Α. Φ. κ.α. ν. ΘΕΟΦΑΝΗ ΜΙΧΑΗΛ, αποβιώσαντας δια μέσου της Μαρίας Μιχαήλ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του κ.α., Αγωγή αρ.: 3110/2023, 8/4/2025
print
Τίτλος:
Α. Φ. κ.α. ν. ΘΕΟΦΑΝΗ ΜΙΧΑΗΛ, αποβιώσαντας δια μέσου της Μαρίας Μιχαήλ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του κ.α., Αγωγή αρ.: 3110/2023, 8/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ 

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Ε.Δ.  

 

Αγωγή αρ.: 3110/2023 

  

1.    Α. Φ.

2.    Μ. Φ., ανήλικος δια μέσου του πατέρα του Κ. Φ.

3.    Φ. Φ., ανήλικος δια μέσου του πατέρα του Κ. Φ.

4.    Θ. Φ., ανήλικος δια μέσου του πατέρα του Κ. Φ.

 

Ενάγοντες

-και- 

 

1.    ΘΕΟΦΑΝΗ ΜΙΧΑΗΛ, αποβιώσαντας δια μέσου της Μαρίας Μιχαήλ, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του

2.    ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΜΙΧΑΗΛ

 

Εναγόμενοι

 

 

Ημερομηνία: 8 Απριλίου 2025 

 

Εμφανίσεις: 

Για τους προτιθέμενους Εναγόμενους 3-5/ Αιτητές: κα Ε. Λάμπρου

Για τους Ενάγοντες / Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Ν. Κουκούνης για Γεώργιος Κουκούνης ΔΕΠΕ 

 

Ενδιάμεση Απόφαση 

(στην αίτηση ημερ. 6.10.2023 για προσθήκη διαδίκων) 

 

Εισαγωγή

 

Μέσω της υπό κρίση Αίτησης, οι Αιτητές επιζητούν την τροποποίηση του τίτλου της παρούσας αγωγής, δια της προσθήκης τους ως Εναγόμενοι 3 - 5.

 

Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται στην Δ.9 θθ. 2 και 10, Δ.25 και Δ.48 θθ. 1-4, ως επίσης και στις γενικές αρχές και την πρακτική του Δικαστηρίου. Ως προς το πραγματικό υπόβαθρο που την υποστηρίζει, σχετική είναι η ένορκη δήλωση της προτιθέμενης Εναγόμενης 3 (μία εκ των Αιτητών στην παρούσα) (στο εξής «η ομνύουσα»), η οποία, ως αναφέρει, είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη και από τους λοιπούς Αιτητές να προβεί σε αυτήν. Είναι η θέση της ότι, οι Ενάγοντες είναι εγγόνια της, ενώ ο αποβιώσας (Εναγόμενος 1) ήταν ο σύζυγος της (στο εξής «ο αποβιώσας»), και η διαχειρίστρια της περιουσίας του, ως επίσης και η Εναγόμενη 2 είναι θυγατέρες της και του αποβιώσαντα. Επί της ουσίας, η ομνύουσα ισχυρίζεται ότι οι Ενάγοντες παρέλειψαν να εγείρουν την παρούσα αγωγή εναντίον όλων των κληρονόμων του αποβιώσαντα, περιλαμβανομένων και των Αιτητών, παρά το γεγονός ότι το αντικείμενο αυτής (της αγωγής) αφορά ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντα, η οποία θα έπρεπε να περιληφθεί στην Αίτηση Διαχείρισης με αρ. 94/2023 (στο εξής «η Αίτηση Διαχείρισης») και να κατανεμηθεί σε όλους τους νόμιμους κληρονόμους του. Επίσης, ισχυρίζεται η ομνύουσα ότι οι Ενάγοντες δεν αποτελούν κληρονόμους του αποβιώσαντα. Είναι δε η θέση της ότι οι Ενάγοντες ήγειραν την παρούσα αγωγή δόλια, εναντίον μόνο των Εναγομένων 1 και 2, ούτως ώστε τούτοι να μην καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης και/ή υπεράσπιση και να εκδοθεί απόφαση ερήμην τους, βασιζόμενη στο γεγονός ότι η διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντα – Εναγόμενου 1, είναι η μητέρα τους. Τέλος, είναι η θέση της ότι είναι ορθό και δίκαιο να δοθεί, στην ίδια και στους υπόλοιπους Αιτητές, άδεια να προστεθούν ως Εναγόμενοι στην παρούσα αγωγή, ούτως ώστε να υπερασπιστούν την απαίτηση των Εναγόντων αναφορικά με την επίδικη ακίνητη περιουσία του αποβιώσαντα.

 

Η Ένσταση και η ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει

 

Η υπό κρίση Αίτηση προσέκρουσε στην Ένσταση των Εναγόντων – Καθ’ ων η Αίτηση (στο εξής «οι Ενάγοντες»), με την οποία αυτοί προβάλλουν τους ακόλουθους λόγους ένστασης, ως προς το γιατί η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, και δη ότι (α) οι Ενάγοντες δεν έχουν καμία αξίωση, στην παρούσα αγωγή, εναντίον των Αιτητών και, συνεπώς, δεν συναινούν όπως οι τελευταίοι καταστούν διάδικοι σε αυτήν και/ή εν πάση περιπτώσει δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και (β) η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό εξέταση Αίτηση δεν υποστηρίζει, ούτε δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Την Ένσταση υποστηρίζει η ένορκη δήλωση του κ. Κ. Φ. (στο εξής «ο ομνύοντας»), ο οποίος είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από τους Ενάγοντες για να προβεί σε αυτήν, και στην οποία αυτός επαναλαμβάνει, πλην όμως με περισσότερη λεπτομέρεια και επιχειρηματολογία, τους πιο πάνω λόγους ένστασης. Επί της ουσίας, ο ομνύοντας αναφέρει ότι οι Ενάγοντες δεν έχουν καμία αξίωση, στην παρούσα αγωγή, και δεν υπάρχει καμία βάση αγωγής εναντίον των Αιτητών και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναγκαιότητα τούτοι να καταστούν διάδικοι σε αυτήν. Είναι δε η θέση του ότι, όπως προκύπτει από το κλητήριο ένταλμα της πιο πάνω αγωγής, τούτη αφορά την εγκυρότητα και εκτελεστότητα της Συμφωνίας χωρίς Αντιπαροχή ημερ. 10.3.2020 (στο εξής «η επίδικη Συμφωνία»), η οποία καταρτίστηκε ενόσω ο αποβιώσας βρισκόταν εν ζωή, για την δωρεά της ακίνητης περιουσίας του αποβιώσαντα, που καταγράφεται στην εν λόγω συμφωνία, από αυτόν προς τους Ενάγοντες και την Εναγόμενη 2 (βλ. Τεκμήρια 1 και 2 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση). Επομένως, είναι, ουσιαστικά, η θέση του ότι η παρούσα αγωγή δεν αφορά τα δικαιώματα των κληρονόμων του αποβιώσαντα, συμπεριλαμβανομένων των Αιτητών, ούτε οι Αιτητές έχουν οποιαδήποτε συμβατική σχέση με τα μέρη της επίδικης Συμφωνίας, ούτως ώστε να έπρεπε να καταστούν διάδικοι στην παρούσα αγωγή. Πάντα, συναφώς, ισχυρίζεται ότι, στη βάση της επίδικης Συμφωνίας, συμβαλλόμενοι σε αυτήν είναι ο αποβιώσας, ο οποίος εκπροσωπείται δεόντως στην παρούσα αγωγή, από την διαχειρίστρια της περιουσίας του, και οι Ενάγοντες και η Εναγόμενη 2. Πέραν των ανωτέρω, ο ομνύοντας ισχυρίζεται ότι οι Αιτητές 2 και 3 είναι κωφάλαλοι και, κατά την άποψη του, έχουν κάποιας μορφής νοητική στέρηση, με αποτέλεσμα να μην έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα και/ή ικανότητα να εξουσιοδοτούν την ομνύουσα να προβεί στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της υπό εξέτασης Αίτησης και/ή ικανότητα να εξουσιοδοτήσουν οποιοδήποτε πρόσωπο να τους εκπροσωπήσει στην παρούσα αγωγή. Ισχυρίζεται, συναφώς, ότι το γεγονός ότι οι Αιτητές 2 και 3 δεν κηρύχθηκαν, μέχρι σήμερα, ανίκανα πρόσωπα, αφορά την ομνύουσα, η οποία, κατά τον ίδιο, εκμεταλλεύεται οικονομικά την εν λόγω κατάσταση και ιδιαίτερα την κατάσταση του Αιτητή 3. Είναι, περαιτέρω, η θέση του ότι, η ομνύουσα (και Αιτήτρια 1) ήταν εξ αρχής ενήμερη για κάθε ενέργεια των Εναγόντων, ως επίσης και για το γεγονός ότι αν αυτή δεν προέβαινε στην μεταβίβαση του ½ μεριδίου κάποιου συγκεκριμένου ακινήτου (που δεν αφορά την παρούσα αγωγή) που είναι στο όνομα της, στο όνομα της μητέρας των Εναγόντων, ως ήταν η επιθυμία του αποβιώσαντα και ως αυτός και η ομνύουσα είχαν υποσχεθεί στην μητέρα των Εναγόντων, οι Ενάγοντες θα προχωρούσαν στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής. Τέλος, ισχυρίζεται ο ομνύοντας ότι, η προσθήκη των Αιτητών, ως διάδικοι, στην παρούσα αγωγή, δεν θα προσφέρει ο,τιδήποτε σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα αυτής, εφόσον η επίδικη ακίνητη περιουσία δεν είναι ιδιοκτησίας τους, ούτε έχουν οποιαδήποτε συμβατική σχέση με τα μέρη της επίδικης Συμφωνίας, ενώ σε περίπτωση που τυχόν υποστούν οποιαδήποτε ζημία, τότε έχουν κάθε δικαίωμα να προβούν στην καταχώρηση αγωγής εναντίον οποιουδήποτε προσώπου θεωρούν ότι τους προκάλεσε τέτοια ζημία.

 

Ακροαματική διαδικασία 

 

Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε και αμφότερες οι πλευρές ετοίμασαν και παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων, θα γίνει όπου αυτό κριθεί απαραίτητο, κατωτέρω. 

 

Νομική Πτυχή

 

Η Δ.9 θ. 10 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας, στην οποία βασίζεται η παρούσα Αίτηση, παρέχει στο Δικαστήριο την διακριτική εξουσία να διατάξει, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, την προσθήκη οποιουδήποτε προσώπου ως διαδίκου, την παρουσία του οποίου θεωρεί αναγκαία για να μπορέσει να αποφασίσει πλήρως και αποτελεσματικά αναφορικά με όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην αγωγή. Η εν λόγω Διαταγή, έχει ως εξής:

 

«.The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, either upon or without the application of either party, and on such terms as may appear to the Court or Judge to be just, order that the names of any parties improperly joined, whether as plaintiffs or as defendants, be struck out, and that the names of any parties, whether plaintiffs or defendants, who ought to have been joined, or whose presence before the Court may be necessary in order to enable the Courtγ effectually and completely to adjudicate upon and settle all the questions involved in the cause or matter, be added. .»

 

Στο σύγγραμμα Annual Practice 1958, σελ. 345, σε σχέση με την αντίστοιχη αγγλική διαταγή Ο.16 r.11, αναφέρεται ότι η έκδοση ή όχι διαταγής για προσθήκη διαδίκου, συμπεριλαμβανομένης της προσθήκης εναγομένου, επαφίεται στη δικαστική διακριτική ευχέρεια και το Δικαστήριο έχει ευρεία εξουσία να εκδώσει τέτοια διαταγή, όπου το κρίνει αναγκαίο, για να επιτύχει την αποτελεσματική εκδίκαση όλων των επίδικων θεμάτων. Στο ίδιο σύγγραμμα, στη σελ. 348, υπό τον τίτλο «Adding defendants», αναφέρονται οι βασικές αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αναφορικά με την προσθήκη εναγομένων.

 

Επίσης, στο εν λόγω σύγγραμμα The Annual Practice 1958, αναφέρεται ότι ο σκοπός της εν λόγω Διαταγής, είναι η εξασφάλιση μίας απόφασης, επί όλων των επίδικων θεμάτων, χωρίς καθυστέρηση και πρόκληση εξόδων, με την έγερση και εκδίκαση ξεχωριστών αγωγών. Πολύ διαφωτιστικά, για το υπό εξέταση ζήτημα, είναι τα σχόλια που παρατίθενται, στην σελίδα 348, του πιο πάνω συγγράμματος, στην παράγραφο με τίτλο «When Order refused», τα οποία έχουν ως εξής:

 

«When Order Refused - Where the addition will have the effect of adding a new cause of action the order may be refused (Raleigh v. Goschen (1898) 1 Ch. 81; cf. Ashley, v. Taylor 10 Ch. D. 768 and O.28, r.1(n)). A person indirectly interested will not be added (Moser v. Marsden, (1892) 1 Ch. 487); and a defendant against whom no relief is sought by the plaintiff will not be added against the wish of the latter[1] (Hood-Barrs v. Frampton & Co., (1924) W.N. 287); a third party notice in such a case is usually the proper course».

 

Όπως συνάγεται από το πιο πάνω απόσπασμα, αίτηση για προσθήκη εναγόμενου δεν εγκρίνεται, αν η εν λόγω προσθήκη θα έχει ως συνέπεια την προσθήκη νέας βάσης αγωγής ή αν αφορά πρόσωπα που ενδιαφέρονται στη διαδικασία μόνο έμμεσα ή αν καμία θεραπεία δεν επιδιώκεται από τον ενάγοντα σε σχέση με τον προτεινόμενο εναγόμενο και ο ενάγων δεν επιθυμεί την προσθήκη του εν λόγω εναγομένου ως διάδικου.

 

Επίσης, η νομολογία κατέδειξε ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιτρέπει την προσθήκη εναγόμενου εναντίον του οποίου ο ενάγων δεν επιθυμεί να στραφεί, εκτός αν υπάρχει πολύ δυνατή υπόθεση που να δεικνύει ότι, στην δοσμένη περίπτωση, δεν θα απονεμηθεί δικαιοσύνη, εκτός αν ο εν λόγω εναγόμενος προστεθεί στην διαδικασία ως διάδικος (βλ. το Αγγλικό σύγγραμμα The Digest, 37(2), έκδοση 1983, σελ. 373, παράγραφος 2317). Σχετικές, είναι, επίσης, οι αγγλικές αποφάσεις Norris v. Beazley (1877) All ER 774 και Dollfus Mieg et Companie S.A. v. Bank of England (1951) Ch 33. Αν, όμως, η εν λόγω προσθήκη είναι αναγκαία για να αποφασισθούν αποτελεσματικά και πλήρως όλα τα εγειρόμενα στην αγωγή θέματα και δεν υπάρχει βαρύνων λόγος γιατί να μην διαταχθεί η προσθήκη, το Δικαστήριο δύναται να πράξει ανάλογα (βλ. Megas Hadjievangelou (No. 1) v. Dorami Marine Ltd a.o (1978) 1 CLR 545). 

 

Οι νομικές αρχές που διέπουν το θέμα έχουν αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης σε σωρεία κυπριακών υποθέσεων. Χρήσιμη καθοδήγηση προσφέρει η υπόθεση Korkut ή Perihan v. Γεωργίου κ.ά. (Αρ. 1) (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1213, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Για να προστεθεί ένα πρόσωπο ως διάδικος δυνάμει της Δ.9, θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών θα πρέπει να κριθεί ως αναγκαίος διάδικος. Βασικό κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την προσθήκη διαδίκου, είναι κατά πόσο θα επηρεαστούν άμεσα τα νομικά δικαιώματα ή τα οικονομικά του συμφέροντα και ιδιαίτερα όταν υπάρχουν υπό αμφισβήτηση ή επηρεάζονται ιδιοκτησιακά δικαιώματα ή συμφέροντα σε περιουσία όπου οι νόμιμοι ιδιοκτήτες πρέπει να αντιπροσωπεύονται

 

Στην υπόθεση Οδυσσέως v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1372, τονίστηκε ότι, η επιλογή των εναγομένων σε μια αγωγή, ουσιαστικά, ανήκει στον ενάγοντα και ότι η απόφαση, ως προς το κατά πόσο βρίσκονται όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου, συναρτάται με τα επίδικα θέματα, όπως αυτά προσδιορίζονται στις έγγραφες προτάσεις (βλ. επίσης, Παπαχριστοφόρου v. Χαραλάμπους (1991) AAΔ.906).

 

Η υπόθεση PT Kiani Kertas v Interorient Nagivation Company Limited κ.ά. (Αρ. 1) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, επίσης, περιέχει χρήσιμη ανάλυση των αρχών που διέπουν το θέμα προσθήκης εναγομένου, παρόλο που αυτή αφορούσε περίπτωση αίτησης από συνεναγόμενο. Η βασική αρχή που πηγάζει από την πιο πάνω απόφαση είναι ότι αν «η προσθήκη είναι αναγκαία για να αποφασισθούν αποτελεσματικά και πλήρως όλα τα εγειρόμενα στην αγωγή θέματα, και δεν υπάρχει βαρύνων λόγος γιατί να μην διαταχθεί, το Δικαστήριο μπορεί να πράξει ανάλογα». Λόγοι, για τους οποίους το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να διατάξει την προσθήκη ενός διαδίκου, είναι η ενδεχόμενη καθυστέρηση στην εκδίκαση της αγωγής, η ενδεχόμενη προσθήκη νέας αιτίας αγωγής και η δυνατότητα έγερσης, από τον προτεινόμενο εναγόμενο, θέματος παραγραφής της εναντίον του απαίτησης. Παραπέμπω, επίσης, στις υποθέσεις Megas Hadjievangelou v Dorami Marine Ltd κ.α. (ανωτέρω), Hellenic Bank v Cosmas (1984) 1 CLR 53, Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1(Β) ΑΑΔ 772, Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λτδ v. Μηνά (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1818 και Klappis & Sons Ltd v. Γεωργίου Τσολιά (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 66.

 

Περαιτέρω, άλλα στοιχεία και παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει η Δ.9, Θ.10, είναι, και το κατά πόσο η απόφαση του στην αγωγή θα επηρεάσει άμεσα τρίτα πρόσωπα ή κατά πόσο τρίτα πρόσωπα θα κληθούν άμεσα ή έμμεσα να εφαρμόσουν τα όσα προνοούνται στην απόφαση του Δικαστηρίου ή θα δεσμεύονται από το αποτέλεσμα της δίκης, κάτι που καθιστά την προσθήκη τους, ως διαδίκους, αναγκαία. Στο σημείο αυτό, παραπέμπω στην υπόθεση Cyprus Trading Corporation v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.α. (2000) 1B ΑΑΔ 1335, όπου ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Κρονίδης, όπως ήταν τότε, υιοθετώντας την απόφαση του Λόρδου Devlin στην Αγγλική υπόθεση Amon v. Raphael Tuck & Sons Ltd (1956) 1 All E.R 273, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«Όπως αναφέρθηκε στην Amon v. Raphael Tuck & Sons Ltd (1956) 1 All E.273, στη σελίδα 287:-

"The only reason which makes it necessary to make a person a party to an action is so that he may be bound by the result of an action and the question to be settled therefore must be a question in the action which cannot be effectively and completely settled unless he is a party"».

 

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

Έχοντας, λοιπόν, κατά νου όλα τα πιο πάνω, προχωρώ να εξετάσω την υπό κρίση Αίτηση.

 

Κατ’ αρχάς, σημειώνω ότι για σκοπούς εξέτασης της παρούσας Αίτησης, κρίνεται σκόπιμη μια σύντομη παράθεση του περιεχομένου της δικογραφίας της παρούσας αγωγής.

 

Εν προκειμένω, με την παρούσα αγωγή εκείνο που επιζητείται από τους Ενάγοντες έναντι, ουσιαστικά, της περιουσίας του αποβιώσαντα, είναι αναγνωριστική απόφαση ότι η επίδικη Συμφωνία αποτελεί έγκυρη σύμβαση, ως επίσης και απόφαση του Δικαστηρίου που να διατάσσει την ειδική εκτέλεση της εν λόγω συμφωνίας, με την εγγραφή και μεταβίβαση στο όνομα των Εναγόντων και της Εναγόμενης 2 (η οποία, κατά τον ομνύοντα, προστέθηκε ως αναγκαίος διάδικος, για να είναι εφικτή η μεταβίβαση του μεριδίου της επίδικης ακίνητης περιουσίας, που της αναλογεί στη βάση των όρων της εν λόγω συμφωνίας, στο όνομα της).

 

Σημειώνω ότι από πλευράς της περιουσίας του αποβιώσαντα – Εναγόμενου 1, καταχωρήθηκε Υπεράσπιση, με την οποία γίνεται παραδοχή της απαίτησης των Εναγόντων, ενώ η Εναγόμενη 2 δεν προέβη, μέχρι και σήμερα, στην καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης στην πιο πάνω αγωγή.

 

Μελετώντας την δικογραφία, αλλά και την επίδικη Συμφωνία (Τεκμήριο 2 επί της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Ένσταση), προκύπτει ότι ουδείς εκ των Αιτητών αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος της εν λόγω συμφωνίας. Τουναντίον, στην επίδικη Συμφωνία, οι μόνοι συμβαλλόμενοι είναι ο αποβιώσας (μέσω της πληρεξουσίου αντιπροσώπου του), ως δωρητής, και, οι Ενάγοντες και η Εναγόμενη 2, ως δωρεοδόχοι. Είναι δε γνωστή η αρχή του δόγματος της συμβατικής σχέσης (privity of contract), βάσει του οποίου δικαιώματα και υποχρεώσεις δημιουργούνται μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών (βλ. Electromatic Const. v. Azov (1988) 1 CLR 768, Πίριλλος v. Κονναρή (2000) 1Β ΑΑΔ 1153 και Ελένη Τσιάκκιρου & Ιάκωβος Ιακώβου υπό την ιδιότητα τους ως Διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος Μιχάλη Γαβριήλ v. Atlantic Insurance Co. Ltd, Πολ. Έφεση αρ. 177/2015, απόφαση ημερ. 22.11.2023). Σχετικό είναι, επίσης, το ακόλουθο απόσπασμα, στην παράγραφο 21-006, από το σύγγραμμα Chitty on Contracts, 35th edition, όπου καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

"Τhe common law doctrine of privity of contract means that a contract cannot (as a general rule) confer rights or impose obligations arising under it on any person except the parties to it.

 

Στη βάση των πιο πάνω, είναι ξεκάθαρο ότι, εν προκειμένω, οι Ενάγοντες αγώγιμο δικαίωμα έχουν εναντίον του προσώπου με το οποίο είχαν συμβληθεί, δηλαδή του αποβιώσαντα, τον οποίον και έχουν ήδη καταστήσει διάδικο (Εναγόμενος 1) στην παρούσα αγωγή, μέσω της διαχειρίστριας της περιουσίας του. Είναι πάγια δε αρχή ότι όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος αποβιώνει, τα όποια δικαιώματα και υποχρεώσεις από την καταρτιθείσα σύμβαση, δεν αποσβένονται συνεπεία του θανάτου. Το εν ισχύι δίκαιο μας έχει προνοήσει για τέτοιες εξελίξεις (βλ. άρθρο 34 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου (Κεφ. 189) και Φιλίππου v. Σάουρου κ.α. (2015) 1(Α) ΑΑΔ 346, ΦΟΙΒΟΣ ΜΑΡΔΑΠΙΤΤΑΣ v. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ Κ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 12/2016, 6/6/2024). Τα δε επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής αφορούν και μόνο την εγκυρότητα της επίδικης Συμφωνίας και το κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ειδική εκτέλεση αυτής.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ελλείπει, παντελώς, από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό εξέταση Αίτηση, οποιοσδήποτε ισχυρισμός που να θέλει τους Αιτητές και/ή οποιονδήποτε εξ αυτών να έχει γνώση των συνθηκών συνομολόγησης της επίδικης Συμφωνίας που πιθανόν να επηρεάζουν την νομιμότητα και/ή εκτελεστότητα της. Ελλείπει, επίσης, οποιαδήποτε αναφορά, εκ μέρους των Αιτητών, στην εν λόγω ένορκη δήλωση, σε σχέση με το ο,τιδήποτε αφορά τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής, για τα οποία το Δικαστήριο θα αποφανθεί στο πλαίσιο αυτής. Το μόνο που ισχυρίζεται η πλευρά των Αιτητών είναι ότι η ακίνητη περιουσία, που περιλαμβάνεται στην επίδικη Συμφωνία, αποτελεί μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντα, η οποία θα έπρεπε να περιληφθεί στην Αίτηση Διαχείρισης και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε και αυτοί, ως κληρονόμοι του αποβιώσαντα, να συμπεριληφθούν ως Εναγόμενοι στην παρούσα αγωγή, ούτως ώστε να θέσουν την υπεράσπιση τους. Με κάθε σεβασμό στη θέση τους αυτή, τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνη. Και εξηγώ.

 

Όπως προανέφερα, στην παρούσα αγωγή τα επίδικα ζητήματα είναι μόνο κατά πόσο η επίδικη συμφωνία είναι έγκυρη και/ή νόμιμη και κατά πόσο τούτη δύναται να τύχει ειδικής εκτέλεσης. Δεν αφορά, η παρούσα αγωγή, οποιαδήποτε ζητήματα πηγάζουν αναφορικά με τα κληρονομικά δικαιώματα των κληρονόμων του αποβιώσαντα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών των Αιτητών. Ο δε αποβιώσας, στην παρούσα αγωγή, ως το πρόσωπο που συμβλήθηκε με τους Ενάγοντες και την Εναγόμενη 2, αντιπροσωπεύεται από την διαχειρίστρια της περιουσίας του, η οποία είναι πλέον ο κατά νόμο υπεύθυνος για τούτη, και η οποία έχει τοποθετηθεί, μέσω της Υπεράσπισης της, επί της απαίτησης των Εναγόντων.

 

Εάν, επομένως, οι Αιτητές θεωρούν ότι η διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντα (Εναγόμενου 1) ενεργεί δολίως και/ή κατά τρόπο ο οποίος αντιβαίνει το Νόμο και τα καθήκοντα του διαχειριστή της περιουσίας ενός αποβιώσαντα, τούτο είναι ζήτημα το οποίο δεν αφορά τα επίδικα ζητήματα στην παρούσα αγωγή, αλλά ζήτημα, το οποίο, ενδεχομένως, να αφορά την Διαχείριση και το οποίο οι Αιτητές θα πρέπει να εγείρουν στο πλαίσιο αυτής. Εν πάση δε περιπτώσει, σημειώνω ότι, εν προκειμένω, ο όποιος ισχυρισμός των Αιτητών περί δόλου και/ή δόλιου σκοπού, εκ μέρους της διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντα, είναι παντελώς γενικός και αόριστος και δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε μαρτυρία.

 

Επίσης, η όποια θέση προβάλλεται, εκ μέρους των Αιτητών, περί του ότι η ακίνητη περιουσία που αναφέρεται στην επίδικη Συμφωνία εμπίπτει στην περιουσία του αποβιώσαντα, και, επομένως, θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στην Αίτηση Διαχείρισης και να κατανεμηθεί σε όλους τους κληρονόμους του, αλλά και το ότι οι Ενάγοντες δεν αποτελούν κληρονόμους αυτού, με κάθε σεβασμό, και πάλι δεν αποτελούν ζητήματα τα οποία δύναται να εξεταστούν, από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής. Εν προκειμένω, επαναλαμβάνω ότι η περιουσία του αποβιώσαντα εκπροσωπείται από την διαχειρίστρια της περιουσίας του, που είναι και το κατά νόμο πρόσωπο που δύναται να εκπροσωπεί τούτη. Αν η εν λόγω διαχειρίστρια δεν εκτελεί, σύμφωνα με το νόμο, τις υποχρεώσεις της[2] και η ακίνητη περιουσία που αφορά την επίδικη Συμφωνία αποτελεί μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντα, η οποία θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στην εν λόγω Αίτηση Διαχείρισης, τότε οι Αιτητές θα πρέπει να προβούν στα κατάλληλα διαβήματα στο πλαίσιο της Αίτησης Διαχείρισης. Στην παρούσα αγωγή, τα μόνα επίδικα ζητήματα αφορούν την εγκυρότητα, νομιμότητα και εκτελεστότητα της επίδικης Συμφωνίας, τα οποία δεν σχετίζονται με τα κληρονομικά δικαιώματα είτε των Εναγόντων, είτε της Εναγόμενης 2, είτε των Αιτητών.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, είναι ξεκάθαρο ότι η προσθήκη των Αιτητών, ως Εναγομένων, στην παρούσα αγωγή, τίποτε δεν έχει να προσφέρει για σκοπούς εκδίκασης και απόφανσης των επίδικων ζητημάτων της παρούσας αγωγής. Επαναλαμβάνω ότι αυτοί δεν αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στην επίδικη Συμφωνία, ούτε ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν τις συνθήκες συνομολόγησης αυτής. Ούτε προβάλλουν οποιαδήποτε, έστω και γενική, θέση ως προς την ισχύ, νομιμότητα ή δεσμευτικότητα της επίδικης Συμφωνίας, κάτι που θα καθιστούσε την προσθήκη τους, ως διαδίκους, στην παρούσα, αναγκαία. Στο βαθμό δε που αφορά το κατά πόσο η επίδικη ακίνητη περιουσία θα έπρεπε να αποτελεί μέρος ή όχι της περιουσίας της Διαχείρισης του αποβιώσαντα, επαναλαμβάνω ότι τούτο είναι ζήτημα το οποίο μπορεί και πρέπει να αποφασιστεί στο πλαίσιο διαδικασίας που θα προωθηθεί στην Αίτηση Διαχείρισης. Σε αντίθετη περίπτωση, το Δικαστήριο θα κληθεί, στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, η οποία αφορά και μόνο την εγκυρότητα, νομιμότητα και δεσμευτικότητα της επίδικης Συμφωνίας, ως επίσης και κατά πόσο τούτη είναι δυνάμενη να τύχει ειδικής εκτέλεσης, να αποφασίσει ζητήματα που αφορούν τα κληρονομικά δικαιώματα των κληρονόμων του αποβιώσαντα, τα οποία δεν αποτελούν, σε καμία περίπτωση, επίδικα ζητήματα στην παρούσα αγωγή.

 

Εν ολίγοις, δεν έχει καταδειχθεί με οποιοδήποτε τρόπο ότι οι Αιτητές είναι αναγκαίοι διάδικοι στην παρούσα αγωγή, ώστε να δικαιολογείται η προσθήκη τους ως Εναγομένων.

 

Στη βάση των πιο πάνω, η επίδικη Αίτηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Για σκοπούς πληρότητας και μόνο, προχωρώ να εξετάσω και τον έτερο λόγο ένστασης που θέλει τους προτιθέμενους Εναγόμενους 4 και 5 (δύο εκ των Αιτητών στην παρούσα) να μην έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα να εξουσιοδοτήσουν την ομνύουσα να προβεί στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση, αλλά ούτε να εξουσιοδοτήσουν οποιοδήποτε πρόσωπο να τους εκπροσωπήσει στην παρούσα αγωγή, εφόσον αυτοί είναι κωφάλαλοι και, κατά τον ομνύοντα στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση, πάσχουν από νοητική στέρηση και θα έπρεπε να κηρυχθούν ανίκανοι. Με κάθε σεβασμό στη θέση αυτή, τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνη. Ο όποιος ισχυρισμός προβάλλεται από πλευράς των Εναγόντων περί νοητικής στέρησης των προτιθέμενων Εναγομένων 4 και 5, είναι εντελώς γενικός, αόριστος και ατεκμηρίωτος, ενώ τούτος βασίζεται, και μόνο, στην όποια θεώρηση του ομνύοντα στην Ένσταση, ο οποίος πουθενά δεν αναφέρει ότι είναι ειδικός επί του θέματος για να εκφέρει οποιαδήποτε γνώμη επί τούτου. Εν πάση δε περιπτώσει, σημειώνω ότι κάθε πρόσωπο θεωρείται ότι έχει σώας τα φρένας, εκτός αν τούτο κηρυχθεί ανίκανο. Εν προκειμένω, ουδείς εκ των Αιτητών έχει κηρυχθεί ανίκανο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, οι οποιοιδήποτε ισχυρισμοί προβάλλονται, από πλευράς των Εναγόντων, ότι οι προτιθέμενοι Εναγόμενοι 4 και 5 δεν έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Κατάληξη

 

Στη βάση όλων όσων προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται.

 

Όσον αφορά τα έξοδα, δεν έχω κανένα λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εναγόντων – Καθ’ ων η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών – προτιθέμενων Εναγόμενων 3, 4 και 5, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπογρ.)…………….……….

Ν. Πετρίδου, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Υπογράμμιση δική μου, καθώς και όσες ακολουθούν.

[2] Ως προς τις υποχρεώσεις ενός Διαχειριστή περιουσίας αποβιώσαντα και τα δικαιώματα τρίτων στην περίπτωση που ο πρώτος ενεργεί κατά παράβαση των καθηκόντων του, βλ. Αναφορικά με την Elena Babboynnikova, Πολ. Έφεση αρ. 222/2020, απόφαση ημερ. 11.3.2021 και Αναφορικά με την Elena Babboynnikova, Πολ. Αίτηση 40/2021, απόφαση ημερ. 15.9.2021.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο