Χριστόδουλου Μάρκου κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Αρ. Αγωγής: 6880/15, 6881/15, 6882/15, 16/3/2025
print
Τίτλος:
Χριστόδουλου Μάρκου κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Αρ. Αγωγής: 6880/15, 6881/15, 6882/15, 16/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ε. Γεωργίου - Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 6880/15

Μεταξύ:

Χριστόδουλου Μάρκου

Ενάγοντα

ν.

 

Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Εναγόμενου

ν.

 

Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου

Τριτοδιάδικου

-----------------------------------------

Αρ. Αγωγής: 6881/15

Μεταξύ:

Dermont Achilles Paikkos ως διαχειριστής της

περιουσίας του αποβιώσαντος Χαρίλαου Παΐκκου

Ενάγοντα

ν.

 

Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Εναγόμενου

ν.

 

Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου

Τριτοδιάδικου

-----------------------------------------

Αρ. Αγωγής: 6882/15

Μεταξύ:

Ανθούλη Βαλιαντή

Ενάγοντα

ν.

 

Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Εναγόμενου

ν.

 

Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου

Τριτοδιάδικου

-----------------------------------------

Ημερομηνία: 17 Μαρτίου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες: κ. Σ. Αγγελίδης με κ. Β. Κοντογιάννη, για Α. Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο: κα Ζ. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Για Τριτοδιάδικο: κ. Γ. Κωνσταντινίδης με κα Χρ. Γεωργίου, για Γ. Κωνσταντινίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι Ενάγοντες με τις αγωγές τους ζητούν όπως τους αποδοθούν γενικές αποζημιώσεις για την ανησυχία, τη θλίψη, την αγωνία, τα αισθήματα αδικίας, την αβεβαιότητα, την άνιση μεταχείριση, τη δυσμενή διάκριση, του επηρεασμού του τρόπου ζωής και της απώλειας των προοπτικών ανέλιξης, καθώς και ειδικές αποζημιώσεις για απώλεια μισθών, προσαυξήσεων και συνταξιοδοτικών ωφελημάτων λόγω της μη υλοποίησης της συμφωνίας ένταξής τους στο ΤΕΠΑΚ, η οποία συνομολογήθηκε το 2007 μεταξύ των Εναγόντων και του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Βασίζουν τις αξιώσεις τους στην παραβίαση των Άρθρων 25, 26, 28 και 35 του Συντάγματος. Ζητούν επίσης τιμωρητικές και επαυξημένες αποζημιώσεις δυνάμει του Άρθρου 172 του Συντάγματος.

 

Στις 11/06/2018 είχε εκδοθεί διάταγμα συνεκδίκασης των αγωγών και ως οδηγός καθορίστηκε η Αγωγή αρ. 6882/15. Στην Αγωγή αρ. 6882/15 εγκρίθηκε αίτημα τροποποίησης και η Έκθεση Απαίτησης τροποποιήθηκε αναφορικά με τα ποσά που αξιώνονται ως ειδικές αποζημιώσεις.

 

Στις Εκθέσεις Απαίτησής τους καταγράφουν ότι και οι τρεις Ενάγοντες ήταν μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και για πολλά χρόνια υπηρέτησαν στο ΑΤΙ ως εκπαιδευτές ειδών υπόδησης. Ισχυρίζονται ότι στις 31/12/2003 είχε δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμος με τον οποίο αποφασίστηκε η μεταφορά του προσωπικού που υπηρετούσε στο ΑΤΙ, την Νοσηλευτική Σχολή και το ΑΞΙΚ στο ΤΕΠΑΚ. Στις 16/07/2007 η Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από συνεννόηση με την ΠΑ.ΣΥ.ΔΥ, υπέβαλε πρόταση μεταφοράς αυτών που υπηρετούσαν στο ΑΤΙ ώστε να ενταχθούν στο προσωπικό του ΤΕΠΑΚ. Η πρόταση συνοδευόταν από επιστολή του ΤΕΠΑΚ ημερομηνίας 11/07/2007, στην οποία γίνονταν αποδεκτοί οι όροι ένταξης και μαζί υπήρχε και συμπληρωματικός προϋπολογισμός για τη μεταφορά των θέσεων. Στις 04/10/2007 οι Ενάγοντες αποδέχθηκαν την πρόταση μεταφοράς τους στο ΤΕΠΑΚ και υπέγραψαν κάθε σχετικό έγγραφο που τους υποδείχθηκε. Στις 14/11/2007 κλήθηκαν σε συνέντευξη ενώπιον Αρμόδιας Επιτροπής του ΤΕΠΑΚ για τον καθορισμό καθηκόντων εργασίας, έτσι ώστε να διεκπεραιωθεί η μεταφορά στο ΤΕΠΑΚ. Στις 03/12/2007 το ΤΕΠΑΚ ενημέρωσε τους Ενάγοντες, με σχετική επιστολή, ότι μόνο το προσωπικό το οποίο υπηρετεί σε τμήματα τα οποία το γνωστικό τους αντικείμενο εντάσσεται στις σχολές του ΤΕΠΑΚ θα μεταφέρονταν στο ΤΕΠΑΚ, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 27(1) του Ν.133(1)/07 ως τροποποιήθηκε. Οι Ενάγοντες απέστειλαν, στις 14/12/2007, επιστολή διαμαρτυρίας με την οποία απέρριπταν τους λόγους που επικαλέστηκε το ΤΕΠΑΚ για τη μη ένταξή τους. Λόγω της εμμονής του ΤΕΠΑΚ στην απόφασή του να μην τους εντάξει, καταχωρίστηκε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, η Πρ. Αρ.179/08 και ακολούθως καταχωρίστηκε και Αναθεωρητική Έφεση 52/10, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο.

 

Η Δημόσια Υπηρεσία τους απέσπασε, παρά τη θέλησή τους, στο Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες, λόγω της μη ένταξής τους και ενώ ο Ενάγοντας στην Αγωγή αρ. 6882/15 θα αφυπηρετούσε κανονικά στις 10/07/2017, αναγκάστηκε να αφυπηρετήσει στις 31/12/2012, ήτοι πρόωρα. Ο Ενάγοντας στην Αγωγή αρ. 6880/15 αφυπηρέτησε στις 25/05/2010 και ο Ενάγοντας στην Αγωγή αρ. 6881/15 την 01/10/2011. Επιπρόσθετα, η ανέλιξή τους τερματίστηκε λόγω της μη ένταξής τους στο ΤΕΠΑΚ επειδή ο Εναγόμενος δεν εκπλήρωσε τα συμφωνηθέντα. Αυτό οδήγησε τους Ενάγοντες σε απώλεια απολαβών, ήτοι μισθών, προσαυξήσεων, προαγωγών καθώς και συνταξιοδοτικών ωφελημάτων κατά παράβαση του Άρθρου 35 του Συντάγματος. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά επέφερε στους Ενάγοντες συνεχή ανησυχία, θλίψη, αγωνία, αισθήματα αδικίας, αβεβαιότητας, άνισης μεταχείρισης, δυσμενούς διακρίσεως, δυσμενούς επηρεασμού του τρόπου ζωής και απώλεια προοπτικών ανέλιξης και αυξημένης σύνταξης και γι' αυτό αξιώνουν γενικές αποζημιώσεις.

Η αντισυμβατική άρνηση ή και αποτυχία εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων, να υλοποιήσουν τους όρους της συμφωνίας ένταξης στο ΤΕΠΑΚ, παραβίασε το συνταγματικό δικαίωμα των Εναγόντων που διασφαλίζεται από τα Άρθρα 25 και 26 του Συντάγματος. Για αυτό και αξιώνουν εύλογη και δίκαιη αποζημίωση λόγω της παραβίασης των ατομικών τους δικαιωμάτων και ή λόγω παραβίασης του Άρθρου 172 του Συντάγματος.

 

Ως λεπτομέρειες των ειδικών τους ζημιών καταγράφουν την απώλεια ή και διαφορά του ακάθαρτου μισθού που θα λάμβαναν με τον διορισμό τους στο ΤΕΠΑΚ κατά τα έτη 2008 μέχρι 2017, την απώλεια και ή διαφορά σύνταξης που θα λάμβαναν κατά τη συνταξιοδότησή τους εάν υπηρετούσαν στο ΤΕΠΑΚ, εξαργύρωση της συσσωρευμένης άδειας καθώς και τα δικηγορικά έξοδα που υπέστηκαν κατά την εκδίκαση της Προσφυγής Αρ. 179/08 και της Αναθεωρητικής Έφεσης 52/10. Ως ειδικές ζημιές ο Ενάγοντας στην Αγωγής αρ. 6880/15 αξιώνει το ποσό των €71.220, ο Ενάγοντας στην Αγωγή αρ. 6881/15 αξιώνει το ποσό των €87.328 και ο Ενάγοντας στην Αγωγή αρ. 6882/15 αξιώνει το ποσό των €272.369,15.

 

Στην τροποποιημένη Υπεράσπισή του ο Γενικός Εισαγγελέας εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η Δημοκρατία δεν ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου, αφού το ΤΕΠΑΚ αποτελεί ανεξάρτητη νομική οντότητα.

 

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς των Εναγόντων, καταγράφεται ότι η δημιουργία του ΤΕΠΑΚ στην Λεμεσό οδήγησε στο να κληθεί το ακαδημαϊκό προσωπικό των ιδρυμάτων ΑΤΙ, ΑΞΙΚ και της Νοσηλευτικής Σχολής όπως δηλώσει κατά πόσο επιθυμεί την ένταξή του στο ΤΕΠΑΚ. Οι Ενάγοντες υπηρετούσαν στον Κλάδο Υπόδησης του ΑΤΙ και εξέφρασαν την επιθυμία να ενταχθούν στο ΤΕΠΑΚ κατά τη χρονική στιγμή που γίνονταν οι διαβουλεύσεις για τη μεταφορά του προσωπικού του ΑΤΙ στο ΤΕΠΑΚ το 2007. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν από πλευράς του Υπουργείου Εργασίας για τη μεταφορά όλου του προσωπικού του ΑΤΙ, η Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΠΑΚ αποφάσισε ότι οι Ενάγοντες, οι οποίοι υπηρετούσαν στον Κλάδο Υπόδησης του ΑΤΙ, δεν μπορούσαν να ενταχθούν στο ΤΕΠΑΚ, καθώς επίσης και ότι δεν ήταν δυνατή η αξιοποίησή τους λόγω του ότι οι ανάγκες του Πανεπιστημίου δεν καλύπτονταν από τις ειδικότητες και τα προσόντα τους και ως εκ τούτου απέρριψε το αίτημά τους για ένταξη στο ΤΕΠΑΚ. Οι Ενάγοντες προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο καταχωρώντας την Προσφυγή Αρ.179/08 στην οποία εκδόθηκε απόφαση με την οποία δικαιωνόταν το ΤΕΠΑΚ ως προς τη μη ένταξη των Εναγόντων. Καταχωρίστηκε η Αναθεωρητική Έφεση 52/10 η οποία επίσης απορρίφθηκε, με απόφαση ημερομηνίας 19/12/2014. Ακολούθως, οι Ενάγοντες, μέσω του δικηγόρου τους, απηύθυναν επιστολή ημερομηνίας 26/01/2015 προς το Υπουργείο Εργασίας, παραπονούμενοι για παραβίαση των συμφωνηθέντων. Το Υπουργείο σε απαντητική επιστολή ημερομηνίας 26/02/2015, απέρριψε τον ισχυρισμό ότι οι Ενάγοντες υπέστησαν βλάβη ή ότι υπήρχε οποιαδήποτε παράβαση των συμφωνηθέντων και παρέπεμψε στο αποτέλεσμα των δικαστικών αποφάσεων. Ακολούθως, ο συνήγορος των Εναγόντων απευθύνθηκε στη Νομική Υπηρεσία στις 23/03/2015, η οποία τον ενημέρωσε ότι δεν μπορεί να παρέμβει στο θέμα ενόψει της καταχώρισης της αγωγής.

 

Όσον αφορά τα ποσά που αξιώνονται, προωθείται η θέση ότι είναι υπερβολικά και ότι η Δημοκρατία δεν φέρει οποιανδήποτε ευθύνη για τις αποφάσεις του ΤΕΠΑΚ. Αρνείται ότι υπήρξε οποιαδήποτε παράλειψη ή και αποτυχία εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων εκ μέρους του κράτους, αφού δεν υπήρχε νόμιμη και δεσμευτική συμφωνία σε ισχύ μεταξύ του κράτους και των Εναγόντων και ότι οι συζητήσεις που είχαν προηγηθεί ήταν προκαταρτικές της σύναψης συμφωνίας. Επιπρόσθετα, προωθείται η θέση ότι αποκλειστική ευθύνη για τυχόν ζημιά στους Ενάγοντες φέρει ο Τριτοδιάδικος, ήτοι το ΤΕΠΑΚ.

 

Στην Έκθεση Απαίτησης του Εναγόμενου σε σχέση με τον Τριτοδιάδικο αξιώνεται πλήρης κάλυψη και ή συνεισφορά από τον Τριτοδιάδικο στην περίπτωση που ο Εναγόμενος κληθεί να καταβάλει οποιαδήποτε ποσά. Ο λόγος για τον οποίο προωθείται η συγκεκριμένη αξίωση είναι γιατί προβάλλονται ισχυρισμοί ότι ο Τριτοδιάδικος είχε την πλήρη ευθύνη να κρίνει την καταλληλόλητα των Εναγόντων για ένταξή τους στις υπηρεσίες του και τους έκρινε ακατάλληλους ως προς τα προσόντα και τις ειδικότητές τους και ότι δεν ακολούθησε τα συζητηθέντα στις διαβουλεύσεις για τη μεταφορά του προσωπικού του ΑΤΙ στο ΤΕΠΑΚ.

 

Το ΤΕΠΑΚ στην καταχωρισθείσα Υπεράσπισή του προβάλλει προδικαστική ένσταση ότι η αγωγή είναι καταχρηστική γιατί εγείρει θέματα που έχουν αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της Προσφυγής Αρ. 179/08 και της Αναθεωρητικής Έφεσης 52/10 και σκοπεί στο να πετύχει όσα οι Ενάγοντες δεν πέτυχαν με την καταχώριση των δύο διαδικασιών ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Υποστηρίζεται ότι οι αξιώσεις των Εναγόντων από τον Εναγόμενο δεν τον αφορούν και ή ότι αυτές πρέπει να καλυφθούν από το ΤΕΠΑΚ. Όσον αφορά τα γεγονότα, προωθείται η θέση ότι καμία από τις θεραπείες ή και απαιτήσεις που καταγράφουν οι Ενάγοντες στις Εκθέσεις Απαίτησής τους έχει νομική βάση και περαιτέρω, ουδεμία ζημιά προκάλεσε και σε καμία ενέργεια προέβη η οποία να προκαλέσει ζημιά στους Ενάγοντες. Όλες οι ενέργειες του ΤΕΠΑΚ έγιναν στα πλαίσια του Νόμου. Παραδέχεται ότι αποτελεί ανεξάρτητη νομική οντότητα και ότι συνιστά νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου. Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι το ΤΕΠΑΚ δεν υπόγραψε οποιαδήποτε συμφωνία και δεν είχε οποιαδήποτε νομική υποχρέωση να προσλάβει ή να αξιοποιήσει, με οποιονδήποτε τρόπο, τους Ενάγοντες στην υπηρεσία του. Καταγράφεται ότι πράγματι το ΤΕΠΑΚ θα ενέτασσε στην υπηρεσία του το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό του ΑΤΙ, της Νοσηλευτικής Σχολής και του ΑΞΙΚ, το οποίο όμως υπηρετούσε σε τμήματα των οποίων τα γνωστικά αντικείμενα εντάσσονται στις σχολές του ΤΕΠΑΚ. Το Τμήμα, στο οποίο υπηρετούσαν οι Ενάγοντες, ήτοι το Τμήμα Υποδηματοποιίας του ΑΤΙ, δεν ενέπιπτε σε οποιοδήποτε από τα τμήματα που είχαν δημιουργηθεί στο ΤΕΠΑΚ. Υποστηρίζεται ότι το ΤΕΠΑΚ δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να ακολουθήσει τα όσα συζητήθηκαν σε διαβουλεύσεις μεταξύ της κυβερνητικής πλευράς και της ΠΑ.ΣΥ.ΔΥ. και ότι οποιεσδήποτε ενέργειες ή και προσπάθειες έκανε ο Εναγόμενος ήταν στα πλαίσια συμφωνίας που ο ίδιος έκανε με τους Ενάγοντες. Όλες οι ενέργειες ή και αποφάσεις του ΤΕΠΑΚ ήταν σύμφωνες με τον Νόμο και τους σχετικούς κανονισμούς και η μη πρόσληψη των Εναγόντων στην υπηρεσία του ενέπιπτε στην εφαρμογή του Νόμου.

 

Κατατέθηκαν κατά την έναρξη της διαδικασίας παραδεκτά γεγονότα τα οποία αποτυπώθηκαν στο Έγγραφο Α. Συγκεκριμένα, έγινε από κοινού παραδεκτό ότι ο Ενάγοντας στην Αγωγή αρ.6882/15 υπηρέτησε ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος στο ΑΤΙ για πολλά χρόνια ως εκπαιδευτής ειδών υπόδησης, ότι ο Ενάγων στην Αγωγή αρ.6881/15 υπηρέτησε ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος στο ΑΤΙ για πολλά χρόνια ως βοηθός εργαστηρίου ειδών υπόδησης και ότι ο Ενάγων στην Αγωγή αρ.6880/15 υπηρέτησε ως δημόσιος υπάλληλος στο ΑΤΙ για πολλά χρόνια ως βοηθός εργαστηρίου ειδών υπόδησης. Ότι στις 31/12/2003 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμος με τον οποίο αποφασίστηκε η μεταφορά του προσωπικού που υπηρετούσε στα υπό ένταξη ιδρύματα στο ΤΕΠΑΚ. Ότι το ΤΕΠΑΚ με επιστολή ημερομηνίας 11/07/2007 που απέστειλε στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, δήλωσε ότι αποδέχεται τους όρους ένταξης του προσωπικού των υπό ένταξη ιδρυμάτων. Ότι το ΤΕΠΑΚ ετοίμασε σχετικό συμπληρωματικό προϋπολογισμό για το έτος 2007 σε σχέση με το προσωπικό το οποίο θα εντασσόταν στις τάξεις του. Ότι στις 16/07/2007 η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων είχε αποστείλει επιστολή με την οποία πληροφορούσε τους υπηρετούντες στο ΑΤΙ ότι το διδακτικό προσωπικό θα μεταφερθεί. Ότι οι Ενάγοντες εξέφρασαν την πρόθεσή τους για ένταξη στο ΤΕΠΑΚ υπογράφοντας την επιστολή ημερομηνίας 16/07/2007. Ότι κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη στις 20/11/2007 και 21/11/2007 ενώπιον αρμόδιας Επιτροπής του ΤΕΠΑΚ για καθορισμό των καθηκόντων εργασίας που θα αναλάμβαναν. Ότι στις 03/12/2007 το ΤΕΠΑΚ τους ενημέρωσε ότι το γνωστικό αντικείμενο, στο οποίο υπηρετούσαν, δεν θα εντασσόταν στο ΤΕΠΑΚ. Ότι η απόφαση για τη μη ένταξη των Εναγόντων στο ΤΕΠΑΚ λήφθηκε από τη Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΠΑΚ. Ότι στις 14/12/2007 οι Ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν στον Πρόεδρο της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής του ΤΕΠΑΚ ότι στις 21/12/2007 έλαβαν αρνητικές επιστολές από το ΤΕΠΑΚ. Ότι κατέφυγαν με Προσφυγή καθώς και με Αναθεωρητική Έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, οι οποίες απορρίφθηκαν. Ότι στις 26/01/2015 απέστειλαν επιστολή μέσω του δικηγόρου τους προς το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την οποία ζητούσαν αποκατάσταση των δικαιωμάτων τους. Ότι στις 26/02/2015 το αίτημά τους απορρίφθηκε. Ότι ο Ενάγων στην Αγωγή αρ. 6880/15 αφυπηρέτησε στις 25/05/2010, ότι ο Ενάγων στην Αγωγή αρ. 6881/15 αφυπηρέτησε την 01/10/2011 και ότι ο Ενάγων στην Αγωγή αρ. 6882/15 αφυπηρέτησε στις 30/12/2012.

 

Κατατέθηκαν εκ συμφώνου τα ακόλουθα Τεκμήρια: Ως Τεκμήριο 1 η επιστολή του ΤΕΠΑΚ ημερομηνίας 11/07/2007, ως Τεκμήριο 2 η επιστολή του ΤΕΠΑΚ ημερομηνίας 20/06/2007, ως Τεκμήριο 3 ο Νόμος με τον οποίο εγκρίθηκε ο συμπληρωματικός προϋπολογισμός του ΤΕΠΑΚ, ως Τεκμήριο 4 δέσμη 3 επιστολών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς τους Ενάγοντες με ημερομηνία 10/07/2007, ως Τεκμήριο 5 οι όροι ένταξης των υπαλλήλων του ΑΤΙ, της Νοσηλευτικής Σχολής και του ΑΞΙΚ στο ΤΕΠΑΚ, ως Τεκμήριο 6 δέσμη από 2 επιστολές του ΤΕΠΑΚ ημερομηνίας 03/12/2007 με τις οποίες ενημερώνονταν ότι δεν θα τους προσφερόταν διορισμός στο ΤΕΠΑΚ, ως Τεκμήριο 7 επιστολές των Εναγόντων με ημερομηνία 14/12/2007 προς τον Πρόεδρο της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής του ΤΕΠΑΚ, ως Τεκμήριο 8 δέσμη απαντητικών επιστολών του Προέδρου της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής του ΤΕΠΑΚ ημερομηνίας 21/12/2007 προς τους Ενάγοντες, ως Τεκμήριο 9 η απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 179/08, ως Τεκμήριο 10 η απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση 52/10, ως Τεκμήριο 11 η επιστολή του δικηγόρου των Εναγόντων προς την Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με ημερομηνία 26/01/2015 και ως Τεκμήριο 12 η απαντητική επιστολή του Υπουργείου ημερομηνίας 26/02/2015.

 

Για τους Ενάγοντες μαρτυρία δόθηκε από πέντε (5) μάρτυρες. Ο Ενάγοντας στην Αγωγή αρ. 6882/15 έδωσε πρώτος μαρτυρία για να προωθήσει τους ισχυρισμούς του. Οι θέσεις του Ανθούλη Βαλιαντή, Μ.Ε.1, παρατέθηκαν σε γραπτό κείμενο το οποίο σημειώθηκε ως Έγγραφο 1. Προωθεί τη θέση ότι η φράση «γνωστικό αντικείμενο», που αναφέρεται στη Νομοθεσία, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απόφαση του ΤΕΠΑΚ αφού άλλοι συνάδελφοι που εργάζονταν στο Τμήμα Εργαστηρίων Εφαρμογής του ΑΤΙ, συγκεκριμένα 17 άτομα, είχαν μεταφερθεί στο ΤΕΠΑΚ, παρόλο που το Πανεπιστήμιο δεν είχε εργαστήρια εφαρμογής και τοποθετήθηκαν σε διάφορα Τμήματα του ΤΕΠΑΚ όπου υπήρχαν ανάγκες. Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι το γνωστικό τους αντικείμενο δεν είχε μεταφερθεί στο ΤΕΠΑΚ, αυτοί είχαν ενσωματωθεί. Κατά τη δική του άποψη, τα όσα προβάλλονται στην επιστολή ημερομηνίας 03/12/2007, για τη μη ένταξή τους στο διδακτικό προσωπικό του ΤΕΠΑΚ, είναι ανεδαφικά και στερούνται νομιμότητας γιατί ο ίδιος είχε αποδεχθεί την πρόταση για μεταφορά τους στο ΤΕΠΑΚ πριν την ημερομηνία τροποποίησης του Νόμου. Ισχυρίζεται ότι επιχειρείται υπαναχώρηση από τη συμφωνία μεταφοράς του στο ΤΕΠΑΚ κατ’ επίκληση της μεταγενέστερης τροποποίησης της Νομοθεσίας. Ο ίδιος αποσπάστηκε στο Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες, τομέας ο οποίος δεν σχετιζόταν με το αντικείμενό του. Λόγω της άδικης αντιμετώπισης που έτυχε, αναγκάστηκε στις 31/12/2012 να αφυπηρετήσει πρόωρα από τη Δημόσια Υπηρεσία. Στην περίπτωση που εντασσόταν στο ΤΕΠΑΚ θα αφυπηρετούσε στις 10/07/2017. Λόγω ακριβώς της παραβίασης των συμφωνηθέντων, υπέστη απώλειες μισθών, προσαυξήσεων, προαγωγών καθώς και συνταξιοδοτικών ωφελημάτων τα οποία θα λάμβανε αν συνέχιζε η κανονική λειτουργία του ΑΤΙ. Παράλληλα, διαταράχθηκε παντελώς η σταδιοδρομία του με αποτέλεσμα να υφίσταται συνεχή ανησυχία, θλίψη, αγωνία, αισθήματα αδικίας, αβεβαιότητα, άνιση μεταχείριση και δυσμενή διάκριση. Συγκεκριμένα, προωθεί τη θέση ότι αν ο Εναγόμενος τηρούσε τα συμφωνηθέντα θα λάμβανε ως μισθό για το 2008 το ποσό των €47.080,15, για το έτος 2009 το ποσό των €52.190,96, για το έτος 2010 το ποσό των €54.246,86, για το έτος 2011 το ποσό των €57.335,91, για τα έτη 2012‑2016 το ποσό των €58.116,76 και για το 2017 το ποσό των €41.144,48. Ως απώλεια ακάθαρτου μισθού καταγράφει για το έτος 2008 το ποσό των €1.846,63, για το 2009 το ποσό των €4.985,81, για το 2010 το ποσό των €6.870,35, για το 2011 το ποσό των €8.593, για το 2012 το ποσό των €9.276,41, για το 2013 το ποσό των €33.635,92, για τα έτη 2014 μέχρι 2016 καταγράφει το ποσό των €33.696,52 και για το έτος 2017 το ποσό των €24,864,32. Επιπρόσθετα, απώλεσε ένα σημαντικό ποσό που αφορά το ποσό της σύνταξης που θα λάμβανε στην περίπτωση που υλοποιείτο η μεταφορά του στο ΤΕΠΑΚ. Συγκεκριμένα, για το 2017 απώλεσε ποσό €2.146,04, για το 2018 ποσό ύψους €6.456,16, για το 2019 απώλεσε ποσό €6.505,73, για τα έτη 2020 με 2021 απώλεσε ποσό €6.500,06 για έκαστο έτος και για το 2022 απώλεσε ποσό €6.602,88. Ως προς τις χρηματικές του αξιώσεις είχε ετοιμαστεί σχετικό σημείωμα ημερ. 06/03/2020 από τον κ. Παπαχριστοδούλου, συνταξιούχο λειτουργό του Γενικού Λογιστηρίου.

 

Είναι ο ισχυρισμός του ότι η αντισυμβατική άρνηση εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων και η παράλειψη του Εναγόμενου να υλοποιήσει τους όρους της συμφωνίας ένταξης στο ΤΕΠΑΚ, είχε ως αποτέλεσμα ο ίδιος να τύχει άνισης μεταχείρισης σε σχέση με τους υπόλοιπους συναδέλφους του που μεταφέρθηκαν επιτυχώς στο ΤΕΠΑΚ και ακριβώς λόγω της συγκεκριμένης παράλειψης υπέστη και συνεχίζει να υφίσταται δυσμενή διάκριση και επηρεασμό του τρόπου ζωής του, ενώ έχει απωλέσει τις προοπτικές ανέλιξής του.

 

Κατέθεσε, ως Τεκμήριο 13, δέσμη αποδείξεων που αφορούσαν τα ποσά που ο ίδιος κατέβαλε στον δικηγόρο του σε σχέση με τις δικαστικές διαδικασίες και ως Τεκμήριο Α προς Αναγνώριση σημείωμα του Ιωάννη Παπαχριστοδούλου, συνταξιούχου λειτουργού του Γενικού Λογιστηρίου, που επεξηγεί τις απώλειές του. Ζήτησε και διάταγμα που να αναπροσαρμόζει τη σύνταξή του με βάση την κλίμακα με την οποία θα αφυπηρετούσε από το ΤΕΠΑΚ.

 

Αντεξεταζόμενος παραδέχθηκε ότι ο ίδιος είχε υπογράψει το Τεκμήριο 1 για τη μεταφορά του στο ΤΕΠΑΚ, όμως αρνήθηκε ότι η συγκεκριμένη επιστολή ήταν προκαταρκτική της σύναψης συμφωνίας με το ΤΕΠΑΚ και προώθησε τον ισχυρισμό ότι ήταν η τελική συμφωνία. Κατά τη δική του άποψη έπρεπε να εφαρμοστεί, στην περίπτωσή του, ό,τι εφαρμόστηκε στο υπόλοιπο προσωπικό του ΑΤΙ που μεταφέρθηκε στο ΤΕΠΑΚ και εισηγήθηκε ότι έπρεπε να ισχύσει και για τους ίδιους ένας τρόπος μεταφοράς. Όταν του υποβλήθηκε ότι το κράτος δεν είχε ευθύνη για να κρίνει την καταλληλόλητα των Εναγόντων για ένταξη στο ΤΕΠΑΚ, ο ίδιος υποστήριξε ότι έφερε ευθύνη ο Γενικός Εισαγγελέας γιατί το ΤΕΠΑΚ δεν είχε λόγο στην συμπερίληψη των υπαλλήλων και των σχολών που θα εντάσσονταν στο ΤΕΠΑΚ. Προώθησε τη θέση ότι κατείχε τα προσόντα αφού είναι κάτοχος διπλώματος μηχανολόγου, το οποίο κατέχουν ακόμα 17 άτομα και ότι η απόφαση του ΤΕΠΑΚ τον αδικεί αφού άλλοι μεταφέρθηκαν και ο ίδιος όχι, ενόψει του ότι δεν είχαν δημιουργηθεί εργαστήρια εφαρμογής. Παραδέχθηκε ότι εν μέρει ήταν το ΤΕΠΑΚ που δεν ακολούθησε τα συμφωνηθέντα αφού, μετά που τους κάλεσε για συνέντευξη, δεν τους παραχώρησε θέση. Επέμενε στον ισχυρισμό του ότι και οι τρείς είχαν εκφράσει την επιθυμία να μεταφερθούν στο ΤΕΠΑΚ και η μη ένταξή τους θα έπρεπε να οδηγήσει το Υπουργείο στο να τους αποσπάσει κάπου αλλού, όπου να μπορούν να δουλέψουν με τα προσόντα που κατείχαν, ενώ παράλληλα να επωφεληθούν με τα ωφελήματα που είχαν προκύψει από τη συμφωνία της ΠΑ.ΣΥ.ΔΥ με την κυβέρνηση και να λάβουν όλα τα οικονομικά οφέλη που έλαβαν οι υπόλοιποι. Όταν του υποβλήθηκε ότι η απόφαση να αφυπηρετήσει ήταν αποκλειστικά δική του, ο ίδιος υποστήριξε ότι η άρνηση του κράτους να τους βοηθήσει συνέβαλε στην απόφασή του γιατί αν εντασσόταν στο ΤΕΠΑΚ δεν θα έφευγε το 2012 χωρίς να πάρει τις προαγωγές και τις αυξήσεις του. Ισχυρίστηκε ότι εκεί που είχε τοποθετηθεί δεν υπήρχε πιθανότητα ανέλιξης. Επέμενε ότι αν μεταφερόταν στο ΤΕΠΑΚ θα λάμβανε σίγουρα δύο προαγωγές και λόγω του γεγονότος ότι δεν μεταφέρθηκαν και οι τρείς τους αρρώστησαν. Κατέληξε ότι αποκλειστική ευθύνη για τη μη ένταξή του στο ΤΕΠΑΚ φέρει ο Εναγόμενος, ο οποίος ήταν και ο εργοδότης του και όφειλε να διαφυλάξει τα συμφέροντά του με οποιοδήποτε τρόπο.

 

Δεύτερος έδωσε μαρτυρία ο Χριστόδουλος Μάρκου, Μ.Ε.2, Ενάγοντας στην Αγωγή αρ. 6880/15, ο οποίος παρέθεσε τις θέσεις του σε γραπτό κείμενο το οποίο σημειώθηκε ως Έγγραφο 2. Καταγράφει ότι υπηρέτησε ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος για πολλά χρόνια στο ΑΤΙ, στη θέση του Βοηθού Εργαστηρίου Ειδών Υπόδησης και αφυπηρέτησε στις 25/05/2010. Ισχυρίζεται ότι αν ο Εναγόμενος εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του έναντί του, ως όφειλε, θα αφυπηρετούσε στις 31/08/2010. Λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του Εναγόμενου και του γεγονότος ότι παραβίασε τα συμφωνηθέντα, ο ίδιος υπέστη απώλειες μισθών, προσαυξήσεων, προαγωγών καθώς και συνταξιοδοτικών ωφελημάτων τα οποία θα λάμβανε λόγω της ένταξής του στο ΤΕΠΑΚ ή αν συνέχιζε η κανονική λειτουργία του ΑΤΙ. Λόγω του ότι είχε διαταραχθεί ολόκληρη η επαγγελματική του σταδιοδρομία, υπέστη και συνεχίζει να υφίσταται ανησυχία, θλίψη, αγωνία, αισθήματα αδικίας, αβεβαιότητας, άνισης μεταχείρισης και δυσμενούς διάκρισης. Ενόψει της άρνησης του Εναγόμενου να υλοποιήσει τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, για ένταξή του στο διδακτικό προσωπικό του ΤΕΠΑΚ, έχει υποστεί σημαντική οικονομική ζημιά. Συγκεκριμένα, για το 2008 υπέστη απώλειες στον ακάθαρτο μισθό του ύψους €1.849,45, για το 2009 ύψους €5.198,68 και για το 2010 ύψους €14.533,45. Επιπρόσθετα, λόγω της αφυπηρέτησής του η διαφορά στο εφάπαξ, αν ο Εναγόμενος τηρούσε τα συμφωνηθέντα, ανέρχεται στις €17.110,10. Απώλεσε επίσης σημαντικό ποσό σε σχέση με τη σύνταξή του, συγκεκριμένα απώλεσε για την περίοδο 2010 - 2022 το ποσό των €35.524,25. Είναι η θέση του ότι σύμφωνα με τη συμφωνία για μεταφορά του στο ΤΕΠΑΚ θα δικαιούτο πληρωμή συσσωρευμένης άδειας 72 μέρες, ποσό ύψους €10.076. Η αποτυχία εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων και ή παράλειψη του Εναγόμενου να υλοποιήσει τους όρους της συμφωνίας ένταξης στο ΤΕΠΑΚ είχε ως αποτέλεσμα ο ίδιος να τύχει άνισης μεταχείρισης σε σχέση με τους υπόλοιπους συναδέλφους του και υπέστη άδικη και ή παράνομη βλάβη των δικαιωμάτων του, έχει επηρεαστεί ο τρόπος ζωής του, ενώ έχει απωλέσει και τις προοπτικές ανέλιξής του. Υποστήριξε ότι οι χρηματικές του απώλειες καταγράφονται στο σημείωμα του Ιωάννη Παπαχριστοδούλου.

 

Οι παράγραφοι 15 - 25 της συγκεκριμένης δήλωσης με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου θεωρήθηκαν εξ ακοής μαρτυρία, αφορούν τις κατ΄ισχυρισμό οικονομικές απώλειες του Ενάγοντα στην Αγωγή αρ.6881/15 και λόγω του ότι έχει αποβιώσει δεν επιτράπηκε η προσκόμιση της συγκεκριμένης μαρτυρίας.

 

Κατέθεσε ο Μ.Ε.2 και συμπληρωματική γραπτή δήλωση η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο 2Α. Όμως, όσον αφορά τις παραγράφους 3, 7, 8 και 10 της συγκεκριμένης δήλωσης, το Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση, διέγραψε το περιεχόμενό τους ενόψει του ότι αφορούσαν νομικά θέματα τα οποία ο μάρτυρας δεν μπορούσε να πραγματευθεί λόγω έλλειψης γνώσεων, αλλά και προσωπική του άποψη επί θεμάτων τα οποία δεν έχει εμπειρογνωμοσύνη. Κατέγραψε ότι την δεδομένη εποχή στο ΑΤΙ επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση μεταξύ του Ακαδημαϊκού Προσωπικού για τη συμφωνία της Μικτής Επιτροπής Προσωπικού και τη μεταφορά στο ΤΕΠΑΚ. Το Υπουργείο Εργασίας διαβίβασε γραπτή πρόταση για μεταφορά τους στο ΤΕΠΑΚ και οι θέσεις μεταφέρθηκαν από την Βουλή στο ΤΕΠΑΚ στις 25/07/2007 με τον Ν.105(Ι)/2007. Η πληροφόρηση τους είχε δοθεί από την Κλαδική Επιτροπή του ΑΤΙ και από την ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ. Τα υπόλοιπα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού όλων των ιδρυμάτων που επέλεξαν είτε να μεταφερθούν είτε όχι ικανοποιήθηκαν οικονομικά με κάποιο τρόπο, εκτός από τον ίδιο. Δεν του είχε προταθεί καμία νέα πρόταση από τη συμφωνία της ΜΕΠ.

 

Αντεξεταζόμενος ισχυρίστηκε ότι η συγκεκριμένη επιστολή που είχε υπογραφτεί από τους ίδιους δεν ήταν προκαταρκτική αλλά ήταν συμφωνία μέχρι να ενημερωθούν οι ίδιοι από τη Συντεχνία και την Κλαδική Επιτροπή της ΠΑ.ΣΥ.ΔΥ, σε σχέση με την τελική απόφαση. Κατά τη δική του άποψη υπήρχε συμφωνία μεταξύ του και του Εναγόμενου και γι' αυτό το ΤΕΠΑΚ προχώρησε σε τροποποιητικό προϋπολογισμό και υπέβαλε όλες τις θέσεις του προσωπικού που θα εντασσόταν στο ίδιο το ΤΕΠΑΚ. Ήταν η δική του θέση ότι το ΤΕΠΑΚ όφειλε να τους αποκλείσει από την αρχή, αν ίσχυαν όλα όσα ισχυρίζεται και όχι να τους αποδεχθεί αρχικά και μετά από 2 μήνες να τους απορρίψει. Υποστήριξε ότι άλλους συναδέλφους τους, τους απασχόλησε σε διαφορετικούς κλάδους λόγω των προσόντων τους. Κατά τη δική του άποψη και οι ίδιοι είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν υπηρεσίες γιατί κατείχαν παρόμοια ή και ακόμα καλύτερα προσόντα λόγω και της εμπειρίας τους και προώθησε τη θέση ότι θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν σε διάφορα πόστα, αφού είχαν μεγάλη εμπειρία. Σε ερώτηση που του τέθηκε ανέφερε ότι ο ίδιος, σαν μέλος του ΑΤΙ το οποίο ήταν τμήμα του Υπουργείου Εργασίας, ανέμενε ότι το Υπουργείο θα έπειθε το ΤΕΠΑΚ ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα στη μεταφορά τους. Υποστήριξε επίσης ότι όλοι είχαν ενταχθεί και μεταφερθεί πλην των τριών, στους οποίους δεν έγινε καμία πρόταση για άλλη εργασία. Σε ερώτηση που του τέθηκε, προώθησε τη θέση ότι ο εργοδότης ευθύνεται απέναντι στον εργοδοτούμενο και ήγειρε το ερώτημα γιατί να υπάρχουν συνδικαλιστικές συμφωνίες στις οποίες να εντάσσεται ολόκληρο το προσωπικό και στο τέλος να ενταχθούν οι περισσότεροι πλην των τριών τους. Ήταν η θέση του ότι ο τρίτος συνάδελφός τους πέθανε από καρκίνο και ο ίδιος υπεβλήθη σε εγχείρηση και όλα αυτά είχαν προκύψει λόγω της ανησυχίας και του άγχους που τους προκάλεσε η απόφαση του ΤΕΠΑΚ, αφού για 13 χρόνια πολεμούν να βρουν το δίκαιό τους. Όταν του υποβλήθηκε ότι μόνο προσδοκία μπορούσαν να έχουν οι Ενάγοντες για την ένταξή τους στο ΤΕΠΑΚ, επέμενε στη θέση του ότι δεν πρόκειται περί προσδοκίας αλλά για μια συγκεκριμένη πρόταση από το Υπουργείο Εργασίας με μια συγκεκριμένη συμφωνία με τη ΜΕΠ η οποία προνοούσε συγκεκριμένα πράγματα, κατά κύριο λόγο οικονομικά ωφελήματα. Αποδέχθηκε ότι είχε και το ΤΕΠΑΚ ευθύνη στον χειρισμό του θέματος διότι συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις. Παρά τη συμμετοχή του έλαβε δύο διαφορετικές αποφάσεις και ενώ αρχικά αποδέχθηκε την ένταξή τους, στη συνέχεια τους απέρριψε. Ο ίδιος δεν γνώριζε ποιος φέρει την ουσιαστική ευθύνη για τις συγκεκριμένες αποφάσεις. Υποστήριξε ότι αν τηρείτο η συμφωνία θα λάμβανε όλα εκείνα τα οφέλη και ποσά που καταγράφει.

 

Επόμενος μάρτυρας ήταν ο Αβραάμ Γεωργίου, Μ.Ε.3, ο οποίος ήταν πρώην μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού του ΑΤΙ και πρώην Πρόεδρος της Κλαδικής ΑΤΙ - ΠΑ.ΣΥ.Δ.Υ. και ως εκ της θέσεως του γνωρίζει καλά τα γεγονότα. Παρέθεσε τις θέσεις του σε γραπτή δήλωση η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο 3. Κατέγραψε ότι ο ίδιος είχε παρευρεθεί στη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας, που έγινε στις 24/04/2007 και αφορούσε την τροποποίηση του Νόμου για το ΤΕΠΑΚ. Κατά τη συζήτηση διευκρινίστηκε ότι η τροποποίηση αφορούσε μόνο το ΑΞΙΚ για τον λόγο ότι ορισμένοι κλάδοι της σχολής δεν θα μεταφέρονταν στο ΤΕΠΑΚ αλλά θα συνέχιζαν τη λειτουργία τους κάτω από το ΑΞΙΚ. Είχε τονιστεί ότι η τροποποίηση δεν αφορούσε τους υπηρετούντες στο ΑΤΙ διότι η συγκεκριμένη σχολή θα τερμάτιζε τη λειτουργία της. Η συγκεκριμένη διευκρίνιση τέθηκε στα πρακτικά και οι εκπρόσωποι του ΤΕΠΑΚ δεν διαφώνησαν. Επιβεβαιώθηκε η συγκεκριμένη θέση, από τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό του ΤΕΠΑΚ, στον οποίο ιδρύθηκαν νέες θέσεις ενταγμένου προσωπικού των υπό ένταξη ιδρυμάτων ήτοι του ΑΤΙ, της Νοσηλευτικής και του ΑΞΙΚ.

 

Αντεξετασθείς ανέφερε ότι δεν μπορούσε να τοποθετηθεί κατά πόσο το ΤΕΠΑΚ δεν είχε ακολουθήσει τα συμφωνηθέντα και προώθησε τη θέση ότι υπάρχει κάλυψη μεταξύ του κράτους και του ΤΕΠΑΚ, γιατί το κράτος είχε αναθέσει σε κρατικούς λειτουργούς και λειτουργούς του ΤΕΠΑΚ την επεξεργασία μιας εύκολης διαδικασίας για τη μεταφορά όλου του προσωπικού στο ΤΕΠΑΚ. Όμως διαπιστώθηκε διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση των μελών του ΑΤΙ, σε σχέση με τις υπόλοιπες σπουδές, γιατί το ΑΤΙ θα τερμάτιζε τη λειτουργία του ενώ το ΑΞΙΚ θα συνέχιζε. Παρά τις υποσχέσεις ότι όλο το προσωπικό θα μεταφερόταν από το ΑΤΙ στο ΤΕΠΑΚ, ανεξάρτητα από το γεγονός της μεταφοράς του εκπαιδευτικού προγράμματος, αυτό δεν πραγματοποιήθηκε. Ερωτηθείς ανέφερε ότι γνώριζε ότι υπήρχαν ρητές οδηγίες για τη μεταφορά όλων των λειτουργών και προώθησε την άποψη ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και το ΤΕΠΑΚ θα έπρεπε να τηρήσουν τον λόγο τους.

 

Μαρτυρία δόθηκε και από τον Ευστάθιο Μιχαήλ, Μ.Ε.4, ο οποίος υπηρέτησε στη διεύθυνση Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού από το 2009 μέχρι το 2011. Είχε ασχοληθεί με την ετοιμασία νομοσχεδίων σε συνεργασία με τη Νομική Υπηρεσία και την προώθησή τους στη Βουλή, μεταξύ αυτών και το νομοσχέδιο που αφορούσε την ίδρυση του ΤΕΠΑΚ το 2003. Είχε απασχολήσει έντονα το Υπουργείο καθώς και τη Νομική Υπηρεσία, η ένταξη του υφιστάμενου προσωπικού των ιδρυμάτων τα οποία θα εντάσσονταν στο ΤΕΠΑΚ, δεδομένου του γεγονότος ότι ήταν ευθύνη του κράτους να κατοχυρώσει την επαγγελματική σταδιοδρομία όλων των μελών του προσωπικού των υπό ένταξη ιδρυμάτων. Συμφωνήθηκε η εθελούσια μεταφορά όλου του προσωπικού των ιδρυμάτων στο ΤΕΠΑΚ και οι επιμέρους όροι της μεταφοράς συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν στη Μεικτή Επιτροπή Προσωπικού. Όσον αφορά τα ιδρύματα όπως το ΑΤΙ και τη Νοσηλευτική Σχολή, τα οποία τερμάτισαν τη λειτουργία τους, όλο το προσωπικό το οποίο κατείχε οργανικές θέσεις είχε την ευκαιρία, αν το επιθυμούσε, να ενταχθεί στο ΤΕΠΑΚ.

 

Αντεξεταζόμενος υποστήριξε ότι είχε αφυπηρετήσει από τη Δημόσια Υπηρεσία το 2011. Ερωτηθείς ανέφερε ότι γνωρίζει και τους τρεις Ενάγοντες, αφού υπηρέτησε ως λέκτορας στο ΑΤΙ για 26 χρόνια. Επέμενε ότι ήταν ευθύνη του κράτους να εφαρμόσει και να διασφαλίσει τα όσα είχαν συμφωνηθεί αφού επρόκειτο για το κλείσιμο μιας υπηρεσίας και τη μεταφορά όλων των λειτουργών της σε άλλη υπηρεσία. Ισχυρίστηκε ότι το ΤΕΠΑΚ δεν είχε ακολουθήσει τη Νομοθεσία, η οποία ήταν ξεκάθαρη. Κατά τη δική του άποψη το ΤΕΠΑΚ όφειλε να εφαρμόσει τις αποφάσεις. Παραδέχθηκε ότι στο ΤΕΠΑΚ οι αποφάσεις λαμβάνονταν από την Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή και ότι η απόφαση για μη ένταξη των Εναγόντων είχε ληφθεί από το ΤΕΠΑΚ.

 

Τελευταίος μάρτυρας ήταν ο Ιωάννης Παπαχριστοδούλου, Μ.Ε.5, ο οποίος παρέθεσε τις θέσεις του σε γραπτή δήλωση, η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο 5. Στην γραπτή του δήλωση καταγράφει ότι είναι συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος του Γενικού Λογιστηρίου της Δημοκρατίας, Ανώτερος Επιθεωρητής Λογαριασμών, με 40 χρόνια υπηρεσία. Ο ίδιος είχε ετοιμάσει, μετά από αίτημα των Εναγόντων, το σημείωμα ημερομηνίας 06/03/2020 στο οποίο ανέλυσε και επεξήγησε τα ποσά της μισθοδοσίας, της σύνταξης, των άλλων ωφελημάτων και του εφάπαξ που θα λάμβαναν οι Ενάγοντες κατά την αφυπηρέτησή τους εάν υλοποιείτο η συμφωνία για τη μεταφορά τους από το ΑΤΙ στο ΤΕΠΑΚ. Για την κατάρτιση του σημειώματος έλαβε υπόψη τα έγγραφα τα οποία του είχαν παραδοθεί από τους Ενάγοντες, ήτοι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5. Κατέγραψε, για κάθε έναν ξεχωριστά, την απώλεια που κατά τη δική του άποψη υπέστη λόγω της συγκεκριμένης απόφασης.

 

Αναγνώρισε στο περιεχόμενο του Εγγράφου Α προς Αναγνώριση το σημείωμά του και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 14. Ως Τεκμήριο 15 κατέθεσε την Κ.Δ.Π. 175/95, ως Τεκμήριο 16 κατέθεσε πιστοποιητικά αποδοχών του Ενάγοντα στην Αγωγή αρ. 6882/15, ως Τεκμήριο 16Α κατέθεσε επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου ημερομηνίας 28/02/2013 προς τον Ενάγοντα στην Αγωγή αρ. 6882/15, ως Τεκμήριο 17 κατέθεσε τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του Ενάγοντα στην Αγωγή αρ.6881/15 και ως Τεκμήριο 17Α την επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου με ημερομηνία 14/11/2011. Ως Τεκμήριο 18 κατέθεσε πιστοποιητικά αποδοχών του Ενάγοντα στην Αγωγή αρ. 6880/15 και ως Τεκμήριο 17Α κατέθεσε επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου ημερομηνίας 26/06/2010 προς τον Ενάγοντα στην Αγωγή αρ. 6880/15.

 

Αντεξεταζόμενος ισχυρίστηκε ότι γνωρίζει έναν εκ των Εναγόντων από το 2017, τον Ενάγοντα στην Αγωγή αρ.6882/15. Ερωτηθείς ανέφερε ότι ο ίδιος είχε εκλάβει ως δεδομένο, στις μαθηματικές πράξεις που διενήργησε, ότι οι Ενάγοντες θα εντάσσονταν στο ΤΕΠΑΚ και ότι θα λάμβαναν όλες τις προσαυξήσεις και θα είχαν ανέλιξη σύμφωνα με τη συμφωνία που είχε καταρτιστεί. Ερωτηθείς ανέφερε ότι δεν γνώριζε κατά πόσο το γνωστικό αντικείμενο των Εναγόντων είχε μεταφερθεί στο ΤΕΠΑΚ, ούτε και γνώριζε ποιος ήταν υπεύθυνος για να λάβει την τελική απόφαση για την ένταξη των Εναγόντων στο ΤΕΠΑΚ γιατί, όπως ανέφερε, δεν ήταν μέσα στα πράγματα που διερεύνησε. Υποστήριξε ότι με βάση το έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας, ημερομηνίας 16/07/2007, οι Ενάγοντες θα έπρεπε να ενταχθούν στο προσωπικό του ΤΕΠΑΚ, όμως δεν μπορούσε να γνωρίζει κατά πόσο υπήρχε νομική και δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των Εναγόντων και του Εναγόμενου. Κατέληξε, ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει τα πραγματικά γεγονότα και ότι κλήθηκε να διενεργήσει τις πράξεις με βάση τις γνωστικές του ικανότητες λόγω της υπηρεσίας του στο Γενικό Λογιστήριο.

 

Η πλευρά του Εναγόμενου και η πλευρά του Τριτοδιαδίκου δήλωσαν στο Δικαστήριο ότι δεν προτίθεντο να προσκομίσουν μαρτυρία.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι όλων των μερών διαβίβασαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις στις οποίες παρέθεσαν τις θέσεις τους. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγόντων εισηγήθηκε ότι καταρτίστηκε δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των Εναγόντων και του Εναγόμενου δύο μήνες πριν την τροποποίηση του Νόμου για το ΤΕΠΑΚ, η οποία είχε εισάγει στο άρθρο 27(1) του Ν.198(Ι)/2003 την φράση «σε Τμήματα των οποίων τα γνωστικά αντικείμενα εντάσσονται στις Σχολές του Πανεπιστημίου». Υποστηρίζει ότι ο Εναγόμενος είχε υποβάλει προσφορά στους Ενάγοντες, την οποία αποδέχτηκαν ανεπιφύλακτα και ανέκκλητα και η αποδοχή της αποτελούσε δέσμευση για αυτόν. Προωθεί τη θέση ότι ο Εναγόμενος επέδειξε αντιφατική, αντισυμβατική και άνιση συμπεριφορά στους Ενάγοντες αφού κάποιοι συνάδελφοι των Εναγόντων είχαν ενταχθεί στις τάξεις του ΤΕΠΑΚ, τους οποίους το «γνωστικό αντικείμενο» δεν μεταφέρθηκε, ενώ οι Ενάγοντες δεν είχαν μεταφερθεί. Εισηγείται ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Λόγω της παραβίασης της συμφωνίας από τον Εναγόμενο οι Ενάγοντες δικαιούνται σε αποζημιώσεις. Αξιώνουν τα ποσά που έχουν υπολογιστεί από τον Ιωάννη Παπαχριστοδούλου καθώς και διατάγματα που να διατάσσουν την μόνιμη αναπροσαρμογή της σύνταξης τους σε σχέση με το ποσό που θα λάμβαναν, εάν υλοποιείτο η συμφωνία και εντάσσονταν στο ΤΕΠΑΚ.

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εναγόμενου προώθησε τη θέση ότι η διαφορά των Εναγόντων είναι με το ΤΕΠΑΚ και όχι με το κράτος, αφού το ΤΕΠΑΚ αποτελεί ανεξάρτητη νομική οντότητα για τις πράξεις της οποίας δεν ευθύνεται η Δημοκρατία. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι η επιστολή που διαβιβάστηκε στους Ενάγοντες δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεσμευτική και νόμιμη συμφωνία. Η οποιαδήποτε τυχόν εργοδότηση προέκυπτε ήταν μεταξύ ΤΕΠΑΚ και Εναγόντων και ο Εναγόμενος δεν είχε οποιαδήποτε συμμετοχή και ή εμπλοκή. Υποστηρίζει ότι η επιστολή που στάλθηκε ήταν προκαταρτική της σύναψης συμφωνίας σε μεταγενέστερο χρόνο. Ισχυρίζεται ότι οι προϋποθέσεις που καταγράφονται στην συγκεκριμένη επιστολή, Τεκμήριο 4, δεν πληρώθηκαν έτσι ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως δεσμευτική συμφωνία, αφού έπρεπε να ληφθεί επιστολή ανάληψης καθηκόντων και οι Ενάγοντες έπρεπε να υποβάλουν την παραίτησή τους από την Δημόσια Υπηρεσία. Οι Ενάγοντες ουδέποτε έλαβαν επιστολή από το ΤΕΠΑΚ η οποία να καθορίζει την ημερομηνία ανάληψης καθηκόντων και ουδέποτε υπέβαλαν παραίτηση από τη Δημόσια Υπηρεσία. Οπόταν δεν υπήρχε οποιαδήποτε δεσμευτική συμφωνία με το κράτος. Επεξηγεί ότι η απόφαση για μη ένταξη των Εναγόντων στο ΤΕΠΑΚ είχε ληφθεί από την Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΠΑΚ αφού το ΤΕΠΑΚ είχε την πλήρη ευθύνη να κρίνει την καταλληλόλητα των Εναγόντων για ένταξή τους στις υπηρεσίες του. Διαζευκτικά, ισχυρίζεται ότι η ευθύνη για την μη υλοποίηση της όποιας συμφωνίας βαραίνει τον Τριτοδιάδικο και όχι τον Εναγόμενο. Καταλήγει ότι στην περίπτωση που κριθεί ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται σε αποζημιώσεις, οι προβληθείσες αποζημιώσεις είναι υπερβολικές και εσφαλμένες.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Τριτοδιάδικο με αναφορά στη νομολογία υποστήριξε ότι η διαδικασία Τριτοδιαδίκου είναι εντελώς ξεχωριστή και ανεξάρτητη διαδικασία από τη διαδικασία της αγωγής και προώθησε τη θέση ότι ο Τριτοδιάδικος δεν είναι εναγόμενος στην αγωγή. Κατά τη δική του άποψη, μεταξύ του Ενάγοντα και του Τριτοδιαδίκου δεν υπάρχει δικονομική σχέση και η μαρτυρία που προσφέρθηκε από τον Ενάγοντα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον σκοπό έκδοσης απόφασης εναντίον του Τριτοδιαδίκου. Εισηγείται ότι ο Εναγόμενος δεν απόσεισε το βάρος απόδειξης έναντι του Τριτοδιαδίκου αφού δεν προσέφερε οποιαδήποτε μαρτυρία. Διαζευκτικά ισχυρίζεται ότι το ΤΕΠΑΚ ενήργησε εντός του πλαισίου του Νόμου και κατ΄εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας. Επέσυρε την προσοχή του Δικαστηρίου στις εκδοθείσες αποφάσεις στην Προσφυγή αρ. 179/08 και στην Αναθεωρητική Προσφυγή 52/10, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι θέσεις των Εναγόντων που αφορούσαν τις ενέργειες του ΤΕΠΑΚ. Ο όποιος καταλογισμός ευθύνης, είναι η εισήγησή του, θα έρθει σε σύγκρουση με το σκεπτικό των συγκεκριμένων δύο αποφάσεων. Κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος για την απόδοση αποζημίωσης στους Ενάγοντες.

 

Το Δικαστήριο έχει κατά νου το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων και θα αναφερθεί σ’ αυτό όπου κρίνει τούτο απαραίτητο.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Η υπό κρίση υπόθεση θα αποφασιστεί στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Μανώλη (1995) 1 Α.Α.Δ. 207 και Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506), η δε επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι επιλήψιμη (βλ. Χάρης Χρίστου v. Ευγενία Khoreva (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 455 και Mossa Mohamed Mustafa v. Ανδρέα Κακουρή κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 165). Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Demil Imports Exports v. Ζήνων Κωνσταντινίδης (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 462:

 

« Στις αστικές υποθέσεις όπως η παρούσα, η απόδειξη κρίνεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ενώ το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους των εναγόντων, να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους για την αξίωση τους. Η απόσειση του βάρους αυτού, συναρτάται αποκλειστικά με την μαρτυρία η οποία κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη.

Στην υπόθεση Μαρσέλ (πιο πάνω) λέχθηκε ότι «Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι η πιο πιθανή παρά ή αντίθετη, εκείνη δηλαδή, του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και εάν η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά η αντίθετη, εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του.(Βλέπε μεταξύ άλλων Phipson on Evidence, 14th  Edition, par.4-38 και Αθανασίου  κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 614.)».

 

Η γενική αρχή, σε μια πολιτική υπόθεση, είναι ότι ο ενάγων έχει το γενικό βάρος να αποδείξει, στο μέτρο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι η δική του εκδοχή γεγονότων είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι. Παραπέμπω σχετικά στην απόφαση Χρυσάνθη Χρυσάνθου και Σταύρος Φραντζή ν. Αντρέα Φραντζή (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1295.

 

Για το θέμα της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, αναφορά μπορεί να γίνει και στην ανάπτυξη του θέματος στο βιβλίο των Σάντη - Ηλιάδη, Δίκαιο της Απόδειξης, εκδ. 2014, Κεφάλαιο 3, IB. Η θετική εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο ο μάρτυς που καταθέτει, αποτελεί σε γενικές γραμμές στοιχείο εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του. Η αξιοπιστία αποτελεί έννοια πολυσήμαντη. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, η μνήμη του, οι αντιδράσεις του (κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες), ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητά του και η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση (βλ. Κεντρική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Ηροδότου (2013) 1 Α.Α.Δ. 1166, C. & A. Pelekanos Associates Limited ν. Πελεκάνου (1999) 1(B) Α.Α.Δ. 1273).

 

Στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει με προσοχή όλους τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως. Αξιολόγησε τη μαρτυρία τους με βάση το περιεχόμενο, ποιότητα και σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία καθοδηγούμενο από σειρά παραγόντων που είναι αδύνατο να καταγραφούν εξαντλητικά. Τέτοιοι παράγοντες είναι, μεταξύ άλλων, η σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων των μαρτύρων και η ύπαρξη σ΄ αυτές υπερβολών ή ουσιαστικών αντιφάσεων, η λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής τους, η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης στην υπόθεση, οι ευκαιρίες που είχαν να αντιληφθούν τα διαδραματισθέντα, η μνήμη τους και οι λόγοι που είχαν να ενθυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία καταθέτουν.

 

Αρχίζοντας από τη μαρτυρία που κλήθηκε εκ μέρους των Εναγόντων, θα πρέπει να καταγραφεί ότι οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 έχουν άμεσο συμφέρον από την εξέλιξη της υπόθεσης, ο Μ.Ε.4 γνώριζε και τους τρεις Ενάγοντες για 26 χρόνια λόγω του ότι εργάζονταν μαζί και ο Μ.Ε.5 γνώριζε τον Ενάγοντα στην Αγωγή αρ. 6882/15.

 

Η μαρτυρία των Εναγόντων δεν θα κριθεί στην βάση της αξιοπιστίας τους. Οι ίδιοι παρέθεσαν τα γεγονότα όπως μπορούσαν να τα αντιληφθούν. Είναι στο νομικό κομμάτι που υπάρχει διαφωνία με τον Εναγόμενο. Όσον αφορά τους μάρτυρες Μ.Ε.3, Μ.Ε.4 και Μ.Ε.5 δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εμπειρογνώμονες για να θεωρηθεί ότι εξέφραζαν άποψη. Από τη μαρτυρία του Μ.Ε.3 μπορεί να απομονωθεί μόνο η αναφορά του στα γεγονότα που αφορούν την τροποποίηση του περί ΤΕΠΑΚ Νόμου. Αναφορικά με τα όσα ισχυρίζεται ότι συζητήθηκαν συνιστούν δική του θέση η οποία δεν υποστηρίχθηκε με οποιοδήποτε ανεξάρτητο στοιχείο, οπόταν δεν είναι αποδεκτά. Όσον αφορά τη μαρτυρία του Μ.Ε.4 και αυτός αναφέρθηκε σε γεγονότα τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν. Όμως εξέφρασε και αυτός απόψεις οι οποίες αφορούν θέματα για τα οποία θα πρέπει να αποφασιστούν από το Δικαστήριο. Λόγω του ότι δεν είναι εμπειρογνώμονας το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στις θέσεις του. Η μαρτυρία του Μ.Ε.5 αφορούσε την ποσοτικοποίηση της κατ΄ισχυρισμό απώλειας εισοδημάτων των Εναγόντων. Βέβαια οι υπολογισμοί έγιναν υπό την προϋπόθεση ότι οι Ενάγοντες θα λάμβαναν όλες τις προαγωγές που άλλοι λειτουργοί που εντάχθηκαν δικαιούντο. Δεν λήφθηκε υπόψη ο αστάθμητος παράγοντας να μην λάμβαναν την προαγωγή.

 

Σημειώνεται βέβαια η θέση των Μ.Ε.3, του Μ.Ε.4 και του Μ.Ε.5 ότι το ΤΕΠΑΚ δεν είχε ακολουθήσει την Νομοθεσία, καθώς και το γεγονός ότι οι Ενάγοντες δεν καταχώρησαν την αγωγή εναντίον του ΤΕΠΑΚ.

 

Τα θέματα που αφορούν είναι νομικά και τα πραγματικά γεγονότα έχουν, εν πάση περιπτώσει, γίνει από κοινού αποδεκτά. Δηλαδή, ότι και οι τρεις Ενάγοντες ήταν δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι υπηρετούσαν στο ΑΤΙ, στο Τμήμα Ειδών Υπόδησης. Λόγω της δημιουργίας του ΤΕΠΑΚ το 2003 και της ένταξης των Σχολών ΑΤΙ, της Νοσηλευτικής και του ΑΞΙΚ αποφασίστηκε η μεταφορά του προσωπικού που υπηρετούσε σ’ αυτά στο ΤΕΠΑΚ. Ενημερώθηκαν οι Ενάγοντες με επιστολή του Υπουργείου Εργασίας ημερομηνίας 11/07/2007 με την οποία τους ζητήθηκε να δηλώσουν αν επιθυμούσαν την μεταφορά τους. Και οι τρεις Ενάγοντες συγκατατέθηκαν στην μεταφορά. Κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη από την Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΠΑΚ στις 20/11/2007 και στις 21/11/2007, η οποία τους ενημέρωσε στις 03/12/2007 ότι το γνωστικό αντικείμενο στο οποίο θα υπηρετούσαν δεν θα εντασσόταν στο ΤΕΠΑΚ οπόταν δεν τους προσφερόταν θέση. Προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο με την Προσφυγή Αρ.179/08, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του ΤΕΠΑΚ και καταχώρησαν την Αναθεωρητική Έφεση 52/10 με την οποία επίσης επικυρώθηκε η απόφαση του ΤΕΠΑΚ. Απεύθυναν επιστολή στο Υπουργείο Εργασίας ημερομηνίας 26/01/2015, με την οποία ζήτησαν την αποκατάσταση των δικαιωμάτων τους. Το αίτημά τους απορρίφθηκε. Οι Ενάγοντες στην Αγωγή αρ.6881/15 και 6882/15 αποσπάστηκαν στο Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες και ο Ενάγοντας στην Αγωγή αρ.6880/15 αφυπηρέτησε κανονικά λίγους μήνες μετά τον τερματισμό της λειτουργίας του ΑΤΙ. Ο Ενάγοντας στην Αγωγή αρ.6882/15 αφυπηρέτησε πρόωρα λόγω δικής του επιλογής. Με τις αγωγές ζητούν όπως τους αποδοθούν όλα τα οικονομικά οφέλη που κατά τον δικό τους ισχυρισμό θα είχαν αν εντάσσονταν στο δυναμικό του ΤΕΠΑΚ.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Θα πρέπει πρωτίστως το Δικαστήριο να πραγματευτεί τον ισχυρισμό των Εναγόντων, όπως αυτός καταγράφεται στις Εκθέσεις Απαίτησης που έχουν καταχωριστεί, ότι παραβιάστηκαν τα συνταγματικά τους δικαιώματα ως αυτά διασφαλίζονται από τα Άρθρα 25 και 26 του Συντάγματος. Παρά το ότι ηγέρθηκε δικογραφικά το ζήτημα της παραβίασης των συγκεκριμένων άρθρων του Συντάγματος, το όλο ζήτημα τέθηκε κατά τρόπο γενικό, αφού δεν προσδιορίστηκε με ποιο τρόπο παραβιάστηκαν τα συγκεκριμένα δικαιώματα, ούτε και παρατέθηκε σχετική αιτιολογία (βλ. μεταξύ άλλων Πιπονίδη ν. Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Εφ.429/11 ημερ. 06/12/2017). Στο δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησής τους οι Ενάγοντες παραλείπουν να παρέχουν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες για τις ισχυριζόμενες αυτές παραβάσεις. Σύμφωνα με τις αρχές της δικογράφησης παραβίασης των Άρθρων του Συντάγματος, όπως έχουν θεμελιωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, αυτή η παράλειψη των Εναγόντων αποτελεί επαρκή λόγο για να μην εξεταστεί από το Δικαστήριο οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί παράβασης του Συντάγματος. Ως εκ της συγκεκριμένης διαπίστωσης ο συγκεκριμένος ισχυρισμός περί παράβασης των Άρθρων 25 και 26 του Συντάγματος δεν μπορεί να εξεταστεί.

 

Η δεύτερη διαπίστωση αφορά το γεγονός ότι καμιά μαρτυρία προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών περί θλίψης, αγωνίας, αισθημάτων αδικίας και επηρεασμού του τρόπου ζωής δόθηκε από τους Ενάγοντες. Το μόνο που αναφέρθηκε, από τον Μ.Ε.2, ήταν ότι ο ίδιος υποβλήθηκε σε εγχειρήσεις και ο Ενάγοντας στην Αγωγή αρ. 6881/15 απεβίωσε από καρκίνο. Με όλο το σεβασμό προς τους Ενάγοντες αυτή η αδύνατη μαρτυρία δεν είναι ικανή να αποδείξει τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς.

 

Δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι οι Ενάγοντες είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη σε σχέση με την απόφαση του ΤΕΠΑΚ να μην τους προσφέρει διορισμό με την Προσφυγή Αρ. 179/08 στην οποία κρίθηκε, στις 03/03/2010, ότι η συγκεκριμένη απόφαση ήταν καθόλα νόμιμη και ότι με την τροποποίηση του άρθρου 27 του Ν.198(Ι)/03 οι Ενάγοντες έχασαν το δικαίωμά τους να ενταχθούν στο προσωπικό του ΤΕΠΑΚ. Οι Ενάγοντες εφεσίβαλαν την συγκεκριμένη απόφαση με την Αναθεωρητική Έφεση 51/10 το αποτέλεσμα της οποίας ήταν και πάλι απογοητευτικό για αυτούς αφού η έφεσή τους απορρίφθηκε. Σημειώνεται το ακόλουθο απόσπασμα από το σκεπτικό της απόφασης:

« Η υπό εξέλιξη διαδικασία ένταξης των εφεσειόντων στο Πανεπιστήμιο διακόπηκε, λόγω, ακριβώς, της αλλαγής, την οποία επέφερε ο ίδιος ο Νόμος, με το νέο άρθρο 27(1), όπως διαπιστώνεται προηγουμένως.».

 

Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω διαπιστώσεις, το Δικαστήριο θα εξετάσει τον ισχυρισμό των Εναγόντων ότι το Τεκμήριο 4 συνιστά έγκυρη και δεσμευτική συμφωνία μεταξύ τους και του κράτους. Η υπόθεση θα κριθεί στη βάση της νομικής ερμηνείας που μπορεί να αποδοθεί στο Τεκμήριο 4, ήτοι την επιστολή που διαβιβάστηκε στους Ενάγοντες από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων στις 10/07/2007. Οι Ενάγοντες την ερμηνεύουν ως δεσμευτική σύμβαση μεταξύ τους και του κράτους. Αντίθετη βέβαια είναι η άποψη του Εναγόμενου.

 

Απλή ανάγνωση του περιεχομένου της επιστολής, Τεκμήριο 4, καταδεικνύει ότι καλεί τους παραλήπτες να πληροφορήσουν το Υπουργείο κατά πόσο επιθυμούν να ενταχθούν στο ΤΕΠΑΚ. Στην περίπτωση που υπήρχε η επιθυμία ένταξης, τότε θα λάμβαναν νέα επιστολή από το ΤΕΠΑΚ με την ημερομηνία ανάληψης καθηκόντων. Σύμφωνα με τον περί Τεχνολογικού Ινστιτούτου Νόμο, Ν.198(Ι)/03 και συγκεκριμένα το άρθρο 3(3)(α), το ΤΕΠΑΚ αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου το οποίο μπορεί να διαχειρίζεται τα της λειτουργίας του μέσα από τις διαδικασίες που προνοούνται από το συγκεκριμένο Νόμο. Ο ίδιος ο Νόμος στο άρθρο 27(1), όπως υφίστατο πριν την τροποποίησή του, τον Οκτώβριο 2007, προέβλεπε ότι «το διδακτικό ερευνητικό προσωπικό (εντεταγμένο), όλων των βαθμίδων, το οποίο, κατά την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του Πανεπιστημίου, υπηρετεί στα υπό ένταξη ιδρύματα, μεταφέρεται, αν το επιθυμεί, σε θέσεις του Πανεπιστημίου που δημιουργούνται για το σκοπό αυτό με κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση». Ο όρος «διδακτικό ερευνητικό προσωπικό (εντεταγμένο)» ερμηνεύεται ως «το εκπαιδευτικό προσωπικό, όλων των βαθμίδων, το οποίο, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, υπηρετεί στα υπό ένταξη ιδρύματα». Τα «υπό ένταξη ιδρύματα» είναι οι «δημόσιες σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης των οποίων ένα ή περισσότερα γνωστικά αντικείμενα εντάσσονται στις Σχολές του Πανεπιστημίου».

 

Πριν όμως προλάβει να εφαρμοστεί η συγκεκριμένη πρόνοια του Νόμου, το συγκεκριμένο άρθρο τροποποιήθηκε ως ακολούθως:

 

« 27. (1) Το διδακτικό ερευνητικό προσωπικό (εντεταγμένο), όλων των βαθμίδων, το οποίο, κατά την ημερομηνία έναρξης της λειτουργίας του Πανεπιστημίου, υπηρετεί στα υπό ένταξη ιδρύματα σε Τμήματα των οποίων τα γνωστικά αντικείμενα εντάσσονται στις Σχολές του Πανεπιστημίου, μεταφέρεται, αν το επιθυμεί, σε θέσεις του Πανεπιστημίου που δημιουργούνται για το σκοπό αυτό με κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση.».

 

Είναι από κοινού αποδεκτό ότι το Τμήμα Υπόδησης, στο οποίο υπηρετούσαν οι Εναγόμενοι κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν συμπεριλαμβανόταν στα Τμήματα των οποίων το γνωστικό αντικείμενο θα εντασσόταν στο ΤΕΠΑΚ. Λόγω του συγκεκριμένου γεγονότος το ΤΕΠΑΚ δεν τους προσέφερε διορισμό. Οπόταν, σύμφωνα με το παρατεθέν ιστορικό, γεννάται το εύλογο ερώτημα γιατί οι Ενάγοντες έχουν παράπονο από το Κράτος αφού η απόφαση για τη μη προσφορά διορισμού λήφθηκε από το ΤΕΠΑΚ. Το κράτος προέβη σε συμφωνία, ως η μαρτυρία των Μ.Ε.3 και Μ.Ε.4, με το ΤΕΠΑΚ με σκοπό τη διασφάλιση θέσης για τους υπηρετούντες στο ΑΤΙ και ακολούθως, όταν δεν προσλήφθηκαν, τους προσέφερε εναλλακτική εργοδότηση στο Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες. Δεν τους εγκατέλειψε.

 

Διαφαίνεται ότι το Τεκμήριο 4 συνιστούσε πρόσκληση για σύναψη σύμβασης με το ΤΕΠΑΚ αφού κατέγραφε ότι θα ακολουθούσε ενημερωτική επιστολή από το ΤΕΠΑΚ. Το γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι το Τεκμήριο 4 αφορούσε πρόσκληση είναι η κλήση των Εναγόντων για συνέντευξη στις 14/11/2017. Οι Ενάγοντες μόνο προσδοκία μπορούσαν να έχουν μετά που δήλωσαν ότι αποδέχονται την ένταξή τους στο ΤΕΠΑΚ. Οι όροι που τους κοινοποιήθηκαν, Τεκμήριο 5, κατέγραφαν, όρος 2, ότι η ένταξη θα γινόταν «με ισχύ από συγκεκριμένη, ενιαία, ημερομηνία, με ανέκκλητη αποδοχή έγγραφης προσφοράς.». Ποτέ δεν απευθύνθηκε προσφορά από το ΤΕΠΑΚ προς τους Ενάγοντες. Αναφορά γίνεται στο Σύγγραμμα «Chitty on Contracts», Volume I, General Principles, 32η εκδ., στις παραγράφους 2-008 και επέκεινα, όπου επεξηγείται η διαφορά μεταξύ της πρόσκλησης για προσφορά και της προσφοράς, καθώς και στην ανάλυση επί του θέματος που γίνεται στο Σύγγραμμα «Δίκαιο των Συμβάσεων», Τόμος Α, του Πολύβιου Πολυβίου, στις σελίδες 99 και επέκεινα. Διαβάζονται τα ακόλουθα στην σελίδα 100:

 

« Για να υπάρξει σύμβαση μεταξύ δύο προσώπων, η πρόταση από τον ένα προς τον άλλο πρέπει να είναι συγκεκριμένη και σαφής. Αόριστες και ασαφής προτάσεις ή εισηγήσεις δεν συνιστούν «προτάσεις» ή «προσφορές» (offers) εν τη εννοία του Νόμου. Σε περίπτωση αόριστης ή ασαφούς πρότασης αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Η βασική διάκριση που πρέπει να γίνει είναι μεταξύ «πρότασης» ή «προσφοράς», από την μια και «πρόσκλησης για προσφορά» ή «πρόσκλησης για διαπραγμάτευση» (invitation to treat) από την άλλη.

Το θέμα τέθηκε με σαφήνεια στην βασική κυπριακή υπόθεση Ειρήνη Γεωργίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ, όπου ο Δικαστής Γαβριηλίδης είπε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

« Η βασική διάκριση που γίνεται από τη νομολογία είναι μεταξύ προσφοράς (offer) και πρόσκλησης για σύναψη σύμβασης ή πρόσκλησης για διαπραγμάτευση (invitation to treat). Στην πρώτη περίπτωση, με την αποδοχή συνάπτεται έγκυρη σύμβαση (νοουμένου ότι συντρέχουν και τα άλλα αναγκαία στοιχεία της σύμβασης όπως π.χ. πρόθεση νομικής δέσμευσης) ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, δεν εγείρεται θέμα αποδοχής, με άμεσο επακόλουθο τη σύναψη σύμβασης, αλλά πρόκειται απλώς για πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή, ανάλογα με την περίπτωση, πρόσκληση για διαπραγμάτευση με το ενδεχόμενο να συναφθεί, σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο, έγκυρη σύμβαση (βλέπε, μεταξύ άλλων, Gibson v. Manchester City Council [1978] 1 W.L.R. p. 520 (C.A.) και [1979] 1 W.L.R. p. 294 (H.L.).

Το κατά πόσο υπάρχει πρόταση ή πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή για διαπραγμάτευση είναι θέμα πραγματικό που κρίνεται αντικειμενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από τις υποκειμενικές προθέσεις των μερών.  Αν δύο πρόσωπα δημιουργούν με τις ενέργειες και την εν γένει συμπεριφορά τους την εντύπωση σε κάποιον ανεξάρτητο τρίτο ότι, με τις επαφές που είχαν, κατέληξαν σε μια άλφα σύμβαση, τότε η σύμβαση θεωρείται ως έγκυρη και δεσμευτική παρά τις τυχόν περί του αντιθέτου πραγματικές προθέσεις του ενός ή του άλλου (objective test of intention or agreement).»

 

Συνακόλουθα, το Τεκμήριο 4 δεν μπορεί να θεωρηθεί δεσμευτική σύμβαση μεταξύ των Εναγόντων και του Κράτους αφού κατέγραφε δύο προϋποθέσεις, ήτοι τη διαβίβαση ενημερωτικής επιστολής από το ΤΕΠΑΚ και ακολούθως, μετά την αποδοχή των όρων, την παραίτηση από την Δημόσια Υπηρεσία.

 

Ο επόμενος ισχυρισμός των Εναγόντων βασίζεται στο Άρθρο 172 του Συντάγματος το οποίο προνοεί ότι:

 

« Η Δημοκρατία ευθύνεται δια πάσαν ζημιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν των υπαλλήλων ή αρχών της Δημοκρατίας εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών ή κατ’ επίκλησιν ασκήσεως των καθηκόντων αυτών. Νόμος θέλει καθορίσει τα περί της ευθύνης της Δημοκρατίας.».

 

Ποια είναι η πράξη ή η παράλειψη των αρχών της Δημοκρατίας είναι το επόμενο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί. Το κράτος είχε υποχρέωση να συνεχίσει να εργοδοτεί τους συγκεκριμένους Ενάγοντες, πράγμα το οποίο έπραξε. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 12, ο κ. Βαλιαντής και ο κ. Παίκκος αποσπάστηκαν στο Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες και ο κ. Μάρκου αφυπηρέτησε κανονικά από τη Δημόσια Υπηρεσία. Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται στην Έκθεση Απαίτησής τους ότι η αντισυμβατική άρνηση και ή αποτυχία εκπλήρωσης του Εναγόμενου να υλοποιήσει τους όρους της Συμφωνίας Ένταξης στο ΤΕΠΑΚ και η ανατροπή στη νομοθεσία που προώθησε ο Εναγόμενος με την τροποποίηση του άρθρου 27 του Ν.198(Ι)/03 παραβίασε το συνταγματικό τους δικαίωμα δυνάμει του Άρθρου 26 του Συντάγματος και τους επέφερε βλάβη στα δικαιώματά τους. Όμως, είναι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι δεν είναι το κράτος που δεν προσέφερε θέση στους Ενάγοντες αλλά το ΤΕΠΑΚ. Στο Τεκμήριο 4, το οποίο οι Ενάγοντες προωθούν ως δεσμευτική σύμβαση μεταξύ τους και του Κράτους, είναι σαφέστατη η θέση του Υπουργείου ότι θα λάβουν επιστολή από το ΤΕΠΑΚ και ακολούθως θα πρέπει να λυθεί η σχέση εργοδότησής τους από το Κράτος. Δεν προκύπτει οποιαδήποτε παραβίαση συμφωνίας από το Κράτος αφού ήταν εργαζόμενοι στο Κράτος οι Ενάγοντες και παρέμειναν εργαζόμενοι στο Κράτος.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω αναφερθέντων τα όποια παράπονα θα μπορούσαν να έχουν οι Ενάγοντες αφορούν τον τρόπο με τον οποίο έτυχαν μεταχείρισης από το ΤΕΠΑΚ εναντίον του οποίου όμως δεν κατέγραψαν οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα.

 

Στην Έκθεση Απαίτησης αξιώνονται τιμωρητικές ή επαυξημένες αποζημιώσεις. Στην απόφαση Adrian Holdings Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1836, στη σελίδα 1846, αναφέρεται πως επιτρέπεται η επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων όπου η διαγωγή του εναγόμενου είναι τόσο αξιόμεμπτη ώστε να αρμόζει επιβολή τιμωρίας από πολιτικό δικαστήριο. Αξιόμεμπτη διαγωγή είναι εκείνη που συνοδεύεται από έντονα στοιχεία αλαζονείας, θρασύτητας ή αθέμιτου κίνητρου, ιδιαίτερα όταν τείνει να ταπεινώσει το θύμα του αδικήματος. Δεν διαπιστώθηκε ότι επιδείχθηκε τέτοιου είδους αξιόμεμπτη διαγωγή από το Κράτος.

 

Παραμένει να αποφασιστεί η απαίτηση του Εναγόμενου έναντι του Τριτοδιαδίκου. Η συγκεκριμένη απαίτηση εστιάζεται στο δικαίωμα πλήρους κάλυψης ή και συνεισφοράς. Λόγω του ότι πρώτον, οι αγωγές εναντίον του Εναγόμενου με βάση τα πιο πάνω δεν μπορούν να έχουν επιτυχή κατάληξη και δεύτερον, δεν έχει προσφερθεί μαρτυρία από τον Εναγόμενο για τις αξιώσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 12 της Έκθεσης Απαίτησης του σε σχέση με τον Τριτοδιάδικο, η αξίωση δεν μπορεί να πετύχει. Ως εκ τούτου, η αξίωση εναντίον του Τριτοδιάδικου απορρίπτεται.

 

Για όλους τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί πιο πάνω, οι Αγωγές απορρίπτονται, με έξοδα υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον των Εναγόντων, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η αξίωση εναντίον του Τριτοδιαδίκου απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του και εναντίον του Εναγόμενου, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

(Υπ.) ………………………………………

                                                             Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο