
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 196/14
Μεταξύ:
PORFYRIOS CHAP GLASS LTD
Ενάγουσας
και
ANTHIMOS C. NIKOLAOU CO. LIMITED
Εναγόμενης
-----------------------------------
Ημερομηνία: 10 Μαρτίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα: κ. Λ. Κούσιος για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη: κ. Κλ. Στυλιανού για Ε. Ιωσήφ Δ.Ε.Π.Ε.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Ενάγουσα Εταιρεία αξιώνει από την Εναγόμενη Εταιρεία το ποσό των €144.799,48 με νόμιμο τόκο, ως οφειλόμενο χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού που διατηρούσε στην Ενάγουσα.
Σύμφωνα με την Ενάγουσα, η Εναγόμενη Εταιρεία, δυνάμει γραπτής ή και προφορικής συμφωνίας, την περίοδο Ιανουάριο 1992 με Νοέμβριο 2011 είχε αγοράσει ή και είχε παραλάβει από την Ενάγουσα Εταιρεία διάφορα εμπορεύματα ή και προϊόντα ή και αγαθά ή και γυαλιά ή και υαλοπίνακες ή και συναφή είδη επί πιστώσει ή και έναντι λογαριασμού ή και έναντι συμφωνημένων ή και εύλογων τιμών. Για τα συγκεκριμένα προϊόντα είχαν εκδοθεί σχετικά τιμολόγια ή και τηρείτο κατάσταση λογαριασμού. Στις 17/11/2011 ο λογαριασμός της Εναγόμενης Εταιρείας παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο €144.799,48 και παρά τις επανειλημμένες γραπτές ή και προφορικές οχλήσεις της Ενάγουσας προς την Εναγόμενη, μέχρι και σήμερα δεν έχει εξοφληθεί. Τον Απρίλιο του 2011 η Εναγόμενη Εταιρεία αναγνώρισε εγγράφως ότι όφειλε στην Ενάγουσα το ποσό των €103.459. Διαζευκτικά, ισχυρίζεται η Εναγόμενη έχει καταστεί πλουσιότερη κατά €144.799,48.
Η Εναγόμενη Εταιρεία εγείρει προδικαστικές ενστάσεις που αφορούν το παράτυπο της αγωγής λόγω της μη αποκάλυψης οποιασδήποτε βάσης αγωγής. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι στις 28/04/2011 η Εναγόμενη είχε ενημερώσει την Ενάγουσα ότι από την 01/01/2008 ο κύκλος εργασιών της, καθώς και οι οικονομικές της υποχρεώσεις είχαν αναληφθεί από την Anthimos C. Nicolaou and Sons Ltd. Η Ενάγουσα αποδέχθηκε τη μεταφορά των λογαριασμών στη νέα εταιρεία και η συνεργασία συνεχίστηκε με τα υπόλοιπα να μεταφέρονται στη νέα εταιρεία, την Anthimos C. Nicolaou and Sons Ltd. Η Εναγόμενη αρνείται ότι της παραδόθηκαν προϊόντα και δεν πληρώθηκαν και ισχυρίζεται ότι ουδέν ποσό οφείλει στην Ενάγουσα. Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι το ποσό που απαιτείται είναι υπερβολικό ή και υπέρογκο ή και εξωπραγματικό ή και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφού η Εναγόμενη ουδέποτε υπόγραψε τιμολόγια ύψους €144.799,48.
Για την Ενάγουσα μαρτυρία δόθηκε από τον Φώτη Ιωάννου, ένα εκ των διευθυντών της και γνώστη των γεγονότων. Κατέγραψε τις θέσεις του και η δήλωσή του σημειώθηκε ως Έγγραφο 1. Στην γραπτή του δήλωση καταγράφει ότι η Ενάγουσα, η οποία προηγουμένως ονομαζόταν CH.A.P. STRACTURAL DOUBLE GLAZING GLASS LIMITED, ασχολείται με την προμήθεια, πώληση, επεξεργασία, κατασκευή, εμπορία και παραγωγή γυαλιού, υαλοπινάκων, συναφών ειδών και άλλων εμπορευμάτων και προϊόντων. Με την Εναγόμενη Εταιρεία είχαν συνεργασία από τις αρχές του 1992 μέχρι και το 2011. Η Εναγόμενη Εταιρεία παράγγελνε, αγόραζε και παραλάμβανε από την Ενάγουσα διάφορα εμπορεύματα, προϊόντα, αγαθά, υαλοπίνακες και άλλα συναφή είδη επί πιστώσει, έναντι λογαριασμού και έναντι συμφωνημένων και εύλογων τιμών. Τηρείτο σχετική κατάσταση λογαριασμού στην οποία καταχωρούνταν όλες οι χρεώσεις και οι πιστώσεις ανάλογα με τις συναλλαγές των μερών. Η κατάσταση λογαριασμού αποτελεί μέρος του αρχείου της Ενάγουσας στο οποίο ο ίδιος έχει πρόσβαση. Οι λογαριασμοί των πελατών τηρούντο σε ηλεκτρονική μορφή, πλην των ετών 1993-1995 που τηρούνταν σε χειρόγραφη μορφή. Η κατάσταση λογαριασμού που αφορά την Εναγόμενη Εταιρεία αναπαράχθηκε και εκτυπώθηκε από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και ο ίδιος την σύγκρινε με την αρχική καταχώρηση στον υπολογιστή και διαπίστωσε ότι είναι ορθή. Στις 17/11/2011 ο λογαριασμός της Εναγόμενης Εταιρείας παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους €144.799,48. Δεν προβλήθηκε οποτεδήποτε οποιοδήποτε παράπονο σε σχέση με το τίμημα πώλησης των προϊόντων αλλά ζητείτο χρόνος αποπληρωμής του οφειλομένου ποσού. Κατά καιρούς η Εναγόμενη πλήρωνε με επιταγές έναντι λογαριασμού. Στις 28/04/2011 η Anthimos C. Nicolaou and Sons Ltd απέστειλε επιστολή στην Ενάγουσα με την οποία ενημέρωνε ότι από την 01/01/2008 τον κύκλο εργασιών της και τις οικονομικές υποχρεώσεις της θα της αναλάμβανε η ίδια, ενώ παράλληλα αναγνώρισε την οφειλή ύψους €103.459 προς την Ενάγουσα. Η Ενάγουσα στις 27/06/2011 απέστειλε επιστολή τόσο στην Εναγόμενη όσο και στην Anthimos C. Nicolaou and Sons Ltd με την οποία απέρριψε το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 28/04/2011 και ενημέρωσε την Εναγόμενη ότι το οφειλόμενο υπόλοιπό της ανέρχετο στις €97.474,03. Παρά τις οχλήσεις της Ενάγουσας η Εναγόμενη δεν έπραξε οτιδήποτε για να διευθετήσει το υπόλοιπό της. Μετά από μελέτη των τιμολογίων και των σχετικών καταστάσεων λογαριασμού εντοπίστηκαν διαφορές στα ποσά κάποιων εκ των τιμολογίων σε σχέση με τις καταχωρίσεις στις καταστάσεις λογαριασμού. Συγκεκριμένα, κάποια τιμολόγια απωλέσθηκαν και σε κάποια άλλα το ποσό είναι διαφορετικό από την καταχώρηση στην κατάσταση λογαριασμού. Για τα έτη 1992 μέχρι 1996 και για το 2001 δεν έχουν εντοπιστεί οποιαδήποτε τιμολόγια. Για το 1997 δεν έχει εντοπιστεί τιμολόγιο για το ποσό των €1.728. Για το 1998 δεν έχουν εντοπιστεί τιμολόγια για τα ποσά των €1.177,42 και €168,48. Για το 1999 δεν έχουν εντοπιστεί τιμολόγια για τα ποσά των €282,59, €94,55, €2.179,87 και €197,96. Για το 2000 δεν έχει εντοπιστεί τιμολόγιο για το ποσό των €52,80. Για το 2003 δεν έχει εντοπιστεί τιμολόγιο για το ποσό των €1.372,36. Για το 2004 δεν έχουν εντοπιστεί τιμολόγια για τα ποσά των €1.228,68 και €451,81. Για το 2005 δεν έχουν εντοπιστεί τιμολόγια για τα ποσά των €50,23, €1.412,78, €1.198,99, €4.049,66, €773,64, €334,27, €3.374,51, €282,83, €302,58, €1.257,75, €817,47, €124,89, €3.239,77, €4.426,99, €2.148,18, €1.613,08, €3.766,20, €1.373,01, €4.974,32, €1.849,89 και €5.003,47. Για το 2006 δεν έχει εντοπιστεί τιμολόγιο για το ποσό των €117,92.
Είναι η θέση του ότι κάποια τιμολόγια καταγράφουν μεγαλύτερο ποσό από αυτό που φαίνεται στις καταστάσεις λογαριασμού και αυτό οφείλεται στην έκπτωση που γινόταν μετά την έκδοση του τιμολογίου. Διαφάνηκαν επίσης και κάποια τυπογραφικά λάθη στις καταστάσεις λογαριασμού και γι’ αυτό η Ενάγουσα περιορίζει την απαίτησή της κατά €1.046,55. Κατέληξε, ότι η Εναγόμενη οφείλει στην Ενάγουσα το ποσό των €143.752,93.
Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 το πιστοποιητικό σύστασης της Ενάγουσας Εταιρείας, ως Τεκμήριο 1Α το πιστοποιητικό αλλαγής του ονόματος της Ενάγουσας, ως Τεκμήριο 2 δέσμη από 246 τιμολόγια, Τεκμήριο 3 δέσμη από 28 σελίδες που συνιστούν τις καταστάσεις λογαριασμού, ως Τεκμήριο 4 δέσμη αποδείξεων και αντίγραφο της επιταγής ημερ. 28/04/2011 και ως Τεκμήριο 5 επιστολή της Anthimos C. Nicolaou & Sons Ltd προς την Ενάγουσα ημερ. 28/04/2011 και ανυπόγραφη επιστολή ημερομηνίας 27/11/2011 προς την Εναγόμενη.
Ενώπιον του Δικαστηρίου υποστήριξε ότι παρόλο που δεν ανευρέθηκαν τα τιμολόγια για το 2001, υπήρχαν οι παραγγελίες για τα συγκεκριμένα προϊόντα και τις κατέθεσε ως Τεκμήριο 6. Εξήγησε ότι ο λόγος που δεν εντοπίστηκαν τα συγκεκριμένα τιμολόγια είναι γιατί η βιομηχανία είχε μετακομίσει το 2010 σε νέες εγκαταστάσεις, ενώ είχαν καταστεί θύμα κλοπής των υπολογιστών της εταιρείας.
Αντεξετασθείς ανέφερε ότι είναι ένας εκ των διευθυντών της Ενάγουσας από το 1991. Ερωτηθείς εξήγησε τον τρόπο συνεργασίας μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης. Ανέφερε ότι γίνονταν οι παραγγελίες, εκτελούνταν και ακολούθως τιμολογούνταν και η Εναγόμενη πλήρωνε έναντι λογαριασμού. Υποστήριξε ότι το ποσό που αξιώνεται από την Εναγόμενη είχε καθοριστεί από το λογιστήριο της Ενάγουσας. Παραδέχθηκε ότι η Ενάγουσα δεν είχε στην κατοχή της όλα τα έγγραφα προς απόδειξη της αξίωσης των €143.000 γιατί δεν μπορούσε να τα εξασφαλίσει. Προώθησε τη θέση ότι στα χρόνια της συνεργασίας τους τα υπόλοιπα κάθε τέλος του χρόνου συμφωνούσαν με το λογιστήριο της Εναγόμενης διαφορετικά δεν θα συνεχιζόταν η συνεργασία μεταξύ τους.
Επέμενε ότι η Ενάγουσα συνεργαζόταν πάντοτε με την Εναγόμενη Εταιρεία και ότι το υπόλοιπο της Εναγόμενης μπορεί να αποδειχθεί με τις παραγγελίες που καταγράφουν τα ονόματα των δουλειών. Ισχυρίστηκε ότι αν η Εναγόμενη αμφισβητούσε το υπόλοιπο θα σταματούσε η συνεργασία. Επέμενε στη θέση του ότι η συνεργασία ήταν πάντοτε με την Εναγόμενη Εταιρεία ενώ δεν μπορούσε να θυμηθεί κατά πόσο υπήρχε συνεργασία με την εταιρεία Anthimos C. Nicolaou and Sons Ltd. Όταν του υποδείχθηκε στο Τεκμήριο 4 η απόδειξη με αριθμό 5905, η οποία αφορούσε την πληρωμή του ποσού των €10.000 από την Anthimos C. Nicolaou and Sons Ltd, υποστήριξε ότι μπορεί να έγινε λάθος. Παραδέχθηκε ότι οι παραγγελίες, Τεκμήριο 6, καταγράφουν τρία διαφορετικά ονόματα και εξήγησε ότι οι παραγγελίες συμπληρώνονταν από εργάτες, όπως οι ίδιοι πίστευαν ότι θα γίνει αντιληπτή η παραγγελία από την παραγωγή. Όσον αφορά τη διαφοροποίηση στη μορφή των καταστάσεων λογαριασμού εξήγησε ότι οφείλεται στην αλλαγή του λογισμικού συστήματος.
Σε σχέση με τη διαδικασία χρέωσης εξήγησε ότι μετά την εκτέλεση της παραγγελίας εκδίδετο το τιμολόγιο. Αναφορικά με τις διαφοροποιήσεις που εντοπίστηκαν, παράγραφοι 23 και 24 του Εγγράφου 1, ήταν η δική του θέση ότι αφορούσαν έκπτωση και δεν ήθελε ο ίδιος να συζητά για το συγκεκριμένο ποσό γι’ αυτό και μείωσε την απαίτηση της Ενάγουσας. Δεν γνώριζε κατά πόσο γινόταν έκπτωση μέσα στο τιμολόγιο ή μετά την έκδοση του. Όσον αφορά τα τιμολόγια που δεν εντοπίστηκαν και αφορούν ένα ποσό της τάξεως των €30.000 με €40.000, σε ερώτηση που του τέθηκε ανέφερε ότι τα προϊόντα παραδόθηκαν και αυτό προκύπτει από τις παραγγελίες. Προώθησε τη θέση ότι η συνεργασία τερματίστηκε γιατί η Εναγόμενη αντιμετώπιζε προβλήματα και σταμάτησε να πληρώνει. Όταν του υποβλήθηκε ότι τα όσα καταγράφονται στις καταστάσεις λογαριασμού δεν ισχύουν, προώθησε τη θέση ότι η Εναγόμενη Εταιρεία ουδέποτε διαφώνησε με το περιεχόμενο. Όσον αφορά το τιμολόγιο που εκδόθηκε προς την Loizos Iordanou Constructions Ltd, ημερομηνίας 19/01/2010, το οποίο ο ίδιος αναγνώρισε και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 7, δεν μπορούσε να θυμηθεί κατά πόσο είχε συμφωνηθεί να αφαιρεθεί από το υπόλοιπο της Εναγόμενης Εταιρείας και προώθησε την άποψη ότι το συγκεκριμένο δεν έχει σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης.
Όταν του υποβλήθηκε ότι οι ελεγκτές της Ενάγουσας είχαν διαβιβάσει επιστολές προς την Εναγόμενη Εταιρεία στις οποίες κατέγραφαν, ως υπόλοιπο, ποσό κατά πολύ μικρότερο από αυτό που αξιώνεται ο ίδιος το αρνήθηκε. Με αναφορά στο Τεκμήριο 5 και την επιστολή ημερομηνίας 27/06/2011 του υποδείχθηκε ότι είχε προσδιοριστεί, ως οφειλόμενο από την Εναγόμενη, το ποσό των €94.474 και αυξήθηκε, μετά από 5 μήνες, κατά €40.000 και του ζητήθηκε να εξηγήσει το συγκεκριμένο γεγονός. Ο ίδιος δεν μπορούσε να απαντήσει και προώθησε τη θέση ότι βάσει των τιμολογίων και των καταστάσεων λογαριασμών το ποσό που οφείλεται είναι αυτό που αξιώνεται, ήτοι €143.000.
Για την Εναγόμενη Εταιρεία μαρτυρία δόθηκε από τον Μιχάλη Νικολάου, ο οποίος έχει προσωπική γνώση των γεγονότων. Παρέθεσε τις θέσεις του σε κείμενο το οποίο σημειώθηκε ως Έγγραφο 2. Κατέγραψε ότι η Εναγόμενη Εταιρεία είχε ιδρυθεί το 1978 από τον πατέρα του και δραστηριοποιείτο στον τομέα της κατασκευής, επεξεργασίας και πώλησης μεταλλικών κατασκευών και ηλεκτρολογικών υλικών. Ο ίδιος ξεκίνησε να εργάζεται στην Εναγόμενη το 1987 και το 2000 ξεκίνησε να αναλαμβάνει χρέη διευθυντή. Όμως, εγγεγραμμένος διευθυντής της Εταιρείας παρέμενε ο πατέρας του, ο οποίος είχε σταματήσει να έχει ενεργό ρόλο στην Εταιρεία. Ο ίδιος δεν ήταν το 2000 διευθυντής ή κύριος μέτοχος της. Λόγω του γεγονότος ότι ενώ διοικούσε την Εταιρεία ο ίδιος δεν επωφελείτο από το έσοδά της, αποφάσισε το 2008 να αγοράσει σιγά σιγά τις μετοχές της από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Η αγορά ολοκληρώθηκε περί το 2022. Το 2006 ο ίδιος είχε προχωρήσει στη σύσταση της εταιρείας ANTHIMOS C. NICOLAOU & SONS LTD της οποίας ήταν ο διευθυντής και κύριος μέτοχος και ξεκίνησε να δραστηριοποιείται στον τομέα των κατασκευών. Η συγκεκριμένη εταιρεία το 2007 μέχρι και το 2008 ανέλαβε πλήρως τον κύκλο εργασιών της Εναγόμενης Εταιρείας. Όλο το προσωπικό της Εναγόμενης σταμάτησε να εργοδοτείται από αυτήν στις 31/12/2007 και προσλήφθηκε στην εταιρεία ANTHIMOS C. NICOLAOU & SONS LTD από 01/01/2008. Η Εναγόμενη από το 2008 και μετά είχε σταθερό μηδενικό Φ.Π.Α. Παράλληλα ακυρώθηκε η εγγραφή της στο Φ.Π.Α., λόγω του ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε δραστηριότητά της για περίοδο πέραν των 10 ετών. Η Ενάγουσα γνώριζε για την ολική μεταφορά των εργασιών της Εναγόμενης Εταιρείας, αφού το είχε πληροφορηθεί προφορικά από τον ίδιο από το 2008, αλλά και μέσω επιστολής ημερομ. 28/04/2011, με την οποία ενημερώθηκε ότι η εταιρεία ANTHIMOS C. NICOLAOU & SONS LTD αναλάμβανε τόσο τον κύκλο εργασιών της Εναγόμενης Εταιρείας όσο και τις υποχρεώσεις της από 01/01/2008. Επιπρόσθετα ενημερωνόταν ότι το συνολικό υπόλοιπο των δύο εταιρειών, σύμφωνα με τα στοιχεία που τηρούνταν, στις 28/04/2011 ήταν €103.459. Το συγκεκριμένο ποσό είχε καθοριστεί πριν ο ίδιος ελέγξει τις καταστάσεις λογαριασμού και κατά την κρίση του δεν ήταν ορθό. Η συγκεκριμένη επιστολή ουδέποτε απαντήθηκε από την Ενάγουσα και ο ίδιος είχε θεωρήσει ότι είχε γίνει αποδεκτή και ως εκ τούτου συνέχισε η συνεργασία. Προκύπτει από τα τιμολόγια που εκδόθηκαν από το 2009 και μετά ότι στο έντυπο παραγγελίας γίνεται αναφορά στην Εναγόμενη εταιρεία ενώ το τιμολόγιο καταγράφει την εταιρεία ANTHIMOS C. NICOLAOU & SONS LTD. Οπόταν, κατά τη δική του άποψη, δεν μπορεί η Εναγόμενη να παρουσιάζει χρεώσεις ύψους €106.000 στην Ενάγουσα για τα έτη 2008 μέχρι το 2011 αφού δεν δραστηριοποιείτο και είχε σταματήσει να εμπορεύεται περί το τέλος του 2007. Ο τρόπος συνεργασίας μεταξύ των δύο εταιρειών ήταν η Εναγόμενη να επικοινωνεί τηλεφωνικώς για να παραγγείλει τα προϊόντα και στην συγκεκριμένη επικοινωνία συμφωνείτο και η τιμή. Ακολούθως, η πληρωμή γινόταν με την αποπληρωμή της Εναγόμενης από τους πελάτες της. Ενίοτε καταβάλλετο και προκαταβολή. Τα τιμολόγια που παρουσιάστηκαν δεν αντικατοπτρίζουν τα συμφωνηθέντα ποσά και ουδέποτε στάλθηκαν στην Εναγόμενη καταστάσεις λογαριασμού. Οι συγκεκριμένες καταστάσεις που κατατέθηκαν είναι αυθαίρετες κατά τη δική του άποψη γιατί περιέχουν χρεώσεις που δεν αντιστοιχούν σε κάποιο τιμολόγιο, ενώ πληρωμές που έχουν γίνει δεν έχουν πιστωθεί. Παράλληλα, στη δέσμη τιμολογίων φαίνεται να υπάρχουν τιμολόγια που αφορούν άλλη εταιρεία. Συνακόλουθα, το υπολειπόμενο ποσό που παρουσιάζει η Ενάγουσα έως το τέλος του 2007 όχι μόνο είναι διογκωμένο αλλά είναι και λανθασμένο, ατεκμηρίωτο και αυθαίρετο. Το συγκεκριμένο ποσό δεν θα μπορούσε να είναι το υπόλοιπο της Εναγόμενης, η οποία έχει εξοφλήσει εντελώς την οφειλή της προς την Ενάγουσα. Αν υπάρχει οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό αυτό οφείλεται από άλλη εταιρεία.
Κατέθεσε ως Τεκμήριο 8 πιστοποιητικό σύστασης της εταιρείας ANTHIMOS C. NICOLAOU & SONS LTD, ως Τεκμήριο 9 την κατάσταση αποδοχών της Εναγόμενης και τις εισφορές της για το έτος 2008, ως Τεκμήριο 10 Δήλωση Φ.Π.Α. για τα έτη 2006-2013, ως Τεκμήριο 11 την επιστολή του Τμήματος Φορολογίας ημερομ. 06/12/2022, ως Τεκμήριο 12 την επιστολή της εταιρείας ANTHIMOS C. NICOLAOU & SONS LTD ημερομ. 28/04/2011 προς την Ενάγουσα, ως Τεκμήριο 13 τιμολόγιο με ημερομ. 01/08/2008 και 7 φύλλα παραγγελίας, ως Τεκμήριο 14 τιμολόγιο ημερομ. 16/03/2009 με 2 φύλλα παραγγελίας, ως Τεκμήριο 15 τιμολόγιο ημερομ. 03/06/2010 με ένα φύλλο παραγγελίας και ως Τεκμήριο 16 δέσμη τεσσάρων επιστολών των λογιστών της Ενάγουσας οι οποίες είχαν υποδειχθεί στον μάρτυρα της Ενάγουσας κατά την αντεξέτασή του.
Αντεξεταζόμενος ισχυρίστηκε ότι ξεκίνησε το 1987 ως υπάλληλος της Εναγόμενης εταιρείας και μεταξύ των καθηκόντων του ήταν να προβαίνει σε πληρωμές προς την Ενάγουσα εκ μέρους της Εναγόμενης εταιρείας. Ερωτηθείς ανέφερε ότι πριν να πληρωθούν τα τιμολόγια ελέγχονταν. Εξήγησε ότι από την έναρξη λειτουργίας της ANTHIMOS C. NICOLAOU & SONS LTD ο κύκλος εργασιών της Εναγόμενης μεταφέρθηκε σε αυτήν και λόγω των οικογενειακών και φιλικών σχέσεων που υπήρχαν με τον διευθυντή της Ενάγουσας αυτός γνώριζε για την συγκεκριμένη μεταφορά. Όσον αφορά την Εναγόμενη εταιρεία, υποστήριξε ότι είχε σταματήσει η συνεργασία της με την Ενάγουσα αφού από το 2008 δεν διατηρούσε οποιοδήποτε προσωπικό. Εξήγησε ότι προκύπτει από τα τιμολόγια η συνεργασία μεταξύ της Ενάγουσας και της ANTHIMOS C. NICOLAOU & SONS LTD. Αρνήθηκε την υποβολή ότι η Εναγόμενη εταιρεία εκτελεί εργασίες ή ότι συνεργάζεται με την Ενάγουσα και επέμενε στη θέση του ότι ο διευθυντής της Ενάγουσας γνώριζε από το 2008 ότι είχαν μεταφερθεί οι εργασίες της Εναγόμενης στη νέα εταιρεία και δεν ανέμενε την επιστολή, το 2011, για να ενημερωθεί. Υποστήριξε ότι για να φανεί η πραγματική εικόνα θα πρέπει να παρουσιαστούν όλες οι αποδείξεις που αφορούν την συνεργασία, πλην όμως προώθησε τον ισχυρισμό ότι υπάρχει σύγχυση αφού στις περισσότερες αποδείξεις καταγράφεται μόνο η λέξη «Anthimos». Επέμενε στη θέση του ότι η Εναγόμενη εταιρεία είχε εξοφλήσει πλήρως τις υποχρεώσεις της και είναι ανορθόδοξο να συνέχισε να προμηθεύεται με μεγάλη ποσότητα υλικών και να μην έχει πληρώσει το υπόλοιπο που αφορούσε χρέος άλλης εταιρείας. Αρνήθηκε την υποβολή ότι το υπόλοιπο της Εναγόμενης ανέρχεται στις €143.752,93.
Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας και οι δύο ευπαίδευτοι συνήγοροι διαβίβασαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις στις οποίες παρέθεσαν τις θέσεις τους. Το Δικαστήριο έχει υπόψη του τις εισηγήσεις τους και θα αναφερθεί σε αυτές όπου κρίνει τούτο απαραίτητο. Σημειώνεται ότι οι προδικαστικές ενστάσεις της Εναγόμενης Εταιρείας, ως καταγράφονται στην Έκθεση Υπεράσπισης της, δεν προωθήθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ - ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Η υπό κρίση υπόθεση θα αποφασιστεί στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Μανώλη (1995) 1 Α.Α.Δ. 207 και Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506), η δε επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη (βλ. Χάρης Χρίστου v. Ευγενία Khoreva (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 455 και Mossa Mohamed Mustafa v. Ανδρέα Κακουρή κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 165). Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Demil Imports Exports v. Ζήνων Κωνσταντινίδης (2011) 1(Α) ΑΑΔ 462:
« Στις αστικές υποθέσεις όπως η παρούσα, η απόδειξη κρίνεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ενώ το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους των εναγόντων, να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους για την αξίωση τους. Η απόσειση του βάρους αυτού, συναρτάται αποκλειστικά με την μαρτυρία η οποία κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη.
Στην υπόθεση Μαρσέλ (πιο πάνω) λέχθηκε ότι «Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι η πιο πιθανή παρά ή αντίθετη, εκείνη δηλαδή, του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και εάν η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά η αντίθετη, εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του.(Βλέπε μεταξύ άλλων Phipson on Evidence, 14th Edition, par.4-38 και Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 614.)».
Η γενική αρχή σε μια πολιτική υπόθεση είναι ότι ο ενάγων έχει το γενικό βάρος να αποδείξει, στο μέτρο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι η δική του εκδοχή γεγονότων είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι. Σχετική είναι η απόφαση Χρυσάνθη Χρυσάνθου και Σταύρος Φραντζή ν. Αντρέα Φραντζή (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1295.
Αναφορά γίνεται και στο Σύγγραμμα των Τ. Ηλιάδη & Ν. Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης» όπου, στη σελίδα 196 και επέκεινα, διαβάζονται τα ακόλουθα:
« Στις πολιτικές υποθέσεις, η επιτυχία της αγωγής εξαρτάται από το αν ο ενάγων θα παρουσιάσει επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία με την αναγκαία αποδεικτική βαρύτητα ώστε να ικανοποιήσει το εφαρμοζόμενο βάρος απόδειξης. Το επίπεδο απόδειξης είναι αυτό του ισοζύγιου των πιθανοτήτων.».
Για το θέμα της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, αναφορά μπορεί να γίνει και στην ανάπτυξη του θέματος στο βιβλίο των Σάντη - Ηλιάδη, Δίκαιο της Απόδειξης, εκδ. 2014, Κεφάλαιο 3, IB. Η θετική εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο ο μάρτυς που καταθέτει αποτελεί, σε γενικές γραμμές, στοιχείο εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του. Η αξιοπιστία αποτελεί έννοια πολυσήμαντη. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, η μνήμη του, οι αντιδράσεις του (κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες), ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητά του και η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση (βλ. Κεντρική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Ηροδότου (2013) 1 Α.Α.Δ. 1166, C. & A. Pelekanos Associates Limited ν. Πελεκάνου (1999) 1(B) Α.Α.Δ. 1273).
Στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει με προσοχή και τους δύο μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως. Αξιολόγησε τη μαρτυρία τους με βάση το περιεχόμενο, ποιότητα και σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία καθοδηγούμενο από σειρά παραγόντων που είναι αδύνατο να καταγραφούν εξαντλητικά. Τέτοιοι παράγοντες είναι, μεταξύ άλλων, η σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους και η ύπαρξη σε αυτές υπερβολών ή ουσιαστικών αντιφάσεων, η λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής τους, η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης στην υπόθεση, οι ευκαιρίες που είχαν να αντιληφθούν τα διαδραματισθέντα, η μνήμη τους και οι λόγοι που είχαν να ενθυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία καταθέτουν.
Με τις πιο πάνω αρχές κατά νου, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Η μαρτυρία που προσφέρθηκε από τον Φώτη Ιωάννου, ενός εκ των διευθυντών της Ενάγουσας εταιρείας, είχε πολλά κενά και ασυνέπειες. Επιπρόσθετα, δεν συνδεόταν με την πραγματική μαρτυρία που ο ίδιος προσκόμισε. Αξιώνεται το ποσό των €144.799,48, στο οποίο ο ίδιος ενίοτε στη μαρτυρία του προώθησε, πλην όμως στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι είχε συμφωνηθεί, ως οφειλόμενο, το ποσό των €103.459, ενώ σε επιστολή της ίδιας της Ενάγουσας προς την Εναγόμενη ημερομηνίας 27/06/2011 καταγράφεται ως οφειλόμενο το ποσό των €97.474,03. Δεν μπορούσε ο ίδιος να δικαιολογήσει τη διαφορά μεταξύ αυτού του ποσού που αξιώθηκε, του κατ΄ισχυρσιμό συμφωνηθέντος ποσού και του καθορισθέντος ως οφειλόμενου. Παρά τις παραδοχές του ότι υπήρχαν λάθη στις καταστάσεις λογαριασμού, ότι είχαν απολεσθεί τα τιμολόγια 1992-1996 και του 2001, ότι σε κάποια τιμολόγια το ποσό είναι διαφορετικό από αυτό που καταγράφεται στην κατάσταση λογαριασμού και ότι κάποια τιμολόγια καταγράφουν μεγαλύτερα ποσά, επέμενε στη θέση του ότι το οφειλόμενο ανέρχεται στις €143.752,93 παρά το γεγονός ότι παραδέχθηκε ότι και η απόδειξη πληρωμής, Τεκμήριο 4, ήταν λανθασμένη. Η δικαιολογία του, για την εμμονή του στο συγκεκριμένο ποσό ήταν ότι το ποσό είχε καθοριστεί από το λογιστήριο. Το γεγονός ότι το λογιστήριο είχε κάνει λάθη, τα οποία ο ίδιος είχε παραδεχθεί, στα τιμολόγια και στις αποδείξεις πληρωμής, δεν φάνηκε να τον προβληματίζει. Βέβαια ο ίδιος μείωσε το ποσό που αξιώνεται κατά €1.046,55 για να αντικατοπτρίζει αυτές τις διαφοροποιήσεις, παρά το γεγονός ότι αν προσθέσεις την διαφοροποίηση, όπως ο ίδιος την περιγράφει στην παράγραφο 24 της δήλωσής του, Έγγραφο 1, οι λανθασμένες χρεώσεις ανέρχονται σε ποσό κατά πολύ μεγαλύτερο από τα €1.046,55. Προώθησε τη θέση ότι σε σχέση με τα τιμολόγια που δεν ανευρέθηκαν υπάρχουν οι παραγγελίες που γράφουν και τα ονόματα των δουλειών στις οποίες τοποθετήθηκαν τα προϊόντα. Οι συγκεκριμένες όμως παραγγελίες δεν κατατέθηκαν. Κατατέθηκαν, ως Τεκμήριο 6, οι παραγγελίες που αφορούσαν το 2001 οι οποίες δεν κατέγραφαν οποιοδήποτε ποσό. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κανένα από τα 246 τιμολόγια, Τεκμήριο 2 δεν είναι υπογραμμένο. Όσον αφορά τις καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήριο 3, δεν φαίνεται να αποστέλλονταν αφού δεν καταγράφουν διεύθυνση και εν πάση περιπτώσει, δεν δόθηκε τέτοια μαρτυρία, ήτοι ότι αποστέλλονταν. Αρχικά ισχυρίστηκε ότι η Ενάγουσα συναλλασσόταν μόνο με την Εναγόμενη και στη συνέχεια δεν μπορούσε να θυμηθεί κατά πόσο υπήρχε συνεργασία με την εταιρεία ANTHIMOS C. NICOLAOU & SONS LTD. Οι θέσεις του καταρρίφθηκαν από το περιεχόμενο των Τεκμηρίων που ο ίδιος κατέθεσε. Από τα Τεκμήρια φαίνεται να υπήρχαν συναλλαγές με τρείς διαφορετικές οντότητες, Τεκμήριο 6.
Ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν μπορούσε να εξηγήσει με ποια εταιρεία συνεργαζόταν η Ενάγουσα, πλην όμως επέμενε στη θέση του ότι τα λογιστήρια συμφωνούσαν τα υπόλοιπα. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, γεννάται το ερώτημα γιατί δεν υπάρχει οποιοδήποτε έντυπο υπογραμμένο, ιδιαίτερα τα έντυπα του Τεκμηρίου 16 που φαίνεται να προέρχονται από τους ελεγκτές της Ενάγουσας, τα οποία καθορίζουν τα οφειλόμενα ποσά. Αν όντως είχαν συμφωνηθεί τα οφειλόμενα, θα υπήρχε κάποιο από όλα αυτά τα έγγραφα υπογεγραμμένο. Ο ίδιος δεν εξήγησε τις καταστάσεις λογαριασμού, Τεκμήριο 3, οι οποίες μεταξύ τους δεν συμφωνούν αφού αν κάποιος εξετάσει την χειρόγραφη κατάσταση λογαριασμού για το 1995 καταγράφει ως υπόλοιπο το ποσό των 1.622.72, χωρίς να καθορίζεται το νόμισμα. Στη μεταφορά του, στην κατάσταση λογαριασμού του ηλεκτρονικού υπολογιστή το ποσό εκ μεταφοράς, για το 1995, είναι 534.81. Δεν προσέφερε οποιαδήποτε διευκρίνηση ο μάρτυρας και αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα, υπάρχουν και άλλα. Πώς καθορίστηκε το υπόλοιπο για τα χρόνια που δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε τιμολόγια, ήτοι 1992 μέχρι 1996, δεν αναφέρθηκε. Αν προστεθούν τα ποσά στη δέσμη τιμολογίων που κατατέθηκε, δεν συμποσούνται στο ποσό που κατ΄ισχυρισμό οφείλεται. Υπάρχουν σωρεία αναπάντητα ερωτήματα ενώ το οφειλόμενο ποσό παρέμεινε αδιευκρίνιστο.
Όλες αυτές οι διαπιστώσεις απογυμνώνουν την μαρτυρία του από οποιαδήποτε αξιοπιστία και την καθιστούν ακροσφαλή για την εξαγωγή οποιωνδήποτε ασφαλών ευρημάτων και συμπερασμάτων.
Ο μάρτυρας της Εναγόμενης Εταιρείας ήταν σταθερός στις θέσεις του. Απέδειξε τον ισχυρισμό του ότι η Εναγόμενη δεν δραστηριοποιείτο μετά το τέλος του 2007 με την προσκόμιση εγγράφων τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν. Οι θέσεις του ότι τα τιμολόγια που παρουσιάστηκαν δεν αντικατοπτρίζουν τα συμφωνηθέντα ποσά και ότι ουδέποτε στάλθηκαν στην Εναγόμενη καταστάσεις λογαριασμού δεν αμφισβητήθηκαν αφού δεν αντεξετάστηκε. Ούτε και για τη θέση που προέβαλε ότι πληρωμές που έχουν γίνει δεν έχουν πιστωθεί αντεξετάστηκε με αποτέλεσμα να παραμείνουν αλώβητοι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί του και να ρίψουν περαιτέρω σκιές στη μαρτυρία της Ενάγουσας.
Ως εκ της αξιολόγησης της προφορικής αλλά και της πραγματικής μαρτυρίας, δεν μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα αναφορικά με το οποιοδήποτε ποσό οφείλεται, αλλά ούτε και μπορεί να καθοριστεί από ποια εταιρεία οφείλεται. Αυτό που προκύπτει είναι ότι πράγματι υπήρχε συνεργασία μεταξύ των δύο εταιρειών μέχρι το τέλος του 2007. Το 2008 φαίνεται να υπήρχε σύγχυση με ποια εταιρεία υπήρχε συνεργασία και εκδίδονταν τιμολόγια και αποδείξεις σε διαφορετικές οντότητες, Τεκμήρια 2, 4, 12, 13 και 14. Λόγω της σύγχυσης, των λαθών και της απώλειας των τιμολογίων, δεν μπορεί να εξαχθεί κανένα ασφαλές συμπέρασμα για οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Σύμφωνα με τη νομολογία, οι λογαριασμοί εμπορευομένου δεν αποτελούν αφ’ εαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν, εφόσον τα γεγονότα που απεικονίζουν πρέπει να αποδειχθούν μέσω αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας. Στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί γεγονότα που θα μπορούσαν να προσμετρήσουν ως αποδεικτικά της υπόθεσης, δεν εγείρεται ζήτημα βάρους απόδειξης το οποίο εγείρεται μόνο όπου αποδεικνύονται γεγονότα που τείνουν να υποστηρίξουν την απαίτηση (βλ. D. & G. Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Limited (1999) 1(A) Α.Α.Δ. 263, A.L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 156).
Η απλή δήλωση περί χρέους της άλλης πλευράς βέβαια, χωρίς οτιδήποτε που να το τεκμηριώνει, δεν συνιστά τίποτε περισσότερο από ένα απλό ισχυρισμό που στερείται αποδεικτικής αξίας και είναι για το λόγο αυτό που η νομολογία επιβάλλει όπως σε υπόθεση αυτής της φύσης, απαιτείται θετική μαρτυρία, με την οποία να αποδεικνύονται οι εγγραφές του επίδικου λογαριασμού (βλ. μεταξύ άλλων Χαράλαμπος Κρασάρης ν. Cyprus Investment & Securities Coorporation Ltd (2015) 1 Α.Α.Δ. 1651 και D. & G. Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Limited (ανωτέρω)).
Πολύ πρόσφατα στην απόφαση Eurofresh Transport Ltd v. Cypra Ltd Πολ. Εφ.299/16 ημερ. 18/02/2025, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε τις αρχές. Διαβάζονται τα ακόλουθα:
« Eίναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι η υπό κρίση περίπτωση αφορούσε σε απαίτηση για υπόλοιπο λογαριασμού. Δεν ήταν περίπτωση απαίτησης επί τη βάσει εκκαθαρισμένου λογαριασμού (account stated). Η ύπαρξη του χρέους ήταν εκείνο που η Εφεσείουσα βαρύνετο να αποδείξει παρουσιάζοντας μαρτυρία αναφορικά με τις καταγραφές στις Καταστάσεις Λογαριασμού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εντόπισε την εν λόγω διάκριση, επισημαίνοντας τη διαφορά που υπάρχει στη στοιχειοθέτηση απαίτησης βασισμένης σε εκκαθαρισμένο λογαριασμό και τα κριτήρια για την απόδειξη της από εκείνη η οποία είναι βασισμένη σε υπόλοιπο λογαριασμού.
Όπως υπογραμμίστηκε στην υπόθεση Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Κυριάκου κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 1628:
«Μια κατάσταση λογαριασμού δεν αποτελεί αφ' εαυτής απόδειξη των όσων καταγράφονται, (βλ. D and G Products Ltd v. Premixco Asphalting Company Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 263 και Παναγιώτης Μαστρής Λτδ v. Επιπλώσεις Λάσκο Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ 728). Τα γεγονότα που φέρεται να αναπαραγάγει, σε περίπτωση αμφισβήτησης, καθίστανται επίδικα και θα πρέπει απαρέγκλιτα να αποδειχθούν (βλ. A.I. Mantovani & Sons Ltd v. Christie Travel & Tourism Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 156, Marketrends Insurance Ltd v. Μιχαήλ κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 734) και Marketrends Finance Ltd v. Ξενοφώντος (2009) 1 Α.Α.Δ. 1418). Με άλλα λόγια οι εκάστοτε καταχωρήσεις σε ένα λογαριασμό, είτε πρόκειται για χρεώσεις είτε για πιστώσεις (με εξαίρεση αποδεδειγμένο λογαριασμό-account stated), θα πρέπει να αποδειχθούν μία προς μία, ούτως ώστε να επαληθευτεί στο τέλος πως η εικόνα που εκπέμπει η κατάσταση λογαριασμού είναι αυθεντική και ακριβής.»
Όπως, επίσης, τονίσθηκε στην υπόθεση A. L. Mantovani & Sons Ltd v. Christis Travel & Tourism Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 156:
«Οι λογαριασμοί εμπορευομένου δεν αποτελούν αφεαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν. Τα γεγονότα που απεικονίζουν πρέπει να αποδειχθούν. ... ... ... ... ... ... ... Στην απουσία παραδεκτής μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί γεγονότα που θα μπορούσαν να προσμετρήσουν ως αποδεικτικά της υπόθεσης, δεν εγείρεται ζήτημα βάρους απόδειξης. Τέτοιο θέμα μπορεί να εγερθεί μόνο όπου αποδεικνύονται γεγονότα που τείνουν να υποστηρίξουν την απαίτηση.»».
Καθοδηγούμενο το Δικαστήριο από τις αρχές που έχουν καθιερωθεί από την νομολογία και λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση της προσκομισθείσας από την Ενάγουσα Εταιρεία μαρτυρίας, καταλήγει στην απόρριψη της αγωγής. Ο μάρτυρας της Ενάγουσας κ. Ιωάννου δεν μπορούσε να εξηγήσει με ποιόν συνεργαζόταν η Ενάγουσα και ούτε μπορούσε να εξηγήσει τη διαφοροποίηση των ποσών. Με αυτά τα δεδομένα, η αγωγή δεν μπορεί να πετύχει.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, η Αγωγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της Εναγόμενης Εταιρείας, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) …………………………………….
Ε. Γεωργίου - Αντωνίου, Π.Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο