Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Ανδρέας Ανδρέου, Αρ. Υπόθεσης: 6940/2021, 28/5/2024
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Ανδρέας Ανδρέου, Αρ. Υπόθεσης: 6940/2021, 28/5/2024

EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

                                                                                         Αρ. Υπόθεσης: 6940/2021

                                    Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας

                                    εναντίον                                            

                                                    Ανδρέας Ανδρέου      

                                                                                                            Κατηγορούμενος

Ημερομηνία: 28.5.24

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Θεοδότου   

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Ανδρέου    

Κατηγορούμενος: Παρών

                                                             AΠΟΦΑΣΗ

Δύο είναι οι κατηγορίες που προσάπτονται στον κατηγορούμενο με το υπό κρίση κατηγορητήριο για τα όσα κατ΄ισχυρισμόν έλαβαν χώρα την 16.10.20 στο Καλό Χωριό της Επαρχίας Λευκωσίας. Σύμφωνα με τα πρωτογενή γεγονότα των κατηγοριών, ο κατηγορούμενος, κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία παράνομα επιτέθηκε στον Νεόφυτο Στυλιανού[1] (1η κατηγορία), απειλώντας τον με τη φράση «θα σε σκοτώσω να πάεις στα ανάθθεμα»[2] (2η κατηγορία).

Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής:

Δύο μάρτυρες κατέθεσαν εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής προς απόδειξη των κατηγοριών. Μετά το πέρας της μαρτυρίας της κατηγορίας, το Δικαστήριο με απόφαση του, κάλεσε τον κατηγορούμενο σε απολογία. Ο κατηγορούμενος επέλεξε όπως καταθέσει ενόρκως, καλώντας προς υπεράσπιση του ακόμη μία μάρτυρα.

Ο παραπονούμενος (ΜΚ1), υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του, Τεκμήριο 1. Σύμφωνα με αυτήν, διαμένει στο Καλό Χωριό Ορεινής, στην περιοχή «Γωνιές» πάνω σε ύψωμα. Πιο κάτω από το σπίτι του, διαμένει ο κατηγορούμενος, με τον οποίον τα τελευταία χρόνια έχουν σοβαρές διαφορές.

Την επίδικη ημέρα και ώρα 06:35 π.μ έφυγε από την οικία του για να μεταβεί στην εργασία του, χρησιμοποιώντας όπως κάθε άλλη ημέρα, την ίδια διαδρομή, η οποία αναπόδραστα, λόγω διαμόρφωσης του δρόμου, περνά μπροστά από το σπίτι του κατηγορούμενου. Μόλις ο κατηγορούμενος αντιλήφθηκε ότι ο πρώτος ξεκίνησε για την εργασία του, ξεκίνησε το όχημα του, σταθμεύοντας αυτό «μούτρα προς το όχημα του παραπονούμενου», με αποτέλεσμα να του φράξει τον δρόμο. Ο δρόμος είναι στενός με αποτέλεσμα ο παραπονούμενος να μην μπορεί να περάσει. Ο κατηγορούμενος πήγε προς το μέρος του παραπονούμενου με τους δύο σκύλους του, λυκόσκυλο και κυνηγετικό, οι οποίοι ήταν χωρίς λουρί, κρατώντας μια βέργα στα χέρια του. Ο τελευταίος φοβούμενος ότι θα του επιτεθεί, κάλεσε την αστυνομία. Ο κατηγορούμενος έβαλε το δεξί του χέρι μέσα από το ανοικτό τζάμι του αυτοκίνητου του παραπονούμενου, κτυπώντας με δύναμη τρείς φορές πάνω στο τιμόνι του οχήματος και συγκεκριμένα επί της κόρνας αυτού, χρησιμοποιώντας την γροθιά του, απειλώντας τον με την φράση της δεύτερης κατηγορίας. Όπως γύρισε ο κατηγορούμενος να φύγει, κτύπησε τον παραπονούμενο «με το δεξί του χέρι στη δεξιά πλευρά του λαιμού του». Ο κατηγορούμενος αφήνοντας το όχημα του εκεί σταθμευμένο, κατευθύνθηκε πρώτα προς το δάσος με τους σκύλους του, και αργότερα εντός της οικίας του. Ένεκα της παρέμβασης της αστυνομίας, ο κατηγορούμενος αναγκάστηκε να μετακινήσει το όχημα του. Από το κτύπημα επί της κόρνας, αναβόσβηνε η λάμπα του αερόσακου. Η αστυνομία παρέδωσε στον παραπονούμενο, όταν αυτός μετέβη τελικώς στον αστυνομικό σταθμό για υποβολή παραπόνου, έντυπο που όφειλε να συμπληρωθεί σε περίπτωση εξέτασης του από κυβερνητικό ιατρό. Στη συμπληρωματική κατάθεση του (Τεκμήριο 2), καταγράφει ότι ο κατηγορούμενος του απέκοψε την πορεία την ώρα που ο ίδιος σταμάτησε για να πετάξει τα σκύβαλα στο Κοινοτικό σκυβαλοδοχείο που βρίσκεται δίπλα από το σπίτι του κατηγορούμενου. Σε ό,τι αφορούσε τη ζημιά επί του οχήματος του δήλωσε ότι, «η ζημιά που έγινε στις λάμπες του αυτοκινήτου μου, ήταν λόγω της μετακίνησης του πλαστικού της κόρνας του αυτοκινήτου. Όταν το έβαλα ο ίδιος στη  θέση του διορθώθηκε και δε χρειάστηκε να πάω σε τεχνικό».

Αναγνώρισε κατά τη ζώσα μαρτυρία του τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο που του επιτέθηκε απειλώντας τον, δηλώνοντας ότι εκκρεμεί μεταξύ τους αριθμός υποθέσεων, λόγω των διαφόρων προβλημάτων που έχουν. Τα τελευταία δεκατρία (13) χρόνια σημείωσε, δέχεται παρενόχληση όχι μόνο από τον κατηγορούμενο αλλά και από τον ευρύτερο οικογενειακό κύκλο του τελευταίου, με αποκορύφωμα τον ξυλοδαρμό που υπέστη από συγγενείς του κατηγορούμενου, όταν αυτοί παρανόμως εισήλθαν εντός της οικίας του. Έναυσμα για όσα εκτυλίχθηκαν την επίδικη ημερομηνία αποτέλεσαν τα όσα προηγήθηκαν την 15.10.2020. Ο κατηγορούμενος κυκλοφορούσε μέσα στο δάσος, πλησίον της οικίας του παραπονούμενου με το σκύλο του, στον οποίο επίτηδες φόρεσε μια «καμπανέλλα όπως αυτές που φέρουν οι αγελάδες» για να προκαλέσει αναστάτωση και θόρυβο. Αποκρινόμενος ο παραπονούμενος του είπε: «αφού σου αρέσκει έτσι πολλά ο τόπος να έρχεστε να φέρνεις τη γυναίκα τζαι τα κοπελλούθκια σου να πίνουμε καφέ, ρε». Ο κατηγορούμενος φέρεται να το θεώρησε προσβλητικό, εξ’ ου και την επόμενη ημέρα, αποφάσισε να του φράξει τον δρόμο και να του επιτεθεί.

Συμφώνησε με τον κ. Ανδρέου αντεξετασθείς, ότι όντως καταβλήθηκαν προσπάθειες στο παρελθόν για εξεύρεση μιας εξωδικαστηριακής λύσης σε ότι αφορούσε τις μεταξύ τους (πολυάριθμες) εκκρεμούσες ποινικές υποθέσεις. Συμφώνησε επίσης ότι την 17.2.22 είχαν λάβει χώρα εκατέρωθεν αποσύρσεις παραπόνων, με απότοκο την διακοπή ενώπιον Δικαστηρίου ποινικών υποθέσεων, αρνούμενος όμως ότι: (α) η  παρούσα αποτελούσε μια εξ’ αυτών που είχε υποσχεθεί ότι θα απέσυρε[3] στο μέλλον και (β) ότι καταχρηστικά προωθεί αυτήν, με σκοπό την ταλαιπωρία του κατηγορούμενου. Η ακόλουθη στιχομυθία κρίνεται σημαντική:

«E. Για να τελειώσουμε τούτο το κομμάτι, δηλαδή συμφωνάτε μαζί μου, κύριε μάρτυς, ότι στις 17.2.22 βρεθήκατε εδώ που είχατε υποθέσεις ο ένας εναντίον του άλλου τζαι αποσυρθήκαν οι υποθέσεις; Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος, αφού εδώσατε υποσχέσεις ότι δεν θα γίνεται φίλοι αλλά ότι εν να σταματήσει να ασχολείται ο ένας με τον άλλον; Κάπως έτσι; Ότι εσύ θα απόσυρες όλες τις υποθέσεις που είχες ως παραπονούμενος και ο κύριος Ανδρέας και απέσυρε κάποιες τζαι αυτή είναι που τζείνες που έμειναν εκτός, γιατί είπατε ότι θα τις αποσύρετε άλλη φορά;

A.   Όχι δεν συμφωνώ μαζί σας, δεν είναι σωστά που τα λέτε, δεν είναι έτσι.

Ε. Πώς είναι;

A. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Τη συγκεκριμένη μέρα που αναφέρεσαι, ναι όντως έγινε τούτη η προσπάθεια τζαι είπαμε ότι μετά που πολλές φορές που τους έδωσα την ευκαιρία, άτε λαλώ, πέρκι ησυχάσουμε να τα κλείσουμε να ζήσουμε τη ζωή μου εγώ τζαι τζείνοι τη ζωή τους, να μεν μπαίνουν μέσα στα πόθκια μου, να μην πιάνουν, τζαι αποφασίσαμε να φύγουμε κάποιες υποθέσεις. Τη συγκεκριμένη μέρα έφυγα τους τρεις υποθέσεις, που τις πολλές που έχω μαζί του, με τον αδελφό του που μου επιτέθηκε, ο ξάδελφος του άλλη μέρα. Εγώ εν μπορώ να φκω τον χώρο του κτιρίου, να έρθουν να με παρενοχλήσουν κάποιοι που τους συγγενείς τους συνέχεια. Απόσυρα τους τρείς. Αποσύραν μου τρείς τζαι άφησα το ανοικτό το ενδεχόμενο γιατί η σοβαρή που έχουν που δέχτηκα κτύπημα μέσα στο σπίτι μου, τζαι γνωρίζεται το πολύ καλά, γνωρίζετε πολύ καλά εσείς τι λέω, η υπόθεση η σοβαρή που έχουν εναντίον τους εντάξει; Δεν ήταν στα πλαίσια εκείνης της συμφωνίας που εκάναμε τζαι αντί ο ίδιος που υποτίθεται κόφκει ο νους του, είναι στρατιωτικός ο άνθρωπος να σκεφτεί να πει ότι, «ναι ρε κουμπάρε, να τα έβρουμε, να κάνουμε τούτο το πράγμα» εντάξει; Ότι διά μας την ευκαιρία να μην κάτσουν φυλακή, να μην κάτσουν, να μην πληρώσουμε τζαι να τα κλείσουμε ούλλα, αντί να το σκεφτούν τούτο το πράγμα, «έλα ρε, να τα έβρουμε για τούτες τις ζημιές, έλα κάτι να νιώθεις τζαι εσύ ότι εν εντάξει, δικαιώθηκες έμεινες μακριά που τη δουλειά σου τόσο τζιαιρό που εκτυπήθηκες που εμπήκαν μέσα στο σπίτι μου που με κτύπησαν, όχι!» Η απαίτηση ήταν να έρθω να τους αποσύρω ούλους τις υποθέσεις τους τζαι να μείνω εγώ να βουρώ Δικαστήρια. Όχι φίλε μου, εν εκαταλάβατε καλά.  

Δικαστήριο: Αυτή η υπόθεση που εκδικάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου αποτελούσε μια από τις υποθέσεις που είπατε εσείς ότι θα αποσύρετε σε μεταγενέστερο στάδιο;

Α. Δεν  μπορώ να ξέρω ποιες υποθέσεις είναι. Ο καθένας μας έχουμε που 7, 8 υποθέσεις. Δεν ξέρω εγώ τζαι ευτυχώς που έγινε τούτο το πράγμα τη συγκεκριμένη, εκείνη τη μέρα, που δεν απέσυρα, γιατί ήταν να αποσύρω τζαι φάνηκε στην πορεία ότι η πρόθεση τους ήταν απλά να πληρώσω εγώ ούλλη τη ζημιά».

Ερωτηθείς σχετικά, απάντησε ότι η ανακοπή του οχήματος του από τον κατηγορούμενο δεν ήταν σε καμία περίπτωση τυχαία, αφού σκοπός του πρώτου ήταν να έρθουν αντιμέτωποι για όσα είχαν προηγηθεί την 15.10.20. Όταν τον πλησίασε o κατηγορούμενος, τον εξύβρισε με την φράση της δεύτερης κατηγορίας καλώντας τον όπως μην ξαναπιάσει τη γυναίκα του στο στόμα του, ενώ όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες δέχθηκε το κτύπημα εξήγησε ότι :

 «Οι σκύλοι ήταν ελεύθεροι τζαι τη βέρκα την εκρατούσε με το αριστερό του τζαι με   το δεξί του χέρι το εκτύπαν μέσα στο αυτοκίνητο τζαι να σημειώσω ότι η γροθιά που δέχθηκα ήταν επιπόλαια. Ούτε καν έπρεπε να το κάμει. Τον εκατάλαβα τζείνη την ώρα ότι ήταν σε υπερένταση τζείνος, ήταν επιπόλαια, αλλά εγώ δεν το εμπορούσα να μην το αναφέρω, διότι δαμέ αν αψιουριστώ μέσα στο σπίτι μου και ακούσει το ο Αντρέας εν να πιάσει την αστυνομία τηλέφωνο και να κάμει παράπονο στο τηλέφωνο τούτος ή η γυναίκα του ή τα κοπελλούθκια του».

  Απότοκο του κτυπήματος ήταν ένα «ελαφρύ κοκκίνισμα».

Στη θέση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος είχε τη λανθασμένη εντύπωση ότι ο  δρόμος ήταν «ιδιωτικός», ο παραπονούμενος δήλωσε τη διαφωνία του με αυτή την τοποθέτηση συμπληρώνοντας ότι ο δρόμος υπήρχε, προ της κτίσης της οικίας του παραπονούμενου. Στη θέση του κ. Ανδρέου ότι το μόνο που έκανε ο κατηγορούμενος εκείνη την ημέρα ήταν: «να έρθει στο παράθυρο και να του κάνει αυστηρή, με αυστηρό ύφος παρατήρηση, να μην ξαναβάλει στο στόμα του τη σύζυγο και θυγατέρα του», ο μάρτυρας απάντησε ότι: «Αν ήταν αυστηρή προειδοποίηση και μόνο, δεν θα χρειαζόταν ούτε να κτυπά με μπουνία πάνω στο τιμόνι του αυτοκινήτου ούτε να με κτυπήσει εμένα εκείνη την ημερά». Στη θέση δε ότι την ώρα που του έκανε παρατήρηση ο κατηγορούμενος, αυτός, δεν πλησίασε τον μάρτυρα και συνεπώς ο τελευταίος δεν υπάρχει περίπτωση να αισθάνθηκε απειλή, ο ΜΚ1 απάντησε ότι μόλις προ ολίγου, η υπεράσπιση παραδέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος πλησίασε το παράθυρο του οχήματος του.  

Σημειώνεται στο στάδιο αυτό η Εκ Συμφώνου κατάθεση του Τεκμήριο 3 στη διαδικασία η οποία αφορά στην κατάθεση του Αστ.4295 Αθανασίου. Ο Αστ.4295 παρέδωσε στον ΜΚ1 σχετικό ιατρικό έντυπο στην περίπτωση που επιθυμούσε την εξέταση του από Κυβερνητικό Ιατρό. Αυτό παρέλαβε εκ νέου από τον παραπονούμενο εντός της ίδιας ημέρας σε κατοπινό στάδιο, με τον παραπονούμενο να δηλώνει ότι δεν επιθυμούσε την εξέταση του.

ΜΚ2 ο Αστυφύλακας 1596, εξεταστής της παρούσας. Σύμφωνα με την κατάθεση του, Τεκμήριο 4, υπηρετεί στον Αστυνομικό Σταθμό Κλήρου. Την επίδικη ημέρα και ώρα 06:20 έλαβε τηλεφώνημα από τον παραπονούμενο ο οποίος του κατήγγειλε ότι ενώ διερχόταν από την Οδό ΧΧΧ, ο κατηγορούμενος, αφού πρώτα του απέκοψε το δρόμο με το αυτοκίνητο του, του επιτέθηκε κτυπώντας τον στο λαιμό, κάτω από τη δεξιά παρειά. Κατά την μετάβαση του στο χώρο, βρήκε το όχημα του κατηγορούμενου σταθμευμένο εντός του δρόμου και τον ίδιο εντός της οικίας του. Ο παραπονούμενος δεν έφερε οποιονδήποτε εμφανή τραυματισμό. Μετά από παρέμβαση του, ο κατηγορούμενος μετακίνησε το όχημα του. Την 22.10.20 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο (Τεκμήριο 5), εκδίδοντας του σχετικό εξώδικο για παρεμπόδιση της κυκλοφορίας. Ο κατηγορούμενος αποπλήρωσε το πρόστιμο εντός της προθεσμίας. Στη γραπτή κατηγορία που του αποδόθηκε, (Τεκμήριο 6), ο κατηγορούμενος απάντησε ότι δεν παραδέχεται. Υπηρετεί, δήλωσε ο μάρτυρας αντεξετασθείς στους κόλπους της αστυνομίας τα τελευταία 30 χρόνια, εκ των οποίων τα 27 στη διερεύνηση υποθέσεων. Στον συγκεκριμένο αστυνομικό σταθμό υπηρέτησε από το 2007-2010 και από το 2013 μέχρι σήμερα. Γνωρίζει ότι αμφότεροι εμπλεκόμενοι συχνά καταγγέλλουν ο ένας τον άλλον, αναγνωρίζοντας, ως του υποδείχθηκε από την υπεράσπιση, επιστολή Ιανουαρίου του 2024, του Αστυνομικού Σταθμού Κλήρου προς τον κατηγορούμενο, με τίτλο «Βεβαίωση Καταγγελιών». Σε αυτήν καταγράφονται τα παράπονα/ καταγγελίες που υπέβαλε ο κατηγορούμενος έναντι του παραπονούμενου (Τεκμήριο 7) για τα έτη 2018-2024. Συμφώνησε με την υπεράσπιση ο μάρτυρας ότι, άμεση απάντηση του κατηγορούμενου όταν κλήθηκε να μετακινήσει το όχημα του ήταν οτι: «ο δρόμος ήταν ιδιωτικός», και ότι, «αφού τον εξυβρίζει και επιδεικνύει τέτοιες συμπεριφορές, (ο παραπονούμενος), δεν θα ξαναπεράσει». Ο κατηγορούμενος άμεσα συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις του ΜΚ2. Κατά την δική του εκτίμηση, ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να δει από την δική του οικία, την οικία του παραπονούμενου λόγω της πυκνής βλάστησης που επικρατεί στην περιοχή. Μπορεί όμως, να δει το όχημα του παραπονούμενου, νοουμένου ότι αυτό είναι εν κινήσει και κατευθύνεται προς την οικία του.

Εκ Συμφώνου κατατέθηκε στην διαδικασία ως Τεκμήριο 8, αντίστοιχο «Ημερολόγιο Παραπόνων και Συμβάντων» σε ότι αφορά τις καταγγελίες στις οποίες προέβη ο παραπονούμενος εναντίον τόσο του κατηγορούμενου όσο και της ευρύτερης οικογένειας του, μεταξύ των ετών 2017-2024. 

Μαρτυρία Υπεράσπισης:

Ο κατηγορούμενος περιγράφει τα όσα αφορούν την παρούσα ως ακολούθως στην κατάθεση του, Τεκμήριο 5.

«Την προηγούμενη ημέρα δηλαδή στις 15.10.20 το απόγευμα, δεν θυμάμαι ακριβώς την ώρα, πήγα να πάρω τον σκύλο μου ράτσας «Μαλινουά» περίπατο στο δάσος δεμένο με το λουρί. Ενώ περπατούσα στο δάσος σε απόσταση 200 μέτρων από την κατοικία του Νεόφυτου Στυλιανού, άκουσα τον Νεόφυτο να φωνάζει μεγαλόφωνός την εξής φράση: «Ρε καμπανόσιηλε εν καλά τα €250 ευρωπουλούκια». Αμέσως κατάλαβα ότι αναφερόταν στο πρόσωπο μου γιατί στις 14.10.20 καταγγέλθηκα από το Ταμείο Θήρας με εξώδικο για το πιο πάνω ποσό… Ο Νεόφυτος τότε συνέχισε να φωνάζει και να με προκαλεί λέγοντας την εξής φράση: «Ξέρω το ρε καμπανόσιηλε ότι αρέσκει σας το σπίτι μου. Να φέρεις την γυναίκα και την κόρη σου τζαι έχω τζαι πισίνα να μπούν μέσα τζιαι εν να τις σάσω να τους περάσουν ούλλα». Ακούγοντας τα πιο πάνω προσβλήθηκα γιατί όταν επέστρεψα σπίτι μου, με ρώτησε η σύζυγος μου να της πω τι έλεγα για την ίδια και την κόρη μας. Δεν έδωσα καμία συνέχεια και την επόμενη ημέρα νομιζόμενος ότι επρόκειτο για δικό μου ιδιωτικό πέρασμα για να αποτρέψω τον Νεόφυτο να περνά μπροστά από το σπίτι μου και να με προκαλεί. Την 16.10.20 και περί ώρα 06:35  βγήκα με το αυτοκίνητο μου με αριθμό έγγραφής ΧΧΧ και τους σκύλους μου ένα Μαλινουά και ένα Μπίγκλ μέσα μπροστά από το σπίτι μου με σκοπό για να τους βγάλω περίπατο προς το δάσος. Τότε είδα τον Νεόφτυο να σταματά με το αυτοκίνητο του μάρκας ΧΧΧΧ χρώματος άσπρο μπροστά από το σταματημένο αυτοκίνητο μου. Τότε εγώ βγήκα έξω από το αυτοκίνητο μου ακολουθούμενος από τους σκύλους μου και πήγα κοντά στο παράθυρο του αυτοκινήτου του Νεόφυτου απόσταση 10 μέτρα από το σπίτι μου. Έχοντας στο μυαλό μου αυτά που προηγήθηκαν την 15.10.20 με θυμωμένο και οργισμένο ύφος του έκανα παρατήρηση για δεύτερη φορά να μην ξαναπιάσει τη γυναίκα και την κόρη μου στο στόμα του και κτύπησα με το χέρι μου πάνω στην πόρτα του αυτοκίνητου του στο σημείο που ανεβοκατεβαίνει το παράθυρο. Αφού έγινε αυτό πήγα να περάσω από το πίσω μέρος του αυτοκινήτου του για να επιστρέψω στο σπίτι. Τότε αντιλήφθηκα ότι ο Νεόφυτος κατέβηκε από το αυτοκίνητο του και υπό την μορφή απορίας με ρώτησε, «Είσαι παλαβός;» και κινήθηκε προς το μέρος μου».

Η λοιπή κατάθεση του κατηγορούμενου αποτελεί μια άρνηση σε ότι αφορά την διάπραξη των αδικημάτων της επίθεσης και της απειλής. Κατά τη ζώσα μαρτυρία του ο κατηγορούμενος υιοθέτησε όχι μόνο το περιεχόμενο της κατάθεσης του αλλά και της γραπτής δήλωσης που ετοίμασε (Έγγραφο Χ) στο οποίο επαναλαμβάνει τα όσα καταγράφονται ανωτέρω, προσθέτοντας παράλληλα και ένα σύντομο ιστορικό σε ότι αφορά τις μεταξύ των εμπλεκομένων τεταμένες πλέον, σχέσεις.

 

Διαμένει με την οικογένεια του λίγο έξω από το χωριό της Κλήρου από το 2011.  Για να κατασκευαστεί ο δρόμος που οδηγεί (και) στην οικία του, παραχώρησε μέρος από το ακίνητο του στο κράτος, εξ’ ου και ήταν με την εντύπωση ότι ο δρόμος ήταν ιδιωτικός. Είναι απόφοιτος της Σχολής Υπαξιωματικών Τρικάλων και μόνιμο στέλεχος της Εθνικής Φρουράς. Κατέχει τον βαθμό του Αρχιλοχία και είναι τοποθετημένος στο Στρατόπεδο Τάσου Μάρκου στην Κλήρου. Ο πατέρας του παραπονούμενου διέμενε σε κατοικία περί τα 800 μέτρα ψηλότερα από τον ίδιο. Εκεί μετακόμισε μόνιμα το 2015, ο παραπονούμενος. Ο κατηγορούμενος αποτελεί μεταξύ άλλων και εκπαιδευτή σκύλων. Με δεδομένο ότι και ο παραπονούμενος κατείχε σκύλους, αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια τυπική σχέση, όμως, επειδή ο παραπονούμενος «είχε θέματα συμπεριφοράς», ο κατηγορούμενος ήταν πάντοτε επιφυλακτικός απέναντι του αφού τον έβλεπε που επιτίθετο λεκτικά σε βοσκούς στην περιοχή ή σε κυνηγούς που εκπαίδευαν τους σκύλους τους κατά τις εκεί επιτρεπόμενες περιόδους εκπαίδευσης.

Το 2017 και ενώ ο κατηγορούμενος εκπαίδευε σκύλο, ο παραπονούμενος τον πλησίασε απαιτώντας όπως του τον παραδώσει, επιμένοντας ότι αυτός ήταν δικός του. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε, παραδίδοντας τον σκύλο μετά το πέρας της εκπαίδευσης του στον ιδιοκτήτη του. Ο παραπονούμενος έκλεψε τον σκύλο από τον ιδιοκτήτη του, γεγονός που οδήγησε στην καταδίκη του. Αυτή ήταν η απαρχή των προβλημάτων τους. Ο παραπονούμενος τον εξυβρίζει καθημερινά. Όποτε περνά από το σπίτι του ηχεί μια αεροπουρού, ενώ στο παρελθόν εμβόλισε το όχημα του επί του κάγκελου της οικίας του, προκαλώντας ζημιές. Αποφάσισε το 2018 όπως ξεκινήσει να καταγγέλλει τις εν λόγω συμπεριφορές. Όποτε  καταγγείλει τον παραπονούμενο, ο τελευταίος εφευρίσκει ψεύτικες κατηγορίες με αποτέλεσμα να καταχωρούνται και εναντίον του ποινικές υποθέσεις. Σε ότι αφορά το επίμαχο περιστατικό, καταγράφει στη δήλωση του τα ακόλουθα:

«Θεωρώντας ότι ο δρόμος μου ανήκει, σταμάτησα το αυτοκίνητο μου στο δρόμο για να αναγκαστεί να επιστρέψει από τον άλλο δρόμο. Άφησα την πόρτα του αυτοκινήτου μου ανοικτή και κατέβηκαν κάτω και τα σκυλιά μου και τα έπιασα από τα λουριά τους. Τον πλησίασα σε απόσταση μισό μέτρο από το παράθυρο του οδηγού και χωρίς να σκύψω στο αυτοκίνητο του, του είπα να μην ξαναπεράσει από το δρόμο γιατί μου ανήκει και να μην ξαναβάλει στο στόμα του τη γυναίκα μου και την κόρη μου. Κτύπησα το χέρι μου στην πόρτα για να αντιληφθεί ότι σοβαρολογούσα και για να δείξω την ενόχληση μου και γύρισα να φύγω. Σημειώνω ότι δεν πέρασα το χέρι μου μέσα στο αυτοκίνητο του. κατέβηκε κάτω με απειλητικές διαθέσεις και προκαλώντας με, με αποκάλεσε παλαβό. Εγώ έδωσα εντολή στο λυκόσκυλο να είναι κοντά μου, για να αποφύγω επίθεση του σκύλου μου στον Νεόφυτο και μετά πήγα σπίτι μου, μέχρι που ο Αστυνομικός Μαρίνος ήρθε στο μέρος και μου είπε να μετακινήσω το αυτοκίνητο, εξηγώντας μου ότι, πλέον ο δρόμο ανήκει στο κράτος. Αμέσως συμμορφώθηκα με τις οδηγίες του εν λόγω αστυνομικού, ο οποίος μου έκδωσε και εξώδικο για την παραβίαση το οποίο πλήρωσα».

Στη δήλωση του καταγράφει ότι την 17.2.22 σε μια προσπάθεια να αποσυρθούν όλες οι εκατέρωθεν υποθέσεις τους, και κατόπιν συνεννόησης με την κατήγορο κα. Ναθαναήλ, απέσυραν έκαστος δύο υποθέσεις που ήταν ορισμένες εκείνη την ημέρα, με τον παραπονούμενο να υπόσχεται ότι την παρούσα θα απέσυρε κατά την ημερομηνία που αυτή ήταν ορισμένη, πράγμα που δεν έπραξε. Αμφότεροι απέσυραν τα παράπονα τους, ενόρκως. Μέχρι και σήμερα ο παραπονούμενος συνεχίζει να τον παρενοχλεί. Αποκορύφωμα ήταν η μετάβαση του παραπονούμενου στο στρατόπεδο στο οποίο ο κατηγορούμενος υπηρετεί, απειλώντας τον. Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για αυτή του την συμπεριφορά. Η μη τήρηση της υπόσχεσης του παραπονούμενου ότι θα απέσυρε και την παρούσα, τον επηρεάζει δυσμενώς. Επιβεβαίωσε κατά τη ζώσα μαρτυρία του ότι ο ίδιος ζήτησε από την αστυνομία την έκδοση του Τεκμηρίου 7 όπου καταγράφονται οι καταγγελίες που έχει υποβάλει στο πρόσωπο του παραπονούμενου.

Αντεξετασθείς, δήλωσε ότι ο λόγος που αποφάσισε όπως κάνει αναφορά στα όσα προηγήθηκαν με τον κατηγορούμενο ενώπιον Δικαστηρίου -και όχι στα πλαίσια λήψης της ανακριτικής του κατάθεσης- ήταν, «για να δείξει στο Δικαστήριο ποιος είναι ο παραπονούμενος και να φανεί η αλήθεια ως προς τον χαρακτήρα του». Δεν αρνήθηκε ότι σε παρελθοντικό χρόνο και εντός των πλαισίων εκπαίδευσης σκύλων, μετέβαινε πλησίον της οικίας του παραπονούμενου με σκύλους που έφεραν κουδούνια, γεγονός το οποίο συμφώνησε ότι, «καλώς ή κακώς προκαλούσε ενόχληση» στον παραπονούμενο. Αρνήθηκε τη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι ο ίδιος παρερμήνευσε το κάλεσμα του παραπονουμενου «για καφέ στην οικία του», επιμένοντας, ότι η φράση που χρησιμοποίησε «άφηνε σεξουαλικά υπονοούμενα» ή ότι «έτσι τουλάχιστον, το εξέλαβε ο ίδιος». Στη θέση ότι ο δρόμος δεν ήταν ιδιωτικός, ο μάρτυρας απάντησε ότι ο ίδιος είχε παραχωρήσει μέρος του ακινήτου του/ μέρισμα στο κράτος για να κτιστεί ο δρόμος με αντάλλαγμα την προς όφελος του παραχώρηση άδειας οικοδομής. Αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι τοποθέτησε το χέρι του εντός του οχήματος του παραπονούμενου κτυπώντας τον καθώς και ότι τον απείλησε με τη συγκεκριμένη φράση.   

          Η Δημόσια Κατήγορος κα. Ναθαναήλ (ΜΥ1), κλήθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης στα πλαίσια της παρούσας. Σύμφωνα με την μαρτυρία της, το 2022 ήταν τοποθετημένη στον Ποινικό τομέα, και εμφανίζετο καθημερινά ενώπιον Δικαστηρίων. Γνωρίζει δήλωσε, αμφότερους εμπλεκόμενους. Την 17.2.22 εμφανίστηκαν ενώπιον Δικαστηρίου και αμφότερα πρόσωπα απέσυραν τα παράπονα τους στις υποθέσεις που εκκρεμούσαν εκείνη την ημέρα. Η δήλωση κατά την ίδια ήταν ξεκάθαρη και αφορούσε όχι μόνο τις υποθέσεις που εκκρεμούσαν εκείνη την ημέρα, αλλά και όλες τις άλλες υποθέσεις που εκκρεμούσαν σε άλλα Δικαστήρια και ήταν «vice versa». Με βάση τις δηλώσεις των μερών αναστάληκαν οι υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον του συγκεκριμένου Δικαστηρίου εκείνη την ημέρα. Ενημερώθηκε σε κατοπινό στάδιο ότι ο παραπονούμενος δεν τήρησε τα όσα δήλωσε, αφού δεν απέσυρε το παράπονο του στην παρούσα, όταν αυτή ήταν ορισμένη, εξ’ ου και αυτή οδηγήθηκε σε ακρόαση. Αντεξετασθείσα ανέφερε ότι δεν έχει το/τα πρακτικό/ά που τηρήθηκαν σε ότι αφορά τα πιο πάνω. Συμπλήρωσε ότι ήταν αδύνατο εκείνη την ημέρα να βρεθούν όλες οι μεταξύ των παραγόντων της δίκης υποθέσεις, με σκοπό την συνολική διεκπεραίωση και απόσυρση των.

Αγορεύσεις/ Κατάχρηση Διαδικασίας

Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, η υπεράσπιση, πέραν της θέσης ότι η κατηγορία δεν κατάφερε την απόδειξη της υπόθεσης, ήγειρε ζήτημα κατάχρησης. Ο παραπονούμενος κατά την υπεράσπιση, καταχράται τη Δικαστική διαδικασία αφού έχει, κατά την εισήγηση της, αποδειχθεί περίτρανα ενώπιον του Δικαστηρίου ότι, ενώ είχε δεσμευτεί προ δύο ετών ότι θα απέσυρε και την παρούσα ποινική υπόθεση, σήμερα, φαίνεται να άλλαξε γνώμη, επιδιώκοντας μέσω της εκδίκασης της, την πρόκληση (περαιτέρω) ταλαιπωρίας στον κατηγορούμενο. Ο δε κατηγορούμενος, ενήργησε ενάντια στα συμφέροντα του, αφού ενόψει των όσων αναφέρθηκαν ενώπιον Δικαστηρίου το 2022 απέσυρε τα δικά του παράπονα και καταγγελίες εναντίον του παραπονούμενου, με αποτέλεσμα μόνο ο κατηγορούμενος να βρίσκεται σήμερα εκτεθειμένος και αντιμέτωπος με τη ποινική δικαιοσύνη.

Κρίνεται σκόπιμο όπως η πιο πάνω εισήγηση της υπεράσπισης εξεταστεί σε αυτό το στάδιο, αφού, τυχόν επιτυχία της, ενδέχεται να σφραγίσει την έκβαση της παρούσας υπόθεσης. «Η εξουσία του Δικαστηρίου για διακοπή και αναστολή της διαδικασίας λόγω κατάχρησης ενεργοποιείται σε δύο περιπτώσεις: πρώτον, εκεί όπου ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να τύχει δίκαιης δίκης και δεύτερον, εκεί όπου πρέπει να προστατευθεί το κύρος, η αξιοπιστία και η ακεραιότητα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Παρόλο που παραδοσιακά οι διάφορες προστασίες από κατάχρηση επικεντρώνονταν στη δίκη (υπό την έννοια της διαδικασίας για διάγνωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορούμενου), τώρα έχει γίνει ευρέως αποδεκτό ότι το Δικαστήριο που εκδικάζει κάποια υπόθεση έχει την εξουσία να διακόψει τη δίκη εάν η συμπεριφορά της αστυνομίας ή των διωκτικών αρχών ήταν τέτοια ώστε να πλήττεται καίρια το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, έστω και αν η μεμπτή συμπεριφορά έλαβε χώρα πριν από τη δίκη και έστω και δεν υπάρχει αμφιβολία για τη δυνατότητα διεξαγωγής δίκαιης δίκης».[4] Η Κυπριακή, αλλά και η ξένη Νομολογία, φανερώνει ότι η κατάχρηση της Δικαστικής διαδικασίας, μπορεί να προσλάβει πολλές και διαφορετικές μορφές, εξ’ού και η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου για άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας ανάλογα με την ενώπιον του μορφή κατάχρησης, εάν αυτή υπάρχει (βλ.Έλληνας ν Δημοκρατίας (1989), 2 Α.Α.Δ 149, Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ 217, Ηλία (Αριθμός 3) (1995), 1 Α.Α.Δ, 786 και Ευάγγελος Εμπεδοκλής (Αριθμός 3) (2009), 1 Α.Α.Δ529). Το Δικαστήριο έχει υπέρτατο καθήκον να προωθεί τη δικαιοσύνη και να εμποδίζει την αδικία. Από αυτό το καθήκον είναι που αναφύεται και η σύμφυτη εξουσία του περί ανακοπής δίωξης και αναστολής διαδικασίας σε περίπτωση κατάχρησης.

Η εξουσία για αναστολή, διακοπή ή απόρριψη λόγω κατάχρησης αποτελεί κατ' εξαίρεση δικαιοδοσία και ασκείται με φειδώ, σε περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι η συνέχιση της διαδικασίας θα προκαλέσει έκδηλη αδικία (βλ. Μεταφορές Γερόλεμος Ν. Γερολέμου ν Αδελφοί Πεκρή (2013) 2 Α.Α.Δ 591). Το βάρος για να αποδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για αναστολή λόγω κατάχρησης, είναι σε αυτόν που την επικαλείται. Η υπεράσπιση στην παρούσα, πρέπει να αποδείξει όχι μόνο ότι υπήρξε κατάχρηση, αλλά ότι επηρεάζεται δυσμενώς συνεπεία αυτής, ο κατηγορούμενος (βλ. Attorney General Reference, Ν.2 (2004), 2 A.C 72 HL). Το σίγουρο όμως δυνάμει όλων των πιο πάνω, είναι ότι το Δικαστήριο πριν προχωρήσει σε απόρριψη, ή αναστολή, ή διακοπή της διαδικασίας, θα πρέπει να είναι βέβαιο ότι η περίπτωση αφορά σε ξεκάθαρη συμπεριφορά ή περίπτωση, καταχρηστικής φύσης (βλ.Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου ν  Χριστοφίδη (2016) 2(Α) Α.Α.Δ 232).

Εξετάζοντας τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα επισημαίνω ότι, τίποτα απτό δεν έχει τεθεί προ του Δικαστηρίου που να υποστηρίζει, πόσο μάλλον να αποδεικνύει, τα όσα η υπεράσπιση διατείνεται.

Τονίζω ότι σε σχέση με τα όσα κατ’ ισχυρισμόν έλαβαν χώρα την 17.2.22 δεν υπάρχει κοινό έδαφος μεταξύ των παραγόντων της δίκης, μήτε παραδεκτά, επί του προκείμενου δεδομένα και γεγονότα. Το πιο πάνω καθίσταται σημαντικό υπό την έννοια ότι, δεν υπάρχει κοινό υπόβαθρο γεγονότων μεταξύ των παραγόντων της δίκης επί των οποίων το Δικαστήριο θα βασιστεί για να εξάγει συμπέρασμα καταχρηστικής συμπεριφοράς. Αντίθετα, τα πρακτικά της διαδικασίας φανερώνουν ότι, σε οτιδήποτε άπτεται των φερόμενων ως υποσχέσεων περί εκατέρωθεν απόσυρσης παραπόνων, υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου διϊστάμενες επί του προκείμενου, εκδοχές. Ο παραπονούμενος δεν συμφώνησε με τη θέση της υπεράσπισης ότι η παρούσα αποτελούσε μια εκ των υποθέσεων που θα απέσυρε μελλοντικά. Αντίθετα μήτε και ήξερε, ως ανέφερε χαρακτηριστικά, πόσες ή ποιες ήταν στο σύνολο οι υποθέσεις που βρίσκονταν σε εκκρεμότητα ή που αποσύρθηκαν, αντίστοιχα. Ο παραπονούμενος στην μαρτυρία του ανέφερε ότι την 17.2.22 απέσυρε το παράπονο του σε 3 υποθέσεις που αφορούσαν τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος στην μαρτυρία του δήλωσε ότι την 17.2.22 αποσύρθηκαν δύο υποθέσεις εναντίον του. Η κα. Ναθαναήλ στη δική της μαρτυρία έκανε λόγο για αριθμό υποθέσεων που αποσύρθηκαν και που θα αποσύρονταν δυνάμει των δηλώσεων των μερών. Ποιες όμως ήταν αυτές οι επακριβείς δηλώσεις των παραγόντων της δίκης και ποιες υποθέσεις περιλάμβαναν, παραμένει μέχρι και τώρα, γεγονός άγνωστο προς το Δικαστήριο. Το ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικό υπόβαθρο δεν κρίνεται ως στέρεο για την εξαγωγή οποιοδήποτε συμπεράσματος σε ότι αφορά την κατ΄ισχυρισμόν κατάχρηση της διαδικασίας από μέρος του παραπονούμενου.

Η υπεράσπιση η οποία εγείρει το ζήτημα και η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης των θέσεων της επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, είχε κάθε ευκαιρία κατά την διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας όπως παρουσιάσει αυτούσιες τις δηλώσεις των μερών, αφού ο κατηγορούμενος ήταν μέρος των εκεί δικαστικών διαδικασιών, με σκοπό πάντοτε, την παροχή βοήθειας στο Δικαστήριο δια εξακρίβωσης των προθέσεων των μερών μέσω των δηλώσεων τους, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο. Η υπόθεση Τελεβάντου (βλ. σημείο 4), στην οποία παρέπεμψε ο κ. Ανδρέου διαφοροποιείται άρδην από τα δεδομένα της παρούσας αφού εκεί, τέθηκε ενώπιον Δικαστηρίου η γραπτή δέσμευση του εκεί παραπονούμενου για απόσυρση του παραπόνου του, την οποία δεν τήρησε. Στην Τελεβάντου συνεπώς, το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να ακούσει μαρτυρία και να αποφασίσει επί του επιχειρήματος της κατάχρησης βάσει ενός πραγματικού και αναντίλεκτου υποβάθρου που είχε προηγηθεί της εκδίκασης της υπόθεσης. Εδώ, αυτό το υπόβαθρο εκλείπει.

Ποτέ δεν αποσαφηνίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου είτε ο συνολικός αριθμός των μεταξύ των εμπλεκομένων εκκρεμουσών υποθέσεων, είτε οι αριθμοί τους, μήτε ποιες (από όλες, αν όλες) αφορούσαν οι δηλώσεις των, ως αυτές έλαβαν χώραν την 17.2.22. Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με τα ως άνω, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως γενική και αόριστη.

Μήτε η θέση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε εις βάρος του έχει επιδειχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστο για το Δικαστήριο πόσες και ποιες υποθέσεις απέσυρε εναντίον του παραπονούμενου και αν αυτές αποτελούσαν όλες όσες ο τελευταίος αντιμετώπιζε ένεκα των καταγγελιών του κατηγορούμενου. Σύμφωνα δε με την Αγγλική απόφαση R v Hamza [2007] 1 Cr. App.R27, ακόμη και αν ο κατηγορούμενος οδηγήθηκε στο να πιστέψει ότι δεν θα διώκετο, η διαδικασία δεν δύναται να διακοπεί εκτός αν διαφανεί ότι υπήρξε αδιαμφισβήτητη (unequivocal) παράσταση μη δίωξης από τους υπευθύνους των ανακρίσεων ή την κατηγορούσα αρχή. Ο όρος της σαφούς παράστασης (unequivocal representation) σύμφωνα με την Hamza περιλαμβάνει μια παράσταση τέτοιας μορφής (ρήτης ή εξυπακουόμενης),  το περιεχόμενο της οποίας θα ήταν τέτοιο που, μη τήρηση της υπόσχεσης θα συνιστούσε : « .. an affront to the public conscience and to the integrity of the administration of justice to permit the case to come to trial». Καμία τέτοια σαφής δήλωση ή παράσταση δεν έχει παρουσιαστεί στο Δικαστήριο.

Έχοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν έχει πεισθεί ότι η παρούσα αποτελεί κατάλληλη περίπτωση για ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου για αποτροπή και καταστολή κατάχρησης διαδικασίας. Η εισήγηση της υπεράσπισης περί κατάχρησης δεν μπορεί να πετύχει αφού δεν έχει διακριβωθεί η σωρευτική πλήρωση των σχετικών προϋποθέσεων ήτοι, της κατάχρησης και του δυσμενούς επηρεασμού στο πρόσωπο του κατηγορούμενου.

Με δεδομένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της κατάχρησης, στρέφομαι στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, ξεκινώντας φυσικά από την αξιολόγηση της ενώπιον μου μαρτυρίας.

Νομική Πτυχή/Αξιολόγηση Μαρτυρίας

Έχω ως γνώμονα μου τη νομολογία που αφορά στο ζήτημα αξιολόγησης της μαρτυρίας, την οποία έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ κατά την αξιολόγηση της δεν περιορίστηκα στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας έκαστου μάρτυρος, αλλά ως προτάσσει η νομολογία την αντιπαρέβαλα και την εξέτασα στα πλαίσια του συνόλου της (Μουσταφά ν. Κακουρή (2002) 1 Α.Α.Δ 165). Είναι γεγονός ότι σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, ήτοι, όπου υπάρχουν δύο αντικρουόμενες ουσιαστικά εκδοχές, το Δικαστήριο παρακολουθεί τους μάρτυρες με ιδιαίτερη προσοχή αφού, η εντύπωση,:

«…..που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (Baloise Insurance Co Ltd ν. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275.[5]

 Ο παραπονούμενος περιέγραψε παραστατικά τα όσα κατά την δική του εκδοχή έλαβαν χώρα την επίδικη ημερομηνία, εξηγώντας και περιγράφοντας με πάσα λεπτομέρεια πώς εκτυλίχθηκε το υπό του κατηγορητηρίου, συμβάν.

Παρά την αντεξέταση του μάρτυρα ως προς τις μεταξύ των μερών σχέσεις, διαφορές, αψιμαχίες αλλά και προσπάθειες που έλαβαν χώρα για εξεύρεση μίας εξωδικαστηριακής λύσης σε ότι αφορά τα μεταξύ τους παράπονα, ο παραπονούμενος, παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του, παρόλο που η μαρτυρία του διακατέχετο από ένταση καθ’ όλη την διάρκεια αυτής. Το Δικαστήριο σε καμία περίπτωση δεν αποκόμισε την εντύπωση ότι ο παραπονούμενος προσήλθε στο εδώλιο με σκοπό είτε την απόκρυψη γεγονότων ή την μεγέθυνση τους. Παρά την αντεξέταση του από τον κ. Ανδρέου ως προς ως προς τον τρόπο που εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα, αυτός δεν υπέπεσε σε καμία αντίφαση. Αντιθέτως κάθε απάντηση του αντανακλούσε και ενίσχυε τις αρχικές του θέσεις, ως αυτές καταγράφησαν στην κατάθεση του, προ μίας πλέον, σχεδόν τετραετίας. Η ειλικρίνεια του εντοπίζεται στις αναφορές του ότι: (α) το κτύπημα που δέχθηκε ήταν επιπόλαιο, ότι (β) αυτό περιορίστηκε σε ένα ελαφρύ κοκκίνισμα εξ’ ου και δεν χρειάστηκε να εξεταστεί από ιατρό, (γ) ότι ο κατηγορούμενος τον κτύπησε στο λαιμό «επιπόλαια» λόγω της έντασης που τον διακατείχε τη στιγμή που τον πλησίασε, (δ) ότι το όχημα του τελικώς καμία ζημιά δεν υπέστη παρά την αντίθετη, αρχικώς, αντίληψη του και (ε) τέλος, ότι ο ίδιος μετά το συμβάν κατέβηκε από το όχημα του ζητώντας ουσιαστικά εξηγήσεις από τον κατηγορούμενο για τις πράξεις του.

 

Η αξιοπιστία του μάρτυρα τυγχάνει επίρρωσης μέσω των ίδιων των επιβεβαιωτικών επί του προκείμενου αναφορών του κατηγορούμενου ότι ο τελευταίος: (α) στάθμευσε το όχημα του κατά τρόπον που έφραττε την δίοδο του παραπονούμενου, (β) ότι τον πλησίασε μέχρι το ανοικτό παράθυρο του οχήματος του, (γ) με θυμωμένο και οργισμένο ύφος,[6] (δ) λέγοντας του να μην «ξαναπιάσει στο στόμα του την οικογένεια του», (ε) ότι ο κατηγορούμενος συνοδεύετο εκείνη την ημέρα και από σκύλο ράτσας λυκόσκυλο[7] και (στ) ότι εγκατέλειψε την σκηνή, αφήνοντας το όχημα του σταθμευμένο εκεί, μέχρι την έλευση αστυνομικής δύναμης. Παρά τη συναισθηματική φόρτιση που διακατείχε τον παραπονούμενο καθ’ όλη τη διάρκεια της επί ακροατηρίω μαρτυρίας του, φρονώ ότι οι αναφορές του ως προς το πώς έλαβε χώρα το επίδικο περιστατικό ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα. Την μαρτυρία του συνεπώς το Δικαστήριο αποδέχεται  στην ολότητά της, ως αξιόπιστη. Είναι αποδεκτές οι θέσεις του ότι, την 17.2.22 αποσύρθηκαν εκατέρωθεν συγκεκριμένες υποθέσεις, ως αυτές ήταν ορισμένες κατά την εν λόγω ημερομηνία ενώπιον Δικαστηρίου και ότι εκείνες που αποσύρθηκαν από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τη συγκεκριμένη ημέρα δεν αποτελούσαν το σύνολο των εκατέρωθεν ποινικών υποθέσεων, που έκαστος, αντιμετώπιζε.

      Ο Αστ. 1596, ΜΚ2 άφησε το Δικαστήριο με θετικές εντυπώσεις. Ο μάρτυρας ανέφερε με ειλικρίνεια τα όσα αντίκρυσε στην σκηνή και στις ενέργειες στις οποίες προέβη στα πλαίσια των καθηκόντων του, ως ανακριτής στην παρούσα. Την μαρτυρία του αποδέχομαι χωρίς κανένα ενδοιασμό.

Στρέφομαι τώρα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του κατηγορούμενου. Αυτήν για τους λόγους που εξηγώ κατωτέρω δεν μπορώ να αποδεχθώ. Παρά τα όσα ανέφερε σε σχέση με τις μεταξύ τους διαπληκτισμούς ανά διαστήματα, θέσεις οι οποίες επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο των ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθειμένων Τεκμηρίων 7 και 8, αποτελούσε ξεκάθαρη πρόθεση του όπως την 16.10.20 αντιμετωπίσει τον παραπονούμενο σε σχέση με τα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ τους την προηγούμενη ημέρα. Το πιο πάνω συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα από τις επί του προκείμενου παραδοχές του ως αυτές αποτυπώνονται στη γραπτή του δήλωση αλλά και στη ζώσα μαρτυρία του. Ενώ στην ανακριτική του κατάθεση αναφέρει ότι είχε την πεποίθηση ότι ο δρόμος ήταν ιδιωτικός, διαφάνηκε μέσα από την αντεξέταση του ότι, είχε πλήρη γνώση περί του αντιθέτου, αφού, ως ο ίδιος ανέφερε, όχι μόνο είχε παραχωρήσει στο δημόσιο, μέρος του ακινήτου του για να αναγερθεί δρόμος με αντάλλαγμα την παραχώρηση άδειας οικοδομής, αλλά ότι αυτόν τον δρόμο, χρησιμοποιούσαν και άλλα πρόσωπα που διέμεναν στην περιοχή, πέραν του παραπονούμενου. Η ίδια η υπεράσπιση υπέβαλε στον ΜΚ2 ότι η άμεση απάντηση του κατηγορούμενου στη σύσταση όπως μετακινήσει το όχημα του ήταν ότι: «αφού ο παραπονούμενος τον εξυβρίζει και επιδεικνύει τέτοιες συμπεριφορές, δεν θα του επιτρέψει το πέρασμα από τον δρόμο μπροστά από το σπίτι του». Η θέση αυτή, ήτοι το σκόπιμο της εν λόγω ενέργειας, επιβεβαιώνεται και από τα όσα καταγράφει στη δήλωση του ότι, «σταμάτησα το όχημα μου στο δρόμο για να αναγκαστεί να επιστρέψει από τον άλλο δρόμο». Η πιο πάνω πρόθεση του δε, επιβεβαιώνεται περίτρανα από την εγκατάλειψη του οχήματος του στο μέρος και την είσοδο του στην οικία του, μέχρι την μετάβαση του ΜΚ2 στο μέρος. Σημειώνεται βεβαίως για σκοπούς πληρότητας ότι τα όσα προηγήθηκαν μεταξύ των μερών την 15.10.20 δεν αποτελούν επίδικο ζήτημα, μήτε και η παρακώλυση της κυκλοφορίας από μέρους του κατηγορούμενου. Τούτων λεχθέντων όμως, τα όσα καταγράφονται ανωτέρω περί πρόθεσης παρακώλυσης της κυκλοφορίας από μέρους του κατηγορούμενου δεν μπορούν να εξεταστούν αποσπασματικά αλλά αντίθετα, αποτελούν δεδομένα τα οποία πλαισιώνουν την απαρχή του επίμαχου περιστατικού και τείνουν να καταδείξουν την ένοχη διάνοια του κατηγορούμενου. Με δεδομένη την αγανάκτηση και εκνευρισμό του κατηγορούμενου σε σχέση με τα όσα έλαβαν χώρα την προηγούμενη ημέρα, -ως ο ίδιος παραδέχεται στην κατάθεση του-, αποφάσισε όπως εξέλθει του οχήματος του και πλησιάσει τον παραπονούμενο σε απόσταση αναπνοής, τοποθετώντας εαυτόν δίπλα από το ανοικτό παράθυρο του οχήματος του, απευθυνόμενος προς αυτόν με «θυμωμένο και οργισμένο ύφος». Ενώ στην κατάθεση του δήλωνε ότι το μόνο που ανέφερε ήταν όπως ο παραπονούμενος «μην ξαναπιάσει στο στόμα του την σύζυγο και θυγατέρα του», παραδέχθηκε σε κατοπινό στάδιο ανακριθείς ότι, πέραν των ως άνω, είπε στον ΜΚ1 να «μην ξαναπεράσει μπροστά από το σπίτι του». Η θέση που εξέφρασε κατά την κυρίως εξέταση του ότι, ποτέ δεν αποκρίθηκε στις αναφορές του παραπονούμενου την 15.10.20, έρχεται σε αντίθεση με τα όσα ο ίδιος αναφέρει στην κατάθεση του ότι, την 16.10.20 «με θυμωμένο και οργισμένο ύφος έκαμα παρατήρηση για δεύτερη φορά να μην ξαναπιάσει την γυναίκα μου και την κόρη μου στο στόμα του».

 

Η θέση του κατηγορούμενου ότι το μόνο που έκανε ήταν να κτυπήσει το χέρι του δυνατά στο παράθυρο του οχήματος του παραπονούμενου «για να του δείξει ότι σοβαρομιλά» δεν πείθει, και αυτό μεταξύ άλλων γιατί, ενώ του είχε ήδη κάνει παρατήρηση την προηγούμενη μέρα, έκρινε σκόπιμο όπως την εν λόγω παρατήρηση επαναλάβει την αμέσως επόμενη ημέρα, επιτιθέμενος στο πρόσωπο του παραπονούμενου, απειλώντας τον παράλληλα με την φράση της δεύτερης κατηγορίας. Το Δικαστήριο δεν διατηρεί καμία αμφιβολία, εξετάζοντας τη μαρτυρία συνολικά ότι ο κατηγορούμενος, όντας ενοχλημένος από τα όσα είχαν προηγηθεί την 15.10.20, αποφάσισε την 16.10.20, να ανακόψει την πορεία του παραπονούμενου και  αφού βρεθούν ενώπιος ενωπίω, απειλήσει και επιτεθεί σε αυτόν συμφώνως των λεπτομερειών των κατηγοριών. Έχοντας συνεπώς απωλέσει κάθε αυτοέλεγχο,  ο κατηγορούμενος αφού πλησίασε το όχημα του παραπονούμενου και έβαλε το χέρι του μέσα από το ανοικτό παράθυρο του οδηγού, γρονθοκόπησε τρείς φορές την κόρνα του οχήματος, κτυπώντας κατά την απομάκρυνση του χεριού του από το εσωτερικό του οχήματος, τον παραπονούμενο, στο λαιμό. Ταυτόχρονα, αυτόν εξύβρισε με την φράση που του αποδίδεται στην δεύτερη κατηγορία.

Παρά το ότι η αξιοπιστία της κας. Ναθαναήλ δεν τέθηκε στην ουσία εν αμφιβόλω, εντούτοις τούτο που αβίαστα προκύπτει από τα όσα κατέθεσε ενώπιον Δικαστηρίου είναι ότι, τα όσα ανέφερε σε σχέση με τις προθέσεις και δηλώσεις των μερών την 17.2.22 αποτελούν την αντίληψη και ερμηνεία της ίδιας της μάρτυρος επί των όσων φέρεται να δηλώθηκαν ενώπιον Δικαστηρίου κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία. Οι θέσεις της ότι, οι δηλώσεις των μερών «ήταν ξεκάθαρες» και «αφορούσαν και όλες τις άλλες υποθέσεις που εκκρεμούσαν σε άλλα Δικαστήρια και ήταν και πάλι vice versa»[8] οι οποίες και αυτές θα αποσύρονταν με τη σειρά τους σε μέλλοντα χρόνο, δεν έτυχε επίρρωσης μέσω προσκόμισης οποιουδήποτε επίσημου Δικαστικού εγγράφου. Ενώπιον του Δικαστηρίου ουδέποτε τέθηκε αυτή καθ’ αυτή η δήλωση, αυτούσια. Δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου η αναφορά της μάρτυρος ότι, σε σχέση με τα όσα είχαν λεχθεί, είχε «τηρηθεί σχετικό πρακτικό» το οποίο δεν της ζητήθηκε να προσκομίσει, μήτε παρουσίασε η υπεράσπιση μέσω του κατηγορούμενου, ο οποίος ήταν φυσικά, διάδικο μέρος στις εκεί Δικαστικές διαδικασίες.

Η μαρτυρία της συνεπώς δεν μπορεί να διαφωτίσει το Δικαστήριο αναφορικά με την επιχειρηματολογία της υπεράσπισης περί κατάχρησης διαδικασίας.

Νομική Πτυχή:

      Σε ότι αφορά την 1η κατηγορία, ήτοι αυτή της κοινής επίθεσης, αυτή (η επίθεση), διαπράττεται, όταν κατηγορούμενος, παράνομα (unlawfully), προκαλεί σε άλλο πρόσωπο φόβο άσκησης άμεσης βίας (assault) ή όπου ασκεί παράνομα βία σε άλλο πρόσωπο (battery) (βλ. Πετρόπουλος ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574, 579). Το αδίκημα διαπράττεται είτε με πρόθεση ή απερίσκεπτα (βλ. R v Venna [1976] QB 421, R. v. Ireland, R v Burstow [1998] AC 147 HL). Σύμφωνα με το άρθρο 242 του Ποινικού Κώδικα:

«Όποιος επιτίθεται εναντίον άλλου παράνοµα, είναι ένοχος πληµµελήµατος, αν όµως η επίθεση δεν διαπράχτηκε κάτω από περιστάσεις για τις οποίες σύµφωνα µε τον Κώδικα αυτό προνοείται βαρύτερη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε χρηµατική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές».

Αντίστοιχα, σύμφωνα με το άρθρο 91(Α) του Κεφ. 154, «απειλή» διαπράττεται όταν,

«Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόµο ή ανησυχία απειλώντας τον   µε βία ή άλλη παράνοµη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκηµα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη».

Σε κάθε ποινική υπόθεση το βάρος απόδειξης είναι αυτό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το Δικαστήριο για να καταδικάσει θα πρέπει να είναι σίγουρο για την ενοχή  του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος δεν έχει το βάρος να αποδείξει οτιδήποτε, ούτε ότι είναι αθώος (βλ. Woolmington v. DPP [1935] AC 462 HL, R. v. Majid [2009] EWCA Crim 2563). Εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση των μαρτύρων και τα ευρήματα του, παραμένει με, έστω υποβόσκουσα, αμφιβολία η αθώωση είναι αναπόφευκτη (βλ. Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459).

Η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε να αποδείξει, ότι ο κατηγορούμενος ήταν αυτός που επιτέθηκε κατά του παραπονούμενου, απειλώντας αυτόν, συμφώνως των λεπτομερειών των κατηγοριών.

Όπως προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 242, του Νόμου τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι αυτά της (α) επίθεσης εναντίον άλλου, (β) παράνομα. Στην απόφαση Venna (ante), αποφασίστηκε ότι για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της επίθεσης, δεν χρειάζεται η κατηγορούσα αρχή να αποδείξει πρόθεση. Ο όρος επίθεση χρησιμοποιείται με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης χρήσης παράνομης βίας σε κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του. Στην Πετρόποπουλος (ante) επαναλήφθηκε ότι, αυτό που το άρθρο ποινικοποιεί είναι την χρήση βίας ή την εκδήλωση πρόθεσης περί χρήσης βίας, χωρίς νομικό έρεισμα. Το αδίκημα της επίθεσης μπορεί να διαπραχθεί χωρίς ο κατηγορούμενος να αγγίζει το άλλο πρόσωπο, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, υπήρξε κάποια εχθρική πράξη ή κίνηση που θα μπορούσε να εκληφθεί ως απειλή (βλ. Blackstones Criminal Practice 2023 par. B2.5).

Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απειλής αφορούν στην ύπαρξη απειλής για βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη η οποία να προκαλεί στον άλλον, τρόμο ή ανησυχία. Στην υπόθεση Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ 1, η οποία αφορούσε συναφές αδίκημα, ήτοι της απειλής βιοπραγίας δυνάμει του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, λέχθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ' αντικειμένου την δυνατότητα εκφοβισμού. Κενή απειλή, δηλαδή απειλή η οποία λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, δεν στοιχειοθετεί πρόθεση εκφοβισμού. Λέχθηκε επίσης ότι, το κριτήριο δεν είναι υποκειμενικό, αλλά αντικειμενικό. Με παραπομοπή στην απόφαση Kallenos v Police (1969) 2 C.L.R. 210, το Ανώτατο Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν απαιτείται να προκληθεί στην πραγματικότητα φόβος στον παραπονούμενο ότι οι απειλές θα πραγματοποιηθούν. Αρκεί η απειλή να δημιουργεί εξ' αντικειμένου δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος.

Στην παρούσα περίπτωση, το Δικαστήριο κρίνει ότι ενώπιον του έχει τεθεί ικανή μαρτυρία  που να αποδεικνύει στον απαιτούμενο από την νομολογία βαθμό ότι ο κατηγορούμενος, την 16.10.20 επιτέθηκε και απείλησε τον παραπονούμενο, συμφώνως των λεπτομερειών των κατηγοριών που αντιμετωπίζει. Έχοντας αποδεχθεί την μαρτυρία του  παραπονουμένου ως αξιόπιστη, καταλήγω ότι στην παρούσα, ο κατηγορούμενος όντας εκνευρισμένος και αρνητικά προϊδεασμένος στο πρόσωπο του πρώτου ένεκα των όσων έλαβαν χώρα την 15.10.20 αποφάσισε όπως την 16.10.20 σταθμεύσει το όχημα του κατά τρόπον που θα εμπόδιζε τον παραπονούμενο από την συνέχιση της ομαλής πορείας του, με αποκλειστικό σκοπό να τον απειλήσει και να του επιτεθεί. Ο παραπονούμενος με το που είδε τον κατηγορούμενο να τον πλησιάζει κρατώντας τη βέργα στα χέρια του κάλεσε την αστυνομία, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την ανεξάρτητη επί του σημείου μαρτυρία του ΜΚ2.

Η θέση του παραπονούμενου ότι αισθάνθηκε ότι θα ασκείτο εναντίον του άμεση και παράνομη βία, διαπιστώνεται όχι μόνο μέσω της αποδεκτής επί του σημείου μαρτυρίας του αλλά και από, ότι ο παραπονούμενος τηλεφώνησε άμεσα, στην αστυνομία προς παροχή βοήθειας και/ή παρέμβασης, πράγμα και το οποίο έγινε, με τον ΜΚ2 να μεταβαίνει στη σκηνή. Η πράξη δε του κατηγορούμενου όπως πλησιάσει αυτόν και τοποθετήσει το χέρι του εντός του οχήματος του, κτυπώντας με τη γροθιά του πάνω στην κόρνα του οχήματος, κτυπώντας παράλληλα τον παραπονούμενο στη δεξιά πλευρά του λαιμού του, επιβεβαιώνουν ότι, η κρίση του για τα όσα επέκειντο, ήταν ορθή.

Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην 1η κατηγορία που αντιμετωπίζει.

      Σε ότι αφορά την 2η κατηγορία φρονώ ότι, παρά την απόδειξη της εκστόμισης της συγκεκριμένης απειλής, αυτό που δεν έχει αποδειχθεί είναι η πλήρωση του δεύτερου συστατικού στοιχείου, ήτοι της πρόσκλησης τρόμου ή ανησυχίας στο πρόσωπο του παραπονούμενου. Παρά το γεγονός ότι η απειλή του κατηγορούμενου περί θανάτωσης του παραπονούμενου, κρινόμενη αντικειμενικά, ενείχε αυτή την δυνατότητα πρόκλησης ανησυχίας ή τρόμου στον δεύτερο, η στάση του παραπονούμενου, ως αυτή αποτελεί μέσω της μαρτυρίας, κοινό έδαφος, πόρρω απέχει από το να υποδηλοί την πρόκληση φόβου ή ανησυχίας σε ό,τι τον αφορούσε. Έχοντας υπόψιν τη δυναμική στις μεταξύ των μερών σχέσεις, καταλήγω ότι με βάση την υποκειμενική αντίληψη του παραπονούμενου, δεν προκλήθηκε σε αυτόν οποιοσδήποτε εκφοβισμός ως αποτέλεσμα της εκστόμισης της εν λόγω απειλής. Υπενθυμίζεται ότι αποτελεί κοινή συνισταμένη, ως αυτή εξάγεται από την ενώπιον μου μαρτυρία ότι ο παραπονούμενος με το άκουσμα της απειλής κατέβηκε από το όχημα του, προσεγγίζοντας τον κατηγορούμενο, ζητώντας ουσιαστικά εξηγήσεις για τα όσα εκστόμισε στο πρόσωπο του. Η πιο πάνω ενστικτώδης αντίδραση ή συμπεριφορά καταδεικνύει περίτρανα ότι ο παραπονούμενος όχι μόνο δεν φοβήθηκε αλλά ήταν έτοιμος όπως βρεθεί εκ νέου αντιμέτωπος με τον κατηγορούμενο, εάν δίδετο συνέχεια στο όλο περιστατικό.

 

 

 

 

 

Κατάληξη:

Δυνάμει των πιο πάνω κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη του αδικήματος της 1ης κατηγορίας στην οποίαν ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος.

Αντίθετα, σε ότι αφορά την 2η κατηγορία, καταλήγω ότι δεδομένης της μη σωρευτικής απόδειξης των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, η αθώωση του κατηγορούμενου είναι μονόδρομος. Ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από την 2η κατηγορία.

 

(Υπογρ.)……………………………….

                                                                                                M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα.

[2] Κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα.

[3] (όταν αυτή ήταν εκ νέου ορισμένη στο Δικαστήριο)

[4] Σύγγραμμα Πολύβιος Γ. Πολυβίου «Κατάχρηση Διαδικασίας στο Κυπριακό Δίκαιο» 2021, σελ. 410. Σχετικές επί του προκείμενου είναι και οι αποφάσεις του  Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του ζητήματος στις υποθέσεις Δημοκρατία ν Ηλιάδη, Ποινικές Εφέσεις 348/2018 και 349/2018, ημερομηνίας 31.5.2019 και Πολυκάρπου ν Τελεβάντου Ποινική Εφεση 69/2021 ημερ. 7.12.22, ECLI:CY:AD:2022:B468.

[5] (Cyprus Popular Bank Public Co Ltd – Υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.17(1)/2013 (Ενεργώντας Μέσω της Ειδικής Διαχειρίστριας της, Άντρης Αντωνιάδου) ν Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Πολ. Εφ. 371/2009 ημερ. 16.2.2015).            

[6] (βλ. Κατάθεση κατηγορούμενου, Τεκμήριο 5)

[7] (Βλ. Γραπτή Δήλωση κατηγορούμενου, Έγγραφο Χ)

[8] (Βλ. Πρακτικά ημερ. 16.4.24, σελ. 2)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο