ΕΚΟ Cyprus Limited ν. C.K. Lubright Trading Ltd κ.α., Αρ. Αγωγής: 2930/16, 6/3/2025
print
Τίτλος:
ΕΚΟ Cyprus Limited ν. C.K. Lubright Trading Ltd κ.α., Αρ. Αγωγής: 2930/16, 6/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2930/16

Μεταξύ:

ΕΚΟ Cyprus Limited

(όπως μετονομάστηκε στις 5.10.22 από Hellenic Petroleum Cyprus Limited)

Ενάγουσας

-και-

1. C.K. Lubright Trading Ltd

2. Κυπριανίδης Χρίστος

3. Κυπριανίδου Κούλλα, άλλως Κυπριανίδου Κυριακή

Εναγόμενων

Ημερομηνία:              6η Μαρτίου, 2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα:           κα. Γιαπανά

Για Εναγόμενους:     κος. Ενταφιανός

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Αποστέλλεται στους δικηγόρους ηλεκτρονικά και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Εισαγωγή

            Αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης είναι το κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενο υπόλοιπο για προμήθεια προϊόντων από την Ενάγουσα στην Εναγόμενη 1. 

Δικόγραφα

            Συνοψίζω τα δικόγραφα των διαδίκων πλευρών χωρίς οτιδήποτε, προς το παρόν, ν’ αποτελεί εύρημά μου.

Έκθεση Απαίτησης

Η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι μέχρι και την 23.5.16 συνεργαζόταν με την Εναγόμενη 1 και την προμήθευε με λιπαντικά προϊόντα, έναντι τιμολογίων. Για τις συναλλαγές τους διατηρούσε και σχετική κατάσταση λογαριασμού. Κατά την Ενάγουσα, οι καθυστερήσεις στις πληρωμές που η Εναγόμενη 1 όφειλε να προβαίνει, αναδείχθηκαν με σχετική επιστολή που η πρώτη απέστειλε στη δεύτερη το έτος 2014. Αποτέλεσμα των συζητήσεων που ακολούθησαν ήταν τα μέρη να κατέλθουν σε συμφωνία για διακανονισμό του χρεωστικού υπολοίπου. Στο πλαίσιο της συμφωνίας, η Εναγόμενη 1 παρέδωσε στην Ενάγουσα επιταγές, με τότε κοινή βλέψη των διαδίκων να ξανασυναντηθούν το Δεκέμβριο του 2014.

Εν τέλει η Εναγόμενη 1 δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της αλλά και δεν εξόφλησε το οφειλόμενο ποσό, κι έτσι η Ενάγουσα καταχώρισε την παρούσα Αγωγή αξιώνοντας το υπόλοιπο των €68,009.66, επί διαφόρων βάσεων, πλέον τόκους κι έξοδα.

Κατά την Ενάγουσα, οι Εναγόμενοι 2 και 3 ευθύνονται αλληλέγγυα και κεχωρισμένα με την Εναγόμενη 1 ν’ αποπληρώσουν κάθε υπόλοιπο, όντες εγγυητές της.

Υπεράσπιση

Οι Εναγόμενοι 1 έως 3 με κοινή τους Υπεράσπιση έγειραν εξ αρχής προδικαστική ένσταση ότι η αγωγή είναι πρόωρη και δεν έχει αποκρυσταλλωθεί αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας, καθότι η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων ουδέποτε τερματίστηκε. Πέραν τούτων, οι Εναγόμενοι στην Υπεράσπισή τους παραδέχθηκαν ότι οι διάδικοι είχαν συνεργασία, η οποία όμως ουδέποτε τερματίστηκε και ότι στο πλαίσιο της συνεργασίας η Ενάγουσα εξέδιδε τιμολόγια προς την Εναγόμενη 1, τα οποία η Εναγόμενη 1 παραλάμβανε. Παραδέχθηκαν επίσης ότι η Ενάγουσα διατηρούσε ηλεκτρονική κατάσταση λογαριασμού, πλην όμως σε ελαττωματικό λογισμικό και υπολογιστή. Γι’ αυτό το λόγο, το οποιοδήποτε υπόλοιπο είναι προϊόν παράνομων χρεώσεων.

Οι Εναγόμενοι 2 και 3 παραδέχθηκαν επίσης ότι υπέγραψαν σχετική εγγυητική επιστολή, πλην όμως υπό συνθήκες που την καθιστούν, τουλάχιστον όσων αφορά την Εναγόμενη 3, άκυρη εξ’ υπαρχής.

Αναφορικά με τις επιταγές που αναφέρθηκαν στην Έκθεση Απαίτηση, η μεν Εναγόμενη 3 δηλώνει άγνοια, οι δε Εναγόμενοι 1 και 2 αναφέρουν ότι εκδόθηκαν για να καλύψουν σταδιακά ορισμένα προϊόντα που η Εναγόμενη 1 είχε παραγγείλει και παρήγγελλε κατά το χρόνο εκείνο, ενώ η συνάντηση μεταξύ των διαδίκων που επικαλείται η Ενάγουσα έγινε για συζήτηση μείωσης των τιμών. Το γεγονός ότι μία εκ των επιταγών που αναφέρει η Ενάγουσα επιστράφηκε απλήρωτη είναι παραδεχτό, πλην όμως διευκρινίζεται ότι το υπόλοιπο εξοφλήθηκε με υπηρεσίες.

Πλην της Εναγόμενης 3, οι Εναγόμενοι 1 και 2 παραδέχονται ότι παρέλαβαν επιστολή από την Ενάγουσα το έτος 2016.

Όλους τους λοιπούς άλλους ισχυρισμούς της Ενάγουσας οι Εναγόμενοι τους αρνούνται.

Απάντηση

            Με την Απάντησή της η Ενάγουσα διευκρινίζει ότι η επί πιστώσει συνεργασία μεταξύ των διαδίκων έχει τερματιστεί, αλλά και ότι, σε περίπτωση που η Εναγόμενη 1 προπληρώνει ή πληρώνει τοις μετρητοίς, η Ενάγουσα εξακολουθεί να την προμηθεύει με προϊόντα. Όσον αφορά το σύστημα που χρησιμοποιεί και το οποίο οι Εναγόμενοι αποκάλεσαν προβληματικό, η Ενάγουσα αναφέρει ότι είναι διεθνώς αναγνωρισμένο και χρησιμοποιείται με όλους τους πελάτες της. Πέραν της ανάδειξης του νομικού σημείου που αφορά την εγκυρότητα της εγγύησης που υπέγραψαν οι Εναγόμενοι 2 και 3, η Ενάγουσα αντιτάσσει ότι όχι μόνο δεν υπήρξε αύξηση του κύκλου εργασιών της Εναγόμενης 1, αλλά μείωση όμως επιμαρτυρείται από το ύψος των συναλλαγών μεταξύ των διαδίκων ανά έτος.

Μαρτυρία

            Στην υπόθεση κατέθεσαν δύο μάρτυρες για την πλευρά της Ενάγουσας, οι Μαρία Ανθίμου («ΜΕ1») και Αλέκος Αλεξάνδρου («ΜΕ2»), ενώ οι Εναγόμενοι δεν προσκόμισαν μαρτυρία. Συνοψίζω τη μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων ως ακολούθως:

ΜΕ1

            Η ΜΕ1 είναι υπάλληλος λογιστηρίου της Ενάγουσας. Με τη μαρτυρία της, μέρος της οποίας αποτέλεσε και γραπτή δήλωση, αναφέρθηκε στη συνεργασία μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης 1. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε ότι στις 10.6.05, στη βάση αποδεχθείσας προσφοράς για προμήθεια λιπαντικών επί πιστώσει, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 3, Ενάγουσα και Εναγόμενη 1 συμφώνησαν όρους πληρωμής, πιστωτικό όριο και όρους εγγύησης.

Για την προμήθεια λιπαντικών προς την Εναγόμενη 1, η Ενάγουσα εξέδιδε τιμολόγια, δέσμη των οποίων κατατέθηκε ως Τεκμήριο 4 και τηρούσε κατάσταση λογαριασμού, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 5. Ως εξασφάλιση των εκάστοτε υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1 προς την Ενάγουσα, οι Εναγόμενοι 2 και 3 υπέγραψαν εγγυητική επιστολή, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6. Αναφορικά με τις εγγραφές Ενάγουσας και Εναγόμενων στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών, η ΜΕ1 κατέθεσε τα Τεκμήρια 1 και 2 αντίστοιχα.

Λόγω καθυστερήσεων στις πληρωμές, η Ενάγουσα, στις 12.3.14 απέστειλε στην Εναγόμενη επιστολή με συνημμένη κατάσταση λογαριασμού, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 7, καλώντας την να προβεί σε διακανονισμό εξόφλησης του υπολοίπου και τερματίζοντας τη συνεργασία μέχρι διευθέτησής του. Στις 19.6.14, Ενάγουσα και Εναγόμενη 1 υπέγραψαν συμφωνία διακανονισμού του χρεωστικού υπολοίπου, η οποία κατατέθηκε εξ αρχής ως Τεκμήριο 1 προς αναγνώριση κι έπειτα και κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των δικηγόρων των διαδίκων ως κανονικό Τεκμήριο 12. Στη βάση της, η Εναγόμενη 1 αναγνώρισε το μέχρι τότε οφειλόμενο ποσό και συμφωνήθηκε η παράδοση μεταχρονολογημένων επιταγών για κάλυψη συνολικού ποσού €2500 και εκ νέου συνάντηση των διαδίκων τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους για να συζητηθεί αύξηση της μηνιαίας δόσης και παράδοση μεταχρονολογημένων επιταγών για ολόκληρο το οφειλόμενο υπόλοιπο.

Ενώ η Εναγόμενη 1 παρέδωσε τις επιταγές ως το Τεκμήριο 12, μία εξ αυτών, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε ως Τεκμήριο 8, επιστράφηκε χωρίς να τιμηθεί λόγω ανεπαρκών υπολοίπων και η Ενάγουσα καταχώρισε εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2 ποινική υπόθεση, αντίγραφο του κατηγορητηρίου της οποίας κατατέθηκε ως Τεκμήριο 9.

Επειδή η Εναγόμενη 1 δεν τήρησε τους όρους του Τεκμηρίου 12 και επειδή εξακολουθούσε να εκκρεμεί οφειλόμενο υπόλοιπο, η Ενάγουσα, στις 15.2.16 απηύθυνε επιστολές, αντίγραφα των οποίων κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 10, προς την ίδια την Εναγόμενη 1 αλλά και προς τους Εναγόμενους 2 και 3, ειδοποιώντας τους αναλόγως.

Ακόμα και μετά την έγερση της Αγωγής η Εναγόμενη 1 εξακολουθεί ν’ αγοράζει προϊόντα από την Ενάγουσα, νοουμένου όμως ότι αυτά πληρώνονται τοις μετρητοίς με την έκδοση τιμολογίου. Η ΜΕ1 κατέθεσε και πιο πρόσφατη κατάσταση λογαριασμού, το Τεκμήριο 11, στην οποία φαίνεται η αγορά προϊόντων και η εξόφλησή τους αλλά και το οφειλόμενο υπόλοιπο, το οποίο ανέρχεται σε €67,759.66 και το οποίο η Ενάγουσα αξιώνει, τόσο ως υπόλοιπο όσο και στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με νόμιμο τόκο.

Αντεξεταζόμενη η ΜΕ1 ανέφερε ότι η Ενάγουσα είναι εγγεγραμμένη στην Κύπρο, διαθέτει ΦΠΑ και συναλλαγές για αρκετά χρόνια. Ισχυρίστηκε ότι το Τεκμήριο 3 αποτελεί συμφωνία. Δεν γνώριζε εάν η Εναγόμενη 3 έτυχε ενημέρωσης των όρων της συμφωνίας μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενης 1 προτού υπογράψει το Τεκμήριο 6. Υποστήριξε επίσης ότι η Ενάγουσα κατέβαλε τα μέγιστα για να λύσει το πρόβλημα που υπήρξε με τους Εναγόμενους.

Διευκρίνισε ότι η συμφωνία Τεκμήριο 12 δεν υπογράφηκε από τους Εναγόμενους 2 και 3 ως εγγυητές. Ανέφερε επίσης ότι οι επιστολές Τεκμήριο 10 αποστάλθηκαν στους Εναγόμενους με ταχυδρομείο, όμως δεν θυμόταν με ποιο τρόπο ενημερωνόταν η Εναγόμενη 3 για τα υπόλοιπα, ούτε πόσες συναντήσεις είχαν πραγματοποιηθεί μεταξύ των διαδίκων. Δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει παραστατικά παράδοσης των προϊόντων που αναφέρονται στα τιμολόγια Τεκμήριο 4, στα οποίο δεν υπήρχαν υπογραφές.

Ως προς τον τερματισμό της συμφωνίας μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενης εξήγησε ότι αυτός πράγματι έγινε και ότι μεταγενέστερα έγινε άλλη προφορική συμφωνία για προμήθεια προϊόντων τοις μετρητοίς, ζήτημα που επαναεπιβεβαίωσε και κατά την επανεξέτασή της από τη συνήγορο της Ενάγουσας.

ΜΕ2

            Ο ΜΕ2 ανέφερε ότι εργάζεται στην Ενάγουσα για 30 χρόνια και κατείχε διάφορες θέσεις. Αναγνώρισε την υπογραφή του στο Τεκμήριο 12 και επεξήγησε το σκοπό για τον οποίο εκείνο υπογράφηκε.

            Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι την Εναγόμενη 3 δεν έτυχε να τη γνωρίσει. Ως προς το ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 δεν υπέγραψαν το Τεκμήριο 12, ο ΜΕ2 ανέφερε ότι η Ενάγουσα δεν το θεώρησε εντός της πολιτικής της, μια και προϋπήρχε η εγγυητική επιστολή. Όσον αφορά τον Εναγόμενο 2, τον γνώριζε προσωπικά και είχαν στενή επαφή, τουλάχιστον κατά την αρχή της συνεργασίας της Εναγόμενης 1 με την Ενάγουσα και γνώριζε ότι ο ήταν ίδιος ο Εναγόμενος 2 που διαχειριζόταν τα της Εναγόμενης 1. Δεν θυμόταν πότε είχε τερματιστεί η συμφωνία μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενης 1. Τέλος, κατά την επανεξέτασή του, ο ΜΕ2 διευκρίνισε ότι γνώριζε ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 ήταν ανδρόγυνο.

Αγορεύσεις δικηγόρων

            Παρά την περιορισμένης έκτασης μαρτυρία και τα επίδικα ζητήματα στην υπόθεση, οι δικηγόροι παρέδωσαν μακροσκελείς γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Ο δε συνήγορος των Εναγόμενων προέβη και σε προφορική τοποθέτηση κάποιας διάρκειας.

            Συνοψίζω τις εκατέρωθεν θέσεις που προωθήθηκαν ως ακολούθως:

Ο δικηγόρος των Εναγόμενων προτείνει ότι το Δικαστήριο κωλύεται να επιλέξει μεταξύ των 3 εκδοχών που προώθησαν οι Ενάγοντες κατά τη δίκη. Απαίτησαν, αναφέρει, στη βάση τιμολογίων, κατάστασης λογαριασμού, αλλά και στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Έπειτα ο συνήγορος αναδεικνύει ότι το καθεστώς εγγραφής της Ενάγουσας δεν απεδείχθη, αλλά και ότι δεν προσκομίστηκε η συμφωνία μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενης 1 στο Δικαστήριο με αποτέλεσμα η εγγυητική επιστολή που προσκομίστηκε να καθίσταται ανεδαφική, αλλά και όσον αφορά την Εναγόμενη 3 και παράνομη κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 5 του Νόμου 197(Ι)/2003, καθότι η Εναγόμενη 3 δεν αποδείχθηκε ότι έτυχε ενημέρωσης αναφορικά με τους όρους της συμφωνίας.

Προβάλλεται έπειτα και ο ισχυρισμός περί μη τερματισμού της συμφωνίας, αλλά και τίθεται προς αμφισβήτηση το υπόλοιπο που η Ενάγουσα αξιώνει αφού δεν έγινε αναφορά στις εγγραφές στις κατατεθειμένες καταστάσεις και δεν επιβεβαιώθηκε, στη βάση του Άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, ότι η κατάσταση λογαριασμού ήταν μέρους του αρχείου της Ενάγουσας. Άλλο ζήτημα που ο συνήγορος αναδεικνύει είναι το ότι η Τεκμήριο 3 δεν αποτελεί συμφωνία και συνεπώς η κατ’ ισχυρισμό εγγύηση των Εναγόμενων 2 και 3 δεν είναι δυνατό να υφίσταται.

Αναφορικά δε με το αξιούμενο ποσό αυτό δεν αποδείχθηκε καθότι η ΜΕ1 δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει τα Τεκμήρια που προσκομίστηκαν και που δεικνύουν κάποια ποσά και τα οποία αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία. Λόγω των πιο πάνω η Ενάγουσα, κατά το συνήγορο, δεν απέσεισε το αποδεικτικό βάρος που της αναλογεί και δεν απέδειξε την ορθότητα των ποσών που καταγράφονται.

            Εξ αντιθέτου η συνήγορος της Ενάγουσας προκρίνει ότι εκ της δικογραφίας έγιναν κάποια παραδεκτά από τους Εναγόμενους γεγονότα. Αναφορικά με τη μαρτυρία εισηγείται ότι η ΜΕ1 προσέφερε σαφή και πειστική θέση, ενώ δεν αντεξετάστηκε κατ’ ουσία επί ουσιαστικών πτυχών της μαρτυρίας της, καθιστώντας τοιουτοτρόπως τα συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας της αποδεκτά από την άλλη πλευρά. Κατά παρόμοιο τρόπο χαρακτηρίζει και τη μαρτυρία του ΜΕ2. Αντίθετα, οι Εναγόμενοι εγκατέλειψαν τους δικογραφημένους ισχυρισμούς τους, μια και επέλεξαν να μην προσκομίσουν μαρτυρία.

            Η συνήγορος εστιάζει έπειτα σε άλλα επίδικα θέματα και αναφέρει ότι, με τη μαρτυρία της ΜΕ1 καταδείχθηκε το καθεστώς εγγραφής της Ενάγουσας, το Τεκμήριο 3 αποτελεί συμφωνία σύμφωνα με σχετικούς ερμηνευτικούς κανόνες που προκύπτουν νομολογιακά. Παράλληλα το επιχείρημα εν προκειμένω των Εναγόμενων αναφορικά με την εγγύηση είναι ανεδαφικό εν όψει των εκ της δικογραφίας παραδεκτών γεγονότων. Οι Εναγόμενοι 2 και 3 παρείχαν – στη βάση του λεκτικού του Τεκμηρίου 6 - συνεχή εγγύηση για τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 και οι πρόνοιες του Νόμου 197(Ι)/2003 δεν ισχύουν καθότι εκείνες αφορούν σε περιπτώσεις δανείων. Κατά τη συνήγορο η Εναγόμενη 1 παράβηκε τους όρους της συμφωνίας της με την Ενάγουσα και καθυστέρησε στην εξόφληση τιμολογίων και μεταξύ των διαδίκων υπεγράφη το Τεκμήριο 12, στο οποίο αναγνωρίζεται η οφειλή της Εναγόμενης 1. Έπειτα η συνήγορος αναλύει το κατά πόσο εν προκειμένου ισχύει προς όφελος των εγγυητών το Άρθρο 97 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, για να καταλήξει ότι δεν παρουσιάστηκε οτιδήποτε για να υποστηρίξει το επιχείρημα και ν’ απαλλαγούν οι Εναγόμενοι 2 και 3.

            Σχετικά με το ζήτημα του τερματισμού, η συνήγορος ισχυρίζεται ότι τούτος αφενός έγινε και αφετέρου ήταν αιτιολογημένος, εν όψει της εκ μέρους της Εναγόμενης 1 παράβασης των όρων της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων.

            Τέλος, παράλληλα με την αξίωση στη βάση των τιμολογίων και της κατάστασης λογαριασμού, η συνήγορος εισηγείται ότι εν προκειμένω πληρούνται και οι προϋποθέσεις για στοιχειοθέτηση της υπόθεση στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού.    

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας στη βάση των σχετικών αρχών της Νομολογίας, οι οποίες θεωρώ συγκεφαλαιώνονται με χαρακτηριστική σαφήνεια στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην El Sayed v. 1. Του Πλοίου Μ/V Mary John σημαίας Κύπρου κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 661, όπου Δικαστής Αρτεμίδης ανέφερε τα εξής:

«Η ανάλυση των στοιχείων, που οδηγούν στην αξιολόγηση της φιλαλήθειας ενός μάρτυρα, έχει, κατά τη γνώμη μου, δυο επάλληλα επίπεδα. Το πρώτο αφορά στο περιεχόμενο της ίδιας της μαρτυρίας. Τα αναφερόμενα δηλαδή σ΄ αυτήν υποβάλλονται στη βάσανο της εύλογα αναμενόμενης ανθρώπινης λειτουργίας, και βεβαίως συγκρίνονται και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό στην υπόθεση. Το άλλο ανάγεται στην έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει από το σύνολο της προσωπικότητας αυτού που εξιστορεί κάτι, αν λέγει την αλήθεια».

Υπενθυμίζεται επίσης το καθήκον του Δικαστηρίου να συσχετίζει, αντιπαραβάλλει και διερευνά τη μαρτυρία με την «αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων» χωρίς μικροσκοπική κρίση ή απομόνωση των λεγόμενων των μαρτύρων από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας[1]».

Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΕ1

            Η ΜΕ1 άφησε πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρας στο Δικαστήριο. Απαντούσε δίχως δισταγμό και με πάσα φυσικότητα στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν. Η μαρτυρία της συνήδε πλήρως με τις δικογραφημένες θέσεις της Ενάγουσας, τις οποίες ακολούθησε πιστά. Κατά την αντεξέτασή της, η ΜΕ1 παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της, απαντώντας με υποδειγματική υπομονή και άνεση σε καθετί που της τέθηκε. Δεν δίσταζε μάλιστα ν’ απαντά αμέσως όταν κάτι δεν ήταν στην άμεση σφαίρα της γνώσης της, όπως για παράδειγμα εάν η Εναγόμενη 3, προτού υπογράψει το Τεκμήριο 6 έτυχε ενημέρωσης σχετικά με το ύψος της πίστωσης, τις προθεσμίες, τους τόκους και στοιχεία της Εναγόμενης 1.

Η δε μαρτυρία της αναφορικά τόσο με την ύπαρξη της συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων, την έκδοση τιμολογίων, την υπογραφή της εγγυητικής επιστολής Τεκμήριο 6, την αποστολή προειδοποιητικών επιστολών προς τους Εναγόμενους, την υπογραφή του Τεκμηρίου 12 από την Ενάγουσα και την Εναγόμενη 1 και την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης εναντίον των Εναγόμενων 1 και 2, συνήδε και με τα πιο πάνω κατατεθειμένα Τεκμήρια.

Όσον αφορά το Τεκμήριο 3 αλλά και την ισχύ των Τεκμηρίων 6 και 12, αν και οι υποβολές προς την ΜΕ1 άπτονταν νομικών θεμάτων, η ίδια εξέφρασε την άποψή της επ’ αυτών προβάλλοντας μια λογικοφανή αλλά συνάμα και λογική συνολική θέση. Παρά το γεγονός ότι η ερμηνεία των εγγράφων αλλά και το ζήτημα του τερματισμού της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων είναι έργο του Δικαστηρίου, ο τρόπος με τον οποίο η ΜΕ1 απαντούσε στο Δικαστήριο, ήταν περαιτέρω ενδεικτικός της ποιότητας της μαρτυρίας της. Εν τέλει, η μαρτυρία της ΜΕ1 δεν κλονίστηκε από την αντεξέταση.

Για τους πιο πάνω λόγους δεν έχω ενδοιασμό να δεχθώ τη μαρτυρία της ΜΕ1 στο σύνολό της ως αξιόπιστη και να βασιστώ σ’ αυτή για να εξάγω συμπεράσματα.

Αξιολόγηση μαρτυρίας ΜΕ2

            Κατά παρόμοιο τρόπο αποτιμώ και τη σύντομη μαρτυρία του ΜΕ2, η οποία έμεινε κατ’ ουσία αναντίλεκτη από την άποψη ότι, ούτε το γεγονός της υπογραφής του επί του Τεκμηρίου 12 αμφισβητήθηκε, ούτε η γνωριμία και συνεργασία του με τον Εναγόμενο 2. Οι επεξηγήσεις που ο ΜΕ2 προσέφερε τόσο σχετικά με το σκεπτικό για την κατάρτιση και υπογραφή του Τεκμηρίου 12, όσο και για το λόγο που οι Εναγόμενοι 2 και 3 δεν κλήθηκαν να το υπογράψουν, ήταν λογικές και – συγκεκριμένα σχετικά με το λόγο που υπεγράφη το Τεκμήριο 12 – συνήδαν απόλυτα με το περιεχόμενο του εν λόγω Τεκμηρίου.

            Εν όψει τούτων, επίσης δεν έχω ενδοιασμό ν’ αποδεχθώ τη μαρτυρία του ΜΕ2 στο σύνολό της και να βασιστώ σ’ αυτή για να προβώ σ’ ευρήματα.   

Ευρήματα

            Στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας αλλά και των παραδεχτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων προβαίνω στ’ ακόλουθα ευρήματα:

            Η Ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 με αριθμό εγγραφής ΑΕ109.

            Η Εναγόμενοι 2 και 3 αποτελούν αντίστοιχα το Διευθυντή και Γραμματέα της Εναγόμενης 1.

Ενάγουσα και Εναγόμενη 1 είχαν συνεργασία από το έτος 2005, στη βάση της οποίας η πρώτη προμήθευε τη δεύτερη με λιπαντικά. Στο πλαίσιο της συνεργασίας τους οι διάδικοι προσυπέγραψαν το Τεκμήριο 3. Το κατά πόσο το Τεκμήριο 3 αποτελεί και τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, το πραγματεύομαι πιο κάτω κατόπιν ανάλυσης. Το Τεκμήριο 3 προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ζητήματα παράδοσης των λιπαντικών, εξοπλισμού, εκπτώσεων και κινήτρων για αγορά, αλλά και την παραχώρηση πίστωσης από την Ενάγουσα στην Εναγόμενη 1. Στη βάση των όσων καταγράφονται στο Τεκμήριο 3 οι αγορές στις οποίες προέβαινε η Εναγόμενη 1 θα πληρώνονταν το αργότερο το τέλος του επόμενου μήνα.

            Επίσης στις 10.06.05, οι Εναγόμενοι 2 και 3 υπέγραψαν εγγυητική επιστολή με την οποία εγγυήθηκαν την Εναγόμενη 1 για οποιοδήποτε ποσό καταστεί πληρωτέο προς την Ενάγουσα, στη βάση της συμφωνίας προμήθειας, για όση περίοδο η Εναγόμενη 1 οφείλει στην Ενάγουσα οποιοδήποτε ποσό.

            Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας της Ενάγουσας με την Εναγόμενη 1, η πρώτη εξέδιδε τιμολόγια για τις αγορές της δεύτερης και διατηρούσε κατάσταση λογαριασμού στην οποία κατέγραφε τις χρεωπιστώσεις.

            Λόγω καθυστερήσεων της Εναγόμενης 1 ν’ αποπληρώσει τις οφειλές της προς την Ενάγουσα, η δεύτερη απέστειλε στην πρώτη επιστολή στις 12.3.14, με την οποία τερμάτιζε τη συμφωνία επί πιστώσει μέχρι διευθέτηση του εκκρεμούς υπολοίπου και την καλούσε όπως, εντός 15 ημερών, προβεί σε διακανονισμό. Στην εν λόγω επιστολή η Ενάγουσα επεσύναψε και κατάσταση λογαριασμού. 

Στις 19.06.14, Ενάγουσα και Εναγόμενη 1 υπόγραψαν έγγραφο το οποίο ονόμασαν Συμφωνία Διακανονισμού Υπολοίπου, στη βάση του οποίου, η Εναγόμενη 1 αναγνώρισε ότι όφειλε το χρόνο εκείνο στην Ενάγουσα το ποσό των €73,554.60 και αποδέχθηκε ν’ αποπληρώσει ένα μέρος του, δηλαδή €2500 εντός 5 μηνών με 2 επιταγές για κάθε μήνα ύψους €250 εκάστη και ότι τα μέρη θα συναντιούνταν ξανά εντός του Δεκεμβρίου του 2014 προκειμένου να συζητηθεί εκ νέου ο διακανονισμός με αύξηση της μηνιαίας δόσης και παράδοσης μεταχρονολογημένων επιταγών.

Στις 15.2.16, η Ενάγουσα απέστειλε εκ νέου επιστολή στην Εναγόμενη 1 αλλά και στους Εναγόμενους 2 και 3, ουσιαστικά επαναλαμβάνοντας το ζήτημα της μη εξόφλησης εκκρεμούς υπολοίπου, το οποίο τότε ανερχόταν στο ποσό των €68,620.55, τον τερματισμό της επί πιστώσει προμήθειας προϊόντων, προειδοποιώντας ότι εντός 15 ημερών θα έπρεπε οι Εναγόμενοι να προβούν σε διακανονισμό εξόφλησης και αναφέροντας ότι μια εκ των επιταγών που είχαν παραδοθεί προηγουμένως επιστράφηκε.

Επειδή η επιταγή υπ’ αριθμό 11720906 της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ., για το ποσό των €250, η οποία παραδόθηκε από την Εναγόμενη 1 στην Ενάγουσα, όταν παρουσιάστηκε προς εξαργύρωση στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε, επιστράφηκε χωρίς να τιμηθεί λόγω του ότι ο λογαριασμός δεν είχε επαρκή υπόλοιπα, η Ενάγουσα καταχώρισε ιδιωτική ποινική δίωξη κατά των Εναγόμενων 1 και 2 με αριθμό 1371/16.

Κατά το χρόνο καταχώρισης της Αγωγής η Ενάγουσα, αξίωνε το ποσό των €68,009.66, αλλά λόγω της πληρωμής ποσού €250 το έτος 2019, το οφειλόμενο ποσό κατά την Ακρόαση ήταν €67,759.66.

            Τα ευρήματα του Δικαστηρίου συμπληρώνονται πιο κάτω κατόπιν περαιτέρω ανάλυσης.  

Νομική Πτυχή

Γενικά

Σε αστικής φύσεως υποθέσεις ο Ενάγων έχει το γενικό βάρος ν’ αποδείξει ότι η απαίτησή του είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι[2]. Το βάρος αποσείεται αποκλειστικά με μαρτυρία που κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη από το Δικαστήριο[3]. Το νομικό βάρος όμως δεν πρέπει να συγχέεται με το αποδεικτικό βάρος απόδειξης. Το πρώτο είναι πάντοτε στους ώμους του Ενάγοντος και δεν μεταφέρεται, ενώ το αποδεικτικό υποδηλώνει το βάρος που διάδικος φέρει να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία για την υποστήριξη επίδικου ή σχετικού θέματος, έτσι ώστε το Δικαστήριο να καλέσει την άλλη πλευρά ν’ απαντήσει.

Σχετικά με τα επίδικα θέματα

Αποτέλεσε επίδικο ζήτημα στην παρούσα υπόθεση τα τιμολόγια και οι καταστάσεις λογαριασμού που παρουσίασε η πλευρά της Ενάγουσας μέσω των μαρτύρων. Ως είναι σχετικά νομολογημένο, «οι λογαριασμοί εμπορευόμενου δεν αποτελούν αφεαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν», και «[τ]α γεγονότα που απεικονίζουν πρέπει να αποδειχθούν»[4]. Τα δε τιμολόγια, δεν έχουν αυτοδύναμη αποδεικτική αξία[5], αλλά αφού συνεκτιμηθούν στο σύνολο της μαρτυρίας μπορούν να θεωρηθούν ως ο έγγραφος λογαριασμός μεταξύ διαδίκων[6].

Στην υπόθεση Μαστρής (βλ. υποσημείωση 4 πιο πάνω), όπου η απαίτηση βασίστηκε σε υπόλοιπο κατάστασης λογαριασμού και όχι σε εκδοθέντα τιμολόγια, λέχθηκε ότι «η παρουσίαση των τιμολογίων ήταν μαρτυρία που, αν ήταν αποδεκτή, θα έτεινε να αποδείξει την απαίτηση». Μεταγενέστερα στην απόφαση στην υπόθεση Κλεάνθους ν. Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1344, το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαιώνοντας την πρωτόδικη κρίση ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι από τη στιγμή που παρουσιάζεται εκ πρώτης όψεως επαρκής μαρτυρία για να αποδείξει το υπόλοιπο της ισχυριζόμενης οφειλής, εναπόκειται στον αντίδικο να αντικρούσει τα στοιχεία που αποτελούσαν το λογαριασμό, προκειμένου να πείσει το Δικαστήριο ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία δεν ήταν επαρκής για να αποδείξει την απαίτηση στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Στη δε απόφασή του στην υπόθεση CITI PRINCIPAL INVESTMENTS LTDv. Γιωργάλλα, Πολιτική Έφεση 271/2012, ημερομηνίας 10.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:A348, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα εξής, αναφορικά με τη θέση της εκεί εφεσείουσας:

«[.] η ουσία είναι ότι η εφεσείουσα, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ήτοι κατά πόσο η εκδοχή της είναι πιο πιθανή παρά όχι, είχε δώσει ικανοποιητικά στοιχεία μαρτυρίας προς υποστήριξη της αξίωσης της. Αναμφίβολα θα μπορούσε να έδινε περισσότερες λεπτομέρειες, ακόμη και να υποστήριζε την αξίωση με πρόσθετα στοιχεία και έγγραφα, αλλά εκείνο το οποίο είχε παρουσιάσει, δηλαδή, το Τεκμήριο 1, ήταν ικανοποιητικό. Πρόκειτο για κατάσταση λογαριασμού στην οποία αποτυπωνόταν όλο το ιστορικό των συναλλαγών με την εφεσίβλητη […]».

            Άλλο ζήτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο στην παρούσα κρίσιμη υπόθεση ήταν η ευθύνη των Εναγόμενων 2 και 3, ως, κατ’ ισχυρισμό εγγυητές των υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1 έναντι της Ενάγουσας, υπό το φως της εγγυητικής επιστολής, Τεκμηρίου 6 και της μετέπειτα συμφωνίας διακανονισμού χρεωστικού υπολοίπου, Τεκμηρίου 12.

            Στο Άρθρο 84 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 (το Κεφ. 149) αναφέρεται ότι:

«“Σύμβαση εγγύησης” είναι η σύμβαση προς εκπλήρωση της υπόσχεσης ή υποχρέωσης τρίτου, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης από τον τρίτο~ το πρόσωπο που παρέχει την εγγύηση καλείται “εγγυητής”, το πρόσωπο υπέρ του οποίου παρέχεται “πρωτοφειλέτης”, και το πρόσωπο προς το οποίο παρέχεται “πιστωτής”».

Ενώ στο Άρθρο 87 του Κεφ. 149 προνοείται ότι:

«Εγγύηση η οποία εκτείνεται σε σειρά συναλλαγών, καλείται «συνεχής εγγύηση»».

Πιο κάτω στο Άρθρο 93 του Κεφ. 149, υπό τον τίτλο «Απαλλαγή εγγυητή σε περίπτωση συμβιβασμού, παράτασης του χρόνου εκπλήρωσης, ή συμφωνίας για μη έγερση αγωγής εναντίον του πρωτοφειλέτη από τον πιστωτή» αναφέρεται:

«93. Σύμβαση μεταξύ πιστωτή και πρωτοφειλέτη με την οποία ο πιστωτής προβαίνει σε συμβιβασμό με τον πρωτοφειλέτη, ή υπόσχεται να δώσει παράταση του χρόνου εκπλήρωσης ή να μην εναγάγει τον πρωτοφειλέτη, απαλλάσσει τον εγγυητή από κάθε ευθύνη, εκτός αν ο εγγυητής συγκατατίθεται στη σύναψη της σύμβασης αυτής.»

Τέλος και όσον αφορά το Άρθρο 97 του Κεφ. 149, σ’ αυτό αναφέρεται ότι:

«Αν ο πιστωτής τελέσει πράξη ασυμβίβαστη με τα δικαιώματα του εγγυητή, ή παραλείψει να τελέσει πράξη η οποία επιβάλλεται από τις υποχρεώσεις του προς τον εγγυητή, και συνεπεία αυτού παραβλάπτεται η τελική ικανοποίηση του ίδιου του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη, ο εγγυητής απαλλάσσεται.»

Ανάλυση, υπαγωγή ευρημάτων και περαιτέρω ευρήματα

Κατά πόσο το Τεκμήριο 3 αποτελούσε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων

            Έγινε λόγος από το συνήγορο των Εναγόμενων ότι το Τεκμήριο 3 δεν αποτελούσε τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων και ότι υπήρχε μια άλλη συμφωνία, που όμως δεν παρουσιάστηκε. Πέραν του ότι η πιο πάνω θέση δεν με βρίσκει σύμφωνο για τους λόγους που πρόκειται ν’ αναφέρω πιο κάτω, είναι - κατά την άποψή μου - και αλυσιτελής. Από τη στιγμή που η συνεργασία μεταξύ των διαδίκων ήταν εκ των δικογράφων παραδεχτή και δεν παρουσιάστηκε οτιδήποτε τ’ οποίο να ανατρέπει τον τρόπο και τους όρους υπό τους οποίους οι διάδικοι συνεργάζονταν, όπως αναφέρθηκε στη μαρτυρία την οποία αποδέχθηκα, το κατά πόσο το έγγραφο που παρουσιάστηκε αποτελούσε συμφωνία ή προσφορά δεν θα μπορούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο να βοηθήσει την πλευρά των Εναγόμενων. Παρά ταύτα και ερμηνεύοντας το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3, διαπιστώνω ότι σ’ αυτό περιέχονται οι όροι συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων ως προς τον τρόπο εκτέλεσης, τους όρους πληρωμής και τη διάρκειά της. Στο τέλος του Τεκμηρίου, η Εναγόμενη 1 μέσω του Εναγόμενου 2, δηλώνει ότι συμφωνεί και αποδέχεται τα πιο πάνω. Σύμφωνα με το Άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, συμβάσεις ορίζονται ως:  «[...] όλες οι συμφωνίες, οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από το Νόμο αυτό ως άκυρες˙ τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, οι συμβάσεις δύνανται να καταρτίζονται γραπτά, ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών». Εν όψει της εκ μέρους της Εναγόμενης 1 αποδοχής της προσφοράς της Ενάγουσας, αλλά και της μετέπειτα συμπεριφοράς των διαδίκων κατά την υλοποίηση των συμφωνηθέντων όρων, καταλήγω ότι το Τεκμήριο 3 αποτελούσε τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων.

            Ο συνήγορος των Εναγόμενων ανέδειξε το θέμα ως να επηρεάζει την ισχύ και εγκυρότητα της εγγυητικής επιστολής Τεκμήριο 6. Ούτε τούτη η θέση φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στο κείμενο του ιδίου του Τεκμηρίου 6, το οποίο, με αναφορά στα Άρθρα 84 και 87 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, αποτελεί ανάληψη ευθύνης από πλευράς Εναγόμενων 2 και 3 να πληρώσουν οποιοδήποτε ποσό καταστεί πληρωτέο από την Εναγόμενη 1 προς την Ενάγουσα για όση περίοδο το εν λόγω ποσό οφείλεται. Εν όψει τούτου, έστω και να δεχόμουν τη θέση του συνηγόρου των Εναγόμενων ότι το Τεκμήριο 3 δεν αποτελούσε τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, το παραδεχτό της συνεργασίας από πλευράς τους, εκθεμελιώνει φρονώ και το επιχείρημα περί απουσίας συμφωνίας την οποία η εγγύηση να ήταν δυνατό ν’ αφορά.

Το κατ’ ισχυρισμό πρόωρο της Αγωγής λόγω μη τερματισμού

            Στο σύγγραμμα Treitel, The Law of Contract, 14η έκδοση, στην παράγραφο 18-010 αναφέρεται ότι: «[t]he question whether the option to terminate has been exercised has been described as one of fact; but this description assumes that a number of legal requirements have been satisfied. The prime requirement is that the behaviour of the injured party must unequivocally indicate his intention to exercise the option», ενώ στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολ. Έφεση 87/2013 Έλληνας κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ., 3 Δεκεμβρίου 2019, αναφέρθηκε επί του ζητήματος της αμφισβήτησης του τερματισμού ότι: «Εν πάση περιπτώσει, η ίδια η καταχώρηση της αγωγής τερμάτιζε τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ακόμη και εάν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι επιστολές δεν είχαν περιέλθει στη γνώση των εφεσειόντων, θέμα που προκύπτει ως απόρροια της εισήγησης ότι οι εφεσείοντες δεν παρέλαβαν τις επιστολές.  Η καταχώρηση της αγωγής από μόνη της δηλώνει επιλογή από πλευράς της εφεσίβλητης τράπεζας τερματισμού της συμφωνίας και ενεργοποίηση των αναγκαίων διαδικασιών προς είσπραξη των οφειλομένων ποσών, (Μακεδόνας ν. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1322 και Κυριάκου ν. Χρυσοστόμου (2004) 1 Α.Α.Δ. 2029)».

            Έχοντας κατά νου το περιεχόμενο των επιστολών της Ενάγουσας προς τους Εναγόμενους αλλά και το γεγονός της καταχώρισης της παρούσας Αγωγής σε συνδυασμό με την αποδεκτή μαρτυρία της ΜΕ1 ότι η Ενάγουσα έπαυσε να προμηθεύει την Εναγόμενη 1 προϊόντα επί πιστώσει, θεωρώ ότι η Ενάγουσα απέδειξε ότι πράγματι τερμάτισε της συμφωνία της με την Εναγόμενη 1. Το ότι εξακολούθησε να την προμηθεύει με προϊόντα, με άλλους όρους, δηλαδή χωρίς να δίδεται πίστωση ως η συμφωνία των διαδίκων Τεκμήριο 3, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η Ενάγουσα, απεμπόλησε τοιουτοτρόπως το δικαίωμά της να απαιτήσει ποσά που είχαν, στη βάση των όρων της συμφωνίας Τεκμήριο 3, καταστεί ληξιπρόθεσμα, ειδικά έχοντας ήδη ρητώς τερματίσει τη σχετική συμφωνία.      

Κατά πόσο η Ενάγουσα απέδειξε ότι η Εναγόμενη της οφείλει το επίδικο ποσό

            Στη βάση των ευρημάτων μου, η Ενάγουσα προώθησε, μέσω της αξιόπιστης και - κατ’ ουσία - αναντίλεκτης μαρτυρίας των ΜΕ1 και ΜΕ2, μια ολοκληρωμένη υπόθεση. Παρουσίασε τη συμφωνία με την οποία η, κατά τ’ άλλα παραδεκτή, συνεργασία μεταξύ των διαδίκων τέθηκε σε ισχύ και τους όρους της. Παρουσίασε επίσης και σειρά τιμολογίων τα οποία εξέδωσε προς την Εναγόμενη και τα οποία συμπεριλήφθηκαν, μαζί με πιστώσεις, στην κατάσταση λογαριασμού που η Ενάγουσα τηρούσε στο όνομα της Εναγόμενης. Η δε κατάσταση λογαριασμού - Τεκμήριο 5 - που κατέθεσε και η οποία αφορούσε συναλλαγές μεταξύ των διαδίκων από την έναρξη της συνεργασίας τους μέχρι και τις 12.3.2014, ως αποδείχθηκε, αποστάλθηκε και στην Εναγόμενη με την επιστολή της Ενάγουσας 12.3.2014. Προς περαιτέρω επίρρωση της ολοκληρωμένης υπόθεσης της Ενάγουσας, η ίδια παρουσίασε και το έγγραφο που τιτλοφορείται Συμφωνία Διακανονισμού Χρεωστικού Υπολοίπου, δηλαδή το Τεκμήριο 12, το οποίο – αναντίλεκτα -, αν μη τι άλλο, περιέχει την εκ μέρους της Εναγόμενης 1 αναγνώριση της οφειλής της προς την Ενάγουσα κατά το χρόνο υπογραφής του και καθορίζει και κάποιο πλαίσιο για αποπληρωμή. Ανεξάρτητα από την ισχύ του εν λόγω εγγράφου ως σύμβασης - ζήτημα που πραγματεύομαι πιο κάτω -, έχω ικανοποιηθεί στον απαιτούμενο βαθμό ότι, στη βάση της αποδεκτής ενώπιον μου μαρτυρίας, αυτό αποτελεί, κατ’ ελάχιστο, αναγνώριση του χρέους της Εναγόμενης 1 προς την Ενάγουσα κατά τα χρόνο υπογραφής του. Για οτιδήποτε αφορά τη διαμόρφωση του οφειλόμενου ποσού, ως αυτό απαιτήθηκε από την Ενάγουσα κατά την ημέρα της Ακρόασης, η μοναδική αμφισβήτηση που τέθηκε, υπό τη μορφή υποβολής περί αναξιοπιστίας του λογιστικού συστήματος της Ενάγουσας, ουδέποτε προωθήθηκε με μαρτυρία, ούτε και υποδείχθηκε οτιδήποτε το συγκεκριμένο που θα μπορούσε βάσιμα να υποστυλώσει τον ισχυρισμό της Εναγόμενης είτε γενικώς, είτε με αναφορά σε συγκεκριμένες εγγραφές στις Καταστάσεις Λογαριασμού που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Ως εκ των άνω, αλλά και των ευρημάτων μου που προηγήθηκαν, κρίνω ότι η Ενάγουσα προσκόμισε επαρκή μαρτυρία και απέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό την απαίτησή της εναντίον της Εναγόμενης 1. Οι Εναγόμενοι αφενός δεν κατάφεραν να κλονίσουν τη μαρτυρία της Ενάγουσας και αφετέρου δεν προσκόμισαν οι ίδιοι οποιαδήποτε μαρτυρία με την οποία ν’ αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους αναφορικά με την ύπαρξη και το ύψος των ποσών που διεκδίκησε η Ενάγουσα.

            Εν όψει των πιο πάνω κρίνω ότι η απαίτηση της Ενάγουσας εναντίον της Εναγόμενης 1 θα πρέπει να επιτύχει και επιτυγχάνει. Αναφορικά με την απαίτηση εναντίον των Εναγόμενων 2 και 3, προβαίνω σε ανάλυση και κατάληξη πιο κάτω.     

Κατά πόσο τίθεται ζήτημα απόδειξης της εγγραφής της Ενάγουσας

            Οι Εναγόμενοι θέτουν ζήτημα εγγραφής της Ενάγουσας. Το θέμα αναδείχθηκε από το συνήγορο των Εναγόμενων ως επίδικο με βάση, κατά τον ίδιο, την απλή άρνηση της εγγραφής της Ενάγουσας στην Υπεράσπιση. Παρά ταύτα, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της Ενάγουσας, η ίδια ισχυρίστηκε ότι είναι εγγεγραμμένη στη Δημοκρατία σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113. Και τούτο πράγματι απέδειξε με το Τεκμήριο 1. Το γεγονός ότι η Ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρεία και έχει εγγραφεί στην Κύπρο δυνάμει σχετικών προνοιών του Κεφ. 113 και δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι το Τεκμήριο 1 που κατατέθηκε δεν συνήδε με τη δικογραφημένη της θέση. Επίσης το κατά πόσο το καθεστώς εγγραφής της Ενάγουσας επιδρά καθ’ οιονδήποτε τρόπο στο εν γένει δικαίωμα της Ενάγουσας ν’ αξιώνει ποσά από τους Εναγόμενους, δεν κατέστη επίδικο, μια και οι αναφορές του συνηγόρου των Εναγόμενων περιορίστηκαν στο ότι η ίδια η Ενάγουσα δεν απέδειξε την εγγραφή της. Όπως προανέφερα η Υπεράσπιση επί του σημείου είναι απλή άρνηση. Έστω όμως και να τίθετο δικογραφικά η αμφισβήτηση της εγγραφής της Ενάγουσας με περισσότερη λεπτομέρεια και με απώτερο σκοπό ν’ αμφισβητηθεί η ύπαρξη της Ενάγουσας και κατ’ επέκταση το δικαίωμά της να κινεί την Αγωγή, τούτο δεν θα ήταν αρκετό ούτως ώστε το Δικαστήριο να επιλύσει το ζήτημα στο στάδιο που εγέρθηκε. Όπως αναφέρθηκε από τον Πική Δ. (όπως ήταν τότε) στην απόφαση πλειοψηφίας στην υπόθεση Lioufis and Co. Ltd. v. Ανδρονίκου (1996) 1 Α.Α.Δ. 773:

«Αν ο ενάγων δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, δεν τίθεται, ούτε θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα αντιδικίας με τον εναγόμενο.  Αγωγή εκ μέρους ανύπαρκτου προσώπου συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.  Το μέσο για την αμφισβήτηση της οντότητας του ενάγοντα είναι αίτηση για τη διαγραφή της αγωγής.  Η θέση αυτή ευρίσκει έρεισμα στην απόφαση Russian Commercial and Industrial Bank v. Comptoir D'Escompte de Mulhouse [1925] A.C. 112 (ΗL). Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι η αμφισβήτηση εξουσίας του ενάγοντα να κινήσει αγωγή εξ ονόματος της ενάγουσας εταιρείας δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αντιδικίας, με την έγερση του θέματος στην Υπεράσπιση.  Η θεραπεία έγκειτο στη λήψη μέτρων, σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας, για τη διαγραφή του ενάγοντα και τον τερματισμό της  διαδικασίας.  Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που αμφισβητείται η ύπαρξη του ενάγοντα - (βλ. Τhe Annual Practice 1958, σελ. 574 και 575)».

Επί του συγκεκριμένου σημείου καταλήγω ότι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εναγόμενων δεν με βρίσκει σύμφωνο. 

Κατά πόσο η υπογραφή του Τεκμηρίου 12 θα μπορούσε ν’ απαλλάξει τους Εναγόμενους 2 και 3 από την εγγύηση που παρείχαν        

Είναι γεγονός ότι ο τίτλος του Τεκμηρίου 12 περιέχει ρητώς τη λέξη «συμφωνία». Τίθεται συνεπώς το ερώτημα κατά πόσο, στη βάση του προμνησθέντος Άρθρου 93 του Κεφ. 149, θα μπορούσε σ’ εκείνη τη βάση ν’ απαλλαχθούν οι Εναγόμενοι 2 και 3 από την εγγύηση που παρείχαν δυνάμει του Τεκμηρίου 6. 

Το Άρθρο 93 του Κεφ. 149 είναι πανομοιότυπο με το αντίστοιχο άρθρο 135 του Ινδικού Νόμου και στο σύγγραμμα Pollock & Mulla, Indian Contract and Specific Relief Acts, Τόμος ΙΙ, 11η έκδοση, 1994 με αρχή της σελίδα 973, η γενική αρχή που προκύπτει σχολιάζεται ως εξής:

«The general principle was thus stated: “It is the clearest and most evident equity not to carry on any transaction without the privity of him who must necessarily have a concern in any transaction with the principal debtor. You cannot keep him bound and transact his affairs (for they are as much his as your Own) without consulting him”».

Ως προς την εμβέλεια της γενικής αρχής της θέσπισης του Άρθρου 93 αυτή επεξηγείται στη σελίδα 974 του ιδίου συγγράμματος ότι:

«[…] the mere formation of the contract is sufficient to operate as a discharge of the surety irrespective of any forbearance that may be exercised under it.»

Και πιο κάτω στην ίδια σελίδα:

«But the contract must be a binding one supported by consideration; forbearance to sue, therefore, exercised in pursuance of an agreement without consideration, would not discharge the surety, as it does not amount to anything more than “mere forbearance” within the meaning of s. 137».

Η πιο πάνω αναφορά σε «s.137» αφορά αντίστοιχη νομοθετική πρόνοια με το Άρθρο 95 του Κεφ. 149, το οποία καθορίζει ότι:

«Αν στη σύμβαση της εγγύησης δεν υπάρχει όρος για το αντίθετο, απλή αποχή του πιστωτή από την έγερση αγωγής ή τη λήψη άλλων μέσων θεραπείας κατά του πρωτοφειλέτη, δεν απαλλάσσει τον εγγυητή».

Η προσέγγιση επιβεβαιώνεται και στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 32η έκδοση, Τόμος ΙΙ, 2017, παράγραφοι 45-107 και εντεύθεν. Προστίθεται δε, στην παράγραφο 45-113 με αναφορά στο ίδια το κείμενο της εγγύησης ότι:

«[…] where a guarantee is expressed as being in respect of “all sums which are now or may hereafter become owing" to the creditor by the principal debtor, the surety will remain liable for sums so owing even if they were not foreseen by the original contract guaranteed».

Πέραν τούτων αλλά και συνοψίζοντας το ζήτημα της συμφωνίας αποχής από τη λήψη μέτρων, στο σύγγραμμα Law of Guarantees, 4η έκδοση, 2005, στην παράγραφο 9-011 στη σελίδα 306 αναφέρονται τα εξής σχετικά με τη δυνατότητα του Δικαστηρίου, στην κατάλληλη περίπτωση, να θεωρήσει την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του πιστωτή εναντίον του εγγυητή ως εξυπακουόμενο όρο στη σύμβαση διακανονισμού:

«An agreement not to sue the principal may or may not contain such a reservation, and so may or may not discharge the surety. In Finley v Connell Associates (a firm) [1999] Lloyd’s Rep. P.N. 895, Richards J. held that in a creditor’s agreement not to sue the principal, a reservation of rights against the principal’s surety could be implied and would have the same effect as an express reservation, namely to prevent the surety being discharged. He said that none of the authorities laid down any rule of law that a reservation of rights against a surety had to be express, and there was no reason why it could not be implied in an appropriate case».

Με την πιο πάνω ανάλυση κατά νου και την απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας περί του αντιθέτου, καταλήγω ότι το Τεκμήριο 12, δεν αποτελεί συμφωνία που να υποστηρίζεται με οποιαδήποτε αντιπαροχή. Επομένως, η προσπάθεια των διαδίκων να διευθετηθεί το χρέος της Εναγόμενης 1 χωρίς τη λήψη μέτρων εναντίον της, ειδικά ενόψει και του εύρους του λεκτικού του Τεκμηρίου 6, δεν αφήνουν περιθώριο για βάσιμη θεώρηση ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 απαλλάχθηκαν από την εγγύησή τους, με την υπογραφή του Τεκμηρίου 12.

Προσθέτω στο σκεπτικό μου ότι ούτε τέθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον μου ότι εφαρμόζεται εν προκειμένω το Άρθρο 97 του Κεφ. 149.

Τέλος και όσον αφορά το θέμα της εγγύησης που παρείχαν οι Εναγόμενοι 2 και 3 καταλήγω, υπό το φως των Άρθρων 84 και 87 του Κεφ. 149, ότι εκείνοι παρείχαν συνεχή εγγύηση της υποχρέωσης πληρωμής του εκάστοτε οφειλόμενου ποσού της Εναγόμενης 1 προς την Ενάγουσα.

Κατά πόσο ισχύει το Άρθρο 5 του Νόμου 197(Ι)/2003

Αναφορικά με το πεδίο εφαρμογής του επίμαχου Νόμου 197(Ι)/2003, σχετικό είναι το Άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται:

«Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται αναφορικά με συμβάσεις εγγύησης με την έννοια του περί Συμβάσεων Νόμου, στις περιπτώσεις που ο εγγυητής είναι φυσικό πρόσωπο το οποίο με τη σύμβαση εγγύησης εγγυάται σε πιστωτή, να εκπληρώσει την υπόσχεση ή υποχρέωση αποπληρωμής ολόκληρου ή μέρους του ποσού δανείου, σε περίπτωση μη εκπλήρωσής της από τον πρωτοφειλέτη στον οποίο παραχωρείται το δάνειο:

Νοείται ότι ο παρών Νόμος δε θα εφαρμόζεται αναφορικά με συμβάσεις εγγύησης στις περιπτώσεις που ο πρωτοφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο και ο εγγυητής κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης εγγύησης τελούσε υπό την ιδιότητα του διοικητικού συμβούλου του πρωτοφειλέτη […]».

Ενώ στο Άρθρο 2 του ιδίου Νόμου, ερμηνεύεται ότι:

««δάνειο» σημαίνει δανεισμό οποιουδήποτε ποσού χρημάτων που παραχωρείται δυνάμει συμφωνίας δανείου σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, και περιλαμβάνει γραμμάτιο και οποιαδήποτε χρηματοπιστωτική διευκόλυνση·».

Εν όψει των πιο πάνω προνοιών δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οτιδήποτε που να θέτει την υπό κρίση περίπτωση εντός της εμβέλειας τους. Εν προκειμένω δεν έχει καταδειχθεί ότι η εγγύηση πληρωμής οφειλόμενων ποσών για την προμήθεια προϊόντων, θα μπορούσε να ενταχθεί στον ορισμό του «δανείου». Επομένως καταλήγω ότι το Άρθρο 5 του Νόμου 197(Ι)/2003 δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση.

Κατά πόσο υπάρχει κώλυμα στη χορήγηση θεραπείας λόγω της προώθησης διαφορετικών εκδοχών

Αποτέλεσε επιχείρημα του συνηγόρου των Εναγόμενων ότι το Δικαστήριο, κατ’ ουσία, κωλύεται από το να χορηγήσει θεραπεία καθότι, κατά τον ίδιο, η Ενάγουσα προώθησε τρεις διαφορετικές εκδοχές. Απλή όμως ανάγνωση του δικογράφου της Ενάγουσας, αλλά όπως προκύπτει τόσο από τη μαρτυρία της ΜΕ1, την οποία και αποδέχθηκα, δεν πρόκειται περί προώθησης διαφορετικών εκδοχών, αλλά αξίωσης επί διαζευκτικών βάσεων. Στην πραγματικότητα, η Ενάγουσα προώθησε μια και μόνον εκδοχή των γεγονότων: ότι σύναψε συμφωνία με την Εναγόμενη 1 για να την προμηθεύει με λιπαντικά, ότι κατά τη διάρκειά της εξέδιδε τιμολόγια για τα προϊόντα που προμήθευε, ότι για τις συναλλαγές τηρούσε κατάσταση λογαριασμού, ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 εγγυήθηκαν την πληρωμή κάθε ποσού που καθίστατο πληρωτέο από την Εναγόμενη 1 προς την Ενάγουσα στο πλαίσιο της συνεργασίας τους και ότι η Εναγόμενη 1 καθυστερούσε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της για εξόφληση του υπολοίπου. Κι’ αυτά ακριβώς τα γεγονότα ήταν που η Ενάγουσα απέδειξε, στον απαιτούμενο βαθμό, κατά τη δίκη. Το κατά πόσο τα πιο πάνω γεγονότα θα μπορούσαν να υποστυλώσουν αξίωση επί διαζευκτικών βάσεων δεν αποτελεί εμπόδιο στο Δικαστήριο να χορηγήσει θεραπεία. Αντίθετα όπως διατυπώθηκε στην κλασσική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Kennedy Hotels Ltd. v. Haig Indjirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400:

« […] μπορεί να παρασχεθεί οποιαδήποτε θεραπεία η οποία στοιχειοθετείται από τα γεγονότα που περιέχονται στην έκθεση απαιτήσεως, εφόσον αποδεικνύονται κατά τη δίκη. Κρίθηκε ότι παράλειψη επιδίωξης ειδικής θεραπείας δεν αποτελεί κώλυμα για την απόδοση της».

Συνεπώς ούτε αυτή η θέση του συνηγόρου των Εναγόμενων με βρίσκει σύμφωνο.

Κατάληξη

            Έχοντας κατά νου τα ευρήματά μου και έχοντας τα υπαγάγει στη νομική πτυχή της υπόθεσης, η απαίτηση της Ενάγουσας εναντίον των Εναγόμενων 1 έως 3 επιτυγχάνει.

            Εκδίδεται Απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγόμενων 1 έως 3 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για το ποσό των €67,759.66.

Αναφορικά με το ζήτημα του τόκου, η απαίτηση της Ενάγουσας είναι όπως αυτός επιδικαστεί επί των ποσών κάθε τιμολογίου από την ημέρα έκδοσης εκάστου. Τα τιμολόγια που η Ενάγουσα προσκόμισε, ως Τεκμήριο 4 και τα οποία αποδέχθηκα ως μέρος των συναλλαγών μεταξύ των διαδίκων, χρονολογούνται μεταξύ των ετών 2014 και 2016. Παρά ταύτα και βάσει τόσο της μαρτυρίας της ΜΕ1 αλλά και των κατατεθειμένων καταστάσεων λογαριασμού, το ποσό που η Εναγόμενη 1 οφείλει προς την Ενάγουσα και το οποίο αποτέλεσε και το αντικείμενο της αξίωσής της προέκυψε από συναλλαγές που προηγήθηκαν των προειδοποιητικών επιστολών Τεκμηρίων 7 και 10, τα οποία στάλθηκαν εντός των ετών 2014 και 2016 αντίστοιχα. Από τη στιγμή που για το μέχρι τότε συνολικό οφειλόμενο ποσό η Εναγόμενη 1, στη βάση και πάλι των καταστάσεων λογαριασμών συνέχισε να προβαίνει σε κάποιες πληρωμές, όπως για παράδειγμα με την παράδοση των επιταγών που δόθηκαν κατά την υπογραφή του Τεκμηρίου 12, δεν είναι δυνατό να γίνει ταύτιση των πληρωμών με συγκεκριμένο τιμολόγιο ούτως ώστε να διαχωριστεί για ποια τιμολόγια θα επιδικαστεί τόκος από την ημέρα έκδοσής τους και για ποια όχι. Επομένως κρίνω ορθό να επιδικάσω νόμιμο τόκο επί του εξ αποφάσεως χρέους από την καταχώριση της Αγωγής μέχρι εξόφλησης.

            Ως προς τα έξοδα και μια και δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου που να δικαιολογεί παρέκκλιση από τον κανόνα ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα, επιδικάζω αυτά υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

……………………………

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

   



[1] (βλ. Ανδρέας Χρ. Στυλιανίδης ν. Κωνσταντίνου Χατζηπιέρα (1999) 1 Α.Α.Δ. 1056)

[2] (βλ. Χρυσάνθη Χρύσανθου και Σταύρος Φραντζή ν Αντρέα Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ.1295)

[3] βλ. Χ" Παυλή κ.ά v. Αβραάμ (2000) 1 ΑΑΔ 220 και Σωκράτης Ναθαναήλ v. Hissam Hes Ali (2001) 1 (Γ) 1689)

[4] Βλ. Παναγιώτης Μαστρής Λιμιτεδ ν. Επιπλώσεις Λάσκο Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 728Κρασάρης ν. Cyprus Investment & Securities Corporation Ltd., Πολιτική Έφεση 95/2010, ημερομηνίας 10.07.2017 και A.L. Mantovani & Sons Ltd. v. Christis Travel & Tourism Ltd. (1999) 1 Α.Α.Δ. 156

[5] ΒλPalatino Developments Limited v. Telectronics Communication Limited (2002) 1B A.A.Δ. 294 και Demil Imports Exports Ltd. v. Ζήνων ΗΚωνσταντινίδης Λτδ(2011) 1 A.Α.Δ. 462

[6] Βλ. Γεώγιος Σπύρος Τσαππή Λτδ. ν. Παναγιώτη Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο