
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 837/2016
Μεταξύ:
Γιώργος Χατζηιωσήφ
Ενάγουσα
και
Στέλιος Τρύφων & Υιοί Λτδ
Εναγόμενης
Ημερομηνία: 25 Φεβρουαρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα: κα Νικολέτα Θεοδώρου
Για Εναγόμενη: κος Γ. Κολοκασίδης με κα Χριστοδούλου
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με βάση τον Κανονισμό 6(β) του περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021,η απόφαση δίδεται χωρίς τη φυσική παρουσία των συνηγόρων των διαδίκων και διαβιβάζεται σε αυτούς ηλεκτρονικά, με τη συγκατάθεσή τους.
Μέσω της υπό κρίση αγωγής, ο Eνάγοντας αξιώνει από την Eναγόμενη εταιρεία το ποσό των €15.000. Είναι ισχυρισμός του, ότι η Εναγόμενη παραβίασε συμφωνία με ημερομηνία 23/10/2008 (στο εξής ως «συμφωνία»), η όποια συμφωνία έγινε ενώπιον του Δικαστηρίου μεταξύ των διαδίκων και δη ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου στα πλαίσια εξέτασης της Πολιτικής Έφεσης με αριθμό 346/2005 σε σχέση με απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων (στο εξής «ως ΔΕΕ»). Αποτελεί ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι συμμορφώθηκε πλήρως με τις όρους που συμφωνήθηκαν και δη ότι ο ίδιος παράδωσε την κατοχή του ακινήτου ως είχε συμφωνηθεί. Η Εναγόμενη σύμφωνα με τον Ενάγοντα παραβίασε τα συμφωνηθέντα.
Προτού προχωρήσω στη παράθεση των θέσεων της Εναγόμενης σημειώνω ότι εκκρεφγξμούσης της ακροαματικής διαδικασίας η Εναγόμενη καταχώρησε τροποποιημένη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση εφόσον προηγήθηκε αίτηση. Νοείται ότι καταχώρησε εις απάντηση ο Ενάγοντας, Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση.
Η Εναγόμενη μέσω της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης μεταξύ άλλων παραδέχεται ότι την 23/10/2008 εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφαση στην πολιτική έφεση με αριθμό 346/2008 η οποία τροποποιούσε την πρωτόδικη απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 19/09/2005 και η οποία κατέγραφε τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων η οποία έγινε επί Δικαστηρίω. Κατά τα λοιπά αρνείται την ερμηνεία της απόφασης και/ή της συμφωνίας επί Δικαστηρίω. Αποτελεί ισχυρισμό της Εναγόμενης ότι ο Ενάγοντας δε συμμορφώθηκε με τους όρους της συμφωνίας και δεν παράδωσε ελεύθερη κατοχή του υποστατικού με την παρέλευση των 12 μηνών. Αποτελεί ισχυρισμό της Εναγόμενης ότι ο Ενάγοντας ουδέποτε ειδοποίησε την Εναγόμενη ότι εγκατέλειψε το υποστατικό αλλά αντιθέτως διατηρούσε την κατοχή μετά την παρέλευση των 18 μηνών μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου 2010 χωρίς να καταβάλει ενδιάμεσα κέρδη. Αποτελεί θέση της Εναγόμενης ότι ζήτησε από αυτόν να αποχωρήσει από το υποστατικό περί το Δεκέμβριο του 2009 έναντι νέου διαφοροποιημένου ανταλλάγματος αλλά αυτός αρνήθηκε και δεν παρέδωσε κατοχή.
Ανταπαιτεί το ποσό των €15.200 ως καθυστερημένα και/ή οφειλόμενα ενοίκια από το Νοέμβριο 2009 μέχρι τον Αύγουστο και/ή Σεπτέμβριο του 2010 και/ή δυνάμει της απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 23/10/2008 και/ή δυνάμει της μεταξύ τους συμφωνίας.
Ο Ενάγοντας μέσω της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ουσιαστικά αρνείται τις θέσεις και ισχυρισμούς της Εναγόμενης και παραθέτει τους δικούς του ισχυρισμούς και θέσεις. Ισχυρίζεται ότι μετά τη λήψη επιστολής από την Εναγόμενη ημερομηνίας 14/11/2008 με την οποία του γνωστοποιούσε την επιθυμία της να του καταβάλει το ποσό των €15.000 με ταυτόχρονη μείωση της ισχύος της αναστολής της απόφασης/συμφωνίας ημερομηνίας 23/10/2008 σε 12 μήνες αυτός γνωστοποίησε στην Εναγόμενη ότι θα παρέδιδε σε αυτήν την 23/10/2009 κενή και ελεύθερη κατοχή του υποστατικού πράγμα που έπραξε. Ισχυρίζεται ότι ουδέν ποσό οφείλει στην Εναγόμενη και κατέβαλλε ανελλιπώς και/ή εξόφλησε οιονδήποτε ποσό αφορούσε ενοίκια και/ή ενδιάμεσα οφέλη.
Ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη αρνήθηκε και απόφυγε να παραλάβει την κατοχή του ακινήτου προκειμένου να αρνηθεί να καταβάλει τα οφειλόμενα προς τον Ενάγοντα ποσά. Σε καμία περίπτωση δεν έγινε πρόταση αποχώρησης του έναντι νέου διαφοροποιημένου ανταλλάγματος. Ισχυρίζεται επιπροσθέτως ο Ενάγοντας ότι η Εναγόμενη κωλύεται λόγω συμπεριφοράς και/ή πράξεων να αρνείται την υποχρέωση της σε καταβολή των €15.000 στον Ενάγοντα.
Ως εκ τούτου ο Ενάγοντας αρνείται και απορρίπτει τις αξιώσεις της Εναγόμενης. Ισχυρίζεται παράλληλα ότι ουδεμία βάση Ανταπαίτησης αποκαλύπτει και δη ότι είναι ουσία και νόμω αβάσιμη.
Απαίτηση και Ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν. Ως εξηγείται κατωτέρω στο τέλος της διαδικασίας και πριν την έκδοση απόφασης δηλώθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης ότι δε θα εμμένει στην Ανταπαίτηση της.
Η ακροαματική διαδικασία στα πλαίσια της οποίας μεσολάβησε η ακρόαση δύο ενδιάμεσων αιτήσεων εκ μέρους της Εναγόμενης ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εκ μέρους των διαδίκων γραπτά κείμενα αγορεύσεων. Τέθηκε επίσης εκ μέρους του Δικαστηρίου ζήτημα για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα ως προς την Ανταπαίτηση με αποτέλεσμα οι συνήγοροι των διαδίκων να προβούν σε συμπληρωματικές αγορεύσεις.
Εκ μέρους του Ενάγοντα καταθέσαν ο ίδιος (ΜΕ1), ο κύριος Νίκος Αποστολίδης (ΜΕ2) και η κα Κλαούντια Μοράρου Χατζηιωσήφ, ενώ εκ μέρους της Εναγόμενης καταθέσαν ο κος Στέλιος Τρύφων (ΜΥ1) και ο κύριος Μάρκος Τρύφων (ΜΥ2).
Στη συνέχεια θα προχωρήσω σε σύντομη παράθεση των κυρίων σημείων της μαρτυρίας. Ακολούθως το κρίσιμο μέρος της μαρτυρίας θα αξιολογηθεί.
Μαρτυρία
ΜΕ1
Ο Ενάγοντας ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το έγγραφο Α. Εξήγησε τη σχέση του με την Εναγόμενη, το πως προέκυψε η διαφορά τους αλλά και το ιστορικό διαδικασιών και γεγονότων μεταξύ τους το οποίο χρονολογείται από το έτος 2000. Ως ανάφερε το ΔΕΕ εξέδωσε στις 19/09/2005 διάταγμα έξωσης του από το ακίνητο της Εναγόμενης επί της οδού Αριστείδου 16-18, στον Άγιο Δομέτιο στη Λευκωσία (στο εξής ως «το ακίνητο»). Η εκτέλεση του εν λόγω διατάγματος είχε ανασταλεί υπό προϋποθέσεις. Κατάθεσε ως τεκμήριο 1 αντίγραφο του διατάγματος του ΔΕΕ στα πλαίσια της αίτησης με αριθμό Ε34/2004 με ημερομηνία 19/09/2005. Tο συγκεκριμένο τεκμήριο είναι αποδεκτό και από τις δύο πλευρές όπως παραδεκτό είναι και το περιεχόμενο των παραγράφων 1-4 του έγγραφου Α. Σχετικά ο μάρτυρας κατάθεσε και το Τεκμήριο 2.
Στις 23/10/2008 στα πλαίσια της πολιτικής έφεσης με αριθμό 346/2005 τροποποιήθηκε η πρωτόδικη απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 19/09/2005. Ο μάρτυρας κατάθεσε ως τεκμήριο 3 αντίγραφο του διατακτικού του Ανωτάτου δικαστηρίου ημερομηνίας 23/10/2008 στο οποίο καταγράφονται οι όροι της συμφωνίας των διαδίκων. Ως τεκμήριο 4 κατάθεσε επιστολή των δικηγόρων της Εναγόμενης προς τον ίδιο με ημερομηνία 14/11/2008 και ως τεκμήριο 5 κατατέθηκε επιστολή του δικηγόρου του Ενάγοντα ημερομηνίας 12/02/2010 μαζί με αντίγραφο ένορκης δήλωσης επίδοσης. Επιπροσθέτως ως τεκμήριο 6 κατάθεσε επιστολή με ημερομηνία 16/09/2010 από τους δικηγόρους τους Ενάγοντα προς την Εναγόμενη μαζί με ένορκη δήλωση επίδοσης. Ως τεκμήριο 7 κατατέθηκε δέσμη από έγραφα αποτελούμενα από αποδείξεις και τιμολόγια. Ως τεκμήριο 8 κατατέθηκε αντίγραφο ενοικιαστήριου εγγράφου και ως τεκμήριο 9 κατατέθηκε έγγραφο τιμολόγιο & απόδειξη είσπραξης με αριθμό 14985 ημερομηνίας 15/09/2009 για το ποσό των €700.
Πολύ συνοπτικά ο μάρτυρας ανάφερε ότι αποχώρησε από το υποστατικό πριν την 23/10/2009. Είχε ήδη βρει νέο χώρο για να συνεχίσει η εταιρεία του τις δραστηριότητες της ως εστιατόριο και υπόγραψε νέο ενοικιαστήριο έγγραφο. Είχε ενημερώσει τηλεφωνικώς τους αντιπροσώπους της Εναγόμενης εταιρείας ότι βρήκε νέο χώρο και ότι θα μεταφερόταν εκεί.
Διευθέτησε συναντήσεις ως ανάφερε με εκπροσώπους της Εναγόμενης τόσο πριν την 23/10/2009 όσο και μετά για να τους παραδώσει το ακίνητο ως η συμφωνία αλλά μετάφεραν το ραντεβού τους από βδομάδα σε βδομάδα. Τη μια φορά σε συνάντηση που είχε με το Στέλιο Τρύφωνα του έστειλαν αστυνομία ενώ πρόθεση του ήταν να παραδώσει τα κλειδιά και να πάρει τα χρήματα που είχαν συμφωνηθεί. Εν τέλει ο Ενάγοντας αποτάθηκε σε δικηγόρο.
Κατά την αντεξέταση του ΜΕ1 υποδείχθηκαν στο μάρτυρα συνοπτικά τα ακόλουθα:
- O μάρτυρας ανάφερε ότι στο πίσω μέρος του υποστατικού που ενοικίαζε υπήρχε σταθμευμένο ένα όχημα. Δε γνωρίζει ποιος το είχε τοποθετήσει εκεί. Αρνήθηκε σχέση με το όχημα. (υποδείχθηκε σχετικά το Τεκμήριο 20). Υποδείχθηκε στο μάρτυρα ότι ζήτησε άδεια από την Εναγόμενη ώστε να παραλάβει το όχημα με το μάρτυρα να αρνείται την υπόδειξη.
- Σε ερώτηση πότε έγινε η συνάντηση στο υποστατικό με το Στέλιο Τρύφωνα για να του δώσει τα κλειδιά του υποστατικού ως ανάφερε έγινε μετά την 23/10/2009 και μάλιστα αυτό μπορεί να έγινε το έτος 2010.
- Αρνήθηκε ότι αυτό έγινε στην παρουσία μελών της εταιρείας Group 4 αλλά ότι ο Στέλιος Τρύφωνας του έφερε την Αστυνομία και τον έδιωξαν από το χώρο.
- Αναφορικά με την παρουσία της ιδιωτικής εταιρείας Group 4 ως ανάφερε γνώριζε την παρουσία τους επειδή περνούσε κάθε μέρα από εκεί και τους είδε. Υποδείχθηκε στο μάρτυρα ότι η εταιρεία Group 4 προσλήφθηκε από την Εναγόμενη μέσα στο έτος 2010 με το μάρτυρα να ισχυρίζεται ότι έβλεπε την Group 4 γύρω στο έτος 2009.
- Όταν έφυγε από το υποστατικό κλείδωσε την πόρτα αλλά ως ανάφερε καμία σχέση έχει με τις κλειδαριές του Τεκμηρίου προς Αναγνώριση Β και Γ. Στην περίφραξη δεν είχε κλειδαριά.
- Ακόμη μέχρι σήμερα κρατά τα κλειδιά της κλειδαριάς της πόρτας του καταστήματος/ υποστατικού.
- Υποδείχθηκε στο μάρτυρα ότι η εταιρεία Group 4 πήγε εκεί το Σεπτέμβριο 2009 για να σπάσει τις κλειδαριές που υπήρχαν στην περίφραξη και στο υποστατικό.
- Σε ερώτηση εάν σε συνάντηση τους ο Στέλιος Τρύφωνος περί το Δεκέμβριο 2009 του πρόσφερε επιταγή με το ποσό των €15.000 μείον τα ενοίκια Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2009, απάντησε ότι έφυγε 23/10 από το υποστατικό και πλήρωσε ολόκληρο το μήνα.
- Αρνήθηκε υποβολή ότι παρέμεινε στο ακίνητο μέχρι το Σεπτέμβριο 2010 και ότι χρωστούσε ενδιάμεσες οφειλές μέχρι τότε.
- Μετά από υπόδειξη προς το μάρτυρα ότι η επιστολή ημερομηνίας 12/02/2010 επιδόθηκε Ιούνιο για να δικαιολογήσει το καθεστώς κατοχής του χώρου απάντησε «απάντησα για ποιο λόγο είχα παραμείνει στο χώρο».
ΜΕ2
Ο ΜΕ2 ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το Έγγραφο Β. Εξήγησε ότι το έτος 2009 ήταν υπάλληλος μιας εταιρείας με ονομασία CPM Επιπλώσεις Διαχωριστικά Λτδ η οποία ασχολείτο με την παροχή οικοδομικών και εργολαβικών υπηρεσιών. Εξήγησε τη σχέση του με τον Ενάγοντα. Ως επίσης ανάφερε μεσολάβησε με τον ιδιοκτήτη της πιο πάνω εταιρείας ώστε να του δώσουν προσφορά για να ανακαινίσει το νέο μαγαζί που θα ενοικίαζε. Αυτό έγινε περίπου τον Αύγουστο 2009. Ξεκίνησαν εργασίες περί το Σεπτέμβριο 2009. Παράλληλα βοήθησαν τον Ενάγοντα να μεταφέρει εξοπλισμό και αντικείμενα από το παλιό εστιατόριο στον καινούριο χώρο. Εξήγησε πως και πότε έγινε αυτό. Όλα τα έπιπλα και εξοπλισμός μεταφέρθηκαν στο νέο χώρο.
Aντεξεταζόμενος ανάφερε ότι δε θυμάται εάν είχε περίφραξη ο χώρος. Ανάφερε ότι όταν πήγαινε για να μεταφέρει αντικείμενα κλείδωνε και ξεκλείδωνε ο Ενάγοντας. Όταν πήγαιναν πάντα ήταν ανοικτά. Δε θυμάται με ποιο τρόπο κλείδωνε ο Ενάγοντας. Εξήγησε ότι στο χώρο βρίσκονταν εκεί ο πατέρας, η μητέρα του, η γυναίκα του και τον βοηθούσαν στη μετακόμιση.
ΜΕ3
Η ΜΕ3 είναι η σύζυγος του Ενάγοντα. Ως ανάφερε το έτος 2009 εργαζόταν με το σύζυγο της στο εστιατόριο τους. Κατάθεσε ως Τεκμήριο 10 δέσμη από έγγραφα αποτελούμενα από αποδείξεις και καταστάσεις λογαριασμών Τράπεζας. Ως εξήγησε αφορούν αποδείξεις για πληρωμές ενοικίων για την περίοδο Οκτωβρίου 2008-Οκτωβρίου 2009.
Αντεξεταζόμενη δεν αναγνώρισε το όχημα που φαίνεται στη φωτογραφία του Τεκμηρίου 20 (Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α).
Όταν της υποδείχθηκαν οι φωτογραφίες του Τεκμηρίου προς Αναγνώριση Γ (Τεκμήριο 21) αναγνώρισε το χώρο αλλά ανάφερε ότι ποτέ δεν είχε δει αλυσίδα.
Υποδείχθηκε στη μάρτυρα ότι δεν πληρώθηκαν όλα τα ενοίκια για την περίοδο που ο Ενάγοντας ήταν μέσα στο υποστατικό με τη μάρτυρα να αρνείται την υποβολή.
Αρνήθηκε υποβολή ότι ο Ενάγοντας παρέμεινε μέσα στο υποστατικό μέχρι το Σεπτέμβριο 2010.
ΜΥ1
Ο ΜΥ1 ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το Έγγραφο Γ. Εξήγησε τη σχέση του με την εταιρεία και της εταιρείας με τον Ενάγοντα. Μέσω της μαρτυρίας του αναφέρθηκε στην απόφαση του ΔΕΕ, Τεκμήριο 1 το οποίο διάτασσε την έξωση του Ενάγοντα αλλά και παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής του ακινήτου της Εναγόμενης. Αναφέρθηκε και στο Τεκμήριο 2 εκ συμφώνου διατάγματος αναστολής εκτέλεσης απόφασης του Τεκμηρίου 1. Πρόβηκε επίσης σ’ αναφορά στο Τεκμήριο 3 και δη στο περιεχόμενο της συμφωνίας επί Δικαστηρίω.
Ο μάρτυρας εξήγησε ότι η Εναγόμενη με επιστολή της ημερομηνίας 14/11/2008 άσκησε το δικαίωμα επιλογής που της παρασχέθηκε μέσω της συμφωνίας επί Δικαστηρίω ενημερώνοντας τον Ενάγοντα ότι προτίθενται να του καταβάλουν το ποσό των €15.000 ταυτόχρονα με την αποχώρηση του από το ακίνητο. Στις αρχές Οκτωβρίου 2009 ο Αντρέας Τρύφων θείος του μάρτυρα επισκέφθηκε τον Ενάγοντα για να συμφωνηθεί ο χρόνος και τόπος παράδοσης. Σύμφωνα με το μάρτυρα δε συνεργαζόταν ο Ενάγοντας. Ο μάρτυρας ανάλαβε να επικοινωνήσει ο ίδιος με το δικηγόρο της Εναγόμενης για το ζήτημα αυτό. Ως Τεκμήρια 11,12,13, 14, 15 και 16 κατάθεσε αλληλογραφία του ίδιου με το δικηγόρο του αλλά και μεταξύ άλλων ατόμων όπως μεταξύ του ιδίου και του θείου του Ανδρέα Τρύφων. Ως αναφέρει το θέμα συζήτησης στα ηλεκτρονικά μηνύματα ήταν η αποχώρηση του Ενάγοντα από το ακίνητο και η παράδοση της κατοχής του υποστατικού.
Περί την 13/12/2009 επισκέφθηκε τον Ενάγοντα με επιταγή ύψους €11.960. Αφαίρεσε από το ποσό των €15.000 το ενδιάμεσο όφελος για το μήνα Οκτώβριο και Νοέμβριο 2009. Ζήτησε να του παραδοθούν τα κλειδιά του υποστατικού. Ο Ενάγοντας αρνήθηκε να λάβει τις επιταγές και να παραδώσει τα κλειδιά και την κατοχή του ακινήτου. Εντός του ακινήτου είχε μέσα αντικείμενα και εξοπλισμό του Ενάγοντα. Παρέμεινε στο ακίνητο ο Ενάγοντας πέραν των 12 μηνών από τις 23/10/2008.
Αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας ανάφερε ότι ξεκίνησε να έχει εμπλοκή με τα επίδικα ζητήματα από τον Οκτώβριο 2009. Προηγουμένως τα ζητήματα τα χειρίζονταν ο πατέρας του Λώρης Τρύφων και ο θείος του Ανδρέας Τρύφων. Ο θείος του έχει αποβιώσει.
Αναφέρθηκε σε συνάντηση του με τον Ενάγοντα. Αρνήθηκε υποβολή ότι είχε εγκαταλείψει ο Ενάγοντας το υποστατικό πριν την 23/10/2009 παραπέμποντας σε εσωτερική αλληλογραφία του ιδίου με το δικηγόρο τους και άλλα μέλη της εταιρείας. Ανάφερε ότι το ενοίκιο του μηνός Οκτωβρίου 2009 πληρώθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο επειδή η επιταγή του Ενάγοντα ήταν χωρίς αντίκρυσμα. Υποβλήθηκε στο μάρτυρα ότι το ενοίκιο του μηνός Οκτωβρίου πληρώθηκε με έμβασμα στην Τράπεζα.
Αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της συνάντησης τους το Δεκέμβριο 2009 λέγοντας ότι ήθελαν να πάρουν τα κλειδιά του υποστατικού.
Ως προέκυψε η Εναγόμενη δεν απάντησε στις επιστολές που απέστειλε προς αυτήν ο Ενάγοντας. Δε ζητήθηκε γραπτώς από τον Εναγόμενο να φύγει μετά τον Οκτώβρη 2009 ούτε κίνησαν διαδικασίες έξωσης του.
Αντεξεταζόμενος ανάφερε ότι η συνάντηση του με τον Ενάγοντα δεν έγινε στο επίδικο υποστατικό αλλά στη Βιομηχανική περιοχή Έγκωμης μετά από υποδείξεις του Ενάγοντα.
Επέμενε ότι ο Ενάγοντας δε δέχθηκε να παραδώσει τα κλειδιά βάσει των συμφωνιών και ανάβαλλε την παράδοση με διάφορες δικαιολογίες. Ως επίσης ανάφερε ο Ενάγοντας δεν παράδωσε τα κλειδιά επειδή δε δέχθηκε να πάρει το ποσό που του έδωσαν στο οποίο είχαν αφαιρέσει το ενοίκιο του Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2009 αλλά ήθελε το ποσό των ευρώ 15.000.
Ανάφερε ότι το άτομο που ήρθε να παραλάβει το όχημα που βρισκόταν στο υποστατικό ήρθε μετά από παράκληση του Ενάγοντα το Σεπτέμβριο 2010, ξεκλείδωσε με δικά του κλειδιά την περίφραξη και εισήλθε στο χώρο.
ΜΥ2
Ο ΜΥ2 εξήγησε τη σχέση του με την Εναγόμενη εταιρεία και την εμπλοκή του με τα επίδικα ζητήματα. Τον Ενάγοντα δεν τον γνωρίζει ούτε είχε κάποια σχέση μαζί του. Στην Εναγόμενη εταιρεία ασχολείται με τα οικονομικά ζητήματα. Το ενοίκιο του μηνός Οκτωβρίου το πλήρωσε τον Οκτώβριο 2009 με επιταγή η οποία δεν πέρασε στην αρχή αλλά μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Αναγνώρισε και εξήγησε τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 24 και Τεκμηρίου 25. Ως ανάφερε οι φωτογραφίες των Τεκμηρίων 24 και 25 τραβήχτηκαν την 03/09/2010. Ως επίσης ανάφερε ήταν παρών την 03/09/2010 όταν ήρθε κάποιο άτομο εκ μέρους του Ενάγοντα και πήρε το όχημα που βρισκόταν σταθμευμένο που ήταν μέσα στο κτίριο και άλλα πράγματα του Ενάγοντα. Ως ανάφερε ο Ενάγοντας είχε αφήσει πολλά πράγματα. Ακριβώς τι πήραν δε θυμόταν. Σε ερώτηση εάν τα πράγματα ήταν στην αυλή ανάφερε ότι και μέσα είχε πολλά πράγματα.
Αξιολόγηση της μαρτυρίας
Μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες ενώ έδιδαν τη μαρτυρία τους και έλαβα υπόψη την ποιότητα της μαρτυρίας, τη σαφήνεια στον τρόπο απάντησης, στη φυσικότητα και αμεσότητα των απαντήσεων, την τυχόν ύπαρξη υπερβολών σε αυτές, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος, τυχόν ουσιαστικές αντιφάσεις, τη μνήμη των μαρτύρων, τους λόγους που είχαν να τα θυμούνται αυτά κ.α. Επίσης δεν έχω περιοριστεί μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά την έχω συσχετίσει, αντιπαραβάλει και διερευνήσει με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων.[1]
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας θα γίνει, μόνο επί των διιστάμενων εκδοχών[2] αφού τα πιο κάτω αναφερόμενα γεγονότα είναι κοινά αποδεκτά ή μη αμφισβητούμενα:
Α. Ο Ενάγοντας κατά τον επίδικο χρόνο ενοικίαζε από την Εναγόμενη κατάστημα/υποστατικό που βρισκόταν στην οδό Αριστείδου 16-18 στον Άγιο Δομέτιο στη Λευκωσία. Ο Ενάγοντας λειτουργούσε στο υποστατικό της Εναγόμενης εστιατόριο με την εμπορική επωνυμία ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ-ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ ΑΝΤΙΚΑ ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΕΝΤΕ. Η Εναγόμενη είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολείται με το γενικό εμπόριο ως το Τεκμήριο 17.
Β. Μεταξύ των διαδίκων προέκυψαν διαφορές που χρονολογούνται από ή περί το έτος 2000.
Γ. Περί την 19/09/2005 εκδόθηκε απόφαση από το ΔΕΕ ως το Τεκμήριο 1. Μεταξύ άλλων το ΔΕΕ έκδωσε διάταγμα έξωσης και παράδοσης κενής και ελεύθερης κατοχής του υποστατικού που ενοικίαζε ο Ενάγοντας από την Εναγόμενη. Το διάταγμα έξωσης υπόκειτο σ’ αναστολή εκτέλεσης μέχρι την 30/09/2005 και στη συνέχεια από μήνα σε μήνα για περίοδο 9 μηνών νοουμένου ότι την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός από 01/10/2005 θα κατέβαλλε στην Εναγόμενη ενδιάμεσα οφέλη ύψους ΛΚ 889,08.
Δ. Στις 20/06/2005 ο Ενάγοντας καταχώρησε αίτηση στα πλαίσια της αίτησης Ε34/2004 για αναστολή εκτέλεσης μέρους της απόφασης ημερομηνίας 19/09/2005 αναφορικά με τη διαταγή για παράδοση του υποστατικού εντός 9 μηνών. Ως Τεκμήριο 2 καταχωρήθηκε εκ συμφώνου διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 19/09/2005 μέχρι την εκδίκαση της Πολιτικής Έφεσης με αριθμό 346/2005.
Ε. Στα πλαίσια της πιο πάνω Πολιτικής Έφεσης την 23/10/2008 τροποποιήθηκε εκ συμφώνου η Πρωτόδικη απόφαση του ΔΕΕ (Τεκμήριο 3). Συγκεκριμένα:
«Οι διάδικοι συμφωνούν όπως το ισχύον διάταγμα αναστολής παραταθεί για 18 μήνες από σήμερα. Οι εφεσίβλητοι έχουν δικαίωμα σε διάστημα 30 ημερών από σήμερα να κοινοποιήσουν γραπτώς προς τον εφεσείοντα κατά πόσο επιθυμούν να καταβάλουν στον εφεσείοντα το ποσό των €15.000 οπότε σ’ αυτή την περίπτωση με την καταβολή του εν λόγω ποσού η ισχύς του διατάγματος αναστολής θα μειώνεται στους 12 μήνες από σήμερα. Η καταβολή του ποσού των €15.000 θα γίνει ταυτόχρονα με την παράδοση της ελεύθερης κατοχής και χρήσης του υποστατικού κατά το τέλος του χρόνου των 12 μηνών της αναστολής. Κατά τη διάρκεια της ισχύος της αναστολής είτε αυτή είναι 12 μήνες είτε 18 μήνες ανάλογα με την περίπτωση, ο εφεσείων θα καταβάλλει κανονικά στους εφεσίβλητους το ποσό των €1.520 μηνιαίως ως ενδιάμεσα κέρδη. Η πληρωμή του εν λόγω ποσού συνιστά προϋπόθεση συνέχισης της αναστολής. Η άσκηση του δικαιώματος επιλογής των εφεσιβλήτων σαφώς δεν υπόκειται στην έγκριση ή αποδοχή του εφεσείοντος». Εφεσίβλητοι είναι η Εναγόμενη στην παρούσα και Εφεσείοντας είναι ο Ενάγοντας στην παρούσα.
Στ. Περί την 14/11/2008 με επιστολή της η Εναγόμενη μέσω των δικηγόρων της απόστειλε επιστολή η οποία επιδόθηκε στον Ενάγοντα την 17/11/2008 μέσω της οποίας τον ενημέρωναν ότι πρόθεση τους ήταν να ασκήσουν το δικαίωμα επιλογής που τους παρασχέθηκε μέσω της συμφωνίας που δηλώθηκε στο Δικαστήριο (βλ. πιο πάνω και Τεκμήριο 3) και ότι θα του κατέβαλαν το ποσό των €15.000 προκειμένου να αποχωρούσε από το υποστατικό στους 12 μήνες με αποτέλεσμα η αναστολή του διατάγματος έξωσης να εξέπνεε στους 12 μήνες.
Ζ. Περί την 18/06/2010 επιδόθηκε στην Εναγόμενη επιστολή από τους δικηγόρους του Ενάγοντα με ημερομηνία 12/02/2010. Περί την 08/03/2011 επιδόθηκε στην Εναγόμενη επιστολή από τους δικηγόρους του Ενάγοντα με ημερομηνία 16/09/2010.
Η. Περί την 17/10/2016 στα πλαίσια της αίτησης Ε 34/04 εκδόθηκε διάταγμα στα πλαίσια αίτησης έρευνας ημερομηνίας 09/06/2016 ως το Τεκμήριο 22. Επίσης την 05/04/2019 στα πλαίσια της υπόθεσης αρ. 2477/2018 εκδόθηκε το διάταγμα εναντίον του Ενάγοντα ως το Τεκμήριο 23.
Τα πιο πάνω μη αμφισβητούμενα και/ή παραδεκτά γεγονότα σαφώς και αποτελούν ευρήματα μου.
Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΕ1
Η μαρτυρία του ΜΕ1 για τους λόγους που εξηγώ αμέσως πιο κάτω γίνεται μερικώς αποδεκτή. Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του έρχεται σε συνάφεια με την έγγραφη μαρτυρία και τα παραδεκτά γεγονότα. Παρατήρησα όμως αναφορικά με τα αμφισβητούμενα γεγονότα της μαρτυρίας του σε κάποια σημεία κενά και ασάφειες ως εξηγείται πιο κάτω.
Καταρχάς είναι παραδεκτό ότι ο Ενάγοντας ουδέποτε παράδωσε τα κλειδιά στην Εναγόμενη. Ενώ διακήρυττε ότι έκανε πολλές προσπάθειες για να διευθετηθεί συνάντηση ώστε να παραδώσει τα κλειδιά και να λάβει το συμφωνημένο ποσό και ανέβαλλαν τις συναντήσεις ως ισχυρίστηκε, δε φαίνεται να έκαμε προσπάθεια με άλλο τρόπο να παραδώσει τα κλειδιά. Εφόσον ως ισχυρίστηκε αυτή ήταν η πρόθεση του η λογική επιτάσσει ότι θα παράδιδε τα κλειδιά με κάποιο τρόπο. Είναι ξεκάθαρο ότι θα παρέδιδε τα κλειδιά μόνο εάν θα του καταβαλλόταν η αποζημίωση που είχε συμφωνηθεί. Δεν είχε δηλαδή πραγματική πρόθεση να τα παραδώσει χωρίς να του καταβληθεί το ποσό. Το τι συνεπάγεται αυτό ή ποια σημασία έχει θα εξεταστεί κατωτέρω.
Κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του ανάφερε ότι εγκατέλειψε το επίδικο υποστατικό και αποχώρησε από αυτό πριν τη λήξη των 12 μηνών ως προβλεπόταν στη συμφωνία. Πουθενά όμως στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε δε φαίνεται να ειδοποίησε την Εναγόμενη ότι είχε ήδη αποχωρήσει από το υποστατικό πριν τη λήξη των 12 μηνών. Αυτό που αναφέρθηκε είναι ότι ενημέρωσε ότι το υποστατικό ήταν έτοιμο προς παράδοση.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε σε επικοινωνία του με κάποιο Ανδρέα Τρύφων ο οποίος ενεργούσε εκ μέρους της Εναγόμενης. Ως ανάφερε τον είχε ενημερώσει ότι το υποστατικό ήταν έτοιμο προς παράδοση. Ο ΜΕ1 ουσιαστικά στήριξε το κρίσιμο μέρος της μαρτυρίας του σε επικοινωνία του με τον Ανδρέα Τρύφων ο οποίος αποβίωσε ως πρόκυψε κατά την ακροαματική διαδικασία. Συνεπώς δεν ήταν εφικτό να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο και να επιβεβαιώσει ή να αμφισβητήσει τον Ενάγοντα ως προς τις ισχυριζόμενες επικοινωνίες που είχαν και το περιεχόμενο αυτών ή εάν πράγματι είχαν διευθετηθεί συναντήσεις για να παραδώσει τα κλειδιά. Παρατηρώ επίσης ότι ενώ ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι διευθετήθηκαν 4-5 φορές συναντήσεις για να παραδώσει τα κλειδιά μετά από επικοινωνία με τους εκπροσώπους της εταιρείας, ο ΜΥ2 ισχυρίστηκε ακριβώς το αντίθετο και δη ότι δε συνεργαζόταν ώστε να παραδώσει τα κλειδιά. Ο ΜΥ2 ανάφερε ότι ο θείος του ο Ανδρέας Τρύφων ο οποίος τότε ασχολείτο με το επίδικο ζήτημα τον ενημέρωσε ότι δεν ήθελε ο Ενάγοντας να παραδώσει το υποστατικό και ότι συζητούσαν μεταξύ τους για να βρουν λύσεις. Προφανώς υπάρχει διάσταση μεταξύ των θέσεων του Ενάγοντα και της Εναγόμενης. Αυτό δημιουργεί κενό ως προς το τι ειπώθηκε τελικά μεταξύ Ενάγοντα και Ανδρέα Τρύφων. Εφόσον λοιπόν το πρόσωπο αυτό (Ανδρέας Τρύφων) δε βρίσκεται στη ζωή ώστε να παρουσιάσει μαρτυρία, η μαρτυρία του Ενάγοντα που συνδέεται με επικοινωνία προς το πρόσωπο αυτό ή με το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να παρέχει βάση για ασφαλή ευρήματα και κατά συνέπεια δε γίνεται αποδεκτή.
Σε κάθε περίπτωση από τη μαρτυρία του Ενάγοντα και δη με βάση τα όσα τέθηκαν στην ακροαματική διαδικασία δε προκύπτει να ανάφερε ο Ενάγοντας σ’ αυτό το πρόσωπο ή σε άλλο εκπρόσωπο της Εναγόμενης ότι εγκατέλειψε το χώρο. Επισημαίνω ότι σε κάθε περίπτωση ο ισχυρισμός του Ενάγοντα ήταν ότι ενημέρωσε ότι το υποστατικό ήταν έτοιμο προς παράδοση και ήθελε να παραδώσει τα κλειδιά.
Ακόμη και στην επιστολή ημερομηνίας 12/02/2010 (η οποία επιδόθηκε Ιούνιο 2010) την οποία έστειλαν οι δικηγόροι του Ενάγοντα στην Εναγόμενη δεν αναγράφει ότι αυτός εγκατέλειψε το χώρο παρά μόνο ότι ήθελε να παραδώσει τα κλειδιά. Δηλαδή ακόμη και κάποιους μήνες μετά δεν αναφέρει ότι έφυγε από το υποστατικό. Παρόλα αυτά δέχομαι όμως ότι εγκατέλειψε το χώρο και ότι τον βοήθησαν στη μετακόμιση ο ΜΕ2 και η ΜΕ3 με τη διευκρίνηση ότι δεν ειδοποίησε σχετικά την Εναγόμενη. Είναι επίσης αποδεκτό ότι πρόβηκε σε ενέργειες ώστε να βρει νέο χώρο για να μεταφέρει την επιχείρηση του. Είναι αποδεκτό όμως και αποτελεί εύρημα μου ότι αποχώρησε από το χώρο, αλλά χωρίς να παραδώσει τα κλειδιά του υποστατικού.
Κατά την κυρίως εξέταση αλλά και κατά την αντεξέταση του αναφέρθηκε σε συνάντηση του με το Στέλιο Τρύφων για να παραδώσει τα κλειδιά και να του δώσει το ποσό που συμφωνήθηκε. Από το σύνολο της μαρτυρίας προκύπτει ότι ο Ενάγοντας με το Στέλιο Τρύφων συναντήθηκαν πράγματι περί το Δεκέμβριο του έτους 2009. Σ’ εκείνη τη συνάντηση είναι αποδεκτό ότι δεν παραδόθηκαν τα κλειδιά του υποστατικού. Aνάφερε ότι του έφεραν αστυνομία. Δεν εξηγεί το λόγο όμως που δεν παράδωσε τα κλειδιά ή πως εμποδίστηκε και δεν τα παράδωσε εκείνη τη μέρα εφόσον πρόθεση του ήταν ως ισχυρίστηκε να παραδώσει τα κλειδιά.
Αυτό που προκύπτει αβίαστα μέσα και από το περιεχόμενο και των επιστολών των Τεκμηρίων 5 και 6 είναι ότι ο Ενάγοντας δεν ήθελε να παραδώσει τα κλειδιά αν δε του διδόταν το ποσό των €15.000.
Είναι αποδεκτή η μαρτυρία του που συνδέεται με τα τεκμήρια 7, 8, 9 και 10. Δεν έχει αντικρουστεί η μαρτυρία του η οποία έρχεται σε συνάφεια με το περιεχόμενο των πιο πάνω τεκμηρίων.
Μεγάλο μέρος της αντεξέτασης του αναλώθηκε σε ερωτήσεις αναφορικά με το κατά πόσο τοποθέτησε κλειδαριές τόσο στην είσοδο του υποστατικού όσο και στην περίφραξη με το μάρτυρα να εξηγεί με σαφήνεια και σταθερότητα ότι κλείδωσε μόνο την πόρτα του επίδικου υποστατικού. Εξήγησε με ποιο τρόπο έκλεινε η περίφραξη. Θεωρώ ότι ο μάρτυρας απάντησε με ειλικρίνεια ότι κλείδωσε μόνο την πόρτα της κύριας εισόδου. Αν είχε κι άλλα κλειδιά ή εάν είχε τοποθετήσει κλειδαριές σε άλλους χώρους δε διαπιστώνω να είχε κάποιο λόγο να τ΄ αποκρύψει ή να μην το αναφέρει.
Αντιθέτως απάντησε αβίαστα τι κλειδιά κατέχει και δεν απόκρυψε το γεγονός ότι κατέχει κλειδιά μέχρι και σήμερα.
Κρίνω επίσης ως αληθινή τη μαρτυρία του ΜΕ1 αναφορικά με τη σχέση του με το όχημα που παρουσιάζεται στις διάφορες φωτογραφίες των Τεκμηρίων 20, 24, 25. Οι απλές υποδείξεις προς το μάρτυρα ότι το όχημα τοποθετήθηκε εκεί από τον ίδιο και ότι ζήτησε συγκεκριμένα να το παραλάβει το Σεπτέμβριο 2010 δεν είναι αρκετά για να αντικρούσουν τη θέση του ΜΕ1 ότι ουδεμία σχέση είχε με αυτό το όχημα. Παρατηρώ επίσης ότι τέτοιος ισχυρισμός προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά την ακροαματική διαδικασία. Ουδέποτε δικογραφήθηκε ότι ο Ενάγοντας άφησε στο υποστατικό αντικείμενα δικά του!
Εν κατακλείδι με τις διευκρινήσεις που δίδονται ανωτέρω η μαρτυρία του ΜΕ1 είναι μερικώς αποδεκτή.
Aξιολόγηση μαρτυρίας ΜΕ2
Δε διαπίστωσα να ήρθε στο Δικαστήριο ο ΜΕ2 να πει ψέματα ή ότι είχε κάποιο συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης. Κρίνω ότι παρουσίασε τα γεγονότα όπως τα γνώριζε. Η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή στο σύνολο.
Aξιολόγηση μαρτυρίας ΜΕ3
Ομοίως και η μαρτυρία της ΜΕ3 υπήρξε θετική. Παρόλο που είναι η σύζυγος του Ενάγοντα δε διαπίστωσα να ήρθε στο Δικαστήριο να πει ψέματα. Aνάφερε στο Δικαστήριο αυτά που γνώριζε για την υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση η μαρτυρία της σκόπευε κυρίως στο να καταθέσει το Τεκμήριο 9 το περιεχόμενο του οποίου εν τέλει δεν αντικρούστηκε.
Aξιολόγηση μαρτυρίας ΜΥ1
Η μαρτυρία του ΜΥ1 για τους λόγους που εξηγώ κατωτέρω είναι επίσης μερικώς αποδεκτή. Αποδεκτή είναι επίσης η μαρτυρία του η οποία βρίσκεται σε συνάφεια με τα παραδεκτά γεγονότα ή με γεγονότα που δεν αμφισβητήθηκαν. Ως προς την αμφισβητούμενη μαρτυρία του παρατηρώ τα ακόλουθα:
Ο ΜΥ1 κατά την κυρίως εξέταση του ανάλωσε μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του στο να περιγράφει συνομιλίες του Ενάγοντα με το δικηγόρο της Εναγόμενης ή συνομιλίες του ιδίου του μάρτυρα με το θείο του Ανδρέα Τρύφων αλλά και ηλεκτρονικό μήνυμα από κάποιο Λώρη Τρύφων. Παράλληλα κατάθεσε μια σειρά από αλληλογραφία που είχαν μεταξύ τους και του δικηγόρου τους. Σχετικά κατάθεσε τα Τεκμήρια 11,12, 13,14,15 και 16. Η συγκεκριμένη αλληλογραφία είναι μεταξύ των ημερομηνιών Νοεμβρίου 2009-16 Δεκεμβρίου 2009.
Ο Ανδρέας Τρύφων ως αναφέρθηκε πλειστάκις στη διαδικασία, αποβίωσε και ήταν το άτομο που εκπροσωπούσε την Εναγόμενη και χειριζόταν τα επίδικα ζητήματα μέχρι και το Νοέμβριο 2009. Ως αναφέρθηκε ανωτέρω το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να προσέλθει στο Δικαστήριο και να επιβεβαιώσει ή να παράσχει εξηγήσεις για τα όσα ειπώθηκαν τόσο από το ΜΕ1 όσο και από το ΜΥ1 ότι είπε ή έπραξε σχετικά με το επίδικο υποστατικό. Προβλήθηκαν διαφορετικές και αντικρουόμενες εκδοχές. Τα η-μηνύματα που κατάθεσε ο ΜΥ1 φαίνεται να αφορούν η-μηνύματα του Ανδρέα Τρύφων είτε με τον ίδιο είτε με άλλα πρόσωπα που δεν καταθέσαν στο Δικαστήριο. Η Εναγόμενη βασίζει τη μαρτυρία της σε αυτές τις εξ ακοής δηλώσεις. Σαφώς και δεν απορρίπτεται μια μαρτυρία εξ’ ακοής αλλά η βαρύτητα που θα αποδοθεί εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Εν προκειμένω, ένα εκ των προσώπων που πρόβηκε σε δηλώσεις μέσω των η-μηνυμάτων δε βρίσκεται στη ζωή αλλά επιπροσθέτως κατατέθηκαν η-μηνύματα στα οποία περιλαμβάνονται δηλώσεις από πρόσωπα που δεν καταθέσαν στη διαδικασία όπως δηλώσεις κάποιου Λώρη Τρύφων. Κατατέθηκε επίσης αλληλογραφία (η-μηνύματα) της Εναγόμενη με το δικηγόρο της. Ο Ενάγοντας σαφώς δεν μπορεί να αντεξετάσει τον αποβιώσαντα. Τα λοιπά πρόσωπα δεν κλητεύθηκαν ώστε να καταθέσουν ούτε επεξηγήθηκε ο λόγος της μη κλήτευσης τους.
Δεν έχει τεθεί στο Δικαστήριο πότε αποβίωσε ο Ανδρέας Τρύφων ή γιατί δεν κλητευθήκαν ώστε να καταθέσουν τα άλλα πρόσωπα που πρόβηκαν σε δηλώσεις μέσω των η-μηνυμάτων ή το δύσκολο στο να κλητευθούν τα άλλα πρόσωπα. Παρατηρώ επίσης ότι το εν λόγω μαρτυρικό υλικό αποκαλύφθηκε εκκρεμούσης της ακροαματικής διαδικασίας. Θεωρώ ότι υπό τας περιστάσεις η μαρτυρία (η-μηνύματα) η οποία περιγράφει τα όσα είπε ή έκανε ο Ανδρέας Τρύφων ή τα άλλα πρόσωπα σχετικά με το επίδικο, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά και κατά συνέπεια δε προσδίδεται κάποια αποδεικτική αξία στα εν λόγω μηνύματα. (Τεκμήρια 11,12, 13,14 και 16). Το μόνο που είναι αποδεκτό είναι ότι μέχρι το Νοέμβριο 2009 δεν είχε παραδώσει ο Ενάγοντας τα κλειδιά του υποστατικού στην Εναγόμενη, και ότι ανάλαβε ο ΜΥ1 να χειριστεί το ζήτημα ο οποίος ως είναι παραδεκτό είχε συνάντηση με τον Ενάγοντα περί το Δεκέμβριο 2009 για να παραδοθούν τα κλειδιά και να επιλύσουν τις οικονομικές εκκρεμότητες τους. Δε μου διαφεύγει ότι το γεγονός της συνάντησης καταγράφεται σε η-μήνυμα ως το Τεκμήριο 15.
Αποδέχομαι ως εκ τούτου ως αληθινή τη μαρτυρία του ΜΥ1 ότι το Νοέμβριο 2009 ανάλαβε αυτός το ζήτημα παράδοσης της κατοχής του ακινήτου εφόσον φαίνεται μετά από αυτό ανάλαβε να παραστεί σε συνάντηση με τον Ενάγοντα. Είναι επίσης αποδεκτό ότι ο ΜΥ1 δεν είχε ανάμειξη στα επίδικα ζητήματα πριν το συγκεκριμένο χρονικό σημείο.
Μέσω των Τεκμηρίων που παρουσιάστηκαν περιλαμβάνεται και η-μήνυμα του συνηγόρου της Εναγόμενης ο οποίος αντεξέτασε επίσης τον Ενάγοντα. Ο συνήγορος της Εναγόμενης δεν κατάθεσε στη διαδικασία και δεν αποτελεί μάρτυρα. Κατατέθηκε η-μήνυμα του από το ΜΥ1 ως το Τεκμήριο 12. Μέσω της γραπτής αγόρευσης που κατατέθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης κάλεσε ο συνήγορος το Δικαστήριο ουσιαστικά να αξιολογήσει το η-μήνυμα και κατ΄ επέκταση τα όσα αναφέρει ο συνήγορος στο η-μήνυμα. Είναι βεβαίως πρωτάκουστο να ζητείται από το Δικαστήριο να αξιολογηθεί η μαρτυρία του δικηγόρου (η-μηνύματα) ο οποίος δεν ήταν μάρτυρας στη διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση κατά την αντεξέταση του ΜΕ1 δεν τέθηκε ο,τιδήποτε σχετικό σ’ αυτόν για να απαντήσει. [3]
Αναφορικά με τη θέση του ΜΥ1 ότι περί τον Αύγουστο 2010 ζήτησαν και έλαβαν προσφορά ώστε να τους παρασχεθούν υπηρεσίες από την εταιρεία GAS Security Services (Cyprus) Ltd έχουν κατατεθεί τα τεκμήρια 18 και 19. Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι πρόβηκε η Εναγόμενη σ’ αυτή την ενέργεια και ότι το Σεπτέμβριο 2010 αποφάσισαν οι εκπρόσωποι αυτής να αλλάξουν τις κλειδαριές στο επίμαχο υποστατικό. Δεν εξηγήθηκε όμως ο λόγος που η απόφαση λήφθηκε το Σεπτέμβριο 2010 και όχι νωρίτερα ή ποιος είναι ο λόγος που δεν έστειλαν μια επιστολή στον Ενάγοντα και να διεκδικούν την ανάκτηση της κατοχής ή να ζητούν απ’ αυτόν ενοίκια.
Αναφορικά με τις φωτογραφίες των Τεκμηρίων 20 και 21 είναι αποδεκτό ότι αυτές λήφθηκαν το Σεπτέμβριο 2010. Είναι αποδεκτό ότι απεικονίζουν το επίδικο κατάστημα/υποστατικό και το χώρο γύρω από αυτό περί το Σεπτέμβριο 2010. Είναι επίσης αποδεκτό ότι σε κάποιες φωτογραφίες απεικονίζεται ένα όχημα. Δεν έχω πειστεί ότι το συγκεκριμένο όχημα ανήκει στον Ενάγοντα και ότι ζήτησε το Σεπτέμβριο 2010 να το πάρει πίσω. Ερώτημα επίσης προκύπτει ως προς το λόγο που ζήτησε ο Ενάγοντας ως ισχυρίστηκε ο ΜΥ1, συγκεκριμένα το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2010 να το πάρει πίσω. Τα κενά και οι ασάφειες στο ζήτημα αυτό δεν επιτρέπουν να προβώ σε ασφαλή ευρήματα ως προς το όχημα.
Με τις διευκρινήσεις που δόθηκαν ανωτέρω η μαρτυρία του είναι μερικώς αποδεκτή.
Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΥ2
Η μαρτυρία του ΜΥ2 δεν ήταν ιδιαίτερα βοηθητική για τη διαδικασία. Ουσιαστικά η μαρτυρία του αποτελεί επανάληψη της μαρτυρίας του ΜΥ2 αλλά κατά κύριο λόγο αποτελείται από γεγονότα που δεν τα γνωρίζει ο ίδιος προσωπικά. Κατάθεσε τις φωτογραφίες των Τεκμηρίων 24 και 25. Είναι αποδεκτό ότι ο ίδιος τράβηξε τις φωτογραφίες και ότι αυτές απεικονίζουν τον επίδικο χώρο το Σεπτέμβριο 2010. Κανένα άλλο εύρημα δεν μπορεί να εξαχθεί με βάση αυτές τις φωτογραφίες. Παρατηρώ επίσης ότι ενώ ο ΜΥ2 ισχυρίστηκε ότι το άτομο που έστειλε ο Ενάγοντας για να παραλάβει το όχημα παρέλαβε κι άλλα αντικείμενα και ότι ο Ενάγοντας άφησε στο χώρο κι άλλα πράγματα ακόμα κι εντός του υποστατικού. Αυτή η μαρτυρία τέθηκε για πρώτη φορά κατά τη μαρτυρία του. Ουδέποτε στα δικόγραφα τέθηκε ότι ο Ενάγοντας άφησε αντικείμενα δικά του στο χώρο. Πέραν τούτου ενώ πρόβηκε σ’ αυτό τον ισχυρισμό δε γνώριζε ούτε θυμόταν τι πράγματα άφησε ο Ενάγοντας στο επίδικο υποστατικό.
Η μαρτυρία του δεν έχει προσφέρει κάτι στη διαδικασία ούτε ενέχει κάποιο στοιχείο ώστε να βοηθήσει το Δικαστήριο να προβεί σε κάποιο εύρημα. Δε γίνεται αποδεκτή εκτός αν συνάδει με μαρτυρία που ήδη έγινε αποδεκτή ή παραδεκτή.
Ευρήματα
Πέραν των γεγονότων που έγιναν παραδεκτά και που δεν αμφισβητήθηκαν πολύ συνοπτικά αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου τα πιο κάτω:
Α) Ο Ενάγοντας περί το Σεπτέμβριο του 2009 υπόγραψε συμφωνία ενοικίασης ώστε να επαναλειτουργήσει το εστιατόριο του με την επωνυμία «Εστιατόριο Λούνα Παρκ Αντίκα 45 Λτδ» σε άλλο χώρο τον οποίο βρήκε περί τον Αύγουστο 2009. Σχετικά είναι τα Τεκμήρια 8 και 9. Το επίδικο υποστατικό το ενοικίαζε ο Ενάγοντας από την Εναγόμενη.
Β) Από τον Αύγουστο 2009 ξεκίνησε εργασίες στο νέο χώρο όπου θα μεταφερόταν το εστιατόριο του. Το ίδιο χρονικό διάστημα και δη περί αρχές Σεπτεμβρίου 2009 άρχισε να μεταφέρει τον εξοπλισμό του εστιατορίου στο νέο χώρο. Βοήθησαν τον Ενάγοντα στη μετακόμιση του εξοπλισμού και αντικειμένων η οικογένεια του αλλά και ο κος Νίκος Αποστολίδης ο οποίος μαζί με υπαλλήλους της εταιρείας CPM Επιπλώσεις Διαχωριστικά Λτδ (η οποία εταιρεία ανέλαβε τις εργασίες στο νέο χώρο) στη μετακόμιση έναντι αμοιβής. Ο Ενάγοντας για τις εργασίες που έπρεπε να γίνουν στο νέο χώρο πλήρωσε τα ποσά ως φαίνονται στις αποδείξεις του Τεκμηρίου 7.
Γ) Το νέο εστιατόριο λειτούργησε περί τον Ιανουάριο 2010. Ο Ενάγοντας μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 2009 μετακόμισε τον εξοπλισμό και αντικείμενα στο νέο χώρο. Αποχώρησε από τον επίδικο χώρο και ο ίδιος περί τον Οκτώβριο 2009 αλλά δεν ειδοποίησε σχετικά την Εναγόμενη. Ενοίκια κατέβαλε μέχρι τον Οκτώβριο 2009. Τα κλειδιά δεν τα παράδωσε ποτέ. Συναντήθηκε περί το Δεκέμβριο 2009 με το Στέλιο Τρύφων. Ο Ενάγοντας δεν παράδωσε τα κλειδιά επειδή ανάμενε να του καταβληθεί το ποσό των 15.000. Οι εκπρόσωποι της Εναγόμενης ανάμεναν να τους παραδοθούν τα κλειδιά του υποστατικού και το Νοέμβριο 2009 ανάλαβε το χειρισμό του ζητήματος ο ΜΥ1 εκ μέρους της Εναγόμενης. Ο Ενάγοντας περί τον Ιούνιο 2010 επέδωσε επιστολή ημερομηνίας 12/02/2010 στην Εναγόμενη ζητώντας να παραδώσει τα κλειδιά. Η Εναγόμενη δεν απάντησε στην επιστολή. Περί το Σεπτέμβριο 2010 με συνοδεία της εταιρείας Group 4 η Εναγόμενη προχώρησε σε αλλαγή κλειδιών στο υποστατικό.
Νομική πτυχή
H απαίτηση στηρίζεται σε συμφωνία επί Δικαστηρίω. Το ερώτημα είναι κατά πόσο το Τεκμήριο 3 εμπερικλείει μια τέτοια συμφωνία και ποια είναι αυτή. Τίθεται ερώτημα κατά πόσο χρήζει το Τεκμήριο 3 ερμηνείας. Η απόφαση στην υπόθεση Χαραλάμπους κ.α. v Liberty Life Insurance Public Company Ltd (2011) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1739 είναι σχετική με το ζήτημα. Λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Οδηγός για την ερμηνεία των προνοιών ενός εγγράφου είναι η γραμματική έννοια της λέξης ή φράσης που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο που απαιτείται, κρινόμενη όμως πάντα υπό το πρίσμα των σκοπών της συμφωνίας όπως αυτοί αποκαλύπτονται από τη συμφωνία στο σύνολό της. Για να εξευρεθεί το νόημα των διαφόρων όρων που περιλαμβάνει μια σύμβαση το έγγραφο πρέπει να ερμηνεύεται συνολικά και με συμμετρικότητα, έτσι ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος να δημιουργηθεί δυσαρμονία στην εξήγηση των όρων, η οποία δεν θα αντικατοπτρίζει αντικειμενικά την πρόθεση των μερών (βλ. Saab κ.ά. v. The Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, Θεοχάρους v. Παστελλή (1993) 1 Α.Α.Δ. 240, Θεοδούλου v. Ασπίς Πρόνοια Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1551, Αλεξάντρου v. Κωμοδρόμου κ.ά. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 576, Θεολόγου κ.ά. v. Κτηματικής Εταιρείας Νέμεσις Λτδ (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 407 και το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, παρ. 638-672 και τις υποθέσεις που αναφέρονται στις αντίστοιχες υποσημειώσεις).»
Καταρχάς υπενθυμίζω ότι εκδόθηκε πρωτίστως από το ΔΕΕ απόφαση που διέτασσε την έξωση του Ενάγοντα από το υποστατικό και/ή ότι έπρεπε να παραδώσει κενή και ελεύθερη κατοχή του επίδικου υποστατικού. Το διάταγμα έξωσης αναστάλθηκε για περίοδο 9 μηνών. Σχετικό είναι το Τεκμήριο 1. Μέσω της εν λόγω απόφασης καθορίστηκε μεταξύ άλλων το ποσό που έπρεπε να καταβάλλει ο Ενάγοντας ως ενδιάμεσα οφέλη και δη ότι έπρεπε να καταβάλλει το ποσό των ΛΚ 889,08 από 01/10/2005 μέχρι παράδοσης κενής και ελευθέρας κατοχής του επίδικου υποστατικού/καταστήματος.
Με την απόφαση του Τεκμηρίου 3 στα πλαίσια της Πολιτικής Έφεσης 346/2005 τροποποιήθηκε η απόφαση του ΔΕΕ ως προς το χρόνο αναστολής εκτέλεσης του διατάγματος έξωσης αλλά επιπροσθέτως συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση που εντός 30 ημερών η Εναγόμενη κοινοποιούσε γραπτώς στον Ενάγοντα κατά πόσο επιθυμούσε να καταβάλει σ’ αυτόν το ποσό των ευρώ 15.000 η περίοδος αναστολής εκτέλεσης θα μειωνόταν σε 12 μήνες. Απαραίτητο ήταν να γίνει η καταβολή του ποσού αυτού ώστε να μειωθεί ο χρόνος αναστολής. Επίσης η καταβολή του ποσού των ευρώ 15.000 θα έπρεπε να γίνει ταυτόχρονα με την παράδοση ελεύθερης κατοχής του επίδικου υποστατικού κατά το τέλος του χρόνου των 12 μηνών της αναστολής. Αυτό αποτέλεσε τη συμφωνία των διαδίκων. Ως προς τα λοιπά απλώς τροποποιήθηκε εκ συμφώνου η ήδη εκδοθείσα απόφαση του ΔΕΕ αναφορικά με το χρόνο αναστολής εκτέλεσης του διατάγματος έξωσης. Σημειωτέο ότι το διάταγμα έξωσης και η απόφαση για καταβολής δεδουλευμένων ενοικίων για το ποσό των ΛΚ 889,09 δεν είναι απόρροια συμφωνίας των διαδίκων αλλά αποτέλεσμα αιτιολογημένης απόφασης του ΔΕΕ. Οι διάδικοι εκ συμφώνου απλώς συμφώνησαν την τροποποίηση των όρων αναστολής του διατάγματος έξωσης.
Σε κάθε περίπτωση από το σύνολο του περιεχομένου του εγγράφου προκύπτει ότι πρόθεση των μερών ήταν να παρασχεθεί η δυνατότητα στην Εναγόμενη να ανακτήσει την κατοχή του υποστατικού νωρίτερα και δη στους 12 μήνες από την 23/09/2008 με την προϋπόθεση να καταβάλει στον Ενάγοντα το ποσό των ευρώ 15.000 στη λήξη των 12 μηνών. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως θα έπρεπε η καταβολή του ποσού να γίνει ταυτόχρονα με την παράδοση της κατοχής του ακινήτου κατά τη λήξη των 12 μηνών. Είναι σαφές ότι ο χρόνος αναστολής θα μειωνόταν στους 12 μήνες εάν καταβαλλόταν το ποσό που συμφωνήθηκε στη λήξη των 12 μηνών και δη το ποσό των ευρώ 15.000. Η Εναγόμενη σαφώς δεν υποχρεωνόταν να καταβάλει το ποσό των ευρώ 15.000 στον Ενάγοντα αν δε γινόταν ταυτόχρονα παράδοση ελεύθερης κατοχής του υποστατικού. Υποχρέωση στην Εναγόμενη για καταβολή του ποσού θα πρόκυπτε προφανώς εάν ο Ενάγοντας παράδιδε κενή και ελεύθερη κατοχή του υποστατικού χωρίς η Εναγόμενη να καταβάλει το συμφωνηθέν ποσό. Επίσης είναι σαφές ότι η Εναγόμενη είχε δικαίωμα να κοινοποιήσει γραπτώς στον Ενάγοντα την επιθυμία της να μειωθεί ο χρόνος αναστολής και να καταβάλει στον Ενάγοντα το ποσό των ευρώ 15.000. Ενόψει του ότι η καταβολή του ποσού προϋπόθετε ταυτόχρονη παράδοση της κατοχής του υποστατικού δεν μπορεί να λεχθεί ότι με την απλή κοινοποίηση πρόθεσης καταβολής του ποσού για να μειωθεί η αναστολή ότι αυτό δημιουργεί την υποχρέωση καταβολής του ποσού άνευ εταίρου. Αυτό θα ισοδυναμούσε με αδικία εις βάρος της Εναγόμενης. Είναι σαφές από το λεκτικό ότι τέτοια υποχρέωση και δη υποχρέωση για καταβολή του ποσού θα δημιουργείτο εις βάρος της Εναγόμενης αν η πλευρά του Ενάγοντα παράδιδε κενή και ελευθέρα κατοχή.
Ως αναφέρεται ο Ενάγοντας στηρίζει την απαίτηση του σε παραβίαση συμφωνίας επί Δικαστηρίω και δη στα όσα συμφωνήθηκαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Εφετείο. Ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη παραβίασε αυτή τη συμφωνία. Στην απόφαση Μούχτου κ.α. v Χείμαρου[4] αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ότι μια συμφωνία η οποία έγινε ενώπιον του Δικαστηρίου δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα σε περίπτωση παραβίασης αυτού δίδοντας το δικαίωμα στο αθώο μέρος να αποταθεί στο Δικαστήριο και να αναζητήσει θεραπείες για παραβίαση/ διάρρηξη αυτής ως προβλέπεται στον περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ. 149.
Εν προκειμένω ο Ενάγοντας φαίνεται μετά την μετακόμιση του εξοπλισμού και αντικειμένων που είχε στο υποστατικό να εγκατέλειψε αυτό. Κλειδιά δεν παράδωσε. Ερώτημα προκύπτει εάν η εγκατάλειψη του χώρου συνιστά παράδοση της κατοχής του υποστατικού. Ο Ενάγοντας αν και από τα όσα παράθεσε φάνηκε ότι δεν ήθελε να παραδώσει τα κλειδιά αν δεν του διδόταν το ποσό των ευρώ 15.000, εντούτοις ισχυρίζεται ότι η συμπεριφορά του ήτοι η μετακόμιση από το υποστατικό με συνακόλουθη την εγκατάλειψη του συνιστά παράδοση της κατοχής. Ουσιαστικά το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε παράδοση του υποστατικού με βάση τον νόμο η οποία ισχύει στις περιπτώσεις όπου ο νόμος δημιουργεί την παράδοση από τη συμπεριφορά και των δύο μερών η οποία συμπίπτει με τη μη συνέχιση της ενοικίασης. Η παράδοση σε τέτοιες περιπτώσεις εξαρτάται κατά πόσο έγινε πράγματι αλλαγή της κατοχής στοιχείο απαραίτητο για την παράδοση του υπό ενοικίαση ακινήτου - βλ. Halsbury's Laws of England 3η έκδοση τόμος 23, σελ. 685, παρ. 1414 και Whitehead v. Clifford (1814) 5 Taunt. 518. Το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα είναι διαφωτιστικό:
«Surrender by operation of law. Delivery of possession by the tenant to the landlord and his acceptance of possession effect a surrender by operation of law. The surrender in this case depends upon the agreement by the landlord and tenant that the term shall be put an end to, and upon the change of possession in pursuance of the agreement. The change of possession is essential. A parol licence to quit will not of itself operate as a surrender; but where the tenant gives up possession in pursuance of the licence, and the landlord accepts it, the surrender by operation of law is complete. The surrender is effectual although the landlord accepts possession under a mistake induced by the tenant, provided that the tenant's conducts not fraudulent. .
There is a delivery of possession sufficient to effect a surrender when the tenant returns the keys of the premises, and the landlord accepts them with the intention of changing the possession. But the consent of the landlord to the delivery of the keys is essential, and it is not sufficient that they are delivered to his servant who does not return them. If there is no consent at the time, the surrender is not complete until the landlord takes possession in such a manner as to estop him from denying that the tenancy is at an end. He does not thus take possession by attempting to relet the premises, nor by entering to do necessary repairs, nor by making occasional use of part of the premises. If, however, after the tenant has quitted the premises, the landlord relets them to another tenant who goes into occupation, a surrender is effected from the time of reletting, unless the landlord gives notice to the tenant that the reletting is on his account.»
Σχετικά προς τούτο είναι και τα όσα διαλαμβάνονται στο Halsbury’slaw of England ηλεκτρονική έκδοση του έτους 2022[5] το οποίο είναι καθοδηγητικό και περιλαμβάνει επιπρόσθετα παραδείγματα που υποδεικνύουν ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι δεν έγινε παράδοση της κατοχής του επίδικου υποστατικού.
Ο τρόπος εφαρμογής της κατοχής δια νόμου αναλύεται επίσης στο σύγγραμμα Woodfall's Law of Landlord and Tenant, 1993, τόμος 1, σελ. 17/7-17/9, παρ. 17.018-17.022, ως εξής:
«Nature of surrender by operation of law
There is no legal distinction between a surrender by operation of law and an implied surrender. The term surrender by operation of law "is applied to cases where the owner of a particular estate has been a party to some act the validity of which he is afterwards estopped from disputing, and which would not be valid if his articular estate had continued to exist. There the law treats the doing of such act as constituting a surrender". A surrender by operation of law does not depend on the intention of the parties; it takes place independently, and even in spite of intention. The foundation of the doctrine is estoppel. There is no estoppel by mere verbal agreement; there must be in addition to such agreement some act done which is inconsistent with the continuance of the lease. Similarly, the giving of a bad notice to quit is no surrender, although there may be a surrender if the notice is subsequently acted upon.
In point of time the surrender is treated as having taken place immediately before the act to which the tenant is a party.
No deed required
A surrender by operation of law is not required to be effected by deed or other instrument in writing. .
Act must be unequivocal
The conduct of the parties must unequivocally amount to an acceptance that the tenancy has ended. There must either be relinquishment of possession and its acceptance by the landlord, or other conduct consistent only with the cesser of the tenancy, and the circumstances must be such as to render it inequitable for the tenant to dispute that the tenancy has ceased.
.
Giving and acceptance of possession
An agreement by the landlord and the tenant that the term shall be put an end to, acted upon by the tenant's quitting the premises and the landlord by some unequivocal act taking possession, amounts to a surrender by operation of law. But the giving and acceptance of possession must be unequivocal. So there was no surrender where:
(a) the landlord accepted the keys "without prejudice"
(b) the landlord attempted unsuccessfully to relet the premises;
(c) the landlord changed the locks of the premises in order to secure them against intruders, while maintaining a claim against the tenant for rent;
(d) the landlord carried out necessary repairs and attempted to let the premises, although when the landlord did relet, the tenant's liability for rent ceased as from the start of the new letting;
(e) the landlord put a caretaker into the property in order to prevent depredations.
(f) the tenant abandoned art of the premises.
However, the landlord's conduct was sufficient to amount to the acceptance of a surrender where:
(a) he accepted possession unreservedly;
(b) the tenant vacated at the request of the landlord who afterwards demolished the property;
(c) the landlord went into beneficial occupation of the property;
(d) the landlord accepted rent from sub-tenants who had been directed by the tenant to attorn to the landlord and pay their rent to him;
(e) the tenant left giving notice of intention to surrender and the landlord acquiesced without demur for a considerable period.
A collection of facts which, though equivocal if looked at singly, may collectively point unequivocally to an acceptance of possession.
The giving and acceptance of possession may be symbolic, e.g. by the giving and acceptance of keys. This is considered in the next paragraph.
It may be possible to infer a surrender where the tenant has vacated the property leaving substantial rent arrears.
Acceptance of key
The acceptance of the key by the landlord is not necessarily evidence of a surrender; it depends why the key was accepted. If it is accepted merely for the purpose of attempting to relet in the interests of the tenant, or to secure the premises against intruders, or to carry out repairs, there is no surrender.
But if the key is accepted as part of an agreement that the tenant shall give up possession and that the rent shall cease, the acceptance of the key marks the moment of surrender. Where the tenant left the key at the landlord's office, and the landlord at first refused to accept it, there was nevertheless a surrender when the landlord subsequently put up a letting board, used the key to show the property to prospective tenants and painted out the tenant's name from the front of the property.»
O Eνάγοντας επικαλέστηκε ότι παραιτήθηκε της φυσικής κατοχής πριν την 23/10/2009 αλλά δεν κατέστη εφικτό να παραδώσει τα κλειδιά που είχε στην κατοχή του. Αποτελεί επιχείρημα που τέθηκε εκ μέρους του ότι εφόσον δεν ανταποκρίθηκε στα καλέσματα του η Εναγόμενη ότι μετακυλήθηκε το θέμα παράδοσης των κλειδιών στην Εναγόμενη. Καταρχάς υπενθυμίζω ότι το βάρος απόδειξης στις αστικές υποθέσεις το φέρει ο Ενάγοντας στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.[6] Ο Ενάγοντας δηλαδή θα πρέπει να παρουσιάσει επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία με την απαραίτητη αποδεικτική βαρύτητα ώστε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που το βαραίνει. Το κριτήριο είναι να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο με επαρκή στοιχεία ότι η θέση του είναι πιο πιθανή[7]. Ο Ενάγοντας εφόσον επικαλείται παραβίαση συμφωνίας οφείλει να αποδείξει με ποιο τρόπο και πως παραβίασε η Εναγόμενη τη συμφωνία επί Δικαστηρίω. Υπενθυμίζω ότι για να δημιουργηθεί υποχρέωση της Εναγόμενης καταβολής του ποσού πρέπει να αποδείξει ότι ο ίδιος ενήργησε σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας. Ο ισχυρισμός του ότι η εγκατάλειψη του υποστατικού συνιστά παράδοση δε με βρίσκει σύμφωνη. Με αναφορά στα πιο πάνω συγγράμματα προκύπτει ξεκάθαρα ότι η συμπεριφορά του Ενάγοντα εκφεύγει από το τι μπορεί να συνιστά παράδοση κατοχής σύμφωνα με το νόμο (surrender by operation of law). Πρωτίστως ως αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ο Ενάγοντας δε φαίνεται να ειδοποίησε τους εκπροσώπους της Εναγόμενης για την αποχώρηση του από το υποστατικό. Εγκατέλειψε αυτό αλλά δε φαίνεται να ειδοποίησε σχετικά την Εναγόμενη παρά μόνο ζήτησε συνάντηση για παράδοση των κλειδιών. Δεν παρουσίασε αξιόπιστη μαρτυρία που να υποστηρίζει την εκδοχή του ότι ειδοποίησε ότι εγκατάλειψε το υποστατικό. Ακόμα και στην επιστολή τεκμήριο 5 η οποία επιδόθηκε 10 μήνες μετά την ημερομηνία που έπρεπε να παραδοθεί το υποστατικό δεν έγινε αναφορά σε εγκατάλειψη αυτού.
Δεν παρουσίασε μαρτυρία ως προς το δύσκολο ή αδύνατο να παραδώσει τα κλειδιά στην Εναγόμενη. Επισημαίνω ότι δεν υπήρξε εύρημα ότι η Εναγόμενη αρνήθηκε να παραλάβει τα κλειδιά. Σε καμία περίπτωση δε μετακυλήθηκε η ευθύνη παράδοσης των κλειδιών στην Εναγόμενη. Σε κάθε περίπτωση ο ισχυρισμός του Ενάγοντα είναι ότι η εγκατάλειψη του υποστατικού συνιστά παράδοση της κατοχής του.
Οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει στη λήξη της κατοχής στους 18 μήνες εκτός εάν ασκούσε η Εναγόμενη το δικαίωμα της να τερματιστεί αυτή στους 12 μήνες με την παράδοση της κατοχής και την ταυτόχρονη καταβολή του ποσού των ευρώ 15.000. Πρόθεση τους λοιπόν μέσα από τις ενέργειες και συμπεριφορά των μερών ως περιγράφεται ήταν να τερματιστεί η κατοχή στους 12 μήνες. Απαραίτητο είναι να αποδειχθεί και αλλαγή της κατοχής για να συντελεστεί παράδοση αυτής. Ο Ενάγοντας παρόλο που εγκατέλειψε το υποστατικό παρατηρώ ότι η συμπεριφορά του δεν ανάδειξε μη συνέχιση της ενοικίασης καθότι κρατούσε τα κλειδιά και δεν τα παρέδιδε. Σε κάθε περίπτωση η Εναγόμενη δε φαίνεται να συγκατατέθηκε στην εγκατάλειψη αφού ως πρόκυψε από τη μαρτυρία ανάμενε την παράδοση των κλειδιών.
Επί των προκειμένω έγινε η εγκατάλειψη του υποστατικού αλλά δε φαίνεται να έγινε αλλαγή της κατοχής ούτε παράδοση κατοχής του υποστατικού εν τέλει. Εφόσον ο Ενάγοντας δεν παράδωσε την κατοχή του υποστατικού δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη παραβίασε τη μεταξύ τους συμφωνία.
Υπό το φως όλων όσων έχουν τεθεί προκύπτει ότι ο Ενάγοντας δεν απέδειξε την Απαίτηση του η οποία υπόκειται σ’ απόρριψη και δια της παρούσης η Απαίτηση απορρίπτεται.
Ανταπαίτηση
Μελετώντας τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου με προβλημάτισε η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αναφορικά με την Ανταπαίτηση. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι θέματα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου είναι πρωταρχικής και καίριας σημασίας και το Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας να τα εξετάσει αυτεπάγγελτα. Eίναι καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάσει θέμα δικαιοδοσίας.[8] Ως έχει επίσης αναφερθεί στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Π.Ε. ΑΡ. 157/2018 σχ. Με Π.Ε. 158/2018 Μαργαρίδα Φραγκουλίδου v Αθανασίου Ζηκάκη ημερομηνία 27/05/2024 θέμα δικαιοδοσίας δυνατόν να εξετάζεται αυτεπάγγελτα, είτε πρωτόδικα είτε κατ' έφεση, ως ζήτημα δημόσιας τάξης που επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Στην υπόθεση Φραγκουλίδου ανωτέρω το θέμα δικαιοδοσίας εγέρθηκε από το Δικαστήριο μετά που το Δικαστήριο είχε επιφυλάξει την απόφαση του εφόσον εντόπισε ζήτημα δικαιοδοσίας και ζήτησε να ακούσει τις απόψεις των συνηγόρων των διαδίκων. Το Εφετείο έκρινε ως ορθή την ενέργεια του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Εν προκειμένω οι συνήγοροι των διαδίκων μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου απέστειλαν συμπληρωματικό κείμενο αγόρευσης αναφορικά με το θέμα της δικαιοδοσίας. Δε θα επεκταθώ στα επιχειρήματα που τέθηκαν, εφόσον εν τέλει οι συνήγοροι της Εναγόμενης μέσω της αγόρευσης ημερομηνίας 31/01/2025 αποφάσισαν ότι δε θα επιμείνει η Εναγόμενη στην ανταπαίτηση της. Προφανώς και η Ανταπαίτηση μετά από αυτή τη δήλωση υπόκειται σ’ απόρριψη. Δια της παρούσης η Ανταπαίτηση αποσύρεται και απορρίπτεται.
Με απασχόλησε το θέμα των εξόδων της Ανταπαίτησης μετά την απόρριψη αυτής. Η Ανταπαίτηση συνεκδικάστηκε με την Απαίτηση, προωθήθηκε μέχρι το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας, μάλιστα προωθήθηκε εκκρεμούσης ακροαματικής διαδικασίας Κλήση Οδηγιών αναφορικά με την Ανταπαίτηση δίδοντας το Δικαστήριο μετά από αίτηση άδεια παράτασης χρόνου καταχώρησης της ώστε να προωθηθεί η ανταπαίτηση. Ζητήθηκε η απόσυρση της μετά από το επανάνοιγμα της υπόθεσης ενώ είχε επιφυλαχθεί η απόφαση του Δικαστηρίου και ουσιαστικά αποσύρθηκε λίγο πριν την έκδοση απόφασης. Επέτρεψε δηλαδή η πλευρά της Εναγόμενης να προχωρήσει η ακροαματική διαδικασία προωθώντας παράλληλα την Ανταπαίτηση και παρουσίασε μαρτυρία σχετική με το θέμα αυτό. Επίσης η πλευρά του Ενάγοντα προώθησε Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση.
Από την καταχώρηση της Ανταπαίτησης μέχρι σήμερα έχουν δημιουργηθεί έξοδα στη διαδικασία. Υπενθυμίζω μεσολάβησαν εκκρεμούσης ακροαματικής διαδικασίας εκ μέρους της Εναγόμενης αιτήσεις τόσο για τροποποίηση Υπεράσπισης όσο και για δυνατότητα καταχώρησης Κλήσης Οδηγιών αναφορικά με την Ανταπαίτηση της.
Είναι σαφές επίσης το λεκτικό του άρθρου 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/1960 από το οποίο προκύπτει ότι τα έξoδα τελoύv υπό τη διακριτική εξoυσία τoυ δικαστηρίoυ αλλά και ότι τo δικαστήριo έχει πλήρη εξoυσία vα απoφασίζει από ποιον και σε ποια έκταση αυτά θα πληρωθούν.
Στην υπόθεση Μαρία Μαυρονικόλα ν. Άντης Ξάνθου[9], λέχθηκε ότι απόκλιση στον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχουν ικανοί λόγοι, οι οποίοι ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης του συνόλου ή μέρους των εξόδων της δίκης, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση που διάδικος συνέβαλε αδικαιολόγητα στη διόγκωση των εξόδων της δίκης για λόγους που δεν σχετίζονταν με το αποτέλεσμα. Ο βασικός παράγοντας λοιπόν που λαμβάνεται υπόψη από τα Δικαστήρια για την άσκηση της εξουσίας του ως προς την επιδίκαση των εξόδων είναι το αποτέλεσμα της δίκης. Στην προκείμενη περίπτωση το αποτέλεσμα της Ανταπαίτησης είναι η απόσυρση της λίγο πριν την έκδοση απόφασης. Ουσιαστικά όμως ως προκύπτει από το περιεχόμενο της συμπληρωματικής αγόρευσης εκ μέρους της Εναγόμενης ημερομηνίας 31/01/2025 η Εναγόμενη αναγνώρισε την αναρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου αναφορικά με την Ανταπαίτηση.
Λαμβάνω επίσης σοβαρά υπόψη μου ότι η Εναγόμενη από το έτος 2016 ανταπαιτεί στα πλαίσια της απαίτησης θεραπείες ενώπιον αναρμόδιου καθ’ ύλην Δικαστηρίου ως αναγνωρίστηκε από την ίδια την Εναγόμενη. Μπορεί να λεχθεί δε ότι η Εναγόμενη ως προς την Ανταπαίτηση θεωρείται «αποτυχών» διάδικος.
Θεωρώ άδικο να μην επιβαρυνθεί με έξοδα η Εναγόμενη όταν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα προωθούσε και στήριζε την Ανταπαίτηση, άφησε να εκδικαστεί αυτή καταχωρώντας ενδιαμέσως και αιτήσεις δημιουργώντας έξοδα. Δεν έχει τεθεί ενώπιον μου λοιπόν κάποιος λόγος που να μην πρέπει να επιδικάσει το Δικαστήριο έξοδα ή μέρος εξόδων υπέρ του Ενάγοντα αναφορικά με την Ανταπαίτηση.
Αναφορικά δε με την Απαίτηση εφόσον απορρίφθηκε λόγω μη απόδειξης της αυτό συνεπάγεται ότι τα έξοδα ακολουθώντας το αποτέλεσμα θα πρέπει να επιδικαστούν υπέρ της Εναγόμενης.
Παρόλο λοιπόν που το αποτέλεσμα και των δύο διαδικασιών (Απαίτησης και Ανταπαίτησης) δικαιολογεί την επιδίκαση εξόδων, λαμβάνοντας όμως σοβαρά υπόψη μου ότι εφόσον η Απαίτηση και Ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν ότι είναι ευχερέστερο αντί να εκδοθεί ξεχωριστή διαταγή εξόδων ότι είναι ορθότερο όπως κάθε πλευρά επιβαρυνθεί τα έξοδα της.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω η Απαίτηση και Ανταπαίτηση απορρίπτονται και κάθε πλευρά θα επωμιστεί τα έξοδα της.
(Υπ.) …………….………………
Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[2] Παπαλλής κ.α ν. Κυριακίδη (2008) 1Α Α.Α.Δ 83
[3] Ως αναφέρθηκε στην υπόθεση Δημήτρης Ευσταθίου v Alpha Bank Ltd (2012) 1 AAΔ 1682 «Το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αγνοήσει, ιδιαίτερα στην απουσία οποιασδήποτε σαφούς εξήγησης, μαρτυρία που ενώ ο ένας των διαδίκων θεωρεί σημαντική για την υπόθεση του, εν τούτοις παραλείπει εσκεμμένα ή αμελώς, από του να τη θέσει στον αντίδικο του προς σχολιασμό.»
[4] (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1794.
[5] > Landlord and Tenant (Volume 62 (2022), paras 1-595; Volume 63 (2022), paras 596-1219; Volume 64 (2022), paras 1220-1957) > 12. Terminating Leases; Recovering Possession > (3) Surrender > (iii) Surrender by Operation of Law ('Implied Surrender')
[6] Πουρίκος v Σάββα κ.α. (1991) 1 ΑΑΔ 507.
[7] Βλ. σύγραμμα των κκ Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Γ. Σάντη “Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές ” 2014, σελ. 196-198 και Σοφοκλέους ν Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665 .
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο