Α.Κ. ν. CYPRINTERS LTD κ.α., Αρ. Yπόθεσης: 4367 / 2020, 28/2/2025
print
Τίτλος:
Α.Κ. ν. CYPRINTERS LTD κ.α., Αρ. Yπόθεσης: 4367 / 2020, 28/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Σατσιά, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Yπόθεσης: 4367 / 2020

Μεταξύ: 

Α.Κ.

Παραπονούμενος

και

1.      CYPRINTERS LTD

2.      Π.Β.

3.      Α.Γ.

4.      Χ.Χ.

Κατηγορούμενοι

 

Ημερομηνία:  28 Φεβρουαρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Β. Παντελή (κα) για Στ. Ν. Χριστοφόρου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για τους Κατηγορούμενους 1, 3 και 4: Η. Κονναρής (κος)

 

Κατηγορούμενοι παρόντες

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η  

Α.  ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.   Το ζήτημα το οποίο τίθεται εν προκειμένω είναι το κατά πόσον υπήρχε σχέση εργοδότη – εργοδοτούμενου μεταξύ του Παραπονούμενου και της Κατηγορούμενης 1 (εν τοις εφεξής «Κατηγορούμενη» ή «Εταιρεία») κατά τον επίδικο με βάση το κατηγορητήριο χρόνο.

 

2.   Η Υπεράσπιση προέβαλε ότι ο Παραπονούμενος είχε παραιτηθεί τόσο από Διευθυντής (αξιωματούχος) όσο και από εργοδοτούμενος (ως Γενικός Διευθυντής) της Κατηγορούμενης και συνεπώς κατά την επίδικη περίοδο δεν ήταν εργοδοτούμενος της Εταιρείας. Ο δε λόγος παραίτησης του ήταν επειδή ήρθαν στην επιφάνεια ορισμένες, οικονομικής φύσεως ατασθαλίες  και συναλλαγές στις οποίες κατ’ ισχυρισμόν προέβη ο Παραπονούμενος με αποτέλεσμα την αποξένωση περιουσίας της Εταιρείας. Κατά τους Κατηγορούμενους, μετά από συνάντηση και συζήτηση του ζητήματος αυτού, συμφωνήθηκε όπως ο Παραπονούμενος παραιτηθεί και καμία πλευρά να μην έχει απαίτηση εναντίον της άλλης.

 

3.   Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει δέκα κατηγορίες οι οποίες αφορούν παράλειψη καταβολής μισθού σε μηνιαίως αμειβόμενο προσωπικό και οι οποίες εδράζονται στις πρόνοιες του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου, Ν. 35(Ι)/2007, ως έχει τροποποιηθεί (εν τοις εφεξής «Νόμος») για την περίοδο Ιουλίου 2019 – Οκτωβρίου 2019.

 

4.   Ειδικότερα, η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει τις κατηγορίες 1,3,5,7 και 9 στο πλαίσιο των οποίων κατηγορείται ότι παρέλειψε να καταβάλει μηνιαίο μισθό σε μηνιαίως αμειβόμενο προσωπικό κατά παράβαση των άρθρων 2, 9 (1) και 20 του Νόμου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών τις οποίες αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη, κατηγορείται ότι δεν κατέβαλε στον Παραπονούμενο το μισθό του για τους μήνες Ιούλιο 2019, Αύγουστο 2019, Σεπτέμβριο 2019, Οκτώβριο 2019 και αναλογία του 13ου του μισθού για το έτος 2019. Το συνολικό ύψος των μισθών οι οποίοι αξιώνονται από τον Παραπονούμενο ανέρχετραι σε €7.290.

 

5.   Οι Κατηγορούμενοι 2, 3 και 4 κατηγορούνται υπό την ιδιότητα τους ως διευθυντές της Κατηγορούμενης ότι την παρακίνησαν, ή παρείχαν βοήθεια, ή την συμβούλευσαν, ή προήγαγαν αυτήν ώστε να μην καταβάλει στον Παραπονούμενο τους μισθούς του.

 

6.   Σημειώνω σε αυτό το σημείο ότι η δίωξη εναντίον του Κατηγορούμενου 2 αναστάλθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και αυτός απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε. Επομένως, ο Κατηγορούμενος 3 αντιμετωπίζει τις κατηγορίες με αριθμούς 2, 4, 6, 8, και 10 και ο Κατηγορούμενος 4 αντιμετωπίζει μόνο τις κατηγορίες με αριθμούς 8 και 10.

 

7.   Δεδομένου ότι οι Κατηγορούμενοι δεν παραδέχθηκαν τις κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζαν, η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Η Κατηγορούσα Αρχή για την απόδειξη της υπόθεσής της κάλεσε τρεις μάρτυρες, ήτοι, τον Παραπονούμενο (ΜΚ1), τον κ. Α.Λ. (ΜΚ2) και τον κ. Χ.Λ. (ΜΚ3). Αφού το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του έκρινε ότι αποδείχθηκε επαρκώς εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε σχέση με τους Κατηγορούμενους, τους κάλεσε σε απολογία. Οι Κατηγορούμενοι επέλεξαν όπως δώσουν ένορκη μαρτυρία. Για την υπεράσπιση έδωσαν  μαρτυρία ο Κατηγορούμενος 3 (ΜΥ1), ο Κατηγορούμενος 4 (ΜΥ2), η κα. Κ.Σ. (ΜΥ3) και η κα. Λ.Ι. (ΜΥ4).

 

8.   Το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας, έχει τύχει προσεκτικής μελέτης και το έχω λάβει υπόψιν μου. Δεδομένου του ότι οι αρχές οι οποίες διέπουν την αιτιολόγηση δικαστικών αποφάσεων δεν επιβάλλουν την επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή την αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή αυτής, θα προσπαθήσω να περιοριστώ σε μια συνοπτική αναφορά στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα.

 

9.      Το δε περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων των συνηγόρων των μερών έχει ληφθεί υπόψη και ειδική αναφορά σε επιχειρήματα που προβάλλονται γίνεται όπου κρίνεται σκόπιμο. Επισημαίνω, ωστόσο, ότι τα επιχειρήματα αμφότερων των πλευρών υπήρξαν, σε όλη τους την εμβέλεια, αντικείμενο σκέψης και προβληματισμού από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησης τους. Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση την οποία μπορεί να έχει στη θεώρηση των επίδικων θεμάτων.[1]

 

Β. ΜΑΡΤΥΡΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΑΧΘΗΚΕ

 

(i)     ΜΚ1 – Παραπονούμενος

 

10.   Ο Παραπονούμενος ετοίμασε και ανέγνωσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασής του (Έγγραφο Α). Στο Έγγραφο Α αναφέρει, μεταξύ άλλων ότι, η Κατηγορούμενη διεξάγει εργασίες τυπογραφείου. Ο Κατηγορούμενος 3 ήταν διευθυντής της Κατηγορούμενης από τον Μάιο του 2019. Ο Κατηγορούμενος 4 κατείχε τη θέση του διευθυντή της Κατηγορούμενης από την 02 Οκτωβρίου 2019 και την κατέχει μέχρι και σήμερα.

 

11.   Ανέφερε ότι ίδιος ήταν ο Γενικός Διευθυντής της Κατηγορούμενης από την ίδρυση της στις 30.10.2013 μέχρι και τις 03.10.2019, ημερομηνία κατά την οποία εξαναγκάστηκε σε παραίτηση λόγω της συμπεριφοράς της Κατηγορούμενης. Διετέλεσε και αξιωματούχος της Κατηγορούμενης ωστόσο εν αγνοία του η Κατηγορούμενη τον τερμάτισε στις 10.05.2019.

 

12.   Η Κατηγορούμενη και οι Κατηγορούμενοι 3 και 4 εντελώς αδικαιολόγητα δεν του κατέβαλαν τους μισθούς του για την περίοδο Ιούλιος 2019 –  3 Οκτωβρίου 2019. Μέχρι τον Ιούνιο του 2019 πληρωνόταν κανονικά από την Κατηγορούμενη (Τεκμήριο 2 – κατάσταση αποδοχών των ΥΚΑ για το 2019).  Παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του προς τούτο, οι Κατηγορούμενοι εξακολουθούν να αρνούνται να του καταβάλουν τους μισθούς του.

 

13.   Από τον Ιούνιο του 2019 μέχρι και τις 03.10.2019 εκτελούσε κανονικά τα καθήκοντα του, προβαίνοντας σε εργασίες απαραίτητες για την λειτουργία της Κατηγορούμενης και στη λήψη των απαραίτητων πιστοποιητικών για τη λειτουργία της αλλά και συνέχιζε να εξυπηρετεί προσωπικά πελάτες και να διοικεί την Κατηγορούμενη αναμένοντας την καταβολή των μισθών του χωρίς καμία ανταπόκριση.

 

14.   Εκείνο το διάστημα προέβη στην προετοιμασία του ελέγχου από την TUV για την εξασφάλιση από την Κατηγορούμενη του Quality Control Certificate.  Προσθέτει ότι χωρίς την εν λόγω πιστοποίηση η Κατηγορούμενη δεν θα μπορούσε να συνεχίζει να κατασκευάζει και να προμηθεύει προϊόντα και υπηρεσίες. Κατά το χρόνο εκείνο η Κατηγορούμενη είχε ένα αξιόλογο πελατολόγιο και οι πιστοποιήσεις αυτές ήτο απαραίτητες. Προέβη επίσης στον τελικό έλεγχο για ανανέωση συμβολαίων και πιστοποιήσεων και ειδικότερα στον έλεγχο για General Management Practices το οποίο κατά τον Παραπονούμενο είναι απαραίτητα για το ISO  «το οποίο εάν δεν το έχεις απαγορεύεται να προμηθεύεις τα προϊόντα της Κατηγορούμενης 1» (σελ. 2 παρ. 9, Έγγραφο Α).

 

15.   Ο λογαριασμός ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του λειτουργούσε κανονικά μέχρι την 12.10.2019 και τον χρησιμοποιούσε και εξυπηρετούσε πελάτες.

 

16.   Ενώ ανέμενε να πληρωθεί τους μισθούς του και ενώ ασκούσε κανονικά τα καθήκοντα του στις 03.10.2019 χωρίς να τύχει ενημέρωσης, η Κατηγορούμενη απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα (Τεκμήριο 3) στους πελάτες, συνεργάτες και προμηθευτές της στο οποίο ψευδώς αναφερόταν ότι αποχώρησε από την Κατηγορούμενη στις 30.06.2019. Τονίζει ο Παραπονούμενος ότι αυτό έγινε ενώ εκτελούσε ανελλιπώς τα καθήκοντα του μέχρι τις 03.10.2019.

 

17.   Μετά την πιο πάνω ενέργεια αντιλήφθηκε ότι η Κατηγορούμενη δεν επιθυμούσε την περαιτέρω απασχόληση του σε αυτήν και θεώρησε πως εκδιώχθηκε από την εργασία του. Δεν πήγε ξανά στην εργασία του έκτοτε.

 

18.   Περαιτέρω, στις 12.10.2019 η Κατηγορούμενη δημοσίευσε στο Φιλελεύθερο ανακοίνωση στην οποία αναφερόταν ότι έληξε η συνεργασία της με τον Παραπονούμενο (Τεκμήριο 4). Επιπλέον, αναφερόταν ότι χρέη εκτελεστικού διευθυντή ασκεί από την 12.05.2019 ο Κατηγορούμενος 3. Υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση του ότι ο λόγος για το δημοσίευμα είναι επειδή περιήλθε στην αντίληψη των Κατηγορούμενων ότι ο Παραπονούμενος μετά την παραίτηση του και παύση του από διευθυντής προσέγγιζε πελάτες της Κατηγορούμενης και ισχυριζόταν ότι οι μετοχές του είχαν κλαπεί και πως αυτός ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της Εταιρείας.

 

19.   Προσθέτει ότι οι Κατηγορούμενοι 3 και 4 γνώριζαν ότι εκτελούσε κανονικά τα καθήκοντα του και έδωσαν εντολή όπως παραμείνει απλήρωτος. Διαφάνηκε ότι είχαν ενεργή εμπλοκή στην απόφαση της Κατηγορούμενης 1 να μην του καταβάλει τους μισθούς του και εσκεμμένα έδωσαν οδηγίες στο λογιστήριο προς τούτο για να εξαναγκαστεί να αποχωρήσει από την εργασία του.

 

20.   Όταν κόντευε η μέρα που θα πληρωνόταν ρωτούσε τον υπεύθυνο λογιστηρίου τον Δ.Κ. γιατί δεν πληρώθηκε και του απαντούσε ότι είχε οδηγίες από τους Κατηγορούμενους 3 και 4 να μην τον πληρώσει.

 

21.   Το τελευταίο πακέτο απολαβών του είχε ως ακολούθως: €1800 μηνιαίως ακάθαρτος μισθός, πλέον 13ος μισθός  και 1% επί του κύκλου εργασιών της Εταιρείας ως φιλοδώρημα. Επίσης, δικαιούτο σε κινητό τηλέφωνο, εταιρικό αυτοκίνητο και σε έξοδα παραστάσεως. Παρουσίασε κατάσταση μισθοδοσίας ως Τεκμήριο 5 για το μήνα Απρίλιο 2019. Σε σχέση με τον 13ο μισθό παρουσίασε ως Τεκμήριο 6 πιστοποιητικό αποδοχών για το έτος 2016 στην οποία φαίνεται ότι οι ετήσιες αποδοχές του ήταν €23.400.

22.   Κατά την αντεξέταση του από το συνήγορο των Κατηγορούμενων όταν ερωτήθηκε γιατί αφού ήταν Γενικός Διευθυντής και διοικούσε την Εταιρεία δεν πλήρωσε τον εαυτό του, απάντησε ότι είχε αλλάξει η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου και ότι ήταν υπάλληλος σαν Γενικός Διευθυντής και δεν είχε ο ίδιος έλεγχο επί  των πληρωμών μισθών.

 

23.   Ανέφερε ότι θυμάται τη συνάντηση που είχαν περί τον Μάϊο του 2019 με τους Κατηγορούμενους ωστόσο δεν θυμόταν τι διαμείφθηκε σε αυτή. Αντεξετάστηκε σε σχέση με δύο οχήματα μάρκας Porsche και ένα διαμέρισμα στο Aphrodite Hills τα οποία ανήκαν στην Εταιρεία  και τα οποία ο Παραπονούμενος μεταβίβασε στο όνομα του αφού υπέγραψε τόσο για την Εταιρεία όσο και για τον εαυτό του ότι αποδέχεται την μεταβίβαση και εκχώρηση αντίστοιχα. Ο Παραπονούμενος παραδέχθηκε ότι προέβη στις προαναφερόμενες μεταβιβάσεις ωστόσο υπεραμύνθηκε της νομιμότητας αυτών.  

 

24.   Ο Παραπονούμενος ανέφερε ότι ήταν και μέτοχος της Εταιρείας μέχρι τον Αύγουστο του 2018. Οι οποιεσδήποτε μεταβιβάσεις περιουσίας έγιναν κατά την περίοδο που ήταν μέτοχος. Ακολούθως πώλησε τις μετοχές του ωστόσο δεν εισέπραξε το τίμημα και γι’ αυτό το λόγο κατήγγειλε την υπόθεση στο ΤΑΕ.

 

25.   Κατά την αντεξέταση του αναγνώρισε τις επιστολές οι οποίες κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 7 και 8. Ο Παραπονούμενος ανέφερε, κατόπιν υποβολής ότι παραιτήθηκε από Γενικός Διευθυντής ως αναφέρεται στο Τεκμήριο 8 (ημερ.19.09.2019) ότι δεν τον έπαυσαν / τερμάτισαν και ούτε παραιτήθηκε ο ίδιος. Υποβλήθηκε η θέση των Κατηγορούμενων ότι ο Παραπονούμενος παραιτήθηκε / παύτηκε λόγω των καταδολιεύσεων τις οποίες διέπραξε εναντίον της Εταιρείας, θέση με την οποία διαφώνησε ο Παραπονούμενος. Επίσης, ο Παραπονούμενος ανέφερε πως είναι δύο διαφορετικά πράγματα το στέλεχος του Διοικητικού Συμβουλίου και ο Γενικός Διευθυντής.  Ανέφερε κατά την αντεξέταση του ότι παραιτήθηκε από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου αλλά όχι ως υπάλληλος Γενικός Διευθυντής επειδή ποτέ δεν έδωσε επιστολή παραίτησης.

 

26.   Ο Παραπονούμενος επέμεινε ότι απόδειξη της εργοδότησης του είναι ότι κατά την διαδικασία πιστοποίησης του ISO ήταν παρών στην Εταιρεία και υπέγραψε. Υποβλήθηκε ότι ήταν αλλότρια τα κίνητρα του και ότι το πρόσωπο που προσέλαβε για αυτή τη διαδικασία ήταν συγχωριανός του.

 

27.   Ερωτήθηκε επίσης σε σχέση με την εταιρεία TTW TRAVEL TRADE WEEKLY LTD (εφεξής «TTW») και απάντησε πως είναι διευθυντής και μέτοχος αυτής. Συμφώνησε ότι η Εταιρεία ήγειρε αγωγή εναντίον της TTW σε σχέση με ποσά τα οφείλει η τελευταία σε αυτήν. Τα τιμολόγια εκδόθηκαν όταν ο Παραπονούμενος ήταν αξιωματούχος της Κατηγορούμενης ενώ στην αγωγή προβάλλει ως υπεράσπιση ότι η ΤΤW της οποίας είναι διευθυντής ουδέποτε συγκατατέθηκε στις χρεώσεις από την Κατηγορούμενη στην οποία επίσης ήταν διευθυντής κατά τον ουσιώδη χρόνο (Τεκμήριο 9).  Αντεξετάστηκε σε σχέση με αυτό το ζήτημα για να καταδειχθεί η συμπεριφορά του Παραπονούμενου η οποία οδήγησε στην παύση του καθώς και για να πληγεί η αξιοπιστία του. Ο Παραπονούμενος απάντησε πως δεν ανέφερε πως δεν συγκατατέθηκε και εξήγησε πως οι λογαριασμοί της Εταιρείας για τα έτη 2017 και 2018 δεν είχαν ετοιμαστεί για να διενεργηθεί ο συμψηφισμός.

 

28.   Υποβλήθηκε ότι άλλαξαν οι ελεγκτές της Εταιρείας αφού είχε διαπιστωθεί η καταδολίευση της Εταιρείας από τον Παραπονούμενο, ενώ οι προηγούμενοι ελεγκτές ήταν γνωστοί του. Ο Παραπονούμενος απάντησε πως δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε καταδολίευση και απέδωσε στους Κατηγορούμενους αλλότρια κίνητρα. Ως προς το ότι ήταν γνωστοί του οι προηγούμενοι ελεγκτές στην ουσία απάντησε ότι αυτό δεν είναι μεμπτό καθότι είμαστε στην Κύπρο.

 

29.   Υποδείχθηκε επίσης στον Παραπονούμενο η ένορκη του δήλωση στο πλαίσιο της αγωγής 2230/2020 στην οποία Ενάγουσα είναι η Κατηγορούμενη και Εναγόμενη είναι η Phelena Rent a Car Ltd. Ο Παραπονούμενος αναγνώρισε τη δήλωση του (Τεκμήριο 12) την οποία ορκίστηκε προς υπεράσπιση της Εναγόμενης. Στο Τεκμήριο 12 γίνεται λόγος από τον Παραπονούμενο για παράνομη μεταβίβαση των μετοχών του στην Κατηγορούμενη σε άλλο πρόσωπο. Η εν λόγω μεταβίβαση κατά τον ισχυρισμό του Παραπονούμενου έγινε τον Αύγουστο του 2018. Ερωτήθηκε γιατί παρέμεινε στην Εταιρεία ως το 2019 αφού από το 2018 ισχυριζόταν ότι παράνομα αποξενώθηκαν οι μετοχές του. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι γίνονταν συζητήσεις για να εξευρεθεί μια λύση ωστόσο δεν κατέληξαν πουθενά οι συζητήσεις. Από την ημέρα που μεταβιβάστηκαν παράνομα οι μετοχές του παρέμεινε στην Εταιρεία ως υπάλληλος.

 

30.   Έγινε αναφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της Κατηγορούμενης σε σχέση με το οποίο υπάρχει διαφωνία μεταξύ του Παραπονούμενου και του Κατηγορούμενου 4. Οι Κατηγορούμενοι προέβαλαν ότι ο Παραπονούμενος ήταν στην ουσία θεματοφύλακας για τις μετοχές του Κατηγορούμενου 4 ενώ ο Παραπονούμενος ισχυρίστηκε ότι ήταν δικές του οι μετοχές. Υποβλήθηκε ότι δεν ισχύουν τα όσα αναφέρει σε σχέση με αυτό το θέμα και γι’ αυτό το λόγο δεν έχει λάβει νομικά μέτρα μέχρι και σήμερα σε σχέση με τις μετοχές. Ο Παραπονούμενος διαφώνησε αναφέροντας ότι κατήγγειλε το ζήτημα στην Αστυνομία.

 

31.   Υποβλήθηκε ότι ο Παραπονούμενος παραιτήθηκε από την Εταιρεία και ότι η τελευταία του μέρα ήταν η 30.06.2019 και ο λόγος είναι για να μην ληφθούν περαιτέρω μέτρα εναντίον του σε σχέση με τη διαχείριση των λογαριασμών της Κατηγορούμενης. Ο Παραπονούμενος διαφώνησε έντονα με αυτή τη θέση.

 

32.   Υποβλήθηκε επίσης πως ο λόγος για τον οποίο δεν πήρε επιστολή τερματισμού είναι επειδή παραιτήθηκε και ο λόγος για τον οποίο δεν του απαγορεύθηκε η είσοδος στην Εταιρεία μετά την 30.06.2019 είναι επειδή ακριβώς δεν εργαζόταν στην Εταιρεία.  Ο Παραπονούμενος επέμεινε ότι ουδέποτε παραιτήθηκε και ούτε τερματίστηκε η υπηρεσία του από την Εταιρεία μέχρι την 02.10.2019 όταν εξέλαβε το μήνυμα Τεκμήριο 3  ως απόλυση.

 

33.   Υποβλήθηκε η θέση των Κατηγορούμενων ότι ο Παραπονούμενος παύθηκε από Διευθυντής της Κατηγορούμενης το Μάιο του 2019 και από Γενικός Διευθυντής (εργοδοτούμενος) παραιτήθηκε με την τελευταία μέρα εργοδότησης του την 30.06.2019. Ο Παραπονούμενος επέμεινε ότι από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο του 2019 ήταν στην Εταιρεία και ουδέποτε τον τερμάτισαν.

 

(ii)    ΜΚ 2 – Α.Λ.

 

34.   Ο ΜΚ2 ανέφερε ότι είναι σύμβουλος επιχειρήσεων σε σχέση με θέματα συστημάτων διαχείρισης ποιότητας ISO. Ήταν σύμβουλος της Κατηγορούμενης από το 2017 – 2018 μέχρι το 2023 για σκοπούς ετοιμασίας της για την πιστοποίηση με ISO9001 και GMP (ορθές βιομηχανικές πρακτικές). Ανέφερε ότι από την αρχή μιλούσε με τον Παραπονούμενο καθώς και με τον Κατηγορούμενο 4 και τον λογιστή της Κατηγορούμενης τον Δ.Κ.. Η διαδικασία για συμμόρφωση με το ISO9001 ξεκίνησε το 2018 και στις 11.07.2019 έγινε η πρώτη επιθεώρηση επιτήρησης.

 

35.   Ο σκοπός της μαρτυρίας του ΜΚ 2 ήταν για να δείξει ότι στην επιθεώρηση ήταν παρών ο Παραπονούμενος. Στις 08.05.2019 ο ίδιος διεξήγαγε εσωτερικό έλεγχο. Κατά τον εξωτερικό έλεγχο στις 11.07.2019 ήταν παρών και ο ίδιος ως σύμβουλος της Εταιρείας.

 

36.   Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 13 η αίτηση εργοδότη για καταβολή χορηγίας σε σχέση με σεμινάριο για εσωτερικές επιθεωρήσεις συστήματος ISO 9001 που περιλαμβάνει υπογεγραμμένη υπεύθυνη δήλωση,  καθώς και αντίγραφο της πρώτης σελίδας της αίτησης με επιβεβαίωση ότι ελήφθη από την ΑΝΑΔ. Ο λόγος που κατατέθηκε είναι επειδή φέρει ημερομηνία 02.07.2019, υπογράφεται από τον Παραπονούμενο ως εργοδότη και φέρει σφραγίδα της Κατηγορούμενης στο χώρο της υπογραφής. Με βάση την πρώτη σελίδα του εγγράφου τα σεμινάρια έλαβαν χώρα μεταξύ της 08.05.2019 και της 22.05.2019. Στο παρουσιολόγιο για τα τρία σεμινάρια που έγιναν τον Μάιο του 2019 υπογράφει την παρουσία του και ο Παραπονούμενος.

 

37.   Η επιθεώρηση από την εταιρεία TUV CYPRUS η οποία είναι ο φορέας πιστοποίησης έγινε στις 11.07.2019.  Ο ΜΚ2 ανέφερε ότι κατά την επιθεώρηση παρών ήταν και ο Παραπονούμενος. Ο Κατηγορούμενος 4 ήταν στο γραφείο του.

 

38.   Κατά την αντεξέταση του από τον συνήγορο της Υπεράσπισης, ο ΜΚ2 ανέφερε ότι είναι συγχωριανός με τον Παραπονούμενο και συμφώνησε ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τον προτίμησε. Δεν γνώριζε ότι στις 11.07.2019 όταν έγινε ο έλεγχος ο Παραπονούμενος είχε παυθεί από διευθυντής της Εταιρείας και δεν τον είχε ενημερώσει περί τούτου ο Παραπονούμενος.

39.   Αντεξετάστηκε σε σχέση με την ημερομηνία στο Τεκμήριο 13 το οποίο δείχνει ότι ο Παραπονούμενος υπέγραψε την αίτηση στις 02.07.2019. Ο ΜΚ2 ανέφερε ότι δεν θυμάται να μετέβηκε στην Εταιρεία στις 02.07.2019. Μετέβη στις 05.07.2019 δηλαδή λίγες μέρες πριν τον έλεγχο και αυτό φαίνεται στις σημειώσεις του Τεκμήριο 14. Δεν θυμάται αν είδε τον Παραπονούμενο στις 02.07.2019 για να του υπογράψει αλλά αρνήθηκε ότι ο Παραπονούμενος υπέγραψε το Τεκμήριο 13 πριν τις 02.07.2019 και έβαλε απλώς ο ίδιος την ημερομηνία.

 

40.   Σε μεταγενέστερο στάδιο ανέφερε ότι όντως πήγε στην Κατηγορούμενη για να του υπογράψει το Τεκμήριο 13 ο Παραπονούμενος στις 02.07.2019. Πρόσθεσε πως αυτό είναι κάτι που συνηθίζει να το κάνει τις ημέρες πριν από την επιθεώρηση κατά τις ετοιμασίες των πελατών του για την επιθεώρηση. Δεν προέβη σε επανέλεγχο ως προς τη δομή της Εταιρείας πριν από τον έλεγχο από τον φορέα πιστοποίησης.  

 

(iii)  ΜΚ 3 – Χ.Λ.

 

41.   Ο ΜΚ3 είναι ανώτερος επιθεωρητής συστημάτων διαχείρισης ποιότητας ISO9001 στην ΤUV CYPRUS η οποία είναι φορέας πιστοποίησης σε σχέση με συστήματα διαχείρισης ποιότητας και διενήργησε τις επιθεωρήσεις και επιτηρήσεις στην Κατηγορούμενη για σκοπούς πιστοποίησης της. Κατέθεσε το Τεκμήριο 15 το οποίο αποτελεί αλληλογραφία μεταξύ της TUV και του Παραπονούμενου ημερομηνίας 16.05.2019 και 17.05.2019 για τη διευθέτηση επιθεώρησης στο πλαίσιο της πρώτης επιτήρησης για τα συστήματα ISO και GMP.

 

42.   Κατέθεσε επίσης ως Τεκμήριο 16 την αναφορά επιθεώρησης, το πρόγραμμα επιθεώρησης και ένα έγγραφο με τίτλο γενικά στοιχεία εταιρείας σε σχέση με την επιθεώρηση στην Κατηγορούμενη η οποία έλαβε χώρα στις 11.07.2019. Τα έγγραφα αυτά ήταν στην κατοχή του ΜΚ3 λόγω της εργοδότησης του στην TUV ωστόσο διευκρίνισε πως δεν ήταν ο ίδιος ο επιθεωρητής στις 11.07.2019.  

 

43.   Ο ΜΚ3 εξήγησε πως διεξάγονται οι έλεγχοι για τα συστήματα ISO. Διευκρίνισε πως πρέπει να λειτουργεί η επιχείρηση την ώρα που διεξάγεται ο έλεγχος. Ακολούθως ανέφερε πως λήφθηκε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα στην TUV τον Οκτώβριο του 2019 από κάποιον κύριο Γ [Κατηγορούμενος 3] το οποίο ανέφερε πως ο Παραπονούμενος δεν ήταν αρμόδιος να υπογράφει. Όταν όμως έγινε η επιθεώρηση παρών ήταν ο Παραπονούμενος.

 

44.   Κατά την αντεξέταση ερωτήθηκε σε σχέση με το μήνυμα που έλαβε η TUV ως προς το κατά πόσον ο Παραπονούμενος ήταν εξουσιοδοτημένος να υπογράφει για την Κατηγορούμενη. Ανέφερε ότι έγινε η διαδικασία αντικατάστασης του Παραπονούμενου με τον κ. Γ [Κατηγορούμενος 3] και στάλθηκαν νέα συμβόλαια και πιστοποιητικά της Εταιρείας.

 

45.   Υποβλήθηκε στον ΜΚ3 ότι επειδή δεν ήταν ο ίδιος παρών δεν μπορεί να γνωρίζει αν ο Παραπονούμενος ήταν παρών στις 11.07.2019 όταν έγινε η επιθεώρηση. Ο ΜΚ3 αρνήθηκε απαντώντας ότι όταν έγινε η επιθεώρηση ήταν εκεί ο Παραπονούμενος και γνώριζαν πως είναι διευθυντής της Εταιρείας.

 

46.   Ο ΜΚ3 παρέπεμψε στην τρίτη σελίδα του Τεκμηρίου 16 και ανέφερε πως συμπληρώθηκε από την Εταιρεία και αναφέρει πως ο Γενικός Διευθυντής είναι ο Α.Κ.. Το έγγραφο αυτό στάλθηκε από το φαξ της Εταιρείας στην  TUV όταν είχε ολοκληρωθεί η επιθεώρηση. Ωστόσο όταν ερωτήθηκε που το γνωρίζει αυτό δεδομένου του ότι δεν ήταν παρών ανέφερε δεν μπορεί να το αποδείξει.

 

(iv)  ΜΥ1 – Κατηγορούμενος 3

 

47.   Ο Κατηγορούμενος 3 είναι ένας εκ των διευθυντών της Κατηγορούμενης. Ως μέρος της κυρίως εξέτασης του υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής του δήλωσης (Έγγραφο Β) στην οποία αναφέρει μεταξύ άλλων ότι γνωρίζει τον Κατηγορούμενο 4 περισσότερο από 30 χρόνια.

 

48.   Τον Μάιο του 2019 ο Κατηγορούμενος 4 τον κάλεσε και του ζήτησε βοήθεια επειδή ως του ανέφερε αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα με την επιχείρηση τυπογραφείου που διατηρούσε. Όπως τον πληροφόρησε, ο διευθυντής τον οποίο είχε διορίσει (ήτοι ο Παραπονούμενος) απέσπασε από την Κατηγορούμενη μεγάλα χρηματικά ποσά και αυτό διαπιστώθηκε μετά από έλεγχο στα βιβλία της Εταιρείας.

 

49.   Αποτάθηκε στον ίδιο διότι ήταν φίλοι αλλά και λόγω των γνώσεων του. Τον ίδιο μήνα έγινε συνάντηση στα γραφεία της Εταιρείας στην οποία ήταν παρόντες οι Κατηγορούμενοι, ο δικηγόρος κος Κονναρής, ένας υπάλληλος του ελεγκτικού γραφείου του κύριου Γνάφτη καθώς και ο Παραπονούμενος στον οποίο παρουσιάστηκαν τα στοιχεία τα οποία συνέλεξαν οι ελεγκτές.

 

50.   Ο Παραπονούμενος δεν αμφισβήτησε τα στοιχεία τα οποία παρουσιάστηκαν σε αυτόν. Περαιτέρω τους ανέφερε ότι παραιτείται και ειρωνικά ανέφερε «να δούμε τι θα κάνετε χωρίς εμένα». Τις επόμενες μέρες ο Κατηγορούμενος 4 του ζήτησε να διοριστεί Διευθυντής της Εταιρείας και ο ίδιος δέχθηκε με σκοπό να τον βοηθήσει χωρίς να λάβει αντάλλαγμα ή να έχει προσωπικό όφελος.

 

51.   Επειδή ο Παραπονούμενος δεν είχε δώσει γραπτώς την παραίτηση του και επειδή η Εταιρεία επιθυμούσε να τον απαλλάξει από τα καθήκοντα του σε Γενική Συνέλευση των Μετόχων της Εταιρείας, αποφασίστηκε η παύση του. Οι τελικοί δικαιούχοι των μετοχών της Εταιρείας είναι οι δύο θυγατέρες του Κατηγορούμενου 4.

 

52.   Ο Παραπονούμενος ζήτησε να μείνει μέχρι το τέλος Ιουνίου στην Κατηγορούμενη επειδή υπήρχαν κάποιες εκκρεμότητες και ο Κατηγορούμενος 4 αποδέχθηκε σεβόμενος το γεγονός ότι ο Παραπονούμενος τον βοήθησε στην λειτουργία και έλεγχο της Εταιρείας. Ο Κατηγορούμενος 3 διαφώνησε με αυτό αλλά ο Κατηγορούμενος 4 επέμεινε επειδή δεν ήθελε να τον εκθέσει απολύοντας τον άμεσα. Ο λόγος ήταν επειδή παρά το γεγονός πως ο Παραπονούμενος ιδιοποιήθηκε περιουσία της Εταιρείας κατά την περίοδο που ήταν στην Εταιρεία αυτή ευημερούσε. Για τον ίδιο λόγο ο Κατηγορούμενος 4 δεν ήθελε να προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία.

 

53.   Ο ίδιος παρέδωσε στον Παραπονούμενο την επιστολή παύσης του από διευθυντής της Εταιρείας. Ακολούθως, ο Κατηγορούμενος 3 επέστρεψε στην Αθήνα όπου διαμένει ωστόσο είχε τακτική επικοινωνία (σχεδόν καθημερινή) με τον Κατηγορούμενο 4 σε σχέση με διοικητικά ζητήματα της Εταιρείας. Εξ όσων γνωρίζει από την τακτική του επικοινωνία με τον Κατηγορούμενο 4 το θέμα θεωρείτο λήξαν την 30.06.2019 όταν τερματίστηκε η εργοδότηση του Παραπονούμενου. Μετέπειτα, ο Παραπονούμενος δεν εμφανιζόταν στην Εταιρεία παρά μόνο περαστικός.

 

54.   Τον Αύγουστου ή Σεπτέμβριο του 2019 δημιουργήθηκε ζήτημα καθότι ο Παραπονούμενος διέδιδε φήμες ότι η Εταιρεία ήταν δική του και ο Κατηγορούμενος 4 του έκλεψε τις μετοχές του. Συγκεκριμένα, ο Παραπονούμενος έστειλε διάφορα ηλεκτρονικά μηνύματα σε πελάτες της Εταιρείας σε σχέση με ισχυριζόμενη κλοπή των μετοχών του. Ο ίδιος συμβούλευσε τον Κατηγορούμενο 4 να δημοσιεύσει στην εφημερίδα ότι από το Μάιο του 2019 ο Παραπονούμενος έπαυσε να ήταν διευθυντής της Εταιρείας.

 

55.   Τέλος, ο Κατηγορούμενος 3 ανέφερε ότι ο Παραπονούμενος έπαυσε να είναι εργοδοτούμενος της Εταιρείας από τον Ιούλιο του 2019. Οι ισχυρισμοί του είναι αβάσιμοι και ψευδείς και ουδέποτε ζήτησε οποιοδήποτε μισθό από τον Ιούλιο του 2019 διότι δεν δικαιούτο. Ο ίδιος έμαθε για την αξίωση του Παραπονούμενο όταν του επιδόθηκε η παρούσα υπόθεση το 2020.

 

56.   Κατά την αντεξέταση του εξήγησε γιατί στις 06.10.2019 ο Παραπονούμενος απέστειλε μήνυμα από λογαριασμό της Εταιρείας. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος 4 ήταν (μόνο) στην παραγωγή ενώ ο Παραπονούμενος είχε πλήρη έλεγχο της Εταιρείας και γι’ αυτό υπήρξαν αυτές οι οικονομικές ατασθαλίες.

 

57.   Επίσης ανέφερε ότι το Σεπτέμβριο του 2019 υπέπεσε στην αντίληψη του ότι ο Παραπονούμενος προσέγγιζε πελάτες της Εταιρείας προσπαθώντας να τους πείσει να μεταφέρουν την πελατεία τους σε άλλο τυπογραφείο και αυτό κατά τον ΜΥ1 δεν συνάδει με τη θέση του Παραπονούμενου ότι ήταν εργοδοτούμενος της Εταιρείας.

 

58.   Ανέφερε ότι τον Οκτώβριο απέστειλε ένα μήνυμα στην TUV για να τους ενημερώσει ότι ο Παραπονούμενος είχε παύσει να εργάζεται στην Εταιρεία από το Ιούνιο του 2019 για να σταματήσουν να του δίνουν πρόσβαση σε αυτό το κομμάτι.

 

59.   Επέμεινε ότι η επιστολή που του έδωσε τον Μάιο του 2019 ήταν επιστολή τερματισμού και ότι  ο Παραπονούμενος την πήρε και τη φύλαξε. Ο Παραπονούμενος πάυθηκε και ως Γενικός Διευθυντής. Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε τέτοιο πρόβλημα δεν μπορεί να παρέμεινε ως Γενικός Διευθυντής. Δεν επρόκειτο για κάποιο υπάλληλο στην γραμμή παραγωγής. Ο Γενικός Διευθυντής ήταν μέλος της Διοίκησης της Εταιρείας και η παύση του ήταν και παύση από τη θέση του Γενικού Διευθυντή.

 

60.   Εξήγησε ότι στην αρχή μόλις ενεπλάκη ο ίδιος το κλίμα ήταν καλό μεταξύ όλων. Όταν μετά έγιναν προσπάθειες από τον Παραπονούμενο να κλέψει πελάτες της Εταιρείας (η επίθεση εναντίον της Εταιρείας όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο ΜΥ1) μόνο τότε λήφθηκαν μέτρα εναντίον του Παραπονούμενου.

 

(v)    ΜΥ 2 – Κατηγορούμενος 4

 

61.   Ο Κατηγορούμενος 4 είναι ένας εκ των διευθυντών της Κατηγορούμενης 1 από την 02.10.2019. Ως μέρος της κυρίως εξέτασης του υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής του δήλωσης (Έγγραφο Γ) στην οποία αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η Εταιρεία είναι δικών του συμφερόντων. Ο Παραπονούμενος διετέλεσε και μέτοχος της Εταιρείας ως καταπιστευματοδόχος του, πράγμα το οποίο παρέλειψε να αναφέρει. Τον Αύγουστο του 2018 συγκατατέθηκε ο Παραπονούμενος και οι μετοχές μεταβιβάστηκαν σε άλλη εταιρεία στην οποία μέτοχοι είναι οι δύο θυγατέρες του Κατηγορούμενου 4 (Τεκμήριο 17).

 

62.   Ο Κατηγορούμενος 3 επιλέχθηκε από τον ίδιο λόγω των γνώσεων του για να τον βοηθήσει λόγω της αποχώρησης του Παραπονούμενου. Διορίστηκε ως διευθυντής χωρίς κανένα οικονομικό ή άλλο όφελος.

 

63.   Τον Νοέμβριο του 2018 ο λογιστής της Εταιρείας ανακάλυψε ότι ο Παραπονούμενος μετέφερε από τους λογαριασμούς της Εταιρείας χρηματικά ποσά σε άγνωστα πρόσωπα στον Κατηγορούμενο 4 χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία για τις μεταφορές αυτές και χωρίς να ενημερωθεί ο ίδιος. Οι δε ελεγκτές της Εταιρείας τον ενημέρωσαν ότι φαινόταν πως υπήρξαν σοβαρές ατασθαλίες από μέρους του Παραπονούμενου.

 

64.   Αποφασίστηκε να τον καλέσουν σε συνάντηση για να συζητήσουν τα θέματα τα οποία προέκυπταν. Τον Μάιο του 2019 όταν έγινε η συνάντηση ο Παραπονούμενος δεν ήταν σε θέση να παράσχει εξηγήσεις και υπέβαλε την παραίτηση του. Προχώρησαν σε γενική συνέλευση των μετόχων της Εταιρείας και αποφασίστηκε η παύση του από Διευθυντή της Εταιρείας (Τεκμήριο 18).

 

65.    Ωστόσο, ο Παραπονούμενος ζήτησε να παραμείνει στην Εταιρεία μέχρι το τέλος Ιουνίου οπότε τερματίστηκαν οι υπηρεσίες του ως υπάλληλου της Εταιρείας την 28.06.2019. Παρουσιάστηκε ως Τεκμήριο 18 κατάσταση αποδοχών και εισφορών των Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Εταιρείας. Σε σχέση με τον Παραπονούμενο φαίνεται ότι δηλώθηκε πως η ημερομηνία τερματισμού του είναι η 28.06.2019.

 

66.   Συγκεκριμένα του ανέφερε να παραμείνει ως το τέλος Ιουνίου 2019, να μην έχει κανένας απαίτηση έναντι του άλλου και οι διαφορές τους να θεωρηθούν ως διευθετηθείσες. Επομένως, δεν οφείλονται μισθοί στον Παραπονούμενο διότι αυτός παραιτήθηκε.

 

67.   Κατέθεσε την έκθεση των ελεγκτών της Κατηγορούμενης (Τεκμήριο 20) και έκανε αναφορά σε πέντε διαφορετικές περιπτώσεις χρεώσεων ή μεταφορών χρημάτων σε νομικά πρόσωπα. Στη μια περίπτωση κατά τον Κατηγορούμενο 4 παρουσιάζονταν ψευδή τιμολόγια και μεταφέρονταν χρήματα σε Εταιρεία συμφερόντων του Παραπονούμενου ενώ σε άλλη περίπτωση μεταφέρθηκε το ποσό των €64.578 σε εταιρεία αγνώστου ταυτότητας χωρίς εξήγηση.

 

68.   Ο Παραπονούμενος μετά από την αποχώρηση του από την Εταιρεία απέστελλε ηλεκτρονικά μηνύματα σε πελάτες της Εταιρείας αναφέροντας ότι μεταβιβάστηκαν παράνομα οι μετοχές του στην Εταιρεία σε τρίτα πρόσωπα. Αυτή η συμπεριφορά του δεν συνάδει με το ότι κατά τον δικό του ισχυρισμό ασκούσε καθήκοντα μέχρι τον Οκτώβριο του 2019.

 

69.   Ο Κατηγορούμενος 4 περαιτέρω παραπέμπει στα Τεκμήρια 7 και 8 και αναφέρει ότι από αυτά προκύπτει πως ο Παραπονούμενος το Σεπτέμβριο του 2019 δεν ήταν εργοδοτούμενος της Εταιρείας και αυτό το γνώριζε και ο ίδιος. Το δε Τεκμήριο 4 δημοσιεύτηκε εξ ανάγκης καθότι ο Παραπονούμενος διέδιδε ότι είχαν κλαπεί δήθεν οι μετοχές του.

 

70.   Ακολούθως, ο Κατηγορούμενος 4 επεξηγεί τους λόγους για τον οποίο δεν είχε καταγγείλει τότε τον Παραπονούμενο στην Αστυνομία. Εξηγεί ότι αποδέχθηκε την πρόταση του να παραμείνει στην Εταιρεία μέχρι το τέλος Ιουνίου για να ολοκληρώσει τις εκκρεμότητες του και ακολούθως να φύγει και οποιαδήποτε διαφορά ή εκατέρωθεν οικονομική απαίτηση να θεωρείται διευθετημένη.

 

71.   Ο Παραπονούμενος μετά τον Ιούλιο του 2019 δεν ερχόταν τακτικά στο εργοστάσιο παρά μόνο επισκεπτόταν τους  πρώην συναδέλφους του. Από τον Αύγουστο και μετά δεν παρουσιάστηκε ούτε και μια φορά και άρχισε να αποστέλλει επιστολές.

 

72.   Κατατέθηκε επίσης επιστολή από δικηγόρο εκ μέρους του Παραπονούμενου προς την Εταιρεία, ημερ. 25.11.2024 (Τεκμήριο 23) στην οποία αξιώνει την εγγραφή επ᾽ ονόματι του ενός διαμερίσματος στο Aphrodite Hills το οποίο ανήκει στην Εταιρεία βασιζόμενος σε σύμβαση εκχώρησης την οποία υπόγραψε ο ίδιος τόσο ως εκχωρητής όσο και ως εκδοχέας ημερομηνίας 05.06.2018 η οποία χαρτοσημάνθηκε στις 2.12.2020, δηλαδή μετά την αποχώρηση του Παραπονούμενου από την Εταιρεία.

 

73.   Τέλος, ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση του ότι ο Παραπονούμενος δεν δικαιούται σε κανένα ποσό καθότι έλαβε όλα τα ωφελήματα που δικαιούτο κατά την περίοδο που εργάστηκε και με αντάλλαγμα να μην προωθηθούν απαιτήσεις εναντίον του αποποιήθηκε και τυχόν δικές του απαιτήσεις.

 

74.   Κατά την αντεξέταση του Κατηγορούμενου 4 υποβλήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο Παραπονούμενος δεν ήταν καταπιστευματοδόχος των μετοχών του Κατηγορούμενου 4 αλλά ήταν δικές του. Ο Κατηγορούμενος 4 εξήγησε ότι η Εταιρεία ήταν δική του και διόρισε τον Παραπονούμενο ως Γενικό Διευθυντή και επειδή είχαν πολύ καλές σχέσεις ο Παραπονούμενος είχε τις μετοχές στο όνομα του ως καταπιστευματοδόχος του. Η συνεννόηση τους ήταν ότι ο Κατηγορούμενος 4 θα αναλάμβανε το τμήμα που γνώριζε, ήτοι τις εκτυπώσεις, ενώ ο Παραπονούμενος θα αναλάμβανε το διοικητικό κομμάτι.

 

75.   Ερωτήθηκε σε σχέση με το ότι ο Παραπονούμενος χρησιμοποιούσε τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μέχρι τον Οκτώβριο. Ο Κατηγορούμενος 4 ανέφερε ότι ο ίδιος δεν έχει γνώσεις ηλεκτρονικών υπολογιστών και επομένως δεν του πέρασε από το μυαλό. Μόλις αντιλήφθηκε ότι έστελνε μηνύματα και είχε πρόσβαση στο λογαριασμό της Εταιρείας μίλησε με τον υπεύθυνο ΙΤ και τερματίστηκε η πρόσβαση του.

 

76.   Ο Κατηγορούμενος 4 επιβεβαίωσε ότι ο Παραπονούμενος ήταν παρών όταν έγινε η επιθεώρηση του ISO καθότι του ζήτησε να είναι παρών για το λόγο ότι αυτός γνώριζε τι έπρεπε να γίνει. Υποβλήθηκε ότι δεν γίνεται αφενός να κατηγορεί τον Παραπονούμενο για σοβαρές ατασθαλίες το Μάιο του 2019 και ακολούθως τον Ιούλιο να αναφέρει ότι δεν είχαν διαφωνία και να υπογράφει ο Παραπονούμενος ως Διευθυντής της Εταιρείας. Ο Κατηγορούμενος 4 ανέφερε πως εκείνη την περίοδο (Ιούλιο 2019) είχαν συμφωνήσει να αφήσουν πίσω τα όσα έγιναν στο παρελθόν και να προχωρήσουν για να μην καταλήξουν στα Δικαστήρια ή να γίνουν επίσημες καταγγελίες. Ο ίδιος το αποδέχθηκε διότι ένιωθε πως τον βοήθησε ο Παραπονούμενος παρά τις οποιεσδήποτε οικονομικής φύσης ατασθαλίες.

 

77.   Επίσης, ο μάρτυρας απέρριψε την υποβολή ότι ο σκοπός του λογιστικού ελέγχου ήταν για να πωληθούν οι μετοχές του Παραπονούμενου. Ο μάρτυρας επέμεινε ότι ήταν καταπιστευματοδόχος του και οι μετοχές ήταν δικές του και για αυτό το λόγο μεταβιβάστηκαν.

 

(vi)      MY 3 – Κ.Δ.

 

78.   Η ΜΥ 3 ήταν υπάλληλος της Κατηγορούμενης 1 ως υπεύθυνη παραγωγής από την ίδρυση της Εταιρείας. Κατά την κυρίως εξέταση της ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο Παραπονούμενος ήταν ένας εκ των εργοδοτών της. Περαιτέρω, εξ όσων γνωρίζει αποχώρησε από την Εταιρεία περί τα μέσα του έτους 2019 αφού έδωσε παραίτηση. Από την ημέρα που έδωσε παραίτηση τον είδε στην Εταιρεία μια φορά την ημέρα κατά την οποία έγινε ο έλεγχος του ISO.

 

79.   Κατά την αντεξέταση της ερωτήθηκε σε σχέση με τρεις πελάτες της Εταιρείας και υποβλήθηκε ότι οι οδηγίες είχαν δοθεί από τον Παραπονούμενο την περίοδο Ιουλίου – Οκτωβρίου 2019. Η ΜΥ3 δεν θυμόταν να έλαβε τέτοιες οδηγίες σε σχέση με τους εν λόγω πελάτες. Σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι την άδεια της την είχε λάβει τον Αύγουστο ενώ την υπόλοιπη περίοδο δεν θυμάται να απουσίαζε από την εργασία της.

 

80.   Πλέον δεν εργάζεται στην Εταιρεία επειδή έχει κλείσει και η ίδια έχει υποβάλει αίτηση πλεονασμού. Αρνήθηκε την υποβολή ότι ήρθε στο Δικαστήριο για να βοηθήσει τον εργοδότη της. Περαιτέρω, σε υποβολή ότι φοβάται να πει την αλήθεια επειδή εκκρεμεί η αίτηση για πλεονασμό της, η μάρτυρας το απέρριψε. Σε σχέση με την παραίτηση του Παραπονούμενου ανέφερε ότι αυτό ακούστηκε στην Εταιρεία όταν είχε αποχωρήσει.

 

(vii)    ΜΥ 4 – Λ.Ι.

 

81.   Η ΜΥ4 είναι ορκωτός λογιστής και είναι μια εκ των διευθυντριών στον ελεγκτικό οίκο L. GNAFTIS & CO LTD. Ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση της ότι είχαν διοριστεί από τους μετόχους της εταιρείας για να διενεργήσουν έλεγχο σε σχέση με ορισμένες συναλλαγές της Εταιρείας και του τότε διευθυντή της, ήτοι του Παραπονούμενου. Αναγνώρισε την Έκθεση – Τεκμήριο 20. Ανέφερε ότι διενεργήθηκε ο έλεγχος στις συναλλαγές και ότι περιήλθαν στην αντίληψη τους διάφορα θέματα τα οποία έχρηζαν διευκρίνισης.

 

82.   Σε σχέση με τα ευρήματα τους ως τίθενται στην Έκθεση έγινε συνάντηση στο χώρο συνεδριάσεων της Εταιρείας  τον Μάιο του 2019 (με βάση τις σημειώσεις της) στην οποία ήταν παρούσα. Παρόντες κατά την συνάντηση ήταν ο Παραπονούμενος, οι Κατηγορούμενοι καθώς και ο κύριος Κονναρής. Κατά τη συνάντηση ζητήθηκαν εξηγήσεις από τον Παραπονούμενο σε σχέση με τις συναλλαγές για τις οποίες χρειάζονταν διευκρινίσεις, ωστόσο δεν λήφθηκαν σαφείς ή ικανοποιητικές εξηγήσεις.

 

83.   Κατά την αντεξέταση της διευκρίνισε ότι διορίστηκαν το 2018 ως οι νέοι ανεξάρτητοι ελεγκτές της Εταιρείας από τους μετόχους της.  Υποβλήθηκε ότι είχαν δοθεί οι διευκρινίσεις που ζητήθηκαν κατά την συνάντηση, θέση με την οποία διαφώνησε η μάρτυρας. Η συζήτηση εκείνη την ημέρα έληξε ομαλά. Περαιτέρω, υποβλήθηκε ότι δεν είναι αληθή τα στοιχεία που καταγράφονται στο Τεκμήριο 20 θέση με την οποία διαφώνησε η μάρτυρας.  

 

 

Γ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

84.   Αφού συνοψίσθηκε η προσκομισθείσα μαρτυρία προχωρώ με την αξιολόγηση της. Είχα την ευκαιρία να ακούσω με προσοχή τους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιόν μου και να παρακολουθήσω τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο.

 

85.   Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η εντύπωση την οποία αφήνει ο μάρτυρας στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας.[2] Παρακολούθησα, μεταξύ άλλων, την εμφάνιση και συμπεριφορά των μαρτύρων ενόσω καταθέταν, τις αντιδράσεις τους, κατά πόσο δηλαδή ήταν φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο με τον οποίο απαντούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους, την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, την αμεσότητα και αυθορμητισμό κατά την κατάθεση τους και το κατά πόσον υπεκφεύγαν.

 

86.   Παρότι ο σταθερός λόγος και η ήρεμη συμπεριφορά μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα, δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας τους.[3] Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία.[4]

 

87.   Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και από τις δύο πλευρές. Επιπρόσθετα, οι θέσεις των μαρτύρων έχουν τύχει αντιπαραβολής με την πραγματική μαρτυρία, η οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

88.   Έχω κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς, ενώ δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα.[5]

 

89.   Επιπρόσθετα, όπως έχει εξηγηθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα του βάρους της απόδειξης είναι καθαρά διακριτό από το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων απολήγει στη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, οπότε, με αυτά ως δεδομένα, εξετάζεται αν εκείνος που έχει το βάρος της απόδειξης το απέσεισε.[6]

 

90.   Στην περίπτωση κατά την οποία ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, αυτό γενικώς θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που προβάλλει ένας μάρτυρας.[7] Ο γενικός κανόνας είναι ότι η παράλειψη αντεξέτασης μάρτυρα σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας του και της εκδοχής την οποία προωθεί, παρέχει στο Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να θεωρήσει την παράλειψη ως αποδοχή των ισχυρισμών της αντίδικης πλευράς στα σημεία τα οποία είχαν τεθεί στην κυρίως εξέταση.[8]  Το  Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αγνοήσει, ιδιαίτερα στην απουσία οποιασδήποτε σαφούς εξήγησης, μαρτυρία που ενώ ο ένας των διαδίκων θεωρεί σημαντική για την υπόθεση του, εν τούτοις παραλείπει εσκεμμένα ή αμελώς, από του να τη θέσει στον αντίδικο του προς σχολιασμό.[9]

 

91.   Παρά ταύτα,  ως αναφέρεται στις σελίδες 720 – 721 του προαναφερόμενου συγγράμματος «[η] παράλειψη αντεξέτασης δεν εξυπακούει ότι η μαρτυρία γίνεται άνευ ετέρου αποδεκτή στη μορφή που παρουσιάζεται και οδηγεί σε εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων δίχως αξιολόγηση της μαρτυρίας της άλλης πλευράς. Τουναντίον το Δικαστήριο πρέπει να προβαίνει στην αξιολόγηση των δύο εκδοχών και να καταλήγει στα δικά του συμπεράσματα [...] Μήτε η έλλειψη αντεξέτασης ισοδυναμεί με παραδοχή σε σχέση με θέματα για τα οποία δεν κατέθεσε ο μάρτυς και τα οποία απλώς δικογραφούνται [...] Παρομοίως, η μη αντεξέταση, δεν θα εξισωθεί με αποδοχή, όταν δοθούν επαρκείς εξηγήσεις για την παράλειψη, όταν έχει υποβληθεί στο μάρτυρα προηγουμένως η θέση της άλλης πλευράς, όταν η αμφισβήτηση του κρίσιμου σημείου μπορεί να συναχθεί από τη γενικότερη κατεύθυνση της αντεξέτασης του μάρτυρας σε παρεμφερείς πτυχές ή όταν η εκδοχή που παρουσιάζεται είναι απίστευτη ή απομακρυσμένη ...».

 

92.   Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι οι υποβολές αφ’ εαυτού δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν μετέωροι ισχυρισμοί.[10]

 

(i)               Αξιολόγηση Μαρτυρίας Παραπονούμενου – MK 1

 

93.      Εξετάζοντας τη μαρτυρία του και τις θέσεις του στο σύνολο τους σε σχέση με τα αμφισβητούμενα γεγονότα και αντιπαραβάλλοντας την με την πραγματική μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και με το σύνολο της μαρτυρίας εν γένει, διαπιστώθηκε ότι η μαρτυρία του Παραπονούμενου ήταν γενική, αόριστη και ασαφής, χαρακτηρίζεται από υπεκφυγές, έλλειψη αυθορμητισμού και δεν περιέχει την αναγκαία σταθερότητα, πειστικότητα και συνοχή για να μπορέσει να γίνει δεκτή. Γενικώς, δεν μου έδωσε την εικόνα ενός μάρτυρα ο οποίος προσήλθε στο Δικαστήριο, για να πει την αλήθεια και να δώσει μια ειλικρινή και αληθινή εικόνα των επίδικών γεγονότων. 

 

94.      Κατά την μακρά αντεξέταση του σε διάφορες περιπτώσεις δεν απαντούσε ευθέως, υπέκφευγε,[11] υπέπεσε σε αντιφάσεις και δεν μου έδωσε την εντύπωση ότι ήρθε στο Δικαστήριο για να αναφέρει όλη την αλήθεια και να παράσχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης, αλλά να παρουσιάσει μόνο ορισμένες πτυχές της σχέσης του με την Εταιρεία οι οποίες εξυπηρετούν τη δική του θέση και εκδοχή. Όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με ορισμένα ζητήματα κατά την αντεξέταση ισχυρίστηκε πως αυτά είναι άσχετα με την παρούσα υπόθεση. 

 

95.      Η θέση του Παραπονούμενου ήταν στην ουσία ότι δεν υπάρχει επιστολή τερματισμού της εργοδότησης του και ότι είχε παραιτηθεί μόνο από διευθυντής  - αξιωματούχος της Εταιρείας (αν και στο Έγγραφο Α  στην κυρίως εξέταση του ανέφερε πως ήταν εν αγνοία του που τον τερμάτισαν από αξιωματούχο, πράγμα το οποίο στην αντεξέταση του αναίρεσε). Υποβλήθηκε σε αρκετά σημεία ότι ο Παραπονούμενος προέβη σε καταδολίευση της Εταιρείας. Ενώ αρνήθηκε ότι καταδολίευσε την Εταιρεία δεν αρνήθηκε ότι είχε τεθεί αυτό το ζήτημα και ότι είχε παραιτηθεί (στην ουσία παύθηκε) από Διευθυντής της Εταιρείας. Ωστόσο, επέμεινε ότι παρέμεινε στην Κατηγορούμενη ως υπάλληλος στη θέση του Γενικού Διευθυντή με καθήκοντα τη διοίκηση της Εταιρείας επειδή στην ουσία δεν του έδωσαν επιστολή τερματισμού. Το ότι παύθηκε μόνο από αξιωματούχος της Εταιρείας δεν συνάδει με το ότι διατυπωθήκαν εναντίον του σοβαρότατες κατηγορίες ή έστω και υπόνοιες για υπεξαίρεση χρημάτων από την Εταιρεία κατόπιν ελέγχου από λογιστές – ελεγκτές, έγινε συνάντηση κατά τη διάρκεια της οποίας ζητήθηκαν εξηγήσεις και ο Κατηγορούμενος 3 ήρθε από την Αθήνα στην ουσία για να τον αντικαταστήσει.

 

96.      Ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων του δεν προσκόμισε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι εργαζόταν στην Κατηγορούμενη μετά την 01.07.2019. Προέβαλε γενικούς ισχυρισμούς για διοίκηση της Εταιρείας και συναλλαγές με πελάτες οι οποίοι ουδέποτε τεκμηριώθηκαν. Η όλη κατάσταση που προκύπτει ότι δημιουργήθηκε εκείνη την περίοδο και οι σχέσεις του με τους Κατηγορούμενους καθιστούν την εκδοχή του απίθανη και μη πιστευτή.

 

97.      Καταρχάς, κατά την αντεξέταση του διαφάνηκε ότι τα πράγματα δεν ήταν όσο απλά όπως τα παρουσίασε κατά την κυρίως εξέταση του. Κατ’ ακρίβεια διαφάνηκε ότι υπήρχαν διάφορα σοβαρά ζητήματα μεταξύ των μερών περιλαμβανομένων και καταγγελιών εκατέρωθεν στην Αστυνομία για αποξένωση περιουσίας της Εταιρείας από τον Παραπονούμενο, για μεταβίβαση των μετοχών του Παραπονούμενου και ισχυριζόμενη παράλειψη πληρωμής του τιμήματος των μετοχών.

 

98.      Ο Παραπονούμενος κατά την κυρίως εξέταση του απέφυγε να αναφερθεί σε αυτά τα θέματα θέλοντας να δείξει ότι ήταν ένας απλός υπάλληλος της Εταιρείας ως Γενικός Διευθυντής της  που δεν πήρε το μισθό του. Κατά την αντεξέταση διαφάνηκε πως αυτή η εκδοχή του πόρρω απέχει από την πραγματικότητα. Η σχέση μεταξύ των μερών ήταν περίπλοκη και πολύπλοκη. Το ότι οι Κατηγορούμενοι τον κατηγόρησαν για καταδολίευση της Εταιρείας και αυτός δεν αρνήθηκε ότι τον κατηγόρησαν στην ουσία καθιστά την εκδοχή του ότι συνέχισε να εργάζεται κανονικά στην Εταιρεία παράλογη και αναξιόπιστη.

 

99.      Σημειώνω ότι από την ίδια τη δήλωση του Παραπονούμενου προκύπτουν αντιφάσεις. Αφενός αναφέρει πως ήταν Γενικός Διευθυντής της Κατηγορούμενης μέχρι την ημερομηνία παραίτησης του (03.10.2019) και εκτελούσε τα καθήκοντα του κανονικά «όλο το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 2019 μέχρι και τις 3 Οκτωβρίου 2019, προβαίνοντας σε εργασίες απαραίτητες για τη λειτουργία της Κατηγορούμενης 1».  Αφετέρου δε και παρότι ήταν Γενικός Διευθυντής που ασκούσε κανονικά τα καθήκοντα του και «διοικούσε» την εταιρεία (παρ. 7 Εγγράφου Α), ανέμενε την πληρωμή των μισθών του και εργαζόταν για τρεις μήνες και τρεις ημέρες χωρίς να πληρωθεί.

 

100.    Αναμένεται από έναν Γενικό Διευθυντή ο οποίος ασκεί «κανονικά τα καθήκοντα του» λόγω ακριβώς των καθηκόντων του και εξουσιών του ως προς τη διοίκηση της εταιρείας να μην παραμείνει απλήρωτος για μία περίοδο τριών μηνών. Η εκδοχή του Παραπονούμενου παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες και αντιφάσεις οι οποίες δεν αντέχουν στη βάσανο της κοινής λογικής.

 

101.    Την ίδια περίοδο ήτοι τον Αύγουστο του 2019 με βάση το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7 απέστειλε επιστολή στην Εταιρεία σε σχέση με ισχυριζόμενη δυσφήμιση του από το λογιστή της Εταιρείας και απείλησε την Εταιρεία της οποίας κατά τη θέση του ήταν Γενικός Διευθυντής με τη λήψη νομικών μέτρων. Εάν ήταν όντως Γενικός Διευθυντής της Εταιρείας θα ανέμενε κάποιος να στραφεί εναντίον του λογιστή της Εταιρείας ο οποίος κατ᾽ ισχυρισμό τον συκοφαντούσε και όχι εναντίον της Εταιρείας. 

 

102.    Η προσπάθεια του κατά την αντεξέταση του (σελ. 6 πρακτικών 16.09.2024) να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν πλήρωσε τον εαυτό του στην ουσία με το ότι άλλαξαν οι διευθυντές της Εταιρείας το Μάϊο του 2019, ήτοι η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου, δεν έπεισε το Δικαστήριο. Αυτό διότι τον Ιούνιο είχε λάβει το μισθό του και επειδή ο Κατηγορούμενος 4 κατέστη διευθυντής στις 02.10.2019 με βάση το Τεκμήριο 1. Το ότι δεν είχε έλεγχο επί του λογιστηρίου και την πληρωμή μισθών δείχνει ακριβώς ότι δεν διοικούσε την Εταιρεία. Η δικαιολογία αυτή περί αλλαγής στη σύνθεση του Δ.Σ. δεν συνάδει με τις προηγούμενες απαντήσεις και θέσεις του ότι διοικούσε ο ίδιος την Εταιρεία χωρίς καμία αναφορά στο Διοικητικό Συμβούλιο αυτής.

 

103.    Περαιτέρω, υπέπεσε σε αντίφαση όταν αρχικώς παρουσίαζε τον εαυτό του ως πρόσωπο που ασκεί διευθυντικά καθήκοντα, διεύθυνε και διοικούσε την Εταιρεία, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, ωστόσο σε μεταγενέστερο στάδιο, κατά την αντεξέταση, παρουσίαζε τον εαυτό του ότι ήταν «υπάλληλος σαν Γενικός Διευθυντής» χωρίς να έχει εμπλοκή στην πληρωμή μισθών προσπαθώντας στην ουσία να υποβαθμίσει το ρόλο του.

 

104.    Άλλη αντίφαση στην οποία υπέπεσε κατά την αντεξέταση του είναι ότι αφενός ανέφερε πως το λογιστήριο είχε οδηγίες από τους Κατηγορούμενους να μην τον πληρώσουν και αφετέρου, κατά την αντεξέταση του, ανέφερε, μεταβάλλοντας τη θέση του ότι ο Δ.Κ. (λογιστής) του ανέφερε τέλος Ιουνίου ότι «ανέμενε οδηγίες για να τον πληρώσει». Επίσης, πιο σημαντικά, απάντησε (στην σελίδα 7 των πρακτικών 16.09.2024) ότι αυτή η συζήτηση με το λογιστή της Εταιρείας έλαβε χώρα τέλη Ιουνίου – αρχές Ιουλίου 2019. Αυτό δεν μπορεί να ισχύει όμως δεδομένου του ότι ο Παραπονούμενος είχε πληρωθεί τον μισθό του για τον Ιούνιο και δεν διεκδικεί μισθούς για τον Ιούνιο του 2019. Διεκδικεί μισθούς από τον Ιούλιο του 2019 και εντεύθεν. Επομένως, η απάντηση του ότι ρώτησε τον Ιούνιο αν θα πληρωθεί επειδή δεν υπήρχε κάποια ένδειξη δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

 

105.    Σε μεταγενέστερο στάδιο στην αντεξέταση του (ήτοι σελ. 45, γραμμές 28 – 32 των πρακτικών 16.09.2024) αναίρεσε τόσο τον ισχυρισμό ότι συζήτησε με το λογιστή τέλος Ιουνίου καθώς και τη θέση του στο Έγγραφο Α ότι κάθε τέλος του μήνα ρωτούσε αν θα πληρωθεί. Συγκεκριμένα ανέφερε «[τ]ο μόνο που προηγήθηκε ήταν να ζητήσω εγώ τα δεδουλευμένα μου εις το τέλος του Αυγούστου, πράγμα που δεν έγινε και συνέχισα μάλιστα μέσα στον Σεπτέμβριο υπάρχουν τα αποδεικτικά στοιχεία που δείχνουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο [Παραπονούμενος] εργαζόταν στην εταιρεία, πήγαινε στην εταιρεία και έκαμνε δοσοληψίες για την εταιρεία».

 

106.    Επομένως, δόθηκαν τρεις διαφορετικές εκδοχές από τον Παραπονούμενο ως προς το κατά πόσον ζήτησε να πληρωθεί και πότε το ζήτησε. Η αντιφάσεις αυτές επί ενός σημαντικού ζητήματος αναμφίβολα πλήττουν την αξιοπιστία της εκδοχής του.

 

107.    Όσον αφορά τη θέση του ότι μετά τη συνάντηση τον Μάιο του 2019 είχε αποχωρήσει μόνο από το Διοικητικό Συμβούλιο και όχι ως Γενικός Διευθυντής αυτή δεν είναι πειστική και είναι αντίθετη με τα όσα ανέφεραν οι υπόλοιποι μάρτυρες. Παρατηρώ ότι αρχικά ο Παραπονούμενος ανέφερε ότι δεν θυμόταν τι έγινε στη συνάντηση τον Μάιο του 2019 (σελ. 8 πρακτικών, 16.09.2024). Αφετέρου, ανέφερε ότι το Μάιο άλλαξε η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου και ακολούθως (σελ. 16 πρακτικών 16.09.2024) ανέφερε ότι είχε παραιτηθεί από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου αλλά όχι από Γενικός Διευθυντής. Ακολούθως, μάλιστα ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος 3 του έφερε την επιστολή για την παραίτηση του από αξιωματούχος της Εταιρείας και ότι ο ίδιος την υπέγραψε χωρίς διαμαρτυρία (σελ. 44 πρακτικών). Δεν αρνήθηκε ότι άλλαξαν οι λογιστές της Εταιρείας και ότι οι Κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν ότι προέβη σε καταδολίευση της Εταιρείας. Επομένως, δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν γνώριζε τι έγινε τον Μάιο του 2019 στη συνάντηση ως ήταν η αρχική του θέση. Ερμηνεύω την απάντηση του ότι δεν θυμόταν ως υπεκφυγή και το ότι ακολούθως θυμήθηκε και μάλιστα θυμήθηκε και ότι ο Κατηγορούμενος 3 του έφερε επιστολή παραίτησης και υπόγραψε αυτήν οικειοθελώς ως αντίφαση.

 

108.    Σημειώνω ότι ενδεικτικό της αναξιοπιστίας της εκδοχής του είναι ότι στην παρ. 5 του Εγγράφου Α ο Παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι τον τερμάτισαν εν αγνοία του από αξιωματούχο της Κατηγορούμενης, ωστόσο κατά την αντεξέταση του, μετέβαλε τη θέση του λέγοντας ότι είχε παραιτηθεί από αξιωματούχος της Κατηγορούμενης μόνο και παρέμεινε Γενικός Διευθυντής. Ακολούθως, θυμήθηκε ότι υπέγραψε και κάποιο έγγραφο που του έφερε ο Κατηγορούμενος 3 οικειοθελώς σε σχέση με την παραίτηση του (σελ. 44 πρακτικών 16.09.2024).

 

109.    Όταν του υποδείχθηκε στην αντεξέταση του ότι ενώ ήταν μέτοχος και διευθυντής της ΤΤW και διευθυντής της Κατηγορούμενης πρόσφερε υπηρεσίες στην TTW από την Κατηγορούμενη, εκδίδονταν τιμολόγια και ακολούθως στην αγωγή της Κατηγορουμένης εναντίον της TTW προέβαλε ως υπεράσπιση ότι η TTW ουδέποτε συγκατατέθηκε ή συμφώνησε στις χρεώσεις, ο Παραπονούμενος σε αντίφαση με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9 ανέφερε «εγώ δεν ανέφερα ότι δεν συγκατατέθηκα». Ακολούθως, προσπάθησε να εξηγήσει τη θέση του με το ότι οι ελεγκτές της Κατηγορούμενης δεν ετοίμασαν τους εξελεγμένους λογαριασμούς της για το 2017 και το 2018 και επομένως ακόμα δεν ξεκαθάρισε η εικόνα. Η απάντηση του αυτή, αν ληφθεί υπόψιν και το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 20, το γεγονός ότι ήταν διευθυντής και στις δύο εταιρείας και εξουσιοδοτούσε διάφορες συναλλαγές μεταξύ των εταιρειών ως εκ της θέσεως του, δεν είναι πειστική.

 

110.    Εκτός από τα πιο πάνω, ένδειξη της αναξιοπιστίας της θέσης του είναι και το ότι επανειλημμένως ανέφερε πως θα καλούσε μάρτυρες για να αποδείξει ότι εργαζόταν στην Εταιρεία μεταξύ της 30.06.2019 και 02.10.2019. Μάλιστα ανέφερε ότι «θα εκπλαγείτε για τους προμηθευτές που θα εμφανιστούν...» στο Δικαστήριο για να καταθέσουν υπέρ του (σελ. 29 πρακτικών, 16.09.2024). Εν τέλει κανένας προμηθευτής ή πελάτης δεν κλητεύθηκε για να καταθέσει. Παρά τους ισχυρισμούς του ότι εξυπηρετούσε πελάτες και γενικά ότι εργαζόταν, εκτός από τη διαδικασία για το ISO κατά την οποία δέχομαι ότι ήταν παρών (στις 11.7.2019) δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία για να τους τεκμηριώσει.

 

111.    Αναμένεται από ένα πρόσωπο το οποίο κατά τον ισχυρισμό του κατέχει τη θέση του Γενικού Διευθυντή και ισχυρίζεται ότι εξυπηρετούσε πελάτες και μάλιστα ότι θα προκαλέσει έκπληξη ο αριθμός των ατόμων που θα καταθέσουν ότι εργαζόταν, να έχει στην κατοχή του και να παρουσιάσει κάτι περισσότερο για να αποδείξει ότι εργαζόταν κατά την διάρκεια μιας περιόδου τριών μηνών.

 

112.    Κατά την αντεξέταση του παραδέχθηκε ότι από τον Αύγουστο του 2018 προσέγγιζε πελάτες της Κατηγορούμενης και τους ανέφερε ότι του έκλεψαν τις μετοχές του στην Κατηγορούμενη (σελ. 42 πρακτικών 16.09.2024). Ωστόσο, ο Παραπονούμενος ανέφερε ότι συνέχισε να εργάζεται στην Εταιρεία μέχρι να βρεθεί μια λύση και ότι ασκούσε τα καθήκοντα του κανονικά ως γενικός διευθυντής. Ακολούθως το Μάιο του 2019 παραιτήθηκε ή παύτηκε από αξιωματούχος της Εταιρείας χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία. Και συνέχισε να εργάζεται στην Εταιρεία κατά την δική του εκδοχή ασκώντας κανονικά τα καθήκοντα του. Δεν ήγειρε αγωγή η κάποια άλλη νομική διαδικασία σε σχέση με τις μετοχές του που κατά τον ισχυρισμό του του έκλεψαν. Η αλληλουχία των γεγονότων καθιστά την όλη εκδοχή μη αληθοφανή, καθόλου πειστική και δημιουργεί πολλά ερωτηματικά.

 

113.    Πως γίνεται εν μέσω διατύπωσης σοβαρότατων κατηγοριών για κλοπή μετοχών του στην Κατηγορούμενη εναντίον των Κατηγορούμενων, την παύση του από Διευθυντής της Κατηγορούμενης, τις αναφορές του σε πελάτες της Κατηγορούμενης για την κλοπή των μετοχών του, τις εν γένει συγκρούσεις σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Κατηγορούμενης να ασκούσε κανονικά τα καθήκοντα του ως Γενικός Διευθυντής της Εταιρείας;

 

114.    Επιπρόσθετα η θέση του ότι ήταν εργοδοτούμενος ως Γενικός Διευθυντής στην Εταιρεία κατά την επίδικη περίοδο δεν συνάδει με τα Τεκμήρια 7 και 8. Το Τεκμήριο 7 το έστειλε ο δικηγόρος του Παραπονούμενου στην Εταιρεία. Αφενός αναφέρει πως είναι Γενικός Διευθυντής στις 30.08.2019 αφετέρου η επιστολή απευθύνεται στην Εταιρεία και την απειλεί με νομικά μέτρα. Η απειλή για νομικά μέτρα δεν συνάδει με το ότι εργοδοτείτο στην Εταιρεία ως Γενικός Διευθυντής. Ο δε Γενικός Διευθυντής δεν είναι ένας απλός υπάλληλος αφού με βάση τα όσα ανέφερε και ο ίδιος ο Παραπονούμενος είχε την αρμοδιότητα να διοικεί την Εταιρεία.

 

115.    Το δε Τεκμήριο 8 (επιστολή από δικηγόρο της Εταιρείας προς τους δικηγόρους του Παραπονούμενου ημερ 19.09.2019) αναφέρει ότι ο Παραπονούμενος δεν είναι Γενικός Διευθυντής διότι παραιτήθηκε από τη θέση αυτή στις 10.05.2019. Από τις 30.06.2019 έπαυσε να εργάζεται στην Εταιρεία. Αναφέρεται ότι δεν αξίωσε καμία αμοιβή από τον Ιούλιο του 2019. Γενικά το Τεκμήριο 8 είναι μια περίληψη των θέσεων τις οποίες προέβαλαν οι Κατηγορούμενοι κατά την ακρόαση. Η επιστολή αυτή φαίνεται να παρέμεινε αναπάντητη. Οι θέσεις του Παραπονούμενου έρχονται σε αντίθεση με το περιεχόμενο της. Περαιτέρω, το Τεκμήριο 8  ενισχύει τις θέσεις των Κατηγορούμενων καθότι καταδεικνύουν ότι από τις 19.09.2019 είχαν τις ίδιες θέσεις οι οποίες δεν αντικρούστηκαν.

 

116.    Στην ουσία η μη πληρωμή μισθού κατά την επίδικη περίοδο συνάδει με το ότι αποχώρησε από την Εταιρεία στις 30.06.2019 ως η εκδοχή των Κατηγορούμενων. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το Τεκμήριο 19 (κατάσταση αποδοχών και εισφορών ΥΚΑ) στο οποίο η 28.06.2019 αναφέρεται ως η περίοδος τερματισμού της απασχόλησης του Παραπονούμενου.

 

 

Εξ ακοής μαρτυρία  - δηλώσεις Δ.Κ. προς τον Παραπονούμενο

 

117.    Ο ισχυρισμός του Παραπονούμενου ότι ο λογιστής της Εταιρείας Δ.Κ. του είπε πως έχει οδηγίες από τους Κατηγορούμενους να μην πληρωθεί αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία. Αποτελεί δήλωση κάποιου προσώπου άλλο από αυτό το οποίο δίδει μαρτυρία στη διαδικασία και προσάγεται ως προς την αλήθεια αυτής / ως μαρτυρία για την απόδειξη των όσων αναφέρονται σε αυτήν.

 

118.    Πρέπει να σημειωθεί ότι είναι κάπως αόριστα τα όσα αναφέρει ο Παραπονούμενος σε σχέση με αυτό το ζήτημα, ήτοι όποτε πλησίαζε η ημέρα πληρωμής ρωτούσε και του ανέφερε ο Δ.Κ. πως έχει οδηγίες μην τον πληρώσει και δεν συνάδει με τα όσα ανέφερε κατά την αντεξέταση του, ήτοι διεκδίκησε τον Αύγουστο το μισθό του και όχι ότι ρωτούσε κάθε τέλος του μήνα.

 

119.    Δεν διευκρινίζεται πότε του ανέφερε ότι έχει οδηγίες από τους Κατηγορούμενους 3 και 4 να μην καταβληθεί ο μισθός του Παραπονούμενου. Αφήνεται να νοηθεί ότι η δήλωση επαναλαμβανόταν κάθε μήνα από τον Ιούλιο μέχρι το Σεπτέμβριο χωρίς όμως περαιτέρω λεπτομέρειες ως προς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες γίνονταν αυτές οι δηλώσεις.  Όπως προαναφέρθηκε ένας Γενικός Διευθυντής μιας εταιρείας δεν αναμένεται να ρωτά τον λογιστή αυτής (τον οποίο ειρήσθω εν παρόδω απείλησε και με νομικά μέτρα – ίδετε Τεκμήριο 7) αν θα του καταβάλει το μισθό του, πόσω μάλλον κάθε τέλος του μήνα για μια περίοδο τριών μηνών.

 

120.    Με βάση το άρθρο 27 του Κεφ. 9 κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας η οποία θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία αυτής.

 

121.    Εν πρώτοις λαμβάνονται υπόψη τα όσα προανέφερα ως προς την αοριστία και ασάφεια της εξ ακοής μαρτυρίας. Επιπρόσθετα, δεν επεξηγήθηκε κανένας λόγος για τον οποίο δεν ήταν εφικτό να κλητευθεί το πρόσωπο το οποίο προέβη στη δήλωση. Λόγω της αοριστίας της εξ ακοής μαρτυρίας δεν είναι εφικτό να εξεταστεί το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής δήλωσης και του γεγονότος στο οποίο αυτή αναφέρεται. Ενδεχομένως η αρχική δήλωση (ήτοι αυτή του κου Κ.) και το γεγονός στο οποίο αυτή αναφέρεται (ήτοι το ότι του είπαν οι Κατηγορούμενοι να μην πληρώσει τον Παραπονούμενο) να έλαβαν χώρα την ίδια περίοδο ωστόσο δεν μπορεί να εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα με βεβαιότητα.  

 

122.    Δεν μπορεί επίσης να εξεταστεί το κατά πόσο η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι, ή αν η εξ ακοής μαρτυρία είναι διαφορετική από την αρχική δήλωση. Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής μαρτυρία και η αοριστία και γενικότητα της δήλωσης  δεν διευκολύνουν την ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της.

 

123.    Επομένως, η αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας κρίνεται ως πολύ αδύνατη και δεν μπορεί να προσδοθεί βαρύτητα σε αυτήν.

 

124.    Συνεπακόλουθα, οι θέσεις του Παραπονούμενου σε σχέση με την εμπλοκή των Κατηγορούμενων 3 και 4 σε σχέση με την παράλειψη πληρωμής των μισθών του είναι γενικές, ασαφείς, αόριστες  και δεν έχουν την ποιότητα και πειστικότητα ώστε να μπορέσει να γίνει δεκτή από το Δικαστήριο.

 

125.    Συμπερασματικά, καθόσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Παραπονούμενου, εξετάζοντας τη μαρτυρία του στο σύνολο της και έχοντας δώσει πιο πάνω κάποια ενδεικτικά και μόνο παραδείγματα των αναφορών του, καταλήγω ότι η μαρτυρία του επί των αμφισβητούμενων γεγονότων δεν ήταν αξιόπιστη και συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

(ii)            Αξιολόγηση Μαρτυρίας ΜΚ 2

 

126.    Εξετάζοντας τη μαρτυρία του ΜΚ 2 διαπιστώνω ότι ήταν ξεκάθαρη η προσπάθεια του να υποστηρίξει την εκδοχή του Παραπονούμενου. Εξάλλου, παραδέχθηκε ότι ο Παραπονούμενος ήταν η αιτία για τη συνεργασία του με την Εταιρεία επειδή ήταν συγχωριανοί.  Σε κάθε περίπτωση, η μαρτυρία του  στο τέλος της ημέρας είναι περιορισμένης αξίας ως προς τα επίδικά θέματα ήτοι ως προς το κατά πόσον ο Παραπονούμενος ήταν εργοδοτούμενος της Κατηγορούμενης κατά την περίοδο Ιούλιος 2019 – Οκτώβριος 2019, δεδομένου του ότι στην ουσία αφορά την παρουσία του Παραπονούμενου στην Εταιρεία την ημέρα της επιθεώρησης. Η διαδικασία πιστοποίησης είχε ξεκινήσει αρκετά πριν την επίδικη περίοδο.

 

127.    Ως προς το ότι ο Παραπονούμενος υπέγραψε το Τεκμήριο 13 στις 02.07.2019 παρατηρώ ότι υπέπεσε σε αντίφαση κατά την αντεξέταση του όταν μετέβαλε την θέση του ως προς το κατά πόσον η υπογραφή έλαβε χώρα στις 02.07.2019. Αρχικά ανέφερε και μάλιστα τρεις φορές πως δεν θυμάται και δεν έχει καταγεγραμμένο ότι επισκέφθηκε την Κατηγορούμενη για να υπογράψει ο Παραπονούμενος στις 02.07.2019 (σελ. 11 πρακτικών 09.10.2024).

 

128.    Ακολούθως (σελ. 14 πρακτικών 09.10.2024), μετέβαλε την θέση του όταν απάντησε, μάλιστα με βεβαιότητα ότι πήγε στις 02.07.2019 στην Εταιρεία και ο Παραπονούμενος του υπέγραψε το έντυπο το οποίο υποβλήθηκε στην ΑΝΑΔ τον Αύγουστο του 2019. Η θέση του ότι επισκέφθηκε στις 02.07.2019 την Εταιρεία δεν υποστηρίζεται από την έγγραφη μαρτυρία την οποία προσκόμισε – σημειώσεις Τεκμήριο 14. Στις σημειώσεις του έχει καταχωρίσεις στις 08.05.2019, 05.07.2019 και ακολούθως την ημέρα της επιθεώρησης (11.07.2019).  

 

129.    Παραδέχθηκε ότι δεν προέβη σε επανέλεγχο ως προς το ποιοι είναι οι διευθυντές της Εταιρείας τον Ιούλιο του 2019 όταν έγινε η επιθεώρηση από τον φορέα πιστοποίησης. Θεωρούσε ότι ο Παραπονούμενος ήταν Γενικός Διευθυντής της Κατηγορούμενης επειδή αυτό γνώριζε.

 

130.    Επομένως, αποδέχομαι ότι ο Παραπονούμενος ήτο παρών στην Εταιρεία όταν έλαβε χώρα η επιθεώρηση από τον φορέα πιστοποίησης του ISO στις 11.07.2019. Εξάλλου αυτή η θέση δεν αμφισβητήθηκε. Δεν δέχομαι όμως ότι ο Παραπονούμενος υπέγραψε το έντυπο – υπεύθυνη δήλωση στο Τεκμήριο 13 στις 02.07.2019 για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω.

(iii)            Αξιολόγηση Μαρτυρίας ΜΚ3

131.    Ο ΜΚ3 κατέθεσε ως εκπρόσωπος της TUV που όπως προαναφέρθηκε ήταν ο φορέας πιστοποίησης, ωστόσο δεν ήταν παρών όταν έγινε η επιθεώρηση στις 11.07.2019. Έδωσε μαρτυρία με βάση τα έγγραφα τα οποία είχε στην κατοχή του και στην ουσία προέβαινε σε συμπεράσματα βάσει του περιεχομένου του Τεκμηρίου 16.

 

132.    Το Τεκμήριο 16 δεν κατατέθηκε για σκοπούς απόδειξης της αλήθειας του περιεχομένου του αλλά ως πρωτογενής μαρτυρία δηλαδή για το ότι έλαβε χώρα η επιθεώρηση στις 11.07.2019 και ήταν παρών ο Παραπονούμενος. Όχι όμως σε σχέση με το κατά πόσον ο Παραπονούμενος ήταν όντως Γενικός Διευθυντής. Επί τούτου, ο ΜΚ3 ανέφερε ότι κανονικά έπρεπε να είχε δηλωθεί ότι είχε αλλάξει η δομή της Εταιρείας κατά την επιθεώρηση και επίσης να γίνει επανέλεγχος σε σχέση με τυχόν αλλαγές στη διοίκηση της Εταιρείας κάτι το οποίο δεν έγινε.

 

133.    Περαιτέρω, έδωσε μαρτυρία και σε σχέση με το παράπονο το οποίο υποβλήθηκε από την Κατηγορούμενη μεταγενέστερα ως προς το ότι ο Παραπονούμενος δεν ήταν σε θέση να δεσμεύσει την Εταιρεία όταν υπέγραψε στο Τεκμήριο 16. Η θέση αυτή υποστηρίζει την εκδοχή της Υπεράσπισης ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Παραπονούμενος δεν ήταν διευθυντής.

 

134.    Πράγματι, ο ΜΚ3 παρότι δεν ήταν παρών κατά την επιθεώρηση προέβη σε εικασίες ως προς την παρουσία εκεί του Παραπονούμενου χωρίς να είναι σε θέση να γνωρίζει, πράγμα το οποίο εν τέλει παραδέχθηκε μετά από υποβολή του κου Κονναρή. Παρά ταύτα, δεν αμφισβητήθηκε το κατά πόσον ο Παραπονούμενος ήταν παρών κατά την επιθεώρηση και επομένως δέχομαι ότι ήταν παρών στις 11.07.2019 στην Εταιρεία. Το ότι ήταν παρών κατά την επιθεώρηση και δήλωνε Γενικός Διευθυντής δεν είχε αμφισβητηθεί ούτε στο πλαίσιο της αντεξέτασης του ΜΚ2 ο οποίος επίσης ήτο παρών.

 

135.    Επομένως, αποδέχομαι από τη μαρτυρία του ΜΚ3 ότι η TUV κατά τον Οκτώβριο του 2019 έλαβε μήνυμα από την Εταιρεία (από τον Κατηγορούμενο 4) πως ο Παραπονούμενος δεν είναι πλέον στην Εταιρεία και δεν ήταν αρμόδιος να υπογράφει και επομένως προχώρησαν με διαδικασίες υπογραφής νέου συμβολαίου. Αποδέχομαι επίσης για τους λόγους τους οποίους επεξήγησα ότι ο Παραπονούμενος ήταν παρών στις 11.07.2019 όταν έλαβε χώρα η επιθεώρηση από την TUV και το πρόσωπο το οποίο προέβη στην επιθεώρηση θεωρούσε πως ήταν ο Γενικός Διευθυντής της Εταιρείας.

 

(iv)            Αξιολόγηση Μαρτυρίας ΜΥ1 – Κατηγορούμενου 3

 

136.    Ο Κατηγορούμενος 3 προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η συμπεριφορά του ήταν ήρεμη, φαινόταν άνετος, απαντούσε αυθόρμητα στις ερωτήσεις οι οποίες τέθηκαν και έδιδε σαφείς και κατατοπιστικές απαντήσεις σε σχέση με τα ζητήματα τα οποία γνώριζε. Εξήγησε ποια ήταν η εμπλοκή του στην Εταιρεία, ποια ήταν η κατάσταση την οποία αντιμετώπισε. Στην ουσία του ζητήθηκε να εμπλακεί για να γίνει πιο εύκολα η μετάβαση μετά την αποχώρηση του Παραπονούμενου και εξήγησε ότι ενεργούσε ως διαιτητής μεταξύ δύο φίλων του.

 

137.    Η απάντηση η οποία έδωσε σε σχέση με το γιατί ο Παραπονούμενος στις 06.10.2019 απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα από λογαριασμό της Εταιρείας ήταν πειστική αφού εξήγησε με λεπτομέρεια τη σχέση μεταξύ του Παραπονούμενου της Εταιρείας και των υπόλοιπων Κατηγορούμενων με βάση τα όσα αντιλήφθηκε.

 

138.    Παρέμεινε σταθερός στη θέση του ως προς το ότι όταν παύθηκε ο Παραπονούμενος παύθηκε και από Γενικός Διευθυντής και εξήγησε το σκεπτικό του (σελ. 14 πρακτικών 11.11.2024). Εξήγησε ότι δεν ήταν λογικό υπό τις περιστάσεις να παυθεί μόνο από αξιωματούχος. Παύθηκε γενικά από Διευθυντής και εξήγησε ότι δεν τον θεωρούσε αλλά ούτε και μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας απλός υπάλληλος της Εταιρείας. Η θέση του αυτή συνάδει με την κοινή λογική και ήταν πειστική.

 

139.    Σημειώνω ότι η θέση του πως δόθηκε επιστολή στον Παραπονούμενο τον Μάιο του 2019 επιβεβαιώνεται και από την αναφορά του Παραπονούμενου στην αντεξέταση του αν και ο Παραπονούμενος ανέφερε πως αφορούσε μόνο παύση του από αξιωματούχος της Εταιρείας (σελ. 46 πρακτικών 16.09.2024): «[...] τον Μάιο του 2019 εγώ, ο Α.Κ. [Παραπονούμενος], οικειοθελώς μετά που μου έφερε την επιστολή ο κύριος Α.Γ., για παραίτησή μου σαν αξιωματούχος, για να μπορέσει να μπει κάποιος άλλος αξιωματούχος, την οποία υπόγραψα οικειοθελώς είχα παραιτηθεί από αξιωματούχος της εταιρείας και όχι σαν Γενικός Διευθυντής της εταιρείας, διότι αν παραιτούμαι σαν Γενικός Διευθυντής, δεν θα με πληρώνατε ούτε τέλος Μαΐου, ούτε τέλος Ιουνίου....».

 

140.    Επομένως δέχομαι ότι δόθηκε και επιστολή τερματισμού στον Παραπονούμενο. Δέχομαι ότι η επιστολή τερματισμού ήταν για τον τερματισμό του γενικώς ως Διευθυντή της Εταιρείας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα πρακτικά της Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Εταιρείας (Τεκμήριο 18) στην οποία αναφέρεται ότι ο Παραπονούμενος παύεται από το αξίωμα του Διευθυντή της Εταιρείας.

 

141.    Ένδειξη της ειλικρίνειας το είναι και το ότι ανέφερε πως έκανε λάθος όταν δεν διευκρίνισε στην δήλωση του τους δύο διαφορετικούς ρόλους. Η ουσία είναι ότι εξήγησε ποια ήταν η σχέση, η κατάσταση που δημιουργήθηκε και ότι ο σκοπός της Εταιρείας ήταν η πλήρης διακοπή οποιασδήποτε σχέσης του Παραπονούμενου με την Εταιρεία (σελ. 19, πρακτικά 11.11.2024). Εξάλλου για αυτό το λόγο κλήθηκε ο και ο Κατηγορούμενος 3 για να αναλάβει ως διευθυντής.

 

142.    Κατά την αντεξέταση του από την ευπαίδευτο συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής, παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του, απάντησε αυθόρμητα, χωρίς ενδοιασμούς σε όλες τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν και δεν υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις. 

 

143.    Ως προς το κατά πόσον μπορούσε να γνωρίζει αν ο Παραπονούμενος ήταν στην Εταιρεία μεταξύ Ιουλίου και 3 Οκτωβρίου 2019 ο Κατηγορούμενος 3 ήταν ειλικρινής και απάντησε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει διότι δεν ήταν εκεί, ωστόσο τα άτομα τα οποία ήταν εκεί του είπαν πως δεν εργαζόταν.

 

144.    Εξετάζοντας τη μαρτυρία του στο σύνολο της δεν εντοπίζω εγγενή προβλήματα αξιοπιστίας. Η μαρτυρία του ήταν σταθερή συνεκτική και πειστική. Η μαρτυρία του συνάδει πλήρως με τα Τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν.

 

145.    Έχοντας κατά νου τη μαρτυρία του ΜΥ1 και την όλη συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα κρίνω ότι επρόκειτο για αξιόπιστο μάρτυρα και αποδέχομαι τη μαρτυρία του επί των επίδικων θεμάτων στο σύνολο της. Συγκεκριμένα δέχομαι ότι έγινε συνάντηση μεταξύ των μερών στην παρουσία δικηγόρου και λογιστή στην οποία παρουσιάστηκαν στοιχεία πως ο Παραπονούμενος είχε καταχραστεί χρήματα της Εταιρείας. Ο Παραπονούμενος δεν διαφώνησε. Ακολούθως του παρέδωσε επιστολή τερματισμού και τερματίστηκαν οι υπηρεσίες του τόσο ως Διευθυντή όσο και ως Γενικού Διευθυντή. Δέχομαι επίσης ότι ζήτησε να παραμείνει μέχρι το τέλος Ιουνίου και παρά την διαφωνία του ΜΥ1 ο Κατηγορούμενος 4 αποδέχθηκε όπως ο Παραπονούμενος παραμείνει στην Εταιρεία μέχρι το τέλος Ιουνίου.

(v)              Αξιολόγηση Μαρτυρίας ΜΥ2 – Κατηγορούμενου 4

146.    Ο Κατηγορούμενος 4 προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο και θεωρώ ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια. Απαντούσε ευθέως, αυθόρμητα και χωρίς υπεκφυγές τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν και δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε ουσιώδη αντίφαση κατά την αντεξέταση του. Δεν θεωρώ ότι σε οποιοδήποτε σημείο επιχείρησε να παραποιήσει ή να διαστρεβλώσει τα γεγονότα.

 

147.    Η μαρτυρία του χαρακτηρίζεται από την αναγκαία σταθερότητα, θετικότητα, σαφήνεια και συνοχή ώστε να μπορεί να γίνει δεκτή. Επίσης, συνάδει και με τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων Υπεράσπισης καθώς και με τα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Το να μην θυμάται επακριβώς ημερομηνίες γεγονότων τα οποία έλαβαν πέντε με έξι χρόνια προηγουμένως θεωρώ ότι είναι φυσιολογικό και όχι μόνο δεν αποδυναμώνει την μαρτυρία του αλλά δείχνει την ειλικρίνεια του μάρτυρα καθώς και την έλλειψη προσχεδιασμού στην εκδοχή του.

 

148.    Σημειώνω ότι από το Τεκμήριο 7 δεν προκύπτει ξεκάθαρα ότι ο Παραπονούμενος δεν ήταν εργοδοτούμενος της Εταιρείας από τον Σεπτέμβριο του 2019 τουλάχιστον ως ισχυρίζεται ο Κατηγορούμενος 4 στο Έγγραφο Γ. Αντιθέτως, η επιστολή αρχίζει με το ότι ο Παραπονούμενος είναι Γενικός Διευθυντής της Εταιρείας. Είναι επίσης παράξενο ότι στην τέταρτη παράγραφο αυτής αναφέρεται ότι ως αποτέλεσμα της δυσφήμισης βλάπτεται το κύρος του Παραπονούμενου αλλά και προκύπτει «αρνητικός σχολιασμός για την Εταιρεία». Δηλαδή αφενός επικαλείται ζημιά στην Εταιρεία, αφετέρου δε, ακολούθως στην παράγραφο 5 απειλεί με νομικά μέτρα εναντίον της Εταιρείας. Το ότι απειλεί την Εταιρεία με νομικά μέτρα δεν συνάδει με την κατ΄ ισχυρισμόν  ιδιότητα του ως Γενικός Διευθυντής της την εν λόγω περίοδο. Επομένως, μπορεί να μην προκύπτει ξεκάθαρα από το Τεκμήριο 7 ότι δεν ήταν εργοδοτούμενος στην Εταιρεία αλλά θεωρώ ότι δεν μπορεί να εξηγηθεί με άλλο τρόπο η απειλή για νομικά μέτρα εναντίον της Εταιρείας για δυσφήμιση.  Εάν ήταν όντως Γενικός Διευθυντής ο Παραπονούμενος αναμένετο να αντιμετωπίσει το θέμα με διαφορετικό τρόπο ή να κινηθεί μόνο εναντίον του λογιστή της Εταιρείας ο οποίος κατ’ ισχυρισμό τον δυσφημούσε.

 

149.    Σε κάθε περίπτωση το Τεκμήριο 8  δείχνει ότι οι θέσεις οι οποίες προβλήθηκαν κατά την ακρόαση από τους Κατηγορούμενους είχαν τεθεί από το τις 19.09.2019 και συνεπώς θεωρώ ότι ενισχύεται η θέση του ΜΥ2 καθώς και η αξιοπιστία του καθότι φαίνεται η συνέπεια και η σταθερότητα των θέσεων του.

 

150.    Κατά συνέπεια, έχοντας κατά νου τη μαρτυρία του Κατηγορούμενου 4 και την όλη συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα κρίνω ότι επρόκειτο για αξιόπιστο μάρτυρα και αποδέχομαι τη μαρτυρία του στην ολότητα της.

(vi)         Αξιολόγηση Μαρτυρίας ΜΥ3

151.    Η ΜΥ4 προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Απαντούσε αυθόρμητα και χωρίς ενδοιασμούς τις ερωτήσεις οι οποίες υποβλήθηκαν κατά την αντεξέταση της. Απαντούσε με σαφήνεια, απλότητα, θετικότητα και δεν διέκρινα οποιαδήποτε πρόθεση της να παραποιήσει ή να διαστρεβλώσει τα γεγονότα αλλά ούτε και να βοηθήσει τον πρώην εργοδότη της.

 

152.    Το γεγονός ότι δεν εργάζεται πλέον στην Εταιρεία επειδή αυτή έχει σταματήσει να διεξάγει εργασίες κατά κάποιον τρόπο ενισχύει την αξιοπιστία της επειδή την καθιστά πιο ανεξάρτητη σε αντίθεση με την υποβολή ότι έδωσε μαρτυρία για να εξυπηρετήσει τον πρώην εργοδότη της.

 

153.    Ανέφερε στο Δικαστήριο τι είδε και τι άκουσε κατά τον ουσιώδη χρόνο και παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της. Δεν θεωρώ ότι κλονίστηκε η εκδοχή της με οποιονδήποτε τρόπο κατά την αντεξέταση της. Ήταν πρόσωπο το οποίο εργαζόταν στην παραγωγή και ήταν παρούσα καθημερινά στο χώρο εργασίας, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητήθηκε (εκτός από μερικές ημέρες τον Αύγουστο που ήταν με άδεια). Επομένως, θεωρώ πως είναι σημαντική η μαρτυρία της σε σχέση με την παρουσία ή απουσία του Παραπονούμενου από το χώρο εργασίας κατά την επίδικη περίοδο.

 

154.    Κατά συνέπεια, αποδέχομαι τη μαρτυρία της σε σχέση με τα επίδικα εν προκειμένω θέματα στην ολότητα της ως αξιόπιστη.

 

(vii)        Αξιολόγηση Μαρτυρίας ΜΥ 4

 

155.    Η ΜΥ4 επίσης προξένησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Απαντούσε αυθόρμητα και με ειλικρίνεια στις ερωτήσεις οι οποίες υποβλήθηκαν. Στην ουσία η μαρτυρία της συνίστατο στο να εξηγήσει πως και γιατί δημιουργήθηκε η Έκθεση Τεκμήριο 20, επιβεβαίωσε ότι έγινε συνάντηση περί τα τέλη Μαΐου σε σχέση με διάφορες συναλλαγές που έλαβαν χώρα όταν ήταν διευθυντής ο Παραπονούμενος και ότι ο τελευταίος, ο οποίος ήτο παρών στη συνάντηση, δεν έδωσε σαφείς και ικανοποιητικές απαντήσεις για τις συναλλαγές. Επιβεβαίωσε και την παρουσία των Κατηγορούμενων στη συνάντηση καθώς και το ότι ο Παραπονούμενος δεν αμφισβήτησε το ότι υπήρχαν ζητήματα σε σχέση με συναλλαγές στις οποίες προέβη ο ίδιος με περιουσία της Εταιρείας.

 

156.    Σε σχέση με τις υποβολές που έγιναν ότι το Τεκμήριο 20 δεν είναι σωστό και ότι ο Παραπονούμενος στην συνάντηση έδωσε σαφείς απαντήσεις, δεν ακολούθησε οποιαδήποτε παράθεση στοιχείων και επομένως παρέμειναν μετέωροι ισχυρισμοί οι οποίοι ουδόλως επηρέασαν την αξιοπιστία της μάρτυρος.

 

157.    Επομένως, αποδέχομαι τη μαρτυρία της στο σύνολο της ως αξιόπιστη.

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

158.    Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν και λαμβάνοντας υπόψη τις πτυχές της μαρτυρίας που δεν έχουν τύχει αμφισβήτησης, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

158.1       Η Κατηγορούμενη διεξήγαγε εργασίες τυπογραφείου. Πλέον έχει τερματίσει τις εργασίες της. Ο Παραπονούμενος εργοδοτείτο στην Κατηγορούμενη ως Γενικός Διευθυντής από την 30.10.2013 μέχρι την 30.06.2019.

158.2       Ο Κατηγορούμενος 3 διορίστηκε ως Διευθυντής της Κατηγορούμενης στις 10.05.2019. Ο Κατηγορούμενος 4 ήταν υπεύθυνος παραγωγής και διορίστηκε ως αξιωματούχος της Κατηγορούμενης στις 02.10.2019.

158.3       Το τελευταίο πακέτο απολαβών του Παραπονούμενου είχε ως ακολούθως: €1800 μηνιαίως ακάθαρτος μισθός, πλέον 13ος μισθός και 1% επί του κύκλου εργασιών της Εταιρείας ως φιλοδώρημα. Επίσης δικαιούτο σε κινητό τηλέφωνο, εταιρικό αυτοκίνητο και σε έξοδα παραστάσεως.

158.4       Τον Μάϊο του 2019 κλήθηκε ο Κατηγορούμενος 3 από τον Κατηγορούμενο 4 ούτως ώστε να αναλάβει ως Εκτελεστικός Διευθυντής της Εταιρείας δεδομένου του ότι ο έγινε έλεγχος στα βιβλία της Εταιρείας και υπήρχαν διάφορες χρεώσεις και μεταφορές χρημάτων από την Εταιρεία και τον Γενικό Διευθυντή αυτής (ήτοι τον Παραπονούμενο) οι οποίες δεν δικαιολογούνταν.

158.5       Τον Μάϊο του 2019 έγινε συνάντηση μεταξύ του Παραπονούμενου και των Κατηγορούμενων, στην παρουσία του συνηγόρου των Κατηγορούμενων και της ελέγκτριας η οποία διορίστηκε για να διερευνήσει ορισμένες συναλλαγές της Εταιρείας (ΜΥ4).

158.6       Κατά τη συνάντηση παρουσιάστηκαν στοιχεία τα οποία ήγειραν υποψίες πως Παραπονούμενος είχε καταχραστεί χρήματα της Εταιρείας. Ο Παραπονούμενος κατά την συνάντηση δεν έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις σε σχέση με τις συναλλαγές αυτές ως τίθενται στο Τεκμήριο 20. Περαιτέρω, ο Παραπονούμενος δεν αμφισβήτησε τα στοιχεία τα οποία παρουσιάστηκαν σε αυτόν.

158.7       Τον Μάιο του 2019 παραδόθηκε επιστολή τερματισμού στον Παραπονούμενο και τερματίστηκαν οι υπηρεσίες του τόσο ως Διευθυντή (αξιωματούχου) όσο και ως Γενικού Διευθυντή. Προηγουμένως σε Γενική Συνέλευση των Μετόχων της Εταιρείας αποφασίστηκε η παύση του Παραπονούμενου από Διευθυντή της Εταιρείας.

158.8       Ο Παραπονούμενος ζήτησε από τον Κατηγορούμενο 4 να παραμείνει μέχρι το τέλος Ιουνίου στην Εταιρεία και παρά την διαφωνία του Κατηγορούμενου 3 ο Κατηγορούμενος 4 αποδέχθηκε όπως ο Παραπονούμενος παραμείνει στην Εταιρεία μέχρι το τέλος Ιουνίου του 2019. Ο λόγος είναι επειδή παρά τα όσα προηγήθηκαν ο Κατηγορούμενος 4 αναγνώρισε ότι ο Παραπονούμενος τον βοήθησε στη λειτουργία και τον έλεγχο της Εταιρείας. Περαιτέρω, ο Κατηγορούμενος 4, παρά τα όσα καταλόγιζε στον Παραπονούμενο ένιωθε ότι δεν ήθελε να τον εκθέσει απολύοντας τον άμεσα.

158.9       Επιπρόσθετα, ο Παραπονούμενος και ο Κατηγορούμενος 4 συμφώνησαν τον Μάιο του 2019 όπως ο Παραπονούμενος θα αποχωρούσε – παραιτείτο από την Εταιρεία το τέλος Ιουνίου και κανένα μέρος δεν θα είχε απαίτηση εναντίον του άλλου. Δηλαδή όλες οι διαφορές τους θα θεωρούνταν ως διευθετηθείσες.

158.10    Στις 30.06.2019 ο Παραπονούμενος αποχώρησε από την Εταιρεία και τα δεδουλευμένα του έχουν καταβληθεί από την Εταιρεία.

158.11    Ο Παραπονούμενος ήταν παρών κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης από το φορέα πιστοποίησης για σκοπούς ISO την 11.07.2019 και υπέγραψε σχετικά έντυπα ως Γενικός Διευθυντής. Περί τον Οκτώβριο του 2019 στάλθηκε ηλεκτρονικό μήνυμα στην TUV από τον Κατηγορούμενο 3 στο οποίο αναφερόταν ότι ο Παραπονούμενος δεν είχε εξουσία να υπογράφει εκ μέρους της Εταιρείας και δεν δέσμευε την Εταιρεία όταν υπέγραψε κατά την επιθεώρηση. Επομένως, η TUV προχώρησε με τις απαραίτητες τροποποιήσεις στα αρχεία της.

158.12    Ο Παραπονούμενος δεν μετέβαινε στα υποστατικά της Εταιρείας για να εργαστεί κατά την περίοδο 01.07.2019 μέχρι και την 03.10.2019. Επισκέφθηκε μερικές φορές την Εταιρεία όχι όμως για να εργαστεί. Περαιτέρω, δεν εκτελούσε καθήκοντα Γενικού Διευθυντή της Εταιρείας κατά τον επίδικο χρόνο για τον οποίο αξιώνει μισθούς.

158.13    Στις 30.08.2019 ο Παραπονούμενος μέσω δικηγόρου απέστειλε επιστολή στην Εταιρεία και στο λογιστή της σχετικά με ισχυριζόμενη δυσφήμιση του ιδίου απειλώντας την Εταιρεία με τη λήψη νομικών μέτρων (Τεκμήριο 7). Η Κατηγορούμενη δια μέσου του δικηγόρου της απάντησε με επιστολή 19.09.2019 απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν. Αναφέρθηκε επίσης πως  ο Παραπονούμενος δεν είναι Γενικός Διευθυντής της Εταιρείας καθότι παραιτήθηκε.

158.14    Ο Παραπονούμενος είχε πρόσβαση στον λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Εταιρείας μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου του 2019.

158.15    Στις αρχές Οκτωβρίου του 2019 αποστάλθηκε από την Εταιρεία ηλεκτρονικό μήνυμα στους πελάτες, συνεργάτες και προμηθευτές της στο οποίο αναφερόταν ότι ο Παραπονούμενος αποχώρησε από την Κατηγορούμενη στις 30.06.2019. Περαιτέρω, στις 12.10.2019 η Κατηγορούμενη δημοσίευσε στο Φιλελεύθερο ανακοίνωση στην οποία αναφερόταν ότι η συνεργασία τους με τον Παραπονούμενο είχε λήξει και ότι χρέη εκτελεστικού διευθυντή ασκούσε από την 12.05.2019 ο Κατηγορούμενος 3 (Τεκμήριο 4).

158.16    Δεν υπήρξε οποιαδήποτε όχληση από τον Παραπονούμενο προς τους Κατηγορούμενους σε σχέση με μισθούς από τον Ιούλιο μέχρι και τον Οκτώβριο του 2019.

 

 

Δ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ -  ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΩΝ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ 

 

(i)            Παράλειψη πληρωμής μισθού

 

159.    Ο εργοδότης κατέχει δεσπόζουσα θέση έναντι των εργοδοτουμένων του. Οι οικονομικές συνθήκες των δύο συμβαλλομένων είναι πολύ διαφορετικές με αποτέλεσμα την ύπαρξη ανισότητας διαπραγματευτικής ισχύος. Η ανισότητα αυτή είναι ένα αναπόφευκτο χαρακτηριστικό της εργοδοτικής σχέσης κατά τρόπο που να απολήγει στην  επιβολή όρων τους οποίους ο εργοδότης επιθυμεί έναντι του εργοδοτούμενου και τη συνεπακόλουθη ανυπαρξία πραγματικής ελευθερίας του εργοδοτούμενου στο πλαίσιο της συνομολόγησης συμβάσεων.[12]

 

160.    Η καταβολή μισθού από τον εργοδότη στον εργοδοτούμενο είναι η βασικότερη υποχρέωση του εργοδότη με βάση τη σύμβαση εργοδότησης. Η σημασία της καταβολής του μισθού κατοχυρώνεται από ειδική νομοθεσία, ήτοι το Νόμο. Συνεπεία της ανισότητας αυτής μεταξύ των μερών ο νομοθέτης αποφάσισε να θεσπίσει το Νόμο ως αντίβαρο της οικονομικής ισχύος του εργοδότη και ως ένα μέσο ενίσχυσης της θέσης του αδύνατου συμβαλλόμενου, ήτοι του εργοδοτούμενου του οποίου η αξιοπρεπής διαβίωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το μισθό τον οποίο λαμβάνει από τον εργοδότη του.

 

161.    Ο σκοπός της θέσπισής του Νόμου είναι η προστασία των εργοδοτουμένων και, πιο συγκεκριμένα, η διασφάλιση του δικαιώματός τους προς λήψη του μισθού και των ωφελημάτων που δικαιούνται με βάση τη συμφωνία που διέπει την εργασιακή τους σχέση.

 

162.    Η παράλειψη πληρωμής μισθού αποτελεί ιδιώνυμο αδίκημα με βάση το Νόμο ο οποίος έχει ως σκοπό την αντιμετώπιση με το δραστικό τρόπο τον οποίο προσφέρει η ποινική δικαιοδοσία ενός κοινωνικού προβλήματος το οποίο δημιουργείται συνεπεία της εν λόγω συμπεριφοράς του εργοδότη έναντι του εργοδοτούμενου του.[13]

 

163.    Επιπρόσθετα στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Σκουφίδη ν. Χ.Α. Quality Paper Services Ltd, Ποινική Έφεση αρ. 134/2016, 5.6.2018 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα (ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Η θέσπιση του ως άνω Νόμου καθώς και η ποινικοποίηση των παραλείψεων πληρωμής μισθού και άλλα συναφή αδικήματα με βάση τις πρόνοιες του έχει ως σκοπό την προστασία των εργοδοτουμένων από πράξεις ή παραλείψεις που έχουν ως αποτέλεσμα τη στέρηση του δικαιώματος είσπραξης του μισθού, δικαιώματος που άπτεται θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου προς αξιοπρεπή διαβίωση, αφού η στέρηση του μισθού δύναται να οδηγήσει οποιονδήποτε πρόσωπο σε δυσχερή κατάσταση μη δυνατότητας αντιμετώπισης των καθημερινών του αναγκών.»

 

164.    Δεδομένου ότι όλες οι κατηγορίες αφορούν τη χρονική περίοδο 2013 – 2015 στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να εφαρμοστεί ο Νόμος πριν από την τροποποίηση του με τον Ν. 221(Ι)/2022.

 

165.    Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις στο άρθρο 2 του Νόμου ο όρος «μισθός»:  «σημαίνει κάθε χρηματική αντιμισθία που προκύπτει από απασχόληση εργοδοτούμενου και κάθε κέρδος από τέτοια απασχόληση που είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης, και περιλαμβάνει τις εισφορές ταμείων προνοίας, καθώς επίσης και την εισφορά που πρέπει να καταβάλλεται στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών, το οποίο ιδρύθηκε δυνάμει του περί Ετήσιων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου και δεν περιλαμβάνει έκτακτες προμήθειες ή κατά χάριν (ex- gratia) πληρωμές·»

 

166.    Ο όρος «εργοδοτούμενος»: «σημαίνει πρόσωπο που εργάζεται για άλλο πρόσωπο, είτε δυνάμει σύμβασης εργασίας ή μαθητείας, είτε κάτω από τέτοιες περιστάσεις, από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη εργοδοτούμενου και ο όρος “εργοδότης” θα ερμηνεύεται ανάλογα και θα περιλαμβάνει την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας».

 

167.    Το άρθρο 3 του Νόμου με πλαγιότιτλο «τρόπος πληρωμής μισθών», πριν από την τροποποίηση του με το Ν. 221(Ι)/2022 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«3. Οι μισθοί των εργοδοτουμένων πρέπει να πληρώνονται τοις μετρητοίς σε νόμιμο χρήμα, δηλαδή σε χαρτονομίσματα ή κέρματα, ή μέσω λογαριασμού μισθών ή με τραπεζική ή ταχυδρομική επιταγή.»

 

168.    Σύμφωνα με το άρθρο 9 (1) «[η] συχνότητα της πληρωμής των μισθών πρέπει να είναι τουλάχιστον εβδομαδιαία, εκτός για μηνιαίως αμειβόμενο προσωπικό, οπότε πρέπει να είναι τουλάχιστον μηνιαία.» 

 

169.    Σύμφωνα δε με το άρθρο 10 του Νόμου, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν επιτρέπονται αποκοπές από το μισθό εργοδοτούμενου παρά μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, για παράδειγμα, αποκοπές που προνοούνται από νόμο ή κανονισμό, αποκοπές σύμφωνα με κανονισμούς ταμείων σύνταξης, ταμείων προνοίας ή δυνάμει δικαστικής απόφασης. Στην περίπτωση άλλων αποκοπών απαιτείται συγκατάθεση του εργοδοτούμενου.

 

170.    Όσον αφορά τη συγκατάθεση για αποκοπή το μισθού, εν προκειμένω, εφαρμόζεται ο Νόμος πριν από την τροποποίηση του από τον Ν. 221(Ι)/2022 με βάση τον οποίο ο Νόμος τροποποιήθηκε κατά τρόπο που η συγκατάθεση του εργοδοτούμενου να είναι γραπτή και ενυπόγραφη. Κατά συνέπεια, στην παρούσα υπόθεση αυτό που απαιτείται να αποδειχθεί για αποκοπή από το μισθό είναι η (απλή) συγκατάθεση του Παραπονούμενου.

 

171.    Σημειώνω σε αυτό το σημείο ότι σε ποινικές υποθέσεις στην περίπτωση κατά την οποία το βάρος απόδειξης μετατίθεται στους ώμους του Κατηγορούμενου, όπως εν προκειμένω, το επίπεδο απόδειξης το οποίο εφαρμόζεται είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

 

172.    Περαιτέρω σημειώνω σε σχέση με το βάρος απόδειξης ως προς το κατά πόσον καταβλήθηκαν ή αν ήταν οφειλόμενοι οι μισθοί αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του στην Ροδοσθένους (ανωτέρω):

 

«Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής έσφαλε στην προσέγγισή της ότι ο Παραπονούμενος - Εφεσείων όφειλε και να αποδείξει ότι οι μισθοί ήταν ή όχι οφειλόμενοι. Κάτι τέτοιο - η αυστηρή δηλαδή απόδειξη, ουσιαστικά, ότι οι μισθοί δεν καταβλήθηκαν - θα καθιστούσε κενή περιεχομένου και θα αντιστρατευόταν τη νομοθετική πρόνοια του άρθρου 12(3), η οποία εναποθέτει το βάρος απόδειξης για την καταβολή του μισθού στους ώμους του εργοδότη

 

Υπό τις συνθήκες λοιπόν, κατ΄ ακολουθία και του άρθρου 12(3) του Νόμου, ο εργοδότης - Εφεσίβλητη έφερε πλέον το βάρος απόδειξης της καταβολής του μισθού στον εργοδοτούμενο - Εφεσείοντα. Προσθέτουμε ότι η εκ του νόμου, άρθρο 12(1)(2), υποχρέωση προς τήρηση αρχείων, εντάσσεται στην όλη φιλοσοφία προστασίας και διασφάλισης των δικαιωμάτων των εργοδοτουμένων, αλλά και ενισχύει τη δυνατότητα απόσεισης του βάρους που φέρει ο εργοδότης προς απόδειξη της καταβολής των μισθών εργοδοτουμένων.»

 

173.    Το άρθρο 12 του Νόμου ως είχε πριν την τροποποίηση του από τον Ν. 221(Ι)/2022 προνοεί ότι ο εργοδότης οφείλει να διατηρεί και να φυλάσσει αρχεία στα οποία να φαίνεται για κάθε εργοδοτούμενο τα στοιχεία σχετικά με τον ακάθαρτο και καθαρό μισθό του, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν αποκοπών που έγιναν στο μισθό και τους λόγους για τους οποίους έγιναν οι εν λόγω αποκοπές. Το άρθρο 12(3) προνοεί ότι «το βάρος απόδειξης για την καταβολή του μισθού σε εργοδοτούμενο  φέρει ο εργοδότης».

 

174.    Το άρθρο 19 του Νόμου προνοεί ότι το «Αρμόδιο Δικαστήριο για επίλυση οποιασδήποτε αστικής φύσεως διαφοράς, μέσα στα πλαίσια του παρόντος Νόμου, είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών» και «[σ]ε περίπτωση που ο εργοδότης καταδικαστεί για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τότε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών θα μπορεί να εκδίδει διάταγμα καταβολής χρηματικών οφειλών του εργοδότη που προκύπτουν από τη μη πληρωμή μισθών».

 

175.    Το άρθρο 20 του Νόμου με τίτλο «Αδικήματα και ποινές»  ως είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο πριν την τροποποίηση του με το Ν. 221(Ι)/2022 διαλαμβάνει, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει, τα ακόλουθα:

 

«20.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (2), (3) και (4) του παρόντος άρθρου, εργοδότης ο οποίος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

 

(2) Το Δικαστήριο επιπρόσθετα από τις ποινές που προβλέπονται στο εδάφιο (1), δύναται, με την καταδίκη του εργοδότη, να εκδώσει και Διάταγμα καταβολής του οφειλόμενου ποσού προς τον εργοδοτούμενο.»

 

176.    Στην ουσία αυτό το οποίο θα πρέπει να αποδείξει ο Παραπονούμενος είναι το ότι ήταν εργοδοτούμενος της Κατηγορούμενης κατά τον ουσιώδη χρόνο και δικαιούτο σε μισθό ή, ανάλογα με την περίπτωση, ότι αποκόπηκε μέρος του μισθού που δικαιούτο.[14] Στην Αδελφοί Λιοτατή (ανωτέρω) επίσης αναφέρθηκε ότι δεν έχει σημασία πως αποκαλείται η παροχή αυτή. Με βάση το άρθρο 12(3) του Νόμου ο εργοδότης θα πρέπει να αποδείξει ότι καταβλήθηκαν στον Παραπονούμενο οι μισθοί ή ότι η αποκοπή έγινε με βάση το νόμο ή κατόπιν συγκατάθεσης του εργοδοτούμενου.

 

177.    Όπως έχει ερμηνευθεί από την νομολογία, το υπό κρίση αδίκημα της παράλειψης πληρωμής μισθού, είναι αδίκημα αυστηρής ευθύνης,  αφού το στοιχείο της ένοχης διάνοιας ή εγκληματικής πρόθεσης (mens rea) συναρτάται και περιορίζεται στην ίδια την παράλειψη της καταβολής μισθών.[15] Οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην παράλειψη αυτή είναι αδιάφοροι.[16]

 

(ii)          Ποινική ευθύνη διευθυντή εταιρείας

 

178.    Οι Κατηγορούμενοι 3 και 4 κατηγορούνται ως διευθυντές της Κατηγορούμενης 1 ότι παρείχαν βοήθεια, την παρακίνησαν ή την συμβούλευσαν ώστε να μην καταβάλει στον Παραπονούμενο το μισθό του.

 

179.    Το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι ότι πρόσωπο το οποίο διαπράττει ή παραλείπει να διαπράξει κάτι με σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από άλλο ή να παρέχει βοήθεια για τη διάπραξη τέτοιου αδικήματος από άλλον ή που παρακινεί, συμβουλεύει ή προάγει αυτόν κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή άλλον για διάπραξη ποινικού αδικήματος, μπορεί να διωχθεί ως αυτουργός.

 

 

180.    Όπως και σε άλλα αδικήματα, έτσι και στην παρούσα περίπτωση, ένοχος δύναται να κριθεί και ο συμμέτοχος ή συνεργός στη διάπραξή του, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρο 20 του Κεφ. 154. Βεβαίως, στις περιπτώσεις όπου ο αυτουργός ενός αδικήματος είναι κάποιο νομικό πρόσωπο, η ιδιότητα του διευθυντή ή άλλου αξιωματούχου του δεν δύναται από μόνη της να στοιχειοθετήσει την καταδίκη βάσει του εν λόγω άρθρου. Απαιτείται μαρτυρία για τη συγκεκριμένη δράση η οποία συνιστά συμμετοχή του φυσικού προσώπου στη διάπραξη του αδικήματος.[17]

 

181.    Όσον αφορά την ποινική ευθύνη Διευθυντή εταιρείας εργοδότη στην Terezian (ανωτέρω)  επιβεβαιώνεται η δυνατότητα ποινικής ευθύνης διευθυντή της εργοδότριας εταιρείας ως συνεργού. Ένας διευθυντής ή σύμβουλος εταιρείας μπορεί να κριθεί ένοχος ως συνεργός της εταιρείας, εάν στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.[18]

 

182.    Ένα από τα είδη συμμετοχής ή συνέργειας, ως καθορίζονται στο άρθρο 20 του ΠΚ, είναι η παροχή συνδρομής (βοήθειας) σε άλλον ή η παρακίνηση άλλου να διαπράξει αδίκημα («aiding and abetting»). Η συγκεκριμένη συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, ήτοι η δράση η οποία συνιστά τη συμμετοχή αυτή, είναι δυνατόν να αφορά είτε την προετοιμασία είτε οποιοδήποτε στάδιο της διάπραξης του αδικήματος

 

183.    Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ashworth' Principles of Criminal Law, 2022, 10η έκδοση, σελ. 478:

 

«Αbetting involves some encouragement of the principal to commit the offence and this usually accompanies, or is implicit in, an act of aiding. Aid may be given by supplying an instrument to the principal, keeping a look‑out, doing preparatory acts, and many other forms of assistance given before or at the time of the offence».

 

184.    Καθίσταται λοιπόν αντιληπτό ότι η συνέργεια, συνδρομή ή βοήθεια δυνατόν να μην αφορά απλά μια μεμονωμένη στιγμιαία πράξη. Υπό τις κατάλληλες περιστάσεις γεγονότων και υποκειμενικής υπόστασης, είναι ενδεχόμενο να αποτελείται από σειρά ενεργειών ή από συνολική συμπεριφορά. Στην απόφαση στην υπόθεση Vrontis Builders Ltd κ.α. ν. Γεώργιος Κλεόπα & Υιοί Λτδ (2016) 2 Α.Α.Δ. 518  η πλειοψηφία ανέφερε τα ακόλουθα (η έμφαση είναι δική μου):

 

«Η συνέργεια κατά το Άρθρο 20 του Κεφ. 154, δεν είναι στατική. Καλύπτει όλο το χρονικό διάστημα της παροχής συνδρομής στη διάπραξη αδικήματος ή της παράλειψης εκείνης που συνεισφέρει στη δημιουργία και τέλεση του ποινικού αδικήματος από την αρχή της παροχής της συνδρομής μέχρι και την τυχόν αναίρεση της συνδρομής αυτής. (Πουτζιουρής κ.α v. Δημοκρατίας (1990), 2 Α.Α.Δ. 309, σελ. 346 κ.ε). Το Άρθρο 305Α ποινικοποιεί, σύμφωνα με τον πλαγιότιτλο, την έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα. Κατά τη νομολογία, (Militos Trading Ltd ν. Μαλέκκου (2012) 2 Α.Α.Δ. 609 και Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ. 261), η συνέργεια συντελείται κατά το χρόνο έκδοσης και υπογραφής της επιταγής. Η συνέργεια δεν είναι όμως στιγμιαία. Συνεχίζει καθ' όλη τη διάρκεια της διενέργειας της αξιόποινης πράξης. Η έκδοση επιταγής από την εταιρεία ως νομικό πρόσωπο καθιστά βέβαια υπεύθυνη την ίδια την εταιρεία ως την εκδότρια της επιταγής, αλλά ο διοικητικός σύμβουλος της εταιρείας που υπογράφει την επιταγή δύναται να είναι ποινικά υπεύθυνος ως συνεργός νοουμένου ότι αποδεικνύεται η πρόθεση του σε σχέση με τη συνέργεια και τις περιστάσεις του αδικήματος».

 

185.    Αντλήθηκε επίσης καθοδήγηση από το σύγγραμμα Smith & Hogan, Criminal Law, 11th edn, σελ. 177 υπό τον τίτλο Omission as a sufficient actus reus of secondary liability καθότι η παρούσα υπόθεση αφορά παράλειψη, όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

 

“The law does not generally impose criminal liability for a failure to act … In the context of secondary liability, the question arises whether D’s omission to prevent P committing the crime is sufficient to trigger liability. […]

Secondly, there are circumstances in which D has a right to control the actions of another and he deliberately refrains from exercising it, his inactivity may be a positive encouragement to the other to perform an illegal act, and, therefore an aiding and abetting. If a licensee on a public house stands by and watches his customers drinking after hours, he is guilty of aiding them and abetting them in doing so”.

 

186.    Όσον αφορά το mens rea του συνεργού (secondary party) είναι σχετικά τα όσα αναφέρονται στις σελίδες 179 – 190 του πιο πάνω αναφερόμενου συγγράμματος. Υπό μορφή περίληψης αναφέρονται τα ακόλουθα στη σελίδα 179:

 

“(1) the secondary party must intend to assist or encourage the principal’s act, or in the case of procuring, to bring the offence about;

(2) the secondary party must have knowledge as to the facts forming the essential elements of the principal’s offence, (including any facts as to which the principal bears strict liability). This includes an awareness that the principal will act with mens rea”. 

 

187.    Άντλησα επίσης καθοδήγηση από το σύγγραμμα Blackstones Criminal Practice 2015, παρ. Α4.5 και Α4.6. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το mens rea στις περιπτώσεις ενός συνεργού (accessory) είναι «στενότερο» από αυτό του αυτουργού (principal) καθότι χρειάζεται πρόθεση ή γνώση, παρά αμέλεια ή απερισκεψία.

 

188.    Εν πρώτοις, λοιπόν,  αυτό το οποίο εξετάζεται, είναι το κατά πόσον εντοπίζεται συγκεκριμένη συμπεριφορά ή δράση, η οποία να συνιστά τη συμμετοχή κάποιου στο αδίκημα άλλου προσώπου. Αυτή η δράση, αν εντοπιστεί, αποτελεί την αντικειμενική υπόσταση της συμμετοχής ή συνέργειας (actus reus).

 

189.    Η διάπραξη της πράξης ή η παράλειψη, ωστόσο, δεν είναι αφ’ εαυτής αρκετή για απόδειξη του αδικήματος επί τη βάσει του άρθρου 20 του Κεφ. 154, δεδομένου ότι ακόμα και στις περιπτώσεις αδικημάτων αυστηρής ευθύνης (strict liability), απαιτείται όσον αφορά το συνεργό να υφίσταται η αναγκαία γνώση ή πρόθεση, δηλαδή η υποκειμενική υπόσταση ή άλλως, η ένοχη διάνοια (mens rea). Εν ολίγοις, εάν κατά τη στιγμή της διενέργειας κάποιας πράξης (ή παράλειψης) δεν συνυπάρχει και το απαραίτητο για το συγκεκριμένο αδίκημα νοητικό στοιχείο, τότε δεν προκύπτει ποινική ευθύνη.  

 

190.    Όπως περαιτέρω εξηγείται στο σύγγραμμα Archbold 2015, §17‑113 «…in general the mental element of a crime must exist at the time of the physical act .»Έπεται πως η ένοχη διάνοια θα πρέπει να υφίσταται κατά τη στιγμή της συγκεκριμένης ενέργειας η οποία συνιστά τη συνέργεια.

 

191.    Στην υπόθεση Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ. 261, η οποία αφορούσε σε αδίκημα της συνέργειας σε έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατά παράβαση του εδαφίου (γ) του άρθρου 20 του ΠΚ αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2000 στη σελ. 70 πάρα. Α.5.2, αναφέρεται πως η ένοχη πράξη (actus reus) από συνεργό εμπεριέχει δύο έννοιες, α) παροχή βοήθειας ή παρακίνηση β) σε αδίκημα, και η ένοχη διάνοια (mens rea) αναμένεται να σχετίζεται με τις δύο αυτές έννοιες. Το νοητικό στοιχείο που πρέπει να αποδεικνύεται για συνεργό, όπως έχει νομολογηθεί, είναι γενικά στενότερο και πιο απαιτητικό απ' ό,τι χρειάζεται για τον αυτουργό και απαιτεί πρόθεση ή γνώση εκ μέρους του συνεργού.

 

Ο Λόρδος Goddard C.J. στην υπόθεση Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 455 στη σελ. 546 αναφέρει πως «πριν κάποιος καταδικαστεί για παροχή βοήθειας στη διάπραξη αδικήματος, πρέπει τουλάχιστον να γνωρίζει τα αναγκαία θέματα που συνιστούν το αδίκημα» («before a person can be convicted of aiding and abetting the commission of an offence, he must at least know the essential matters which constitute that offence") Ο Devlin J. Στην υπόθεση National Coal Board v. Gamble [1959] 1 K.B. 11 στη σελ. 20 λέγει πως «παροχή βοήθειας είναι έγκλημα που απαιτεί την απόδειξη ένοχης σκέψης, δηλαδή, πρόθεση προσφοράς βοήθειας καθώς και γνώση των περιστάσεων» («aiding and abetting is a crime that requires proof of mens rea, that is to say, of intention to aid as well as of knowledge of the circumstances")».

 

192.    Σε περίπτωση συνέργειας κρίθηκε ότι «προτού πρόσωπο καταδικασθεί ως συνεργός στη διάπραξη του αδικήματος, πρέπει, τουλάχιστον, να αποδειχθεί ότι γνώριζε τα αναγκαία στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα».[19] Περαιτέρω, τούτο ισχύει και όπου το αδίκημα είναι αυστηρής ευθύνης.[20]

 

193.    Ως προς την προαναφερθείσα γνώση ή πρόθεση, είναι καλώς θεμελιωμένο ότι σπάνια υπάρχει άμεση μαρτυρία για την απόδειξή τους. Κατά κανόνα τα στοιχεία αυτά αποδεικνύονται εμμέσως, με περιστατική μαρτυρία, ή όπως αλλιώς έχει τεθεί, κατά κανόνα αυτά αναδύονται ως εξυπακουόμενα στοιχεία μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα, τα οποία αποτελούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου και περαιτέρω εννοείται ότι κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του. [21]

 

(iii)         Βάρος και Επίπεδο Απόδειξης

194.    Προτού να προχωρήσω με την υπαγωγή των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης στις εφαρμοστέες νομικές αρχές, υπενθυμίζω ότι το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλαδή αυτό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.[22]

 

195.    Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία, την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι. Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής. Στις περιπτώσεις στις οποίες το βάρος απόδειξης μετατίθεται στους ώμους της υπεράσπισης το επίπεδο απόδειξης το οποίο εφαρμόζεται είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

 

196.    Εν προκειμένω, καθίσταται σαφές ότι ο Παραπονούμενος θα πρέπει να αποδείξει ότι ήταν εργοδοτούμενος κατά τον επίδικο χρόνο στο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

197.    Δεν επιτρέπονται εικασίες προς συμπλήρωση κενών στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες και αν είναι.[23] Οποιοδήποτε κενό σε σχέση με την ύπαρξη πρωτογενών γεγονότων που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα, αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη. Στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Τούμπας v. Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος v. Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97 επισημαίνεται ότι, εάν στο τέλος της υπόθεσης παραμείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας.

 

198.    Οι κατηγορίες θα πρέπει να αποδεικνύονται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου εγείρει, δεν θα ήταν δυνατό να καταδικαστεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής.[24]

 

Ε. ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

 

199.    Προχωρώ τώρα με την  εξέταση του κατά πόσον στοιχειοθετήθηκαν στο απαιτούμενο επίπεδο οι κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι, έχοντας κατά νου τη νομική πτυχή ως παρατίθεται στην προηγούμενη ενότητα, το βάρος απόδειξης, τη μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και οδήγησε στην εξαγωγή των σχετικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας η οποία προσκομίστηκε.

 

200.    Εν πρώτοις, σημειώνω ότι είναι παραδεκτό πως δεν καταβλήθηκε κανένα ποσό ως μισθός προς τον Παραπονούμενο από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι και την 03.10.2019 από την Κατηγορούμενη. Επίσης, είναι παραδεκτό ότι δεν καταβλήθηκε στον Παραπονούμενο η αναλογία του 13ου μισθού του μετά τον τερματισμό της απασχόλησης του.

 

Κατηγορίες 1 – 8

 

201.    Αυτό το οποίο θα πρέπει να αποφασίσει το Δικαστήριο είναι το κατά πόσον κατά τον ουσιώδη, με βάση το κατηγορητήριο, χρόνο ο Παραπονούμενος ήταν εργοδοτούμενος της Κατηγορούμενης 1. Ενόψει της απόρριψης της μαρτυρίας του Παραπονούμενου και βάσει του ευρήματος το οποίο εξήγαγε το Δικαστήριο ότι ο Παραπονούμενος συμφώνησε να παραιτηθεί ή εν πάση περιπτώσει να αποχωρήσει από την Εταιρεία το τέλος Ιουνίου και πως όλες οι απαιτήσεις του θα θεωρούνται ως διευθετηθείσες, δεν στοιχειοθετούνται στον απαιτούμενο βαθμό οι κατηγορίες τις οποίες αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι. Προσθέτω επίσης ότι επί αναξιόπιστης μαρτυρίας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί καταδίκη.

 

202.    Εν προκειμένω, δεν προσκομίστηκε επαρκής μαρτυρία η οποία να στοιχειοθετεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο Παραπονούμενος ήταν εργοδοτούμενος εν τη εννοία του Νόμου από την 01.07.2019 μέχρι και την 03.10.2019. Εφαρμόζοντας τα κριτήρια για να θεωρηθεί ένα πρόσωπο ως εργοδοτούμενος εν τη εννοία του Νόμου παρατηρώ ότι δεν είχε υπογραφεί σύμβαση εργασίας ή μαθητείας, ούτε και εργαζόταν για την Κατηγορούμενη 1 κατά την επίδικη περίοδο, κάτω από τέτοιες περιστάσεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη εργοδοτούμενου. Με βάση το εύρημα ότι η τελευταία μέρα του Παραπονούμενου στην εργασία του ως Γενικός Διευθυντής της Κατηγορούμενης ήταν η 30.06.2019, αυτομάτως δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν οι κατηγορίες 1 – 8.

 

203.    Σε κάθε περίπτωση, το ότι ο Παραπονούμενος δεν έδωσε επιστολή παραίτησης, ως ο ισχυρισμός του,[25] σε συνδυασμό με το ότι ήταν προηγουμένως εργοδοτούμενος δεν είναι ικανό να θεμελιώσει σχέση εργοδότη εργοδοτούμενου. Αυτό με βάση την έννοια του όρου «εργοδοτούμενος» στο Νόμο:  «σημαίνει πρόσωπο που εργάζεται για άλλο πρόσωπο, είτε δυνάμει σύμβασης εργασίας ή μαθητείας, είτε κάτω από τέτοιες περιστάσεις, από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη εργοδοτούμενου...». Σημειώνω ότι εν προκειμένω, δεν αμφισβητήθηκε ότι ένας μέτοχος ή αξιωματούχος της Εταιρείας μπορεί να είναι και στην υπηρεσία της ως υπάλληλος. Αυτό το οποίο προσπαθώ να εξηγήσω είναι ότι εκείνη την συγκεκριμένη περίοδο, ήτοι την επίδικη περίοδο, δεν ήταν εργοδοτούμενος της Εταιρείας ο Παραπονούμενος.

 

204.    Δεν προσκόμισε καμία μαρτυρία ότι εργαζόταν κατά την επίδικη περίοδο για να μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη εργοδοτούμενου. Το ότι είχε πρόσβαση στο λογαριασμό ηλ. ταχυδρομείου της Εταιρείας άνευ εταίρου δεν είναι ικανό να θεμελιώσει σχέση εργοδότη εργοδοτούμενου και σε κάθε περίπτωση δόθηκε εξήγηση περί τούτου από τον Κατηγορούμενο 4. Ούτε και το ότι ήταν παρών στο χώρο εργασίας μια μέρα, ήτοι την 11.07.2019, κατά την επιθεώρηση για σκοπούς πιστοποίησης της Εταιρείας με το σύστημα ISO αλλά ούτε και το ότι υπέγραψε ως Γενικός Διευθυντής τα σχετικά έντυπα εκείνη την ημέρα είναι ικανό να καταδείξει σχέση εργοδότησης. Πόσω μάλλον να αποδειχθεί η σχέση εργοδότησης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Και περί τούτου έχουν δοθεί εξηγήσεις, δηλαδή ότι λανθασμένα υπέγραψε ως Γενικός Διευθυντής καθότι δεν ήταν Γενικός Διευθυντής κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

205.    Επιπρόσθετα, δεν ήταν εγγεγραμμένος ως υπάλληλος της Εταιρείας στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Στο δε Τεκμήριο 19 φαίνεται ο τερματισμός της απασχόλησης του στις 28.06.2019. Εν ολίγοις δεν προσκόμισε ικανοποιητική μαρτυρία σε σχέση με το ότι ασκούσε τα καθήκοντα του. Ένας Γενικός Διευθυντής ο οποίος εργάζεται υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης αναμένεται να μπορεί να δείξει έστω και ένα δείγμα των εργασιών τις οποίες έχει εκτελέσει κατά την επίδικη περίοδο. Ανέφερε ο ίδιος ότι είχε «δοσοληψίες» με πελάτες ωστόσο δεν προσκομίστηκε καμία μαρτυρία επί τούτου. Ο ίδιος ανέφερε πως είχε πρόσβαση στο λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του της Εταιρείας. Δεδομένου τούτου μπορούσε κάλλιστα να παρουσιάσει τουλάχιστον ηλεκτρονικά μηνύματα τα οποία να δείχνουν την εκτέλεση των εργασιών του.

 

206.    Στην απόφαση Prousi v Redundant Employees Fund (1988) 1 C.L.R. 363, το Δικαστήριο εξέτασε και παρείχε καθόδήγηση  ως προς το πώς οφείλουν τα Δικαστήρια να ερμηνεύουν τον όρο «εργοδοτούμενος». Παρότι η υπόθεση αφορούσε τον Περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου 24/1967, όμως, ως και στην παρούσα, το τι κλήθηκε το Δικαστήριο να εξετάσει ήταν: «…whether the Court correctly interpreted the meaning of the term ‘employed’ as defined by the law in the light of the conditions and circumstances of the employment and the termination of the employment of the applicant. In particular whether the natural person vested with the powers that the applicant had in the present case could be considered as an ‘employee’ within the meaning of the law notwithstanding the fact that he was declared as ‘employee’ of the legal person».  

 

207.    Αναφέρηκαν στην Prousi τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«The question as to whether the relationship of employer and employee exists is always a question of fact and the facts of each particular case have to be taken into consideration. The only criterion for making a person an employee of another is not the payment of salary for services rendered by him but also it has to be established that the employer can exercise control over the work of another…..

The applicant though contributing to the Social Insurance Fund as an employee was not an employee in the strict sense of the law because though he was a paid a salary on the basis of a decision taken by him and his co-director nobody could exercise control over him as to the mode of performing his work or dismiss him from his employment. Bearing in mind the fact that the legal relationship of employer and employee did not exist in the present case the Court rightly concluded that the applicant was not a person entitled to redundancy payment under the provisions of the law. Therefore, our answer to the question submitted by the trial Court is that that in the circumstances of the case the applicant was not an employee within the definition by the law in the employment of another». 

 

208.    Στην Tsapaco Catering Ltd ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 796, 800-801, παρατίθενται ενδεικτικά στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν τη σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου:

 

 «Η κατηγορία των μισθωτών συμπεριλαμβάνει πρόσωπα των οποίων η απασχόληση καθορίζεται από σύμβαση εργασίας που παρέχεται κάτω από συνθήκες που υποδεικνύουν σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου (master and servant). Δεν υπάρχει συγκεκριμένος καθορισμός της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου και η ύπαρξή της εξαρτάται από διάφορα ενδεικτικά στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα κατά πόσο ένα συμβόλαιο είναι συμβόλαιο που καθιερώνει τη σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου (master and servant) ή είναι ένα συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών (contract of service). Μπορεί να λεχθεί ότι η σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου προϋποθέτει μεταξύ άλλων το δικαίωμα εκλογής του εργοδοτουμένου από τον εργοδότη, την απασχόληση για συγκεκριμένες ώρες σε συγκεκριμένο χώρο, την ύπαρξη κάποιου ελέγχου, τη διασφάλιση της συνέχισης της εργοδότησης και την καταβολή απολαβών. (Ίδε Chitty on Contracts (Specific Contracts), 27th Edition, p. 698.) Ο καθορισμός της ανταμοιβής για τις υπηρεσίες που προσφέρονται είναι ένα στοιχείο που μπορεί να υποστηρίξει την ύπαρξη της σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου, χωρίς όμως από μόνο του να θεμελιώνει τη σχέση. Η σχέση μπορεί να αποδειχθεί κατά κύριο λόγο

(α) από την υποχρέωση του εργοδοτουμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και

(β)  από το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει την εργασία του εργοδοτουμένου.»

 

209.    Εν προκειμένω, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει ότι υπήρχε σχέση εργοδότη εργοδοτούμενου κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αντιθέτως, προσκομίστηκε αξιόπιστη μαρτυρία από τους Κατηγορούμενους ότι ο Παραπονούμενος δεν παρείχε υπηρεσίες και ούτε ήταν υπό τον έλεγχο της Εταιρείας.

 

210.    Συνεπώς, κρίνω ότι ο Παραπονούμενος δεν ήταν εργοδοτούμενος της Κατηγορούμενης 1 κατά την επίδικη περίοδο. Η υποχρέωση του εργοδότη αφορά την καταβολή μισθού σε εργοδοτούμενους. Ο Νόμος καθιστά ποινικό αδίκημα την μη καταβολή μισθού σε εργοδοτούμενο. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει σχέση εργοδότη εργοδοτούμενου δεν μπορεί να διαπραχθεί αδίκημα με βάση το άρθρο 20 του Νόμου.  

 

211.    Σημειώνω ότι όπως προαναφέρθηκε, το βάρος απόδειξης ότι ο μισθός έχει καταβληθεί το φέρει ο εργοδότης. Ωστόσο, για να μετατεθεί το βάρος απόδειξης στους ώμους του εργοδότη θα πρέπει πρώτα η Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, καθότι πρόκειται για ποινικό αδίκημα, ότι ο Κατηγορούμενος ήταν όντως εργοδότης του προσώπου στο οποίο δεν καταβλήθηκαν οι μισθοί.

 

212.    Είναι αυτονόητο ότι πρόσωπο του οποίου η απασχόληση έχει τερματιστεί δεν δικαιούται σε μισθό εν τη εννοία του Νόμου, δηλαδή σε χρηματική αντιμισθία η οποία προκύπτει από την απασχόληση του εργοδοτούμενου. Εν προκειμένω, δεν έχει αποδειχθεί η εργασιακή σχέση η οποία θα δημιουργούσε υποχρέωση για καταβολή μισθού.

 

213.    Ενόψει της κατάληξης ότι δεν υπήρχε σχέση εργοδότη εργοδοτούμενου, παρέλκει η εξέταση του κατά πόσον οι Κατηγορούμενοι 3 και 4 παρείχαν συνδρομή ή παρακίνησαν την Εταιρεία να μην καταβάλει το μισθό του Παραπονούμενου. Στην ουσία δεν ετίθετο ζήτημα οδηγιών όπως ο Παραπονούμενος δεν λάβει το μισθό του καθότι ο Παραπονούμενος δεν ήταν εργοδοτούμενος την επίδικη περίοδο.

 

Αναλογία 13ου μισθού – Κατηγορίες 9 και 10

 

214.    Σε σχέση με τις κατηγορίες 9 και 10 που αφορούν τη μη καταβολή της αναλογίας του 13ου μισθού του Παραπονούμενου για το έτος 2019, στην ουσία πρόκειται για αποκοπή μισθού.

 

215.    Δεν είχε αμφισβητηθεί ότι ο Παραπονούμενος δικαιούτο σε 13ο μισθό. Συνεπώς, κατά τον τερματισμό της απασχόλησης του ο Παραπονούμενος δικαιούτο να λάβει την αναλογία του 13ου του μισθού για το έτος 2019.

 

216.    Όσον αφορά τον όρο  «συγκατάθεση» σημειώνεται ότι αυτός  δεν ερμηνεύεται στο Νόμο. Με βάση το Νόμο ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν απαιτείται να υπάρχει γραπτή και ενυπόγραφη συγκατάθεση από μέρους του εργοδοτούμενου για την αποκοπή του μισθού του. Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα: υπό ποιες περιστάσεις μπορεί το Δικαστήριο να θεωρήσει πως ο εργοδοτούμενος συγκατατίθεται σε αποκοπή του μισθού του;

 

217.    Στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, Ε’ Έκδοση, 2019 ο όρος «συγκατάθεση» ερμηνεύεται ως «η έκφραση σύμφωνης γνώμης, η αποδοχή, συναίνεση». Ως συνώνυμα της λέξης αναφέρονται τα ακόλουθα: «συναίνεση, συγκατάνευση, συμφωνία». Στο λεξικό Τριανταφυλλίδη ο όρος συγκατάθεση  ερμηνεύεται ως «η σύμφωνη γνώμη για κτ. που πρόκειται να γίνει, η αποδοχή, η συναίνεση».

 

218.    Ο όρος «συγκατάθεση» συνεπώς προϋποθέτει συμφωνία. Με βάση την κλασσική αυθεντία επί του ζητήματος ήτοι την Felthouse v Bindley [1862] EWHC CP J35 Court of Common Pleas, η σιωπή δεν μπορεί να αποτελέσει αποδοχή (silence does not amount to acceptance). Ο δε Μπαμπινιώτης, ανωτέρω, ορίζει τη συγκατάθεση ως την «έκφραση» σύμφωνης γνώμης.  Είναι επίσης σχετικό και το άρθρο 2(2)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 146: «(β) η πρόταση θεωρείται ότι έγινε αποδεκτή, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, δηλώσει τη συγκατάθεση του σε αυτή. Η πρόταση όταν γίνει αποδεκτή, καθίσταται υπόσχεση».

 

219.    Εν προκειμένω, σύμφωνα με τη μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή και κρίθηκε αξιόπιστη, υπήρξε εύρημα ότι ο Παραπονούμενος συμφώνησε με τον Κατηγορούμενο 4 ότι θα εργαζόταν στην Εταιρεία μέχρι το τέλος του Ιουνίου και θα αποχωρούσε / παραιτείτο. Η συμφωνία είναι ότι με την παραίτηση του Παραπονούμενου κανένα μέρος δεν θα διατηρούσε οποιαδήποτε απαίτηση από άλλο μέρος. Οποιεσδήποτε απαιτήσεις εκατέρωθεν θα θεωρούνταν ως διευθετηθείσες. Είχε προηγηθεί η συνάντηση σε σχέση με τα χρηματικά ποσά και τις χρεώσεις οι οποίες έγιναν στην Εταιρεία από τον Παραπονούμενο (ήτοι τις οικονομικές ατασθαλίες), η έκθεση των ελεγκτών της Εταιρείας σε σχέση με τα ποσά αυτά και η μη αμφισβήτηση αυτών των χρεώσεων και μεταφορών από τον Παραπονούμενο.

 

220.    Με αυτή τη συμφωνία θεωρώ ότι ο Παραπονούμενος αποποιήθηκε του δικαιώματος του να λάβει την αναλογία του 13ου του μισθού και η αποποίηση αυτή εξισώνεται με συγκατάθεση (ή συμφωνία / έκφραση σύμφωνης γνώμης) για αποκοπή του μισθού του.

 

221.    Σημειώνω ότι στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης, ο νόμος θα πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά και υπέρ του του Κατηγορούμενου. Αποτελεί επίσης βασική αρχή ότι οι ποινικοί νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά και όπου υπάρχει αμφιβολία να δίδεται η ερμηνεία εκείνη που είναι υπέρ του πολίτη.[26] Στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 443  λέχθηκαν τα εξής:

 

«Οι ποινικοί νόμοι, περιλαμβανομένων, εκείνων που αφορούν τη δικαιοδοσία και τη δικονομία, ερμηνεύονται αυστηρά. Αν υπάρχει οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία αποφασίζεται υπέρ του κατηγορουμένου. Αυτό γίνεται έστω και αν οδηγεί στην απαλλαγή του κατηγορουμένου για τεχνικούς λόγους.»

 

222.    Θεωρώ ότι προσκομίστηκε επαρκής μαρτυρία από τους Κατηγορούμενους για την απόδειξη στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι ο Παραπονούμενος συμφώνησε  - συγκατατέθηκε στην αποκοπή ή μη καταβολή της αναλογίας του 13ου του μισθού.

 

223.    Δόθηκε μια πλήρης εικόνα του τι προηγήθηκε και η μαρτυρία του Κατηγορούμενου 4 περί αποποίησης και διευθέτησης όλων των απαιτήσεων του Παραπονούμενου και της Εταιρείας κρίθηκε αξιόπιστη και επαρκής για την απόδειξη στο απαιτούμενο επίπεδο της παροχής προφορικής συγκατάθεσης από μέρους του Παραπονούμενου για την αποκοπή του μισθού του.

 

ΣΤ. ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

224.    Κατ’ ακολουθία των όσων προαναφέρθηκαν, οι Κατηγορούμενοι αθωώνονται και απαλλάσσονται από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.

 

225.    Αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας, σημειώνεται ότι σε ποινικές υποθέσεις η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την παροχή εξόδων δεν ασκείται όπως και στις πολιτικές υποθέσεις, που, κατά κανόνα, ακολουθεί το αποτέλεσμα. [27]

 

226.    Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην επιδικαστούν έξοδα υπέρ του επιτυχόντος διαδίκου. Επιδικάζονται έξοδα ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο υπέρ των Κατηγορούμενων και εναντίον του Παραπονούμενου.

 

Υπ. ___________________

Χ. Σατσιάς Προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΗΤΗΣ



[1] BITONIC LTD v. BΑNK OF MOSCOW-BANK JOINT STOCK COMPANY ΠΡΩΗΝ JOINT STOCK COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSCOW" (OPEN JOINT-STOCK COMPANY), Πολ. Εφ. 117/2018, 16.03.2022, ECLI:CY:AD:2022:A113, Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490

[2] C & A Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273

[3] Νικολάου Νίκος ν. Aντώνη Παπαϊωάννου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1797

[4] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506

[5] Kadis v. Nicolaou (1986) 1 C.L.R 212, 216, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 45

[6] Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614

[7] ίδετε Frederickou Schools Co. Ltd κ.α. v. Acuac Inc (2002) 1 ΑΑΔ 1527

[8] ίδετε Ηλιάδης & Σάντης, Το Δίκαιο της Απόδειξης, 1η έκδοση, σελ. 720

[9] Adidas Sportshuhfabriken Ad Dassler KG v. The Jonitexo Limited (1987) 1 Α.Α.Δ. 383

[10] Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640

[11] Παραδείγματα υπεκφυγών εντοπίζονται στη σελ. 10, γραμμές 3 – 25, στη σελ. 14, γραμμή 25 και εντεύθεν και σελ. 21 γραμμές 9 - 15, των πρακτικών ημερομηνίας 16.09.2025.

 

[12] ίδετε μεταξύ άλλων: Π.Γ. Πολυβίου, το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου, Θεωρία και Πράξη, σελ. 9 και 22.).

[13] Ροδοσθένους ν. AQUA MASTERS PLC, Ποινική Εφεση Αρ. 138/2017, ECLI:CY:AD:2018:B268, 4/6/2018, Διευθυντής Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων v. Σταύρου κ.α., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 264/2018 και 265/2018, 3/7/2020, FRANGOUS P.S. LIMITED κ.α. v. Διευθυντή Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, Ποινική Έφεση Αρ. 233/2020, ECLI:CY:AD:2022:B277, 4/7/2022, Στυλιανίδης v. Διευθυντή Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, Ποινική Εφεση Αρ. 200/2019, ECLI:CY:AD:2021:B136, 12/4/2021, ΑQUA MASTERS PLC ν. ΡΟΔΟΣΘΕΝΟΥΣ, Ποιν. Εφ. 233/2019, 14.07.2022), ECLI:CY:AD:2022:D314.

[14] ίδετε Αδελφοί Λιοτατή Λτδ ν. Διευθυντή Τμήματος Εργασιακών ΣχέσεωνΠοινική ΄Εφεση Αρ. 151/2016, ημερ. 1.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B457, ECLI:CY:AD:2019:B457

[15] MAGAR TEREZIAN ν. ΓΙΑΝΝΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Πoιν. ΄Εφ. αρ. 198/15, ημερ. 02.12.2016

[16] Οικονομίδης ν. Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ. 235: η διάπραξη του αδικήματος συναρτάται με την ίδια την παράλειψη ή την αμέλεια και όχι τους λόγους για την παράλειψη ή την αμέλεια.

[17] Ευριβιάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 600,  Παντελή ν. Κωνσταντίνου (2001) 2 Α.Α.Δ. 708

[18]μεταξύ άλλων: Αστυνομία ν. Toorac Fashion (1993) 2 Α.Α.Δ. 117, Ajini κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 319, Επίσημος Παραλήπτης vKalavas & AssocLtd.κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 523, (Σ.Ε.Κ.) ν. Samoa Clothing Industry Ltd. κ.ά. (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 619, Ιωάννου ν. Νανάιμο Λίμιτεδ κ.α. (2005) 2 Α.Α.Δ. 555).

 

[19] βλ. Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 544

[20] βλ. Pavlos Zenonos General Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 5

[21] Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 75, Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 646

[22] Woolmington v. DPP (1935) All ER Rep.1

[23] Λοϊζου ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363

[24] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευρυπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246

[25] Προέβαλε αυτόν το ισχυρισμό τόσο κατά τη μαρτυρία του καθώς και μέσω της γραπτής αγόρευσης του στην παράγραφο 105, σελ. 20.

[26] βλ. Δήμος Γαλατάκης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 78, 80 - 81

[27] Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232 και Κ.Ο.Τ. ν. Χαραλάμπους (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 603


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο