
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Αρ. Αγωγής: 3655/2007
Μεταξύ:
ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LTD
Ενάγουσας
-και-
ΓΡΗΓΟΡΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Εναγόμενο
-και-
Επί τοις αφορώσι τον Περί Δόλιων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62
-και-
Επί τοις αφορώσι την αίτηση της
ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LTD
Αιτήτριας
-και-
1. ΓΡΗΓΟΡΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
2. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΜΑΡΙΑ
3. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΝΙΚΗ
4. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΩΣΤΑΣ
5. ALEXANDER GREGORY FOWLER
6. JAQUELINE ELIZABETH GREOGORIOY
7. G.N. GREGO DEVELOPERS LIMITED
Καθ’ ων η Αίτηση
Ημερομηνία: 25 Οκτωβρίου, 2024
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα: Πανταζή (κα)
Για Εναγόμενους 1 - 7: Διονυσίου (κος)
Ενδιάμεση Aπόφαση
Η απόφαση εναντίον του Εναγόμενου
Στις 12.09.2013, στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω αριθμό αγωγής (στο εξής «η αγωγή»), εκδόθηκε, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, απόφαση υπέρ της εν τον ανωτέρω τίτλο Ενάγουσας και εναντίον του Γρηγόρη Γρηγορίου[1] (στο εξής «ο Εναγόμενος») για συγκεκριμένο χρηματικό ποσό και δικηγορικά έξοδα (στο εξής «η απόφαση»). Ακολούθησε έρευνα από πλευράς των συνήγορων της Ενάγουσας, τόσο στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού, όσο και στον Έφορο Εταιρειών, με σκοπό να ανευρεθεί περιουσία, ιδιοκτησίας του Εναγόμενου, για σκοπούς λήψης μέτρων εκτέλεσης της απόφασης. Από την έρευνα αυτή, διεφάνη ότι ο Εναγόμενος, στο παρελθόν, ήταν ιδιοκτήτης (εν όλω ή εν μέρει) τεσσάρων τεμαχίων γης, καθώς επίσης και 1000 μετόχων της, εν τον ανωτέρω αναδιαμορφωμένο τίτλο της επίδικης αίτησης (στο εξής «ο τίτλος της αίτησης»), Eναγόμενης 7 εταιρείας (ειδική αναφορά στην επίδικη αίτηση θα γίνει κατωτέρω). Διεφάνη, επίσης, ότι μεταβίβασε την πιο πάνω ακίνητη και κινητή περιουσία του ως ακολούθως:
1. Το μερίδιο του στο ακίνητο που περιγράφεται στην υπό στοιχείο Α αιτούμενη θεραπεία της επίδικης αίτησης, το μεταβίβασε στις 20.02.2008 στις εν τον τίτλο της αίτησης Εναγόμενες 2 και 3, θυγατέρες του (στο εξής «οι Εναγόμενες 2 και 3» και εκάστη «η Εναγόμενη 2» και η «Εναγόμενη 3»), δια δωρεάς, οι οποίες, ακολούθως, και συγκεκριμένα στις 28.03.2013, μεταβίβασαν τούτο στον ανήλικο τότε υιό της Eναγόμενης 3 (Εναγόμενο 5 στον τίτλο της αίτησης) και εγγόνο του Eναγόμενου (στο εξής «ο Εναγόμενος 5»).
2. Το μερίδιο του στο ακίνητο που περιγράφεται στην υπό στοιχείο Β αιτούμενη θεραπεία της επίδικης αίτησης, το μεταβίβασε, στις 08.04.2011, δια δωρεάς, στον, εν τον τίτλο της αίτησης, Εναγόμενο 4, θείο του (στο εξής ο «Εναγόμενος 4»).
3. Το μερίδιο του στο ακίνητο που περιγράφεται στην υπό στοιχείο Γ αιτούμενη θεραπεία της επίδικης αίτησης, το μεταβίβασε, στις 20.02.2008 στις Εναγόμενες 2 και 3, δια δωρεάς, οι οποίες, ακολούθως, και συγκεκριμένα στις 28.03.2013, μεταβίβασαν τούτο στον Εναγόμενο 5.
4. Το μερίδιο του στο ακίνητο που περιγράφεται στην υπό στοιχείο Δ αιτούμενη θεραπεία της επίδικης αίτησης, το μεταβίβασε, στις 20.02.2008 στις Εναγόμενες 2 και 3, δια δωρεάς, οι οποίες, ακολούθως, και συγκεκριμένα στις 15.04.2013, μεταβίβασαν τούτο στον Εναγόμενο 5.
5. Τις 1000 μετοχές της Eναγόμενης 7, τις μεταβίβασε, δια δωρεάς, στην σύζυγο του, Εναγόμενη 6 στον τίτλο της αίτησης (στο εξής «η Εναγόμενη 6»), στις 28.11.2006.
Επίδική αίτηση
Θεωρώντας η Ενάγουσα ότι οι ανωτέρω μεταβιβάσεις της ακίνητης και κινητής περιούσιας του Εναγόμενου έγιναν με σκοπό να την παρεμποδίσει και/ή να την καθυστερήσει από το να εκτελέσει την απόφαση, που, εν τέλει, εξασφάλισε εναντίον του, στις 15.01.2015, καταχώρισε την επίδικη αίτηση, με την οποία επιζητεί την ακύρωση όλων των ανωτέρω μεταβιβάσεων, καθώς επίσης και την έκδοση διαταγμάτων με τα οποία να επιτυγχάνεται, αφενός η επανεγγραφή της περιουσίας αυτής στο όνομα του Εναγόμενου, και, αφετέρου, η εγγραφή, επί της περιουσίας αυτής, της απόφασης ως εμπράγματο βάρος, τύπου ΜΕΜΟ. Η υπό στοιχείο Θ, αιτούμενη θεραπεία της επίδικης αίτησης, εγκαταλείφθηκε. Εξάλλου, τούτη, δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στο πλαίσιο της επίδικης αίτησης, δεδομένης της νομικής βάσης επί της οποίας εδράζεται και του μαρτυρικού υλικού που την υποστηρίζει.
Η στάση των Εναγομένων στην επίδικη αίτηση
Η επίδικη αίτηση αντιμετώπισε, αρχικώς, τρεις ενστάσεις. Μια καταχωρηθείσα από τους Εναγόμενους 1, 4 και 7, μία από τους Εναγόμενους 2, 3, 5 και 6[2], και μία από το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού (στο εξής «το Κτηματολόγιο»), στο οποίο και επιδόθηκε η επίδικη αίτηση. Πριν την επ’ ακροατηρίω διαδικασία της επίδικης αίτησης, ο εκπρόσωπος του Κτηματολογίου δήλωσε ότι δεν θα εμμένει στην ένστασή του και ότι τούτο (το Κτηματολόγιο) θα ενεργήσει στη βάση της όποιας κρίσης του Δικαστηρίου επί της επίδικης αίτησης.
Είδος μαρτυρίας και ακροαματική διαδικασία
Κατόπιν κοινής θέσης των συνήγορων των διαδίκων, και σύμφωνης θεώρησης του Δικαστηρίου, η προσκόμιση της μαρτυρίας, εκατέρωθεν, έγινε μέσω ενόρκων δηλώσεων. Ως αποτέλεσμα, την επίδικη αίτηση υποστηρίζουν τρεις ένορκες δηλώσεις, και δη η πρώτη, που τη συνόδευε εξ αρχής, και άλλες δύο, συμπληρωματικές, οι οποίες κατατέθηκαν κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, με τη σύμφωνη γνώμη και του συνηγόρου των Εναγομένων. Η ένσταση των Eναγόμενων 1, 4, και 7, υποστηρίζεται από μία ένορκη δήλωση του Εναγόμενου, εξ αποφάσεως χρεώστη της Ενάγουσας, ενώ η ένσταση των Εναγομένων 2, 3, 5 και 6, από τρεις ένορκες δηλώσεις, και δη μία της Εναγόμενης 2, μια της Εναγόμενης 3, η οποία ορκίζεται και για λογαριασμό του Εναγόμενου 5, ανήλικου υιού της, και μία της Εναγόμενης 6. Οι Εναγόμενοι 1 - 7, μολονότι τους δόθηκε άδεια από το Δικαστήριο, αν το επιθυμούσαν, να καταχωρίσουν απαντητικές/συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις προς αντίκρουση των όσων προβλήθηκαν μέσω των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων της Ενάγουσας, δεν έπραξαν τούτο, δηλώνοντας, μέσω του κοινού συνηγόρους τους, ότι το περιεχόμενό τους (των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων της Ενάγουσας) ήταν τέτοιο που δεν καθιστούσε αναγκαία την από πλευράς τους καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων.
Ακροαματική διαδικασία - Περιορισμός επίδικων ζητημάτων
Τόσο πριν, όσο και κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία της επίδικης αίτησης, και παρά την όποια άλλη νομική βάση αναφέρεται σε αυτήν, η συνήγορος της Ενάγουσας δήλωσε, ρητώς, ότι τούτη (επίδικη αίτηση), προωθείται αποκλειστικώς, επί του Περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62 (στο εξής «ο Νόμος»). Από πλευράς, δε, των Εναγομένων, ο συνήγορος τους εγκατέλειψε τους πλείστους λόγους ένστασης, ως αυτοί εμφαίνονται στο κυρίως σώμα των ενστάσεων, ζητώντας, όμως, όπως, οτιδήποτε, σχετικό, εκεί προβάλλεται, να εκληφθεί ως επικουρικό των εξής δύο, μόνο, λόγων ένστασης, στους οποίους επιμένει:
1. ότι στον βαθμό που στη βάση των γεγονότων που περιβάλλουν την κάθε επίδικη μεταβίβαση, δημιουργείται, δυνάμει του Νόμου, τεκμήριο δολιότητας, οι Εναγόμενοι κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος που έφεραν και να αποδείξουν ότι τούτες (οι μεταβιβάσεις) δεν ήταν δόλιες και κατά συνέπεια δεν πρέπει να ακυρωθούν, ενώ, στον βαθμό που δεν δημιουργείται τέτοιο τεκμήριο, η Ενάγουσα δεν κατάφερε να αποδείξει ότι τούτες (οι μεταβιβάσεις) ήταν δόλιες και
2. ότι δεδομένου του γεγονότος ότι η επίδικη αίτηση καταχωρήθηκε στις 15.01.2015, και έχουν, έκτοτε, παρέλθει πέραν των 9½ ετών, παραβιάζεται το δικαίωμα των Eναγόμενων σε δίκαια δική και κατά συνέπεια η επίδικη αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.
Θέσεις των μερών σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα
Ενάγουσας
Στη βάση του περιεχόμενου των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την επίδικη αίτηση, η Ενάγουσα, με αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα που περιβάλλουν τις επίδικες μεταβιβάσεις, προβάλλει τη θέση ότι τούτες έγιναν δολίως, στην έννοια του Νόμου. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται, και τούτο δεν τελεί υπό οποιανδήποτε αμφισβήτηση (τουναντίον προκύπτει αβίαστα, ως ορθό, από την ενώπιον του Δικαστηρίου, κοινώς αποδεκτή, μαρτυρία και το περιεχόμενο του φακέλου), ότι η αγωγή καταχωρήθηκε από την Ενάγουσα εναντίον του Εναγόμενου στις 24.05.2007, και αφού, προηγουμένως, του επιδόθηκε, αυτός καταχώρισε Σημείωμα Εμφάνισης στις 21.06.2007, και ακολούθως, στις 03.12.2007, καταχώρισε το δικόγραφο της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Οι μεταβιβάσεις των επίδικων ακίνητων, που αναφέρονται στις υπό στοιχείο Α, Γ και Δ αιτούμενες θεραπείες, έγιναν, αρχικώς, από τον Εναγόμενο προς τις Εναγόμενες 2 και 3, στις 20.02.2008, και δη τρεις μήνες, περίπου, μετά την καταχώρηση του ανωτέρω δικόγραφού του. Οι δε μετέπειτα, σχετικές, μεταβιβάσεις από τις Εναγόμενες 2 και 3 προς τον Εναγόμενο 5, έγιναν, αφενός στις 28.03.2013 (οι δύο εξ αυτών), και δη τρεις μέρες μετά που η αγωγή είχε οριστεί για τελικές αγορεύσεις, και στις 15.04.2013 (η τρίτη εξ αυτών), και δη τρεις μέρες προτού επιφυλαχθεί η τελική απόφαση του Δικαστηρίου στην αγωγή. Όσο δε αφορά στο αναφερόμενο, στην υπό στοιχείο Β αιτούμενη θεραπεία, επίδικο ακίνητο, η μεταβίβαση του έγινε, εκκρεμούσης της αγωγής, και δη τέσσερα περίπου χρόνια μετά την καταχώρηση της, και δύο περίπου χρόνια πριν την έκδοση της τελικής απόφασης, πάντα σε χρόνο μετά την συμπλήρωση των δικογράφων. Αναφορικά με τις μετοχές της Eναγόμενης 7, οι οποίες αναφέρονται στην υπό στοιχείο Ε αιτούμενη θεραπεία, υποστηρίζεται από την Ενάγουσα ότι τούτες μεταβιβάστηκαν σε χρόνο που ο Εναγόμενος γνώριζε για το εκκρεμές της αγωγής. Προβάλλεται, ακόμα, ότι, όλες οι μεταβιβάσεις διενεργήθηκαν δια δωρεάς, χωρίς αντάλλαγμα, στοιχείο που κατά την Ενάγουσα συνηγορεί υπέρ της θέσης της ότι τούτες ήταν δόλιες στην έννοια του Νόμου. Προτάσσεται, επίσης, εν είδει αντίλογου, ότι τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε ο Εναγόμενος, τα οποία επικαλούνται όλοι οι Εναγόμενοι προς υποστήριξη των Ενστάσεων τους, δεν δικαιολογούν τη θέση τους ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις δεν ήταν δόλιες στην έννοια του Νόμου. Τέλος, η Ενάγουσα προτάσσει και τη θέση ότι, η μόνη άλλη περιουσία του Εναγόμενου, η οποία δεν έχει μεταβιβαστεί, αφορά σε ακίνητο το οποίο φέρει συγκεκριμένη επιβάρυνση άλλων, προγενέστερων, πιστωτών του, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η οποιαδήποτε ικανοποίηση της απόφασης μέσω εκποίησής του, καθώς επίσης και ότι, ένταλμα για κατάσχεση κινητής περιουσίας του, το οποίο εξέδωσε, επεστράφη ανεκτέλεστο. Για όλα τα πιο πάνω που επικαλείται η Ενάγουσα, επισυνάπτει στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την επίδικη αίτηση σχετικά τεκμήρια, υποστηρίζοντας ότι το περιεχόμενό τους καταδεικνύει την ορθότητα των ισχυρισμών της.
Εναγομένων 1 ‑ 7
Μολονότι, ως σημειώθηκε ήδη ανωτέρω, οι Εναγόμενοι 1, 4 και 7 καταχώρισαν ξεχωριστή ένσταση από τους Εναγόμενους 2, 3, 5 και 6, εντούτοις, μέσω των δύο αυτών ενστάσεων προβάλλονται κοινές θέσεις προς υποστήριξη του ισχυρισμού όλων των Eναγόμενων ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις δεν ήταν δόλιες. Τούτες (οι θέσεις) είναι ότι ο Εναγόμενος διαγνώστηκε, τον Δεκέμβριο του 2004, με καρκίνο και ενημερώθηκε, από τότε, από τους θεράποντες ιατρούς του, ότι καλό θα ήταν να μεριμνούσε για τα της περιουσίας του λόγω ενδεχόμενου θανάτου του, και ότι είναι στη βάση αυτού του δεδομένου που μερίμνησε όπως η περιουσία του (ως "ξεκάθαρα ηθική υποχρέωση προς την οικογένεια"[3] του) μεταβιβαστεί στα συγγενικά του πρόσωπα, ώστε να αποφευχθεί η οποιαδήποτε τέτοια διαδικασία μέσω τυχόν διαχείρισης της. Προβάλλεται επίσης, πάντα συναφώς, ότι, προβλήματα υγείας αντιμετώπιζε ο Εναγόμενος και τα επόμενα χρόνια, και δη κατά τα έτη 2006, 2007 και 2008, τα οποία, επίσης, επέδρασαν καταλυτικώς στην απόφαση του να προχωρήσει στις επίδικες μεταβιβάσεις. Είναι δε η θέση των Εναγομένων ότι, η ενέργεια του Εναγόμενου να προχωρήσει στις εν προκειμένω μεταβιβάσεις δια δωρεάς αντί δια πώλησης με αντάλλαγμα, δεικνύει το μη δόλιο της ενέργειάς του, και αποδεικνύει το ειλικρινές των πράξεων του, αφού, αν πωλούσε τούτη του με αντάλλαγμα, δεν θα ήταν, πάντα κατά τους Εναγόμενους, δυνατή η ακύρωση των μεταβιβάσεων στη βάση των προνοιών του Νόμου. Οι δε Εναγόμενοι 2 ‑ 7, προβάλλουν και τη θέση ότι δεν ήταν γνώστες, είτε της εκκρεμότητας της αγωγής, είτε του γεγονότος ότι εκδόθηκε απόφαση εναντίον του Εναγόμενου κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα οι επίδικες μεταβιβάσεις. Υποστηρίζουν, περαιτέρω, οι Εναγόμενοι ότι, η άσκηση, από πλευράς του Εναγόμενου, έφεσης εναντίον της απόφασης στην αγωγή, δεικνύει το ειλικρινές της πεποιθήσεως του περί ανατροπής της, κάτι που αποδεικνύει ότι εξέλειπε δόλια πρόθεση εκ μέρους του κατά τους χρόνους μεταβίβασης της επίδικης περιουσίας του. Ένα άλλο επιχείρημα που προβάλλουν οι Εναγόμενοι, είναι ότι η επίδικη περιουσία του Εναγόμενου, ουδέποτε παραχωρήθηκε ως εξασφάλιση για την Ενάγουσα για την επίδικη διαφορά της με αυτόν, γεγονός, που, επίσης συνηγορεί υπέρ της θέσης ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις δεν ήταν δόλιες. Προς τούτο αναφέρεται, περαιτέρω, ότι οι συμβατικές υποχρεώσεις του Εναγόμενου έναντι της Ενάγουσας, για την παράβαση των οποίων καταχωρήθηκε η αγωγή, είχαν άλλες εξασφαλίσεις. Οι δε Εναγόμενοι 2, 3, 5 και 6, προτάσσουν επίσης ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις, δεν έγιναν κατά την περίοδο αμέσως πριν ή μετά την καταχώριση της αγωγής, αλλά σε ανύποπτό με αυτή χρόνο. Είναι, τέλος, η θέση όλων των Eναγόμενων ότι, τυχόν ακύρωση των επίδικων μεταβιβάσεων θα επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα των σημερινών ιδιοκτητών τους, οι οποίοι τα απέκτησαν χωρίς οποιανδήποτε δόλια πρόθεση.
Νομική Πτυχή
Δόλια Μεταβίβαση
Το άρθρο 4 του Νόμου[4] (περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62, ομοίως, προηγουμένως, και το Κεφ. 95 - βλ. Aphrodite N. Vassiliades v. Artemis N. Vassiliades a.o., (V18) 1 CLR 10 1941) παρέχει στο Δικαστήριο εξουσία να ακυρώσει, μεταξύ άλλων, οποιαδήποτε δόλια μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας, ως αυτή (η δόλια) προνοείται στο άρθρο 3 του Νόμου[5].
Εκείνο που προκύπτει από τις πρόνοιες του άρθρου 3(1) του Κεφ. 62, είναι ότι, μεταξύ άλλων, κάθε μεταβίβαση ή διάθεση ακίνητης περιουσίας, που γίνεται από οποιοδήποτε πρόσωπο, με πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει τους πιστωτές του ή οποιοδήποτε απ' αυτούς να ανακτήσουν απ' αυτό τα χρέη τους, είναι δόλια, και, ως τέτοια, άκυρη εναντίον των εν λόγω πιστωτών του.
Στην υπόθεση Lymperopoulou v. Christodoulou a.ο. (1957) Vol. 22 C.L.R., 184, η οποία υιοθετήθηκε από τη μεταγενέστερη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Pampos Zenios Trading Ltd a.ο. v. Χατζηπαύλου & Υιός Λτδ κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2322), αποφασίστηκε ότι μια δόλια μεταβίβαση είναι άκυρη σε σχέση μόνο με πιστωτή ή πιστωτές του μεταβιβάζοντος, τους οποίους ο τελευταίος και ο δεχόμενος τη μεταβίβαση είχαν πρόθεση να παρεμποδίσουν ή να καθυστερήσουν να ανακτήσουν τα χρέη τους από αυτόν. Κατά συνέπεια, κατ’ εφαρμογή των προνοιών των άρθρων 3 και 4 του Νόμου, δόλια μεταβίβαση μπορεί ν' ακυρωθεί μόνον εάν ο πιστωτής, που υποβάλλει την αίτηση ακύρωσης, συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που ο μεταβιβάζων (χρεώστης)/καθ’ ου η αίτηση, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, είχε πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει στην ανάκτηση του οφειλόμενου, προς αυτόν, χρέους του. Ο Νόμος δεν παρέχει θεραπεία για «μεταγενέστερο πιστωτή», δηλαδή πιστωτή ο οποίος δεν βρισκόταν στη σκέψη του χρεώστη κατά το χρόνο της μεταβίβασης. (βλ. μεταξύ άλλων, Τζιέπρα Σταυρούλλα ν. Χαράλαμπου Σάββα κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 2410 και Zenios Pambos Trading Ltd κ.α. ν. Μιχάλης Χατζηπαύλου Υιός Λτδ κ.α., (2011) 1 Α.Α.Δ. 2322)
Έτσι, ο Νόμος, για να χαρακτηριστεί μια μεταβίβαση ως «δόλια», καθιστά ως ουσιώδες στοιχείο την πρόθεση του μεταβιβάζοντος κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Ωστόσο, για τους σκοπούς του Νόμου, στην έννοια του «δόλου» δεν περιλαμβάνεται και ο «ηθικός δόλος», αλλά μόνο αυτός που προκύπτει από το γεγονός ότι ο καθ’ ου η αίτηση είχε πρόθεση, να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει τον αιτητή/πιστωτή του από του να ανακτήσει το χρέος του από αυτόν (βλ. Vassiliades, ανωτέρω).
Όσον αφορά στους όρους «να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει» που απαντώνται στο μεταφρασμένο ελληνικό κείμενο του άρθρου 3(1) του Νόμου, σημειώνω ότι στο αυθεντικό αγγλικό κείμενο του, το οποίο, για σκοπούς ερμηνείας νομοθετικών προνοιών, αποτελεί την ορθή ερμηνευτική βάση (βλ. Χρήστος Μαυρομμάτης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ 69), αντί του όρου «παρεμποδίσει - prevent» αντικρίζουμε τον όρο «hinder», και δη να καταστήσει δύσκολο για κάποιον να κάνει κάτι ή για να γίνει κάτι (make it difficult for (someone) to do something or for (something) to happen). Συναφώς, στη υπόθεση Vassiliades, ανωτέρω, η οποία να σημειωθεί ήταν απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου (Privy Council) σε έφεση από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου, τονίστηκε ότι για να καταδειχθεί η απαιτούμενη από το Νόμο πρόθεση, αυτό που απαιτείται να αποδειχθεί, είναι κάτι λιγότερο από «παρεμπόδιση» των πιστωτών. Η σχετική περικοπή έχει ως εξής:
«The law of Cyprus as stated in the sections cited above makes the intent of the transferor the crucial test for deciding whether the transfer or disposal is to be deemed to be "fraudulent". The fraud contemplated is not what has been called "moral" fraud; but consists in the intention of the transferor to "hinder" or "delay" (that is something less than "prevent") his creditors».
Αναφορικά τώρα με την απαιτούμενη, από τον Νόμο, πρόθεση, είτε στη περίπτωση που τέτοια πρόθεση χρειάζεται να αποδειχθεί από τον πιστωτή, είτε στη περίπτωση που οι καθ’ ων οι αίτηση επικαλούνται την καλή πίστη του μεταβιβάζοντος, αποφασίζεται στη βάση του συνόλου των περιστατικών της κάθε υπόθεσης και κατά την εξέταση αυτή, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, εκεί όπου παρέχεται η δυνατότητα, μεταξύ άλλων, και την ιδιομορφία της κυπριακής κοινωνίας που περιβάλλει την ειδική σχέση των μερών. Όπως, συναφώς, σημειώθηκε στη Vassiliades, ανωτέρω:
«(w)hether or not that intention exists, must be decided as an inference of fact from considering all the circumstances of the case.. The decision that the first respondent had satisfied this onus, which was arrived at by the Courts in Cyprus, the Judges of which have a knowledge of local conditions and habits which their Lordships do not pretend to possess, is not one which they would lightly interfere with. But they feel satisfied on a consideration of all the evidence and documents that it is a right conclusion, and that the judgment should be affirmed».
Όσο δε αφορά στην αρχή του Κοινοδικαίου που δημιουργεί τεκμήριο δολιότητας όταν μια μεταβίβαση γίνεται δια δωρεάς, αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο γιατί, ως αναφέρθηκε στην υπόθεση Lymperopoulou (ανωτέρω), εκεί που ο νόμος προβλέπει ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες δημιουργείται ένα τεκμήριο, όπως συμβαίνει, εν προκειμένω, στη βάση των προνοιών του άρθρου 3 (2) του Νόμου, δεν παρέχεται χώρος για εφαρμογή της σχετικής αρχής του Κοινοδικαίου.
Έχει επίσης αποφασιστεί ότι, εκεί που δεν τίθεται σε εφαρμογή το τεκμήριο δολιότητας, και το βάρος απόδειξης παραμένει στους ώμους του αιτητή, η απόδειξη από πλευράς του τελευταίου ότι κατά τον χρόνο της επίδικης μεταβίβασης αυτός (ο Αιτητής) «βρισκόταν στη σκέψη του» καθ’ ου η αίτηση, με σκοπό να τον δυσκολέψει ή να τον καθυστερήσει από το να ανακτήσει τα ποσά που του οφείλει ο τελευταίος, αποτελεί προϋπόθεση για να κριθεί ως πιστωτής (κατά το χρόνο της μεταβίβασης και όχι της καταχώρησης της αίτησης[6]) του καθ’ ου η αίτηση στην έννοια του Νόμου και, κατά συνέπεια, αποτυχία απόδειξης του γεγονότος αυτού, αίρει την νομιμοποίηση του αιτητή να καταχωρήσει αίτηση ως η υπό εξέταση (βλ. Pambos Zenios Trading Ltd κ.α., ανωτέρω).
Τέλος, σε σχέση με το βάρος που φέρουν οι Καθ’ ων η αίτηση εκεί που δημιουργείται το νομικό τεκμήριο δολιότητας, στη ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ Λτδ (Σε εκκαθάριση) ν. Lakis Georgiou Construction Ltd, Πολ. Εφ. 214/2012, απόφαση ημερομηνίας 28.09.2018, ECLI:CY:AD:2018:A422, στην οποία η σχετική αίτηση εδραζόταν στον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφάλαιο 6, με αναφορά στη συνάφια του Κεφαλαίου αυτού με τον εδώ υπό εξέταση Νόμο, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:
Η ουσία παραμένει ότι το επίδικο ακίνητο μεταβιβάστηκε σε χρόνο που κατά τη νομοθεσία δημιουργεί μαχητό τεκμήριο περί πρόθεσης καταδολίευσης. Εναπόκειτο στους εφεσείοντες να πείσουν ότι καλή τη πίστει είχε γίνει η μεταβίβαση χωρίς πρόθεση αποστέρησης από τους εφεσίβλητους του προϊόντος της διαιτητικής αποφάσεως. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα εταιρεία μεταβίβασε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο και μάλιστα στους μετόχους της χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα εύλογα καταγράφηκε ως πράξη που αποστερεί τους πιστωτές από αυτό το περιουσιακό στοιχείο και καμία ουσιαστική εύλογη εξήγηση δεν δόθηκε για το αντίθετο. Η υπόθεση Αργυρού ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (2008) 1 Α.Α.Δ. 1256, που επικαλέσθηκαν οι εφεσείοντες δεν προσομοιάζει με τα εδώ δεδομένα. Εκεί ο εφεσείων είχε σε ανύποπτο χρόνο πριν τη γένεση οποιασδήποτε αστικής ευθύνης δηλώσει εγγράφως πρόθεση μεταβίβασης.
Σημασία έχει η ίδια η πράξη της μεταβίβασης η οποία ομιλεί αφεαυτής και όχι, όπως εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες, ότι αν ήθελαν πράγματι να αποστερήσουν τους εφεσίβλητους από του να εισπράξουν το λαβείν τους ήταν δυνατό να γίνει μεταβίβαση σε τρίτους στα πέντε έτη που μεσολάβησαν μεταξύ της έκδοσης της διαιτητικής απόφασης και της τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου. Κάτι τέτοιο παραμένει στη σφαίρα της θεωρίας εφόσον ουδέποτε έγινε, η δε μεταβίβαση έγινε διά δωρεάς και χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα, χωρίς δηλαδή, οποιαδήποτε αντιπαροχή για να παρουσιαζόταν τουλάχιστον, εκ πρώτης όψεως, η ύπαρξη νόμιμου ανταλλάγματος για τη δικαιοπραξία αυτή. Η πρόθεση, σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζουν οι εφεσείοντες, συνάγεται από τα γεγονότα και μόνο.»
Καθυστέρηση
Στη σχετική, με τις επιπτώσεις της καθυστέρησης σε μια δικαστική διαδικασία, νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Κώστας Ιακωβίδης κ.α. v. Γεώργιου Γεωργίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1048) έχει υποδειχθεί ότι, από μόνη της (η καθυστέρηση), δεν αρκεί για να οδηγήσει σε απόρριψη της διαδικασίας. Θα πρέπει, επίσης, να καταδειχθεί ότι αυτή «είτε δημιουργεί υπολογίσιμο κίνδυνο μη διεξαγωγής δίκαιης δίκης είτε είναι πιθανών να προκαλέσει σοβαρό δυσμενή επηρεασμό στον εναγόμενο». Προς υποστήριξη δε της κρίσης αυτής, το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε ειδική αναφορά στα όσα σχετικά σημείωσε ο Lord Griffiths στην υπόθεση Department of Transport v. Ghris Smaller (Transport) Ltd [1989] 1 All E.R. 897, στη σελ. 903, τα οποία έχουν ως εξής:
«Τo extend the principle purely to punish the plaintiff in the illusory hope of transforming the habits of other plaintiffs' solicitors would, in my view, be an unjustified way of attacking a very intractable problem. I believe that a far more radical approach is required to tackle the problems of delay in the litigation process than driving an individual plaintiff away from the courts when his culpable delay has caused no injustice to his opponent. …»
Ομοίως, στην υπόθεση Λοΐζος Χατζηγεωργίου κ.α. ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1136, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά με τις επιπτώσεις της καθυστέρησης σε μια δικαστική διαδικασία:
Η συνταγματική επιταγή είναι ότι οι υποθέσεις εκδικάζονται εντός ευλόγου χρόνου και ότι κάθε διάδικος έχει δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε όντως μεγάλη καθυστέρηση και πολλές αναβολές που, αν γινόταν καλύτερος προγραμματισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, δεν θα έπρεπε να είχαν γίνει. Είναι θεμελιωμένη αρχή ότι καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης απολήγει σε αδικία. Οι καθυστερήσεις κρίθηκαν ως εντελώς ανεπιθύμητες, στο δικαστικό μας σύστημα, από τη δεκαετία του 1960. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στην υπόθεση The Attorney-General of the Republic v. Enimerotis Publishing Co. Ltd a.ο. (1966) 2 C.L.R. 25. Στο σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η αναθεωρημένη έκδοση, του Γ.Μ. Πική, στις σελ. 237-239, αναφέρεται νομολογία σχετική με το ανεπιθύμητο των αναβολών των ποινικών υποθέσεων. Συγκεκριμένα αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, στην οποία τονίστηκε ότι η αξία των δικαιωμάτων του ανθρώπου συναρτάται άμεσα με την αποτελεσματικότητα μηχανισμών για την προστασία τους και το χρόνο μέσα στον οποίο η δικαιοσύνη διεκπεραιώνει το έργο της.
Στην υπόθεση Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294, τονίστηκε ότι τί συνιστά εύλογο χρόνο για την αποπεράτωση δίκης, με την έκδοση δικαστικής απόφασης για τον καθορισμό ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου, εξαρτάται από τις συνθήκες και τα γεγονότα της υπόθεσης και τη συμπεριφορά των διαδίκων. Στην υπόθεση Ευσταθίου (ανωτέρω) κρίθηκε ότι χρόνος 3 ετών, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση πρωτόδικης απόφασης, υπό τις περιστάσεις της απλής εκείνης υπόθεσης, παραβίαζε το δικαίωμα του εφεσείοντα για διαπίστωση της ποινικής του ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου.
Στην πιο πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 376, το Εφετείο επελήφθη εφέσεως στην οποία το χρονικό διάστημα που είχε διαρρεύσει από την ημερομηνία καταχώρισης του κατηγορητηρίου μέχρι την πρωτόδικη απόφαση ήταν 5 χρόνια και 3 μήνες. Παρατήρησε ότι επρόκειτο για χρονικό διάστημα που, εξόφθαλμα, καταδεικνύει το εύρος του απαράδεκτου χειρισμού του οποίου έτυχε η υπόθεση. Το κρίσιμο όμως ερώτημα που απασχόλησε το Εφετείο ήταν το κατά πόσον, από μόνη της, η καθυστέρηση, χωρίς τη συνύπαρξη άλλων παραμέτρων, που να καθιστούν τη δίκη που διεξήχθη μή δίκαιη, μπορούσε να οδηγήσει σε τερματισμό της δικαστικής διαδικασίας και συνακόλουθα στην απαλλαγή του κατηγορουμένου, όπως είχε γίνει πρωτοδίκως, στην υπόθεση εκείνη. Το Εφετείο απάντησε το ερώτημα αρνητικά. Η διαπίστωση της παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος ενός κατηγορουμένου για δίκη εντός ευλόγου χρόνου, δεν εξετάζεται in abstracto, αόριστα δηλαδή. Αυτό τίθεται κάτω από τη βάσανο του συνυπολογισμού ύπαρξης και άλλων παραμέτρων που να φανερώνουν ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν μπορεί να διεξαχθεί δίκαιη δίκη. Η διαπίστωση των εγγενών αδυναμιών ή των δυσμενών επιπτώσεων που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει ο κατηγορούμενος, λόγω της καθυστέρησης, γίνονται κατά τη διεξαγωγή και στα πλαίσια της δίκης.
Έχοντας υπόψιν όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καθοδηγούμενοι από τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές, διαπιστώνουμε, αφενός, την καθυστέρηση και τις πολλές αναβολές, που αδικαιολόγητα έγιναν στην προκείμενη περίπτωση. Διαπιστώνουμε επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να αναφερθεί, στην απόφαση του, σ' αυτό το εγερθέν ζήτημα, της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης σε συνάρτηση με το δικαίωμα των κατηγορουμένων σε δίκαιη δίκη. Παρατηρούμε όμως ότι οι κατηγορούμενοι-εφεσείοντες δεν έδωσαν οποιοδήποτε λόγο ή οποιοδήποτε ουσιαστικά στοιχείο για το οποίο η προαναφερόμενη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης αυτής προκάλεσε οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων τους σε δίκαιη δίκη ή οποιαδήποτε αδικία σ' αυτούς. Οι εφεσείοντες αναφέρθηκαν, γενικά και αόριστα, σε κάποια οικονομική επιβάρυνση την οποία είχαν, λόγω των αναβολών, και κάποιο ψυχολογικό επηρεασμό τους εξαιτίας της ταλαιπωρίας την οποία υπέστησαν, αλλά δεν έδωσαν οποιοδήποτε άλλο λόγο για τον οποίο η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης και οι αναβολές, κατέληξαν σε παραβίαση οποιουδήποτε δικαιώματος τους ή σε αδικία γι' αυτούς.
Το Εφετείο εξέτασε το ζήτημα αυτό, όπως είχε εξουσία να πράξει, δεδομένου του γεγονότος ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έστρεψε την προσοχή του σ' αυτό το θέμα. Εξετάσαμε δηλαδή, με προσοχή, το κατά πόσον η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε παραβίασε τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των κατηγορουμένων-εφεσειόντων σε δίκαιη δίκη και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο στην προκείμενη περίπτωση. Δεν έχουμε δηλαδή εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο η καθυστέρηση κατέληξε σε αδικία εις βάρος των εφεσειόντων.
Υπό τις περιστάσεις της απλής αυτής υπόθεσης τροχαίων παραβάσεων, δεν έχουμε εντοπίσει ότι απωλέσθηκε ή επηρεάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ή ότι, καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο, επηρεάστηκαν δυσμενώς οι εφεσείοντες στην προβολή της υπεράσπισής τους, λόγω των αναβολών και της καθυστέρησης. Αντίθετα είχαν όλη την ευκαιρία, οι εφεσείοντες, να ακουστούν από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο με πολλή προσοχή και λεπτομέρεια, εξέτασε την ενώπιόν του μαρτυρία, την αξιολόγησε, προέβη σε ευρήματα, εφάρμοσε ορθά το νόμο επί των ευρημάτων στα οποία ορθά κατέληξε και η τελική απόφαση του δικαστηρίου ήταν, υπό τις περιστάσεις, ορθή και δίκαιη κατά την κρίση μας.
Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο που τα διέπει
Δεδομένης της θέσης των Eναγόμενων ότι η επίδικη αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί καθότι παραβιάστηκε το δικαίωμά τους σε δίκαια δίκη, κρίνω ορθό να εξετάσω, πρώτα, το ζήτημα αυτό, αφού τυχόν αποδοχή της εν προκειμένω θέσης τους, οδηγεί, αυτόματα, στην απόρριψη της αίτησης χωρίς να καθίσταται αναγκαία η οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση του Δικαστηρίου με την ουσία της.
Ως έχει υποδειχθεί, κατά την παράθεση της σχετικής νομικής πτυχής ανωτέρω, βασικό στοιχείο για να κριθεί ότι παραβιάστηκε το συνταγματικό δικαίωμα σε δίκαια δίκη λόγω καθυστέρησης, είναι και η απόδειξη ότι τούτη (η καθυστέρηση), απέληξε στο να μην τύχει δίκαιης δίκης ή ότι οι εγκαλούμενοι επηρεάστηκαν δυσμενώς στη προσπάθειά τους να υπερασπιστούν στην εναντίον τους διαδικασία. Η καθυστέρηση, άνευ άλλου, δεν απολήγει και σε κρίση ότι προκλήθηκε άδικη δίκη στον εγκαλούμενο μιας δικαστικής διαδικασίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, τίποτα σχετικό δεν προβάλλεται από πλευράς των Εναγόμενων, παρά μόνο το γεγονός ότι, από την καταχώρηση της επίδικης αίτησης, μέχρι και σήμερα, έχουν παρέλθει 9½ και πλέον έτη. Αξίζει, δε, να σημειωθεί, πάντα συναφώς, ότι, οι ενστάσεις καταχωρήθηκαν κατά τα έτη 2016 (των Εναγομένων 1, 4 και 7) και 2017 (των Eναγόμενων 2, 3, 5 και 6), και δη εντός ενός και δύο ετών από όταν και καταχωρήθηκε η επίδικη αίτηση, και ότι, μολονότι τους δόθηκε άδεια, λίγο πριν την ακροαματική διαδικασία (κατά το 2024), για να καταχωρίσουν συμπληρωματικές/απαντητικές ένορκες δηλώσεις, δεν έπραξαν τούτο, όχι κατ’ επίκληση αδυναμίας ή έστω δυσκολίας στην ανεύρεση και προσκόμιση μαρτυρίας, αλλά στη βάση, μόνο, της θέσης ότι δεν καθίστατο αναγκαία μία τέτοια ενέργεια, καθότι το περιεχόμενο των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων της Ενάγουσας δεν επέβαλλαν τούτη. Είναι επίσης, σημαντικό να υπομνησθεί ότι, όλα τα γεγονότα στα οποία στηρίζονται τα επιχειρήματα που προβάλλονται από πλευράς των Εναγομένων για αναχαίτηση της επίδικης αίτησης, ανάγονται, χρονικά, στα έτη 2004 μέχρι και 2013, και δη, σε χρόνους πριν την καταχώρηση της επίδικης αίτησης, για τα οποία παραπέμπουν στο περιεχόμενο συγκεκριμένων εγγράφων, τα οποία επισυνάπτονται ως τεκμήρια στην ένορκη δήλωση του Εναγόμενου. Καμία θέση προβάλλεται, είτε μέσω των ενστάσεων τους, είτε μέσω του συνηγόρου τους, ότι η καθυστέρηση που παρατηρείται από το 2015, όταν και καταχωρήθηκε η επίδικη αίτηση μέχρι και σήμερα, κατέστησε αδύνατη ή, έστω, δύσκολη την ανεύρεση οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας προς υπεράσπισή τους στην επίδικη αίτηση. Στη βάση όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι ο σχετικός λόγος ένστασης δεν μπορεί να γίνει δεκτός, και, κατά συνέπεια, απορρίπτεται.
Κρίνω, ωστόσο, για σκοπούς πληρότητας, και για να είναι καταγεγραμμένη η σχετική θέση μου, ότι ο σχετικός λόγος ένστασης, είναι απορριπτέος και επί άλλης αιτίας. Και εξηγώ.
Ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, η επίδικη αίτηση καταχωρήθηκε στις 15.01.2015 και επιδιώχθηκε η επίδοση της στους Εναγόμενους 1 ‑ 7. Αφού επετεύχθη τούτο για τους Εναγόμενους 1, 4 και 7, στις 22.04.2015, ζήτησαν χρόνο για να καταχωρίσουν ένσταση και κατά την επόμενη δικάσιμο (22.06.2015), δόθηκε άδεια στον συνήγορο που τους εκπροσωπούσε να αποσυρθεί, καθώς, επίσης, δόθηκε χρόνος για να διορίσουν νέο δικηγόρο, με την αίτηση να ορίζεται εκ νέου, για τον σκοπό αυτό, στις 25.09.2015. Κατά τη δικάσιμο αυτή, ο νέος συνήγορος των Εναγομένων 1, 4 και 7, ζήτησε περαιτέρω χρόνο για να καταχωρήσει ένσταση, ενώ η επίδικη αίτηση ορίστηκε για επίδοση στους λοιπούς Εναγόμενους, τους οποίους, η Ενάγουσα, δεν είχε εντοπίσει μέχρι τότε. Στις 29.10.2015, καταχωρήθηκε η ένσταση του Κτηματολογίου, αναφορά στην οποία έγινε ανωτέρω, και ακολούθως, στις 14.01.2016, καταχωρήθηκε η ένσταση των Eναγόμενων 1, 4 και 7, με την αίτηση, να ορίζεται στις 15.03.2016 για οδηγίες για τους εν προκειμένω Εναγόμενους και για επίδοση στους Εναγόμενους 2, 3, 5 και 6, σκοπό για τον οποίο ορίστηκε η αίτηση σε διάφορες ημερομηνίες μέχρι και τις 13.12.2016. Προ της δικασίμου αυτής, και συγκεκριμένα στις 24.10.2016, η Ενάγουσα καταχώρισε αίτηση μέσω της οποίας εξασφάλισε διάταγμα για υποκατάστατο επίδοση της αίτησης στους Εναγόμενους 2, 3, 5 και 6. Ακολούθησαν διάφορες δικάσιμοι μέχρι και τις 12.04.2017 (εν αναμονή της επίδοσης της αίτησης στους εν προκειμένω Εναγόμενους), και κατά την επόμενη δικάσιμο (04.07.2017), υπήρξε εμφάνιση για λογαριασμό των Eναγόμενων 2, 3, 5 και 6 από τους ίδιους συνηγόρους που εμφανίζονται και για τους Εναγόμενους 1, 4 και 7. Στις 10.10.2017, όταν και η αίτηση ορίστηκε για οδηγίες, ζητήθηκε χρόνος από πλευράς των Εναγομένων 2, 3, 5 και 6 για να καταχωρηθεί η ένστασή τους, αίτημα, το οποίο φαίνεται να επαναλήφθηκε και κατά την επόμενη δικάσιμο, με αποτέλεσμα τούτοι να καταχωρίσουν την ένστασή τους στις 30.10.2017 και η αίτηση να οριστεί για οδηγίες στις 19.12.2017 και, ακολούθως, στις 16.02.2018. Κατά τη δικάσιμο αυτή, ο φυσικός Δικαστής της επίδικης αίτησης απουσίαζε, με αποτέλεσμα η Δικαστής η οποία της επιλήφθηκε να ορίσει τούτη στις 28.02.2018, για να προγραμματιστεί, εκ νέου, από το φυσικό της Δικαστή. Κατ’ εκείνη την ημερομηνία, άλλος Δικαστής, στο Πινάκιο του οποίου, προφανώς, τέθηκε η επίδικη αίτηση, όρισε τούτη για οδηγίες, στις 19.03.2018, αφού προέκυψε ζήτημα ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας, με τους συνήγορους των μερών να ζητούν χρόνο για να μπορούν να τοποθετηθούν επί τούτου. Στις 19.03.2018, η επίδικη αίτηση ορίστηκε εκ νέου για οδηγίες στις 23.03.2018, δικάσιμο, κατά την οποία, φαίνεται, να απασχολούσε ακόμα τους συνήγορους των μερών το ζήτημα του τρόπου διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα, το Δικαστήριο να ορίσει εκ νέου την επίδικη αίτηση στις 18.04.2018 για οδηγίες, έχοντας, ωστόσο, κατά τη δικάσιμο αυτή (23.03.2018), οι συνήγοροι εκφράσει τη θέση ότι η ακροαματική διαδικασία θα πρέπει να διεξαχθεί με την προσκόμιση προφορικής μαρτυρίας, προσθέτοντας, επίσης, ότι θα ήταν καλό η επίδικη αίτηση, καθότι συζητούντο μεταξύ τους τρόποι διευθέτησής της, να οριστεί σε νέα ημερομηνία. Κατά την επόμενη δικάσιμο (18.04.2018), οι συνήγοροι ανέφεραν στο Δικαστήριο ότι, εν τέλει, η επίδικη αίτηση θα προχωρήσει σε ακρόαση, και ζήτησαν λίγο χρόνο για να συμφωνήσουν μεταξύ τους ποιοι μάρτυρες θα μπορούσαν θα γίνουν αποδεχτοί, ώστε, προφανώς, ακολούθως, να γνωρίζουν ποια μαρτυρία θα προσκόμιζαν ενώπιον του Δικαστηρίου, και η υπόθεση ορίστηκε, για τον σκοπό αυτό, στις 30.04.2018. Ως, πάντα, προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου, η υπόθεση δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 30.04.2018, καθότι απωλέσθηκε ο φάκελος, και τέθηκε, εκ νέου, ενώπιον Δικαστηρίου στις 12.06.2023, όταν και ανευρέθη (χωρίς να προκύπτει ότι, στο μεταξύ, οποιοσδήποτε εκ των διαδίκων προέβη σε οποιοδήποτε διάβημα για ανασύσταση του φακέλου), με τη Δικαστή που επιλήφθηκε τούτης, κατ’ εκείνη την ημέρα, να την ορίσει για προγραμματισμό στις 13.09.2023. Κατά τη δικάσιμο αυτή, η υπόθεση τέθηκε ενώπιον άλλης Δικαστού, η οποία, για τους λόγους που αναφέρει το σχετικό πρακτικό που ετοίμασε, εξαιρέθηκε από την εκδίκαση της αίτησης και όρισε τούτη στις 5.10.2023, για να τεθεί στο Πινάκιο άλλου Δικαστή. Έκτοτε της επίδικης αίτησης επιλήφθηκε το Δικαστήριο υπό την παρούσα σύνθεση, με τις επόμενες 6 δικασίμους να αναλώνονται, πρώτο, για να περιοριστούν τα επίδικα ζητήματα της αίτησης, δεύτερο, για να αποφασιστεί επί ποιας νομικής βάσης θα προωθηθεί τούτη, και τρίτο, για να τοποθετηθούν οι συνήγοροι ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό, εγκαταλείφθηκε από πλευράς της Ενάγουσας κάθε άλλη νομική βάση επί της οποίας εδράζετο η επίδικη αίτηση, πλην του Νόμου, ως αυτός καθορίστηκε ανωτέρω (Κεφ. 62). Επίσης, όλοι οι συνήγοροι δήλωσαν ότι η ακροαματική διαδικασία θα διεξαχθεί, αποκλειστικώς, στη βάση ενόρκων δηλώσεων και, δεδομένης της θέσης αυτής, ζητήθηκε, προφορικώς, και λήφθηκε άδεια όπως καταχωρηθούν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις, δηλώσεις οι οποίες και καταχωρήθηκαν στις 13.12.2023 και 16.04.2024 από πλευράς της Ενάγουσας. Στις 10.04.2024, όταν και δόθηκε η άδεια για την καταχώρηση της τελευταίας συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης από πλευράς της Ενάγουσας (ημερομηνίας 16.04.2024), ορίστηκε η επίδικη αίτηση για ακρόαση στις 05.06.2024, όταν και διεξήχθη η ακροαματική διαδικασία και επιφυλάχθηκε η παρούσα απόφαση.
Στη βάση της ανωτέρω πορείας της επίδικης αίτησης, με εξαίρεση το χρονικό διάστημα κατά το οποίο απωλέσθηκε ο φάκελος της υπόθεσης – στο οποίο θα επανέλθω κατωτέρω -, η όποια αναβολή δόθηκε, ήταν το αποτέλεσμα αιτημάτων, είτε των συνηγόρων της Ενάγουσας, συναινούντων των συνηγόρων των Εναγομένων, είτε των τελευταίων, συναινούντων των πρώτων, είτε, τέλος, και των δύο πλευρών, πάντα με τη σύμφωνη γνώμη και του συνηγόρου του Κτηματολογίου. Ο δε χρόνος που αναλώθηκε για τις αναβολές αυτές πριν την απώλεια του φάκελου, φαίνεται, εν πολλοίς, να αξιοποιήθηκε, για να καταστεί δυνατή η επίδοση της αίτησης και να καταχωρηθούν οι ενστάσεις από πλευράς όλων των Εναγομένων, ο δε χρόνος που ακολούθησε της ανεύρεσης του, για να περιοριστούν τα επίδικα ζητήματα και να εξοικονομηθεί πολύτιμος δικαστικός χρόνος, πράγμα, που όντως, επιτεύχθηκε. Κατά συνέπεια, σε σχέση με το χρονικό αυτό διάστημα, δεν μπορούν οι Εναγόμενοι να θεωρούν τους εαυτούς τους άμοιρους ευθυνών, πόσο, δε, μάλλον, όταν σεβαστό από αυτό το χρονικό διάστημα αναλώθηκε στη βάση έγκρισης, αποκλειστικώς, δικών τους αιτημάτων. Ερχόμενος τώρα στην καθυστέρηση των πέντε και πλέον ετών που προκλήθηκε συνέπεια της απώλειας του φάκελου της υπόθεσης, ούτε γι' αυτό το διάστημα μπορούν, κατά την κρίση μου, οι Εναγόμενοι να θεωρούν τους εαυτούς τους άμοιρους ευθυνών. Δεν μου διαφεύγει ότι η Ενάγουσα, πρωτίστως, αναμενόταν να ενεργήσει, όταν και αντιλήφθηκε ότι ο φάκελος της υπόθεσης απωλέσθηκε, για να ανασυσταθεί τούτος και να μπορεί να προχωρήσει η εκδίκαση της επίδικης αίτησης, ωστόσο, και οι Εναγόμενοι, όντες εγκαλούμενοι στην παρούσα διαδικασία, θα μπορούσαν να ενεργήσουν τοιουτοτρόπως, αν μη τι άλλο, για να προωθήσουν, αίτημα για απόρριψη της αίτησης, λόγω μη προώθησης της συνεπεία της σχετικής αδράνειας της Ενάγουσας. Κανείς εκ των δύο ενήργησε σχετικώς, με αποτέλεσμα να παρέλθει ο χρόνος αυτός έως ότου ανευρεθεί ο φάκελος και να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.
Στη βάση όλων των πιο πάνω δεδομένων, που περιβάλλουν την παρατηρηθείσα καθυστέρηση, κρίνω ότι δεν νομιμοποιούνται οι Εναγόμενοι να προβάλλουν τη θέση, κάτι που κάνουν, ότι για τα εννέα και πλέον αυτά χρόνια καθυστέρησης δεν φέρουν οποιανδήποτε ευθύνη. Κατά συνέπεια, τόσο για τους λόγους που εξήγησα στο αρχικό στάδιο της εξέτασης του εν προκειμένω λόγου ένστασης (μη δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων των Εναγομένων) όσο και για το ποιος ευθύνεται για την καθυστέρηση αυτή, κρίνω ότι η θέση των Eναγόμενων ότι δεν έτυχαν δίκαιης δίκης, δεν μπορεί να γίνει δέκτη.
Ερχόμενος τώρα στον δεύτερο και τελευταίο λόγο ένστασης, σύμφωνα με τον οποίο η Ενάγουσα δεν κατάφερε να αποδείξει, στο βαθμό που δεν δημιουργείται το σχετικό νομικό τεκμήριο, ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις ήταν δόλιες, και ότι, στο βαθμό που δημιουργείται το εν λόγω τεκμήριο, οι Εναγόμενοι κατάφεραν να αποδείξουν το μη δόλιο τους, σημειώνω τα εξής.
Με δεδομένες τις πρόνοιες του άρθρου 3 (2) του Νόμου, στη βάση των οποίων σχετικό τεκμήριο δημιουργείται μόνο δια της δια δωρεάς, χωρίς αντάλλαγμα, μεταβίβασης περιουσίας σε πρόσωπα συγκεκριμένου βαθμού συγγένειας με τον μεταβιβάζοντα εξ αποφάσεως χρεώστη, στα οποία δεν ανήκει ο εδώ Εναγόμενος 4, για αυτόν δεν έχει δημιουργηθεί σχετικό τεκμήριο, και το βάρος απόδειξης της επικαλούμενης δολιότητας της επίδικης μεταβίβασης, παραμένει στους ώμους της Ενάγουσας, σε αντιδιαστολή με το τι συμβαίνει για τις μεταβιβάσεις από τον Εναγόμενο στις Εναγόμενες 2, 3 και 6, όπου το εν προκειμένω νομικό τεκμήριο τέθηκε σε ισχύ.
Επί της ουσίας, τώρα, της διαφοράς, η σχετική, βασική, θέση που προβάλλουν οι Εναγόμενοι ότι όλες οι επίδικες μεταβιβάσεις έγιναν στη βάση του δεδομένου ότι ο Εναγόμενος είχε ειλικρινείς λόγους να πιστεύει ότι θα αποβιώσει λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, με αποτέλεσμα να προβεί σε τούτες με σκοπό να εκπληρώσει το ηθικό καθήκον του έναντι των συγγενικών του προσώπων προς τους όποιους θα κατέληγε η περιουσία αυτή μέσω τυχόν διαχείρισης της περιουσίας του, δεν είναι, πειστική για πέραν του ενός λόγου. Και εξηγώ.
Αν όντως αυτή ήταν η αίτια για την οποία διενεργήθηκαν οι επίδικες μεταβιβάσεις, η λογική και μόνο θέλει, τούτες θα διενεργούντο το ίδιο χρονικό διάστημα, και όχι να παρατηρείται τόσο μεγάλη χρονική διάσταση μεταξύ τους. Υπενθυμίζω ότι, οι μετοχές του Εναγόμενου στην Eναγόμενη 7, μεταβιβάστηκαν στην Εναγόμενη 6 το 2006, τα τρία εκ των τεσσάρων επίδικων ακίνητων μεταβιβάστηκαν στις Εναγόμενες 2 και 3 το 2008, ενώ το τέταρτο, μεταβιβάστηκε στον Εναγόμενο 4 το 2011.
Επίσης, πλην όμως πάντα συναφώς, δεν εξηγήθηκε γιατί ο Εναγόμενος είχε ηθική υποχρέωση να μεταβιβάσει περιουσία στον θείο του (Εναγόμενο 4), ο οποίος τη δεδομένη στιγμή, αν ο πρώτος απεβίωνε, δεν θα ήταν κληρονόμος του, ώστε η περιουσία του αυτή να κατέληγε σε αυτόν μέσω διαχείρισης. Ούτε και προβάλλεται άλλος λόγος που να δικαιολογεί τη μεταβίβαση αυτή.
Ούτε μπορούν να απογαλακτιστούν οι εν προκειμένω μεταβιβάσεις από το χρονικό σημείο, που τούτες έλαβαν χώρα, πολύ, δε, περισσότερο, οι μεταβιβάσεις των ακίνητων. Καμία εξήγηση δόθηκε, παραδείγματος χάριν, γιατί τα ακίνητα να μεταβιβαστούν από τον Ενάγοντα το 2008, μόλις λίγους μήνες μετά που καταχώρισε την Υπεράσπιση και Ανταπαίτησή του, και όχι προηγουμένως, όταν, στη βάση της εκδοχής όλων των Εναγομένων, ο κίνδυνος για ενδεχόμενο θάνατο του ήταν γνωστός από το Δεκέμβριο του 2004 όταν και διαγνώστηκε με καρκίνο. Δεν μου διαφεύγουν οι αναφορές των Εναγομένων, πολύ, δε, περισσότερο, του Εναγόμενου, αναφορικά με τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε ακολούθως, μέχρι και το 2008. Ωστόσο, τόσο στη βάση των όσων αναφέρονται στη μαρτυρία των Εναγομένων, όσο και του περιεχομένου των σχετικών τεκμηρίων που επισυνάπτονται στη ένορκη δήλωσή του (ιατρικό πιστοποιητικό και σημειώσεις διάφορων γιατρών), ο κίνδυνος ενδεχόμενου θανάτου συσχετίστηκε, μέσω των αναφορών των ομνυόντων και μόνο, με τη διάγνωση του καρκίνου το 2004 και όχι το οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε, ακολούθως, ενώ σε όλα ανεξαιρέτως τα ιατρικά πιστοποιητικά και σημειώσεις που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, για κάθε διάγνωση της οποίας έτυχε ο Εναγόμενος από το 2004 ‑ 2008, ελλείπει οποιαδήποτε σχετική αναφορά. Στην παρούσα συλλογιστική, συνυπολογίζεται και το γεγονός ότι, από το 2004 που έγινε η διάγνωση του καρκίνου, καθώς και η κατ’ ισχυρισμό πληροφόρηση περί ενδεχόμενου θανάτου του Εναγόμενου, τούτος ακολουθούσε συγκεκριμένη θεραπεία για αντιμετώπιση του προβλήματος του καρκίνου, και παρήλθαν 3 και πλέον έτη μέχρι και τη μεταβίβαση των τριών εκ των τεσσάρων ακίνητων του, χωρίς, στο μεταξύ, ευτυχώς, είτε να επέλθει ο θάνατος, είτε να παρουσιάσει οποιαδήποτε σχετική επιπλοκή. Κάθε άλλο πρόβλημα υγείας που ακολούθησε και στο οποίο αναφέρονται οι Εναγόμενοι, δεν συσχετίστηκε με τη διαγνωσθείσα πάθηση καρκίνου του 2004, ούτε και εκλήφθηκε, στη βάση των διαφόρων σχετικών ιατρικών πιστοποιητικών ή σημειώσεων, ως μετεξέλιξη της πάθησης αυτής, αλλά ως ανεξάρτητες παθήσεις, οι οποίες δεν συσχετίστηκαν με κίνδυνο θανάτου.
Δεν μπορώ, επίσης, να παραβλέψω ότι η μεταβίβαση, ακολούθως, από τις Εναγόμενες 2 και 3, των τριών ακίνητων, στον Εναγόμενο 5 (τότε, ανήλικο, υιό της Eναγόμενης 3), έλαβαν χώρα κατά τα τελικά στάδια της ακροαματικής διαδικασίας της αγωγής, και δη, οι δύο, πρώτες, τρεις μόλις μέρες μετά που ορίστηκε η αγωγή για τελικές αγορεύσεις, και η τρίτη, 3 μόλις μέρες πριν την επιφύλαξη της απόφασης. Για το ζήτημα αυτό, και δη τις εν προκειμένω μεταβιβάσεις των τριών αυτών ακίνητων στον Εναγόμενο 5, ανήλικο, τότε υιό της Εναγόμενης 3, οι Εναγόμενοι δεν δίδουν καμία απολύτως εξήγηση.
Αν πραγματικά η πρόθεση του Εναγόμενου ήταν να προβεί στις μεταβιβάσεις προς τις Εναγόμενες 2 και 3, θυγατέρες τους, ως εκπλήρωση της ηθικής υποχρέωσης του έναντι τους, ως τα στενά συγγενικά του πρόσωπα στα οποία θα κατέληγε η περιουσία αυτή μετά τον θάνατό του, ποια ήταν η ανάγκη που οδήγησε τις Εναγόμενες 2 και 3, ακολούθως, να μεταβιβάσουν τα τρία αυτά ακίνητα στον Εναγόμενο 5, ο οποίος συνδέεται, με πρώτου βαθμού συγγένεια, μόνο με την Eναγόμενη 3. Η λογική και μόνο θέλει, αν μη τι άλλο, η Eναγόμενη 2 να έδιδε κάποια εξήγηση γιατί, δια δωρεάς, χωρίς αντάλλαγμα, απώλεσε την περιουσία που της μεταβίβασε ο πατέρας της προς όφελος τρίτου προσώπου, το οποίο δεν αποτελεί ούτε τέκνο της, ούτε σύζυγό της, ούτε καν κληρονόμο της, δεδομένου του γεγονότος ότι η αδελφή της (Eναγόμενη 3), βρισκόταν, κατά τον χρόνο της εν λόγω μεταβίβασης, στη ζωή (βλέπε άρθρο 46 του Κεφ. 195). Πόσο δε μάλλον, όταν οι μεταβιβάσεις αυτές, γίνονται κατά τα τελικά στάδια της ακροαματικής διαδικασίας της αγωγής, ως ανωτέρω, με λεπτομέρεια, σημειώθηκε.
Είναι στη βάση όλων των πιο πάνω δεδομένων, που αποτελεί κρίση μου ότι ούτε η θέση των Εναγομένων 2, 3, 4[7] και 5[8], περί του ότι δεν γνώριζαν περί της όποιας απαίτησης της Ενάγουσας έναντι του Εναγόμενου, είναι πειστική.
Ένας άλλος λόγος που δεικνύει το μη πειστικό των ισχυρισμών των Εναγομένων 2, 3, 5 και 6, είναι και η θέση που προβάλλουν στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την δική τους, κοινή, ένστασή, ότι οι επίδικες μεταβιβάσεις δεν έγιναν κατά την περίοδο αμέσως πριν ή μετά την καταχώριση της αγωγής, αλλά σε ανύποπτο με την παρούσα αγωγή χρόνο, ο οποίος ισχυρισμός, για τους λόγους που ανέφερα ανωτέρω, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Και τούτο γιατί, επαναλαμβάνω, οι επίδικες μεταβιβάσεις, στο βαθμό που αφορούν στα τρία ακίνητα που μεταβιβάστηκαν από τον Εναγόμενο στις Εναγόμενες 2 και 3, έγιναν σε ελάχιστο χρόνο μετά την καταχώρηση της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του Εναγόμενου, ενώ οι μετέπειτα μεταβιβάσεις, από τις τελευταίες στον Εναγόμενο 5, ελάχιστο χρόνο πριν τις τελικές αγορεύσεις και την επιφύλαξη της απόφασης.
Ή δε μεταβίβαση του τέταρτου ακινήτου στον Εναγόμενο 4, έγινε μεσούσης της εκκρεμότητας της αγωγής, χωρίς αυτή, για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω, να δικαιολογείται στη βάση της μόνης, σχετικής, προβαλλόμενης θέσης περί ηθικής υποχρέωσης του Εναγόμενου έναντί των προσώπων στα οποία μεταβίβασε την περιουσία του.
Θεωρώ, εν προκειμένω, ότι, στο βαθμό που αφορά στις Εναγόμενες 2 και 3, στη βάση της συγγενικής σχέσης τους με τον Εναγόμενο και ότι οι επ' αυτές μεταβιβάσεις έγιναν δια δωρεάς, τέθηκε σε ισχύ το σχετικό νομικό τεκμήριο δολιότητας, και με τους ανωτέρω ισχυρισμούς που προώθησαν, για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, οι εν προκειμένω Εναγόμενες δεν κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος και να ανατρέψουν το εν λόγω τεκμήριο. Η δε κρίση μου αυτή, σε συνδυασμό και με την απόρριψη των όποιων σχετικών θέσεων που προέβαλε η Εναγόμενη 3 στην ένορκη δήλωσή της, εκ μέρους του Εναγομένου 5, ως μητέρα του, σφραγίζει και την κρίση μου ως προς τη δολιότητα, που, σε κάθε περίπτωση, περιβάλλει και την μετέπειτα μεταβίβαση των ακινήτων σε αυτόν, ένεκα και του δολίου της αρχικής μεταβίβασης από τον Εναγόμενο, στις Εναγόμενες 2 και 3 (βλέπε Lymperopoulou (ανωτέρω))[9].
Όσον, τώρα, αφορά στον Εναγόμενο 4, κρίνω ότι με τη μαρτυρία που παρουσίασε η Ενάγουσα, και δη ότι η μεταβίβαση έγινε διά δωρεάς, σε χρόνο που εκκρεμούσε η αγωγή, χωρίς να προβάλλεται οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την εν λόγω μεταβίβαση, και χωρίς να έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να θέλει τούτη να διενεργείται για λόγο άλλο από το να αποκλειστεί το εν λόγω ακίνητο ως μέσο για εκτέλεση της απόφασης που εξασφάλισε η Ενάγουσα εναντίον του Εναγόμενου, και με τη σχετική θέση του τελευταίου περί ηθικής υποχρέωσης του έναντί του πρώτου να κρίνεται, για τους λόγους που ανέφερα ανωτέρω, μη πειστική, ότι η Ενάγουσα κατάφερε να αποσείσει το σχετικό βάρος που έφερε και κατέδειξε ότι και η μεταβίβαση αυτή ήταν δόλια, υπό την έννοια ότι διενεργήθηκε με σκοπό ο Εναγόμενος να την καθυστερήσει και/ή παρεμποδίσει στην εκτέλεση της απόφασης που θα εξασφάλισε μέσω της αγωγής.
Όσο τώρα αφορά στη μεταβίβαση των 1000 μετόχων της Εναγόμενης 7 από τον Εναγόμενο προς την Eναγόμενη 6, κρίνω ότι η σχετική με αυτή θεραπεία δεν μπορεί να αποδοθεί. Και τούτο για δύο λόγους. Και εξηγώ.
Μολονότι, στη βάση των προνοιών του Νόμου, ως αναλυθήκαν ανωτέρω, το τεκμήριο της δολιότητας ενεργοποιείται ακόμα και στην περίπτωση που η μεταβίβαση γίνεται πριν την καταχώρηση της αγωγής, στην προκειμένη περίπτωση, παρέμειναν άγνωστα στο παρόν Δικαστήριο τα γεγονότα που περιβάλλουν την περίοδο πριν την καταχώρηση της αγωγής. Ελλείπει, εν προκειμένω, μαρτυρία προσδιοριστική του χρόνου που προέκυψε η απαίτηση της Ενάγουσας[10]. Ελλείπει, κατά συνέπεια, μαρτυρία που να θέλει την Ενάγουσα να έχει οποιανδήποτε απαίτηση εναντίον του Εναγόμενου κατά τον χρόνο που διενεργήθηκε η εν προκειμένω μεταβίβαση, πόσο δε μάλλον την Eναγόμενη 6 να γνωρίζει οτιδήποτε περί τέτοιας ενδεχόμενης απαίτησης. Στη βάση των δεδομένων αυτών, η αναντίλεκτη θέση που προβάλλει η Eναγόμενη 6, μέσω της ένορκης δήλωσής της, περί του ότι τελούσε υπό άγνοια ως προς την όποια απαίτηση της Ενάγουσας έναντι του Εναγόμενου κατά τον χρόνο της επίδικης μεταβίβασης που την αφορά, κρίνεται επαρκής για να θεωρηθεί ότι κατάφερε να αποσείσει, στο βαθμό των πιθανοτήτων, το βάρος που έφερε για ανατροπή του εκ του Νόμου δημιουργηθέντος τεκμηρίου. Στην ουσία, στη βάση της ενώπιον μου αποδεκτής μαρτυρίας, η Ενάγουσα δεν κατάφερε να αποδείξει ότι όταν έγινε η εν προκειμένω μεταβίβαση η ίδια βρισκόταν στη σκέψη του Εναγόμενου, ο οποίος προέβη σε αυτή με σκοπό να τη δυσκολέψει ή να την καθυστερήσει από το να ανακτήσει τα ποσά που της οφείλει (βλέπε, Pambos Zenios Trading Ltd κ.α., ανωτέρω). Κατά συνέπεια, για τους λόγους που εξήγησα μόλις πιο πάνω, η επίδικη αίτηση, ως προς τις οι υπό στοιχεία Ε και Η αιτούμενες θεραπείες, δεν μπορεί να επιτύχει.
Έχοντας καταλήξει ως πιο πάνω, η επίδικη αίτηση επιτυγχάνει, μερικώς, και κατά συνέπεια εκδίδονται διατάγματα ως το Α Β, Γ, Δ, Στ και Ζ.
Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανένα λόγο για να αποκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα, και κατά συνέπεια τούτα:
(α) αναφορικά με τους Εναγόμενους 1, 2, 3, 4, και 5, επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον τους, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο,
(β) αναφορικά με τις Εναγόμενες 6 και 7, τις οποίες αφορούσαν οι υπό στοιχεία Ε και Η αιτούμενες θεραπείες, για τις οποίες η αίτηση απέτυχε, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ τους και εναντίον της Ενάγουσας, πλην όμως στο ένα τέταρτο τούτων (ένα σετ και για τις δύο), ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο δεδομένης της κοινής εκπροσώπησης τους από ένα συνήγορο με τους Εναγόμενους 1, 2, 3, 4 και 5 και
(γ) αναφορικά με το Κτηματολόγιο, δεδομένης της ανωτέρω αναφερόμενης εγκατάλειψης της ένστασής του, η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδά της.
(Υπ.) ……………………………………
Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Η αγωγή στρεφόταν μόνο εναντίον του Γρηγόρη Γρηγορίου, Εναγόμενος 1 στον αναδιαμορφωμένο τίτλο της επίδικης αίτησης, στην οποία, ειδική, αναφορά θα γίνει κατωτέρω.
[2] Η ένσταση των Εναγόμενων 1, 4 και 7 καταχωρήθηκε πριν επιδοθεί η επίδικη αίτηση στους Εναγόμενους 2, 3, 5 και 6.
[3] Αυτούσια μεταφορά από τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την ένσταση.
[4] «4. Οπoιαδήπoτε δωρεά, πώληση, εvέχυρo, υπoθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση oπoιασδήπoτε κιvητής ή ακίvητης περιoυσίας πoυ θεωρείται ως δόλια βάσει τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 3 τoυ Νόμoυ αυτoύ η oπoία έγιvε πριv από ή μετά τηv έvαρξη αγωγής ή άλλης διαδικασίας στηv oπoία τo δικαίωμα για αvάκτηση τoυ χρέoυς έχει απoδειχτεί, δύvαται vα ακυρωθεί με διάταγμα τoυ Δικαστηρίoυ πoυ εξασφαλίζεται με αίτηση oπoιoυδήπoτε εξ απoφάσεως πιστωτή πoυ γίvεται στηv εv λόγω αγωγή ή άλλη διαδικασία, και στo Δικαστήριo εvώπιov τoυ oπoίoυ η αγωγή ή άλλη διαδικασία έχει ακoυστεί ή εκκρεμεί.»
[5] «3.-(1) Κάθε δωρεά, πώληση, εvέχυρo, υπoθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση oπoιασδήπoτε κιvητής ή ακίvητης περιoυσίας πoυ γίvεται από oπoιoδήπoτε πρόσωπo με πρόθεση vα παρεμπoδίσει ή καθυστερήσει τoυς πιστωτές τoυ ή oπoιoδήπoτε από αυτoύς vα αvακτήσoυv από αυτόv, τα χρέη αυτoύ ή αυτώv, θα θεωρείται ότι είvαι δόλια, και θα είvαι άκυρη εvαvτίov τoυ εv λόγω πιστωτή ή πιστωτώv, και αvεξάρτητα από oπoιαδήπoτε τέτoια δωρεά, πώληση, εvέχυρo, υπoθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση, η περιoυσία πoυ φέρεται ότι μεταβιβάστηκε ή έτυχε μεταχείρισης κατά άλλo τρόπo δύvαται vα κατασχεθεί και vα πωληθεί πρoς ικαvoπoίηση oπoιoυδήπoτε χρέoυς από δικαστική απόφαση πoυ oφείλεται από τo πρόσωπo πoυ πρoβαίvει στη δωρεά, πώληση, εvέχυρo, υπoθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση.
(2) Σε oπoιαδήπoτε αίτηση, βάσει τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ για ακύρωση μεταβίβασης ή εκχώρησης oπoιασδήπoτε περιoυσίας πoυ έγιvε σε oπoιoδήπoτε γovιό, σύζυγo, παιδί, αδελφό ή αδελφή τoυ δικαιoπάρoχoυ ή εκχωρητή, όχι με χρηματικό αvτάλλαγμα ή με αvτάλλαγμα άλλη περιoυσία ισoδύvαμης αξίας ή με καλή αvτιπαρoχή, τo βάρoς απόδειξης ότι αυτή η μεταβίβαση ή εκχώρηση έγιvε καλή τη πίστει και δεv έγιvε με πρόθεση vα παρεμπoδίσει ή καθυστερήσει τoυς πιστωτές τoυ θα έχει o δικαιoπάρoχoς ή εκχωρητής και τo πρόσωπo στo oπoίo έγιvε η εv λόγω μεταβίβαση ή εκχώρηση.
(3) Καμιά πώληση, υπoθήκη, μεταβίβαση ή εκχώρηση πoυ γίvεται με αvτάλλαγμα χρημάτωv ή άλλης περιoυσίας ισoδύvαμης αξίας δεv θα είvαι ακυρώσιμη βάσει τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ, εκτός αv o αγoραστής, o εvυπόθηκoς δαvειστής, o δικαιoδόχoς ή εκδoχέας φαvεί ότι έχει απoδεχτεί αυτή εv γvώσει τoυ ότι η πώληση αυτή, υπoθήκη, μεταβίβαση ή εκχώρηση έγιvε από τov πωλητή, εvυπόθηκo oφειλέτη, δικαιoπάρoχo ή εκχωρητή με πρόθεση vα καθυστερήσει ή καταδoλιεύσει τoυς πιστωτές τoυ».
[6] Στη βάση των προνοιών του Νόμου, ο αιτητής πρέπει να αποδείξει ότι κατά το χρόνο της μεταβίβασης ήταν απλά πιστωτής του καθ’ ου η αίτηση, ενώ κατά το χρόνο της καταχώρησης της αίτησης, ήταν ήδη εξ αποφάσεως πιστωτή του.
[7] Η σχετική θέση του Εναγόμενου 4 προβάλλεται μέσω της ένορκης δήλωσης του Εναγόμενου, που υποστηρίζει την κοινή ένστασή τους.
[8] Η σχετική θέση του Εναγόμενου 5 προβάλλεται μέσω της ένορκης δήλωσης της Εναγόμενης 3, μητέρας του, που υποστηρίζει την κοινή ένστασή τους.
[9] Στη Lymperopoulou, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε την ορθότητα της κρίσης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, συνεπεία της δολιότητας που περιέβαλλε την αρχική πώληση από τον εξ αποφάσεως χρεώστη προς τη μητέρα του των περιουσιακών του στοιχείων, η μετέπειτα πώληση τούτων από την τελευταία προς μια εταιρεία ήταν επίσης δόλια. Ωστόσο, λόγω της εφετειακής επικύρωσης της πρωτόδικης κρίσης περί έλλειψης δικαιοδοσίας για ακύρωση της πρώτης πώλησης, κρίθηκε ότι η επιζητούμενη ακύρωσης της κατά τα άλλα δόλιας δεύτερης πώλησης, δεν εξυπηρετούσε τον σκοπό της εκεί εφεσείουσας (πιστωτή), που ήταν να επιτύχει να εκποιήσει την κινητή περιουσία του εξ αποφάσεως χρεώστη της, αφού μια τέτοια ακύρωση, θα είχε, απλώς, ως αποτέλεσμα η εν προκειμένω περιουσία να καταστεί εκ νέου ιδιοκτησία της μητέρας του τελευταίου, η οποία δεν αποτελούσε εξ αποφάσεως χρεώστη της.
[10] Τίποτα σχετικό δεν τέθηκε μέσω της μαρτυρίας που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο