ΠΕΤΡΟΥ ΤΖΙΟΒΑΝΗ ν. OLYMPIC INSURANCE CO LTD υπό Εκκαθάριση δια των Εκκαθαριστών της Επίσημο Παραλήπτη και Παύλο Νακούζη, Αρ. Αγωγής: 6930/12, 26/2/2025
print
Τίτλος:
ΠΕΤΡΟΥ ΤΖΙΟΒΑΝΗ ν. OLYMPIC INSURANCE CO LTD υπό Εκκαθάριση δια των Εκκαθαριστών της Επίσημο Παραλήπτη και Παύλο Νακούζη, Αρ. Αγωγής: 6930/12, 26/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Χ-Μ Καραπατάκη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 6930/12

Μεταξύ:

ΠΕΤΡΟΥ ΤΖΙΟΒΑΝΗ

Ενάγοντα

-και-

OLYMPIC INSURANCE CO LTD

Εναγόμενης

και ως τροποποιήθηκε δυνάμει Διατάγματος Δικαστηρίου ημερ. 21/01/2020

 

Μεταξύ:

ΠΕΤΡΟΥ ΤΖΙΟΒΑΝΗ

Ενάγοντα

-και-

OLYMPIC INSURANCE CO LTD υπό Εκκαθάριση

δια των Εκκαθαριστών της Επίσημο Παραλήπτη και Παύλο Νακούζη

Εναγόμενης

----------------------------------------------------------------------

Ημερομηνία: 26 Φεβρουαρίου 2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κ. Χρ. Χρυσάνθου για κ.κ. Λ. Παπαφιλίππου & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη: κα Κ. Αρκάδη για κ.κ. Μάριος Χαρτσιώτης & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. Εισαγωγή

[1] Η υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή στην εξέλιξη τόσο της δικονομικής της πορείας, αλλά και επί της ουσίας της, όπως θα γίνει κατανοητό στην συνέχεια, απέληξε στο να περιορίσει την ενασχόληση του Δικαστηρίου σε νομικά ζητήματα που άπτονται του Ευρωπαϊκού Δικαίου και της ενδεχόμενης σύγκρουσης του με Εθνικούς Κανόνες Δικαίου. Όμως, πρώτα κρίνεται χρήσιμη για σκοπούς καλύτερης κατανόησης η αναφορά στα δικόγραφα της παρούσας για να γίνουν αντιληπτές οι θέσεις των δύο πλευρών, όπως αυτές αναπτύχθηκαν στις περιεκτικές τους γραπτές αγορεύσεις και στις διευκρινήσεις που έδωσαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι στο Δικαστήριο.    

Β. Δικόγραφα

[2] Στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης ο Ενάγων προβάλλει ότι ενάγει την Εναγόμενη, η οποία ευρίσκεται υπό Εκκαθάριση, επειδή παρείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο ασφαλιστική κάλυψη στο όχημα [ ]. Στις 17/10/2009 ο οδηγός του το σταμάτησε παράνομα επί του πεζοδρομίου της Λεωφόρου Λάρνακος στη Λευκωσία περί την 18:40 και η συνοδηγός του άνοιξε απότομα και απροειδοποίητα την πόρτα της και κτύπησε τον Ενάγοντα, ο οποίος έκανε τροχάδην επί του πεζοδρομίου και περνούσε δίπλα από το σταματημένο όχημα. Αποτέλεσμα των ενεργειών της συνοδηγού ήταν να προκληθούν σωματικές βλάβες, απώλειες και έξοδα στον Ενάγοντα, τις οποίες καταλογίζει στην αμέλεια του οδηγού και συνοδηγού του οχήματος.

 

[3] Στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση της Εναγόμενης πέραν της άρνησης και των λοιπών ισχυρισμών που προβάλλει, στην παράγραφο 5 υποστηρίζει την θέση ότι η ασφαλιστική κάλυψη που παρείχε σε σχέση με το όχημα [ ] ήταν υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις και ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που εξέδωσε δεν καλύπτει το όχημα για την χρήση που του αποδίδει ο Ενάγων.

Γ. Παραδεκτά γεγονότα & έγγραφα

























7 
[Οι πλαϊνές γραμμές είναι εξαιρετικές για να ανακαλείτε σημαντικά σημεία από το κείμενό σας ή να προσθέτετε επιπλέον πληροφορίες για γρήγορη αναφορά, όπως ένα χρονοδιάγραμμα.
Συνήθως είναι τοποθετημένες στο αριστερό, στο δεξί, στο πάνω ή στο κάτω μέρος της σελίδας. Όμως, μπορείτε να τις σύρετε εύκολα σε οποιαδήποτε θέση προτιμάτε.
Όταν είστε έτοιμοι να προσθέσετε το περιεχόμενό σας, απλώς κάντε κλικ εδώ και αρχίστε να πληκτρολογείτε.]

[4] Στην πορεία της υπόθεσης οι δύο πλευρές προέβηκαν σε παραδεκτά γεγονότα και έγγραφα ως το Έγγραφο Α’ που υπέγραψαν και κατάθεσαν από κοινού στο Δικαστήριο στις 18/10/2024. Κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί αυτούσιο το κείμενο του Εγγράφου Α’, αφού τα εκεί αναφερόμενα καθίστανται ευρήματα Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα:

 

«1. Το ατύχημα έλαβε χώρα την 17/10/2009 επί του πεζοδρομίου της Λεωφ. Λάρνακας στη Λευκωσία και ο Ενάγοντας ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο 56 ετών.

 

2. Ειδικότερα, ενώ ο Ενάγων έκανε τροχάδην επί του πεζοδρομίου της Λεωφόρου Λάρνακος, η κα Mariana Surdu, συνοδηγός του οχήματος με αρ. εγγραφής [ ], το οποίο οδηγείτο από τον σύζυγο της Ahmed Shakeel, και το οποίο είχε σταματήσει παράνομα επί του πεζοδρομίου έμπροσθεν του Ενάγοντα, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού για να εξέλθει του οχήματος και κτύπησε του Ενάγοντα, ο οποίος ερχόταν από πίσω της.

 

3. Από το ατύχημα ο Ενάγοντας υπέστηκε σωματικές βλάβες και ειδικές ζημιές το ύψος των οποίων έχει συμφωνηθεί στο ποσό των €20.000 περιλαμβανομένου του τόκου μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου.

 

4. Το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ιδιοκτησίας της κας Marianas Surdu και ασφαλισμένο στην Εναγόμενη δυνάμει του Νόμου 96(Ι)/2000 ως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο με αρ. πιστοποιητικού [ ]. Οδηγείτο από τον Ahmed Shakeel, ασφαλισμένη (Policyholder) ήταν η κα Mariana Surdu και η περίοδος ασφάλισης ήταν από την 06/10/2009 μέχρι την 05/02/2010.

 

5. Η Εναγόμενη δηλώνει ότι την ευθύνη πρόκλησης του ατυχήματος φέρει η συνοδηγός του οχήματος ΚΗΧ475 κα Mariana Surdu.

 

6. Παραμένει ως επίδικο θέμα η υποχρέωση της Εναγόμενης να πληρώσει τη ζημιά του Ενάγοντα.

 

7. Το Πιστοποιητικό Ασφάλισης, ο Πίνακας του Ασφαλιστηρίου μαζί με τους όρους και η επιστολή της Αστυνομίας Κύπρου προς τον Ενάγοντα ημερομηνίας 24/09/2012 κατατίθενται ως Τεκμήρια 1, 2 και 3 για την αλήθεια του περιεχομένου τους.».

Δ. Εισηγήσεις των  γραπτών αγορεύσεων

[5] Το επίδικο θέμα όπως αποτυπώνεται στις γραπτές αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων αποτελεί το κατά πόσο η Εναγόμενη υποχρεούται να αποζημιώσει τον Ενάγοντα.

<a href=Δ.1 Εισηγήσεις πλευράς Εναγόμενης ">

[6] Στην γραπτή αγόρευση της Εναγόμενης υποστηρίζεται ότι σύμφωνα με τον όρο 4 στις εξαιρέσεις του Μέρους ΙΙ σε σχέση με την ευθύνη έναντι τρίτων (Τεκμήριο 2) προνοείται ότι η εταιρεία δεν θα υπέχει ευθύνη κάλυψης αναφορικά με οποιαδήποτε ευθύνη προσώπου που επιβαίνει του Μηχανοκινήτου Οχήματος και εισηγείται ότι στην προκείμενη περίπτωση τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται. Το δε ασφαλιστήριο έγγραφο (Τεκμήριο 1), όπως εξηγεί, εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νόμου του 2000 (96(Ι)/2000) [«ο Νόμος»] και παραπέμπει στο άρθρο 4(3)(γ) του Νόμου, ο οποίος προνοεί ότι το ασφαλιστήριο δεν απαιτείται να καλύπτει, μεταξύ άλλων, «… (γ) ευθύνη προσώπου που επιβαίνει του μηχανοκινήτου οχήματος,…». Υποστηρίζει δε, ότι παρά τις τροποποιήσεις που έτυχε ο Νόμος η εν λόγω δυνατότητα εξαίρεσης παρέμεινε ως είχε. Αντικρούει την θέση που προωθεί η πλευρά του Ενάγοντα, ο οποίος υποστηρίζει ότι το άρθρο 4(3)(γ) του Νόμου ευρίσκεται σε αντίθεση με την Οδηγία 2009/103/ΕΚ του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 («Οδηγία 2009»). Επικεντρώνεται στην πρόθεση του Νομοθέτη, ήτοι στο νόημα που σαφώς προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 4(3)(γ) του Νόμου και προτάσσει, με παράθεση αποφάσεων του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ») και με αναφορά στο άρθρο 189 της ΣΛΕΕ, την θέση ότι οι Οδηγίες από μόνες τους δεν δύνανται να επιβάλλουν υποχρεώσεις στους ιδιώτες, αλλά στα κράτη μέλη και πως στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν εφαρμόσει ή εφαρμόσει πλημμελώς μια Οδηγία, το θιγόμενο και επηρεαζόμενο μέρος δύναται υπό προϋποθέσεις να ασκήσει αγωγή για αποζημιώσεις για παράβαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου σύμφωνα με τις αρχές της Francovich (βλ. υπόθεση C-06/90, Francovich v. Italy [1991] ECR p. I-5357). Αυτό που εισηγείται η πλευρά της Εναγόμενης είναι ότι δεν δύναται μια Οδηγία να επιφέρει ένα άμεσο οριζόντιο αποτέλεσμα («direct horizontal effect») έναντι των ιδιωτών, αλλά μόνο υπό προϋποθέσεις ένα άμεσο κάθετο αποτέλεσμα («direct vertical effect») έναντι του κράτους, εναντίον του οποίου και τυγχάνει επίκλησης, ακόμη και αν επιδιώκει να απονέμει δικαιώματα ή υποχρεώσεις στους ιδιώτες. Αντιπαραβάλλει την εξουσία που αποδίδεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση να επιβάλλει υποχρεώσεις με άμεσο αποτέλεσμα σε βάρος ιδιωτών μέσω Κανονισμών, σε αντίθεση με την περίπτωση θέσπισης Οδηγιών, όπου η αρχή της σύμφωνης με τις Οδηγίες ερμηνείας της Εθνικής Νομοθεσίας θα ήταν «contra legem», περίπτωση στην οποία το ΔΕΕ έχει αποκλείσει οποιαδήποτε διορθωτική παρέμβαση του Εθνικού Δικαστή. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο έναντι του κράτους-μέλους (βλ. υπόθεση C-122/17, David Smith v. Patrick Meade ECLI:EU:C:2018:631). Προς επίρρωση των θέσεων της προβαίνει σε αναφορά και στις υποθέσεις C-152/84, Marshall [1986] ECR 723, C-91/92, Faccini Dori [1994] ECR  I-03325, C-397/01, Pfeiffer [2004] ECR I-8835 και εισηγείται ότι η περίπτωση διαφοροποιείται από τις αρχές που καθιέρωσε η υπόθεση Marlesing SA (βλ. C-106/89 Marleasing SA v. La Comercial Internacionale de Alimentacion SA [1990] ECR 1-4135), στην οποία καθιερώθηκε ότι τα Εθνικά Δικαστήρια θα πρέπει να ερμηνεύουν την Εθνική Νομοθεσία σύμφωνα με τον σκοπό της Οδηγίας.

 

[7] Στις καταληκτικές της παραγράφους, η πλευρά της Εναγόμενης επικαλείται Κυπριακές αποφάσεις Πρωτόδικων Δικαστηρίων, στις οποίες υποδεικνύεται ότι η παράβαση από την Κυπριακή Νομοθεσία Οδηγιών δίδει υπό προϋποθέσεις δικαίωμα σε αποζημίωση με αγωγή τύπου Francovich, ανωτέρω, εκτός αν υπάρξει περίπτωση να δοθεί στην Οδηγία έμμεσο αποτέλεσμα («indirect effect»), ήτοι η ερμηνεία της Εθνικής Νομοθεσίας, ώστε να συνάδει με αυτή στις αρχές της Marleasing, ανωτέρω. Επίσης, παραθέτει μια άλλη πρωτόδικη Κυπριακή Απόφαση που βασίστηκε στην Αγγλική υπόθεση Brown v. Roberts (1963) 2All ER 263, όπου λέχθηκε πως η ασφαλιστική εταιρεία δεν υπείχε υποχρέωση αποζημίωσης προς το θύμα, αφού την αποκλειστική ευθύνη είχε ο επιβάτης, του οποίου την ευθύνη δεν κάλυπτε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, κάτι που ισχύει και στην υπό κρίση περίπτωση και εισηγείται ότι ακόμη και αν κριθεί ότι η εξαίρεση του άρθρου 4(3)(γ) του Νόμου παραβιάζει την Οδηγία 2009 θα πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 4(3)(γ) του Νόμου ως η ξεκάθαρη και σαφής πρόθεση του Νομοθέτη.  

<a href=Δ.2 Εισηγήσεις πλευράς Ενάγοντα ">

[8] Στον αντίποδα, η πλευρά του Ενάγοντα θεωρεί ότι για την υπό κρίση περίπτωση εφαρμογή έχει η Οδηγία 2005/14/ΕΚ («Οδηγία 2005»), αν και η Οδηγία 2009 είχε τεθεί σε ισχύ, όμως δεν είχε εναρμονιστεί στην Κυπριακή Νομοθεσία. Όμως, εισηγείται ότι η νομολογία που απορρέει από την Οδηγία 2009 βασίζεται στις προηγούμενες Οδηγίες, τις οποίες έχει κωδικοποιήσει συμπεριλαμβανομένης της Οδηγίας 2005. Εκ της δικογράφησης της παρ. 5 της Υπεράσπισης της Εναγόμενης θεωρεί ότι, ελλείψει οποιουδήποτε άλλου ισχυρισμού στην Υπεράσπιση, η αναφορά σε μη κάλυψη της χρήσης του οχήματος από το ασφαλιστήριο έγγραφο αφορά σε ισχυρισμό ότι η «χρήση» περιορίζεται σε χρήση και κινδύνους κατά την οδήγηση. Εισηγείται δε, ότι με την έκδοση του Τεκμηρίου 1 η Εναγόμενη δεσμεύεται σύμφωνα με το άρθρο 4(1)(β)(i) του Νόμου να καλύψει οποιαδήποτε ζημιά προκύψει από την χρήση του οχήματος ανάλογα με την ευθύνη του προσώπου που το χρησιμοποιεί, όπως επίσης και ότι στα Τεκμήρια 1 & 2 δεν υπάρχει ο οποιοσδήποτε περιορισμός σε σχέση με την κάλυψη ευθύνης επιβάτη, αλλά ούτε και οποιαδήποτε αναφορά ή παραπομπή σε όρο του συμβολαίου. Ειδικότερα, όπως υποστηρίζει, εάν η Εναγόμενη δεν παρείχε κάλυψη στον επιβάτη θα έπρεπε να το αναφέρει στο Τεκμήριο 1 στον Πίνακα του ασφαλιστηρίου και στο άρθρο 1 του Μέρους ΙΙ, καθώς και ότι η πρώτη φορά που γίνεται αναφορά σε μη κάλυψη επιβάτη είναι στις εξαιρέσεις. Τονίζει δε, ότι πουθενά δεν αναφέρεται στην περίπτωση που ο επιβάτης είναι ο ασφαλισμένος προβάλλοντας την θέση ότι η ευθύνη του ασφαλισμένου καλύπτεται ανεξαρτήτως αν οδηγούσε ή απλά επέβαινε στο όχημα και ότι αυτή η ασάφεια θα πρέπει να ερμηνευτεί ενάντια στο μέρος που ετοίμασε το ασφαλιστήριο έγγραφο.

 

[9] Σε σχέση με την θέση της Εναγόμενης ότι δύναται να βασιστεί στην εξαίρεση του άρθρου 4(3)(γ) του Νόμου, προβάλλει ότι τόσο ο Νόμος όσο και το ασφαλιστήριο έγγραφο θα πρέπει να ερμηνευτούν σύμφωνα με την φιλοσοφία της Οδηγίας 2005. Ειδικότερα, παραθέτει την απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων («ΔΕΚ») στην υπόθεση C-129/94 Ruiz Bernaldez [1996] ECR I-01829, με την θέση ότι αντιτίθεται στους σκοπούς της Οδηγίας το να μπορεί ο ασφαλιστής να επικαλεστεί νομικές διατάξεις ή συμβατικές ρήτρες, ώστε να αρνηθεί να αποζημιώσει τρίτους που είναι θύματα του ατυχήματος που προκλήθηκε από το ασφαλισμένο όχημα (παραπομπή στην υπόθεση C-537/03, Candolin [2005] ECR I-5745 και C-442/10, Churchill [2011] ECR I-00000). Μόνο εντός κάποιας από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην Οδηγία δύναται ο ασφαλιστής να αρνείται κάλυψη στα θύματα των αυτοκινητιστικών ατυχημάτων μέσω επίκλησης νομοθετικών διατάξεων ή συμβατικών ρητρών.  

 

[10] Η πλευρά του Ενάγοντα παραθέτει σειρά από Αγγλικές αποφάσεις, οι οποίες πραγματεύτηκαν την έννοια της «χρήσης και κυκλοφορίας», όπου ο όρος «arising out of» ερμηνεύτηκε ως εμπεριέχων μια πιο μεμακρυσμένη συνέπεια από αυτόν που περικλείει ο πιο άμεσος ή εγγύτερος όρος «caused by», αλλά και ότι η έννοια της χρήσης με ερμηνευτικό εργαλείο την Οδηγία 2009 και την Νομολογία του ΔΕΕ δεν περιορίζεται στην πραγματική λειτουργία του οχήματος με την έννοια της οδήγησης, αλλά επεκτείνεται και στην περίπτωση που αυτό είναι παρκαρισμένο ή ακινητοποιημένο, όπως επίσης και σε οτιδήποτε συνάδει με την συνήθη λειτουργία του οχήματος (βλ. Dunthorne v. Bentley & Another (1988) RTR 428, UK Insurance v. R&S Pilling (2017) EWCA Civ 259 & Wastell v. (1) Woodward; (2) Chaucer Syndicates Ltd (2017) Lloyd’s Rep IR 474). Επιπρόσθετα, γίνεται αναφορά στην υπόθεση C-162/13, Vnuk  [2015] Lloyd's Rep IR 142, στην οποία ερμηνεύτηκε ο όρος «κυκλοφορία οχημάτων» και τονίστηκε ότι δεν θα πρέπει να αφήνεται στην διακριτική ευχέρεια του κάθε κράτους μέλους με έμφαση στον σκοπό που επιδιώκεται, ήτοι την προστασία των θυμάτων των ατυχημάτων που προκαλούνται από αυτοκινητικά οχήματα και της άρσης εμποδίων στην κυκλοφορία προσώπων και εμπορευμάτων προς ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, με αναφορά στην έννοια της συνήθους χρήσης και κυκλοφορίας του οχήματος. Παραθέτει δε αναφορά και στη υπόθεση C-648/17, Baltic Insurance, απόφαση ημερ. 15/11/2018 (ECLI:EU:C:2018:917), όπου σε διαδικασία προδικαστικής παραπομπής αποφασίστηκε ότι η ενέργεια του ανοίγματος της θύρας ενός οχήματος συνιστά χρήση που συνάδει με την λειτουργία του ως μέσου μεταφοράς επιτρέποντας επιβίβαση και αποβίβαση προσώπων, ασχέτως εάν κατά τον χρόνο του ατυχήματος ευρισκόταν σε στάση σε χώρο σταθμεύσεως, ενώ δεν είχε καμία σημασία το ότι το ατύχημα δεν απορρέει από ενέργεια του οδηγού, αλλά προσώπου που επενέβαινε επί του του οχήματος. Στην υπόθεση αυτή τονίζει την εξής αναφορά στην σκέψη 46:

 

«Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων αντιτίθεται στον αποκλεισμό της υποχρέωσης του ασφαλιστή να αποζημιώσει το θύμα τροχαίου ατυχήματος στο οποίο εμπλέκεται ασφαλισμένο όχημα όταν το ατύχημα αυτό προκλήθηκε από πρόσωπο το οποίο δεν είναι το πρόσωπο το οποίο αφορά το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.».

[11] Σε συνέχεια της γραπτής του αγόρευσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενάγοντα αναφέρθηκε σε σειρά προδικαστικών αποφάσεων όπου το ΔΕΕ επισήμανε ότι ο σκοπός των Οδηγιών είναι η προστασία των θυμάτων των τροχαίων ατυχημάτων και πως η Οδηγία 2009 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που επιτρέπει να εξαιρείται καλύψεως η ζημιά επ’ ευκαιρία οδηγήσεως οχημάτων σε οδούς και εδάφη που δεν είναι κατάλληλα για κυκλοφορία (βλ. C-334/16, Torreiro, απόφαση ημερ. 20/12/2017, ECLI:EU:C:2017:1007), ότι ακόμη και η πρόκληση ζημιάς από σταθμευμένο όχημα για κάποιο χρονικό διάστημα αποτελεί μέρος της χρήσης του οχήματος (βλ. C-100/18, Linea Directa, απόφαση ημερ. 20/06/2019, ECLI:EU:C:2019:517), αλλά και σε περίπτωση όπου το όχημα χρησιμοποιήθηκε ως μηχάνημα εργασίας, αντί ως μέσο μεταφοράς και η ευθύνη κρίθηκε ότι δεν ενέπιπτε στον όρο «κυκλοφορίας οχήματος» (βλ. C-514/16, Andrade, απόφαση ημερ. 28/11/2017, ECLI:EU:C:2017:908).

 

[12] Στις καταληκτικές παραγράφους γίνεται εισήγηση, με παράθεση Αγγλικής νομολογίας και συγγραμμάτων, ότι ο ιδιοκτήτης που επιβαίνει επί οχήματος είναι και ο χρήστης του, ασχέτως αν το όχημα οδηγείται από τρίτο πρόσωπο, αφού κρίθηκε πως στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιεί το όχημα για δικούς του σκοπούς και προσωπικά (βλ. Cobb v. Williams (1973) R.T.R 113). Επισημαίνει δε, ότι η υποχρέωση εκ του ασφαλιστηρίου είναι για κάλυψη του Ασφαλισμένου και του Οδηγού για οποιαδήποτε ευθύνη.

Ε. Παράμετροι εξέτασης

[13] Στις προφορικές διευκρινήσεις που έδωσαν στο Δικαστήριο οι ευπαίδευτοι συνήγοροι εστίασαν στο περιεχόμενο των γραπτών τους αγορεύσεων. Ειδικότερα, η πλευρά της Εναγόμενης υπογράμμισε την θέση ότι στο ασφαλιστήριο έγγραφο προβλέπεται η εξαίρεση της ευθύνης επιβάτη και ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να την αγνοήσει, με την μόνη απομένουσα διέξοδο στο θύμα να αναζητήσει αποζημίωση από το κράτος μέλος. Δεν αμφισβητήθηκε η θέση ότι η ζημία που υπέστη ο Ενάγων με τον τρόπο που αυτή επήλθε από τις ενέργειες της κας Marianas Surdu αφορούσαν στην χρήση και κυκλοφορία του οχήματος. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να έχει προωθηθεί. Προς τον σκοπό απόφανσης του Δικαστηρίου, κρίνω ότι θα πρέπει να εξετάσω και να καταλήξω αναφορικά με τα εξής:

 

13.1.     Ποια ευθύνη και ποιου προσώπου καλύπτει το Τεκμήριο 1 σε συνάρτηση με το Τεκμήριο 2.

13.2.     Αν υφίσταται έγκυρη εξαίρεση στην ευθύνη της κας Marianas Surdu στην προκείμενη περίπτωση.

13.3.     Αν υφίσταται έγκυρη εξαίρεση, εντός του πλαισίου του Νόμου, το κατά πόσο είναι δεσμευτική και δύναται να προβληθεί από την Εναγόμενη, ενόψει των σχετικών Οδηγιών του Ευρωπαϊκού Δικαίου, ως ερμηνεύτηκαν από το ΔΕΕ,  έναντι του Ενάγοντα για να αρνηθεί να τον αποζημιώσει για την ζημιά που έχει συμφωνηθεί στα παραδεκτά γεγονότα.

Ε.1 Προκαταρτικές παρατηρήσεις- άρθρο 4 του Νόμου & η έννοια της «χρήσης» του οχήματος

[14] Στο άρθρο 4 του Νόμου, ως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, υπό τον τίτλο «Προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί το ασφαλιστήριο», προνοούντο τα εξής σε σχέση με τα επίδικα θέματα (υπογραμμίσεις δικές):

 

«4.-(1) Κάθε ασφαλιστήριο που εκδίδεται για τους σκοπούς του Νόμου αυτού και που παρέχει κάλυψη σε μηχανοκίνητο όχημα που έχει ως τόπο συνήθους στάθμευσης του τη Δημοκρατία, πρέπει να πληροί τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) Το ασφαλιστήριο πρέπει να εκδίδεται από ασφαλιστή

(β) με την επιφύλαξη των εδαφίων (2) και (3) το ασφαλιστήριο πρέπει βάσει ενιαίου ασφαλίστρου και ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα παραμονής του οχήματος σε άλλα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής κάλυψης-

(i) να ασφαλίζει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα ή τις κατηγορίες προσώπων που καθορίζονται ρητά σε αυτό έναντι οποιασδήποτε ευθύνης αυτού ή αυτών που τυχόν να προκύψει σε σχέση με θάνατο ή σωματική βλάβη οποιουδήποτε προσώπου ή ζημιά σε περιουσία, σε περίπτωση που τέτοια ευθύνη προκλήθηκε ή προέκυψε από τη χρήση του μηχανοκίνητου οχήματος σε οδό στη Δημοκρατία:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς της υποπαραγράφου αυτής, ο όρος “οποιοδήποτε πρόσωπο”, που μπορεί να υποστεί θάνατο ή σωματική βλάβη, περιλαμβάνει-

(αα) ……………………

(ββ) ……………………

(γγ) …………………..

(δδ) …………………..

(εε) πεζούς, ποδηλάτες και άλλους μη μηχανοκίνητους χρήστες των δρόμων, και

(ii) ………………………..

(iii) ……………………….

(2) Η κάλυψη που απαιτείται να παρέχεται από το ασφαλιστήριο σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου δεν απαιτείται να περιλαμβάνει-

(α) ………………………………

(3) Το ασφαλιστήριο δεν απαιτείται να καλύπτει-

(α) ……………………………………..

(β)……………………………………….

(γ) ευθύνη προσώπου που επιβαίνει του μηχανοκίνητου οχήματος,

(δ) ………………………………………

(4) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη που περιλαμβάνεται σε οποιοδήποτε νόμο, πρόσωπο που εκδίδει ασφαλιστήριο σύμφωνα με το άρθρο αυτό ευθύνεται να αποζημιώσει τα πρόσωπα ή τις κατηγορίες προσώπων που ορίζονται στο ασφαλιστήριο σχετικά με οποιαδήποτε ευθύνη την οποία το ασφαλιστήριο φέρεται να καλύπτει στην περίπτωση των προσώπων αυτών ή τις κατηγορίες των προσώπων αυτών.

(5) Ασφαλιστήριο δε θα έχει ισχύ για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, εκτός αν και μέχρις ότου εκδοθεί και παραδοθεί πιστοποιητικό ασφάλισης σύμφωνα με το άρθρο 5.».

 

[15] Η εξέταση του Δικαστηρίου εκκινεί από την αντίληψη ότι δεν έχει αμφισβητηθεί πως οι ενέργειες της ιδιοκτήτριας του οχήματος [ ] καλύπτονται από έννοια της χρήσης του οχήματος ως καθορίζεται στο άρθρο 4 ανωτέρω. Ακόμη και αν είχε αμφισβητηθεί παραπέμπω στα όσα έχουν νομολογηθεί στην C-162/13 Vnuk v. Zavarovalnica Triglav DD [(2015) Lloyds Rep. I.R. 142], στα πλαίσια της Οδηγίας 2009, όπου το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η έννοια της «χρήσης» ενός οχήματος αποτελεί μια αυτόνομη Κοινοτική νομική έννοια για τους σκοπούς των Οδηγιών και θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να συμπεριλαμβάνει οποιαδήποτε χρήση που είναι συμβατή με την συνήθη λειτουργία του οχήματος (βλ. MacGillivray On Insurance Law, 14η έκδοση, 2018, παρ. 31-006, σελ. 1072). Επισημαίνεται ότι αποτελεί υποχρέωση των Εθνικών Δικαστηρίων να προβαίνουν σε ερμηνεία του Εθνικού Δικαίου υπό το φως του λεκτικού και του σκοπού της Οδηγίας, ώστε να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα της και δεν είναι αρκετό ένα Εθνικό Δικαστήριο να στρέφεται στο Κοινοτικό Δίκαιο μόνο εάν η Εθνική πρόνοια είναι ασαφής (βλ. υπόθεση C-106/89 Marleasing SA v. La Comercial Internacional de Alimentacion SA [1993] B.C.C. 421). H Marleasing SA, ανωτέρω, επεκτάθηκε στην υπόθεση C-397/01 Pfeiffer v. Deutsches Rotes Kreuz Kreisverband Waldshut Ev [2005] 1 C.M.L.R. 44, όπου το ΔΕΚ υπογράμμισε ότι η αρχή της ερμηνείας σύμφωνα με το Κοινοτικό Δίκαιο απαιτεί από το Εθνικό Δικαστήριο να πράξει οτιδήποτε εντός της δικαιοδοσίας του, ενόψει του συνόλου των Κανόνων του Εθνικού δικαίου για να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της Οδηγίας. Αυτό αποτελεί και την έννοια που έχει προσδοθεί στο έμμεσο αποτέλεσμα των Οδηγιών («indirect effect»).

 

[16] Στην υπό κρίση περίπτωση, η πλευρά του Ενάγοντα έχει παραπέμψει το Δικαστήριο και σε σειρά Αγγλικών αποφάσεων στην οποία ερμηνεύθηκε στα πλαίσια της φράσης «arising out of the use of», όπως αποτυπώνει η RΤΑ1988, s. 145(3)(A). Στις αποφάσεις αυτές γίνεται αναφορά σε βλάβες, οι οποίες ήσαν εγγύς και αιτιωδώς συνδεδεμένες με την χρήση του οχήματος και στη διάκριση της φράσης «arising out of» από την φράση «caused by» ως μια πιο μεμακρυσμένη συνέπεια, η οποία συνδέεται με την χρήση του οχήματος. Όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου στην υπόθεση R&S Pilling v UK Insurance Ltd [2019] 3 All ER 917 προκύπτει να έχει ανατρέψει την προηγούμενη απόφαση του Εφετείου ([2017] EWCA Civ 259), θεωρώντας ότι ναι μεν οι φράσεις «caused by» και «arising out of the use of» επεκτείνουν την απαιτούμενη κάλυψη πέραν της χρήσης, όμως θα πρέπει να υπάρχει ένας εύλογος περιορισμός στην έκταση της αλυσίδας αιτιότητας, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε κανόνας Ευρωπαϊκού Δικαίου που να υποστηρίζει την θέση ότι ένα όχημα που επιδιορθώνεται σε ιδιωτική περιουσία βρίσκεται σε χρήση και εν τέλει αποφασίζοντας ότι παρά το γεγονός ότι οι επιδιορθώσεις μπορεί να έχουν προκύψει από την χρήση του οχήματος, η ζημιωθείσα περιουσία δεν προέκυψε από αυτή, αλλά από την αμέλεια του υπαλλήλου.

 

[17] Σε αποφάσεις του ΔΕΕ έχει εναργώς αποφασιστεί ότι σύμφωνα με την Οδηγία 2009 όταν ένα όχημα που ευρίσκεται παρκαρισμένο σε ιδιωτικό χώρο στάθμευσης και χρησιμοποιείται σύμφωνα με την συνήθη χρήση του ως μέσο μεταφοράς, παίρνει φωτιά και προκαλεί ζημιά παρά το γεγονός ότι δεν μετακινήθηκε για περισσότερες από 24 ώρες πριν την επισυμβεί το γεγονός εμπίπτει στον όρο της χρήσης οχήματος (βλ. C-100/18 Linea Directa Aseguradora, SA v. Segurcaixa, Sociedad Anonima de Seguros y Reaseguros [2019] 2 All ER (Comm) 713). Στην υπόθεση του ΔΕΕ C-431/18 Sanchez v. (10 Ruiz; (2) Zurich Insurace (2020/C 68/17) με αναφορά στην Linea Directa Aseguradora, ανωτέρω, όπου τέθηκε το ερώτημα αν η διαρροή υγρών από όχημα που ευρισκόταν σε ιδιωτικό χώρο στάθμευσης που προκάλεσε ζημιά στον Ενάγοντα, προέκυψε από την χρήση του οχήματος, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ούτε η κίνηση του οχήματος, αλλά ούτε και η λειτουργία της μηχανής είναι προϋποθέσεις της υποχρεωτικής ασφάλισης, αλλά είναι αναγκαία η χρήση του οχήματος ως μέσου μεταφοράς, κάτι που στην περίπτωση εκείνη κρίθηκε ότι υφίστατο πριν σταθμεύσει (βλ. Bingham’s Personal Injury and Motor Claims Cases, 16η έκδοση παρ. 39.23 - 39.29, σελ. 1496 - 1499). Τέλος, στην υπόθεση C-648/17 «BTA Baltic Insurance Company»AS, πρώην «Balcia Insurance» SE ν. «Baltijas Apdrošināšanas Nams» AS, ανωτέρω, αναφέρθηκε ξεκάθαρα ότι «…πρέπει να θεωρηθεί ότι η ενέργεια του ανοίγματος της θύρας ενός οχήματος συνιστά χρήση του η οποία συνάδει με τη λειτουργία του ως μέσου μεταφοράς, στον βαθμό που επιτρέπει, μεταξύ άλλων, την επιβίβαση και την αποβίβαση των προσώπων ή τη φόρτωση και την εκφόρτωση των αγαθών που πρόκειται να μεταφερθούν ή που μόλις μεταφέρθηκαν με το όχημα αυτό.». Ενόψει τούτου, προκύπτει ξεκάθαρα ότι το άνοιγμα της θύρας του οχήματος [ ] κατά τον επίδικο χρόνο από την ιδιοκτήτρια του αποτελεί και χρήση του εν τη έννοια της Οδηγίας 2009 και του Νόμου.[1]  

Ε.2 Ερμηνεία των Τεκμηρίων 1 & 2 σε σχέση με το ποιων προσώπων την ευθύνη καλύπτει  

    

[18]  Για τους σκοπούς ερμηνείας των Τεκμηρίων 1 & 2 παραπέμπω στα όσα έχουν αποφασιστεί στην υπόθεση χχχ χχχ Λιπερή, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Ελευθερίου Γεώργιου Πουντζιουρή τέως εξ Αραδίππου ν. Ecclesiastical Insurance Office PLC κ.ά. ECLI:CY:AD:2019:A329, Πολ. Έφ 42/2013, ημερ. 19/7/2019, ως το κάτωθι απόσπασμα:

 

«Είναι νομολογημένο ότι τα ασφαλιστικά συμβόλαια ερμηνεύονται όπως κάθε άλλο έγγραφο σύμφωνα με τους κανόνες ερμηνείας σε σχέση βέβαια με συμβάσεις εμπορικού ή καταναλωτικού τύπου.  Ο σκοπός είναι να αποδοθεί στο κείμενο και στις λέξεις που χρησιμοποιούνται η πρόθεση των μερών ώστε να ανευρεθεί εκείνη η σημασία που το κείμενο θα μετέδιδε στο συνετό και λογικό άνθρωπο που κατέχει όλες τις πληροφορίες που θα ήταν λογικά διαθέσιμες στα μέρη στην κατάσταση που αυτά ήταν όταν συνομολογούσαν τη σύμβαση, (Investors Compensation Scheme Ltd v. West Bromwich   Building Soc. (1998) 1 W.L.R. 896).».

 

[19] Εξετάζοντας τους όρους του Τεκμηρίου 1, ήτοι του Πιστοποιητικού Ασφάλισης διαπιστώνω ότι αυτή κατονομάζει ως το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εκδόθηκε («policyholder») την κα Mariana Surdu και ως πρόσωπο που δικαιούται να οδηγεί το όχημα [ ] τον κ. Shakeel Ahmed. Αυτά είναι και τα κατονομαζόμενα πρόσωπα την ευθύνη των οποίων καλύπτει. Στο Τεκμήριο 2, ήτοι τον Πίνακα που αποτελεί μέρος του Ασφαλιστηρίου δηλώνεται ότι η παρεχόμενη ασφάλιση αφορά σε ευθύνη έναντι τρίτου («Third Party») και ότι τα μέρη του Ασφαλιστηρίου που ισχύουν είναι το υπό ΙΙ. Ο όρος 1 του Μέρους ΙΙ αναφέρεται σε κάλυψη (indemnity) του Ασφαλισμένου και άλλων προσώπων στην Κύπρο ως εξής:

 

«1. Τηρουμένων των προνοιών που αναφέρονται στα Όρια Ευθύνης και στο Αρμόδιο Δικαστήριο, η Εταιρεία παρέχει κάλυψη (indemnity) στον Ασφαλισμένο ή σε οποιοδήποτε Εξουσιοδοτημένο Οδηγό που καθορίζεται στον Πίνακα έναντι όλων των ποσών συμπεριλαμβανομένων των εξόδων, των τόκων και των δαπανών του προσώπου που προβάλλει την αξίωση, που ο Ασφαλισμένος ή ο Εξουσιοδοτημένος Οδηγός θα καταστεί κατά νόμον υπόλογος να πληρώσει ως αποτέλεσμα ατυχήματος που προκλήθηκε ή προέκυψε από τη χρήση του Μηχανοκίνητου Οχήματος σε Οδό στην Κύπρο σχετικά με-

 

(α) σωματική βλάβη ή θάνατο οποιουδήποτε προσώπου∙

(β) νοσηλεία επείγουσα φύσης οπουδήποτε προσώπου∙

(γ) ζημιά σε περιουσία.».

 

[20] Γίνεται φανερό από το λεκτικό του Όρου 1 του Μέρους ΙΙ ότι η κάλυψη παρέχεται στον Ασφαλισμένο και στον Εξουσιοδοτημένο Οδηγό αν καταστούν υπεύθυνοι κατά νόμο να πληρώσουν ως αποτέλεσμα ατυχήματος που, προκλήθηκε ή προέκυψε από την χρήση του οχήματος. Ο επιβάτης ενός οχήματος, όταν έχει στην ιδιοκτησία του το όχημα έχει κριθεί ότι έχει την χρήση του οχήματος (βλ. MacGillivray On Insurance Law, ανωτέρω, παρ. 31-003, σελ. 1066-1067). Κατά συνέπεια, η κα Marianna Surdu κρίνεται ότι κατά τον επίδικο χρόνο είχε την χρήση του οχήματος ΚΗΧ475.

 

[21] Στο Τεκμήριο 2, ήτοι στους Όρους του ασφαλιστηρίου εγγράφου προβλέπονται εξαιρέσεις του Μέρους ΙΙ, όπου η Εναγόμενη δεν θα υπέχει ευθύνη «4. Όσον αφορά οποιαδήποτε ευθύνη προσώπου που επιβαίνει του Μηχανοκινήτου Οχήματος». Στην εξαίρεση αυτή βασίζει και την Υπεράσπιση της η Εναγόμενη. Εξετάζοντας τις εξαιρέσεις του Μέρους ΙΙ γίνεται αναφορά στο ότι η εταιρεία δεν θα έχει ευθύνη δυνάμει των πιο πάνω παραγράφων 1, 2 και 3 να παρέχει κάλυψη σε οποιοδήποτε πρόσωπο, εκτός αν το πρόσωπο αυτό θα τηρεί του όρους του ασφαλιστηρίου και αν το πρόσωπο αυτό δικαιούται σε κάλυψη δυνάμει άλλου ασφαλιστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση γίνεται συγκεκριμένη αναφορά σε κάλυψη δυνάμει των παραγράφων 1, 2 και 3 που αναφέρονται στον Ασφαλισμένο και στον Εξουσιοδοτημένο Οδηγό. Η δε εξαίρεση υπό 2 αφορά σε ζημιά σε περιουσιακό στοιχείο που φορτώνεται, εκφορτώνεται ή μεταφέρεται στο όχημα, κάτι που αποτελεί αυτοτελή εξαίρεση που δεν είναι συνυφασμένη με τον Ασφαλισμένο ή τον Εξουσιοδοτημένο Οδηγό. Το ίδιο προκύπτει και από την εξαίρεση σε σχέση με ζημιά σε περιουσιακό στοιχείο οποιουδήποτε προσώπου που απαιτεί να καλυφθεί δυνάμει του Μέρους ΙΙ, στον οποίο συμπεριλαμβάνεται και αυτή του Ασφαλισμένου ή του Εξουσιοδοτημένου Οδηγού ή μέλους της ίδιας οικογένειας με αυτόν που διαμένει κάτω από την ίδια στέγη. Σε σχέση με την επικαλούμενη εξαίρεση ευθύνης προσώπου που επιβαίνει του οχήματος δεν είναι σαφές αν το πρόσωπο αυτό συμπεριλαμβάνει τον Ασφαλισμένο που είναι και το ζητούμενο στην προκείμενη περίπτωση. Θα συμφωνήσω με τον ευπαίδευτο συνήγορο του Ενάγοντα ότι ο χρήστης του οχήματος είναι και ο Ασφαλισμένος όταν αυτός επιβαίνει επί του οχήματος, το οποίο οδηγεί Εξουσιοδοτημένος Οδηγός, του οποίου η ευθύνη καλύπτεται δυνάμει του Όρου 1 του Μέρους ΙΙ ως οποιαδήποτε ευθύνη είτε ως Οδηγού είτε ως επιβάτη. Άλλωστε, το ασφαλιστήριο έγγραφο κρίνω ότι παρέχει κάλυψη στον Ασφαλισμένο ή σε οποιονδήποτε εξουσιοδοτημένο οδηγό, δηλαδή ακόμη και αν ο Ασφαλισμένος δεν οδηγεί το όχημα. Αυτό συνάδει και με το ότι ο ασφαλισμένος που επιβαίνει του οχήματος, ακόμη και αν δεν το οδηγεί είναι ο χρήστης του. Για τους λόγους αυτούς, η γενική αναφορά σε εξαίρεση ευθύνης προσώπου που επιβαίνει του οχήματος τιθέμενη στο όλο πλαίσιο του ασφαλιστηρίου εγγράφου με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν αφορά σε εξαίρεση ευθύνης στην περίπτωση που ο Ασφαλισμένος, όπως στην προκείμενη περίπτωση, ευθύνεται για πρόκληση ζημιάς από την χρήση του μηχανοκινήτου οχήματος επειδή είναι επιβάτης του οχήματος, αλλά αφορά σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που δεν είναι ο ασφαλισμένος ή ο εξουσιοδοτημένος οδηγός. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα ήταν παράλογη, αφού θα φαινόταν ότι από την μια καλύπτεται η ευθύνη του Ασφαλισμένου και από την άλλη να εξαιρείται. Αυτό χωρίς να χρειάζεται η προσφυγή του Δικαστηρίου στον κανόνα του contra proferentem (βλ. Direct Travel Insurance n. McGeown [2004] 1 All E.R. (Comm.) 609).

 

[22] Αν ήθελε αποδειχθεί ότι η δικαστική κρίση είναι λαθεμένη και ότι ο όρος 4 των Εξαιρέσεων του Μέρους ΙΙ εξαιρεί την ευθύνη της ασφαλισμένης ως επιβάτη του οχήματος η πλευρά του Ενάγοντα προωθεί την θέση ως έχει ήδη παρατεθεί ότι η Οδηγία 2009, η οποία κωδικοποίησε τις προγενέστερες δεν επιτρέπει την εισαγωγή εξαιρέσεων στα ασφαλιστήρια έγγραφα που θα έχουν ως αποτέλεσμα το θύμα τροχαίου ατυχήματος να αποστερείται του δικαιώματος αποζημίωσης. Από την άλλη, η θέση της Εναγόμενης εστιάζει στο ότι οτιδήποτε και να προνοείται στην Οδηγία 2009 και την ερμηνευτική αυτής νομολογία του ΔΕΚ και μεταγενέστερα του ΔΕΕ προκύπτει ζήτημα contra legem πρόνοιας του άρθρου 4(3) του Νόμου, που δεν επιτρέπει οποιαδήποτε ερμηνευτική του διόρθωση σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΚ και ΔΕΕ.

Ε.3 Το αποτέλεσμα της Οδηγίας 2009

[23] Η διαφορετική προσέγγιση των δύο πλευρών καθιστά απαραίτητη την αναφορά στο αποτέλεσμα («effect») που υπέχουν οι Οδηγίες και κατ’ επέκταση οι Ασφαλιστικές Οδηγίες, ειδικότερα  η Οδηγία 2009. Η 1η Ασφαλιστική Οδηγία 72/166/EEC, η 2η Ασφαλιστική Οδηγία 84/5/EEC, η 3η Ασφαλιστική Οδηγία 90/232/ΕΕC, η 4η Ασφαλιστική Οδηγία 2000/26/EEC και η 5η Ασφαλιστική Οδηγία 2005/14/EC έχουν κωδικοποιηθεί στην Οδηγία 2009 που καθιερώθηκε ως η 6η Ασφαλιστική Οδηγία.[2] Κατά συνέπεια όλη η σχετική νομολογία που αφορά στις υπό 1-5 Ασφαλιστικές Οδηγίες τυγχάνει εφαρμογής.

 

[24] Το άρθρο 13 της Οδηγίας 2009 υπό τον τίτλο «Ρήτρες Αποκλεισμού» είναι σχεδόν πανομοιότυπο με το άρθρο 2 της 2ης Ασφαλιστικής Οδηγία 84/5/EEC, πλην της προσθήκης της παραγράφου 3. Το άρθρο 13 καθορίζει λίστα από άκυρες ρήτρες απαλλαγής, οι οποίες δεν δύνανται να αντιταχθούν έναντι τρίτου προσώπου, οι οποίες εμπεριέχονται σε «κάθε διάταξη του νόμου ή συμβατική ρήτρα που περιλαμβάνεται σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο». Το ΔΕΚ στην υπόθεση Bernaldez, ανωτέρω, κατά την ερμηνεία της 2ης Ασφαλιστικής Οδηγίας 84/5/EEC, αποφάνθηκε ότι οι τρεις ρήτρες απαλλαγής που απαγορεύονται ρητώς δεν είναι εξαντλητικές.[3] Αυτό ενισχύεται και εκ της παραγράφου 7 του Προοιμίου, στο οποίο αναφέρεται ότι «…είναι προς το συμφέρον των θυμάτων τα αποτελέσματα ορισμένων ρητρών απαλλαγής να περιορίζονται στις σχέσεις μεταξύ του ασφαλιστή και του υπευθύνου για το ατύχημα·…». Ως εκ τούτου, οι ρήτρες απαλλαγής που εμπεριέχονται είτε σε Εθνική Νομοθεσία είτε σε ασφαλιστήρια, πλην των περιπτώσεων που εξαιρούνται ρητά από τις Οδηγίες είναι άκυρα.

 

[25] Όμως ποιο είναι το αποτέλεσμα της Οδηγίας 2009 που εμπεριέχει το ίδιο λεκτικό με κάποια προσθήκη; Συμφώνως του άρθρου 288 της ΣΛΕΕ η Οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος ως προς το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί και αφήνει περιθώριο σε αυτά για επιλογή του τύπου και μεθόδου. Αυτό φαίνεται να αποκλείει να τυγχάνει επίκλησης έναντι ιδιώτη, ήτοι να έχει οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα (βλ. C-152/84 Marshall v. Southampton and South-West Hampshire Area Health Authority (Teaching) [1986] ECR 723), σε αντίθεση με τέτοια επίκληση έναντι του κράτους μέλους (κάθετο αποτέλεσμα), οπόταν υπό προϋποθέσεις μπορεί το επηρεαζόμενο μέρος από την παράλειψη εφαρμογής ή την πλημμελή εφαρμογή να εναγάγει για αποζημιώσεις το κράτος μέλος στις αρχές που καθιέρωσε η υπόθεση Francovich, ανωτέρω. Όμως το ΔΕΚ έχει καθιερώσει διάφορους μηχανισμούς χαλάρωσης στον κανόνα της μη απόδοσης οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος στις Οδηγίες. Τέτοιοι μηχανισμοί χαλάρωσης αποτελούν, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση των Εθνικών Δικαστηρίων να προβαίνουν σε ερμηνεία του Εθνικού Δικαίου σύμφωνα με τις Οδηγίες, ακόμη και αν δεν έχουν δεόντως εφαρμοστεί από τα κράτη μέλη (βλ. C-14/83 Von Colson and Kamann v. Land Nordrhein-Westfalen [1984] ECR 1891), υποχρέωση που υφίσταται ακόμη και σε υποθέσεις μεταξύ ιδιωτών (βλ. Marleasing SA, ανωτέρω) και επεκτείνεται και σε ολόκληρη την Εθνική Νομοθεσία (βλ. C-397-403/01 Pfeiffer v. Deutsches Rotes Kreuz, Kreisverband Waldshut eV [2004] ECR I-8835).

 

[26] Όμως υπήρξαν αποφάσεις του ΔΕΚ, όπου αναγνωρίστηκε ένα παρεμπίπτον οριζόντιο αποτέλεσμα (incidental horizontal effect). Στις περιπτώσεις αυτές η Οδηγία έτυχε επίκλησης σε διαφορά ιδιωτών προς τον σκοπό αποκλεισμού της εφαρμογής αντίθετης Εθνικής πρόνοιας και είχε ως αποτέλεσμα ο ένας διάδικος να υπέχει νομική ευθύνη που δεν θα υπείχε αν εφαρμοζόταν ο Εθνικός κανόνας (βλ. C-194 CIA Security International SA v. Signalson SA and Securitel SPRL [1996] ECR I-2201). Σε άλλες υποθέσεις ιδιώτες επικαλέστηκαν επιτυχώς Οδηγίες που δεν είχαν εφαρμοστεί. Παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση Bernaldez, ανωτέρω, όπου το ΔΕΚ αποφάνθηκε στα πλαίσια της 1ης Ασφαλιστικής Οδηγίας 72/166/EEC ότι αυτή απαιτούσε από τον ασφαλιστή να αποζημιώσει το θύμα τροχαίου ατυχήματος και ότι ο ασφαλιστής δεν μπορούσε να βασιστεί σε Εθνική νομοθετική πρόνοια ή σε συμβατικό όρο για να αρνηθεί να αποζημιώσει. Όπως σχολιάζει το σύγγραμμα των Graig and De Burca, EU Law, Text, Cases and Materials, 2008, OUP, σελ. 298, «…a legal obligation to compensate the third party, which may not have existed under domestic law alone, could be derived from the Directive and imposed directly on the insurer. Στη συνέχεια δε τονίζει ότι «…the enforcement of the Directive therefore removed or “excluded” an exemption provided under national law for the insurance company, and it was national law rather than the Directive which imposed the obligation to pay…».

 

[27] Στην υπόθεση C-421/92 Cabriele Habermann-Beltermann v. Arbeiterwohlfahrt Bezirk sverband NDB/of [1994] ECR I-1657 η Ενάγουσα επικαλέστηκε την Οδηγία Ίσης Μεταχείρισης για να αμφισβητήσει την Εθνική Νομοθεσία, η οποία απαγόρευε στις γυναίκες να εργάζονται το βράδυ κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης τους. Η αγωγή προέκυψε εξαιτίας της άρνησης του εργοδότη της να εφαρμόσει την σύμβαση εργασίας για νυκτερινή εργασία σε οίκο ευγηρίας όταν έμεινε έγκυος, δηλαδή επιχείρησε να εφαρμόσει μέσω της αγωγής την σύμβαση εργασίας όταν ο εργοδότης της δικαιούτο να την τερματίσει σύμφωνα με το Εθνικό Δίκαιο και συγκεκριμένα τον Γερμανικό Αστικό Κώδικα. Όπως αποφασίστηκε, η απαγόρευση για εργασία ήταν ασύμβατη με την Οδηγία και ότι έπρεπε να παραμεριστεί, παρά το ότι ο Γερμανικός Αστικός Κώδικας ρητά απαγόρευε την νυκτερινή εργασία εγκύων μεταξύ 20:00 με 6:00. Στην υπόθεση C-177/88 Dekker v. VJV [1990] ECR I-3941, το ΔΕΚ κατεύθυνε το Ολλανδικό Δικαστήριο που ενεργοποίησε την διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής να μην εφαρμόσει Εθνικούς κανόνες που απαιτούσαν την απόδειξη σφάλματος του εργοδότη ως προϋπόθεση αποζημίωσης σε απαίτηση γυναίκας στην οποία αρνήθηκαν πρόσληψη, επειδή ήταν έγκυος μόνο στη βάση ότι ήταν έγκυος στη βάση της Οδηγίας Ίσης Μεταχείρισης 76/207. Στην C-180/95, Draehmpaehl v. Urania Immobilienservice OHG [1997] ECR I-02195, που αφορούσε στην εφαρμογή της ίδιας Οδηγίας έναντι ιδιωτικής επιχείρησης το ΔΕΚ αποφάσισε ότι η Οδηγία δεν προνοεί για οποιοδήποτε λόγο εξαίρεσης ευθύνης στον οποίο πρόσωπο που είναι ένοχο διάκρισης μπορεί να βασιστεί και δεν εξαρτά την επανόρθωση της ζημιάς σε ύπαρξη πταίσματος (fault) παρά το ότι θα ήταν εύκολο να προσκομιστεί μαρτυρία περί τούτου.

 

[28] Η συγκεκριμένη τάση του ΔΕΚ κατά περίπτωση οδήγησε πολλούς ακαδημαϊκούς να συμπεράνουν ότι διέταξε τα Εθνικά Δικαστήρια να εφαρμόσουν τις Οδηγίες σε εσωτερικές διαδικασίες, ένεκα της ανάγκης για αποτελεσματική εφαρμογή, υπό συνθήκες που οι προϋποθέσεις του παραδοσιακού συνταγματικού κανόνα δεν ικανοποιούνταν (βλ. Angela Ward, Judicial Review and the Rights of Private Parties in EU Law, 2η έκδοση, 2007, σελ. 59).  Στο σύγγραμμα Judicial Review and the Rights of Private Parties in EU Law, ανωτέρω, σελ. 59, υποστηρίζονται σχετικά τα εξής:

 

«On the other, there is a competing tendency which requires national judges to set aside domestic principles of law which are impeding the horizontal enforcement of Directives, even if this entails upgrading the domestic remedial landscape outside the realm of state liability.».

 

[29] Το πιο πάνω συμπέρασμα αποτελεί και την διαπίστωση του Δικαστηρίου για το ζήτημα της ύπαρξης ενός οριζοντίου αποτελέσματος των Οδηγιών σε περιπτώσεις που τίθεται σε κίνδυνο η αποτελεσματική τους εφαρμογή. Χαρακτηριστικά στο σύγγραμμα των Graig and De Burca, EU Law, Text, Cases and Materials, 2008, ανωτέρω, σελ. 302 αναφέρονται τα εξής για να υπογραμμιστεί η σημασία και το τρόπος του εν λόγω εγχειρήματος (υπογράμμιση δική μου):

 

«The ECJ has consistently refused to depart for the clear Marshall/Dori rulings that a directive cannot be invoked by an individual so as to impose a direct obligation on another individual. Yet cases such as CIA Security, Unilever Italia……..demonstrate that directives which contain substantive rules and requirements directly affecting the legal position of the parties can be enforced horizontally between the parties, provided that this can rationalized in terms of an exclusionary, rather than substitutionary effect. This argument must be carefully evaluated. The distinction has thus far been articulated principally in the Opinions of Advocates General and in the academic literature, but it seems to underlie the ECJ’s jurisprudence on incidental horizontal effect.».   

 

[30] Στην Αγγλική υπόθεση Churchill v. Wilkinson [2009] EWHC 1297 (QB) 376, o Waller L.J. εξέτασε την γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα Lenz και την απόφαση στην Bernaldez, ανωτέρω, αναφέροντας χαρακτηριστικά τα εξής:

 

«(AG Lenz) relied on the obligation to have in place compulsory insurance under….art. 3 of the…Directive in taking the view that the exclusion clauses contained in art. 13(1) were not an exhaustive list. That that was his view is apparent from his answers to Questions 1, 3, and 4….it is clear the court took the same view…if the reasoning in Bernaldez…is followed, the insurers cannot argue that art. 13(1) defines the only prohibited exclusion clauses.».

 

[31] Η θέση του Waller LJ, όπως προέκυψε από το πιο πάνω απόσπασμα είναι ότι οι Ασφαλιστικές Οδηγίες πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως, ώστε να μην μπορεί ο ασφαλιστής να βασίζεται σε ρήτρες απαλλαγής ευθύνης, καθώς και ότι οι απαγορευμένες ρήτρες απαλλαγής ευθύνης που καθορίζει το άρθρο 13(1) δεν είναι εξαντλητικώς καθορισμένες, εκ της υποχρέωσης ασφάλισης που καθορίζει το άρθρο 3 της 1ης Ασφαλιστικής Οδηγίας 72/166/EEC. Την θέση αυτή υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο.

 

[32] H πλευρά της Εναγόμενης παράθεσε την προδικαστική απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 7/08/2018 σε προδικαστική παραπομπή στην υπόθεση C-122/17, David Smith v Patrick Meade and Others  ECLI: ECLI:EU:C:2018:631 για να υποστηρίξει την θέση περί μη οριζοντίου άμεσου αποτελέσματος των Ασφαλιστικών Οδηγιών. Η αξίωση προς αποζημίωση εγέρθηκε σε Ιρλανδικό δικαστήριο από το θύμα τροχαίου ατυχήματος, ο οποίος ευρισκόταν στο πίσω μέρος του ασφαλισμένου οχήματος που δεν διέθετε καθίσματα. Στην απόφαση του το ΔΕΕ αναφέρει ότι «…το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα του 1961 και το άρθρο 6 της κανονιστικής πράξεως του 1962 αποκλείουν ρητώς, χωρίς να αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας, από την υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων τις περιπτώσεις, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στις οποίες ο επιβάτης επιβαίνει σε μέρος του μηχανοκίνητου οχήματος που δεν είναι εξοπλισμένο με σταθερά καθίσματα. Οι εν λόγω διατάξεις αντιστοιχούν σε ηθελημένη επιλογή νομοθετικής πολιτικής και δεν προκύπτουν προδήλως από πλάνη του εθνικού νομοθέτη. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύσει τις ίδιες αυτές διατάξεις κατά τρόπο συμβατό με τις διατάξεις της τρίτης οδηγίας, δεδομένου ότι ερμηνεία διαφορετική από το σαφές γράμμα τους θα ισοδυναμούσε με contra legem ερμηνεία.».

 

[33] Το ΔΕΕ προέβη στην ακόλουθη αναφορά:

 

«Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μια οδηγία δεν μπορεί καθεαυτή να γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν χωρεί επίκλησή της έναντι αυτού (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Marshall, 152/84, EU:C:1986:84, σκέψη 48, της 14ης Ιουλίου 1994, Faccini Dori, C‑91/92, EU:C:1994:292, σκέψη 20, καθώς και της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ., C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 108). Συγκεκριμένα, η επέκταση στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών της δυνατότητας επικλήσεως διατάξεως οδηγίας που δεν έχει μεταφερθεί ή έχει μεταφερθεί πλημμελώς στην εσωτερική έννομη τάξη θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση της εξουσίας της Ένωσης να επιβάλλει υποχρεώσεις με άμεσο αποτέλεσμα σε βάρος ιδιωτών, παρά το γεγονός ότι διαθέτει τέτοια αρμοδιότητα μόνο στις περιπτώσεις που της απονέμεται εξουσία εκδόσεως κανονισμών (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, Faccini Dori, C‑91/92, EU:C:1994:292, σκέψη 24).».

 

[34] Παρά την ανωτέρω αναφορά, αλλά και σε όλες τις άλλες αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε το ΔΕΕ προσπαθώντας κατά την ταπεινή μου κρίση να παραμείνει προσηλωμένο στις αρχές της  Marshall/Dori, στις οποίες κάποιοι υποστηρίζουν ότι το έχουν εγκλωβίσει (βλ. Graig and De Burca, EU Law, Text, Cases and Materials, 7η έκδοση, OUP, 2020, σελ. 260), δεν κρίνω ότι απαντάται το κρίσιμο ερώτημα του κατά πόσο ο Εθνικός Δικαστής σε καμία περίπτωση δεν δύναται να αποκλείσει πρόνοιες της Εθνικής Νομοθεσίας, στην προκείμενη περίπτωση το άρθρο 4(3) του Νόμου που παρέχει την δυνατότητα εξαίρεσης στην Εναγόμενη. Υπογραμμίζω ότι στην Meade, το Ιρλανδικό Δίκαιο απέκλειε από την υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης την περίπτωση του Ενάγοντα που επέβαινε σε μέρος του μηχανοκίνητου οχήματος που δεν ήταν εξοπλισμένο με σταθερά καθίσματα και συνεπώς η εφαρμογή της σχετικής οδηγίας θα έδιδε δικαίωμα στον Ενάγοντα που δεν θα είχε με βάση την Εθνική Νομοθεσία. Στην κρινόμενη περίπτωση η μη εφαρμογή της εξαίρεσης απλά θα την αφαιρέσει με αποτέλεσμα η κάλυψη ευθύνης να αποδίδεται σύμφωνα με το Εθνικό Δίκαιο, ήτοι μια κάλυψη που ήδη παρέχεται. Η «ασυνέπεια» περί τούτου του ΔΕΕ στο ζήτημα των εξαιρέσεων στον κανόνα της απαγόρευσης οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος, πέραν της ανάγκης που διαφάνηκε στο να διαχωρίσει όλη την νομολογία που πραγματεύτηκε στην απόφαση του από την κατάληξη του, κρίνω ότι εμφαίνεται και στην στήριξη κάποιων εκ των αποφάσεων του σε γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και συγκεκριμένα στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων όταν Οδηγίες εξειδικεύουν αυτά (σκέψεις 47-48), χωρίς όμως να δέχεται ότι  το άρθρο 1 της τρίτης οδηγίας μπορεί να θεωρηθεί ότι εξειδικεύει μια γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

 

[35] Η τάση που διαφαίνεται στην νομολογία του ΔΕΕ να αναγάγει σε αρχές δικαίου της Ένωσης πρόνοιες Οδηγιών που εξειδικεύουν άρθρα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων διαφάνηκε και στην πρόσφατη απόφαση του ημερ. 20/02/2024 στην υπόθεση  C‑715/20, K.L. v X sp. z o.o. ECLI: ECLI:EU:C:2024:139, όπου σε σχέση με την διάκριση του Πολωνικού Δικαίου στην κοινοποίηση των λόγων απόλυσης μόνο στην περίπτωση καταγγελίας σύμβασης αορίστου και όχι ορισμένου χρόνου, κρίθηκε ότι παραβιάζει την Οδηγία 1999/70 και την ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου του Παραρτήματος της αναγόμενη στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων με συνέπεια «…Το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών υποχρεούται, όταν αδυνατεί να ερμηνεύσει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο με την εν λόγω ρήτρα, να διασφαλίσει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, την ένδικη προστασία την οποία κατοχυρώνει υπέρ των ιδιωτών το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να εγγυηθεί την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου αυτού, αφήνοντας εν ανάγκη ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη εθνική διάταξη…».

 

[36] Πως τότε διαφοροποιείται η παρούσα υπό το πλέγμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως καταγράφονται στον Χάρτη; Πως αναδεικνύονται οι Οδηγίες που αποσκοπούν στο να τα εφαρμόσουν; Το ΔΕΕ δεν επέδειξε «απροθυμία» να αναδείξει Οδηγίες ως εκτελεστικές των δικαιωμάτων αυτών αποδίδοντας τους οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα και αυτό είναι απολύτως κατανοητό και αυταπόδεικτο. Στην K.L., ανωτέρω, το ΔΕΕ τόνισε την ανάγκη για πραγματική προσφυγή στη δικαιοσύνη, καθιστώντας ανεφάρμοστο τον Εθνικό κανόνα που δεν εξασφάλιζε στον εργοδοτούμενο γνώση των λόγων της απόλυσης του σε σύμβαση ορισμένου χρόνου. Αρκεί κανείς να ανατρέξει στους σκοπούς της Οδηγίας 2009, οι οποίοι εμπεριέχουν κατά σταδιακή αναβάθμιση όλους όσους προβλέπονταν στις προηγούμενες. Επισημαίνω την παράγραφο (30) του Προοιμίου στην οποία γίνεται λόγος για την ανάγκη απευθείας αγωγής εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας για την προστασία του θύματος τροχαίου ατυχήματος και την αποφυγή δαπανηρών δικαστικών αγώνων και η βελτίωση της νομικής θέσης των θυμάτων [βλ. παράγραφο (36)]. Η απαγόρευση των ρητρών αποκλεισμού ευθύνης αποτελεί υλοποίηση του σκοπού της Οδηγίας 2009 που αποβλέπει στην αποτελεσματική προστασία των θυμάτων των τροχαίων ατυχημάτων, οι οποίες ρήτρες τίθενται στα συμβόλαια ασφάλισης μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και του ασφαλισμένου που σε καμία περίπτωση δεν είναι εις γνώση του τρίτου θύματος του τροχαίου ατυχήματος, του οποίου η Οδηγία 2009 αποσκοπεί στην παροχή πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέτοια πραγματική προσφυγή κρίνω ότι εξασφαλίζεται με την δυνατότητα προσφυγής εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας που καλύπτει το όχημα η χρήση του οποίου προκάλεσε την ζημιά, απαλλαγμένης ρητρών εξαίρεσης. Το δε δικαίωμα για προσφυγή εναντίον του κράτους μέλους στις αρχές της Francovich, εκ των πραγμάτων εμπεριέχει δυσχέρειες και τοποθετεί το ζήτημα πέραν της απόδειξης της βάσης αγωγής, στην απόδειξη της ευθύνης του κράτους μέλους για την διατήρηση κανόνων δικαίου σε αντίθεση με τις Οδηγίες.  

 

[37] Επανέρχομαι στα δεδομένα της παρούσας και εξηγώ. Το άρθρο 13(1) της Οδηγίας 2009 και το άρθρο 2 της 2η Ασφαλιστικής Οδηγίας προνοούν για το ανίσχυρο κάθε διάταξης Νόμου ή συμβατικής ρήτρας σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο συμφώνως του άρθρου 3 σε όσον αφορά την προσφυγή τρίτων θυμάτων ατυχήματος, ενώ η παράγραφος 15 στο Προοίμιο της Οδηγίας 2009 καθορίζει ότι «…είναι προς το συμφέρον των θυμάτων τα αποτελέσματα ορισμένων ρητρών απαλλαγής να περιορίζονται στις σχέσεις μεταξύ του ασφαλιστή και του υπευθύνου για το ατύχημα…». Ο στόχος είναι σαφής και ξεκάθαρος, ήτοι ότι το θύμα πρέπει να αποζημιώνεται και οτιδήποτε συμπεριλαμβάνεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο που εξαιρεί την ευθύνη του δεν μπορεί να αντιταχθεί έναντι του θύματος, το οποίο δύναται να στραφεί με απευθείας αγωγή εναντίον του ασφαλιστή σύμφωνα με το άρθρο 18. Σε αντίθετη περίπτωση, ο σκοπός της Οδηγίας 2009 θα παρέμενε ατελέσφορος και το γράμμα της κενό.

 

[38] Η δυνατότητα του άρθρου 4(3(γ) του Νόμου που παρέχεται στην ασφαλιστική εταιρεία και κατ’ επέκταση η εξαίρεση του όρου 4 των Εξαιρέσεων του Μέρους ΙΙ, κρίνω ότι δεν δύναται να αντιταχθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τον Ασφαλιστή, ήτοι την Εναγόμενη, έναντι του θύματος, ήτοι του Ενάγοντα και κατά την έκταση και περίπτωση αυτή είναι ανίσχυρη και άνευ νομικού αποτελέσματος. Τα όσα έχουν παρατεθεί στις προηγούμενες παραγράφους σε σχέση με την νομολογία του ΔΕΚ (και ακολούθως του ΔΕΕ), αλλά και η σχετική βιβλιογραφία, αλλά τα και όσα έχω πραγματευτεί μου παρέχουν την νομιμοποιητική βάση να προβώ στην κατάληξη αυτή και να αποδώσω οριζόντια αποτελεσματικότητα στην Οδηγία 2009 και στις ενοποιημένες σε αυτή Ασφαλιστικές Οδηγίες, επιβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτό τον επιτακτικό χαρακτήρα της υποχρέωσης αποζημίωσης του θύματος από την ασφαλιστική εταιρεία που παρείχε κάλυψη στο όχημα ΚΗΧ475.

 

[39] Βεβαίως αν η παρούσα απόφαση ήθελε εφεσιβληθεί και το Εφετείο καταλήξει να πραγματευτεί το ζήτημα του άμεσου οριζόντιου αποτελέσματος της Οδηγίας 2009 ως έχει κριθεί, ο δρόμος της προδικαστικής παραπομπής παραμένει ανοικτός και στην περίπτωση που κρίνεται ότι υπάρχει αμφιβολία ξεκάθαρης κρίσης, επιτακτικός (βλ. άρθρο 267 ΣΛΕΕ). Στην περίπτωση αυτή ενδιαφέρον θα αποτελέσει το ερώτημα της τυχόν στοιχειοθέτησης ενός οριζόντιου άμεσου αποτελέσματος της Οδηγίας 2009 στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

ΣΤ. Κατάληξη

 

[40] Η παρούσα αγωγή εγείρεται στην βάση του άρθρου 16Α του Νόμου εναντίον της Εναγόμενης που καλύπτει την ευθύνη της υπεύθυνης ιδιοκτήτριας και επιβάτη κατά τον ουσιώδη χρόνο κας Mariana Surdu, η οποία προκάλεσε την ζημιά στον Ενάγοντα. Η Εναγόμενη υποχρεούται να πληρώσει την ζημιά του Ενάγοντα. Ως εκ τούτου εκδίδεται απόφαση υπέρ Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €20.000, πλέον νόμιμο τόκο από σήμερα πλέον δικηγορικά έξοδα ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

            (Υπ.)...............................

                                                                                                   Χ-Μ Καραπατάκης, Ε.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 



[1] Σε σχέση με την ισχύ των αποφάσεων του ΔΕΕ επί προδικαστικών παραπομπών παραθέτω σχετικά το κάτωθι απόσπασμα από το σύγγραμμα των Graig and De Burca, EU Law, Text, Cases and Materials, 7η έκδοση, OUP, 2020, σελ. 510, στην οποία γίνεται αναφορά στην σχέση του ΔΕΕ με τα Εθνικά Δικαστήρια (υπογραμμίσεις δικές μου):

 

«Insofar as CJEU rulings have de facto precedential value, they place the Court in a superior position to the national courts. The very existence of a system of precedent is indicative of a shift to a vertical hierarchy between the CJEU and national courts: the CJEU determines the legally authoritative interpretation, which is then adopted by national courts. The creation of precedent serves also to render that relationship less bilateral, and more multilateral, since an earlier CJEU ruling can be relied on by any national court dealing with the point of law that has already been decided by the CJEU.».

 

 

 

 

[2]  «Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού, η κωδικοποίηση των εν λόγω τεσσάρων οδηγιών, καθώς και της οδηγίας 2005/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τροποποίηση των οδηγιών 72/166/ΕΟΚ, 84/5/ΕΟΚ, 88/357/ΕΟΚ και 90/232/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ασφάλιση αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία οχημάτων.», απόσπασμα από την παράγραφο (1) του Προοιμίου της Οδηγίας 2009. 

[3] «20 Υπ' αυτές τις συνθήκες, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της πρώτης οδηγίας αποκλείει τη δυνατότητα του ασφαλιστή να επικαλεστεί νομοθετικές διατάξεις ή συμβατικές ρήτρες για να αρνηθεί να αποζημιώσει τους τρίτους, θύματα ατυχήματος προκληθέντος από το ασφαλισμένο όχημα.

21 Σ' αυτό το πλαίσιο, το άρθρο 2, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της δεύτερης οδηγίας υπενθυμίζει απλώς την υποχρέωση αυτή, όσον αφορά τις νομοθετικές διατάξεις ή τις ρήτρες ασφαλιστηρίων συμβολαίων, οι οποίες αποκλείουν από την ασφαλιστική κάλυψη τη χρήση ή την οδήγηση οχημάτων σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις (πρόσωπα στα οποία δεν έχει επιτραπεί η οδήγηση του οχήματος, πρόσωπα που δεν διαθέτουν άδεια οδηγήσεως ή πρόσωπα που δεν έχουν συμμορφωθεί με τις εκ του νόμου προβλεπόμενες υποχρεώσεις τεχνικού χαρακτήρα που αφορούν την κατάσταση και την ασφάλεια του οχήματος). Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από την υποχρέωση αυτή, το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, προβλέπει ότι ο ασφαλιστής μπορεί να μην αποζημιώσει ορισμένα θύματα, λόγω της καταστάσεως την οποία τα ίδια δημιούργησαν (τα πρόσωπα που επιβιβάστηκαν σε όχημα, γνωρίζοντας ότι είχε κλαπεί) ή λόγω της αποζημιώσεως την οποία μπορούν να αξιώσουν από αλλού (θύματα τα οποία μπορούν να αποζημιωθούν για τη ζημία τους από οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως).».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο