ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ή/και ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΑΒΡΙΗΛ ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Αρ. Αγωγής: 4445/17, 6/4/2025
print
Τίτλος:
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ή/και ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΑΒΡΙΗΛ ν. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Αρ. Αγωγής: 4445/17, 6/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 4445/17

Μεταξύ:

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ή/και ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΑΒΡΙΗΛ

Ενάγουσας

-και-

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ

Εναγόμενου

Ημερομηνία: 7 Απριλίου 2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. Μ. Αριστοδήμου για Αρτεμίου, Πιερή & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο: κα Α. Ξυψιτή

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

i.        ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.      Με την παρούσα αγωγή της η Ενάγουσα αξιώνει εναντίον του Εναγόμενου, ειδικές και γενικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες, πόνο, ταλαιπωρία που υπέστη δυνάμει ισχυριζόμενων πράξεων και παραλείψεων του Εναγόμενου, στα πλαίσια θεραπείας που διενήργησε στην Ενάγουσα, υπό την ιδιότητα του ως οδοντίατρος. Ο Ενάγων αρνείται την οιαδήποτε αμέλεια εκ μέρους του, την ύπαρξη ζημιών από την Ενάγουσα και καλεί το Δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή της Ενάγουσας με έξοδα υπέρ του.

 

ii.        ΣΥΝΟΨΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ

2.      Ισχυρίζεται η Ενάγουσα στην Έκθεση Απαίτησης της ότι, τον Σεπτέμβριο του 2014 επισκέφθηκε τον Εναγόμενο, οδοντίατρο, στο ιατρείο του. Συγκεκριμένα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο Εναγόμενος στεγαζόταν σε επαγγελματικό υποστατικό στο χωριό Πέρα Ορεινής στη Λευκωσία μαζί με το σωματείο «ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑ» όπου βρίσκεται συγκεκριμένο εγγεγραμμένο σωματείο. Εκεί συζήτησαν τη θεραπεία που χρειαζόταν η Ενάγουσα στα δόντια της καθώς και το κόστος της θεραπείας αυτής. Ο Εναγόμενος όμως δεν είχε άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, γεγονός που απέκρυψε από την Ενάγουσα. Κατά ή περί τις 30.9.2014 τον επισκέφθηκε εκ νέου για να ξεκινήσουν θεραπεία καθώς, όπως του παραπονέθηκε, παρουσίαζε μικρό πόνο λόγω τριξίματος ή/και σφιξίματος των δοντιών της. Επιπλέον, σημείωσε ότι την απασχολούσε περισσότερο η αισθητική του στόματος και όχι ο μικρός πόνος που ήταν, σε κάθε περίπτωση, ελεγχόμενος, περιστασιακός ή μη έντονος. Ο Εναγόμενος της επιβεβαίωσε ότι τα δόντια της δεν παρουσιάζουν οποιοδήποτε πρόβλημα και της πρότεινε συγκεκριμένη θεραπεία για αισθητικούς λόγους. Τότε οι διάδικοι συμφώνησαν όπως ο Εναγόμενος προχωρήσει σε συγκεκριμένη θεραπεία για τον προαναφερόμενο σκοπό ενώ η αμοιβή του συμφωνήθηκε στο ποσό των €6000. Συμφώνησαν επίσης όπως το 70% καταβληθεί αμέσως και το υπόλοιπο 30% κατά την τελευταία επίσκεψη. Ως εκ τούτου, η Ενάγουσα κατέβαλε την ίδια ημερομηνία, το ποσό των €4500 στον Εναγόμενο. Ο Εναγόμενος δεν της παραχώρησε απόδειξη πληρωμής τη στιγμή εκείνη διαβεβαιώνοντας την ότι θα της παραχωρούσε σχετική απόδειξη στο τέλος της διαδικασίας.

 

3.      Αμέσως μετά την καταβολή του πιο πάνω ποσού, ο Εναγόμενος, άνευ οποιασδήποτε ακτινογραφίας, άρχισε να τελεί πράξεις και επεμβάσεις επί τον δοντιών της Ενάγουσας και να τροχίζει. Ακολούθως η Ενάγουσα περιγράφει τους λόγους της ακαταλληλότητας των μεθόδων που χρησιμοποίησε ο Εναγόμενος καταλήγοντας ότι αποχώρησε από το υποστατικό του Εναγόμενου χωρίς να εξυπηρετηθεί ο σκοπός των πράξεων του Εναγόμενου επί των δοντιών της Ενάγουσας. Επιπλέον, προκλήθηκε αιμορραγία στη στοματική χώρα της Ενάγουσας και αφόρητοι πόνοι ενώ η ίδια δεν μπορούσε να μιλήσει κανονικά ούτε και να ανοιγοκλείσει τη γνάθο της. Περαιτέρω, λόγω του τροχισμού, το μέγεθος ή/και το σχήμα των δοντιών της Ενάγουσας αλλοιώθηκαν προκαλώντας προβλήματα και πόνο στην Ενάγουσα.

 

4.      Κατόπιν αφόρητων πόνων και ταλαιπωρίας που υπέστη η Ενάγουσα, στις 4.10.2014 επισκέφθηκε εκ νέου το ιατρείο του Εναγόμενου, όπου το ανέφερε όλα τα συμπτώματα που αντιμετώπιζε και όλα τα παράπονα της. Ο Εναγόμενος την καθησύχασε, συνέχισε να τροχίζει τα δόντια της και έκανε δοκιμαστική εφαρμογή του σκελετού των καλυμμάτων και/ή θηκών των γεφυρών των δοντιών της Ενάγουσας χωρίς να ολοκληρώσει την τοποθέτηση του. Στις 6.10.14 η Ενάγουσα επισκέφθηκε εκ νέου το ιατρείο του Εναγόμενου όπου και ο τελευταίος τοποθέτησε τα καλύμματα ή/και τις θήκες ή/και τις γέφυρες στην Ενάγουσα. Συνεχίζει ότι οι πιο πάνω πράξεις του έγιναν παρά το γεγονός ότι το στόμα και/ή τα ούλη της Ενάγουσας δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένα και/ή ήταν πρησμένα και/ή αιμμοραγούσαν

5.      Ακολούθως, ισχυρίζεται ότι επισκέφθηκε και άλλες φορές τον Εναγόμενο προβάλλοντας του συγκεκριμένα παράπονα για τα συμπτώματα που αντιμετώπιζε ο οποίος και την καθησύχαζε. Συνεχίζει ότι τον Μάιο του έτους 2015, η Ενάγουσα επισκέφθηκε άλλο οδοντίατρο λόγω της κατάστασης των δοντιών ή/και του στόματός της και γιατί πονούσε αφόρητα, δεν μπορούσε να φάει κανονικά, μπορούσε να πιει ροφήματα μόνο με δυσκολία και πόνο και ότι τα ούλη της είχαν φουσκώσει και πρηστεί ο οποίος της είπε ότι οι γέφυρες είναι τοποθετημένες με λάθος τρόπο και οι ρωγμές είναι ανησυχητικές. Επίσης, επισκέφθηκε και άλλους οδοντίατρους αλλά λόγω οικονομικής αδυναμίας και του μεγάλου κόστους των θεραπειών που της πρότειναν δεν μπορούσε να προχωρήσει σε αποκατάσταση. Προσθέτει ότι επισκεπτόταν τις πρώτες βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας όπου και της χορηγούσαν παυσίπονα ή/και παυσίπονη ένεση λόγω των αφόρητων πόνων.

6.      Συνεχίζει ότι κατά ή περί την 21/03/2017 επισκέφθηκε ακόμη έναν οδοντίατρο ο οποίος διέγνωσε περιοδοντίτιδα ή/και ουλίτιδα και προχώρησε την ίδια μέρα και στις 10/04/2017 σε πράξεις που σκοπό είχαν την παύσει του πόνου της Ενάγουσας και τη μερική αποκατάσταση της ζημιάς που είχε προκληθεί. Κατά την πιο πάνω επίσκεψη της, της αναφέρθηκε ότι η ζημιά δεν μπορεί να θεραπευτεί ή/και να αποκατασταθεί πλήρως καθώς τα δόντια της Ενάγουσας έχουν πλέον καταστραφεί. Ακολούθως, καταγράφει τις σωματικές βλάβες, τον πόνο και την ταλαιπωρία και τα έξοδα που υπέστη.

7.      Ο Εναγόμενος δια της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του ήγειρε προδικαστική ένσταση ζητώντας την απόρριψη της αγωγής, ισχυριζόμενος ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν ως εθελοντής ιατρός στο σωματείο «Αμφικτιονία» και ότι η Ενάγουσα δεν συμβλήθηκε με τον ίδιο προσωπικά αλλά με το εν λόγω σωματείο.

 

8.      Χωρίς επηρεασμό της ως άνω προδικαστικής ένστασης, αρνείται τη θέση της Ενάγουσας ότι ο ίδιος το έτος 2014 εργαζόταν ως οδοντίατρος και προβάλλει ότι εργαζόταν «ως ολιστκός ιατρός / θεραπευτής / σύμβουλος ολιστικής υγείας» καθώς και το ότι η Ενάγουσα ενημερώθηκε σχετικά από τον ίδιο επί τούτου. Περιπλέον, συνεχίζει ότι «η Ενάγουσα το γνώριζε και συναίνεσε να προχωρήσει με θεραπεία κατά το έτος 2015 συμβλημένη με το Σωματείο Αμφικτιονία, αφού ως την είχε πληροφορήσει ο Εναγόμενος δεν είχε σε ισχύ άδεια κατά το έτος 2014 καθότι δεν είχε αποπερατωθεί και το οδοντιατρείο που ευρίσκετο υπό κατασκευή αλλά θα περατωνόταν όπως και περατώθηκε το έτος 2015 το οποίο οδοντιατρείο όπως και όλος ο ιατρικός εξοπλισμός ανήκει αποκλειστικά στο Σωματείο Αμφικτιονία. Η ίδια η Ενάγουσα επέμεινε να άρχισε άμεσα λόγω του ότι είχε σοβαρό πρόβλημα στα δόντια κατά την ίδια που της προκαλούσε ψυχολογικό στρες. Γενικότερα η Εναγόμενη είχε ψυχιατρικό ιστορικό. Περισσότερες λεπτομέρειες θα δοθούν κατά τη δικάσιμο[1]

 

9.      Συνεχίζει ότι οι όποιες εργασίες και/ή θεραπεία άρχισε μαζί με την Ενάγουσα ο Εναγόμενος υπό την ιδιότητα του ως «εθελοντής οδοντίατρος» του Σωματείου Αμφικτυονία, ήταν κατά ή περί το έτος 2015 όπου ο Εναγόμενος είχε σε ισχύ άδεια από τον Παγκύπριο Οδοντιατρικό Σύλλογο. Ακολούθως, επαναλαμβάνει τη θέση του ότι οι όποιες δοσοληψίες είχε η Εναγόμενη, αυτές ήταν με το Σωματείο Αμφικτιονία από το οποίο λάμβανε οδηγίες ως «εθελοντής λειτουργός υγείας» με τον ίδιο να μην έχει οποιοδήποτε «προσωπικό και αποκλειστικό κέρδος[2]

 

10. Συνεχίζει ότι, η Ενάγουσα προσκόμισε πανοραμική ακτινογραφία «η οποία ήταν σε ισχύ όταν διεκπεραιώθηκε η θεραπεία από το Σωματείο» και της παραδόθηκε αργότερα μαζί με σχετική ιατρική του έκθεση.[3] Επαναλαμβάνει ότι ενεργούσε με οδηγίες του ως άνω σωματείου, ότι ενεργούσε υπό την ενδεδειγμένη πρακτική και δεν επέπεσε σε λάθη καθώς και το ότι η Ενάγουσα ουδόλως παραπονέθηκε κατά τη διάρκεια της θεραπείας για πόνους. Προέβαλε δε ότι οποιοδήποτε σκεύασμα χρησιμοποιήθηκε στην Ενάγουσα ήταν και είναι ελεγμένο από τις φαρμακευτικές υπηρεσίες και πληροί τις προϋποθέσεις έγκρισης του για χρήση. Περιπλέον αρνείται το σύνολο των ισχυρισμών της Ενάγουσας ως προς τις ειδικές αποζημιώσεις που αξιώνει και αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες, πόνο και ταλαιπωρία.

 

11. Η ανταπαίτηση του Εναγόμενου η οποία αφορούσε σε ισχυριζόμενη δυσφήμιση και συκοφαντία εκ μέρους του, αποσύρθηκε κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.

 

iii.        ΣΥΝΟΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

12. Για την Ενάγουσα κατέθεσε η ίδια, η οποία κατέθεσε ως γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης της (Έγγραφο Α’), στα πλαίσια της οποίας επανέλαβε κατ’ ουσίαν τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της. Προς επίρρωση της θέσης της ότι ο Εναγόμενος δεν διατηρούσε το έτος 2014 άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 σχετική επιστολή του Παγκύπριου Οδοντιατρικού Συλλόγου ημερομηνίας 27.1.17. Ως Τεκμήριο 2 κατέθεσε έντυπο και αποδείξεις του Τμήματος Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών ημερ. 23.2.2017 αναφορικά με τη δικογραφημένη της θέση στην παρ. 50 της Έκθεσης Απαίτησης της, την οποία επανέλαβε στην παρ. 41 της γραπτής της δήλωσης, ως προς τις επισκέψεις της στο Γενικό Νοσοκομείο. Ως Τεκμήριο προς Αναγνώριση Α κατέθεσε ιατρικό πιστοποιητικό από οδοντίατρο που επισκέφθηκε στις 21.3.2017 και ο οποίος, κατά τη θέση της, διέγνωσε περιοδοντίτιδα και ουλίτιδα και την ίδια ημέρα προχώρησε σε θεραπεία για να εξομαλυνθεί ο αφόρητος πόνος που αντιμετώπιζε. Ως Δέσμη Τεκμηρίων προς Αναγνώριση Β, κατέθεσε έγγραφα τα οποία αφορούν σε επισκέψεις της σε άλλους ιατρούς και χειρούργους οδοντίατρους το έτος 2017, και δη έγγραφα που εκδόθηκαν από τον Δρα Γιώργο Παμπορίδη και την Δρ. Έλενα Ταλιώτου. Ως Δέσμη Τεκμηρίων 3, κατέθεσε αποδείξεις για αγορά φαρμάκων και ως Δέσμη Τεκμηρίων 4 κατέθεσε επιστολές προς τον Οδοντιατρικό Σύλλογο και τις απαντήσεις που έλαβε.

 

13. Αντεξεταζόμενη κατέθεσε ότι διατηρούσε κομμωτήριο στον Στρόβολο μέχρι και το έτος 2019 και έκτοτε δεν εργάζεται. Σε υποβολή της συνηγόρου του Εναγόμενου ότι η Ενάγουσα είναι στο σωματείο «Αμφικτονία» που είχε μεταβεί απάντησε ότι δεν γνωρίζει το συγκεκριμένο σωματείο αλλά εξ όσων η ίδια γνωρίζει είχε επισκεφθεί τον Εναγόμενο, ως οδοντίατρο. Σε υποβολή της συνηγόρου του Εναγόμενου ότι ο Εναγόμενος δεν διατηρούσε δικό του ιατρείο αλλά ήταν εθελοντής στο σωματείο «Αμφικτονία» του οποίου το πλήρες όνομα είναι «Παγκύπριος Σύνδεσμος Ολιστικής Υγείας» διαφώνησε. Σε υποβολή της συνηγόρου του Εναγόμενου ότι είναι τον Δεκέμβριο του έτους 2014 που για πρώτη φορά επισκέφθηκε η Ενάγουσα τον Εναγόμενο, επανέλαβε τη θέση της ότι είναι τον Σεπτέμβριο του έτους 2014 που τον είχε επισκεφθεί. Αρνήθηκε εξίσου την υποβολή της συνηγόρου της Εναγόμενης δια το ότι η ίδια ζήτησε ιατρική έκθεση από τον Εναγόμενο, ως επίσης και τη θέση της ότι της δόθηκε απόδειξη πληρωμής. Ακολούθως, επανέλαβε τις θέσεις της ως προς τον τρόπο καταβολής του συμφωνηθέντος ποσού. Σε υποβολή της συνηγόρου του Εναγόμενου ότι η ίδια ήταν ευχαριστημένη με την εργασία του για να τον εξοφλήσει, απάντησε ότι ο λόγος που εξόφλησε τον Εναγόμενο ήταν ότι την καθησύχαζε ότι ήταν θέμα χρόνου να σταματήσουν οι πόνοι, με τα προβλήματα να έχουν αναδειχθεί στη συνέχεια. Αρνήθηκε και την υποβολή της συνηγόρου του Εναγόμενου ότι ο Εναγόμενος ξεκίνησε τη θεραπεία κατόπιν προσκόμισης πανοραμικής ακτινογραφίας που του είχε προσκομίσει, αναφέροντας ότι καμία πανοραμική του είχε προσκομίσει. Ακολούθως επανέλαβε τις θέσεις τις ως προς τις μεταγενέστερες επισκέψεις της σε άλλους ιατρούς και την σχετική της καταγγελία στον Παγκύπριο Οδοντιατρικό Σύλλογο.

 

 

 

 

iv.        ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

(α) Γενικές παρατηρήσεις

4.    Το Δικαστήριο αναγνωρίζει το άμεσο συμφέρον της Ενάγουσας στην έκβαση της υπόθεσης και προσεγγίζει την μαρτυρία της με την ανάλογη περίσκεψη και προσοχή. Η Ενάγουσα παρέμεινε σταθερή στις απόψεις της ως προς τον πόνο και την ταλαιπωρία που ανέφερε ότι υπέστη και ο αυθορμητισμός με τον οποίο κατέθετε ήταν ενδεικτικός του γνησίου της ταλαιπωρίας που η ίδια βίωσε, σύμφωνα με την περιγραφή της. Σε άλλα σημεία, η μαρτυρία της απέμεινε αναντίλεκτη ενώ οι υποβολές της συνηγόρου του Εναγόμενου απέμειναν χωρίς έρεισμα στην ενώπιον μου μαρτυρία και δεν δύνανται να τύχουν αποδοχής από το Δικαστήριο. Όμως, παρά το γνήσιο αυθορμητισμό της μαρτυρίας της Ενάγουσας, ανατρέχοντας στην ουσία των θέσεων της προκύπτει ότι, σε κρίσιμα σημεία, ως καταγράφονται πιο κάτω, οι θέσεις της πάσχουν από παντελή έλλειψη τεκμηρίωσης, έστω σε επίπεδο ισχυρισμών, ενώ τίθενται με τέτοια γενικότητα και αοριστία ώστε το Δικαστήριο να μην δύναται να προβεί σε συγκεκριμένα συμπεράσματα επί των γεγονότων. Toύτων δοθέντων και για τους λόγους που καταγράφονται αμέσως πιο κάτω, αποδέχομαι μόνο μέρος της μαρτυρίας της Ενάγουσας, ως επίσης επεξηγείται πιο κάτω.   

 

(β)  Επί μέρους θέσεις

5.    Ανατρέχοντας στα πρακτικά της αντεξέτασης της Ενάγουσας, συνάγεται ότι το μέγιστο των υποβολών της συνηγόρου του Εναγόμενου δεν στηρίζεται στην ενώπιον μου μαρτυρία. Ειδικότερα, η υποβολή της συνηγόρου του Εναγόμενου ότι η Ενάγουσα είχε επισκεφτεί το σωματείο «Αμφικτονία» όπου ο Εναγόμενος «ήταν εθελοντής», δεν στηρίζεται στην ενώπιον μου μαρτυρία και συνεπώς δεν δύναμαι να την αποδεχτώ. Η ίδια η Ενάγουσα επεξήγησε ότι μετέβη στο οδοντιατρείο του Εναγόμενου, όπου εκεί είχε αναρτημένα τα προσόντα του και ότι η ίδια δεν γνωρίζει οτιδήποτε περί του αναφερόμενου σωματείου. Παρά την εκτενή της αντεξέταση επί του σημείου η ίδια επέμεινε με σταθερότητα στη θέση της και εν τη απουσία μαρτυρίας περί του αντιθέτου, την αποδέχομαι.  

 

6.    Εξίσου άνευ ερείσματος επί της ενώπιον μου μαρτυρίας απέμειναν και οι εξής υποβολές της συνηγόρου του Εναγόμενου, τις οποίες για τον λόγο αυτόν, δεν δύναμαι να αποδεχτώ: Ότι η Ενάγουσα επισκέφθηκε τον Εναγόμενο για πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του έτους 2014 και όχι τον Σεπτέμβριο του έτους 2014, ότι ο Εναγόμενος ενημέρωσε την Ενάγουσα ότι δεν είχε σε ισχύ την άδεια οδοντιάτρου, ότι ο Εναγόμενος ετοίμασε σχετική έκθεση αναφορικά με την θεραπεία της Ενάγουσας στις 26.2.2015 την οποία και της παρέδωσε, ότι ο Εναγόμενος  παραχώρησε προς την Ενάγουσα απόδειξη πληρωμής της αμοιβής του, ότι το ιατρείο του Εναγόμενου βρισκόταν υπό κατασκευή κατά το χρόνο τον επισκέφθηκε η Ενάγουσα, ότι η Ενάγουσα προσκόμισε στον Εναγόμενο πανοραμική ακτινογραφία προτού ξεκινήσει την συμφωνημένη θεραπεία, ότι η Ενάγουσα ανέφερε στον Εναγόμενο ότι αντιμετώπιζε ορμονικά και ψυχολογικά προβλήματα κατά το χρόνο που αποτάθηκε σ’ αυτόν, ότι ο ίδιος την παρέπεμψε σε γυναικολόγο και ότι οι θήκες που τοποθέτησε ο Εναγόμενος στα δόντια της Ενάγουσας είχαν φτιαχτεί από συγκεκριμένο οδοντοτεχνίτη.

 

7.    Σταθερή παρέμεινε η Ενάγουσα στη θέση της ότι δεν είχε επισκεφθεί τον Εναγόμενο για ιατρικό ζήτημα που αντιμετώπιζε με τα δόντια της, αλλά για αισθητικούς λόγους αλλά και στη θέση της ότι είναι τον Σεπτέμβριο του έτους 2014 που επισκέφθηκε, για πρώτη φορά, τον Εναγόμενο και όχι τον Δεκέμβριο του έτους 2014, σύμφωνα με την σχετική υποβολή της συνηγόρου του Εναγόμενου. Παρείχε πλήρεις λεπτομέρειες ως προς την ενημέρωση που έλαβε από τον Παγκύπριο Οδοντιατρικό Σύλλογο, ως προς την παράλειψη ανανέωσης άδειας του Εναγόμενου, θέση η οποία εν πάση περιπτώσει απέμεινε αναντίλεκτη και, πρόσθετα, επιμαρτυρείται από το Τεκμήριο 1, το περιεχόμενο του οποίου παρέμεινε εξίσου αναντίλεκτο. Συνεπώς, αποδέχομαι το σύνολο των πιο πάνω θέσεων της.

 

8.    Αναντίλεκτες απέμειναν και οι εξής θέσεις της, τις οποίες επίσης αποδέχομαι: (α) ότι ο Εναγόμενος της πρότεινε να προστεθούν «θήκες», όπως εκείνος τις αποκάλεσε, για αισθητικούς λόγους, (β) ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ως αμοιβή του Εναγόμενου το ποσό των €6000 και όπως το 70% καταβληθεί με την έναρξη της θεραπείας και το υπόλοιπο 30% κατά τη λήξη της και (γ) ότι η Ενάγουσα στις 30.9.2014 κατέβαλε προς τον Εναγόμενο το ποσό των €4500, έναντι της συμφωνηθείσας αμοιβής του και ότι τον εξόφλησε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.

 

9.    Σταθερή παρέμεινε και στη θέση της ότι ο Εναγόμενος κατά την πιο πάνω ημερομηνία, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ακτινογραφία, άρχισε να τροχίζει τα δόντια της, στη θέση της ότι η ίδια αντιμετώπιζε πόνους κατά τη διάρκεια της θεραπείας με τον Εναγόμενο να την καθησυχάζει ότι οι πόνοι ήταν φυσιολογικοί και ότι ο Εναγόμενος της χορήγησε κάποιο αναισθητικό, το οποίο όμως δεν την βοήθησε με τον πόνο. Αναντίλεκτη δε απέμεινε η θέση της ότι ο Εναγόμενος χρησιμοποίησε ένα μείγμα δικής του κατασκευής στα πλαίσια της θεραπείας του. Συνεπώς, αποδέχομαι το σύνολο των πιο πάνω θέσεων της.

 

10.        Παρά την σταθερότητα που διέπει της ως άνω θέσεις της Ενάγουσας, η ίδια προβαίνει σε ιατρικά συμπεράσματα, άνευ ιατρικής μαρτυρίας που να τα υποστηρίζει. Αναφέρει για παράδειγμα, ότι, «εξαιτίας των πρακτικών του Εναγόμενου στα δόντια μου, προκλήθηκε αιμορραγία στη στοματική μου χώρα και αφόρητοι πόνοι. Λόγω της κατάστασης που είχα περιέλθει δεν μπορούσα να ανοιγοκλείσω τη γνάθο και να μιλήσω κανονικά και αναγκαζόμουν να λαμβάνω συνεχώς παυσίπονα για να ανακουφιστώ από τον πόνο.»[4] Δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου ιατρική μαρτυρία δια της οποίας να επεξηγείται με επάρκεια πια είναι η πρακτική που υιοθετήθηκε από τον Εναγόμενο η οποία, επιπρόσθετα, συνδέεται και με τα συμπτώματα που ανέφερε η Ενάγουσα. Δεν υπάρχει ούτε και ιατρική μαρτυρία στη βάση της οποίας να δύναται να εξαχθεί η ως άνω θέση της κατά τρόπο συμπερασματικό. Συνεπώς, δεν δύναμαι να αποδεχθώ τη θέση της Ενάγουσας ότι είναι «εξαιτίας των πρακτικών του Εναγόμενου» που η ίδια υπέστη τους πόνους και την ταλαιπωρία που περιέγραψε.

 

11.        Εξέφρασε και τη θέση η Ενάγουσα ότι, μετά το πέρας του τροχίσματος των δοντιών της «ο Εναγόμενος χρησιμοποίησε ένα μείγμα δικής του κατασκευής ώστε να δημιουργήσει προσωρινό καλούπι σαν δόντι, όπως μου ανέφερε. Το συγκεκριμένο καλούπι, δεν εξυπηρέτησε το σκοπό για τον οποίο τοποθετήθηκε στα δόντια μου και ήταν ακατάλληλο αφού δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί στα δόντια μου.»[5] Πέραν της γενικότητας που διέπει την πιο πάνω θέση της ως προς το τί αποτελούσε το αναφερόμενο «προσωρινό καλούπι σαν δόντι», δεν είναι σαφές για ποιον λόγο, η ίδια προβάλλει ότι ήταν ακατάλληλο, εφόσον δεν επεξηγήθηκε ποιος ήταν ο σκοπός του του εν λόγω «προσωρινού καλουπιού». Πρόσθετα, δεν είναι αντιληπτό για ποιον λόγο η Ενάγουσα παραπονείται ότι δεν είχε επιτευχθεί «ο σκοπός» με δεδομένο το ότι, ως η ίδια ανέφερε στην παρ. 8 του της γραπτής της δήλωσης, επρόκειτο να γίνει σειρά επισκέψεων, όπως εξάλλου και έγινε, σύμφωνα με την μαρτυρία της ίδιας. Συνεπώς, δεν αποδέχομαι τις πιο πάνω θέσεις της Ενάγουσας.

 

12.        Αναφέρω στο σημείο αυτό ότι, οι θέσεις της ως προς τα συμπτώματα που αντιμετώπισε κατόπιν της επίσκεψης της στον Εναγόμενο στις 30.9.2014 και καταγράφονται στις παρ. 20 και 22 της γραπτής της δήλωσης, απέμειναν αναντίλεκτες. Αναντίλεκτες απέμειναν και οι θέσεις της αναφορικά με τον πόνο και την ταλαιπωρία που περιγράφει στην παρ. 30 του Εγγράφου Α, κατόπιν της τελευταίας της επίσκεψης στον Εναγόμενο στις 2.12.2014. Επίσης, αναντίλεκτες απέμειναν οι θέσεις της ως προς τα όσα είχαν λάβει χώρα κατά την επίσκεψη της στον Εναγόμενο στις 4.10.2014, 6.10.2014, 2.12.2024, καθώς  και τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο του έτους 2015 αλλά και για τις μεταγενέστερες επισκέψεις της στον Εναγόμενο. Συνεπώς, αποδέχομαι τις εν λόγω θέσεις της Ενάγουσας.

 

13.        Αναφέρει η Ενάγουσα στην παρ. 33 της γραπτής της δήλωσης, ότι τον Μάιο του έτους 2015, επισκέφθηκε άλλον οδοντίατρο λόγω των συμπτωμάτων που αντιμετώπιζε και, ότι, αφού την εξέτασε, της ανέφερε ότι «οι γέφυρες – θήκες ήταν τοποθετημένες με λάθος τρόπο και ότι οι ρωγμές που παρουσιάζονταν ήταν ανησυχητικές.» Η ως άνω πτυχή της μαρτυρίας της αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία, επί της οποίας όμως δεν δύναμαι να αποδώσω οιαδήποτε αξία, καθώς δεν αναφέρει τα στοιχεία του ιατρού που την εξέτασε και δεν παρείχε οιανδήποτε επεξήγηση ως προς την παράλειψη κλήτευσης του στη διαδικασία για να παραθέσει την ιατρική του γνωμάτευση. Παράλληλα, η ως άνω αναφορά της ως προς τα λεχθέντα του ιατρού που σύμφωνα με τη θέση της, την εξέτασε τον Μάιο του 2015, απέμειναν στην σφαίρα της γενικότητας και της ασάφειας. Ειδικότερα, δεν υπάρχει οιαδήποτε αναφορά ως προς τον λόγο δια τον οποίο ο εν λόγω ιατρός θεώρησε ότι οι εν λόγω γέφυρες «ήταν τοποθετημένες με λάθος τρόπο» ή ότι «ήταν ανησυχητικές» κάποιες «ρωγμές» που παρουσιάζονταν και πώς αυτά συνδέονται με τα συμπτώματα που αντιμετώπιζε η Ενάγουσα ή, γενικότερα, με την θεραπεία που διενήργησε ο Εναγόμενος στην Ενάγουσα. Συναφώς, ο τρόπος με τον οποίο προσκομίστηκε η ως άνω εξ ακοής μαρτυρία δεν διευκολύνει την ορθή αξιολόγηση της (βλ. άρθρο 27(2)(η) του περί Απόδειξης Νόμου Κεφ. 9) και, κατ’ επέκταση, δεν δύναμαι ευλόγως να αποδώσω οιανδήποτε αξία σ’ αυτήν.

 

14.        Αναφέρει επίσης η Ενάγουσα ότι, σε μεταγενέστερες επισκέψεις της στον Εναγόμενο, ο ίδιος δεν διενεργούσε οποιαδήποτε εξέταση, αλλά μόνο οπτικό έλεγχο στα δόντια της, δηλώνοντας ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Δεν είναι όμως αντιληπτό για ποιον λόγο η Ενάγουσα φρονεί ότι ένας τέτοιος οπτικός έλεγχος δεν αποτελεί ιατρική εξέταση. Εν τη απουσία σχετικής ιατρικής μαρτυρίας επί τούτου, δεν δύναμαι να αποδεχθώ την εν λόγω θέση της.

 

15.        Επιπρόσθετα, αναφέρει η Ενάγουσα στην παρ. 40 της γραπτής της δήλωσης ότι η ίδια επισκέφθηκε αριθμό οδοντιάτρων οι οποίοι της πρότειναν θεραπείες για αποκατάσταση, ενώ αρκετοί από αυτούς της δήλωναν ότι δεν επιθυμούσαν να επέμβουν σε λάθη άλλων γιατρών στην κατάσταση που βρισκόταν. Και πάλιν η πτυχή αυτή της μαρτυρίας της αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία, επί της οποίας δεν δύναμαι ευλόγως να αποδώσω οιαδήποτε βαρύτητα. Τούτο διότι, οι θέσεις της εμποτιζόμενες με γενικότητα και ασάφεια δεν συγκεκριμενοποιούν ούτε τα στοιχεία των ιατρών αυτών, ούτε και παρέχουν την οποιαδήποτε επαρκή περιγραφή ως προς το περιεχόμενο των ιατρικών συμπερασμάτων των εν λόγω ιατρών. Ούτε και επεξήγησε η Ενάγουσα τους λόγους δια τους οποίους επέλεξε να μην κλητεύσει οιονδήποτε εξ αυτών για να καταθέσουν με ακρίβεια, ως προς τις ισχυριζόμενες διαπιστώσεις τους.

 

16.        Συνεχίζει η Ενάγουσα στην παρ. 41 της γραπτής της δήλωσής της ότι, τον Νοέμβριο του έτους 2016, επισκέφθηκε το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου υποβλήθηκε «σε μαγνητική τομογραφία με ευρήματα που θα έπρεπε να εντοπίσει ο Εναγόμενος». Πέραν του ότι ουδόλως συγκεκριμενοποιεί ποια ήταν τα ευρήματα που κατέγραψε η εν λόγω μαγνητική τομογραφία, δεν συγκεκριμενοποιεί ποια ήταν αυτά τα ευρήματα που θα έπρεπε να είχε εντοπίσει ο Εναγόμενος. Αξιοσημείωτο δε είναι και το γεγονός ότι δεν παρουσίασε ούτε και τα αποτελέσματα της ίδιας της μαγνητικής τομογραφίας, χωρίς οποιαδήποτε εύλογη επεξήγηση. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω θέσεις της Ενάγουσας τέθηκαν με τέτοια γενικότητα και ασάφεια, που δεν δύνανται ευλόγως να γίνουν αποδεκτές από το Δικαστήριο.

 

17.        Αναφέρει επίσης ότι, λόγω των αφόρητων πόνων που αισθανόταν, αναγκαζόταν και επισκεπτόταν τις πρώτες βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου όπου και της χορηγούσαν παυσίπονη ένεση. Η σχετική της θέση απέμεινε αναντίλεκτη, ερείδεται επί της Δέσμης Τεκμηρίων 2 και την αποδέχομαι. Αναντίλεκτες απέμειναν και οι θέσεις της (α) ότι στις 21.3.2017 επισκέφθηκε έναν οδοντίατρο ο οποίος διέγνωσε περιοδοντίτιδα και ουλίτιδα, (β) ότι την ίδια ημέρα προχώρησε σε θεραπεία για να εξομαλυνθεί ο πόνος που αντιμετώπιζε, (γ) ότι επισκέφθηκε ξανά τον ίδιο οδοντίατρο στις 10.4.2017 για να τη βοηθήσει με τον πόνο και (δ) ότι τα συμπτώματα και ο πόνος που περιέγραψε συνεχίζουν να την ταλαιπωρούν μέχρι και σήμερα και συνεπώς τις αποδέχομαι.  

 

18.        Το περιεχόμενο όμως των εγγράφων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια προς Αναγνώριση Α και Β δεν δύναται να ληφθεί υπόψιν, καθώς τα εν λόγω έγγραφα, ως τεκμήρια προς αναγνώριση, δεν αποτελούν μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε και έγινε προσπάθεια κατάθεσης τους ως τεκμηρίων (βλ. Οδυσσέως ν. Χατζηλουκά (2000) 1 ΑΑΔ 185Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου ν. Πλοίου “Arabella (2003) 1 ΑΑΔ 990, Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1 ΑΑΔ 826, Demeco Company Limited v. Beckhoff Gasellchaft (1988) 1 C.L.R. 82 και Δαμιανού ν. White Night Holdings Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 669). Πρόσθετα, η Ενάγουσα κατέγραψε ορισμένες θέσεις οι οποίες προβλήθηκαν με τέτοια γενικότητα που δεν δύναμαι να αποδώσω οποιαδήποτε αξία σε αυτές. Ειδικότερα, ανέφερε ότι λόγω της μειωμένης κοινωνικής της ζωής (η οποία ήταν απόρροια της κατάστασης των δοντιών της, κατά την θέση της) της δημιουργήθηκαν ψυχολογικά προβλήματα και κατάθλιψη, χωρίς να παρέχει επαρκείς λεπτομέρειες. Δεν επεξήγησε σε τί έγκειται η μείωση της κοινωνικής της ζωής, για ποιον λόγο συνδέεται το στοιχείο αυτό με την κατάσταση των δοντιών της, ποια είναι αυτά τα ψυχολογικά προβλήματα και για ποιον λόγο, και πάλιν, συνδέονται με την κατάσταση των δοντιών της. Συνεπώς, οι σχετικές τις θέσεις, με την γενικότητα που τέθησαν, δεν δύνανται να τύχουν περαιτέρω αξιολόγησης και δεν τις αποδέχομαι.

 

19.        Ανέφερε επίσης ότι συνεχώς επωμίζεται έξοδα αφού έπρεπε να αγοράσει φάρμακα και παυσίπονα για ανακούφιση του πόνου που αισθανόταν. Προς επίρρωση της θέσης της αυτής κατέθεσε αποδείξεις από διάφορα φαρμακεία σχετικά με την αγορά συγκεκριμένων φαρμάκων. Η πιο πάνω θέση της δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης και συνεπώς την αποδέχομαι. Το άθροισμα δε των ποσών που εκεί καταγράφονται ως έξοδα για αγορά φαρμάκων είναι το ποσό των €98,39 και αφορούν σε αγορές φαρμάκων που έλαβαν χώρα μεταξύ της χρονικής περιόδου από 6.9.2016 μέχρι 23.12.2017.

 

20.        Κατόπιν, παρέθεσε θέσεις και ισχυρισμούς ως προς την παράλειψη επιμέλειας του Εναγόμενου επαναδιατυπώνοντας στην ουσία τις λεπτομέρειες αμέλειας, στοιχεία όμως που αποτελούν τα συμπεράσματα που καλείται το Δικαστήριο να εξαγάγει επί των γεγονότων. Ως τέτοια, δεν προσδίδουν πρόσθετο ή ανεξάρτητο έρεισμα στις θέσεις της Ενάγουσας και συναφώς, δεν δύναμαι να αποδώσω οιαδήποτε βαρύτητα στις σχετικές τις αναφορές.

 

v.        ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

21.        Στη βάση λοιπόν της ενώπιον μου αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας βρίσκω ότι τον Σεπτέμβριο του έτους 2014, η Ενάγουσα επισκέφθηκε τον Εναγόμενο, στο ιατρείο του, όπου την εξέτασε. Ο Εναγόμενος είναι οδοντίατρος όμως κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν διατηρούσε άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος λόγω παράλειψης ανανέωσής της. Στα πλαίσια της πιο πάνω συνάντησης μεταξύ των διαδίκων, συμφωνήθηκε μεταξύ τους ότι ο Εναγόμενος θα προέβαινε σε συγκεκριμένη θεραπεία κυρίως για βελτίωση της αισθητικής του στόματος και των δοντιών της Ενάγουσας. Ως αμοιβή συμφωνήθηκε το συνολικό ποσό των €6000. Συμφωνήθηκε όπως το 70% του πιο πάνω ποσού καταβληθεί κατά την έναρξη των απαραίτητων θεραπειών και το υπόλοιπο κατά την ολοκλήρωσή τους.

 

22.        Στις 30.9.2014, η Ενάγουσα επισκέφθηκε εκ νέου το ιατρείο του Εναγόμενου ώστε να ξεκινήσουν τις θεραπείες. Του ανέφερε ότι αντιμετώπιζε έναν μικρό πόνο στα δόντια λόγω τριξίματος και σφιξίματος των δοντιών της. Τον ενημέρωσε ότι περισσότερο την απασχολούσε η αισθητική του στόματος της και όχι ο μικρός αυτός πόνος, ο οποίος ήταν ελεγχόμενος. Ο Εναγόμενος της πρότεινε να προσθέσει «θήκες» για αισθητικούς λόγους. Την ίδια ημέρα, κατέβαλε στον Εναγόμενο το ποσό των €5.400 έναντι της συμφωνηθείσας αμοιβής του. Χωρίς ο Εναγόμενος να προβεί σε ακτινογραφία, άρχισε να τροχίζει τα δόντια της. Παράλληλα, παρά τον πόνο που του ανέφερε ότι αισθανόταν, την διαβεβαίωνε ότι όλα γίνονταν σωστά και ότι εάν στο μέλλον χρειαζόταν απονεύρωση ή κάποια άλλη θεραπεία, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί χωρίς οποιαδήποτε δυσκολία, λόγω των θηκών και προσθετικών αποκαταστάσεων που επρόκειτο να διενεργήσει. Ο Εναγόμενος επίσης της χορήγησε κάποιο αναισθητικό, το οποίο όμως δεν την βοήθησε με τον πόνο και ένα μείγμα δικής του κατασκευής. Κατόπιν της επίσκεψης της στον Εναγόμενο, η ίδια αντιμετώπιζε αιμορραγία στο στόμα της και αφόρητους πόνους. Δεν μπορούσε να ανοιγοκλείσει τη γνάθο της και να μιλήσει κανονικά, ενώ λάμβανε συνεχώς παυσίπονα. Τις επόμενες ημέρες, οι πόνοι συνεχίστηκαν και δεν μπορούσε να φάει κανονικά. Αναγκάστηκε να καταναλώνει μόνο ροφήματα, τα οποία επίσης κατανάλωνε με δυσκολία αφού τα ούλη της είχαν φουσκώσει.

 

23.        Επισκέφθηκε εκ νέου τον Εναγόμενο στις 4.10.2014 οπότε και τον ενημέρωσε για όλα τα πιο πάνω. Ο Εναγόμενος την καθησύχασε. Ακολούθως, συνέχισε το τρόχισμα στα δόντια της και προέβη σε δοκιμαστική εφαρμογή του σκελετού των καλυμμάτων και θηκών των γεφυρών των δοντιών της, χωρίς όμως να ολοκληρώσει την τοποθέτηση τους. Στις 6.10.2014 επισκέφθηκε εκ νέου το ιατρείο του Εναγόμενου, ο οποίος τοποθέτησε καλύμματα και τις θήκες στα δόντια της, παρά το γεγονός ότι το στόμα και τα ούλη της εξακολουθούσαν να είναι φουσκωμένα και συνέχιζαν να αιμορραγούν και παρά το γεγονός ότι ο πόνος ήταν συνεχής και αφόρητος. Ο Εναγόμενος την καθησύχασε ξανά.

 

24.        Στις 2.12.2014, επισκέφθηκε και πάλιν τον Εναγόμενο με σκοπό την ολοκλήρωση της θεραπείας. Εκεί η Ενάγουσα του παραπονέθηκε εκ νέου ότι πονούσε αφόρητα, του επεξήγησε ότι δεν μπορούσε να φάει, ότι κατανάλωνε με δυσκολία ροφήματα αφού τα ούλη της είχαν φουσκώσει και πρηστεί. Ο Εναγόμενος την διαβεβαίωσε ότι τα πιο πάνω θα επιλυθούν με την πάροδο του χρόνου. Από την πιο πάνω επίσκεψη της στις 2.12.24 μέχρι και τον Ιανουάριο του έτους 2015, πονούσε αφόρητα και συνέχιζε να μην μπορεί να φάει κανονικά καθώς τα ούλη της συνέχιζαν να είναι φουσκωμένα και πρησμένα. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των διακοπών των Χριστουγέννων, αποκολλήθηκε ένα μέρος από ένα δόντι στο οποίο είχε επέμβει ο Εναγόμενος.

 

25.        Τον Ιανουάριο του έτους 2015 και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, η Ενάγουσα επισκέφθηκε ξανά τον Εναγόμενο για καθαρισμό των δοντιών της. Κατά την επίσκεψη του προέβαλε αντίστοιχα παράπονα όπως και προηγουμένως, με τον τελευταίο να την καθησυχάζει ξανά. Η Ενάγουσα συνέχισε να επισκέπτεται τον Εναγόμενο, εκφράζοντας του τα παράπονα της για τον πόνο και τα συμπτώματα που αντιμετώπιζε με τον ίδιο να αναφέρει, αφού διενεργούσε οπτικό έλεγχο στα δόντια της, ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας. Κατά καιρούς επισκεπτόταν το Γενικό Νοσοκομείο όπου της χορηγείτο παυσίπονη ένεση. Στις 22.2.2016 η Ενάγουσα επισκέφθηκε ξανά τον Εναγόμενο καθώς αντιμετώπιζε αφόρητους πόνους και συνέχιζε να μην μπορεί να φάει κανονικά. Μπορούσε με δυσκολία να καταναλώνει ροφήματα και τα ούλη της εξακολουθούσαν να είναι φουσκωμένα.  Ο Εναγόμενος και πάλιν, αφού διενήργησε οπτικό έλεγχο, της ανέφερε ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρόβλημα. Αμέσως μετά την αποχώρηση της από το ιατρείο του Εναγόμενου, επανήλθε αφού ένοιωσε ότι η μια θήκη - κάλυμμα επί των δοντιών της είχε υποχωρήσει. Ο Εναγόμενος αφού διενήργησε οπτικό έλεγχο, κόλλησε τη θήκη στο δόντι που είχε αποκολληθεί. Κατόπιν, η ίδια εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει πόνους, δυσκολία στη μάσηση και φούσκωμα στα ούλη.

 

26.        Στις 21.3.2017 επισκέφθηκε έναν οδοντίατρο ο οποίος διέγνωσε περιοδοντίτιδα και ουλίτιδα και την ίδια ημέρα προχώρησε σε θεραπεία για να εξομαλυνθεί ο πόνος που αντιμετώπιζε. Επισκέφθηκε ξανά τον ίδιο οδοντίατρο στις 10.4.2017 για να την βοηθήσει με τον πόνο. Τα ως άνω συμπτώματα και ο πόνος που περιέγραψε συνεχίζουν να την ταλαιπωρούν μέχρι και σήμερα.

 

27.        Η Ενάγουσα κατέβαλε το συνολικό ποσό των €98,39 ως έξοδα αγοράς φαρμάκων προς αντιμετώπιση των πόνων που αισθανόταν στα δόντια της, μεταξύ της περιόδου 6.9.2016 και 23.12.17. Επίσης, η Ενάγουσα εξόφλησε ολόκληρο το συμφωνηθέν ποσό προς τον Εναγόμενο.

 

28.        Αναφέρω εδώ ότι η Ενάγουσα δεν προώθησε κατά την ακροαματική διαδικασία δια της προσκόμισης κατάλληλης μαρτυρίας, τις αξιώσεις της υπό των παραγράφων 61(Γ)(ΙΙ) και (IV) της Έκθεσης Απαίτησής της, για ειδικές αποζημιώσεις ως έξοδα και απώλεια εισοδημάτων, ούτε και τις αξιώσεις τις υπό της υπό την παρ. 61(Δ) για μελλοντικές ζημιές. Συνεπώς, οι εν λόγω αξιώσεις της έχουν εγκαταλειφθεί.

 

vi.        ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(α) Res ipsa loquitur

29.        Κατά το στάδιο των αγορεύσεων, αποτέλεσε τη θέση των συνηγόρων της Ενάγουσας ότι εφαρμογής τυγχάνει ο κανόνας res ipsa loquitur, καθώς οι συνθήκες κάτω από τις οποίες προκλήθηκε η ζημιά στην Ενάγουσα, βρίσκονταν υπό τον έλεγχο και την αποκλειστική γνώση του Εναγόμενου. Πρόσθετα, ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης υποδεικνύουν ότι η ζημιά που προκλήθηκε στην Ενάγουσα συνδέεται με πράξη ή παράλειψη επίδειξης εύλογης επιμέλειας από τον Εναγόμενο παρά με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας εκ μέρους του. Προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους επικαλούνται σχετική με τον πιο πάνω κανόνα, νομολογία. Από την αντίπερα όχθη, η συνήγορος του Εναγόμενου επιχειρηματολόγησε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής ο εν λόγω κανόνας. Σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα συγκλίνω με τις θέσεις της συνηγόρου του Εναγόμενου. Εξηγώ.

 

30.        Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του εν λόγω κανόνα είναι να μην είναι δυνατό για τον Ενάγοντα να αποδείξει επακριβώς ποια ήταν η σχετική πράξη ή παράλειψη η οποία έθεσε σε κίνηση τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στη ζημιά (βλ. Lloyde v West Midlands Gas Board [1971] 1 WLR 749) ή, όπως, ο ίδιος ο νόμος και δη το άρθρο 55 του Κφ. 148 το θέτει «o εvάγovτας στερείται γvώσης ή μέσωv γvώσης τωv πραγματικώv περιστατικώv, τα oπoία πρoκάλεσαv τo συμβάv τo oπoίo oδήγησε στη ζημιά». Όπως ορθά επιχειρηματολογεί η συνήγορος του Εναγόμενου, πέραν του γεγονότος ότι η Ενάγουσα δικογραφεί εκτενείς λεπτομέρειες αμέλειας, στα πλαίσια της δικής της μαρτυρίας προέβαλε ισχυρισμούς γεγονότων που άπτονται των εν λόγω λεπτομερειών, ως προκύπτει από μια ανάγνωση της γραπτής της δήλωσης.  Επιπλέον, ως μέρος του Τεκμηρίου προς Αναγνώριση Β, κατέθεσε ιατρική έκθεση του Δρ. Γιώργου Παμπορίδη, Οδοντίατρου, ημερ. 28.11.2017 όπου οι σωματικές βλάβες της Ενάγουσας που εκεί καταγράφονται επιχειρούνται να αποδοθούν και σε ενέργειες υπέρμετρου τροχίσματος «από προηγούμενο συνάδελφο» ο οποίος όμως για άγνωστους για το Δικαστήριο λόγους δεν κλήθηκε να καταθέσει στη διαδικασία. Στη βάση των πιο πάνω στοιχείων, δεν δύναμαι ευλόγως να καταλήξω ότι πληρούται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 55 του Κεφ. 148, ως έχει εκτεθεί ανωτέρω. Υπό το φως των πιο πάνω η εισήγηση της Ενάγουσας για επίκληση του κανόνα res ipsa loquitur δεν δύναται να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

(β)  Αμέλεια

31.        Στη βάση του δικογράφου της Ενάγουσας προκύπτει ότι η ίδια βασίζει την αγωγή της στο αστικό αδίκημα της αμέλειας το οποίο θεσπίζεται δυνάμει του άρθρου 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Χρήσιμη καθοδήγηση για την νομική πτυχή που διέπει τις αρχές ιατρικής αμέλειας παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση του Έντιμου Αλ. Παναγιώτου Α.Ε.Δ. (ως ήταν τότε), στην υπόθεση Μαρίας Χριστίνας Τσιοπουριάν ν. Νεόφυτος Νεοφύτου Αρ. Αγωγής 7502/08, 15.2.2016 («Νεοφύτου») ως εξής (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Η ιατρική αμέλεια αποτελεί μέρος της ευρύτερης έννοιας της επαγγελματικής αμέλειας που υπέχει κάθε πρόσωπο που ασκεί επάγγελμα ή επιτήδευμα. Το επίπεδο δεξιότητας που πρέπει να επιδεικνύει ο επαγγελματίας ιατρός σε πρόσωπα που τίθενται υπό την φροντίδα του, έχει τεθεί με σαφήνεια και με παραπομπή σε Αγγλική Νομολογία στην  απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614. Παραθέτω το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

‘Το καθήκον ιατρού, όπως και κάθε ειδικευμένου επαγγελματία (πρακτήρα), προς πρόσωπο, το οποίο βασιζόμενο στην δεξιότητα του περιέρχεται υπό την φροντίδα του, προσδιορίζεται περιεκτικά στην απόφαση Ashcroft v. Mersey Regional Health Authority (1983) 2 All E.R. 245.  Συνίσταται, στην στράτευση της γνώσης και την επίδειξη της επιμέλειας που αναμένεται από πρόσωπο το οποίο κατέχει και διακηρύττει ότι κατέχει τη συγκεκριμένη δεξιότητα, καθήκον το οποίο στην περίπτωση του ωτορινολαρυγγολόγου προσλαμβάνει τη μορφή της δεξιότητας που αναμένεται από Ιατρό της ειδικότητας του. Η προσέγγιση του Δικαστή Kilner Brown J.  στην πιο πάνω υπόθεση έτυχε της έγκρισης του Αγγλικού Εφετείου (βλ. Note Ashcroft v. Mersey Regional Health Authority (1985) 2 All E.R. 96).

 

Το επίπεδο δεξιότητας, το οποίο αναμένεται από επαγγελματία ιατρό (medical practitioner), τέθηκε με την ίδια σαφήνεια από τον McNair, J., στην Bolam v. Friern Hospital Management Committee (1957) 1 W.L.R. 582Είναι εκείνο της συνήθους δεξιότητας την οποίαν αναμένεται να έχει πρόσωπο το οποίο επαγγέλλεται και ασκεί τη συγκεκριμένη ειδικότητα. Η ορθότητα της προσέγγισης αυτής επιβεβαιώθηκε σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων, που επίσης επεξηγούν το πρακτικό πεδίο εφαρμογής της (βλ. μεταξύ άλλων, Sideway v. Gov. of Bethlem Roval Hospital (1985) A.C. 871, 893 -894; Wilsher v. Essex A.H.A. (1987) QB 730).

 

Η σχέση ιατρού με τον ασθενή δεν χρειάζεται να είναι συμβατική ούτε είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η ιατρική φροντίδα παρέχεται με αμοιβή. Στο σύγγραμμα του Michel Jones Medical Negligence, 4th ed., εκδόσεις Sweet &  Maxwell 2008 παρ. 2-28 στην σελίδα 88, παρατίθεται επί του προκειμένου, το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση R v. Bateman (1925) 94 L.J.K.B 791:

«If a person holds himself out as possessing special skill and knowledge and he is consulted, as possessing such skill and knowledge, by or on behalf of a patient, he owes a duty to the patient to use due caution in undertaking the treatment. If he accepts the responsibility and undertakes the treatment and the patient submits to his direction and treatment accordingly, he owes a duty to the patient to use diligence, care, knowledge, skill and caution in administrating the treatment. No contractual relation is necessary, nor is it necessary that the service be rendered for reward». 

 

Στην υπόθεση Αγγελή ν. Βορκά (2007) 1Β Α.Α.Δ 761, 770, λέχθηκε ότι ο ασθενής που επιζητά αποζημιώσεις για ιατρική αμέλεια θα πρέπει να αποδείξει τα πιο κάτω:

 

(i)            Την ύπαρξη υποχρέωσης επιμέλειας προς τον ασθενή. Προς τούτο ο ασθενής θα πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη της σχέσης γιατρού - ασθενή. Ο γιατρός έχει τη νομική υποχρέωση να περιθάλψει ένα ασθενή στο νοσοκομείο ή στην κλινική όπου εργάζεται, αλλά δεν έχει καμιά νομική υποχρέωση να ενεργήσει ως σωτήρας για ένα ξένο που χάνει τις αισθήσεις του σε μια δεξίωση ή τραυματίζεται σε ένα τροχαίο ατύχημα. Εδώ σημειώνεται η νομική υποχρέωση σε αντίθεση με την ηθική.

 

(ii)          Αμελή πράξη ή παράλειψη εκ μέρους του γιατρού. Ο ασθενής θα πρέπει να αποδείξει ότι ο γιατρός έχει παραβιάσει το καθήκον του να είναι επιμελής, παρουσιάζοντας μαρτυρία ότι οι ενέργειες του γιατρού ήταν κατώτερες από ό,τι θεωρούνται ως ικανοποιητικές από τα Δικαστήρια.

 

(iii)         Την πρόκληση ζημιάς. Ο ασθενής θα πρέπει να αποδείξει ότι λόγω των ενεργειών του γιατρού, η υγεία του έχει χειροτερεύσει ή ότι έχει υποστεί κάποια άλλη συγκεκριμένη ζημιά.

 

Στην ίδια υπόθεση, τονίστηκε ότι δεν αναμένεται από ένα γιατρό να είναι πάντα επιτυχής στο ιατρικό έργο που αναλαμβάνει. Το καθήκον του όπως όλων των άλλων επαγγελματιών, είναι η άσκηση λογικής φροντίδας και προσοχής. 

 

Στην υπόθεση Γιάλλουρος ν. Ψύλλου κα (2009) 1Β Α.Α.Δ 1552 αφού λέχθηκε ότι το ζήτημα της ιατρικής αμέλειας εξετάζεται στην βάση του επιπέδου του λογικού επαγγελματία, παρατέθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Street on Torts 11 εκδ. (2003) σελ. 265:

 

The defendant must exhibit the degree of skill which a member of the public would expect from a person in his or her position. Pressures on him - even pressures for which he is in no way responsible - will not excuse an error on his part. Negligence is not to be equated with moral culpability or general incompetence. (…) Errors of judgment are often the essence of professional negligence. An error of itself is not negligence. The issue in all cases is whether the error in question evidenced a failure of professional competence. The virtual immunity offered to doctors for errors of clinical judgment was firmly condemned by the House of Lords in Whitehouse v. Jordan.”

 

Στα πλαίσια εξέτασης του κατά πόσον μια συγκεκριμένη ιατρική πράξη συνιστά αμέλεια, το Δικαστήριο θα διερευνήσει αν ο γιατρός ακολούθησε στο υπό κρίση περιστατικό, την συνήθη ιατρική πρακτική. Παρόλα αυτά έχει νομολογηθεί ότι για να κριθεί κατά πόσον ένας γιατρός ήταν αμελής ή όχι δεν θα ληφθεί αποκλειστικά υπόψη η γνώμη που θα έχει ένα εξειδικευμένο ιατρικό σώμα. Το Δικαστήριο θα αξιολογήσει αυτού του είδους την μαρτυρία, προκειμένου να αποφασίσει αν η υπό κρίση ιατρική πρακτική θέτει ή όχι τον ασθενή σε κίνδυνο. Ακόμη δηλαδή και αν αποδειχθεί ότι ο ιατρός ακολούθησε μια αποδεκτή ιατρικά τακτική, πιθανόν να κριθεί αμελής αν η πρακτική αυτή είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επικίνδυνη για τον ασθενή.

 

Σχετική είναι η υπόθεση Bolitho v. Hakney Health Authority (1997) 4 ALL ER 771, στην οποία λέχθηκαν μεταξύ άλλων και τα πιο κάτω στην σελίδα 779:

 

‘These decisions demonstrate that in cases of diagnosis and treatment there are cases where, despite a body of professional opinion sanctioning the defendant's conduct, the defendant can properly be held liable for negligence (I am not here considering questions of disclosure of risk).  In my judgment that is because, in some cases, it cannot be demonstrated to the judge's satisfaction that the body of opinion relied on is reasonable or responsibleIn the vast majority of cases the fact that distinguished experts in the field are of a particular opinion will demonstrate the reasonableness of that opinion.  In particular, where there are questions of assessment of the relative risks and benefits of adopting a particular medical practice, a reasonable view necessarily presupposes that the relative risks and benefits have been weighed by the experts in forming their opinions.  But if, in a rare case, it can be demonstrated that the professional opinion is not capable of withstanding logical analysis, the judge is entitled to hold that the body of opinion is not reasonable or responsible.’

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο να αποφασίσει ότι μια συνήθης ιατρική πρακτική δεν είναι ούτε εύλογη ούτε υπεύθυνη. Ιδιαίτερα αν καταδειχθεί ότι αυτή δεν αντέχει σε μια λογική ανάλυση και θέτει σε κίνδυνο τον ασθενή. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις περιπτώσεις που δεν σταθμίζονται από τον γιατρό, οι κίνδυνοι και τα οφέλη από την εφαρμογή της συνήθους ιατρικής πρακτικής. 

 

Εντούτοις, είναι σε σπάνιες περιπτώσεις που το Δικαστήριο αποδέχεται μια συνήθη ιατρική πρακτική ως μη εύλογη. Θα πρέπει να αποδειχθεί επί του προκειμένου, η παράλειψη στάθμισης του κινδύνου για τον ασθενή. Σχετική είναι η υπόθεση Γιάλλουρος ν. Ψύλλου (ανωτέρω) στην οποία με  αναφορά στην αγγλική απόφαση Maynard v. West Midland RHA [1984] 1 W.L.R. 634, λέχθηκε ότι σπάνια αποδεικνύεται ότι η επαγγελματική γνώμη των ατόμων που ασκούν το ίδιο επάγγελμα με αυτό του εναγομένου δεν αντέχει τη βάσανο της λογικής ανάλυσης, οπότε και το Δικαστήριο δικαιούται να προβεί σε εύρημα ότι η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων δεν είναι λογική και υπεύθυνη.»

 

32.  Διαφωτιστική επί της νομικής πτυχής που διέπει την ευθύνη ιατρού για ιατρική αμέλεια είναι και η πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Μιχάλη Α. Μιχαηλίδη ν. Αντώνη Οικονομίδη Αρ. Αγωγής 1399/04, 24.1.2013 (υπό Α. Πούγιουρου, Π.Ε.Δ., ως ήταν τότε), η οποία επικυρώθηκε στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Μιχάλης Α. Μιχαηλίδης ν. Αντώνη Οικονομίδη Πολ. Έφ. 94/13, 30.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:D288. Πέραν της αναφοράς στην υπόθεση Αγγελή (ανωτέρω), στην ως άνω πρωτόδικη απόφαση αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα εξής (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Σήμερα ένας γιατρός δεν αναμένεται ότι θα είναι πάντα επιτυχής στο ιατρικό έργο που αναλαμβάνει. Το καθήκον του, όπως όλων των άλλων επαγγελματιών, είναι η άσκηση λογικής φροντίδας και προσοχής. Όπως έχει λεχθεί το 1838 από το Δικαστή Tindal στην υπόθεση Lanphier vPhipos (1835-42) All E.RRee 421, που αφορούσε ιατρική αμέλεια:

 

‘Every person who enters into a learned profession undertakes to bring to the exercise of it a reasonable degree of care and skill. He does not undertake, if he is an attorney, that at all events you shall gain your case, nor does a surgeon undertake that he will perform a cure, nor does he undertake to use the highest possible degree of skill. There may be persons who have higher education and greater advantages than he has, but he undertakes to bring a fair, reasonable and competent degree of skill.’

 

[…] Το γεγονός ότι μια χειρουργική επέμβαση επιφέρει κάποια επιπλοκή δεν εξυπακούει ότι έχει επιδειχθεί αμέλεια εκ μέρους του γιατρού ή του νοσοκομειακού προσωπικού. Όπως είχε θέσει το θέμα ο Δικαστής Denning στις οδηγίες του προς τους ενόρκους στην υπόθεση Hatcher vBlack and Others (βλ. Lord DenningThe Discipline of Lawp. 242):

 

But in a hospital, when a person who is ill goes in for treatment, there is always some risk, no matter what care is used. Every surgical operation involves risks. It would be wrong, and, indeed, bad law, to say that simply because a misadventure or mishap occurred, the hospital and the doctors are thereby liable. It would be disastrous to the community if it were so. It would mean that a doctor examining a patient, or a surgeon operating at a table, instead of getting on with his work, would be for ever looking over his shoulder to see if someone was coming up with a dagger - for an action for negligence against a doctor is for him like unto a dagger. His professional reputation is as dear to him as his body, perhaps more so, and an action for negligence can wound his reputation as severely as a dagger can his body. You must not, therefore, find him negligent simply because something happens to go wrong; if, for instance, one of the risks inherent in an operation actually takes place or some complication ensues which lessens or takes away the benefits that were hoped for, or if in a matter of opinion he makes an error of judgment. You should only find him guilty of negligence when he falls short of the standard of a reasonably skillful medical man, in short, when he is deserving of censure - for negligence in a medical man is deserving of censure.”

 

[...] Δύο σημαντικές αποφάσεις που εκδόθηκαν τελευταία έχουν οριοθετήσει καθοριστικά τις προεκτάσεις της ιατρικής αμέλειας. Οι αποφάσεις αυτές είναι γνωστές σαν οι αποφάσεις Bolam and Bolitho. Στην υπόθεση Bolam vFriern Hospital Committee (1957) 2 All E.R. 118, ο ενάγων υπέφερε από κατάθλιψη και κατόπιν εξέτασης του συστήθηκε ότι θα έπρεπε να υποβληθεί σε θεραπεία με ηλεκτροσόκ (anti-electric shock treatment). Η θεραπεία αυτή προϋπέθετε την τοποθέτηση ηλεκτροδίων στην κεφαλή για τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος 150 volts ανά κύκλους το δευτερόλεπτο από μια μηχανή στον εγκέφαλο. Ένα από τα επακόλουθα της θεραπείας αυτής ήταν η πρόκληση σπασμών που έπαιρνε τη μορφή παροξυσμού με μια μικρή πιθανότητα πρόκλησης καταγμάτων. Για την αποφυγή καταγμάτων από τη σωματική αντίδραση στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, δόθηκε μαρτυρία ότι ένας αριθμός γιατρών ήταν υπέρ της χορήγησης ηρεμιστικών χαπιών πριν από την επέμβαση, άλλοι γιατροί υπέρ του δεσίματος των ασθενών στο κρεβάτι με σεντόνια και άλλοι υπέρ της κράτησης του ασθενή με τα χέρια από τους ώμους από νοσοκόμους. Στην περίπτωση του Bolam, σύμφωνα με την τακτική που υιοθετούσε το νοσοκομείο, δεν του επεξηγήθηκε η πιθανότητα πρόκλησης καταγμάτων, δεν του δόθηκαν ηρεμιστικά χάπια και δεν τον κράτησαν νοσοκόμοι με τα χέρια. Απλά ο ασθενής ξάπλωσε στο κρεβάτι, του τοποθετήθηκε ένα φίμωτρο στο στόμα και στις δύο πλευρές του κρεβατιού στεκόντουσαν νοσοκόμοι για να μην τον αφήσουν να πέσει στο έδαφος. Κατά τη διάρκεια της εφαρμογής της μεθόδου του ηλεκτροσόκ ο ενάγων υπέστη κάταγμα της κοτύλης (acetabulam) που είναι σπάνιο κάταγμα και διάφορα άλλα κατάγματα με πολύ οδυνηρές συνέπειες.

 

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

 

(i) Ένας γιατρός δεν είναι ένοχος αμέλειας αν ενεργεί σύμφωνα με μια τακτική που είναι αποδεκτή ως ορθή από ένα υπεύθυνο σώμα εξειδικευμένων ιατρικών λειτουργών ανεξάρτητα αν ένα άλλο εξειδικευμένο σώμα διατηρεί διαφορετική άποψη∙

 

(ii)Ένας γιατρός που πιστεύει ότι οι πιθανότητες κινδύνου σε μια συγκεκριμένη θεραπεία είναι μηδαμινές, δεν έχει υποχρέωση να τις αποκαλύψει στον ασθενή και

 

(iii) Για να επιτύχει ένας ασθενής σε απαίτηση γιατί να μην του έχει δοθεί προειδοποίηση για τα πιθανά επακόλουθα που μπορεί να προκύψουν θα πρέπει να αποδείξει ότι έστω και αν του δινόταν η προειδοποίηση, δεν θα έδινε τη συγκατάθεση του για τη συγκεκριμένη θεραπεία.

 

 

Η ανακούφιση που πρόσφερε η απόφαση Bolam στον ιατρικό κόσμο δεν διάρκεσε πολύ, αφού η αρχή που διατυπώθηκε διαφοροποιήθηκε λίγο αργότερα με την απόφαση Bolithο and Others vCity and Hackney Health Authority (1993) 4 MedLR. 381, σύμφωνα με το σκεπτικό της οποίας το ερώτημα αν ένας γιατρός έχει ενεργήσει αμελώς ή όχι κρίνεται από το Δικαστήριο και όχι με βάση την πρακτική που υιοθετείται από ένα εξειδικευμένο ιατρικό σώμα. [...] Ο κανόνας ο οποίος προκύπτει από την απόφαση Bοlitho που αποτελεί σήμερα την νομική θέση που εφαρμόζεται είναι ότι ένας γιατρός δεν μπορεί να αποφύγει την ευθύνη για ιατρική αμέλεια αν αποδείξει ότι ακολούθησε μια καθιερωμένη πρακτική που είχε υιοθετηθεί από ένα υπεύθυνο σώμα εξειδικευμένων ιατρικών λειτουργών.  Σήμερα το ερώτημα αν ένας γιατρός είναι ένοχος αμέλειας πρέπει να απαντάται από το Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια του συνόλου της μαρτυρίας που παρουσιάζεται.  Όπως έχει τονιστεί χαρακτηριστικά στην υπόθεση Bolitho, It is not enough for the defendant to call a number of doctors to say that what he had done or not was in accord with accepted clinical practice. It is necessary for the judge to consider that evidence and decide whether that clinical practice puts the patient unnecessarily at risk.[…] Οι πιο πάνω αρχές και νομολογία υιοθετήθηκαν και σε πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως στην Αθηνά Βαριάνου  ν. Δρ. Ανδρέα Βορκά, Πολ. Εφ. 269/06, ημερ. 24.9.10.»[6]

 

 

33.        Τονίστηκε μάλιστα στην Γιάλλουρος ν. Σταύρου Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552, με παραπομπή στην Bolitho (ανωτέρω) ότι, για τον καθορισμό του επιπέδου που απαιτείται από το συγκεκριμένο επαγγελματία εμπειρογνώμονα, πρέπει να δοθεί μαρτυρία εμπειρογνώμονα για την ορθή πρακτική που ακολουθείται στον κλάδο («proper practice»), με τον Δικαστή να παραμένει ο τελικός κριτής του τί αποτελεί εύλογη και υπεύθυνη επαγγελματική πρακτική.

 

34.        Σε σχέση με το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, στην Αλέκος Αλέκου ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Πολ. Έφ. 98/2014, 4.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A168 με παραπομπή στην Βαριανού ν. Βορκά (2010) 1Γ ΑΑΔ 1541, τονίστηκε η ανάγκη να καταδεικνύεται πάντοτε η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς που προκύπτει. Αναφέρθηκε επίσης ότι η απόδειξη του συνδετικού αυτού στοιχείου στην αλυσίδα του συγκεκριμένου αστικού αδικήματος βαρύνει τον ενάγοντα και η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στην ιατρική μαρτυρία.

 

35.        Στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι ο Εναγόμενος, υπό την τότε ιδιότητα του ως οδοντρίατρος, προέβη σε μια μορφή θεραπείας στα δόντια της Ενάγουσας, υπό την τότε ιδιότητα της ως ασθενούς του. Τούτο ενεργοποίησε καθήκον επιμέλειας του Εναγόμενου έναντι της Ενάγουσας να διεξαγάγει την εν λόγω θεραπεία με επιμέλεια, φροντίδα, γνώση, ικανότητα και προσοχή (βλ. Batman και Βορκά ανωτέρω). Δεν χρειάζεται να καταδειχθεί για σκοπούς δημιουργίας καθήκοντος επιμέλειας ιατρού έναντι ασθενούς συγκεκριμένη συμβατική σχέση μεταξύ τους (βλ. Batman και Νεοφύτου, ανωτέρω).

 

36.        Δεν υπάρχει όμως ενώπιον του Δικαστηρίου ιατρική μαρτυρία ως προς την πρακτική που ακολούθησε ο Εναγόμενος ώστε να δύναται να διαπιστωθεί παραβίαση του ως άνω καθήκοντος του Εναγόμενου έναντι της Ενάγουσας. Η Ενάγουσα περιορίστηκε στο να καταθέσει η ίδια επί του σημείου, προβάλλοντας ότι ο Εναγόμενος εφάρμοσε λανθασμένα την θεραπεία που συμφωνήθηκε μεταξύ τους, χωρίς να επεξηγεί τις λεπτομέρειες της θεραπείας αυτής με παραπομπή στην συνήθη πρακτική, αποδίδοντας κυρίως βαρύτητα στον πόνο και την ταλαιπωρία που βίωσε. Όμως, η παρουσίαση ιατρικής επί τούτου μαρτυρίας ήταν στοιχείο απαραίτητο (βλ. Γιάλλουρος (ανωτέρω)), ώστε να δύναται το Δικαστήριο να αξιολογήσει, ως και το σχετικό του καθήκον, το κατά πόσο ο Εναγόμενος εφάρμοσε τη συνήθη ιατρική πρακτική ή όχι και κατά πόσο, είτε η συνήθης, είτε άλλη πρακτική που τυχόν ακολούθησε ήταν εύλογη και υπεύθυνη, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης. Ειδικότερα, στη βάση των ως άνω αρχών, το Δικαστήριο τελεί υπό καθήκον αξιολόγησης μαρτυρίας ως προς την γνώμη που διατηρεί ένα εξιδεικευμένο ιατρικό σώμα, προκειμένου να αποφασίσει αν η πρακτική που υιοθετήθηκε από τον Εναγόμενο στα πλαίσια της θεραπείας που εφάρμοσε στην υπό κρίση περίπτωση ήταν εύλογη ή υπεύθυνη, στοιχείο το οποίο όμως δεν κρίνεται εκ του αποτελέσματος και μόνο (βλ. Νεοφύτου, Οικονομίδης, Bolitho και Γιάλλουρος, ανωτέρω).  Τούτο διότι δεν αναμένεται ένας ιατρός να είναι επιτυχής στο ιατρικό έργο που αναλαμβάνει, νοουμένου ότι ο ίδιος ασκεί λογική φροντίδα και προσοχή σύμφωνα με το μέτρο του λογικού επαγγελματία (Γεωργία Μιχαήλ ν. Άλκη Λαπίθη κ.ά. Πολ. Έφ. 336/11 12.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A13 και Πολυκλινική Υγεία Λτδ ν. Τάσου Λάμπρου (2016) 1 ΑΑΔ 2634) δηλαδή, ως επαγγελματία ο οποίος επιδεικνύει τη συνήθη δεξιότητα  την οποία αναμένεται να έχει πρόσωπο το οποίο επαγγέλλεται και ασκεί τη συγκεκριμένη ειδικότητα (Γιάλλουρος, Οικονομίδη, Νεοφύτου και Lanphier ανωτέρω). Όπως δε χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σχετικό απόσπασμα από το Σύγγραμμα Street on Torts το οποίο υιοθετήθηκε στην Γιάλλουρος (ανωτέρω) ένα λάθος κρίσης (“error of judgment”) δεν επιμαρτυρεί από μόνο του αμέλεια. Στο σύγγραμμα του Michael A. Jones, “Medical Negligence”, 5η Έκδοση (2018), Sweet & Maxwell στην παρ. 4 – 091 αναφέρονται σχετικά τα εξής:

 

Errors in treatment can take a multitude of forms. They may arise from the defendant’s lack of knowledge (e.g. as to the generally known adverse reactions of a drug), a lack of skill in performing a particular procedure (e.g. with a surgical instrument during the course of an operation) or a conscious decision by the doctor to depart from the standard procedure normally employed in the circumstances. Categorising the defendant’s conduct as an error or a mistake does not, however, determine the issue of negligence. The question remains whether the error was such as no reasonably competent doctor exercising ordinary care would have made, applying the Bolam test. Thus, even where it is proved that the defendant made a mistake and that the claimant’s injury was caused by that mistake, the claimant must still show that it was an unreasonable mistake.”

 

37.        Η Ενάγουσα δεν απέδειξε οιοδήποτε από τα πιο πάνω στοιχεία ώστε να δύναται να εξαχθεί συμπέρασμα περί παράβασης καθήκοντος του Εναγόμενου έναντι της, ως ασθενούς.

 

38.        Απαραίτητη ήταν και η παρουσίαση ιατρικής μαρτυρίας και προς απόδειξη της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς που προκύπτει (βλ. Αλέκου, Γιάλλουρος (ανωτέρω) και κατ’ αναλογίαν Αριστείδη Τσιγαρά και Άννας Ερ. Χρίστου ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. Αρ. Αγωγής 1077/08, 23.11.2015 (υπό Λ. Α. Παντελή, Ε.Δ., ως ήταν τότε)). Στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας, το Δικαστήριο δεν δύναται να εξαγάγει το συμπέρασμα ότι ο πόνος και η ταλαιπωρία που η Ενάγουσα περιέγραψε αποτελούν στοιχεία τα οποία συνδέονται με την όποια παράβαση καθήκοντος του Εναγόμενου έναντί της.

 

39.        Υπό το φως των πιο πάνω, η Ενάγουσα δεν απέσεισε την παράβαση καθήκοντος του Εναγόμενου έναντι της, ως ασθενούς. Κατ’ επέκταση δεν απέδειξε και με ποιον τρόπο τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζει οφείλονται ή σχετίζονται με την θεραπεία που διενήργησε ο Εναγόμενος στα δόντια της το έτος 2014 – 2015 (βλ. Οικονομίδη (ανωτέρω)).

 

40.        Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μου επισφραγίζουν την αποτυχία της απαίτησης.

 

 

vii.        ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ

 

41.        Προχωρώ να εξετάσω για σκοπούς πληρότητας το ζήτημα της επιδίκασης αποζημιώσεων προς όφελος της Ενάγουσας σε περίπτωση που ήθελε επικρατήσει αντίθετη άποψη ως προς το ζήτημα της ευθύνης.

 

42.        Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου οι ζημιές που έχουν αποκρυσταλλωθεί μέχρι τη δίκη και ο αριθμητικός υπολογισμός τους είναι δυνατός, επιδικάζονται ως ειδικές αποζημιώσεις. Οι μελλοντικές απώλειες, δαπάνες και οι αποζημιώσεις για πόνο, ταλαιπωρία και απώλεια της προσωπικής άνεσης συναποτελούν και επιδικάζονται υπό τη μορφή γενικών αποζημιώσεων (Jamal Ismail v. Αντωνίου κ.ά. Πολ. Εφ. 333/2009 12.2.2014 και Κυριακή Κολάνη ν. Δημήτρη Ταμπούρα (2001) 1 ΑΑΔ 1108).

 

43.        Όσον αφορά την κατηγορία γενικών αποζημιώσεων, το Δικαστήριο δύναται να αποδώσει ποσό στη βάση της αρχής της αποκατάστασης (Alfa Concrete Public Company Ltd ν. Γλυκύ Πολ. Εφ. 316/13 21.7.20), ECLI:CY:AD:2020:A253 και όχι τιμωρίας του παραβάτη. Η ατέλεια του χρήματος, ως μέσου για αποκατάσταση δεν πρέπει να επενεργεί ως επαύξηση των αποζημιώσεων (Μαυρομετρή ν. Λουκά (1995) 1 ΑΑΔ 66). Στόχος των αποζημιώσεων είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και στη ζημιά του διαδίκου που τραυματίστηκε χωρίς να εναποτίθεται υπέρμετρο βάρος στον αδικοπραγούντα (βλ. Ismail (ανωτέρω) και εκεί αναφερόμενες αποφάσεις). Προς τούτο το Δικαστήριο καθοδηγείται από προηγούμενες αποφάσεις οι οποίες δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια τους αρχής του stare decisis (Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 ΑΑΔ 1303). Η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος λαμβάνεται σοβαρά υπόψη με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου να δείχνει σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων (βλ. Ismail (ανωτέρω), Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου (1999) 1 ΑΑΔ 687, Λαγοπίδης ν. Αναστασίου Αναστασιάδη άλλως Τάσος Πολ. Εφ. 250/2011 28.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A180 και G&L Calibers Ltd v. Λεμεσιανού (2003) 1 ΑΑΔ 948) με το Ανώτατο Δικαστήριο να έχει τονίσει την ανάγκη για δίκαιη και φιλελεύθερη αποτίμηση του ανθρώπινου πόνου (Ismail (ανωτέρω) και εκεί αναφερόμενες αποφάσεις. Επομένως θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πάροδος του χρόνου από την επιδίκαση αποζημιώσεων στα πλαίσια παλαιότερων δικαστικών αποφάσεων (Alfa Concrete Public Company Ltd ν. Γλυκύ Πολ. Εφ. 316/13 21.7.20), ECLI:CY:AD:2020:A253. Η αρχή της αποκατάστασης εφαρμόζεται και σε σχέση με την κατηγορία των ειδικών αποζημιώσεων. Στα πλαίσια αυτά ενάγοντας έχει το βάρος να αποδείξει με σαφή και συγκεκριμένη μαρτυρία τα κονδύλια που διεκδικεί ως ειδικές ζημιές με την απόδειξη τους να κυμαίνεται σε αυστηρά πλαίσια.[7] Πρόσθετα, οι δαπάνες θα πρέπει να είναι εύλογες.[8]

 

44.        Στην Κώστας Νεάρχου v. Σάββα Στεφανίδη και Ευανθίας Προδρόμου ως διαχειριστών του αποβιώσαντος Φρίξου Στεφάνου (2003) 1 Α.Α.Δ. 351, επιδικάστηκαν ως γενικές αποζημιώσεις £7.000 για τραυματισμό ενήλικα άνδρα που υπέστη κάταγμα δεξιού βραχίονα, μικροεκδορές, απώλεια δύο δοντιών και κινητικότητα των υπολοίπων και σπάσιμο τριών εμπροσθίων κορώνων. Το πρόσωπο αυτό, παρέμεινε στο Νοσοκομείο για τρεις ημέρες, εγχειρίστηκε δύο φορές για το κάταγμα ενόψει μη ικανοποιητικής αρχικά πόρωσης του κατάγματος.  Στην Χρυσάνθου  ν. Φραντζή (2010) 1 ΑΑΔ 1295, παιδάκι ηλικίας σχεδόν τριών ετών είχε υποστεί κατάγματα βάσεων όλων των δεξιών μεταταρσίων οστών, τοποθετήθηκε σε γύψο για περίπου δύο βδομάδες και δεν μπορούσε αρχικά να περπατήσει. Επίσης, χτύπησε στο στόμα και το πηγούνι και οι πληγές του είχαν συρραφεί, έχασε πέντε νεογιλούς οδόντες και δεν μπορούσε αρχικά να δαγκώσει και να έχει ομαλή μάσηση. Διαπιστώθηκε ότι θα παρέμενε για τρία έτη χωρίς εμπρόσθιους κάτω οδόντες και θα χρειαζόταν να υποβληθεί σε ορθοδοντική θεραπεία για αποκατάσταση και ανατολή όλων των μονίμων οδόντων με την ανάγκη, ενδεχομένως, υποβολής σε θεραπεία, μέχρι και χειρούργηση μέχρι και τα έντεκά του χρόνια. Υπέστη παράλληλα κρανιοεγκεφαλική κάκωση, με διάσειση εγκεφάλου. Επικυρώθηκε το ποσό των €14,000 ως γενικές αποζημιώσεις.

 

45.        Οι πιο πάνω αυθεντίες αφορούν σε σοβαρότερους και εκτενέστερους τραυματισμούς και ταλαιπωρία σε σχέση με την υπό κρίση περίπτωση. Λαμβάνω όμως υπόψιν το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την έκδοση των πιο πάνω αποφάσεων καθώς και το γεγονός ότι η Ενάγουσα συνεχίζει μέχρι σήμερα να ταλαιπωρείται από τα συμπτώματα που έχει περιγράψει. Συναφώς, κρίνεται ότι το ποσό των €10,000 θα ήταν δίκαιο και εύλογο ως γενικές αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης του Εναγόμενου. Περιπλέον, η Ενάγουσα θα δικαιούτο και σε ανάλογη απόφαση για ειδικές αποζημιώσεις, για το συνολικό ποσό των €6248,38 (€6150 + €98,39) εφ’ όσον η ίδια απέδειξε ότι κατέβαλε τα ποσά αυτά ως έξοδα θεραπείας και ως έξοδα αγοράς φαρμάκων στα πλαίσια αντιμετώπισης του πόνου που την ταλαιπωρούσε κατά τον χρόνο της αγοράς τους.

 

viii.        ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

46.        Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Ενόψει της αποτυχίας της, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον της Ενάγουσας, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.)………………………….

Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. παρ. 4 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.

[2] Βλ. παρ. 8 της Έκθεσης Υπεράσπισης.

[3] Βλ. παρ. 9 της Έκθεσης Υπεράσπισης.

[4] Βλ. παρ. 20 του Έγγραφου Α.

[5] Βλ. παρ. 18 του Έγγραφου Α.

[6] Βλ. επίσης Συρίμη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργείου Υγείας Αρ. Αγωγής 209/2018, 4.11.2020.

[7]Βλ. Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου κ.ά. (1999) 1 ΑΑΔ 687 και Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (Αρ.2) (2012) 1 ΑΑΔ 753.

[8] βλ. Panayides A. Contracting Ltd v. Νίκου Σταύρου Χαραλάμπους (2004) 1 ΑΑΔ 16, Αντωνίτσα Φιλίππου κ.ά. ν. Νίκου Παναγή κ.ά. (2000) 1 ΑΑΔ 1275, Μαΐττας ν. Γεωργίου κ.ά(1998) 1 ΑΑΔ 1 και Dieti v. Loizides (1978) 1 CLR 233.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο