
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 2970/19
Μεταξύ:
1. ΧΑΡΙΤΟΣ ΧΑΡΙΤΟΥ
2. ΙΩΑΝΝΑ ΦΙΛΟΚΥΠΡΟΥ
Ενάγοντες
v.
1. Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ
2. Κώστας Φραντζής ως διαχειριστής και/ή εκκαθαριστής της εταιρείας Haricon Ltd
Εναγόμενοι
---------------------------------
Αίτηση ημερομηνίας 07/08/2024
για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 20 Μαρτίου, 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Ενάγοντες-Αιτητές: κα Φυλακτού, για Μιχάλης Βορκάς και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενους 1-Καθ’ ων η αίτηση: κα Σπηλιωτοπούλου, για Ηλίας Νεοκλέους και Σια Δ.Ε.Π.Ε.
Για Διαχειριστή-Εκκαθαριστή : κ. Αγαθοκλέους, για Γερολέμου - Αγαθοκλέους & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την αίτησή τους οι Ενάγοντες-Αιτητές, ζήτησαν άδεια από το Δικαστήριο για να τους επιτραπεί η καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης από τον Ενάγοντα 1, προς υποστήριξη της αίτησης ημερομ. 20/03/2024 με την οποία εκδόθηκαν απαγορευτικά διατάγματα μονομερώς.
Νομική βάση για την αίτηση αποτέλεσαν οι Δ.6, Δ.9 θ.θ.10 και 12, Δ.16 θ.9, Δ.19 θ.θ.1, 2, 10-13 και 26, Δ.21, Δ.27, Δ.39 θ.θ.1-21, Δ.48 θ.θ.1 - 9, Δ.55, Δ.59 και Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, τα άρθρα 2, 21, 22, 29 και 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου, τα άρθρα 4, 5 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, τα άρθρα 73-78 του περί Δήμων Νόμου, το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, το Άρθρο 30 του Συντάγματος, η νομολογία, οι γενικές και συμφυείς εξουσίες και η πρακτική του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα προς υποστήριξη του αιτήματος παρατίθενται σε ένορκη δήλωση της Κλαίρης Νικολαΐδου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους Ενάγοντες - Αιτητές. Δηλώνει ότι έχει εξουσιοδοτηθεί στην κατάρτιση της συγκεκριμένης ένορκης δήλωσης και ότι γνωρίζει τα γεγονότα. Εξηγεί ότι με την αίτηση, ημερομηνίας 20/03/2024, οι Ενάγοντες - Αιτητές επιζητούν την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ακυρώνεται ο πλειστηριασμός του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/[ ], Φ./Σχ.37/46, Τμ.0, Τεμ. [ ] στην τοποθεσία Βουνούς στην Κυπερούντα και του πλειστηριασμού του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 4/[ ], Φ./Σχ.21/60Ε24, Τεμ.[ ], στον Δήμο Έγκωμης στην Λευκωσία.
Σε σχέση με το αίτημα, δηλώνει ότι η ανάγκη για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης προέκυψε από το περιεχόμενο της Ένστασης της Εναγομένης 1-Καθ’ ης η αίτηση, καθώς επίσης και από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της κας Μαρίας Ζένιου που την συνοδεύει. Καταγράφει ότι στις 26/03/2024 εκδόθηκε μονομερώς διάταγμα το οποίο απαγορεύει στην Εναγόμενη 1-Καθ’ ης η αίτηση 1 την πώληση και ή τον πλειστηριασμό των ακινήτων με αριθμό εγγραφής 0/[ ], Φ./Σχ. 37/46, Τμήμα 0, Τεμάχιο [ ] στην τοποθεσία Βούνους στην Κυπερούντα και με αριθμό εγγραφής 4/[ ], Φ./Σχ.21/60Ε24, Τεμ.[ ], στον Δήμο Έγκωμης στην Λευκωσία. Υποστηρίζει ότι εκδόθηκαν στην απουσία των Εναγόντων - Αιτητών διαιτητικές αποφάσεις και ακολούθως, το 2000 μέχρι το 2003, η εταιρεία Haricon Ltd, η οποία ανήκει στον Ενάγοντα 1 - Αιτητή, εκκαθαρίστηκε δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου. Ως εκκαθαριστής είχε διοριστεί ο Εναγόμενος 2 - Καθ’ ου η αίτηση 2 και παρά τις πολλές προσπάθειες από μέρους των Εναγόντων - Αιτητών ώστε να εξευρεθεί λύση για να εξοφληθούν τα δάνεια, κάθε προσπάθεια καθίστατο άκαρπη λόγω της άρνησης του γραμματέα της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Κυπερούντας κ. Αντώνη Ιωάννου. Μετά την καταχώριση της αίτησης ημερομ. 20/03/2024, περιήλθε στην αντίληψη των Εναγόντων-Αιτητών ότι για τα συγκεκριμένα ακίνητα είχαν καταχωριστεί οι Γενικές Αιτήσεις 183/01 και 177/01, οι οποίες αφορούσαν την εγγραφή και εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων που είχαν εκδοθεί το 2000. Όταν αποτάθηκαν στο Πρωτοκολλητείο για να διαπιστώσουν κατά πόσο είχαν ανανεωθεί οι συγκεκριμένες διαιτητικές αποφάσεις, ενημερώθηκαν ότι οι φάκελοι των δύο Γενικών Αιτήσεων είχαν καταστραφεί το 2014 και ως εκ τούτου δεν μπορεί να διαπιστωθεί κατά πόσο λήφθηκε άδεια του Δικαστηρίου για την ανανέωση και ή εκτέλεση των συγκεκριμένων διαιτητικών αποφάσεων. Από ενημέρωση που είχε ο Αιτητής 1-Ενάγοντας από την Καθ’ ης η αίτηση 1 - Εναγόμενη το 2007, η Καθ’ ης η αίτηση 1- Εναγόμενη αιτήθηκε την παράταση εγγραφής των ΜΕΜΟ ΕΒ407/01, ΕΒ444/01, ΕΒ451/01 και ΕΒ400/01 για 2 έτη και εκδόθηκε σχετικό διάταγμα στις 23/03/2007. Όμως δεν λήφθηκαν οποιαδήποτε διαβήματα για εκτέλεση της απόφασης που αφορούσε την υποθήκη Υ10486/96 και ούτε λήφθηκαν οποιεσδήποτε περαιτέρω ενέργειες για εκτέλεση απόφασης. Κατά συνέπεια, είναι ο ισχυρισμός της Ομνύουσας, ότι η ισχύς της απόφασης έχει εκπνεύσει.
Ισχυρίζεται ότι η Καθ’ ης η αίτηση 1 - Εναγόμενη κωλύεται ή και προχώρησε παράνομα στις διαδικασίες πλειστηριασμού των συγκεκριμένων ακινήτων αφού δεν προέβη στην εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων εντός της περιόδου που αυτές βρίσκονταν σε ισχύ. Υποστηρίζει πως είναι επιβεβλημένη η παραχώρηση άδειας για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης εκ μέρους του Αιτητή 1 - Ενάγοντα για να μπορεί ο ίδιος να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου την ολοκληρωμένη εικόνα των επίδικων θεμάτων που αφορούν τους ελλιπείς και παραπλανητικούς ισχυρισμούς που καταγράφονται στην ένορκη δήλωση των Καθ’ ων η αίτηση - Εναγομένων. Κατά τη δική της άποψη δεν πρόκειται για ανεπίτρεπτη μαρτυρία, ούτε για επανάληψη των αρχικών ισχυρισμών, αλλά για διευκρινίσεις και ισχυρισμούς που η πλευρά των Αιτητών - Εναγόντων επιθυμεί να προβάλει για να έχει το Δικαστήριο ενώπιον του την ολοκληρωμένη εικόνα καθώς και όλα τα ουσιώδη και σχετικά γεγονότα της υπόθεσης. Τα πραγματικά γεγονότα, είναι η θέση της, απέχουν κατά πολύ από αυτά που καταγράφει η κα Ζένιου στην ένορκη δήλωσή της.
Η συγκεκριμένη αίτηση αντιμετωπίστηκε με την καταχώριση ένστασης από την Καθ’ ης η Αίτηση 1 - Εναγόμενη, στην οποία κατέγραψε δεκαέξι (16) λόγους ενστάσεως, οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν σε συντομία ως ακολούθως: Ότι η αίτηση είναι γενική ή και αόριστη ή και κατά νόμο και ουσία αβάσιμη ή και παράτυπη. Ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου και της νομολογίας για την έκδοση του διατάγματος. Ότι δεν αποκαλύπτεται ούτε τεκμηριώνεται «καλός λόγος» για παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Ότι η αντίκρουση ισχυρισμών ή και λόγων ένστασης οι οποίοι προβλήθηκαν από την Καθ’ ης η αίτηση είναι η φυσιολογική συνέπεια των ισχυρισμών που οι ίδιοι οι Αιτητές προέβαλαν στην ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την κυρίως αίτηση ημερομ. 20/03/2024. Ότι το απαγορευτικό διάταγμα που εκδόθηκε στις 26/03/2024 δεν επιτρέπει την προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας. Ότι οι ισχυρισμοί που οι Αιτητές επιθυμούν να προβάλουν με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση ήταν εξ αρχής σε γνώση τους ή και εύλογα αναμένεται πως τους γνώριζαν πριν την καταχώριση της κυρίως αίτησης ημερομ. 20/03/2024. Ότι οι Αιτητές δεν προσέρχονται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια γιατί επιδιώκουν τη συμπλήρωση ηθελημένου κενού που άφησαν στην κυρίως αίτηση. Ότι τα γεγονότα που επιθυμούν να εισάγουν με την προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση δεν είναι ουσιώδη και αναγκαία για να εξετάσει ή και αποφασίσει το Δικαστήριο εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης ή και οριστικοποίησης ενδιάμεσων διαταγμάτων ημερομ. 26/03/2024. Ότι οι ισχυρισμοί που καταγράφονται στην προτιθέμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση δεν άπτονται της ουσίας της κυρίως αίτησης ημερομ. 20/03/2024. Ότι το πραγματικό υπόβαθρο είναι ανεπαρκές ή και αναληθές και δεν δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Ότι η αίτηση παραγνωρίζει το γεγονός ότι η διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος δεν προσφέρεται για εξέταση των αμφισβητούμενων γεγονότων. Ότι επιδιώκεται η αλλοίωση του πραγματικού υποβάθρου στο οποίο βασίστηκε το Δικαστήριο για την έκδοση των διαταγμάτων ημερομ. 26/03/2024. Ότι η αίτηση είναι κακόπιστη ή και καταχρηστική και ότι τυχόν άδεια για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ενδέχεται να δημιουργήσει την ανάγκη περαιτέρω απάντησης εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση.
Η νομική βάση της Ένστασης είναι πανομοιότυπη με αυτή της Αίτησης και το Δικαστήριο δεν προτίθεται να την επαναλάβει.
Τα γεγονότα που υποστηρίζουν την ένσταση παρατίθενται σε ένορκη δήλωση της Μαρίας Ζένιου, Λειτουργού στην υπηρεσία της εταιρείας doValue Cyprus Ltd. Η ίδια δηλώνει εξουσιοδοτημένη στην κατάρτιση της και υποστηρίζει ότι η Καθ’ ης η αίτηση 1 καταχώρισε ειδοποίηση Ένστασης στην κυρίως αίτηση στις 11/07/2024, η οποία συνοδευόταν από δική της ένορκη δήλωση ημερομ. 10/07/2024. Αναγνωρίζει ότι η παραχώρηση άδειας καταχώρισης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η οποία ασκείται στη βάση των γεγονότων που τίθενται ενώπιον του, καθώς επίσης και ότι ο αιτητής έχει το βάρος απόδειξης να καταδείξει την ύπαρξη «καλού λόγου». Ως έλαβε συμβουλή από τους δικηγόρους της Εναγόμενης 1 - Καθ’ ης η αίτηση δεν δίδεται άδεια για συμπληρωματική ένορκη δήλωση σε περιπτώσεις που το Δικαστήριο έχει ήδη δώσει θεραπεία με μονομερή αίτηση και ο αιτητής επιχειρεί να επανορθώσει παράλειψη με σκοπό να μεταβάλει ή να αλλοιώσει την εικόνα που είχε αρχικά δοθεί στο Δικαστήριο. Στην υπό κρίση υπόθεση τα απαγορευτικά διατάγματα εκδόθηκαν μονομερώς στη βάση της μαρτυρίας της ένορκης δήλωσης της κας Χαρίτου και το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει την ορθότητα των μονομερώς εκδοθέντων διαταγμάτων ημερομ. 26/03/2024 σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαν τεθεί υπόψη του κατά το στάδιο της έκδοσής του. Η εισαγωγή ισχυρισμών που παρατίθενται στην προτιθέμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση θα μεταβάλει την εικόνα που δόθηκε αρχικά στο Δικαστήριο και θα αλλοιώσει ή και τροποποιήσει τα γεγονότα πάνω στα οποία είχε βασιστεί το Δικαστήριο για την έκδοση του συγκεκριμένου διατάγματος αφού με την προτιθέμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση οι Αιτητές επιχειρούν να εισάγουν νέα επιχειρήματα προς υποστήριξη της κυρίως αίτησης. Είναι η θέση της ότι οι Αιτητές επιχειρούν να διορθώσουν την παράλειψη τους να συμπεριλάβουν ή και αναπτύξουν τα ζητήματα που αφορούν την ανανέωση των διαιτητικών αποφάσεων και την παραχώρηση άδειας για εκτέλεση τους κατά την καταχώριση της αίτησης για έκδοση διαταγμάτων μονομερώς. Προωθεί τη θέση ότι οι ισχυρισμοί που καταγράφονται στις παραγράφους 4 - 8 της προτιθέμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης δεν περιλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση που υποστήριξε την αίτηση για έκδοση των απαγορευτικών διαταγμάτων μονομερώς.
Σε σχέση με τα γεγονότα καταγράφει ότι οι Διαιτητικές αποφάσεις που γράφτηκαν δυνάμει των Γενικών Αιτήσεων 183/01 και 177/01 εξασφαλίζονταν από τις υποθήκες Υ8540/96 και Υ10486/96, ότι οι συμφωνίες των γραμματίων, τα οποία εξασφαλίζονταν με τις συγκεκριμένες υποθήκες, είχαν υπογραφτεί από τους Αιτητές και αυτοί είχαν πλήρη γνώση ότι οι λογαριασμοί εξασφαλίζονταν από τις δύο υποθήκες. Παράλληλα, οι Αιτητές εκπροσωπούνταν από δικηγόρο κατά την έκδοση των Διαιτητικών αποφάσεων, οπόταν εύλογα γεννάται το ερώτημα, πώς επικαλούνται έλλειψη γνώσης της έκδοσής τους. Όμως, ακόμα και στην περίπτωση που δεν ήταν σε πλήρη γνώση των Αιτητών η έκδοση των αποφάσεων, εύλογα αναμένετο ότι θα τις εντόπιζαν πριν την καταχώριση της αίτησης για έκδοση των μονομερών διαταγμάτων. Ο ίδιος ο Αιτητής 1-Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι είχε επικοινωνία με την Καθ’ ης η αίτηση 1-Εναγόμενη από το 2007 και ως εκ τούτου γνώριζε τα γεγονότα πριν την καταχώριση της κυρίως αίτησης. Ισχυρίζεται ότι τα γεγονότα ήταν από την αρχή σε γνώση των Αιτητών-Εναγόντων και ότι τα ζητήματα που επιχειρούν να εισάγουν ήταν γνωστά σε αυτούς πριν την καταχώριση της αίτησης για έκδοση των μονομερών διαταγμάτων.
Προωθεί τη θέση ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος δεν είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης αφού οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση είναι άσχετοι με την ουσία της κυρίως αίτησης και δεν αποτελούν ουσιώδη και αναγκαία γεγονότα τα οποία το Δικαστήριο πρέπει να έχει ενώπιον του για να αποφασίσει την τύχη της αίτησης για έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων. Ως εκ τούτου, οι Αιτητές δεν έχουν αποκαλύψει ή και καταδείξει ή και τεκμηριώσει καλό λόγο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς όφελος τους.
Και οι δύο ευπαίδευτες συνήγοροι προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις με την κατάρτιση εμπεριστατωμένων και πολύ υποβοηθητικών για το Δικαστήριο αγορεύσεων. Παράλληλα, επέσυραν, δια ζώσης, την προσοχή του Δικαστηρίου στα σημεία που οι ίδιες θεωρούσαν σημαντικά. Το Δικαστήριο έχει υπόψη του το περιεχόμενο και των δύο αγορεύσεων και θα αναφερθεί σ’ αυτό όπου κρίνει τούτο απαραίτητο.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι είχαν εκδοθεί Διαιτητικές αποφάσεις σε σχέση με τις τραπεζικές διευκολύνσεις που είχαν παραχωρηθεί στην εταιρεία Haricon Ltd, της οποίας κύριος μέτοχος και διευθυντής είναι ο Ενάγοντας 1 - Αιτητής, από την ΣΠΕ Κυπερούντας, η οποία συγχωνεύτηκε και τα δικαιώματά της μεταφέρθηκαν τελικά στην ΣΕΔΙΠΕΣ. Προκύπτει ότι είχε επιβαρυνθεί περιουσία της εταιρείας Haricon Ltd και της Ενάγουσας 2 προς εξασφάλιση των συγκεκριμένων τραπεζικών διευκολύνσεων. Ο Αιτητής 1-Ενάγοντας προσπάθησε να διευθετήσει τις συγκεκριμένες οικονομικές υποχρεώσεις περί το 2013. Με την αγωγή τους οι Ενάγοντες 1 και 2 αξιώνουν την υλοποίηση της, κατά τον δικό τους ισχυρισμό, συμφωνίας διευθέτησης που είχε επιτευχθεί και την απόδοση ειδικών αποζημιώσεων για την μη υλοποίησή της. Στις 20/03/2024 καταχωρίστηκε από τους Ενάγοντες μονομερής αίτηση για έκδοση διαταγμάτων με τα οποία να απαγορεύεται στον Καθ’ ου η αίτηση 1-Εναγόμενο να πωλήσει τα ακίνητα με αρ. Εγγραφής 0/[ ], Φ./Σχ.37/46, Τμ.[ ] στην Κυπερούντα και με αρ. Εγγραφής 4/[ ], Φ./Σχ.21/60Ε24, Τεμ.[ ]. Η συγκεκριμένη αίτηση υποστηρίχθηκε από την ένορκη δήλωση του Χαρίτου Χαρίτου, Ενάγοντα 1, ο οποίος παρέθεσε τις θέσεις του σε 18 σελίδες. Το Δικαστήριο, με άλλη σύνθεση, στις 26/03/2024 εξέδωσε μονομερώς τα απαγορευτικά διατάγματα καταγράφοντας ότι είχε ικανοποιηθεί ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την έκδοσή τους. Καταχωρίστηκε ένσταση και η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση αρχικά στις 17/06/2024, στις 02/07/2024 και ακολούθως στις 17/09/2024. Όμως στο μεταξύ, στις 07/08/2024, καταχωρίστηκε η υπό κρίση αίτηση.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Όσον αφορά το θέμα της καταχώρισης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, η Δ.48 θ.4(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, όπως τροποποιήθηκε το 1999, είναι σχετική και διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
« Το Δικαστήριο ή Δικαστής μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο να επιτρέψει την καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρουμένης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39.».
Ανάγνωση της συγκεκριμένης δικονομικής πρόνοιας οδηγεί στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι πέραν της αρχικής ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση δια κλήσεως ή την Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης, το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Ήτοι, δίδεται στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια, στην περίπτωση που καταδειχθεί «καλός λόγος» από τον διάδικο που το ζητά, όπως παράσχει άδεια για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Η εξουσία, επομένως, η οποία προβλέπεται από τη Δ.48 θ.4(2) είναι διακριτικής φύσεως και ασκείται στη βάση των γεγονότων που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου και τα οποία θα πρέπει να αποκαλύπτουν την αναγκαιότητα για την παροχή της αιτούμενης άδειας για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση, στο πλαίσιο αυτό, του τι είναι δίκαιο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Τι συνιστά «καλό λόγο» έχει ερμηνευθεί στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μαρία Κόκκινου v. Κυριάκου Κόκκινου (2016) 1 Α.Α.Δ. 2523, στην οποία επισημάνθηκε ότι:
« «καλός λόγος» προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.».
Καθοδηγητικά είναι επίσης και τα όσα καταγράφονται επί του θέματος από τον έντιμο κ. Ναθαναήλ, Π.Ε.Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Mathew Shaw κ.ά. ν. Depha Investment Bank Ltd Αρ. Αγ. 8869/05, ημερ. 28/02/2007:
« Στόχος της αναμόρφωσης του θ.4 της Δ.48 με την Κ.Δ.Π. 5/99 ημερομηνίας 23/12/99, ήταν να αποφευχθούν τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την ερμηνεία που δόθηκε στον προηγούμενο θεσμό από νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ...
Προσεκτική ανάγνωση και εξέταση του νέου θεσμού δείχνει, με αναφορά και στα όσα καταγράφονται στην παρ. 1 του θ.4, ότι στόχος της καταχώρισης συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων είναι η ολοκληρωμένη παρουσίαση της αίτησης ή της ένστασης αντίστοιχα ώστε αυτή να οδηγηθεί σε ακρόαση επί του πλήρους φάσματος της διαφοράς. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να αποτελέσει καλό λόγο για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αν ο αιτητής εύλογα αισθάνεται μετά από την καταχώριση της ένστασης, ότι πρέπει να προσθέσει στα γεγονότα που υποστηρίζουν την αίτηση του, ώστε να έχει δυνατότητα επιτυχίας. Άλλη περίπτωση είναι όπου το Δικαστήριο επί μονομερούς αιτήσεως, συνήθως για απαγορευτικό διάταγμα, εγείρει ερωτηματικά ως προς ορισμένα προαπαιτούμενα της έκδοσης απαγορευτικού διατάγματος, οπότε και ο αιτητής δυνατόν να ζητήσει από το Δικαστήριο πριν την τελειωτική εξέταση και απόφαση επί της αιτήσεως του, την καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ώστε να προσθέσει διάφορους ισχυρισμούς και γεγονότα που έχουν σχέση είτε με το επείγον του χρόνου είτε τη γνώση από πλευράς του αιτητή των γεγονότων που οδήγησαν στην διαφορά κ.τ.λ».
Σχετικό είναι και το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση A. Messios & Sons Ltd κ.ά ν. Ανδρέα Λεωνίδα (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 195, η οποία αφορούσε αίτημα το οποίο υποβλήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για επαναφορά έφεσης η οποία είχε απορριφθεί λόγω μη προώθησής της. Τονίστηκαν τα εξής σχετικά και διαφωτιστικά για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για το ζήτημα παραχώρησης άδειας καταχώρισης συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Στην σελίδα 199 διαβάζονται τα εξής:
« Μελετήσαμε με προσοχή τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των εισηγήσεων των δύο πλευρών. Θεωρούμε ότι η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στο δικαστήριο από τις σχετικές δικονομικές πρόνοιες, είναι ορθό και δίκαιο να ασκηθεί, στην προκείμενη περίπτωση υπέρ των εφεσειόντων - αιτητών. Κατά την εκτίμηση μας τα στοιχεία που επιθυμούν να θέσουν ενώπιον του δικαστηρίου, οι εφεσείοντες - αιτητές, με τις δύο ένορκες δηλώσεις για τις οποίες ζητούν την άδεια του δικαστηρίου να καταχωρήσουν, είναι στοιχεία που σχετίζονται με τους ισχυρισμούς και τις θέσεις που πρόβαλε ο εφεσίβλητος-καθ΄ ου η αίτηση στην αρχική του ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης στην αίτηση επαναφοράς της έφεσης. Δεν πρόκειται, κατά την κρίση μας, για ανεπίτρεπτη μαρτυρία ούτε για επανάληψη των αρχικών ισχυρισμών των εφεσειόντων, αλλά για διευκρινίσεις και ισχυρισμούς που είναι επιθυμητό να επιτραπεί στους εφεσείοντες-αιτητές να προβάλουν, ώστε το δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων.».
Η παραχώρηση βέβαια άδειας για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, όπως έχει κατ’ επανάληψη υποδειχθεί από τη νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων, θα πρέπει πάντα να κρίνεται σε συνάρτηση με τη φύση και τις ανάγκες της συγκεκριμένης, κάθε φορά, διαδικασίας. Ως έχει επιβεβαιωθεί στην Κώστα ν. Κώστα (2003) 1 Α.Α.Δ. 269, ο «καλός λόγος» είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την φύση της ενδιάμεσης αίτησης, ως επίσης με το είδος των θεραπειών που αυτή επιδιώκει.
Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για παραχώρηση άδειας για συμπληρωματική ένορκη δήλωση ασκείται με βάση γεγονότα τα οποία τίθενται ενώπιον του. Σημαντικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς διαμόρφωσης της κρίσης του Δικαστηρίου είναι η φύση και οι ανάγκες της διαδικασίας, την οποία η συμπληρωματική ένορκη δήλωση επιδιώκει να εξυπηρετήσει. Δεν παρέχεται άδεια για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης κάθε φορά που υπάρχει διάσταση ως προς τα γεγονότα. Έτσι, δεν παρέχεται άδεια εκεί όπου, ο αιτητής επιθυμεί να επαναλάβει τους αρχικούς του ισχυρισμούς, να προβεί σε στείρα άρνηση ή απόρριψη των ισχυρισμών του αντιδίκου, να προβάλει νομική επιχειρηματολογία ή εκεί όπου επιχειρείται η εισαγωγή ανεπίτρεπτης μαρτυρίας (βλ. Κωσταντίνος Δημητριάδης ν. Gordian Holdings Ltd Πολ. Εφ. Ε101/22 ημερ. 05/03/2024).
Προκύπτει από τη νομολογία ότι μπορεί να δοθεί άδεια για να παρασχεθούν διευκρινίσεις, ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων. Είναι ζήτημα, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, των εκάστοτε περιστάσεων σε συνάρτηση και με τη φύση της συγκεκριμένης διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας επιχειρείται να καταχωρηθεί συμπληρωματική ένορκη δήλωση.
Στην υπόθεση Recnex Trading Ltd v. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1A Α.Α.Δ. 866, αναφέρθηκε ότι ζητήματα αμφισβητούμενα θα πρέπει να αφήνονται να ακουστούν κατά την εκδίκαση της ουσίας, ενώ το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφεύγει να προβαίνει σε τελικά συμπεράσματα τα οποία δυνατόν να παραβλάψουν τα δικαιώματα των διαδίκων.
Η υπό κρίση αίτηση θα εξεταστεί και θα κριθεί έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και μη λησμονώντας ότι η αίτηση για έκδοση των συγκεκριμένων διαταγμάτων καταχωρίστηκε μονομερώς και οι Αιτητές είχαν καθήκον πλήρους αποκάλυψης. Θα πρέπει να εξεταστεί πρώτον, κατά πόσον οι Αιτητές επιδιώκουν να συμπληρώσουν ηθελημένα κενά στην αρχική ένορκη δήλωση που συνόδευσε την αίτηση για έκδοση των αιτούμενων απαγορευτικών διαταγμάτων ή να αλλοιώσουν την εικόνα που αρχικά δόθηκε στο Δικαστήριο. Δεύτερον, κατά πόσο οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί δεν θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί.
Αναγιγνώσκοντας το Δικαστήριο την προτιθέμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση, Τεκμήριο 1, διαπιστώνει ότι το περιεχόμενο της επιδιώκει να συμπληρώσει το περιεχόμενο της αρχικής ένορκης δήλωσης. Συγκεκριμένα, στις παραγράφους 5, 6, 7 και 8 της προτιθέμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ο Ενάγοντας 1 αναφέρεται σε γεγονότα που προφανώς ήταν γνωστά στον ίδιο κατά την υποβολή της αίτησης για έκδοση των απαγορευτικών διαταγμάτων, παράγραφος 5 της προτιθέμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ή γεγονότα τα οποία περιήλθαν σε γνώση του μετά από έρευνα, παράγραφοι 6, 7 και 8 της προτιθέμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, η οποία έρευνα δεν καταγράφεται πότε διενεργήθηκε. Όμως προκύπτει από το Τεκμήριο 1 που συνοδεύει την προτιθέμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση ότι οι Ενάγοντες εκπροσωπούνταν από συνήγορο κατά τη διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας.
Είναι προφανές πως δεν υπάρχει οποιοσδήποτε καλός λόγος που να δικαιολογεί την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Το Δικαστήριο αφέθηκε με την εντύπωση ότι οι Ενάγοντες - Αιτητές με έμμεσο τρόπο επιχείρησαν να θέσουν γεγονότα που δεν είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου όταν αποφάσιζε την έκδοση των απαγορευτικών διαταγμάτων μονομερώς, χωρίς να διευκρινίζουν πότε αυτά περιήλθαν σε γνώση τους. Βέβαια διαπιστώνεται, από τα Τεκμήρια 1 και 2 που συνοδεύουν την προτιθέμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ότι οι Ενάγοντες - Αιτητές εκπροσωπούντο κατά την έκδοση των Διαιτητικών αποφάσεων από δικηγόρο.
Έχοντας υπόψιν το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρίστηκαν τόσο προς υποστήριξη της κυρίως αίτησης, καθώς και της ένστασης, αφήνεται η εντύπωση ότι τα μέρη επεκτείνονται σε γεγονότα που αφορούν την ουσία της αγωγής και όχι την ουσία της αίτησης για έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων. Ως προκύπτει από τη νομολογία, είναι περιορισμένο το έργο του Δικαστηρίου σε τέτοιου είδους αιτήσεις αφού το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης, δεν αξιολογεί τη μαρτυρία και δεν καταλήγει σε ευρήματα ή τελικά συμπεράσματα. Στην υπόθεση Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 στην οποία υιοθετήθηκε το σκεπτικό της υπόθεσης Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Οι υποθέσεις εκείνες αφορούσαν απαγορευτικά διατάγματα, όπως η παρούσα, στις οποίες το Δικαστήριο ούτως ή άλλως εμποδίζεται από το να προβεί σε τελικά ευρήματα και συμπεράσματα σε σχέση με τα γεγονότα, που αφήνονται να εξεταστούν κατά την επίλυση της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των δύο πλευρών κατά την ακρόαση.
Η αμφισβήτηση γεγονότων σε διαδικασίες ως η υπό συζήτηση, από μόνη της, δεν φαίνεται να τεκμηριώνει καλό λόγο για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Ούτε η «απάντηση» στις προβαλλόμενες θέσεις της άλλης πλευράς, μπορεί από μόνη της να λειτουργήσει υποστηρικτικά σε αίτημα όπως το υπό συζήτηση. Άλλωστε, στον σχετικό Διαδικαστικό Κανονισμό (Δ.48 θ.4(2)) δεν προβλέπεται η δυνατότητα καταχώρισης απαντητικής ένορκης δήλωσης, παρά μόνο συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης υπό την προϋπόθεση τεκμηρίωσης «καλού λόγου». Μια τέτοια «απάντηση» θα πρέπει πάντα να σκοπεί στη συμπλήρωση τέτοιων γεγονότων και στοιχείων που ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης πραγματικά και ουσιαστικά να απασχολούν και ως εκ τούτου θα πρέπει να τεθούν υπόψη του Δικαστηρίου κατά την εξέταση της. Είναι γι' αυτό το λόγο που με δεδομένο το περιορισμένο αντικείμενο της ενδιάμεσης διαδικασίας, η καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, κατά τρόπο που μέσω της να απαντώνται προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της άλλης πλευράς ή να προσάγεται πρόσθετη μαρτυρία, δεν είναι επιθυμητή, σύμφωνα με το Halsbury's Laws of England, 4η έκδ., Τομ. 24, σελ. 519, παρ. 972, υπό τον τίτλο «No fresh evidence after motion opened».
Διαπιστώνεται πως δεν έχει επεξηγηθεί από τους Ενάγοντες - Αιτητές κατά πόσο τα γεγονότα που επιθυμούν να συμπεριλάβουν μέσω συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης είναι αναγκαία για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας και της επίλυσης των επιδίκων ζητημάτων που την αφορούν, ενώ δεν διευκρινίζεται αν αυτά ήταν γνωστά στους Ενάγοντες - Αιτητές κατά το στάδιο της καταχώρησης της Αίτησης. Τα ζητήματα στα οποία γίνεται αναφορά στην προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση, Τεκμήριο 1, δεν αποτελούν περαιτέρω και αναγκαία επεξήγηση ή διευκρίνιση για σκοπούς πληρέστερης, ολοκληρωμένης και σφαιρικής παρουσίασης των γεγονότων, τέτοιων που θα ήταν χρήσιμες, αναγκαίες ή θα συνέδραμαν το έργο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αίτησης ημερ. 20/03/2024. Έχοντας κατά νουν τις καλά καθιερωμένες αρχές επί του ζητήματος, δεν φαίνεται εκ των πραγμάτων η σκοπούμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση να εξυπηρετεί τον στόχο και τον σκοπό που μπορεί να επιτελέσει σε διαδικασία του συγκεκριμένου είδους και ως εκ τούτου, δεν φαίνεται να δικαιολογείται η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Το Δικαστήριο έχει εξετάσει το παρόν αίτημα στη βάση της κυρίως αίτησης και σε συσχετισμό των εξηγήσεων που δίδονται από τους Ενάγοντες - Αιτητές στην υπό κρίση Αίτηση, οι οποίοι έχουν το βάρος να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι έχουν «καλό λόγο» να καταχωρήσουν συμπληρωματική ένορκη δήλωση.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η παροχή άδειας στους Ενάγοντες - Αιτητές να καταχωρίσουν συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ως το προσχέδιο που επισυνάπτεται και συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση. Ως εκ τούτου, η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα που προκλήθηκαν από την υπό κρίση αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου 1 - Καθ΄ου η αίτηση και εναντίον των Εναγόντων - Αιτητών. Θα είναι καταβλητέα μετά την ολοκλήρωση της εκδίκασης της αίτησης ημερ. 20/03/2024.
(Υπ.) ……………………………………
Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο