκεκριμένης περιόδου, και της ανωτέρω ερμηνείας που δίδουν στους σχετικούς όρους των συμφωνιών, η συνέχιση της κατοχής και εκμετάλλευσης του ακινήτου από τους Εναγόμενους αποτελεί ξεκάθαρη παράνομη επέμβαση που τους στερεί το δικαίωμα να εκμεταλλευτούν απρόσκοπτα το περιουσιακό τους στοιχείο. Θεωρούν, επιπροσθέτως, πάντα συναφώς, ότι με την παράνομη αυτή επέμβαση των Εναγομένων επί του ακινήτου, οι ίδιες υπόκεινται σε οικονομική ζημιά ίση με τα έσοδα που θα είχαν από την εκμετάλλευση ή ακόμα και την πώληση του. Στη βάση δε της θεώρησης ότι τόσο ο Εναγόμενος 1 όσο και η Εναγόμενη 2 δεν βρίσκονται σε οικονομική θέση που να μπορούν να αποπληρώσουν την όποια τυχόν απόφαση θα εκδοθεί εναντίον τους για την οικονομική ζημιά που υπόκεινται συνεπεία της παράνομης επέμβασης, αλλά και στη βάση του συνταγματικού δικαιώματος τους, ως ιδιοκτήτες του ακινήτου, το οποίο παραβιάζουν, κατάφορα, οι τελευταίοι, οι Ενάγουσες προωθούν την θέση ότι υπόκεινται σε ανεπανόρθωτη ζημιά, με αποτέλεσμα να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν,14/1960, και να δικαιολογείται, επομένως, η έκδοση των κατ’ αίτηση διαταγμάτων. Είναι, τέλος, η θέση τους ότι, στη βάση της προσκομισθείσας από αυτές μαρτυρίας, αλλά και της ανάλογής μαρτυρίας των Εναγομένων, πληρούνται τα τασσόμενα από την σχετική νομολογία κριτήρια που δικαιολογούν την έκδοση των κατ’ αίτηση διαταγμάτων, από αυτό το στάδιο, παρά τη δραστικότητά (προστακτικά) και την ταύτιση τους με τις ανάλογες, σχετικές, τελικές θεραπείες που επιζητούν μέσω της παρούσας αγωγής.
Από την άλλη, οι Εναγόμενοι προτάσσουν ότι η Ημερομηνία Ολοκλήρωσης δεν αφορά στην αναφερόμενη στη συμφωνία διακανονισμού, ως αυτή τροποποιήθηκε[13], συγκεκριμένη, ημερομηνία (30.09.2019), αλλά αφορά στην ημερομηνία κατά την οποία όλοι οι συμβαλλόμενοι της συμφωνίας διακανονισμού θα εκπληρώσουν (ολοκληρώσουν) τις υποχρεώσεις τους. Στη βάση, δε, της θεώρησης αυτής, δεδομένης της μη εκπλήρωσης όλων των συμβατικών υποχρεώσεων από την Ενάγουσα 1 (μη εξάλειψη της προσημείωσης υποθήκης επί του ακινήτου στη Γλυφάδα), δεν έχει επέλθει η Ημερομηνία Ολοκλήρωσης, και κατά συνέπεια δεν έχει, ακόμα, αρχίσει η περίοδος των 36 μηνών, εντός των οποίων ο Εναγόμενος 1 έχει δικαίωμα επαναγοράς του ακινήτου. Θεωρούν εν προκειμένω, πάντα συναφώς, ότι η παρούσα αγωγή είναι πρόωρη, καθώς επίσης και ότι οι Εναγόμενοι νομίμως κατέχουν και εκμεταλλεύονται το ακίνητο, αφού, ως προνοείται στις επίδικες συμφωνίας, το δικαίωμα των Εναγουσών να κατέχουν και να εκμεταλλεύονται τούτο, αρχίζει από την λήξη της περιόδου των 36 μηνών, και τούτο νοουμένου ότι ο Εναγόμενος 1 δεν εξασκήσει, στο μεταξύ, το εν προκειμένω δικαίωμα επαναγοράς του. Ως προς την οικονομική ευχέρεια τους να αποπληρώσουν τυχόν απόφαση που θα εκδοθεί εναντίον τους για αποζημιώσεις, οι Εναγόμενοι, με παραπομπή σε διάφορα τεκμήρια που επισυνάπτονται στις Ένορκες Δηλώσεις που υποστηρίζουν την ένσταση τους, αλλά και σχετικές θέσεις που προβάλουν μέσω τους, προτάσσουν ότι βρίσκονται σε τέτοια οικονομική θέση, που τα όσα, αντιθέτως, ισχυρίζονται οι Ενάγουσες δεν πρέπει να γίνουν δεκτά και το Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει ότι οι Ενάγουσες δεν θα υποστούν οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθούν τα κατ’ αίτηση διατάγματα.
Ακροαματική διαδικασία
Κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία της επίδικης αίτησης, οι συνήγοροι των μερών παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις (τις οποίες ανήρτησαν και στο σύνδεσμο «Έγγραφα» του ηλεκτρονικού φακέλου της υπόθεσης), και τους δόθηκε, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, άδεια να τονίσουν προφορικά κάποια σημεία. Ως δε σημειώθηκε ανωτέρω, ο συνήγορος των Εναγομένων περιόρισε τα επίδικα ζητήματα της αίτησης εγκαταλείποντας κάποιους από τους λόγους ένστασης.
Νομική πτυχή
Οι αρχές που διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων τίθενται στο άρθρο 32 του Ν.14/60 και είναι οι ακόλουθες: (α) η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, (β) η ύπαρξη πιθανότητας ότι ο διάδικος που ζητά το προσωρινό διάταγμα δικαιούται σε θεραπεία στην κυρίως διαδικασία ή ότι έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας και (γ) ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο εκτός εάν εκδοθεί το κατ’ αίτηση διάταγμα.
Παράλληλα, το δικαστήριο, αφού ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, δυνάμει του ιδίου άρθρου, πρέπει να αποφασίσει ότι είναι δίκαιο ή πρόσφορο, ή και τα δύο μαζί αν αυτό δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης που είναι ενώπιόν του, να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα, διαφορετικά θα απορρίψει την αίτηση. Προς τούτο, απαιτείται η στάθμιση του κινδύνου πρόκλησης αδικίας, την οποία τυχόν να υποστεί η μία ή η άλλη πλευρά συνεπεία της ενδιάμεσης αυτής απόφασής του, και, ακολούθως, η επιλογή της ολιγότερο επιβλαβούς πορείας, δεδομένης της φύσης και του περιεχομένου του κατ’ αίτηση διατάγματος (βλ. Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788 και Films Rover v. Cannon Film Sales [1986] 3 All ER 772, σελ. 780 και 781).
Για σκοπούς ικανοποίησης της πρώτης προϋπόθεσης, της ύπαρξης δηλαδή σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, είναι αρκετό να αποκαλύπτεται, με βάση τα δικόγραφα, συζητήσιμη υπόθεση.
Όσον αφορά στη δεύτερη προϋπόθεση, αυτή δηλαδή της ύπαρξης πιθανότητας επιτυχίας, είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί, με βάση τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί, ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας του αιτούντος διαδίκου στην αγωγή. Η έννοια της πιθανότητας, ως αναφέρθηκε, εισάγει κάτι περισσότερο από την απλή πιθανότητα, αλλά κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που απαιτείται για απόδειξη αστικής αγωγής.
Η τρίτη προϋπόθεση συναρτάται με τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Το ζήτημα δε της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων εξετάζεται μέσα στα πλαίσια της προϋπόθεσης αυτής. Όσο απομακρύνεται η πιθανότητα να συνιστά η θεραπεία των αποζημιώσεων επαρκή θεραπεία, τόσο ενισχύεται η πιθανότητα να πληρούται η προϋπόθεση αυτή. Αν η υπόθεση, ως εκ της φύσεώς της, δεν επιδέχεται τη θεραπεία των αποζημιώσεων, ή ο υπολογισμός των αποζημιώσεων θα είναι αδύνατος, τότε εύκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μελλοντικό στάδιο εκτός αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Η δυσκολία όμως υπολογισμού των αποζημιώσεων, αυτή καθ’ εαυτή, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στο συμπέρασμα ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο στο μέλλον να απονεμηθεί δικαιοσύνη.
Το ζήτημα όμως δε τελειώνει εδώ. Όπως, συναφώς, αναφέρθηκε, πρόσφατα, στην Lariena Investments Ltd v. RFI Consortium, Πολ. Εφ. Ε164/2019 (απόφαση ημερομηνίας 22.01.2021), «Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, οι αποζημιώσεις δεν αποτελούν τη μοναδική παράμετρο κρίσης του συγκεκριμένου θέματος. Όπως τέθηκε στην Όξυνος κ.ά. ν. Λού (2011) 1 Α.Α.Δ. 1066 , που παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο: «Υπόψη λαμβάνονται και άλλα στοιχεία και μεταβλητά κριτήρια και σε τελική ανάλυση η αδυναμία ή η δυσκολία απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, εξαρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν το αίτημα, (Κυρισάββα ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Παντελούς Kωνσταντίνου Kκίζη κ.ά. v. Κύζη ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Mαριτσούς Kωστή Kκίζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245). Ας μη μας διαφεύγει ότι η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται, όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση M. and Ch. Mitsingas Trading Ltd. κ.ά. v. Τhe Timberland Co. (1977) 1Γ ΑΑΔ 1791, με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του διαδίκου που επιδιώκει τη θεραπεία. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του και τον κίνδυνο που ενέχεται από την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται με την κατοχή των επιδίκων μετοχών. Μεταξύ αυτών είναι και ο κίνδυνος παράνομης επέμβασης στις δραστηριότητες της NWCC και της αποξένωση των μετοχών αυτής».
Αναφορικά, τώρα, με τα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, περιορίζομαι να επισημάνω πως οι πρόνοιες τους ρυθμίζουν ειδικά τις περιπτώσεις που εκεί αναφέρονται. Δεν αφαιρούν τίποτα από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν.14/60, που προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.
Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση επί των προϋποθέσεων για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, δέστε τις Odysseos v. Pieris Estates (1982) 1 AAΔ 557, Αcropolo Shipping Co. Ltd v. Rossis (1976) 1 AAΔ σελ. 38, Νational Bank of Greece v. Matovia [1987] 1 AAΔ 303, Κ.Ο.Τ. ν. Θεωρή [1989] 1 ΑΑΔ(Ε) 152 και Α.Β.Ρ. Ηοldings Ltd v. Ανδρέα Κιταλίδη και άλλων [1994] 1 ΑΑΔ 694, Γρηγορίου & ΄Αλλων ν. Χριστοφόρου & άλλων [1995] 1 ΑΑΔ 248 και Demades Overseas Ltd v. Studio Ma.st Ltd [1996] 1 AAΔ 799, Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χατζηβασίλη [1989] 1 (Ε) ΑΑΔ 152, Α. Κυτάλα ν. ΄Αννα Χρυσάνθου και ΄Αλλοι [1996]1 ΑΑΔ 253, Αντωνία Παναγίδου και άλλων ν. Μάριος Παναγίδου και άλλων (2001) 1(Α) ΑΑΔ 396, Phasarias (Automotive Center) Ltd v. Σκυροποιεία Λεωνικ. Λτδ (ανωτέρω), Χ. Κουνούνας ν. G. & A. Simons Ltd (2002) 1(Β) ΑΑΔ 1361, Larticon Vo. v. Dedergenta Development Ltd (2004) 1(Β) ΑΑΔ 1121.
To Δικαστήριο, μετά την καταχώριση της ένστασης, έχει εξουσία και υποχρέωση να επιληφθεί της υπόθεσης, να ακούσει και τις δύο πλευρές και να διαπιστώσει αν οι προϋποθέσεις που ο νομοθέτης έταξε στο άρθρο 32 ικανοποιούνται. Αν υπάρχει διάσταση πάνω στα γεγονότα μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τη Διαταγή 48, θεσμός 4, ο διάδικος που έχει το βάρος της απόδειξης πρέπει να είναι έτοιμος να αποδείξει τα γεγονότα πάνω στα οποία βασίζεται (βλ., μεταξύ άλλων, Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 520, σελ. 527). Στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο δεν εξετάζει την ουσία της κυρίως διαδικασίας, ούτε και είναι επιθυμητό να προσπαθήσει, με βάση τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του, να αποφασίσει τα διαφιλονικούμενα, επί γεγονότων ζητήματα πάνω στα οποία τελικά θα κριθεί η κυρίως, ενώπιον του, διαδικασία. Αντικείμενο εξέτασης σε τέτοιες αιτήσεις, είναι μόνο το κατά πόσο πληρούνται ή όχι οι απαραίτητες, για την έκδοση του διατάγματος και/ή τη διατήρηση της ισχύος του, προϋποθέσεις και όχι η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων αναφορικά με την ουσία του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Το μόνο αρμόδιο για εξαγωγή τέτοιων συμπερασμάτων σώμα, είναι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου θα εκδικασθεί η ουσία της υπόθεσης, και τούτο στα πλαίσια της ρηθείσας εκδίκασης (Βλ. Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 CLR 663, Γρηγορίου & ΄Αλλων ν. Χριστοφόρου & άλλων (ανωτέρω), Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beogradska Banka DD (1999) 1(Α) AAΔ 225 και Πολ. Εφ. Ε135/2015 Παύλος Δίγκλης κ.α. ν. Total Fit Ltd, απόφαση ημερομηνίας 12.09.2018).
Δεδομένης της φύσης της παρούσας αγωγής, και ειδικότερα της νομικής βάσης επί της οποίας εδράζεται (παράνομη επέμβαση (trespass) – έξωση (ejectment)), κρίνεται σημαντικό να υπομνησθούν τα όσα, νομολογιακώς, αποφασίστηκαν σε σχέση με τη δυνατότητα, στο πλαίσιο τέτοιου είδους αγωγών, έκδοσης προσωρινών προστακτικών διαταγμάτων, τα οποία, επίσης, είναι ταυτόσημα με τις ανάλογες τελικές θεραπείες που επιζητούνται στην αγωγή.
Στο σύγγραμμα Kerr on Injunctions, 6η έκδοση, στο κεφάλαιο 5 με τίτλο «Injunctions Against Trespass», στη σελίδα 92, αναφέρονται τα εξής σχετικά:
«The jurisdiction of the Court by injunction in cases of trespass is in aid of the legal right. If the right at law is clear and the breach clear, and serious damage is likely to arise to the plaintiff if the defendant is allowed to proceed with what he is doing or threatens to do, an injunction will be granted pending the trial of the right. But if the right at law is not clear or the breach is doubtful and no irreparable injury can arise to the plaintiff pending the trial of the right, the case resolves itself into a question of comparative convenience[14]».
Στο ίδιο σύγγραμμα, στη σελ. 94, σημειώνεται ότι:
«The Court will, in proper case, interfere by mandatory injunction against trespass (l). If the trespass or damage is complete and the title is pure legal title, the Court would not in general interfere by way of mandatory injunction, there being a full remedy at law by ejectment (m). But if the damage is serious, or the trespass is of continuing nature, the Court may interfere by way of mandatory injunction, notwithstanding the existence of a remedy at law (n).»
Περαιτέρω, όπως λέχθηκε στην Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1Γ Α.Α.Δ. 1848:
«Στην υπόθεση Highgate Primary School Ltd κ.ά. v. Στέλιου Φυλακτίδη κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 317, «η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και σ' αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των Αιτητών. Το γεγονός δηλαδή ότι οι Εφεσείοντες μπορεί να είναι σε οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τους Εφεσίβλητους σε περίπτωση επιτυχίας των Εφεσιβλήτων στην αγωγή, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία στους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες, υπό την ευρύτερη έννοια».
Σε κάθε περίπτωση, στην υπόθεση Penderhill Holdings Limited v. Darya Abramchyk κ.α. (2014) 1 (Α) Α.Α.Δ. 118 σημειώθηκε ότι:
Όπως παρατηρεί ορθώς και το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή στην Parico Aluminium Designs v. Muskita Aliminium Co Ltd κ.α. (2002) 1 A.A.Δ. 2015 και Kουνούνα ν. F & A Simonos Ltd (2002) 1 A.A.Δ. 1361, το ζήτημα παροχής ταυτόσημων θεραπειών με την αγωγή, δεν αποκλείεται. Το ζήτημα πάντοτε εξετάζεται ως προς τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και αποτελεί ζήτημα ειδικών περιστάσεων. Επίσης είναι ορθό ότι δεν χορηγείται ουσιαστική θεραπεία από το ενδιάμεσο αυτό στάδιο, και κάτω από τον μανδύα της αίτησης για προσωρινό μέτρο (Michael v. Brevinos (1969) 1 C.L.R. 578). Το ανεπιθύμητο όμως δεν εξισούται με απαγόρευση. Δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δίκαια ζητείται, επειδή και η αγωγή ουσιαστικά επιδιώκει το ίδιο πράγμα. Κατ' αρχάς η ενδιάμεση θεραπεία παραμένει ενδιάμεση και αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή αν θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Πρόσθετα, ενώ το εκδοθέν διάταγμα παραχωρείται ως λύση επείγουσας και παρεμπίπτουσας μορφής, οι ίδιες οι θεραπείες που ζητούνται με το κλητήριο, εάν επιτύχουν, χορηγούνται τελεσίδικα και στο διηνεκές, (Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1848). Εξαρτάται πάντοτε από την κρίση του Δικαστηρίου, αναλόγως των περιστάσεων (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.ά. (ανωτέρω)).
Ως προς τον τρόπο δράση του Δικαστηρίου και ειδικότερα τη σειρά με την οποία τα θέματα εξετάζονται για σκοπούς κρίσης αν είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθεί ένα προσωρινό προστακτικό διάταγμα, το οποίο ταυτίζεται με την σχετική τελική επιζητούμενη θεραπεία, στην υπόθεση Parico Aluminium Desighs Ltd v. Muskita – Aluminium Co Limited και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 2015, σημειώθηκαν τα εξής:
«Η σχετική με το λόγο 8 της έφεσης θέση της νομολογίας παρατίθεται στην παραγ. 623 του Copinger and Skone James (πιο πάνω), η δε σχετική με το λόγο έφεσης 10 παρατίθεται στις παραγ. 624, 625 και 627:
[…]
Σε μετάφραση:
[...]
624. Ισοζύγιο της ευχέρειας. Αν το δικαστήριο βρίσκεται σε αμφιβολία ως προς την επάρκεια των αντίστοιχων θεραπειών σε αποζημιώσεις που προσφέρονται είτε στον ενάγοντα είτε στον εναγόμενο είτε και στους δύο εγείρεται το θέμα του ισοζυγίου της ευχέρειας. Στην American Cyanamid Co. v. Ethicon Ltd [1975] A.C. 396 η Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων έχει καθιερώσει ορισμένες κατευθυντήριες αρχές για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
........................................................................................................
Κατά την αξιολόγηση του που κλίνει το ισοζύγιο της ευχέρειας ένας σημαντικός παράγων είναι η έκταση κατά την οποία τα μειονεκτήματα του κάθε μέρους θα είναι αδύνατο να αποζημιωθούν με αποζημιώσεις. Αν για παράδειγμα η έκταση της μη δυνάμενης να αποκατασταθεί ζημιάς του κάθε μέρους δεν θα διαφέρει σε μεγάλο βαθμό, το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη τη σχετική δύναμη της υπόθεσης του κάθε μέρους όπως αποκαλύπτεται από τις ένορκες δηλώσεις που έχουν παρουσιασθεί κατά την ακρόαση της αίτησης. Αυτός όμως είναι ο τελευταίος και όχι ο πρώτος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη. Είναι μόνο σ' αυτό το στάδιο που το δικαστήριο δικαιούται να εξετάσει κατά πόσο υπάρχει ουσιαστική ανισότητα επί της ουσίας και ποιος από τους διαδίκους έχει περισσότερη πιθανότητα επιτυχίας. Το δικαστήριο δεν δικαιούται, ακόμη και σ' αυτό το στάδιο, να εμπλακεί σε οτιδήποτε που μοιάζει με προκαταρκτική εκδίκαση της αγωγής πάνω σε συγκρουόμενες ένορκες δηλώσεις για να αξιολογήσει τη δυνατότητα της υπόθεσης του κάθε μέρους. Μπορεί να υπάρχουν υποθέσεις στις οποίες είναι εμφανές από τη μαρτυρία ότι δεν υπάρχει αξιόπιστη αμφισβήτηση ότι η δύναμη της υπόθεσης ενός μέρους είναι δυσανάλογη από εκείνη του άλλου μέρους. Γενικά όμως η διαδικασία στις παρεμπίπτουσες αιτήσεις δεν είναι η πρέπουσα για τη διεξαγωγή έρευνας σε αμφισβητούμενα γεγονότα.
[…]
Στο τέλος της εκκαλούμενης απόφασης το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι τα «εκδοθέντα απαγορευτικά διατάγματα είναι παρόμοια με κάποια από τα απαγορευτικά διατάγματα που ζητούνται με την αγωγή». Υπέδειξε ωστόσο ότι η παρούσα δεν είναι η περίπτωση που με την έκδοση των διαταγμάτων τερματίζεται η αγωγή και το ενδιαφέρον των διαδίκων να προχωρήσουν με την εκδίκαση της». Υπάρχουν - συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - «και άλλοι διάδικοι στην αγωγή και ζητούνται με την έκθεση απαίτησης και άλλες θεραπείες και διατάγματα, τόσο εναντίον της Groupal, όσο και εναντίον των υπόλοιπων εναγομένων». Άλλωστε - κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - «οποιαδήποτε ζημιά ήθελε προκληθεί στους εναγομένους από την έκδοση των διαταγμάτων δεν θα είναι του είδους που δεν μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα».
[…]
Εξέταση του περιεχομένου του επίδικου διατάγματος και των θεραπειών που αξιώνονται με την αγωγή αποκαλύπτει ότι η επισήμανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την έκθεση απαιτήσεως ζητούνται και άλλες θεραπείες είναι ορθή. Επομένως θεωρούμε ότι δεν μπορεί να λεχθεί ότι το επίδικο διάταγμα είναι ταυτισμένο με το σύνολο της αξίωσης στην αγωγή. […]»
Στην υπόθεση Ζαννέτου κ.α. ν. A.X. Nicola Bros Ltd κ.α., Πολιτική Έφεση Ε162/2021, απόφαση ημερ. 31.05.2022, το Ανώτατο Δικαστήριο, στη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του (ως ήταν τότε), ανέτρεψε την πρωτόδικη κρίση με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ως η υπό εξέταση, και εξέδωσε προσωρινό διάταγμα με το οποίο επιτεύχθηκε, στην ουσία, η λήψη της κατοχής ακινήτου από τους εκεί Εφεσείοντες, ιδιοκτήτες του, σημειώνοντας ότι:
«Το ότι η έκδοση των διαταγμάτων ταυτίζονταν με βασικές αξιώσεις στην Αγωγή, δεν θα έπρεπε υπό τις συνθήκες της υπόθεσης να εκληφθεί πως σήμαινε κάτι περισσότερο από το ότι τα διατάγματα θα αποδίδονταν (προς τους Εφεσείοντες) ως λύση επείγουσας και παρεμπίπτουσας μορφής και πως, ως ενδιάμεση θεραπεία, τα διατάγματα θα μπορούσαν αναλόγως να τύχουν τελεσίδικης πλέον απόφανσης περί του μόνιμου και διηνεκούς, στην επί της ουσίας ετυμηγορίας στην Αγωγή (M.A.C. Boutique Hotels Ltd v. Κωνσταντινίδης και Χριστόπουλος Λτδ και Άλλων, Π.Ε. 212/14, ημ. 30.11.21».
Τέλος, στην υπόθεση Ε. Λ. ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε149/2020, 17/9/2021, αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η έφεση και η υποκείμενη σε αυτήν απόφαση εξετάστηκαν με τη δέουσα προσοχή, υπό το φως και των αγορεύσεων των μερών. Αναφέρεται, εξαρχής, ότι δε διαπιστώνεται να υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην απόφαση, σχετικά, του Δικαστηρίου. Όπως ορθά επισημαίνεται, προστακτικά διατάγματα, ως αυτά που αξιώνει με την αίτησή της η εφεσείουσα, εκδίδονται, ως παρεμπίπτον μέτρο, μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν, από τα γεγονότα που επικαλείται ο αιτητής, αποκαλύπτεται «μια ασυνήθιστα δυνατή και καθαρή περίπτωση» προς όφελός του, (βλ. Τσιερκέζου ν. Dragon Tourist Enterprises Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 734, σελίδα 743). Επομένως, τούτο αποφεύγεται, ειδικά, όταν, προς το σκοπό αυτό, απαιτείται το δικαστήριο να υπεισέλθει στην εξέταση της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, λαμβανομένων υπόψη των διαφωνιών τους ως προς τα αληθή γεγονότα που διέπουν την υπόθεση. Η πορεία, ανωτέρω, είναι ανεπίτρεπτη, εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο της εξέτασης των απαιτήσεων του άρθρου 32 του Ν. 14/1960, (βλ. Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 και Μιχαηλίδης ν. Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ. 209).»
Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο που τα διέπει
Με γνώμονα τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, που διέπουν την επίδικη αίτηση, προχωρώ, ευθύς αμέσως, να εξετάσω το κατά πόσο οι Ενάγουσες κατάφεραν να ικανοποιήσουν τα κριτήρια εκείνα που δικαιολογούν την έκδοση των κατ' αίτηση διαταγμάτων. Υπενθυμίζω, στο σημείο αυτό, ότι το κατά πόσο θα εκδοθούν τα κατ' αίτηση διατάγματα, αφενός λόγω του προστακτικού χαρακτήρα τους και του γεγονότος ότι, στην ουσία, είναι ταυτόσημα με τις ανάλογες κατ' αίτηση τελικές θεραπείες της παρούσας αγωγής, αλλά και αφετέρου, γιατί με την έκδοση τους, ανατρέπεται η κατάσταση πραγμάτων που επικρατεί από χρόνο πριν καν η Ενάγουσα 2 καταστεί ιδιοκτήτρια του ακινήτου, εξαρτάται από το αν οι Ενάγουσες, αφενός κατάφεραν να ικανοποιήσουν τα κριτήρια του άρθρου 32, και αν ναι, αφετέρου, στο πλαίσιο του ισοζυγίου της ευχέρειας, να αποδείξουν ότι η υπόθεση τους είναι ασυνήθιστα δυνατή και πολύ καθαρή (βλέπε Τσιερκέζου (ανωτέρω)). Επιπροσθέτως ότι, το δικαίωμα τους επί του ακινήτου είναι ξεκάθαρο, όπως και η επικαλούμενη από αυτούς παράνομη συμπεριφορά των Εναγόμενων και ότι, στην περίπτωση που οι τελευταίοι αφεθούν να συνεχίσουν να ενεργούν, ως ενεργούν στο παρόν στάδιο, αναμένεται τούτες (οι Ενάγουσες) να υποστούν σοβαρή ζημιά (serious damage) η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανεπανόρθωτη (βλ. Kerr on Injuctions (ανωτέρω)).
Φυσικά, ως υποδείχθηκε στις υποθέσεις Parico (ανωτέρω) και Ε. Λ. (ανωτέρω), η εξουσία του Δικαστηρίου (αν κατά τα άλλα κάτι τέτοιο είναι επιτρεπτό) να εξετάσει το κατά πόσο ένας ενάγοντας / αιτητής, σε αίτηση ως η υπό εξέταση, έχει μια τέτοια ασυνήθιστα δυνατή και καθαρή υπόθεση που δικαιολογεί την έκδοση προσωρινών, προστακτικών, διαταγμάτων, ως τα κατ’ αίτηση, πρέπει να ασκείται στο στάδιο της εξέτασης του κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο (στο πλαίσιο του ισοζυγίου της ευχέρειας) να εκδώσει τέτοια διατάγματα, και όχι στο πλαίσιο της εξέτασης των τριών κριτηρίων του άρθρου 32.
Προχωρώ, επομένως, να εξετάσω, στη βάση των καθιερωμένων σχετικών αρχών, έκαστη εκ των τριών προϋποθέσεων του άρθρου 32.
Ως προς την πρώτη προϋπόθεση, του άρθρου 32, δικογραφικώς οι Ενάγουσες επικαλούνται αφενός την ιδιότητα τους ως ιδιοκτήτριες του ακινήτου, και αφετέρου, προβάλλουν ότι, στη βάση της ερμηνείας των μεταξύ των διαδίκων συμφωνιών (διακανονισμού και δικαιώματος επαναγοράς), η παραμονή των Εναγόμενων εντός του ακινήτου και η εκμετάλλευση του από αυτούς από τις 30.09.22 και έπειτα, αποτελεί παράνομη επέμβαση σε αυτό. Δικογραφούν δε, ότι, για την περίοδο από 30.09.22 μέχρι και την καταχώρηση της αγωγής, οι Εναγόμενοι δεν καταβάλλουν οποιοδήποτε αντίτιμο για την εκεί παρουσία τους, και ότι, ως ιδιοκτήτριες, οι Ενάγουσες υπόκεινται σε ζημιά ίση με την ενοικιαστική αξία του ακινήτου ή ίση με την αγοραία αξία του, αφού δεν δύνανται να το πωλήσουν σε τρίτους ενδιαφερόμενους αγοραστές. Στη βάση των δικογραφήσεων αυτών, είναι με μεγάλη ευκολία που καταλήγω ότι οι Ενάγουσες κατάφεραν να αποδείξουν ότι πληρούται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32, αφού, αν με την μαρτυρία που θα παρουσιάσουν αποδείξουν τους δικογραφημένους, αυτούς, ισχυρισμούς τους, θα δικαιούνται στις επιζητούμενες, με την αγωγή, θεραπείες.
Ερχόμενος τώρα στη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, ως ήδη υποδείχθηκε και στα αρχικά στάδια της παρούσας απόφασης, το κατά πόσο οι Ενάγουσες κατάφεραν να αποδείξουν ότι έχουν καλή πιθανότητα να δικαιούνται στις τελικές κατ' αίτηση θεραπείες, εξαρτάται από την ερμηνεία των όρων των επίδικων συμφωνιών, ως τούτες ορίστηκαν ανωτέρω, με την ερμηνεία του ορισμού «Ημερομηνία Ολοκλήρωσης» να υπέχει καταλυτικής σημασίας για το ζητούμενο. Στην ουσία, ως και πάλι υποδείχθηκε ανωτέρω, επί των γεγονότων που περιβάλλουν την επίδικη διαφορά δεν υπάρχει ουσιαστική διαφωνία. Δηλαδή, και οι ίδιοι οι Εναγόμενοι αποδέχονται ότι αν αποδοθεί στον εν προκειμένω ορισμό η ερμηνεία που οι Ενάγουσες του αποδίδουν, τότε η περίοδος των 36 μηνών, εντός της οποίας ο Εναγόμενος 1 είχε δικαίωμα επαναγοράς του ακινήτου, έχει παρέλθει, χωρίς ο τελευταίος να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα, με τις συνέπειες, σε μια τέτοια περίπτωση, και οι δυο πλευρές να αποδέχονται, ότι προκύπτουν από τα όσα, ρητώς και σαφώς, προνοούνται στην επιφύλαξη του όρου 1.2.3 της συμφωνίας δικαιώματος επαναγοράς.
Στη βάση των ανωτέρω, έχοντας υπόψη όλους τους όρους των επίδικων συμφωνιών που υπέχουν σημασίας για σκοπούς ερμηνείας του εν προκειμένω ορισμού, κρίνω ότι οι Ενάγουσες κατάφεραν να αποδείξουν, στο βαθμό που τούτο είναι αναγκαίο στο πλαίσιο της παρούσας εξέτασης, ότι έχουν καλές πιθανότητες να επιτύχουν στην αγωγή τους και να εξασφαλίσουν τις επιζητούμενες τελικές θεραπείες. Προς τούτο, στο παρόν στάδιο, περιορίζομαι απλώς να υποδείξω ότι στη βάση του όρου 6 της συμφωνίας διακανονισμού[15], ο ορισμός «Ημερομηνία Ολοκλήρωσης» αποτελεί την «εφεξής» αναφορά στην εκεί αναφερόμενη ημερομηνία (14 Αυγούστου 2019), που προηγείται τούτου (του ορισμού), ημερομηνία μέχρι την οποία ο Εναγόμενος 1 και η Realia θα έπρεπε να μεταβιβάσουν τα ακίνητα στις θυγατρικές της Ενάγουσας 1 εταιρείες, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στις όποιες συμβατικές υποχρεώσεις της Ενάγουσας 1, δεδομένα τα οποία δικαιολογούν τις Ενάγουσες να θεωρούν ότι έχουν κάτι περισσότερο από απλή πιθανότητα να πετύχουν στην αγωγή. Κατά συνέπεια, στη βάση των ανωτέρω, κρίνω ότι οι Ενάγουσες κατάφεραν να ικανοποιήσουν και τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32.
Όσον αφορά στην τρίτη προϋπόθεση, σε συμφωνία και πάλι με τη σχετική εισήγηση των Εναγουσών, ενόψει της φύσης της υπόθεσης και δη, του γεγονότος, ότι εδράζεται επί της νομικής βάσης της παράνομης επέμβασης (trespass) και έξωσης (ejection), η εξέταση της από το Δικαστήριο θα πρέπει να γίνει και στη βάση της προστασίας των δικαιωμάτων τους, και όχι με μόνο γνώμονα τη στενή αντίληψη της όποιας υλικής ζημιάς θα υποστούν. Το ζητούμενο, αφορά στο κατά πόσο, χωρίς την έκδοση των κατ' αίτηση διαταγμάτων, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στις Ενάγουσες, στο μεταγενέστερο στάδιο που τυχόν θα επιτύχουν στις τελικές τους αξιώσεις. Η έννοια δε της απονομής πλήρους δικαιοσύνης, δεν θα πρέπει να εξεταστεί στα στενά αυτά πλαίσια, και δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και σε αυτή περιλαμβάνεται, ακριβώς, και τούτη η προστασία των δικαιωμάτων των Εναγουσών. (Βλ. Loukas Panayiotou Estates Ltd κ.ά. v. Hellenic Bank Public Company Ltd Πολ. Εφ. Ε203/2013, ημερ. 11/09/2019.) Στην υπόθεση αυτή, με αναφορά στην Highgate Primary School Ltd κ.ά (ανωτέρω) επαναλήφθηκε ότι «το γεγονός δηλαδή ότι οι Eφεσείοντες μπορεί να είναι σε οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τους Eφεσίβλητους σε περίπτωση επιτυχίας των Εφεσιβλήτων στην αγωγή, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία στους Εφεσίβλητους‑ Ενάγοντες, υπό την ευρύτερη έννοια.». Σημειώθηκε, συναφώς, πάντα στο πλαίσιο της μόλις πιο πάνω υπόθεσης, ότι το θέμα αυτό δεν εξετάζεται αορίστως, αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το περιεχόμενο των στοιχείων που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου και συμπεριλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση. Κατά παρόμοιο τρόπο, αν και δεν εξειδικεύεται, στη βάση της εφετειακής κρίσης στην υπόθεση Ζαννέτου κ.α. (ανωτέρω), με δεδομένη την κατάληξη ότι οι εκεί εφεσείοντες ήταν οι, στον τίτλο, ιδιοκτήτες του εκεί ακινήτου, με καλές προοπτικές επιτυχίας της αγωγής τους, με σκοπό «να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των Εφεσειόντων μέχρι την εκδίκαση της Αγωγής» εκδόθηκε, στο πλαίσιο της έφεσης, προσωρινό διάταγμα, με το οποίο απαγορεύτηκε στους εφεσίβλητους να εισέρχονται ή και κατέχουν τούτο.
Με γνώμονα τα ανωτέρω, κρίνω ότι οι Ενάγουσες κατάφεραν να ικανοποιήσουν και την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, αφού, κατάφεραν να αποδείξουν ότι οι Εναγόμενοι κατέχουν και εκμεταλλεύονται το ακίνητο χωρίς να καταβάλλουν οποιοδήποτε αντίτιμο για την εκεί παρουσία τους και κατοχή του. Στη βάση των πιο πάνω, επιβάλλεται, στο πλαίσιο εξέτασης της προϋπόθεσης αυτής, το Δικαστήριο να ενεργήσει με σκοπό να προστατεύσει το δικαίωμα αυτό των ιδιοκτητριών Εναγουσών, παρά την ενδεχόμενη δυνατότητα των Εναγομένων να καταβάλουν σε αυτές την όποια αποζημίωση τυχόν να επιδικαστεί υπέρ τους ως τελική θεραπεία στο πλαίσιο της αγωγής.
Επί του τελευταίου, δε, συμφωνώ, επίσης, με τη σχετική εισήγηση των Εναγουσών, ότι η όποια μαρτυρία παρουσίασαν οι Εναγόμενοι προς απόδειξη της θέσης τους ότι βρίσκονται σε τέτοια οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τις Ενάγουσες αν οι τελευταίες επιτύχουν στην αγωγή τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική. Με εξαίρεση τους γενικούς, σχετικούς, ισχυρισμούς που προβάλλονται στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την ένσταση τους, κάθε άλλο τεκμήριο που επισυνάπτεται σε αυτή, προς επίρρωση των ισχυρισμών αυτών, ανάγεται χρονικά στο παρελθόν, με πιο πρόσφατο, σε σχέση με την Εναγόμενη 2, το 2018, και δη πέντε περίπου χρόνια πριν την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, χωρίς να είναι δυνατόν, για το Δικαστήριο, να εξετάσει την ορθότητα και βασιμότητα των εν λόγω ισχυρισμών τους, στο βαθμό, που, μέσω τους, προβάλλεται η θέση ότι αμφότεροι οι Εναγόμενοι, σήμερα βρίσκονται σε τέτοια οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τις Ενάγουσες αν οι τελευταίες επιτύχουν, στο μέλλον, στην αγωγή τους. Όσον, τώρα, αφορά στην βασική, θέση της Εναγόμενης 2 περί της αξίας των εμπορευμάτων που της ανήκουν και βρίσκονται στο ακίνητο, είναι επίσης γενική και αόριστη, χωρίς να παρέχεται στο Δικαστήριο το αναγκαίο υπόβαθρο που θα μπορούσε να το οδηγήσει σε ασφαλή κρίση, αφενός ως προς σε τι αφορούν τα εν λόγω εμπορεύματα (π.χ. (α) τη φύση τους, (β) αν έχουν ημερομηνία λήξης και (γ) αν θα είναι δυνατό, όταν και εφόσον, τυχόν, θα εκδοθεί τελική απόφαση υπέρ των Εναγουσών για αποζημιώσεις, να αποτελέσουν περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να κατασχεθεί για σκοπούς εκτέλεσης της, και αφετέρου την αξία τους, για την οποία, απλώς, προβάλλεται ένας εντελώς γενικός και αόριστος ισχυρισμός. Ο δε σχετικός ισχυρισμός του Εναγόμενου 1 ότι κατάφερε, στο πλαίσιο της συμφωνίας δικαιώματος επαναγοράς, να επαναγοράσει ένα από τα ακίνητα, καταβάλλοντας για τον σκοπό αυτό €850.000 δεν εξ υπακούει, ως ο ίδιος προτάσσει, ότι βρίσκεται σε οικονομική θέση να αποζημιώσει την Ενάγουσα για τις όποιες τυχόν αποζημιώσεις θα επιδικαστούν υπέρ της στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, παρά μόνο ότι, στο παρελθόν, κατάφερε να καταβάλει το εν λόγω ποσό για την επαναγορά του εν λόγω ακινήτου. Ούτε ο έτερος, σχετικός, ισχυρισμός του ότι προωθεί άλλη αγωγή εναντίον της Ενάγουσας 1 με την οποία επιζητεί αποζημιώσεις ύψους €1.100.000, εξ υπακούει κάτι τέτοιο, δεδομένης και της απουσίας υποβάθρου που να επιτρέπει την όποια, έστω γενική, κρίση ως προς την πιθανότητα επιτυχίας της εν λόγω αγωγής.
Έχοντας καταλήξει ως ανωτέρω, προχωρώ τώρα να εξετάσω τον παράγοντα του ισοζυγίου της ευχέρειας και δη το κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθούν τα κατ' αίτηση διατάγματα. Ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, στο πλαίσιο της παράθεσης της σχετικής νομικής πτυχής, το Δικαστήριο πρέπει να υιοθετήσει, κατά την εξέταση του παράγοντα αυτού, εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται να ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας, αν ήθελε φανεί ότι η απόφαση του επί της αίτησης είναι λανθασμένη. Επί του προκειμένου, ως σημειώθηκε στην υπόθεση Parico (ανωτέρω), εκεί που τα μειονεκτήματα του κάθε μέρους, στην περίπτωση που η απόφαση ενός Δικαστηρίου επί ενδιάμεσης αίτησης, ως η υπό εξέταση, ήθελε κριθεί λανθασμένη, θα είναι δυνατόν να αποζημιωθούν με αποζημιώσεις, και η αποκατάσταση μιας τέτοιας ζημιάς, του κάθε μέρους, δεν θα διαφέρει σε μεγάλο βαθμό, το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη και τη σχετική δύναμη της υπόθεσης του κάθε διαδίκου, ως αυτή αποκαλύπτεται από τις ένορκες δηλώσεις που παρουσιάζονται κατά την ακρόαση της αίτησης. Μια τέτοια ενέργεια του Δικαστηρίου, αποτελεί την τελευταία επιλογή, καθότι θα πρέπει, στο παρόν στάδιο, να αποφεύγεται η εξέταση της ουσία της διαφοράς και η απόφανση επί τούτης στη βάση επιλογής μίας εκ των συγκρουόμενων εκδοχών επί των γεγονότων που περιβάλλουν τη διαφορά. Σημειώνεται, επίσης, πάντα συναφώς, ότι μια τέτοια διεργασία του Δικαστηρίου μπορεί να γίνει μόνο σε υποθέσεις, που προκύπτει, εμφανώς, από την ενώπιόν του μαρτυρία ότι δεν υπάρχει αξιόπιστη αμφισβήτηση ότι η δύναμη της υπόθεσης του ενός μέρους είναι δυσανάλογη από εκείνη του άλλου μέρους.
Δεν μου διαφεύγει η θέση των Εναγομένων, και ειδικότερα της Εναγόμενης 2, ότι, με την έκδοση των κατ' αίτηση διαταγμάτων θα απωλέσει το χώρο διεξαγωγής των εργασιών της. Εντούτοις, εν απουσία θέσης ότι αδυνατεί να εξεύρει έτερο χώρο για να διεξάγει τούτες, το όποιο μειονέκτημα της, στην περίπτωση που εκδοθούν τα κατ’ αίτηση διατάγματα και κριθεί τούτο λανθασμένο, θα είναι δυνατόν να αποκατασταθεί με χρηματική αποζημίωση, δηλαδή, ότι θα συμβεί, στην ίδια περίπτωση, στις Ενάγουσες, αν και εφόσον, λαθεμένα, απορριφθεί η επίδικη αίτηση. Δεν πρέπει, συναφώς, να διαφεύγει το γεγονός, ότι η Εναγόμενη 2 και γενικότερα οι Εναγόμενοι, κατέχουν και εκμεταλλεύονται το ακίνητο, χωρίς να καταβάλλουν οποιοδήποτε αντίτιμο στην ιδιοκτήτρια Ενάγουσα 2, και γενικότερα στις Ενάγουσες, με τις τελευταίες να στερούνται, κατά συνέπεια, αφενός του δικαιώματος τους να το χρησιμοποιούν και να το εκμεταλλεύονται και αφετέρου, να το πωλήσουν, κάτι που αποτελεί επιθυμία τους. Η δε συναφής μαρτυρία των Εναγουσών ότι η ενοικιαστική αξία του ακινήτου ανέρχεται στις €121.000, περίπου, ετησίως, στην ουσία, δεν αμφισβητείται από τους Εναγόμενους, με αποτέλεσμα, ευκόλως, να μπορώ να καταλήξω ότι, μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής, αν δεν εκδοθούν τώρα τα κατ’ αίτηση διατάγματα, οι Εναγόμενοι, στη βάση της μέχρι τώρα στάσης και συμπεριφοράς τους – ως αυτή προκύπτει από τα όσα σχετικώς προβάλλουν μέσω της μαρτυρίας που υποστηρίζει την ένστασή τους - θα συνεχίσουν να κατέχουν και να εκμεταλλεύονται το ακίνητο, εισπράττοντας ενοίκια από τρίτους που ενοικιάζουν μέρη του, χωρίς, συνάμα, να καταβάλλουν οποιοδήποτε αντίτιμο στις Ενάγουσες, με την ενδεχόμενη σχετική ζημία των τελευταίων να είναι ίση, τουλάχιστον, με την ενοικιαστική αξία του, που σε βάθος χρόνου (μέχρι την εκδίκαση της αγωγής) τούτη αναμένεται να ανέλθει σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ αν όχι και πέραν του εκατομμυρίου.
Είμαι, εν προκειμένω, της γνώμης, και ως εκ τούτου κρίνω, ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την περίπτωση που η έκταση της μη δυνάμενης να αποκατασταθεί ζημιάς του κάθε μέρους, στην περίπτωση που η παρούσα απόφαση κριθεί λανθασμένη, δεν θα διαφέρει σε μεγάλο βαθμό, και στη βάση και των όσων άλλων, σχετικών, σημειώθηκαν μόλις ανωτέρω, δικαιολογείται το Δικαστήριο, για σκοπούς εξέτασης του εν προκειμένω παράγοντα (ισοζυγίου της ευχέρειας), να ανατρέξει και στη σχετική δύναμη της υπόθεσης του κάθε μέρους.
Προχωρώ επομένως να ασχοληθώ με το ζήτημα αυτό. Κατά την κρίση μου, στην υπό εξέταση περίπτωση δεν υπάρχει αξιόπιστη αμφισβήτηση από πλευράς των Εναγομένων ότι η δύναμη της υπόθεσης των Εναγουσών είναι δυσαναλόγως αυξημένη από ότι αυτών. Επί τούτου, είμαι της γνώμης, για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω, ότι η μόνη ερμηνεία που μπορεί να δοθεί στον ορισμό Ημερομηνία Ολοκλήρωσης, είναι αυτή που επικαλούνται οι Ενάγουσες. Το όποιο επιχείρημα των Εναγόμενων που θέλει την ερμηνεία του ορισμού αυτού να εξαρτάται από την εκπλήρωση ή μη, από πλευράς της Ενάγουσας 1, των δικών της συμβατικών υποχρεώσεων, ως αυτές προβλέπονται στη συμφωνία διακανονισμού, δεν βρίσκει έρεισμα, ούτε στο ίδιο το λεκτικό των επίδικων συμφωνιών, ούτε και σε οτιδήποτε άλλο, σχετικώς, έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Είναι σαφές από τις πιο πάνω, αυτουσίως καταγραφείσες σχετικές πρόνοιες των επίδικων συμφωνιών, ότι ο συγκεκριμένος ορισμός αφορά στην αναγραφόμενη, στη συμφωνία διακανονισμού, ημερομηνία, και δη, τη 14η.08.2019 (που ακολούθως, με νέα σχετική τροποποιητική συμφωνία, οι 2 πλευρές αντικατέστησαν με την 30η.09.2019), έξω και μακριά από την όποια τυχόν συμβατική υποχρέωση της Ενάγουσας 1.
Προς τούτο σημειώνω ότι, ως αβίαστα προκύπτει από τις πρόνοιες του όρου 6 της συμφωνίας διακανονισμού, πρώτα αναφέρεται η ημερομηνία 14 Αυγούστου 2019 - και ότι μέχρι την ημερομηνία αυτή θα πρέπει ο Εναγόμενος 1 και η Realia να μεταβιβάσουν τα ακίνητα - και ακολούθως (εντός παρένθεσης) ορίζεται η συγκεκριμένη αυτή ημερομηνία ως η Ημερομηνία Ολοκλήρωσης. Τα ίδια, ακριβώς, και πάλι αβίαστα, προκύπτουν και από τη τροποποιητική συμφωνία (βλέπε Τεκμήριο 4 της ενόρκου δηλώσεως που υποστηρίζει την αίτηση), ως προς το σε τι αφορά ο ορισμός αυτός, με την οποία, χωρίς να μεταβάλλεται η ισχύς των υπόλοιπων όρων της συμφωνίας διακανονισμού που σχετίζονται με τις συμβατικές υποχρεώσεις της Ενάγουσας 1, απλώς μεταβάλλεται η ορισθείσα στη συμφωνία διακανονισμού ημερομηνία (14 Αυγούστου 2019), σε 30 Σεπτεμβρίου 2019. Ενδεικτικό τούτου, είναι και το γεγονός ότι, στη τροποποιητική αυτή συμφωνία, οι μόνοι όροι οι οποίοι μεταβάλλονται είναι οι συνεπαγόμενοι και/ή παρεμφερείς όροι της συμφωνίας διακανονισμού «οι οποίοι αφορούν και/ή σχετίζονται με την ολοκλήρωση και/ή μεταβίβαση των Ακινήτων επ' ονόματι της Τράπεζας ή των θυγατρικών αυτής» εταιρειών, οι οποίοι αναπροσαρμόζονται ανάλογα λόγω της παράτασης και/ή επέκτασης της Ημερομηνίας Ολοκλήρωσης και μόνο. Είναι ξεκάθαρο, από τα ανωτέρω, αλλά και για άλλους λόγους στους οποίους θα αναφερθώ κατωτέρω, ότι με τον ορισμό Ημερομηνία Ολοκλήρωσης τα μέρη της συμφωνίας διακανονισμού, απλώς, όρισαν την ημερομηνία μέχρι την οποία, το αργότερο, θα έπρεπε να μεταβιβαστούν τα ακίνητα του Εναγόμενου 1 και της Realia στις θυγατρικές εταιρείες της Ενάγουσας 1, και, στο πλαίσιο της συμφωνίας δικαιώματος επαναγοράς, όρισαν την έναρξη της περιόδου εντός της οποίας ο Εναγόμενος 1 θα είχε δικαίωμα να ασκήσει το δικαίωμα επαναγοράς των ακινήτων, με το επίδικο ακίνητο, να ήταν δυνατόν, στη βάση του σχετικού όρου της συμφωνίας δικαιώματος επαναγοράς (όρος 1.2.3) να επαναγοραστεί από αυτόν εντός 36 μηνών από την Ημερομηνία Ολοκλήρωσης, και δη, μέχρι τις 30.09.2022.
Η πιο πάνω μόνη, κατά το Δικαστήριο, ερμηνεία που μπορεί να δοθεί στον εν προκειμένω ορισμό (Ημερομηνία Ολοκλήρωσης), προκύπτει και από τις πρόνοιες του όρου 4.1(η) της συμφωνίας διακανονισμού, ο οποίος αφορά, αποκλειστικώς, στην υποχρέωση της Ενάγουσας 1 να εξαλείψει την προσημείωση υποθήκης επί του ακινήτου στη Γλυφάδα, όπου, ρητώς, εκεί καταγράφεται ότι η εν λόγω υποχρέωση της μπορούσε να εκπληρωθεί εντός 12 μηνών από τη μεταβίβαση των ακινήτων από τον Εναγόμενο 1 και την Realia προς τις θυγατρικές της Ενάγουσας 1 εταιρείες και την καταβολή συγκεκριμένου ποσού από τον πρώτο προς την τελευταία (όρος 2.1.). Η πιο πάνω, ειδική, πρόνοια στον όρο 4.1(η), δεν είναι δυνατόν να συμβαδίζει με την εισήγηση των Εναγόμενων ότι η εκπλήρωση (ολοκλήρωση), από πλευράς της Ενάγουσας 1, των δικών της συμβατικών υποχρεώσεων (στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού), αποτελεί προαπαιτούμενο για να προκύψει η Ημερομηνία Ολοκλήρωσης, όταν ο ίδιος ο όρος που προβλέπει τη συμβατική αυτή υποχρέωση της Ενάγουσας 1, για την μη εκπλήρωση της οποίας παραπονούνται οι Εναγόμενοι, προβλέπει, ειδικώς, ότι τούτη μπορεί να εκπληρωθεί ακόμα και 12 μήνες μετά την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του Εναγόμενου 1 και της Realia, η οποία εκπλήρωση των τελευταίων θα έπρεπε να ικανοποιηθεί ουχί αργότερο της Ημερομηνίας Ολοκλήρωσης, η οποία, στη βάση της σχετικής τροποποιητικής συμφωνίας, ορίστηκε σε χρόνο μόλις 3 ½ μήνες μετά τη συνομολόγηση της συμφωνίας διακανονισμού[16].
Ούτε η έτερη, σχετική, εισήγηση των Εναγόμενων, στη βάση των όσων προνοούνται στους όρους 1.4 μέχρι 1.11 της συμφωνίας δικαιώματος επαναγοράς, μπορεί να γίνει δεκτή, αφενός γιατί τα όσα εκεί προνοούνται δεν μεταβάλλουν τις ξεκάθαρες, σχετικές, πρόνοιες των επίδικων συμφωνιών, ως ανωτέρω αναλύθηκαν, και αφετέρου γιατί, κρίνονται άσχετα με τα επίδικα ζητήματα της παρούσας διαφοράς, αφού αποτελούν συμβατικές προβλέψεις στην υποθετική περίπτωση που η Ενάγουσα 1 ή οι θυγατρικές της εταιρείες που απέκτησαν τα ακίνητα (περιλαμβανομένου και του ακινήτου), θα επιθυμούσαν να προχωρήσουν σε πώληση τους προς τρίτους σε χρόνο πριν την πάροδο της περιόδου εντός της οποίας ο Εναγόμενος 1 μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα επαναγοράς τους, κάτι που δεν προέκυψε.
Μια άλλη, σχετική, ξεκάθαρη πρόνοια της συμφωνίας διακανονισμού, που καταδεικνύει την ορθότητα της ερμηνείας που εισηγούνται οι Ενάγουσες ως προς τον ορισμό Ημερομηνία Ολοκλήρωσης, απαντάται και στον όρο 6 τούτης, σύμφωνα με την οποία «Τα Μέρη συμφωνούν ότι σε περίπτωση όπου η μεταβίβαση των Ακινήτων στο όνομα των θυγατρικών εταιρειών της Τράπεζας δεν υλοποιηθεί μέχρι την Ημερομηνία Ολοκλήρωσης, η Συμφωνία θα θεωρείται άκυρη και τα Μέρη θα αποδεσμευθούν από τις υποχρεώσεις και δικαιώματα τους όπως αυτά απορρέουν από την Συμφωνία.». Και από αυτόν τον όρο, αβίαστα, πάλι, προκύπτει ότι ο ορισμός Ημερομηνία Ολοκλήρωσης, ορίζει τη συγκεκριμένη ημερομηνία μέχρι την οποία ο Εναγόμενος 1 και η Realia θα έπρεπε να μεταβιβάσουν τα ακίνητα στις θυγατρικές εταιρείες της Ενάγουσας 1, με τους συμβαλλόμενους, παρά την όποια εμπρόθεσμη τέτοια μεταβίβαση, να υπέχουν, ακόμα υποχρεώσεις και δικαιώματα που απορρέουν από τη συμφωνία διακανονισμού.
Στη βάση της ανωτέρω θεώρησης, κρίνω ότι οι Ενάγουσες έχουν μια ασυνήθιστα δυνατή και καθαρή υπόθεση η οποία δεν αμφισβητείται αξιόπιστα από τους Εναγόμενους, δεδομένων και των προνοιών της επιφύλαξης του όρου 1.2.3 της συμφωνίας δικαιώματος επαναγοράς, σύμφωνα με τις οποίες «... στην περίπτωση κατά την οποία ο ΧΧ δεν εξασκήσει το πιο πάνω δικαίωμα επαναγοράς [...] εντός της πιο πάνω χρονικής περιόδου, τότε το δικαίωμα επαναγοράς του ΧΧ για τα εν λόγω ακίνητα (περιλαμβάνεται και το ακίνητο), θα έχει εκπνεύσει και δεν θα έχει οποιαδήποτε ισχύ και η Τράπεζα και/οι αντίστοιχες θυγατρικές της εταιρείες δύναται να προχωρήσουν με την εκμετάλλευση και/ή πώληση των προαναφερόμενων Ακινήτων, κατά την απόλυτη κρίση και ευχέρεια τους χωρίς να υπέχουν οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι του ΧΧ στη βάση της παρούσας Συμφωνίας.».
Με γνώμονα τα πιο πάνω, κρίνω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της έκδοσης των κατ’ αίτηση διαταγμάτων, παρά τον προστακτικό χαρακτήρα τους και το ταυτόσημο τους με κάποιες εκ των τελικών επιζητούμενων θεραπειών. Επαναλαμβάνω ότι στη βάση της σχετικής, ανωτέρω, αναφερόμενης νομολογίας «το ζήτημα παροχής ταυτόσημων θεραπειών με την αγωγή, δεν αποκλείεται. Το ζήτημα πάντοτε εξετάζεται ως προς τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και αποτελεί ζήτημα ειδικών περιστάσεων. Επίσης είναι ορθό ότι δεν χορηγείται ουσιαστική θεραπεία από το ενδιάμεσο αυτό στάδιο, και κάτω από τον μανδύα της αίτησης για προσωρινό μέτρο (Michael v. Brevinos (1969) 1 C.L.R. 578). Το ανεπιθύμητο όμως δεν εξισούται με απαγόρευση. Δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δίκαια ζητείται, επειδή και η αγωγή ουσιαστικά επιδιώκει το ίδιο πράγμα. Κατ' αρχάς η ενδιάμεση θεραπεία παραμένει ενδιάμεση και αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή αν θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Πρόσθετα, ενώ το εκδοθέν διάταγμα παραχωρείται ως λύση επείγουσας και παρεμπίπτουσας μορφής, οι ίδιες οι θεραπείες που ζητούνται με το κλητήριο, εάν επιτύχουν, χορηγούνται τελεσίδικα και στο διηνεκές, (Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1848). Εξαρτάται πάντοτε από την κρίση του Δικαστηρίου, αναλόγως των περιστάσεων (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.ά. (ανωτέρω)). Αυτές είναι και οι αρχές που καθόρισαν την απόφαση στην υπόθεση Ζαννέτου κ.α. (ανωτέρω), όπου και εκδόθηκε διάταγμα, ως τα κατ’ αίτηση, στο πλαίσιο εφετειακής κρίσης επί ενδιάμεσης αίτησης ως η επίδικη.
Προσθέτω, τέλος, ότι, με την έκδοση των κατ’ αίτηση διαταγμάτων, για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, δεν αποφασίζεται, τελικώς, η αγωγή, τόσο στη βάση του δεδομένου ότι αυτά παραμένουν παρεμπίπτοντα και όχι τελικά και στο διηνεκές, αλλά και γιατί, μέσω της αγωγής επιζητείται από της Ενάγουσες και η επιδίκαση αποζημιώσεων στη βάση της επικαλούμενης παράνομης επέμβασης, θεραπεία η οποία δεν ικανοποιείται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ούτε καν μερικώς, με την έκδοση τους.
Κατά συνέπεια, εκδίδονται διατάγματα ως το Α, Β και Γ της επίδικης αίτησης με τις εκεί προνοούμενες υποχρεώσεις των Εναγόμενων να πρέπει να εκπληρωθούν εντός 3 μηνών από την επίδοση σε αυτούς των παρόντων διαταγμάτων. Η έκδοση του υπό στοιχείο Δ κατ’ αίτηση διατάγματος, δεν καθίσταται απαραίτητη, αφού τα όσα επιδιώκονται δια αυτού δεν θα προκύψουν ως ανάγκη με τη συμμόρφωση των Εναγομένων με το υπό στοιχείο Γ διάταγμα που εκδόθηκε.
Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανένα λόγο γιατί να αποκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, και κατά συνέπεια, τούτα επιδικάζονται υπέρ των Εναγουσών 1 και 2 και εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.)…………………………..
Δ. Θεοδώρου, Π.Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Η Εναγόμενη 2 είναι εταιρεία συμφερόντων του Εναγόμενου 1.
[2] Τα πλήρη στοιχεία του επίδικου ακινήτου αναφέρονται τόσο στο κλητήριο ένταλμα της αγωγής, όσο και στην επίδικη αίτηση.
[3] Ο Εναγόμενος 1 ήταν ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του ακινήτου και συνεχίζει μέχρι σήμερα να το εκμεταλλεύεται, ενώ μέρος του αποτελεί το χώρο διεξαγωγής των εργασιών της Εναγόμενης 2 εταιρείας.
[4] Εντός 60 ημερών από την υπογραφή της συμφωνίας.
[5] Μέρος τους αποτελεί και το ακίνητο.
[6] Ως τέτοια, στη συμφωνία διακανονισμού, ορίζεται η Ενάγουσα 1.
[7] Αποτελεί αυτούσια μεταφορά του σχετικού όρου της συμφωνίας διακανονισμού, καθώς και όσες ακολουθούν.
[8] Ως τέτοιος ορίζεται, στη συμφωνία διακανονισμού, ο Εναγόμενος 1.
[9] Το τελευταίο αυτό γεγονός, δηλώθηκε από του συνηγόρους κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία της αίτησης.
[10] ο Εναγόμενος 1, τόσο υπό την προσωπική του ιδιότητα, όσο και ως αξιωματούχος των Realia kai Novelway, υπέγραψε στο, υποδειχθέν από την Ενάγουσα 1, σημείο της εν λόγω επιστολής.
[11] Ως προς το κατά πόσο η ημερομηνία αυτή είναι ακριβής και αποτελεί την ημερομηνία που όντως υπογράφτηκε έτερη συμφωνία, οι δυο πλευρές διαφωνούν, με την πλευρά των Εναγουσών να προβάλλει την ορθότητα της, και την πλευρά των Εναγομένων να υποστηρίζει ότι η εν λόγω συμφωνία υπογράφτηκε την ίδια ημέρα που υπογράφτηκε και η συμφωνία διακανονισμού και δη στις 14.06.2019.
[12] «[…]
Νοείται ότι στην περίπτωση κατά την οποία ο ΧΧ δεν εξασκήσει το πιο πάνω δικαίωμα επαναγοράς των προαναφερόμενων ακινήτων Γ [το ακίνητο] ή / και Δ εντός της πιο πάνω χρονικής περιόδου, τότε το δικαίωμα επαναγοράς του ΧΧ για τα εν λόγω ακίνητα θα έχει εκπνεύσει και δεν θα έχει οποιαδήποτε ισχύ και η Τράπεζα και/οι αντίστοιχες θυγατρικές της εταιρείες δύνανται να προχωρήσουν με την εκμετάλλευση και/ή πώληση των προαναφερόμενων Ακινήτων κατά την απόλυτη κρίση και ευχέρεια τους χωρίς να υπέχουν οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι του ΧΧ στη βάση της παρούσας Συμφωνίας.»
[13] Η συνομολόγηση της εν προκειμένω συμφωνίας τροποποίησης και οι όροι της (ως ανωτέρω καταγράφηκαν), αποτελούν κοινό τόπο.
[14] Υπογράμμιση δική μου, καθώς και όσες ακολουθούν.
[15] Ο όρος στον οποίο εξειδικεύεται ο ορισμός αυτός.
[16] Η συμφωνία διακανονισμού συνομολογήθηκε στις 14.06.2019 και η Ημερομηνία Ολοκλήρωσης (ως τροποποιήθηκε) ορίστηκε στις 30.09.2019.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο