
Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας
Ενώπιον: Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Αρ. Αίτησης: 1004/21
Ενδιάμεση Αίτηση Ημερ.:16.03.2023
Επί τοις αφορώσι την Εταιρεία Umera Limited
και
Επί τοις αφορώσι τα άρθρα 198, 199 και 200 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113
και
Επί τοις αφορώσι το προταθέν Σχέδιο Αναδιάρθρωσης και Συγχώνευσης της εταιρείας Umera Limited και της εταιρείας Alpha Credit Acquisition Company Limited, ως μοναδικού μετόχου αυτής
Ημερομηνία: 15 Νοεμβρίου, 2024
Εμφανίσεις:
Για Αιτήτρια: κ. Κασσιανής, κ. Βορκάς, κ. Ακλεξάνδρου και κ. Παρασκευας
Για Καθ΄ης η αίτηση, Alpha Credit Acquisition Company Limited: κα. Πολυβίου με κ. Μακρίδη
Για Καθ’ ων η αίτηση, Alpha Bank Cyprus, Alpha Διεθνών Συμμετοχών Μονοπρόσωπη και Sky-Cac Ltd: κ. Καλλένος με κ. Μίτλετον
Για Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου: κα. Θεοδώρου
Για Έφορο Εταιρειών και Έφορο φορολογίας: κα Αναστασιάδη
ΕΝΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στο πλαίσιο της υπό των ως άνω τίτλο και αριθμό Γενικής Αίτησης, η UMERA LTD (στο εξής «η UMERA»), εξασφάλισε στις 21.12.2021 διάταγμα με το οποίο επικυρώθηκε το σχέδιο αναδιάρθρωσης και συγχώνευσής της με την μοναδική μέτοχό της, Alpha Credit Acquisition Company Ltd (στο εξής «η ACAC»), στη βάση του οποίου η επιχείρηση, εργασίες, περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις της, αποκτήθηκαν, αναλήφθηκαν και απορροφήθηκαν από την ACAC και, ακολούθως, η UMERA διαλύθηκε χωρίς εκκαθάριση.
Δύο και πλέον χρόνια μετά, η Alpha Panareti Public Ltd (στο εξής «η Αιτήτρια»)[1], καταχώρησε την υπό εξέταση αίτηση, με την οποία επιδιώκει τον παραμερισμό του ανωτέρω αναφερόμενου διατάγματος συγχώνευσης και αναδιάρθρωσης (στο εξής «το διάταγμα συγχώνευσης»).
Για τους λόγους που θα διαφανούν κατωτέρω, δεν καθίσταται αναγκαία η λεπτομερής παράθεση των όσων αναφέρονται στο μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, αλλά και τις ενστάσεις που καταχωρήθηκαν. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι, δεδομένων των ισχυρισμών που προβάλλονται από πλευράς της Αιτήτριας, κρίθηκε αναγκαίο όπως δοθούν οδηγίες η αίτηση να επιδοθεί και στην Alpha Bank Cyprus Ltd (στο εξής «η Alpha Bank Κύπρου»), στην Alpha Διεθνών Συμμετοχών Μονοπρόσωπη (στο εξής «η Alpha Bank Ελλάδος»), καθώς επίσης και στη Sky Cac Ltd (στο εξής «η Sky Cac»). Αρχικώς, η αίτηση είχε επιδοθεί στην ACAC, στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (στο εξής “η Κεντρική Τράπεζα”), στον Έφορο Εταιρειών και στον Έφορο Φορολογίας.
Ως η Αιτήτρια προβάλλει, το διάταγμα συγχώνευσης θα πρέπει να παραμεριστεί, καθότι τούτο εκδόθηκε κατ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, και/ή ως αποτέλεσμα δόλιας απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων από πλευράς της UMERA και της ACAC και/ή καθότι τούτο δεν αποτελεί γνήσιο και έγκυρο σχέδιο συγχώνευσης, αφού η UMERA και η ACAC σκοπό είχαν να εκμεταλλευτούν τις πρόνοιες των άρθρων 198-200 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και να εξασφαλίσουν το εν προκειμένω διάταγμα με σκοπό να αποφύγουν και/ή παρακάμψουν τις πρόνοιες του Περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή θέματα Νόμου του 2015 (Ν.169/2015) (στο εξής «ο Νόμος 169/2015»), οι οποίες και τύγχαναν εφαρμογής στην περίπτωση τους. Πάντα κατά την Αιτήτρια, σκοπός της UMERA ήταν να μεταβιβάσει στην ACAC τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχε επί αριθμού συμβάσεων τραπεζικών διευκολύνσεων που εξαγόρασε, στο παρελθόν, από την Alpha Bank Κύπρου, η οποία (Alpha Bank Κύπρου), ως τράπεζα, είχε, σε προηγούμενους χρόνους, συνομολογήσει με τρίτους, μεταξύ των οποίων και η Αιτήτρια. Κάτι τέτοιο, ως η Αιτήτρια προτάσσει, μπορούσε να γίνει μόνο κατ’ εφαρμογή των προνοιών του Νόμου 169/2015, στον οποίο, ωστόσο, προβλέπονται συγκεκριμένες ασφαλιστικές δικλίδες και κριτήρια, που αν δεν ικανοποιηθούν δεν είναι δυνατή η εξαγορά, κριτήρια τα οποία η UMERA και η ACAC δεν ικανοποιούσαν, με αποτέλεσμα τούτες να εκμεταλλευτούν τις πρόνοιες των άρθρων 198 – 200 του Κεφ. 113 και να παραπλανήσουν το Δικαστήριο παρουσιάζοντας το όλο σχέδιο τους ως σχέδιο συγχώνευσης δυο εταιρειών και όχι ως σχέση αγοραπωλησίας πιστωτικών διευκολύνσεων.
Για σκοπούς παραμερισμού του διατάγματος συγχώνευσης, η Αιτήτρια προτάσσει και τη θέση ότι τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που αγόρασε η UMERA από την Alpha Bank Κύπρου, δεν μπορούσαν να μεταβιβαστούν στην ACAC, καθότι κατέχοντο από την πρώτη παράνομα, χωρίς άδεια, αλλά και γιατί, το σχέδιο συγχώνευσης των δυο αυτών εταιρειών, αλλά και η αρχική πώληση των τραπεζικών διευκολύνσεων από την Alpha Bank Κύπρου προς την UMERA, δεν είχαν λάβει γραπτή έγκριση από την Κεντρική Τράπεζα (απαιτήσεις που επιβάλλει το άρθρο 16 του Περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, Ν.66(1)/1997). Επίσης, προβάλλεται και η θέση ότι στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης δεν βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων και η ίδια η Αιτήτρια, η οποία δηλώνει πιστωτής της Alpha Bank Κύπρου και/ή εν πάση περιπτώσει, ενδιαφερόμενο μέρος. Τέλος, πάντα κατά την Αιτήτρια, το διάταγμα συγχώνευσης θα πρέπει να παραμεριστεί και γιατί τούτο εκδόθηκε κατά παράβαση των ρητών και επιτακτικών διατάξεων των Περί Εταιρειών Διαδικαστικών Κανονισμών, αλλά και γιατί, σε αυτό, δεν προβλέπονται, ο χρόνος, ο τρόπος και η διαδικασία, που, τυχόν διαφωνούντες με την έκδοση του, μπορούν να αποταθούν με σκοπό να το ανατρέψουν και/ή τροποποιήσουν.
Με εξαίρεση την Κεντρική Τράπεζα, τον Έφορο εταιρειών και τον Έφορο Φορολογίας, κάθε άλλο πρόσωπο προς το οποίο επιδόθηκε η επίδικη αίτηση, καταχώρησε ένσταση, προβάλλοντας, στην ουσία, πανομοιότυπους λόγους ένστασης (στο εξής «οι Καθ’ ων η Αίτηση»).
Δεν θεωρώ αναγκαίο να καταγράψω με λεπτομέρεια όλους τους λόγους αυτούς. Κρίνεται, ωστόσο, σημαντικό να σημειώσω ότι όλες οι εν προκειμένω Καθ’ ων η Αίτηση εταιρείες προβάλουν τη θέση ότι η επίδικη αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι η νομική βάση επί της οποίας εδράζεται δεν παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία να αποδώσει την αιτούμενη θεραπεία, και δη να παραμερίσει το διάταγμα συγχώνευσης. Προβάλουν επίσης, πάντα συναφώς, ότι, αυτό που η Αιτήτρια επιδιώκει μέσω της επίδικης αίτησης είναι το παρόν Δικαστήριο να ενεργήσει ως εφετείο ομόβαθμου Δικαστηρίου, δηλαδή να ανατρέψει τη κρίση του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου που εξέδωσε, στο πλαίσιο της Κυρίως Αίτησης, το διάταγμα συγχώνευσης, κάτι ανεπίτρεπτο.
Δεδομένων των, εν προκειμένω, λόγων ένστασης, κρίνεται ορθό να εξεταστούν τούτοι πρώτοι, καθότι στην περίπτωση που κριθούν τούτοι βάσιμοι, σφραγίζεται και η τύχη της επίδικης αίτησης χωρίς να είναι δυνατή η επί της ουσίας εξέταση της.
Επί του προκειμένου, τόσο ως προκύπτει από τη νομική βάση που καταγράφεται στο κύριο σώμα της επίδικης αίτησης, όσο και από τις σχετικές αναφορές των συνηγόρων της στη γραπτή αγόρευση τους, η Αιτήτρια θεωρεί ότι το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει την αιτούμενη θεραπεία, είτε στη βάση των προνοιών της Δ.48, θ.11, είτε κατ’ εφαρμογή των συμφυών εξουσιών του είτε, τέλος, στη βάση των προνοιών του άρθρου 32.2 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960.
Κατά τις διευκρινιστικές, σχετικές, προφορικές, τοποθετήσεις του συνηγόρου της Αιτήτριας κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, η νομική βάση του άρθρου 32.2 του Ν.14/1960, εγκαταλείφθηκε. Και ορθώς κατά τη γνώμη μου, αφού ως αβίαστα προκύπτει από το ίδιο το λεκτικό του, η προβλεπόμενη, εκεί, εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στην ακύρωση και/ή τροποποίηση παρεμπίπτοντος διατάγματος που εκδόθηκε δυνάμει των προνοιών του άρθρου 32.1 του εν λόγω Νόμου, κάτι που δεν αποτελεί το διάταγμα συγχώνευσης που επιδιώκεται να παραμεριστεί με την επίδικη αίτηση, με αποτέλεσμα οι πρόνοιες του άρθρου αυτού να μην μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την έκδοση του κατ’ αίτηση διατάγματος.
Προς υποστήριξη, τώρα, της θέσης ότι οι πρόνοιες της Δ.48, θ.11 παρέχουν εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα, η Αιτήτρια παραπέμπει σε διάφορες αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου της Κύπρου, οι οποίες καταπιάστηκαν με την εμβέλεια εφαρμογής της. Πιο συγκεκριμένα, παραπέμπει στην υπόθεση Ηλία ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγίας Νάπας (2009) 1 Α.Α.Δ. 365, καθώς επίσης και στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Έφεση 13/2020, μεταξύ των Ι.Ο.Α. ν. A.D.A, ημερομηνίας 24.03.2021, θεωρώντας ότι ο λόγος τους υποστηρίζει την θέση της αυτή. Από την άλλη οι Καθ’ ων η αίτηση, με παραπομπή, και αυτές, στο λόγο των εν προκειμένω αποφάσεων, υποστηρίζουν ότι οι πρόνοιες της Δ.48, θ.11, δεν παρέχουν στο Δικαστήριο την σχετική εξουσία.
Ως αβίαστα προκύπτει από τα όσα αναφέρθηκαν στις πιο πάνω αποφάσεις, σε συμφωνία με τα όσα προβάλουν οι Καθ’ ων η αίτηση, κρίνω ότι η εν προκειμένω νομική βάση δεν παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία να αποδώσει την αιτούμενη θεραπεία. Στην υπόθεση Ηλία, (ανωτέρω), εκείνο που αποφασίστηκε είναι ότι η Δ.48, θ.11, παρέχει στο Δικαστήριο εξουσία να παραμερίσει ένα διάταγμα ή μια απόφαση που εκδόθηκε, ερήμην διάδικου, στο πλαίσιο ενδιάμεσης αίτησης, εφαρμόζοντας, κατ’ αναλογία, τις ίδιες αρχές που εφαρμόζονται στην περίπτωση που επιδιώκεται ο παραμερισμός μιας τελικής απόφασης, είτε στη βάση των προνοιών της Δ.17, θ.10 (στη περίπτωση που δεν καταχωρήθηκε σημείωμα εμφάνισης από τον εναγόμενο), είτε της Δ.26, θ.14 (στη περίπτωση που ο εναγόμενος δεν καταχώρησε την υπεράσπιση του), είτε, τέλος, της Δ.33, θ.1 και θ.5, (στη περίπτωση που ένας ή και οι δύο διάδικοι δεν εμφανίστηκαν κατά την ημέρα της ακρόασης, επί της ουσίας, της υπόθεσης). Χαρακτηριστικό είναι το εξής απόσπασμα από την υπόθεση Ι.Ο.Α. (ανωτέρω), της τελευταίας χρονικά σχετικής απόφασης που εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά στην Ηλία:
«Αρχίζοντας από το θέμα της βάσης της αίτησης, η απόφαση στην Ηλία ήταν ότι έμμεσα η Δ.48, κ.11 ενσωματώνει τα κριτήρια που διέπουν τον παραμερισμό αποφάσεων που εκδίδονται στην απουσία διαδίκου σε αγωγή. Είναι υπ΄ αυτή την έννοια που αποφασίστηκε περαιτέρω ότι ενώ η Δ.17, κ.10 δεν είχε άμεση εφαρμογή, παρά ταύτα μπορούσε να αναφέρεται στο σώμα της αίτησης.
Οι ενδιάμεσες αιτήσεις δεν μπορούν να τυγχάνουν χειρισμού με ευθεία εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία μιας αγωγής. Ειδικότερα, στις ενδιάμεσες αιτήσεις δεν υπάρχει «εμφάνιση» εν τη εννοία της Δ.16 κ.1, ούτε και κατά συνέπεια υπάρχει ευθεία εφαρμογή, όπως ρητά αποφασίστηκε στη Ηλία, της Δ.17 που ρυθμίζει τα περί παράλειψης τέτοιας «εμφάνισης». Η αναφορά στη νομική βάση της Δ.17, κ.10 εν προκειμένω δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να έχει την έννοια ότι η Δ.17, κ.10 εφαρμόζεται ευθέως.
Ούτε θα μπορούσε ευθέως να εφαρμοστεί λ.χ. η Δ.33 η οποία ρυθμίζει την ακρόαση αγωγής. Μήτε, συνεπακόλουθα, θα μπορούσε να εφαρμοστεί ευθέως ο κ.5 της Δ.33 που ρυθμίζει την περίπτωση παραμερισμού απόφασης που εκδίδεται ερήμην λόγω παράλειψης διαδίκου να εμφανιστεί κατά την ημέρα της δίκης.
Οι διαπιστώσεις αυτές περί μη άμεσης εφαρμογής των δικονομικών διατάξεων που αφορούν σε αγωγές, ισχύουν πολύ περισσότερο εν προκειμένω, εφόσον, όπως τονίστηκε εμφαντικά στην Δημοσθένους ν. Δημοσθένους, Εφ. Αρ. 21/2019, ημερ. 29.6.2020, «ούτε ο Νόμος αρ. 216/90, ούτε και οι σχετικοί Διαδικαστικοί Κανονισμοί προνοούν, [.] την οποιαδήποτε ενδιάμεση διαδικασία, ειδικά με σκοπό την παροχή ενδιάμεσης διατροφής».
Δεν θα μπορούσε η διαδικασία αυτή των ενδιαμέσων διαταγμάτων διατροφής να ταυτιστεί, σε ότι αφορά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν, με τη θεσμοθετημένη διαδικασία και ακρόαση μιας αγωγής στα πλαίσια των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
Η πραγματική έννοια της Ηλία, στην οποία ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσίβλητης μας παρέπεμψε, είναι ακριβώς ότι οι επιμέρους αυτές διαδικαστικές διατάξεις που αφορούν σε αγωγές, δεν έχουν άμεση εφαρμογή στην περίπτωση ενδιαμέσων αιτήσεων, αλλά κατά τρόπο έμμεσο η Δ.48, κ.11 «ενσωματώνει τα κριτήρια που διέπουν τον παραμερισμό αποφάσεων που εκδίδονται στην απουσία διαδίκου σε αγωγή, όπως προβλέπεται από τη Δ.17, θ.10 και όπως ερμηνευθεί από αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου».»
Στη βάση των ανωτέρω, με δεδομένο ότι το διάταγμα συγχώνευσης αποτελεί τελική απόφαση του Δικαστηρίου, καθίσταται έκδηλο ότι η Δ.48, θ.11 δεν παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα και κατά συνέπεια, στο βαθμό που η αίτηση εδράζεται επί αυτής της νομικής βάσης είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
Όσον τώρα αφορά στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, ως έχει σημειωθεί στην σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου τούτες « .... δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου, ούτε έχουν ως λόγο την επέκτασή τους. Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου είναι εκείνες που εξυπακούονται από τη φύση της λειτουργίας του - Δικαστήριο της δικαιοσύνης - χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιόν του διαδικασιών.» (βλ. Σε ό,τι αφορά Αίτημα (Petition) του Αχιλλέα Κορέλλη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339).
Στη δε Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ.2) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1718, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:
«Στην Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) έχει λεχθεί ότι "σύμφυτη είναι η δικαιοδοσία του δικαστηρίου η οποία ενυπάρχει λόγω της ταύτισής της με το δικαστήριο και της αναγκαιότητας ύπαρξής της για τη λειτουργία του δικαστηρίου ως δικαστηρίου δικαίου. Δεν επεκτείνεται πέραν του ορίου τούτου, ούτε αποτελεί πηγή εξουσίας ανεξάρτητη από το νόμο και τους θεσμούς" (Βλ. και Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583, 587).
Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, οι δικονομικοί κανόνες για την άσκηση των εξουσιών του Κακουργιοδικείου προδιαγράφονται από το Κεφ. 155. Η τήρηση τους ενέχει μεγάλη σημασία για την απρόσκοπτη απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Η σπουδαιότητα του θέματος - διασφάλιση του δικαιώματος του εφεσείοντα να τύχει δίκαιης δίκης - δεν μπορεί να μεταβάλει τους κανόνες της αντιδικίας. Η εξουσία του Κακουργιοδικείου να ρυθμίζει τη διαδικασία ενώπιον του πρέπει να ασκείται με βάση τους δικονομικούς κανόνες. Οι συμφυείς εξουσίες του - όπως και στην υπόθεση Μαυρογένη - δεν αποτελούν μέσο και δεν παρέχουν ευχέρεια απόκλισης ή παράκαμψης των δικονομικών κανόνων.»
Ενδιαφέρουσα και διεξοδική ανάλυση της εμβέλειας της συμφυούς εξουσίας του Δικαστηρίου, με αναφορά και στις ανωτέρω αποφάσεις, γίνεται και στην Έφεση 3/2005 και 9/2005 του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, μεταξύ ΝΤ.Ν. ν. Ν.Ν., απόφαση ημερομηνίας 14.04.2020.
Στην προκειμένη περίπτωση, για τους λόγους που θα αναλυθούν κατωτέρω, στη βάση των όσων προβάλει προς υποστήριξη της επίδικης αίτησης, η Αιτήτρια, αφενός δεν μπορεί επιζητεί από τον παρόν Δικαστήριο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα και αφετέρου δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε ή υπάρχει άλλο ένδικο μέσο για να επιτύχει τον παραμερισμό του διατάγματος συγχώνευσης, και ότι συνεπεία της αδυναμίας αυτής, το παρόν Δικαστήριο διατηρεί συμφυή εξουσία να εκδώσει τούτο.
Εν πρώτης, ο βασικότερος ισχυρισμός της θέλει τα, έστω εντελώς περιορισμένα, γεγονότα (λόγω δόλιας, κατά την Αιτήτρια, απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων από πλευράς της Umera και Acac), που τέθηκαν ενώπιον του Προέδρου που εξέδωσε το διάταγμα, τον Δεκέμβριο του 2021, να του αποκαλύπτουν επαρκή στοιχεία που καταδείκνυαν, εξόφθαλμα, ως αιτιάται, ότι η ενώπιον του περίπτωση δεν αποτελούσε «γνήσιο» σχέδιο συγχώνευσης και αναδιάρθρωσης εταιρειών που διέπετο από τις πρόνοιες των άρθρων 198 – 200 του Κεφ. 113. Πιο συγκεκριμένα, συναφώς πάντα, κατά την Αιτήτρια, η εμβέλεια των εν προκειμένω άρθρων καλύπτει τις περιπτώσεις που μια εταιρεία επιδιώκει να προβεί σε συγκεκριμένη αναδιάρθρωση ή συγχώνευση με άλλη εταιρεία, και κάποιοι εκ των πιστωτών της ή των μελών της διαφωνούν με την επιδίωξη αυτή. Σε μια τέτοια περίπτωση, ως η Αιτήτρια αιτιάται, τα εν λόγω άρθρα παρέχουν στο Δικαστήριο, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, το δικαίωμα να εγκρίνει μια τέτοια αναδιάρθρωση ή συγχώνευση στη βάση της βούλησης της πλειοψηφίας των πιστωτών και/ή μελών της εταιρείας και να επιβάλει τούτη στους διαφωνούντες πιστωτές ή μέλη της.
Ως η Αιτήτρια προτάσσει, από το ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά τον Δεκέμβριο του 2021, μαρτυρικό υλικό (έστω εντελώς περιορισμένο λόγω της κατ’ επίκληση δόλιας, από πλευράς της UMERA και ΑCAC, απόκρυψης των ουσιωδών γεγονότων), προκύπτει ότι οι εταιρείες αυτές είχαν ένα και μόνο, κοινό, μέτοχο που επιθυμούσε τη συγχώνευση και ότι δεν προέκυπτε καμία διαφωνία των όποιων πιστωτών τους για το εγχείρημα αυτό[2], δεδομένα, που, ως ευρισκόμενα ενώπιον του Προέδρου που εξέτασε την Κυρίως Αίτηση, ως η Αιτήτρια προτάσσει, οδηγούσαν εξόφθαλμα σε κρίση ότι τα άρθρα 198-200 του Κεφ. 113 δεν τύγχαναν εφαρμογής στην ενώπιον του περίπτωση και ότι δεν επρόκειτο για «γνήσιο» σχέδιο συγχώνευσης. Μια τέτοια, όμως, τυχόν, κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της υπό εξέταση αίτησης, θα ισοδυναμούσε, χωρίς καμία αμφιβολία σε κρίση εν είδει εφετείου, κάτι ανεπίτρεπτο με βάση της σχετικής νομολογίας (βλ. Ελπίδα Ματθαίου ν. Παντελίτσας Σολωμόντος κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1201).
Στο βαθμό τώρα που επιδιώκεται η έκδοση του διατάγματος παραμερισμού στη βάση της θέσης της Αιτήτριας ότι αυτή αποτελούσε πιστωτή της Alpha Bank Κύπρου και κατά συνέπεια θα έπρεπε να ακουστεί στο πλαίσιο της Κυρίως Αίτησης προτού εκδοθεί το διάταγμα συγχώνευσης, σε συμφωνία με τα όσα, σχετικά, αποφάσισε και ο Χ. Χαραλάμπους, Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) στην Γενική Αίτηση 372/2019, απόφαση ημερομηνίας 04.02.2022 (στην οποία εξετάστηκε θέση όμοια με αυτή που προβάλλει η εδώ Αιτήτρια), το ζήτημα αυτό, ως αναγόμενο στη διακριτική εξουσία του Προέδρου που εξέδωσε το διάταγμα, δεν θα μπορούσε να εξεταστεί από το ίδιο το Δικαστήριο (ή ομόβαθμό του), αλλά «… ενδεχομένως εμπίπτει στη σφαίρα προνομιακών ενταλμάτων», παραπέμποντας για την κρίση του αυτή στο λόγο της Πολ. Αίτησης 32/2019, Επί τοις αφορώσι τον Λοϊζίδη, Παραλήπτη Διαχειριστή της ΚΠΧ Περατικός Λτδ, απόφαση ημερομηνίας 17.04.2019.
Και τούτο, προφανώς, γιατί, αφενός ο Περί εταιρειών Νόμος, Κεφ. 113, αλλά και ο Περί Εταιρειών Κανονισμός του 1944[3], ο οποίος τύγχανε (και τυγχάνει ακόμα) εφαρμογής κατά το χρόνο καταχώρησης και εξέτασης της Κυρίως Αίτησης, δεν επέβαλλαν την επίδοση της στους Πιστωτές της UMERA και της ACAC, και το κατά πόσο θα διατασσόταν μια τέτοια επίδοση αφηνόταν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Ο Πρόεδρος που επιλήφθηκε της Κυρίως Αίτησης, ασκώντας, προφανώς, την διακριτική του αυτή εξουσία, επέλεξε να μη διατάξει την επίδοση της στην Αιτήτρια ή άλλους δανειολήπτες και να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της ως είχε, κρίση, που για τους λόγους που αναφέρθηκαν μόλις πιο πάνω, δεν ελέγχεται από ομόβαθμό Δικαστήριο.
Επίσης, ο Περί Εταιρειών Νόμος και ειδικότερα το άρθρο 200 (1) (ε), παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο έκδοσης ενός διατάγματος συγχώνευσης ή αναδιάρθρωσης, να προνοήσει για το χρόνο, τρόπο και λήψη μέτρων σε σχέση με πρόσωπα τα οποία διαφωνούν με το συμβιβασμό ή διακανονισμό, όρους που δεν έθεσε ο Πρόεδρος που εξέδωσε το διάταγμα, ασκώντας, προφανώς την σχετική διακριτική εξουσία που του παρείχε ο Νόμος[4], με αποτέλεσμα, και πάλι, να τυγχάνουν εφαρμογής τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, ως προς την δυνατότητα μεταβολής της κρίσης αυτής από άλλο ομόβαθμο Δικαστήριο.
Στο βαθμό τώρα που η Αιτήτρια προωθεί την επίδικη αίτηση επί της κατ’ ισχυρισμό επιτήδειας και δόλιας συμπεριφοράς της UMERA και της ACAC και γενικότερα του ομίλου της Alpha Bank, τόσο έναντι του Δικαστηρίου, όσο και έναντι των πιστωτών της και δανειοληπτών, αυτό που εδώ ενδιαφέρει είναι το κατά πόσο το διάταγμα εκδόθηκε στη βάση αυτής της συμπεριφοράς και όχι το κατά πόσο η Αιτήτρια υπέστη οποιαδήποτε ζημιά συνεπεία τούτης, για την οποία, προφανώς, μπορεί να επιδιώξει εξασφάλιση θεραπείας μέσω άλλου ένδικου μέσου.
Επί του ζητούμενου, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, πάντα κατά την Αιτήτρια, η επικαλούμενη δόλια συμπεριφορά της UMERA, της ACAC και γενικότερα του ομίλου της Alpha Bank[5], δεν στέρησε τη δυνατότητα του Προέδρου, που εξέδωσε το διάταγμα συγχώνευσης, να αντιληφθεί το βασικότερο παράπονο της, και δη ότι η Κυρίως Αίτηση δεν αφορούσε ένα γνήσιο σχέδιο συγχώνευσης το οποίο διέπεται από τις πρόνοιες των άρθρων 198 - 200 του Κεφ. 113. Η μη ένταξη της εν προκειμένω περίπτωσης εντός της εμβέλειας των ανωτέρω άρθρων, πάντα κατά την Αιτήτρια, ήταν εμφανής στο Δικαστήριο κατά τον χρόνο εξέτασης της ουσίας της Κυρίως Αίτησης, παρά της όποιας δόλιας απόκρυψης γεγονότων από πλευράς της UMERA και της ACAC, στη βάση του ίδιου του λεκτικού του Σχεδίου προς έγκριση.
Κάθε τι άλλο προβάλλεται από πλευράς της Αιτήτριας σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό δόλια συμπεριφορά των ομίλου Alpha Bank, άπτεται της θέσης της ότι, συνεπεία της δόλιας αυτής συμπεριφοράς, υπέστη και υπόκειται οικονομική ζημιά.
Για τους πιο πάνω λόγους, το Δικαστήριο δεν μπορεί, κατ’ επίκληση της συμφυούς εξουσίας του, να εκδώσει το κατ’ αίτηση διάταγμα.
Ως προς τις συνέπειες σε μια δικαστική διαδικασία όταν η νομική της βάση δεν παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να αποδώσει την κατ’ αίτηση θεραπεία, σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην Μιχαήλ ν. Σκορδή (2003) 1 Α.Α.Δ. 1108. Έχουν ως εξής:
«Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά στη διαπίστωση του δικάσαντος Δικαστηρίου ότι η αίτηση εστερείτο ορθής νομικής βάσης, μεμπτότητα η οποία, καθιστούσε εξ υπαρχής άκυρη την αίτηση και ως εκ τούτου, μη δυνάμενη να προωθηθεί. Η διαπίστωση είναι ορθή. Οι κανονισμοί επί των οποίων στηρίχθηκε η αίτηση δεν ενεργοποιούσαν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί της αίτησης, μεμπτότητα η οποία θα δικαιολογούσε την απόρριψη της αίτησης χωρίς ο,τιδήποτε άλλο.»
Κατά συνέπεια, η επίδικη αίτηση απορρίπτεται χωρίς να καθίσταται αναγκαία η όποια κρίση επί των υπό αμφισβήτηση γεγονότων που περιβάλλουν της αίτηση, κάτι που κατά τη γνώμη μου, θα ήταν λάθος να γίνει στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης, ώστε να μην προκαταβάλω την οποιαδήποτε τυχόν σχετική δικαστική κρίση επί άλλου ενδεχομένως σχετικού αιτήματος που θα ήθελε η Αιτήτρια προωθήσει μέσω άλλης οδού.
Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανένα λόγο να παρεκκλίνω του κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και κατά συνέπεια τούτα επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Κατά τον υπολογισμό των εξόδων, ο/η Πρωτοκολλητής να συνυπολογίσει ότι μόνο συγκεκριμένοι Καθ’ ων η Αίτηση καταχώρησαν και προώθησαν μέχρι τέλους ενστάσεις, καθώς επίσης και ότι κάποιοι εξ αυτών έτυχαν κοινής νομικής εκπροσώπησης.
(Υπ.)………………………….
Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΧΨ
[1] Μολονότι στις αγορεύσεις των συνηγόρων της Αιτήτριας γίνεται αναφορά σε ομάδα Αιτητών, και στη προτελευταία παράγραφο του κυρίως σώματος της επίδικης αίτησης σε «επισυνημμένο κατάλογο Αιτητών», εντούτοις τέτοιος κατάλογος δεν επισυνάπτεται στην επίδικη αίτηση, ενώ σε άλλα, καίρια σημεία της, αλλά και στο μαρτυρικό υλικό που την υποστηρίζει, ως Αιτήτρια αναφέρεται μόνο η Alpha Panareti Public Ltd (βλέπε τίτλο της Αίτησης και σχετικές αναφορές στην ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει).
[2] Προς τούτο παραπέμπει στο ίδιο το λεκτικό του σχεδίου συγχώνευσης (εκεί ορίζεται ως σχέδιο διακανονισμού) που ήταν ενώπιον του Προέδρου κατά την εξέταση της Κυρίως αίτησης.
[3] Βλέπε, συνδυαστικά, Κανονισμούς 5, 6 και 8.
[4] Ως προς την εξουσία αυτή του Δικαστηρίου, αλλά γενικότερα για την όποια εξουσία του παρέχει το άρθρο 200 του Κεφ. 113, ο νομοθέτης χρησιμοποιεί τον όρο «δύναται».
[5] Η απόκρυψη από το Δικαστήριο και τις Κρατικές Αρχές των ουσιωδών γεγονότων που περιβάλλαν την απόκτηση από την UMERA των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των τραπεζικών διευκολύνσεων που της εκχώρησε η Alpha Bank Κύπρου.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο