Μιχάλη Κατσουνωτού ν. Άννας Αριστοτέλους, Αρ. Απαίτησης: 3435/23, 24/1/2025
print
Τίτλος:
Μιχάλη Κατσουνωτού ν. Άννας Αριστοτέλους, Αρ. Απαίτησης: 3435/23, 24/1/2025

Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Απαίτησης: 3435/23 (ijustice)

Μεταξύ:

Μιχάλη Κατσουνωτού

Ενάγοντα

-και-

Άννας Αριστοτέλους

Εναγόμενης

Αίτηση ημερομηνίας 13.6.24 για παράταση χρόνου καταχώρισης Έκθεσης Απαίτησης από τον Ενάγοντα

Ημερομηνία: 24η Ιανουαρίου, 2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα – Αιτητή: κος Στυλιανού

Για Εναγόμενη – Καθ’ ης η Αίτηση: κος Μεσαρίτης

Ενδιάμεση Απόφαση

(η Απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Με την Απαίτησή του ο Ενάγοντας αξιώνει εναντίον της Εναγόμενης αποζημιώσεις για λίβελο ή και συκοφαντική δυσφήμιση, αλλά και διάταγμα απαγόρευσης δημοσίευσης κειμένων και δηλώσεων.

Η Απαίτηση καταχωρίστηκε στις 20.12.23 και στις 23.5.24 η Εναγόμενη καταχώρισε αίτηση γι’ απόρριψή της επειδή ο Ενάγων δεν καταχώρισε εντός της προθεσμίας των 28 ημερών Έκθεση Απαίτησης. Στις 13.6.24 ο Ενάγοντας καταχώρισε την εδώ κρίσιμη Αίτηση κι αιτείται όπως ο χρόνος για καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης παραταθεί για περίοδο 2 ημερών από την ημέρα έκδοσης ανάλογου διατάγματος του Δικαστηρίου. Στις 19.7.24 οι δικηγόροι των διαδίκων δήλωσαν την κοινή τους πρόθεση όπως εκδικαστεί η παρούσα κρίσιμη Αίτηση πρώτα. Σημειώνω ότι οι συνήγοροι των διαδίκων δεν δεσμεύθηκαν ρητώς ότι το αποτέλεσμα της παρούσας υπό κρίση Αίτησης επηρεάζει και το αντικείμενο της αίτησης γι’ απόρριψη που προηγήθηκε.  

Η κρίσιμη Αίτηση βασίστηκε στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας 2023 (οι «ΚΠΔ23») Μέρη 3.1(2)(α), 7.4(1)(β), 23.4(6) και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Στηρίχθηκε με ένορκη δήλωση δικηγόρου που εργάζεται στο γραφείο που εκπροσωπεί τον Ενάγοντα. Με αυτή η ομνύουσα δικηγόρος ισχυρίζεται ότι το γραφείο της έλαβε από τον Ενάγοντα οδηγίες για έγερση της Απαίτησης λίγες μέρες προτού παρέλθει η προθεσμία για παραγραφή του επίδικου αγώγιμού του δικαιώματος. Έχοντας καταχωρίσει την Απαίτηση και επιδώσει αυτήν στην Εναγόμενη, λόγω του όγκου του υλικού το οποίο θα έπρεπε να δικογραφηθεί συμφώνως με το Μέρος 16.12(7) των ΚΠΔ23, η πλευρά του Ενάγοντα ήταν αντικειμενικά αδύνατο να συμμορφωθεί με την προθεσμία των 28 ημερών για την καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης, ως προνοείται στο Μέρος 7.4(1)(β) των ΚΠΔ23. Για να καταδείξει τον όγκο του εν λόγω υλικού, η ομνύουσα επισύναψε 2 τεκμήρια που αποτελούνται από μεγάλο αριθμό δημοσιευμάτων αλλά και από οπτικοακουστικό υλικό. Σημειώνει δε ότι η έκταση της υπόθεσης είναι τέτοια που την καθιστά πρωτοφανή για τα κυπριακά δεδομένα καθότι αναφορικά με το επίμαχο ζήτημα γίνονταν δημόσιες δηλώσεις επί καθημερινής βάσης. Εν όψει των πιο πάνω, ζητά όπως το Δικαστήριο ασκήσει τη σχετική εξουσία που του παρέχεται από το Μέρος 3.1(2)(α) των ΚΠΔ23 και να εκδώσει τα αιτούμενα Διατάγματα.

Η Αίτηση συνάντησε την Ένσταση της πλευράς της Εναγόμενης, η οποία προβάλλει 21 λόγους για τους οποίους η Αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί. Τους συνοψίζω ως ακολούθως:

Η Αίτηση καταχωρίστηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση και δη μετά την αίτηση γι’ απόρριψη που καταχώρισε η πλευρά της Εναγόμενης, αλλά και οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο καλείται ν’ αποκλίνει από τον κανόνα που θέλει τις προθεσμίες να τηρούνται αυστηρά είναι ανεπαρκείς, γενικοί και αόριστοι και δεν δικαιολογούν το αίτημα. Τυχόν παράταση του χρόνου θα προσδώσει πλεονέκτημα στον Ενάγοντα ενώ θα προκαλέσει αδικία στην Εναγόμενη και θα πλήξει Συνταγματικά της δικαιώματα.

Την Ένσταση στήριξε ένορκη δήλωση δικηγόρου στο γραφείο που εκπροσωπεί την Εναγόμενη. Ο ομνύοντας δικηγόρος αναφέρει ότι 3 μήνες μετά την πάροδο την προθεσμίας για καταχώριση Έκθεσης Απαίτησης από τον Ενάγοντα, η Εναγόμενη καταχώρισε αίτηση για ν’ απορριφθεί η Απαίτηση και η κρίσιμη Αίτηση ακολούθησε αυτή κατά ένα μήνα. Είναι η θέση του ότι το πιο πάνω δεικνύει την αδιαφορία της πλευράς του Ενάγοντα για την Απαίτηση και συμπεραίνει ότι εάν δεν καταχωρείτο η αίτηση γι’ απόρριψη δεν θα καταχωρείτο ούτε η παρούσα Αίτηση, καθυστέρηση η οποία ουδόλως αιτιολογείται. Προχωρεί δε να ισχυριστεί ότι η πλευρά του Ενάγοντα γενικά αδιαφόρησε και καθυστέρησε στην όλη διαδικασία. Ο ομνύοντας υποστήριξε ότι, έχοντας διεξέλθει το υλικό που επισύναψε η πλευρά του Ενάγοντα για να στηρίξει το επιχείρημά της ως προς τον όγκο του, το μεγαλύτερο μέρος των επισυνημμένων αποτελούν άσχετα δημοσιεύματα, τα οποία αφορούν τα ευρύτερα ζητήματα που ενυπήρχαν μεταξύ των διαδίκων και όχι δηλώσεις του ενός που αφορούσαν τον άλλον. Όσο ογκώδες και να ήταν το υλικό, εισηγείται, η καθυστέρηση δεν αιτιολογείται.

Οι δικηγόροι των διαδίκων αγόρευσαν επί του θέματος γραπτώς. Από πλευράς τους οι δικηγόροι του Ενάγοντα προκρίνουν ότι η φύση της υπόθεσης αλλά και η καθημερινή δημόσια προβολή του θέματος με εκατέρωθεν τοποθετήσεις και δηλώσεις δημοσίως δικαιολογούν την καθυστέρηση στην καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης, η οποία αποσκοπούσε στο να υπάρξει ορθή δικογράφηση των ισχυρισμών τους εξ αρχής. Από πλευράς τους, μετά την καταχώριση των εκκρεμουσών ενδιάμεσων αιτήσεων – δηλαδή για απόρριψη της αγωγής αφενός και παράτασης χρόνου αφετέρου - πρότειναν την ταυτόχρονη απόσυρσή τους και την εκ συμφώνου παράταση του χρόνου, χωρίς όμως να βρουν ανταπόκριση από τους αντιδίκους. Ουδεμία ζημιά, προσθέτουν, δεν πρόκειται να υποστούν οι αντίδικοί τους εάν παραταθεί ο χρόνος καταχώρισης της Έκθεσης Απαίτησης, αλλ’ αντίθετα με τον επηρεασμό στα δικαιώματα του Ενάγοντα εάν τούτο δεν επιτραπεί. Επικαλούμενοι Αγγλική νομολογία, οι δικηγόροι του Ενάγοντα προτείνουν ότι θα ήταν δυσανάλογο υπό τις περιστάσεις να μην επιτραπεί στον Ενάγοντα να συνεχίσει την υπόθεσή του και θα απέδιδε στην Εναγόμενη ένα αδικαιολόγητα απροσδόκητο όφελος. Τέλος εισηγούνται ότι το ζήτημα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία θα πρέπει ν’ ασκηθεί με τρόπο που να προάγεται η διασφάλιση της δικαιοσύνης για τους διαδίκους.

Από τη δική τους πλευρά οι δικηγόροι της Εναγόμενης προτείνουν ότι η Αίτηση αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας αλλά και ότι το ζήτημα παράτασης του χρόνου ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο τούτο εισηγούνται ότι μη επαρκής αιτιολόγηση της καθυστέρησης τόσο στην καταχώριση της Αίτησης όσο και στην καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης είναι δυνατό ν’ αποτελεί λόγο για άρνηση της παράτασης. Κατά τους συνήγορους η αδιαφορία που επέδειξε η πλευρά του Ενάγοντα θα πρέπει να οδηγήσει στην απόρριψη της Αίτησης. Σε κάθε περίπτωση, καταλήγουν, έστω και αν το Δικαστήριο εγκρίνει την Αίτηση, τα έξοδα θα πρέπει να επιδικαστούν υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον του Ενάγοντα.

Σύμφωνα με το Μέρος 3.1(2)(α) των ΚΠΔ2023, η επέκταση ή σμίκρυνση προθεσμίας συμμόρφωσης με οποιοδήποτε κανονισμό, εντάσσεται στις γενικές εξουσίες του Δικαστηρίου.

Βοηθητικά ως προς την ερμηνεία κι εφαρμογή της εξουσίας που παρέχεται στο Δικαστήριο, είναι τα όσα αναγράφονται στο σύγγραμμα Zuckerman on Civil Procedure, Principles and Practice, 4η έκδοση όπου στην παράγραφο 11.75 και σελίδα 610 εντοπίζεται το εξής απόσπασμα:

«The power to extend time limits under CPR 3.1(2)(a) must therefore be exercised with considerable circumspection. A refusal to extend time for the performance of process requirements may mean that a party is not allowed to call a witness or an expert whose statement or report the party failed to file in time. This may have fatal consequences for the affected party’s case».

Η δε ανάλυση που προηγείται της πιο πάνω παραγράφου στο σύγγραμμα Zuckerman καταδεικνύει ότι, τουλάχιστον στην Αγγλία, η τάση, μετά την τροποποίηση των εκεί διαδικαστικών κανονισμών, ήταν προς το να αποφευχθεί η επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς όπου τα πρωταρχικά κριτήρια για την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου ήταν ο δυσμενής επηρεασμός της «αθώας» πλευράς και η θεραπεία με την επιδίκαση εξόδων. Το σκεπτικό που αναπτύχθηκε φαίνεται ν’ αντανακλά τη γενικότερη θεώρηση ότι οι προθεσμίες που τίθενται από τους θεσμούς θα πρέπει να τηρούνται αυστηρά στο ευρύτερο πλαίσιο προαγωγής του πρωταρχικού σκοπού, με κύριο γνώμονα, εν προκειμένω, την αποτελεσματική κατανομή πόρων του Δικαστηρίου. Όπως επίσης προσφάτως τέθηκε από το Εφετείο στην υπόθεση Καντούνας ν 1. Χρίστος Ηλιάδης κ.α., Πολ. Έφεση 54/2024, ημερομηνίας 18.10.24:

«[…] με τη θέσπιση των νέων Κανονισμών, πέραν των ουσιαστικών διαδικαστικών αλλαγών, επιχειρείται μια αλλαγή κουλτούρας και φιλοσοφίας. Μιας κουλτούρας και φιλοσοφίας σύγχρονης και προοδευτικής που θα επιτρέπει στο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του πρωταρχικού σκοπού, να διαχειρίζεται τις υποθέσεις με ευελιξία και πρακτικότητα προς εξυπηρέτηση του δικαίου και της δικαιοσύνης. Παράλληλα σκοπείται η απομάκρυνση από δυσλειτουργικές και αχρείαστες διαδικασίες που ενίοτε συνέτειναν σε καθυστερήσεις, αύξαναν  κατά τρόπο αχαλίνωτο τα έξοδα και τη δαπάνη της υπόθεσης και αντιστρατεύονταν την όλη προσπάθεια απονομής δικαιοσύνης. Ο πρωταρχικός σκοπός προάγει τη συμμετοχή στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης και όχι τον αποκλεισμό απ' αυτήν, τηρουμένων βεβαίως της κατά κανόνα συμμόρφωσης με τεθείσες προθεσμίες, τύπους και προϋποθέσεις.»

Με την πιο πάνω προσέγγιση κατά νου, η εξουσία του Δικαστηρίου παραμένει, θεωρώ - αλλά και ως υποστηρίζεται από την αντιμετώπιση του θέματος στην Αγγλία[1] - ευρεία.      

Στην Αγγλία, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να παρατείνει προθεσμίες, όταν αυτές έχουν ήδη παρέλθει – όπως δηλαδή, προδήλως, ισχύει και την παρούσα υπό κρίση περίπτωση – έχει, συνυφαστεί με την εξουσία του να χορηγεί απαλλαγή από κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης[2]. Σχετικά, το Αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση Denton v TH White Ltd [2014] EWCA Civ 906, έθεσε τρία στάδια εξέτασης στα οποία το Δικαστήριο προβαίνει προκειμένου να συγκεραστεί η ανάγκη γι’ αυστηρότερη εφαρμογή των προθεσμιών από τη μία και ο δίκαιος χειρισμός των υποθέσεων από την άλλη:

(α) στο πρώτο στάδιο το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει κατά πόσο η μη συμμόρφωση του διαδίκου ήταν σοβαρή ή σημαντική και σε περίπτωση που και στις δύο περιπτώσεις η απάντηση είναι αρνητική, τότε η απαλλαγή δέον να εγκρινόταν. Αν όμως η απάντηση είναι καταφατική, το Δικαστήριο προχωρά στο δεύτερο στάδιο, κατά το οποίο:

(β) το Δικαστήριο εξετάζει τους λόγους μη συμμόρφωσης και σε περίπτωση που θεωρήσει ότι συντρέχουν καλοί λόγοι, τότε και πάλι δέον να εγκρίνει την απαλλαγή. Έστω και στην περίπτωση όπου δεν φαίνεται να υπάρχουν καλοί λόγοι για τη μη συμμόρφωση το θέμα δεν τελειώνει εκεί και το Δικαστήριο προχωρεί στο τρίτο στάδιο, δηλαδή:

(γ) εξετάζει κατά πόσο, συνυπολογίζοντας όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, η απαλλαγή τυγχάνει χειρισμού σύμφωνα με τον πρωταρχικό σκοπό. Σε αυτό το στάδιο λαμβάνονται υπόψη το κατά πόσο η αίτηση γι’ απαλλαγή έγινε σύντομα – αν και τούτο δεν είναι προαπαιτούμενο για τη χορήγηση απαλλαγής[3] - και κατά πόσο η μη συμμόρφωση επηρεάζει την ημερομηνία Ακρόασης της υπόθεσης, παράγοντας που θεωρείται μείζονος σημασίας, ο οποίος άπτεται της εν γένει δυνατότητας του Δικαστηρίου να διαχειρίζεται τους δικαστικούς πόρους.

Στρέφω την προσοχή μου στην εδώ κρίσιμη περίπτωση. Η καθυστέρηση από πλευράς Ενάγοντα να καταχωρήσει τόσο την Αίτηση για παράταση όσο και την ίδια την Έκθεση Απαίτησης είναι, ομολογουμένως, σημαντική. Η πάροδος της προθεσμίας των 28 ημέρων αλλά και η περαιτέρω πάροδος άλλων περίπου 5 μηνών δεν είναι δυνατό να κριθεί, αφ’ εαυτής, ήσσονος σημασίας ή διάρκειας. Με τούτο δεδομένο, προχωρώ να εξετάσω εάν θεωρώ ότι εκ των όσων τέθηκαν ενώπιον μου η καθυστέρηση είναι αιτιολογημένη. Επί τούτου και μελετώντας στην όψη τους και μόνο τα όσα παρέθεσε η πλευρά του Ενάγοντα, πράγματι διαφαίνεται ότι ενυπάρχει ογκώδες υλικό, το οποίο πιθανώς να σχετίζεται με τα επίδικα ζητήματα και το οποίο θα έπρεπε να τύχει μελέτης προτού αποκρυσταλλωθούν όλα τα γεγονότα εκείνα που θα μπορούσαν και θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στο δικόγραφο του Ενάγοντα. Εν προκειμένω, η απαίτηση του θεσμοθέτη είναι η παροχή επαρκών πληροφοριών για προσδιορισμό των δημοσιεύσεων στις οποίες στηρίζεται μια Απαίτηση για λίβελλο. Συνεπώς και έχοντας κατά νου τον όγκο υλικού που τέθηκε ενώπιον μου και ο οποίος, φαίνεται, ν’ αφορά δυνητικώς την επίμαχη διαφορά, θεωρώ ότι η καθυστέρηση στην καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, αναιτιολόγητη. Παρά τη διαπίστωσή μου αυτή, η αδράνεια της πλευράς του Ενάγοντα να λάβει μέτρα προκειμένου να αιτηθεί εγκαίρως παράταση του χρόνου θεωρώ επιβάλλει και την εξέταση από το Δικαστήριο και του τρίτου σταδίου της Denton (ανωτέρω). Έχοντας και ως δεδομένο ότι και η Αίτηση για παράταση χρόνου καταχωρίστηκε με - κατά τα άλλα - αναιτιολόγητη καθυστέρηση, προχωρώ να εξετάσω την επίδραση που θα ενέχει σε έκαστο εκ των διαδίκων τυχόν απόρριψη της Αίτησης. Εξ όσων αναφέρονται από πλευράς του Ενάγοντα, διαφαίνεται ότι η Απαίτηση καταχωρίστηκε μόλις πριν την εκπνοή του χρόνου παραγραφής του επίδικου ζητήματος. Είναι αντιληπτό ότι τυχόν απόρριψη της Αίτησης για παράταση χρόνου, αν και δεν θα επέφερε αυτομάτως και την απόρριψη της Απαίτησης, θα την καθιστούσε, αναμφίβολα και κατ’ ουσία, κενή περιεχομένου, μια και δεν θα επιτρεπόταν η καταχώριση Έκθεσης Απαίτησης. Είναι επομένως αναμενόμενο, ότι προκειμένου η πλευρά του Ενάγοντα να μπορεί να προωθήσει - συμμορφούμενη με τις ελάχιστες απαιτήσεις του θεσμοθέτη ως προς τη δικογράφηση - θα πρέπει να επανακαταχωρίσει Απαίτηση, προσκρούοντας, αναπόδραστα, στο ζήτημα της παραγραφής. Εν όψει τούτων αλλά και έχοντας καταλήξει προηγουμένως ότι πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση προβλήθηκε, εκ πρώτης όψεως, επαρκώς τεκμηριωμένος λόγος για την ανάγκη παρέκτασης του χρόνου καταχώρισης της Έκθεσης Απαίτησης - με αναφορά τόσο στη φύση της υπόθεσης όσο και στο ενυπάρχον και δυνητικά σχετικό υλικό που θα έπρεπε να διεξέλθει η πλευρά του Ενάγοντα - κρίνω ότι η συνέπεια απόρριψης της Αίτησης θα είναι δυσανάλογα δυσμενής για την πλευρά του.

Δεν μου διέφυγε η αναφορά την πλευράς της Εναγόμενης σε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου. Η αναφορά όμως τούτη, με όλο το σεβασμό, έγινε γενικά και δίχως να προσδιορίζεται εάν η επικαλούμενη κατάχρηση αφορούσε σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την ίδια την καθυστέρηση. Η καθυστέρηση από μόνη της δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με κατάχρηση είτε αυτή αιτιολογείται είτε όχι[4]. Η δε αναφορά σε επηρεασμό της Εναγόμενης και των δικαιωμάτων της, έγινε ομοίως γενικά, χωρίς να επεξηγείται ο τρόπος με τον οποίο θα επηρεαστεί η Εναγόμενη, αλλ’ ούτε και ποια δικαιώματά της παραβλάπτονται ένεκα της καθυστέρησης. Έστω και να θεωρήσω ότι η αναφορά σχετιζόταν με το δικαίωμα της Εναγόμενης που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 30(2) του Συνάγματος[5], δεν θεωρώ ότι στο στάδιο που ευρίσκεται η παρούσα υπόθεση και λαμβάνοντας υπόψη τις εξουσίες διαχείρισης της υπόθεσης που εναποτέθηκαν στο Δικαστήριο με τους ΚΠΔ23, θα μπορούσε βάσιμα να υποστυλωθεί το επιχείρημα περί παραβίασης του δικαιώματος, κατά τον παρόντα χρόνο. Η υπόθεση βρίσκεται σε πρώιμο σχετικά στάδιο, με τη δυνατότητα να τύχει - εφεξής – τέτοιας διαχείρισης μέσω της οποίας θα διασφαλίζεται ότι θ’ ακουστεί εντός εύλογου χρόνου, σύμφωνα με το πρόγραμμα του Δικαστηρίου και έχοντας κατά νου τον πρωταρχικό σκοπό, αλλά κατά τρόπο που θα αντανακλά την έγνοια του Δικαστηρίου για την τήρηση των προθεσμιών. Αναγνωρίζοντας ότι πράγματι υπήρξε καθυστέρηση στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο έχει την εξουσία να συνυπολογίσει αυτήν ως επιβαρυντικό παράγοντα στη γενικότερη δικονομική συμπεριφορά της πλευράς του Ενάγοντα, ούτως ώστε τυχόν περαιτέρω υπαίτια και αδικαιολόγητη καθυστέρηση να αντιμετωπιστεί με την ανάλογη αυστηρότητα εάν τούτο ενδείκνυται.

Με δεδομένο ότι στην παρούσα περίπτωση κάποια καθυστέρηση στην καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης είναι, με αναφορά στη φύση της υπόθεσης και στην έκταση του υλικού που θα έπρεπε να διεξέλθει η πλευρά του Ενάγοντα, δικαιολογημένη, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των συνθηκών που περιβάλλουν την υπόθεση και την Αίτηση όπως τέθηκαν ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων του σταδίου στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση αλλά και την επίπτωση τυχόν απόρριψης της Αίτησης στην εν γένει δυνατότητα του Ενάγοντα να προωθήσει την Απαίτησή του στο Δικαστήριο, κρίνω ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει ν’ ασκηθεί υπέρ της έγκρισης της Αίτησης.

Η Αίτηση εγκρίνεται. Ο χρόνος καταχώρισης Έκθεσης Απαίτησης παρατείνεται και δίδονται οδηγίες στην πλευρά του Ενάγοντα να την καταχωρίσει μέχρι τις 27.1.25 και ώρα 14.00 μ.μ. Έπειτα ν’ ακολουθηθούν οι Κανονισμοί. Σε περίπτωση που η Έκθεση Απαίτησης δεν καταχωριστεί εντός της εν λόγω προθεσμίας, η καταχώρισή της δεν θα γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο.

Παρά το ότι η Αίτηση εγκρίθηκε, η ανάγκη για την καταχώρισή της δημιουργήθηκε από την καθυστέρηση της πλευράς του Ενάγοντα. Η πλευρά της Εναγόμενης, εν τέλει, δεν κατέδειξε οποιοδήποτε άλλο λόγο ένστασης στο αίτημα για παράταση χρόνου καταχώρισης Έκθεσης Απαίτησης, εκτός από τη δικονομική απειθαρχία της πλευράς του Ενάγοντα. Αν και, υπό ορισμένες περιστάσεις, η στάση της πλευράς της Εναγόμενης – εντός του ευρύτερου καθήκοντος των διαδίκων να συνεργάζονται προκειμένου ν’ αποφεύγεται η εκδίκαση ενδιάμεσων αιτήσεων – να ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως προσπάθεια αποκόμισης τακτικού πλεονεκτήματος και να διαφοροποιούσε τη διαταγή του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα[6], στην προκείμενη περίπτωση διαπίστωσα αφενός ότι η καθυστέρηση από πλευράς Ενάγοντα ήταν σημαντική και αφετέρου ότι η προσπάθεια από μέρους του για συνεννόηση με την αντίδικη πλευρά έγινε μόνο μετά την καταχώριση των ενδιάμεσων Αιτήσεων. Γι’ αυτούς τους λόγους, και παρά τη γενικότητα της Ένστασης, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον του Ενάγοντα. Επειδή στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής ο Κανονισμός 39.7 και θα πρέπει να γίνει συνοπτικός υπολογισμός των εξόδων, οι δικηγόροι, κατ' εφαρμογή του Κανονισμού 39.9, να καταχωρίσουν στο σύστημα ijustice καταλόγους εξόδων μέχρι τις 30.1.25 και ώρα 14.00 μ.μ. Η Αίτηση ορίζεται για συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων στις 31.1.25 και ώρα 9.00 π.μ. με απαραίτητη τη φυσική παρουσία των δικηγόρων των διαδίκων στο Δικαστήριο. Προτού εγκαταλείψω την Απόφασή, όσον αφορά την εκκρεμούσα Αίτηση γι’ απόρριψη της Απαίτησης που καταχώρισε η πλευρά της Εναγόμενης στις 23.5.24 και η οποία εξακολουθεί να εκκρεμεί, θεωρώ ορθότερο ν’ ακούσω τις διάδικες πλευρές ως προς τον περαιτέρω χειρισμό της κατά την 31.1.25 και ώρα 9.00 π.μ, οπότε και την ορίζω.

 

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

Θέμα: Αστικά / Ενδιάμεση / Αίτηση παράτασης χρόνου

Subject: Civil / Interim / Application for extension of time



[1] Βλ. Zuckerman, 4η έκδοση, παράγραφος 11.73, σελίδες 608 και 609 όπου αναφέρονται πρώτα οι περιορισμοί στην εξουσία του Δικαστηρίου και η κατάληξη ότι εκτός εκείνων, η διακριτική ευχέρεια παραμένει ευρεία.

[2] Βλ. Zuckerman, 4η έκδοση, παράγραφος 11.76, σελίδα 610 όπου αναφέρεται ότι: «where an application to extend a time limit is made after it has expired, in order to promote a measure of consistency, the jurisdiction to extend time limits has been effectively integrated with the jurisdiction to grant relief from sanctions».

[3] Βλ. Zuckerman (ανωτέρω), παράγραφος 11.178, σελίδα 653.

[4] Βλ. Alibrahim v Asturion Foundation [2020] EWCA Civ 32, στην παράγραφο 47, όπου αναφέρεται: «it is well established that mere delay in pursuing a claim, however inordinate and inexcusable, does not without more constitute an abuse of process: see Icebird Ltd v Winegardner [2009] UKPC 24 at [7] (Lord Scott of Foscote delivering the judgment of the Privy Council).»

[5] Άρθρο 30(2) του Συντάγματος: «Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου».

[6] Βλ. Ανάλυση αναφορικά με δικονομική συμπεριφορά που έχει θεωρηθεί μεμπτή εντός του υπό συζήτηση πλαισίου στο σύγγραμμα Blackstones Civil Practice, 2020, σελίδα 877, παράγραφος 48.49.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο