Γιώργος Κουσιαππή κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία ΛΤΔ κ.α., Αρ. Αγωγής: 2679/14, 30/3/2025
print
Τίτλος:
Γιώργος Κουσιαππή κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία ΛΤΔ κ.α., Αρ. Αγωγής: 2679/14, 30/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2679/14

Μεταξύ:

1. Γιώργος Κουσιαππή

2. Ειρήνη Κουσιαππή

Ενάγοντες

-και-

 

1. Τράπεζα Κύπρου (πρώην Cyprus Popular Bank Public Ltd)

2. Άντρη Αντωνιάδου ως ειδική διαχειρίστρια για την εκτέλεση των μέτρων εξυγίανσης

3. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου

Εναγόμενοι

 

Ως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομ. 05/10/2015

Μεταξύ:

1. Γιώργος Κουσιαππή

2. Ειρήνη Κουσιαππή

Ενάγοντες

-και-

 

1. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία ΛΤΔ

2. Άντρη Αντωνιάδου ως ειδική διαχειρίστρια για την εκτέλεση των μέτρων εξυγίανσης

3. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου

Εναγόμενοι

-------------------------------------

Ημερομηνία: 31 Μαρτίου, 2025.

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Ενάγοντες 1 και 2: κ. Χριστοφόρου με κ. Νικολάου, για Πελαγίας, Χριστοδούλου, Βράχας Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη 1: κ. Κόκκινος με κα Γεωργιάδου, για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη 3: κα Φράγκου, για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι Ενάγοντες, με το τροποποιημένο Κλητήριο Ένταλμα, αξιώνουν από τους Εναγόμενους 1 και 3 το ποσό των €187.236,55 ή/και το ποσό των €93.618,27 για τον καθένα από αυτούς, με τόκο 6% από 22/05/2013, ως ζημιά που προκύπτει από την αμέλεια ή και την παράνομη ή και δόλια συμπεριφορά ή και την παράβαση του καθήκοντος ή και την παράβαση του Νόμου από τους Εναγόμενους κατά την εφαρμογή των Διαταγμάτων και τη διασφάλιση των εγγυημένων καταθέσεων που τους αναλογούσαν. Αξιώνουν και άλλες θεραπείες οι οποίες έχουν ως κεντρικό άξονα την διασφάλιση του εγγυημένου ποσού των €100.000 για κάθε ένα από αυτούς.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης οι Ενάγοντες είναι Κύπριοι μετανάστες στην Αυστραλία και ήταν πελάτες της Λαϊκής Τράπεζας. Η Λαϊκή Τράπεζα τους παρείχε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και στις 26/03/2013 διατηρούσαν αριθμό κοινών λογαριασμών, σε διάφορα νομίσματα, με καταθέσεις συνολικού ύψους €2.574.658, ενώ είχαν και δάνειο ύψους €1.507.630,30. Λόγω των γεγονότων του Μαρτίου του 2013 και των μέτρων που είχαν ληφθεί, οι καταθέσεις των Εναγόντων υπέστησαν κούρεμα με αποτέλεσμα να διασφαλιστεί, σύμφωνα με τα Διατάγματα, ποσό €100.000 για κάθε ένα από αυτούς. Τους διαβιβάστηκαν καταστάσεις λογαριασμού, κατά τον επίδικο χρόνο, οι οποίες έδειχναν την αναλογία ποσού ανά δικαιούχο, καθώς και την δέσμευση σε μετρητά ως εγγύηση για το δάνειο. Η Λαϊκή Τράπεζα λόγω των γεγονότων, προχώρησε σε μετατροπή των λογαριασμών των Εναγόντων που τηρούνταν σε ξένο συνάλλαγμα σε ευρώ, ενώ παράλληλα δέσμευσε το ποσό των €753.815,15 από το σύνολο των καταθέσεων τους για εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου και του δανείου. Στη συνέχεια, προέβηκε σε απομείωση ή/και κούρεμα στους λογαριασμούς ύψους €433.515,83 με αποτέλεσμα το εξασφαλισμένο ποσό για τον καθένα τους να ανέρχεται στις €100.000. Η επέμβαση επί των κοινών λογαριασμών των Εναγόντων, λόγω της εφαρμογής των προνοιών των κανονισμών και των νόμων ή/και των διαταγμάτων, έπρεπε να είχε εξασφαλίσει σε κάθε ένα Ενάγοντα το ποσό των €100.000 το οποίο έπρεπε να αποδοθεί και/ή αποδεσμευτεί και/ή καταβληθεί στους Ενάγοντες. Όμως οι Εναγόμενοι δεν εφάρμοσαν ορθά ή/και νόμιμα τους νόμους ή/και τους κανονισμούς ή/και τα διατάγματα με αποτέλεσμα παράνομα να μην αποδώσουν το εκ του νόμου εξασφαλισμένο ή/και προστατευμένο ή/και ασφαλισμένο ή/και εγγυημένο ποσό των €100.000 στον κάθε Ενάγοντα. Για το οφειλόμενο ποσό του δανείου τους, ήτοι €1.507.630,30, είχε δεσμευτεί από τις καταθέσεις που οι Ενάγοντες διατηρούσαν σε ευρώ ή/και σε άλλα νομίσματα ανάλογο ποσό για την εξόφλησή του. Ζήτησαν τηλεφωνικά στις 28/03/2013 την εξόφληση του δανείου και οι ίδιοι επισκέφθηκαν την Κύπρο στις 06/05/2013 και συναντήθηκαν με υπαλλήλους ή/και εκπροσώπους της Εναγόμενης 1 στις 08/05/2013, από τους οποίους ζήτησαν όπως εξοφληθεί το δάνειό τους. Η Εναγόμενη 1 ή/και αντιπρόσωποί της δήλωσαν ότι το δάνειο δεν μπορούσε να εξοφληθεί γιατί αυτό δεν επιτρέπετο από την Εναγόμενη 3. Όμως είχαν υπογράψει τα σχετικά έγγραφα για την εξόφληση του δανείου. Παρά τα επανειλημμένα αιτήματα των Εναγόντων, κατά τη διάρκεια που αυτοί βρίσκονταν στην Κύπρο, για εξόφληση του συγκεκριμένου δανείου, η Εναγόμενη 1 ή/και οι υπάλληλοί της ή/και οι αντιπρόσωποί της, αρνούνταν να το πράξουν με πρόσχημα ότι θα έπρεπε να προηγηθεί η έγκριση από την Εναγόμενη 3. Αναχώρησαν από την Κύπρο στις 30/05/13 για την Αμερική και λόγω του ότι χρειάζονταν άμεσα λεφτά για σκοπούς του ταξιδιού η Εναγόμενη 3 ή/και οι υπάλληλοί της ή/και οι αντιπρόσωποί της, πίστωσαν στον λογαριασμό τους ποσό ύψους €6.000,00 για σκοπούς του ταξιδιού, αφού δεν μπορούσαν να τους πιστώσουν το ποσό των €36.000,00 που δικαιούντο. Ακολούθως ενημερώθηκαν ότι το δάνειο δεν μπορούσε να ξοφληθεί από το ποσό που είχε δεσμευτεί γιατί δεν ήταν επαρκές λόγω της συναλλαγματικής αξίας των ξένων νομισμάτων που είχαν δεσμευτεί και ότι για σκοπούς εξόφλησης θα χρησιμοποιούνταν οι εξασφαλισμένες καταθέσεις τους. Με γραπτό αίτημά τους, οι Ενάγοντες στις 19/06/2013 ζήτησαν τη διασφάλιση των εγγυημένων €100.000,00 από τις Εναγόμενες 1 και 3. Το αίτημα απορρίφθηκε παράνομα ή/και κατά παράβαση των νόμων ή/και των κανονισμών με επιστολή ημερομηνίας 19/07/2013. Η Εναγόμενη 1 αντί να εφαρμόσει τη νομοθεσία, τόσο προφορικά όσο και με ηλεκτρονικό μήνυμα, παράνομα τους εισηγήθηκε τρόπους ή/και μεθόδους για να αποδεχθούν την εξόφληση του δανείου με τη χρησιμοποίηση των εγγυημένων καταθέσεών τους ενώ τους είχαν κουρέψει πέραν του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Ενημερώθηκαν για την εξόφληση του δανείου τους στις 22/07/2013, στην οποία η Εναγόμενη 1 προέβηκε χωρίς να έχει τη ρητή συγκατάθεση των Εναγόντων.

 

Οι Ενάγοντες παραθέτουν τις λεπτομέρειες των παράνομων ή/και ψευδών παραστάσεων ή/και της δόλιας ή και απατηλής συμπεριφοράς της Εναγόμενης 1. Καταγράφουν τα ακόλουθα: Ότι παράνομα και δόλια παρέστησε ή/και παρουσίασε στους Ενάγοντες ότι δεν έχουν άλλη επιλογή ή/και ότι είναι επικίνδυνο να μην εξοφληθεί το δάνειο με τον τρόπο ή/και τους τρόπους που πρότεινε η Εναγόμενη 1. Ότι παράνομα ή/και δόλια τους παρουσιάστηκε ότι θα ήταν σε δυσμενέστερη θέση με τη μη εξόφληση του δανείου τους με τον τρόπο που τους προτάθηκε. Ότι με τη συμπεριφορά της η Εναγόμενη 1 πίεσε ή/και παραπλάνησε ή/και εφάρμοσε ψυχική πίεση στους Ενάγοντες έτσι ώστε να εξαπατηθούν και να αποδεχθούν την επέμβαση επί των εγγυημένων καταθέσεών τους, καταστρατηγώντας τις πρόνοιες του Νόμου χωρίς να τους παρέχουν ή/και να τους προτείνουν όπως λάβουν νομική συμβουλή.

 

Ως λεπτομέρειες της αμέλειας και των απορρεόντων καθηκόντων και ή παραλήψεων των Εναγόμενων καταγράφονται τα ακόλουθα: Ότι παρέλειψαν ή και αμέλησαν να λάβουν τα απαιτούμενα ή και αναγκαία μέτρα ή και ενέργειες για τη ρύθμιση ή και εξασφάλιση του δανείου των Εναγόντων σε περίπτωση αρνητικής συναλλαγματικής διαφοράς των ξένων νομισμάτων τα οποία οι ίδιοι δέσμευσαν στις 26/03/2013. Ότι έχοντας αποκλειστική ευθύνη δεν έλαβαν ή και δεν προνόησαν ή και παρέλειψαν να λάβουν ή και να εφαρμόσουν μέτρα έτσι ώστε να καλύψουν το ενδεχόμενο της αρνητικής συναλλαγματικής διαφοράς των ξένων νομισμάτων που οι ίδιοι δέσμευσαν προς εξόφληση του δανείου. Ότι μόνο οι Εναγόμενοι μπορούσαν να προνοήσουν ή και να λάβουν ενέργειες ή και να καθορίσουν τον τρόπο με τον οποίο θα ρυθμιζόταν ή και θα αποπληρωνόταν το δάνειο των Εναγόντων μετά την απομείωση των λογαριασμών ή και μετά την δέσμευση των συναλλαγμάτων ή και ξένων νομισμάτων για την εξόφληση του δανείου. Λόγω των προνοιών του Νόμου, το ποσό των €100.000 στον κάθε Ενάγοντα έπρεπε να διαφυλαχθεί και στη συνέχεια να τους καταβληθεί, όμως οι Εναγόμενοι 1 και 3 δεν έλαβαν ή/και δεν προνόησαν ή/και παρέλειψαν ή/και αμέλησαν να λάβουν τα οποιαδήποτε μέτρα ή ενέργειες ως όφειλαν κατά την απομείωση των λογαριασμών των Εναγόντων, έτσι ώστε να καλύψουν το δάνειο ή/και το δάνειο να αποπληρωθεί. Ισχυρίζονται ότι έχουν περιέλθει σε δυσμενέστερη οικονομική θέση συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν αν η Cyprus Popular Bank Public Co Ltd τίθετο σε εκκαθάριση.

 

Η Εναγόμενη 1 στην τροποποιημένη Υπεράσπισή της προβάλλει προδικαστική ένσταση ότι σύμφωνα με την Κ.Δ.Π.104/2013, η οποία εκδόθηκε στις 29/03/2013 με βάση τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2013 ως τροποποιήθηκε, συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις και δικαιώματα της Λαϊκής Τράπεζας μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα Κύπρου υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που καταγράφονταν στα συγκεκριμένα Διατάγματα. Η απαίτηση των Εναγόντων δεν εμπίπτει εντός των υποχρεώσεων που ανέλαβε η Τράπεζα Κύπρου από την Λαϊκή Τράπεζα και ως εκ τούτου ζητείται η απόρριψη της αγωγής ως παντελώς αβάσιμης, ανυπόστατης και ατεκμηρίωτης λόγω του ότι η Εναγόμενη 1 δεν σχετίζεται με τα γεγονότα.

 

Η Εναγόμενη 1 ισχυρίζεται ότι, σε σχέση με τους λογαριασμούς που διατηρούσαν οι Ενάγοντες στην Λαϊκή Τράπεζα και ιδιαίτερα αναφορικά με την απομείωση των καταθέσεων τους δεν ενεπλάκη με οποιονδήποτε τρόπο, αφού δεν μεταβιβάστηκε σε αυτήν το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής Τράπεζας, ούτε και το σύνολο των υποχρεώσεών της αφού η Λαϊκή Τράπεζα συνέχισε να υπάρχει ως νομική οντότητα.

 

Προωθείται η θέση ότι οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται να προωθούν την αγωγή εναντίον της Εναγόμενης 1 αφού, σύμφωνα με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο, άρθρα 12(15) και 12(16), τα θιγόμενα μέρη δεν δύνανται να ξεκινήσουν οποιανδήποτε διαδικασία απαιτώντας την πληρωμή των χρεών και υποχρεώσεων που επηρεάστηκαν από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με τα ίδια μέσα ούτε και να απαιτήσουν από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση ή από τη Δημοκρατία οποιανδήποτε χρηματική αποζημίωση για ζημιές που δυνατό να έχουν υποστεί ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα. Ως εκ τούτου, κωλύονται από το να εγείρουν και να προωθούν την αγωγή.

 

Επικαλούνται την Υπεράσπιση της ματαίωσης της σύμβασης στη βάση του λεκτικού της ΚΔΠ103/13. Η Εναγόμενη 1 δεν είχε επιλογή από το να εφαρμόσει στην ολότητά τους και να συμμορφωθεί πλήρως με τις πρόνοιες των ΚΔΠ103/13 και ΚΔΠ104/13. Στον βαθμό που η οποιαδήποτε ιδιωτική σύμβαση προέβλεπε οτιδήποτε αντίθετο με τον νόμο, αυτή είχε ματαιωθεί ή/και δεν μπορούσε να εφαρμοστεί.

 

Ως προς τα γεγονότα, καταγράφεται ότι οι Ενάγοντες στις 06/05/2013 αιτήθηκαν την εξόφληση του δανείου που διατηρούσαν στην Λαϊκή Τράπεζα αλλά αυτό δεν ήταν εφικτό λόγω των οδηγιών και των σχετικών διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας που ήταν σε εφαρμογή κατά τον ουσιώδη χρόνο. Για την εξυπηρέτηση τους, λόγω του ότι θα ταξίδευαν στο εξωτερικό, εγκρίθηκε η παραχώρηση του ποσού των €6.000 και στις 19/05/2013 ενημερώθηκαν ότι η εξόφληση του δανείου τους θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Στις 19/07/2013 οι Ενάγοντες υπέβαλαν αίτημα για άμεση εξόφληση του δανείου τους με την συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε στις 26/03/2013 πλην όμως το αίτημα απορρίφθηκε από την Εναγόμενη 2. Λόγω της αρνητικής διακύμανσης στις ισοτιμίες του ξένου συναλλάγματος, το συγκεκριμένο δάνειο δεν θα μπορούσε να εξοφληθεί πλήρως μέσω των δεσμευμένων καταθέσεων που υπήρχαν ως εξασφάλιση και να παραμείνουν διαθέσιμες οι καταθέσεις των €100.000 ανά άτομο και η Εναγόμενη 1 προχώρησε και μείωσε το ποσό των εξασφαλισμένων καταθέσεών τους για να αποπληρωθεί το δάνειο.

 

Η Εναγόμενη 1 αρνείται τις λεπτομέρειες που παρατίθενται και αφορούν τις ισχυριζόμενες παράνομες ή/και ψευδείς παραστάσεις ή/και τη δόλια ή/και απατηλή συμπεριφορά από μέρους της και προωθεί τη θέση ότι ενεργούσε καθόλα ορθά και νομότυπα. Οι Ενάγοντες είναι δύο μορφωμένα άτομα και γνώστες των επίδικων ζητημάτων και η Εναγόμενη 1 ουδέποτε προέτρεψε ή/και συμβούλεψε τους Ενάγοντες να καταρτίσουν συμφωνία στο συγκεκριμένο νόμισμα και ουδέποτε άσκησε οποιανδήποτε ψυχική πίεση ή/και προέβη σε ψευδείς παραστάσεις για την κατάρτιση της συγκεκριμένης συμφωνίας. Οι Ενάγοντες υπέγραψαν τις συμφωνίες και τα σχετικά έγγραφα που τις συνοδεύουν και αφορούν ζητήματα που σχετίζονται με τη διαφοροποίηση του επιτοκίου, την μετατροπή του νομίσματος σε αυτό που χρησιμοποιείται από την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά και σε σχέση με την αποδοχή των κινδύνων τους οποίους διέτρεχαν από τυχόν διακύμανση της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου. Σε διάφορες περιστάσεις προέτρεψε τους Ενάγοντες να συμβουλευτούν ειδικό άτομο σε σχέση με τη διαχείριση των επίδικων θεμάτων και την εξόφληση του επίδικου δανείου. Ως εκ τούτου, οι Ενάγοντες κωλύονται από το να προβάλλουν τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς λόγω του ότι έχουν υπογράψει τις σχετικές συμφωνίες και λόγω του ότι έχουν αποδεχθεί τους κινδύνους που υπήρχαν στη σύναψη των επίδικων συμφωνιών.

 

Η Εναγόμενη 3 στην τροποποιημένη Υπεράσπισή της εγείρει αριθμό προδικαστικών ενστάσεων. Καταγράφει ότι δεν αποκαλύπτεται οποιαδήποτε βάση αγωγής εναντίον της λόγω του ότι δυνάμει του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, Ν.66(Ι)/1997 δεν υπόκειται σε οποιανδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιανδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει του συγκεκριμένου Νόμου ή των οποιωνδήποτε κανονισμών. Καθώς επίσης, ότι δυνάμει του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου, Ν.17(Ι)/2013 και του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, Ν.138(Ι)/2002 δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της που προβλέπονται από τους συγκεκριμένους Νόμους εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή παράλειψη δεν έγινε καλή τη πίστη ή είναι αποτέλεσμα δόλου ή βαριάς αμέλειας εκ μέρους της. Διαζευκτικά, προωθεί ότι οι Ενάγοντες δεν έχουν αποδείξει ότι βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης στην Εναγόμενη 1. Ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει τη νομιμότητα των Διαταγμάτων που εκδόθηκαν δυνάμει του Νόμου 17(Ι)/13. Ότι η Εναγόμενη 3 ενάγεται ως Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ενώ ορισμένες από τις αξιώσεις των Εναγόντων αφορούν βλάβη ή και ζημιά που κατ΄ισχυρισμό προκλήθηκε υπό την ιδιότητά της ως Αρχή Εξυγίανσης και ότι το Κλητήριο Ένταλμα είναι λανθασμένο ή/και ελαττωματικό, λόγω του ότι γίνεται επίκληση δόλου και/ή απάτης και ως εκ τούτου θα πρέπει να παραμεριστεί.

 

Ανεξάρτητα από τις προδικαστικές ενστάσεις, η Εναγόμενη 3 καταγράφει τα γεγονότα που οδήγησαν στην απόφαση του Eurogroup του Μαρτίου 2013. Προωθεί τη θέση ότι λόγω των γεγονότων που επικράτησαν την περίοδο 2011-2013 η Κυπριακή Δημοκρατία αναγκάστηκε να εφαρμόσει την απόφαση του Eurogroup, ημερομηνίας 25/03/2013, η οποία απέκλεισε την ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής Τράπεζας από το πρόγραμμα χρηματοδότησης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ορίστηκε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ως Αρχή Εξυγίανσης, από την οποία λήφθηκαν μέτρα σε σχέση με την Τράπεζα Κύπρου και την Λαϊκή Τράπεζα. Με τη λήψη των μέτρων εξυγίανσης διατηρήθηκε και συνεχίστηκε η προσφορά των βασικών και κρίσιμων τραπεζικών εργασιών με αποτέλεσμα τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας του Κυπριακού Τραπεζικού Συστήματος, προστατεύθηκαν πλήρως οι καταθέσεις που θα αποζημιώνονταν από το Ταμείο Προστασίας Καταθετών με τη διασφάλιση των ασφαλισμένων καταθέσεων, δεν μετακυλίστηκε το κόστος της εξυγίανσης των τραπεζών στους φορολογούμενους, αποφεύχθηκε το ενδεχόμενο να βρεθούν στην ανεργία χιλιάδες εργαζόμενοι της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου και στην περίπτωση της Λαϊκής Τράπεζας οι επηρεαζόμενοι έτυχαν χειρισμού σύμφωνα με τις πρόνοιες της ΚΔΠ104/2013. Όλα τα διατάγματα ή/και αποφάσεις ή/και πράξεις ή/και όλες οι προπαρασκευαστικές πράξεις λήφθηκαν για σκοπούς προαγωγής της δημόσιας ωφέλειας και για επιτακτικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος αλλά και για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης ή/και της δημόσιας ασφάλειας και δικαιολογούνταν δυνάμει του δικαίου της ανάγκης.

 

Οι Ενάγοντες κατά ή περί τις 26/03/2013 τηρούσαν καταθέσεις ύψους €2.574.658 και δάνεια ύψους €1.507.630 σε λογαριασμούς στην Λαϊκή Τράπεζα. Οι καταθέσεις τους ήταν δεσμευμένες προς εξασφάλιση των δανείων τους, cash collateral. Σύμφωνα με οδηγία της Αρχής Εξυγίανσης ημερομηνίας 26/04/2013, καταθέσεις που ήταν δεσμευμένες ως εξασφάλιση υποχρεώσεων ή/και δανείων συν μεταβιβάζονταν στην Τράπεζα Κύπρου μέχρι το ποσό που οι συγκεκριμένες καταθέσεις κάλυπταν τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Η Λαϊκή Τράπεζα, ενεργώντας σύμφωνα με την ΚΔΠ104/2013, μεταβίβασε καταθέσεις των Εναγόντων ύψους €2.574,658, οι οποίες ήταν δεσμευμένες προς εξασφάλιση του δανείου τους (cash collateral) μαζί με το ποσό του δανείου τους ύψους €1.507.630, ενώ σύμφωνα με το ίδιο διάταγμα μεταβίβασε ασφαλισμένες καταθέσεις ύψους €100.000 για τον καθένα τους. Λόγω του ότι οι καταθέσεις τους καθώς και το δάνειό τους ήταν σε ξένο συνάλλαγμα, η μεταβίβαση έγινε λαμβάνοντας υπόψη την τιμή του συναλλάγματος στις 26/03/2013. Με εντολή των Εναγόντων ημερομηνίας 22/07/2013, η Τράπεζα Κύπρου προχώρησε σε συμψηφισμό των καταθέσεων και του δανείου των Εναγόντων που είχαν μεταβιβαστεί κοντά της, χρησιμοποιώντας την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία. Λόγω διαφοροποίησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι δεσμευμένες καταθέσεις δεν επαρκούσαν για πλήρη εξόφληση του δανείου και γι' αυτό η Τράπεζα Κύπρου προχώρησε σε χρέωση ύψους €13.000,00 από τις υπόλοιπες καταθέσεις που τηρούσαν οι Ενάγοντες, ήτοι τις ασφαλισμένες καταθέσεις των €100.000 ανά δικαιούχο. Οι Ενάγοντες έχουν υποστεί τις ισχυριζόμενες ή οποιεσδήποτε ζημιές όχι εκ των ενεργειών της Εναγόμενης 3 αλλά λόγω άλλων παραγόντων και η ίδια δεν υπέχει οποιανδήποτε ευθύνη έναντι των Εναγόντων για οποιανδήποτε αποζημίωση.

 

Οι Ενάγοντες προώθησαν την υπόθεσή τους με την μαρτυρία του Ενάγοντα 1, Μ.Ε.1, ο οποίος κατέγραψε τις θέσεις του σε γραπτή δήλωση η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο 1. Δηλώνει ότι εκπροσωπεί και την Ενάγουσα 2, η οποία είναι σύζυγός του. Καταγράφει ότι είναι Κύπριοι μετανάστες στην Αυστραλία με μόνιμη διαμονή στην Αυστραλία και ήταν πελάτες της Λαϊκής Τράπεζας και διατηρούσαν, στις 26/03/2014, στην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς με καταθέσεις συνολικού ύψους €2.579.305,82. Είχαν συνάψει συμφωνία δανείου για το ποσό των CHF1.840.665,83, το οποίο ποσό παρέμεινε σε λογαριασμό στην Λαϊκή Τράπεζα από τον Μάρτιο 2013 μέχρι 22/05/2013. Το αντίστοιχο ποσό του δανείου σε ευρώ, κατά τις 22/05/2013, ήταν €1.507.630,30. Μετά τα γεγονότα του Μαρτίου 2013, πληροφορήθηκαν από την Λαϊκή Τράπεζα ότι όλες οι καταθέσεις μέχρι €100.000 εξασφαλίζονταν. Ο ίδιος ως μπορούσε να αντιληφθεί από τις καταστάσεις λογαριασμών που τους διαβιβάστηκαν, είχαν μετατραπεί σε ευρώ όλοι οι λογαριασμοί τους που ήταν σε ξένο νόμισμα και οι καταθέσεις τους είχαν επίσης μετατραπεί σε ευρώ. Φάνηκε, από τις καταστάσεις ημερομηνίας 22/05/2013, ότι δέσμευσαν τα συγκεκριμένα ποσά, ιδιαίτερα το ποσό των €753.815,15 για εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου ύψους €1.507.630,30, εξασφάλισαν τις €100.000 για τον καθένα και τις υπόλοιπες €433.515,83 για τον κάθε ένα τις απομείωσαν. Οι ίδιοι ανέμεναν να τους δοθούν οι €200.000. Επισκέφθηκαν την Κύπρο και την Τράπεζα στις 08/05/2013 και σε συνάντηση που είχαν με τους υπαλλήλους της Εναγόμενης 1 για να ενημερωθούν για τους λογαριασμούς τους, τους λέχθηκε από λειτουργό της Εναγόμενης 1 ότι το δάνειο δεν μπορούσε να ξοφληθεί γιατί αυτό δεν επιτρεπόταν από την Εναγόμενη 3 και ότι θα εξοφλείτο μόλις αυτό ήταν επιτρεπτό από την Εναγόμενη 3. Όμως είχαν συμπληρώσει και υπογράψει διάφορα έγγραφα που τους είχαν υποδειχθεί από την Εναγόμενη 1 τα οποία, ως τους είχε λεχθεί, ήταν αναγκαία για την εξόφληση του δανείου. Είχαν πληροφορηθεί ότι οι ίδιοι δικαιούντο το ποσό των €300 έκαστος ημερησίως, από τα τέλη Μαρτίου 2013 μέχρι τα τέλη Μαΐου 2013, το οποίο συμποσούτο στις €36.000, το οποίο θα ελάμβαναν από τις εγγυημένες καταθέσεις τους ύψους €200.000 σύνολο. Λόγω του ότι θα μετέβαιναν στην Αμερική στις 30/05/2013 και χρειάζονταν χρήματα, οι λειτουργοί της Εναγόμενης 1 πίστωσαν το λογαριασμό τους με €6.000 για τους σκοπούς του ταξιδιού. Όσον αφορά την εξόφληση του δανείου η Εναγόμενη 1 τους ενημέρωσε ότι το ποσό που είχε δεσμευτεί δεν ήταν επαρκές και ως εκ τούτου έπρεπε να χρησιμοποιηθούν ποσά από τις εναπομείνασες ασφαλισμένες καταθέσεις και εκ του νόμου προστατευμένες καταθέσεις των €200.000. Η δικαιολογία ήταν ότι η συναλλαγματική αξία και η αξία αναφοράς των ξένων νομισμάτων τα οποία είχαν δεσμευτεί για την αποπληρωμή του δανείου, είχε μειωθεί αρνητικά προς το ευρώ μετά τις 26/03/2013. Η Εναγόμενη 3 και η τότε διαχειρίστρια της Λαϊκής Τράπεζας δεν συναινούσαν σε οποιαδήποτε άλλη λύση. Υποβλήθηκε στις 19/06/2013, προς την τότε Διαχειρίστρια της Λαϊκής Τράπεζας, γραπτό αίτημα για τη διασφάλιση των εγγυημένων καταθέσεών τους. Ενημερώθηκαν με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομ. 19/07/2013, από Λειτουργό της Εναγόμενης 1, ότι το αίτημά τους είχε απορριφθεί και στο ίδιο ηλεκτρονικό μήνυμα τους είχε αναφερθεί ότι αν δεν εξοφλείτο το δάνειο με τον τρόπο που εισηγείτο η Τράπεζα υπήρχε περίπτωση να μην λάμβαναν κανένα ποσό και να συνέχιζαν να οφείλουν ποσά σε σχέση με την εξόφληση του δανείου. Λόγω του ότι δεν τους δόθηκε άλλη επιλογή έδωσαν οδηγίες για εξόφληση του δανείου με την χρησιμοποίηση των εγγυημένων καταθέσεών τους. Υποστηρίζει ότι η Εναγόμενη 1 αντί να τους αποδώσει τις εγγυημένες καταθέσεις, ως είχαν μεταφερθεί από την Λαϊκή Τράπεζα και να προχωρήσει στην εξόφληση του δανείου και ακολούθως ν’ αποδώσει σε άλλους οποιεσδήποτε παραλείψεις και λάθη, τους έφερε προ τετελεσμένων ότι η μόνη επιλογή που υπήρχε ήταν να χρησιμοποιηθούν οι εγγυημένες καταθέσεις τους για την εξόφληση του δανείου.

 

Καταγράφει ότι η Εναγόμενη 3 είναι συνυπεύθυνη γιατί αντί να εποπτεύσει την Εναγόμενη 1 για τη σωστή εφαρμογή της νομοθεσίας, αφού ήταν γνώστης των γεγονότων, αποδέχθηκε την ενέργειά της. Ενημερώθηκαν στη συνέχεια ότι μετά την αφαίρεση του ποσού των €6.000 που τους είχε πιστωθεί και την εξόφληση του δανείου, είχαν παραμείνει στον λογαριασμό τους €12.763,45 και αναλογούσε στον καθένα τους το ποσό των €6.381,72. Το συγκεκριμένο ποσό τους εμβάστηκε στην Αυστραλία και τους διαβιβάστηκαν οι καταστάσεις των λογαριασμών τόσο πριν την εξόφληση καθώς και μετά την εξόφληση μαζί με τις αποδείξεις για όλες τις πράξεις που έγιναν στις 22/07/2013. Η Εναγόμενη 1 χρησιμοποίησε το ποσό των €93.618,27 από τις εγγυημένες καταθέσεις του καθενός για την αποπληρωμή του συγκεκριμένου δανείου, ποσά που ήταν προστατευμένα. Γι’ αυτό, το ποσό των €93.618,27 θα πρέπει να τους επιστραφεί με τόκους. Οι Εναγόμενοι όφειλαν να λάβουν υπόψη τους όλους τους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της πτώσης ή αύξησης του συναλλάγματος έτσι ώστε να εξασφαλιστούν οι εγγυημένες καταθέσεις. Στο ενημερωτικό φυλλάδιο της Λαϊκής Τράπεζας ημερομ. 06/04/2012, αναφορικά με το Κυπριακό Σχέδιο Προστασίας Καταθετών, καθορίζεται ότι οι εγγυημένες καταθέσεις ανέρχονται στο ποσό των €100.000 και στην περίπτωση που οι καταθέσεις είναι εκφρασμένες σε άλλο νόμισμα η αποζημίωση υπολογίζεται αφού μεταφραστεί το ξένο νόμισμα σε ευρώ χρησιμοποιώντας την τιμή αναφοράς κατά την ημερομηνία κατά την οποία οι καταθέσεις κατέστησαν μη διαθέσιμες. Οι ίδιοι δεν μπορούσαν να λάβουν οποιαδήποτε ενέργεια ή να προβούν σε οποιαδήποτε πράξη σε σχέση με τυχόν μελλοντική αρνητική συναλλαγματική διαφορά των νομισμάτων και ξένων συναλλαγμάτων που δεσμεύτηκαν για να αποπληρωθεί το δάνειο. Κατά τη δική του άποψη, το ότι επανέλαβαν στις 19/07/2013 την θέση τους όπως προχωρήσει η εξόφληση του δανείου δεν έχει οποιαδήποτε σημασία γιατί η προστασία προέκυπτε από το Νόμο και ουδέποτε είχαν παραιτηθεί των δικαιωμάτων τους να τα διεκδικήσουν αφού είχε δεσμευτεί ανάλογο ποσό το οποίο κάλυπτε το δάνειο. Οι εγγυημένες καταθέσεις τους δεν τους έχουν αποδοθεί και λόγω της συμπεριφοράς των Εναγόμενων έχουν περιέλθει σε δυσμενέστερη οικονομική θέση συγκριτικά με τη θέση που θα βρίσκονταν αν η Λαϊκή Τράπεζα τίθετο εναλλακτικά σε εκκαθάριση.

 

Κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 αντίγραφα καταστάσεων λογαριασμών που αφορούσαν τις καταθέσεις των Εναγόντων στην Λαϊκή Τράπεζα, ως Τεκμήριο 2 αντίγραφα καταστάσεων των λογαριασμών μετά τη μεταφορά τους στην Τράπεζα Κύπρου, ως Τεκμήριο 3 αντίγραφα καταστάσεων των λογαριασμών ως εμφανίζονταν στο ηλεκτρονικό σύστημα της Λαϊκής Τράπεζας στις 15/03/2013, στις 17/03/2013, στις 26/04/2013 και στις 25/06/2013, ως Τεκμήριο 4 την αλληλογραφία με τους λειτουργούς της Εναγόμενης 1, ως Τεκμήριο 5 την αλληλογραφία με τους λειτουργούς της Εναγόμενης 1 και καταστάσεις λογαριασμών που τους είχαν διαβιβαστεί μετά την εξόφληση του δανείου, ως Τεκμήριο 6 ενημερωτικό έγγραφο της Λαϊκής Τράπεζας ημερομ. 06/04/2012 για το Κυπριακό Σχέδιο Προστασίας Καταθέσεων, ως Τεκμήριο 7 επιστολή των δικηγόρων των Εναγόντων προς την Εναγόμενη 1, ως Τεκμήριο 8 επιδοτήριο στην Νομική Υπηρεσία μαζί με επιστολές των δικηγόρων των Εναγόντων προς την Εναγόμενη 1 ημερομ. 01/08/2013 και 04/11/2013 και ως Τεκμήριο 9 επιδοτήριο στην Τράπεζα Κύπρου μαζί με επιστολές των δικηγόρων των Εναγόντων προς την Εναγόμενη 1 ημερομ. 01/08/2013 και 04/11/2013.

 

Αντεξετασθείς, ο Μ.Ε.1, ανέφερε ότι είχε ολοκληρώσει την Σχολή Λαμπράκη, το Εμπορικό Τμήμα. Ερωτηθείς ανέφερε ότι τα όσα γνώριζε σε σχέση με την αγορά και πώληση συναλλάγματος τα είχε μάθει από τις συναλλαγές του με την Τράπεζα της Αυστραλίας. Υποστήριξε ότι λόγω του γεγονότος ότι ήθελε να επιστρέψει στη χώρα του, είχε κάνει ένα δάνειο στην Λαϊκή Τράπεζα το 2007, για να κάνει μια επένδυση στο μέλλον. Παραδέχθηκε ότι το ποσό του δανείου το είχε κατατεθειμένο σε λογαριασμό στην Τράπεζα γιατί ο τόκος ήταν πολύ χαμηλός και αυτός ήταν ο λόγος που αποφάσισε να λάβει το δάνειο, γιατί ο τόκος στο δάνειο ήταν χαμηλότερος και θα κέρδιζε από το να χρησιμοποιήσει τις καταθέσεις του. Παραδέχθηκε ότι είχε δανειστεί από την Τράπεζα και είχε βάλει ως εγγύηση για το δάνειο τα μετρητά των καταθέσεων του, cash collateral. Επίσης, παραδέχθηκε ότι για 6 χρόνια το συγκεκριμένο ποσό είχε παραμείνει στους λογαριασμούς του και ο λόγος που είχε επιλέξει ο ίδιος τα ελβετικά φράγκα, ως το νόμισμα που θα λάμβανε το δάνειο, ήταν γιατί ο τόκος ήταν χαμηλός. Αναγνώρισε τη Συμφωνία Δανείου και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 10. Επίσης αναγνώρισε το έντυπο των διευκολύνσεων που είχαν παραχωρηθεί στους Ενάγοντες στις 23/07/2007, το οποίο κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 11. Υποστήριξε ότι ο ίδιος διατηρούσε καταθέσεις σε διάφορα νομίσματα, ποσό πέραν των 2.000.000, εκτός από το δάνειο και η Τράπεζα του άρπαξε και τις εγγυημένες καταθέσεις του, τους κόπους μιας ζωής και τον άφησε χωρίς τίποτα.

 

Ερωτηθείς αναφορικά με το ποσό του δανείου υποστήριξε ότι το είχε λάβει για να κάνει επένδυση στον κατάλληλο χρόνο. Όμως προώθησε τη θέση ότι η λήψη του δανείου δεν σχετιζόταν με την υπό εξέταση αγωγή αφού η δική του απαίτηση αφορούσε το εγγυημένο ποσό των €100.000 για τον ίδιο και τη σύζυγο του. Ερωτηθείς δεν μπορούσε να θυμηθεί με ποιο τρόπο είχε συμφωνήσει να αποπληρώσει το δάνειο του. Όταν του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 2 και του αναφέρθηκε ότι είχε συμφωνηθεί όπως το δάνειο αποπληρωθεί με τον τόκο που θα λάμβανε το συγκεκριμένο ποσό ως κατάθεση, ισχυρίστηκε ότι αυτά τα έκανε η Τράπεζα εν αγνοία του και ότι ο ίδιος δεν είχε συμφωνήσει. Δεν μπορούσε να θυμηθεί κατά πόσο είχε βάλει τις καταθέσεις του ως εγγύηση για τη λήψη του συγκεκριμένου δανείου όμως θυμόταν ότι δεν είχε βάλει κάποιο ακίνητο ως υποθήκη. Υποστήριξε ότι οι καταστάσεις λογαριασμού που του είχε αποστείλει η Τράπεζα στις 26/03/2013, συνιστούσαν τετελεσμένα γεγονότα. Παραδέχθηκε ότι ποσό ύψους €753.546,90 δεν είχε κουρευτεί, αλλά προώθησε τη θέση ότι δεν έλαβε το ποσό του δανείου για να το ξοδέψει. Παραδέχθηκε ότι σύμφωνα με τις καταστάσεις είχε μεταφερθεί το ποσό του δανείου, ήτοι €1.507.630,30 καθώς και το ποσό των €753.000 που εξασφάλιζαν το δάνειο στην Τράπεζα Κύπρου. Παραδέχθηκε ότι είχε μεταφερθεί και ποσό €100.000 για τον καθένα τους αλλά δεν γνώριζε πού πήγε. Ισχυρίστηκε ότι οι ίδιοι, σε επίσκεψη τους στην Κύπρο στις 06/05/2013, ζήτησαν να πληροφορηθούν τι είχε γίνει με το δάνειο ενώ επανειλημμένα τηλεφωνούσε από την Αυστραλία για να εξοφληθεί το δάνειο και η απάντηση που τους δίδετο ήταν πάντοτε ότι δεν το επιτρέπει η Κεντρική Τράπεζα. Στις 08/06/2013 η Λειτουργός της Τράπεζας, η κα Μιχαλιά, τον ενημέρωσε ότι υπήρχαν στη διάθεση τους €36.000 οι οποίες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Επειδή θα ταξίδευαν στην Αμερική η Τράπεζα τους είχε παραχωρήσει πιστωτική κάρτα στην οποία πίστωσε €6.000. Τον Ιούλιο 2013 ενημερώθηκε, σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον κ. Μιχαηλίδη, ότι το δάνειο μπορούσε πλέον να ξοφληθεί και παράλληλα είχε ενημερωθεί ότι η Τράπεζα θα εισέπραττε το ποσό των €6.000 που τους είχε πιστωθεί στην πιστωτική κάρτα. Επιπρόσθετα, ενημερώθηκαν ότι είχαν ξεκαθαρίσει €18.000. Ερωτηθείς ανέφερε ότι η συναλλαγματική ισοτιμία είχε καθοριστεί από την Τράπεζα και ο ίδιος είχε παραλάβει το Τεκμήριο 2. Ήταν ο ισχυρισμός του ότι τον Ιούλιο του 2013 η Τράπεζα του «έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό» ενημερώνοντάς τον ότι αν δεν εξοφλούσε το δάνειο μπορούσε να χάσει όλα τα λεφτά του και να καταβάλει και επιπρόσθετα ποσά. Η συγκεκριμένη συζήτηση είχε γίνει δια τηλεφώνου και ο ίδιος τους ανέφερε όπως προχωρήσουν με την εξόφληση του δανείου.

 

Όταν του υποβλήθηκε ότι στο Τεκμήριο 4 δεν είχε επιφυλάξει τα δικαιώματά του εξοφλώντας το συγκεκριμένο δάνειο υποστήριξε ότι ως κουρεμένος καταθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει τις εγγυημένες καταθέσεις ύψους €100.000 για τον ίδιο και τη σύζυγο του. Ισχυρίστηκε ότι ούτε αυτές τους τις παραχώρησαν αλλά έλαβαν πάνω από €2.000.000 προσωπικά τους λεφτά. Έθεσε το ερώτημα γιατί όταν η Τράπεζα προέβη στο κούρεμα δεν έστρεψε τη προσοχή της στο γεγονός ότι θα μπορούσε να πέσει η αξία των νομισμάτων που ο ίδιος διατηρούσε στους λογαριασμούς του. Αρνήθηκε την υποβολή ότι ο ίδιος είχε δώσει εντολή να εξοφληθεί το δάνειο από τις €200.000 των εγγυημένων καταθέσεων και υποστήριξε ότι οι €200.000 έπρεπε να παραμείνουν ανέπαφες παρά την εξόφληση του δανείου. Παραδέχθηκε ότι η Τράπεζα Κύπρου τον είχε συμβουλεύσει όπως αποταθεί σε χρηματοοικονομικό σύμβουλο πριν την εξόφληση του δανείου. Αρνήθηκε την υποβολή ότι η ζημιά του είχε προκληθεί από τη νομισματική αλλαγή των ποσών που διατηρούσε σε άλλο νόμισμα. Κατά τη δική του άποψη η Τράπεζα δεν του άφησε άλλη επιλογή. Παραδέχθηκε ότι οι σχέσεις του με τους υπαλλήλους της Τράπεζας Κύπρου ήταν πολύ καλές και ότι είχε σχεδόν καθημερινή επικοινωνία, γιατί ήθελε να ενημερώνεται σε σχέση με τους λογαριασμούς του. Υποστήριξε ότι κανένας δεν τον ενημέρωσε σε σχέση με τις €200.000 και ο ίδιος ήταν με την εντύπωση ότι το δάνειο του θα εξοφλείτο από το €1.500.000 των καταθέσεων του.

 

Αντεξετασθείς από την συνήγορο της Εναγόμενης 3 ανέφερε ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά πόσο όλες οι πράξεις της Κεντρικής Τράπεζας είχαν γίνει σύμφωνα με τον Νόμο. Αυτό που γνώριζε ήταν ότι είχαν διαβιβάσει επιστολή με την οποία διεκδικούσαν τις εγγυημένες καταθέσεις ύψους €200.000. Παραδέχθηκε ότι οι καταθέσεις του ύψους 2.579.305,82 δεν ήταν όλες σε ευρώ και ότι ήταν σε διάφορα νομίσματα τα οποία ακολούθως η Τράπεζα μετέτρεψε σε ευρώ. Ερωτηθείς υποστήριξε ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά πόσο το εξασφαλισμένο ποσό των €100.000 είχε μεταφερθεί από την Λαϊκή Τράπεζα στην Τράπεζα Κύπρου γιατί, ούτε ο ίδιος ούτε η σύζυγος του είχαν λάβει καταστάσεις λογαριασμού. Ο ίδιος επανειλημμένα τηλεφωνούσε για να λάβει πληροφόρηση χωρίς αυτό να είναι εφικτό. Αρνήθηκε την υποβολή ότι ήταν δική του αμέλεια η μη εξόφληση του δανείου νωρίτερα. Όταν του υποβλήθηκε ότι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δεν εξέδωσε οδηγία ή διάταγμα που να απαγορεύει την εξόφληση δανείου από καταθέσεις τα οποία τηρούνταν στο ίδιο τραπεζικό παράρτημα ο ίδιος ανέφερε ότι δεν γνώριζε.

 

Μαρτυρία για την Εναγόμενη 1 δόθηκε από την κα Άντρη Μιχαλιά Μ.Υ.1. Παρέθεσε τις θέσεις της σε γραπτή δήλωση η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο 2. Κατέγραψε ότι σήμερα είναι λειτουργός της Τράπεζας Κύπρου όμως από το 1999 μέχρι το 2013 εργαζόταν στην Λαϊκή. Σήμερα ασκεί τα καθήκοντα του Business Banking Associate στο υποκατάστημα της Εναγόμενης 1 στην Λεωφόρο Μακαρίου στην Λευκωσία. Στις 29/03/2013 με βάση το Διάταγμα που εκδόθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, ήτοι την ΚΔΠ104/13, μεταβιβάστηκαν συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, τίτλοι ιδιοκτησίας, δικαιώματα και υποχρεώσεις της Cyprus Popular Bank Public Ltd, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν την υπό κρίση αγωγή, στην Τράπεζα Κύπρου η οποία ως το αποκτών πρόσωπο υποκατέστησε την Cyprus Popular Bank Public Ltd. Οι Ενάγοντες αρχικά διατηρούσαν λογαριασμούς στην Λαϊκή Τράπεζα, στη μονάδα στην οδό Ευαγόρου και ως εκ τούτου η ίδια γνωρίζει τα γεγονότα λόγω του ότι της είχε ανατεθεί η παρακολούθηση των λογαριασμών τους. Η ίδια διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους Ενάγοντες οι οποίοι έδιναν οδηγίες, μέσω τηλεφώνου ή ηλεκτρονικής επικοινωνίας, για τον χειρισμό των τραπεζικών τους λογαριασμών. Ο Ενάγοντας 1 είχε πλήρη έλεγχο των θεμάτων που αφορούσαν τους λογαριασμούς μέσω του συστήματος ηλεκτρονικής τραπεζικής. Την περίοδο 15/03/2013 μέχρι 30/08/2013 οι Ενάγοντες έλαβαν την όποια πληροφόρηση ήταν δυνατό να επιτραπεί είτε γραπτώς, είτε τηλεφωνικώς, είτε προσωπικώς. Για σκοπούς εξυπηρέτησής τους η Μονάδα έλαβε έγκριση όπως τους παραχωρηθεί το ποσό των €6.000 ενόψει ταξιδιού αναψυχής τους στην Αμερική, τον Μάιο 2013. Ουδέποτε είχαν εκφράσει οποιοδήποτε παράπονο αναφορικά με τον χειρισμό των τραπεζικών τους λογαριασμών. Συγκεκριμένα, στις 28/03/2013 της τηλεφώνησαν προσωπικά και έθεσαν διάφορα ερωτήματα σε σχέση με την απομείωση και η ίδια τους παραχώρησε επεξηγήσεις αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού της απομείωσης. Κατά τη συγκεκριμένη συνομιλία δεν ζητήθηκε η εξόφληση του δανείου. Στις 06/05/2013 οι Ενάγοντες επισκέφθηκαν τη Μονάδα, στην οδό Ευαγόρου και ζήτησαν την εξόφληση του δανείου τους ημερομ. 23/07/2007, με την ισοτιμία συναλλάγματος της 26/03/2013 και ταυτόχρονη διασφάλιση των εγγυημένων καταθέσεων ύψους €100.000 έκαστος. Οι συγκεκριμένες οδηγίες δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν γιατί η ισοτιμία συναλλάγματος καθορίζεται πάντοτε σύμφωνα με την ισοτιμία της ημέρας εξόφλησης. Οι οδηγίες από τη διαχειρίστρια της Λαϊκής Τράπεζας ήταν όπως χρησιμοποιηθεί η συναλλαγματική ισοτιμία της ημέρας εξόφλησης. Όμως η συναλλαγματική ισοτιμία του ελβετικού φράγκου, που ήταν το νόμισμα του δανείου, σε σχέση με τα νομίσματα στα οποία διατηρούσαν τις καταθέσεις του οι Ενάγοντες είχε μεταβληθεί σε βάρος τους και συνεπακόλουθα επηρεάζονταν οι εγγυημένες τους καταθέσεις. Προωθεί τη θέση ότι αν το δάνειο των Εναγόντων ήταν σε νόμισμα ευρώ και είχε ως εξασφάλιση μετρητών καταθέσεις οι οποίες ήταν επίσης σε ευρώ, τότε θα εξασφαλίζονταν οι εγγυημένες καταθέσεις των €200.000 στους Ενάγοντες. Το γεγονός όμως ότι το δάνειο ήταν σε ξένο νόμισμα, ήτοι ελβετικό φράγκο ενώ οι καταθέσεις που το εξασφάλιζαν ήταν σε διάφορα νομίσματα, διαφοροποίησε την κατάσταση αφού χρησιμοποιήθηκε η τρέχουσα ισοτιμία συναλλάγματος κατά την τελική εξόφληση του δανείου στις 22/07/2013. Λόγω της αρνητικής διακύμανσης στις ισοτιμίες ξένου συναλλάγματος από 26/03/2013 μέχρι τον Μάιο του 2013 το δάνειο δεν μπορούσε να ξοφληθεί πλήρως με τις δεσμευμένες καταθέσεις που υπήρχαν ως εξασφάλιση και ταυτόχρονα να παραμείνουν διαθέσιμες οι εγγυημένες καταθέσεις των €200.000. Οι Ενάγοντες είχαν ενημερωθεί τηλεφωνικά για το γεγονός αυτό στις 19/05/2013. Είχε γίνει εισήγηση στους Ενάγοντες, επανειλημμένως, όπως αποταθούν σε δικηγόρο για λήψη νομικής γνωμάτευσης και σε χρηματοοικονομικό σύμβουλο για οικονομική συμβουλή. Υποβλήθηκε αίτημα στις 19/06/2013, όπως παραχωρηθούν οι ίδιες ισοτιμίες συναλλάγματος ημερομ. 26/03/2013 για την εξόφληση του δανείου των Εναγόντων με σκοπό να παραμείνουν οι εγγυημένες καταθέσεις των €200.000. Το συγκεκριμένο αίτημα απορρίφθηκε από τη διαχειρίστρια της Λαϊκής Τράπεζας. Ο Ενάγοντας 1 είχε ζητήσει όπως ετοιμαστεί μικρό σημείωμα για να τον βοηθήσει να ξεκαθαρίσει τα υπόλοιπα των λογαριασμών του μετά το κούρεμα στη βάση των νέων ισοτιμιών. Η ίδια του διαβίβασε επιστολή ημερομ. 19/07/2013, αφού διαχρονικά υπήρχε επαγγελματική και ειλικρινής σχέση μεταξύ τους. Στη συγκεκριμένη επιστολή τονίστηκε πως οι πληροφορίες δεν ήταν δεσμευτικές και πως δεν αποτελούσαν κατευθυντήριες γραμμές για οποιαδήποτε απόφαση από τους Ενάγοντες. Παράλληλα, υπήρχε ξεκάθαρη παρότρυνση όπως οι Ενάγοντες συμβουλευτούν ειδικό χρηματοοικονομικό σύμβουλο. Οι ίδιοι οι πελάτες, μέσω ηλεκτρονικής επικοινωνίας ημερομ. 19/07/2013, έδωσαν οδηγίες για εξόφληση του δανείου. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε ψυχική πίεση ή απατηλό σχέδιο ή παράνομες ενέργειες. Αντίθετα, οι Ενάγοντες, με δική τους πρωτοβουλία, ζήτησαν όπως διευθετηθεί το θέμα της εξόφλησης του δανείου. Στις 07/02/2014 έγινε μια συνάντηση μεταξύ του Ενάγοντα, του δικηγόρου του και του διευθυντή του υποκαταστήματος της οδού Ευαγόρου στην οποία του επεξηγήθηκε πως ο λόγος που οι εγγυημένες καταθέσεις είχαν μειωθεί, μετά την εξόφληση του δανείου σε ελβετικά φράγκα, οφειλόταν σε αρνητική διακύμανση των ισοτιμιών και ιδιαίτερα του αυστραλιανού δολαρίου.

 

Κατέθεσε ως Τεκμήριο 12 δέσμη εγγράφων που αφορά την αλλαγή του ονόματος της Τράπεζας Κύπρου και την άδεια λειτουργίας της Τράπεζας Κύπρου, ως Τεκμήριο 13 αντίγραφο της ΚΔΠ104/13 και ως Τεκμήριο 14 δέσμη εγγράφων που αφορά την Λαϊκή Τράπεζα.

 

Αντεξετασθείσα παραδέχθηκε ότι η Τράπεζα είχε κληθεί να εφαρμόσει την ΚΔΠ104/13. Ερωτηθείσα ανέφερε ότι η ημερομηνία μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων της Λαϊκής Τράπεζας στην Τράπεζα Κύπρου έγινε στις 29/03/2013. Υποστήριξε ότι οι Ενάγοντες, λόγω της καλή επαγγελματικής σχέσης που υπήρχε, είχαν ενημέρωση σε σχέση με τους λογαριασμούς τους τηλεφωνικώς αλλά και με ηλεκτρονική επικοινωνία η οποία ανταλλάχθηκε. Εξήγησε ότι λόγω της άριστης σχέσης που υπήρχε με τους Ενάγοντες και της πολύ καλής επικοινωνίας ήταν σύνηθες η ανταλλαγή όχι μόνο ηλεκτρονικών μηνυμάτων αλλά και τηλεφωνημάτων. Όταν της υποδείχθηκε το Τεκμήριο 6 η ίδια ισχυρίστηκε ότι γνωρίζει καλά το περιεχόμενο του πλην όμως δεν μπορεί να απαντήσει νομικές ερωτήσεις που αφορούν το συγκεκριμένο περιεχόμενο. Όσον αφορά το Τεκμήριο 2 εξήγησε ότι περιέχει συγκεντρωτικές καταστάσεις που ετοιμάστηκαν για όλους τους καταθέτες, πελάτες, της Λαϊκής Τράπεζας και δόθηκαν μετά από την απόφαση για απομείωση των καταθέσεων. Έγιναν από το ίδιο το σύστημα της Λαϊκής Τράπεζας αυτόματα. Από όσο μπορούσε να θυμηθεί η ίδια ενημέρωσε προφορικά τους Ενάγοντες αναφορικά με τον τρόπο που έγινε ο υπολογισμός της απομείωσης σε σχέση με όλους τους καταθέτες. Τα υπόλοιπα που ήταν σε ξένο νόμισμα μετατράπηκαν σε ευρώ και έγινε μαζική αποστολή των καταστάσεων λογαριασμού στους πελάτες. Υποστήριξε ότι η ίδια είχε ενημερώσει τους πελάτες για τον τρόπο που έγινε ο υπολογισμός. Εξήγησε ότι όσοι πελάτες είχαν κάποιο υπόλοιπο σε δάνειο, το οποίο δάνειο εξασφαλιζόταν με λογαριασμό κατάθεσης, το υπόλοιπο του δανείου συνυπολογίστηκε με τις καταθέσεις που το εξασφάλιζαν. Στη συνέχεια, επιμετρήθηκε το ποσό των εξασφαλισμένων καταθέσεων, €100.000 ανά άτομο και το υπόλοιπο απομειώθηκε. Παραδέχθηκε ότι είχαν δεσμευθεί τέσσερεις λογαριασμοί των Εναγόντων, συνολικού ύψους €753.456,89 αφού συνιστούσαν τις εξασφαλίσεις για το συγκεκριμένο δάνειο. Αποδέχθηκε τη θέση ότι οι Ενάγοντες είχαν καταθέσεις μεγαλύτερες από το ποσό του δανείου, κοντά στα 2.500.000, σε διάφορα νομίσματα, ενώ το υπόλοιπο του δανείου ανερχόταν στο €1.500.000. Εξήγησε ότι οι υπολογισμοί είχαν γίνει σύμφωνα με οδηγίες από την Κεντρική Τράπεζα και ο τρόπος που υπολογίστηκαν τα ποσά είχε να κάνει με τον τρόπο που συνδέονταν ο λογαριασμός του δανείου με τις καταθέσεις. Υποστήριξε ότι δεν ήταν αυθαίρετος ο τρόπος του υπολογισμού αφού τα δάνεια που είχαν εξασφαλίσεις σε μετρητά είχαν συνυπολογιστεί πριν απομειωθούν οι καταθέσεις και ακολούθως μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου. Ο κάθε καταθέτης είχε επιλογή, εάν το επιθυμούσε, να εξοφλήσει το δάνειο του ή και όχι. Εξήγησε ότι οι υπολογισμοί είχαν γίνει από το σύστημα σύμφωνα με τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας και οι καταστάσεις λογαριασμών που δόθηκαν στους πελάτες της Λαϊκής ήταν σύμφωνες με την εφαρμογή των Διαταγμάτων της Κεντρικής Τράπεζας, ενώ τα ποσά είχαν εξαχθεί από το ίδιο το σύστημα της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Όσον αφορά το θέμα των εξασφαλίσεων του δανείου που είχαν λάβει οι Ενάγοντες εξήγησε ότι κατά την σύναψη ενός δανείου που εξασφαλίζεται με δέσμευση μετρητών τα δύο συνδέονται στο τραπεζικό σύστημα για να παρουσιάζεται η ορθή εικόνα. Γι’ αυτό και η κατάσταση που τυπώθηκε από το σύστημα της Τράπεζας κατά την περίοδο της απομείωσης παρουσιάζει τέσσερεις λογαριασμούς, οι οποίοι στο σύστημα της Τράπεζας παρουσιάζονται ως οι εξασφαλίσεις για το συγκεκριμένο δάνειο το οποίο ήταν σε ελβετικά φράγκα. Δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος να ερωτηθούν οι πελάτες ποιους λογαριασμούς επιθυμούσαν να δεσμευτούν αφού η σύμβαση δανείου τους συμπεριλάμβανε και τους τέσσερεις, όπως είχαν επιλέξει οι πελάτες κατά την σύναψη του δανείου. Εξήγησε ότι το μεγαλύτερο υπόλοιπο, που υπήρχε σε λογαριασμό των Εναγόντων, ήταν σε αυστραλέζικα δολάρια και το συγκεκριμένο ποσό λήφθηκε εξ ολοκλήρου για την εξόφληση του δανείου. Διαβεβαίωσε ότι στις 26/03/2013, όταν είχαν γίνει οι υπολογισμοί μετατροπής των ποσών που υπήρχαν κατατεθειμένα σε ξένο νόμισμα σε ευρώ, λήφθηκε η ισοτιμία του κάθε νομίσματος που υπήρχε τη δεδομένη ημερομηνία και το υπόλοιπο των καταθέσεων που μετατράπηκαν σε ευρώ διασφάλιζε, σε κάθε ένα από τους Ενάγοντες, το εξασφαλισμένο ποσό των €100.000. Υποστήριξε ότι οι Ενάγοντες είχαν την επιλογή να μεταφέρουν το δάνειο τους και να αποφασίσουν, όταν οι ίδιοι ήταν έτοιμοι, κατά πόσο να προβούν σε εξόφλησή του. Προώθησε τη θέση ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιλογή των πελατών να εξοφλήσουν το δάνειο τους μεταγενέστερα επέφερε αλλαγή στο διασφαλισμένο ποσό των εγγυημένων καταθέσεων που είχε υπολογιστεί στις 26/03/2013 για τον καθένα από αυτούς λόγω της διακύμανσης στην ισοτιμία του αυστραλιανού δολαρίου, η οποία χρησιμοποιήθηκε τη δεδομένη στιγμή για την εξόφληση του δανείου. Υποστήριξε ότι τον Μάιο 2013, όταν είχαν επισκεφθεί οι Ενάγοντες την Κύπρο, τους είχε αναφερθεί προφορικά ότι αν προέβαιναν σε εξόφληση του δανείου την δεδομένη στιγμή δεν θα διασφαλιζόταν το ποσό των €100.000 ανά άτομο. Νοιώθοντας την αδικία οι ίδιοι είχαν προβεί σε διάφορες εσωτερικές διαδικασίες για να χρησιμοποιηθεί η ισοτιμία του συναλλάγματος που υπήρχε στις 26/03/2013 και υπέβαλαν γραπτό αίτημα, στην τότε Διαχειρίστρια της Λαϊκής Τράπεζας, το οποίο όμως απορρίφθηκε.

 

Επέμενε στη θέση της ότι οι λογαριασμοί των πελατών είχαν παραμείνει στο νόμισμα το οποίο είχαν ανοιχθεί και το ίδιο και το δάνειο. Δεν μετατράπηκαν οι καταθέσεις του κόσμου σε άλλο νόμισμα. Η μεταφορά σε ευρώ έγινε μόνο για σκοπούς εφαρμογής της απομείωσης. Ο κάθε πελάτης αφέθηκε να αποφασίσει για το λογαριασμό του πώς θα τον χειριστεί και οι λογαριασμοί παρέμειναν στο νόμισμα που είχαν ανοιχθεί. Ισχυρίστηκε ότι οι Ενάγοντες είχαν ρωτήσει προφορικά για την εξόφληση του δανείου τους στις 06/05/2013 αλλά δεν είχαν δώσει οδηγίες. Υποστήριξε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί αν τεχνικά στις 06/05/2013 μπορούσε να εξοφληθεί το δάνειο, όμως μπορούσε να θυμηθεί ότι συμμεριζόμενοι, η ίδια και ο διευθυντής της, το συναίσθημα αδικίας των Εναγόντων κατέβαλαν κάθε προσπάθεια για να διασφαλιστούν οι €100.000 για κάθε ένα από τους Ενάγοντες. Ερωτηθείσα ανέφερε ότι αν δεν είχε αρνητική διακύμανση η ισοτιμία, τότε οι πελάτες θα μπορούσαν να έχουν πέραν των €100.000 ως διασφαλισμένες καταθέσεις. Επέμενε στη θέση της ότι οι λογαριασμοί, στο Τεκμήριο 6, είναι στα νομίσματα στα οποία διατηρούσαν τους λογαριασμούς οι πελάτες και το δάνειο το ίδιο. Προώθησε τη θέση ότι καταβλήθηκαν προσπάθειες, πέραν των τυπικών, για να βρεθεί ένας τρόπος για να χρησιμοποιηθεί άλλη ισοτιμία για να διασφαλιστούν οι καταθέσεις όμως η Διαχειρίστρια της Λαϊκής Τράπεζας είχε διαφορετική άποψη. Οι ίδιοι, λόγω της ιδιόμορφης κατάστασης που δημιουργήθηκε, είχαν εισηγηθεί - παροτρύνει τους Ενάγοντες, τόσο γραπτώς όσο και προφορικά, για να συμβουλευτούν κάποιο χρηματοοικονομικό σύμβουλο.

 

Όσον αφορά τις €6.000 που είχαν παραχωρηθεί στους Ενάγοντες για το ταξίδι τους υποστήριξε ότι είχε ληφθεί έγκριση να τους δοθούν σε μετρητά. Το συγκεκριμένο ποσό χρεώθηκε στη συνέχεια στους λογαριασμούς τους. Αρνήθηκε την υποβολή ότι οι Ενάγοντες στις 06/05/2013 είχαν αιτηθεί την εξόφληση του δανείου τους και ισχυρίστηκε ότι απλώς το διερεύνησαν. Υποστήριξε ότι τους είχαν αφήσει γραπτές οδηγίες πριν το ταξίδι τους, τις οποίες θα χρησιμοποιούσαν όταν οι πελάτες τους αποφάσιζαν να προχωρήσουν με την εξόφληση.

 

Για την Εναγόμενη 3 μαρτυρία προσφέρθηκε από τον Μιχάλη Στυλιανού, Μ.Υ.2, Προϊστάμενο της Μονάδας Εξυγίανσης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Παρέθεσε τις θέσεις του σε γραπτό κείμενο το οποίο σημειώθηκε ως Έγγραφο 3. Στην γραπτή του δήλωση, η οποία εκτείνεται σε 24 σελίδες, αναφέρεται στο ιστορικό που οδήγησε στα γεγονότα του Μαρτίου 2013. Κάνει αναδρομή στα γεγονότα που προηγήθηκαν, ήτοι του 2011, στο έλλειμμα κεφαλαίου της Λαϊκής Τράπεζας το οποίο το 2011 ανερχόταν στα 1.971 εκατομμύρια ευρώ, στο αίτημα της Κυπριακής Δημοκρατίας για στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για σύναψη δανείου, στην άφιξη της ΤΡΟΙΚΑ στην Κύπρο, στο Μνημόνιο Συναντίληψης που συμφωνήθηκε και στην πολιτική συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup στις 16/03/2013 για την εφαρμογή ενός προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Με ορατό και άμεσο τον κίνδυνο κατάρρευσης των δυο Τραπεζών, της Λαϊκής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου και την αποσταθεροποίηση του χρηματοοικονομικού συστήματος της χώρας, ψηφίστηκε στις 22/03/2013 μεταξύ άλλων νομοθεσιών και ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμος Ν.17(Ι)/2013. Η εξυγίανση μιας τράπεζας, resolution of a bank, επιτρέπει τη διασφάλιση της συνέχισης των κρίσιμων λειτουργιών μιας τράπεζας για την οικονομία της χώρας μέσω της εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης τα οποία οδηγούν στη διάσωση του συνόλου ή μέρους των εργασιών της τράπεζας, περιλαμβανομένων πάντοτε όλων των ασφαλισμένων καταθέσεων μέχρι του ποσού των €100.000. Στις 24/03/2013 η Μονάδα Εξυγίανσης ετοίμασε Έκθεση Αξιολόγησης για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης στην Λαϊκή Τράπεζα, αφού διαπίστωσε ότι δεν τηρούσε τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ότι η λειτουργία της εξαρτάτο από τη δημόσια χρηματοοικονομική στήριξη που είχε ζητήσει από το Κράτος, ήτοι ότι ίσχυαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 του Ν.17(Ι)/13. Στην συγκεκριμένη αξιολόγηση αξιολογήθηκε κατά πόσο το δημόσιο συμφέρον θα εξυπηρετείτο με την λήψη μέτρων εξυγίανσης της Λαϊκής αντί ενδεχόμενης εκκαθάρισής της. Εκκαθάριση της θα οδηγούσε την Κυπριακή Δημοκρατία σε δεινή οικονομική κατάσταση, με καταστροφικές συνέπειες για τους καταθέτες και πιστωτές των τραπεζών, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και το κοινωνικό σύνολο. Στις 25/03/2013 επιτεύχθηκε στο Eurogroup νέα Συμφωνία με την Κυπριακή Κυβέρνηση, στην οποία συμφωνήθηκε όπως η Λαϊκή Τράπεζα τεθεί άμεσα σε εξυγίανση με πλήρη συνεισφορά των μετόχων, ομολογιούχων και ανασφάλιστων καταθετών στη βάση απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, με την χρήση του νέου νομοθετικού πλαισίου για την εξυγίανση τραπεζών καθώς και τον διαχωρισμό της σε καλή και κακή τράπεζα, την απορρόφηση της καλής τράπεζας από την Τράπεζα Κύπρου και την σταδιακή διάλυση της κακής τράπεζας. Υπό αυτές τις συνθήκες εκδόθηκαν τα Διατάγματα για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης στην Λαϊκή Τράπεζα, περιλαμβανομένων των περί της Πώλησης Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, ΚΔΠ94/2013 και περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, ΚΔΠ104/2013. Σύμφωνα με την ΚΔΠ104/2013 όπως τροποποιήθηκε με τα Διατάγματα 133/2013, ΚΔΠ156/2013 και ΚΔΠ276/2013 η Λαϊκή Τράπεζα μεταβίβασε στην Τράπεζα Κύπρου όλες τις ασφαλισμένες καταθέσεις των πελατών της, την οφειλή της προς την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου σε σχέση με τον ELA και σχεδόν όλα τα περιουσιακά της στοιχεία.

 

Κατέγραψε ότι στην περίπτωση που η Λαϊκή Τράπεζα τίθετο σε εκκαθάριση οι συνέπειες θα ήταν καταστρεπτικές αφού η ρευστοποίηση των περιουσιακών της στοιχείων θα ήταν αδύνατη σε σύντομο χρονικό διάστημα και θα ήταν παντελώς αδύνατο να αποζημιωθούν έστω και οι ασφαλισμένοι καταθέτες, ενώ θα δημιουργείτο μια κατάσταση που θα οδηγούσε σε πλήρη κατάρρευση της αγοράς με δυσμενείς συνέπειες. Οπόταν, υπό τις περιστάσεις, τα μέτρα εξυγίανσης λήφθηκαν με σκοπό την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και αφού λήφθηκε υπόψιν ότι οι πιστωτές του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται τις ζημιές μετά τους μετόχους. Όσον αφορά την πώληση των υποκαταστημάτων των Κυπριακών Τραπεζών στην Ελλάδα ήταν μια πράξη η οποία επιβλήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία κατά τις διαπραγματεύσεις με την ΤΡΟΙΚΑ για το Μνημόνιο.

 

Κατέγραψε ότι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, υπό την ιδιότητά της ως Αρχή Εξυγίανσης είχε την αρμοδιότητα να εκδίδει οδηγίες ή διατάγματα ή εγκυκλίους σε σχέση με τα υπό εξυγίανση πιστωτικά ιδρύματα. Η Αρχή Εξυγίανσης ουδέποτε εξέταζε παράπονα σε σχέση με την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης αναφορικά με συγκεκριμένο καταθέτη και συγκεκριμένο λογαριασμό γιατί δεν ενέπιπτε στις αρμοδιότητές της. Ούτε και κατείχε στοιχεία και πληροφορίες αναφορικά με λογαριασμούς, συναλλαγές ή καταθέσεις συγκεκριμένου ιδρύματος υπό εξυγίανση. Τα συγκεκριμένα στοιχεία βρίσκονταν στην κατοχή του υπό εξυγίανση ιδρύματος. Η εκτέλεση των μέτρων εξυγίανσης είναι καθήκον του Ειδικού Διαχειριστή του εκάστοτε υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος και στην συγκεκριμένη περίπτωση του Ειδικού Διαχειριστή της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd. Για οποιαδήποτε νομικά θέματα προέκυπταν σε σχέση με την εκτέλεση των μέτρων εξυγίανσης, θέση της Μονάδας Εξυγίανσης προς το υπό εξυγίανση ίδρυμα ήταν να ζητείται η συμβουλή των εξωτερικών και εσωτερικών νομικών του συμβούλων. Όσον αφορά τα υπό εξέταση γεγονότα, σύμφωνα με Οδηγία της Αρχής Εξυγίανσης προς την Λαϊκή Τράπεζα ημερομ. 26/04/2023, πριν από οποιαδήποτε άλλη ενέργεια κατά την εφαρμογή της παραγράφου 5 της ΚΔΠ104/2013 καταθέσεις που ήταν δεσμευμένες ως εξασφάλιση υποχρεώσεων και/ή δανείων μεταβιβάζονταν στην Τράπεζα Κύπρου μέχρι το ποσό που οι πιο πάνω καταθέσεις κάλυπταν τις εν λόγω υποχρεώσεις. Η Cyprus Popular Bank Public Co Ltd μεταβίβασε τις καταθέσεις των Εναγόντων ύψους €1.507.630 μαζί με το ποσό του δανείου στην Τράπεζα Κύπρου καθώς και τις ασφαλισμένες καταθέσεις ύψους €200.000. Λόγω του ότι οι πλείστες καταθέσεις ήταν σε ξένο νόμισμα, οι μεταφορές έγιναν λαμβάνοντας υπόψη την τιμή συναλλάγματος ημερομ. 26/03/2013. Οτιδήποτε συνέβηκε μετά τη μεταβίβαση των ασφαλισμένων καταθέσεων των Εναγόντων από την Cyprus Popular Bank Public Co Ltd στην Εναγόμενη 1 και του δανείου σε ελβετικό φράγκο μαζί με τις αντίστοιχες καταθέσεις δεν σχετίζεται και δεν αφορά την εφαρμογή της ΚΔΠ104/2013 και την Οδηγία ημερομ. 26/04/2013.

Κατέθεσε, ως Τεκμήριο 15 απόφαση των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ημερομ. 26/10/2011, ως Τεκμήριο 16 επιστολή ημερομηνίας 27/12/2011 της Κεντρικής Τράπεζας προς την Λαϊκή Τράπεζα, ως Τεκμήριο 17 επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Κεντρικό Τραπεζίτη ημερομ. 02/03/2012, ως Τεκμήριο 18 το Memorandum of Understanding on Specific Economic Policy Conditionality ημερομ. 23/11/2012, ως Τεκμήριο 19 ανακοίνωση του Eurogroup ημερομ. 16/03/2013, ως Τεκμήριο 20 ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ημερομ. 21/03/2013, ως Τεκμήριο 21 ανακοίνωση του Eurogroup ημερομ. 25/03/2013, ως Τεκμήριο 22 Έκθεση του Τμήματος Εποπτείας και Ρύθμισης της Κεντρικής Τράπεζας ημερομ. 24/03/2013, ως Τεκμήριο 23 Έκθεση της Μονάδας Εξυγίανσης της Κεντρικής Τράπεζας με ημερομηνία 24/03/2013, ως Τεκμήριο 24 το Σχέδιο Εξυγίανσης της Λαϊκής Τράπεζας με ημερομηνία 24/03/2013, ως Τεκμήριο 25 απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ως Αρχή Εξυγίανσης και του Υπουργείου Οικονομικών ημερομ. 25/03/2013, ως Τεκμήριο 26 επιστολή της Κεντρικής Τράπεζας προς τον Υπουργό Οικονομικών ημερομ. 25/03/2013, ως Τεκμήριο 27 Έκθεση Προκαταρτικής αποτίμησης τίτλων ιδιοκτησίας περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της Cyprus Popular Bank, ως Tεκμήριο 28 επιστολή της Αρχής Εξυγίανσης προς τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της Λαϊκής Τράπεζας ημερομ. 25/03/2013 και ως Τεκμήριο 29 Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου με ημερομ. 26/04/2013.

 

Αντεξετασθείς εξήγησε ότι σύμφωνα με το Διάταγμα έπρεπε οι λογαριασμοί των Εναγόντων που ήταν σε ξένο νόμισμα να υπολογιστεί το αντίστοιχο ποσό σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία και ακολούθως να εφαρμοστεί το Διάταγμα γιατί οι λογαριασμοί θα παρέμεναν στο νόμισμα στο οποίο είχαν ανοιχθεί. Ερωτηθείς εξήγησε ότι τα Διατάγματα που εξέδωσε η Κεντρική Τράπεζα για την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης δεν προνοούσαν την μετατροπή των υπολοίπων στον λογαριασμό σε ξένο νόμισμα σε ευρώ και διατήρησής τους σε ευρώ. Μόνο για σκοπούς υπολογισμού του ασφαλισμένου και ανασφάλιστου ποσού έπρεπε να μετατραπούν σε ευρώ. Με αναφορά στην παράγραφο 5 του Διατάγματος ΚΔΠ104/2013 εξήγησε ότι καταγράφει τις υποχρεώσεις της Λαϊκής Τράπεζας που μεταβιβάζονται και παραπέμπει στους κανονισμούς του συστήματος εγγύησης καταθέσεων όσον αφορά το ασφαλισμένο ποσό. Στους κανονισμούς αναφέρεται ότι τα ποσά καταθέσεων σε ξένο συνάλλαγμα μεταφράζονται σε ευρώ. Επέμενε στην θέση του ότι όταν μια τράπεζα λάβει κατάθεση σε αυστραλιανά δολάρια εκείνο το ποσό το καταθέτει σε μια άλλη τράπεζα σε αυστραλιανά δολάρια γιατί θα ήταν παράλογο για την τράπεζα να πάρει τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Όσον αφορά το δάνειο σε ελβετικά φράγκα μεταφράστηκε σε ευρώ γιατί θα συν μεταβιβαζόταν μαζί με αντίστοιχες καταθέσεις. Με αναφορά στο Τεκμήριο 2 εξήγησε ότι το ποσό των 753.000 από τις καταθέσεις ήταν δεσμευμένο έναντι του αντίστοιχου ποσού του δανείου σε ελβετικά φράγκα συν €100.000 για κάθε Ενάγοντα. Υπέδειξε στο ίδιο Τεκμήριο την μεταφορά των €100.000 για κάθε Ενάγοντα στην Τράπεζα Κύπρου. Επέμενε στην θέση του ότι από τις καταστάσεις που είχε εκδώσει η Λαϊκή Τράπεζα προς τον πελάτη διαφαίνετο η μεταφορά, για κάθε δικαιούχο του λογαριασμού, του ασφαλισμένου ποσού των €100.000.

 

Ερωτηθείς ανέφερε ότι στις 26/04/2013 η Κεντρική Τράπεζα, υπό την ιδιότητά της ως Αρχή Εξυγίανσης, εξέδωσε οδηγία προς την Ειδική Διαχειρίστρια της Λαϊκής Τράπεζας με την οποία ζητούσε όπως σε περίπτωση που υπήρχαν δεσμευμένες καταθέσεις για εξασφάλιση δανείων συν μεταβιβαστούν μαζί με τα δάνεια στην Τράπεζα Κύπρου. Μετά την συγκεκριμένη Οδηγία μεταφέρθηκε το ποσό του δανείου στην Τράπεζα Κύπρου. Μετά την μεταβίβαση θα μπορούσαν οι Ενάγοντες να δώσουν εντολή για εξόφληση του δανείου τους. Εξήγησε ότι ο λόγος που είχαν χρησιμοποιηθεί οι εξασφαλισμένες καταθέσεις των Εναγόντων ήταν γιατί η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου έναντι του δολαρίου Αυστραλίας είχε κινηθεί σε βάρος τους. Ήταν η θέση του ότι οι Ενάγοντες θα μπορούσαν να διατηρήσουν το δάνειο και τις καταθέσεις ελπίζοντας ότι η ισοτιμία, μελλοντικά, θα μπορούσε να αντιστραφεί προς όφελός τους.

 

Ερωτηθείς ανέφερε ότι η συνεννόηση της Αρχής Εξυγίανσης με τις Τράπεζες ήταν ότι θα γινόταν αναλογική απομείωση των καταθέσεων σε όλα τα νομίσματα. Υποστήριξε ότι η αλλαγή στην ισοτιμία των ξένων νομισμάτων έναντι του ελβετικού φράγκου είχε αντιμετωπιστεί μετά τις 26/03/2013 και δεν αφορούσε τα μέτρα εξυγίανσης. Κατά τη δική του άποψη ο συναλλαγματικός κίνδυνος είχε επιλεγεί από τους Ενάγοντες από τη στιγμή που επέλεξαν να λάβουν δάνειο σε ελβετικά φράγκα με δέσμευση καταθέσεων σε άλλα νομίσματα. Προώθησε τη θέση ότι όταν ένας πελάτης αποφασίζει να λάβει δάνειο σε ένα νόμισμα και να βάλει ως εγγύηση τις καταθέσεις του σε άλλα νομίσματα συνειδητά αναλαμβάνει τον κίνδυνο της διακύμανσης στην ισοτιμία των συγκεκριμένων νομισμάτων.

 

Με τις τελικές τους εισηγήσεις, τις οποίες οι ευπαίδευτοι συνήγοροι προνόησαν να καταγράψουν και να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με αναφορά τόσο στην προφορική αλλά και στη γραπτή μαρτυρία και στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, παραπέμποντας ταυτόχρονα σε σχετική με τα ζητήματα που αναδείκνυαν νομοθεσία και νομολογία. Το Δικαστήριο έχει αναγνώσει με πολλή προσοχή τις αναφορές, τις τοποθετήσεις, τα επιχειρήματα και εισηγήσεις των πλευρών για τα ζητήματα που εγείρονται στα πλαίσια της παρούσας. Ειδικότερη αναφορά στις εισηγήσεις τους γίνεται σε μεταγενέστερο στάδιο και όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο για σκοπούς της παρούσας απόφασης.

AΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ – ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

Καθηκόντως προκύπτει η αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας, η οποία όπως έχει νομολογηθεί, δεν μπορεί να απομονωθεί από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν. Στην υπόθεση Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 339, έχει εξηγηθεί ότι είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας. Η αποδοχή ή η απόρριψη μιας μαρτυρίας θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα όχι μόνο την καθ' αυτή εξωτερική εμφάνιση της μαρτυρίας του μάρτυρα στο εδώλιο, αλλά και σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα στοιχεία της δίκης, είτε αυτά προέρχονται από άλλη ζώσα μαρτυρία, είτε από τεκμήρια.

 

Για το θέμα της αξιοπιστίας της μαρτυρίας αναφορά γίνεται και στην ανάπτυξη του θέματος στο βιβλίο των Σάντη - Ηλιάδη, Δίκαιο της Απόδειξης, εκδ. 2014, Κεφάλαιο 3, IB. Η θετική εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο ο μάρτυς που καταθέτει αποτελεί, σε γενικές γραμμές, στοιχείο εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του. Η αξιοπιστία αποτελεί έννοια πολυσήμαντη. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, η μνήμη του, οι αντιδράσεις του (κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες), ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του και η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση (βλ. μεταξύ άλλων Κεντρική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Ηροδότου (2013) 1 Α.Α.Δ. 1166, C. & A. Pelekanos Associates Limited ν. Πελεκάνου (1999) 1(B) Α.Α.Δ. 1273).

 

Στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει με προσοχή και τους τρεις μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως. Αξιολόγησε τη μαρτυρία τους με βάση το περιεχόμενο, ποιότητα και σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία, καθοδηγούμενο από σειρά παραγόντων που είναι αδύνατο να καταγραφούν εξαντλητικά. Τέτοιοι παράγοντες είναι, μεταξύ άλλων, η σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων των μαρτύρων και η ύπαρξη σ΄ αυτές υπερβολών ή ουσιαστικών αντιφάσεων, η λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής τους, η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης στην υπόθεση, οι ευκαιρίες που είχαν να αντιληφθούν τα διαδραματισθέντα, η μνήμη τους και οι λόγοι που είχαν να ενθυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία καταθέτουν.

 

Ο Ενάγοντας 1 παρέθεσε τα γεγονότα όπως μπορούσε ο ίδιος να τα αντιληφθεί. Δεν υπήρχε διαφοροποίηση στη μαρτυρία, αναφορικά με τα γεγονότα, όπως παρατέθηκαν από τον Ενάγοντα 1 και την Μ.Υ.1. Η διαφωνία στη μαρτυρία των δύο αφορούσε το πότε δόθηκαν οι οδηγίες από τους Ενάγοντες για την εξόφληση του δανείου τους, το οποίο δάνειο ήταν σε ελβετικά φράγκα. Ο Ενάγοντας 1 ανέφερε αρχικά ότι ζήτησε τον Μάρτιο 2013 την εξόφλησή του και ξανά τον Μάιο και ότι τους είχε λεχθεί ότι δεν μπορούσε να εξοφληθεί σύμφωνα με τις οδηγίες της Αρχής Εξυγίανσης. Η Μ.Υ.1 υποστήριξε ότι δεν είχε διαβιβαστεί γραπτώς τον Μάρτιο η επιθυμία εξόφλησης όμως αρχές Μαΐου, που οι Ενάγοντες είχαν επισκεφθεί την Κύπρο, είχαν υπογράψει τα έγγραφα και προφορικά είχαν αναφέρει ότι θα έδιναν οδηγίες αναφορικά με το πότε να εξοφληθεί το δάνειο. Η θέση της Μ.Υ.1 υποστηρίζεται από το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 4 και 5 που κατέθεσε ο Ενάγοντας 1. Ως μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο των δύο αυτών Τεκμηρίων, στις 19/07/2013 οι Ενάγοντες ακόμη ζητούσαν να πληροφορηθούν για τις επιλογές τους σε σχέση με την εξόφληση του δανείου τους ενώ φαίνεται να ανέμεναν την απάντηση της Ειδικής Διαχειρίστριας αναφορικά με το θέμα της ισοτιμίας που θα χρησιμοποιείτο για την αλλαγή των αυστραλιανών δολαρίων. Οπόταν, η θέση του Ενάγοντα 1 ότι είχαν ζητήσει τον Μάιο όπως εξοφλήσουν το συγκεκριμένο δάνειο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η θέση της Μ.Υ.1 ενισχύεται και από τη θέση του Μ.Υ.2 ότι μετά τις 26/04/2013 είχαν εκδοθεί οδηγίες για τον τρόπο εφαρμογής της παραγράφου 5 της ΚΔΠ104/2013.

 

Ούτε ο ισχυρισμός του ότι πιέστηκαν από την Εναγόμενη 1 στην εξόφληση του δανείου μπορεί να γίνει αποδεκτός αφού καταρρίπτεται από το περιεχόμενο των Τεκμηρίων που ο ίδιος κατέθεσε. Στην επικοινωνία που είχε με την Εναγόμενη 1, Τεκμήριο 4, του έγινε σύσταση για να επικοινωνήσει με επαγγελματία χρηματοοικονομικό σύμβουλο πριν να λάβει οποιαδήποτε απόφαση σε σχέση με το δάνειο. Επίσης προκύπτει από το ίδιο το Τεκμήριο 4 ότι οι ίδιοι οι Ενάγοντες είχαν απευθύνει επιστολή στην Λαϊκή Τράπεζα στις 19 Ιουνίου 2013 αναφορικά με το θέμα της ισοτιμίας που θα χρησιμοποιείτο για την εξόφληση του δανείου. Οπόταν ο ισχυρισμός του Ενάγοντα 1 ότι από τον Μάιο ζητούσαν να εξοφληθεί το δάνειο και ότι η Εναγόμενη 1 τους «έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό» σε σχέση με την εξόφληση του δανείου δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο των Τεκμηρίων που ο ίδιος κατέθεσε. Χαρακτηριστική η φράση με την οποία τελειώνει το ηλεκτρονικό μήνυμα της Μ.Υ.1, λειτουργού της Εναγόμενης 1, προς τους Ενάγοντες: «Σας συστήνουμε όπως επικοινωνήσετε με επαγγελματία Χρηματοοικονομικό Σύμβουλο προτού πάρετε οποιαδήποτε απόφαση.».

 

Προσπάθησε, ο Εναγόμενος 1, να μεταφέρει στο Δικαστήριο την εικόνα ότι δεν γνωρίζει από οικονομικά και ότι εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό από τα όσα του έλεγαν από την Τράπεζα. Όμως προκύπτει από τις τραπεζικές του κινήσεις ότι είχε ουσιώδεις γνώσεις σε σχέση με τα τραπεζικά του αφού έλαβε δάνειο σε ελβετικά φράγκα το οποίο αποταμίευσε και για το οποίο πλήρωνε χαμηλό τόκο ενώ εισέπραττε ψηλότερο τόκο από την κατάθεση αποπληρώνοντας την δόση του δανείου από τον τόκο. Δεν προβαίνει κάποιος αδαής σε τέτοιου είδους ενέργειες. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για το συναλλαγματικό ρίσκο. Διατηρούσε λογαριασμούς σε ευρώ, δολάρια Αυστραλίας, δολάρια Αμερικής, ελβετικό φράγκο και αγγλική λίρα. Ένας απλός πολίτης που προβαίνει σε κατάθεση δεν θα προέβαινε σε τέτοιου είδους κινήσεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ήθελε να μειώσει το ρίσκο της απώλειας σε σχέση με το συνάλλαγμα. Και ενώ ενεργούσε με τον συγκεκριμένο τρόπο, αρνήθηκε να αποδεχθεί ότι η ζημιά του ήταν το αποτέλεσμα του συναλλαγματικού ρίσκου που ο ίδιος είχε λάβει και προώθησε τη θέση ότι η Τράπεζα όφειλε να γνωρίζει πώς θα κινηθεί η συναλλαγματική αξία των νομισμάτων στα οποία διατηρούσε τους λογαριασμούς του έτσι ώστε να διασφαλιστούν οι εγγυημένες καταθέσεις. Οι θέσεις του δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.

 

Προσπάθησε να πείσει ότι η Τράπεζα έκανε πράγματα πίσω από την πλάτη του και αρχικά ανέφερε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί με ποιο τρόπο είχε συμφωνήσει να πληρώνεται το δάνειο που είχε λάβει και όταν του υποβλήθηκε ότι σύμφωνα με το Τεκμήριο 10 είχε συμφωνήσει να πληρώνεται από τον τόκο προώθησε τη θέση ότι η Τράπεζα είχε ενεργήσει εν αγνοία του και ότι δεν είχε συμφωνήσει. Μέχρι και το γεγονός ότι είχε βάλει ως εγγύηση του δανείου τις καταθέσεις του, cash collateral, είχε ξεχάσει. Παρά την κατανόηση που το Δικαστήριο μπορεί να επιδείξει στην απώλεια των Εναγόντων, δεν μπορεί να αποδεχθεί τη μαρτυρία του Ενάγοντα 1 ότι δεν γνώριζε και ότι όλα γίνονταν εν αγνοία του από την Τράπεζα ιδιαίτερα ενόψει της παραδοχής του ότι είχε εξαιρετικές σχέσεις με τους λειτουργούς της Τράπεζας και ότι επικοινωνούσε μαζί τους τακτικά μέσω τηλεφώνου και με ηλεκτρονική επικοινωνία. Η επιμονή του ότι έπρεπε να διασφαλιστούν οι €100.000, για τον ίδιο και τη σύζυγό του, ανεξάρτητα από την εξόφληση του δανείου πραγματικά ξενίζει, αφού ως φάνηκε γνώριζε πολύ καλά πώς λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα. Δεν φάνηκε, στο Δικαστήριο, να είναι ο άνθρωπος που αφήνει οτιδήποτε στην τύχη ή στα χέρια άλλων ανθρώπων. Οπόταν οι θέσεις του δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Εν πάση περιπτώσει, παραδέχθηκε ότι κατά την εξόφληση του δανείου οι Ενάγοντες δεν επιφύλαξαν τα οποιοδήποτε δικαίωμά τους σε σχέση με το δάνειο.

 

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς του σε σχέση με την Εναγόμενη 3 παρέμειναν γενικοί και αστήρικτοι σε οποιαδήποτε πραγματική και ανεξάρτητη μαρτυρία και συνακόλουθα δεν μπορούν να αποτελέσουν βάθρο για ασφαλή συμπεράσματα. Το παράπονό του αφορούσε την Ειδική Διαχειρίστρια της Λαϊκής Τράπεζας, η οποία απέρριψε το αίτημα για την χρήση της συναλλαγματικής αξίας που ίσχυε στις 26/03/2013 και όχι την Εναγόμενη 3. Η θέση του Μ.Υ.2 ότι η αλλαγή στην ισοτιμία των ξένων νομισμάτων έναντι του ελβετικού φράγκου είχε αντιμετωπιστεί μετά τις 26/03/2013 και δεν αφορούσε τα μέτρα εξυγίανσης δεν ανατράπηκε με οποιονδήποτε τρόπο.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους που παρατέθηκαν, οι ισχυρισμοί και οι θέσεις του Ενάγοντα 1 δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.

 

Η Μ.Υ.1 γνώριζε προσωπικά τα γεγονότα και ως έχει προλεχθεί, συμφώνησε με την μαρτυρία του Ενάγοντα 1. Εκεί που διαφώνησε είναι ότι δεν επιτράπηκε στους Ενάγοντες να αποπληρώσουν το δάνειό τους τον Μάιο. Ανέφερε ότι πράγματι είχαν ζητήσει την εξόφληση του δανείου στις 06/05/2013 προφορικά όμως με τον όρο ότι θα χρησιμοποιείτο η ισοτιμία συναλλάγματος της 26/03/2013. Το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 4 και 5 ενισχύει τη θέση της ότι οι Ενάγοντες ήταν πραγματικά έτοιμοι να ξοφλήσουν το δάνειό τους τον Ιούλιο 2013, μετά που έλαβαν και την απόφαση της Ειδικής Διαχειρίστριας αναφορικά με την συναλλαγματική ισοτιμία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Η εξήγηση που έδωσε για την χρήση των εξασφαλισμένων καταθέσεων ήταν πειστική και αφορούσε την αρνητική διακύμανση στις ισοτιμίες του ξένου συναλλάγματος. Αυτός ο παράγοντας ήταν αστάθμητος και ούτε η Εναγόμενη 1 δεν θα μπορούσε να προβλέψει τον τρόπο με τον οποίο θα κινούνταν. Η ηλεκτρονική επικοινωνία που απευθύνθηκε προς τους Ενάγοντες, Τεκμήρια 4 και 5, δείχνει την προθυμία παροχής βοήθειας εκ μέρους της Εναγόμενης 1 ή και των λειτουργών της.

 

Εξήγησε με πλήρη λεπτομέρεια πώς εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες των Διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί από την Αρχή Εξυγίανσης και συγκεκριμένα η ΚΔΠ104/13 καθώς και τον τρόπο με τον οποίο είχε υπολογιστεί η απομείωση. Οι θέσεις της δεν κλονίστηκαν αλλά αντίθετα υποστηρίχθηκαν από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 6 με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός της ότι ο τρόπος υπολογισμού δεν ήταν αυθαίρετος να γίνεται αποδεκτός. Αποδεκτές και πειστικές κρίνονται και οι εξηγήσεις της σε σχέση με τον τρόπο εξόφλησης του δανείου. Έπεισε το Δικαστήριο ότι προσήλθε για να το βοηθήσει να αντιληφθεί τι πραγματικά είχε συμβεί σε σχέση με τους λογαριασμούς και το δάνειο των Εναγόντων.

 

Ο Μ.Υ.2, Λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας και επικεφαλής του Τμήματος Εξυγίανσης κατά τον επίδικο χρόνο κατέθεσε ως πραγματογνώμονας. Το κατά πόσο ένας μάρτυρας έχει τα απαιτούμενα προσόντα να κριθεί πραγματογνώμονας, είναι ζήτημα που εμπίπτει στη σφαίρα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου (βλ. Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation (Aρ.1) (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 438). Η αξιολόγηση τέτοιων μαρτύρων δεν διαφέρει και δεν αντιμετωπίζονται από το Δικαστήριο με διαφορετικό τρόπο από ό,τι άλλοι μάρτυρες ενώ η μαρτυρία τους αξιολογείται στη βάση των ίδιων αρχών (βλ. Καουρής v. Δημητρίου κ.α. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 967 και Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους v. Κονναρή (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2298). Οι πραγματογνώμονες θα πρέπει να εφοδιάσουν το Δικαστήριο με όλα εκείνα τα εχέγγυα έτσι ώστε το ίδιο να μπορεί να καταλήξει στην ορθότητα των συμπερασμάτων τους και να διαμορφώσει τη δική του άποψη. Στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» των κ.κ. Τ. Ηλιάδη και Ν. Σάντη, σελ. 580 και 581 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Το καθήκον των πραγματογνωμόνων έναντι του Δικαστηρίου κατά τη μαρτυρία τους έγκειται στην αιτιολογημένη, αντικειμενική και αμερόληπτη παρουσίαση των αναγκαίων επιστημονικών κριτηρίων ώστε να δώσουν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει ευχερώς την ακρίβεια των επίδικων συμπερασμάτων τους και να διαμορφώσει συναφώς τη δική του ανεξάρτητη άποψη δια της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών στα γεγονότα της υπόθεσης.».

 

Όπως αναφέρεται και πιο κάτω, στην σελίδα 581 του συγκεκριμένου συγγράμματος, το καθήκον αυτό έχει προτεραιότητα έναντι των όποιων υποχρεώσεων του πραγματογνώμονα προς τον πελάτη.

 

Οι θέσεις του ήταν πλήρως τεκμηριωμένες, με ολοκληρωμένες απαντήσεις και με αναφορά σε Τεκμήρια που να υποστήριζαν τη θέση του. Εμφανώς ενημερωμένος για τη σχετική νομοθεσία και κανονισμούς, ως επίσης για τις διαδικασίες και τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα κατά πάντα ουσιώδη χρόνο σε σχέση με τα ζητήματα της εξυγίανσης τραπεζικών ιδρυμάτων γενικότερα, αλλά και ειδικότερα της Λαϊκής Τράπεζας, δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης των αναφορών του για το ζήτημα. Με λόγο περιεκτικό και καθ' όλα επεξηγηματικό ως προς τα ουσιαστικά γεγονότα που απασχολούν στην υπό συζήτηση υπόθεση και την εξέλιξη τους, παρέθεσε τις θέσεις του με τρόπο τεκμηριωμένο. Το Δικαστήριο δεν διατηρεί οποιαδήποτε αμφιβολία ότι υπήρξε ειλικρινής μάρτυρας, χωρίς διάθεση να παραστήσει γεγονότα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ενώ οι γενικές και αόριστες, ως παρέμειναν στο τέλος της ημέρας, υποβολές θέσεων περί του αντιθέτου δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης των αναφορών και των τοποθετήσεων του. Η μαρτυρία του στην έκταση που αναφέρεται στην εξέλιξη των πραγματικών γεγονότων, γίνεται στο σύνολο της αποδεκτή, ενώ παράλληλα το Δικαστήριο αισθάνεται ότι μπορεί να στηριχτεί και ανάλογα να αξιοποιήσει τις επεξηγήσεις και τις τεκμηριωμένες θέσεις και εισηγήσεις του για ζητήματα της εμπειρογνωμοσύνης του, για την εξαγωγή των δικών του συμπερασμάτων. Όσον αφορά τα γεγονότα που απασχολούν στην παρούσα υπόθεση, με θετικό και κατατοπιστικό τρόπο εξήγησε ότι η απώλεια των Εναγόντων δεν αφορούσε τα μέτρα εξυγίανσης αλλά αφορούσε την αρνητική διακύμανση της ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου και προέκυψε από την επιλογή των Εναγόντων να δανειστούν σε ελβετικό φράγκο. Διαφάνηκε ότι η Εναγόμενη 3 δεν σχετιζόταν με οποιαδήποτε απόφαση είχε ληφθεί σε σχέση με την εξόφληση του δανείου των Εναγόντων, η οποία τελικά επηρέασε το ύψος των εξασφαλισμένων καταθέσεών τους.

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, το Δικαστήριο θεωρεί ότι τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως ακολούθως: Οι Ενάγοντες ήταν πελάτες της Λαϊκής Τράπεζας για χρόνια διατηρώντας καταθέσεις σε αγγλικές λίρες, δολάρια Αυστραλίας, ευρώ, δολάρια Καναδά και ελβετικό φράγκο. Παράλληλα, διατηρούσαν και δάνειο σε ελβετικά φράγκα το οποίο είχαν λάβει το 2007 και ακολούθως είχαν καταθέσει σε καταθετικό λογαριασμό ο οποίος τους απέδιδε πιο ψηλό τόκο από αυτό που πλήρωναν στο δάνειο. Ως εξασφάλιση του δανείου ύψους CHF1.507.630, είχαν παραχωρήσει τους τέσσερεις λογαριασμούς τους που διατηρούσαν σε διάφορα νομίσματα χωρίς οποιαδήποτε διευκρίνηση, Τεκμήριο 11. Η σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 10, περιείχε όρο ότι οι Ενάγοντες αναγνώριζαν ότι είχαν ενημερωθεί για το ρίσκο που ενείχε ο δανεισμός σε νόμισμα διαφορετικό από αυτό που το εξασφάλιζε. Και όλα ήταν μια χαρά μέχρι τα θλιβερά γεγονότα του Μαρτίου 2013 που οδήγησαν στη λήψη μέτρων για την εξυγίανση των δύο μεγαλύτερων Τραπεζών της Κύπρου με ίδια μέσα προς αποφυγή της αποσταθεροποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος της Κύπρου. Η Αρχή Εξυγίανσης έκδωσε Διατάγματα με τα οποία να υποβοηθηθεί η μεταφορά κάποιων εκ των εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας στην Τράπεζα Κύπρου. Μεταξύ αυτών ήταν και η ΚΔΠ104/2013 στην οποία καθοριζόταν ο τρόπος μεταφοράς των καταθέσεων και των υποχρεώσεων καταθετών της Λαϊκής Τράπεζας στην Τράπεζα Κύπρου και ο τρόπος με τον οποίο θα διενεργείτο η απομείωση έτσι ώστε να διασφαλιστεί το εξασφαλισμένο ποσό των €100.000. Οι Ενάγοντες γνώριζαν πώς λειτουργούσε το Κυπριακό Σχέδιο Προστασίας καταθέσεων αφού είχαν τύχει ενημέρωσης, Τεκμήριο 6. Προκύπτει ότι η Λαϊκή Τράπεζα εφάρμοσε τις πρόνοιες της ΚΔΠ104/2013 και μετέφρασε όλα τα ποσά σε ευρώ, τόσο των καταθέσεων καθώς και του δανείου στις 26/03/2013, εξασφάλισε το οφειλόμενο ποσό του δανείου από τις καταθέσεις, αφαίρεσε τις €100.000 για κάθε Ενάγοντα και ακολούθως απομείωσε τις καταθέσεις. Στη συνέχεια τα μεταβίβασε στις 29/03/2013 στην Τράπεζα Κύπρου, στο νόμισμα που διατηρούνταν τόσο οι καταθέσεις αλλά και το δάνειο, Τεκμήριο 2. Οι Ενάγοντες δεν έδωσαν οποιεσδήποτε γραπτές οδηγίες σε σχέση με τον χειρισμό του λογαριασμού τους μέχρι τις αρχές Μαΐου που επισκέφθηκαν την Κύπρο και μίλησαν με την Μ.Υ.1 για το τι θα μπορούσε να γίνει αναφορικά με την συναλλαγματική ισοτιμία αφού το ελβετικό φράγκο έχανε έδαφος σε σχέση με το δολάριο Αυστραλίας. Έφυγαν για ταξίδι στην Αμερική με την Τράπεζα να τους χορηγεί το ποσό των €6.000 για το ταξίδι τους. Στο μεταξύ, λόγω της μεγάλης απώλειας που είχαν οι Ενάγοντες η οποία προέκυπτε από την συναλλαγματική ισοτιμία τόσο του δολαρίου Αυστραλίας στο οποίο διατηρούσαν το μεγαλύτερο ποσό των καταθέσεών τους καθώς και του ελβετικού φράγκου, οδήγησε στο γεγονός ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ποσό από τις εξασφαλισμένες καταθέσεις των Εναγόντων για να εξοφληθεί το δάνειο και γι’ αυτό λειτουργοί της Εναγόμενης 1 απεύθυναν επιστολή προς την Ειδική Διαχειρίστρια της Λαϊκής Τράπεζας όπως χρησιμοποιηθεί η συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε στις 26/03/2013. Είχαν απευθύνει επιστολή πανομοιότυπου περιεχομένου και οι ίδιοι οι Ενάγοντες στις 19/06/2013. Η Ειδική Διαχειρίστρια απόρριψε το αίτημα στις 19/07/2013 και η Μ.Υ.1 ενημέρωσε τους Ενάγοντες για τις επιλογές τους, αφού είχαν υπογράψει τα απαραίτητα έγγραφα για την αποπληρωμή του δανείου από τον Μάιο, συμβουλεύοντάς τους να επικοινωνήσουν με επαγγελματία Χρηματοοικονομικό Σύμβουλο για να τους βοηθήσει πριν λάβουν την απόφασή τους. Οι Ενάγοντες έδωσαν, χωρίς δεύτερη σκέψη, οδηγίες όπως την Δευτέρα, ήτοι 22/07/2013, προχωρήσει η εξόφληση του δανείου, πράγμα που έγινε ως διαφαίνεται από τις αποδείξεις εξόφλησης που συνοδεύουν το Τεκμήριο 5. Λόγω της συγκεκριμένης απόφασης τους οι εξασφαλισμένες καταθέσεις τους μειώθηκαν σημαντικά κάτω από τις €100.000 αφού αφαιρέθηκαν και οι €6.000 που τους είχαν παραχωρηθεί για το ταξίδι τους στην Αμερική και τα τραπεζικά έξοδα.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Πριν από την ενασχόληση με τα ουσιαστικότερα των ζητημάτων που απασχολούν στην παρούσα, απασχολεί κατά προτεραιότητα το ζήτημα της νομιμοποίησης των Εναγόντων να προωθούν την υπό συζήτηση αγωγή αφού η πλευρά της Εναγόμενης 1 έχει εγείρει σχετική προδικαστική ένσταση. Προτάσσεται, από την πλευρά της Εναγόμενης 1, ότι οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται να προωθούν την υπό συζήτηση αγωγή, παραπέμποντας προς τούτο στον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο, (Ν.17(I)/2013) ειδικότερα στα άρθρα 12(15) και 12(16) αυτού, υποστηρίζοντας ότι τα μέρη που επηρεάστηκαν από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα δεν έχουν τη δυνατότητα να προωθήσουν οποιαδήποτε διαδικασία απαίτησης πληρωμής των χρεών και υποχρεώσεων που επηρεάστηκαν από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης, προτάσσοντας παράλληλα ότι οι Ενάγοντες κωλύονται (are estopped) από το να καταχωρήσουν και να προωθούν την υπό συζήτηση αγωγή. Προσθέτουν, παραπέμποντας σε συγκεκριμένο διάταγμα που εκδόθηκε με βάση τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών κι άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2013, ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση θα πρέπει να ισχύει για την πλευρά της Εναγόμενης 1 η Υπεράσπιση της «ματαίωσης σύμβασης» (frustration). 

 

Με κάθε σεβασμό, η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν μπορεί να υιοθετηθεί. Είναι φανερό ότι η υπό συζήτηση περίπτωση δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων του Ν.17(Ι)/13, αφού οι αξιώσεις της πλευράς των Εναγόντων απορρέουν, πρωταρχικά, από την ισχυριζόμενη αδικαιολόγητη παράλειψη της Εναγόμενης 1 να διασφαλίσει το εγγυημένο ποσό των €100.000 για κάθε ένα από αυτούς. Ούτε ισχύει στην υπό συζήτηση περίπτωση η Υπεράσπιση της «ματαίωσης σύμβασης» (frustration) αφού το παράπονο και οι όποιες αξιώσεις των Εναγόντων σε βάρος της Εναγόμενης 1 δεν αφορούν αυτή καθ’ αυτή την απομείωση αλλά το γεγονός ότι δεν ενήργησε, η Εναγόμενη 1, με επιμέλεια έτσι ώστε να διασφαλιστεί το εγγυημένο ποσό για κάθε ένα από αυτούς.

 

Το ερώτημα που εγείρεται είναι ποιο ήταν το καθήκον της Εναγόμενης 1 προς τους Ενάγοντες. Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι η σχέση που δημιουργείται μεταξύ τράπεζας και πελάτη είναι συμβατική. Ως υποδείχθηκε, μεταξύ άλλων, στην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd v. Otis Elevator Cyprus Ltd κ.α. (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 277:

 

« Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Paget's Law of Banking, 9η έκδοση, σελ. 70, η σχέση μεταξύ τραπεζίτη και πελάτη είναι σχέση που ρυθμίζεται από συμφωνία. Ο τραπεζίτης δεν θα πρέπει να επιδεικνύει αμέλεια κατά την εκτέλεση της συμφωνίας. Πότε είναι αμελής, εξαρτάται από τα γεγονότα της υπόθεσης. Η σχέση συνήθως αποτελείται από τη γενική συμφωνία, η οποία είναι βασική για όλες τις συναλλαγές, μαζί με ειδικές συμφωνίες (που αφορούν δανεισμό, συναλλαγές ξένου συναλλάγματος κ.τ.λ.) οι οποίες ισχύουν δια ρητών ενεργειών ή εξυπακουόμενες προθέσεις των μερών.

Στο σύγγραμμα The Law and Practice of Banking, Vol.1, Banker and Customer του M. Haiden, σελ.241 αναφέρεται ότι η πληρώνουσα Τράπεζα, έχει καθήκον σύμφωνα με το κοινοδίκαιο, να εξασκήσει φροντίδα όταν δέχεται τις οδηγίες του πελάτη.  Οποιαδήποτε παράβαση του καθήκοντος αυτού με αποτέλεσμα την απώλεια υπό του πελάτη, δίδει δικαίωμα γι' αγωγή γι' αποζημιώσεις (βλ. Bank of Montreal v. Dominion Fresham Guarantee and Casualty Co. Ltd. [1930] A.C. 657).

Επίσης στο σύγγραμμα Paget's Law of Banking 13η έκδοση σελ. 408, αναφέρονται τ' ακόλουθα:

   «When executing the customer's instruction to make a fund transfer the bank acts as its customer's agent. (Royal Products Ltd. v. Midland Bank Ltd. [1981] 2 Lloyd's Rep. 194, 198).  Acting as agent the bank owes the customer a duty to observe reasonable care and skill in and about executing the customer's orders. The duty arises both at common law and under statute. ».

 

Το συμβατικό καθήκον της τράπεζας προς τους πελάτες της, διασυνδέεται με το καθήκον επιμέλειας που αυτή αναμένεται να επιδεικνύει προς αυτούς. Ως επισημαίνεται στην υπόθεση Hellenic Bank Public Company v. Ζαχαριάδου Πολ. Εφ. 13/2014 ημερομ. 11/03/2021, ECLI:CY:AD:2021:A92:

 

« Οι σχέσεις τραπεζίτη-πελάτη και το καθήκον επιμέλειας του πρώτου προς το δεύτερο έχει με σαφήνεια σχολιαστεί και οριοθετηθεί διαχρονικά μέσα από τη νομολογία και τα συγγράμματα. Στο σύγγραμμα "The relationship of bank and customer division C para.61" εξηγείται πως:

"General. A bank has a duty under its contract with its customer to exercise reasonable care and skill in carrying out its part with regard to operations within its contract with its customer. The duty to exercise reasonable care and skill extends over the whole range of banking business within the contract with the customer. Thus the duty applies to interpreting, ascertaining and acting in accordance with the instructions of the customer. The standard of reasonable scare and skill is an objective standard applicable to banks. Whether or not it has been attained in any particular case has to be decided in the light of all the relevant facts, which can vary almost infinitely."»

(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Από τα γεγονότα που απασχόλησαν στην υπό κρίση υπόθεση προέκυψε ότι οι Ενάγοντες έδωσαν οδηγίες για εξόφληση του δανείου τους τον Ιούλιο 2013, Τεκμήριο 4 όταν η ισοτιμία του δολαρίου Αυστραλίας δεν ήταν ευνοϊκή για αυτούς. Οι λειτουργοί της Εναγόμενης 1 έδωσαν τρεις διαφορετικές επιλογές στους Ενάγοντες, Τεκμήριο 4, ενώ τους συμβούλεψαν να επισκεφθούν και επαγγελματία Χρηματοοικονομικό Σύμβουλο. Η Εναγόμενη 1 δεν είχε τρόπο να γνωρίζει για τη διακύμανση της ισοτιμίας των ξένων νομισμάτων και ότι αυτή θα ήταν αρνητική όταν οι Ενάγοντες θα αποφάσιζαν να εξοφλήσουν το δάνειό τους.

 

Προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 ότι οι Ενάγοντες είχαν προειδοποιηθεί για την επικινδυνότητα της λήψης του δανείου σε ελβετικό φράγκο και της εξασφάλισή του με άλλα νομίσματα και την είχαν αποδεχθεί με την υπογραφή τους. Το περιεχόμενο του όρου 9 της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 10 διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

« The Borrower hereby acknowledges that he has been advised of the risk in borrowing in a currency different from that in which the proceeds of the draw down are to be deployed or different from that of the income or assets to be used for repayment. The Borrower further acknowledges that he is fully aware that substantial loss or gain can be incurred due to the variations in foreign exchange and/or interest rates between the Date of Drawdown and when the Loan repayment falls due. ».

(ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου)

 

Δεν προσκομίστηκε μαρτυρία από πλευράς των Εναγόντων ότι η Εναγόμενη 1 έπραξε λανθασμένα στον τρόπο αποπληρωμής του δανείου ή στο πώς εφάρμοσε την συναλλαγματική ισοτιμία ή στο πώς ενήργησε σε σχέση με την εφαρμογή των υποχρεώσεων που επωμίστηκε με την ΚΔΠ104/2013. Ούτε προσκομίστηκε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης της Λαϊκής Τράπεζας οι Ενάγοντες θα ήταν σε καλύτερη θέση από αυτήν που βρέθηκαν μετά την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης. Ο Ενάγοντας 1 το ανέφερε, γενικά και αόριστα, χωρίς όμως να το στοιχειοθετήσει.

 

Επιπρόσθετα, η μαρτυρία των Εναγόντων δεν αποκάλυψε τις λεπτομέρειες των ψευδών παραστάσεων ή και της ισχυριζόμενης απατηλής συμπεριφοράς της Εναγόμενης 1 ως αυτές καταγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης τους και συγκεκριμένα στην παράγραφο 34. Ούτε αποδείχθηκαν οι λεπτομέρειες της αμέλειας των απορρεόντων καθηκόντων ή και ενεργειών ή και παραλείψεων της Εναγόμενης 1 που απαριθμούνται στην παράγραφο 39 της Έκθεσης Απαίτησης.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός ότι η Λαϊκή Τράπεζα τέθηκε υπό εξυγίανση όταν κατέστη αδύνατο να εξασφαλίσει τα ελάχιστα αναγκαία κεφάλαια και ενώ αντιμετώπιζε πολύ σοβαρά θέματα ρευστότητας. Τα μέτρα εξυγίανσης λήφθηκαν για να αποφευχθεί η εκκαθάριση της Τράπεζας που θα είχε καταστροφικές επιπτώσεις για τους καταθέτες της και την οικονομία του κράτους γενικά. Ένας από τους βασικούς λόγους που επιλέχθηκε το μέτρο της εξυγίανσης ήταν η προστασία των ασφαλισμένων καταθέσεων, η άμεση πρόσβαση των καταθετών στα χρήματά τους και η διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας του Κυπριακού τραπεζικού συστήματος στην ολότητά του. Η Λαϊκή Τράπεζα είχε διενεργήσει όλες τις πράξεις που όφειλε να πράξει και μεταβίβασε στην Εναγόμενη 1 το εγγυημένο ποσό των €100.000, το οποίο είχε διασφαλιστεί πριν την απομείωση των καταθέσεων των Εναγόντων, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 3. Το γεγονός αυτό είναι αποδεκτό από τους Ενάγοντες, παράγραφος 14 της Έκθεσης Απαίτησης. Όμως έπρεπε να αποπληρωθεί και το δάνειό τους το οποίο εξασφαλιζόταν από τις καταθέσεις τους σε μετρητά σε ξένο συνάλλαγμα. Δεν θα μπορούσε να γνωρίζει είτε η Λαϊκή Τράπεζα είτε η Εναγόμενη 1 ποια θα ήταν η συναλλαγματική αξία του δολαρίου Αυστραλίας κατά τον χρόνο αποπληρωμής του δανείου έτσι ώστε να διασφαλίσουν ότι αυτό θα πληρωνόταν χωρίς να επηρεαστούν οι εξασφαλισμένες καταθέσεις των Εναγόντων. Θα μπορούσαν οι Ενάγοντες να μην ξοφλήσουν το συγκεκριμένο δάνειο και να περιμένουν, αφού προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4 καθώς και την μαρτυρία του Μ.Υ.2 ότι το δολάριο Αυστραλίας, το νόμισμα στο οποίο διατηρούσαν το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεών τους, είχε αρνητική ισοτιμία προς το ευρώ από τον Μάρτιο 2013.

 

Ανοίγεται μια παρένθεση για να καταγραφεί ότι στην γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τους Ενάγοντες προωθούνται ισχυρισμοί που αφορούν την παράβαση των νόμιμων καθηκόντων και επιμέλειας, πράξεις αμέλειας των Εναγόμενων καθώς και θέματα αμέλειας επαγγελματία. Το Ανώτατο Δικαστήριο σε αποφάσεις του έχει τονίσει πως το αστικό αδίκημα της αμέλειας είναι διαφορετικό από τη θεμελίωση της παράβασης νόμιμου καθήκοντος (βλ. μεταξύ άλλων Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωστάκη κ.α. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 432, Ιακωβίδης Μ.Σ. & Σία Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2015) 1 Α.Α.Δ. 1593). Όπως έχει αναγνωριστεί, η αξίωση για αποζημιώσεις λόγω παράβασης νομίμων καθηκόντων αποτελεί θεραπεία του Κοινοδικαίου και δεν πρέπει να συγχύζεται ή να αναμειγνύεται με την αξίωση αποζημιώσεων για αμέλεια, έστω και αν κάποια συγκεκριμένη ζημιά είναι δυνατό να προέλθει είτε από συμπεριφορά που συνάδει με συνήθη αμέλεια είτε από συμπεριφορά που ισοδυναμεί με διάρρηξη νόμιμου καθήκοντος. Γι’ αυτό και η ορθή δικογράφηση απαιτεί ξεχωριστή καταγραφή των δύο αγώγιμων δικαιωμάτων και περαιτέρω απαιτείται ιδιαίτερη δικογράφηση των λεπτομερειών που αφορούν σε παράβαση νομίμων καθηκόντων (βλ. Bullen and Leak «Precedents of Pleadings», 12η έκδ., σελ. 59 και Annual Practice 1958, σελ. 468). Διαπιστώνεται ότι στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρξε χωριστή δικογράφηση και διάκριση των λεπτομερειών αμέλειας αφενός και αυτών της παράβασης καθηκόντων αφετέρου, ούτε υπήρξε εξειδίκευση των κανόνων που κατ' ισχυρισμόν στοιχειοθετούν παράβαση νόμιμου καθήκοντος, όπως επιτάσσει η νομολογία. Αντίθετα οι ισχυρισμοί ήταν μπερδεμένοι έτσι που να μην είναι διακριτοί. Εν πάση περιπτώσει, δεν προσκομίστηκε ίχνος μαρτυρίας που να αποδεικνύει τέτοιου είδους ισχυρισμούς.  

 

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στις σελίδες 14 μέχρι 17 και 23 της γραπτής αγόρευσης των Εναγόντων και αφορούν την εισήγηση ότι οι Εναγόμενοι ενήργησαν κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος, με κάθε σεβασμό προς τον συνήγορο των Εναγόντων δεν μπορούν να εξεταστούν αφού δεν καταγράφηκαν στο δικόγραφό τους (βλ. Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλας (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1422 και Αχιλλέως κ.α. v. Πιτταρά (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1590). Σύμφωνα με τη νομολογία, παραβιάσεις του Συντάγματος πρέπει να εγείρονται με πολύ λεπτομέρεια στο δικόγραφο και να εξειδικεύεται το άρθρο του Συντάγματος που παραβιάζεται. Η αγόρευση δικηγόρου δεν αποτελεί παραδεκτή μέθοδο για προώθηση ισχυρισμών οι οποίοι δεν καταγράφηκαν στο δικόγραφο (βλ. μεταξύ άλλων El Fath Co For International S.A.E. v. E.D.T. Shipping Ltd κ.α (1992) 1 Α.Α.Δ. 1255, Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη (2002) 3 Α.Α.Δ. 601). Ενόψει της συγκεκριμένης διαπίστωσης, η συγκεκριμένη εισήγηση που αφορά το Άρθρο 28 του Συντάγματος δεν μπορεί να εξεταστεί.

 

Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η απομείωση των καταθέσεων έγινε στα πλαίσια εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης που κρίθηκαν αναγκαία, κατά τον δεδομένο χρόνο, λόγω της μεγάλης κεφαλαιακής ανεπάρκειας που αντιμετώπιζε η Λαϊκή Τράπεζα. Η Εναγόμενη 1 καμία ανάμειξη είχε στη λήψη αποφάσεων, κλήθηκε απλώς να εφαρμόσει τα μέτρα που αποφάσισαν τρίτοι για τη εξυγίανση της Λαϊκής. Η απομείωση των καταθέσεων ήταν το πιο ανώδυνο μέτρο χωρίς βέβαια να αναγνωρίζονται οι δυσμενείς και επαχθείς συνέπειες για τους καταθέτες που έχασαν τις οικονομίες τους. Το κράτος όμως βρέθηκε μπροστά σε αδιέξοδο και τα μέτρα που λήφθηκαν ήταν τόσο για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος αλλά και για να διασφαλισθούν, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, οι καταθέσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, η τράπεζα θα οδηγείτο σε εκκαθάριση και οι δυσμενείς συνέπειες για τους καταθέτες, συμπεριλαμβανομένων και των Εναγόντων, θα ήταν πολύ μεγαλύτερες. Θα καλούνταν να εξοφλήσουν το δάνειο χωρίς να έχουν καταθέσεις για να το πράξουν.

 

Δεν διαλανθάνει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι οι Ενάγοντες δεν γνωστοποίησαν γραπτώς την επιθυμία τους για εξόφληση του συγκεκριμένου δανείου μέχρι τις 19/07/2013, καθώς και το γεγονός ότι ανέμεναν την απάντηση της Ειδικής Διαχειρίστριας της Λαϊκής Τράπεζας αναφορικά με την συναλλαγματική αξία πριν προχωρήσουν στην εξόφληση. Έχει ασφαλώς τη δική του σημασία το γεγονός ότι οι Ενάγοντες δεν έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε στοιχείο ή μαρτυρία ικανά να καταδείξουν ότι πράγματι αν πληρωνόταν το δάνειό τους τον Μάρτιο 2013 ή ακόμα τον Μάιο 2013 το αποτέλεσμα δεν θα ήταν το ίδιο. Το Δικαστήριο έμεινε στο σκοτάδι σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα και οι ισχυρισμοί των Εναγόντων έμειναν μετέωροι. Βέβαια δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι ο Ενάγοντας 1 φαίνεται να είχε γνώσεις αναφορικά με το ξένο συνάλλαγμα αφού διατηρούσε λογαριασμούς σε διαφορετικά νομίσματα. Θα μπορούσε κάλλιστα να δώσει οδηγίες από ποιο λογαριασμό επιθυμούσε να προχωρήσει η εξόφληση. Δεν το έπραξε, ούτε καν επιφύλαξαν τα δικαιώματά τους κατά την εξόφληση του δανείου. Σύμφωνα με τη νομολογία όπως αποτυπώθηκε στην απόφαση Χατζησωτηρίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία (2011) 1 Α.Α.Δ. 1406, η επιφύλαξη δικαιωμάτων συνιστά την αναγνώριση των δικαιωμάτων και δηλώνει την επιθυμία του παραιτηθέντα του δικαιώματος να επανέλθει.

 

Όσον αφορά την Εναγόμενη 3 δεν προσκομίστηκε ίχνος μαρτυρίας που να καταδεικνύει, έστω και στο ελάχιστο, ότι είχε οποιαδήποτε εμπλοκή μετά την έκδοση των Διαταγμάτων στο πώς αυτά εφαρμόστηκαν σε κάθε ένα τραπεζικό λογαριασμό ξεχωριστά. Εναπόκειτο στην τότε Ειδική Διαχειρίστρια της Λαϊκής Τράπεζας να βοηθήσει στην επίλυση των όποιων θεμάτων προέκυπταν σε σχέση με την εφαρμογή των Διαταγμάτων και των Οδηγιών της Εναγόμενης 3. Όσον αφορά τα μέτρα εξυγίανσης που λήφθηκαν από την Εναγόμενη 3 προκύπτει ότι δεν αμφισβητήθηκαν μέσω της μαρτυρίας του Ενάγοντα.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, η Αγωγή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Για όλους τους λόγους που το Δικαστήριο προσπάθησε να εξηγήσει λεπτομερώς πιο πάνω, καταλήγει ότι οι Ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους εναντίον των Εναγόμενων 1 και 3. Καμία από τις αιτούμενες θεραπείες δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στους Ενάγοντες.

 

Η Αγωγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των Εναγόμενων 1 και 3, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

     (Υπ.) …………………………………….

                Ε. Γεωργίου- Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο