
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Αρ. Αγωγής: 1339/20
Μεταξύ:
1. LIBRA CAPITAL LIMITED, ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΩΣ ΤΟ ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΟΜΕΝΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «Α»
Εναγόντων
-v-
1. ΦΕΛΙΞ ΜΠΙΤΖΙΟΣ, ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΩΣ ΤΟ ΕΠΙΣΥΝΠΤΟΜΕΝΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «Β»
Εναγομένων
Ημερομηνία: 20 Νοεμβρίου, 2024
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσες 1, και 19 / Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Γαλανός
Για Εναγόμενους 18 και 23 / Αιτητές: κ. Φιλίππου
Ενδιάμεση Απόφαση
Η απαίτηση
Με την υπό των ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή, 19 Ενάγουσες εταιρείες, οι οποίες ανήκουν στον όμιλο εταιρειών Libra, στη βάση κατ’ ισχυρισμό απάτης και δόλου από πλευράς των Εναγομένων (νομικά και φυσικά πρόσωπα), επιδιώκουν την εξασφάλιση διάφορων θεραπειών για κατ' ισχυρισμό ζημιές που υπέστηκαν. Σημειώνεται ότι οι Εναγόμενες 70 – 77, ενάγονται στη βάση παράγωγης αγωγής και ότι κάθε Ενάγουσα στρέφει την αγωγή εναντίον συγκεκριμένων Εναγόμενων που θεωρεί υπεύθυνους για την επικαλούμενη ζημιά της.
Μολονότι η αγωγή επιδόθηκε στους Εναγόμενους (πλην 10 εξ αυτών, για τους οποίους το Κλητήριο Ένταλμα εξέπνευσε), ακολούθως, τούτη, σε σχέση με 26 από αυτούς, αποσύρθηκε. Αρκετοί εκ των Eναγόμενων (μεταξύ των οποίων και κάποιοι για τους οποίους η αγωγή, ακολούθως, αποσύρθηκε) καταχώρισαν αίτηση για παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίων συγκεκριμένων Εναγουσών[1]. Μία εκ των αιτήσεων αυτών, καταχωρήθηκε από τον Εναγόμενο 5 και εκδικάστηκε από το Δικαστήριο (υπό διαφορετική σύνθεση), το οποίο, με σχετική απόφασή του, ενέκρινε τούτη, διατάσσοντας τις εκεί Καθ’ ων η Αίτηση / Ενάγουσες 1, 3, 6, 7, 8, 10, 12, 13, 14 και τις παράγωγα Εναγόμενες 70, και 73 - 77 να παράσχουν τέτοιαν ασφάλεια για το ποσό των €426.000,00. Προτού εκδικαστούν οι υπόλοιπες σχετικές αιτήσεις, κατόπιν συνεννόησης των εκεί διαδίκων, εκδόθηκαν, στο πλαίσιο κάποιων εξ αυτών, εκ συμφώνου διατάγματα παροχής ασφάλειας εξόδων εναντίων των εκεί Καθ’ ων η Αίτηση / Εναγουσών για συγκεκριμένα ποσά, συνολικού ύψους €1.126.000,00, με τις εν λόγω Ενάγουσες να έχουν ήδη συμμορφωθεί με τη σχετική διαταγή του Δικαστηρίου. Όσον αφορά στον Εναγόμενο 5, μολονότι η σχετική απόφαση του Δικαστηρίου εφεσιβλήθηκε, εντούτοις οι εκεί διαταχθείσες Ενάγουσες συμμορφώθηκαν με τη διαταγή του Δικαστηρίου[2]. Κρίνεται, επίσης, σημαντικό να σημειωθεί ότι, κατά την έκδοση των εκ συμφώνου διαταγμάτων παροχής ασφάλειας εξόδων για τους λοιπούς Eναγόμενους, ο συνήγορος των διαταχθεισών Εναγουσών δήλωνε ότι οι εν λόγω εκ συμφώνου αποφάσεις εκδίδοντο με επιφύλαξη των δικαιωμάτων των Εναγουσών, αφενός να συνεχίσουν να προωθούν την Έφεση εναντίον της σχετικής απόφασης που αφορά στον Εναγόμενο 5 και αφετέρου να προωθούν τις ενστάσεις τους στις λοιπές αιτήσεις για παροχή ασφάλειας εξόδων που δεν είχαν ακόμα εκδικαστεί. Τέλος οι δύο σχετικές αιτήσεις, της Εναγομένης 13 (η μία αίτηση) και των Εναγομένων 25 και 26 (η άλλη), αποσύρθηκαν μετά τη επιφύλαξη της σχετικής με αυτές απόφασης του Δικαστηρίου και πριν την έκδοσή της, και ταυτόχρονα αποσύρθηκε και η αγωγή σε σχέση με αυτές[3].
Η επίδικη αίτηση
Στη βάση των πιο πάνω εξελίξεων, για απόφανση ως προς το κατά πόσο θα διαταχθούν συγκεκριμένες Ενάγουσες να παράσχουν ασφάλεια εξόδων, εκκρεμούν τρεις αιτήσεις, και πιο συγκεκριμένα, η επίδικη αίτηση των Eναγομένων 18 και 23 (στο εξής «οι Αιτητές») , ημερομηνίας 15.02.2023, για την οποίαν εκδίδεται η παρούσα απόφαση, η Αίτηση του Εναγόμενου 16, ημερομηνίας 07.12.2022, και η Αίτηση του Eναγόμενου 28, ημερομηνίας 07.12.2022, για τις οποίες εκδόθηκαν σήμερα σχετικές αποφάσεις.
Η επίδικη αίτηση, δικαιοδοτικώς, εδράζεται μόνο επί των προνοιών της Δ.60. Ως προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, οι Αιτητές προβάλλουν τη θέση ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν τούτη, είναι τέτοια που δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Προς τούτο, με αναφορά στο γεγονός ότι οι Καθ' ων η Αίτηση / Ενάγουσες έχουν ως έδρα τους Κράτη μη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και γιατί δεν διατηρούν περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο, τα οποία θα μπορούσαν να τύχουν ρευστοποίησης για κάλυψη τυχόν διαταγής εξόδων που θα εκδοθεί υπέρ τους στην περίπτωση που απορριφθεί η παρούσα αγωγή, εισηγούνται ότι, στη βάση των προνοιών της Δ.60, και των όσων σχετικά με τις πρόνοιες αυτές αποφασίστηκαν από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
Παρεμβάλω στο σημείο αυτό ότι, αρχικώς, η Αίτηση στρεφόταν και εναντίον των Εναγουσών 2, 3, 4 και 18, πλην όμως, κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία της επίδικης αίτησης, τούτη αποσύρθηκε σε σχέση με αυτούς, και στρέφεται, πλέον, αποκλειστικώς, εναντίον των Εναγουσών 1 και 19 (στο εξής «οι Ενάγουσες / Καθ’ ων η Αίτηση»). Η απόσυρση αυτή, έγινε με επιφύλαξη των δικαιωμάτων των Αιτητών, να επανέλθουν, στη περίπτωση που οι εν προκειμένω Ενάγουσες επιδιώξουν να εξασφαλίσουν, στο πλαίσιο της αγωγής, θεραπεία εναντίον τους.
Επανερχόμενος, τέλος, στα όσα οι Αιτητές επιδιώκουν μέσω της επίδικης αίτησης, στο βαθμό που αφορά στο ύψος των εξόδων για τα οποία θα πρέπει να παρασχεθεί ασφάλεια, εισηγούνται ότι τούτη θα πρέπει να αφορά στο ποσό των €39.457,07, το οποίο θεωρούν ως λογικό και ως καλύπτον τα έξοδα που θα επιδικαστούν υπέρ τους στη περίπτωση που η αγωγή, σε σχέση με αυτούς απορριφθεί. Προς τούτο, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, ως Τεκμήριο Α, επισυνάπτεται προκαταρτικός κατάλογος εξόδων που ετοίμασαν προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου.
Η ένσταση
Οι Ενάγουσες / Καθ' ων η Αίτηση καταχώρισαν ένσταση στην επίδικη αίτηση. Βασική θέση που προβάλλουν με σκοπό να την αναχαιτίσουν, είναι ότι, στη βάση του δεδομένου ότι Ενάγουσες στην παρούσα αγωγή είναι και Κυπριακές αλλά και Ευρωπαϊκές Εταιρείες (και δη διάδικοι που έχουν ως έδρα τους Κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης), και όχι μόνο εταιρείες με έδρα Κράτη μη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως οι Ενάγουσες / Καθ’ ων η Αίτηση, δεν είναι δυνατή η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος στη βάση των προνοιών της Δ.60. Προβάλουν, επίσης, ότι, ειδικότερα αναφορικά με την Ενάγουσα 1 / Καθ’ ης η Αίτηση, η οποία έχει ως έδρα της το Λονδίνο, παρά το γεγονός ότι το Κράτος αυτό δεν ανήκει πλέον στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεπεία του άρθρου 67 της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Αγγλία συνεχίζει να υπόκειται στο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο περί αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να προκύψει οποιαδήποτε δυσκολία στους Αιτητές να εκτελέσουν την όποια τυχόν υπέρ τους απόφαση ως προς τα έξοδα της αγωγής στην περίπτωση που τούτη, σε σχέση με αυτούς, απορριφθεί.
Είναι, εν προκειμένω, η θέση των Εναγουσών / Καθ' ων η Αίτηση ότι, κατά κανόνα, εκεί που η αγωγή προωθείται από πέραν του ενός Ενάγοντα, και κάποιος ή κάποιοι εξ αυτών έχουν ως έδρα τους την Κύπρο ή άλλο Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν εκδίδεται διάταγμα ως το ζητούμενο. Η όποια δε εξαίρεση στον κανόνα αυτό, θέλει τον Αιτητή / Εναγόμενο να έχει το βάρος να ικανοποιήσει συγκεκριμένα κριτήρια που τάσσονται από τη σχετική νομολογία, μεταξύ των οποίων και (α) ότι, στη περίπτωση που θα απορριφθεί η αγωγή, η διαταγή ως προς τα έξοδα που θα εκδοθεί εναντίον του Ενάγοντα, που έχει τη συνήθη διαμονή τους σε Κράτος μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα αφορά ποσοστό και μόνο των συνολικώς προκυψάντων εξόδων της αγωγής, (β) θα είναι ξέχωρη από κάθε άλλη σχετική διαταγή που θα αφορά στον οποιονδήποτε Ενάγοντα που έχει τη συνήθη διαμονή τους σε Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και (γ) να υποδείξει το περιορισμένο αυτό ποσό (έστω κατά προσέγγιση), το οποίο αναμένεται να διαταχθεί ο εν λόγω Ενάγοντας να καταβάλει σε αυτόν ως επιδικασθέντα έξοδα. Προτάσσουν, επί τούτου, ότι οι Αιτητές δεν έχουν ικανοποιήσει τα κριτήρια αυτά, και ότι την υπό εξέταση περίπτωση περιβάλλουν τέτοια γεγονότα και δεδομένα, που δεν εμπίπτει εντός της όποιας εξαίρεσης του πιο πάνω κανόνα, με αποτέλεσμα η επίδικη αίτηση, η οποία εδράζεται, αποκλειστικώς, επί των προνοιών της Δ.60, να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Ακροαματική διαδικασία
Κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία της επίδικης αίτησης, οι συνήγοροι των μερών παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις, και τους δόθηκε, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, άδεια να τονίσουν προφορικά κάποια σημεία και να προσθέσουν επιχειρήματα.
Νομική πτυχή
Η Διαταγή 60
Η Δ.60 Θ.1 και Θ.5 προνοούν τα ακόλουθα:
1. «Α plaintiff (and, in respect of a counter-claim which is not merely in the nature of a set-off, a defendant) ordinarily resident out of Cyprus ή Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης may, at any stage of the action, be ordered to give security for costs, though he may be temporarily resident in Cyprus ή σε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………
5. Where the Court orders security for costs to be given it may stay the proceedings in the action until such security is given, and in the event of the security not being given within the time appointed may dismiss the action».
Οι πρόνοιες της πιο πάνω Διαταγής έτυχαν ερμηνείας σε αρκετές υποθέσεις από το Ανώτατο Δικαστήριο. Εκείνο που προκύπτει από τη σχετική νομολογία είναι ότι, ο Αιτητής σε αίτηση ως η υπό κρίση αίτηση, θα πρέπει πρώτα να αποδείξει, στο βαθμό που είναι αναγκαίο, ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση διαμένει σε Κράτος μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν αρκεί απλώς να δείξει ότι τούτος δεν έχει τη συνήθη διαμονή του σε Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν και εφόσον ο Αιτητής ικανοποιήσει την πιο πάνω προϋπόθεση, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική εξουσία να εκδώσει διάταγμα για ασφάλεια εξόδων. Το Δικαστήριο κατά την άσκηση της εν προκειμένω διακριτικής εξουσίας του, θα πρέπει να σταθμίσει δύο παράγοντες, και δη, αφενός το κατά πόσο ο Καθ’ ου η Αίτηση κατέχει περιουσία στην Κύπρο και ιδίως ακίνητη περιουσία (που δεν μετακινείται εύκολα) και αφετέρου την ισχύ της υπόθεσης του. Το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη που διασφαλίζεται από Συνταγματικές διατάξεις, υπερισχύει του δικαιώματος ενός Εναγόμενου να πετύχει ασφάλεια για τα έξοδα του και έτσι, αν ο Ενάγοντας δεν διαθέτει τα οικονομικά μέσα για να παράσχει την αιτούμενη ασφάλεια, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Ένας άλλος παράγοντας που συνυπολογίζεται κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου είναι και η καθυστέρηση. Ωστόσο, άνευ άλλων λόγων, η καθυστέρηση δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για την απόρριψη της αίτησης. Τούτο μπορεί να συμβεί, μόνο, όταν η καθυστέρηση παρατηρείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την απόρριψη της αίτησης, μονόδρομο. Π.χ., εκεί που εμφανώς ο Εναγόμενος, δεν έχει, εκ πρώτης όψεως, ικανή υπεράσπιση, ή εκεί που η καθυστέρηση, σε συνδυασμό και με τη συμπεριφορά που επιδεικνύει ο Εναγόμενος, ισοδυναμεί με κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών και/ή οδηγεί στην κρίση ότι τούτος ενεργεί κακόπιστα. Ας μη λησμονείται ότι, οι ίδιες οι πρόνοιες της Δ.60, ορίζουν ότι, αίτηση, ως η υπό εξέταση, μπορεί να υποβληθεί σε «οποιοδήποτε στάδιο της αγωγής», και ότι η πρόνοια αυτή, ερμηνεύθηκε ώστε να επιτρέπει την έγκριση ενός τέτοιου αιτήματος ακόμα και στο στάδιο της έκδοσης της τελικής απόφασης ή ακόμα και στο στάδιο της έφεσης. Ως προς δε το ύψος των εξόδων για τα οποία δυνατό να διαταχθεί η παροχή ασφάλειας, αν και η αρχική τάση/πρακτική ήθελε τούτο να περιορίζεται στα 2/3 των εξόδων που είχαν προκύψει ήδη κατά το στάδιο της έκδοσης του διατάγματος παροχής ασφάλειας, εντούτοις, η νέα τάση θέλει το Δικαστήριο να διατηρεί απόλυτη ευχέρεια στο καθορισμό του ποσού στη βάση των περιστατικών και δεδομένων της κάθε υπόθεσης και με γνώμονα το πραγματικό ύψος όλων των εξόδων που αναμένεται να υποστεί ο διάδικος που αιτείται να τύχει ασφάλισης, στη βάση εκτίμησης που μπορεί να γίνει κατά το στάδιο της εξέτασης της αίτησης. Είναι δε γι’ αυτό το σκοπό, που κρίθηκε ότι είναι επιθυμητό (όχι αναγκαίο), μια αίτηση για ασφάλεια εξόδων να την συνοδεύει προτεινόμενος/ενδεικτικός κατάλογος εξόδων, ώστε το Δικαστήριο να υποβοηθείται στον υπολογισμό των εξόδων για τα οποία τυχόν θα διατάξει παροχή ασφάλειας. Για μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση επί του θέματος, βλέπε: Senior Service Ltd and Others v. Chrysanthi Shipping Co. Ltd and another (1975) 1 CLR 316, Almana Engineering v. Glyfor Commercial (1981) 1 C.L.R. 273, Compagnie Graniere De Paris v. The Ship “Sofia” (1984) 1 CLR 345, Alahmari v. Alia the Royal Jordanian Airline (1990) 1 AAΔ 434, Swistak v. Του σκάφους «Mary Rose» (1990) 1 A.A.Δ. 1082, Union des Cooperatives v. Apah Agro (Αρ.2) (1992) 1(Β) ΑΑΔ 1170, Γραμμές Στρίνζη ν. Always Travel (1992) 1 A.A.Δ. 995, Ασούρανσι Τόκιο Μαρίν Ιντονήσια ν. Σκοκοπ Νοβικέϊσιον Λτδ κ.ά. (1999) 1(Γ) ΑΑΔ 1741, Stejaru v. Ιωάννου (2002) 1(β) ΑΑΔ 906, Conway v. Ηλία (2002) 1(Γ) ΑΑΔ 1653, Χαραλαμπίδης ν. Πέτρου κ.ά. (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1698, Studland Holdings Ltd κ.ά ν. Ευσταθίου κ.ά. (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1809, Κυριάκος Κυριάκου ν. Μιχαήλ Μιχαήλ (2007) 1 ΑΑΔ 933, Lindsay Parkinson Ltd v. Triplan (1973) 2 All E.R. 273, Procon (G.B.) Ltd v. Providional Building Co Ltd and others (1984) 1 All E.R 368,376, Slazengers Ltd and others v. Seaspeed Ferries International Ltd (1987) 3 All. ER 967,971, Porzelack (KG) v. Porzelack (U.K.) Ltd (1987) 1 All ER 1074, Annual Practice 1958 και Annual Practice 1982 Τόμος 1, σελ. 440.
Κρίνεται σημαντικό να σημειωθεί ότι, στη βάση της Αγγλικής νομολογίας που άπτεται της ανάλογης Αγγλικής Διαταγής (με πανομοιότυπες πρόνοιες), εκεί που οι Ενάγοντες είναι πέραν του ενός και μόνο κάποιος ή κάποιοι εξ αυτών διαμένουν στην Αγγλία, κατ’ εφαρμογή κανόνα πρακτικής του εκεί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Supreme Court Practice), δεν εκδίδεται διάταγμα ως το κατ' αίτηση (βλ. Annual practice του 1958 (white book), σελίδα 1884.) Η σχετική αναφορά έχει ως ακολούθως:
(«The ordinary ground on which security is ordered is residence abroad» ... «No order will be made if there are co‑plaintiffs resident in England (Winthorp v. Royal Exchange Assurance Co. (1755), 1 Dick. 282; D' Hormusgee v. Grey (1882), 10 Q.B.D. 13); But they must be genuine co‑plaintiffs and not merely the English attorney joined to avoid giving security (Jones v. Gurney [1913] W.N. 72).».
Το κατά πόσο ο εν προκειμένω κανόνας πρακτικής είναι άκαμπτος, εξετάστηκε στην υπόθεση Slazengers Ltd & Ors. v. Seaspeed Ferries International Ltd (The Seaspeed Dora) 1998 1 W.L.R. 221, με το Δικαστήριο να απαντά αρνητικά στο ερώτημα, πλην όμως να τονίζει ότι τούτος μπορεί να καμφθεί υπό συγκεκριμένες, μη συνήθεις, περιστάσεις, αναγνωρίζοντας ότι, στην ουσία, παρέκκλιση από αυτόν, προϋποθέτει, προγενέστερη, ασφαλή, κρίση ότι στη περίπτωση που η αγωγή απορριφθεί, θα εκδοθεί ειδική και ξέχωρη διαταγή ως προς τα έξοδα που θα επωμιστεί ο Ενάγοντας που διαμένει εκτός της δικαιοδοσίας των Αγγλικών Δικαστηρίων, η οποία θα αφορά σε ποσοστό και μόνο των προκυψάντων εξόδων («an aliquot share only of costs» ή «a proportionate part of the defendants' costs»).
Πιο συγκεκριμένα, κατά τον Dillon LJ,
«There being the jurisdiction to make an order for security as there are co-plaintiffs outside the jurisdiction, and it not being a case in which issues affecting only the co-plaintiffs outside the jurisdiction can be easily identified, or in which there is in my view any likelihood of the court ordering each individual plaintiff to bear an aliquot share only of costs, is it right that there should be an order somewhat in the way of a blunt instrument for the provision of aliquot shares for security, or is this a case in which security is not really required by the defendants because it is a case in which, if they succeed, they will be bound to get an order for costs against plaintiffs resident within the jurisdiction? [4] There is no suggestion that the plaintiffs within the jurisdiction, with or without the support of their underwriters, would not be able to meet any order for costs that might be made. They include several apparently very substantial companies.
I have no doubt in these circumstances that the form of order which the judge made is inappropriate to this action. It is an underwriters' action in which the plaintiffs stand together as I have said, and it is plain that if when matters come to trial the plaintiffs fail and the defendants are entitled to an order for costs they are bound to get it as against plaintiffs within the jurisdiction as well as against the plaintiffs outside the jurisdiction. Therefore, while I entirely approve the judge's decision that he is not limited by an inflexible rule as stated hitherto in The Supreme Court Practice, I think he was wrong to order the security which he did order.
Η δε σχετική κρίση του Bingham LJ ήταν η εξής:
«For the purposes of this case it is necessary to assume that the defendants are successful, wholly or in part, against some or all of the foreign plaintiffs. The ordinary consequence would then be that an order for costs would be made in the defendants' favour against those plaintiffs. If it were a reasonably foreseeable outcome of the case that the order would be for each such foreign plaintiff to pay a proportionate part of the defendants' costs, and if it were reasonably likely that there would be no fund in the jurisdiction against which to enforce such an order, the judge's order could not be shown to be wrong and would, indeed, be beyond all challenge.
Those two conditions do, however, require to be reviewed in the context of this case. An apportioned order for costs is not without precedent. Dillon LJ has referred to the Opren case, Davies (Joseph Owen) v Eli Lilly & Co [1987] 1 All ER 801, [1987] 1 WLR 1136 and to the Liverpool councillors' case, Lloyd v McMahon [1987] 1 All ER 1118, [1987] 1 All ER 1074, although it is to be noted that in those cases legal aid may well have had an influence on the order for costs. In my limited experience, such an order in this type of case is unheard of, and I am sure that it is not usual, if indeed it is known, in the Commercial Court.»
Οι κρίσεις αυτές έτυχαν επιδοκιμασίας και στις υποθέσεις Corfu Navigation Co v. Mobil Shipping Co (The Alpha) (No.1) [1991] 2 Lloyd's Rep 52, CA. και Fitzgerald and others v Williams and others; O'Regan and others v Williams and others [1996] 2 All ER 171.
Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι, ακόμα και στη περίπτωση που το Δικαστήριο θα ικανοποιηθεί ότι η απόφαση του ως προς τα έξοδα που θα επωμιστεί ο Ενάγοντας που διαμένει εκτός δικαιοδοσίας θα είναι ποσοστιαία και ξέχωρη από αυτή που θα επωμιστεί ο Ενάγοντας που διαμένει εντός της δικαιοδοσίας του, θα πρέπει, επίσης, να είναι, κατά την εξέταση της αίτησης για παροχή ασφάλειας εξόδων, δυνατός ο υπολογισμός είτε του ποσοστού επί των όλων εξόδων της αγωγής είτε του ποσού στο οποίο θα αφορά, ώστε, ακολούθως, να είναι δυνατή και η έκδοση σχετικού διατάγματος παροχής ασφάλειας εξόδων για το εν λόγω ποσοστό ή ποσό και μόνο.
Αναφορικά με τον παράγοντα της ισχύς της υπόθεσης των Εναγόντων / Καθ΄ ων η Αίτηση σε αίτηση για παροχή ασφάλειας εξόδων, ως προκύπτει από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δεν δύναται να υπεισέλθει στην ουσία της διαφοράς και να συνυπολογίσει τα όσα ισχυρίζονται οι διάδικοι στα δικόγραφά τους. Ως σημειώθηκε, σχετικώς, τούτο προκύπτει εξάλλου, και από τις ίδιες τις πρόνοιες της Δ.48 θ.9, στην οποία προβλέπεται ότι μια αίτηση για παροχή ασφάλειας εξόδων δεν είναι αναγκαίο να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση (βλ. Π.Τ. Ασουράνσι Τόκιο Μαρίν Ιντονήσια v. Σήσκοπ Ναβικέισιον Λτδ και Άλλων (Αρ. 2) (1999) 1 ΑΑΔ 174). Συναφώς, στην CNP Asfalistiki (ανωτέρω), αποφασίσθηκε ότι το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να αναλώνεται σε λεπτομέρειες που αφορούν την ουσία της υπόθεσης.
Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο που τα διέπει
Κρίνεται σημαντικό, στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι, κατά τους Αιτητές, το Δικαστήριο (υπό την παρούσα σύνθεση) θα πρέπει να συνυπολογίσει και τα όσα σχετικώς αποφασίστηκαν από τον Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου Χρ. Φιλίππου – ως ήταν τότε - (στο εξής «ο Πρόεδρος Φιλίππου») στην απόφασή του επί της αίτησης του Eναγόμενου 5 για παροχή ασφάλειας εξόδων, ειδικότερα αναφορικά με την ισχύ της υπόθεσης των Εναγουσών / Καθ’ ων η Αίτηση, δεδομένης και της επικαλούμενης από τις τελευταίες εμπλοκής του Εναγόμενου 5 στην κατ’ ισχυρισμό αδικοπραξία, σε αντιδιαστολή με την κατά πολύ μικρότερη κατ’ ισχυρισμό εμπλοκή των Αιτητών. Επί των όσων αποφασίστηκαν στην απόφαση Φιλίππου, εδράζουν και τη θέση τους ότι οι Ενάγουσες / Καθ’ ων η Αίτηση και γενικότερα όλες οι Ενάγουσες, ως μέλη του ομίλου εταιρειών Libra, είναι αφερέγγυες, και τούτο εις απάντηση της θέσης των Εναγουσών / Καθ’ ων η Αίτηση ότι οι Αιτητές θα μπορούν να εκτελέσουν την όποια τυχόν υπέρ τους εκδοθείσα απόφαση επί των εξόδων της αγωγής εναντίον των Εναγουσών που έχουν ως έδρα τους Κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αξιώνουν από αυτούς θεραπείες.
Με κάθε σεβασμό στην εισήγηση αυτή των Αιτητών περί κρίσης από τον Πρόεδρο Φιλίππου ως προς την ικανότητα, αυτών, καθ’ αυτών, των Εναγουσών ή ειδικότερα των Εναγουσών / Καθ’ ων η Αίτηση να καταβάλουν τα όποια τυχόν εναντίον τους επιδικασθέντα έξοδα, τούτο, ως ζήτημα, δεν έχει, ειδικώς, κριθεί, από τον Πρόεδρο Φιλίππου, με αποτέλεσμα, η εν προκειμένω εισήγηση τους να μην με βρίσκει σύμφωνο. Επίσης, ούτε το κατά πόσο είναι δυνατό να εκδοθεί διάταγμα, ως το κατ' αίτηση, εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση / Εναγουσών, τη στιγμή που η αγωγή προωθείται και από επιπρόσθετες Ενάγουσες οι οποίες έχουν ως έδρα τους την Κύπρο ή άλλα Κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφασίσθηκε από τον Πρόεδρο Φιλίππου.
Επί του τελευταίου, ο Πρόεδρος Φιλίππου έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει το ζήτημα, καθότι είχε ήδη, σε προηγούμενο στάδιο της απόφασής του, αποφανθεί περί του ότι, γενικότερα, ο όμιλος εταιρειών Libra, στον οποίο ανήκουν οι εδώ Ενάγουσες ήταν αφερέγγυος, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται, ως έκρινε, η έκδοση του διατάγματος παροχής ασφάλειας εξόδων στη βάση των προνοιών του άρθρου 382 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 (στις οποίες εδράζετο, σε αντιδιαστολή με την επίδικη, η Αίτηση του Εναγομένου 5), κάτι, που δεν καθιστούσε αναγκαία την εξέταση του ζητήματος αυτού, το οποίο αφορούσε, αποκλειστικώς, τη νομική βάση της Δ.60.
Όσον, τώρα, αφορά στο θέμα της ικανότητας των Εναγουσών / Καθ΄ ων η Αίτηση στην αίτηση του Eναγόμενου 5, αλλά γενικότερα αυτών, καθ’ αυτών, των Εναγουσών της παρούσας αγωγής, να καταβάλουν τα τυχόν εναντίον τους επιδικασθέντα έξοδα της αγωγής, ο Πρόεδρος Φιλίππου, εξέτασε το ζήτημα όχι ειδικώς για κάθε μια, τέτοια, Ενάγουσα, ώστε να υπάρχει σχετική κρίση την οποία το Δικαστήριο (υπό την παρούσα σύνθεση) να έπρεπε να συνυπολογίσει, αλλά, γενικότερα, του ομίλου εταιρειών Libra, καταλήγοντας ότι ο εν προκειμένω όμιλος ήταν αφερέγγυος. Σημειώνεται, συναφώς, ότι η Ενάγουσα 19 / Καθ’ ης η Αίτηση στην επίδικη αίτηση, δεν αποτελούσε διάδικο στην αίτηση του Εναγομένου 5, με αποτέλεσμα η όποια εκεί κρίση, να μην την αφορά, πόσο μάλλον όταν δεν γίνεται και καμία σχετική, ειδική, αναφορά σε αυτή. Ούτε και παρατηρείται οποιαδήποτε ειδική κρίση του Προέδρου Φιλίππου για τις Ενάγουσες οι οποίες έχουν ως έδρα τους Κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και οι οποίες προωθούν αξιώσεις εναντίον των εδώ Αιτητών. Τέτοιες είναι οι Ενάγουσες 7, 10, 12, 13, 16, 17 και οι βάσει παράγωγης αγωγής Εναγόμενες 70 – 75, εναντίον των οποίων δεν στρέφεται η επίδικη αίτηση.
Κατά συνέπεια, για τα ζητήματα αυτά, δεν έχει εκφραστεί σχετική κρίση από τον Πρόεδρο Φιλίππου, και επομένως δεν προκύπτει ζήτημα συνυπολογισμού από το Δικαστήριο, υπό την παρούσα σύνθεση, σχετικών κρίσεων του (βλ. Carl Zeiss Stiftung v. Rayner & Keeler Ltd and Others (No. 3) [1969] 3 All E.R. 897 και D.S.V. Silo – Und Verwaltungs – Gesellschaft M.B.H. ν. Owners of the Sennar and 13 Other Ships [1985] 1 W.L.R. 490).
Προχωρώ, επομένως, να εξετάσω τα ζητήματα αυτά, ευθύς αμέσως, αφού, στην περίπτωση που οι σχετικοί λόγοι ένστασης ευσταθούν, η επίδικη αίτηση θα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Ως προς την εμβέλεια των προνοιών της Δ.60, σε συμφωνία με τα όσα εισηγούνται οι Ενάγουσες / Καθ' ων η Αίτηση, κρίνω ότι οι Αιτητές δεν κατάφεραν να εντάξουν την υπό εξέταση περίπτωση εντός της ασυνήθους συνθήκης που επιτρέπει παρέκκλιση από τον κανόνα πρακτικής που θέλει διάταγμα ως το κατ’ αίτηση να μην εκδίδεται εκεί που η αγωγή προωθείται από πέραν του ενός Ενάγοντα και κάποιος ή κάποιοι εξ αυτών έχουν ως έδρα τους την Κύπρο ή άλλο Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν έχει, λόγου χάριν, τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να καταδεικνύει ότι στην περίπτωση που η αγωγή απορριφθεί σε σχέση με τους Αιτητές, η όποια διαταγή εναντίον των Εναγουσών / Καθ’ ων η Αίτηση που έχουν ως έδρα τους Κράτος μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς τα έξοδα, θα αφορά σε ειδικό ποσοστό των προκυψάντων εξόδων της αγωγής και ξέχωρη από τις λοιπές, σχετικές, διαταγές για τις λοιπές Ενάγουσες με έδρα Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες επιζητούν θεραπεία εναντίον τους. Επί τούτου, αξίζει να υποδειχθεί ότι, τόσο στη βάση του μαρτυρικού υλικού που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, περιλαμβανομένου και του προκαταρτικού καταλόγου εξόδων (Τεκμήριο Α της Ενόρκου Δηλώσεως που την υποστηρίζει), όσο και του σχετικού περιεχομένου της αγόρευσης των συνηγόρων των Αιτητών, οι τελευταίοι θεωρούν ότι το ποσό για το οποίο ζητείται η παροχή ασφάλειας εξόδων αποτελεί το συνολικό ποσό που θα επιδικαστεί υπέρ τους στην περίπτωση που η αγωγή απορριφθεί, όχι μόνο αναφορικά με τις Καθ’ ων η Αίτηση Ενάγουσες 1 και 19, αλλά γενικότερα σε σχέση με κάθε Ενάγουσα που αξιώνει θεραπεία εναντίον τους. Οι όποιες σχετικές αναφορές των Αιτητών ή των συνηγόρων τους, θέλουν τις αναφερόμενες στο προκαταρτικό κατάλογο εξόδων διαδικασίες να είναι αναγκαίες για αντιμετώπιση της όλης αγωγής, και όχι μόνο το μέρος της εκείνο που αφορά, ειδικώς, στις αξιώσεις των εδώ Καθ’ ων η Αίτηση Εναγουσών.
Συναφώς, αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των μερών ότι η αγωγή προωθείται από 19 Ενάγουσες εταιρείες, που ανήκουν στην όμιλο εταιρειών Libra (εκ των οποίων οι 13 έχουν ως έδρα τη Κύπρο ή άλλο Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης), και έκαστη εξ αυτών, στη βάση των δικογραφημένων ισχυρισμών της, υπέστη οικονομική ζημιά, ως αποτέλεσμα, κατ’ ισχυρισμό, και πάλι, ενός δόλιου και απατηλού σχεδίου συγκεκριμένων φυσικών προσώπων (οι οποίοι είναι Εναγόμενοι στην παρούσα αγωγή και αποτελούν το πυρήνα των αδικοπραγησάντων, με τον Εναγόμενο 1 να είναι ο εγκέφαλος του σχεδίου), με τους λοιπούς Εναγόμενους (πλην των παράγωγα Εναγομένων), να παρουσιάζονται να ενεργούν προς εκπλήρωση του σχεδίου αυτού, με κοινό τρόπο δράσης (modus operandi), που είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, στη κάθε δικογραφημένη περίπτωση, περιουσία της κάθε Ενάγουσας να αποκτάται από τρίτους σε τιμή κατά πολύ χαμηλότερη της πραγματικής αξίας της και να προκαλείται στον όμιλο συνολική οικονομική ζημιά ύψους περί το €500.000.000,00. Ο δε λόγος, που προβάλλεται ως προς το γιατί η αγωγή προωθείται και από τις 19 Ενάγουσες – και επί τούτου δεν υπάρχει αντίλογος από πλευράς του Εναγόμενου 16, πλην, φυσικά, της υπερασπιστικής γραμμής του – είναι γιατί, κάθε τέτοια Ενάγουσα υπέστη συγκεκριμένη, κατ’ ισχυρισμό οικονομική ζημιά.
Είμαι της γνώμης ότι, στη βάση όλων των, ανωτέρω, σχετικών δεδομένων, στην περίπτωση που η αγωγή απορριφθεί δεν θα δικαιολογείται η ασυνήθης, ξέχωρη, ποσοστιαία επί του συνόλου των εξόδων της αγωγής, διαταγή ως προς τα έξοδα που θα επωμισθεί κάθε Ενάγουσα / Καθ’ ης η Αίτηση, η οποία έχει ως έδρα της Κράτος μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, ούτε οι Αιτητές προβάλουν τέτοια θέση. Τουναντίον, ως ήδη υποδείχθηκε ανωτέρω, θεωρούν ότι το ποσό για το οποίο ζητείται η παροχή ασφάλειας εξόδων, θα καλύψει τα έξοδα που τυχόν θα επιδικαστούν υπέρ τους στην περίπτωση που απορριφθεί η παρούσα αγωγή στην ολότητα της, και όχι μόνο στο μέρος εκείνο που αφορά στις αξιώσεις των εδώ Καθ’ ων η Αίτηση / Εναγουσών.
Η μόλις κρίση μου, δεν έχει σκοπό να προκαταβάλει την όποια τυχόν σχετική διαταγή θα εκδοθεί σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής – η οποία, προφανώς, θα εκδοθεί στη βάση της αποκρυσταλλωμένης, τότε, σχετικής εικόνας που θα προκύψει -, αλλά, απλώς, να καταγράψει το τί, σχετικώς, μπορεί να προβλεφθεί σήμερα.
Κάτι ακόμα, καμία μαρτυρία παρουσιάστηκε από πλευράς τον Αιτητών, που να καταδεικνύει ότι στη περίπτωση που η διαταγή ως προς τα έξοδα θα είναι μια και θα αφορά όλες τις Ενάγουσες ή έστω όλες τις Ενάγουσες που επιζητούν θεραπεία από αυτούς, δεν θα καταφέρουν να εισπράξουν τα υπέρ τους επιδικασθέντα έξοδα από τις Ενάγουσες που έχουν ως έδρα τους την Κύπρο ή άλλο Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως οι Ενάγουσες 7, 10, 12, 13, 16 και 17, και οι βάσει παράγωγης αγωγής Εναγόμενες 70 – 75, εναντίον των οποίων, εν πάση περιπτώσει, δεν στρέφεται η επίδικη αίτηση, μολονότι προωθούν αξιώσεις εναντίον τους.
Ακόμα, και αν ήθελε θεωρηθεί ότι θα εκδιδόταν μια τέτοια ποσοστιαία και ξέχωρη διαταγή εξόδων εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση / Εναγουσών, τίποτα δεν έχει τεθεί από πλευράς των Αιτητών ότι είναι δυνατός ο υπολογισμός τούτης, τόσο σε συνάρτηση με τις υπόλοιπες Ενάγουσες που επιζητούν θεραπείες από αυτούς, και δεν στρέφουν εναντίον τους την επίδικη αίτηση, όσο και με έκαστη εκ των δύο Καθ’ ων η Αίτηση / Εναγουσών.
Παρά την κρίση μου αυτήν, η οποία, στην ουσία, σφραγίζει και την τύχη της επίδικης αίτησης, σημειώνω ότι ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν τεθεί δεδομένα, τα οποία είναι αρκούντως διαφωτιστικά για σκοπούς εκτίμησης του ποια είναι σήμερα η επί του ζητούμενου εικόνα των Εναγουσών, εναντίον των οποίων εκδόθηκαν ήδη διατάγματα ως το κατ’ αίτηση, μεταξύ των οποίων είναι και Ενάγουσες οι οποίες αξιώνουν θεραπεία εναντίον των εδώ Αιτητών και έχουν ως έδρα τους Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για τη συμπεριφορά που έχουν επιδείξει τέτοιες Ενάγουσες από την ημέρα καταχώρισης της επίδικης αίτησης μέχρι και σήμερα, σε σχέση με τις λοιπές διαταγές που εκδόθηκαν για παροχή ασφάλειας εξόδων σε άλλους Εναγόμενους. Στο πλαίσιο των σχετικών διαταγών, οι Ενάγουσες διατάχθηκαν να παρέχουν τέτοια ασφάλεια, την οποία και παρείχαν, χωρίς καθυστέρηση, με τις σχετικές διαταγές να αφορούν σεβαστό χρηματικό ποσό. Τούτο σημειώνεται ως απάντηση στη θέση που προβάλουν οι Αιτητές ότι αν δεν εκδοθεί το κατ’ αίτηση διάταγμα, δεν θα είναι σε θέση να εισπράξουν τα τυχόν υπέρ τους επιδικασθέντα έξοδα, από τις Ενάγουσες που αξιώνουν θεραπείες εναντίον τους και δεν αποτελούν Καθ’ ων η Αίτηση στην επίδικη αίτηση.
Έχοντας καταλήξει ως ανωτέρω, παρέλκει, κατά τη γνώμη μου, η ανάγκη να εξετάσω τον έτερο παράγοντα που, σε κάθε περίπτωση, συνυπολογίζεται, και δη αυτόν της ισχύς της υπόθεσης των Εναγουσών / Καθ' ων η Αίτηση. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, είμαι της γνώμης ότι ο εν προκειμένω παράγοντας δεν υπέχει τη σημασία που του αποδίδουν οι δύο πλευρές, καθότι, στη βάση του ενώπιόν μου μαρτυρικού υλικού, δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την περίπτωση εξόφθαλμης προοπτικής επιτυχίας ή αποτυχίας. Ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω κατά την παράθεση της νομικής πτυχής που διέπει το θέμα, ο παράγοντας αυτός υπέχει σημασίας εκεί που μπορεί το Δικαστήριο, στη βάση των ενώπιόν του στοιχείων, να εκτιμήσει, με ασφάλεια, αν ο Εναγόμενος / Αιτητής στερείται ουσιαστικής υπεράσπισης ή, συναφώς, ότι ο Ενάγοντας έχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να επιτύχει στην αγωγή του.
Στο στάδιο που βρίσκεται η παρούσα αγωγή, και στη βάση των όσων βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου και προκύπτουν μέσα από τον φάκελο, δεν βρισκόμαστε ενώπιον της περίπτωσης που μπορεί το Δικαστήριο να εκφράσει τέτοιες ασφαλείς κρίσεις, με αποτέλεσμα ο παράγοντας αυτός να μην υπέχει τη σημασία που του αποδίδουν οι δύο πλευρές.
Έχοντας καταλήξει, ως ανωτέρω, ότι οι Αιτητές δεν κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος που έφεραν για να εντάξουν την παρούσα περίπτωση εντός της συνθήκης που επιτρέπει παρέκκλιση από τον κανόνα πρακτικής που δεν επιτρέπει την έκδοση του κατ’ αίτηση διατάγματος στη βάση των προνοιών της Δ.60, κρίνω ότι η επίδικη αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση του Δικαστηρίου με οποιουσδήποτε άλλους λόγους ένστασης που προβάλλονται από τις Ενάγουσες / Καθ' ων η Αίτηση. Κατά συνέπεια, η αίτηση απορρίπτεται.
Ως προς τα έξοδα δεν έχω κανέναν λόγο για να παρεκκλίνω του κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και κατά συνέπεια τούτα επιδικάζονται υπέρ των Εναγουσών 1 και 19 και εναντίον των Εναγομένων 18 και 23 / Αιτητών, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.)…………………………..
Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Καμία εν των αιτήσεων αυτών δεν στρεφόταν εναντίον όλων των Εναγουσών, με τους Εναγόμενους Αιτητές να στρέφουν τις σχετικές τις αιτήσεις τους, ως επί το πλείστο, εναντίον των Εναγουσών που επιζητούν, μέσω της αγωγής, θεραπείες από αυτούς.
[2] Το ποσό των €426.000,00, για το οποίο εκδόθηκε η σχετική διαταγή, περιλαμβάνεται στο ανωτέρω αναφερόμενο ποσό των €1.126.000,00. Επίσης, ακολούθως, και πιο συγκεκριμένα στις 16.10.2024, η αγωγή σε σχέση με τον Εναγόμενο 5 αποσύρθηκε και εκδόθηκε και εκ συμφώνου διαταγή για επιστροφή στις Ενάγουσες / Καθ’ ων η Αίτηση, στην αίτησή του, του ποσού που κατέθεσαν προς συμμόρφωση με τη σχετική διαταγή του Δικαστηρίου.
[3] Οι Εναγόμενοι 5, 13, 25 και 26, περιλαμβάνονται στους 26 Εναγόμενους για οποίους η αγωγή αποσύρθηκε (σχετική αναφορά έγινε ανωτέρω).
[4] Υπογράμμιση δική μου, καθώς και όσες ακολουθούν.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο