Χριστάκης Ν. Ματθαίου ν. S.C.M. Insurance Agencies Limited, Αρ. Αγωγής: 456/16, 19/2/2025
print
Τίτλος:
Χριστάκης Ν. Ματθαίου ν. S.C.M. Insurance Agencies Limited, Αρ. Αγωγής: 456/16, 19/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 456/16

Χριστάκης Ν. Ματθαίου

Ενάγοντα

-και-

S.C.M. Insurance Agencies Limited

Εναγόμενης

Ημερομηνία:                        19η Φεβρουαρίου, 2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα:         κα. Ηλιοφώτου

Για Εναγόμενη:      κα. Ιακώβου

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Η απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων ηλεκτρονικά κατόπιν λήψης της συγκατάθεσής τους και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Αντικείμενο της παρούσας Απόφασης είναι η απαίτηση του Ενάγοντα εναντίον της Εναγόμενης στη βάση εκδοθείσας επιταγής, η οποία δεν τιμήθηκε κατά την παρουσίασή της στην τράπεζα.

Δικόγραφα

Συνοψίζω τα δικόγραφα χωρίς οτιδήποτε από τα πιο κάτω ν’ αποτελεί, προς το παρόν, εύρημά μου:

Σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα, η Εναγόμενη την 28.1.2007, εξέδωσε προς τον ίδιο, έναντι καλού και νόμιμου ανταλλάγματος, επιταγή για το ποσό των 2.000 ΛΚ., δηλαδή €3,147.20 και όταν αυτή παρουσιάστηκε προς πληρωμή δεν τιμήθηκε. Ο Ενάγων ισχυρίζεται ότι η επιταγή θα έφερε τόκο προς 9% από την ημέρα πληρωμής και ότι η ζημιά του Ενάγοντα λόγω της μη πληρωμής ανέρχεται σε ποσοστό 9% του ποσού της επιταγής, το οποίο επίσης απαιτεί.

Στην Υπεράσπισή της η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ουδέποτε συναλλάχθηκε με τον Ενάγοντα. Η Εναγόμενη, στο πλαίσιο προσπάθειας να βοηθήσει κάποιο Ανδρέα Αναξαγόρου (στο εξής «ΑΑ»), τον δάνειζαν διάφορα ποσά για να καλύψει προσωπικές του ανάγκες, του προσέφεραν στέγη και εργασία. Η επίδικη επιταγή δόθηκε στον ΑΑ ως οικονομική βοήθεια λόγω των φιλικών σχέσεων για ν’ αντιμετωπίσει επείγουσες προσωπικές του ανάγκες. Δεν ανέγραψαν όνομα παραλήπτη στην επίδικη επιταγή κατά την έκδοσή της. Έπειτα η Εναγόμενη έμαθε ότι ο ΑΑ διέδιδε ότι την εκμεταλλευόταν κι ότι δεν θα επέστρεφε τα ποσά που δανείστηκε, κι έτσι αποφάσισε ν’ ανακαλέσει την πληρωμή της επίδικης επιταγής. Συνεπώς, κατά την Εναγόμενη, η ίδια ουδέποτε όφειλε οποιοδήποτε ποσό στον Ενάγοντα, νομίμως ανακάλεσε την πληρωμή της επιταγής, και ο Ενάγων κατέστη δικαιούχος της επιταγής άνευ καλού ή νόμιμου ανταλλάγματος ή άλλης αιτίας.

Απαντώντας στην Υπεράσπιση, ο Ενάγοντας διευκρίνισε ότι η επιταγή εκδόθηκε από την Εναγόμενη προς κάλυψη μέρους της οφειλής του ΑΑ, στο πλαίσιο επιδίκασης ποσών και δικηγορικών εξόδων σε δικαστική διαδικασία στην οποία ο Ενάγων εκπροσώπησε την αντίδικο του ΑΑ και ότι τα πιο πάνω ήταν σε γνώση των Εναγόμενων. Η επιταγή παραδόθηκε στον ίδιο τον Ενάγοντα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εν γνώσει της Εναγόμενης και ουδέποτε η Εναγόμενη παραπονέθηκε στον Ενάγοντα για οτιδήποτε αφορούσε την επιταγή. Αναφορικά δε με την μη τίμησή της, ο Ενάγων καταχώρισε τόσο την αγωγή 3047/07 όσο και την ποινική υπόθεση 7632/08, οι οποίες όμως δεν επιδόθηκαν.

Μαρτυρία

Ενάγοντας: Ο Ενάγοντας ήταν ο πρώτος και μοναδικός μάρτυρας για την πλευρά του. Κατέθεσε γραπτή δήλωση στην οποία ανέφερε ότι είναι δικηγόρος και επιβεβαίωσε ότι, κατά την επίδικη ημέρα, η Εναγόμενη εξέδωσε την επίδικη επιταγή, το Τεκμήριο 1, προς όφελος του αλλά όταν παρουσιάστηκε στην τράπεζα, επιστράφηκε απλήρωτη. Από την ημέρα πληρωμής της θα έφερε νόμιμο τόκο. Σκοπός της έκδοσης της ήταν η κάλυψη μέρους της οφειλής του ΑΑ προς τον Ενάγοντα και η επιταγή δόθηκε στον ίδιο τον Ενάγοντα που ήταν δικηγόρος της αντιδίκου του ΑΑ σε δικαστική διαδικασία στην οποία εκδόθηκε δικαστική Απόφαση, αντίγραφο της οποίας κατέθεσε ως Τεκμήριο 2. Κατά τον Ενάγοντα, το ότι ο ΑΑ θα παρέδιδε σ’ εκείνον την επιταγή, έναντι του εξ αποφάσεως χρέους και εξόδων, ήταν εν γνώση της Εναγόμενης και τούτο επιβεβαιώθηκε, όπως και το γνήσιο της υπογραφής στην επιταγή, σε τηλεφωνική επικοινωνία που ο Ενάγων είχε με τη διευθύντρια της Εναγόμενης Κικούλλα Δημητρίου (στο εξής η «ΚΔ»). Ουδέποτε η Εναγόμενη παραπονέθηκε για την έκδοση της επιταγής, για τη μη τίμηση της οποίας ο Ενάγων καταχώρισε κι άλλες διαδικασίες, δηλαδή την Αγωγή αντίγραφο της οποίας κατέθεσε ως Τεκμήριο 3 και την ποινική υπόθεση αντίγραφο της οποίας κατέθεσε ως Τεκμήριο 4. Οι πιο πάνω διαδικασίες δεν επιδόθηκαν. Μέχρι και την ημέρα της μαρτυρίας του, η Εναγόμενη δεν πλήρωσε κανένα ποσό. Κατά την αντεξέτασή του, ο Ενάγων ανέφερε ότι την επίδικη επιταγή του την παρέδωσε ο ΑΑ, στο Δικαστήριο. Όταν του την έδωσε δεν έγγραφε όνομα δικαιούχου. Τ’ όνομα το ανέγραψε ο ίδιος ο Ενάγοντας και αναγνώρισε το γραφικό του χαρακτήρα στο αντίστοιχο σημείο του Τεκμηρίου 1. Επανέλαβε ότι συνομίλησε με την ΚΔ. Επιβεβαίωσε ότι ουδέποτε είχε οποιαδήποτε συναλλαγή με την Εναγόμενη και ότι δεν γνώριζε τη σχέση της Εναγόμενης με τον ΑΑ. Δεν γνώριζε εάν η υπογραφή στην επιταγή ήταν της ΚΔ, αλλά δεν έμαθε να έγινε οποιαδήποτε καταγγελία ότι η επιταγή ήταν πλαστογραφημένη.

ΜΥ1: Για την πλευρά της Εναγόμενης κατέθεσαν 2 μάρτυρες. Ο πρώτος ήταν ο Αντώνης Γερολέμου (στο εξής «ΜΥ1»), διευθυντής της. Κατέθεσε γραπτή δήλωση με την οποία αναφέρεται στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και στους αξιωματούχους της Εναγόμενης, καταθέτοντας επίσης σχετικά τα Τεκμήρια 5, 6 και 7. Αναφέρθηκε και το ιστορικό της συνεργασίας και της σχέσης της Εναγόμενης, αλλά και του ιδίου προσωπικά, με τον ΑΑ, στο πλαίσιο της οποίας η Εναγόμενη δάνεισε στον ΑΑ ποσά επειδή ο ΑΑ αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες. Αναφορικά με το ποσό της επίδικης επιταγής συγκεκριμένα, κατά τον ΜΥ1, ο ΑΑ το όφειλε σε άλλη ασφαλιστική εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν και η Εναγόμενη του παρέδωσε την επιταγή για να διευθετηθεί η εκκρεμότητα ούτως ώστε ο ΑΑ ν’ αποδεσμευτεί και να συνεργαστεί μαζί της. Ανέφερε επίσης τις συνθήκες υπό τις οποίες η επιταγή ανακλήθηκε, δηλαδή ότι ο ΑΑ διέδιδε ότι εκμεταλλευόταν την Εναγόμενη και ότι η Εναγόμενη δεν γνώριζε πως η επιταγή βρέθηκε στα χέρια του Ενάγοντα. Την επιταγή την υπέγραψε ο υιός του Δημήτρης Γερολέμου (στο εξής «ΜΥ2») και η ΚΔ ουδέποτε είχε δικαίωμα υπογραφής των επιταγών. Λόγω όμως τερματισμού των εργασιών του τραπεζικού ιδρύματος με το οποίο συνεργάζονταν, δεν ήταν δυνατό να βρει στοιχεία αναφορικά με το δικαίωμα υπογραφής. Επεσήμανε ότι η Εναγόμενη δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό προς τον Ενάγοντα και ότι δεν παρουσιάστηκε λόγος που δεν επιδόθηκαν οι διαδικασίες που κίνησε ο Ενάγοντας Τεκμήρια 3 και 4, αφού το εγγεγραμμένο γραφείο της Εναγόμενης ήταν πάντοτε το ίδιο. Αντεξεταζόμενος, ο ΜΥ1 ανέφερε ότι δεν είχαν υποψία ότι ο ΑΑ θα εκμεταλλευόταν την καλοσύνη τους και ότι δεν θα παρέδιδε την επιταγή στην άλλη ασφαλιστική εταιρεία, γι’ αυτό και δεν ανέγραψαν όνομα δικαιούχου. Ως προς την εμπλοκή της ΚΔ στην Εναγόμενη, ο ΜΥ ανέφερε ότι η ΚΔ ήταν προσοντούχος και είχε θέση διευθυντή αλλά όχι δικαίωμα υπογραφής επιταγών. Δεν γνώριζε εάν πράγματι η ΚΔ συνομίλησε με τον Ενάγοντα ως ο ισχυρισμός του δεύτερου και σχολίασε ότι όλα μπορούν να λεχθούν από τη στιγμή που δεν ήταν παρούσα η ΚΔ στη διαδικασία. Δεν ήταν βέβαιος ποιος έδωσε την εντολή ανάκλησης της επιταγής, αλλά τούτο έγινε επειδή διέρρευσε ότι ο ΑΑ τους εκμεταλλευόταν.

ΜΥ2: Δεύτερος μάρτυρας της Εναγόμενης ήταν ο ΜΥ2, υιός του ΜΥ1, επίσης αξιωματούχος της Εναγόμενης. Στην κυρίως εξέτασή του ανέφερε ότι η Εναγόμενη είναι η Εταιρεία του ιδίου και του πατέρα του και αναγνώρισε την υπογραφή του στο Τεκμήριο 1. Ο ΜΥ2 δεν αντεξετάστηκε.

Αγορεύσεις δικηγόρων

Με το κλείσιμο της υπόθεσης και για την Εναγόμενη, οι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις. Η δικηγόρος του Ενάγοντα εισηγείται ότι η μαρτυρία του Ενάγοντα παρέμεινε αναντίλεκτη και είναι αξιόπιστη και μέσω της διαφάνηκε ότι ο Ενάγοντας έλαβε την επίδικη επιταγή ως καλόπιστος τρίτος από τον ΑΑ, ο οποίος ήταν εξ αποφάσεως οφειλέτης και ότι με τη λήψη της, επικοινώνησε με την ΚΔ η οποία και συγκατατέθηκε όπως αναγράψει τ’ όνομά του και ότι δεν υπήρχε πρόβλημα να καταθέσει την επιταγή. Αντίθετη είναι η άποψή της για τη μαρτυρία του ΜΥ1. Το μέρος της μαρτυρίας του δε ότι η επιταγή δόθηκε στον ΑΑ για να πληρώσει άλλη ασφαλιστική εταιρεία ήταν εκτός δικογράφων και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. Βάσει του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, αλλά και επειδή η Εναγόμενη δεν παρουσίασε εύλογη αιτία για την ανάκληση της επιταγής, η δικηγόρος του Ενάγοντα εισηγείται ότι ο πελάτης της δικαιούται σε απόφαση.

Από την αντίπερα όχθη, θέση της δικηγόρου της Εναγόμενης ήταν ότι ο ισχυρισμός του Ενάγοντα ότι η Εναγόμενη γνώριζε αναφορικά με τον προορισμό της επιταγής, δεν ισχύει καθότι, σ’ εκείνη την περίπτωση η Εναγόμενη θα ανέγραφε τ’ όνομά του Ενάγοντος. Επίσης η θέση του Ενάγοντα αναφορικά με την μη επίδοση των Τεκμηρίων 3 και 4 δεν μπορεί να προωθείται με οποιεσδήποτε αξιώσεις από τον Ενάγοντα, μια και η παρούσα Αγωγή καταχωρίστηκε 9 έτη μετά την έκδοση και ανάκληση της επιταγής. Γενικά, εισηγείται η δικηγόρος της Εναγόμενης, ο Ενάγοντας δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που του αναλογεί και δεν είναι νομιμοποιημένος κομιστής της επιταγής, αφού η επιταγή δεν του παραδόθηκε από τον δικαιούχο κατόπιν οπισθογράφησης. Στην προκείμενη περίπτωση, εισηγείται, δεν υπάρχει δικαιούχος και δεν υπάρχει συμβατική σχέση μεταξύ Ενάγοντα και Εναγόμενης.

Αξιολόγηση μαρτυρίας

Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, έργο στο οποίο προβαίνω στη βάση των σχετικών αρχών της Νομολογίας, οι οποίες θεωρώ συγκεφαλαιώνονται με χαρακτηριστική σαφήνεια στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην El Sayed v. 1. Του Πλοίου Μ/V Mary John σημαίας Κύπρου κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 661, όπου Δικαστής Αρτεμίδης ανέφερε τα εξής:

«Η ανάλυση των στοιχείων, που οδηγούν στην αξιολόγηση της φιλαλήθειας ενός μάρτυρα, έχει, κατά τη γνώμη μου, δυο επάλληλα επίπεδα. Το πρώτο αφορά στο περιεχόμενο της ίδιας της μαρτυρίας. Τα αναφερόμενα δηλαδή σ΄ αυτήν υποβάλλονται στη βάσανο της εύλογα αναμενόμενης ανθρώπινης λειτουργίας, και βεβαίως συγκρίνονται και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό στην υπόθεση. Το άλλο ανάγεται στην έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει από το σύνολο της προσωπικότητας αυτού που εξιστορεί κάτι, αν λέγει την αλήθεια».

Δεν πρέπει ούτε να λησμονείται το καθήκον του Δικαστηρίου να συσχετίζει, αντιπαραβάλλει και διερευνά τη μαρτυρία με την «αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων» χωρίς μικροσκοπική κρίση η απομόνωση των λεγόμενων των μαρτύρων από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας[1]».

Ενάγοντας: Ο Ενάγοντας κατά τη μαρτυρία του απαντούσε με αμεσότητα και χωρίς να διστάζει και παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του. Στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του δεν αμφισβητήθηκε. Κατ’ ουσία αναντίλεκτες - και εν πολλοίς συνεπικουρούμενες από τη λοιπή μαρτυρία – ήταν τόσο η θέση του ότι την επιταγή Τεκμήριο 1 του την παρέδωσε ο ΑΑ και ότι ήταν ο ίδιος ο Ενάγοντας που συμπλήρωσε το δικό του όνομα στο πεδίο του δικαιούχου - το οποίο είχε αφεθεί προηγουμένως κενό -, όσο και η θέση του σχετικά με την οφειλή που είχε δημιουργηθεί από τον ΑΑ και αφορούσε εξ αποφάσεως χρέος και δικηγορικά έξοδα που επιδικάστηκαν με την Απόφαση - Τεκμήριο 2. Δίχως αμφισβήτηση παρέμεινε και το δικαίωμα του Ενάγοντα να εισπράξει τα πιο πάνω ποσά από τον ΑΑ.

Όμως, ως προς τη θέση του Ενάγοντα ότι η επίδικη επιταγή «εκδόθηκε και παραδόθηκε στον Ανδρέα Αναξαγόρου για να την παραδώσει σε» εκείνον «ως κάλυψη μέρους της οφειλής που είχε ο ίδιος στην Ε120/06. Πράγμα που γνώριζαν οι Εναγόμενοι» (βλ. σελίδα 4 των πρακτικών της 28.11.23), παρατηρώ τα εξής: Ούτε ο ΑΑ, ούτε η ΚΔ ήταν μάρτυρες στη διαδικασία. Τόσο η όλη κατ’ ισχυρισμό συνομιλία του Ενάγοντα με την ΚΔ, στη βάση της οποίας ο Ενάγοντας προώθησε τον ισχυρισμό περί της σκοπούμενης έκδοσης και παράδοσης της επίδικης επιταγής προς τον ίδιο, αλλά κι επιβεβαίωσης της συναλλαγής κατά την ημέρα παράδοσης, παρέμειναν ουσιαστικά στη σφαίρα των απλών ισχυρισμών του Ενάγοντα, στην απουσία οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας που να τους επιβεβαιώνουν. Πέραν τούτου, ο χρόνος κατά τον οποίο κατ’ ισχυρισμό έλαβε χώρα η κατ’ ισχυρισμό συνομιλία μεταξύ του Ενάγοντας και της ΚΔ ,παρέμεινε αδιευκρίνιστος. Εν όψει των πιο πάνω κενών στο σχετικό σημείο της μαρτυρίας του Ενάγοντα, δεν μπορώ - στην έκταση που το αφορά - να την αποδεχτώ.

Ως προς τα λοιπά γεγονότα κάμνω ανάλογα ευρήματα πιο κάτω.

ΜΥ1: Ενώ και ο ΜΥ1 απαντούσε άμεσα και χωρίς δισταγμό, υπήρξε προφανής διάσταση μεταξύ της μαρτυρίας του και της δικογραφημένης θέσης της Εναγόμενης ως προς το λόγο που η Εναγόμενη εξέδωσε και παρέδωσε την επίδικη επιταγή προς τον ΑΑ. Ενώ στο δικόγραφό της η Εναγόμενη αναφέρει ότι η επιταγή δόθηκε στον ΑΑ ως δάνειο για ν’ αντιμετωπίσει επείγουσες προσωπικές του ανάγκες, στη μαρτυρία του ο ΜΥ1 προσέφερε άλλη εκδοχή γεγονότων, αναιρώντας τη δικογραφημένη θέση και διαχωρίζοντας την κάλυψη προσωπικών αναγκών του ΑΑ από το λόγο για τον οποίο, εν τέλει, ισχυρίστηκε ότι η Εναγόμενη εξέδωσε τη συγκεκριμένη επιταγή. Δηλαδή κατά τη δίκη ο ΜΥ1 ισχυρίστηκε ότι η επιταγή είχε δοθεί προκειμένου ο ΑΑ να εξοφλήσει χρέος του σε ασφαλιστική εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν ο ΑΑ και στην οποία όφειλε χρήματα και τούτο επειδή η Εναγόμενη και ο ΑΑ σκόπευαν να συνεργαστούν. Έστω χάριν επιχειρήματος ν’ αποδεχόμουν τη θέση του ΜΥ1 ότι πράγματι η επίδικη επιταγή προοριζόταν προς εξόφληση της άλλης ασφαλιστικής εταιρείας, εγείρεται το, καθόλα εύλογο, ερώτημα για ποιο λόγο η Εναγόμενη δεν συμπλήρωσε τ’ όνομα της δικαιούχου ασφαλιστικής εταιρείας; Η επεξήγηση που δόθηκε από τον ΜΥ1, δηλαδή ότι η Εναγόμενη είχε εμπιστοσύνη στον ΑΑ σε τέτοιο βαθμό που του παρέδωσε την επίδικη επιταγή χωρίς ν’ αναγράψει όνομα δικαιούχου - ούτε καν του ίδιου του ΑΑ – και χωρίς να περιορίζεται η τυχόν περαιτέρω διαπραγμάτευση ή μεταβίβαση της επίδικης επιταγής - θεωρώ δεν είναι δυνατό να συγκεραστεί με την κατ’ ισχυρισμό παράλληλη έγνοια της Εναγόμενης περί της ανάγκης γι’ αποδέσμευση του ΑΑ από την άλλη ασφαλιστική εταιρεία προκειμένου να επισημοποιήσουν τη συνεργασία τους. Εν πάση όμως περιπτώσει αλλά και σημαντικότερα – με αναφορά στα επίδικα θέματα - η θέση του ΜΥ1 ότι ο λόγος ανάκλησης της επιταγής ήταν το ότι περιήλθε σε γνώση της Εναγόμενης ότι ο ΑΑ διαλαλούσε ότι την εκμεταλλευόταν παρέμεινε στη σφαίρα του απλού ισχυρισμού και κατ’ επέκταση μετέωρος. Δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία με την οποία να καταδεικνύεται ότι πράγματι ο λόγος ανάκλησης ήταν εκείνος, αλλ’ ούτε έγινε καν αναφορά ως προς το χρόνο και τις συνθήκες υπό τις οποίες η Εναγόμενη έλαβε γνώση της πληροφορίας τούτης που, κατ’ ισχυρισμό, κλόνισε τη μέχρι τότε σχέση της με τον ΑΑ. Υπενθυμίζω ότι, στη βάση των όσων φαίνονται στην όψη του Τεκμηρίου 1, η επιταγή εκδόθηκε την 28.01.07, κατατέθηκε στη Marfin στις 02.02.07 και κάτω από τη σφραγίδα «Stop payment» αναγράφεται η ημερομηνία 05.02.07. Εντός δηλαδή αυτών των ολίγων ημερών μεταξύ της 28.01.07 και – το αργότερο – της 05.02.07, ο ισχυρισμός του ΜΥ1 ήταν ότι πληροφορήθηκε για τα όσα ο ΑΑ κατ’ ισχυρισμό διαλαλούσε, αλλά και ότι έδωσε σχετικές οδηγίες για την ανάκληση της επιταγής που του είχε παραδώσει. Ακόμα και να θεωρηθεί ότι ο χρόνος ήταν αρκετός για να λάβουν χώρα τα γεγονότα όπως τα περιέγραψε ο ΜΥ1, εξακολουθεί ν’ απουσιάζει παντελώς μαρτυρία αναφορικά με το πότε η επιταγή πράγματι ανακλήθηκε και με ποιο τρόπο και οδηγίες δόθηκαν στο τραπεζικό ίδρυμα επί του οποίου εκδόθηκε. Επομένως και λόγω των πιο πάνω δεν μπορώ να δεχθώ τη μαρτυρία του ΜΥ1 για τους πιο πάνω ισχυρισμούς.     

Από την άλλη τ’ απλά γεγονότα που ο ΜΥ1 μετέφερε και αφορούσαν την έκδοση της επιταγής, την παράδοσή της προς τον ΑΑ και το γεγονός -  και μόνον - της ανάκλησής της, αποτέλεσαν κατ’ ουσία κοινό τόπο των διαδίκων.

ΜΥ2: Την πολύ σύντομη μαρτυρία του ΜΥ, που παρέμεινε αναντίλεκτη, δεν έχω οποιοδήποτε ενδοιασμό να την αποδεχτώ στην ολότητά της, εξετάζοντας την, βεβαίως, στο πλαίσιο της λοιπής μαρτυρίας στην υπόθεση.

Ευρήματα

Στη βάση των παραδεχτών, μη αμφισβητούμενων γεγονότων και της αξιολόγησης της μαρτυρίας πιο πάνω, προβαίνω στα εξής ακόλουθα ευρήματα:

Ο Ενάγοντας ενήργησε ως δικηγόρος σε δικαστική υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, στην οποία ο ΑΑ ήταν Καθ’ ου η Αίτηση και στην οποία, στις 27.11.2006, εκδόθηκε Απόφαση για διάφορά ποσά και δικηγορικά έξοδα υπέρ της πελάτη του Ενάγοντα και εναντίον του ΑΑ.

Η Εναγόμενη γνώριζε τον ΑΑ, σχετιζόταν και συνεργαζόταν μ’ αυτόν και κατά τον ουσιώδη προς την παρούσα Αγωγή χρόνο τον δάνεισε διάφορα ποσά για να καλύψει προσωπικές του ανάγκες. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Εναγόμενη, μέσω του ΜΥ2, στις 28.01.07 εξέδωσε και παρέδωσε στον ΑΑ την επιταγή Τεκμήριο 1 της Emporiki Bank Cyprus Ltd.

Κατά την παράδοσή της από την Εναγόμενη στον ΑΑ, η επιταγή έφερε υπογραφή του εκδότη δηλαδή του ΜΥ2 ο οποίος ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο διευθυντής της Εναγόμενης και είχε δικαίωμα υπογραφής επιταγών, την ημερομηνία 28.01.07 το ποσό των 2000 Λιρών Κύπρου - αριθμητικά και ολογράφως - αλλά δεν συμπληρώθηκε όνομα δικαιούχου δίπλα από την ένδειξη «Πληρώστε».

Ο ΑΑ παρέδωσε στον Ενάγοντα στην επίδικη επιταγή έναντι των εξ αποφάσεως χρεών και εξόδων που επιδικάστηκαν από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων υπέρ της πελάτη του Ενάγοντα και εναντίον του ΑΑ, προκειμένου ο Ενάγοντας να την εξαργυρώσει.

Ο ίδιος ο Ενάγοντας ανέγραψε τ’ όνομά του δίπλα από την ένδειξη «Πληρώστε».

Στις 02.02.07 η επιταγή σφραγίστηκε από την τράπεζα Marfin Popular Bank Public Co Ltd, αλλά επιστράφηκε στον Ενάγοντα χωρίς να τιμηθεί λόγω του ότι η Εναγόμενη είχε ανακαλέσει την πληρωμή της και τοποθετήθηκε σφραγίδα στην οποία αναγράφεται η ένδειξη «Stop payment».

Λόγω τούτου, ο Ενάγοντας καταχώρισε εναντίον της Εναγόμενης την Αγωγή υπ’ αριθμό 3047/07 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και την ποινική υπόθεση υπ’ αριθμό 7632/08 – η οποία στρεφόταν και εναντίον της ΚΔ. Οι εν λόγω διαδικασίες ουδέποτε επιδόθηκαν.

Ενάγοντας και Εναγόμενη δεν είχαν προηγουμένως μεταξύ τους οποιαδήποτε συναλλαγή.

Τα ευρήματά μου συμπληρώνονται αναλόγως πιο κάτω κατόπιν περαιτέρω ανάλυσης.

Νομική Πτυχή

Προτού αναφερθώ στην ειδική νομική πτυχή που αφορά τα εδώ επίδικα ζητήματα, θα παραθέσω δυο λόγια αναφορικά με το βάρος απόδειξης, προς καλύτερη κατανόηση της ανάλυσης που πρόκειται ν’ ακολουθήσει κατά την υπαγωγή των ευρημάτων μου στην νομική πτυχή: Σε υποθέσεις αστικής φύσεως, ο Ενάγων φέρει το γενικό βάρος να αποδείξει στο μέτρο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι η δική του εκδοχή γεγονότων είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι[2]. Το βάρος αποσείεται αποκλειστικά με μαρτυρία η οποία κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη από το Δικαστήριο[3]. Το νομικό ή γενικό βάρος δεν πρέπει όμως να συγχέεται με το αποδεικτικό βάρος απόδειξης. Το πρώτο είναι πάντοτε στους ώμους του Ενάγοντος και δεν μεταφέρεται, ενώ το αποδεικτικό υποδηλώνει το βάρος που διάδικος  φέρει να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία για την υποστήριξη επίδικου ή σχετικού θέματος, έτσι ώστε το Δικαστήριο να καλέσει την άλλη πλευρά να απαντήσει.

Ερχόμενος τώρα στη νομική πτυχή που αφορά τα επίδικα θέματα, σημειώνω ότι βάσει του Άρθρου 73 του περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262 (το «Κεφ. 262»), η επιταγή είναι συναλλαγματική που εκδίδεται επί τραπεζίτη.

Στην υπόθεση Heatron Co Ltd v. Χριστόφορου Κώστα Σωκράτους (2012) 1 Α.Α.Δ. 1034, συγκεφαλαιώθηκαν η αρχές της Νομολογίας κι εντοπίζονται τ’ ακόλουθα αποσπάσματα που αφορούν την ισχύ των πληρωμών με επιταγή, τις διαθέσιμες υπερασπίσεις και ερμηνεία του Άρθρου 27(2) του Κεφ. 262:

«πληρωμές που γίνονται με επιταγή, στην ουσία εξισώνονται με πληρωμές τοις μετρητοίς, με αποτέλεσμα η υπεράσπιση που μπορεί να προβληθεί να πρέπει να συσχετιστεί είτε με την πληρωμή, είτε με την εγκυρότητα της επιταγής». […] «η επιταγή είναι από μόνη της μια σύμβαση, ξεχωριστή από τη σύμβαση πώλησης» […] «είναι γι’ αυτό το λόγο που ο αγγλικός νόμος δεν επιτρέπει την προβολή υπερασπίσεων, εκτός εκείνων που επιτρέπονται από το Νόμο και στηρίζονται σε δόλο, στη μη εγκυρότητα της επιταγής και σε αποτυχία της αντιπαροχής» […] «Σύμφωνα με το Άρθρο 27(2) του Νόμου, ο κάτοχος επιταγής θεωρείται εκ πρώτης όψεως κάτοχος για αξία και δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την ύπαρξη αντιπαροχής. Λόγω του Τεκμηρίου που δημιουργείται, το βάρος απόδειξης για την έλλειψη αντιπαροχής μετατίθεται στο πρόσωπο που επικαλείται την έλλειψη αντιπαροχής».

          Ενώ στην απόφαση του στην υπόθεση Vasos Charalambides Ltd. v. Πάμπου Ψαρά (2000) 1 Α.Α.Δ. 849, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

«Κάθε μέρος του οποίου η υπογραφή εμφανίζεται σε συναλλαγματική θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι έχει καταστεί μέρος της για αξία (άρθρο 30(1) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262). Δηλαδή κάθε κάτοχος συναλλαγματικής (ή επιταγής), θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι είναι κάτοχος κατά προσήκοντα τρόπο. Το βάρος απόδειξης μετατίθεται αν αποδειχθεί ότι η αποδοχή, έκδοση, ή μεταγενέστερη μεταβίβαση της συναλλαγματικής επηρεάζεται από δόλο, εξαναγκασμό, βία, φόβο ή παρανομία, εκτός αν, και μέχρις ότου, ο κάτοχος αποδείξει ότι εν συνεχεία του κατ΄ ισχυρισμόν δόλου και παρανομίας, έχει δοθεί καλή τη πίστει αξία στη συναλλαγματική (άρθρο 30(2)). Το τεκμήριο που δημιουργείται μεταθέτει στους ώμους των εναγομένων το βάρος απόδειξης».

Σχετικά με το θέμα της μη αναγραφής ονόματος δικαιούχου στην επιταγή στο Άρθρο 20 του Κεφ. 262 υπό τον τίτλο «Ημιτελή Έγγραφα», γίνεται πρόνοια με την οποία κάτοχος εγγράφου που φέρει απλή υπογραφή έχει εκ πρώτης όψεως εξουσία να συμπληρώσει την παράλειψη και να μετατρέψει αυτό σε συναλλαγματική, νοουμένου ότι το πράξει τούτο εντός εύλογου χρόνου και σύμφωνα με τη δοθείσα εξουσία. Επίσης, σύμφωνα με το εν λόγω Άρθρο, ο χρόνος είναι ζήτημα πραγματικό. Αναφορικά με την εξουσία προσώπου να συμπληρώσει ημιτελές έγγραφο, αυτή δεν περιορίζεται στο πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε και επεκτείνεται και σε πρόσωπο το οποίο κατέστη καλόπιστος κάτοχός του. Χαρακτηριστική αναφορά επ’ αυτού γίνεται – σχεδόν κατά γράμμα - στο σύγγραμμα Chalmers and Guest on Bills of Exchange and Cheques, 17η έκδοση, 2009, σελίδα 106 παράγραφος 2-134[4]. Στο δε σύγγραμμα «Η Τραπεζική Επιταγή» του Χρ. Λουκά, 2η έκδοση (1997), στη σελίδα 210, αναφέρονται τα εξής υπό τον πλαγιότιτλο «Επιταγή χωρίς όνομα δικαιούχου»:

«[…] Είναι, όμως, γεγονός ότι ο νομοθέτης με ρητές διατάξεις προσπαθεί ν’ αποσοβήσει ακυρότητα που προκαλείται από έλλειψη κάποιο τυπικού στοιχείου, πχ ποσό ή όνομα του δικαιούχου, και παρέχει τη δυνατότητα στο πρόσωπο που κατέχει την επιταγή να συμπληρώσει ελλείπον στοιχείο και να εξασφαλίσει έτσι πληρωμή της επιταγής.».

Η πιο πάνω προσέγγιση επιβεβαιώθηκε και στην υπόθεση Ορφανίδου ν Φυλακτού, Πολ. Έφεση 99/2014, ημερομηνίας 16.11.21, ECLI:CY:AD:2021:A514 με αναφορά στο Halsburys Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 3, παράγραφος 267.

Στο δε Άρθρο 29 του Κεφ. 262, καθορίζεται η έννοια κατόχου κατά τον προσήκοντα τρόπο πότε κάτοχος συναλλαγματικός καθίσταται νομιμοποιημένος κομιστής και με το Άρθρο 30 του Κεφ. 262, δημιουργούνται τεκμήρια, εκ πρώτης όψεως, αναφορικά με το ότι οποιοδήποτε μέρος η υπογραφή του οποίου εμφανίζεται σε συναλλαγματική έχει καταστεί μέρος για αξία και αφετέρου ότι κάθε κάτοχος θεωρείται εκ πρώτης όψεις κάτοχος κατά τον προσήκοντα τρόπο εκτός όπου γίνεται δεκτό ή αποδεικνύεται ότι η συναλλαγματική επηρεάζεται από δόλο, εξαναγκασμό, ή βία, φόβο και παρανομία, οπότε και ο κάτοχος πρέπει ν’ αποδείξει ότι έδωσε αξία στη συναλλαγματική καλεί τη πίστει.

Με τις πρόνοιες του Νόμου κατά νου, σημειώνεται ότι στην υπόθεση Τσιακλίδης ν. Σιάνου (2008) 1 Α.Α.Δ. 296, με αναφορά σε γεγονότα που προσομοιάζουν τα εδώ επίδικα, το Ανώτατο Δικαστήριο, κατέληξε στα εξής, επικυρώνοντας την πρωτόδικη κρίση:

«Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι ο εφεσείων και ο εφεσίβλητος δεν είχαν μεταξύ τους οποιαδήποτε συναλλαγή που αφορούσε αμέσως ή εμμέσως την επίδικη επιταγή. Ωστόσο, ο εφεσείων δεν απαλλάσσεται της ευθύνης για πληρωμή της επιταγής. Από τη στιγμή που δόθηκε αξία στην επιταγή και αυτή περιήλθε νομίμως στην κατοχή του εφεσίβλητου από τον Ευαγγέλου, ο εφεσίβλητος κατέστη κάτοχος της επιταγής για αξία (holder for value) με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 27 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262 και υπό αυτή την ιδιότητα, είχε εκ του νόμου εξουσία να συμπληρώσει την επιταγή διά της αναγραφής του ονόματός του ως δικαιούχου (payee) και να την παρουσιάσει για πληρωμή. Η σχετική εξουσία συμπλήρωσης της επιταγής, κάτω από ανάλογες περιστάσεις, παρέχεται στον κάτοχο της επιταγής δυνάμει του Άρθρου 20 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262. Βλεπίσης Halsbury´s Laws of England, 3η έκδ., τόμος 3, παρ. 245

*Έμφαση δοθείσα.

Υπαγωγή ευρημάτων και ανάλυση

Αποτέλεσε μέρος των ευρημάτων μου ότι από το Τεκμήριο 1 έλειπε τ’ όνομα του δικαιούχου και ότι πριν την παρουσίασή του στην τράπεζα για πληρωμή, το κενό συμπληρώθηκε από τον Ενάγοντα, στην κατοχή του οποίου περιήλθε στο ενδιάμεσο. Εν προκειμένω, δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μου με το οποίο ν’ αμφισβητείται το ότι ο Ενάγοντας είχε την απαιτούμενη εξουσιοδότηση να συμπληρώσει το Τεκμήριο 1, μετά που η ίδια η Εναγόμενη φρόντισε να συμπληρώσει όλα τα άλλα απαιτούμενα στοιχεία. Η δε συμπλήρωση και κατάθεση του Τεκμηρίου 1 προς πληρωμή στην τράπεζα του Ενάγοντα έγινε - το αργότερο - εντός 6 ημερών από την έκδοσή του και παράδοσή του στον ΑΑ ως επιμαρτυρείται από τις αντίστοιχες σφραγίδες σ’ αυτό. Άλλωστε ουδέποτε αναδείχθηκαν από την Υπεράσπιση ως επίδικα ζητήματα το ότι η κατάθεση έγινε εντός εύλογου χρόνου και ότι η συμπλήρωση του Τεκμηρίου 1 έγινε καθ’ υπέρβαση εξουσιοδότησης. Συμπληρώνω επίσης ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με οποιαδήποτε απαγόρευση ή εμπόδιο προς τον κάτοχό της επίδικης επιταγής στο να την παραδώσει ή να την μεταβιβάσει σε οποιοδήποτε τρίτο. Αντίθετα η όλη θέση του ΜΥ1 ότι το Τεκμήριο 1 δόθηκε στον ΑΑ προκειμένου να πληρωθεί συγκεκριμένα η άλλη ασφαλιστική εταιρεία. Αν και η θέση του δεν έγινε δεχτή, αποτέλεσε μέρος των ευρημάτων μου ότι η επιταγή δόθηκε ως μέρος δανεισμού προς τον ΑΑ προκειμένου αυτός να καλύψει οικονομικές του υποχρεώσεις γενικά και συνεπώς το σημείο περί της ανυπαρξίας οποιουδήποτε εμποδίου παραμένει. Δράττομαι της ευκαιρίας να σημειώσω ότι το βάρος απόδειξης ότι ο Ενάγοντας δεν είχε την απαιτούμενη εξουσία να συμπληρώσει το έγγραφο το έφερε η Εναγόμενη[5], βάρος που ως ήδη ανέφερα, δεν αποσείστηκε. Εκ των ανωτέρω, κρίνω ότι η συμπλήρωση του ονόματός του από τον ίδιο τον Ενάγοντα έγινε εντός της έννοιας και εμβέλειας του Άρθρου 20 του Κεφ. 262. Ως προανέφερα, το αποτέλεσμα συμπλήρωσης του Τεκμηρίου 1 σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο είναι ότι αυτό θεωρείτο πλέον ως να μην ήταν ημιτελές[6].

Αναφορικά με το κατά πόσο δόθηκε αξία στην επιταγή και ο Ενάγοντας κατέστη κάτοχος για αξία, η απάντηση θα πρέπει και πάλι να είναι καταφατική: Το γεγονός της ύπαρξης οφειλής του ΑΑ προς τον Ενάγοντα αλλά και το δικαίωμα του Ενάγοντα να εισπράξει το ποσό της επιταγής ως μέρος της οφειλής του ΑΑ, όπως πρόκυψε από την Απόφαση του Δικαστηρίου Τεκμήριο 2, δεν αμφισβητήθηκαν και αποτέλεσαν ευρήματά μου, όπως και το ότι ο ΑΑ παρέδωσε την επίδικη επιταγή προς τον Ενάγοντα έναντι των εξ αποφάσεως χρεών και εξόδων. Μοναδική θέση της Υπεράσπισης επ’ αυτού ήταν η απουσία άμεσης σχέσης και αντιπαροχής μεταξύ της Εναγόμενης και του Ενάγοντα και ουδέποτε τέθηκε ως ζήτημα το κατά πόσο είχε προηγουμένως δοθεί αξία για την επιταγή. Η δε Εναγόμενη, ως τα ευρήματά μου - λόγω της σχέσης που είχε με τον ΑΑ - τον δάνειζε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, χρήματα προκειμένου ο δεύτερος να καλύψει οικονομικές του υποχρεώσεις. Το ότι η μεταξύ της Εναγόμενης και του ΑΑ σχέση αφορούσε δανεισμό αποτέλεσε και την ίδια τη θέση της Εναγόμενης – βλέπε παράγραφο 2 και παράγραφο 4 της Υπεράσπισης, όπου σημειώνεται και η προσμονή της Εναγόμενης για επιστροφή των δανεισθέντων ποσών από τον ΑΑ-. Στο πλαίσιο του δανεισμού αυτού εξέδωσε και την επίδικη επιταγή. Μπορεί μεν η Εναγόμενη και ο Ενάγοντας να μην είχαν συμβατική σχέση ή άλλη συναλλαγή αλλά εναπόκειτο στην Εναγόμενη να καταδείξει στο Δικαστήριο ότι δεν είχε δοθεί στην επιταγή αξία προηγουμένως. Όχι μόνο κάτι τέτοιο δεν απεδείχθη, αλλ’ αντίθετα επιβεβαιώθηκε ότι πράγματι δόθηκε αξία. Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση ο Ενάγοντας κατέστη κάτοχος της επιταγής για αξία εν τη εννοία του Άρθρου 27(2) του Κεφ. 262.   

Στην ενώπιον μου υπό κρίση περίπτωση, οι θέσεις της Υπεράσπισης ήταν ότι δεν είχαν οποιαδήποτε σχέση με τον Ενάγοντα και ότι είχαν καλή αιτία για να ανακαλέσουν την επιταγή καθότι πληροφορήθηκαν ότι ο ΑΑ δεν θα τους επέστρεφε τα ποσά που τους δάνεισαν. Όμως η Εναγόμενη δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ο Ενάγοντας, παραλαμβάνοντας την επιταγή, είχε οποιαδήποτε ειδοποίηση ότι η επιταγή δεν επρόκειτο να τιμηθεί ή ότι υπήρχε οποιοδήποτε ελάττωμα είτε με το δικαίωμα του Ενάγοντα να κατέχει την επιταγή είτε με το να την παραδώσει σε οποιοδήποτε τρίτο. Μάλιστα θέση της μέσω της μαρτυρίας του ΜΥ1, ήταν ακριβώς ότι το όνομα του δικαιούχου αφέθηκε κενό επειδή εμπιστεύονταν τον ΑΑ ότι θα παρέδιδε την επιταγή σε τρίτο πρόσωπο. Επιπρόσθετα, με την απόρριψη του σχετικού μέρους της μαρτυρίας του ΜΥ1 αναφορικά με το λόγο που η επιταγή ανακλήθηκε δηλαδή ότι η Εναγόμενη κατ’ ισχυρισμό πληροφορήθηκε ότι ο ΑΑ διέδιδε ότι την εκμεταλλευόταν, δεν είναι δυνατό να καταλήξω ότι στην προκείμενη ενώπιον μου περίπτωση εφαρμόζονται οποιεσδήποτε εκ των περιπτώσεων του Άρθρου 29(2) του Κεφ. 262. Επί του σημείου τούτου – και παρενθετικά - παρατηρώ ότι η δικογράφηση από πλευράς Εναγόμενης δεν ήταν και η καλύτερη. Δηλαδή, η Εναγόμενη δεν προέβη στο δικόγραφό της σε ευθεία επίκληση των ειδικών υπερασπίσεων που αναφέρονται στο Νόμο, παρά μόνο προβάλλει τον ισχυρισμό – χωρίς λεπτομέρειες – περί πληροφόρησής της για την πρόθεση του ΑΑ να μην της επιστρέψει τα ποσά που του δάνεισε. Παρά τη δικογράφηση, προχώρησα και εξέτασα τον ισχυρισμό περί ανάκλησης της επιταγής εντός του πλαισίου των σχετικών ειδικών υπερασπίσεων, πλην όμως, ως προανέφερα, δεν αποδέχθηκα τη σχετική μαρτυρία του ΜΥ1 επ’ αυτού. Εν ολίγοις δεν έχει καταδειχθεί ενώπιον μου ότι η έκδοση ή η μεταβίβαση της επίδικης επιταγής ενείχε οποιοδήποτε στοιχείο δόλου, εξαναγκασμού, βίας, φόβου ή παρανομίας. Ομοίως, ουδείς ισχυρισμός τέθηκε περί οτιδήποτε μεμπτού στον τρόπο και το λόγο που ο ΑΑ παρέδωσε την επιταγή στον Ενάγοντα, αλλ’ ούτε και οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η πληρωμή της επιταγής ανακλήθηκε πριν ο Ενάγοντας τη συμπληρώσει και την καταθέσει στην Τράπεζα.

Όπως και στη Τσιακλίδης (ανωτέρω), οι διάδικοι εδώ δεν είχαν οποιαδήποτε άμεση συναλλαγή ή άλλη σχέση. Οι Εναγόμενοι δάνεισαν στον ΑΑ χρήματα μέσω της παράδοσης της επιταγής και ο ΑΑ τη χρησιμοποίησε ως πληρωμή έναντι του χρέους του προς τον Ενάγοντα, όπως προέκυψε από την Απόφαση – Τεκμήριο 2. Επίσης, κι επίσης ομοίως με τη Τσιακλίδης, κατά την παράδοση της επιταγής από τον ΑΑ στον Ενάγοντα, έλειπε τ’ όνομα του δικαιούχου, το οποίο συμπλήρωσε ο ίδιος ο Ενάγοντας, ο οποίος έδωσε αξία στην επιταγή. Συγκεφαλαιώνοντας και έχοντας κατά νου τα ευρήματα μου, καταλήγω ότι Ενάγοντας κατέστη κάτοχος της επίδικης επιταγής ενώ είχε προηγουμένως δοθεί αξία σ’ αυτή και έχοντας συμπληρώσει τ’ όνομά του δίπλα από την ένδειξη «Πληρώστε», είχε δικαίωμα να καταθέσει την επιταγή και σε περίπτωση μη τίμησής της, ως και έγινε, είχε δικαίωμα ν’ αξιώσει το αναγραφόμενο ποσό από την εκδότρια και υπογράφουσα την εν λόγω επιταγή, δηλαδή την Εναγόμενη.

Κατάληξη

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η Αγωγή επιτυγχάνει. Αναφορικά με τον τόκο, η αξίωση του Ενάγοντα για τόκο 9% δεν προωθήθηκε αλλ’ αντ’ αυτού ο ίδιος στην παράγραφο 4 της γραπτής του δήλωσης, Έγγραφο Α στη διαδικασία, αξίωσε μόνον νόμιμο τόκο. Επίσης ο Ενάγοντας δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με οποιαδήποτε ζημιά που να υπέστη, εγκαταλείποντας, θεωρώ, τοιουτοτρόπως και τη διαζευκτική απαίτησή του για τόκο προς 9% ως αποζημίωση όπως συμπεριλήφθηκε στο ειδικά οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα της Αγωγής. Ως προς το χρόνο για τον οποίο ο νόμιμος τόκος θα πρέπει υπολογιστεί, διαπιστώνω ότι δεν τέθηκε ενώπιον μου οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με το χρόνο κατά τον οποίο η Εναγόμενη έλαβε γνώση της απαίτησης του Ενάγοντα για πληρωμή. Ως αναφέρθηκε κατά τη δίκη τόσο η Αγωγή όσο και η ποινική υπόθεση, που ο Ενάγων καταχώρισε εναντίον της Εναγόμενης τα έτη 2007 και 2008 αντίστοιχα, δεν επιδόθηκαν. Ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε άλλη ειδοποίηση του Ενάγοντα προς την Εναγόμενη που ν’ αφορούσε την απαίτησή του. Εν όψει των πιο πάνω δεν μπορώ να καταλήξω ως προς το χρόνο που η Εναγόμενη ειδοποιήθηκε για την απαίτηση και, αναπόδραστα, θα πρέπει να επιδικαστεί νόμιμος τόκος από την ημέρα καταχώρισης της παρούσας Αγωγής.

Εκδίδεται Απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης ως η παράγραφος 6Α του ειδικά οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος της Αγωγής, με νόμιμο τόκο από την ημέρα καταχώρισης της Αγωγής μέχρι εξοφλήσεως. Ως προς τα έξοδα, εν όψει της επιτυχίας της Αγωγής και λόγω του ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου που να δικαιολογεί άλλη κατάληξη, τα επιδικάζω υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

……………………

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] (βλ. Ανδρέας Χρ. Στυλιανίδης ν. Κωνσταντίνου Χατζηπιέρα (1999) 1 Α.Α.Δ. 1056)

[2] βλ. Χρύσανθου ν Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ.1295

[3] βλ. Χ" Παυλή κ.ά v. Αβραάμ (2000) 1 ΑΑΔ 220

[4] Στο κείμενο: «The prima facie authority conferred by subs.(1) is not limited to the person to whom the incomplete document is delivered: any bona fide holder may fill it up».

[5] Βλ. σύγγραμμα Chalmers and Guest on Bills of Exchange and Cheques, 17η έκδοση, 2009, σελίδα 108, παράγραφος 2-136: “Since the person in possession of the bill has prima facie authority to complete the bill in any way he thinks fit, the burden of proving want of authority rests upon the person alleging authority to be absent”.

[6] Βλ. σύγγραμμα Chalmers and Guest on Bills of Exchange and Cheques, 17η έκδοση, 2009, σελίδα 104, παράγραφος 2-131.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο