OAKURA INTERNATIONAL LIMITED ν. TWOFORD INDUSTRIAL LIMITED κ.α., Αρ. Αγωγής: 705/2024, 16/3/2025
print
Τίτλος:
OAKURA INTERNATIONAL LIMITED ν. TWOFORD INDUSTRIAL LIMITED κ.α., Αρ. Αγωγής: 705/2024, 16/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 705/2024

Μεταξύ:

OAKURA INTERNATIONAL LIMITED, από τη Νέα Ζηλανδία

Ενάγουσα/Αιτήτρια

και

 

1. TWOFORD INDUSTRIAL LIMITED, από την Κύπρο

2. ARAM PETROSYAN, από τη Ρωσία

3. ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΚΟΥ, από την Κύπρο

4. ΜΗΛΙΤΣΑ ΣΥΜΕΟΥ, από την Κύπρο

5. CYPROSECRETARIAL LIMITED, από την Κύπρο

6. INALCA S.p.A., από την Ιταλία

7. ROSEWAY ASSETS LTD, από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους

Εναγόμενοι/Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

Αίτηση Ενάγουσας/Αιτήτριας ημερομηνίας 26.7.2024
για άδεια συνέχισης παράγωγης αγωγής

 

17 Μαρτίου, 2025.

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα/Αιτήτρια: κ. Γ. Ζ. Γεωργίου με κα Ζερβού και κα Γεωργίου για Γιώργος Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενους 1, 2 και 7/Καθ΄ ων η Αίτηση 1, 2 και 7: κ. Γ. Τριανταφυλλίδης με κα Μ. Τριανταφυλλίδη, κα Ψαρά και κα Χριστοδούλου για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενους 3, 4 και 5/Καθ’ ων η Αίτηση 3, 4 και 5: κ. Παπαχριστοδούλου για Παπαδόπουλος Λυκούργος & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη 6/Καθ’ ης η Αίτηση 6: κ. Θ. Οικονόμου για Theodoros Economou LLC

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Υπόβαθρο. Η Ενάγουσα (στο εξής «Oakura») είναι μέτοχος μειοψηφίας στην Εναγόμενη 1 εταιρεία (στο εξής «Twoford»). Συγκεκριμένα, κατέχει το 37,5% των μετοχών στην Twoford. Το υπόλοιπο 62,5% των μετοχών κατέχεται από την Εναγόμενη 7 (στο εξής «Roseway»).

 

Η Twoford είναι ιδιοκτήτρια του 40% του μετοχικού κεφαλαίου στην Ρωσική εταιρεία Limited Liability Company TPF Kaskad (στο εξής η «Kaskad»), εταιρεία που διαθέτει άλλες θυγατρικές εταιρείες στη Ρωσία. Το υπόλοιπο 60% του μετοχικού κεφαλαίου της Kaskad κατέχεται από την Εναγόμενη 6 (στο εξής «Inalca»).

 

Ο Εναγόμενος 2 (στο εξής «Petrosyan») είναι διευθυντής της Twoford, διορισμένος από τη Roseway. Οι Εναγόμενοι 3 και 4 (στο εξής «Μάρκου» και «Συμεού», αντίστοιχα) διετέλεσαν επίσης διευθυντές της Twoford και ενεργούσαν στη βάση των οδηγιών της Roseway και του Petrosyan (local directors/service providers). Η Εναγόμενη 5 (στο εξής «Cyprosecretarial») διετέλεσε γραμματέας της Towford.

 

Είναι η θέση της Oakura ότι στις 18.6.2024 ενημερώθηκε από τον Petrosyan ότι γίνονταν συζητήσεις για την ενδεχόμενη πώληση του 40% που η Twoford κατέχει στην Kaskad έναντι ποσού €40.000.000 (στο εξής η «Προτεινόμενη Πώληση»). Το εν λόγω 40% μερίδιο στην Kaskad είναι το κύριο περιουσιακό στοιχείο της Twoford.

 

Τις επόμενες μέρες η Oakura υποστηρίζει ότι διαπίστωσε πως το αντίτιμο των €40.000.000 της Προτεινόμενης Πώλησης είναι χαμηλότερο της δίκαιης και εύλογης αξίας του 40% μεριδίου στην Kaskad. Θεώρησε ότι γινόταν προσπάθεια εξαπάτησης της Twoford. Διαπίστωσε επίσης, είναι η θέση της, ότι οι διαπραγματεύσεις για την Προτεινόμενη Πώληση ήταν σε πιο προχωρημένο στάδιο απ’ ότι ο Petrosyan ισχυριζόταν.

 

Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις, η Oakura καταχώρησε την παρούσα αγωγή, ως παράγωγη αγωγή, εκ μέρους της Twoford, την οποία περιγράφει παράλληλα ως προληπτική αγωγή (quia timet action). Μέσω της αγωγής, η Oakura ουσιαστικά επιδιώκει να αποτρέψει την Προτεινόμενη Πώληση. Ειδικότερα, σύμφωνα με το έντυπο απαίτησης (έκθεση απαίτησης δεν έχει ακόμα καταχωρηθεί) η Oakura αξιώνει εκ μέρους της Twoford:

 

(α)       αναγνωριστικό διάταγμα ότι η Προτεινόμενη Πώληση είναι άκυρη και άνευ νομικού αποτελέσματος, ένεκα δόλου, απάτης, παράβασης σχέσης εμπιστοσύνης (fiduciary duty) (παρακλητικό Α),

 

(β)       διάταγμα που να κηρύσσει οποιαδήποτε πράξη αποσκοπεί στην ολοκλήρωση της Προτεινόμενης Πώλησης ως άκυρη (παρακλητικό Β),

 

(γ)        διάταγμα ότι η δίκαιη και εύλογη αξία του 40% μεριδίου στην Kaskad υπερβαίνει το αντίτιμο της Προτεινόμενης Πώλησης (παρακλητικό Γ),

 

(δ)        διάταγμα που να απαγορεύσει στους Εναγόμενους 2-7, προσωπικά ή μέσω αντιπροσώπων, να ολοκληρώσουν ή να ενεργήσουν προς το σκοπό ολοκλήρωσης της Προτεινόμενης Πώλησης ή να επιβαρύνουν το 40% μερίδιο στην Kaskad (παρακλητικά Δ και Ε),

 

(ε)        διάταγμα που να διατάζει τους Εναγόμενους 1-5 να αποκαλύψουν ενόρκως και να παραδώσουν έγγραφα, πληροφορίες και στοιχεία που αφορούν την Προτεινόμενη Πώληση περιλαμβανομένων εταιρικών πράξεων και αρχείων, εντολών, οδηγιών, επιστολών, συμφωνιών, εκθέσεων δέουσας επιμέλειας (due diligence reports) και οικονομικά στοιχεία της Twoford, της Kaskad καθώς και θυγατρικών εταιρειών της Kaskad (παρακλητικό ΣΤ),

 

(στ)      Αποζημιώσεις εναντίον των Εναγόμενων 2-5 για αμέλεια και παράβαση καθήκοντος εμπιστοσύνης (fiduciary duty) σε σχέση με τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της Twoford και του 40% μεριδίου στην Kaskad (παρακλητικό Ζ),

 

(ζ)        αποζημιώσεις εναντίον των Εναγόμενων 2-6 για απάτη που προκάλεσε τη μείωση στην αξία ενεργητικού της Twoford περιλαμβανομένης της αξίας του 40% μεριδίου στην Kaskad (παρακλητικό Η).

 

Αυτά αναφορικά με το γενικότερο υπόβαθρο.

 

Παρούσα Αίτηση. Η παρούσα Αίτηση έχει καταχωρηθεί προς συμμόρφωση με τις διατάξεις του Μέρους 20, Ενότητα ΙΙΙ των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023.

 

Σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Μέρους 20.13 των Θεσμών:

 

«Κάθε παράγωγη απαίτηση, εφόσον καταχωριστεί, απαιτεί έκδοση δικαστικού διατάγματος για να συνεχιστεί.

(2) Ο ενάγων οφείλει εντός 21 ημερών από την καταχώριση του εντύπου απαίτησης να αιτηθεί από το δικαστήριο με αίτηση, διάταγμα για άδεια συνέχισης της απαίτησης.

(6) Το δικαστήριο εκδίδει τέτοιο διάταγμα μόνο αν ο ενάγων καταδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση προς εκδίκαση.»

 

Κατά τα προβλεπόμενα στο Μέρος 20.13(3), η παρούσα Αίτηση υποστηρίζεται από γραπτή μαρτυρία. Δεν θα παραθέσω λεπτομερώς τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε για σκοπούς της Αίτησης και των ενστάσεων, τόσο από την Oakura όσο και από τους Εναγόμενους. Περιορίζομαι σε μια συνοπτική αναφορά προς καλύτερη παρακολούθηση της απόφασης μου.

 

Η θέση της Oakura. Σύμφωνα με την Oakura στις 18.6.2024, κατά τη διάρκεια συνάντησης μεταξύ εκπροσώπων της και του Petrosyan, ο Petrosyan ενημέρωσε για πρώτη φορά ότι ήταν σε εξέλιξη συζητήσεις με εκπροσώπους του ομίλου Cherkizovo (ενδιαφερόμενος αγοραστής) με σκοπό την Προτεινόμενη Πώληση. Κατά τη συνάντηση ο Petrosyan έδωσε κάποιες πληροφορίες σε σχέση με την Προτεινόμενη Πώληση και δεσμεύτηκε να παράσχει περαιτέρω στοιχεία ώστε να είναι σε θέση η Oakura να αξιολογήσει την συναλλαγή.

 

Αλληλογραφία που ακολούθησε τις επόμενες μέρες δεν ικανοποίησε την Oakura η οποία θεώρησε ότι, παρά τις υποσχέσεις, ο Petrosyan δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία. Η Oakura παραπονείται επίσης ότι ο Petrosyan προέβη σε αντιφατικές δηλώσεις στην αλληλογραφία εκείνη ενώ, παράλληλα, πίεζε την Oakura να συμφωνήσει στην υλοποίηση της Προτεινόμενης Πώλησης.

 

Η Oakura υποστηρίζει επίσης ότι, με βάση τους δικούς της υπολογισμούς, η ελάχιστη λογιστική αξία του 40% μεριδίου στην Kaskad ανέρχεται περίπου σε €55.000.000. Στις 27.6.2024 ο Petrosyan ενημέρωσε την Oakura ότι δεν διενεργήθηκε επίσημη εκτίμηση της αξίας του 40% μεριδίου στην Kaskad αλλά ο ίδιος θεωρεί το προσφερόμενο ποσό των €40.000 ως τιμή ευκαιρίας δεδομένης της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί στη Ρωσία λόγω του πολέμου. Στην ίδια αλληλογραφία προτρέπει την Oakura να διενεργήσει τη δική της εκτίμηση εάν το επιθυμούσε. Η Oakura θεωρεί τη στάση του Petrosyan παράλογη και θεωρεί επίσης ότι δεν ενδιαφέρεται να προστατεύσει τα συμφέροντα της Oakura.

 

Η Oakura περαιτέρω ανησυχεί γιατί ο Petrosyan δεν έχει εξηγήσει με ποιο τρόπο θα υλοποιηθεί η Προτεινόμενη Πώληση ώστε να μην παραβιάζονται οι διεθνής κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία συνεπεία του πολέμου στην Ουκρανία. Ανησυχεί επίσης με ποιο τρόπο θα διασφαλιστεί ότι η Twoford θα λάβει το αντίτιμο της πώλησης από τον όμιλο Cherkizovo. Η Oakura υποστηρίζει ότι τυχόν παραβίαση των κυρώσεων κατά την υλοποίηση της Προτεινόμενης Πώλησης θα είχε καταστροφικές συνέπειες στη φήμη της Twoford, θα της στερούσε πρόσβαση σε τραπεζικές και άλλες υπηρεσίες ενώ ενδεχομένως να την εξέθετε σε ποινικές ευθύνες. Αυτό θα είναι αλυσιδωτές επιπτώσεις και στην Oakura, ως μέτοχο. Εισηγείται ότι η πρόθεση του Petrosyan να προχωρήσει με την Προτεινόμενη Πώληση χωρίς να έχει λάβει γνωμάτευση για αυτό το ζήτημα είναι κάτι «παράλογο και αντίθετο με τις υποχρεώσεις του ως διευθυντής» (παράγραφος 29 της ένορκη δήλωσης Α. Θέμη ημερομηνίας 26.7.2024). Ανησυχεί επίσης μήπως, ένεκα των κυρώσεων, η Twoford μεταβιβάσει την κυριότητα των μετοχών στην Kaskad χωρίς όμως να είναι εφικτό να εισπράξει το αντίτιμο.

 

Σύμφωνα με την Oakura, η γενικότερη συμπεριφορά του Petrosyan από τον Μάιο 2024 και εντεύθεν, δημιουργεί ανησυχίες ότι η Προτεινόμενη Πώληση «αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου δόλιου σχεδίου και απάτης που προωθείται και συντελέστηκε εναντίον της [Twoford] και [της Oakura]. Από την αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε με τον [Petrosyan] φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο για την υλοποίηση της Προτεινόμενης Πώλησης έχει διαδραματίσει επίσης και η [Inalca] μέτοχος πλειοψηφίας (60%) της [Kaskad]. [Η Oakura] δεν γνωρίζει τα κίνητρα πίσω από την προσπάθεια της Inalca να υλοποιηθεί η Προτεινόμενη Πώληση.» (παράγραφος 14 της Αίτησης)

 

Για την εμπλοκή της Inalca, η Oakura σημειώνει ότι ο Petrosyan αναφέρθηκε σε τακτικές συζητήσεις με κάποιο Lucciola, οικονομικό σύμβουλο της οικογένειας Cremonini που είναι οι τελικοί δικαιούχοι της Inalca. Σύμφωνα με την Oakura, η οικογένεια Cremonini είναι η κύρια κινητήρια δύναμη της Προτεινόμενης Πώλησης, χωρίς όμως να γνωρίζει ποια μπορεί να είναι τα κίνητρα της οικογένειας πέραν από το γενικότερο συμφέρον του μετόχου πλειοψηφίας στην Kaskad.

 

Παράλληλα, η Oakura παραπονείται ότι η Twoford δεν έχει διενεργήσει έρευνα δέουσας επιμέλειας (due diligence) σε σχέση με την Προτεινόμενη Πώληση. Τέτοια έρευνα «διενεργήθηκε από την Inalca και τον προτεινόμενο αγοραστή και όχι την ίδια την [Twoford] όπως θα αναμενόταν εφόσον είναι εκείνη που προτίθεται να πουλήσει το μερίδιο της στην [Kaskad]. Ούτε φαίνεται να έχει υπογραφεί συμφωνία εμπιστευτικότητας «που να προστατεύει τα εμπορικά μυστικά της [Twoford] και της [Kaskad]». Συμφωνία εμπιστευτικότητας υπογράφηκε μεταξύ της Inalca και του ομίλου Cherkizoro όμως δεν δόθηκε αντίγραφο στην ίδια. (παράγραφος 33 ε/δ Α.Θ. ημερ. 26.7.2024).

 

Επίσης, ο Petrosyan μετέφερε μήνυμα της Inalca προς την Oakura με το οποίο ζητείτο από την Oakura να επιβεβαιώσει κατά πόσο είναι διατεθειμένη να προχωρήσει με την Προτεινόμενη Πώληση. Αυτό θεωρήθηκε από την Oakura ως άσκηση πίεσης.

 

Τα πιο πάνω, σύμφωνα με την Oakura «δημιουργούν ανησυχίες και υποψίες [στην Oakura] ότι η Προτεινόμενη Πώληση αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης/διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ του [Petrosyan], της [Roseway], της Inalca, της οικογένειας Cremonini, του προτεινόμενου αγοραστή Cherkizovo και ενδεχομένως άλλων μερών, άγνωστων [στην Oakura].» (παράγραφος 35 ε/δ Α.Θ. ημερ. 26.7.2024).

 

Σύμφωνα με την Oakura, όταν αξιολογούσε την τιμή της Προτεινόμενης Πώλησης διαπίστωσε «ύποπτες συναλλαγές και λανθασμένες ταξινομήσεις κεφαλαίων εντός των εταιρειών του ομίλου στην οποία βρίσκεται η [Twoford] που τους προκαλούν ανησυχίες για διασκορπισμό περιουσιακών στοιχείων εντός του ομίλου σε βάρος της [Twoford] και [της Oakura].» (παράγραφος 15 της Αίτησης και παράγραφος 22 της ε/δ Α.Θ. ημερ. 26.7.2024). Συγκεκριμένα, η Oakura αναφέρεται σε μια συναλλαγή στις οικονομικές καταστάσεις της Kaskad για το 2022 που στάλθηκαν στην Oakura στις 24.6.2024. Από το περιεχόμενο προκύπτει ότι η Kaskad είχε χορηγήσει δάνειο περί των €3.800.000 (που με τους τόκους ανέρχεται σήμερα σε €4.400.000 περίπου) προς την Twoford για το οποίο στις οικονομικές καταστάσεις υπάρχει σημείωση ότι αντί ως δάνειο, η συναλλαγή εκείνη έπρεπε να είχε ταξινομηθεί ως διανομή ίδιων κεφαλαίων. Σύμφωνα με την Oakura ο Petrosyan δεν έδωσε ικανοποιητικές διευκρινίσεις για αυτό το θέμα.

 

Η Oakura επισημαίνει ότι το καταστατικό της Twoford δεν παρέχει οποιαδήποτε δικλείδα ασφαλείας ή έλεγχο στην Oakura να επηρεάσει τον τρόπο και τους όρους της Προτεινόμενης Πώλησης ή να την εμποδίσει. Η Roseway και ο Petrosyan με τους Μάρκου και Συμεού ελέγχουν ολοκληρωτικά την Twoford, η οποία δεν μπορεί να ενεργήσει για να προστατεύσει τα συμφέροντα της.

 

Αυτή είναι, συνοπτικά, η θέση της Oakura.

 

Η θέση των Εναγόμενων/Καθ’ ων η Αίτηση. Οι Εναγόμενοι/Καθ΄ ων η Αίτηση έχουν εγείρει ένσταση στην Αίτηση.

 

Είναι η θέση των Εναγόμενων ότι δεν στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως υπόθεση ώστε να δοθεί άδεια για συνέχιση της αγωγής. Είναι επίσης η θέση τους ότι η μαρτυρία που παρουσίασε η Oakura δεν δείχνει ότι οι εμπλεκόμενοι ενήργησαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας ή παράνομα ούτε παραβιάστηκαν δικαιώματα της Oakura ή της Twoford. Επίσης υποστηρίζουν ότι δεν έχει καταδείξει η Oakura ότι η Προτεινόμενη Πώληση συνιστά καταδολίευση της μειοψηφίας (fraud on the monority), ούτε ότι υπάρχει παράβαση καθήκοντος εμπιστοσύνης (breach of fiduciary duty), απάτη, δόλος ή συνωμοσία. Είναι η θέση τους ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Towford θα υποστεί ζημιά από την Προτεινόμενη Πώληση ούτε ότι θα προκύψει αντανακλαστική ζημιά στην Oakura. Επίσης, υποστηρίζουν ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι το αντίτιμο της Προτεινόμενης Πώλησης είναι υποτιμημένο (undervalue). Τέλος υποστηρίζουν ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ειδικότερα ενόψει του ότι η αγωγή είναι προληπτική (quia timet action).

 

Η θέση τους είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία αλλά και τα αντίμετρα/αντι-κυρώσεις που έλαβε η ίδια η Ρωσία εναντίον επιχειρήσεων «δυτικών» συμφερόντων καθιστούν επιθυμητό για την Twoford (και κατ’ επέκταση για τους μετόχους της) να αποεπενδύσει (divest) από τη Ρωσική αγορά.

 

Υποστηρίζουν ότι η Προτεινόμενη Πώληση δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη συγκατάθεση και συνεργασία της Oakura. Αυτό διότι οι ρυθμίσεις/αντίμετρα που ισχύουν στη Ρωσία για την αποεπένδυση «δυτικών» επιχειρήσεων επιβάλλουν τον έλεγχο των τελικών δικαιούχων (περιλαμβανομένης της Oakura) από τις αρμόδιες Ρωσικές αρχές για να διακριβωθεί ότι προέρχονται από χώρες με «φιλικό καθεστώς» (friendly status) προς τη Ρωσία. Χωρίς διακρίβωση του φιλικού καθεστώτος, η φορολογία που επιβάλλεται είναι τόσο υψηλή που η Προτεινόμενη Πώληση θα ήταν οικονομικά εξοντωτική και η Twoford δεν θα προχωρούσε.

 

Είναι επίσης η θέση των Εναγόμενων ότι η Oakura γνώριζε για την Προτεινόμενη Πώληση από τον Μάρτιο 2024, αμέσως μόλις είχε υποβληθεί η πρόταση από τον όμιλο Cherkizovo. Έκτοτε η Oakura ενημερωνόταν τακτικά από τον Petrosyan για τις συζητήσεις που γίνονταν. Σύμφωνα με τον Petrosyan,  αυτό που συνέβη στη συνάντηση 18.6.2024 ήταν ότι η Oakura δήλωσε την επιθυμία της να προχωρήσει η Προτεινόμενη Πώληση και ζήτησε μάλιστα τη βοήθεια του Petrosyan για να ανοίξει τραπεζικό λογαριασμό ώστε να εισπράξει το μερίδιο που της αναλογεί από το αντίτιμο. Στην ίδια συνάντηση η Oakura ανέφερε στον Petrosyan ότι πιθανόν να είναι δύσκολο ο τελικός της δικαιούχος να θεωρηθεί «φιλικός» (friendly status) για σκοπούς Ρωσικών ρυθμίσεων και ίσως να χρειάζονταν τροποποιήσεις στη δομή της Oakura για να υπερκεραστούν σχετικά εμπόδια. Oι διαπραγματεύσεις για την Προτεινόμενη Πώληση ήταν ακόμα σε προκαταρτικό στάδιο και δεν μπορούν να προχωρήσουν εκτός εάν η Oakura προσκομίσει στοιχεία για τους τελικούς της δικαιούχους ώστε να εγκριθεί η συναλλαγή από τις Ρωσικές αρχές για σκοπούς φορολογίας.

 

Αναφορικά με το αντίτιμο των €40.000.000 της Προτεινόμενης Πώλησης είναι η θέση των Εναγόμενων ότι αυτό υπερβαίνει την εύλογη αγοραία αξία του 40% στην Kaskad. Υποστηρίζουν ότι αυτό προκύπτει είτε η αξία εκτιμηθεί με βάση τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή EBITDA στην οποία στηρίχθηκε ο Petrosyan είτε στη μέθοδο καθαρού ενεργητικού (net asset value), είτε με βάση τις οικονομικές καταστάσεις της Kaskad. Για τον Petrosyan αναφέρουν ότι διαθέτει ακαδημαϊκές γνώσεις και εμπειρία για θέματα διοίκησης επιχειρήσεων και για οικονομικά ζητήματα, έχει πολυετή εμπειρία στον κλάδο που δραστηριοποιείται η Kaskad και η Twoford. Συνεπώς η άποψη του ως προς την επάρκεια της προσφερόμενης αντιπαροχής είναι βάσιμη και έγκυρη.

 

Είναι επίσης η θέση τους ότι οι ύποπτες καταχωρήσεις στις οικονομικές καταστάσεις της Kaskad δεν υφίστανται και είναι εφεύρημα εκ των υστέρων στης Oakura.

 

Παράλληλα υποστηρίζουν ότι δεν τίθεται θέμα διάπραξης ποινικών αδικημάτων ή παραβίασης των κυρώσεων από την Προτεινόμενη Πώληση. Αντίθετα η Προτεινόμενη Πώληση είναι συνετός τρόπος προστασίας της αξίας του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου της Twoford υπό τις περιστάσεις όπως διαμορφώθηκαν ένεκα του πολέμου.

 

Οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται επίσης ότι η Oakura έχει «κατασκευάσει» την υπόθεση της παρερμηνεύοντας τα γεγονότα, προβάλλοντας παραπλανητικούς ισχυρισμούς και αποσπασματική παρουσίαση των γεγονότων. Κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι υφίσταται απάτη ή ευρύτερη απάτη έχει παρουσιαστεί και καμία βάση αγωγής υφίσταται.

 

Σε σχέση με την Inalca, στην δική της ένσταση προσθέτει ότι δεν έχει παρουσιαστεί μαρτυρία που να την εμπλέκει σε ευρύτερη απάτη ή συνωμοσία. Δεν είναι μέτοχος, ούτε αξιωματούχος στην Twoford και κανένα καθήκον εμπιστοσύνης ή άλλο υπέχει η Inalca προς την Twoford ή την Oakura. Συνεπώς, δεν έχει στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ώστε να συνεχίσει η αγωγή εναντίον της. Η μοναδική εμπλοκή της είναι ως ιδιοκτήτρια του υπόλοιπου 60% μεριδίου στην Kaskad. Δέχτηκε ότι συνεργάστηκε στη διενέργεια ελέγχου δέουσας επιμέλειας (due diligence investigation) στην Kaskad από τον όμιλο Cherkizovo. Σημείωσε ότι σε περίπτωση που η Προτεινόμενη Πώληση προχωρήσει η ίδια θα αποποιηθεί δικαιωμάτων προτίμησης στις μετοχές της Kaskad και στο δάνειο από την Kaskad προς την Oakura για το οποίο παραπονείται η Oakura. Η ίδια η Inalca καμία πρόθεση έχει να πωλήσει το δικό της 60% μερίδιο στην Kaskad και καμία εμπλοκή στα ζητήματα που εγείρει η Oakura.

 

Παρενθετικά σημειώνω το επιχείρημα της Oakura ότι δεν είναι λογικό να έχει αποποιηθεί η Inlaca του δικαιώματος προτίμησης της στις μετοχές και εκτός εάν θα λάβει κάποιο όφελος από την Προτεινόμενη Πώληση. Η αποποίηση αυτή δείχνει, σύμφωνα με την Oakura, ότι υπάρχει κάποια συμφωνία ή συνεννόηση την οποία η Oakura δεν γνωρίζει. Το ίδιο ισχύει και για τη συμφωνία της Inalca όπως η Kaskad αποποιηθεί των δικαιωμάτων στο «ύποπτο» δάνειο. Η Oakura παραπέμπει περαιτέρω στη συνεργασία της Inalca για τη διενέργεια ελέγχου επιμέλειας (due diligence investigation) στην Kaskad από τον όμιλο Cherkizovo και στη σύναψη συμφωνίας εμπιστευτικότητας της Inalca με τον όμιλο, η οποία συμφωνία δεν έχει κοινοποιηθεί στην Oakura. Αυτά είναι στοιχεία που δείχνουν την ύπαρξη συνομωσίας.

 

Προχωρώ στη θέση των Μάρκου, Συμεού και Cyprosecretarial. Σημειώνω ότι δεν έχει καταχωρηθεί εμπρόθεσμα γραπτή ένσταση (σχετικό έγγραφο που καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα δεν λήφθηκε υπόψη για τους λόγους που εξηγούνται στο πρακτικό ημερομηνίας 18.12.2024). Ο συνήγορος τους περιορίστηκε να αγορεύσει προς υποστήριξη της θέσης του ότι δεν δικαιολογείται η παροχή άδειας για συνέχιση της παράγωγης αγωγής εναντίον τους. Τα γεγονότα που επικαλέστηκε προκύπτουν από τις ένορκες δηλώσεις που παρουσιάστηκαν για την Oakura.

 

Συγκεκριμένα, η θέση των Μάρκου, Συμεού και Cyprosecretarial είναι ότι παραιτήθηκαν από τα αξιώματα τους από τον Μάρτιο 2024 και συνεπώς καμία εμπλοκή είχαν στις διαβουλεύσεις που αφορούν την Προτεινόμενη Πώληση που ακολούθησαν. Η Oakura δέχεται ότι δεν είναι πλέον αξιωματούχοι αν και υπάρχει διαφωνία ως προς τον χρόνο της παραίτησης τους. Η θέση των τριών είναι πως εφόσον δεν είναι αξιωματούχοι τότε λανθασμένα εγέρθηκε η παρούσα αγωγή εναντίον τους και δεν πρέπει να δοθεί άδεια για συνέχιση της.

 

Αυτή είναι μια σύνοψη των θέσεων που προβλήθηκαν από τους Εναγόμενους για σκοπούς ένστασης.

 

Ακρόαση. Για σκοπούς ακρόασης της Αίτησης ετοιμάστηκαν γραπτές αγορεύσεις από τους συνηγόρους, οι οποίοι προέβησαν επίσης σε προφορικές τοποθετήσεις.

 

Σημειώνω ότι έχω μελετήσει το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου μέσω της Αίτησης και ενστάσεων και των ενόρκων δηλώσεων, τα επιχειρήματα που εγέρθηκαν και τη νομολογία στην οποία με παρέπεμψαν οι συνήγοροι.

 

Ανάλυση. Ξεκινώ με μια αναφορά στο ρυθμιστικό πλαίσιο και νομικές αρχές που διέπουν τα προς απόφαση ζητήματα.

 

Νέο δικονομικό πλαίσιο. Οι παράγωγες αγωγές ρυθμίζονται πλέον από το Μέρος 20, Ενότητα ΙΙΙ των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023. Οι σχετικές διατάξεις προσομοιάζουν των αντίστοιχων διατάξεων του Part 19 των Αγγλικών Civil Procedure Rules (που όμως περιλαμβάνουν πιο εκτενείς και λεπτομερείς ρυθμίσεις). Αντίστοιχες διατάξεις δεν υπάρχουν στους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.

 

Το Μέρος 20.12(1) των Θεσμών προβλέπει ότι μέλος εταιρείας έχει τη δυνατότητα έγερσης παράγωγης αγωγής. Επομένως, η Oakura, ως μέτοχος της Twoford μπορούσε να καταχωρήσει την παρούσα αγωγή.

 

Σύμφωνα με το Μέρος 20.13(2) των Θεσμών, ο ενάγων σε παράγωγη αγωγή οφείλει εντός 21 ημερών από την καταχώρηση του εντύπου απαίτησης να αιτηθεί διάταγμα για συνέχιση της αγωγής. Το Μέρος 20.13(6) των Θεσμών προβλέπει ότι άδεια για συνέχιση δίδεται μόνο εάν «ο ενάγων καταδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση προς εκδίκαση». Έχω παραθέσει αυτολεξεί τις σχετικές πρόνοιες του Μέρους 20.13 στην αρχή της απόφασης μου.

 

Προφανώς, οι διατάξεις του Μέρους 20, Ενότητα ΙΙΙ των νέων Θεσμών εισήχθησαν για να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο ελέγχου των αγωγών που εγείρονται ως παράγωγες. Αυτό διότι μια παράγωγη αγωγή που εγείρεται αντιπροσωπευτικά συνιστά εξαίρεση στη βασική αρχή του δικαίου που προβλέπει την αυτονομία και ανεξάρτητη υπόσταση μιας νομικής οντότητας. Ένεκα της δραστικότατης φύσης μιας παράγωγης αγωγής είναι ορθό να υπάρχει αυστηρό πλαίσιο ελέγχου όταν το μέλος μιας νομικής οντότητας ισχυρίζεται ότι είναι αρμόδιο να υποκαταστήσει την εκτελεστική εξουσία του νομικού προσώπου.

 

Οι αρχές του κοινοδικαίου. Η δυνατότητα έγερσης παράγωγης αγωγής απορρέει από το κοινοδίκαιο (common law derivative action). Στην Αγγλία η δυνατότητα αυτή έχει ρυθμιστεί, σε κάποιο βαθμό, νομοθετικά. Όμως υπάρχουν ακόμα περιπτώσεις παράγωγων αγωγών που δεν εμπίπτουν στο νομοθετικό πλαίσιο και συνεχίζουν να ρυθμίζονται από τις αρχές του κοινοδικαίου (common law derivative actions). Οι αρχές αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν μέσα από σχετικά πρόσφατες Δικαστικές αποφάσεις. Σε κάθε παράγωγη αγωγή, ο ενάγων οφείλει να εξασφαλίσει άδεια από το Δικαστήριο για να συνεχίσει την αγωγή και η βασική προϋπόθεση για να δοθεί η σχετική άδεια είναι να διαπιστωθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση στις αξιώσεις που εγείρονται.

 

Νομολογία Κυπριακή ή άλλες πρωτόδικες αποφάσεις σε σχέση με το Μέρος 20.13 των νέων Θεσμών δεν εντοπίστηκε. Συνεπώς, το Κυπριακό Δικαστήριο μπορεί να αναζητήσει καθοδήγηση μέσα από Αγγλικές αποφάσεις για common law derivative actions.

 

Αναφορικά με την προϋπόθεση λήψης άδειας για συνέχιση μιας παράγωγης αγωγής, στην Αγγλική υπόθεση Abouraya and others v Sigmound and others [2015] B.C.C. 503 αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«The common law principles governing the circumstances in which the court would consider its discretion whether to give permission for the commencement or continuation of a derivative action applied to the instant proceedings: the claimant must establish a prima facie case that the company was entitled to the relief claimed and that the action fell within the proper boundaries of the exceptions to the rule in Foss v Harbottle (1983) 2 Hare 461.»[1]

 

Στην υπόθεση Foss v Harbottle (1983) Hare 461 διατυπώθηκε η βασική αρχή του εταιρικού δικαίου πως όταν έχει διαπραχθεί αδικοπραξία εις βάρος μιας εταιρείας, ο κατάλληλος ενάγων είναι η ίδια η εταιρεία. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται σε μέτοχο να καταχωρήσει αγωγή εκ μέρους της εταιρείας. Οι εξαιρέσεις αυτές αναπτύχθηκαν μέσω δικαστικών αποφάσεων.

 

Στην υπόθεση Gill v Thind and others [2020] EWHC 2973 (Ch), το Αγγλικό High Court στην παράγραφο 44 της απόφασης του συνοψίζει τις εξαιρέσεις στον κανόνα της Foss v Harbottle ως εξής:

 

«…A derivative claim can only be brought if there is a prima facie case that:

 

(1) the company is entitled to the relief claimed: Bhullar v Bhullar [2015] EWHC 1943 at [20];

 

(2) there was either a fraud, or breach of fiduciary duty or negligence from which the wrongdoer benefited: Bhullar at [32]-[33]; Abouraya at [16];

 

(3) the claimant has suffered a loss (ordinarily a reflective loss): Abouraya at [25]-[26];

 

(4) the wrongdoers are in control of the company in a broad sense: Charman and du Toit, Shareholder Actions, 2nd edition, at paragraph 6.8; and

 

(5) an independent board could reach the conclusion that it was appropriate to bring the proceedings: Bhullar at [38].»

 

Άρα για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση προς εκδίκαση, πρέπει να ικανοποιούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις. Θα ακολουθήσω την ίδια προσέγγιση.

 

Από τα δεδομένα ενώπιον μου, δεν διακρίνω ιδιαίτερο ζήτημα αναφορικά με τις παραμέτρους υπ’ αριθμούς (1), (3) και (4) πιο πάνω. Δηλαδή, σε περίπτωση που στοιχειοθετείται ο δόλος που ισχυρίζεται η Oakura τότε η Twoford θα δικαιούται στις θεραπείες που προωθούνται με την αγωγή (entitled to the relief claimed). Παράλληλα σε περίπτωση οικονομικής ζημιάς της Twoford τότε η Oakura, ως μέτοχος, θα υποστεί αντανακλαστική, συνεπακόλουθη ζημιά (claimant has suffered a loss (ordinarily a reflective loss)). Τέλος είναι αποδεκτό ότι η Roseway ελέγχει ουσιαστικά την εταιρεία δεδομένης της πλειοψηφίας μετοχών που κατέχει και των εξουσιών που της παρέχονται από το καταστατικό της Twoford (the wrongdoers are in control of the company in a broad sense).

 

Σύμφωνα με την παράμετρο υπ’ αριθμό 5, ακόμα και αν πληρούνται όλες οι υπόλοιπες προϋποθέσεις, το Δικαστήριο διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει εάν θα χορηγήσει άδεια για συνέχιση της παράγωγης αγωγής. Κατά την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας ιδιαίτερη βαρύτητα έχει η αντίληψη του Δικαστηρίου για το τί θα έπραττε ένα ανεξάρτητο διοικητικό συμβούλιο ([whether] an independent board could reach the conclusion that it was appropriate to bring the proceedings).

 

Όπως αναφέρθηκε στην Gill v Thind (ανωτέρω):

 

«Even where the above requirements are all met, the court has a discretion as to whether or not to grant permission to continue. In exercising that discretion, the court will attach substantial weight to what it considers the attitude of an independent board of directors of the company would be to the bringing of the claim and, in doing so, will take into account the same factors it would when considering an “ordinary” derivative action under CA 2006…»

 

Συνεπώς, εκ των πέντε παραμέτρων που απαριθμούνται στην Gill v Thind (ανωτέρω), παραμένει η 2η παράμετρος που θα είναι καθοριστική για το αποτέλεσμα στην παρούσα περίπτωση (there was either a fraud, or breach of fiduciary duty or negligence from which the wrongdoing benefited).

 

Εκ πρώτης όψεως υπόθεση προς εκδίκαση – μέτρο απόδειξης (standard of proof). Όπως ανέφερα πιο πάνω, σύμφωνα με το Μέρος 20.13(6), για να δοθεί άδεια συνέχισης μιας παράγωγης αγωγής, ο ενάγων πρέπει να ικανοποιήσει ότι διαθέτει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση προς εκδίκαση».

 

Καίριας σημασίας είναι το ορθό κριτήριο, μέτρο (standard of proof), στο οποίο ο ενάγων πρέπει να αποσείσει το βάρος απόδειξης της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Όπως εξήγησα πιο πάνω Κυπριακή νομολογία για αυτό το ζήτημα δεν υπάρχει.

 

Αντλώντας καθοδήγηση από την Αγγλική νομολογία και έχοντας κατά νου την ιδιαίτερη φύση μιας παράγωγης, κρίνω ότι ο πήχης πρέπει να τεθεί αρκετά ψηλά. Οι περιπτώσεις αυτές δεν μπορούν να εξισωθούν με την έννοια που αποδίδεται πχ. στην ορατή πιθανότητα επιτυχίας για σκοπούς του άρθρου 32 του Ν. 14/60 ούτε με την έννοια της εκ πρώτης όψεως υπόθεση για σκοπούς αίτησης παραμερισμού απόφασης με βάση τους παλαιούς Θεσμούς.

 

Η Αγγλική νομολογία δείχνει την κατεύθυνση για το ορθό κριτήριο (standard of proof). Στην Abouraya v Sigmund (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«…a prima facie case is a higher test than a seriously arguable case and I take it to mean a case that, in the absence of an answer by the defendant, would entitle the claimant to judgement.»

 

Συμφωνώ με αυτή την προσέγγιση. Κατά την κρίση μου, η έννοια της «εκ πρώτης όψεως υπόθεσης» σε αιτήσεις αυτής της φύσης πρέπει να περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από απλούς ισχυρισμούς. Με δεδομένη την ιδιαίτερη φύση μιας παράγωγης αγωγής, ο πήχης πρέπει να είναι αισθητά ψηλότερα από απλή δυνατότητα επιτυχίας ή από την υποχρέωση να δείξει ο ενάγοντας συζητήσιμη υπόθεση. Η πλευρά του ενάγοντα πρέπει να είναι σε θέση να παρουσιάσει τέτοια μαρτυρία ώστε, εάν ο εναγόμενος δεν απαντήσει, η ποιότητα της μαρτυρίας να μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση απόφασης.

 

Ασφαλώς αυτή η αίτηση δεν είναι η κυρίως δίκη. Αυτό σημαίνει ότι δεν εξάγονται συμπεράσματα για αμφισβητούμενα γεγονότα. Όπως εξηγήθηκε στην Boston Trust Company (ανωτέρω):

 

«64. What is clear is that this court is not required and nor would it be desirable or even feasible for it to attempt to resolve disputed issues on a final basis. This is all for the trial judge should the proceedings get that far. This is not an opportunity for any kind of mini trial. Regard must be had to the pleaded case and any lines of defence articulated through the evidence and submission at the permission application.»

 

Παρότι αυτή η διαδικασία δεν συνιστά τη δίκη, αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για ένα τυπικό στάδιο. Ο έλεγχος του Δικαστηρίου και η απόφαση εάν θα επιτραπεί η συνέχιση της παράγωγης αγωγής είναι ουσιαστική άσκηση δικαστικής κρίσης. Πρέπει να εξεταστούν πρωτίστως τα γεγονότα που επικαλείται η πλευρά του ενάγοντα αλλά και να ληφθούν υπόψη οι θέσεις των εναγόμενων. Κάποια ανάλυση είναι απαραίτητη. Έχω πάντα κατά νου την ιδιαίτερη φύση μιας παράγωγης αγωγής και ότι μια τέτοια αγωγή συνεπάγεται. Οι πρόσφατες Αγγλικές αποφάσεις σε αιτήσεις αυτής της φύσης (πρωτόδικες και κατ’ έφεση) αριθμούν δεκάδες σελίδες. Ο βαθμός της ανάλυσης των πραγματικών και νομικών ζητημάτων καθώς και η λεπτομέρεια με την οποία τα Αγγλικά Δικαστήρια εξετάζουν τη μαρτυρία, είναι ενδεικτικά της σημασίας που δίνεται σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας.

 

Επομένως, πρέπει με ασφάλεια να διαπιστωθεί κατά πόσο υφίσταται εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Εάν ο ενάγοντας αποσείσει το βάρος απόδειξης (κάποιες Αγγλικές αποφάσεις το χαρακτηρίζουν ως «interlocutory burden of proof»[2]) τότε «νομιμοποιείται» να ενεργεί εκ μέρους της εταιρείας για σκοπούς της αγωγής και να έχει πρόσβαση σε όλα τα δικαιώματα και προστασία που είναι διαθέσιμα σε ένα ενάγοντα στα πλαίσια μιας αγωγής. Στην αντίθετη περίπτωση, το υπόβαθρο καταχώρησης της αγωγής καταρρέει.

 

Στην παρούσα περίπτωση επί μεγάλου μέρους των γεγονότων δεν υπάρχει διαφωνία. Εξ άλλου, η Oakura βασίζεται κατά κύριο λόγο σε έγγραφη μαρτυρία, αλληλογραφία, η ύπαρξη της οποίας δεν αμφισβητείται. Η διαφορά μεταξύ των εμπλεκομένων εστιάζεται στην ερμηνεία της αλληλογραφίας και των προθέσεων και επιδιώξεων που οι εμπλεκόμενοι αποδίδουν μεταξύ τους. Για σκοπούς της απόφασης μου δεν κρίθηκε αναγκαίο να αποφασίσω επί αμφισβητούμενων γεγονότων. Όπου υπάρχει διαφωνία ως προς την ερμηνεία των προθέσεων ή κινήτρων στη βάση του περιεχόμενου αλληλογραφίας ή άλλης έγγραφης μαρτυρίας, δεν έχω υιοθετήσει τη θέση ούτε της μιας ούτε της άλλης πλευράς. 

 

Όπως επεξηγήθηκε στην απόφαση του Αγγλικού Court of Appeal McGaughey and another v Universities Superannuation Scheme Limited [2023] EWCA Civ 873 στις παραγράφους 144 και 145:

 

«The real question was as to the interpretation of those facts and whether there was a prima facie case of equitable fraud in the sense pleaded in relation to each of the Claims. It was necessary for the judge to look at the totality of the evidence in that regard, in order to determine whether there was a prima facie case. In carrying out such a task, it is appropriate to apply the practical approach advocated by Morgan J in the Bhullar case.

 

As Morgan J put it where there is evidence on both sides, it is still open to the court to hold that the claimant has made out a prima facie case "because it would be wrong to assume that the defendant's evidence will be accepted at the trial and it may simply not be possible to predict with any degree of confidence whether the defendant's evidence will be so accepted." In other words, where the issue is one which is not merely raised and answered on the documents, such as whether a director was acting in good faith in a way which would be most likely to promote the success of the company for the benefit of its members as a whole, it should not be assumed that the evidence on behalf of the company/directors will be accepted at trial and the claimant's evidence should prevail for the purposes of determining whether there is a prima facie case.»

 

Ένα τελευταίο σημείο σε σχέση με το νομικό πλαίσιο αφορά τον ουσιώδη χρόνο κατά τον οποίο ο ενάγων πρέπει να είναι σε θέση να στοιχειοθετήσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Ο χρόνος αυτός, κατά την κρίση μου, είναι ο χρόνος καταχώρησης της αγωγής. Με την καταχώρηση της αγωγής ο ενάγων διεκδικεί όλα τα δικαιώματα που παρέχονται σε κάποιο απαιτητή. Συνεπώς, σε αυτό το χρονικό σημείο, πρέπει να είναι σε θέση να παρουσιάσει γεγονότα ικανά να δείξουν (εκ πρώτης όψεως) ότι οι ισχυρισμοί του στοιχειοθετούνται και ότι δικαιούται στις αξιώσεις που προβάλλει. Σε εκείνο το χρονικό σημείο πρέπει να δείξει ότι νομιμοποιείται να ενεργεί ως αντιπρόσωπος. Δεν μπορεί να επικαλεστεί μεταγενέστερα γεγονότα. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε στρέβλωση γιατί θα επέτρεπε μια κατάσταση στην οποία θα καταχωρούνταν παράγωγες αγωγές με την προσδοκία ότι το δικαίωμα του ενάγοντα θα αποδεικνυόταν με μεταγενέστερα γεγονότα.

 

Στη βάση του πιο πάνω πλαισίου, προχωρώ να εξετάσω την παρούσα υπόθεση εναντίον των Εναγόμενων σε συνάρτηση με τις αξιώσεις που εγείρονται.

 

Ομαδοποίησα τους Εναγόμενους σε σχέση με την ιδιότητα τους, για σκοπούς ευκολίας, αν και υπάρχουν σημεία στην πιο κάτω ανάλυση που ισχύουν για όλους.

 

Εναγόμενοι 1, 2 και 7. Οι Εναγόμενοι 2 και 7 είναι τα κεντρικά πρόσωπα στα οποία η Oakura αποδίδει δόλια πρόθεση σε ότι αφορά τη διαχείριση της Twoford. Η Twoford είναι εναγόμενη σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους 20.12(2) των Θεσμών.

 

Οι αξιώσεις των παραγράφων Α, Β, Γ, Δ, Ε, Z και H του παρακλητικού της αγωγής συνδέονται και αφορούν την Προτεινόμενη Πώληση. Το ίδιο ισχύει και με τα αιτούμενα διατάγματα αποκάλυψης της παραγράφου ΣΤ. Για αυτές τις αξιώσεις η Oakura επικαλείται απάτη (fraud), δόλο (deceipt), συνωμοσία προς διάπραξη απάτης (conspiracy to defraud), συνωμοσία για πρόκληση ζημιάς με παράνομα μέσα (unlawful means conspiracy), δόλια υποβοήθηση για διάπραξη παράβασης καθήκοντος πίστης (dishonest assistance and/or knowing receipt), παράβαση σχέσης εμπιστοσύνης (breach of trust/breach of fiduciary duty).

 

Οι αξιώσεις των παραγράφων Ζ και Η είναι διατυπωμένες με πιο γενική μορφή όμως απολήγουν σε ισχυριζόμενη κακοδιαχείριση και μείωση της αξίας του 40% στην Kaskad που κατέχει η Twoford. Η αξίωση της παραγράφου Ζ για αποζημιώσεις για τον χειρισμό του ενεργητικού και περιουσίας της Twoford και της αξίας των μετοχών που κατέχει στην Kaskad, εδράζεται και σε ισχυριζόμενη αμέλεια.

 

Το ζήτημα της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εξετάζεται σε συνάρτηση με τις βάσεις αγωγής που επικαλείται η Oakura. Επί αυτού, στην Boston Trust Company (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«At the interlocutory threshold the court is required to conduct an integrous audit of the pleaded claims by reference to the totality of the evidence. Nobody suggested that each ingredient or element of each claim needs to be individually evaluated by reference to the applicable interlocutory burden as part of an anatomical analysis. The threshold merits assessment is conducted on a claim-by-claim basis. The court should look under the bonnet of each claim, but need not strip down the engine, so to speak.»

 

Όπως εξήγησα πιο πάνω με αναφορά στις παραμέτρους που συνοψίστηκαν στην Gill v Thind (ανωτέρω), καθοριστικής σημασίας για τη διαπίστωση εκ πρώτης όψεως υπόθεσης στην παρούσα περίπτωση, είναι η 2η παράμετρος. Δηλαδή κατά πόσο η Oakura καταφέρνει να στοιχειοθετήσει, στο μέτρο (standard of proof) που απαιτείται, ότι υπάρχει απάτη ή παράβαση καθήκοντος πίστη ή αμέλεια από την οποία επωφελήθηκαν οι αδικοπραγούντες (there was either a fraud, or breach of fiduciary duty or negligence from which the wrongdoing benefited).

 

Σύμφωνα με το συνήγορο της Oakura, ο απώτερος στόχος της απάτης, δόλου και συνωμοσίας των εμπλεκομένων είναι «η υπεξαίρεση των επίδικων μετοχών» στην Kaskad.

 

Από τη μαρτυρία που υποστηρίζει την Αίτηση φαίνεται ότι η Oakura εστιάζει στο ότι συζητείται η πώληση του 40% μεριδίου που η Twoford κατέχει στην Kaskad έναντι ποσού €40.000.000. Η Oakura θεωρεί ότι το ποσό αυτό συνιστά υποτίμηση της πραγματικής αγοραίας αξίας των μετοχών ενώ η πραγματική αξία του 40% μεριδίου ανέρχεται σε €55.000.000 περίπου. Εάν η Προτεινόμενη Πώληση προχωρήσει για αντίτιμο €40.000.000 αυτό θα είναι προς ζημιά της Twoford και συνεπακόλουθη ζημιά της ίδιας. Υπάρχει διάσταση ως προς την ορθή μέθοδο εκτίμησης και υπολογισμού της αξίας των μετοχών. Διίστανται επίσης οι απόψεις κατά πόσο η Προτεινόμενη Πώληση θα παραβιάσει τις διεθνείς κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία.

 

Είναι επίσης η θέση της Oakura ότι η παράλειψη του Petrosyan να εξασφαλίσει ανεξάρτητη εκτίμηση της αξίας του 40% στην Kaskad συνιστά «εσκεμμένη και ανέντιμη παραβίαση του καθήκοντος που έχει να ενεργεί με την απαιτούμενη επιμέλεια.» Με τον ίδιο τρόπο χαρακτηρίζει την παράλειψη του Petrosyan να εξασφαλίσει εμπεριστατωμένη, όπως αναφέρει, γνωμάτευση εάν οι όροι πληρωμής του αντίτιμου της Προτεινόμενης Πώλησης συνιστούν παράβαση των διεθνών κυρώσεων.

 

Η Oakura επικαλείται επίσης κάποιες αναφορές σε επικοινωνίες που είχε με τον Petrosyan που την οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μπορεί να υπάρχει μια ευρύτερη απάτη που περιλαμβάνει και την Inalca.

 

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η παρούσα αγωγή εγείρεται ως προληπτική αγωγή (quia timet action) δηλαδή ο πρωταρχικός σκοπός είναι να αποτραπεί ένα επικείμενο, κατά την Oakura, γεγονός (η Προτεινόμενη Πώληση). Δεν έχω εντοπίσει Αγγλική απόφαση στην οποία η παράγωγη αγωγή να εγείρεται προληπτικά (quia timet) όπως στην παρούσα περίπτωση. Όμως, στην απουσία ρητής καθοδήγησης από τη νομολογία ότι κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται, θεωρώ ότι η δυνατότητα έγερσης παράγωγης προληπτικής αγωγής δεν θα ήταν ορθό να αποκλειστεί εκ προοιμίου. Σημειώνω ότι στην Αγγλική υπόθεση Daniels v Daniels (1978) Ch 406, αφήνεται να νοηθεί ότι αυτό επιτρέπεται αφού υπάρχει αναφορά στη δυνατότητα έγερσης παράγωγης αγωγής όταν «the company has done or proposes to do something which is ultra vires». Επειδή όμως η παρούσα αγωγή επιδιώκει να προλάβει κάποιο μελλοντικό ενδεχόμενο αντί να στρέφεται εναντίον μιας πράξης που ήδη συντελέστηκε, αυτό εκ των πραγμάτων καθιστά ακόμα πιο δύσκολο να ικανοποιηθεί το κριτήριο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.

 

Ο συνήγορος των Εναγόμενων 1, 2 και 7 διαφωνεί ότι υφίσταται τέτοιος επικείμενος κίνδυνος να ολοκληρωθεί η Προτεινόμενη Πώληση. Διαφωνεί γενικότερα ότι υπάρχει οποιαδήποτε πρόθεση να προχωρήσει η Προτεινόμενη Πώληση χωρίς τη συγκατάθεση της Oakura. Υποστηρίζει ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό ένεκα των υφιστάμενων αντίμετρων/κυρώσεων στη Ρωσία για αποεπένδυση «δυτικών» επιχειρήσεων.

 

Τόσο η Oakura όσο και οι Εναγόμενοι παραπέμπουν στην ίδια αλληλογραφία για να υποστηρίξουν τη θέση τους. Την ερμηνεύουν με διαφορετικό τρόπο. Θα αναφερθώ σε κάποια από την αλληλογραφία αυτή για σκοπούς της δικής μου εξέτασης.

 

Σε ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 25.6.2024 (τεκμήριο 14 στην ε/δ Α.Θ.) η εκπρόσωπος της Oakura απευθύνεται στον Petrosyan και προβαίνει σε σύνοψη όσων συζητήθηκαν στη συνάντηση ημερομηνίας 18.6.2024. Αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:

 

«you highlighted the fact that Cherkizovo would not buy the shares in Kaskad if it cannot establish and document the fact that there are no unfriendly beneficial owners in the structure (i.e. from countries classified as unfriendly by Russia)you indicated that the status of ‘friendly’ UBO will have to be established for Oakura and Roseway».

 

Σύμφωνα με την εκπρόσωπο της Oakura ο Petrosyan είχε προβεί σε αυτές τις δηλώσεις κατά τη διάρκεια εκείνης της συνάντησης. Δηλαδή ο Petrosyan δήλωσε ότι η διακρίβωση του «φιλικού καθεστώτος» (friendly status) των ιδιοκτητών της Oakura είναι προϋπόθεση για να προχωρήσει η Προτεινόμενη Πώληση (will have to be established).

 

Σε ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 25.6.2024 (μέρος του ίδιου τεκμηρίου) από τον Petrosyan προς την εκπρόσωπο της Oakura, εκείνος δηλώνει:

 

«Finally I have never mentioned that (i) we will proceed with the transaction without you...»

 

Σε άλλο ηλεκτρονικό μήνυμα του Petrosyan ημερομηνίας 26.6.2024 προς την εκπρόσωπο της Oakura (τεκμήριο 17 ε/δ Α.Θ.), ο Petrosyan αναφέρει ότι:

 

«1. Again and as I explained in detail during our meeting, yesterday and in other communications, I confirm that we DO NOT WISH TO SELL 40% WITHOUT YOU. As you recall I had specifically arranged a call with Denuo team who explained you the specifics of the process of friendly status confirmation without which sale is not possible». (τα κεφαλαία βρίσκονται στο ίδιο το ηλεκτρονικό μήνυμα).

 

Επίσης, σε άλλο ηλεκτρονικό μήνυμα του Petrosyan ημερομηνίας 27.6.2024 (τεκμήριο 19 ε/δ Α.Θ.) προς την εκπρόσωπο της Oakura, o Petrosyan αναφέρει:

 

«I CAN CONFIRM THAT THE DIRECTORS OF [TWOFORD] ARE INSTRUCTED NOT TO PROCEED WITH THE SALE OF 40% WITHOUT OAKURA… UNTIL FRIENDLY STATUS IS CONFIRMED, THE TRANSACTION IS PAUSED». (τα κεφαλαία βρίσκονται στο ίδιο το ηλεκτρονικό μήνυμα)

 

Αναφέρομαι στην πιο πάνω αλληλογραφία ενδεικτικά. Υπάρχει μεγάλος αριθμός ηλεκτρονικών μηνυμάτων που ανταλλάχθηκαν. Πολύ συνοπτικά σε αυτά ο Petrosyan επαναλαμβάνει ουσιαστικά τις πιο πάνω θέσεις ενώ η Oakura αμφισβητεί την ειλικρίνεια αυτών που αναφέρει.

 

Ο λόγος για τον οποίο η συνεργασία της Oakura είναι αναγκαία για να προχωρήσει η Προτεινόμενη Πώληση είναι διότι εάν δεν διακριβωθεί το «φιλικό καθεστώς» των τελικών δικαιούχων της Twoford οι φορολογικές συνέπειες στη Ρωσία θα είναι τέτοιες που θα εξουδετερώσουν το οικονομικό όφελος από τη συναλλαγή. Δεν διακρίνω να αμφισβητείται η ύπαρξη των αντίμετρων/κυρώσεων στη Ρωσία και των οικονομικών επιπτώσεων που αυτές μπορούν να έχουν.

 

Παρά τις υποψίες και ερμηνεία που η πλευρά της Oakura επιδιώκει να δώσει στο περιεχόμενο της αλληλογραφίας, πρέπει να κρίνω αντικειμενικά τα γραφόμενα σε συνάρτηση με την ευρύτερη μαρτυρία και γεγονότα.

 

Το κείμενο της αλληλογραφίας, αντικειμενικά κρινόμενο, δεν δείχνει άμεσο και πραγματικό κίνδυνο αλλά ούτε και πρόθεση να προχωρήσει η Προτεινόμενη Πώληση χωρίς τη συγκατάθεση και συμφωνία της Oakura. Αναφορές σε άλλα γεγονότα που να ανατρέπουν την αντικειμενική προσέγγιση του κειμένου της αλληλογραφίας δεν υπάρχουν.

 

Η πλευρά της Oakura, εκφράζει τη θέση ότι η διακρίβωση των τελικών δικαιούχων της Twoford είναι αναγκαία μόνο για σκοπούς εκτέλεσης κάποιας συμφωνίας πώλησης του 40% μεριδίου της στην Kaskad αλλά δεν είναι αναγκαία για υπογραφή σχετικής συμφωνίας. Στη βάση της πεποίθησης της για την ύπαρξη γενικότερου δόλου, εκφράζει την ανησυχία ότι μπορεί να δεσμευτεί νομικά η Twoford, με την υπογραφή συμφωνίας, πριν να διακριβωθούν οι τελικοί δικαιούχοι της Oakura, με αποτέλεσμα η Twoford να είναι υποχρεωμένη νομικά να πωλήσει το μερίδιο της όμως να μην υπάρχει τρόπος να εισπράξει το αντίτιμο ή με τον κίνδυνο να επιβαρυνθεί οικονομικά ένεκα των αντίμετρων/κυρώσεων στη Ρωσία.

 

Όπως ανέφερε σχετικά ο συνήγορος της Oakura στην αγόρευση του εξηγώντας τη θέση του: «Διευκρινίζουμε ότι ο έλεγχος των τελικών δικαιούχων της [Twoford] ήταν απαραίτητος μόνο για σκοπούς εκτέλεσης της Προτεινόμενης Πώλησης και όχι για σκοπούς σύναψης της όποιας σχετικής συμφωνίας που αφορούσε την Προτεινόμενη Πώληση ή δέσμευση της [Twoford] νομικά. … Αυτό που οι Καθ’ ων η Αίτηση σκόπιμα δεν αναφέρουν είναι ότι ο [Petrosyan] μπορούσε να διαπραγματευτεί και να συνάψει δεσμευτική συμφωνία εκ μέρους της [Twoford] με τον Cherkizovo χωρίς την προσκόμιση των εγγράφων που αφορούσαν στους τελικούς δικαιούχους των Αιτητών. Η [Roseway] κατέχει το 62,5% της [Twoford], ήτοι ποσοστό άνω του 50% που είναι το ποσοστό που καθορίζει τον «έλεγχο» σε μια εταιρεία για σκοπούς της εξαίρεσης που αναφέρουμε πιο πάνω [των Ρωσικών αντίμετρων/κυρώσεων]… Συνεπώς, είναι ξεκάθαρο ότι είναι οι τελικοί δικαιούχοι της [Roseway] που λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς ικανοποίησης της εξαίρεσης. Εφόσον αυτοί θεωρούνται φιλικοί, ως έχουν επανειλημμένα ισχυριστεί οι καθ΄ων η αίτηση 1, 2 και 7, δεν υπάρχει ανάγκη εξασφάλισης προηγούμενης έγκρισης από την Κυβερνητική Επιτροπή. Δεδομένου ότι τέτοια έγκριση δεν χρειάζεται, τότε δεν εφαρμόζονται και οι αντίστοιχες προϋποθέσεις (αντί-κυρώσεις) που επιβάλλουν οι ρωσικές νομοθεσίες. Αυτό που ισχύει και σημειώνεται και στην γνωμάτευση που οι καθ’ ων η αίτηση 1, 2 και 7 παρουσιάζουν είναι ότι τα έγγραφα που σχετίζονται με όλους τους τελικούς δικαιούχους είναι απαραίτητα να εξεταστούν από τις σχετικές Ρωσικές αρχές (notary/register) και τις τράπεζες, μόνο ως πρακτική γραφειοκρατίας (as a matter of practice) για την άμεση διεκπεραίωση της μεταβίβασης των μετοχών και της αντίστοιχης πληρωμής. Ο [Petrosyan] ουσιαστικά ζητούσε από τους Αιτητές να του παραχωρήσουν τα έγγραφα που αφορούσαν στους τελικούς τους δικαιούχους για να υλοποιήσει, δόλια, την άμεση εκτέλεση της Προτεινόμενης Πώλησης χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση των Αιτητών.»  

 

Δέχομαι ότι υπάρχει αυτή η ανησυχία. Όμως πέραν από τον θεωρητικό κίνδυνο πρέπει να υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν πραγματικό ενδεχόμενο να συμβεί κάτι τέτοιο. Το βάρος βρίσκεται στην Oakura. Το ενδεχόμενο αρνητικής εξέλιξης μπορεί να υπάρχει όμως αυτό που απαιτείται για σκοπούς αυτής της διαδικασίας, στα πλαίσια παράγωγης αγωγής (και μάλιστα προληπτικής) είναι κάποια, έστω, στοιχεία που να δείχνουν επικείμενο πραγματικό κίνδυνο να επέλθει κάποιο αρνητικό αποτέλεσμα. Απλή πιθανολόγηση δεν επαρκεί, όμως αυτό είναι που συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.

 

Η γενικότερη καχυποψία που υφίσταται μεταξύ των δύο μετόχων της Twoford έχει ως αποτέλεσμα να αποδίδεται κακή πίστη και αρνητική χροιά σε κάθε επίπεδο. Αυτό που η Oakura αναφέρει θα μπορούσε θεωρητικά να συμβεί. Από την άλλη, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί η Roseway να προχωρήσει στην υπογραφή συμφωνίας για την Προτεινόμενη Πώληση χωρίς να μπορεί να εκτελεστεί η συναλλαγή. Σε τέτοια περίπτωση η Twoford θα εγκλωβιστεί ουσιαστικά σε μια κατάσταση όπου νομικά να έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει κυριότητα του 40% στην Kaskad όταν, πρακτικά, δεν θα μπορεί να εισπράξει το αντίτιμο. Όμως, μαζί με την Twoford, αρνητικές επιπτώσεις θα υποστούν αντανακλαστικά τόσο η Oakura αλλά και η Roseway που επίσης δεν θα μπορούν να επωφεληθούν ως μέτοχοι. Δεν διακρίνω λογική εξήγηση γιατί η Roseway να επιλέξει να ενεργήσει κατά τρόπο που θα αποβεί εις βάρος και των δικών της συμφερόντων.

 

Αναφορικά με το θέμα των κυρώσεων, η πλευρά της Oakura εκφράζει ανησυχίες στις ένορκες δηλώσεις που καταχώρησε. Έχω παραθέσει συνοπτικά τις θέσεις της στην αρχή της απόφασης μου. Όμως δεν παρουσιάζει γνωμάτευση που να καταλήγει σε κάποιο θετικό ή αρνητικό συμπέρασμα σε σχέση με αυτό το ζήτημα. Η γνωμάτευση που παρουσίασε (Τεκμήριο 4, σ/ε/δ Α.Θ.) δεν εκφράζονται συγκεκριμένες θέσεις παρά σχολιάζεται το περιεχόμενο γνωμάτευσης που παρουσίασαν οι Εναγόμενοι 1, 2 και 7. Το βάρος όμως για το βάσιμο των ισχυρισμών περί των κινδύνων που ενέχει η Προτεινόμενη Πώληση σε σχέση με τις διεθνείς κυρώσεις το φέρει η Oakura.

 

Γενικότερα, σε σχέση με τις συζητήσεις για πώληση του 40% μεριδίου στην Kaskad η θέση της Roseway και του Petrosyan είναι ότι το γενικότερο κλίμα όπως έχει διαμορφωθεί στην αγορά της Ρωσίας ένεκα του πολέμου στην Ουκρανία και των δυσκολιών που προκάλεσε στην δραστηριοποίηση επιχειρήσεων δυτικών συμφερόντων καθιστούν την από-επένδυση εύλογη επιδίωξη. Εισηγούνται ότι θα ήταν προς όφελος της Twoford και, κατ’ επέκταση, των μετόχων της. Η άλλη πλευρά θεωρεί το προσφερόμενο αντίτιμο, υποτίμηση της πραγματικής αξίας του 40% μεριδίου στην Kaskad.

 

Επανέρχομαι στη νομική ερμηνεία που αποδίδεται στην έννοια της απάτης σε διαδικασίες αυτής της φύσης. Όπως αναφέρθηκε στην Prudential Assurance (ανωτέρω) στη σελίδα 211:

 

«…were what has been done amounts to fraud and the wrongdoers are themselves in control of the company. In this case the rule is relaxed in favour of the aggrieved minority, who are allowed to bring a minority shareholder’s action on behalf of themselves and all others. The reason for this is that, if they were denied that right, their grievance could never reach the court because the wrongdoers themselves, being in control, would not allow the company to sue.»

 

Η υπόθεση Daniels v Daniels [1978] Ch 406 αφορούσε περίπτωση που ο διευθυντής προκάλεσε ζημιά στην εταιρεία πωλώντας σε υποτιμημένη τιμή περιουσιακό στοιχείο. Αποφασίστηκε ότι σε τέτοια περίπτωση μπορεί να εγερθεί παράγωγη αγωγή. Ο λόγος όμως που επιτράπηκε η έγερση παράγωγης αγωγής ήταν διότι ο διευθυντής είχε αποκομίσει κάποιο προσωπικό όφελος από τη συναλλαγή. Στην απόφαση του, ο Templeman J. ανέφερε συγκεκριμένα τα εξής, στη σελίδα 414:

 

«…a minority shareholder who has no other remedy may sue where directors use their powers, intentionally or unintentionally, fraudulently or negligently, in a manner which benefits themselves at the expense of the company»

 

Στην παρούσα περίπτωση, δεν υπάρχει μαρτυρία για προσωπικό όφελος του Petrosyan από την Προτεινόμενη Πώληση. Ούτε είναι αντιληπτό με ποιο τρόπο εκείνος ή η Roseway θα επωφεληθούν εις βάρος της εταιρείας σε περίπτωση που η Προτεινόμενη Πώληση προχωρήσει σε υποτιμημένη αξία.

 

Η προϋπόθεση για αποκόμιση κέρδους εις βάρος της εταιρείας από τους ασκούντες τον έλεγχο, για σκοπούς παράγωγης αγωγής επισημαίνεται και στο Consultation Paper on Shareholder Remedies (Consultation Paper No 142, 1995) του Αγγλικού Law Commission. Στις παραγράφους 4.9 και 4.11 του Consultation Paper αναφέρονται τα εξής:

 

«4.9 …Essentially the term [fraud] encompasses situations such as… where the majority are endeavouring directly or indirectly to appropriate to themselves money, property or advantages which belong to the company or in which the shareholders are entitled to participate…

 

4.11 …’Fraud’ does not, however, cover the situation where the wrongdoers do not themselves benefit. Thus it does not include mere negligence on the part of the directors, so that a derivative action cannot be brought against directors who mismanage a company and cause it loss, even if they have control.» [3]

 

Αυτό το Consultation Paper οδήγησε τελικά στην τροποποίηση του Companies Act 2006 και στη δημιουργία του statutory derivative claim στην Αγγλία. Σε αυτό περιλαμβάνεται εκτενής ανάλυση της νομολογίας και όλων των παραγόντων που αφορούν και περιβάλλουν δικαιώματα μειοψηφούντων μετόχων.

 

Στο σημείο αυτό επισημαίνω και τη γενική αρχή που διατυπώθηκε από τον Lord Wilberforce στην Αγγλική υπόθεση Howard Smith Ltd v Ampol Ltd [1974] AC 821:

 

«There is no appeal on merits from management decisions to courts of law nor will courts of law assume to act as a kind of supervisory board over decisions within the powers of management honestly arrived at.»

 

Στην περίπτωση της Twoford και των θυγατρικών της, δεν υπάρχει κάποια συμφωνία μετόχων ή άλλη αντίστοιχη συμφωνία που να ρυθμίζει τον τρόπο λήψης αποφάσεων, την εκπροσώπηση του κάθε μετόχου στο διοικητικό συμβούλιο, ζητήματα για τα οποία απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία σε επίπεδο γενικής συνέλευσης, δικαιώματα βέτο στην μειοψηφία ή άλλες ρυθμίσεις που ενδεχομένως θα παρείχαν στον μειοψηφούντα μέτοχο κάποιο επαυξημένο βαθμό ελέγχου ή συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων.

 

Το δεδομένο είναι ότι η Oakura συμμετέχει στην Twoford στη βάση του καταστατικού της εταιρείας που ρυθμίζει ζητήματα διοίκησης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μετόχων και των αξιωματούχων.

 

Στην παρούσα περίπτωση, δεν διαπιστώνεται παράβαση των δικαιωμάτων που το καταστατικό της Twoford παρέχει στην Oakura. Ούτε διαπιστώνεται παρατυπία στον τρόπο λειτουργίας και λήψης αποφάσεων από τους διευθυντές ή κάποια υπέρβαση εξουσίας.

 

Η παράγωγη αγωγή δεν είναι εργαλείο για την εποπτεία ή διερεύνηση κατά πόσο γίνεται ασύμφορη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας. Ούτε μπορεί να καταστεί εργαλείο για την αύξηση της επιρροής ή ελέγχου που το καταστατικό παρέχει σε μειοψηφούντες μετόχους. Είναι ένα μέσο επέμβασης όταν υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι πληρούνται οι αυστηρές και περιοριστικές, ομολογουμένως, προϋποθέσεις της νομολογίας.

 

Συγκεφαλαιώνοντας, στην παρούσα περίπτωση, δεν διακρίνω γεγονότα που να μπορούν να στοιχειοθετήσουν απάτη στον βαθμό που απαιτείται για σκοπούς της παρούσας Αίτησης. Δηλαδή, δεν διαπιστώνω γεγονότα που, εάν οι Εναγόμενοι, δεν εμφανίζονταν στη διαδικασία, να μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν την υπόθεση της Oakura. Ακόμα και αν οι ανησυχίες της Oakura ισχύουν, δηλαδή ακόμα και αν ο Pertosyan και η Roseway έχουν πρόθεση να προχωρήσουν με την Προτεινόμενη Πώληση σε υποτιμημένη τιμή, χωρίς νομική συμβουλή ότι η συναλλαγή δεν θα προσκρούει σε κυρώσεις και χωρίς να έχει διαπιστωθεί εκ των προτέρων το «φιλικό καθεστώς» των τελικών δικαιούχων της Twoford και πάλιν δεν υπάρχουν στοιχεία ή γεγονότα που να δείχνουν ότι ο Petrosyan ή η Roseway θα αποκόμιζαν κάποιο όφελος, χρηματικό ή άλλου είδους, εις βάρος της εταιρείας.

 

Εναγόμενοι 3, 4 και 5. Προχωρώ στους Μάρκου, Συμεού και Cyprosecretarial που κατείχαν τα αξιώματα τους στην Twoford ως παροχείς διοικητικών υπηρεσιών. Η πλευρά της Oakura δέχεται ότι ενεργούσαν στη βάση οδηγιών του Petrosyan και της Roseway. Δεν είναι αντιληπτό με ποιο τρόπο ενήργησαν δόλια ή με πρόθεση να καταστρατηγήσουν τα συμφέροντα της Twoford, για δικό τους όφελος.

 

Το γεγονός της παραίτησης των Μάρκου, Συμεού και Cyprosecretarial είναι αποδεκτό από την πλευρά της Oakura. Κατά πόσο παραιτήθηκαν τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο 2024 και πότε η παραίτηση τους κοινοποιήθηκε στον Έφορο Εταιρειών δεν είναι ουσιαστικό. Το δεδομένο είναι ότι τόσο κατά την καταχώρηση της αγωγής αλλά και σήμερα, τα εν λόγω πρόσωπα δεν ήταν και δεν είναι αξιωματούχοι της εταιρείας.

 

Ότι είχαν παραιτηθεί πριν την έγερση της αγωγής είναι αποδεκτό από την Oakura (έστω αν και οι ακριβείς συνθήκες παραίτησης τους αμφισβητούνται). Συνεπώς καμία εξουσία ή δυνατότητα είχαν ή έχουν να επιτρέψουν, υλοποιήσουν ή εμποδίσουν την Προτεινόμενη Πώληση. Υπενθυμίζω ότι η αγωγή εγείρεται ως προληπτική αγωγή, με επιδίωξη να εμποδίσει την Προτεινόμενη Πώληση. Οι Μάρκου, Συμεού και Cyprosecretarial κανένα αξίωμα ή εξουσιοδότηση κατέχουν στην Twoford. Συνεπώς δεν θα μπορούσαν ούτε μπορούν να ενεργήσουν εκ μέρους της για να υλοποιήσουν ή εμποδίσουν την Προτεινόμενη Πώληση.

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό της Oakura για ύπαρξη συνωμοσίας, πέραν του ότι ενεργούσαν ως παροχείς διοικητικών υπηρεσιών στην Twoford, καμία μαρτυρία υπάρχει που να τους συνδέει με ευρύτερη απάτη.

 

Με αυτά τα δεδομένα, κρίνω ότι δεν στοιχειοθετούνται εκ πρώτης όψεως οι παράγωγες αξιώσεις της αγωγής εναντίον των Εναγόμενων 3, 4 και 5.

 

Εναγόμενη 6. Η Inalca είναι μέτοχος κατά 60% στην Kaskad. Μέχρι σήμερα το υπόλοιπο 40% στην Kaskad κατέχεται από την Twoford.

 

Η Oakura βασίζεται σε αναφορές στην Inalca στην αλληλογραφία με τον Petrosyan για να προβάλλει τη θέση ότι η Inalca εμπλέκεται σε ευρύτερη απάτη εις βάρος της Twoford.

 

Το ενδιαφέρον της Inalca στην Προτεινόμενη Πώληση και η εμπλοκή της, όπως περιγράφεται στην αλληλογραφία, δεν κρίνεται παράλογο ή εκτός του πλαισίου του φυσικά αναμενόμενου. Δεν είναι παράλογο ούτε ασύνηθες – μάλλον αναμενόμενο – ο ενδιαφερόμενος αγοραστής (όμιλος Cherkizovo) να διενεργήσει έλεγχο δέουσας επιμέλειας (νομικό, οικονομικό ή εμπορικό) στην εταιρεία στην οποία επιθυμεί να επενδύσει (Kaskad). Η διενέργεια τέτοιου ελέγχου χωρίς τη συνεργασία του μετόχου πλειοψηφίας (Inalca), εκ των πραγμάτων δεν είναι εφικτή. Σε περιπτώσεις δε που το καταστατικό της εταιρείας στην οποία θα γίνει η επένδυση (Kaskad) παρέχει σε υφιστάμενους μετόχους δικαιώματα προαίρεσης ή προαγοράς στην πώλησης μετοχών, σαν θέμα πρακτικής και λογικής, ο ενδιαφερόμενος αγοραστής εξασφαλίζει ότι ο έτερος μέτοχος θα αποποιηθεί των δικαιωμάτων αυτών πριν προχωρήσουν οι διαπραγματεύσεις και διενεργηθεί ο έλεγχος δέουσας επιμέλειας. Ούτε είναι ασύνηθες πριν δοθούν πληροφορίες και στοιχεία στον προτιθέμενο αγοραστή για σκοπούς του ελέγχου δέουσας επιμέλειας, να υπογραφεί συμφωνία εμπιστευτικότητας που να ρυθμίζει την πρόσβαση και χειρισμό των πληροφοριών και στοιχείων που θα δοθούν. Εύλογο επίσης θεωρώ να υπάρχει γραμμή επικοινωνίας μεταξύ του υφιστάμενου μετόχου πλειοψηφίας σε μια εταιρεία και κάποιου ενδιαφερόμενου αγοραστή για το μερίδιο μειοψηφίας που, εάν η προσπάθεια τελεσφορήσει, θα καταστεί νέος συνεργάτης.

 

Στο σημείο αυτό πρέπει να παρατηρήσω ότι οι αξιώσεις της αγωγής που στρέφονται εναντίον της Inalca (αιτητικά Α, Β , Γ, Δ, Ε και Η της αγωγής) αφορούν την Προτεινόμενη Πώληση. Η αξίωση του Παρακλητικού Ζ που αφορά παράβαση σχέσης εμπιστοσύνης (breach of trust/breach of fiduciary duty) δεν στέφεται εναντίον της Inalca. Εξ άλλου τέτοια σχέση μεταξύ της Twoford και της Inalca δεν προκύπτει από τα γεγονότα ούτε οι περιβάλλουσες συνθήκες υποστηρίζουν εύρημα για τέτοια σχέση. Προσθέτω πως η αξίωση για διατάγματα αποκάλυψης (παρακλητικό ΣΤ) επίσης δεν στρέφεται εναντίον της Inalca.

 

Υπάρχει από πλευράς της Oakura παραπομπή σε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 26.7.2024 από τον Petrosyan που η Oakura υποστηρίζει ότι δείχνει πως η Inalca έχει προβεί και διαθέτει εκτίμηση της αξίας του 40% στην Kaskad. Οφείλω να πω πως παρερμηνεύεται από πλευράς Oakura το περιεχόμενο αυτού του ηλεκτρονικού μήνυμα. Είχε σταλθεί προς απάντηση μηνύματος από την Oakura στο οποίο ζητούσε από τον Petrosyan να προσκομίσει:

 

«…formal transaction valuations on which the unsatisfactory offer of €40m was based as well as any other documents that will enable us to arrive at a more appropriate valuation».

 

Η απάντηση του Petrosyan ήταν:

 

«We do not have any formal valuation, the market is abnormal and the price offered was the result of extensive negotiations, absolute best we could get, as for the metrics provided on Monday, these were my own workings. You may want to get second opinion/formal valuation from Isidoro Lucciola, Big 4, investment bankers and any other advisors.»

 

Η θέση της Oakura είναι ότι από την απάντηση αυτή φαίνεται ότι «υπήρχε εκτίμηση που αποκρύφθηκε από [την Oakura] όσο και ότι η Inalca ήταν αναμεμειγμένη στις διαπραγματεύσεις για την υλοποίηση της Προτεινόμενης Πώλησης και είχε μάλιστα ενεργή συμμετοχή» (ε/δ Α.Θ. ημερ. 18.11.2024).

 

Δεν συμφωνώ με αυτή την ερμηνεία του κειμένου. Θεωρώ ότι αυτό που προκύπτει από το λεκτικό είναι ότι ο Petrosyan παροτρύνει την Oakura να αναζητήσει δεύτερη άποψη ή επίσημη εκτίμηση από άλλες πηγές εκτός από την Twoford ή την Roseway.

 

Αναφορικά με την ισχυριζόμενη εμπλοκή της Inalca σε απάτη ή συνωμοσία σημειώνω καταληκτικά τα εξής. Από τη μια είναι αντιληπτή η δυσκολία πλήρους εικόνας για τα γεγονότα σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν υπόνοιες ή υποψίες για ευρύτερο δόλο ή συνωμοσία (όπως είναι η θέση της Oakura). Από την άλλη, αυτός είναι ένας σκόπελος που ο ενάγοντας σε μια παράγωγη αγωγή εκ των πραγμάτων οφείλει να υπερκεράσει.

 

Επιπλέον, δεν διαπιστώνονται συνθήκες που θα δικαιολογούσαν την έκδοση προληπτικών διαταγμάτων και θεραπειών (quia timet) εναντίον της Inalca. Όπως εξήγησα πιο πάνω, οι αξιώσεις της αγωγής που στρέφονται εναντίον της Inalca εστιάζουν στην αποτροπή της Προτεινόμενης Πώλησης. Δεν είναι αντιληπτό πως η Inalca θα μπορούσε να επιφέρει ή προκαλέσει την Προτεινόμενη Πώληση ώστε να είναι αναγκαία η έκδοση προληπτικών διαταγμάτων εναντίον της για να αποτραπεί αυτός ο κίνδυνος. Η Inalca δεν είναι αξιωματούχος της Twoford, δεν είναι μέτοχος στην Twoford, δεν ελέγχει το διοικητικό συμβούλιο της Twoford και δεν έχει εξουσία δέσμευσης της Twoford. Ούτε διακρίνω στοιχεία για ύποπτη σύνδεση της Inalca με την Roseway. Η μόνη επίσημη ιδιότητα της Inalca είναι ως μέτοχος της Kaskad. Συνεπώς, ούτε αναγκαιότητα ή υπόβαθρο έκδοσης αναγνωριστικών αποφάσεων εναντίον της Inalca δεν διαπιστώνεται.

 

Για τους πιο πάνω λόγους δεν συμφωνώ με τη θέση της Oakura ότι υπάρχουν στοιχεία που παραπέμπουν σε ευρύτερη απάτη, δόλο και συνωμοσία μεταξύ Petrosyan, Roseway και Inalca και, ενδεχομένως, άλλων προσώπων εις βάρος της Twoford. Όπως εξήγησα, από τη μαρτυρία που παρουσίασε η Oakura, δεν διακρίνω ενέργειες από πλευράς της Inalca εκτός του πλαισίου του λογικά αναμενόμενου υπό τις περιστάσεις. Η πεποίθηση της Oakura και η αντίληψη της για τις προθέσεις και επιδιώξεις της Inalca δεν επαρκούν για να στοιχειοθετήσουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της για την ισχυριζόμενη επαπειλούμενη αδικοπραγία εις βάρος της Twoford. Τα γεγονότα που παρουσιάστηκαν από την πλευρά της Oakura, στον βαθμό που αφορούν την Inalca, αντικειμενικά κρινόμενα, δεν μπορούν εκ πρώτης όψεως να στοιχειοθετήσουν τις αξιώσεις που εγείρονται εναντίον της.

 

Ισχυρισμός για «ύποπτες συναλλαγές» και «λανθασμένες ταξινομήσεις κεφαλαίων». Είναι η θέση της Oakura ότι οι οικονομικές καταστάσεις που της προσκομίστηκαν περιλαμβάνουν «ύποπτες συναλλαγές και λανθασμένες ταξινομήσεις κεφαλαίων».

 

Η Oakura αναφέρεται σε ένα δάνειο για ποσό €3.800.000 που παρουσιάζεται στις οικονομικές καταστάσεις της Kaskad να έχει παραχωρηθεί περί τον Δεκέμβριο 2021 προς την Twoford. Για αυτή την συναλλαγή υπάρχει σημείωση στους λογαριασμούς ότι πρέπει να μετατραπεί σε μέρισμα ή επιστροφή κεφαλαίου και άρα, η Oakura υποστηρίζει ότι πρόκειται για «λανθασμένη ταξινόμηση». Σημειώνω ότι για το ποσό αυτού του δανείου (το υπόλοιπο του οποίου σήμερα ανέρχεται σε €4.400.000 περίπου) η Inalca φαίνεται να συμφώνησε όπως σε περίπτωση που προχωρήσει η Προτεινόμενη Πώληση, αποποιηθεί από την είσπραξη του η Kaskad.

 

Αυτό το δάνειο φαίνεται να σχετίζεται με την αξίωση των παραγράφων Ζ και Η του εντύπου απαίτησης.

 

H Oakura υποστηρίζει ότι το εν λόγω δάνειο είναι παράδειγμα κακοδιαχείρισης και οικονομικής εκμετάλλευσης της Kaskad και μείωσης της αξίας της. Είναι η θέση της ότι δεν γνωρίζει πώς διατέθηκαν εκείνα τα χρήματα. Υποστηρίζει ότι υπάρχουν «υποψίες και ανησυχίες για κακοδιαχείριση και διασκορπισμό περιουσιακών στοιχείων εντός του ομίλου».

 

Θεωρώ ότι δεν μπορεί να δοθεί άδεια συνέχισης αυτής της αξίωσης για τον εξής λόγο. Δεν είναι αντιληπτό πως η Twoford, εκ μέρους της οποίας εγείρεται η αγωγή, έχει υποστεί ζημιά από τις ταξινομήσεις αυτές. Ακόμα και αν μέρος των χρημάτων έχει δανειστεί σε ένα εκ των ιδιοκτητών της Roseway όπως εισηγείται η Oakura σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση που κατέθεσε (δεν παραβλέπω ότι πρόκειται για μαρτυρία μεταγενέστερη της αγωγής), αυτό έγινε με επιτόκιο 10%. Συνεπώς δεν είναι αντιληπτό πως προκύπτει οποιαδήποτε ζημιά.

 

Η ουσία του επιχειρήματος της Oakura σε σχέση με αυτό το δάνειο είναι ότι η Kaskad στερήθηκε το ποσό αυτό το οποίο θα μπορούσε να είχε διαθέσει για τις λειτουργικές της ανάγκες και για να αναπτύξει περαιτέρω τις επιχειρηματικές εργασίες της ιδίας και των θυγατρικών της. Εφόσον όμως το ποσό αυτού του δανείου, πλέον τόκος, παρουσιάζεται ως εισπρακτέο από την Kaskad τότε και πάλιν δεν είναι αντιληπτό ποια ζημιά έχει υποστεί.

 

Αυτό που ίσως εννοεί η Oakura είναι ότι η ζημιά της Kaskad από τη χορήγηση αυτού του δανείου δείχνει «διασκορπισμό περιουσιακών στοιχείων» ή χρημάτων της Kaskad και των θυγατρικών της. Σε αυτή όμως την περίπτωση οι αξιώσεις της παρούσας αγωγής που σχετίζονται με αυτό το ζήτημα είναι «διπλές παράγωγες αξιώσεις» (double derivative claims).

 

Όπως επεξηγήθηκε από τον Mr Justice Leech στην πρωτόδικη απόφαση McGaughey and another v USSL and others [2022] EWHC 1233:

 

«18. There are however cases in which members of a holding company have been permitted to bring proceedings on behalf of a subsidiary or where the members of the ultimate holding company have been permitted to bring proceedings even though there are a number of intermediary companies holding shares in between. In Boston Trust (above) Sir David Richards described a claim in the first category as a ‘double derivative claim’ and a claim in the second category as a ‘multiple derivative claim’…»

 

Σε όλες τις Αγγλικές αποφάσεις που αφορούν double derivative claims ή multiple derivative claims, η/οι εταιρεία/ες που υφίστα(ν)ται την αδικοπραξία είναι εναγόμενη/ες στην αγωγή (στην προκείμενη περίπτωση ο ισχυριζόμενος διασκορπισμός κεφαλαίων γίνεται στο επίπεδο της Kaskad και των θυγατρικών της ίσως). Αυτό είναι εξ άλλου το λογικό αφού εκείνη/ες είναι η/οι εταιρεία/ες που έχει/ουν υποστεί την ισχυριζόμενη ζημιά, δικαιού(ν)ται την αξιούμενη αποζημίωση και είναι εξ ονόματος εκείνης/ων που η παράγωγη αξίωση προωθείται.

 

Συνεπώς, οι αξιώσεις της αγωγής που αφορούν σε «εκμετάλλευση και/ή τον χειρισμό» της αξίας των μετοχών στην Kaskad (παρακλητικό Ζ της αγωγής) και μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων της Kaskad (παρακλητικό Η), θα μπορούσαν ενδεχομένως να προωθηθούν εκ μέρους της Kaskad μόνο εάν η Kaskad ήταν εναγόμενη στην αγωγή.

 

Σε τέτοια περίπτωση θα εγείρονταν ενδιαφέροντα ερωτήματα αναφορικά με το κατά πόσο τα Κυπριακά Δικαστήρια θα είχαν δικαιοδοσία να εκδικάσουν παράγωγες αξιώσεις εκ μέρους μιας αλλοδαπής, Ρωσικής, εταιρείας ενώ η ισχυριζόμενη αδικοπραξία φαίνεται να έλαβε χώρα εκτός Κύπρου και όταν τόσο ο μειοψηφών μέτοχος-ενάγοντας, όσο και ο πλειοψηφών μέτοχος είναι αλλοδαπές εταιρείες (από τη Νέα Ζηλανδία και Βρετανικές Παρθένες Νήσους, αντίστοιχα). Εάν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, τότε το επόμενο ερώτημα είναι με βάση το δίκαιο ποιας χώρας θα πρέπει να κριθεί τέτοια αξίωση[4]. Αυτό όμως δεν είναι επί του παρόντος.

 

Τα πιο πάνω καθορίζουν το αποτέλεσμα σε σχέση με τις αξιώσεις των παραγράφων Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ και Η της αγωγής.

 

Διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal. Στρέφομαι στα διατάγματα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal της παραγράφου ΣΤ της αγωγής.

 

Δεν έχω εντοπίσει απόφαση στην οποία στα πλαίσια παράγωγης αγωγής να ζητείται θεραπεία τύπου Norwich Pharmacal.

 

Έχω όμως εντοπίσει πρωτόδικες Αγγλικές αποφάσεις από τις οποίες συνάγεται ότι δεν αποκλείεται να διαταχθεί αποκάλυψη στη βάση των αρχών της Norwich Pharmacal με σκοπό τα αποκαλυφθέντα στοιχεία να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς παράγωγης αγωγής[5].

 

Τα διατάγματα αυτής της φύσης είναι μεν αυτοτελής βάση αγωγής αλλά μια από τις προϋποθέσεις για επίκληση αυτής της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου είναι η στοιχειοθέτηση αδικοπραξίας που να συνιστά ικανό αγώγιμο δικαίωμα (actionable wrongdoing). Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως ότι υφίσταται υπόθεση προς εκδίκαση σε σχέση με την ισχυριζόμενη αδικοπραξία. Αυτή η διαπίστωση δεν αφήνει πεδίο για τη διεκδίκηση διαταγμάτων αποκάλυψης από την Oakura.

 

Δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Πριν ολοκληρώσω θα σχολιάσω ακόμα ένα ζήτημα που εγέρθηκε στα πλαίσια της ακρόασης.

 

Η πλευρά της Oakura εισηγήθηκε ότι η αιτούμενη άδεια συνέχισης της αγωγής πρέπει να δοθεί γιατί διαφορετικά θα παραβιαζόταν το δικαίωμα της Oakura για πρόσβαση στη δικαιοσύνη όπως κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Δεν συμφωνώ με αυτό το επιχείρημα.

 

Κατ΄ αρχάς, μια παράγωγη αγωγή δεν αφορά προσωπικά δικαιώματα του ενάγοντα. Ο σκοπός της παράγωγης αγωγής είναι να προστατευθούν τα δικαιώματα της εταιρείας. Ο ενάγοντας ενεργεί ως αντιπρόσωπος της εταιρείας, παρακάμπτοντας ουσιαστικά το δικαίωμα της εταιρείας να ενεργεί και να εκπροσωπεί τον εαυτό της, ως ανεξάρτητη και αυτόνομη νομική οντότητα.

 

Η δυνατότητα αυτή παρέχεται στον ενάγοντα κατ’ εξαίρεση, σε συγκεκριμένες, περιορισμένες περιπτώσεις εάν διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις που εξήγησα πιο πάνω.

 

Η ιδιαίτερη φύση μιας παράγωγης αγωγής επιβάλλει όπως υπάρχουν αυστηρές δικλείδες ασφαλείας για την προστασία της αυτονομίας και ανεξάρτητης νομικής προσωπικότητας της εταιρείας.

 

Αυτός είναι ο λόγος που στο κοινοδίκαιο έχει επικρατήσει η πρακτική να απαιτείται άδεια από το Δικαστήριο για να προχωρήσει παράγωγη αγωγή. Ώστε να υπάρχει μηχανισμός ελέγχου και να διασφαλίζονται τα δικαιώματα της εταιρείας και, κατ’ επέκταση, των υπόλοιπων μετόχων. Η διαδικασία του Μέρους 20, Ενότητα ΙΙΙ των Νέων Θεσμών αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη γίνεται στην ορθή βάση.

 

Κατάληξη. Για τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι δεν μπορεί να δοθεί άδεια για συνέχιση της παρούσας αγωγής και η Αίτηση απορρίπτεται.

 

Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων 1-7/Καθ’ ων η Αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας/Αιτήτριας. Ο καθορισμός του ποσού των εξόδων θα γίνει σύμφωνα με οδηγίες που θα δοθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.)  …………………………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Διαφωτιστική και η ανάλυση στην Boston Trust Company Ltd and another v Szerelmey Limited and others [2020] EWCA 1136 (Ch) και στην Prudential Assurance Co Ltd v Newman Industries Ltd (No.2) [1982] Ch 204

[2] Ενδεικτικά, Boston Trust Company (ανωτέρω).

[3] Σχετική και η Estmanco (Kilner House) v Greater London Council [1982] 1 WLR 2

[4] Σχετική είναι η Konamaneni and others v Rolls Royce Industrial Power (India) Limited and others [2002]1 WLR 1269

[5] Tonstate group Limited and others v Edward Wojakovski and others [2021] EWHC 1122 (Ch), BNP Paribas v TH Global Limited and others [2009] EWHC 37 (Ch), Ramilos Trading Limited v Valentin Mikhaylovich Buyanovsky [2016] EWHC 3175 (Comm).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο