ΣΥΛΒΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ν. ΚΛΕΑΝΘΙΑΣ ΜΑΜΑ, Αρ. Αγωγής: 1050/13, 11/4/2025
print
Τίτλος:
ΣΥΛΒΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ν. ΚΛΕΑΝΘΙΑΣ ΜΑΜΑ, Αρ. Αγωγής: 1050/13, 11/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μαρία Κ. Λοΐζου, Α.Ε.Δ.

                                         Αρ. Αγωγής: 1050/13

 

Μεταξύ:

ΣΥΛΒΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Ενάγουσας

- και -

 

ΚΛΕΑΝΘΙΑΣ ΜΑΜΑ

Εναγόμενης

- και -

 

ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Τριτοδιαδίκου

 

Ημερομηνία: 11.04.2025

 

Εμφανίσεις:
Για Τριτοδιάδικο - Αιτητή: κ.κ. Α. Κόνιας και Στ. Μένταλης για Α. Π. Ερωτοκρίτου και Σια Δ.Ε.Π.Ε

Για Εναγόμενη - Καθ’ ης η Αίτηση: κ.κ. Σ. Μιχαήλ και Μ. Φλουρέντζου για Ρ. & Χ. Σταυράκης Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(Αίτηση ημερ. 4.10.2024 για απόρριψη της διαδικασίας Τριτοδιαδίκου λόγω δεδικασμένου)

 

Α.        Το επίδικο θέμα

 

Ο Τριτοδιάδικος - Αιτητής δια της επίδικης αίτησης ουσιαστικά αξιώνει την απόρριψη της διαδικασίας Τριτοδιαδίκου λόγω δεδικασμένου και/ή κωλύματος (cause of issue estoppel) αφού, κατά τον ισχυρισμό του, το θέμα της ευθύνης μεταξύ του ιδίου, ως οδηγού μοτοσυκλέτας και της οδηγού έτερου οχήματος, τα οποία ενεπλάκησαν στο επίδικο στην αγωγή τροχαίο ατύχημα, κρίθηκε με την τελική απόφαση ημερομηνίας 31.7.2023 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή 5635/2013. Στην εν λόγω αγωγή, επίδικο ήταν το ίδιο ατύχημα με αυτό της παρούσας αγωγής και το Δικαστήριο στην 5635/2013 αποφάσισε ότι ο Τριτοδιάδικος εν προκειμένω και ενάγοντας στην προαναφερθείσα αγωγή, δεν έφερε καμία ευθύνη, ενώ η Εναγόμενη εν προκειμένω και Εναγόμενη 1 στην προαναφερθείσα αγωγή ήταν εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για το ατύχημα.

 

Διεξήλθα κάθε τι σχετικού, συμπεριλαμβανομένης της αίτησης, της ένστασης σε αυτή, των ένορκων δηλώσεων που τις συνοδεύουν και των γραπτών αγορεύσεων των μερών. Θα αναφερθώ σε αυτά μόνο στο βαθμό και έκταση που χρειάζεται ώστε να αποφανθώ επί του επίδικου με την αίτηση θέματος. Σημειώνω δε πως με τις γραπτές τους αγορεύσεις τα μέρη επιχειρηματολόγησαν μόνο σχετικά με τις θέσεις τους για το δεδικασμένο.

 

Β.        Τα γεγονότα

 

Κατ’ αρχάς σημειώνω πως στην παρούσα αγωγή Ενάγουσα είναι η συνεπιβάτιδα της μοτοσικλέτας (στο εξής «η Γ») που ο οδηγός οδηγούσε κατά την ώρα του ατυχήματος, με αριθμούς εγγραφής [ ] (στο εξής «ο Α»). Εναγόμενη είναι η οδηγός του οχήματος με αριθμούς εγγραφής [ ] (στο εξής «η Β»). Με διαδικασία επίκλησης Τριτοδιαδίκου η Β κάλεσε ως Τριτοδιάδικο στην παρούσα αγωγή τον Α αξιώνοντας από αυτόν αποζημίωση ή συνεισφορά στις ενδεχόμενες αποζημιώσεις που η Β θα επωμιζόταν, εάν η Γ πετύχαινε στην αγωγή της.

 

Στην αγωγή 5635/2013 Ενάγοντας ήταν ο Α και Εναγόμενη 1 ήταν η Β, ενώ Εναγόμενη 2 ήταν η ασφαλιστική εταιρεία στην οποία το όχημα της Β ήταν ασφαλισμένο, ήτοι Commercial General Insurance Ltd. Δεν υπήρχε Τριτοδιάδικος.

 

Η απόφαση στην αγωγή 5635/2013 εκδόθηκε στις 31.7.2023, κατόπιν ακρόασης εφ’ όλης της ύλης, τόσο σε σχέση με την ευθύνη όσο και σε σχέση με τις αποζημιώσεις. Τούτο προκύπτει σαφώς από τη σχετική απόφαση. Το Δικαστήριο απέδωσε ολοκληρωτικά την ευθύνη για το ατύχημα στην Β, αφού έκρινε ότι ο Α δεν έφερε κανένα ποσοστό ευθύνης. Επίσης, επιδίκασε γενικές αποζημιώσεις προς €170.000 υπέρ του Α και εναντίον της Β και της ασφαλιστικής της αλληλέγυα και/ή κεχωρισμένα, πλέον ειδικές αποζημιώσεις, πλέον €40.000 ως απώλεια μελλοντικών απολαβών, πλέον δικηγορικά έξοδα. Η απόφαση αυτή εφεσιβλήθηκε αφού η πρωτόδικη απόφαση αμφισβητείται εντόνως. Καταχωρίστηκε και αντέφεση από τον Α προς πικύρωση της πρωτόδικης απόφασης για πρόσθετους λόγους. Η Έφεση εκκρεμεί προς εκδίκαση.

 

Γ.        Νομική πτυχή

Στην Αντριανή Χαραλάμπους ν. Μαρίας Χαραλάμπους (2008) 1 ΑΑΔ 1298 σημειώθηκαν τα εξής:

 

«Η ανάγκη εφαρμογής του κανόνα επεξηγήθηκε στην υπόθεση K.S.R. Commercio S.A. κ.ά. ν. Blue coral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309, όπου τονίστηκε ότι,

 

"Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματά του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση ή υπεράσπιση του δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ότι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ' επιλογήν του διαδίκου και τη διαιώνιση τους. Έτσι η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα."

 

Ο Κανόνας βασίζεται σε δύο αρχές:

 

(i)               Ότι η τελεσίδικη εκδίκαση μιας διαφοράς είναι προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος (Interest rei publicae ut sit finis litium) και

 

(ii)              Κανένας δεν πρέπει να ενοχλείται δύο φορές για το ίδιο θέμα (Nemo debet bis vexavi pro eadem causa).»

 

Αποκλεισμός από δεδικασμένο ή από ημιδεδικασμένο εγείρεται όταν ένα επίδικο γεγονός έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο σε δίκη μεταξύ των διαδίκων από Δικαστήριο που είχε αποκλειστική ή συντρέχουσα δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται άμεσα σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων (βλ. και Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 15, παρ. 336).

 

Αναφορικά με τις περιπτώσεις στις οποίες η αρχή του δεδικασμένου έχει εφαρμογή αλλά και αναφορικά με τις καταβολές της, παραπέμπω στο σύγγραμμα των Τ. Ηλιάδη και Ν.Γ. Σάντη, το Δίκαιο της Απόδειξης, 2014, στη σελ.914, υπό τον τίτλο «Κώλυμα λόγω δεδικασμένου»:

 

«Κώλυμα λόγω δεδικασμένου εγείρεται όταν ένα επίδικο γεγονός έχει αποφασισθεί δικαστικώς με τελεσίδικο τρόπο σε δίκη μεταξύ των διαδίκων από Δικαστήριο που είχε αποκλειστική ή συντρέχουσα δικαιοδοσία να το πράξει (R v. West (1962) 2 All ER 624, R v. Kent Justices, Ex parte Machin (1952) 1 All ER 1123) και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων με την ίδια ιδιότητα (Alikhani v. Προδρόμου και Άλλης, ΠΕ 22/09, ημερ. 10.4.12, Thoday v. Thoday (1964) 1 All ER 341).  Το δεδικασμένο, έλκει τη θεωρητική του προέλευση και διατύπωση από το Ρωμαϊκό δίκαιο.  Στον Ουλπιανό ανήκει η κλασική φράση, που αποδίδει την πεμπτουσία του δόγματος, ότι δηλαδή, διαφορά που εκδικάστηκε γίνεται αποδεκτή για την αλήθεια που αντανακλά το αποτέλεσμα της (res judicata pro veritate accipitur).  Σύμφωνα με την αρχή αυτή κάθε απόφαση ασχέτως αν είναι δίκαιη ή όχι, θεωρείται ότι περιέχει την αλήθεια και ο καθένας πρέπει να την αποδέχεται αφού το πλάσμα αλήθειας που εισάγεται με αυτή είναι σαφώς προτιμότερο από τη διαιώνιση της αβεβαιότητας που άλλως θα κυριαρχούσε στη δίκαιη κρίση (Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 2 ΑΑΔ 608), με αποτέλεσμα οι αντιδικίες των διαδίκων ουδέποτε να ευοδώνονται (Γρηγορίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 123/09, ημερ. 1.2.13).  Η τελεσίδικη εκδίκαση μιας διαφοράς είναι, κατά συνέπεια, συμβατή και με το δημόσιο συμφέρον [interest rei publicae ut sit finis litium] (Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2008) 1 (Β) ΑΑΔ 1298).»

 

Για να μπορεί να εφαρμοστεί η αρχή του δεδικασμένου, σε οποιαδήποτε έκφανσή της, είτε λόγω αιτίας αγωγής (cause of action estoppel), είτε λόγω επίδικου θέματος (issue estoppel), είτε άλλως πως, πρέπει να συντρέχουν οι εξής 4 προϋποθέσεις:

 

  1. Η απόφαση πρέπει να είναι τελεσίδικη
  2. Πρέπει να υπάρχει ταύτιση διαδίκων
  3. Πρέπει να υπάρχει ταύτιση ιδιότητας διαδίκων
  4. Πρέπει να υπάρχει ταύτιση επιδίκων θεμάτων

 

(Βλ. μεταξύ άλλων Μιχαήλ ν. Σκουτέλλα (2008) 1Β ΑΑΔ 1125 και Πανέρα ν. Πανέρα (2001) 1(Γ) ΑΑΔ 1684).

 

Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι το κώλυμα λόγω δεδικασμένου δεν καλύπτει μόνο θέματα τα οποία ηγέρθηκαν και αποφασίστηκαν τελεσίδικα σε προηγούμενη αγωγή, αλλά και θέματα τα οποία θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί και αποφασισθεί στα πλαίσια της ίδιας αγωγής, με την άσκηση δέουσας και εύλογης μέριμνας εκ των διαδίκων (issue estoppel).

 

Στη Theori and another v. Djoni and another (1984) 1 CLR 296 το Εφετείο επικρότησε την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απερρίφθη ως καταχρηστική της δικαστικής διαδικασίας λόγω δεδικασμένου, εφόσον σε προηγούμενη αγωγή μεταξύ των ίδιων διαδίκων οι ενάγοντες θα έπρεπε να είχαν εγείρει και την αξίωση τους βάσει της δεύτερης αγωγής. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στις αγγλικές υποθέσεις Hoystead & Others v. Taxation Commissioner; [1925] All E.R. (Rep.) 56, Greenhalgh v. Mallard [1947] 2 All E.R. 255, Public Trustee v. Kenward [1967] 2 All E.R. 870 και υιοθέτησε το ακόλουθο ασπόσμασμα από την απόφαση του Wigram, V.C. στην απόφαση Henderson v. Henderson, [1843-1860] All E.R. (Rep.) 378 στη σελ. 381:

 

«‘I state the rule of the Court correctly, when I say, that where a given matter becomes the subject of litigation in, and of adjudication by, a Court of competent jurisdiction, the Court requires the parties to that litigation to bring forward their whole case, and will not (except under special circumstances) permit the same parties to open the same subject of litigation in respect of matter which might have been brought forward as part of the subject in contest, but which has not brought forward only because they have, from negligence, inadvertence, or even accident, omitted part of their case. The plea of res judicata applies, except in special case, not only to points upon which the Court was actually required by the parties to form an opinion and pronounce a judgment, but to every point which properly belonged to the subject of litigation and which the parties, exercising reasonable diligence, might have brought forward at the time’».

 

Στην LIBERTY LIFE INSURANCE PUBLIC CO LTD ν. 1. NADA TERZIAN ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, κ.ά., Ποιν. Έφ. 151/2010,  ημερ. 7.3.2014, έγινε ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας:

 

«Τυγχάνει νομολογιακά αναγνωρισμένη αρχή που διέπει τα του κωλύματος λόγω δεδικασμένου (res judicata) ή του λεγόμενου «issue estoppel» ότι το εμπόδιο στην έγερση μιας αγωγής εγείρεται όχι μόνο εκεί όπου ένα ή περισσότερα θέματα έχουν εγερθεί στην ίδια μορφή κατά την προηγηθείσα αγωγή, αλλά καλύπτει επίσης και τις διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί τέτοια θέματα ως επίδικα αλλά δεν ηγέρθησαν (Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670, Κ.S.R. Commercio S.A. κ.α. ν. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309). Όπως συνοψίστηκε η αρχή στην K.S.R. Commercio (ανωτέρω):

 

«Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου, η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματα του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε, ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίζει την υπόθεση ή υπεράσπιση του, δεν δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ό,τι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ΄ επιλογήν του διαδίκου και τη διαιώνιση τους. Έτσι, η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα…»

 

Το δεδικασμένο μπορεί να είναι γενικής μορφής και να αφορά ολόκληρη τη διαδικασία ή μπορεί να παραπέμπει μόνο σε συγκεκριμένο επίδικο θέμα του οποίου επιχειρείται η εκδίκαση εκ νέου (Henderson v. Henderson (1943-60) All E.R. Rep. 378, Theori and another v. Djoni and another (1984) 1 C.L.R. 296, Nicolaides and another v. Yerolemi (1980) 1 C.L.R. 1). Την έκταση του δεδικασμένου σε τρίτα πρόσωπα πέραν των διαδίκων οι οποίοι είτε έλκουν τα δικαιώματα τους από τους τελευταίους και παραλείπουν να παρέμβουν στην αντιδικία, από τη στιγμή που και οι ίδιοι διεκδικούν ταυτόσημα με τα υπό κρίση συμφέροντα, δίνει η Christos Boyadji v. Eleni Papachristoforou (1958) 23 C.L.R. 299

 

Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου, θεωρώ πως η αρχή του κωλύματος λόγω δεδικασμένου επί επίδικου θέματος, έχει εν προκειμένω εφαρμογή αφού πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις. Εξηγώ.

 

(α)       Υπάρχει τελεσίδικη απόφαση

 

Τελεσίδικη απόφαση προκύπτει από δεσμευτική δικαστική απόφαση καθοριστική για την επίλυση της διαφοράς όπως προσδιορίζεται στη δικογραφία. Η απόφαση θεωρείται τελεσίδικη εάν δεν έχει ασκηθεί έφεση εναντίον της ή αν έχει ασκηθεί έφεση χωρίς να εκδοθεί απόφαση (βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης των Ηλιάδη και Σάντη, 1η ‘εκδοση, σελ. 929, Χάσικος ν Χαραλαμπίδης (1990) 1 ΑΑΔ 389, Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ν. Tudor (2011) 1Β ΑΑΔ 1176, Αναφορικά με την Αίτηση του Χρίστου Σιμιανού (2004) 1(Α) ΑΑΔ 657, Tabalo v. Nautley Shipping Company Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 1488, Harris v. Willis [1855] 15 C.B 710, Evand Pomotions Ltd κ.ά. ν. Rutman (2997) 1(Γ) ΑΑΔ 1787).

 

Επομένως, η τελική απόφαση στην αγωγή 5635/13 ημερομηνίας 31.7.2023 είναι τελεσίδικη, παρόλο που επ’ αυτής καταχωρίστηκε έφεση η οποία εκκρεμεί προς εκδίκαση (βλ. Λιάκου (Αρ. 3) (1998) 1 ΑΑΔ 1199 και Harris (ανωτέρω)). Είναι η μόνη υπάρχουσα αυτή τη στιγμή δικαστική απόφαση και μέχρι την έκδοση απόφασης από ιεραρχικά ανώτερο Δικαστήριο θεωρείται τελεσίδικη.

 

Εάν η αντίθετη εισήγηση της Καθ’ ης η Αίτηση υιοθετούνταν, θα σήμαινε πως κάθε πρωτόδικη απόφαση, ασχέτως εάν επ’ αυτής εκκρεμεί ή όχι έφεση, θα ήταν γράμμα κενό και δεν θα υπόκειτο σε εκτέλεση, εκμηδενίζοντας τον κοινωνικό ρόλο και τη συνταγματική σημασία των Δικαστηρίων στην επίλυση διαφορών μεταξύ μελών της κοινωνίας.

 

(β), (γ) και (δ) Υπάρχει ταύτιση διαδίκων και ταύτιση της ιδιότητας τους, καθώς και ταύτιση επίδικων θεμάτων

 

Τα θέματα αυτά θα τα εξετάσω μαζί λόγω της συνάφειας που παρουσιάζουν σύμφωνα με τα επίδικα γεγονότα.

 

Σημειώνω εξ αρχής πως η αίτηση του Τριτοδιαδίκου δεν αποσκοπεί στην εξ ολοκλήρου απόρριψη της παρούσας αγωγής, αλλά μόνο της διαδικασίας Τριτοδιαδίκου. Η διαδικασία μεταξύ Ενάγουσας και Εναγομένης, (μεταξύ Γ και Β δηλαδή) θα συνεχίσει να υφίσταται ασχέτως του αποτελέσματος στην παρούσα. Το μόνο που ο Αιτητής αξιώνει είναι η απόρριψη της διαδικασίας Τριτοδιαδίκου, δηλαδή της διαδικασίας μεταξύ Β και Α.

 

Αφού τόσο το ζήτημα της ευθύνης όσο και το ζήτημα των αποζημιώσεων μεταξύ Α και Β, οδηγών των δυο οχημάτων, έχει ήδη κριθεί από το Δικαστήριο στην 5635/2013, η απόφανση του παρόντος Δικαστηρίου επί των ίδιων δυο θεμάτων, θα ισοδυναμούσε με εκ δευτέρου κρίση επί του ίδιου ζητήματος. Κάτι τέτοιο είναι ενάντια στη γενική πολιτική του δικαίου και ισοδυναμεί με επίκληση της διαδικασίας του Δικαστηρίου για δεύτερη φορά. Τα επίδικα θέματα μεταξύ Α και Β εν προκειμένω είναι ακριβώς τα ίδια με εκείνα που εκδικάστηκαν μεταξύ των ίδιων μερών στην 5635/2013, ήτοι το ζήτημα του καταμερισμού ευθύνης και των σχετικών αποζημιώσεων που προκύπτουν από το ίδιο ατύχημα (βλ. τηρουμένων των αναλογιών Χατζηζαχαρία κ.ά. ν. LK Globalsoft Com Ltd (2010) 1Β ΑΑΔ 1225).

 

Ώστε να προβώ στην πιο πάνω κρίση διεξήλθα των δικογράφων όλων των μερών και των δυο αγωγών και κρίνω πως τα θέματα τα οποία εγείρονται στην μια αγωγή είναι πανομοιότυπα με τα θέματα της άλλης σχετικά με την ευθύνη και τον επιμερισμό αποζημιώσεων μεταξύ Α και Β. Πάντως, δεν υπήρξε ενώπιον μου αντίθετη εισήγηση των μερών. Εν πάση περιπτώσει, όλα τα θέματα τα οποία προκύπτουν από το ίδιο επίδικο ατύχημα, όφειλαν να είχαν εγερθεί στην 5635/13 και εάν δεν εγέρθηκαν και πάλιν ισχύει το δόγμα του δεδικασμένου.

 

Είναι γεγονός πως η Ενάγουσα εν προκειμένω, δια των δικογράφων της εγείρει την υπεράσπιση του Volenti non fit injuria, η οποία σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και τη νομολογία είναι ολοκληρωτική υπεράσπιση για τον εναγόμενο, υπό την έννοια ότι εάν οι προϋποθέσεις για την επιτυχή έγερση της ισχύουν, τότε ο ενάγων δεν μπορεί να ανακτήσει οποιεσδήποτε αποζημιώσεις. Η έννοια, όμως, του volenti είναι έννοια διάφορη και ξεχωριστή από τον καταμερισμό της ευθύνης για την έλευση του ατυχήματος και η οποία εξετάζεται σε διαφορετικό στάδιο του σκεπτικού του Δικαστηρίου.

 

Εν προκειμένω, ως προανέφερα, η διαδικασία μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενης (δηλαδή μεταξύ Γ και Β) παραμένει ανέγγιχτη, εξ ου και η ενάγουσα δεν λαμβάνει μέρος στην παρούσα αίτηση. Επιπλέον, σε κάθε διαδικασία επίκλησης τριτοδιαδίκου ο εναγόμενος θεωρείται ως ενάγων και ο τριτοδιάδικος ως εναγόμενος, αφού η ειδοποίηση τριτοδιαδίκου υπέχει μορφή αγωγής του εναγόμενου εναντίον του τριτοδιαδίκου. Η διαδικασία τριτοδιαδίκου, είναι εν τύποις ξεχωριστή και ανεξάρτητη διαδικασία από την προϋπάρχουσα αγωγή (βλ. Νικήτα Ανδρέας ν. Medcon Construction Ltd κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 643). Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα μεταξύ Γ και Α θα δικαστεί επί της ουσίας του στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Στην Ενάγουσα (Γ) αποδίδονται με το δικόγραφο της Εναγομένης (Β) πράξεις που δυνατόν, κατόπιν ακρόασης, να οδηγήσουν στην ακύρωση της δυνατότητας της Γ να ανακτήσει οποιεσδήποτε αποζημιώσεις, ακόμα και εάν η Εναγομένη (Β) είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για την πρόκληση του ατυχήματος.  Λόγω της έγερσης από την Εναγόμενη της υπεράσπισης του volenti, αποδίδονται στην Ενάγουσα πράξεις - όπως η παραχώρηση άδειας στον ανήλικο τότε Β να οδηγήσει το όχημά της χωρίς άδεια οδηγού και δίχως ασφάλιση έναντι τρίτου αλλά και ανάληψη ευθύνης από μέρους της Γ, αφού ανέβηκε ως συνοδηγός στην εν λόγω μοτοσυκλέτα μη φορώντας κράνος – τόσο αμελείς, που εάν αποδειχθούν θα της αποστερούν τη δυνατότητα είσπραξης αποχημιώσεων. Δεν αποδίδεται όμως στη Γ οποιαδήποτε ευθύνη δια των δικογράφων για την πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος. Έτσι, η διαφορά μεταξύ Γ και Β παραμένει αναλλοίωτη.

 

Επίσης το γεγονός ότι στην αγωγή 5635/13 υπήρχε ως Εναγόμενη 2 η ασφαλιστική της Β και η οποία απουσιάζει εντελώς από τα μέρη στην παρούσα, δεν αποτελεί λόγο διαφοροποίησης της κρίσης μου για την ταυτοσημία των διαδίκων. Είναι ξεκάθαρο πως η Εναγόμενη 2 στην εν λόγω αγωγή προστέθηκε λόγω της ασφαλιστικής κάλυψης που παρείχε στην Εναγόμενη 1 βάσει του Ν. 96(Ι)/2000 και όχι διότι ευθυνόταν με οποιοδήποτε τρόπο για το επίδικο ατύχημα. Εν πάση περιπτώσει, οι αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν εναντίον των δύο εναγομένων ήταν σε αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένη βάση.

 

Σημειώνω σε αυτό το στάδιο, ότι δεν συμφωνώ με τον Τριτοδιάδικο πως η Εναγόμενη θα μπορούσε να έφερνε στην αγωγή 5635/2013 την Γ ως τριτοδιάδικο, ακριβώς διότι ουδεμία ευθύνη της αποδίδεται για την πρόκληση του ατυχήματος. Με τούτο ως δεδομένο, θα ήταν λανθασμένο δικονομικά διάβημα η εναγόμενη στην 5635/2013 είτε να καλούσε τη Γ στην εν λόγω αγωγή ως συνεναγόμενη, είτε ως τριτοδιάδικο, αφού όπως προανέφερα δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι υπήρχε η οποιαδήποτε ευθύνη της Γ για την έλευση του ατυχήματος.

 

Επομένως, θεωρώ πως με την έκδοση της απόφασης στην 5635/2013 έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο και υπάρχει κώλυμα στο να ακουστεί για δεύτερη φορά στα πλαίσια της ακρόασης της παρούσας αγωγής μαρτυρία σε σχέση με το θέμα της ευθύνης και των αποζημιώσεων μεταξύ Α και Β.

 

Εάν η απόφασή μου ήταν διαφορετική θα καταστρατηγείτο η γενική πολιτική του δικαίου στην επίλυση κάθε διαφοράς άπαξ και όχι εκ δευτέρου και το δικαίωμα των μερών να μην δικαστούν για το ίδιο ζήτημα για δεύτερη φορά. Επίσης, θα υπήρχε η πιθανότητα έκδοσης διαφορετικών αποφάσεων, κάτι το οποίο φέρνει το δικαιϊκό σύστημα σε ανυποληψία στη συνείδηση των πολιτών.

 

Οι προηγούμενες ενδιάμεσες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου με διαφορετική σύνθεση, ημερομηνιών 25.1.2024 και 27.6.2024 δια των οποίων απορρίφθηκε αφενός η αίτηση του Γ να εκδικαστεί προδικαστικά το νομικό σημείο του δεδικασμένου και αφετέρου η αίτηση της Α να τροποποιηθεί η έκθεση απαίτησής της κατόπιν της έκδοσης της απόφασης στην 5635/2013, δεν μπορούν να επιδράσουν επί της πιο πάνω κρίσης, διότι δεν κρίθηκαν επί της ουσίας τους. Η μεν πρώτη απερρίφθη διότι δεν υπήρχε στο δικόγραφο του Τριτοδιάδικου σχετική προδικαστική ένσταση, ενώ η δεύτερη απερρίφθη διότι υπήρχε ουσιώδης παράλειψη αναφοράς της ορθής νομικής βάσης στην αίτηση, η οποία δεν μπορούσε να θεραπευθεί. Έτσι, η έκδοση των προαναφερθέντων ενδιάμεσων αποφάσεων δεν δεσμεύει κατ’ ουσία το Δικαστήριο στην απόφανση επί του επίδικου θέματος.

 

Το ότι οι δυο αγωγές, η 5635/2013 και η παρούσα, δεν ζητήθηκε από τα μέρη να συνενωθούν, ούτε τα μέρη συμφώνησαν να δεσμευτούν με το αποτέλεσμα της 5635/2013, δεν αποτελούν αφ’ εαυτών λόγους απόρριψης της παρούσας αίτησης. Το Δικαστήριο δυνάμει της εγγενούς του δικαιοδοσίας να αποτρέπει κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας δύναται και οφείλει να αποφασίσει το ζήτημα του δεδικασμένου ως εγείρεται εν προκειμένω. Αν δεν ήταν έτσι, θα σήμαινε πως το Δικαστήριο θα μπορούσε να αφήνει τη δικαστική διαδικασία να διαιωνίζεται βάσει των εκάστοτε επιλογών των μερών, οι οποίες εξ αντικειμένου υπαγορεύονται από το συμφέρον κάθε πλευράς. Το Δικαστήριο δεν είναι παρατηρητής αλλά ο θεματοφύλακας της δικαστικής διαδικασίας και έχει ως γνώμονα τον νόμο και τη γενική πολιτική του δικαίου. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να αποτρέπει κατάχρηση των διαδικασιών του είναι βαθιά ριζωμένη στους θεσμούς της δικαιοσύνης. «Χωρίς το όπλο αυτό, το όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης θα μπορούσε να καταντήσει άθυρμα στα χέρια των επιτηδείων. Παράλληλα θα επερχόταν επικίνδυνη υπονόμευση και αποδυνάμωση της κοινωνικής αποστολής της δικαιοσύνης. Η εξουσία του δικαστηρίου, όπως τόνισε ο λόρδος Diplock στο ψηλότερο δυνατό επίπεδο της δικαστικής κρίσης, στην Hunter v. Chief Constable of West Midlands and Another [1981] 3 All ER 727,729, έχει σύμφυτο χαρακτήρα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάθε πρόσφορη περίπτωση για την περιφρούρηση της αποτελεσματικής λειτουργίας των δικαστικών διαδικασιών» (βλ. Παπόρη ν. Maskinfabricken "SIO" A/S (1996) 1 ΑΑΔ 1037).

 

Εν κατακλείδι, αναφέρω πως η παρούσα απόφαση δεν σημαίνει πως το Δικαστήριο δεσμεύεται από τα ευρήματα γεγονότων άλλου ομόβαθμου Δικαστηρίου, δηλαδή του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση στην 5635/2013. Δεν δεσμεύεται διότι ευρήματα γεγονότων ενός δικαστηρίου δεν δεσμεύουν ομόβαθμο Δικαστήριο (βάσει της βασικής αρχής του stare decisis, που διαπνέει το δικαιϊκό μας σύστημα ιδωμένης από την αντίθετη οπτική γωνία). Το ζήτημα είναι άλλο εν προκειμένω. Είναι, αν πρέπει να αφεθεί ως θέμα πολιτικής του δικαίου και ζήτημα εκ δευτέρου κρίσης επί του ίδιου θέματος, να δικαστεί η ευθύνη και οι τυχόν αποζημιώσεις σχετικά με το ίδιο ατύχημα για δεύτερη φορά. Φρονώ πως όχι. Διότι τούτο θα προσέκρουε στην αρχή του δεδικασμένου, ως την ανέλυσα πιο πάνω. Αντίθετη απόφανση, θα άνοιγε το δρόμο σε διαφορετική απόφαση επί της ευθύνης και τυχόν αποζημιώσεων για το ίδιο ατύχημα από δυο ομόβαθμα Δικαστήρια με αποτέλεσμα όχι μόνο την πιθανότητα έκδοσης αντικρουόμενων αποφάσεων – ζήτημα εξ αντικειμένου ανεπιθύμητο – αλλά και σε πιθανότητα ο επιτυχών διάδικος να δικαιούται σε δυο σετ αποζημιώσεων -  αποτέλεσμα παράλογο.

 

Δ.        Κατάληξη

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, η διαδικασία τριτοδιαδίκου στην παρούσα αγωγή απορρίπτεται λόγω δεδικασμένου βάσει κωλύματος επί του επίδικου θέματος της ευθύνης και των αποζημιώσεων (cause of issue estoppel), το οποίο εκδικάστηκε και αποφασίστηκε στις 31.7.2023 με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή 5635/2013 μεταξύ του Μιχάλη Παναγιώτου, Τριτοδιαδίκου εν προκειμένω (και ενάγοντα στην προαναφερθείσα αγωγή) και της Κλεανθίας Μάμα Εναγόμενης στην παρούσα αγωγή (και εναγόμενης 1 στην αγωγή 5635/2013).

 

Τα έξοδα της αίτησης προς €1400 επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή – Τριτοδιαδίκου και εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση – Εναγόμενης.

 

Σε σχέση με τα έξοδα ολόκληρης της διαδικασίας Τριτοδιαδίκου, κάθε πλευρά θα επωμιστεί τα δικά της, μέχρι τις 31.7.2023 που εκδόθηκε η απόφαση στην 5635/2013. Μετά τις 31.7.2023 όσα έξοδα προέκυψαν λόγω της επίκλησης του Τριτοδιαδίκου - και δεν αφορούν σε ενδιάμεσες αιτήσεις, για τις οποίες τα έξοδά έχουν ήδη κριθεί και παραμένουν ως έχουν - επιδικάζονται υπέρ του Τριτοδιαδίκου και εναντίον της Εναγόμενης.

 

Αιτιολογώντας τη διαταγή για τα έξοδα, αναφέρω πως το δεδικασμένο προέκυψε στις 31.7.23, ενώ προηγουμένως δεν συνέτρεχε λόγος για απόρριψη της διαδικασίας Τριτοδιαδίκου. Πριν την εν λόγω ημερομηνία, η Εναγόμενη είχε βάσιμο λόγο, βάσει των προωθηθέντων ισχυρισμών της για επίκληση του Τριτοδιαδίκου, να καλέσει τον Τριτοδιάδικο στη διαδικασία, ενώ ο Τριτοδιάδικος είχε βάσιμο λόγο, βάσει των δικών του ισχυρισμών, να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Αν τα έξοδα για τη διαδικασία Τριτοδιαδίκου ακολουθούσαν το αποτέλεσμα, δηλαδή επιδικάζονταν υπέρ της Εναγόμενης, ο Τριτοδιάδικος θα επιβαρύνετο με έξοδα σε δυσανάλογο βαθμό, λαμβάνοντας υπόψη πως (α) η παρούσα υπόθεση δεν δικάστηκε επί της ουσίας της και (β) ο Τριτοδιάδικος εν προκειμένω, καταδικάστηκε ήδη στα έξοδα της αγωγής 5635/2013 και η εκ νέου καταδίκη του στα έξοδα θα ήταν υπερβολική. Έλαβα επίσης υπόψη μου την υπαιτιότητα και των δύο μερών, στην μη συνένωση των δύο αγωγών και στη μη συμφωνία τους, στην παρούσα, να δεσμευτούν από το αποτέλεσμα της 5635/2013.

 

 

 

………………………………..

(Υπ.) Μαρία Κ. Λοΐζου, Α.Ε.Δ.

 

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο