Αναφορικά με την Αίτηση της National Bank Trust ν. Otikrite Investments Cyprus Limited κ.α., Εταιρική Αίτηση 52/2022, 11/2/2025
print
Τίτλος:
Αναφορικά με την Αίτηση της National Bank Trust ν. Otikrite Investments Cyprus Limited κ.α., Εταιρική Αίτηση 52/2022, 11/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Εταιρική Αίτηση 52/2022 (ijustice)

Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, ως έχει τροποποιηθεί

-και-

Αναφορικά με την υπό εκκαθάριση Εταιρεία Otkritie Investments Cyprus Limited (αριθμός εγγραφής ΗΕ301373), από τη Λευκωσία

-και-

Αναφορικά με την Αίτηση της National Bank Trust, εκ 3 Izvestokoviy lane, Μόσχα 109005, Ρωσία, αριθμός εγγραφής 1027800000480

Αιτήτριας

-και-

1. Otikrite Investments Cyprus Limited, εκ Λευκωσίας αριθμός εγγραφής ΗΕ301373

2. Κρις Ιακωβίδης, εκ Λευκωσίας

3. Benirlia Holdings Limited, εκ Λεμεσού, αριθμός εγγραφής ΗΕ336028

4. Stolitsa-Service LLC, εκ Ρωσίας, αριθμός εγγραφής 1097746406592

5. Otkritie Holding JSC, εκ Ρωσίας, αριθμός εγγραφής 1107746979196

6. Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης, εκ Λευκωσίας

Καθ’ ων η Αίτηση

Ημερομηνία: 11η Φεβρουαρίου, 2025

Εμφανίσεις:

Για τους Αιτητές: Οικονόμου (κος)

Για τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2: Βασιλείου (κος)

Για Καθ’ ης η Αίτηση 3: Καμία εμφάνιση

Για Καθ’ ης η Αίτηση 4: κος Παπαθεοδώρου

Για Καθ’ ης η Αίτηση 5: κα Πηλακούτα

Για Καθ’ ου η Αίτηση 6: Καμία Εμφάνιση

Απόφαση

(Η Απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και θεωρείται δημόσια απαγελθείσα)

Εισαγωγή - Ιστορικό

1.         Η Καθ’ ης η Αίτηση 1 - Εταιρεία τέθηκε σε εκούσια εκκαθάριση με ψήφισμα των μελών της ημερομηνίας 26.3.21. Η εκούσια εκκαθάριση, λόγω αδυναμίας της Εταιρείας ν’ ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, μετατράπηκε σε εκούσια εκκαθάριση πιστωτών και την ίδια μέρα διορίστηκε ως εκκαθαριστής της ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 με επικύρωση του διορισμού του από τους πιστωτές. Το τι ακολούθησε αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας Απόφασης αφού με την Αίτησή τους οι Αιτητές, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στον κατάλογο πιστωτών της Εταιρείας, ζητούν σειρά διαταγμάτων, μεταξύ άλλων και την παύση του Καθ’ ου η Αίτηση 2.

Παρεμβάλλεται ότι οι Αιτητές εξασφάλισαν στη βάση μονομερούς αίτησης ημερομηνίας 22.2.22, ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο, μέχρι αποπεράτωσης της παρούσας Αίτησης, αναβλήθηκε η ημερομηνία διάλυσης της Εταιρείας, απαγορεύθηκε τους Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 6 από το προχωρήσουν σε ενέργειες προς τη διάλυσή της και αναστάλθηκαν οι αποφάσεις που λήφθηκαν στη Γενική Συνέλευση των Πιστωτών της στις 31.1.22 (το «Διάταγμα 24.2.22»).

Στις 15.3.22 το Διάταγμα 24.2.22 κατέστη εκ συμφώνου, χάριν ευχέρειας και χωρίς οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 ν’ αποδέχονται τους ισχυρισμούς των Αιτητών, απόλυτο. Στο μεταξύ στη διαδικασία εμφανίστηκαν και οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 έως 5.   

Η Αίτηση

2.         Με την υπό κρίση Αίτηση λοιπόν, οι Αιτητές αιτούνται την αναβολή της ημερομηνίας διάλυσης της Καθ’ ης η Αίτηση 1 – Εταιρείας (η «Εταιρεία»), παύση και αντικατάσταση του Καθ’ ου η Αίτηση 2 – Εκκαθαριστή της Εταιρείας (ο «Εκκαθαριστής») και διορισμό ανεξάρτητου εκκαθαριστή, διάταγμα όπως η εκκαθάριση της Εταιρείας τεθεί υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου με όρους που προνοούν για (α) αποκάλυψη από τον Εκκαθαριστή όλων των στοιχείων που αφορούν την εκκαθάριση (β) όλων των στοιχείων που βρίσκονται στην κατοχή των Καθ’ ων η Αίτηση 3, 4 και 5 (γ) πληροφορίες αναφορικά με αποξενώσεις (δ) αποκάλυψη εγγράφων, όπως ο εκάστοτε εκκαθαριστής παραδίδει κάθε μήνα έκθεση προόδου της διαδικασίας, αλλά και (ε) διάταγμα να επιτρέπει τη χρήση των στοιχείων που πρόκειται ν’ αποκαλυφθούν. Αιτούνται επίσης την ακύρωση συνέλευσης πιστωτών στο πλαίσιο εκκαθάρισης, την ακύρωση αποφάσεων του Εκκαθαριστή στις 11.1.22 και 31.1.22 και διάταγμα αναγνώρισης της Αιτήτριας ως πιστωτή της Εταιρείας για 4,047,638,330.55 Ρούβλια (το «Χρέος»). Η Νομική βάση της Αίτησης περιλαμβάνει τα Άρθρα 230, 234, 237, 243, 283, 287, 290, 293, 326 του περί Εταιρείας Νόμου Κεφ. 113 (το «Κεφ. 113»), το Άρθρο 16 του περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμου (Ν.64(Ι)/2015) τα Άρθρα 23 και 24 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/1960, τα Άρθρα 1 – 5 του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου Κεφ. 62 και του Κανονισμού 92 των περί Εκκαθάρισης Κανονισμών 1933 – 1999.

3.         Την Αίτηση στήριξε ένορκη δήλωση του Kirill Sapozhnikov (η «ΕΔΑ»), ο οποίος είναι Ανώτερος Σύμβουλος της Αιτήτριας. Στην ένορκη δήλωση επισυνάπτεται και αριθμός Τεκμηρίων, τα οποία έλαβα υπόψη μου. Συνοπτικά, ο ομνύοντας στην ΕΔΑ αναφέρει ότι στις 28.11.16 η Εταιρεία εγγυήθηκε (η «Εγγύηση») την αποπληρωμή δύο δανειακών συμβάσεων (τα «Δάνεια») της Fifth Element LLC (η «FEL») προς τη NOMOS-BANK (OJSC) (η «Nomos»). Η Εγγύηση αφορούσε ανάληψη ευθύνης αποπληρωμής των Δανείων αλληλέγγυα και κεχωρισμένα με την FEL. Στις 31.10.17 η Nomos, η οποία είχε στο μεσοδιάστημα μετονομαστεί σε Public Joint-Stock Company Bank Otkritie Financial Corporation (η «Otrikrite Bank»),  καταχώρισε 2 απαιτήσεις πληρωμής προς την Εταιρεία. Έπειτα και κατόπιν αναδιοργάνωσης της Otrikite Bank, το μέρος της το οποίο σχετιζόταν με τα Δάνεια και την Εγγύηση απορροφήθηκε από την Αιτήτρια και η Αιτήτρια κατέστη πιστωτής. Η FEL κηρύχθηκε σε πτώχευση, το Χρέος προς την Αιτήτρια αναγνωρίστηκε και η Αιτήτρια συγκαταλέγηκε στους πιστωτές της. Κατόπιν σχετικής διαδικασίας που η Αιτήτρια καταχώρισε απαίτηση εναντίον της Εταιρείας στο Διαιτητικό Δικαστήριο της Μόσχας (το «ΔΔΜ») και στις 4.3.21 το ΔΔΜ διέταξε την Εταιρεία να πληρώσει το Χρέος προς την Αιτήτρια (η «Ρωσική Απόφαση»). Η Εταιρεία εφεσίβαλε την απόφαση του ΔΔΜ, αλλά στις 7.6.21 το Ένατο Διαιτητικό Εφετείο (το «Ένατο») απέρριψε την έφεση στην ολότητά της. Δεν υπήρξε περαιτέρω έφεση και η απόφαση κατέστη τελική και τελεσίδικη.

4.         Δύο βδομάδες μετά την απόφαση του ΔΔΜ, η Εταιρεία σε έκτακτη γενική συνέλευση αποφάσισε την εκούσια εκκαθάρισή της και το διορισμό εκκαθαριστή. Την ίδια μέρα, στην απουσία της Αιτήτριας, έλαβε χώρα συνέλευση πιστωτών στην οποία αποφασίστηκε ο διορισμός του Εκκαθαριστή. Ενώ μια βδομάδα μετά την απόφαση του Ενάτου ο Εκκαθαριστής απέστειλε ειδοποίηση στον Έφορο Εταιρειών ενημερώνοντάς τον ότι οι πιστωτές επικύρωσαν το διορισμό του. Παρά τη προφανή γνώση που ο διευθυντής της Εταιρείας Γιώργος Μαϊμώνης (ο «Διευθυντής») είχε για τις πιο πάνω δικαστικές διαδικασίες και αποφάσεις, μια και αφού ήταν και ο ίδιος που υπέγραψε την έφεση στο Ένατο, ουδέποτε τη συμπεριέλαβε στον κατάλογο πιστωτών, ο οποίος, κατά τον ομνύοντα, είναι ελλιπής και ακατάλληλος.

5.         Η Αιτήτρια ειδοποιήθηκε εν τέλει για τις εξελίξεις αναφορικά με την εκκαθάριση της Εταιρείας μέσω δικής της τυχαίας έρευνας στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2021. Στις 13.10.21 απέστειλε σχετική επιστολή στον Εκκαθαριστή καλώντας τον να επαληθεύσει το Χρέος. Στις 14.10.21 εκπρόσωπος του Εκκαθαριστή (ο «ΜΚ») απάντησε ότι ο λόγος που δεν ειδοποιήθηκε η Αιτήτρια ήταν επειδή δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο πιστωτών που ετοίμασε ο Διευθυντής και ότι ο ίδιος θα προέβαινε σε διερεύνηση του θέματος. Στις 9.11.21, ο ΜΚ, με νέο μήνυμα προς την Αιτήτρια, ανέφερε ότι ο λόγος που ο Διευθυντής δεν συμπεριέλαβε την Αιτήτρια στον κατάλογο είναι επειδή, κατά τον ομνύοντα, ανεξήγητα, αμφισβητεί το Χρέος. Η Αιτήτρια αντέδρασε στις 11.11.21 αναφέροντας απαντητικά τη θέση της, για να λάβει, την επομένη, άλλη απάντηση από τον ΜΚ ότι η υποχρέωση του Διευθυντή ήταν η αναφορά σε γνωστούς πιστωτές και ότι η μη συμπερίληψη της Αιτήτριας δεν αποτελούσε αδίκημα και ότι προκειμένου το Χρέος να ληφθεί υπόψη, η Αιτήτρια θα έπρεπε να εξασφαλίσει την αναγνώριση της Ρωσικής Απόφασης στην Κύπρο και ο Εκκαθαριστής θα επαλήθευε το χρέος για να καταταχθεί επί ίσοις όροις με τα άλλα ανεξασφάλιστα χρέη. Στις 22.11.21 η Αιτήτρια απεύθυνε εκ νέου επιστολή προς τον Εκκαθαριστή εκφράζοντας τη διαφωνία της αλλά και ρωτώντας τον εάν προτίθετο να λάβει οποιαδήποτε μέτρα εναντίον του Διευθυντή, μόνο για να λάβει απάντηση την επομένη, δηλαδή στις 23.11.21, με τον Εκκαθαριστή να εμμένει στα όσα είχε ήδη αναφέρει και να επισυνάπτει σχετικό σημείωμα στα ελληνικά το οποίο, κατά τον ίδιο υποστήριζε τη θέση του.

6.         Έπειτα ο Εκκαθαριστής φαίνεται να συγκάλεσε συνέλευση πιστωτών που έλαβε χώρα στις 11.1.22 διαδικασία για την οποία η Αιτήτρια ενημερώθηκε με επιστολή του ιδίου ημερομηνίας 14.1.22 που κατέφθασε μ’ ένα μήνα καθυστέρηση καθότι αποστάλθηκε με σύνηθες ταχυδρομείο παρά την προηγηθείσα ανταλλαγή αλληλογραφίας με άμεσα ηλεκτρονικά μηνύματα. Η επιστολή του Εκκαθαριστή ενημέρωνε για την πώληση ομολόγων που προηγήθηκε και την πρόθεσή του να συγκαλέσει γενική συνέλευση πιστωτών για ν’ αποφασιστεί η διανομή τους στους πιστωτές της Εταιρείας. Λόγω της προαναφερθείσας καθυστέρησης στην αποστολή, κατά το χρόνο λήψης της ενημέρωσης, τα περιουσιακά στοιχεία της Εταιρείας είχαν ήδη ρευστοποιηθεί. Όπως η Αιτήτρια ενημερώθηκε από έρευνα στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ο Εκκαθαριστής είχε ήδη συγκαλέσει τελικές γενικές συνελεύσεις στις 31.1.22 και η διάλυση της Εταιρείας είχε τροχοδρομηθεί.

7.         Κατά τον ομνύοντα, η Καθ’ ης η Αίτηση 5 και ο τελικός δικαιούχος της έχουν διαπράξει σειρά αδικημάτων και περίπλοκων σχεδίων απάτης με σκοπό να καταχραστούν ποσά και άλλα περιουσιακά στοιχεία της Αιτήτριας. Η Καθ’ ης η Αίτηση 5, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία εκκαθάρισης στη Ρωσία και στην οποία η Αιτήτρια συμμετέχει ως η κατά πλειοψηφία πιστωτής της, αποτελεί και τον κατονομαζόμενο ως μεγαλύτερο μέτοχο και πιστωτή της Εταιρείας.

8.         Στο ιστορικό προστίθεται και το ότι στις 23.9.21 το Ρωσικό Διεπαρχιακό Τμήμα για ειδικές διαδικασίες εκτέλεσης (το «ΡΔΤ») εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διατασσόταν η κατάσχεση των εισπρακτέων ομολόγων της Ρωσικής εταιρείας LLC InvestproInvestpro») καθώς και η απαγόρευση προς την Εταιρεία και την Investpro από το να λάβουν οποιαδήποτε ενέργεια για την μεταβολή της νομικής σχέσης δια της οποίας τα εισπρακτέα δημιουργούνταν. Ως διαφαίνεται από έρευνα στο σχετικό Δικαστικό μητρώο η Εταιρεία προσπάθησε να άρει τις απαγορεύσεις και όταν η αίτησή της απορρίφθηκε από πρωτόδικο Δικαστήριο, εφεσίβαλε την απόφαση.

9.         Ενώ η Investpro βρίσκεται με τη σειρά της σε διαδικασία εκκαθάρισης και η Εταιρεία αποτελεί πιστωτή της σε ποσοστό 42.2%, έγινε προσπάθεια στη διαδικασία εκκαθάρισής της να αντικατασταθεί η Εταιρεία με την Κυπριακή Εταιρεία Bridegate Holding Limited (η «Bridegate»). Με τη σχετική Αίτηση που καταχωρίστηκε στο Κρατικό Διαιτητικό Δικαστήριο της Μόσχας (το «ΚΔΔΜ») διαφαίνεται ότι η Εταιρεία πώλησε τα εισπρακτέα ομολόγων στην Bridegate από τις 27.9.21, με σχετική συμφωνία υπογεγραμμένη από τον Εκκαθαριστή. Αν και η Αιτήτρια δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει εάν η Εταιρεία γνώριζε για την ύπαρξη του Διατάγματος του ΡΔΤ κατά την πιο πάνω πώληση, η Bridegate σχετίζεται με την Εταιρεία δια μέσω του κοινού μετόχου τους δηλαδή της Καθ’ ης η Αίτηση 5, αλλά και του κοινού Διευθυντή τους. Επιπρόσθετα οι κάτοχοι τριών προνομιούχων μετοχών της Bridegate είναι πρώην υπάλληλοι της Καθ’ ης η Αίτηση 5 ή και της προκατόχου της. Τέλος, το τίμημα πώλησης των εισπρακτέων ομολόγων από την Εταιρεία προς την Bridegate είναι κατά πολύ χαμηλότερο από το αναμενόμενο εν όψει της πωληθείσας αξίας του ποσοστού που η Investpro κατείχε σε άλλη Κυπριακή Εταιρεία.

10.       Επίσης κατά την άποψη του ομνύοντα, ο Εκκαθαριστής δεν μπορεί να είναι αντικειμενικά αμερόληπτος επειδή βρίσκεται σε εξέλιξη άλλη δικαστική διαμάχη στην οποία εμπλέκεται η Αιτήτρια και άτομο που εργάζεται στο γραφείο του. Στο πλαίσιο της διαδικασίας εκείνης, η Αιτήτρια ζήτησε την απομάκρυνση του εκκαθαριστή, προσάπτοντάς του σωρεία ατασθαλιών.

Οι Ενστάσεις

11.       Τόσο η Εταιρεία και ο Εκκαθαριστής όσο και οι Καθ’ ης η Αίτηση 4 ήγειραν Ενστάσεις στην Αίτηση. Ειρήσθω εν παρόδω η Καθ’ ης η Αίτηση 3, έμεινε χωρίς εκπροσώπηση μια και μεσούσης της διαδικασίας δόθηκε άδεια στο συνήγορό της να μην την εκπροσωπεί, ενώ η Καθ’ ης η Αίτηση 5, μέσω των δικών της δικηγόρων, τοποθετήθηκε εν τέλει ότι δεν φέρει ένσταση στην Αίτηση και πρότεινε συγκεκριμένο πρόσωπο να ενεργήσει ως εκκαθαριστής στη θέση του Εκκαθαριστή (βλ. επικοινωνία των δικηγόρων της στο σύστημα ijustice ημερομηνίας 13.9.23).

12.       Συνοψίζω τις Ενστάσεις ως ακολούθως, ξεκινώντας από εκείνην των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 η οποία βασίζεται σε 23 λόγους. Οι Καθ’ ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου και της Νομολογίας για την έκδοση των αιτούμενων θεραπειών και το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να τις χορηγήσει, ότι δεν είναι δυνατό τα ζητήματα που εγείρονται να εξεταστούν στο πλαίσιο εναρκτήριας αίτησης της συγκεκριμένης κλίμακας και ουσιαστικά η διαδικασία αποτελεί παράκαμψη νόμιμων διαδικασιών αναγνώρισης. Επίσης ισχυρίζονται ότι οι Αιτητές δεν έχουν locus standi να προωθούν την Αίτηση, ότι τα αιτητικά είναι αντιφατικά γιατί μ’ αυτά ζητείται και η αναστολή ψηφισμάτων εκκαθάρισης και η συνέχιση της εκκαθάρισης με εποπτεία, χωρίς σε κάθε περίπτωση να επεξηγείται ο λόγος που να δικαιολογείται εποπτεία ότι οι συνελεύσεις στις οποίες γίνεται αναφορά από τους Αιτητές δεν είναι παράτυπες, ότι η Αίτηση είναι καταχρηστική ότι η συνοδευτική της Αίτησης ένορκη δήλωση είναι παράτυπη, δεν αναφέρει την πηγή της γνώσης του ομνύοντα και είναι γενική και αόριστη, ότι ο Εκκαθαριστής δεν δεσμεύεται από τις αποφάσεις των διευθυντών της Εταιρείας, ότι δεν συνενώθηκαν όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι στη διαδικασία και ότι οι Αιτητές ζητούν διάταγμα αποκάλυψης χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις και χωρίς να επεξηγούν με ποιο τρόπο θα χρησιμοποιήσουν τα έγγραφα εάν τους χορηγηθεί και αποπειρώνται να αλιεύσουν μαρτυρία.

13.       Η Νομική βάση της Ένστασης είναι η ίδια με της Αίτησης. Συνοδεύεται δε από Ένορκη Δήλωση του Εκκαθαριστή (η «ΕΔΕ»), στην οποία επισυνάπτεται αριθμός Τεκμηρίων τα οποία έλαβα υπόψη μου και στην οποία αναφέρονται, συνοπτικά, τα εξής: Ο Εκκαθαριστής αναφέρεται στα προσόντα και στην εμπειρία του και διευκρινίζει ότι αν και ζητείται η απομάκρυνσή του και οφείλει ν’ απαντήσει, θα διατηρήσει και την αμεροληψία του. Ο ίδιος δεν έχει αναγνωρίσει τους Αιτητές ως πιστωτές της Εταιρείας, αλλ’ αναφέρει ότι ενδέχεται να είναι πιστωτές. Για τα γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα πριν το διορισμό του τα αγνοεί, ενώ για τη δικαστική διαδικασία γνωρίζει ότι αυτή υπήρχε αλλά και ότι η Εταιρεία αμφισβητεί το αποτέλεσμά της. Θεωρεί ότι η άποψη των Αιτητών αναφορικά με την ισχύ της αλλοδαπής απόφασης, έστω και επικυρωμένης, κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης, είναι επιπόλαιη. Αν και δεν είναι η θέση του να υπερασπίζεται αξιωματούχους της Εταιρείας, οι Αιτητές, αναλώνονται στο να καταλογίζουν σωρεία αδικημάτων στο Διευθυντή της Εταιρείας, αλλά δεν τον συνένωσαν ως διάδικο και δεν έχουν ούτε locus standi, αλλ’ ούτε έχουν προωθήσει το ορθό δικονομικό μέσο για να εξεταστούν οι ισχυρισμοί τους.

14.       Αναφέρει επίσης ότι ο ίδιος διορίστηκε με τη νενομισμένη διαδικασία και ότι η συνέλευση πιστωτών συγκλήθηκε σύμφωνα με τον κατάλογο που ετοίμασαν οι διευθυντές της Εταιρείας, ενώ σε συνέλευση μετόχων δεν καλούνται να συμμετέχουν πιστωτές, αλλά και ότι ο Διευθυντής της Καθ’ ης η Αίτηση 1 δεν θεωρούσε τους Αιτητές ως πιστωτές. Οι Αιτητές δε αδίκως παραπονούνται ότι ήταν στο σκοτάδι, επειδή οι σχετικές ειδοποιήσεις για συνελεύσεις δημοσιεύθηκαν, όπως και η ειδοποίηση του διορισμού του. Ανεξάρτητα τούτου, έστω και να ήταν παρόντες οι Αιτητές στη συνέλευση, ο διορισμός του θα ήταν δεδομένος μια και υποστηρίχθηκε από την Καθ’ ης η Αίτηση 5, η οποία είναι κατά πολύ μεγαλύτερος πιστωτής από τους Αιτητές και ο μεγαλύτερος πιστωτής της Εταιρείας. Έστω όμως και η μη παρουσία τους στη πρώτη συνέλευση η μετέπειτα ενημέρωση που απέστειλαν στον ίδιο αναφορικά με την απαίτησή τους, καθιστά το ζήτημα πιθανού αδικήματος του ιδίου του Εκκαθαριστή ακαδημαϊκό.

15.       Ισχυρίζεται επίσης ότι ο ίδιος δεν έφερε προσκόμματα, αλλά μόνον ζήτησε όπως ακολουθηθεί η διαδικασία αναγνώρισης αλλοδαπών αποφάσεων που προνοείται σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η οποία δεν είναι κατά κανόνα χρονοβόρα.

16.       Ο ομνύοντας αναφέρεται επίσης σε άλλες δύο
αιτήσεις που οι Αιτητές είχαν καταχωρίσει ενώπιον Κυπριακών Δικαστηρίων σχετικά με την εκκαθάριση άλλης εταιρείας στην οποία εμπλεκόταν η Καθ’ ης η Αίτηση 1 κι ένα πρώην στέλεχός της. Την μια εξ αυτών την αποκαλύπτουν και οι Αιτητές στην ΕΔΑ ενώ την άλλη όχι. Προκύπτει από τη μη αποκαλυφθείσα διαδικασία ότι τα όσα οι Αιτητές εγείρουν στην εδώ κρίσιμη Αίτηση τα ήγειραν και προηγουμένως τον Αύγουστο του 2019, μόνο για να λάβουν απορριπτική απάντηση αναφορικά με τις θέσεις τους από το εκδικάσαν Δικαστηρίου.

17.       Έπειτα, ο Εκκαθαριστής επεξηγεί ότι κατά την αναζήτηση εξηγήσεων από το Διευθυντή της Εταιρείας αναφορικά με τη μη συμπερίληψη των Αιτητών στον κατάλογο πιστωτών, ο ίδιος έμαθε ότι ο λόγος ήταν η εκκρεμοδικία στη Ρωσία, μέσα από την οποία αμφισβητείτο η κατ’ ισχυρισμό οφειλή προς τους Αιτητές. Κατά τον Εκκαθαριστή, η ενέργεια του Διευθυντή να μη συμπεριλάβει τους Αιτητές στον κατάλογο πιστωτών δεν αποτελεί αδίκημα, αλλά σε κάθε περίπτωση η όποια ενέργειά του δεν τον δεσμεύει, αλλ’ ούτε και είναι δυνατό εκείνος να επωμισθεί την ευθύνη. Όμως η αμφισβήτηση της απαίτησης από το Διευθυντή προκαλεί στον Εκκαθαριστή ανασφάλεια ν’ αποδεχθεί το χρέος.

18.       Μεταξύ άλλων, ο Εκκαθαριστής καταλογίζει αδράνεια και ολιγωρία στους Αιτητές αφενός για να λάβουν μέτρα αναγνώρισης και εκτέλεσης και αφετέρου για να λάβουν μέτρα αμφισβήτησης της απόφασής του να μην τους αποδεχθεί ως πιστωτές. Ως προς την επιλογή του ν’ αποστείλει ειδοποιήσεις μέσω ταχυδρομείου αντί με ηλεκτρονικό μήνυμα ως και προηγουμένως, ο ομνύοντας αιτιάται ότι αυτή οφείλεται στο ότι τα γραφεία του ήταν κλειστά κατά τις εορτές των Χριστουγέννων. Ως προς τη χρήση της φράσης «to all known creditors» στις εν λόγω ειδοποιήσεις, επεξηγεί ότι τούτο δεν εξυπακούει και εκ μέρους του αναγνώριση των Αιτητών, αλλά μόνον ότι επειδή ενδέχεται η Εταιρεία να βρεθεί υπόλογη απέναντί τους στο μέλλον, αποφάσισε να τους συμπεριλάβει στη διανομή περιουσιακού στοιχείου που λόγω χαμηλών προσφορών παρέμεινε αρευστοποίητο.

19.       Αναφορικά με τους ισχυρισμούς στην ΕΔΑ περί αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων κατά παράβαση Διατάγματος του ΡΔΤ, ο ομνύοντας αναφέρει ότι το εν λόγω Διάταγμα δεν περιήλθε στην αντίληψή του μέχρι και τον Οκτώβριο του 2021 αλλά και εκδόθηκε στις 23.03.21, δηλαδή 3 μέρες μετά που ο ίδιος είχε αποδεχθεί την προσφορά της Bridegate, μίας εκ των προσφορών δηλαδή που δέχθηκε κατόπιν δημοσίευσης της πρόθεσής του να πωλήσει τα εν λόγω ομόλογα. Ως προς το ιστορικό, ο Εκκαθαριστής επεξηγεί ότι είχε προηγηθεί προσπάθεια αποξένωσης των επίμαχων ομολόγων και είναι ακριβώς με δικές του ενέργειες που εκείνα επανήλθαν υπό τον έλεγχο της Εταιρείας για να πωληθούν, ως περιγράφει, στην ψηλότερη δυνατή τιμή βάσει σχετικών εκτιμήσεων τις οποίες επισυνάπτει ως Τεκμήρια. Η δε σχέση της Bridegate με την Εταιρεία δεν υποδηλοί αφ’ εαυτής οτιδήποτε το μεμπτό. Ο ίδιος αποτάθηκε μεταγενέστερα στο διαχειριστή της πτωχευτικής διαδικασίας που εξέδωσε τα ομόλογα προκειμένου τα μερίσματα να παγοποιηθούν ενόψει του Διατάγματος ΡΔΤ και της πιθανότητας η πώληση να κριθεί άκυρη, πλην όμως οι περαιτέρω ενέργειές του εμποδίστηκαν λόγω του Προσωρινού Διατάγματος που εκδόθηκε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

20.       Σχετικά με την αντιδικία των Αιτητών με την εταιρεία στην οποία ο ίδιος εργάζεται, αυτή δεν αποτελεί λόγο προκειμένου ο ίδιος να μη διοριστεί ως εκκαθαριστής της Εταιρείας, αλλά και τυχόν τέτοια θεώρηση στο πλαίσιο των γεγονότων θα σήμαινε και τον αποκλεισμό συμβούλων αφερεγγυότητας κάθε φορά που απορρίπτετο επαλήθευση χρέους πιστωτή. Κλείνοντας ο ομνύοντας θεωρεί ότι τα αιτούμενα διατάγματα δεν θα πρέπει να εκδοθούν.

21.       Με δική της Ένσταση η Καθ’ ης η Αίτηση 4 εγείρει 11 κύριους λόγους γιατί η Αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί. Συνοπτικά αυτοί είναι ότι η Αίτηση καταχωρείται κατά παράβαση εγκυκλίων αναφορικά με κυρώσεις που επιβλήθηκαν κατά της Ρωσίας και ότι η Αιτήτρια συνδέεται με την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσικής Ομοσπονδίας και δεν επιτρέπεται η εκτέλεση αποφάσεων και διαταγμάτων με σκοπό να παρακαμφθούν οι κυρώσεις. Υπάρχει επίσης ενδεχόμενο, εν όψει των πιο πάνω, οι αντίδικοι των Αιτητών να μην είναι σε θέση να εισπράξουν δικηγορικά έξοδα ή και άλλη ζημιά λόγω της παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ως προς τον διορισμό του Εκκαθαριστή, αυτός ισχυρίζονται είναι νομότυπος, όπως και το ότι η Εταιρεία τέθηκε σε εκούσια εκκαθάριση, διαδικασία η οποία βρίσκεται στα τελικά στάδια ενώ οι προηγούμενες ενέργειες του Διευθυντή δεν ελέγχονται στο πλαίσιο της Αίτησης. Υπό τις περιστάσεις δεν δικαιολογείται η εποπτευόμενη εκκαθάριση επειδή δεν την επιθυμεί η πλειοψηφία των πιστωτών, ενώ τα αιτητικά είναι αντιφατικά. Ούτε η έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης έστω και η εταιρεία να τεθεί υπό εποπτευόμενη εκκαθάριση δικαιολογείται, ούτε το Δικαστήριο είναι σε θέση να εξετάσει ζητήματα δόλου ή πλάνης προκειμένου να χορηγήσει θεραπείας ακύρωσης αποφάσεων που λήφθηκαν.

22.       Στη συνοδευτική Ένορκη Δήλωση η οποία γίνεται από δικηγόρο του γραφείου που εκπροσωπεί την Καθ’ ης η Αίτηση 4, αναφέρεται ότι η Αιτητές δεν είναι πιστωτής της Εταιρείας, αλλά και ότι τυχόν παράλειψη του Διευθυντή να συμμορφωθεί με το Άρθρο 276 του Κεφ. 113 δεν επιφέρει ακυρότητα του ψηφίσματος για εκούσια εκκαθάριση και δεν επηρεάζει το διορισμό του Εκκαθαριστή. Έστω και να επαληθευόταν το χρέος της Αιτήτριας, δεν θα άλλαζε το γεγονός του διορισμού του Καθ’ ου η Αίτηση 2 λόγω του ότι οι λοιποί πιστωτές θα ήταν πλειοψηφία. Επίσης η ομνύουσα υποστηρίζει και επαναλαμβάνει πλήρως τις θέσεις του Εκκαθαριστή αναφορικά με το ζήτημα της πώλησης των ομολόγων και τις περιστάσεις που την περιβάλλουν, αλλά και υπεραμύνεται τόσο του επαγγελματισμού όσο και της αμεροληψίας του.

23.       Επίσης κατά την ομνύουσα, απώτερος σκοπός της Αιτήτριας είναι ν’ απομακρύνει τον Καθ’ ου η Αίτηση επειδή δεν ενεργεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της, ενώ η παρούσα περίπτωση στην πραγματικότητα αφορά στην έμμεση προσπάθεια εγγραφής ρωσικής διαιτητικής απόφασης, ενόσω ισχύουν κυρώσεις που θα απαγόρευαν οποιεσδήποτε άλλες διαδικασίες και γίνεται ούτως ώστε οι κυρώσεις και απαγορεύσεις να παρακαμφθούν.

Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση Αιτητών

24.       Η Αιτήτρια επανήλθε με συμπληρωματική ένορκη δήλωση στην οποία αναφέρει συνοπτικά ότι ο ισχυρισμός του Εκκαθαριστή ότι ο διορισμός και εξακολούθηση παραμονής στη θέση του είναι επιθυμία της πλειοψηφίας των πιστωτών της Εταιρείας, δεν ισχύει, μια και η Καθ’ ης η Αίτηση 5, μέσω της διαχειρίστριάς της, έχει υποστηρίξει την Αίτηση, κι έχει ζητήσει από τον Εκκαθαριστή να παραιτηθεί, ενώ ο Εκκαθαριστής 2 αρνήθηκε εκ νέου το αίτημα της διαχειρίστριας.

Αγορεύσεις

25.       Με το πέρας της κατάθεσης μαρτυρίας μέσω των ενόρκων δηλώσεων και αφού ουδείς εκ των ομνυόντων αντεξετάστηκε, οι συνήγοροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις, τις οποίες έλαβα υπόψη μου στην ολότητά τους και τις συνοψίζω πιο κάτω. Επισημαίνω ότι η επιχειρηματολογία των συνηγόρων υποστηρίζεται από αναφορές σε νομολογία, τις οποίες επίσης έλαβα υπόψη μου. 

26.       Κατά τους συνήγορους των Αιτητών το αίτημα για να παυθεί ο Εκκαθαριστής στηρίζεται από το 99% των πιστωτών της Εταιρείας και είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει οι επιθυμίες τους να εισακουστούν. Παρά τις εκκλήσεις τους ο ίδιος αρνείται να παραιτηθεί. Επαναλαμβάνουν τα κύρια, κατ’ εκείνους, σημεία της ΕΔΑ, εστιάζοντας στη συμπεριφορά της Εταιρείας και έπειτα του Εκκαθαριστή της, τονίζοντας παράλληλα αφενός την επιμονή του στο να ζητά την αναγνώριση της δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε στη Ρωσία και αφετέρου στη σύγκληση τελικών συνελεύσεων για διάλυση της Εταιρείας. Αναδεικνύουν επίσης το θέμα της, πάντα κατά τους Αιτητέςς, σύγκρουσης συμφέροντος του Εκκαθαριστή στο να εξακολουθήσει να ενεργεί υπό την ιδιότητά του.

27.       Εξ αντιθέτου οι συνήγοροι της Εταιρείας και του Εκκαθαριστή αντιτάσσουν ότι υπάρχουν αναντίλεκτα γεγονότα που καταδεικνύουν την ορθότητα των θέσεων του Εκκαθαριστή και ότι δεν υπάρχει νομολογία επί του ότι επειδή η Καθ’ ης η Αίτηση 5 κατέχει σχεδόν όλο το επαληθευμένο μερίδιο της Εταιρείας μπορεί να καθοδηγήσει τις ενέργειες του Εκκαθαριστή χωρίς να προσάπτεται οτιδήποτε μεμπτό στον ίδιο αλλά και δεν έχουν επεξηγηθεί και οι λόγοι για τους οποίους ο μεγαλύτερος πιστωτής ζητά την παύση του. Ισχυρίζονται δε ότι δεν υπάρχει μαρτυρία αναφορικά με το καθεστώς της Καθ’ ης η Αίτηση 5 επειδή η παράταση ήταν για 6 μήνες και συνεπώς η εκκαθαρίστρια εξέπεσε των καθηκόντων της. Προσθέτουν ότι το γεγονός ότι ο Εκκαθαριστής απευθύνθηκε και στους Αιτητές στις ειδοποιήσεις του μετά και από την ανταλλαγή της αλληλογραφίας, δεν σημαίνει ότι τους αναγνώρισε ως πιστωτές.

28.       Έπειτα προβάλλουν ισχυρισμούς περί της καθ’ ύλη αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου να αναγνωρίσει τους Αιτητές ως πιστωτή και ότι στη βάση Νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι Αιτητές δεν έχουν locus standi να καταχωρίσουν την Αίτηση λόγω του ότι ουδέποτε αναγνωρίστηκε η Ρωσική Απόφαση στην Κύπρο και ότι ο όρος πιστωτής, ο οποίος δικαιούται ν’ αξιώνει τις θεραπείες που αξιώνουν οι Αιτητές, είναι ταυτόσημος με εκείνον του πιστωτή στο πλαίσιο διαδικασίας εκούσιας εκκαθάρισης.

29.       Τέλος, στη δική τους γραπτή αγόρευση, οι δικηγόροι της Καθ’ ης η Αίτηση 4, επαναλαμβάνουν, με αναφορά σε σχετικούς Κανονισμούς του Συμβουλίου της Ευρώπης, ότι η παρούσα διαδικασία, δηλαδή ουσιαστικά η προσπάθεια ανατροπής της απόφασης του Εκκαθαριστή, αποβαίνει σε παραβίαση και παράκαμψη των απαγορεύσεων συναλλαγών με πρόσωπα τα οποία υπόκεινται στις εν λόγω απαγορεύσεις, όπως είναι οι Αιτητές. Πέραν τούτου, οι δικηγόροι ισχυρίζονται ότι οι Αιτητές δεν προέβησαν στα απαραίτητα διαβήματα για επαλήθευση του χρέους τους, αλλά αρκέστηκαν στην ανταλλαγή αλλλογραφίας μαζί του. Επαναλαμβάνουν δε τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν και στην ένορκη δήλωση που στήριξέ την Αίτησή τους. Ως προς το ζήτημα των αιτημάτων των Αιτητών για ν’ αποκαλυφθούν στοιχεία και έγγραφα σ’ αυτούς, είναι η θέση των δικηγόρων ότι αφενός αυτά ισοδυναμούν με διατάγματα αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal για την έκδοση των οποίων δεν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις, αλλά και αφετέρου ότι έστω και στο πλαίσιο των προνοιών των Άρθρων 235 και 253 του Κεφ. 113 να ιδωθούν τα αιτήματα, τα εν λόγω Άρθρα δεν συμπεριλήφθηκαν στη νομική βάση της Αίτησης, παρατυπία που δεν θεραπεύεται με αναφορά στη Διαταγή 64 των, παλαιών πλέον, Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Επίδικα ζητήματα, νομική ανάλυση και κρίση Δικαστηρίου

(Α) Κατά πόσο οι Αιτητές δεν δικαιούνται σε θεραπεία στη βάση του ισχυρισμού περί της ισχύος περιορισμών στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Κυρώσεων

30.       Προβάλλεται από την Καθ’ ης η Αίτηση 4 ότι οι Αιτητές, επειδή ανήκουν κατ’ ουσία στην Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, δεν δικαιούνται σε θεραπεία καθότι αυτό αντίκεται στις, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε Ρωσικές οντότητες μέσω των σχετικών Ευρωπαϊκών Κανονισμών.

            Είναι γεγονός ότι με τον Κανονισμό 833/2014 ΕΚ του Συμβουλίου όπως αυτός τροποποιήθηκε με τους Κανονισμούς 334/2022 ΕΚ και 1904/2022 ΕΚ, θεσπίζεται πλαίσιο στο οποίο επιβλήθηκαν κυρώσεις σε νομικά και φυσικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένης και της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας. Δεν έχει αμφισβητηθεί ότι η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών των Αιτητών, όπως εκτίθεται στο Τεκμήριο 2 της ένορκης δήλωσης που στήριξε την Αίτηση. Παράλληλα ο Κανονισμός 269/2014 απαγορεύει την ικανοποίηση απαιτήσεων αναφορικά με συναλλαγές και συμβάσεις για πρόσωπα που κατονομάζονται στο σχετικό Παράρτημα Ι.

            Επί του σημείου η εισήγηση των δικηγόρων των Καθ’ ων η Αίτηση 4 ότι εν όψει των πιο πάνω προνοιών δεν θα πρέπει ν’ αποδοθούν στους Αιτητές θεραπείες, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Εν προκειμένω με βρίσκει σύμφωνο η προσέγγιση της έντιμης δικαστού κα. Εφραίμ όπως αναπτύχθηκε στην απόφασή της στην υπόθεση 1432/22 PJSC National Bank Trust v Eurobank Cyprus Limited κ.α., ημερομηνίας 2.5.23, στην οποία με παρέπεμψαν οι δικηγόροι των Αιτητών και την οποία υιοθετώ. Πέραν του ότι ασπάζομαι την άποψη ότι το δικαίωμα των Αιτητών να προσφύγουν στο Δικαστήριο διασφαλίζεται μέσα από την επιφύλαξη 5 του Άρθρου 5ιδ του Κανονισμού 1904/2022, προσθέτω στο σκεπτικό μου ότι η υπό κρίση Αίτηση αφορά ζητήματα τα οποία σχετίζονται με την εκκαθάριση της Εταιρείας, η οποία είναι Κυπριακή οντότητα και τα οποία άπτονται του εν γένει ελέγχου και ρύθμισης της πορείας της εκκαθάρισης από το Δικαστήριο. Ευρύτερος και απώτερος σκοπός της παρούσας διαδικασίας, αλλά και ο ρόλος του Δικαστηρίου, είναι η διασφάλιση των δικαιωμάτων όλων των προσώπων που επηρεάζονται από την εκκαθάριση αυτή. Ως τέτοια η παρούσα διαδικασία θεωρώ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά σε «εκτέλεση» οποιασδήποτε απαίτησης. Με το ίδιο σκεπτικό ούτε πρόκειται, θεωρώ, για συναλλαγή ή διαχείριση αποθεματικού της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας. Το ζήτημα του κατά πόσο οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια που πρόκειται ν’ ακολουθήσει το πέρας της παρούσας διαδικασίας θα εμπίπτει εντός της εμβέλειας των κυρώσεων, δεν μπορεί ν’ απασχολήσει επί του παρόντος το Δικαστήριο, το οποίο είναι μόνο επιφορτισμένο με την επίλυση των ζητημάτων που τίθενται ενώπιον του και αφορούν τα της εκκαθάρισης της Εταιρείας.

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω ο λόγος ένστασης που προβάλλει η Καθ’ ης η Αίτηση 4 απορρίπτεται.         

(Β) Η ενεργητική νομιμοποίηση (locus standi) των Αιτητών

31.       Το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης των Αιτητών εγείρεται στις Ενστάσεις της Εταιρείας και του Εκκαθαριστή καθώς και στης Καθ’ ης η Αίτηση 5. Σε κάθε όμως περίπτωση, η νομολογία στην Κύπρο είναι σαφής και η αναφορά στην Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ενεργώντας τότε ως εφετείο) στην υπόθεση Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρεία Λτδ. ν. 1. Επίσημου Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή της περιουσίας της D. K. Intercity Buses Larnacas Ltd, Πολ. Έφεση 388/2011, ημερομηνίας 7.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:A256, συγκλίνει ως εξής:

«Θέματα που ανάγονται στην τήρηση της δημόσιας τάξης, όπως αυτό της νομιμοποίησης των εφεσειόντων να καταχωρίσουν και να προωθήσουν την υπό αναφορά αίτηση, εξετάζονται και πρέπει να εξετάζονται από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα (ex proprio motu)».

32.    Κατά την εξέταση του ζητήματος του κατά πόσο οι Αιτητές διαθέτουν την απαιτούμενη ενεργητική νομιμοποίηση για να προωθήσουν τα αιτητικά, αναπόφευκτα, θ’ αγγίξω και ζητήματα που άπτονται καθαυτών των αιτητικών. Παρά ταύτα, πιο κάτω στην παρούσα Απόφαση πραγματεύομαι εν έκαστο εκ των αιτητικών και άλλων θεμάτων και σε ξεχωριστές υποενότητες με αναφορές όμως στην παρούσα ανάλυση που προηγείται.

33.    Ως προανέφερα οι Αιτητές ζητούν αναβολή της την ημερομηνίας διάλυσης της Εταιρείας, παύση και αντικατάσταση του Εκκαθαριστή και διορισμό ανεξάρτητου εκκαθαριστή, διάταγμα όπως η εκκαθάριση της Εταιρείας τεθεί υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου με όρους που προνοούν για (α) αποκάλυψη από τον Εκκαθαριστή όλων των στοιχείων που αφορούν την εκκαθάριση (β) όλων των στοιχείων που βρίσκονται στην κατοχή των Καθ’ ων η Αίτηση 3, 4 και 5 (γ) πληροφορίες αναφορικά με αποξενώσεις (δ) αποκάλυψη εγγράφων, όπως ο εκάστοτε εκκαθαριστής παραδίδει κάθε μήνα έκθεση προόδου της διαδικασίας, αλλά και (ε) διάταγμα να επιτρέπει τη χρήση των στοιχείων που πρόκειται ν’ αποκαλυφθούν. Αιτούνται επίσης την ακύρωση συνέλευσης πιστωτών στο πλαίσιο εκκαθάρισης, την ακύρωση αποφάσεων του Εκκαθαριστή στις 11.1.22 και 31.1.22 και διάταγμα αναγνώρισης της Αιτήτριας ως πιστωτή της Εταιρείας για το Χρέος. Σχετική με τα πιο πάνω είναι η νομική βάση της Αίτησης:

Συγκεκριμένα στο Άρθρο 234(5) αναφέρεται:

«Αν οποιοδήποτε πρόσωπο είναι δυσαρεστημένο από οποιαδήποτε πράξη ή απόφαση του εκκαθαριστή, το πρόσωπο εκείνο δύναται να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο, και το Δικαστήριο δύναται να επικυρώσει ανατρέψει ή τροποποιήσει την πράξη ή την απόφαση για την οποία υπάρχει παράπονο, και να εκδώσει τέτοιο διάταγμα σε σχέση με τα πιο πάνω όπως θεωρεί δίκαιο».

Ενώ στο Άρθρο 287(2) προνοείται ότι:

«Το Δικαστήριο δύναται, αν αποδειχθεί λόγος, να παύσει εκκαθαριστή και να διορίσει άλλον εκκαθαριστή».

Στο δε Άρθρο 283(4) ότι:

«Ο έφορος όταν λάβει την κατάσταση και, για καθεμιά από τις προαναφερόμενες εκθέσεις σχετικά με κάθε τέτοια συνέλευση, τις εγγράφει αμέσως, και μετά την εκπνοή τριών μηνών από την εγγραφή τους η εταιρεία λογίζεται ότι διαλύθηκε:

Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του εκκαθαριστή ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που παρουσιάζεται στο Δικαστήριο ως ενδιαφερόμενο, να εκδώσει διάταγμα που να αναβάλλει την ημερομηνία που η διάλυση της εταιρείας θα τεθεί σε ισχύ για τόσο χρονικό διάστημα που το Δικαστήριο θεωρεί πρέπον.»

και τέλος στο Άρθρο 293 το οποίο αφορά και στο αίτημα για να εκδοθεί διάταγμα όπως η εκκαθάριση συνεχιστεί υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου:

«Όταν εταιρεία έχει εγκρίνει ψήφισμα για εκούσια εκκαθάριση, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα για τη συνέχιση της εκκαθάρισης αλλά με την εποπτεία του Δικαστηρίου, και με τέτοιο δικαίωμα στους πιστωτές, συνεισφορείς ή άλλους να υποβάλουν αίτηση στο Δικαστήριο, και γενικά με τέτοιες προϋποθέσεις και όρους που το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο»

34.       Τα Άρθρα 234(5), 283(4), 287(2) και 293 του Κεφ. 113 – σε αντίθεση με τα άρθρα 212, 213, 243 και 290 του Κεφ. 113 - δεν περιορίζουν το δικαίωμα καταχώρισης αίτησης σε πιστωτές. Αφενός το Άρθρο 234(5) αναφέρεται σε «οποιοδήποτε πρόσωπο», το Άρθρο 283(4) αναφέρεται σε «οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που παρουσιάζεται ως ενδιαφερόμενο», το Άρθρο 293 σε «άλλους» και αφετέρου το Άρθρου 287(2) δεν αναφέρει οποιοδήποτε πρόσωπο. Βάσει καθιερωμένου κανόνα ερμηνείας, τεκμαίρεται ότι οι λέξεις στο Νόμο δεν χρησιμοποιούνται χωρίς να έχουν νόημα και ότι δεν είναι περιττές, αλλά και ότι θα πρέπει να αποδίδεται ερμηνεία σε όλες τις λέξεις επειδή ο Νομοθέτης δεν σπαταλά λέξεις ή ότι αναφέρει αυτές επί ματαίω[1]. Συνεπώς, θεωρώ ότι εάν η πρόθεση του Νομοθέτη ήταν να περιορίσει τα πρόσωπα τα οποία θα μπορούσαν να αξιώσουν θεραπεία στη βάση των προμνησθέντων άρθρων, τότε αυτό και θα έπραττε. Τούτο δεν εξυπακούει ότι πρόσωπα τα οποία είναι ξένα προς την εκκαθάριση θα μπορούσαν ν’ αποταθούν στο Δικαστήριο. Ως έχει νομολογηθεί, όταν ζητείται από το Δικαστήριο ν’ ασκήσει εξουσία που προκύπτει από το Νόμο, ο αιτών πρέπει να δείξει ότι είναι πρόσωπο προσοντούχο για να αιτηθεί αλλά και ότι είναι το κατάλληλο πρόσωπο για το πράξει[2].

35.       Το επόμενο ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο οι Αιτητές πληρούν τα κριτήρια για να έχουν την απαραίτητη ενεργητική νομιμοποίηση (locus standi) να προωθούν την Αίτηση.

36.       Στο σύγγραμμα McPherson’s Law of Company Liquidation, 4η έκδοση, στην παράγραφο 8-091 υπό τον υπότιτλο «Who May Apply?» αναφέρονται τα εξής βοηθητικά:

«There is no indication of who may apply for removal. A person who applies for removal is required to demonstrate that he or she is qualified to make the application and that he or she is a proper person to make the application. This means that the applicant has a legitimate interest in the relief sought. The standing of the applicant is unable to be considered in isolation from the relief that is sought. A creditor would certainly qualify and have the necessary locus standi, as has the liquidator, even if he or she is no longer qualified to act as a liquidator […] In Re Corbenstoke Ltd (No.2), Harman J said that an application for the removal of a liquidator can only be properly made by someone who has an interest in the outcome of a liquidation and if a company is insolvent then a contributory has no such interest […] Also, and more importantly, the Privy Council in Deloitte and Touche AG v Johnson held that Re Corbenstoke Ltd (No.2) was correctly decided […] The court indicated that where a company is insolvent then the only persons who could have a legitimate interest in having a liquidator removed are the creditors, the persons who are entitled to share in the ultimate distribution of the assets of the company, for they are the only ones who have both the qualification to apply for removal and an interest in the relief sought*.»

*Εμφάσεις δοθείσες.

37.       Κατά τους Αιτητές, οι ίδιοι είναι πιστωτές στη βάση της τελεσίδικης Ρωσικής Απόφασης. Εξ αντιθέτου οι Καθ’ ων η Αίτηση 1, 2 και 4, παραπέμποντας στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Uralmetprom Interdepartmental Concern Oao UralMetprom v Besuno Ltd, (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. και Σπανού ν. G.I.P. Constructions Ltd (1999) 1A A.A.Δ. 315, ισχυρίζονται ότι προκειμένου η απαίτηση των Αιτητών να είναι επαληθεύσιμη θα πρέπει να εγγραφεί στην Κύπρο, χωρίς βεβαίως όμως να αρνούνται την ύπαρξη της Ρωσικής Απόφασης, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση. Παρά ταύτα, τόσο στην Besuno (ανωτέρω) όσο και στην Σπανού (επίσης ανωτέρω), αλλά πιο πρόσφατα και στην Onexim Group Management Limited v Rostex Enterprises Limited, Πολ. Έφεση 116/2015, ημερομηνίας 31.1.2024, στην οποία η Besuno επεξηγήθηκε και εφαρμόστηκε αναλογικά εκ νέου, το ζήτημα αφορούσε στο κατά πόσο θα ήταν δυνατό οι εκεί αιτητές να θεωρηθούν πιστωτές για σκοπούς υποβολής αίτησης εκκαθάρισης στη βάση του Άρθρου 212 του Κεφ. 113, άρθρο το οποίο, ως έχει ερμηνευθεί, είναι δυνατό να τύχει εφαρμογής νοουμένου ότι το χρέος δεν αμφισβητείται εύλογα[3]. Παρόμοια ήταν και η ερμηνεία που δόθηκε στον όρο και όσον αφορά τα Άρθρα 213 και 243(1) του Κεφ. 113 στην Σπανού (ανωτέρω), και το οποίο αφορά σε αίτημα γι’ αναστολή ή διακοπή της διαδικασίας εκκαθάρισης. Στην Besuno η Αίτηση βασίστηκε στα Άρθρα 213 και 212(α), (β) και (ε) και του Κεφ. 113 και στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας αποφασίστηκε ότι δεν καταδείχθηκε ότι η εταιρεία ήταν ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, δεδομένου ότι η το χρέους απέρρεε από την διαιτητική απόφαση.

38.      Το εδώ κρίσιμο ζήτημα είναι, πιστεύω, διαφορετικό. Η Αίτηση δεν αφορά σε διαδικασία η οποία βασίζεται κατ’ ανάγκη ή και αποκλειστικά - για να χρησιμοποιήσω τη λέξη που το Δικαστήριο χρησιμοποίησε στην Besuno - στην διαπίστωση ύπαρξης εκκαθαρισμένης οφειλής ως προϋπόθεση για την ικανότητα ενεργοποίησης της επίμαχης νομοθετικής πρόνοιας. Εν προκειμένω, δεν υπάρχει οτιδήποτε που, στη βάση του Άρθρου 298 του Κεφ. 113, θα εμπόδιζε τους Αιτητές να καταχωρίσουν επαλήθευση χρέους, ως η απαίτησή τους ισχύει σήμερα, ακόμη και χωρίς την απόφαση του Ενάτου, αλλά ακόμη και μόνο στη βάση των σχετικών συμβάσεων που συνάφθηκαν μεταξύ των διαδίκων. Ούτε παρίσταται ανάγκη στην προκείμενη περίπτωση να διαπιστωθεί εάν η Εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, πράγμα που, εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητείται. Ούτε και - πάλιν στη βάση του ίδιου Άρθρου 298 – υπάρχει οτιδήποτε που θεωρητικά θα εμπόδιζε έναν εκκαθαριστή από το ν’ αποδεχτεί την επαλήθευση. Για σκοπούς εύκολης αναφοράς παραθέτω αυτούσιο το Άρθρο 298 του Κεφ. 113 στο οποίο αναφέρεται ότι:

«298. Σε κάθε εκκαθάριση (με την επιφύλαξη, στην περίπτωση αφερέγγυων εταιρειών, της εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού του Νόμου περί Πτωχεύσεως) όλα τα χρέη που είναι πληρωτέα υπό αίρεση, και όλες οι απαιτήσεις εναντίον της εταιρείας, παρούσες ή μελλοντικές, βέβαιες ή υπό αίρεση, εξακριβωμένες ή εκφρασμένες μόνο σε αποζημιώσεις, είναι αποδεχτές ως επαλήθευση εναντίον της εταιρείας, αφού γίνει στο μέτρο που είναι δυνατό δίκαιη εκτίμηση της αξίας των χρεών αυτών ή των απαιτήσεων που είναι υπό αίρεση ή είναι εκφρασμένες μόνο σε αποζημιώσεις, ή που για οποιαδήποτε άλλη αιτία δεν έχουν συγκεκριμένη αξία*.»

*Έμφαση δοθείσα.

39.       Δηλαδή, έστω και μελλοντική ή υπό αίρεση να θεωρείτο η απαίτηση των Αιτητών, θα μπορούσε δυνητικά να γίνει αποδεχτή στο πλαίσιο της επαλήθευσης κατ’ εφαρμογή της προαναφερθείσας πρόνοιας, χωρίς την ανάγκη για οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια. Η πιο πάνω θεώρηση του Δικαστηρίου που θέλει την ενεργητική νομιμοποίηση για υποβολή της Αίτησης σε πρόσωπα τα χρέη των οποίων εμπίπτουν στα όσα αναφέρονται στο Άρθρο 298 του Κεφ. 113, βρίσκει και ανταπόκριση στην απόφαση του Αυστραλιανού Δικαστηρίου στην υπόθεση Re Greight Pty Ltd [2006] 1 FCA 17, στην οποία η Deloitte & Touche Johnson (βλ. υποσημείωση 2 ανωτέρω) έτυχε σχολιασμού και περαιτέρω ερμηνείας και όπου αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«This is not to suggest that only a creditor of an insolvent company has standing to make the application. I do not think that the advice of the Privy Council goes that far. The important features in that case were that the plaintiff was not a creditor of the company in liquidation and its interests were adverse to those of the creditors. In effect the plaintiff had no legitimate interest in the identity of the liquidator. In my view there can be no hard and fast rule. In the end it will depend upon the circumstances of the case […] So, returning to the question of standing, there is a possibility that the corporate plaintiff is a creditor of Greight and Stafford Services. Whether it is or not will depend upon facts not yet known. But the possibility is enough to give it standing to make the application under s 503*[4]».

*Έμφαση και υπογράμμιση δοθείσα.

40.       Αλλά και στην Αγγλία η θέση φαίνεται να είναι παρόμοια - αν όχι ακόμη πιο διευρυμένη - με το κριτήριο να καθορίζεται ως το «οικονομικό συμφέρον». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην υπόθεση Carter v Bailey & Αnor (Sturgeon Central Asia Balanced Fund Ltd) [2020] EWHC 123 (Ch):

«[…] By seeking to challenge a decision of, or remove, an officeholder, to demonstrate a legitimate "grievance" or "dissatisfaction" about an officeholder or seek to direct his actions, a person must have some economic interest*».

*Έμφαση και υπογράμμιση δοθείσα.

41.       Στην ενώπιον μου διαδικασία, ούτε η ύπαρξη των συμφωνιών μεταξύ των Αιτητών και της Εταιρείας στη βάση της οποίας απαιτήθηκε το Χρέος, ούτε η έκδοση της απόφασης του ΔΔΜ, αλλ’ ούτε η απόρριψη της έφεσης της Εταιρείας από το Ένατο αμφισβητήθηκαν. Στην βάση τούτων των, παραδεχτών, γεγονότων, το ότι οι Αιτητές έχουν κάποιο οικονομικό συμφέρον στην εκκαθάριση, είναι, φρονώ, ένα ασφαλές συμπέρασμα.   

42.       Επίσης, βάσει των όσων τέθηκαν ενώπιον μου, η θέση της πλευράς του Εκκαθαριστή στο ηλεκτρονικό μήνυμα του ΜΚ στις 12.11.2021 είναι ότι, δοθείσας της – τότε  πρόσφατης - απόφασης που εξασφάλισαν οι Αιτητές από το Ένατο, το θέμα ήτο πλέον «ακαδημαϊκό» και η αναγνώριση της απόφασης στην Κύπρο θα οδηγούσε και στην αναγνώριση του χρέους από τον Εκκαθαριστή. Πέραν τούτου, ο Εκκαθαριστής πουθενά δεν αναφέρει τι αποτελούσε την καλόπιστη – ή εν πάση περιπτώσει την οποιαδήποτε - αμφισβήτηση του Χρέους, είτε αυτή προήλθε από τον ίδιο είτε από τον Διευθυντή της Εταιρείας, ειδικά μετά και την απόρριψη της έφεσης, αλλ’ ούτε και τι θα προσέδιδε στο Χρέος η εγγραφή της Ρωσικής Απόφασης στο πλαίσιο τούτο της επαλήθευσης. Η πλευρά της Εταιρείας και του Εκκαθαριστή δεν έχουν παραθέσει οποιοδήποτε στοιχείο ότι ο Εκκαθαριστής διερεύνησε οτιδήποτε σχετικό με την Ρωσική Απόφαση ή ότι προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια με την οποία να καταδείξει την έγνοια του αναφορικά με την εγκυρότητά της (περισσότερα για το ζήτημα τούτο αναφέρω και πιο κάτω). Προκύπτει, συνεπώς, ότι για το σκοπό της επαλήθευσης, με τα γεγονότα που οι πλευρές έθεσαν ενώπιον μου, ο Εκκαθαριστής δεν πρόβαλε οποιοδήποτε λόγο για την μη επαλήθευση του Χρέους εκτός το ότι η αμφισβήτηση από το Διευθυντή του προκαλούσε αμηχανία, θέση που, με όλο το σεβασμό, παρέμεινε ανεξήγητη και επομένως μετέωρη.       

43.       Υπάρχει όμως και κάτι άλλο: στις αυθεντίες[5] - ακόμη και σε εκείνες που επικαλέστηκε ο ίδιος ο Εκκαθαριστής και οι δικηγόροι του στις αγορεύσεις τους - τονίζεται ότι η αμφισβήτηση χρέους πρέπει να είναι καλόπιστη και πραγματική. Απλή άρνηση του χρέους χωρίς τούτη να εδράζεται οπουδήποτε, ουδέποτε θα μπορούσε να εμπίπτει στη σχετική νομολογιακή προσέγγιση. Επ’ αυτού, παραθέτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Palmer’s Company Law 24η έκδοση, σελίδες 1364 – 1367 στο οποίο εντοπίζονται τα εξής κατατοπιστικά:

«To fall within the general principle the dispute must be bona fide in both a subjective and an objective sense. Thus it must be honestly believed to exist and must be based on substantial or reasonable grounds. "Substantial" means having substance and not frivolous and which the court should therefore ignore. There must be so much doubt and question about the liability to pay the debt that the court sees that there is a question to be decided. The onus is on the company "to bring forward a prima facie case which satisfies the court that there is something which ought to be tried either before the court itself or in an action, or by some other proceeding». 

*Έμφαση δοθείσα.

44.       Ως αναφέρεται, το βάρος για να καταδειχθεί καλόπιστη αμφισβήτηση του χρέους το φέρει η Εταιρεία και το βάρος αποσείεται με το να ικανοποιηθεί τόσο το αντικειμενικό όσο και το υποκειμενικό κριτήριο ως περιγράφονται στο απόσπασμα ανωτέρω. Επομένως, είναι η άποψη του Δικαστηρίου ότι, έστω και χάριν επιχειρήματος ν’ αποδεχόμουν ότι, ούτως ώστε να δικαιούντο οι Αιτητές να καταχωρίσουν την κρίσιμη Αίτηση, το χρέος τους δεν θα έπρεπε να αμφισβητείται, εν προκειμένω τέτοια ουσιαστική αμφισβήτηση, είτε από τον Εκκαθαριστή είτε από το Διευθυντή δεν υπήρξε και δεν τέθηκε ενώπιον μου. Δεν μου διέφυγε η αναφορά του Εκκαθαριστή στη χρονική στιγμή της κατάρτισης του καταλόγου πιστωτών από το Διευθυντή σε σχέση με το χρόνο κατά τον οποίο η Έφεση εκκρεμούσε ενώπιον του Ενάτου. Πλην όμως, η απάντηση ΜΚ με το ηλεκτρονικό του μήνυμα προς τους Αιτητές ημερομηνίας 12.11.21 (μέρους του Τεκμηρίου 12 της ΕΔΑ), αλλά και η μετέπειτα στάση του Εκκαθαριστή αφορούσε την περίοδο μετά και την απόρριψη της Έφεσης από το Ένατο. Συνεπώς, κατά το χρόνο που ο ΜΚ εξασφάλισε την αιτιολόγηση του Διευθυντή για τη μη συμπερίληψη των Αιτητών στον κατάλογο πιστωτών, αλλά και κατά το χρόνο που ο Εκκαθαριστής αρνήθηκε να επαληθεύσει το Χρέος, ο μοναδικός λόγος που προβλήθηκε, δηλαδή η εκκρεμοδικία της έφεσης ενώπιον του Ενάτου, εξέλειπε.

45.       Πέραν τούτου τίθεται και το ζήτημα του ρόλου του εκκαθαριστή όταν λαμβάνει αποφάσεις για ζητήματα επαληθεύσεων. Στην απόφαση του Court of Appeal στην υπόθεση Re Menastar Finance Ltd (in liquidation); Menastar Ltd v Simon [2002] EWHC 2610 (Ch), επαναεπιβεβαιώθηκε ότι ο ρόλος εκκαθαριστή κατά την αποδοχή ή την απόρριψη επαλήθευσης χρέους είναι οιωνοί δικαστικός (quasi-judicial). Ως οιωνοί δικαστικές αποφάσεις, οι αποφάσεις του εκκαθαριστή ελέγχονται δικαστικά και στη βάση του Άρθρου 234(5) (το οποίο παρατίθεται αυτούσιο ανωτέρω) με την εξουσία του Δικαστηρίου να επεκτείνεται ακόμα και σε αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης. Είναι η άποψη του Δικαστηρίου ότι, εάν η απόφαση τούτη είναι απορριπτική της επαλήθευσης, τυχόν θεώρηση ότι, μόνον πιστωτής - εν τη εννοία που αποδίδει στον όρο η πλευρά της Εταιρείας και του Εκκαθαριστή – θα ήταν δυνατό να καταφύγει στο Δικαστήριο γι’ ανατροπή της απόφασης, αναμφίβολα θ’ απέκλειε όλα τα πρόσωπα στα οποία ο Εκκαθαριστής απορρίπτει τις επαληθεύσεις χρεών από το να δικαιούνται να προσβάλουν τις αποφάσεις. Τούτο είναι δυνατό, κατά την άποψή μου, να οδηγήσει και σε παράλογες καταστάσεις, ειδικά στην περίπτωση που εκκαθαριστής απορρίπτει την επαλήθευση εν μέρει.

46.       Γενικότερα είναι η άποψη του Δικαστηρίου ότι, τυχόν θεώρηση ότι προκειμένου οποιοδήποτε πρόσωπο να δύναται να υποβάλει αίτηση είτε γι’ ανατροπή απόφασης εκκαθαριστή, είτε για να ζητεί παύση του, θα πρέπει να είναι πρόσωπο που ο ίδιος ο εκκαθαριστής αναγνωρίζει ως πιστωτή της Εταιρείας, αντίκειται τόσο στο γράμμα όσο και στο πνεύμα των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών.

47.       Στη βάση της πιο πάνω ανάλυσης και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, έχω ικανοποιηθεί ότι οι Αιτητές πληρούν τα κριτήρια για να καταχωρήσουν την Αίτηση καθότι έχουν οικονομικό συμφέρον στο αποτέλεσμα της εκκαθάρισης της Εταιρείας.

48.       Προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο τα αιτήματά τους θα πρέπει να ικανοποιηθούν, σκοπίμως, χωρίς να ακολουθώ τη σειρά με την οποία υποβλήθηκαν στην Αίτηση.

(Γ) Κατά πόσο είναι δυνατό να εκδοθεί διάταγμα γι’  ανατροπή της απόφασης του Εκκαθαριστή ν’ αποδεχθεί την επαλήθευση του Χρέους

49.       Αποτέλεσε θέση της πλευράς της Εταιρείας και του Εκκαθαριστή, αλλά και της Καθ’ ης η Αίτηση 4 ότι οι Αιτητές δεν προέβαλαν αίτηση γι’ ανατροπή της απόφασής τους να μην επαληθεύσει το Χρέος. Δεν συμφωνώ με την εισήγηση τούτη. Οι Αιτητές συμπεριέλαβαν σχετικό αιτητικό στην Αίτηση τους. Ως προανέφερα, ο Δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων του εκκαθαριστή, περιλαμβάνεται στο Άρθρο 234(5) του Κεφ. 113. Εν προκειμένω θεωρώ ότι εκ των γεγονότων, δεν χωρεί αμφιβολία ούτε ως προς το ότι το αίτημα των Αιτητών στην επιστολή τους προς τον Εκκαθαριστή ημερομηνίας 22.11.21 (Τεκμήριο 13 της ΕΔΑ) αποτελούσε αίτημα για να επαληθευτεί το Χρέος στο πλαίσιο της διαδικασία εκούσιας εκκαθάρισης, ούτε αμφιβολία ως προς το ότι ο Εκκαθαριστής προχώρησε και απέρριψε ρητά το αίτημα των Αιτητών για συμπεριληφθούν στους πιστωτές της Εταιρείας με σχετική απόφασή του στις 23.11.21 (Τεκμήριο 14 της ΕΔΑ).

 

50.       Το ερώτημα που πρέπει ν’ απαντηθεί είναι κατά πόσο η εν λόγω απόφαση θα πρέπει ν’ ανατραπεί. Πέραν των όσων ανέφερα προηγουμένως και αφορούν την παντελή έλλειψη αιτιολογίας για την από μέρους του Εκκαθαριστή άρνηση στην αποδοχή της επαλήθευσης, προσθέτω ότι η καταληκτική παράγραφος του συνοδευτικού σημειώματος στο Τεκμήριο 14 δεν βοηθά στην κατανόηση των λόγων, αν υπάρχουν, για τους οποίους ο Εκκαθαριστής εν τέλει θεώρησε ότι δεν έπρεπε ν’ αποδεχθεί το Χρέος. Εκτός από την προσήλωσή του στην ερμηνεία που ο ίδιος ο Εκκαθαριστής αποδίδει στο σκεπτικό των δικαστικών Αποφάσεων που επικαλείται, καταλήγει ότι δεν αποκλείεται εκκαθαριστής να δεχθεί να επαληθεύσει χρέος το οποίο προκύπτει από απόφαση αλλοδαπού Δικαστηρίου, νοουμένου ότι το χρέος δεν αμφισβητείται εύλογα από την Εταιρεία, είτε όταν δεν ενυπάρχουν συνθήκες που να δημιουργούνται εύλογες απορίες και να προκαλείται στον Εκκαθαριστή ανασφάλεια να το δεχτεί. Επαναλαμβάνω ότι ο Εκκαθαριστής παραλείπει να επεξηγήσει τι, εν προκειμένω, εφαρμόζεται - δηλαδή δεν παραθέτει ούτε ότι υπάρχει πλέον εύλογη αμφισβήτηση από την Εταιρεία ή που έγκειται η όποια ανασφάλεια αισθάνεται.

 

51.       Στην υπόθεση Re Shruth Limited (In liquidation) [2005] EWHC 1293 (Ch), το Court of Appeal, ανατρέποντας απόφαση εκκαθαριστή να μην προβεί στην επαλήθευση χρέους πιστωτή ο οποίος εξέδωσε αλλοδαπή δικαστική απόφαση ερήμην, προέβη σε ανάλυση της Νομολογίας σχετικά τόσο με το ρόλο του εκκαθαριστή όσο και με τις εξουσίες του ιδίου αλλά και του Δικαστηρίου αναφορικά με τη δυνατότητα διερεύνησης της εγκυρότητας χρεών στη βάση δικαστικών αποφάσεων. Το απαύγασμα της απόφασης του Δικαστή Gloster ήταν ότι και ο εκκαθαριστής αλλά και το Δικαστήριο εκκαθάρισης (- αναφορά γίνεται αναλογικά σε Δικαστήριο πτώχευσης) έχει εξουσία να αναθεωρήσει την ορθότητα της Δικαστικής απόφασης νοουμένου ότι καταδειχθεί ότι έχει υπάρξει κακοδικία, απάτη ή και συμπαιγνία. Προκειμένου ν’ ασκήσει την εξουσία του ο εκκαθαριστής δύναται να αναζητήσει στοιχεία και μαρτυρία για να διαπιστώσει ότι το χρέος είναι πραγματικό, χωρίς βεβαίως να είναι αναγκασμένος να εξετάσει κάθε εξ αποφάσεως χρέος, αλλά και με γνώμονα ότι η εξουσία του τούτη θ’ ασκείται μόνον σε κατάλληλες περιπτώσεις. Τίποτε δεν έχει αναφερθεί που να καταδεικνύει ότι ο Εκκαθαριστής διερεύνησε την εγκυρότητα της Ρωσικής Απόφασης.

 

52.       Ως ανέφερα και προηγουμένως, η επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν ενώπιον μου η Εταιρεία και ο Εκκαθαριστής με την κοινή ένστασή τους, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Η απαίτηση του Εκκαθαριστή για να προβούν οι Αιτητές σε αναγνώριση της Ρωσικής Απόφασης από Δικαστήριο στην Κύπρο ήταν και παρέμεινε αναιτιολόγητη. Η δε αντιφατική θέση του ότι πρόκειται ν’ αποδεχτεί να επαληθεύσει το χρέος άμα τη εγγραφή της Ρωσικής Απόφασης στην Κύπρο ως μηχανιστική πλέον ενέργεια, εκθεμελιώνει την αρχική απαίτησή του, μια και παραπέμπει τους Αιτητές να προβούν σε, ακόμα και κατά τον ίδιο, τυπικές διαδικασίες, χωρίς τούτο να καθίσταται αναγκαίο, είτε στη βάση του Άρθρο 298 του Κεφ. 113, είτε κατ’ ενάσκηση της εξουσίας διερεύνησης και ελέγχου που εναποτίθεται στον ίδιο τον Εκκαθαριστή.

53.       Στη βάση των μη αμφισβητούμενων ενώπιον μου γεγονότων, η Εταιρεία δια μέσου του Διευθυντή της πρόβαλε ως λόγο μη συμπερίληψης των Αιτητών στον κατάλογο πιστωτών την εκκρεμοδικία της Έφεσης. Το αποτέλεσμα της Έφεσης δεν αμφισβητήθηκε και δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ακύρωσης της εφετειακής κρίσης του Ενάτου. Κανένα γεγονός και κανένας λόγος παρουσιάστηκε για να ενεργοποιηθεί η εξουσία του Δικαστηρίου να επανεξετάσει ή να διερευνήσει οτιδήποτε σχετικό με τη Ρωσική Απόφαση. Δεδομένων τούτων, θεωρώ ότι η απόφαση του Εκκαθαριστή ν’ απορρίψει το αίτημα των Αιτητών για επαλήθευση του Χρέους ήταν εσφαλμένη και θεωρώ ότι η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη για την παρέμβαση του Δικαστηρίου. Γι’ αυτό το λόγο θα προβώ σε ανάλογη διαταγή πιο κάτω προκειμένου ο Εκκαθαριστής να αποδεχθεί την επαλήθευση του Χρέους και να ενεργήσει ούτως ώστε οι Αιτητές να συγκαταλεγούν στον κατάλογο πιστωτών της Εταιρείας.

(Δ) Κατά πόσο το Δικαστήριο θα πρέπει να παύσει τον Εκκαθαριστή

54.       Στην κλασσική απόφαση στην υπόθεση Re Adam Eyton Ltd [1887] 36 Ch. D. 299, o Λόρδος Cotton ανέφερε ότι εάν το Δικαστήριο, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας, ικανοποιηθεί ότι είναι ενάντια στα συμφέροντα της εκκαθάρισης - δηλαδή όλων εκείνων των προσώπων που ενδιαφέρονται σ’ αυτή - ότι ένα πρόσωπο πρέπει να διοριστεί εκκαθαριστής, τότε το Δικαστήριο έχει εξουσία να παύσει τον παρόντα εκκαθαριστή και να διορίσει άλλον. Η ευρεία αυτή εξουσία που παρέχεται στο Δικαστήριο επαναεπιβεβαιώθηκε στην απόφαση στην υπόθεση Re Keypak Homecare Ltd (1987) 3 B.C.C. 558 στην οποία αναφέρθηκε ότι θα ήταν επικίνδυνο και λανθασμένο να προσπαθήσει κάποιος να περιορίσει το είδος της αιτίας που απαιτείται να καταδειχθεί για να παυθεί ένας εκκαθαριστής, για να διευκρινιστεί έπειτα στην AMP Music Box Enterprises Ltd Hoffman [2003] 1 BCLC 319 ότι το Δικαστήριο σε τέτοιου είδους αιτήσεις καλείται να προβεί σ’ ένα δύσκολο έργο εξισορρόπησης, αλλά και ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι προσεκτικό να μην ενθαρρύνει αιτήσεις από δυσαρεστημένους πιστωτές.

55.       Σχετικά ως προς τους παράγοντες που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη είναι τα πιο κάτω αποσπάσματα από το σύγγραμμα McPherson (ανωτέρω).

Στην παράγραφο 8-095 αναφέρεται:

«Impropriety, misconduct, or unfitness of the kind referred to above is always a sufficient ground for removal, but it is now well settled that a liquidator may also be removed from office whenever the court is satisfied that this is in the best—i.e. the real, substantial, and honest — Interests of the liquidation. Cause is shown where a court is satisfied that removal is for the better conduct of the winding up, that is it is for the general advantage of the creditors […]

Despite the strictness which courts will view the need for independence, according to a substantial amount of Australian authority liquidators will only be removed if there is a real as opposed to a theoretical possibility of conflict. Also, in England the case of Re Kimberly Scott Services Ltd suggests that removal would not occur where any conflicts of interest could be managed by way of applications to court for directions».

            Ενώ πιο κάτω στην παράγραφο 8-096 του ίδιου συγγράμματος αναφέρεται ότι:

«While it has been said that a liquidator could be removed because he or she was in a conflict situation, it would not necessarily be grounds for removal of a liquidator on the basis of conflict merely because he or she was associated in some way with a party that had an interest in the liquidation […]

Since the creditors and contributories themselves are usually the best judges of what is in the interests of the liquidation, the court will take account of their wishes in deciding whether a liquidator should be removed, and may direct that meetings be held in order to ascertain their views. But, while their wishes are relevant, they are certainly not decisive, for the seriousness of removing a liquidator requires that consideration of fairness to the liquidator should not be left out of account, as might occur if the matter were left simply to the unfettered control of creditors and contributories»

            Και τέλος, στην παράγραφο 8-097, και με αναφορά σε αποφάσεις αυστραλιανών Δικαστηρίου ότι:

«[…] a court should be less likely to discharge a liquidator towards the end of a winding up».

56.       Επανερχόμενος στην εδώ κρίσιμη περίπτωση θεωρώ ότι η απόφαση του Εκκαθαριστή να μην αποδεχθεί την επαλήθευση του χρέους των Αιτητών ήταν, υπό τις περιστάσεις, εσφαλμένη. Το σφάλμα όμως από μόνο του δεν μπορεί να θεωρηθεί λόγος για παύση του Εκκαθαριστή, εάν δεν καταδεικνύεται ότι το λάθος έγινε κατά παράβαση κάποιου καθήκοντός του ή ενείχε κάποιας μορφής κακοπιστία.

57.       Οι Αιτητές προκρίνουν ότι δεν επρόκειτο περί αθώου λάθους. Κατ’ εκείνους η απόρριψη αποτελούσε εσκεμμένη πρόφαση του Εκκαθαριστή, ως μέρος ενός ευρύτερου μοτίβου ενεργειών και συμπεριφοράς που σκοπό είχε να τους αποκλείσει από τη διαδικασία εκκαθάρισης. Προς τούτο, οι Αιτητές παραπέμπουν στην επιλογή του Εκκαθαριστή ν’ αποστείλει ειδοποιήσεις με ταχυδρομείο αντί με ηλεκτρονικό μήνυμα - οι οποίες ειδοποιήσεις έφτασαν σ’ εκείνους καθυστερημένα, στο ότι έσπευσε να συγκαλέσει τελική συνέλευση με σκοπό την διάλυση της Εταιρείας ενόσω εκκρεμούσε το ζήτημα του αιτήματος τους για επαλήθευση, το ότι πώλησε περιουσία της Εταιρείας σε συνδεδεμένη οντότητα και σε τιμή χαμηλότερη της πραγματικής της αξίας, ότι πιθανώς να ενήργησε παρακούοντας το διάταγμα του ΡΔΤ αναφορικά με τα ομόλογα της Investpro, καθώς και στο ότι η εταιρεία στην οποία εργάζεται βρίσκεται σε εν εξελίξει αντιδικία με τους Αιτητές.

58.       Από πλευράς του ο Εκκαθαριστής αντέταξε ότι μεγάλο μέρος των παραπόνων των Αιτητών αφορούν το Διευθυντή και όχι τον ίδιο, αλλά και ότι ο ίδιος ενήργησε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, με τα στοιχεία που είχε ενώπιον του. Επίσης ανέφερε ότι παρά την άρνησή του να αποδεχθεί το Χρέος και τους Αιτητές ως πιστωτές, θεώρησε αυτούς ενδεχόμενους πιστωτές και γι’ αυτό αποφάσισε να τους συμπεριλάβει στη διανομή μεριδίου σε μετοχές. Τη δε υστερόβουλη σπουδή που του αποδίδεται στο να προβεί σε σύγκληση συνέλευσης για ν’ αποφασιστεί διάλυση της Εταιρείας την επεξηγεί με αναφορά στο γεγονός ότι οι Αιτητές δεν είχαν καταχωρίσει αίτηση για αναγνώριση του Χρέους, ως ήταν η δική του άποψη και το γεγονός ότι η εκκαθάριση έπρεπε να ολοκληρωθεί εντός 18 μηνών. Ο Εκκαθαριστής αναφέρει επίσης και ενέργειες στις οποίες προέβη προκειμένου να επανακτήσει περιουσιακά στοιχεία τα οποία είχαν προηγουμένως αποξενωθεί σε εξευτελιστικές τιμές.

59.       Υπενθυμίζω ότι στην παρούσα διαδικασία ουδείς εκ των ομνυόντων στις καταχωρηθείσες ένορκες δηλώσεις αντεξετάστηκε. Επομένως το Δικαστήριο συνεκτιμά την ενώπιον του μαρτυρία όπως παρατίθεται και υποστηρίζεται από τα κατατεθειμένα Τεκμήρια. Σε τούτη τη βάση, ορισμένοι ισχυρισμοί παρέμειναν αναντίλεκτοι. Από τα γεγονότα που αμφότερες πλευρές πρόβαλαν, κρίνω ότι ορισμένες ενέργειες του Εκκαθαριστή δεν βρίσκουν λογικό έρεισμα. Όπως για παράδειγμα η απόφασή του να αποστείλει με ταχυδρομείο ειδοποιήσεις στους Αιτητές, με τους οποίους είχε προηγουμένως ανταλλάξει σωρεία ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και οι οποίοι, όπως γνώριζε, βρίσκονταν στο εξωτερικό. Αλλά και το ότι ο ίδιος δεν παρέθεσε οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο δεν αποδέχθηκε να επαληθεύσει το Χρέος, παρά το ότι ήταν μέρος της απόφασής του ότι θα μπορούσε δυνητικά να το πράξει στη βάση του Άρθρου 298. Όμως το γεγονός παραμένει ότι οι εν λόγω ειδοποιήσεις του Εκκαθαριστή πράγματι αποστάληκαν στους Αιτητές και πράγματι μέσα από αυτές διαφαίνεται ότι ο Εκκαθαριστής, έστω και διατηρώντας την άποψή που είχε διαμορφώσει και εκφράσει σχετικά με το Χρέος, δεν παρέβλεψε παντελώς το αίτημά τους. Η δε εξήγηση που ο Εκκαθαριστής προσέφερε αναφορικά με την προώθηση διαδικασιών για τη διάλυση της Εταιρείας κατά το χρόνο που το έπραξε, δεν είναι εκτός λογικής. Με τούτα τα δεδομένα κατά νου, δεν μπορώ να καταλήξω ότι οι ενέργειες του εκκαθαριστή οφείλονταν σε και εκπήγαζαν από οτιδήποτε άλλο εκτός από εσφαλμένη άποψή του επί του ζητήματος της ανάγκης για εγγραφή της Ρωσικής Απόφασης.

60.       Ως προς τη δε πώληση περιουσίας σε χαμηλότερη τιμή από την αξία και σε, τρόπον τινά, συνδεδεμένη οντότητα, εκ των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, δεν είναι δυνατό να καταλήξω σε οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα. Σκοπίμως περιορίζω τις αναφορές μου στο ζήτημα ακριβώς επειδή θεωρώ ότι δεν είναι δυνατό να διαπιστώσω σε ικανοποιητικό βαθμό το κατά πόσο πράγματι η τιμή πώλησης ήταν τέτοια που να παραπέμπει σε κάποια ατασθαλία, αλλά κι επειδή αναγνωρίζω ότι υπάρχει το ενδεχόμενο το ζήτημα να χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, πράγμα όμως το οποίο θεωρώ ότι θα μπορούσαν ν’ αναλάβουν οι πιστωτές της Εταιρείας σε σχετική συνέλευσή τους. Ο Εκκαθαριστής προσκόμισε σχετικές εκτιμήσεις αναφορικά με την αξία της εν λόγω περιουσίας, το περιεχόμενο των οποίων, μέχρι στιγμής δεν έτυχε αμφισβήτησης. Δεδομένου ότι δεν μπορώ να καταλήξω αναφορικά με το κατά πόσο πράγματι η περιουσία ρευστοποιήθηκε σε τιμή χαμηλότερη της ορθής, δεν είναι δυνατό ούτε να καταλήξω ότι η ρευστοποίηση προς την Bridegate αποτελεί αποξένωση που υποδηλοί ατασθαλία.  

61.       Με προβλημάτισε το εγειρόμενο ζήτημα πιθανής σύγκρουσης συμφέροντος του Εκκαθαριστή. Το παράπονο των Αιτητών βασίζεται στο ότι εκκρεμεί άλλη αίτηση των ιδίων με την οποία ζητούν θεραπείες εναντίον στελέχους της εταιρείας στην οποία Εκκαθαριστής είναι επίσης στέλεχος, αλλά και εναντίον της ίδιας της εν λόγω εταιρείας. Υπογραμμίζω ότι, στην πραγματικότητα, η σύγκρουση τούτη που επικαλούνται οι Αιτητές αφορά πιθανή μεροληψία του Εκκαθαριστή εναντίον των ιδίων και δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι ο Εκκαθαριστής πρόκειται να ενεργήσει μεροληπτικά και σε σύγκρουση συμφέροντος όσον αφορά την ίδια την υπό εκκαθάριση Εταιρεία. Μη μπορώντας να καταλήξω ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες του Εκκαθαριστή όπως καταγράφηκαν μόλις προηγουμένως, οφείλονται σε οτιδήποτε άλλο εκτός από λάθη, αλλά κι έχοντας κατά νου τις σχετικές αναφορές στις παραγράφους 8-095 και 8-096 του συγγράμματος McPherson, τις οποίες παρέθεσα πιο πάνω, θεωρώ ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι ο διορισμός του Εκκαθαριστή ενέχει, επί του παρόντος, σύγκρουση συμφέροντος.

62.       Δεν μου διέφυγε η θέση των Αιτητών και της Καθ’ ης η Αίτηση 5, δηλαδή του μεγαλύτερου πιστωτή της Εταιρείας, ότι ο Εκκαθαριστής είναι πλέον ανεπιθύμητος. Σεβόμενος τις επιθυμίες τους, κρίνω ορθότερο, εν όψει και των διατυπώσεών μου μόλις προηγουμένως, ν’ αφήσω το ζήτημα της παύσης και αντικατάστασής του, στους ίδιους τους πιστωτές. Προς τούτο προβαίνω σε ανάλογη διαταγή πιο κάτω, αναφορικά με τη σύγκληση συνέλευσης για το θέμα αυτό και συνεπώς δεν πρόκειται να εγκρίνω το αίτημα για παύση του.

E) Αναφορικά με το διορισμό του προσώπου που πρότειναν οι Αιτητές και η Καθ’ ης η Αίτηση 5 σε αντικατάσταση του Εκκαθαριστή

63.       Εν όψει της κατάληξής μου για το θέμα της παύσης του Εκκαθαριστή, η ενασχόλησή μου με το παρόν αιτητικό, θεωρώ, παρέλκει. Δεν παραγνωρίζω ότι στη βάση του Άρθρου 296(1) του Κεφ. 113, το Δικαστήριο διατηρεί την εξουσία να διορίσει πρόσθετο εκκαθαριστή. Πέραν του ότι, για τους λόγους που πρόκειται να εξηγήσω πιο κάτω, δεν προτίθεμαι να εκδώσω ανάλογο διάταγμα στη βάσει του Άρθρου 293 του Κεφ. 113, στην προκείμενη περίπτωση διαπιστώνω ότι ελλείπει παντελώς η συγκατάθεση του προσώπου που τόσο η Καθ’ ης η Αίτηση 5 όσο και οι Αιτητές εισηγούνται να διοριστεί ως εκκαθαριστής της Εταιρείας. Συνεπώς το εν λόγω αιτητικό της Αίτησης δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.

Z) Κατά πόσο πρόκειται η εκκαθάριση της Εταιρείας να συνεχιστεί υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου και με τους όρους που θέτουν οι Αιτητές

64.       Παραπέμποντας στα όσα ανέφερα μέχρι στιγμής και αφορούν αφενός την ανατροπή της απόφασης του Εκκαθαριστή και ότι οι Αιτητές θα είναι πλέον σε θέση ν’ ασκήσουν τα δικαιώματα εκείνα που προκύπτουν από την ιδιότητά τους ως πιστωτές, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν προτίθεμαι να ικανοποιήσω το αίτημα για παύση του Εκκαθαριστή, θεωρώ ότι το αίτημα για να συνεχιστεί η εκκαθάριση της Εταιρείας υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου είναι πρόωρο. Από τη στιγμή που η άποψη του Δικαστηρίου είναι ότι, προς όφελος της όλης διαδικασίας, το ζήτημα της παύσης και αντικατάστασης του Εκκαθαριστή αφεθεί για να αποφασιστεί από τη συνέλευση των πιστωτών, και από τη στιγμή που οι Αιτητές και η Καθ’ ης η Αίτηση 5 ομονοούν ως προς το διορισμό προσώπου από κοινού για τη συνέχιση της διαδικασίας εκκαθάρισης, σε περίπτωση που πράγματι εν τέλει αποφασίσουν την αντικατάσταση του Εκκαθαριστή, δεν είναι ορατό σε τι θα εξυπηρετούσε το να συνεχιστεί η εκκαθάριση υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου. Εάν σκοπός των Αιτητών ήταν να τεθούν οι όροι ούτως ώστε ο Εκκαθαριστής να παραδώσει και αποκαλύψει όλα τα στοιχεία που συμπεριλαμβάνονται στο αντίστοιχο αιτητικό, το δικαίωμα των Αιτητών, πλέον ως πιστωτές, να έχουν πρόσβαση στα εν λόγω στοιχεία, αλλά και ν’ απαιτήσουν αυτά από τον Εκκαθαριστή - ή από το πρόσωπο που ίσως τον αντικαταστήσει - διασφαλίζεται μέσα από τις πρόνοιες των Άρθρων 235 και 253 του Κεφ. 113. Ομοίως διασφαλίζεται και το δικαίωμά τους να λάβουν μέτρα σε περίπτωση που ο Εκκαθαριστής ή ο εκάστοτε εκκαθαριστής δεν εκπληρώνουν τα επίμαχα καθήκοντα διατήρησης λογαριασμών και καταστάσεων. Έχοντας καταλήξει ως ανωτέρω θεωρώ ότι το σχετικό αιτητικό δεν μπορεί να ικανοποιηθεί και επίσης απορρίπτεται. Προτού προχωρήσω στο επόμενο ζήτημα, οφείλω να υπενθυμίσω ότι το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν έχει, κατά τον παρόντα χρόνο, ικανοποιηθεί αναφορικά με την αναγκαιότητα για τη συνέχιση της εκκαθάρισης υπό την εποπτεία του, δεν αποκλείει, αλλ’ ούτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο προκαταβάλλει, τυχόν επίκληση της εξουσίας του από τούδε και στο εξής να επιλαμβάνεται ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την εκκαθάριση, στη βάση του Άρθρου 290 του Κεφ. 113, αλλά ακόμα και εκ νέου αιτήματος στη βάση του Άρθρου 293 του Κεφ. 113.

H) Κατά πόσο θα πρέπει να κηρυχθούν άκυρες οι αποφάσεις του Εκκαθαριστή η και των πιστωτών ημερομηνιών 11.1.22 και 31.1.22 αλλά και κάθε απόφαση που λήφθηκε σε συνέλευση μετόχων και πιστωτών στο πλαίσιο της Εκκαθάρισης και αναβολή της ημερομηνία διάλυσης

65.       Εν πρώτοις επισημαίνω ότι η συνέλευση ημερομηνίας 31.1.22 αφορά στην ανακοινωθείσα τελική συνέλευση όπως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 31.12.21. Εν όψει της πορείας που πρόκειται ν’ ακολουθηθεί στο εξής και κατόπιν της έκδοσης σχετικών Διαταγμάτων και Οδηγιών από το Δικαστήριο, η ημερομηνία Τελικής Γενικής Συνέλευσης θα οριστεί όταν και εφόσον ολοκληρωθούν οι όποιες εναπομείνασες εργασίες σχετικά την Εκκαθάριση. Για αυτό το λόγο και υπό τις περιστάσεις θεωρώ ότι είναι ορθό αφενός να διατάξω όπως ακυρωθεί η ημερομηνία που έχει καθοριστεί για Τελική Συνέλευση και παράλληλα να διατάξω και την αναβολή της ημερομηνίας διάλυσης, μέχρις ότου ανακοινωθεί νέα από το πρόσωπο που πρόκειται να ενεργεί, στη βάση των περαιτέρω οδηγιών μου, ως εκκαθαριστής της Εταιρείας.

66.       Ως προς τις λοιπές αποφάσεις του Εκκαθαριστή και των πιστωτών, εξαιρουμένης της συνέλευσης ημερομηνίας 11.1.22, και οι οποίες λήφθηκαν χωρίς τη συμμετοχή των Αιτητών, κρίνω ότι η ακύρωσή τους χωρίς να έχω ενώπιον μου συγκεκριμένα στοιχεία στο τι εκείνες αφορούν θα ήταν ακροσφαλής. Κατά τους Αιτητές, το ζήτημα άπτεται παραβίασης κανόνα φυσικής δικαιοσύνης, παρά ταύτα το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να ενεργήσει ακυρώνοντας συλλήβδην αποφάσεις οι οποίες δεν τέθηκαν αυτούσιες ενώπιον του προς κρίση. Παρέμεινε επίσης αναντίλεκτο γεγονός ότι έστω και με τη συμμετοχή των Αιτητών, οι όποιες αποφάσεις λήφθηκαν από τους πιστωτές μέχρι και την καταχώριση της Αίτησης δεν θα είχαν οποιαδήποτε άλλη έκβαση εν όψει του ύψους του Χρέους εν σχέση προς το ύψος των χρεών των λοιπών πιστωτών συμπεριλαμβανομένης και της Καθ’ ης η Αίτηση 5. Τούτου δοθέντος, αλλά κι έχοντας προηγουμένως αναφερθεί στο ότι η θέση του Εκκαθαριστή ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πριν τον Οκτώβριο του 2021 αναφορικά με την απαίτηση των Αιτητών εναντίον της Εταιρείας, η ακύρωση αποφάσεων που λήφθηκαν πριν από τότε ενδεχομένως να επηρεάζει τα δικαιώματα τρίτων προσώπων, μη διαδίκων στην παρούσα διαδικασία. Εξ άλλου, δεν τέθηκαν ενώπιον μου στοιχεία και αιτιολογία που να στηρίζει ότι οι όποιες αποφάσεις κατά το χρόνο εκείνο, είναι ακυρώσιμες. Επιπρόσθετα, εάν με την εμπλοκή των Αιτητών στην Εκκαθάριση της Εταιρείας από τούδε και στο εξής ήθελε διαφανεί ότι βάσιμα αμφισβητείται είτε η εγκυρότητα είτε η ορθότητα οποιασδήποτε απόφασης, δεν υπάρχει οτιδήποτε που ν’ αποστερεί στους Αιτητές το δικαίωμα να την προσβάλουν.

67.       Ομοίως δεν προτίθεμαι να κηρύξω άκυρη ούτε την συνέλευση ημερομηνίας 11.1.22. Αφενός η εν λόγω απόφαση δεν τέθηκε αυτούσια ενώπιον μου προς κρίση, παρά μόνο μέσα της επιστολής του Εκκαθαριστή προς τους πιστωτές, την οποία έλαβαν και οι Αιτητές και αφετέρου παρέμεινε αναπάντητο ερωτηματικό στο Δικαστήριο κατά πόσο ο Εκκαθαριστής, θεωρώντας τότε του Αιτητές ως ενδεχόμενους πιστωτές, ως η αναφορά του, τους συμπεριέλαβε στην διανομή των ομολόγων επί ίσιοις όροις με τους λοιπούς πιστωτές. Η δε ενέργεια του Εκκαθαριστή να προβεί στη διανομή όπως την περιγράφει στην επιστολή του ημερομηνίας 30.12.21 δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί χωρίς το ζήτημα ν’ αποτελεί μέρος της Αίτησης των Αιτητών. Δηλαδή, η ενέργεια του Εκκαθαριστή θα ήταν δυνατό να ελεγχθεί κατ’ επίκληση του Άρθρου 234(5) του Κεφ. 113, νοουμένου όμως ότι η εγκυρότητα ή ορθότητά της προσβάλλετο ειδικά και όχι ως παρεμπίπτουσα ή επικουρική του ευρύτερου αιτήματος περί παύσης του Εκκαθαριστή.

Κατάληξη

Στη βάση της ανάλυσης που προηγήθηκε, η Αίτηση θεωρώ πρέπει να πετύχει μερικώς και εκδίδονται τ’ ακόλουθα διατάγματα και οδηγίες:

Α) Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 διατάσσονται όπως αποδεχθούν την επαλήθευση του Χρέους των Αιτητών και όπως προβούν άμεσα στις δέουσες ενέργειες προκειμένου να συμπεριλάβουν τους Αιτητές στον κατάλογο πιστωτών της Καθ’ ης η Αίτηση 1 – Εταιρείας.

Β) Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 – Εκκαθαριστής διατάσσεται όπως εντός 15 ημερών από σήμερα, προβεί στις δέουσες ενέργειες για νόμιμη σύγκληση γενικής συνέλευσης των πιστωτών της Καθ’ ης η Αίτηση 1 – Εταιρείας, η ημερομηνία διεξαγωγής της οποίας δεν είναι πέραν των 30 ημερών από σήμερα, και στην οποία θα θέσει ως ζήτημα προς απόφαση την παύση και αντικατάστασή του ίδιου από τη θέση του Εκκαθαριστή. Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 – Εκκαθαριστής δεν συμμορφωθεί με το παρόν διάταγμα, δίδονται οδηγίες στους Αιτητές όπως προβούν οι ίδιοι σε σύγκληση γενικής συνέλευσης πιστωτών σε ημερομηνία η οποία δεν είναι μικρότερη των 15 ημερών από την ειδοποίηση σύγκλησης την οποία θα κοινοποιήσουν. Νοείται περαιτέρω ότι η παρούσα διαταγή δεν επηρεάζει οποιαδήποτε άλλη σχετική διαδικασία τυχόν εφαρμόζεται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του Καθ’ ου η Αίτηση 2 – Εκκαθαριστή με το παρόν Διάταγμα.   

Γ) Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο κάθε διαδικασία στο πλαίσιο της Εκκαθάρισης, εξαιρουμένων εκείνων για τις οποίες το Δικαστήριο έχει εκδώσει σχετικά διατάγματα, αναστέλλεται μέχρι και την λήψη απόφασης για την παύση και αντικατάσταση του Εκκαθαριστή ως καθορίζεται στο Διάταγμα του Δικαστηρίου υπό στοιχείο Β πιο πάνω.

Δ) Η δημοσιευθείσα ημερομηνία Τελικής Συνέλευσης Πιστωτών της Καθ’ ης η Αίτηση 1 – Εταιρείας, ακυρώνεται και η ημερομηνία διάλυσής της  αναβάλλεται μέχρις ότου αποφασιστεί και δημοσιευθεί νέα ημερομηνία Τελικής Συνέλευσης Πιστωτών της Καθ’ ης η Αίτηση 1 – Εταιρείας, απόφαση που θα ληφθεί μετά την λήψη απόφασης για την παύση και αντικατάσταση του Εκκαθαριστή ως καθορίζεται στο Διάταγμα του Δικαστηρίου υπό στοιχείο Β πιο πάνω.

Αναφορικά με το θέμα των εξόδων, εν όψει της μερικής επιτυχίας της Αίτησης, επιδικάζονται υπέρ των Αιτητών και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 1, 2 και 4 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο μειωμένα όμως κατά το ήμισυ.

 

………………………….

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 36, Παράγραφος 583

[2] Βλ. απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου (Privy Council) στην υπόθεση Deloitte & Touche AG v Johnson [1999] 1 WLR 1605, όπου αναφέρθηκεWhere the court is asked to exercise a statutory power, therefore, the applicant must show that he is a person qualified to make the application. But this does not conclude the question. He must also show that he is a proper person to make the application».

[3] Βλ. μεταξύ άλλων, Σπανού ν. G.I.P. Constructions Ltd (1999) 1A A.A.Δ. 315 και Ανδρέας Χατζηγιάννης ν. C. & J. Kyprianou Promotions Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 991

[4] Το υπό αναφορά άρθρο 503 του Αυστραλιανού Νόμου αυτό είναι πανομοιότυπο με το Άρθρο 287(2) του Κεφ. 113 μια και προνοεί ότι: «The Court may, on cause shown, remove a liquidator and appoint another liquidator».

[5] Βλ. μεταξύ άλλων, Σπανού ν. G.I.P. Constructions Ltd (1999) 1A A.A.Δ. 315 και Ανδρέας Χατζηγιάννης ν. C. & J. Kyprianou Promotions Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 991


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο