LIBRA CAPITAL LIMITED κ.α. ν. ΦΕΛΙΞ ΜΠΙΤΖΙΟΣ κ.α., Αρ. Αγωγής: 1339/20, 20/11/2024
print
Τίτλος:
LIBRA CAPITAL LIMITED κ.α. ν. ΦΕΛΙΞ ΜΠΙΤΖΙΟΣ κ.α., Αρ. Αγωγής: 1339/20, 20/11/2024

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον:  Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.

Αρ. Αγωγής: 1339/20

Μεταξύ:

 

1.       LIBRA CAPITAL LIMITED, ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΩΣ ΤΟ ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΟΜΕΝΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «Α»

Εναγόντων

-v-

 

1.       ΦΕΛΙΞ ΜΠΙΤΖΙΟΣ, ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΩΣ ΤΟ ΕΠΙΣΥΝΠΤΟΜΕΝΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «Β»

Εναγομένων

 

Ημερομηνία:    20 Νοεμβρίου, 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσες 6, 13 και παράγωγα Εναγόμενες 70 και 73/ Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Γαλανός

Για Εναγόμενο 16 / Αιτητή: κ. Παπαπολυβίου

                                                  

 

Ενδιάμεση Απόφαση

 

Η απαίτηση 

 

Με την υπό των ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή, 19 Ενάγουσες εταιρείες, οι οποίες ανήκουν στον όμιλο εταιρειών Libra, στη βάση κατ’ ισχυρισμό απάτης και δόλου από πλευράς των Εναγομένων (νομικά και φυσικά πρόσωπα), επιδιώκουν την εξασφάλιση διάφορων θεραπειών για κατ' ισχυρισμό ζημιές που υπέστηκαν. Σημειώνεται ότι οι Εναγόμενες 70 – 77, ενάγονται στη βάση παράγωγης αγωγής και ότι κάθε Ενάγουσα στρέφει την αγωγή εναντίον συγκεκριμένων Εναγόμενων που θεωρεί υπευθύνους για την επικαλούμενη ζημιά της.

 

Μολονότι η αγωγή επιδόθηκε στους Εναγόμενους (πλην 10 εξ αυτών, για τους οποίους το Κλητήριο Ένταλμα εξέπνευσε), ακολούθως, τούτη σε σχέση με 26 από αυτούς αποσύρθηκε. Αρκετοί εκ των Eναγόμενων (μεταξύ των οποίων και κάποιοι για τους οποίους η αγωγή, ακολούθως, αποσύρθηκε) καταχώρισαν αίτηση για παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίων συγκεκριμένων Εναγουσών[1]. Μία εκ των αιτήσεων αυτών, καταχωρήθηκε από τον Εναγόμενο 5 και εκδικάστηκε από το Δικαστήριο (υπό διαφορετική σύνθεση), το οποίο, με σχετική απόφασή του, ενέκρινε τούτη, διατάσσοντας τις εκεί Καθ’ ων η Αίτηση / Ενάγουσες 1, 3, 6, 7, 8, 10, 12, 13, 14 και τις παράγωγα Εναγόμενες 70, και 73 - 77 να παράσχουν τέτοιαν ασφάλεια για το ποσό των €426.000,00. Προτού εκδικαστούν οι υπόλοιπες σχετικές αιτήσεις, κατόπιν συνεννόησης των εκεί διαδίκων, εκδόθηκαν, στο πλαίσιο κάποιων εξ αυτών, εκ συμφώνου διατάγματα παροχής ασφάλειας εξόδων εναντίων των εκεί Καθ’ ων η Αίτηση / Εναγουσών για συγκεκριμένα ποσά, συνολικού ύψους €1.126.000,00, με τις εν λόγω Ενάγουσες να έχουν ήδη συμμορφωθεί με τη σχετική διαταγή του Δικαστηρίου. Όσον αφορά στον Εναγόμενο 5, μολονότι η σχετική απόφαση του Δικαστηρίου εφεσιβλήθηκε, εντούτοις οι εκεί διαταχθείσες Ενάγουσες συμμορφώθηκαν με τη διαταγή του Δικαστηρίου[2]. Κρίνεται, επίσης, σημαντικό να σημειωθεί ότι, κατά την έκδοση των εκ συμφώνου διαταγμάτων παροχής ασφάλειας εξόδων για τους λοιπούς Eναγόμενους, ο συνήγορος των διαταχθεισών Εναγουσών δήλωνε ότι οι εν λόγω εκ συμφώνου αποφάσεις εκδίδοντο με επιφύλαξη των δικαιωμάτων των Εναγουσών, αφενός να συνεχίσουν να προωθούν την Έφεση εναντίον της σχετικής απόφασης που αφορά στον Εναγόμενο 5 και αφετέρου να προωθούν τις ενστάσεις τους στις λοιπές αιτήσεις για παροχή ασφάλειας εξόδων που δεν είχαν ακόμα εκδικαστεί. Τέλος οι δύο σχετικές αιτήσεις,  της Εναγομένης 13 (η μία αίτηση) και των Εναγομένων 25 και 26 (η άλλη), αποσύρθηκαν μετά τη επιφύλαξη της σχετικής με αυτές απόφασης του Δικαστηρίου και πριν την έκδοσή της, και ταυτόχρονα αποσύρθηκε και η αγωγή σε σχέση με αυτές[3].


Η επίδικη αίτηση

 

Στη βάση των πιο πάνω εξελίξεων, για απόφανση ως προς το κατά πόσο θα διαταχθούν συγκεκριμένες Ενάγουσες να παράσχουν ασφάλεια εξόδων, εκκρεμούν τρεις αιτήσεις, και πιο συγκεκριμένα, η επίδικη αίτηση του Eναγόμενου 16, ημερομηνίας 07.12.2022, για την οποίαν εκδίδεται η παρούσα απόφαση, η αίτηση του Eναγόμενου 28, ημερομηνίας 07.12.2022, και η αίτηση των Eναγόμενων 18 και 23, ημερομηνίας 15.02.2023, για τις οποίες εκδόθηκαν σήμερα σχετικές αποφάσεις.

 

Η επίδικη αίτηση εδράζεται τόσο επί των προνοιών της Δ.60, όσο και του άρθρου 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 (στο εξής «το Κεφ. 113»). Ως προκύπτει από το μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, ο Eναγόμενος 16 προβάλλει τη θέση ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν τούτη, είναι τέτοια που δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Προς τούτο, με αναφορά στο γεγονός ότι κάποιες εκ των Καθ' ων η Αίτηση / Εναγουσών έχουν ως έδρα τους τρίτες χώρες, αλλά και γιατί δεν διατηρούν περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο, τα οποία θα μπορούσαν να τύχουν ρευστοποίησης για κάλυψη τυχόν διαταγής εξόδων που θα εκδοθεί υπέρ του στην περίπτωση που απορριφθεί η παρούσα αγωγή, εισηγείται ότι, στη βάση των προνοιών της Δ.60, και των όσων σχετικά με τις πρόνοιες αυτές αποφασίστηκαν από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Όσον, τώρα, αφορά στο άρθρο 382 του Κεφ. 113, παραθέτει μαρτυρία, με αναφορά στα Τεκμήρια 2 ‑ 6 της ενόρκου δηλώσεως που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, στη βάση της οποίας εισηγείται ότι όλες οι Καθ΄ ων η Αίτηση / Ενάγουσες είναι αφερέγγυες, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και επί αυτής της νομικής βάσης. Τέλος, στον βαθμό που αφορά στο ύψος των εξόδων για τα οποία θα πρέπει να παρασχεθεί ασφάλεια, παρά την αρχική (μέσω της επίδικής αίτησης), διαφορετική, εισήγηση, μέσω της αγόρευσης των συνηγόρων του (στην οποία επισυνάπτεται σχετικό προσχέδιου καταλόγου εξόδου), ο Εναγόμενος 16 περιόρισε την εν προκειμένω απαίτησή του στο ποσό των €169.000,00.

 

Η ένσταση

 

Οι Ενάγουσες / Καθ' ων η Αίτηση, καταχώρισαν ένσταση στην επίδικη αίτηση. Βασική θέση που προβάλλουν με σκοπό να αναχαιτίσουν τούτη, είναι ότι η επίδικη αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι, αφενός, στη βάση του δεδομένου ότι Ενάγουσες στην παρούσα αγωγή είναι και Κυπριακές αλλά και Ευρωπαϊκές Εταιρείες, και όχι μόνο εταιρείες με έδρα τρίτες χώρες, δεν είναι δυνατή η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος στη βάση των προνοιών της Δ.60, και αφετέρου, στον βαθμό που η αίτηση προωθείται και επί της βάσης του άρθρου 382 του Κεφ. 113, ο Eναγόμενος 16 δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος που φέρει για να αποδείξει, με αξιόπιστη μαρτυρία, ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση / Ενάγουσες εταιρείες δεν είναι ικανές να καταβάλουν τα όποια τυχόν έξοδα θα επιδικαστούν εναντίον τους αν απορριφθεί η αγωγή.

 

Είναι, εν προκειμένω, η θέση των Εναγουσών / Καθ' ων η Αίτηση ότι, κατά κανόνα, εκεί που η αγωγή προωθείται από πέραν του ενός Ενάγοντα, και κάποιος ή κάποιοι εξ αυτών έχουν ως έδρα τους την Κύπρο ή άλλη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν εκδίδεται διάταγμα ως το ζητούμενο. Η όποια δε εξαίρεση στον κανόνα αυτό, θέλει τον Αιτητή / Εναγόμενο να έχει το βάρος να ικανοποιήσει συγκεκριμένα κριτήρια που τάσσονται από τη σχετική νομολογία, μεταξύ των οποίων και (α) ότι, στη περίπτωση που θα απορριφθεί η αγωγή, η διαταγή ως προς τα έξοδα που θα εκδοθεί εναντίον του Ενάγοντα, που έχει τη συνήθη διαμονή τους σε Κράτος μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα αφορά ποσοστό και μόνο των συνολικώς προκυψάντων εξόδων της αγωγής, (β) θα είναι ξέχωρη από κάθε άλλη σχετική διαταγή που θα αφορά στον οποιονδήποτε Ενάγοντα που έχει τη συνήθη διαμονή τους σε Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και (γ) να υποδείξει το περιορισμένο αυτό ποσό (έστω κατά προσέγγιση), το οποίο αναμένεται να διαταχθεί ο εν λόγω Ενάγοντας να καταβάλει σε αυτόν ως επιδικασθέντα έξοδα. Προτάσσουν, επί τούτου, ότι ο Eναγόμενος 16 δεν έχει ικανοποιήσει τα κριτήρια αυτά, και ότι την υπό εξέταση περίπτωση περιβάλλουν τέτοια γεγονότα και δεδομένα, που δεν εμπίπτει εντός της όποιας εξαίρεσης του πιο πάνω κανόνα, με αποτέλεσμα η επίδικη αίτηση, στον βαθμό που εδράζεται επί των προνοιών της Δ.60, να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Όσον, τώρα, αφορά στο άρθρο 382 του Κεφ. 113, οι Καθ' ων η Αίτηση / Ενάγουσες προβάλλουν ότι η θέση του Eναγόμενου 16 περί αφερεγγυότητάς τους, εδράζεται αποκλειστικά στο περιεχόμενο των Τεκμηρίων 2 ‑ 6 της ενόρκου δηλώσεως που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, το οποίο, για τους λόγους που αναπτύσσουν, τόσο στο μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει την ένστασή τους όσο και μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου τους, δεν αποτελεί αξιόπιστη μαρτυρία και εν πάση περιπτώσει είναι ανεπαρκές για να μπορεί να προκύψει τέτοια κρίση.

 

 

 

Ακροαματική διαδικασία

Κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία της επίδικης αίτησης, οι συνήγοροι των μερών παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις, και τους δόθηκε, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, άδεια να τονίσουν προφορικά κάποια σημεία και να προσθέσουν επιχειρήματα.


Νομική πτυχή

 

Η Διαταγή 60

 

Η Δ.60 Θ.1 και Θ.5 προνοούν τα ακόλουθα:

1.   «Α plaintiff (and, in respect of a counter-claim which is not merely in the nature of a set-off, a defendant) ordinarily resident out of Cyprus ή Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης may, at any stage of the action, be ordered to give security for costs, though he may be temporarily resident in Cyprus ή σε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

………………………………………………………………………………………

 

5.   Where the Court orders security for costs to be given it may stay the proceedings in the action until such security is given, and in the event of the security not being given within the time appointed may dismiss the action».

 

Οι πρόνοιες της πιο πάνω Διαταγής έτυχαν ερμηνείας σε αρκετές υποθέσεις από το Ανώτατο Δικαστήριο. Εκείνο που προκύπτει από τη σχετική νομολογία είναι ότι, ο Αιτητής σε αίτηση ως η υπό κρίση αίτηση, θα πρέπει πρώτα να αποδείξει, στο βαθμό που είναι αναγκαίο, ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση διαμένει σε Κράτος μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν αρκεί απλώς να δείξει ότι τούτος δεν έχει τη συνήθη διαμονή του σε Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν και εφόσον ο Αιτητής ικανοποιήσει την πιο πάνω προϋπόθεση, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική εξουσία να εκδώσει διάταγμα για ασφάλεια εξόδων. Το Δικαστήριο κατά την άσκηση της εν προκειμένω διακριτικής εξουσίας του, θα πρέπει να σταθμίσει δύο παράγοντες, και δη, αφενός το κατά πόσο ο Καθ’ ου η Αίτηση κατέχει περιουσία στην Κύπρο και ιδίως ακίνητη περιουσία (που δεν μετακινείται εύκολα) και αφετέρου την ισχύ της υπόθεσης του. Το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη που διασφαλίζεται από Συνταγματικές διατάξεις, υπερισχύει του δικαιώματος ενός Εναγόμενου να πετύχει ασφάλεια για τα έξοδα του και έτσι, αν ο Ενάγοντας δεν διαθέτει τα οικονομικά μέσα για να παράσχει την αιτούμενη ασφάλεια, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.  Ένας άλλος παράγοντας που συνυπολογίζεται κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου είναι και η καθυστέρηση. Ωστόσο, άνευ άλλων λόγων, η καθυστέρηση δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για την απόρριψη της αίτησης. Τούτο μπορεί να συμβεί, μόνο, όταν η καθυστέρηση παρατηρείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την απόρριψη της αίτησης, μονόδρομο. Π.χ., εκεί που εμφανώς ο Εναγόμενος, δεν έχει, εκ πρώτης όψεως, ικανή υπεράσπιση, ή εκεί που η καθυστέρηση, σε συνδυασμό και με τη συμπεριφορά που επιδεικνύει ο Εναγόμενος, ισοδυναμεί με κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών και/ή οδηγεί στην κρίση ότι τούτος ενεργεί κακόπιστα.  Ας μη λησμονείται ότι, οι ίδιες οι πρόνοιες της Δ.60, ορίζουν ότι, αίτηση, ως η υπό εξέταση, μπορεί να υποβληθεί σε «οποιοδήποτε στάδιο της αγωγής», και ότι η πρόνοια αυτή, ερμηνεύθηκε ώστε να επιτρέπει την έγκριση ενός τέτοιου αιτήματος ακόμα και στο στάδιο της έκδοσης της τελικής απόφασης ή ακόμα και στο στάδιο της έφεσης. Ως προς δε το ύψος των εξόδων για τα οποία δυνατό να διαταχθεί η παροχή ασφάλειας, αν και η αρχική τάση/πρακτική ήθελε τούτο να περιορίζεται στα 2/3 των εξόδων που είχαν προκύψει ήδη κατά το στάδιο της έκδοσης του διατάγματος παροχής ασφάλειας, εντούτοις, η νέα τάση θέλει το Δικαστήριο να διατηρεί απόλυτη ευχέρεια στο καθορισμό του ποσού στη βάση των περιστατικών και δεδομένων της κάθε υπόθεσης και με γνώμονα το πραγματικό ύψος όλων των εξόδων που αναμένεται να υποστεί ο διάδικος που αιτείται να τύχει ασφάλισης, στη βάση εκτίμησης που μπορεί να γίνει κατά το στάδιο της εξέτασης της αίτησης. Είναι δε γι’ αυτό το σκοπό, που κρίθηκε ότι είναι επιθυμητό (όχι αναγκαίο), μια αίτηση για ασφάλεια εξόδων να την συνοδεύει προτεινόμενος/ενδεικτικός κατάλογος εξόδων, ώστε το Δικαστήριο να υποβοηθείται στον υπολογισμό των εξόδων για τα οποία τυχόν θα διατάξει παροχή ασφάλειας. Για μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση επί του θέματος, βλέπε: Senior Service Ltd and Others v. Chrysanthi Shipping Co. Ltd and another (1975) 1 CLR 316, Almana Engineering v. Glyfor Commercial (1981) 1 C.L.R. 273, Compagnie Graniere De Paris v. The ShipSofia(1984) 1 CLR 345, Alahmari v. Alia the Royal Jordanian Airline (1990) 1 AAΔ 434, Swistak v. Του σκάφους «Mary Rose» (1990) 1 A.A.Δ. 1082, Union des Cooperatives v. Apah Agro (Αρ.2) (1992) 1(Β) ΑΑΔ 1170, Γραμμές Στρίνζη ν. Always Travel (1992) 1 A.A.Δ. 995, Ασούρανσι Τόκιο Μαρίν Ιντονήσια ν. Σκοκοπ Νοβικέϊσιον Λτδ κ.ά. (1999) 1(Γ) ΑΑΔ 1741, Stejaru v. Ιωάννου (2002) 1(β) ΑΑΔ 906, Conway v. Ηλία (2002) 1(Γ) ΑΑΔ 1653, Χαραλαμπίδης ν. Πέτρου κ.ά. (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1698, Studland Holdings Ltd κ.ά ν. Ευσταθίου κ.ά.  (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1809, Κυριάκος Κυριάκου ν. Μιχαήλ Μιχαήλ  (2007) 1 ΑΑΔ 933, Lindsay Parkinson Ltd v. Triplan (1973) 2 All E.R. 273, Procon (G.B.) Ltd v. Providional Building Co Ltd and others (1984) 1 All E.R 368,376, Slazengers Ltd and others v. Seaspeed Ferries International Ltd (1987) 3 All. ER 967,971, Porzelack (KG) v. Porzelack (U.K.) Ltd (1987) 1 All ER 1074, Annual Practice 1958 και Annual Practice 1982 Τόμος 1, σελ. 440.

 

Κρίνεται σημαντικό να σημειωθεί ότι, στη βάση της Αγγλικής νομολογίας που άπτεται της ανάλογης Αγγλικής Διαταγής (με πανομοιότυπες πρόνοιες), εκεί που οι Ενάγοντες είναι πέραν του ενός και μόνο κάποιος ή κάποιοι εξ αυτών διαμένουν στη Αγγλία, κατ’ εφαρμογή κανόνα πρακτικής του εκεί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Supreme Court Practice), δεν εκδίδεται διάταγμα ως το κατ' αίτηση (βλ. Annual practice του 1958 (white book), σελίδα 1884.) Η σχετική αναφορά έχει ως ακολούθως:

(«The ordinary ground on which security is ordered is residence abroad» ... «No order will be made if there are co‑plaintiffs resident in England (Winthorp v. Royal Exchange Assurance Co. (1755), 1 Dick. 282; D' Hormusgee v. Grey (1882), 10 Q.B.D. 13); But they must be genuine co‑plaintiffs and not merely the English attorney joined to avoid giving security (Jones v. Gurney [1913] W.N. 72).».

 

            Το κατά πόσο ο εν προκειμένω κανόνας πρακτικής είναι άκαμπτος, εξετάστηκε στην υπόθεση Slazengers Ltd & Ors. v. Seaspeed Ferries International Ltd (The Seaspeed Dora) 1998 1 W.L.R. 221, με το Δικαστήριο να απαντά αρνητικά στο ερώτημα, πλην όμως να τονίζει ότι τούτος μπορεί να καμφθεί υπό συγκεκριμένες, μη συνήθεις, περιστάσεις, αναγνωρίζοντας ότι, στην ουσία, παρέκκλιση από αυτόν, προϋποθέτει, προγενέστερη, ασφαλή, κρίση ότι στη περίπτωση που η αγωγή απορριφθεί, θα εκδοθεί ειδική και ξέχωρη διαταγή ως προς τα έξοδα που θα επωμιστεί ο Ενάγοντας που διαμένει εκτός της δικαιοδοσίας των Αγγλικών Δικαστηρίων, η οποία θα αφορά σε ποσοστό και μόνο των προκυψάντων εξόδων («an aliquot share only of costs» ή «a proportionate part of the defendants' costs»).

 

Πιο συγκεκριμένα, κατά τον Dillon LJ,

«There being the jurisdiction to make an order for security as there are co-plaintiffs outside the jurisdiction, and it not being a case in which issues affecting only the co-plaintiffs outside the jurisdiction can be easily identified, or in which there is in my view any likelihood of the court ordering each individual plaintiff to bear an aliquot share only of costs, is it right that there should be an order somewhat in the way of a blunt instrument for the provision of aliquot shares for security, or is this a case in which security is not really required by the defendants because it is a case in which, if they succeed, they will be bound to get an order for costs against plaintiffs resident within the jurisdiction? [4] There is no suggestion that the plaintiffs within the jurisdiction, with or without the support of their underwriters, would not be able to meet any order for costs that might be made. They include several apparently very substantial companies.

I have no doubt in these circumstances that the form of order which the judge made is inappropriate to this action. It is an underwriters' action in which the plaintiffs stand together as I have said, and it is plain that if when matters come to trial the plaintiffs fail and the defendants are entitled to an order for costs they are bound to get it as against plaintiffs within the jurisdiction as well as against the plaintiffs outside the jurisdiction. Therefore, while I entirely approve the judge's decision that he is not limited by an inflexible rule as stated hitherto in The Supreme Court Practice, I think he was wrong to order the security which he did order.

 

Η δε σχετική κρίση του Bingham LJ ήταν η εξής:

«For the purposes of this case it is necessary to assume that the defendants are successful, wholly or in part, against some or all of the foreign plaintiffs. The ordinary consequence would then be that an order for costs would be made in the defendants' favour against those plaintiffs. If it were a reasonably foreseeable outcome of the case that the order would be for each such foreign plaintiff to pay a proportionate part of the defendants' costs, and if it were reasonably likely that there would be no fund in the jurisdiction against which to enforce such an order, the judge's order could not be shown to be wrong and would, indeed, be beyond all challenge.

Those two conditions do, however, require to be reviewed in the context of this case. An apportioned order for costs is not without precedent. Dillon LJ has referred to the Opren case, Davies (Joseph Owen) v Eli Lilly & Co [1987] 1 All ER 801[1987] 1 WLR 1136 and to the Liverpool councillors' case, Lloyd v McMahon [1987] 1 All ER 1118[1987] 1 All ER 1074, although it is to be noted that in those cases legal aid may well have had an influence on the order for costs. In my limited experience, such an order in this type of case is unheard of, and I am sure that it is not usual, if indeed it is known, in the Commercial Court.»

 

Οι κρίσεις αυτές έτυχαν επιδοκιμασίας και στις υποθέσεις Corfu Navigation Co v. Mobil Shipping Co (The Alpha) (No.1) [1991] 2 Lloyd's Rep 52, CA. και Fitzgerald and others v Williams and others; O'Regan and others v Williams and others [1996] 2 All ER 171.

 

Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι, ακόμα και στη περίπτωση που το Δικαστήριο θα ικανοποιηθεί ότι η απόφαση του ως προς τα έξοδα που θα επωμιστεί ο Ενάγοντας που διαμένει εκτός δικαιοδοσίας θα είναι ποσοστιαία και ξέχωρη από αυτή που θα επωμιστεί ο Ενάγοντας που διαμένει εντός της δικαιοδοσίας του, θα πρέπει, επίσης, να είναι, κατά την εξέταση της αίτησης για παροχή ασφάλειας εξόδων, δυνατός ο υπολογισμός είτε του ποσοστού επί των όλων εξόδων της αγωγής είτε του ποσού στο οποίο θα αφορά, ώστε, ακολούθως, να είναι δυνατή και η έκδοση σχετικού διατάγματος παροχής ασφάλειας εξόδων για το εν λόγω ποσοστό ή ποσό και μόνο.

 

Αναφορικά με τον παράγοντα της ισχύς της υπόθεσης των Εναγόντων / Καθ΄ ων η Αίτηση σε αίτηση για παροχή ασφάλειας εξόδων, ως προκύπτει από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δεν δύναται να υπεισέλθει στην ουσία της διαφοράς και να συνυπολογίσει τα όσα ισχυρίζονται οι διάδικοι στα δικόγραφά τους. Ως σημειώθηκε, σχετικώς, τούτο προκύπτει εξάλλου, και από τις ίδιες τις πρόνοιες της Δ.48 θ.9, στην οποία προβλέπεται ότι μια αίτηση για παροχή ασφάλειας εξόδων δεν είναι αναγκαίο να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση (βλ. Π.Τ. Ασουράνσι Τόκιο Μαρίν Ιντονήσια v. Σήσκοπ Ναβικέισιον Λτδ και Άλλων (Αρ. 2) (1999) 1 ΑΑΔ 174). Συναφώς, στην CNP Asfalistiki (ανωτέρω), αποφασίσθηκε ότι το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να αναλώνεται σε λεπτομέρειες που αφορούν την ουσία της υπόθεσης. 

 

Το άρθρο 382 του Κεφ. 113

 

Το άρθρο 382 του Κεφ. 113 προνοεί ότι:

«Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, κάθε δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέμα δύναται, αν φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου αν αυτός επιτύχει στην υπεράσπιση του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες μέχρι να δοθεί η εγγύηση.»

 

Οι πιο πάνω πρόνοιες έτυχαν ερμηνεία σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά και των αγγλικών Δικαστηρίων που καταπιάστηκαν με τις πρόνοιες του Άρθρου 726 του companies act 1985, οι οποίες είναι πανομοιότυπες με το δικό μας ανωτέρω άρθρο. Ως προκύπτει από τη σχετική με το ζήτημα νομολογία, στη βάση πάντα των προνοιών του άρθρου 382, το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια είτε να δεχθεί είτε να απορρίψει αίτημα ως το υπό εξέταση, ακόμη και στην περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί η αδυναμία της Ενάγουσας εταιρείας να πληρώσει τα έξοδα του Eναγόμενου στην περίπτωση που η αγωγή του απορριφθεί. (Βλ. CΝP Asfalistiki Ltd v. Yiannoplast Ltd, υπό εκκαθάριση μέσω του εκκαθαριστή της ΧΧΧΧΧ Ιακωβίδη, Πολ. Εφ. Ε3/2013 και Ε4/2013, απόφαση ημερομηνίας 24.10.2018, Φάρμα Ρένος Χατζηιωάννου Δημόσια Εταιρεία Ltd κ.α. ν. Ρένου Παντελή, Πολ. Εφ. 229/2015, απόφαση ημερομηνίας 13/02/17 και Genemp Trading Ltd v. Λαϊκή Τράπεζα (2011) 1 Α.Α.Δ 1314). Σημειώθηκε, επίσης, τόσο στις πιο πάνω αποφάσεις, αλλά και σε άλλη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι το βάρος απόδειξης της αδυναμίας της Ενάγουσας να καταβάλει τα έξοδα του Εναγόμενου στην περίπτωση που η αγωγή της απορριφθεί, φέρει ο Eναγόμενος / Αιτητής, ο οποίος οφείλει να καταδείξει, με αξιόπιστη μαρτυρία, ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι η Ενάγουσα δεν θα μπορεί να καταβάλει τα έξοδα. Μια τέτοια απόδειξη από πλευράς του Εναγόμενου / Αιτητή, αποτελεί προϋπόθεση για την ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 382 (βλ. Λεωνίδας Κίμωνος ως εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ 147 και Genemp, ανωτέρω). Κατά κανόνα, εκεί που ο Eναγόμενος / Αιτητής καταφέρει να ικανοποιήσει την εν προκειμένω προϋπόθεση, το Δικαστήριο εκδίδει το αιτούμενο διάταγμα, εκτός αν καταλήξει ότι υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που συνηγορούν υπέρ της μη έκδοσής του (βλ. F.K. & S. (VAROSIA) PROPERTIES LTD v. SIMON GEORGE PENNEY κ.α. (2014) 1 Α.Α.Δ. 393).

 

Ως δε σημειώθηκε στην CΝP Asfalistiki (ανωτέρω), εκεί που το Δικαστήριο μπορεί με ασφάλεια να καταλήξει ότι η Ενάγουσα / Καθ' ης η Αίτηση έχει τη δυνατότητα να καταβάλει τα τυχόν εναντίον της επιδικασθέντα έξοδα, το ζήτημα τελειώνει εκεί, και η αίτηση θα πρέπει να απορρίπτεται άνευ ετέρου. Όταν, όμως, το Δικαστήριο δεν μπορεί με ασφάλεια να καταλήξει σε ένα τέτοιο εύρημα, και έχει, κατά τα άλλα, ο Eναγόμενος / Αιτητής αποσείσει το βάρος που έφερε για απόδειξη της αφερεγγυότητας, οφείλει να προχωρήσει και να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια εξετάζοντας το κατά πόσο, υπό το φως πλέον των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, θα εγκρίνει ή όχι την ενώπιόν του αίτηση.

 

Στη δε Επίσημος Παραλήπτης ως εκκαθαριστής της KSS Trading Ltd v. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1446, πάντα σε σχέση με το άρθρο 382 του Κεφ. 113, σημειώθηκε πως «πρέπει όμως να ερμηνεύεται με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την οικονομική αδυναμία ενάγουσας εταιρείας, όπως και την αντίστοιχη εύλογη ανησυχία του αντίδικου για τα έξοδά του, αλλά και το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο».             

 

Στην Stirup Investments Ltd v. Μιχαήλ κ.α., Πολ. Εφ. 308/2012, απόφαση ημερομηνίας 28.06.2018, σε σχέση με το βάρος που φέρει ένας Eναγόμενος / Αιτητής να καταδείξει την αδυναμία της Ενάγουσας / Καθ' ης η Αίτηση εταιρείας να καταβάλει τα έξοδα, αποφασίσθηκαν τα εξής:

 

Είναι κατάληξη μας ότι τα στοιχεία δεν είναι τέτοια που να καταδεικνύουν προφανή αφερεγγυότητα της Εφεσείουσας/Καθ' ης η Αίτηση.  Το γεγονός της μη εξόφλησης από μέρους της των εξόδων των Εφεσίβλητων/Αιτητών της πρωτόδικης διαδικασίας, σε συνάρτηση  με το γεγονός της καταχώρησης  αίτησης διάλυσης της Εφεσείουσας εταιρείας από μέρους των Εφεσιβλήτων/Αιτητών, που σε κάποιο στάδιο αποσύρθηκε λόγω μη επίδοσης, από μόνα τους δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα είναι αφερέγγυα εταιρεία.  Η αναφορά στην παράγραφο 6 της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση «Αφού κατέστη αδύνατον να επιδοθεί η εν λόγω αίτηση μετά από σχετική έρευνα που έκαναν οι Εφεσίβλητοι μέσω των δικηγόρων τους, ανακάλυψαν ότι η εφεσείουσα έχει χρέη τα οποία δεν δύναται να καταβάλει και είναι αφερέγγυος» χωρίς την παρουσίαση συγκεκριμένων στοιχείων για την περιουσία που κατέχει η εφεσείουσα ή τα χρέη της, κρίνουμε ότι δεν  είναι ικανοποιητική προς στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού ότι η εταιρεία είναι αφερέγγυα ή  αδυνατεί να πληρώσει τα έξοδα της έφεσης αν και είχε το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού.  Μάλιστα η εξακολούθηση εγγραφής της εταιρείας στο Μητρώο Εταιρειών οδηγεί σε αντίθετη διαπίστωση.  Καταλήγουμε ότι η διακριτική μας ευχέρεια, θα πρέπει να ασκηθεί, σε βάρος της αίτησης.

 

Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, για την ερμηνεία του άρθρου 382 του Κεφ. 113, χρήσιμα είναι και τα όσα αναφέρθηκαν στην αγγλική νομολογία σε σχέση με το άρθρο 726 του Companies Act 1985, του οποίου οι πρόνοιες είναι πανομοιότυπες με αυτές του άρθρου 382 του Κεφ. 113.

 

Στην υπόθεση Re Unisoft Group Ltd (No 2), [1993] BCLC, ο sir Donald Nicholls VC, ανέφερε τα εξής σχετικά:

«I start consideration of the subsection by noting that the phrase ‘the company will be unable to pay the defendant’s costs if successful in his defence’, is clear and unequivocal. The phrase iswill be unable’, notmay be unable. ‘Inability to pay’ in this context I take to mean inability to pay the costs as and when they fall due for payment. Thus, the question is, will the company be able to meet the costs order at the time when the order is made and requires to be met? That is a question to be judged and answered as matters stand when the application is heard by the court, although the court will take into account and give appropriate weight to evidence about what is expected to happen in the interval before the costs order would fall to be met. The court will draw appropriate inferences and here, as elsewhere, it will not let common sense fly out of the window.

      The phrase ‘the company will be unable to pay’ is preceded by the words ‘if  it appears by credible testimony that there is reason to believe’. I do not think this latter phrase has the effect of watering down the words which follow. The court, on the basis of credible testimony, must have ‘reason to believe’, that is, to accept, ‘that the company will be unable to pay’. If this were not so, and the test is not whether the court, on the basis of credible testimony, believes the company will be unable to pay, then it is difficult to identify what is the proper approach and what is the test being prescribed by the stature. It cannot, surely, suffice that the applicant’s accountant, for example, who is a credible witness, puts forward a case of inability to pay. If there is conflicting evidence the court must have regard to that also. The court must reach a conclusion on the basis of the totality of the evidence placed before it, giving such weight to the various matters deposed to as is appropriate in the circumstances. The matter on which, in the end, the court is required to reach a conclusion is whether the company will be unable to pay.»

Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν και στη μεταγενέστερη σχετική αγγλική Νομολογία (βλ. Jirehouse Capital (an unlimited company) a.o. v. Beller a.o. [2008] EWCA Civ 908).

 

Εκείνο που αβίαστα προκύπτει από την πιο πάνω Αγγλική, σχετική, νομολογία, είναι ότι, για να αποσείσει ένας Eναγόμενος το βάρος που φέρει, ως Αιτητής, να αποδείξει ότι η Καθ' ης η Αίτηση / Ενάγουσα δεν είναι ικανή να καταβάλει τα έξοδα που τυχόν θα επιδικαστούν εναντίον της αν απορριφθεί η αγωγή, οφείλει να παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία η οποία να ικανοποιεί το Δικαστήριο, κατά τον χρόνο καταχώρισης και εξέτασης μίας αίτησης ως η υπό εξέταση, ότι η Καθ' ης η Αίτηση / Ενάγουσα εταιρεία δεν είναι και δεν αναμένεται να είναι ικανή να πληρώσει τούτα. Το βάρος αυτό, δεν αποσείεται με παρουσίαση μαρτυρίας που απλώς ικανοποιεί κρίση ότι δυνατόν η Καθ' ης η Αίτηση / Ενάγουσα να μην είναι ικανή να τα καταβάλει. Προκύπτει επίσης, πάντα κατά τα πιο πάνω αποφασισθέντα από τα Αγγλικά Δικαστήρια, ότι το Δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση, δύναται να συνυπολογίσει κάθε ενώπιόν του σχετική μαρτυρία, η οποία θα είναι προσδιοριστική των όσων αναμένεται να λάβουν χώρα στο μεταξύ, και δη από τον χρόνο εξέτασης της αίτησης μέχρι και τον χρόνο που αναμένεται να εκδοθεί η όποια τυχόν διαταγή για την καταβολή των εξόδων από την Καθ' ης η Αίτηση / Ενάγουσα, αφού τότε θα προκύψει η ανάγκη καταβολής τους.

Κατά τη γνώμη μου, η χρήση του όρου «αξιόπιστη μαρτυρία» από τον νομοθέτη[5], είναι ενδεικτική του αυξημένου βάρους που επωμίζεται σε ένα Εναγόμενο που επιδιώκει την έκδοση διατάγματος ως το υπό εξέταση. Ως το αντιλαμβάνομαι, η χρήση του όρου αυτού, σκοπό έχει να καταδείξει ότι το Δικαστήριο θα πρέπει, πρώτα, να εξετάσει τη μαρτυρία που προσκομίζει ο Eναγόμενος / Αιτητής και αφού κρίνει τούτην αξιόπιστη και επαρκή για απόσειση του βάρους που φέρει, τότε, και μόνο τότε, να ανατρέξει και να συνυπολογίσει κατά πόσο η Καθ' ης η Αίτηση / Ενάγουσα εταιρεία, προσκόμισε μαρτυρία που αναδεικνύει περιστάσεις που δικαιολογούν την απόρριψη της αίτησης. Διαφορετική προσέγγιση του ζητήματος, θα απέληγε στο να επιτρέπεται σε ένα Δικαστήριο να εξετάζει την ενώπιόν του συνολική μαρτυρία (που προσκομίστηκε και από τις δύο πλευρές), για σκοπούς κρίσης ως προς τη δυνατότητα μίας Ενάγουσας / Καθ' ης η Αίτηση εταιρείας να καταβάλει τυχόν εναντίον της επιδικασθέντα έξοδα, χωρίς προηγουμένως να αποφαίνεται ως προς το κατά πόσο ο Εναγόμενος / Αιτητής έχει αποσείσει το, νομολογιακώς αναγνωρισθέν, βάρος που έφερε, για ενεργοποίηση των προνοιών του άρθρου 382 του Κεφ. 113, ως ανωτέρω σημειώθηκε.    

 

Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο που τα διέπει

 

Κρίνεται σημαντικό, στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι, κατά τον Eναγόμενο 16, το Δικαστήριο (υπό την παρούσα σύνθεση) είναι δεσμευμένο από τις σχετικές κρίσεις του Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου Χρ. Φιλίππου – ως ήταν τότε - (στο εξής «ο Πρόεδρος Φιλίππου») στην απόφασή του επί της αίτησης του Eναγόμενου 5 για παροχή ασφάλειας εξόδων. Είναι η σχετική εισήγηση του Eναγόμενου 16 ότι, στο πλαίσιο της εν προκειμένω απόφασής του Πρόεδρος Φιλίππου έκρινε ότι οι εκεί Ενάγουσες / Καθ' ων η Αίτηση είναι αφερέγγυες, καθώς επίσης και ότι ή προς τούτο μαρτυρία που προσκόμισε ο Εναγόμενος 5 ‑ η οποία είναι η ίδια με τη σχετική μαρτυρία που προσκόμισε ο ίδιος στο πλαίσιο της υπό εξέταση αίτησης ‑ είναι επαρκής προς απόδειξη του γεγονότος αυτού. Γενικότερα, ο Εναγόμενος 16 εισηγείται ότι στη βάση των σχετικών κρίσεων στην εν λόγω απόφαση, το παρόν Δικαστήριο, δεν νομιμοποιείται να αποφασίσει διαφορετικά, και ότι το μόνο που παραμένει προς εξέταση είναι το ύψος του ποσού για το οποίο θα διαταχθεί η παροχή ασφάλειας εξόδων.

 

Με κάθε σεβασμό στην εισήγηση αυτή, και χωρίς να καθίσταται αναγκαίο να αποφανθώ ως προς το δεσμευτικό ή μη, στο παρόν Δικαστήριο, προηγούμενων κρίσεων στο πλαίσιο άλλης, όμοιας έστω, ενδιάμεσης αίτησης, κρίσιμα ζητήματα που εγείρονται, εν είδει ένστασης από πλευράς των Εναγουσών / Καθ' ων η Αίτηση στην επίδικη αίτηση, δεν έχουν κριθεί, από τον Πρόεδρο Φιλίππου, με αποτέλεσμα, η εισήγηση του Eναγόμενου 16 περί του ότι το μόνο που παραμένει προς εξέταση στο πλαίσιο της επίδικης αίτησης είναι η απόφαση ως προς το ύψος του ποσού για το οποίο θα πρέπει να παρασχεθεί ασφάλεια εξόδων, να μην με βρίσκει σύμφωνο.

 

Τέτοια ζητήματα, αφορούν την ικανότητα ή μη αυτών καθ’ αυτών των Εναγουσών / Καθ' ων η Αίτηση στην επίδικη αίτηση να καταβάλουν τα έξοδα που τυχόν να επιδικαστούν εναντίων τους, καθώς επίσης και το κατά πόσο είναι δυνατό να εκδοθεί διάταγμα, ως το κατ' αίτηση, εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση / Εναγουσών, τη στιγμή που η αγωγή προωθείται και από επιπρόσθετες Ενάγουσες οι οποίες έχουν ως έδρα την Κύπρο ή άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Επί του τελευταίου, ο Πρόεδρος Φιλίππου έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει το ζήτημα, καθότι είχε ήδη, σε προηγούμενο στάδιο της απόφασής του, αποφανθεί περί του ότι ο όμιλος εταιρειών Libra, στον οποίο ανήκουν οι εδώ Ενάγουσες ήταν αφερέγγυος, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται, ως έκρινε, η έκδοση του διατάγματος παροχής ασφάλειας εξόδων στη βάση των προνοιών του άρθρου 382 του Κεφ. 113, κάτι, που δεν καθιστούσε αναγκαία την εξέταση του ζητήματος αυτού, το οποίο αφορούσε, αποκλειστικώς, τη νομική βάση της Δ.60. 

 

Όσον, τώρα, αφορά στο θέμα της ικανότητας των Εναγουσών / Καθ΄ ων η Αίτηση στην αίτηση του Eναγόμενου 5 να καταβάλουν τα τυχόν εναντίον τους επιδικασθέντα έξοδα της αγωγής, ο Πρόεδρος Φιλίππου, εξέτασε το ζήτημα όχι ειδικώς για κάθε μια, τέτοια, Ενάγουσα, ώστε να υπάρχει σχετική κρίση για την οποία να ήταν δυνατό να εξεταστεί ζήτημα ενδεχόμενης δέσμευσης του Δικαστηρίου (υπό την παρούσα σύνθεση), αλλά, γενικότερα, του ομίλου εταιρειών Libra, καταλήγοντας ότι ο εν προκειμένω όμιλος ήταν αφερέγγυος.

Κατά συνέπεια, για τα ζητήματα αυτά, δεν έχει εκφραστεί σχετική κρίση από τον Πρόεδρο Φιλίππου, και επομένως δεν προκύπτει ζήτημα δέσμευσή του Δικαστηρίου, υπό την παρούσα σύνθεση (βλ. Carl Zeiss Stiftung v. Rayner & Keeler Ltd and Others (No. 3) [1969] 3 All E.R. 897 και D.S.V. SiloUnd VerwaltungsGesellschaft M.B.H. ν. Owners of the Sennar and 13 Other Ships [1985] 1 W.L.R. 490).  Εν πάση περιπτώσει, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ελλείπει ταύτιση διαδίκων μεταξύ της αίτησης του Εναγόμενου 5 και της επίδικης αίτησης, κριτήριο αναγκαίο για δημιουργία κωλύματος έγερσης ίδιου ζητήματος προς απόφανση (βλ, Παναγιώτης Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670, Αντριανή Χαραλάμπους ν. Μαρίας Χαραλάμπους (2008) 1Β Α.Α.Δ. 1298 Halsburys Laws of England/Civil Procedure (Volume 11 (2015) – (2) Res Judicata) και Halsburys Laws of England, fourth edition, reissue σελ. 857 – 868).)   

 

Θα εξετάσω δε τα ζητήματα αυτά ευθύς αμέσως, αφού, στην περίπτωση που οι σχετικοί λόγοι ένστασης ευσταθούν, η επίδικη αίτηση θα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Ως προς τη Δ.60, σε συμφωνία με τα όσα εισηγούνται οι Ενάγουσες / Καθ' ων η Αίτηση, κρίνω ότι ο Eναγόμενος 16 δεν κατάφερε να εντάξει την υπό εξέταση περίπτωση εντός της ασυνήθους συνθήκης που επιτρέπει παρέκκλιση από τον κανόνα πρακτικής που θέλει διάταγμα ως το κατ’ αίτηση να μην εκδίδεται εκεί που η αγωγή προωθείται από πέραν του ενός Ενάγοντα και κάποιος ή κάποιοι εξ αυτών έχουν ως έδρα τους την Κύπρο ή άλλο Κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν έχει, λόγου χάριν, τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να καταδεικνύει ότι στην περίπτωση που η αγωγή απορριφθεί σε σχέση με τον Eναγόμενο 16, η όποια διαταγή εναντίον των Εναγουσών / Καθ’ ων η Αίτηση που έχουν ως έδρα τους κράτος μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς τα έξοδα, θα αφορά σε ειδικό ποσοστό των επιδικασθέντων εξόδων της αγωγής και ξέχωρη από τις λοιπές, σχετικές, διαταγές για τις λοιπές Ενάγουσες με έδρα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες επιζητούν θεραπεία εναντίον του. Επί τούτου, αξίζει να υποδειχθεί ότι και ο ίδιος ο συνήγορος του Eναγόμενου 16, στην αγόρευσή του, επιχειρηματολογώντας ως προς το λογικό του ύψους του ποσού για το οποίο ζητείται η παροχή ασφάλειας εξόδων, προωθεί την θέση ότι, στη βάση της φύσης της παρούσας αγωγής, αλλά και της μαρτυρίας που αναμένεται να παρουσιαστεί από πλευράς των Εναγουσών για απόδειξη της, όλες οι δικάσιμοι που αναμένεται να αναλωθούν για την εκδίκαση της αγωγής θα πρέπει να συνυπολογιστούν για σκοπούς εκτίμησης των εξόδων που αναμένεται να επιδικαστούν υπέρ του πρώτου στην περίπτωση που απορριφθεί η αγωγή.  Επίσης, στο πλαίσιο σχετικών, με τον υπό εξέταση λόγο ένστασης, τοποθετήσεων του, ο συνήγορος του Εναγομένου 16 περιορίζεται, απλώς, να ισχυριστεί ότι «Σε σχέση με τον συγκεκριμένο λόγο ένστασης, ταπεινά εισηγούμαστε ότι τα όσα αναφέρονται ανωτέρω για την εφαρμογή του Άρθρου 382 του Περί Εταιρειών Νόμου απαντούν πλήρως το συγκεκριμένο λόγο ένστασης». 

 

Συναφώς, αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των μερών ότι η αγωγή προωθείται από 19 Ενάγουσες εταιρείες, που ανήκουν στην όμιλο εταιρειών Libra (εκ των οποίων οι 13 έχουν ως έδρα τη Κύπρο ή άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης), και έκαστη εξ αυτών, στη βάση των δικογραφημένων ισχυρισμών της, υπέστη οικονομική ζημιά, ως αποτέλεσμα, κατ’ ισχυρισμό, και πάλι, ενός δόλιου και απατηλού σχεδίου συγκεκριμένων φυσικών προσώπων (οι οποίοι είναι Εναγόμενοι στην παρούσα αγωγή και αποτελούν το πυρήνα των αδικοπραγησάντων, με τον Εναγόμενο 1 να είναι ο εγκέφαλος του σχεδίου), με τους λοιπούς Εναγόμενους (πλην των παράγωγα Εναγομένων), να παρουσιάζονται να ενεργούν προς εκπλήρωση του σχεδίου αυτού, με κοινό τρόπο δράσης (modus operandi), που είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, στη κάθε δικογραφημένη περίπτωση, περιουσία της κάθε Ενάγουσας να αποκτάται από τρίτους σε τιμή κατά πολύ χαμηλότερη της πραγματικής αξίας της και να προκαλείται στον όμιλο συνολική οικονομική ζημιά ύψους περί το €500.000.000,00. Ο δε λόγος, που προβάλλεται ως προς το γιατί η αγωγή προωθείται και από τις 19 Ενάγουσες – και επί τούτου δεν υπάρχει αντίλογος από πλευράς του Εναγόμενου 16, πλην, φυσικά, της υπερασπιστικής γραμμής του – είναι γιατί, κάθε τέτοια Ενάγουσα υπέστη συγκεκριμένη, κατ’ ισχυρισμό οικονομική ζημιά. Επίσης, ως και ο Εναγόμενος 16 προβάλλει, όλες οι Ενάγουσες εναποθέτουν τις όποιες ελπίδες τους για επιτυχή κατάληξη της αγωγής, στο αποτέλεσμα ενός εσωτερικού ελέγχου που διενήργησε συγκεκριμένη υπάλληλος του ομίλου, η οποία αναμένεται να καταθέσει κατά τη δίκη προς υποστήριξη της αγωγής για λογαριασμό όλων των Εναγουσών, με την εκτίμηση του πρώτου να θέλει 20 δικασίμους να αναλώνονται για την περάτωση της μαρτυρίας της, και αρκετές, άλλες δικασίμους να αναλώνονται για το, επίσης κοινό για τις Ενάγουσες, ζήτημα απόδειξης του δικαίου που διέπει τα επίδικα ζητήματα.

 

Είμαι της γνώμης ότι, στη βάση των ανωτέρω, στην περίπτωση που η αγωγή απορριφθεί δεν θα δικαιολογείται η ασυνήθης, ξέχωρη, ποσοστιαία επί του συνόλου των εξόδων της αγωγής, διαταγή ως προς τα έξοδα που θα επωμισθεί κάθε Ενάγουσα / Καθ’ ης η Αίτηση, η οποία έχει ως έδρα της κράτος μη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μόλις κρίση μου, δεν έχει σκοπό να προκαταβάλει την όποια τυχόν σχετική διαταγή θα εκδοθεί σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής – η οποία, προφανώς, θα εκδοθεί στη βάση της αποκρυσταλλωμένης, τότε, σχετικής εικόνας που θα προκύψει -, αλλά, απλώς, να καταγράψει το τί, σχετικώς, μπορεί να προβλεφθεί σήμερα.

 

Κάτι ακόμα, καμία μαρτυρία παρουσιάστηκε από πλευράς του Εναγόμενου 16, που να καταδεικνύει ότι στη περίπτωση που η διαταγή ως προς τα έξοδα θα είναι μια και θα αφορά όλες τις Ενάγουσες ή έστω όλες τις Ενάγουσες που επιζητούν θεραπεία από αυτόν, δεν θα καταφέρει να εισπράξει τα υπέρ του επιδικασθέντα έξοδα από τις Ενάγουσες που έχουν ως έδρα τους την Κύπρο ή άλλη χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως οι Ενάγουσες 6 και 13, εναντίον των οποίων στρέφεται η επίδικη αίτηση, ή οι Ενάγουσες 7, 10, 12, 16 και 17, οι οποίες είναι Κυπριακές ή Ελληνικές εταιρείες, εναντίον των οποίων, εν πάση περιπτώσει, δεν στρέφεται η επίδικη αίτηση, μολονότι προωθούν αξιώσεις εναντίον του. 

 

Ακόμα, και αν ήθελε θεωρηθεί ότι θα εκδιδόταν μια τέτοια ποσοστιαία και ξέχωρη διαταγή εξόδων εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση / Εναγουσών, τίποτα δεν έχει τεθεί από πλευράς του Εναγόμενου 16 ότι είναι δυνατός ο υπολογισμός τούτης, τόσο σε συνάρτηση με τις υπόλοιπες Ενάγουσες που επιζητούν θεραπείες από αυτόν, και δεν στρέφει εναντίον τους την επίδικη αίτηση, όσο και με έκαστη εκ των Καθ’ ων η Αίτηση / Εναγουσών. Τουναντίον, στη βάση της σχετικής τοποθέτησης του συνηγόρου του Εναγόμενου 16 στην αγόρευσή του, «Θα ήταν εξαιρετικά παράδοξο στο παρόν στάδιο να γίνει μια τέτοια άσκηση από πλευράς του Αιτητή», και τούτο στη βάση της έτερης τοποθέτησής του ότι, «…το σύνολο των Εναγουσών φαίνεται ότι προωθούν μια κοινή υπόθεση, υπό την έννοια ότι η μαρτυρία που θα προσκομιστεί θα είναι κοινή για τις Ενάγουσες[6].»           

 

Κατά συνέπεια, στον βαθμό που η επίδικη αίτηση εδράζεται επί των προνοιών της Δ.60, για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω, τούτη είναι έκθετη σε απόρριψη.

 

Ερχόμενος τώρα στις πρόνοιες του άρθρου 382 του Κεφ. 113, σε συμφωνία, και πάλι, με τα όσα εισηγούνται οι Ενάγουσες / Καθ' ων η Αίτηση, το κατά πόσο τούτες κατάφεραν με τη μαρτυρία που προσκόμισαν να αποδείξουν ότι είναι φερέγγυες – κάτι που εισηγούνται ότι το κατάφεραν -, θα πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο μόνο στην περίπτωση που ο Eναγόμενος 16 κατάφερε, μέσω δικής της αξιόπιστης μαρτυρίας, ως ο διάδικος που έφερε το σχετικό βάρος, να αποδείξει, πρώτα, την ανικανότητα τους να καταβάλουν τα έξοδα της αγωγής όταν προκύψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.       

 

Ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, προς απόδειξη της θέσης του περί αφερεγγυότητας των Καθ' ων η Αίτηση / Εναγουσών, ο Εναγόμενος 16 στηρίχθηκε στο περιεχόμενο των Τεκμηρίων 2 ‑ 6 της ενόρκου δηλώσεως που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση.

 

Σε συμφωνία με τα όσα, σχετικώς, εισηγούνται οι Ενάγουσες / Καθ' ων η Αίτηση, το Τεκμήριο 2 συντάχθηκε από πρόσωπο άγνωστο στο Δικαστήριο και στηρίχθηκε στη βάση κάποιων εγγράφων, τα οποία δεν αποκαλύφθηκαν στο Δικαστήριο ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος επί της ορθότητας των όσων εκεί καταγράφονται. Επίσης, για τις πλείστες Ενάγουσες / Καθ΄ ων η Αίτηση, περιοριστικά και μόνο, καταγράφεται, στο εν λόγω τεκμήριο, ότι δεν έχουν καταχωρίσει οικονομικές καταστάσεις στον έφορο εταιρειών, και στον βαθμό που αφορά στις Ενάγουσες / Καθ΄ ων η Αίτηση, οι οποίες έχουν ως έδρα τους χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι δεν ανηύρε σχετικά με την οικονομική κατάστασή τους στοιχεία. Τέλος, στη βάση πάντα του περιεχομένου του Τεκμηρίου 2, τα όσα εκεί καταγράφονται, αφορούν στην εικόνα που προέκυπτε με βάση τα στοιχεία που είχε ο συντάκτης του κατά τα έτη 2020 και 2021, και δη δύο περίπου χρόνια πριν την καταχώριση της επίδικης αίτησης και τρία περίπου χρονιά πριν την εξέτασή της. Το δε γεγονός ότι μια εταιρεία, κατά παράβαση, έστω, της σχετικής Νομοθεσίας, δεν καταχώρησε τις οικονομικές της καταστάσεις στο Έφορο Εταιρειών, δεν απολήγει, άνευ άλλου, σε ασφαλή κρίση περί οικονομικής δυσχέρειάς της ή αφερεγγυότητας της. Αναμενόμενο είναι, για σκοπούς απόσεισης του σχετικού βάρους, ένας εναγόμενος, που, στη βάση των προνοιών του άρθρου 382 του Κεφ. 113, ισχυρίζεται ότι η Ενάγουσα εταιρεία είναι ανίκανη να καταβάλει τα έξοδα που θα επιδικαστούν εναντίον της, να προσκομίσει, μέσω αξιόπιστης μαρτυρίας, συγκεκριμένα στοιχεία για την περιουσία που κατέχει τούτη ή τα χρέη της (βλ. Stirup (ανωτέρω), κάτι που δεν έπραξε ο Εναγόμενος 16 / Αιτητής. Επίσης, τα όσα καταγράφονται στο Τεκμήριο 2, είναι εντελώς μη διαφωτιστικά ως προς το ποια είναι σήμερα ή αναμένεται να είναι κατά το χρόνο που προβλέπεται να εκδοθεί η όποια τυχόν διαταγή εναντίον τους για καταβολή εξόδων λόγω ενδεχόμενης απόρριψης της αγωγής τους, η οικονομική κατάσταση των Καθ’ ων η Αίτηση / Εναγουσών.

 

Αναφορικά τώρα με το Τεκμήριο 3, σε τούτο, ρητώς, καταγράφεται ότι δεν ετοιμάστηκε με σκοπό να εμπεριέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες ως προς το χαρτοφυλάκιο και/ή τις συναλλαγές των εκεί αναφερόμενων Εναγουσών, και ότι, συνέπεια τούτου, ο παραλήπτης του εν λόγω τεκμηρίου οφείλει να προβεί στη δική του ανεξάρτητη σχετική έρευνα και ανάλυση. Αναφέρεται, επίσης, ότι, καμία εκ των εκεί πληροφοριών δεν έχει ειδικώς επαληθευτεί (independently verified). Επίσης, όπως συμβαίνει και με το Τεκμήριο 2, πρόκειται για έγγραφο, το οποίο αποτυπώνει την εικόνα που επικρατούσε κατά το 2020, και δη τρία περίπου χρόνια πριν την καταχώριση της επίδικης αίτησης και τέσσερα περίπου χρόνια πριν την εξέτασή της. Το βασικότερο, δε, είναι ότι, στο έγγραφο αυτό, δεν γίνεται αναφορά σε καμία εκ των Εναγουσών / Καθ΄ ων η Αίτηση. Υπενθυμίζω ότι το εν προκειμένω τεκμήριο καταγράφει τον δανεισμό διαφόρων εταιρειών του ομίλου Libra, και ότι σκοπό είχε να ενημερωθούν τρίτοι, τυχόν ενδιαφερόμενοι αγοραστές τραπεζικών διευκολύνσεων. Είναι ξεκάθαρο ότι, το περιεχόμενο του τεκμηρίου αυτού, δεν μπορεί να κριθεί ως αξιόπιστη μαρτυρία προσδιοριστική της ικανότητας των εδώ Εναγουσών / Καθ' ων η Αίτηση να καταβάλουν τυχόν έξοδα που θα επιδικασθούν εναντίον τους, αν και εφόσον, στο μέλλον, η αγωγή απορριφθεί.

 

Τα πιο πάνω ισχύουν και σε σχέση με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4, στη βάση του οποίου προκύπτει ότι ο αναφερόμενος στο Τεκμήριο 3 δανεισμός συγκεκριμένων εταιρειών του ομίλου Libra (όχι όμως οποιασδήποτε εκ των Εναγουσών / Καθ΄ ων η Αίτηση), εξαγοράστηκε, εντέλει, από συγκεκριμένη εταιρεία διαχείρισης κόκκινων δανείων, χωρίς να προσφέρει οτιδήποτε περαιτέρω, βοηθητικό της επίλυσης του ζητούμενου.

 

Όσον τώρα αφορά στις δύο Αγγλικές αποφάσεις (Τεκμήρια 5 και 6), με κάθε σεβασμό στη σχετική εισήγηση του Εναγόμενου 16, δεν είναι δυνατό οι εκεί αναφερόμενες κρίσεις να μπορούν να θεωρηθούν ως αξιόπιστη μαρτυρία για το ζητούμενο. Και τούτο γιατί, το δε Τεκμήριο 5, αφορά σε απόφαση και κρίση επί μίας εταιρείας του ομίλου Libra, η οποία δεν είναι καν Ενάγουσα στην παρούσα αγωγή, ενώ το Τεκμήριο 6, μολονότι αφορά σε κρίσεις αναφορικά και με κάποιες εκ των Εναγουσών της παρούσας αγωγής, δεν κρίνεται σχετική με το ζητούμενο και δη την οικονομική κατάστασή τους, τόσο κατά τον χρόνο καταχώρισης και εξέτασης της επίδικης αίτησης, όσο και κατά τον χρόνο που αναμένεται να καταβάλουν τυχόν έξοδα που θα επιδικασθούν εναντίον τους αν απορριφθεί η παρούσα αγωγή τους.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, είμαι της γνώμης, και ως εκ τούτου κρίνω, ότι η μαρτυρία που παρουσίασε ο Εναγόμενος 16, δεν μπορεί να κριθεί αξιόπιστη, και σίγουρα δεν μπορεί να κριθεί και επαρκής για να αποσείσει το σχετικό βάρος που έφερε, ώστε να ικανοποιήσει την υπό συζήτηση βασική προϋπόθεση του άρθρου 382 του Κεφ. 113, και να ενεργοποιήσει έτσι τις πρόνοιες του.

 

Είναι στη βάση της κρίσης αυτής, που θεωρώ ότι δεν προκύπτει, πλέον, ανάγκη, το Δικαστήριο να ανατρέξει στη σχετική με το ζητούμενο μαρτυρία των Εναγουσών / Καθ' ων η Αίτηση, αφού το σχετικό βάρος δεν μεταφέρθηκε στους ώμους τους.

 

Παρά την κρίση μου αυτήν, η οποία, στην ουσία, σφραγίζει και την τύχη της επίδικης αίτησης, και στο βαθμό που αυτή εδράζεται επί του άρθρου 382 του Κεφ. 113, σημειώνω ότι ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν τεθεί δεδομένα, τα οποία είναι αρκούντως διαφωτιστικά για σκοπούς εκτίμησης του ποια είναι σήμερα η επί του ζητούμενου εικόνα των Καθ΄ ων η Αίτηση / Εναγουσών. Και τούτο είναι η συμπεριφορά που έχουν επιδείξει από την ημέρα καταχώρισης της επίδικης αίτησης μέχρι και σήμερα, σε σχέση με τις λοιπές διαταγές που εκδόθηκαν για παροχή ασφάλειας εξόδων σε άλλους Εναγόμενους. Στο πλαίσιο των σχετικών διαταγών, όσες Ενάγουσες διατάχθηκαν να παρέχουν τέτοια ασφάλεια (μεταξύ των οποίων και Ενάγουσες / Καθ’ ων η Αίτηση στην επίδικη Αίτηση), την παρείχαν, χωρίς καθυστέρηση, με τις σχετικές διαταγές να αφορούν σε ένα συνολικό ποσό πέραν του €1.126.000, ενέργεια που καταδεικνύει ότι από το ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικό υλικό, στην ολότητά του ιδωμένο, δεν θα μπορούσε να προκύψει ασφαλής κρίση περί ανικανότητας των Καθ΄ ων η Αίτηση / Εναγουσών να καταβάλουν τυχόν έξοδα που θα επιδικασθούν εναντίον τους. Το σίγουρο, δε, είναι ότι, η εικόνα που επικρατεί σήμερα, στη βάση της πιο πάνω ικανοποίησης των σχετικών διαταγών παροχής ασφάλειας εξόδων που εκδόθηκαν στα πλαίσια αιτήσεων άλλων Eναγόμενων, δεν συμβαδίζει με την εικόνα, που κατά τον Εναγόμενο / Αιτητή, προκύπτει από τα Τεκμήρια 2 και 3, τα οποία ανάγονται στο έτος 2020 και 2021.

 

Έχοντας καταλήξει ως ανωτέρω, παρέλκει, κατά τη γνώμη μου, η ανάγκη να εξετάσω τον έτερο παράγοντα που, σε κάθε περίπτωση, συνυπολογίζεται, και δη αυτόν της ισχύς της υπόθεσης των Εναγουσών / Καθ' ων η Αίτηση. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, είμαι της γνώμης ότι ο εν προκειμένω παράγοντας δεν υπέχει τη σημασία που του αποδίδουν οι δύο πλευρές, καθότι, στη βάση του ενώπιόν μου μαρτυρικού υλικού, δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την περίπτωση εξόφθαλμης προοπτικής επιτυχίας ή αποτυχίας. Ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω κατά την παράθεση της νομικής πτυχής που διέπει το θέμα, ο παράγοντας αυτός υπέχει σημασίας εκεί που μπορεί το Δικαστήριο, στη βάση των ενώπιόν του στοιχείων, να εκτιμήσει, με ασφάλεια, αν ο Εναγόμενος / Αιτητής στερείται ουσιαστικής υπεράσπισης ή, συναφώς, ότι ο Ενάγοντας έχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να επιτύχει στην αγωγή του.

 

Στο στάδιο που βρίσκεται η παρούσα αγωγή, και στη βάση των όσων βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου και προκύπτουν μέσα από τον φάκελο, δεν βρισκόμαστε ενώπιον της περίπτωσης που μπορεί το Δικαστήριο να εκφράσει τέτοιες ασφαλείς κρίσεις, με αποτέλεσμα ο παράγοντας αυτός να μην υπέχει τη σημασία που του αποδίδουν οι δύο πλευρές.

 

Έχοντας καταλήξει, ως ανωτέρω, ότι ο Eναγόμενος 16 δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος που έφερε για να εντάξει την παρούσα περίπτωση είτε εντός της συνθήκης που επιτρέπει παρέκκλιση από τον κανόνα πρακτικής που δεν επιτρέπει την έκδοση του κατ’ αίτηση διατάγματος στη βάση των προνοιών της Δ.60, είτε την ανικανότητα αυτών καθ’ αυτών των Εναγουσών / Καθ΄ ων η Αίτηση να καταβάλουν τα έξοδα που τυχόν να επιδικαστούν εναντίον τους, που θα επέτρεπε την έκδοση του κατ’ αίτηση διατάγματος στη βάση των προνοιών του άρθρου 382 του Κεφ. 113, κρίνω ότι η επίδικη αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση του Δικαστηρίου με οποιουσδήποτε άλλους λόγους ένστασης που προβάλλονται από τις Ενάγουσες / Καθ' ων η Αίτηση. Κατά συνέπεια, η αίτηση απορρίπτεται.

 

Ως προς τα έξοδα δεν έχω κανέναν λόγο για να παρεκκλίνω του κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και κατά συνέπεια τούτα επιδικάζονται υπέρ των Εναγουσών 3, 6, 13, 19 και των παράγωγα Εναγομένων 70 και 73 και εναντίον του Eναγόμενου 16, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

(Υπ.)…………………………..

               Δ. Θεοδώρου, Π.Ε. Δ.

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Καμία εν των αιτήσεων αυτών δεν στρεφόταν εναντίον όλων των Εναγουσών, με τους Εναγόμενους Αιτητές να στρέφουν τις σχετικές τις αιτήσεις τους, ως επί το πλείστο, εναντίον των Εναγουσών που επιζητούν, μέσω της αγωγής, θεραπείες από αυτούς.

[2] Το ποσό των €426.000,00, για το οποίο εκδόθηκε η σχετική διαταγή, περιλαμβάνεται στο ανωτέρω αναφερόμενο ποσό των €1.126.000,00. Επίσης, ακολούθως, και πιο συγκεκριμένα στις 16.10.2024, η αγωγή σε σχέση με τον Εναγόμενο 5 αποσύρθηκε και εκδόθηκε και εκ συμφώνου διαταγή για επιστροφή στις Ενάγουσες / Καθ’ ων η Αίτηση, στην αίτησή του, του ποσού που κατέθεσαν προς συμμόρφωση με τη σχετική διαταγή του Δικαστηρίου.

[3] Οι Εναγόμενοι 5, 13, 25 και 26, περιλαμβάνονται στους 26 Εναγόμενους για οποίους η αγωγή αποσύρθηκε (σχετική αναφορά έγινε ανωτέρω).

[4] Υπογράμμιση δική μου, καθώς και όσες ακολουθούν.

[5] Τόσο στο άρθρο 382 του Κεφ. 113 όσο και στο άρθρο 726 του Companies Act 1985.

[6] Η σχετική αναφορά του συνηγόρου του Αιτητή υπέχει ουσιαστικής σημασίας και επί της ακριβώς προηγούμενης κρίσης του Δικαστηρίου, ότι και ο ίδιος θεωρεί την παρούσα αγωγή κατάλληλη για έκδοση, στη περίπτωση απόρριψης της, της συνήθους, κοινής για όλες τις Ενάγουσες, διαταγής ως προς τα εναντίον τους επιδικασθέντα έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο