
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 2187/17
Σταθμός Βενζίνης Α.Γ. Θεοχάρους Λτδ.
Εναγόντων
-και-
Petrolina (Holdings) Public Ltd
Εναγόμενων
Ημερομηνία: 2η Απριλίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες: κος. Παναγίδης
Για Εναγόμενους: κα. Ζαχαρίου
Απόφαση
(Η απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)
Εισαγωγή
Με την Αγωγή τους οι Ενάγοντες απαιτούν την επιστροφή ποσών που οι Εναγόμενοι τους απέκοπταν κατά τη διάρκεια συνεργασίας τους, στο πλαίσιο συμφωνιών για τη λειτουργία πρατηρίου βενζίνης στη Λευκωσία.
Δικόγραφα
Συνοψίζω τα δικόγραφα των διαδίκων, χωρίς οτιδήποτε ν’ αναφέρεται αμέσως πιο κάτω ν’ αποτελεί εύρημά μου:
Οι Ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι με συμφωνία τους με τους Εναγόμενους ημερομηνίας 30.12.1999, οι δεύτεροι τους παραχώρησαν άδεια να λειτουργούν πρατήριο πώλησης πετρελαιοειδών. Η συμφωνία προέβλεπε μεταξύ άλλων αυτόματη ανανέωση στο τέλος της αρχικής διάρκειας του ενός έτους από τη σύναψή της. Παράλληλα υπεγράφη κι άλλη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων με την οποία οι Ενάγοντες θα κατέβαλλαν το ποσό των €34,17 για να λειτουργούν πλυντήριο και λιπαντήριο στο ίδιο πρατήριο. Ομοίως και η δεύτερη αυτή συμφωνία προέβλεπε ότι θα διαρκούσε για ένα έτος και θα ανανεωνόταν αυτόματα, εκτός αν τερματιζόταν, ενώ τυχόν τροποποιήσεις της θα έπρεπε να συμφωνηθούν κοινώς. Επειδή κανένα από τα μέρη τερμάτισε τις συμφωνίες, αυτές παρέμειναν σε ισχύ και εξακολουθούσαν να παραμένουν σε ισχύ.
Όμως, τον Ιανουάριο του 2011 και παρά την άρνηση των Εναγόντων, οι Εναγόμενοι μονομερώς επέβαλαν αύξηση του μηνιαίου δικαιώματος χρήσης του πλυντηρίου και λιπαντηρίου από €34,17 σε €800 με αύξηση 4% ανά έτος. Ο τρόπος επιβολής του αυξημένου δικαιώματος υλοποιείται από τους Εναγόμενους μέσω της αποκοπής ποσού το οποίο εκείνοι καταβάλλουν στους Ενάγοντες ένεκα άλλης συμφωνίας που αφορά στην εξυπηρέτηση πελατών οι οποίοι διατηρούν ειδική κάρτα που εκδίδουν οι Εναγόμενοι. Συνεπώς, κατά τους Ενάγοντες, η αποκοπή γινόταν αυτόματα χωρίς ν’ αφήνεται περιθώριο αντίδρασης.
Μέχρι και το 2016 οι Ενάγοντες και άλλοι πρατηριούχοι που συνεργάζονταν με τους Εναγόμενους διαμαρτύρονταν για την αποκοπή πλην όμως οι προσπάθειές τους δεν καρποφόρησαν και οι Εναγόμενοι εξακολούθησαν την πρακτική αυτή.
Αποτέλεσμα της αποκοπής είναι οι Εναγόμενοι να οφείλουν στους Ενάγοντες ποσά από το έτος 2011 μέχρι και την ημέρα καταχώρισης της Αγωγής αλλά και ποσά σε μηνιαία βάση μέχρι και σήμερα. Το σύνολο που απαιτούν μέχρι και την καταχώριση της Αγωγής ανέρχεται σε €76,373.82, πλέον το ποσό των €1,165.08 μηνιαίως μέχρι και τον τερματισμό της κατά τους Ενάγοντες, της υπερχρέωσης. Το ποσό τούτο αποτελεί και χρέος των Εναγόμενων προς τους Ενάγοντες σε σχέση με την παροχή των υπηρεσιών και προϊόντων στους πελάτης κατόχους της ειδικής κάρτας.
Στην Υπεράσπισή τους οι Εναγόμενοι συμφώνησαν ότι οι διάδικοι είχαν συμφωνία, αλλά ισχυρίστηκαν ότι η συμφωνία σχετικά με το μηνιαίο δικαίωμα χρήσης, τη διάρκεια και τον τρόπο ανανέωσης της οποίας παραδέχονται, μπορούσε να τροποποιηθεί ή να συμπληρωθεί από τους συμβαλλόμενους. Ισχυρίζονται επίσης ότι ήταν με συμφωνία των διαδίκων, το δικαίωμα χρήσης αυξήθηκε σε €800 μηνιαίως από 1.2.2011 με αύξηση 8% ανά διετία μετά την ανανέωση της συμφωνίας ενοικίασης της γης μεταξύ των Εναγόμενων και των ιδιοκτητών της, ανανέωση η οποία έφερε αύξηση και στο ενοίκιο. Αναφορικά με τη συμφωνία των διαδίκων, οι Εναγόμενοι απέστειλαν στους Ενάγοντες επιστολή στις 13.1.2011 επιβεβαιώνοντάς τη σύναψή της, ενώ οι Ενάγοντες αποδέχθηκαν τη συμφωνία και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν ούτε απέρριψαν αυτήν ή τις καταστάσεις λογαριασμού που τους αποστέλνονταν. Οι Εναγόμενοι βασιζόμενοι στη μη διαμαρτυρία των Εναγόντων και στην αποδοχή των καταστάσεων λογαριασμών, ανανέωσαν την ενοικίαση της γης με το υψηλότερο ενοίκιο.
Απαντώντας στην Υπεράσπιση, οι Ενάγοντες πρόταξαν ότι η επίδικη συμφωνία ουδέποτε τροποποιήθηκε και δεν έδιδε το δικαίωμα μονομερούς αύξησης στους Εναγόμενους και ότι ουδέποτε συμφώνησαν στην αύξηση αλλ’ ούτε και παρέλαβαν την επιστολή που αναφέρουν οι Εναγόμενοι. Επιπρόσθετα επισημαίνουν ότι οι Ενάγοντες, μέσω επιτροπής, διαμαρτύρονταν προς τους Εναγόμενους για την αύξηση και οι διαπραγματεύσεις μέχρι και το 2016 δεν οδήγησαν σε επίλυση του ζητήματος.
Μαρτυρία
Προχωρώ να παραθέσω σύνοψη της μαρτυρίας που δόθηκε στην υπόθεση, έχοντας την λάβει υπόψη μου στην πλήρη της μορφή:
Για τους Ενάγοντες κατέθεσαν 3 μάρτυρες. Πρώτος ήταν ο Ανδρέας Θεοχάρους («ΜΕ1») διευθυντής των Εναγόντων, έπειτα ο Νίκος Ελευθεριάδης («ΜΕ2») πρώην πρατηριούχος και τέλος ο Αργύρης Τεμβριώτης («ΜΕ3») λογιστής και ελεγκτής.
ΜΕ1:- Ο ΜΕ1 κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασής του. Στη μαρτυρία του αναφέρθηκε στις συμφωνίες που συνάφθηκαν μεταξύ των διαδίκων, δηλαδή εκείνη που αφορούσε τη διαχείριση του πρατηρίου και εκείνη που σχετιζόταν με τη χρήση του πλυντηρίου – λιπαντηρίου, καταθέτοντας αντίγραφα ως Τεκμήρια 1 και 2. Επεξήγησε και τα όσα αφορούσαν την αύξηση του μηνιαίου δικαιώματος χρήσης του πλυντηρίου και λιπαντηρίου, στην οποία προέβησαν οι Εναγόμενοι χωρίς, ως ανέφερε, τη συγκατάθεση των Εναγόντων. Αναφέρθηκε και στον τρόπο με τον οποίο οι Εναγόμενοι αποκόπτουν το αυξημένο δικαίωμα από χρήματα που οι ίδιοι οφείλουν στους Ενάγοντες στη βάση συμφωνίας που αφορά την ειδική κάρτα πελατών «Petrolina» που χρησιμοποιούν ορισμένοι πελάτες του πρατηρίου. Ανέφερε ότι για τις συναλλαγές τούτες τηρείται κατάσταση λογαριασμού μεταξύ των διαδίκων. Οι Εναγόμενοι, πάντα κατά το μάρτυρα, συμψηφίζουν μονομερώς το αυξημένο πλέον δικαίωμα χρήσης με ποσά που οφείλουν στους Ενάγοντες, χωρίς να απαιτείται προς τούτο οποιαδήποτε θετική ενέργεια από τους δεύτερους. Ανέφερε επίσης ότι η λειτουργία του πρατηρίου εξαρτάται από τη προμήθεια καυσίμων από τους Εναγόμενους και γι’ αυτό οι Ενάγοντες, εκτός από την καταχώριση της Αγωγής, δεν μπορούσαν να πράξουν οτιδήποτε άλλο. Το ζήτημα της αύξησης του ενοικίου της γης στην οποία βρίσκεται το πρατήριο του το ανέφερε ο ΜΥ1 όταν επισκέφθηκε το πρατήριο. Ακολούθησε, μετά από λίγες μέρες, συνάντηση που έλαβε χώρα περί τα μέσα Ιανουαρίου του 2011 στα γραφεία των Εναγόμενων και στην οποία ήταν παρόντες ο ίδιος ο ΜΕ1, ο ΜΥ1 και κάποιος Άκης Λευκαρίτης. Οι τελευταίοι ζήτησαν από τον ΜΕ1 όπως το δικαίωμα χρήσης αυξηθεί σε €800, χωρίς ν’ αναφέρουν για περαιτέρω αύξηση ανά διετία. Ο ΜΕ1 αντέδρασε, η συνάντηση δεν κατέληξε σε συμφωνία, αλλά σε διαβεβαίωση από πλευράς του Άκη Λευκαρίτη ότι θα τα έβρισκαν. Αντ’ αυτού, οι Εναγόμενοι ξεκίνησαν από τον επόμενο μήνα ν’ αποκόπτουν ποσά μονομερώς. Λόγω τούτου οι Ενάγοντες αντέδρασαν έντονα μέσω του συνδέσμου πρατηριούχων. Μέχρι και το 2016 γίνονταν συζητήσεις, όμως δεν λήφθηκαν δικαστικά μέτρα.
Όταν ο ΜΕ1 συνειδητοποίησε ότι δεν επρόκειτο να εισακουστεί αποτάθηκε σε δικηγόρους, οι οποίοι απηύθυναν επιστολή προς τους Εναγόμενους, δηλαδή το Τεκμήριο 3. Εις απάντηση οι Εναγόμενοι επικαλέστηκαν επιστολή που κατ’ ισχυρισμό απέστειλαν από τις 13.1.2011 στην οποία κατά τους ίδιους οι Ενάγοντες αποδέχθηκαν τις αυξήσεις. Σχετικά με την αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε, ο ΜΕ1 κατέθεσε τα Τεκμήριο 4 έως 7. Κατά τον ίδιο ουδέποτε παραλήφθηκε η εν λόγω επιστολή - Τεκμήριο 6. Ούτε νέα συμφωνία υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων, αλλ’ ούτε και η υφιστάμενη τροποποιήθηκε. Παρά τις οχλήσεις των Εναγόντων, οι Εναγόμενοι συνέχισαν την πρακτική τους και δεν επέστρεψαν οποιαδήποτε ποσά. Στη βάση καταστάσεων λογαριασμών, τις οποίες ο ΜΕ1 κατέθεσε ως Τεκμήρια 8Α έως 8Ε, οι Ενάγοντες αξιώνουν ως η απαίτησή τους από το έτος 2011. Το συνολικό ποσό των αποκοπών ανέρχεται στα €172.343,46. Παρεμβάλλεται ότι με σχετική δήλωσή, η οποία έγινε μετά την επιφύλαξη της απόφασης του Δικαστηρίου, ο συνήγορος των Εναγόντων περιόρισε την απαίτηση των πελατών του σε €99.647,50 και εντός της καθ’ ύλη αρμοδιότητάς του Δικαστηρίου. Επιπρόσθετα ο ΜΕ1 κατέθεσε και καταστάσεις λογαριασμού αναφορικά με τις οφειλές για τους πελάτες - κατόχους κάρτας «Petrolina» ως Τεκμήρια 9Α έως 9Η.
Κατά την αντεξέτασή του, υπεβλήθη στον ΜΕ1 η θέση ότι η συμφωνία των διαδίκων τροποποιείτο και προφορικά κατά τη διάρκειά της. Του υποδείχθηκαν παραδείγματα τα οποία, κατά την άποψη της συνηγόρου των Εναγόμενων, δείκνυαν το πιο πάνω.
Αναφορικά με το ζήτημα της αύξησης του ενοικίου της γης επί της οποίας ευρίσκεται το πρατήριο και η οποία έγινε από τους ιδιοκτήτες προς τους Εναγόμενους, ο ΜΕ1 παραδέχθηκε ότι οι Εναγόμενοι τον πληροφόρησαν για την αύξηση αυτή και ότι επρόκειτο περί μεγάλης αύξησης. Αρνήθηκε όμως ότι ο ίδιος αποδέχθηκε οποτεδήποτε αύξηση του δικαιώματος χρήσης και ότι πράγματι γνώριζε για τις διαβουλεύσεις μεταξύ ιδιοκτητών και Εναγόμενων. Πρόσθεσε ότι ουδέποτε ενημερώθηκε για το ύψος της αύξησης του ενοικίου της γης.
Αρνήθηκε κάθετα την υποβολή ότι έγινε προφορική συμφωνία μεταξύ των Εναγόντων και των Εναγόμενων με την οποία αυξανόταν το δικαίωμα χρήσης σε €800 το μήνα. Διευκρίνισε ότι ουδέποτε αρνήθηκε ότι έγινε συνάντηση και ότι του προτάθηκε η αύξηση, αλλά επέμεινε ότι ουδέποτε η συνάντηση τούτη κατέληξε σε συμφωνία.
Υπεβλήθη επίσης στον ΜΕ1 ότι την επιστολή Τεκμήριο 6 του την παρέδωσε ο ΜΥ2 με τον ΜΕ1 ν’ αναφέρει ότι ουδέποτε παρέλαβε οτιδήποτε από τον ΜΥ2 για το οποίο δεν υπέγραψε και να προσθέτει ότι η αντίδραση στην επιβολή αυξημένου «ενοικίου» ήταν συλλογική και η τελειωτική απάντηση από πλευράς Εναγόμενων ήρθε περί το έτος 2016.
Επεξήγησε δε ότι παραλαμβάνοντας κάθε μήνα κατάσταση με τα ποσά που χρεώνονταν οι Ενάγοντες έβλεπε το ποσό και συνέχιζε να διαβουλεύεται μέσω του συνδέσμου πρατηριούχων αλλά δεν απέστειλε οποιαδήποτε επιστολή. Παρά τις διαβουλεύσεις κάποιοι πρατηριούχοι αποδέχθηκαν αυξήσεις ενοικίων και υπέγραψαν νέες συμβάσεις. Ο ίδιος ο ΜΕ1 έλαβε μέρος σε πολλές συναντήσεις και μέχρι το 2016 γίνονταν προσπάθειες να βρεθεί λύση για να συνεχίσει η ομαλή λειτουργεία του πρατηρίου, ενώ ανέφερε ότι οι Εναγόμενοι δεν του άφησαν επιλογή επειδή προμηθευόταν καύσιμα από εκείνους και συνεπώς εάν η διαμαρτυρία του ήταν να σταματήσει ν’ αγοράζει καύσιμα τούτο αμέσως θα σήμαινε και τον τερματισμό της λειτουργίας του πρατηρίου.
Αντικείμενο αντεξέτασης αποτέλεσε και το θέμα του ΦΠΑ το οποίο κατ’ ουσία οι Ενάγοντες επωφελούνταν εν όψει των αυξημένων δικαιωμάτων χρήσης. Κατά τον ΜΕ1, ο ίδιος έλαβε συμβουλή όπως οι Ενάγοντες εξακολουθήσουν να διεκδικούν τον ΦΠΑ και σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, τότε η Ενάγουσα να προέβαινε σε επιστροφή.
ΜΕ2:- Κατά την κυρίως εξέτασή του, ο ΜΕ2 ανέφερε ότι πριν συνταξιοδοτηθεί ήταν πρατηριούχος συμβεβλημένος με τους Εναγόμενους και μέχρι και το 2021 διατέλεσε πρόεδρος επαρχιακού και παγκυπρίου συνδέσμου πρατηριούχων των Εναγόμενων. Οι σύνδεσμοι διαπραγματεύονταν με τους Εναγόμενους για προβλήματα των πρατηριούχων, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος των δικαιωμάτων χρήσης που κατέβαλλαν. Οι αυξήσεις και γενικά τα ύψη των δικαιωμάτων χρήσης - ή ενοικίων, όπως αναφερόταν σ’ αυτά ενίοτε ο μάρτυρας -, έφεραν την αντίδραση των πρατηριούχων οι οποίοι συναντήθηκαν πολλές φορές με τους Εναγόμενους για συζήτηση. Στις συναντήσεις παρευρισκόταν και ο ΜΕ1, τον οποίο ο ΜΕ2 χαρακτήρισε ως «εξτρεμιστή» και ο οποίος διαμαρτυρόταν και δεν αποδεχόταν την αύξηση. Αντίθετα ο ίδιος o ME2 αποδέχθηκε την αύξηση επειδή αν δεν ανανεωνόταν η σύμβασή του «θα έμενε στο δρόμο». Εξ όσων ο ΜΕ2 θυμόταν, οι συζητήσεις μεταξύ πρατηριούχων και Εναγόμενων για το ζήτημα τούτο έληξαν περίπου το 2015 με 2016.
Αντεξεταζόμενος, διευκρίνισε ότι τις διαπραγματεύσεις αρχικά τις έκανε ο παγκύπριος σύνδεσμος και μετά ανέλαβε ο επαρχιακός. Εξήγησε ότι παρά την αρνητική απάντηση που έλαβε ο παγκύπριος για το θέμα των «ενοικίων» (sic), ο επαρχιακός σύνδεσμος, ο οποίος είχε ξεχωριστές εξουσίες αλλά και του οποίου τα μέλη του είχαν έντονο το αίσθημα ότι τα δικαιώματα χρήσης τούτα ήταν δυσβάσταχτα, συνέχισε τις διαπραγματεύσεις. Αντιμέτωπος με το Τεκμήριο 14 το οποίο αποτελεί επιστολή του παγκυπρίου συνδέσμου και φέρει ημερομηνία 5.9.12, αλλά στην οποία δεν αναφέρεται τ’ όνομά του, ο ΜΕ2 απάντησε ότι σε κάποιο χρονικό σημείο υπήρχαν δύο «όμιλοι» ταυτόχρονα, λόγω διαφωνιών. Ο ίδιος δεν ήταν μέλος στην επιτροπή που αναφέρεται στο Τεκμήριο 14, αλλά μετέπειτα αποτέλεσε μέλος του ενωμένου πλέον συνδέσμου. Δεν είχε οτιδήποτε μαζί του γραπτώς αναφορικά με τις επίμαχες διαπραγματεύσεις του ζητήματος του «ενοικίου». Του υπεβλήθη επίσης η θέση ότι οι Εναγόμενοι απάντησαν στο σύνδεσμο πρατηριούχων αρνητικά αναφορικά με το θέμα αυτό περί το έτος 2013, και ο ΜΕ2 απάντησε ότι για τις ημερομηνίες δεν μπορεί να είναι βέβαιος, αλλά επέμεινε στη διαδικασία που περιέγραψε.
Τέθηκε επίσης στον ΜΕ2 ότι ο ΜΕ1 δεν έθεσε οποτεδήποτε σε συνεδρίαση το θέμα των ενοικίων, αλλά ούτε και αντιδρούσε, με τον ίδιο ν’ αναφέρει εμφατικά ότι ο ΜΕ1 διαφωνούσε.
Έπειτα αντεξετάστηκε για το ζήτημα του δικού του πρατηρίου και της αύξησης που του έγινε και δέχθηκε ότι οι Εναγόμενοι αποδέχθηκαν να προβούν και σε μείωση της αύξησης ο ίδιος αποτάθηκε σ’ αυτούς. Αντιμέτωπος με τη θέση ότι ενώ γίνονταν διαβουλεύσεις για ενιαίο ενοίκιο ο ίδιος αποδέχθηκε την αύξηση του δικού του, ο ΜΕ2 ανέφερε ότι κατά τις ανανεώσεις συμβολαίων οι Εναγόμενοι έλεγαν στους πρατηριούχους ότι είτε θ’ αποδέχονταν την αύξηση είτε δεν θα ανανεωνόταν το συμβόλαιο.
ΜΕ3:- Ο ΜΕ3 είναι εγκεκριμένος λογιστής και ελεγκτής και παρέχει τις επαγγελματικές του υπηρεσίες στους Ενάγοντες. Κατά την κυρίως εξέτασή του ανέφερε ότι γνωρίζει τον ΜΕ1 από το 1990. Στα τιμολόγια που λαμβάνει από τον ΜΕ1 περιλαμβάνονται και τα ποσά που αφορούν τα δικαιώματα χρήσης. Ενώ ο ΜΕ1 του ανέφερε ότι δεν αποδέχεται τις αποκοπές, ο ΜΕ3, ως λογιστής, τον συμβούλευσε ότι τα ποσά έπρεπε να καταχωρούνται στα λογιστικά βιβλία ως έχουν, βάσει καλής λογιστικής πρακτικής και όπως εάν στο τέλος υπήρχε διαφορετική κατάληξη στο θέμα, θα μπορούσαν να επιστρέψουν τα ποσά που επωφελήθηκαν οι Ενάγοντες από το συνυπολογισμό τους.
Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΕ3 επιβεβαίωσε ότι τα ποσά στα τιμολόγια που αφορούσαν δικαιώματα χρήσης ήταν ξεχωριστά και ότι οι Ενάγοντες επωφελούνταν του ΦΠΑ στην αφαίρεσή τους. Κατά τον ΜΕ3 ο ίδιος δεν μπορούσε να χειριστεί το θέμα διαφορετικά και ν’ αγνοήσει το ποσό που αποκοπτόταν. Στις οικονομικές καταστάσεις δεν είχε οποιαδήποτε σημείωση ότι το ποσό αμφισβητούνταν, αλλά, ως εξήγησε, αποτελεί λογιστική αρχή ότι οι ζημιές είναι που προβλέπονται και όχι τα κέρδη. Για το συγκεκριμένο δε θέμα, η αποκοπή είχε ήδη γίνει από τους Εναγόμενους οπότε δεν τίθετο ζήτημα πληρωμής ή μη του τιμολογίου. Επανέλαβε ότι σε περίπτωση επιτυχίας της Αγωγής ο ίδιος θα κάνει ότι πρέπει να γίνει για ν’ αποδοθεί ορθά ο ΦΠΑ.
Για τους Εναγόμενους κατέθεσαν δύο μάρτυρες, οι Ευστάθιος Γαλάζης («ΜΥ1») και ο Μάριος Παστελλίδης («ΜΥ2»).
ΜΥ1:- Ο ΜΥ1 κατέθεσε γραπτή δήλωση στην οποία αναφέρει ότι είναι διευθυντής δικτύου πρατηρίων των Εναγόμενων. Υποστήριξε ότι η συνεργασία των Εναγόμενων με τους Ενάγοντες γίνεται και στη βάση προφορικών συμφωνιών οι οποίες τροποποιούνταν αναλόγως των αναγκών. Έδωσε παραδείγματα προφορικών συμφωνιών που έγιναν μεταξύ των διαδίκων καταθέτοντας και σχετικά Τεκμήρια 10 και 11. Ενέταξε σ’ αυτές και την προφορική συμφωνία αύξησης του δικαιώματος χρήσης.
Επεξήγησε τις συνθήκες υπό τις οποίες ανανεώθηκε το συμβόλαιο ενοικίασης της γης επί της οποίας είχε ανεγερθεί το επίδικο πρατήριο, αναφέρθηκε ότι είχε γίνει μεγάλη αύξηση και ότι ήταν από την πρώτη στιγμή ενήμερος για τις συνομιλίες ο ΜΕ1, ο οποίος μάλιστα απεύθυνε και επιστολή προς τους ιδιοκτήτες της γης, αντίγραφο της οποίας κατέθεσε ως Τεκμήριο 12.
Μετά τη συμφωνία γι’ αύξηση του ενοικίου της γης, ο ΜΥ1 ενημέρωσε τον ΜΕ1 και του εξέφρασε την πρόθεση των Εναγόμενων να επιβάλουν αύξηση δικαιώματος χρήσεις σε €1000 μηνιαίως. Επειδή ο ΜΕ1 δεν το αποδέχθηκε έγινε συνάντηση με διευθυντή των Εναγόμενων και στη συνάντηση εκείνη συμφωνήθηκε η αύξηση σε €800 πλέον ΦΠΑ με αύξηση 8% ανά διετία. Ο διευθυντής των Εναγόμενων κάλεσε τον ΜΥ1 στο γραφείο του και του ανακοίνωσε τη συμφωνία παρουσία του ΜΕ1 κι έπειτα για εσωτερικούς σκοπούς ο ΜΥ1 την κατέγραψε σ’ επιστολή η οποία και παραδόθηκε στον ΜΕ1 από τον ΜΥ2.
Ο ΜΥ1 ισχυρίστηκε επίσης ότι ουδεμία αντίδραση υπήρξε από τους Ενάγοντες για την αύξηση. Μόνο με την οικονομική κρίση, γύρω στο 2013, ο σύνδεσμος πρατηριούχων έθεσε ζήτημα ενιαίου ενοικίου, με την εισήγηση να απορρίπτεται ευθύς αμέσως από τους Εναγόμενους λόγω ανομοιομορφίας της λειτουργίας των πρατηρίων. Κατέθεσε σχετικά την επιστολή του συνδέσμου Τεκμήριο 13. Κατά τον ΜΥ1, ο ΜΕ1 ουδέποτε ήταν παρόν σε οποιαδήποτε συνάντηση για συζήτηση του θέματος τούτου. Οι Ενάγοντες δεν έκαναν χρήση ούτε της επιλογής που δόθηκε σε εν έκαστο πρατηριούχο να θίξει το ζήτημα. Και τούτο παρά τις συχνές επισκέψεις τόσο του ΜΥ2 όσο και του ίδιου στο πρατήριο των Εναγόντων. Κατά το επόμενο χρονικό διάστημα όχι μόνο ο ΜΕ1 δεν διαμαρτυρόταν αλλά τουναντίον συναντήθηκε με τη διεύθυνση των Εναγόμενων προκειμένου να του γίνουν διάφορες διευκολύνσεις. Ούτε διαβουλεύσεις έγιναν για μείωση του ενοικίου πριν το 2016 και ουδέν υπεγράφη μεταξύ συνδέσμου πρατηριούχων και Εναγόμενων.
Αντεξεταζόμενος σχετικά με το κατά πόσο οι προφορικές συμφωνίες που επικαλέστηκε προβλέπονταν στην πραγματικότητα από τη γραπτή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων Τεκμήριο 1, ο ΜΥ1 διευκρίνισε ότι ένα μικρό μέρος της πίστωσης αφορούσε εξυπηρέτηση εμπορικών πελατών και ότι το υπόλοιπο αποτελούσε βοήθεια από τους Εναγόμενους προς τους Ενάγοντες. Δεν ήταν σε θέση να υποδείξει οπουδήποτε στις συμφωνίες Τεκμήρια 1 και 2 τη συσχέτιση του δικαιώματος χρήσης με το ενοίκιο για τη γη, αλλά εξήγησε ότι ο πρατηριούχος δεν συνεισφέρει, εκτός του δικαιώματος χρήσης, στα λειτουργικά έξοδα του πρατηρίου. Επέμεινε ότι ο ίδιος προσωπικά ανέφερε στον ΜΕ1 τα περί της αύξησης του ενοικίου της γης και ότι δεν θα μπορούσε ν’ ανανεωθεί η σύμβαση σε περίπτωση που δεν θα συνεισέφεραν και οι Ενάγοντες.
Έπειτα ανέφερε ότι το, πλέον αυξημένο, δικαίωμα χρήσης αφορούσε το πρατήριο συνολικά, αν και η «διαφοροποίηση» - ως η λέξη που επέλεξε να χρησιμοποιεί ο ΜΥ1 - είχε γίνει σχετικά με τη συμφωνία Τεκμήριο 2.
Ως προς την αναλογία της αύξησης του ενοικίου της γης με την αύξηση του δικαιώματος χρήσης, ο ΜΥ1 ανέφερε ότι το ποσό του δικαιώματος χρήσης δεν κάλυπτε οποιαδήποτε έξοδα και τυπικά αναγράφηκε στη συμφωνία. Αποδέχθηκε επίσης ότι για την αύξηση του δικαιώματος χρήσης, οι Ενάγοντες δεν έλαβαν οποιοδήποτε αντάλλαγμα.
Ως προς την επιστολή Τεκμήριο 6, ο ΜΥ1 επεξήγησε ότι τη συνέταξε καταγράφοντας την προφορική συμφωνία και την κοινοποίησε στους Ενάγοντες. Λόγω του ότι οι Εναγόμενοι θεωρούσαν ότι υπήρχε εμπιστοσύνη δεν αναζήτησαν την υπογραφή των Εναγόντων. Η εν λόγω επιστολή, έκρινε ο ΜΥ1, έπρεπε, εν όψει του περιεχομένου της, να παραδοθεί σε κλειστό φάκελο και δια χειρός παρά το γεγονός ότι τα μέρη αντάλλασσαν συχνά επικοινωνία ταχυδρομικώς. Δεν αναζήτησε ούτε να βεβαιωθεί ενυπόγραφα ότι οι Ενάγοντες παρέλαβαν την επιστολή επειδή οι Εναγόμενοι θεωρούσαν ότι δεν θα ξεχνιόταν μια συμφωνία που είχε γίνει.
Ο ΜΥ1 επέμεινε στη θέση ότι οι διαπραγματεύσεις με το σύνδεσμο πρατηριούχων σχετικά με το ζήτημα των ενοικίων έληξαν περί το έτος 2013 και ότι ουδέποτε ο ΜΕ1 διαμαρτυρήθηκε για την αποκοπή των ποσών που αντιστοιχούσαν στο δικαίωμα χρήσης.
Επανεξεταζόμενος υπέδειξε σημεία στις καταστάσεις λογαριασμού που κατέθεσε ο ΜΕ1, στα οποία κατά την άποψή του φαίνονταν οι συμφωνίες πίστωσης μεταξύ των διαδίκων.
ΜΥ2:- Ο ΜΥ2 επίσης κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της μαρτυρίας του. Από το 1999 εργοδοτείται στους Εναγόμενους και είναι επιθεωρητής πρατηρίων. Υποστήριξε ότι η επιστολή Τεκμήριο 6 του δόθηκε από τον ΜΥ1 για να την παραδώσει στον ΜΕ1, όπως κι έπραξε. Παραλαμβάνοντας την επιστολή ο ΜΕ1 δεν διαμαρτυρήθηκε. Ούτε κατά τις μετέπειτα επισκέψεις του ΜΥ2 στο πρατήριο των Εναγόντων του ανέφερε οτιδήποτε. Ούτε κατά τη συνάντηση του ΜΕ1 με διευθυντή των Εναγόμενων τον Νοέμβριο του 2014, ούτε και τον επόμενο χρόνο σε άλλη συνάντηση για την εξασφάλιση άλλης πίστωσης, ο ΜΕ1 εξέφρασε οποιοδήποτε παράπονο.
Πρόσθεσε ότι, οι Ενάγοντες είχαν μεγάλο όφελος από τη συνέχιση της ενοικίασης καθότι εξασφαλιζόταν ότι δεν θα εγκατέλειπαν το ακίνητο. Ο ίδιος ουδέποτε έλαβε μέρος σε οποιαδήποτε συνάντηση με το σύνδεσμο παρουσία του ΜΕ1. Πρόσθεσε ότι κατά τη διάρκεια της ακρόασης ο ΜΕ1 τον προσέγγισε για να του προτείνει την εκ μέρους των Εναγόμενων εξαγορά του «αέρα» (sic) του πρατηρίου.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι δεν θυμόταν να παρέδωσε οποτεδήποτε άλλοτε οποιαδήποτε άλλη επιστολή στον ΜΕ1. Ακολούθησε τις οδηγίες του ΜΥ1 και δεν ζήτησε από τον ΜΕ1 να προσυπογράψει την παραλαβή της. Ως προς τη θέση ότι η ανανέωση της συμφωνίας ενοικίου ήταν προς όφελος και των Εναγόντων, ο ΜΥ2, δεν γνώριζε εάν οι Εναγόμενοι έκαναν δεκαπενταετές συμβόλαιο στους Ενάγοντες τ’ οποίο ν’ αντανακλά και την ανανέωση του ενοικιαστηρίου για τη γη.
Κατά την επανεξέταση του ο ΜΥ2 διευκρίνισε ότι εάν δεν ανανεωνόταν το ενοικιαστήριο της γης δεν θα υπήρχε στο συγκεκριμένο σημείο πρατήριο.
Αγορεύσεις
Με το πέρας του σταδίου προσκόμισης μαρτυρίας οι συνήγοροι των διαδίκων παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο.
Συνοψίζοντας τα κύρια σημεία των εκατέρωθεν τοποθετήσεων, παρατηρώ ότι η ευπαίδευτη συνήγορος των Εναγόμενων αναφέρεται στην, κατ’ εκείνη, αδήριτη ανάγκη γι’ ανανέωση του ενοικιαστηρίου της γης και στην επίδραση τυχόν μη ανανέωσης στην συνεργασία των μερών. Αναδεικνύει την, κατά την άποψή της, ανειλικρίνεια του ΜΕ1 αναφορικά με το ζήτημα της γνώσης του ιδίου για τους όρους ανανέωσης της ενοικίασης της γης, υπό το φως το Τεκμηρίου 12.
Η συνήγορος επίσης υποστήριξε ότι προφορικές συμφωνίες μεταξύ των διαδίκων γίνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους και οι θέσεις του ΜΕ1 επί του θέματος ήταν επίσης ψευδείς. Έπειτα η συνήγορος καταπιάνεται με τη συμπεριφορά των Εναγόντων με την οποία, ως το επιχείρημά της, καταδεικνύεται ότι αποδέχθηκαν τις αυξήσεις και αποκοπές αδιαμαρτύρητα και έχοντας επωφεληθεί του συμψηφισμού του ΦΠΑ.
Πρόσθετα, η συνήγορος, με αναφορά σε πρωτόδικη απόφαση, καταδεικνύει ότι υπάρχουν εξαιρέσεις στον κανόνα μη αποδοχής εξωγενούς μαρτυρίας στην περίπτωση γραπτής σύμβασης και ότι εν προκειμένω η μαρτυρία που δόθηκε ήταν για να καταδειχθεί ότι συνάφθηκε προφορική συμφωνία επί του ζητήματος. Από τη νέα τούτη συμφωνία, συνεχίζει η συνήγορος, το όφελος των Εναγόντων και το αντάλλαγμα ήταν η ανανέωση της ενοικίασης της γης αυτή καθ’ αυτή.
Τέλος είναι η θέση της συνηγόρου ότι οι Ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι οι χρεώσεις ήταν παράνομες, δεν εξήγησαν την αδράνειά τους για τόσα χρόνια και δεν απέδειξαν το ύψος του αξιούμενου ποσού.
Από την πλευρά του ο συνήγορος των Εναγόντων προκρίνει ότι η μαρτυρία του ΜΥ1 αναφορικά με τροποποίηση της συμφωνίας που αφορούσε το δικαίωμα χρήσης είναι απαράδεκτη καθότι αυτή συγκρούεται με τον κανόνα αποκλεισμού εξωγενούς μαρτυρίας. Κατά τη θέση του συνηγόρου το εγχείρημα των Εναγόμενων να προβάλουν το ζήτημα ως μια νέα συμφωνία, προσκρούει τόσο στο δικόγραφό τους όσο και στις αναφορές των μαρτύρων. Η δε θέση περί σύναψης νέας συμφωνίας ουδέποτε τέθηκε στους μάρτυρες των Εναγόντων.
Πέραν τούτου, πάντα κατά το συνήγορο, η επικαλούμενη τούτη νέα συμφωνία μεταξύ των διαδίκων δεν υποστηρίζεται από αντιπαροχή, ισχυρισμός που βρίσκει έρεισμα, εισηγείται ο συνήγορος, και στη μαρτυρία. Ενισχύει τη θέση του με αναφορά στην ίδια την επιχειρηματολογία των Εναγόμενων η οποία είναι, κατά τον ίδιο, αντιφατική μια και ως διαμορφώθηκε από τη μία το αντάλλαγμα για τη νέα συμφωνία ήταν, κατά τους Εναγόμενους, η επέκταση της παλιάς συμφωνίας, η οποία όμως δεν ανανεώθηκε με οποιοδήποτε τρόπο για να την αντανακλά.
Ως συμφωνία χωρίς αντιπαροχή, ή εν πάση περιπτώσει, ως συμφωνία που αποφέρει όφελος μόνο στο ένα μέρος, η επίδικη δεν είναι εκτελεστή. Το πρόβλημα της απουσίας αντιπαροχής ενυπάρχει έστω και αν η αύξηση του δικαιώματος χρήσης ιδωθεί ως τροποποίηση της υφιστάμενης συμφωνίας.
Έπειτα ο συνήγορος εντοπίζει ανακολουθία και αντίφαση στις αναφορές του ΜΥ1 περί παράλληλων προφορικών συμφωνιών, οι οποίες, κατά τους Ενάγοντες αφορούν τη συμφωνία Τεκμήριο 1 και όχι τη συμφωνία που προνοούσε για το δικαίωμα χρήσης.
Η δε αυτόματη αποκοπή και συμψηφισμός των επίδικων ποσών χωρίς οποιαδήποτε ενέργεια από πλευράς Εναγόντων σημαίνει ότι οι ίδιοι δεν αποδέχθηκαν δια της συμπεριφοράς ή ενεργειών τους αυτές. Αντίθετα ο συνήγορος, επικαλούμενος τη μαρτυρία κυρίως του ΜΕ2, προκρίνει ότι αυτή σε συνδυασμό με την επιστολή Τεκμήριο 13, δικαιώνει τη θέση των Εναγόντων περί συνεχούς διαμαρτυρίας, μέσω του του συνδέσμου πρατηριούχων.
Ο συνήγορος εισηγείται καταληκτικά ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται στα ποσά που αποτελούν τις, κατά τους ίδιους, παράνομες χρεώσεις που έγιναν υπό το μορφή συμψηφισμού των πωλήσεων καυσίμων.
Για σκοπούς πληρότητας, σημειώνω ότι, παρά την αρχική απαίτηση των Εναγόντων η οποία ήταν εντός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, στη μαρτυρία του ΜΕ1 έγινε αναφορά σε ποσά τα οποία υπερέβαιναν την καθ’ ύλη αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τους σχετικούς υπολογισμούς και καταστάσεις που προσκομίστηκαν. Επειδή δεν έγινε αύξηση κλίμακας από πλευράς Εναγόντων, αλλά κι επειδή το ζήτημα δεν αναδείχθηκε από οποιοδήποτε εκ των μερών κατά το στάδιο εκείνο – ούτε και από το Δικαστήριο –, το Δικαστήριο, εντοπίζοντάς το, επανάνοιξε την υπόθεση και έθεσε το ζήτημα στους δικηγόρους. Σε σχετικό πρακτικό, ο δικηγόρος των Εναγόντων περιόρισε την απαίτηση των πελατών του στο ποσό που ανέφερα προηγουμένως.
Αξιολόγηση μαρτυρίας
Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, έργο στο οποίο προβαίνω έχοντας κατά νου τις σχετικές αρχές της Νομολογίας, οι οποίες θεωρώ συγκεφαλαιώνονται με χαρακτηριστική σαφήνεια στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην El Sayed v. 1. Του Πλοίου Μ/V Mary John σημαίας Κύπρου κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 661, όπου Δικαστής Αρτεμίδης ανέφερε τα εξής:
«Η ανάλυση των στοιχείων, που οδηγούν στην αξιολόγηση της φιλαλήθειας ενός μάρτυρα, έχει, κατά τη γνώμη μου, δυο επάλληλα επίπεδα. Το πρώτο αφορά στο περιεχόμενο της ίδιας της μαρτυρίας. Τα αναφερόμενα δηλαδή σ΄ αυτήν υποβάλλονται στη βάσανο της εύλογα αναμενόμενης ανθρώπινης λειτουργίας, και βεβαίως συγκρίνονται και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό στην υπόθεση. Το άλλο ανάγεται στην έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει από το σύνολο της προσωπικότητας αυτού που εξιστορεί κάτι, αν λέγει την αλήθεια».
Υπενθυμίζεται και το καθήκον του Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση να συσχετίζει, αντιπαραβάλλει και διερευνά τη μαρτυρία με την «αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων» χωρίς μικροσκοπική κρίση η απομόνωση των λεγόμενων των μαρτύρων από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας[1]».
Αξιολόγηση ΜΕ1:- Παρακολούθησα με προσοχή τη μαρτυρία του ΜΕ1 έχοντας κατά νου το προφανές όφελος που οι Ενάγοντες θα έχουν σε περίπτωση επιτυχίας της Αγωγής. Πρέπει να πω ότι ο ΜΕ1 άφησε γενικά πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Απαντούσε με ευθύτητα και χωρίς περιστροφές σε οτιδήποτε κι αν ερωτήθηκε. Εκτός όμως από τα εξωτερικά γνωρίσματά της, η μαρτυρία του κινήθηκε απολύτως πιστά στις δικογραφημένες θέσεις των Εναγόντων και οι ισχυρισμοί που πρόβαλε συνήδαν, σε πολύ σημαντικό βαθμό, και με τα κατατεθειμένα Τεκμήρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετά μεγάλο μέρος των απλών γεγονότων στα οποία ο ΜΕ1 αναφέρθηκε δεν αμφισβητήθηκαν. Πιο συγκεκριμένα τόσο η σύναψη όσο και το περιεχόμενο των συμφωνιών Τεκμηρίων 1 και 2 ήταν κοινώς αποδεκτά. Ούτε το ότι οι τότε δικηγόροι των Εναγόντων απέστειλαν στους Εναγόμενους το Τεκμήριο 3 αμφισβητήθηκε ούτε και ότι έπειτα ανταλλάχθηκε η αλληλογραφία Τεκμήρια 4, 5 και 7. Επίσης, ο ΜΕ1 δεν αντεξετάστηκε αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο οι Εναγόμενοι απέκοπταν το, πλέον αυξημένο, δικαίωμα χρήσης που προνοείτο στη συμφωνία Τεκμήριο 2, ότι δηλαδή συμψήφιζαν αυτό με τα ποσά τα οποία οι Ενάγοντες πλήρωναν για την προμήθεια καυσίμων, μαρτυρία που εν πάση περιπτώσει επιβεβαιώθηκε και από τον ίδιο το ΜΥ1. Ως προς το θέμα των ποσών τα οποία συμψηφίζονταν κατά τον τρόπο που περιέγραψε ο ΜΕ1, η αντεξέτασή του περιορίστηκε σε ερώτηση εάν στους υπολογισμούς προέβη ο ίδιος, με το μάρτυρα ν’ απαντά ότι προέβη σ’ αυτούς με τη βοήθεια του λογιστή του. Του υπεβλήθη επίσης – αλλά και τούτο γενικώς - ότι η κατάσταση είναι λανθασμένη, χωρίς όμως να προωθείται οτιδήποτε συγκεκριμένο, ούτε ως προς συγκεκριμένες εγγραφές ή υπολογισμούς ούτε υπό τη μορφή οποιασδήποτε συγκεκριμένης αντίκρουσης της εν γένει ορθότητας. Σε κάθε περίπτωση, η θέση του μάρτυρα ότι τα ποσά που επεσήμανε και ανέδειξε ως εκείνα τα οποία κατά καιρούς και αναλόγως της αύξησης του ΦΠΑ αποκόπτονταν από τους Εναγόμενους, παρέμεινε αναντίλεκτη και, κατ’ ουσία, αναμφισβήτητη. Πέραν τούτου, η συγκεκριμένη μαρτυρία συνάδει και με τις συγκεκριμένες εγγραφές στα Τεκμήρια 8Α έως 8Ε που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, στα οποία παρέπεμψε επανειλημμένως με τη μαρτυρία του και ο ΜΥ1. Άλλωστε η θέση των Εναγόμενων στην υπόθεση - εν τέλει - δεν ήταν ότι τα συγκεκριμένα ποσά δεν αποκόπτονταν, αλλά ότι η αποκοπή τούτη ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας και άρα ότι οι Ενάγοντες αδίκως παραπονούνται γι’ αυτήν.
Ως προς το θέμα της διεκδίκησης ανάλογου ΦΠΑ στη βάση των πραγματικών πληρωμών και αποκοπών που γίνονταν μεταξύ των διαδίκων και ανεξάρτητα από το νομική αντιμετώπιση του θέματος, ο ΜΕ1 δεν δίστασε ν’ απαντήσει ότι πράγματι, κατόπιν συμβουλής από τον ΜΕ3, οι Ενάγοντες επωφελήθηκαν από το αντίστοιχο ποσό του ΦΠΑ. Ήταν ενδεικτικό θεωρώ της ποιότητας της μαρτυρίας και το ότι ο ΜΕ1 δεν δίστασε, όπου συμφωνούσε ως προς τα γεγονότα που του υπέβαλλε η συνήγορος των Εναγόμενων, να το δηλώνει. Όπως για παράδειγμα ότι οι Εναγόμενοι απέρριψαν εν καιρώ το κοινό αίτημα των πρατηριούχων για την καταβολή ενιαίου «ενοικίου», όπως το ονόμαζαν. Η μαρτυρία του ΜΕ1 επί του θέματος ήταν ότι ο ίδιος διαμαρτυρήθηκε τόσο προσωπικά όσο και μέσω του συνδέσμου πρατηριούχων για το θέμα. Ως προς τη διαμαρτυρία του συνδέσμου τουλάχιστον η θέση τούτη αφενός είχε τεθεί και δικογραφικά με την Απάντηση στην Υπεράσπιση, και επιβεβαιώθηκε τόσο από τη μαρτυρία του ΜΕ2, και – σημαντικότερα - από τη μαρτυρία του ΜΥ1, αλλά και από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 13, στο οποίο το ζήτημα του «ενοικίου» (sic) αναδεικνύεται από το σύνδεσμό περί το μέσο του έτους 2013. Ομοίως ο ΜΕ1 δεν δίστασε να συμφωνήσει και σχετικά με το γεγονός ότι κατά καιρούς οι Εναγόμενοι παρείχαν στους Ενάγοντες πιστώσεις ως εμφαίνονται στα Τεκμήρια 8Α έως 8Ε.
Παρά τη συμφωνία του ΜΕ1 ότι έγινε συνάντηση στα γραφεία των Εναγόμενων στη Λάρνακα, σημείο διαφωνίας ήταν η κατάληξη της εν λόγω συνάντησης με την πλευρά των Εναγόμενων να εμμένει ότι εκείνη κατέληξε σε συμφωνία ως προς το ενοίκιο. Και σε αυτό το σημείο η μαρτυρία του ΜΕ1 παρέμεινε σταθερή κατά την αντεξέτασή του με τον ίδιο να προβάλλει ότι ουδέποτε συμφώνησε στην αύξηση και ότι ουδέποτε έλαβε την επιστολή Τεκμήριο 6.
Όπως προανέφερα, η αντεξέταση του ΜΕ1 κινήθηκε στην υποβολή θέσεων ως αυτές αποτελούνταν από την κατηγορηματική θεώρηση της πλευράς των Εναγόμενων περί σύναψης προφορικής συμφωνίας για την αύξηση. Βέβαια ο ισχυρισμός περί προφορικής συμφωνίας προβλήθηκε από τους Εναγόμενους και το ζήτημα πρόκειται να εξεταστεί με περισσότερη λεπτομέρεια πιο κάτω. Για οτιδήποτε αφορά όμως την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ1, αρκεί να διαπιστώσω ότι και σε αυτή την περίπτωση ο ΜΕ1 παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του, προσφέροντας εξηγήσεις αναφορικά με την παροχή πιστώσεων και το θέμα της επιβολής ΦΠΑ στο δικαίωμα χρήσης.
Λογική εν τέλει φάνηκε να είναι και η θέση του ΜΕ1 ως προς το ζήτημα του κατά πόσο διαμαρτυρήθηκε αναφορικά με την αύξηση στο δικαίωμα χρήσης. Συνοπτικά, ο ΜΕ1 υποστήριξε ότι διαμαρτυρήθηκε και μέσω του συνδέσμου και σε προσωπικό επίπεδο. Τούτα υποστηρίχθηκαν αφενός από το μαρτυρία του ΜΕ2, αλλά κυριότερα και ως φάνηκε, το ζήτημα δεν αφορούσε μόνον τον ΜΕ1 και τους Ενάγοντες αλλά κι άλλους πρατηριούχους. Τούτο καταμαρτυρεί και η έγνοια του συνδέσμου τους που οδήγησε στη συγκεκριμένη αναφορά τους στο προαναφερθέν μέρος του Τεκμηρίου 13. Η διαμαρτυρία τούτη, σ’ επίπεδο οργανωμένου συνόλου, φαίνεται να παρέμενε και ν’ αποτελούσε ακόμα ζήτημα τουλάχιστον μέχρι και τον Ιούνιο του 2013, χωρίς να έχει παρατεθεί μαρτυρία ως προς το πότε πράγματι το ζήτημα, σ’ επίπεδο πάντα συνδέσμου, έπαψε να προβάλλεται. Το ότι όμως το ζήτημα όσον αφορά τον παγκύπριο σύνδεσμο πρατηριούχων έλαβε αρνητική απάντηση από τους Εναγόμενους περί το χρονικό διάστημα εκείνο, ήταν θέση που υποστήριξε και ο ίδιος ο ΜΕ2 αλλά και ο ΜΥ1. Το ότι οι Ενάγοντες δεν απέστειλαν επιστολή πριν από το έτος 2016, εν όψει των πιο πάνω, δεν μπορεί, θεωρώ, ν’ αναιρέσει αφ’ εαυτού και τη θέση του ΜΕ1 ότι οι Ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν, ούτε καθιστά τη στάση που επέδειξαν, εντός του πλαισίου, εκτός λογικής. Υπενθυμίζω ότι το όλο ζήτημα της μη διαμαρτυρίας προβλήθηκε από τους ίδιους Εναγόμενους προκειμένου, και πάλι, να υποστηρίξουν ότι ήταν ενδεικτικό του ότι ο ΜΕ1 - δηλαδή οι Ενάγοντες - συμφώνησε στην αύξηση του δικαιώματος χρήσης.
Τέλος, αποτέλεσε ζήτημα και η εμπλοκή του ίδιου του ΜΕ1 στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Εναγόμενων και ιδιοκτητών της γης. Μάλιστα με τη μαρτυρία του ο ΜΥ1 κατέθεσε και το Τεκμήριο 12 τ’ οποίο, κατά τον ίδιο, απέστειλε ο ΜΕ1 προς τους ιδιοκτήτες περί τον Φεβρουάριο του 2010. Παρά την επιμονή των Εναγόμενων περί της εμπλοκής και γνώσης του ΜΕ1 στα των διαπραγματεύσεων, το Τεκμήριο 12, το οποίο φαίνεται ν’ αποτελεί ανυπόγραφη επιστολή, ουδέποτε υπεδείχθη στον ΜΕ1 κατά την αντεξέτασή του είτε για να το σχολιάσει είτε για ν’ αντιπαρατεθεί με τη μαρτυρία του. Σε κάθε όμως περίπτωση η θέση του ΜΕ1 αναφορικά με το πότε περιήλθε στη γνώση του ότι το ενοίκιο των Εναγόμενων για τη γη αυξήθηκε, ήταν και αυτή ξεκάθαρη.
Εν όψει των πιο πάνω, δεν έχω ενδοιασμό να δεχθώ τη μαρτυρία του ΜΕ1 ως αξιόπιστη και ως ασφαλές έδαφος για να εξάγω συμπεράσματα.
Αξιολόγηση ΜΕ2:- Ο ΜΕ2 απαντούσε πρόθυμα και ευθέως στις ερωτήσεις που του υπεβλήθησαν, αλλά και με φυσικότητα, η οποία ήταν εμφανής τόσο από τον τρόπο όσο και από το περιεχόμενο των απαντήσεών του. Ως ήταν ίσως αναμενόμενο, το πέρασμα του χρόνου από το γεγονότα που ο ΜΕ2 εξιστόρησε στο Δικαστήριο δεν βοηθούσαν τον επακριβή χρονικό προσδιορισμό τους και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί στο σύνολο της μαρτυρίας του για να προβεί σ’ ευρήματα. Συγκεκριμένα, σχετικά με την εμπλοκή του ΜΕ2 στις εκάστοτε συνθέσεις των επιτροπών του παγκυπρίου και του επαρχιακού συνδέσμου πρατηριούχων, η μαρτυρία του ΜΕ2 ήταν ασαφής και η χρονική τοποθέτηση ανακόλουθη και εν τέλει ο ΜΕ2 φάνηκε αβέβαιος αναφορικά με το πότε υπηρέτησε ως πρόεδρος ή μέλος επιτροπής του συνδέσμου. Δεν μπορώ συναφώς να δεχτώ το συγκεκριμένο μέρος της μαρτυρίας του ως ασφαλές έδαφος για εξαγωγή συμπερασμάτων.
Παρά ταύτα και ως προανέφερα, η θέση του ΜΕ2 ως προς τη γενική διαμαρτυρία του παγκυπρίου συνδέσμου των πρατηριούχων, τουλάχιστον μέχρι το έτος 2013, υποστηρίχθηκε από το σύνολο της μαρτυρίας, και ειδικά από τη μαρτυρία του ΜΥ1 και από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 13. Μάλιστα το ζήτημα τέθηκε και κατά την αντεξέτασή του, με τον ΜΕ2 να παραμένει σταθερός στη θέση αναφορικά με το πότε περίπου οι Εναγόμενοι απάντησαν στον παγκύπριο σύνδεσμο για το θέμα τούτο.
Επίσης, η θέση του αναφορικά με τη διαμαρτυρία του ίδιου του ΜΕ1 προς τους Εναγόμενους, τέθηκε όσο γλαφυρά όσο κι εκείνη του ΜΕ1. Ο ΜΕ1 αφενός ανέφερε ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε που να μη γνώριζε για τη διαμαρτυρία του και ο ΜΕ2 χαρακτήρισε τον ΜΕ1 ως «εξτρεμιστή» ο οποίος ουδέποτε αποδέχθηκε το «ενοίκιο».
Λόγω των πιο πάνω και αποτιμώντας το σύνολο της μαρτυρίας ενώπιον μου, αποδέχομαι το μέρος της μαρτυρίας του ΜΕ2 που αφορά το ζήτημα της διαμαρτυρίας του παγκυπρίου συνδέσμου και του ίδιου του ΜΕ1 αναφορικά με το θέμα των αυξήσεων δικαιωμάτων χρήσης.
Αξιολόγηση ΜΕ3:- Η σύντομη μαρτυρία του ΜΕ3 άφησε πολύ καλή εντύπωση στο Δικαστήριο. Τα προσόντα του ΜΕ3 ως εγκεκριμένου λογιστή και ελεγκτή δεν αμφισβητήθηκαν. Κατά τη μαρτυρία του, ο ΜΕ3 απαντούσε πρόθυμα, ευθέως και επεξηγηματικά. Πρόθυμα αποδέχθηκε ότι κατ’ ουσία οι Ενάγοντες επωφελούνταν στο θέμα του ΦΠΑ από την αποκοπή μεγαλύτερου δικαιώματος χρήσης από τους Εναγόμενους. Παράλληλα έδωσε, κρίνω, πλήρεις και λογικές εξηγήσεις αναφορικά με τον τρόπο κατά τον οποίο ο ίδιος προέβη στη λογιστική μεταχείριση των αποκοπών στις οποίες προέβαιναν οι Εναγόμενοι – δηλαδή ότι - εν όψει του ότι υπήρχε τιμολόγιο, αποκοπή και πληρωμή από πλευράς Εναγόμενων, χωρίς να είναι δυνατή η παρέμβαση των Εναγόντων -, δεν υπήρχε ουσιαστικά περιθώριο για διαφορετική προσέγγιση στον τρόπο που γίνονταν οι εν λόγω εγγραφές. Λογική εν τέλει κρίνω και τη θέση ότι τυχόν άλλη μεταχείριση δεν θ’ αντανακλούσε την ορθή οικονομική θέση. Η θέση δε ότι, σύμφωνα με λογιστικές αρχές, δεν γίνονται προβλέψεις για μελλοντικά κέρδη αλλά μόνον για ζημιές, ειδικότερα εν όψει του ότι στην προκείμενη περίπτωση το «κέρδος» θα προερχόταν από δικαστική απόφαση, παρέμεινε αναντίλεκτη.
Για τους πιο πάνω λόγους, δεν έχω οποιοδήποτε ενδοιασμό να δεχθώ τη μαρτυρία του ΜΕ3 ως αξιόπιστη και να βασιστώ σ’ αυτή για την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Αξιολόγηση ΜΥ1:- Αποτέλεσε ζήτημα ενδιάμεσης απόφασης (ruling) του Δικαστηρίου το κατά πόσο μέρος της μαρτυρίας του ΜΥ1 ήταν αποδεχτό επειδή στην προσπάθεια κατάθεσής του προβλήθηκε ένσταση ότι εκείνο αποτελούσε εξωγενή μαρτυρία η οποία αντικρούει, τροποποιεί, αφαιρεί ή προσθέτει σε όρους γραπτής συμφωνίας. Με την εν λόγω ενδιάμεση απόφασή του το Δικαστήριο, εν όψει και της εκ διαμέτρου αντίθετης ερμηνείας ως προς το σκοπό για τον οποίο η εν λόγω μαρτυρία κατατίθετο όπως την απέδωσαν οι συνήγοροι κατά τις αντίστοιχες αγορεύσεις τους, επέτρεψε την εισαγωγή της επίμαχης μαρτυρίας με την επιφύλαξη να επανέλθει επί του ζητήματος με την παρούσα απόφαση και αφού ολόκληρη η μαρτυρία στην υπόθεση είχε ακουστεί.
Για σκοπούς πληρότητας και καλύτερης κατανόησης του τι θα ακολουθήσει παραθέτω εν συντομία τον κανόνα αναφορικά με την μη αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας. Στο σύγγραμμα των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη, «Το δίκαιο της απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», Β΄ έκδοση, στις σελίδες 374 μέχρι 388, είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικά. Για σκοπούς της παρούσας και ότι αφορά στο εδώ επίμαχο ζήτημα, στη σελίδα 374, αναφέρονται τα εξής:
«Ο γενικός κανόνας είναι ότι όταν μια συμφωνία έχει αποτυπωθεί εγγράφως […] δεν επιτρέπεται η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας (extrinsic evidence), για να αντικρούσει, τροποποιήσει, αφαιρέσει ή προσθέσει στους όρους της. Ο κανόνας – που δεν ισχύει όπου μαρτυρία στοχεύει να αποδείξει ότι μετά τη σύναψη της πρώτης συμφωνίας συνάφθηκε και άλλη προφορική συμφωνία που δεν είχε σκοπό να τροποποιήσει ή αντικρούσει την πρώτη, ή να προσθέσει σ’ αυτή – αποκαλείται και ως ο κανόνας προφορικής μαρτυρίας [parole evidence rule]».
Επανερχόμενος στην ενώπιον μου περίπτωση, αντικείμενο της ένστασης του δικηγόροι των Εναγόντων ήταν οι παράγραφοι 3(γ) και 6 της Γραπτής Δήλωσης του ΜΥ1. Με αυτές ο ΜΥ1 ισχυρίζεται ότι το έτος 2011 αυξήθηκε με προφορική συμφωνία το δικαίωμα χρήσης που προνοείται στη γραπτή συμφωνία Τεκμήριο 2. Αφενός ο συνήγορος των Εναγόντων εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία τούτη προσκρούει στον κανόνα και αφετέρου η συνήγορος των Εναγόμενων ότι δεν επρόκειτο περί μαρτυρίας που προσέκρουε στον κανόνα, αλλά μαρτυρίας για ν’ αποδείξει ότι έγινε συμφωνία άλλη από εκείνη του Τεκμηρίου 2 και συνεπώς το επίμαχο μέρος ανήκε στις εξαιρέσεις του κανόνα.
Έχοντας κατά νου το σύνολο της μαρτυρίας στην υπόθεση και έχοντας ακούσει τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, είναι η άποψη του Δικαστηρίου ότι σκοπός της Υπεράσπισης, με αναφορά και στο σχετικό δικόγραφο, ήταν να προσκομίσει μαρτυρία ότι οι διάδικοι με μεταγενέστερη συμφωνία τους συμφώνησαν σε αύξηση του δικαιώματος χρήσης που προνοείτο στη συμφωνία Τεκμήριο 2. Εκ πρώτης όψεως η φύση της μεταγενέστερης συμφωνίας, δηλαδή ούσα τροποποιητική του συγκεκριμένου όρου του Τεκμηρίου 2, ενδεχομένως να παραπέμπει στο ότι αυτή προσκρούει στον κανόνα. Παρά ταύτα, προσεκτικότερη ανάλυση με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι από τη στιγμή που σκοπός της μαρτυρίας ήταν ν’ αποδείξει την μεταγενέστερη τροποποιητική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, τούτη δεν θα μπορούσε ν’ αποκλειστεί. Σχετικά με την προσέγγιση τούτη παραπέμπω στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (που τότε συνεδρίαζε ως Εφετείο) στην υπόθεση C. Malathouras & Sons Ltd v. Λαϊκής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1233. Όπως και στην πιο πάνω απόφαση, έτσι και στην παρούσα, το υπό αναφορά μέρος της μαρτυρίας σκόπευε ν’ αποδείξει την ύπαρξη μιας άλλης συμφωνίας, η οποία ναι μεν επηρέαζε την πρώτη, αλλά ήταν μεταγενέστερη και, κατά τους Εναγόμενους, ξεχωριστή. Σχετική είναι επίσης και η αναφορά στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 32η έκδοση, παράγραφος 22-033:
«As in the case of a rescission of a contract, the terms of a deed or written instrument may be varied by a subsequent agreement, whether oral or written. This may be reconciled with the rule that extrinsic evidence is not admissible to vary or qualify the terms of a written instrument, for that rule only relates to the ascertainment of the original intention of the parties, and not to a subsequent variation*».
*Έμφαση δοθείσα.
Καταλήγω επομένως ότι τα συγκεκριμένα μέρη της μαρτυρίας του ΜΥ1 δεν θα πρέπει ν’ αποκλειστούν ως ανεπίτρεπτη εξωγενής μαρτυρία και ότι θα πρέπει ν’ αξιολογηθούν ανάλογα μαζί με την υπόλοιπη μαρτυρία του:
Αξιολογώντας το σύνολο της μαρτυρίας του ΜΥ1, πρέπει να πω ότι δεν άφησε καλή εντύπωση: πρώτον, υπό τη βάσανο της αντεξέτασης, ο ΜΥ1 ανασκεύασε μια από τις βασικές θέσεις του. Αναφέρομαι στη θέση του ΜΥ1 ότι, εκτός από τις γραπτές συμφωνίες, η σχέση των διαδίκων διέπετο και από διάφορες προφορικές. Υπενθυμίζω ότι ο ΜΥ1 ανέφερε, μεταξύ άλλων, κάποια παραδείγματα πιστώσεων που παραχωρήθηκαν από τους Εναγόμενους προς τους Ενάγοντες. Αντιμέτωπος όμως με τον όρο 3β του Τεκμηρίου 1, διαχώρισε τα παραδείγματα που ανέφερε, χωρίς να είναι σε θέση να επεξηγήσει αυτό σε συνάρτηση με την ισχύ του εν λόγω όρου. Έστω όμως και να δεχόμουν τη θέση του ότι επρόκειτο για παράλληλες προφορικές συμφωνίες και όχι για πιστώσεις που δίδονταν στο πλαίσιο της γραπτής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, όπως καταγράφεται στον όρο 3β του Τεκμηρίου 1, διαπιστώνω ότι υπάρχει μια προφανής και ειδοποιός διαφορά μεταξύ των επικαλούμενων παράλληλων προφορικών συμφωνιών (sic) και της επικαλούμενης συμφωνίας που αφορά την αύξηση του δικαιώματος χρήσης Τεκμήριο 2. Και τούτο επειδή ακριβώς, όσων αφορά την επίμαχη συμφωνία δικαιώματος χρήσης Τεκμήριο 2, δεν επρόκειτο περί οτιδήποτε άλλο εκτός από αύξηση του δικαιώματος τούτου. Ενώ τα παραδείγματα που ο ΜΥ1 ανέφερε αφορούσαν στον τρόπο με τον οποίο η συμφωνία Τεκμήριο 1 πιθανώς κατά καιρούς να λειτουργούσε, το επιχείρημα περί ανάλογης μεταχείρισης και της συμφωνίας Τεκμήριο 2 δεν βρίσκει λογικό έρεισμα, μια και η επικαλούμενη προφορική συμφωνία αύξησης του δικαιώματος χρήσης αφορούσε το ύψος της αντιπαροχής αυτό καθ’ αυτό. Δεν επρόκειτο δηλαδή για ρύθμιση του τρόπου εκτέλεσης των συμφωνηθέντων ως τα προηγούμενα παραδείγματα, αλλά για μια τροποποιητική συμφωνία που άγγιζε τη βασική αρχική σύμβαση των διαδίκων σε σχέση με το αντάλλαγμα για τη λειτουργία του πλυντηρίου - λιπαντηρίου. Αυτό άλλωστε ήταν και το επιχείρημα της πλευράς της Υπεράσπισης, όταν πρόβαλε ότι η μαρτυρία του ΜΥ1 περί προφορικής συμφωνίας δεν προσέκρουε στον κανόνα εξωγενούς μαρτυρίας.
Κατά δεύτερον, οι αναφορές του ΜΥ1 δεν περιορίστηκαν μόνο σε παραδείγματα προφορικών συμφωνιών (sic) που αφορούσαν την σύμβαση Τεκμήριο 1. Ήταν επίσης η θέση του ότι ήταν με προφορική συμφωνία των διαδίκων που η αρχική αντιπαροχή στο Τεκμήριο 2 πληρωνόταν πλέον ΦΠΑ, σε μια προσπάθεια να παρουσιάσει την επιβολή ΦΠΑ ωσάν να επαφίετο στους διαδίκους και όχι ως μέρος των νομικών υποχρεώσεων τους απέναντι στις φορολογικές αρχές. Κατά την αντεξέτασή του επί του σημείου ο ΜΥ1 ανασκεύασε τη θέση σου, αποδεχόμενος ότι η επιβολή του ΦΠΑ ήταν θέμα Νομοθεσίας.
Έρχομαι τώρα στο Τεκμήριο 6. Η μαρτυρία του ΜΥ1, αναφορικά με τις συνθήκες γύρω από την απόφαση για σύνταξη και κατ’ ισχυρισμό παράδοσή του ως ένδειξη επίτευξης προφορικής συμφωνίας, προκάλεσε αλγεινή εντύπωση στο Δικαστήριο. Και τούτο γιατί, αντεξεταζόμενος ο ΜΥ1, ανέφερε ότι οι Εναγόμενοι δεν σκέφτηκαν να ζητήσουν όπως ο ΜΕ1 προσυπογράψει την παραλαβή του Τεκμηρίου 6 λόγω της εμπιστοσύνης που υπήρχε ότι η συμφωνία που είχε γίνει προφορικώς θα τηρείτο. Επ’ αυτού, διαπιστώνω αντίφαση στον τρόπο που ο ΜΥ1 ισχυρίστηκε ότι λειτούργησαν οι Εναγόμενοι. Από τη μια δεν πίστευαν ότι ο ΜΕ1 θα αρνούνταν την ύπαρξη της προφορικής συμφωνίας επειδή τον εμπιστεύονταν, αλλά από την άλλη μερίμνησαν να καταγράψουν την προφορική συμφωνία αυτή σε επιστολή και θεώρησαν ορθό να του την παραδώσουν δια χειρός, αλλά δίχως οποιαδήποτε απόδειξη παραλαβής, παρά αφενός την προαναφερόμενη έγνοια τους περί καταγραφής της και αφετέρου παρά τον όρο 13 του Τεκμηρίου 2 που ρυθμίζει τον τρόπο αποστολής ειδοποιήσεων. Το ζήτημα όμως δεν τελειώνει εκεί: Παρέμεινε ως αναπάντητο ερώτημα στο Δικαστήριο για ποιο λόγο οι Εναγόμενοι θεώρησαν ότι θα έπρεπε να συντάξουν και να παραδώσουν δια χειρός επιστολή στον ΜΕ1 από τη στιγμή που αφενός οι ίδιοι θεωρούσαν ότι υπήρχε εμπιστοσύνη και αφετέρου – και ίσως σημαντικότερα - από τη στιγμή που μόλις τον επόμενο μήνα που κατά τους ισχυρισμούς τους επιτεύχθηκε η προφορική συμφωνία άρχισαν να την εφαρμόζουν, αποκόπτοντας τα ποσά που φαίνονται στα Τεκμήριο 8Α έως 8Ε.
Υπάρχει και κάτι ακόμη: Στα παραδείγματα άλλων κατ’ ισχυρισμό προφορικών συμφωνιών που ο ΜΥ1 παρουσίασε στην προσπάθειά του να πείσει αναφορικά με τη σύναψη προφορικής συμφωνίας αύξησης του δικαιώματος χρήσης, οι Εναγόμενοι δεν φαίνεται να μερίμνησαν να συντάξουν και ν’ αποστείλουν ή να παραδώσουν στους Ενάγοντες ή στον ΜΕ1 οποιαδήποτε επιστολή προς επιβεβαίωση των συμφωνηθέντων, ως αντιστοίχως ισχυρίστηκε ο ΜΥ1 έπραξαν σχετικά με την προφορική τροποποιητική συμφωνία του Τεκμηρίου 2, παρά μόνο αρκέστηκαν, ως φαίνεται σε εσωτερικά σημειώματα (βλ. Τεκμήρια 10 και 11). Εάν, για τον ΜΥ1 και τους Εναγόμενους, επρόκειτο πράγματι για προφορικές συμφωνίες η σύναψη των οποίων τείνει ν’ αποδείξει και τη σύναψη της προφορικής συμφωνίας γι’ αύξηση του δικαιώματος χρήσης, τότε με ποιο κριτήριο η παρούσα κρίθηκε ως η μόνη προφορική συμφωνία άξια καταγραφής σε επιστολή απευθυνόμενη προς τους Ενάγοντες; Και αυτό το ερώτημα παρέμεινε αναπάντητο.
Συνδυαστικά λοιπόν, οι εξηγήσεις που ο ΜΥ1 έδωσε αναφορικά με μια επιστολή η οποία κατ’ ισχυρισμό συντάχθηκε και παραδόθηκε δια χειρός και η οποία σκοπό είχε να καταγράψει προφορική συμφωνία την οποία οι Εναγόμενοι εκ των λεχθέντων του ΜΥ1 δεν είχαν λόγο να θεωρούν ότι θα αμφισβητείτο αλλά και η εφαρμογή της οποίας ξεκίνησε αμέσως, δεν αντέχουν τη βάσανο της λογικής και ήταν από ανακόλουθες έως και αντιφατικές.
Στη κακή εικόνα που άφησε η μαρτυρία του ΜΥ1 στο Δικαστήριο συνέβαλε και ο τρόπος με τον οποίο ο ΜΥ1 προσπάθησε να συσχετίσει την αύξηση στο ενοίκιο που οι Εναγόμενοι κλήθηκαν να καταβάλουν προς τους ιδιοκτήτες της γης με την αύξηση στο δικαίωμα χρήσης. Εκτός του ότι τα ποσά που ο ΜΥ1 παρουσίασε στο Δικαστήριο – χωρίς όμως να υποστηρίζονται από οποιαδήποτε μαρτυρία που να τα καταδεικνύει - πόρρω απέχουν από εκείνα που δικογραφούνται στην Υπεράσπιση, αποτέλεσε θέση του ΜΥ1 ότι το δικαίωμα χρήσης αυξήθηκε λόγω ακριβώς της αύξησης του ενοικίου της γης, χωρίς όμως να είναι ο ίδιος σε θέση να επεξηγήσει το σκεπτικό αναφορικά με την αναλογία της αύξησης. Η αδυναμία τούτη έθεσε και εν αμφιβόλω τη θέση του ΜΥ1 ότι η αύξηση του δικαιώματος χρήσης άπτετο της εν γένει βιωσιμότητας του πρατηρίου εάν δεν υπήρχε συνεισφορά από πλευράς Εναγόντων δια της αύξησης στο δικαίωμα χρήσης. Αξίζει επίσης ν’ αναφερθεί ότι ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε από πλευράς ΜΥ1 – ούτε από άλλο μάρτυρα – με την οποία να καταδεικνύεται ότι πράγματι η βιωσιμότητα του πρατηρίου, η λειτουργία του οποίου προφανώς και δεν στηριζόταν αποκλειστικά στη λειτουργία και το δικαίωμα χρήσης του λιπαντηρίου – πλυντηρίου, εξαρτιούνταν από την αύξηση του δικαιώματος χρήσης. Αντίθετα θέση του ΜΥ1 κατά την αντεξέτασή του ήταν ότι το δικαίωμα χρήσης αρχικώς είχε τεθεί τυπικά στο Τεκμήριο 2, παρά το γεγονός ότι το ενοίκιο για την ενοικίαση της γης ήταν, ευθύς εξ αρχής και προ της αύξησής του, ουσιαστικό και όχι ομοίως τυπικό.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι ο ΜΥ1 δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια και η μαρτυρία του δεν θα μπορούσε ν’ αποτελέσει έδαφος για την εξαγωγή ευρημάτων.
Αξιολόγηση ΜΥ2:- Κατά τη σύντομη μαρτυρία του, ο ΜΥ2 απαντούσε χωρίς δισταγμό στις ερωτήσεις που του υπεβλήθησαν. Τα θετικά στοιχεία της μαρτυρίας του όμως τελειώνουν εκεί, αφού η εντύπωση που αποκόμισα από τις θέσεις του επί της ουσίας ήταν ότι σκοπός του ήταν μόνον να ενισχύσει τη μαρτυρία του ΜΥ1, επαναλαμβάνοντας τα σημεία που σχετίζονταν με την παραχώρηση πιστώσεων από πλευράς Εναγόμενων προς τους Ενάγοντες αλλά και τη θέση των Εναγόμενων περί μη διαμαρτυρίας του ΜΕ1 και των Εναγόντων στην αύξηση του δικαιώματος χρήσης. Ως απλή επανάληψη και δίχως την προσθήκη οποιουδήποτε άλλου στοιχείου πέραν από την απλή μεταφορά των ίδιων δεδομένων από τη σκοπιά όμως του ΜΥ2 - επίσης υπαλλήλου των Εναγόμενων - η μεταχείριση των εν λόγω θέσεων, ιδωμένων στο σύνολο της μαρτυρίας, δεν μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνην που έτυχαν κατά την αξιολόγηση του ΜΥ1.
Έπειτα ο ΜΥ2 ισχυρίστηκε ότι οι Ενάγοντες είχαν όφελος από την ανανέωση της ενοικίασης της γης και συνεπώς υποστήριξε ότι γι’ αυτό το λόγο συμφώνησαν και στην αύξηση του δικαιώματος χρήσης. Ο ισχυρισμός του ΜΥ2 προβλήθηκε μετά την εκ μέρους του ΜΥ1 αποδοχή ότι κανένα αντάλλαγμα δόθηκε στους Ενάγοντες για την αύξηση τούτη. Μάλιστα ο ΜΥ1 διερωτήθηκε κατά τη μαρτυρία του τι αντάλλαγμα ανέμεναν οι Ενάγοντες, αφού το πλυντήριο – λιπαντήριο στο επίκεντρο της συμφωνίας Τεκμήριο 2 ήταν σε άριστη λειτουργική κατάσταση και δεν έχρηζε οποιασδήποτε βελτίωσης ή αναβάθμισης. Εκτός του ότι ο ισχυρισμός του ΜΥ2 περί οφέλους και παρεπόμενου ανταλλάγματος για την αύξηση του δικαιώματος χρήσης δεν δικογραφήθηκε, αυτός παρέμεινε και ολωσδιόλου μετέωρος, αφού, όπως ανέφερα και σχετικά με τη μαρτυρία του ΜΥ1 επί του σημείου, τίποτε δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με το οποίο να φαίνεται ότι πράγματι τίθετο ζήτημα βιωσιμότητας του πρατηρίου λόγω της αύξησης του ενοικίου. Με άλλα λόγια, ο ΜΥ2, επιχειρώντας να διασυνδέσει την ανανέωση του ενοικιαστηρίου της γης με το όφελος των Εναγόντων, που θα ήταν ικανό ν’ αποτελέσει αντάλλαγμα για την αύξηση του ενοικίου, αρκέστηκε μόνο στο να το αναφέρει ως απλό γεγονός. Ο δε ισχυρισμός του ότι λόγω της ανανέωσης του ενοικιαστηρίου της γης, οι Ενάγοντες θα είχαν την ευκαιρία να παραμείνουν και να λειτουργούν το πρατήριο για τα ισάριθμα χρόνια τουλάχιστον, προσκρούει στο γεγονός ότι ουδέποτε τα Τεκμήρια 1 και 2 επεκτάθηκαν για να ισχύουν για την αντίστοιχη περίοδο και παρέμειναν συμβάσεις οι οποίες ανανεώνονταν από έτος σε έτος με δικαίωμα μάλιστα εκάστου εκ των συμβαλλομένων να μην ανανεώσουν αυτή με ένα μήνα προειδοποίηση προς τον άλλο.
Τέλος, ο ΜΥ2 αναφέρθηκε στο ζήτημα της παράδοσης του Τεκμηρίου 6, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τη θέση του ΜΥ1, ότι ο ΜΥ1 του έδωσε την επιστολή και ότι ο ΜΥ2 την παρέδωσε δια χειρός στον ΜΕ1 σε κλειστό φάκελο. Το Δικαστήριο έχει ήδη αναφερθεί εκτενώς στους λόγους για τους οποίους ο ισχυρισμός του ΜΥ1 περί σύνταξης του Τεκμηρίου 6 μετά τη συνάντηση μεταξύ Εναγόντων και Εναγόμενων και παράδοσης του στον ΜΕ1 δεν μπορεί να γίνει αποδεχτός. Η μαρτυρία του ΜΥ2 δεν προσέφερε οτιδήποτε που να ενισχύει την ταυτόσημη θέση των δύο μαρτύρων Υπεράσπισης, ούτε βοήθησε στο ν’ απαντηθούν τα ερωτηματικά που δημιουργήθηκαν γύρω από το κατ’ ισχυρισμό σκεπτικό των Εναγόμενων κατά τη σύνταξη της επιστολής. Κατά τον ίδιο τρόπο και με τον ίδιο συλλογισμό, δεν μπορώ ν’ αποδεχθώ τον εν λόγω ισχυρισμό του ΜΥ2.
Εν κατακλείδι και για τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι ούτε η μαρτυρία του ΜΥ2 αποτελεί ασφαλές έδαφος για την εξαγωγή ευρημάτων και δεν την αποδέχομαι.
Ευρήματα
Στη βάση των παραδεχτών, μη αμφισβητούμενων γεγονότων και της αξιολόγησης της μαρτυρίας πιο πάνω, προβαίνω στα εξής ακόλουθα ευρήματα:
Στις 30.12.1999 Ενάγοντες και Εναγόμενοι συνήψαν 2 γραπτές συμφωνίες. Η πρώτη αφορούσε τη λειτουργία και διαχείριση πρατηρίου πετρελαιοειδών και η δεύτερη τη λειτουργία πλυντηρίου – λιπαντηρίου εντός του χώρου του προαναφερθέντος πρατηρίου. Στη βάση της συμφωνίας για την λειτουργία του πλυντηρίου – λιπαντηρίου, οι Ενάγοντες όφειλαν να καταβάλλουν στους Εναγόμενους δικαίωμα χρήσης εις το ποσό των ΛΚ20, και το αντίστοιχο σε ευρώ μεταγενέστερα, πλέον ΦΠΑ, όπως το ποσοστό διακυμαίνετο βάσει της ισχύουσας Νομοθείας, κατά καιρούς.
Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας λειτουργίας πλυντηρίου – λιπαντηρίου, εκείνη αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας διαχείρισης πρατηρίου, η περίοδος ισχύς της θα ήταν η περίοδος που θα ήταν σε ισχύ και η συμφωνία διαχείρισης πρατηρίου και σε περίπτωση άμεσου τερματισμού της συμφωνίας διαχείρισης πρατηρίου για τους συγκεκριμένους λόγους που περιλαμβάνονται σε όρο της, θ’ ανακαλείτο η άδεια και θα τερματιζόταν και η συμφωνία λειτουργίας πλυντηρίου – λιπαντηρίου.
Ο τρόπος με τον οποίο οι διάδικοι συμφώνησαν και ρύθμισαν την εκπλήρωση της υποχρέωση καταβολής του δικαιώματος χρήσης από τους Ενάγοντες στους Εναγόμενους ήταν με την αυτόματη αποκοπή του από τους ίδιους τους Εναγόμενους από ποσά τα οποία οι Εναγόμενοι όφειλαν να καταβάλλουν στους Ενάγοντες για υπηρεσίες που οι Ενάγοντες προσέφεραν στους πελάτες – κατόχους της κάρτας «Petrolina».
Πριν από την 1.2.2011, οι Εναγόμενοι ενημέρωσαν τους Ενάγοντες ότι το ενοίκιο που κατέβαλαν στους ιδιοκτήτες της γης επί της οποίας είχε ανεγερθεί το πρατήριο αυξήθηκε και απαίτησαν να αυξηθεί και το δικαίωμα χρήσης. Εντός του μηνός Ιανουαρίου του 2011, έλαβε χώρα συνάντηση μεταξύ του ΜΕ1 και διευθυντικού στελέχους των Εναγόμενων προκειμένου να συζητηθεί το ζήτημα της αύξησης του δικαιώματος χρήσης.
Από την 1.2.2011 μέχρι και την ημέρα εκδίκασης της Αγωγής, οι Εναγόμενοι, αντί του δικαιώματος χρήσης που προνοούνταν από τη συμφωνία Τεκμήριο 2, απέκοπταν από τους Ενάγοντες το ποσό των €800 πλέον ΦΠΑ και έπειτα αύξαναν αυτό κατά 8% ανά διετία.
Οι Ενάγοντες, μέσω συνδέσμου πρατηριούχων που είχε ιδρυθεί και λειτουργούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο και που εκπροσωπούσε τους πρατηριούχους – συνεργάτες των Εναγόμενων, διαμαρτύρονταν για την αύξηση στο δικαίωμα χρήσης, ζήτημα το οποίο απασχολούσε κι άλλους πρατηριούχους, μέχρι και τουλάχιστον τα μέσα του έτους 2013.
Οι Ενάγοντες, μέσω των τότε δικηγόρων τους απέστειλαν στις 23.11.2016 στους Εναγόμενους επιστολή με την οποία ανέφεραν το γεγονός της αυξημένης αποκοπής και ότι παρά τις διαμαρτυρίες των Εναγόντων οι Εναγόμενοι εξακολουθούσαν να αποκόπτουν το αυξημένο ποσό. Στις 17.1.2017 οι Εναγόμενοι, δια δικηγόρων, απάντησαν αναφέροντας ότι η αύξηση συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων και η συμφωνία επιβεβαιώθηκε με επιστολή των Εναγόμενων ημερομηνίας 13.1.2011, την οποία οι Ενάγοντες παρέλαβαν και ουδέποτε αμφισβήτησαν. Στις 14.3.2017 με δεύτερη επιστολή των δικηγόρων τους, οι Εναγόμενοι επισύναψαν την υπό αναφορά επιστολή που κατ’ ισχυρισμό παρέδωσαν στους Ενάγοντες. Στις 29.3.2017, οι δικηγόροι των Εναγόντων απάντησαν απορρίπτοντας την ύπαρξη συμφωνίας, την παραλαβή της επιστολής και αναφέροντας ότι το ζήτημα της αύξησης τέθηκε και από σύνδεσμο πρατηριούχων χωρίς κατάληξη. Παρά την πιο πάνω αλληλογραφία, δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαφοροποίηση στις ενέργειες των διαδίκων.
Μέχρι και τoν Φεβρουάριου του έτους 2019, και όσων αναφορά στο δικαίωμα χρήσης, οι Εναγόμενοι απέκοψαν συνολικά από τους Ενάγοντες το ποσό των €99.647,50, ποσό το οποίο προκύπτει από τις αυξήσεις στο δικαίωμα χρήσης σε ποσοστό 8% ανά διετία, με απαρχή το Φεβρουάριου του έτους 2011 και το ποσό των €800 πλέον ΦΠΑ, αλλά μετά και από την αφαίρεση του γραπτώς συμφωνηθέντος πληρωτέου δικαιώματος χρήσης στη βάση της συμφωνίας Τεκμηρίου 2.
Τα ευρήματά μου συμπληρώνονται πιο κάτω κατόπιν περαιτέρω ανάλυσης.
Νομική πτυχή, επίδικα θέματα και υπαγωγή ευρημάτων
Νομική πτυχή γενικά
Προτού υπαγάγω τα ευρήματά μου στη νομική πτυχή, δυο λόγια αναφορικά με το βάρος απόδειξης, προς καλύτερη κατανόηση της ανάλυσης που πρόκειται ν’ ακολουθήσει: Σε υποθέσεις αστικής φύσεως, ο Ενάγων φέρει το γενικό βάρος να αποδείξει στο μέτρο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι η δική του εκδοχή γεγονότων είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι[2]. Το βάρος αποσείεται αποκλειστικά με μαρτυρία η οποία κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη από το Δικαστήριο[3]. Το νομικό ή γενικό βάρος δεν πρέπει όμως να συγχέεται με το αποδεικτικό βάρος απόδειξης. Το πρώτο είναι πάντοτε στους ώμους του Ενάγοντος και δεν μεταφέρεται, ενώ το αποδεικτικό υποδηλώνει το βάρος που διάδικος φέρει να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία για την υποστήριξη επίδικου ή σχετικού θέματος, έτσι ώστε το Δικαστήριο να καλέσει την άλλη πλευρά να απαντήσει.
Κατά πόσο οι Εναγόμενοι παραβίασαν τη σύμβαση Τεκμήριο 2
Επανερχόμενος στα τις ενώπιον μου υπόθεσης και όπως προκύπτει από τα ευρήματά μου, οι Ενάγοντες, απέδειξαν στον απαιτούμενο βαθμό ότι η συμφωνία τους με τους Εναγόμενους αναφορικά με το δικαίωμα χρήσης αφορούσε σε ποσό ΛΚ20 πλέον ΦΠΑ το μήνα, με τον ΦΠΑ να διακυμαίνεται ως η εκάστοτε ισχύουσα σχετική Νομοθεσία, το οποίο, στη βάση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσαν οι μεταξύ των διαδίκων συμφωνίες αποκόπτετο απευθείας από τους Εναγόμενους. Απέδειξαν επίσης ότι αντί του ποσού των ΛΚ20 πλέον ΦΠΑ – και του αντίστοιχου σε ευρώ – από την 1.2.2011, οι Εναγόμενοι απέκοπταν ποσό €800 πλέον ΦΠΑ το οποίο αυξανόταν ανά 8%. Αποτέλεσμα των πιο πάνω, ήταν, μέχρι και το Φεβρουάριο του 2019, οι Εναγόμενοι να έχουν αποκόψει ποσό ύψους €99.647,50, το οποίο αποτελούνταν από τη διαφορά μεταξύ του, επί της έγγραφης συμφωνίας 31.1.1999, συμφωνηθέντος ποσού και του ποσού των €800 πλέον ΦΠΑ με αύξηση κατά 8% ανά διετία.
Με τα πιο πάνω ν’ αποτελούν ευρήματά μου, εναπόκειτο έπειτα στους Εναγόμενους ν’ αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους περί σύναψης προφορικής συμφωνίας κατά την αρχή του έτους 2011, με την οποία οι διάδικοι συμφώνησαν σε αύξηση του δικαιώματος χρήσης εις το ποσό που εν τέλει πράγματι απέκοπταν από τους Ενάγοντες. Παρά ταύτα, η μαρτυρία που οι Εναγόμενοι προσκόμισαν στη δίκη κρίθηκε αναξιόπιστη. Με τούτο δεδομένο, κρίνω ότι οι Εναγόμενοι δεν απέσεισαν το αποδεικτικό βάρος που τους αναλογούσε προκειμένου ν’ αποδείξουν τον δικό τους ισχυρισμό περί σύναψης συμφωνίας, η οποία τους επέτρεπε ν’ αποκόπτουν ποσό για δικαίωμα χρήσης άλλο από εκείνο που καταγράφηκε στη συμφωνία των διαδίκων ημερομηνίας 31.1.1999.
Εν όψει των πιο πάνω, δηλαδή με την αποδοχή της εκδοχής των Εναγόντων αναφορικά με την ισχύ της συμφωνίας 31.1.1999 και ταυτόχρονα την απόρριψη της εκδοχής των Εναγόμενων περί σύναψης τροποποιητικής συμφωνίας, καταλήγω ότι η αποκοπή ποσών από τους Εναγόμενους, που υπερέβαιναν τα αρχικώς συμφωνηθέντα, γινόταν κατά παράβαση της ισχύουσας μεταξύ των διαδίκων σύμβασης και συνεπώς οι Ενάγοντες δικαιούνται σε θεραπεία. Σύμφωνα με το Άρθρο 73 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφαλαίου 149 (στο εξής το «Κεφ. 149»):
«(1) Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης. Καμιά αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης […]»
Κατά πόσο η απόδειξη τροποποιητικής συμφωνίας θα διαφοροποιούσε τα δεδομένα
Έστω και να δεχόμουν την εκδοχή των Εναγόμενων αναφορικά με τη σύναψη προφορικής συμφωνίας για αύξηση του δικαιώματος χρήσης περί τις αρχές του έτους 2011, η κατάληξή μου δεν θα ήταν διαφορετική. Και τούτο γιατί, οι Εναγόμενοι δεν κατάφεραν ν’ αποδείξουν ότι η εν λόγω τροποποιητική συμφωνία υποστηριζόταν απ’ οποιαδήποτε αντιπαροχή και ότι ήταν, επομένως, και έγκυρη. Το ζήτημα της εγκυρότητας τροποποίησης σύμβασης εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Καραολή κ.α. ν. Λαούρη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 255 στην οποία, αναφέρθηκαν τα εξής υπό Ερωτοκρίτου Δ, ως ήταν τότε:
«Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Indian Contract Law and Specific Relief Acts, 10η Έκδοση, σελ. 512, ένα συμβαλλόμενο μέρος, για να θεωρηθεί ότι απαλλάσσει το άλλο από την υποχρέωση εκπλήρωσης των συμβατικών του υποχρεώσεων ή να δεχθεί διαφοροποίηση του ανταλλάγματος σε ένα σημαντικό σημείο, θα πρέπει να εκδηλώσει την πρόθεσή του με κάποιο σαφή τρόπο ή ενέργεια, η οποία να μην αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ως προς τις προθέσεις του. Πέραν τούτου, η τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας θα πρέπει να τηρεί όλες τις προϋποθέσεις για σύναψη μιας σύμβασης όπως κοινοποίηση της πρότασης, αποδοχή και αντιπαροχή.»
Στο δε Άρθρο 25 του Κεφ. 149 αναφέρονται τα εξής:
«(1) Συμφωνία που συνάφθηκε χωρίς αντιπαροχή είναι άκυρη, εκτός αν- (α) καταρτιστεί γραπτώς και υπογραφτεί από το μέρος που φέρει το βάρος αυτής και συνάπτεται λόγω φυσικής αγάπης και στοργής μεταξύ των μερών, οι οποίοι έχουν στενή συγγένεια μεταξύ τους~ ή εκτός αν (β) είναι υπόσχεση αποζημίωσης, εν όλω ή εν μέρει, προσώπου το οποίο ήδη έπραξε κάτι εκούσια για τον οφειλέτη ή έπραξε κάτι το οποίο ο οφειλέτης θα μπορούσε νομικά να υποχρεωθεί να πράξει~ ή εκτός αν (γ) είναι υπόσχεση, που παρέχεται γραπτώς και υπογράφεται από το μέρος που φέρει το βάρος αυτής, για ολική ή μερική καταβολή χρέους, την καταβολή του οποίου ο πιστωτής θα μπορούσε να επιβάλει ελλείψει οποιουδήποτε νόμου που ισχύει εκάστοτε και αφορά την παραγραφή […]».
Ως προς την αναφορά στην Καραολής (ανωτέρω) σε ανάγκη για σαφήνεια στην εκδήλωση πρόθεσης αποδοχής διαφοροποίησης του ανταλλάγματος σχετική είναι και η Αγγλική απόφαση στην υπόθεση Nobahar-Cookson v. Hut Group Ltd. [2016] EWCA Civ 128 ο Λόρδος Briggs, με αναφορά στην προηγούμενη απόφαση του Λόρδου Moore-Bick στην υπόθεση Seadrill Management Services Ltd v OAO Gazprom [2010] EWCA Civ 691 ανέφερε ότι η αρχή είναι ουσιαστικά:
«[…] essentially one of common sense; parties do not normally give up valuable rights without making it clear that they intend to do so».
Δηλαδή, ότι η αρχή είναι ουσιαστικά αρχή κοινής λογικής, τα μέρη κανονικά δεν παραιτούνται πολύτιμων δικαιωμάτων τους και δεν αποδέχονται διαφοροποιήσεις στο αντάλλαγμα χωρίς να καταστήσουν την πρόθεσή τους σαφή. Η θέση των εδώ Εναγόμενων ότι η σύναψη της συμφωνίας με την οποία επήλθε μια τεράστια αύξηση της αντιπαροχής για τη συμφωνία Τεκμήριο 2, τεκμαίρεται από την απλή μη διαμαρτυρία των Εναγόντων, δεν είναι δυνατό, φρονώ, να συγκεραστεί με την πιο πάνω αρχή, αλλά και προσκρούει και στο εύρημα του Δικαστηρίου περί διαμαρτυρίας των Εναγόντων, τουλάχιστον μέσω του συνδέσμου πρατηριούχων.
Επανερχόμενος στο θέμα στης εγκυρότητας της τροποποίησης, στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 32η έκδοση, στο Κεφάλαιο 22 και παράγραφο 22-035, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι:
«The agreement which varies the terms of an existing contract must be supported by consideration. In many cases, consideration can be found in the mutual abandonment of existing rights or the conferment of new benefits by each party on the other».
και πιο κάτω στην ίδια παράγραφο:
«There is a line of authority of respectable antiquity which supports the view that in such a case the agreement will not be effective to vary the contract because no consideration is present. But a more liberal approach has been adopted in more recent cases and the courts have been prepared to find consideration and enforce the agreement where it has conferred a practical benefit upon the promisor […] ».
Ενώ στο σύγγραμμα Treitel, The Law of Contract, 14η έκδοση, 2015, στην παράγραφο 3-064 αναφέρονται τ' ακόλουθα:
«Variation benefiting one party. The parties may agree to vary the contract in a way that can confer a legal benefit on only one party. In some situations, it is settled that such a variation does not generate its own consideration: thus a promise by a creditor to accept part payment of a debt in full settlement is not binding unless it is supported by some separate consideration. Such separate consideration could be provided by some further variation which may benefit the creditor: for example, by a debtor's promise to make the part payment before the day when the debt becomes due. In other situations, it is arguable that the variation may be supported by consideration if, though capable of conferring a legal benefit on only one party, it can also confer a factual benefit on the other, e.g. where a buyer's promise to pay more than the originally agreed price secures eventual delivery when strict insistence on the original contract would have led to nothing but litigation».
Εν όψει των ανωτέρω, για να είναι έγκυρη τροποποιητική συμφωνία προϋποθέτει τη συνδρομή των προϋποθέσεων για σύναψη σύμβασης, αλλά και η απαλλαγή μέρους από την εκπλήρωση υποχρεώσεων θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας. Αν και το επίπεδο απόδειξης για ανεύρεση αντιπαροχής ικανής για να στηρίξει τροποποίηση δεν είναι υψηλό, θα πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να είναι δυνατό να ανευρεθεί κάποιο αμοιβαίο όφελος.
Όπως προανέφερα η πλευρά των Εναγόμενων πρόβαλε τον ισχυρισμό περί σύναψης μεταγενέστερης προφορικής συμφωνίας. Σύμφωνα με τα όσα προβλήθηκαν κατά τη δίκη η επίμαχη κατ’ ισχυρισμό συμφωνία όχι μόνο δεν απεδείχθη ότι υποστηριζόταν απ’ οποιαδήποτε αντιπαροχή, αλλά επέφερε τροποποίηση από την οποία μόνον η πλευρά των Εναγόμενων ουσιαστικά επωφελούνταν. Έχοντας απορρίψει τη μαρτυρία των Εναγόμενων ως αναξιόπιστη δεν ήταν δυνατό να καταλήξω σε εύρημα στη βάση του οποίου να καταδεικνύεται οποιοδήποτε άλλο όφελος, είτε πρακτικό είτε νομικό, που έλαβαν οι Ενάγοντες, για την αύξηση του δικαιώματος χρήσης. Σχετικά δε με τον ισχυρισμό των Εναγόμενων ότι το όφελος για τη σύναψη της συμφωνίας με τους Ενάγοντες ήταν η συνέχιση της ενοικίασης και της, παρεπόμενης, λειτουργίας του πρατηρίου, δεν υποστηρίχθηκε με οποιαδήποτε μαρτυρία βάσει της οποίας να αποδεικνύεται στο Δικαστήριο ότι η αύξηση στο δικαίωμα χρήσης ήταν ο λόγος για τον οποίο οι Εναγόμενοι ανανέωσαν και την ενοικίαση της γης. Η ανάλυση για το συγκεκριμένο θέμα συμπληρώνεται πιο κάτω κατά τη συζήτηση του κατά πόσο οι Εναγόμενοι ενήργησαν προς ζημιά τους βασιζόμενοι στη συμπεριφορά ή τη συμφωνία των Εναγόντων.
Εν όψει των πιο πάνω, καταλήγω αφενός ότι οι Εναγόμενοι δεν απέδειξαν τη σύναψη προφορικής συμφωνίας με την οποία τροποποιείτο το αντάλλαγμα για τη συμφωνία Τεκμήριο 2, αλλά και ότι η αύξηση που απέκοπταν κατ’ επίκληση τροποποιητικής συμφωνίας δεν υποστηρίζεται από αντιπαροχή. Ενώ παράλληλα από την τροποποίηση αυτή που επικαλέστηκαν για να αιτιολογήσουν αποκοπή μεγαλύτερου ποσού, επωφελήθηκαν μόνον οι Εναγόμενοι, οι οποίοι προέβαιναν στην αποκοπή μονομερώς και αυτόματα.
Κατά πόσο οι Ενάγοντες εμποδίζονταν να προωθούν τις αξιώσεις τους
Με την Υπεράσπισή τους οι Εναγόμενοι έγειραν και ζήτημα κωλύματος των Εναγόντων να προωθούν την αξίωσή τους, επειδή είτε με τη κατ’ ισχυρισμό συμφωνία είτε με τη συμπεριφορά τους είτε με τις παραστάσεις τους προς του Εναγόμενους, οδήγησαν αυτούς στο να ενεργήσουν προς ζημιά και ν’ αποδεχθούν υψηλότερο ενοίκιο για τη γη. Παράλληλα προέβαλαν και ισχυρισμούς, τους οποίους όμως – όπως ήδη κατέληξα – δεν απέδειξαν, ότι η με διαμαρτυρία των Εναγόντων, εκτός από κώλυμα συνιστούσε και μαρτυρία που έτεινε ν’ αποδείξει τη σύναψη συμφωνίας.
Το θέμα των συνεπειών τυχόν μη διαμαρτυρίας συζητείται εκτενώς στο σύγγραμμα Chitty (ανωτέρω) και συγκεκριμένα στις παραγράφους 4-086 έως 4-116 αλλά και 22-040 έως 22-047. Για οτιδήποτε εδώ ενδιαφέρει, αρκεί ν’ αναφέρω ότι, με την απόρριψη του αντίστοιχου μέρους της μαρτυρίας των Εναγόμενων, εκείνοι δεν απέδειξαν ότι οι Ενάγοντες τους οδήγησαν να πιστεύουν ότι αποδέχθηκαν το αυξημένο ενοίκιο ή ότι απεμπόλησαν ή αποποιήθηκαν του δικαιώματός τους για να εγείρουν την παρούσα απαίτηση. Πέραν του ότι δεν προσκομίσθηκε αξιόπιστη επ’ αυτού μαρτυρία, αλλά κι έχοντας αποδεχθεί ότι η πλευρά των Εναγόντων πράγματι διαμαρτυρόταν για την αύξηση, το συμπέρασμά μου τούτο, ενισχύεται και από τον τρόπο με τον οποίο η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων εκτελούνταν, δηλαδή με την απευθείας αποκοπή των δικαιωμάτων χρήσης τα οποία οι Εναγόμενοι θεωρούσαν ορθά, χωρίς οποιαδήποτε θετική ενέργεια από πλευράς Εναγόντων.
Έστω όμως και ν’ αποδεχόμουν τη θέση ότι οι Ενάγοντες δεν έπραξαν οτιδήποτε αναφορικά με την αύξηση του δικαιώματος χρήσης, τούτο δεν σημαίνει αυτόματα ότι και η αδράνεια ισοδυναμεί και με αμετάκλητη παράσταση ή συμπεριφορά ικανή για ν’ αποτελέσει κάποια μορφή αποποίησης του δικαιώματος των Εναγόντων να διεκδικούν ποσά, ενώ δεν είχαν τερμάτισαν τη σύμβαση Τεκμήριο 2. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4-093 του συγγράμματος Chitty (ανωτέρω):
«Although a promise or representation may be made by conduct, mere inactivity will not normally suffice for the present purpose since “it is difficult to imagine how silence and inaction can be anything but equivocal.” Unless the law took this view, mere failure to assert a contractual right could lead to its loss; and the courts have on a number of occasions rejected this clearly undesirable conclusion. Thus it has been held that there is “no ground for saying that mere delay, however lengthy, destroys the contractual rights”; that the mere failure to prosecute a claim regarded by both parties as hopeless did not amount to a promise to abandon it*; and that, because an insurer’s failure for seven years to raise the defence that the insured was guilty of a breach of warranty (discharging the insurer) amounted to mere “silence and inaction”, it did not give rise to an estoppel, and so did not prevent the insurer from relying on that defence».
*Έμφαση δοθείσα.
Όσον αφορά το ζήτημα της αντιπαροχής γι’ αποποίηση του δικαιώματος των Εναγόντων αν και αυτή δεν χρειάζεται ν’ αποδειχθεί, θα πρέπει να ικανοποιηθούν άλλα κριτήρια προκειμένου οι Εναγόμενοι να μπορούσαν βάσιμα να υποστηρίξουν επιχείρημα περί παραίτηση από πλευράς Εναγόντων. Όπως αναφέρεται, μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικά στη παράγραφο 22-044 του συγγράμματος Chitty (ανωτέρω) με τον υπότιτλο «Consideration for waiver»:
« […] Although consideration need not be proved, certain other requirements must be satisfied for such an estoppel to be effective: first, it must be clear and unequivocal; secondly, the other party must have altered his position in reliance on it, or at least acted on it».
*Έμφαση δοθείσα.
Η πιο συζήτηση και το σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα Chitty, με φέρνει και σ’ ένα άλλο παράγοντα του επιχειρήματος που οι Εναγόμενοι πρόβαλαν δικογραφικά, δηλαδή τον ισχυρισμό ότι οι ίδιοι βασίστηκαν στην συμπεριφορά ή, εν πάση περιπτώσει, στη συμφωνία των Εναγόντων στο ν’ αποδεχτούν την αύξηση στο δικαίωμα χρήσης, αλλά και ότι ενήργησαν προς ζημιά τους ανανεώνοντας το ενοικιαστήριο συμβόλαιο της γης με υψηλότερο ενοίκιο. Εδώ είναι που εντοπίζεται ακόμα ένα πρόβλημα με τη μαρτυρία των Εναγόμενων. Ενώ οι Εναγόμενοι δικογραφικά προώθησαν ότι βασίστηκαν στην εκ μέρους των Εναγόντων αποδοχή του αυξημένου δικαιώματος χρήσης και ανανέωσαν τη σύμβαση ενοικίασης της γης (βλ. παράγραφος 7(ε) της Υπεράσπισης), κατά τη μαρτυρία κατέστη ξεκάθαρο ότι η συμφωνία ανανέωσης της ενοικίασης της γης, προηγήθηκε χρονικά ακόμα και της συνάντησης μεταξύ του ΜΕ1 και του διευθυντικού στελέχους των Εναγόμενων. Συνεπώς το επιχείρημα των Εναγόμενων ότι βασίστηκαν είτε στη συμπεριφορά είτε στη συμφωνία τα Εναγόντων δεν συνάδει με τα όσα χρονολογικά έλαβαν χώρα. Έστω και να ήταν δυνατό να δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στο Τεκμήριο 12, δηλαδή στην επιστολή που παρουσίασε ο ΜΥ1 και ισχυρίστηκε ότι είχε αποσταλεί από τον ΜΕ1 προς τους ιδιοκτήτες της γης, το περιεχόμενο της αυτό καθ’ αυτό δεν είναι ικανό να υποστυλώσει το όλο εγχείρημα των Εναγόμενων. Έστω και ο ισχυρισμός των Εναγόμενων να ήταν ότι βασίστηκαν σε προηγούμενη υπόσχεση (- και όχι σε βέβαιη συμφωνία -) των Εναγόντων ν’ αποδεχθούν αυξημένο δικαίωμα χρήσης, προκειμένου οι πρώτοι ν’ αποδεχθούν την αύξηση του ενοικίου της γης – θέση που ενδεχομένως να προκύπτει από διαφορετική ερμηνεία της παραγράφου 7(ε) της Υπεράσπισης – η μαρτυρία που οι ίδιοι οι Εναγόμενοι προσκόμισαν αναφερόταν σε συνάντηση που ακολούθησε την ανανέωση του ενοικιαστηρίου για τη γη και κατά την οποία το ύψος του δικαιώματος χρήσης συμφωνήθηκε κατόπιν διαπραγμάτευσης. Επομένως η εξιστόρηση των γεγονότων από τους ίδιους του Εναγόμενους δεν είναι δυνατό να συγκεραστεί με τούτο το επιχείρημα.
Υπάρχει επί τούτου και κάτι ακόμη: Δεν προσκομίσθηκε αξιόπιστη μαρτυρία από πλευράς Εναγόμενων ότι ανανέωσαν το ενοικιαστήριο έγγραφο προς ζημιά τους, αλλ’ ούτε και ότι οι ενέργειές τους θα ήταν διαφορετικές εάν δεν υπήρχε τρόπος επιβολής του αυξημένου δικαιώματος χρήσης στους Ενάγοντες. Και τούτο γιατί η μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2, εκτός του ότι κρίθηκε αναξιόπιστη, ήταν και επί του θέματος γενική και αόριστη. Οι μάρτυρες αρκέστηκαν στο να τοποθετηθούν επί του θέματος ωσάν αυτό να ήταν θέμα απλής λογικής και ότι, κατ’ ουσία, η άρνηση των Εναγόντων να πληρώσουν το αυξημένο δικαίωμα χρήσης, θα οδηγούσε - το δίχως άλλο – και σε αδυναμία ανανέωσης του ενοικιαστηρίου της γης. Όμως το πράγμα δεν ανάγεται σε λογικό συνειρμό, αλλά θα έπρεπε να αποτιμηθεί και να επεξηγηθεί στο Δικαστήριο με εμπορικούς και οικονομικούς όρους. Ούτε η πραγματική αύξηση του ενοικίου της γης αποδείχθηκε, ούτε το ποσοστό στο οποίο αυτή καλυπτόταν από το αυξημένο δικαίωμα χρήσης, ούτε η οικονομική επίδοση του πρατηρίου κατά τη διάρκεια των ετών. Χωρίς τα πιο πάνω στοιχεία, ο ισχυρισμός των Εναγόμενων ότι βασίστηκαν προς ζημιά τους στη συμφωνία των Εναγόντων να καταβάλλουν αυξημένο δικαίωμα χρήσης, εκτός των άλλων προβλημάτων που παρουσίασε, παρέμεινε και παντελώς μετέωρος.
Προβλήθηκε τέλος από τους Εναγόμενους ότι, επειδή οι Ενάγοντες επωφελήθηκαν την μείωση στον ΦΠΑ που θα έπρεπε να καταβάλλουν από το αυξημένο δικαίωμα χρήσης που τους απέκοπταν οι Εναγόμενοι, εμποδίζονται από το δηλώνουν διαφορετικά με τα όσα δήλωναν στις αρχές και ν’ αξιώνουν ποσά για τα οποία ήδη έλαβαν και σχετικό όφελος. Αναφέρω ευθύς ότι η θέση τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνο για τους εξής λόγους: η συμφωνηθείσα απευθείας αποκοπή του δικαιώματος χρήσης από πλευράς Εναγόμενων επέτρεπε στους Εναγόμενους να αποκόπτουν το ποσό που εκείνοι θεωρούσαν ορθό ή συμφωνηθέν από ποσά που οι ίδιοι όφειλαν στους Ενάγοντες. Εν τοιαύτη περιπτώσει και σύμφωνα με τη μαρτυρία, οι Ενάγοντες λάμβαναν τιμολόγιο η διευθέτηση για την εξόφληση του οποίου όμως δεν γινόταν από τους ίδιους, αλλά από τους ίδιους του Εναγόμενους. Σε περίπτωση που οι Ενάγοντες μεταχειρίζονταν το θέμα τούτο διαφορετικά, οι όποιες καταχωρίσεις δεν θα συνήδαν ούτε με τα εκδοθέντα τιμολόγια ούτε με την οικονομική εικόνα που θα παρουσίαζε η επιχείρησή τους εν όψει του συμψηφισμού.
Επομένως, δεν πρόκειται εν προκειμένω για ισχυρισμό των Εναγόντων ο οποίος αντιφάσκει με τις καταχωρίσεις στις οποίες οι Ενάγοντες προέβαιναν, αλλ’ αντίθετα για καταχωρίσεις που αντικατοπτρίζουν την ορθή οικονομική εικόνα όπως διαμορφωνόταν από τις ενέργειες και αποκοπές των ίδιων των Εναγόμενων. Η παράλληλη διεκδίκηση ποσών στη βάση του ότι αυτά αποτελούσαν υπερπληρωμές και η πιθανή δικαίωση των Εναγόντων από το Δικαστήριο δεν θα μπορούσαν ν’ αναχθούν σε αντιφατική δήλωση προς τις αρχές ή, προς το παρόν, σε ενέργεια προς καταδολίευση των δημόσιων προσόδων. Για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω, το κατά πόσο οι Ενάγοντες, εάν και εφόσον τους επιδικαστούν οποιαδήποτε ποσά από το Δικαστήριο, θα προβούν ή όχι σε διαβήματα προς τις φορολογικές αρχές ούτως ώστε ν’ αντικατοπτρίζεται η επιτυχία τους στη δίκη, είναι κάτι τ’ οποίο εκφεύγει του πλαισίου της παρούσας διαδικασίας και είναι κατ’ ελάχιστο πρόωρο.
Κατάληξη
Εν όψει των ευρημάτων μου υπαγομένων στη νομική πτυχή κι έχοντας αναλύσει τις θέσεις αμφότερων των πλευρών ως αναπτύχθηκαν, κρίνω ότι οι Ενάγοντες απέδειξαν την υπόθεσή τους στον απαιτούμενο βαθμό. Από την άλλη οι Εναγόμενοι δεν απέδειξαν τους ισχυρισμούς τους περί σύναψης τροποποιητικής συμφωνίας, αλλ’ ούτε κατέδειξαν ότι ορθώς απέκοπταν κι επωφελούνταν τα αξιούμενα ποσά ή ότι οι Ενάγοντες κωλύονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο από το να τ’ αξιώνουν. Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η Αγωγή επιτυγχάνει.
Επιδικάζεται υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγόμενων το ποσό των €99.647,50. Επιδικάζεται επίσης νόμιμος τόκος επί του ποσού των €76,373.82 από την ημέρα καταχώρισης της Αγωγής και για το εναπομείναν ποσό των €23,273.68, το οποίο αφορά σε χρόνο μεταγενέστερο της καταχώρησης της Αγωγής, επιδικάζεται επίσης νόμιμος τόκος αλλά από σήμερα.
Ως προς τα έξοδα και δίχως να έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μου που να δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση, αυτά επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγόμενων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
……………………………
Π. Αγαπητός
Επαρχιακός Δικαστής
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] (βλ. Ανδρέας Χρ. Στυλιανίδης ν. Κωνσταντίνου Χατζηπιέρα (1999) 1 Α.Α.Δ. 1056)
[2] βλ. Χρύσανθου ν Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ.1295
[3] βλ. Χ" Παυλή κ.ά v. Αβραάμ (2000) 1 ΑΑΔ 220
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο