Γεώργιος Ροδίτης ν. Μεγάλη Τεκτονική Στοά της Κύπρου Λτδ κ.α., Απαίτηση αρ. 3416/2023, 13/2/2025
print
Τίτλος:
Γεώργιος Ροδίτης ν. Μεγάλη Τεκτονική Στοά της Κύπρου Λτδ κ.α., Απαίτηση αρ. 3416/2023, 13/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Ε.Δ.

Απαίτηση αρ. 3416/2023

 

ΜΕΤΑΞΥ:

Γεώργιος Ροδίτης

 

Ενάγοντας

-και-

 

1.    Μεγάλη Τεκτονική Στοά της Κύπρου Λτδ

2.    Μεγάλη Στοά της Κύπρου

 

Εναγόμενοι

 

 

Ημερομηνία: 13 Φεβρουαρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για τους Εναγόμενους /Αιτητές: κ. Α. Γλυκής μαζί με κ. Διονυσίου, για Ηλίας Νεοκλέους & Σια ΔΕΠΕ

Για τον Ενάγοντα/ Καθ’ ου η Αίτηση: κ. Δ. Μιχαηλίδης για Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(στην αίτηση ημερ. 30.1.2024 για διαγραφή και/ή απόρριψη της Απαίτησης)

 

Εισαγωγή

 

Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό Απαίτηση, ο Ενάγοντας επιζητεί εναντίον των Εναγομένων 1 και 2, μεταξύ άλλων, δηλωτική απόφαση ότι οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Τμήματος και του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου αυτών, ημερομηνίας 7.3.2023 και 27.9.2023 (μαζί αναφερόμενες ως «οι επίδικες Αποφάσεις»), είναι άκυρες και/ή άνευ ουδεμίας νομικής ισχύς, καθότι, μεταξύ άλλων, παραβιάζουν τα Συνταγματικά του δικαιώματα. Επίσης, επιζητεί διάταγμα του Δικαστηρίου που να ακυρώνει τις επίδικες Αποφάσεις.

 

Στο πλαίσιο της πιο πάνω Απαίτησης, ο Ενάγοντας καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση (δια κλήσεως), ημερομηνίας 14.12.2023, με την οποία επιζητεί ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα, δυνάμει του οποίου να διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης των επίδικων Αποφάσεων μέχρι την εκδίκαση της Απαίτησης (στο εξής «η ενδιάμεση αίτηση για προσωρινό διάταγμα»).

 

Οι Εναγόμενες 1 και 2 – Αιτήτριες (στο εξής «οι Εναγόμενες»), αφότου τους επιδόθηκε το Έντυπο Απαίτησης και η πιο πάνω ενδιάμεση αίτηση για προσωρινό διάταγμα, προχώρησαν στην καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης, στη βάση του Μέρους 10 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (στο εξής «οι Νέοι Κανονισμοί»), στο οποίο δήλωσαν, μεταξύ άλλων, ότι προτίθενται να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εκδικάσει την παρούσα Απαίτηση. Εξού και, ακολούθως, προχώρησαν στην καταχώρηση της υπό εξέταση Αίτησης, με την οποία επιζητούν την απόρριψη και/ή διαγραφή της παρούσας Απαίτησης εναντίον τους και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διαγράφεται το Έντυπο Απαίτησης που καταχωρήθηκε εκ μέρους του Ενάγοντα.

 

Η υπό κρίση Αίτηση και η ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει

 

Ως προς τη νομική βάση της υπό κρίση Αίτησης, σημειώνω ότι, τούτη βασίζεται στα Μέρη 3.1(λ), 3.3(2)(α)(β)(γ), 3.9, 3.10, 16.11, 23, 24(2)(1)(α)(i), 24(6)(β), 32 και 39 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, στα άρθρα 29, 31, 32 και 39 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60), στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6, στις αρχές του κοινοδικαίου και της επιείκειας, ως επίσης και στη σύμφυτη εξουσία και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Σε ότι αφορά τα γεγονότα επί των οποίων αυτή εδράζεται, τούτα προκύπτουν από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του κ. Π. Ευαγγέλου (στο εξής «ο ομνύοντας στην Αίτηση»), ο οποίος είναι ένας εκ των διευθυντών της Εναγόμενης 1 και μέλος της Εναγόμενης 2, και ο οποίος αναφέρει ότι γνωρίζει πλήρως και προσωπικά τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από τις Εναγόμενες να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της υπό κρίση Αίτησης.

 

Εν πολλοίς, ο ομνύοντας στην Αίτηση αναφέρει ότι παρά το γεγονός ότι η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Απαίτηση του Ενάγοντα/ Καθ’ ου η Αίτηση (στο εξής «ο Ενάγοντας») καταχωρήθηκε στις 14.12.2023, εντούτοις, αυτός παρέλειψε να καταχωρήσει την Έκθεση Απαίτησης του εντός της προβλεπόμενης, από τους Νέους Κανονισμούς, προθεσμίας, και παραλείπει να πράξει τούτο μέχρι σήμερα, πράγμα που καθιστά αδύνατη την εξακρίβωση του νομικού και πραγματικού υπόβαθρου στο οποίο τούτη στηρίζεται, καθιστώντας την, επομένως, υποκείμενη σε απόρριψη. Επίσης, είναι η θέση του ότι ο Ενάγοντας, προτού προχωρήσει στην καταχώρηση της παρούσας Απαίτησης εναντίον των Εναγομένων, δεν συμμορφώθηκε «ουσιωδώς» με την προδικαστηριακή συμπεριφορά που καθορίζεται στους Νέους Κανονισμούς, εφόσον δεν προέβη σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις με τις Εναγόμενες, σε σχέση με την απαίτηση του, μετά την ανταλλαγή, μεταξύ των μερών, των επιστολών που αποτελούν τα Τεκμήρια 4 και 5 που επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ενδιάμεση αίτηση για προσωρινό διάταγμα. Σημειώνω εδώ ότι, το μεν Τεκμήριο 4, αποτελεί επιστολή των δικηγόρων του Ενάγοντα (άνευ ημερομηνίας) προς τον Μέγα Γενικό Γραμματέα της Εναγόμενης 2, με την οποία τον καλούν να ανακαλέσει άμεσα, και πριν τις 20.11.2023, την επίδικη Απόφαση ημερ. 27.9.2023, αλλά και να συμμετάσχει, αν επιθυμεί, σε συζήτηση για επίλυση του ζητήματος, ενώ, το δε Τεκμήριο 5, αποτελεί επιστολή των δικηγόρων του Μέγα Γραμματέα της Εναγόμενης 2 (ημερομηνίας 14.11.2023) προς τους δικηγόρους του Ενάγοντα, με την οποία ενημερώνουν τους τελευταίους ότι η επίδικη Απόφαση είναι ορθή, ότι τούτη δεν πρόκειται να ανακληθεί και ότι από πλευράς των πελατών τους δεν υπάρχει πρόθεση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συζήτηση, καθότι το εν λόγω ζήτημα έχει ήδη επιλυθεί τελεσίδικα με την έκδοση της εν λόγω Απόφασης. Πέραν των ανωτέρω, ο ομνύοντας στην Αίτηση ισχυρίζεται ότι είναι εμφανές από την ενδιάμεση αίτηση για προσωρινό διάταγμα, ότι δεν αποκαλύπτεται εύλογη αιτία έγερσης απαίτησης εναντίον της Εναγόμενης 1, εφόσον αυτή δεν έχει καμία σχέση με την εν λόγω απαίτηση και τα γεγονότα που την περιβάλλουν. Τέλος, είναι η θέση του ότι η Εναγόμενη 2 δεν αποτελεί συγκροτημένο, από το Νόμο, πρόσωπο ή σώμα, ούτε εγγεγραμμένο σωματείο, ίδρυμα ή άλλως πως, είτε στην Κυπριακή Δημοκρατία είτε σε οποιοδήποτε άλλο κράτος και, επομένως, δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα. Πάντα, κατά τους ισχυρισμούς του, η Εναγόμενη 2 συνιστά μία άτυπη ένωση προσώπων, η οποία δεν είναι συγκροτημένη (incorporated) ή εγγεγραμμένη (registered) στη βάση οποιασδήποτε νομοθεσίας και, επομένως, δεν διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ενάγει και να ενάγεται και, συνεπώς, να μην αποκαλύπτεται εύλογη αιτία απαίτησης εναντίον της και/ή η προώθηση της παρούσας Απαίτησης εναντίον της να συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.

 

Η Ένσταση και η ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει

 

Ο Ενάγοντας καταχώρησε Ένσταση στην υπό κρίση Αίτηση, στην οποία προβάλλει συνολικά 7 λόγους ένστασης, τους οποίους δεν κρίνω σκόπιμο να καταγράψω αυτούσιους, καθότι αυτοί συγκλίνουν, ουσιαστικά, στις εξής θέσεις, όπως τούτες αποκρυσταλλώνονται και μέσα από την αγόρευση του συνηγόρου του στην υπό κρίση Αίτηση (βλ. Στέλιος Σάββα και Υιοί Λιμιτεδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή αρ. 1/2019, απόφαση ημερ. 28.5.2020): (1) ότι η υπό εξέταση Αίτηση στερείται ουσιαστικού και νομικού ερείσματος, (2) ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος και η νομολογία για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, (3) ότι η υπό εξέταση Αίτηση παραβιάζει τις πρόνοιες του Άρθρου 30 του Συντάγματος, και (4) ότι ο Ενάγοντας νομιμοποιείται να εγείρει τις αξιούμενες θεραπείες εναντίον των Εναγομένων.

 

Την Ένσταση υποστηρίζει ένορκη δήλωση του Ενάγοντα, στην οποία αυτός επαναλαμβάνει, πλην όμως με περισσότερη λεπτομέρεια και επιχειρηματολογία, τους πιο πάνω λόγους ένστασης. Επίσης, ο Ενάγοντας αρνείται τους ισχυρισμούς των Εναγομένων ότι δεν έχει εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις μαζί τους πριν την καταχώρηση της παρούσας Απαίτησης και επισυνάπτει ως Τεκμήρια 1 και 2, τις ως άνω αναφερόμενες επιστολές που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των δικηγόρων των μερών (βλ. Τεκμήρια 4 και 5 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ενδιάμεση αίτηση για προσωρινό διάταγμα). Επίσης, είναι η θέση του ότι οι Εναγόμενες, μέσω των επίδικων Αποφάσεων, παραβίασαν, κατά τρόπο σωρευτικό και καθοριστικό τα Συνταγματικά του δικαιώματα, αποκλείοντας τον παράνομα από την Τεκτονική αδελφότητα στην οποία ανήκε εδώ και δεκαετίες. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι οι Εναγόμενες αποτελούν αναπόσπαστο σώμα η μία της άλλης και απαρτίζονται από τα ίδια μέλη, ενώ η Εναγόμενη 2 έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, αφού αποτελεί ένωση προσώπων που συνίσταται από τα μέλη της και αντιπροσωπεύεται από τον Πρόεδρο και το Διοικητικό της Συμβούλιο, οι οποίοι εκλέγονται στη βάση των διαδικασιών που προβλέπονται στο καταστατικό της. Τέλος, είναι η θέση του ότι τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη αδυναμία ελέγχου των Εναγομένων και, ουσιαστικά, θα δοθεί, στις τελευταίες, το δικαίωμα να παρανομούν και να καταπατούν τα νομικά δικαιώματα των μελών τους, χωρίς τούτα να έχουν τη δυνατότητα νομικής προστασίας.

 

Ακροαματική διαδικασία

 

Ουδείς εκ των ομνύοντων αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του, και αμφότερες οι πλευρές ετοίμασαν και παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει, όπου αυτό κριθεί απαραίτητο, κατωτέρω. Σημειώνω εδώ και το εξής. Στις 28.5.2024, και πριν την ακρόαση της παρούσας Αίτησης, ο συνήγορος του Ενάγοντα προέβη σε δήλωση, ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι αποτελεί παραδεκτό γεγονός, μεταξύ των μερών, ότι η Εναγόμενη 2[1]  δεν είναι εγγεγραμμένη, είτε στον Έφορο Εταιρειών, είτε στον Έφορο Σωματείων και Ιδρυμάτων, είτε σε οποιοδήποτε άλλο μητρώο στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Νομική Πτυχή

 

Η υπό κρίση Αίτηση προωθήθηκε, επί της ουσίας, στη βάση του Μέρους 3.3(2) των Νέων Κανονισμών, καθότι τούτο είναι το Μέρος το οποίο αναπτύχθηκε στην αγόρευση των συνηγόρων των Εναγομένων και είναι επί αυτού που προωθήθηκαν και οι αντίστοιχες θέσεις τους, για σκοπούς έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων. Είναι δε παγίως καθιερωμένο ότι τελική αγόρευση η οποία δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίδικο θέμα, θεωρείται ότι περιορίζει τα προς απόφαση ζητήματα και όσα δεν αναπτύχθηκαν με την αγόρευση, κρίνονται ότι έχουν εγκαταλειφθεί (βλ. Στέλιος Σάββα και Υιοί Λιμιτεδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω)).

 

Η παρούσα νομική πτυχή, σημειώνω, ότι θα διαχωριστεί σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος, αφορά το γενικό πλαίσιο εφαρμογής του Μέρους 3.3(2) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, ως επίσης και το πως τούτο εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που εγείρεται ζήτημα ανυπαρξίας εύλογης αιτίας απαίτησης. Στο δεύτερο μέρος, θα παρατεθούν οι νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται σε ότι αφορά τα μη συγκροτημένα από το Νόμο πρόσωπα, ενώ το τρίτο μέρος θα ασχοληθεί με τις νομικές αρχές που εφαρμόζονται αναφορικά με το Μέρος 3.3(2)(γ) των Νέων Κανονισμών και δη τη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διαγράψει δικόγραφο σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης διαδίκου με διαδικαστικό κανονισμό.

 

Το Μέρος 3.3(2) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο, σημειώνω, εξ αρχής, ότι είναι πανομοιότυπο με τον αγγλικό θεσμό CPR 3.4[2], προνοεί τα ακόλουθα:

           

«Το Δικαστήριο δύναται να διαγράψει δικόγραφο αν διαπιστώσει ότι:

(α) το δικόγραφο δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία έγερσης απαίτησης ή υπεράσπισης

(β) το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ή διαφορετικά ενδέχεται να παρεμποδίσει τη δίκαιη διεκπεραίωση της διαδικασίας ή

(γ) υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα».

 

Σημειώνω εδώ ότι στη βάση της ερμηνείας που δίδεται στο Μέρος 2.3(1) των Νέων Κανονισμών, στον όρο «δικόγραφο», περιλαμβάνεται οποιοδήποτε έγγραφο, περιλαμβανομένου εντύπου απαίτησης, έκθεσης απαίτησης, όταν αυτή δεν περιλαμβάνεται σε έντυπο απαίτησης, υπεράσπισης, απαίτησης και ένσταση δυνάμει του Μέρους 8, απάντηση στην υπεράσπιση και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο χρησιμοποιείται στην απαίτηση ή οποιοδήποτε έγγραφο τέτοιας φύσης.

 

Εκείνο που αβίαστα προκύπτει από τις πρόνοιες του Μέρους 3.3(2) των Νέων Κανονισμών, είναι ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάσει κατά πόσο ένα δικόγραφο, αποκαλύπτει ή όχι εύλογη αιτία απαίτησης ή υπεράσπισης (ανάλογα με την περίπτωση), και στην περίπτωση που κρίνει ότι δεν αποκαλύπτει τέτοιο ή ότι το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας ή παρεμποδίζει τη δίκαιη διεκπεραίωση της διαδικασίας, σε τέτοιο βαθμό που η προώθηση του δεν δικαιολογείται, τότε δύναται να διατάξει τη διαγραφή του. Δίδεται, ακόμη, στο Δικαστήριο, η εξουσία να διατάξει τη διαγραφή δικογράφου, αν ο διάδικος δεν συμμορφώθηκε με κάποιο διαδικαστικό κανονισμό (όπως π.χ την προθεσμία για καταχώρηση δικογράφου) ή δικαστικό διάταγμα.

 

Από την έρευνα στην οποία έχω προβεί, δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε απόφαση είτε του Εφετείου είτε του Ανωτάτου Δικαστηρίου που να ερμηνεύει το Μέρος 3.3(2) των Νέων Κανονισμών και/ή να θέτει τις αρχές στη βάση των οποίων η διακριτική εξουσία που παρέχεται στο Δικαστήριο, βάσει αυτού, δύναται να ασκηθεί. Εντούτοις, ως προανέφερα το Μέρος 3.3(2) των Νέων Κανονισμών, είναι πανομοιότυπο με τον κανονισμό CPR 3.4 των Αγγλικών Θεσμών, με αποτέλεσμα η, σχετική, Αγγλική Νομολογία και συγγράμματα, επί του θέματος, να είναι καθοδηγητικά.

 

Ως αναφέρεται στο Civil Procedure (White Book) (2017), σελ. 81, περιπτώσεις διαγραφής απαίτησηςδυνάμει του Μέρους 3.3(2)(α) (αντίστοιχου αγγλικού θεσμού CPR 3.4), μπορούν να αποτελέσουν, μεταξύ άλλων, «those which raise an unwinnable case where continuance of the proceedings is without any possible benefit to the respondent and would waste resources on both sides». Επίσης, ως αναφέρεται στο Civil Procedure (White Book) (2018), στη σελ. 77, με αναφορά στον αγγλικό θεσμό CPR 3.4 «Grounds (a) and (b) cover statements of case which are unreasonably vague, incoherent, vexatious, scurrilous or obviously ill-founded and other cases which do not amount to a legally recognizable claim or defence. […] Ground (c) covers cases where the abuse lies not in the statement of case itself but in the way the claim or defence (as the case may be) has been conducted».

 

Από το πιο πάνω απόσπασμα, είναι εμφανές ότι το Μέρος 3.3(2)(α) και (β) των Νέων Κανονισμών είναι, σε κάποιο βαθμό, όμοιο με την Δ.27 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, με αποτέλεσμα να θεωρώ ότι χρήσιμη καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί και από τη σχετική, επί της εν λόγω Διαταγής, νομολογία.

 

Στη βάση της σχετικής, με την Δ.27 θ. 3, νομολογία, το μέτρο της διαγραφής δικογράφου είναι εξαιρετικό και για αυτό θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και μόνο όπου το δικόγραφο θα κριθεί ξεκάθαρα ανυπόστατο, ως μη αποκαλύπτον οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό υπόβαθρο ή ως απαράδεκτα ενοχλητικό ή επιπόλαιο (βλ. In Re Pelmako Developments Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 246, Kozienskaya River Ltd v. KLCC Holding Ltd, Πολ. Έφεση αρ. Ε43/2013, απόφαση ημερ. 23.3.2017, Esquire Holding Ltd v. Tsentas Developers Ltd κ.α., Πολ. Έφεση Ε191/2025, απόφαση ημερ. 23.3.2016, Λοϊζος Λουκά & Υιοί Λτδ v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. (1999) 1 ΑΑΔ 1316, Fasili and other v. Sun Boat (1984) 1 CLR 679, Annual Practice 1958, σελ. 477).

 

Στην υπόθεση Ιn Re Pelmako (ανωτέρω), αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Η διαγραφή δικογράφου, και ιδιαίτερα δικογράφου με το οποίο ο διάδικος επικαλείται την άσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται μόνο εφ' όσον το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο[3]. Διαφορετικά η διαγραφή θα συνεπαγόταν και παραβίαση του δικαιώματος διαδίκου να προσφύγει ενώπιον Δικαστηρίου στο οποίο δικαιούται να προσφύγει βάσει του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.1. του Συντάγματος.»

 

Η εξαιρετικότητα του μέτρου της διαγραφής δικογράφου, στη βάση του Μέρους 3.3(2)(α) και (β), και ότι η εν λόγω εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με φειδώ, διαφαίνεται και από το ακόλουθο απόσπασμα από το Civil Procedure (White Book) (2017), στη σελ. 81, με αναφορά στον αγγλικό θεσμό CPR 3.4:

           

«An application to strike out should not be granted unless the court is certain that the claim is bound to fail (Hughes v. Colin Richards & Co [2004] EWCA Civ 266) […] Where a statement of case is found to be defective, the court should consider whether that defect might be cured by amendment and, if it might be, the court should refrain from striking it out without first giving the party concerned the opportunity to amend (In Soo Kim v. Youg [2011] EWHC 1781 (QB).»

 

Επίσης, στην αγγλική υπόθεση Summers v Fairclough Homes [2012] UKSC 26, το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό τον Lord Clarke JSC, ανέφερε τα εξής:

 

"The draconian step of striking a claim out is always a last resort, a fortiori where to do so would deprive the claimant of a substantive right to which the court had held that he was entitled after a fair trial".

 

Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε εργατικό ατύχημα, όπου ο Ενάγοντας δόλια διόγκωσε την απαίτηση του για αποζημιώσεις εναντίον των Εναγομένων. Εκεί, το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας, δεν αποδέχθηκε τη θέση των Εναγομένων ότι αν τέτοιου είδους απαιτήσεις δεν διαγράφονται, τότε δεν θα αποτρέπονται οι διάδικοι να επιζητούν, δολίως, διογκωμένες αποζημιώσεις, και ανέφερε ότι υπάρχουν διάφορες εναλλακτικές μέθοδοι δυνάμει των οποίων το Δικαστήριο δύναται να επιτύχει τέτοιου είδους αποτροπή, όπως π.χ την επιβολή σοβαρών κυρώσεων ως προς τα έξοδα, την μείωση στο επιτόκιο το οποίο τυχόν θα επιδικαστεί υπέρ του Ενάγοντα ή ακόμη και την προώθηση διαδικασίας καταφρόνησης Δικαστηρίου. Τέλος, το Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας, στην εν λόγω υπόθεση, ανέφερε ότι το κριτήριο σε κάθε υπόθεση είναι το τι είναι δίκαιο και αναλογικό στη βάση του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης.

 

Πέραν των ανωτέρω, σύμφωνα με το σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob’ s Precedents of Pleadings (12η έκδοση), σελ. 144, με παραπομπή στην Δ.25 θ.4 των παλαιών Αγγλικών θεσμών (ο οποίος ήταν πανομοιότυπος με την Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας), στα πλαίσια μιας τέτοιας αίτησης, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο αποκαλύπτεται βάσιμη αιτία αγωγής, με κάποια πιθανότητα επιτυχίας, στη βάση των ισχυρισμών που περιέχονται στα δικόγραφα. Το ερώτημα δεν είναι κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής, αλλά εάν αποκαλύπτεται μία εύλογη αιτία αγωγής. Ως προς το τι συνιστά «εύλογη αιτία αγωγής», στην υπόθεση Drummond - Jackson v. British Medical Association and Others [1970] 1 All E.R. 1094, λέχθηκε ότι εύλογη αιτία αγωγής σημαίνει αιτία αγωγής με κάποια προοπτική επιτυχίας, λαμβανομένων υπόψη, αποκλειστικά και μόνο, των ισχυρισμών που περιέχονται στο δικόγραφο. Εάν η εξέταση των εν λόγω ισχυρισμών, καταδεικνύει ότι η αγωγή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, τότε το δικόγραφο πρέπει να διαγραφεί.

 

Στην υπόθεση Re Pelmako (ανωτέρω), σημειώθηκε ότι η κρίση επί αιτήσεως για διαγραφή δικογράφου ως μη αποκαλύπτον αγώγιμο δικαίωμα, κρίνεται αποκλειστικά στη βάση της αντικειμενικής υπόστασης του περιεχομένου του δικογράφου, ανεξάρτητα από το μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει την αίτηση (βλ. επίσης Buttes Gas & Oil Co v. Hammer (1975) 2 W.L.R. 425[4]). Περαιτέρω, στο σύγγραμμα Halsbury’ s Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 37, παράγραφος 436, αναφέρεται «…If the application is based only on the ground that the pleading or indorsement does not disclose a reasonable cause of action no evidence is admissible».

 

Τέλος, σε ότι αφορά τον χρόνο υποβολής τέτοιου αιτήματος, στη σελ. 80 του Civil Procedure (White Book) (2017), αναφέρεται ότι, σε γενικές γραμμές, η αίτηση για διαγραφή της έκθεσης απαίτησης θα πρέπει να γίνεται στα προκαταρκτικά στάδια της διαδικασίας (pre-trial stages). Στη βάση δε της νομολογίας που διέπει την παλαιά Δ.27 θ. 3, στο μέτρο που τούτη εφαρμόζεται αναφορικά με το Μέρος 3.3(2) των Νέων Κανονισμών, η αίτηση θα πρέπει να γίνεται εγκαίρως, αν είναι δυνατό πριν την υπεράσπιση, αλλά όχι πριν την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης (βλ. επίσης Mepa Underwriting Management Limited κ.α. v. Αγροτικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 ΑΑΔ 772), και τούτο, προφανώς, στη βάση του γεγονότος ότι η Έκθεση Απαίτησης αποτελεί το δικόγραφο στο οποίο αναμένεται να αναπτυχθεί η όποια αιτία απαίτησης, το οποίο δικόγραφο αποτελεί, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, τη μόνη βάση επί της οποίας εξετάζεται το ζητούμενο.

 

Μη συγκροτημένο από το Νόμο πρόσωπο

 

Στη βάση των λεχθέντων στην υπόθεση Lioufis and Co Ltd v. Ανδρονίκου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 773, η ύπαρξη ενός διαδίκου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αντιδικίας μέσω των δικογράφων, εφόσον οι έγγραφες προτάσεις έχουν ως σκοπό τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων μεταξύ των διαδίκων και η αντιδικία προϋποθέτει την ύπαρξη τέτοιων διαδίκων (βλ. επίσης Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ κ.ά. vAlpha Bank Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 990). Επομένως, αν ο διάδικος ο οποίος εγείρει ή εναντίον του οποίου εγείρεται αγωγή/ απαίτηση, δεν αποτελεί υπαρκτό πρόσωπο (νομικό ή φυσικό), τότε δεν τίθεται και δεν θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα αντιδικίας μεταξύ του και του άλλου διαδίκου. Το δε μέσο για την αμφισβήτηση της οντότητας ενός διαδίκου, είναι η αίτηση για τη διαγραφή της απαίτησης εναντίον του. (βλ. μεταξύ άλλων, Ανδρονίκου Ρέα και Άλλος v. Επιτροπής του Σχεδίου Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων σε υπαλλήλους της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου και εξαρτώμενους τους (2016) 1 ΑΑΔ 600, Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. (ανωτέρω) και Ταλιάνου ν. Διαχειριστικής Επιτροπής BELMAR Complex (2002) 1 Α.Α.Δ. 102).

 

Ως έχει δε λεχθεί στην υπόθεση Ανδρονίκου Ρέα και Άλλος (ανωτέρω), με παραπομπή στην υπόθεση Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. (ανωτέρω), όποτε τίθεται ζήτημα απόρριψης της αγωγής, η σχετική αίτηση πρέπει να κατατίθεται εγκαίρως και παρά το ότι μπορεί να καταχωρηθεί πριν την καταχώριση της Υπεράσπισης, δεν μπορεί να καταχωρηθεί πριν την καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης.

 

Σημειώνω, επίσης, εδώ, ότι, στη βάση του λόγου της υπόθεσης IDEAL FILM LTD v. RICHARDS & DIVISION (1927) C.A, σελ. 374-381, για να είναι δυνατή η προώθηση της αγωγής εναντίον ενός μη εγγεγραμμένου οργανισμού, ο οποίος δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, η αγωγή θα πρέπει να εγείρεται εναντίον των μελών του, όχι, προφανώς, για να τους αποδοθεί προσωπική ευθύνη αποζημίωσης του οποιουδήποτε ενάγοντα, αλλά, ακριβώς, για να είναι δυνατή η ικανοποίηση της απόφασης από το μη εγγεγραμμένο σώμα μέσω της περιουσίας του, την οποία διαχειρίζονται τα μέλη και/ή οι αξιωματούχοι του.

 

Διαγραφή δικογράφου λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με διαδικαστικό κανονισμό

 

Σε ότι αφορά το ζήτημα της ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να διαγράφει δικόγραφο λόγω παράλειψης ενός διαδίκου να συμμορφωθεί με κάποιο διαδικαστικό κανονισμό, έχω ανατρέξει στην Αγγλική νομολογία που ερμήνευσε τον αγγλικό θεσμό CPR 3.4, στη βάση της οποίας αποφασίστηκε ότι, κατά την ενάσκηση της εν λόγω διακριτικής του εξουσίας (στη βάση του CPR 3.4(c)[5]), το Δικαστήριο εφαρμόζει τα κριτήρια/ κανόνες που θεσπίστηκαν στις υποθέσεις Mitchell v News Group Newspapers (Practice Note) [2013] EWCA Civ 1537 και Denton v TH White Ltd [2014] EWCA Civ 906 (τα οποία εφαρμόζονται σε αιτήσεις για απαλλαγή από κυρώσεις στη βάση του αγγλικού θεσμού CPR 3.9 και δη του Μέρους 3.6 των δικών μας Νέων Κανονισμών) (βλ. Walsham Chalet Park v. Tallington Lakes Ltd [2014] EWCA Civ 1607 και M/S Unique Part Trading LLC & Another v. Regal Lodge Road Limited [2020] 12 WLUK 336). Όπως δε λέχθηκε στην υπόθεση M/S Unique Part Trading LLC (ανωτέρω), στις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει κατά πόσο θα διαγράψει το δικόγραφο, λόγω παράλειψης ενός διαδίκου να συμμορφωθεί με κάποιο διαδικαστικό κανονισμό, εκείνο που λαμβάνει υπόψη είναι την αναλογικότητα του μέτρου της διαγραφής, ενώ στις περιπτώσεις που θα αποφασίσει τυχόν απαλλαγή από κύρωση που ήδη το Δικαστήριο υπέβαλε, το ζήτημα αποφασίζεται στη βάση του ότι η κύρωση ορθώς επιβλήθηκε στον διάδικο που επιζητεί την άρση της.

 

Στη βάση δε της υπόθεσης Denton (ανωτέρω), το Δικαστήριο καλείται να προσεγγίσει το ζήτημα σε τρία στάδια (three-stage approach): (1) τη σοβαρότητα της παράλειψης συμμόρφωσης του διαδίκου με τον διαδικαστικό κανονισμό, (2) αν υπάρχει καλός λόγος για την εν λόγω παράλειψη και (3) το σύνολο των περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση. Αν η παράλειψη ενός διαδίκου να συμμορφωθεί με τον διαδικαστικό κανονισμό δεν κρίνεται σοβαρή, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να σπαταλήσει πολύ χρόνο εξετάζοντας το δεύτερο και τρίτο στάδιο (βλ. Excotek Ltd v City Air Express Ltd (In Liquidation), [2021] EWHC 2615 (Comm) και Denton[6] (ανωτέρω)). Αν όμως η εν λόγω παράλειψη συμμόρφωσης είναι σοβαρή, τότε το Δικαστήριο προχωρά και εξετάζει σε βάθος αν υπάρχει καλός λόγος για τούτη (την παράλειψη), ως επίσης και κατά πόσο, στη βάση του συνόλου των περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση, το μέτρο της διαγραφής του δικογράφου είναι δίκαιο και αναλογικό, έχοντας πάντοτε κατά νου τον πρωταρχικό σκοπό των Νέων Κανονισμών.

 

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

Καθοδηγούμενη από τις πιο πάνω νομικές αρχές, προχωρώ να εξετάσω την υπό κρίση Αίτηση.

 

Εύλογη αιτία αγωγής και μη συγκροτημένο από το Νόμο πρόσωπο

 

Κρίνω σκόπιμο, κατ’ αρχάς, να εξετάσω το ζήτημα που εγείρεται από πλευράς των Εναγομένων ως προς το ότι το Έντυπο Απαίτησης και/ή η Απαίτηση του Ενάγοντα θα πρέπει να διαγραφεί καθότι δεν υπάρχει εύλογη αιτία απαίτησης εναντίον της Εναγόμενης 1 γενικότερα, αλλά και ότι δεν υπάρχει εύλογη αιτία απαίτησης εναντίον της Εναγόμενης 2, στη βάση του ότι αυτή δεν αποτελεί συγκροτημένο από το νόμο πρόσωπο και/ή εν πάση περιπτώσει η συνέχιση της διαδικασίας απαίτησης εναντίον της τελευταίας θα συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας για αυτό το λόγο.

 

Είναι η θέση της πλευράς του Ενάγοντα, ως τούτη αναπτύχθηκε μέσα από την αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του, ότι το Δικαστήριο για να έχει τη δυνατότητα να σχηματίσει εικόνα και να καταλήξει σε συμπέρασμα ως προς το κατά πόσο υπάρχει εύλογη αιτία απαίτησης εναντίον των Εναγομένων, θα πρέπει να ακούσει μαρτυρία και δεν μπορεί να κρίνει τούτο στη βάση των όσων έχουν τεθεί ενώπιον του, μέσω της παρούσας Αίτησης. Ειδικότερα, είναι η θέση του ότι, οι Εναγόμενες 1 και 2 αποτελούν αναπόσπαστο σώμα η μία της άλλης και απαρτίζονται από τα ίδια μέλη, ενώ τα δικαιώματα του παραβιάστηκαν, τόσο από την Εναγόμενη 1 όσο και από την Εναγόμενη 2, ένεκα των επίδικων Αποφάσεων που αυτές εξέδωσαν[7]. Επίσης, ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη 2, αν και δεν έχει νομική προσωπικότητα, διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα και μπορεί να ενάγει και να ενάγεται, εφόσον αποτελεί ένωση προσώπων που συνίσταται από τα μέλη της και αντιπροσωπεύεται από τον Πρόεδρο και το Διοικητικό της Συμβούλιο στη βάση των προνοιών του καταστατικού της. Παραπέμπει δε, προς υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού του σε συγκεκριμένες αποφάσεις του Αρείου Πάγου και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Σημειώνω ότι έχει νομολογιακά κριθεί ότι αναφορικά με το ζήτημα της ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος ή εύλογης αιτίας αγωγής, η δικανική κρίση ασκείται στη βάση των ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης, χωρίς να τίθεται θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας (Οverseas Shipping & Forwarding Co v. Kappa Shipping Co Ltd & others (1977) 1 C.L.R. 248, Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50, In Re Pelmaco Development Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 246). Βλέπε, επίσης, Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997)1 Α.Α.Δ. 772 και Wilson v. Church [1878] 9 Ch. 552. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο θα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσο, αν οι ισχυρισμοί της έκθεσης απαίτησης αποδειχθούν, τούτοι αποτελούν παραδεκτή νομική βάση για τις επιδιωκόμενες θεραπείες ή για κάποιες εξ αυτών.

 

Επομένως, εν προκειμένω, σε ότι αφορά, τουλάχιστον, τη θέση της Εναγόμενης 1 ότι δεν προκύπτει εύλογη αιτία απαίτησης εναντίον της, με κάθε σεβασμό, τούτη δεν μπορεί να γίνει δεκτή, εφόσον, βάσει της πάγιας νομολογίας επί του θέματος, είναι στη βάση της έκθεσης απαίτησης που μπορεί να προσδιοριστεί η αιτία απαίτησης εναντίον ενός εναγόμενου. Στην προκειμένη περίπτωση, με δεδομένο ότι η Έκθεση Απαίτησης δεν έχει ακόμη καταχωρηθεί, είναι πρόωρο αυτό το στάδιο για να δύναται να κριθεί αν ο Ενάγοντας έχει εύλογη αιτία απαίτησης εναντίον της Εναγόμενης 1.

 

Στρέφομαι τώρα να εξετάσω τον ισχυρισμό που εγείρεται από πλευράς των Εναγομένων ότι η παρούσα Απαίτηση δεν μπορεί να συνεχίσει να προωθείται εναντίον της Εναγόμενης 2, εφόσον είναι, ουσιαστικά, κοινώς αποδεκτό ότι τούτη δεν αποτελεί εγγεγραμμένο νομικό πρόσωπο, αλλά αποτελεί μη συγκροτημένο σώμα, το οποίο απαρτίζεται από το σύνολο τον μελών του και διέπεται από τις πρόνοιες του καταστατικού του.

 

Εξ αρχής, σημειώνω το εξής. Η θέση που προβάλλεται εκ μέρους του Ενάγοντα ότι το ζήτημα της διαγραφής της Απαίτησης εναντίον της Εναγόμενης 2, μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο μόνο όταν ακούσει μαρτυρία επ’ αυτού, δεν βρίσκει έρεισμα στην νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Lioufis and Co Ltd v. Ανδρονίκου κ.ά. (ανωτέρω)). Στη βάση της πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος αυτού, το μέσο για την αμφισβήτηση της οντότητας ενός διαδίκου (εδώ της Εναγόμενης 2), είναι η αίτηση για τη διαγραφή της απαίτησης εναντίον της (βλ. μεταξύ άλλων, Ανδρονίκου Ρέα και Άλλος (ανωτέρω), Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. (ανωτέρω) και Ταλιάνου (ανωτέρω)). Επομένως, το μέσο που προωθήθηκε, στην υπό κρίση περίπτωση, εκ μέρους της Εναγόμενης 2, για διαγραφή της παρούσας Απαίτησης εναντίον της, είναι ορθό και δεν με βρίσκει σύμφωνη η θέση του Ενάγοντα ότι θα έπρεπε να αφεθεί η Απαίτηση να προωθηθεί και να ακουστεί μάλιστα και μαρτυρία σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα, για να μπορεί να αποφασισθεί τούτο.

 

Εντούτοις, τα όσα ανέφερα ανωτέρω, κατά την ενασχόληση μου ως προς το αποκαλυφθέν ή μη εύλογης αιτίας απαίτησης, σε σχέση με την Εναγόμενη 1, ισχύουν και εν προκειμένω. Είναι το δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης που αναμένεται να προσδιορίσει την ιδιότητα υπό την οποία η Εναγόμενη 2 ενάγεται και τα όσα ο Ενάγοντας θεωρεί ότι περιβάλλουν την υπόσταση της και του επιτρέπουν και/ή τον νομιμοποιούν να προωθεί την παρούσα Απαίτηση εναντίον της. Το ζητούμενο, στο τέλος της ημέρας, είναι το κατά πόσο τα όσα ο Ενάγοντας θα ισχυριστεί στην Έκθεση Απαίτησης, αν αποδειχθούν, θα καταδείξουν ότι η Εναγόμενη 2 είναι πρόσωπο που δύναται να εναχθεί. Τότε και μόνο τότε, δηλαδή αφού καταχωρηθεί το δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης, θα είναι δυνατή η καταχώρηση αίτησης ως η υπό εξέταση (βλ. μεταξύ άλλων Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. (ανωτέρω), Ανδρονίκου Ρέα και Άλλος (ανωτέρω)).

 

Με δεδομένο, επομένως, ότι αίτηση ως η υπό εξέταση, μπορεί να καταχωρηθεί πριν την καταχώρηση της υπεράσπισης αλλά δεν μπορεί να καταχωρηθεί πριν την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης, κρίνω ότι η υπό κρίση Αίτηση είναι πρόωρη και δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Παράλειψη συμμόρφωσης με διαδικαστικούς κανονισμούς

 

Κρίνω σκόπιμο, κατ’ αρχάς, να εξετάσω το ζήτημα που εγείρεται από πλευράς των Εναγομένων ως προς το ότι ο Ενάγοντας, μετά την διαδικασία της αποστολής του προδικαστηριακού πρωτοκόλλου (επιστολή απαίτησης) και με δεδομένο ότι η απαίτηση του παρέμενε υπό αμφισβήτηση από τους Εναγόμενους, όφειλε να εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις με αυτούς, με σκοπό το διακανονισμό της διαφοράς και την αποφυγή της δικαστικής διαδικασίας (στη βάση του Μέρους 3.16 των Νέων Κανονισμών). Εξ αρχής σημειώνω ότι η πιο πάνω θέση που προβάλλεται εκ μέρους των Εναγομένων, για σκοπούς διαγραφής της Απαίτησης του Ενάγοντα, δεν ευσταθεί και είναι απορριπτέα, για τους λόγους που θα διαφανούν αμέσως πιο κάτω.

 

Από τα Τεκμήρια 1 και 2 (που επισυνάπτονται στην Ένσταση του Ενάγοντα στην παρούσα Αίτηση), καθίσταται σαφές ότι οι Εναγόμενοι κλήθηκαν, από το δικηγόρο του πρώτου, να συμμετάσχουν σε συζήτηση σε σχέση με την επίδικη Απόφαση ημερ. 27.9.2023, της οποίας επιζητείται η ακύρωση και/ή ανάκληση με την παρούσα Απαίτηση. Καθίσταται, περαιτέρω, ξεκάθαρο, από την απάντηση που έδωσαν οι συνήγοροι των Εναγομένων, στην εν λόγω επιστολή, ότι είναι οι τελευταίοι που απέκλεισαν κάθε περαιτέρω διαπραγμάτευση για σκοπούς επίλυσης της επίδικης διαφοράς, εφόσον ρητώς ανέφεραν ότι «Από την πλευρά των πελατών μας, δεν υπάρχει η πρόθεση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συζήτηση, γιατί το ζήτημα αυτό έχει ήδη επιλυθεί τελεσίδικα, με την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης»[8]. Επομένως, πως μπορούν τώρα οι Εναγόμενοι να επικαλούνται ως λόγο για την διαγραφή της Απαίτησης του Ενάγοντα τη μη διενέργεια διαπραγματεύσεων από πλευράς του, αφότου μετά την αποστολή της επιστολής του (Τεκμήριο 1) προς αυτούς, ήταν εκείνοι που ρητώς αρνήθηκαν και απέκλεισαν κάθε τέτοια περαιτέρω διαπραγμάτευση; Είναι, τουλάχιστον, στη βάση των εν λόγω περιστατικών, οξύμωρη, η εν λόγω θέση από πλευράς των Εναγομένων. Εν πάση περιπτώσει, σημειώνω ότι, η παράλειψη συμμόρφωσης με την προδικαστηριακή συμπεριφορά των μερών, σε γενικές γραμμές δεν έχει ως συνέπεια τη διαγραφή της Απαίτησης, αλλά μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση κατάλληλων διαταγών ως προς τα έξοδα ή ακόμη και σε άλλες κατάλληλες διαταγές/ κυρώσεις (όπως π.χ αναστολή της Απαίτησης για σκοπούς ορθής τήρησης των προδικαστηριακών πρωτοκόλλων), τις οποίες το Δικαστήριο θα κρίνει ως δίκαιες και αναλογικές, στη βάση του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης που βρίσκεται ενώπιον του (βλ. μεταξύ άλλων, Olatawura v. Abilove [2002] 4 All ER 903, CA, Cundall-Johnson & Partners v. Whipps Cross University Hospital NHS Trust [2007] EWHC 2178).

 

Προχωρώ, τέλος, να εξετάσω τα όσα προβάλλει η πλευρά των Εναγομένων αναφορικά με το ότι η παρούσα Απαίτηση και/ή το Έντυπο Απαίτησης υπόκειται σε διαγραφή, ένεκα του ότι, ο Ενάγοντας δεν καταχώρησε την Έκθεση Απαίτησης του εντός της προνοούμενης, από τους Νέους Κανονισμούς, προθεσμίας, και, εν πάση περιπτώσει, δεν καταχώρησε αυτή μέχρι σήμερα.

 

Υπενθυμίζω ότι η παρούσα Απαίτηση εγέρθηκε εναντίον των Εναγομένων στις 14.12.2023, με τον Ενάγοντα να καταχωρεί μόνο το Έντυπο Απαίτησης, δηλώνοντας ότι η Έκθεση Απαίτησης του θα ακολουθήσει. Στη βάση δε του Μέρους 16.11(2) των Νέων Κανονισμών, όταν η Έκθεση Απαίτησης δεν περιέχεται στο Έντυπο Απαίτησης, τούτη θα πρέπει να καταχωρίζεται ξεχωριστά, εντός 28 ημερών από την επίδοση του εν λόγω Εντύπου Απαίτησης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Έντυπο Απαίτησης προς τους Εναγόμενους, επιδόθηκε στις 15.12.2023, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει καταχωρηθεί η Έκθεση Απαίτησης του Ενάγοντα. Οι δε Εναγόμενοι προώθησαν την παρούσα Αίτηση τους περί τις 18 ημέρες αφότου παρήλθαν οι εν λόγω 28 ημέρες από την επίδοση του Εντύπου Απαίτησης προς αυτούς.

 

Εξετάζοντας τα τρία στάδια/ κριτήρια που τέθηκαν στην υπόθεση Denton (ανωτέρω), δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, εν προκειμένω, ότι η παράλειψη του Ενάγοντα να συμμορφωθεί με το Μέρος 16.11(2) των Κανονισμών Πολιτικής είναι σοβαρή. Στρεφόμενη να εξετάσω το λόγο της μη εμπρόθεσμης καταχώρησης της Έκθεσης Απαίτησης, ως επίσης και το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, παρατηρώ ότι μέσω της Ένστασης που καταχώρησε ο Ενάγοντας, στην υπό κρίση Αίτηση, αυτός δεν προβάλλει οποιοδήποτε λόγο για την μη συμμόρφωση του με το Μέρος 16.11(2) των Νέων Κανονισμών. Οι όποιοι λόγοι προβάλλονται για την εν λόγω μη συμμόρφωση του βρίσκονται στο σώμα της αίτησης που καταχωρήθηκε εκ μέρους του (στις 19.6.2024), για παράταση του χρόνου καταχώρησης της Έκθεσης Απαίτησης, της οποίας η εκδίκαση εκκρεμεί[9], με αποτέλεσμα να μην έχω ενώπιον μου οποιοδήποτε μαρτυρικό υλικό που να αφορά το ζητούμενο. Έχοντας όμως υπόψη μου το σύνολο των περιστατικών που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και ειδικότερα το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η παρούσα Απαίτηση, το οποίο ευκόλως μπορώ να χαρακτηρίσω ως πρώιμο, καθώς επίσης και την πρόθεση του Ενάγοντα να καταχωρήσει Έκθεση Απαίτησης, ως τούτη αβίαστα προκύπτει από το εκκρεμές σχετικό διάβημα του, αλλά και το ότι ελλείπει οποιαδήποτε αδιαμφισβήτητη θέση που να τον θέλει να έχει καταχωρήσει την παρούσα Απαίτηση για αλλότριους σκοπούς, και δη για λόγους άλλους από του να εξασφαλίσει τις αιτούμενες, μέσω της Απαίτησης, θεραπείες, κρίνω, εν προκειμένω, ότι τυχόν έγκριση της υπό κρίση Αίτησης των Εναγομένων και, συνακόλουθα, η διαγραφή της Απαίτησης του Ενάγοντα εναντίον τους, δεν θα αποτελούσε δίκαιο και αναλογικό μέτρο σε σχέση με την εν λόγω παράλειψη συμμόρφωσης του Ενάγοντα, αφού τούτη μπορεί να αντιμετωπιστεί με κατάλληλες διαταγές εξόδων, ενώ απουσιάζει και οποιαδήποτε θέση από πλευράς των Εναγομένων περί επηρεασμού των δικαιωμάτων τους σε δίκαιη δίκη (βλ. Candy v. Holyoake [2017] EWHC 373 (QB)).

 

Εξάλλου, ως σημειώθηκε στην υπόθεση Denton (ανωτέρω), «it would be wholly inappropriate for litigants or their lawyers to take advantage of mistakes made by opposing parties in the hope that relief from sanctions will be denied». Έχει δε, επίσης, λεχθεί από το δικό μας Εφετείο ότι η θέσπιση των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, σκοπό έχει την αλλαγή κουλτούρας και φιλοσοφίας που θα επιτρέπει στο Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του πρωταρχικού σκοπού, να διαχειρίζεται τις υποθέσεις με ευελιξία και πρακτικότητα, προς εξυπηρέτηση του δικαίου και της δικαιοσύνης, ενώ, παράλληλα, σκοπείται η απομάκρυνση από δυσλειτουργικές και αχρείαστες διαδικασίες που ενίοτε συνέτειναν σε καθυστερήσεις και αύξαναν, κατά τρόπο αχαλίνωτο τα έξοδα και τη δαπάνη της υπόθεσης και αντιστρατεύονταν την όλη προσπάθεια της απονομής της δικαιοσύνης (βλ. μεταξύ άλλων, ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΚΑΝΤΟΥΝΑΣ v. ΧΡΙΣΤΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 54/2024, απόφαση ημερ. 18.10.2024).

 

Είναι στη βάση όλων των πιο πάνω που θεωρώ ότι τυχόν διαγραφή της παρούσας Απαίτησης δεν θα αποτελούσε δίκαιο και αναλογικό μέτρο υπό τις περιστάσεις.

         

Σημειώνω, ότι τα ανωτέρω, ουδόλως θα πρέπει να εκληφθούν ή ερμηνευθούν ως ενθάρρυνση ή ανοχή στη μη τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται στους Νέους Κανονισμούς, αλλά αφορούν τα πολύ συγκεκριμένα περιστατικά της παρούσας περίπτωσης ως τούτα, λεπτομερώς, εξηγούνται ανωτέρω.

 

Κατάληξη

 

Στη βάση των όσων προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται.

 

Σε ό,τι δε αφορά τα έξοδα της υπό κρίση Αίτησης, μολονότι τούτα, κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα, στην προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι στην υπό εξέταση περίπτωση δεν θα πρέπει να ακολουθηθεί ο γενικός αυτός κανόνας, αλλά, τουναντίον, ο Ενάγοντας θα πρέπει να καταδικαστεί σε αυτά. Στην κατάληξη μου αυτή, λαμβάνω υπόψη το γεγονός ότι ένας εκ των βασικών λόγων για τους οποίους επιζητούντο τα αιτούμενα διατάγματα και ο οποίος οδήγησε στην αναγκαιότητα της καταχώρησης της υπό κρίση Αίτησης, ήταν η διαδικαστική παράλειψη του Ενάγοντα να καταχωρήσει την Έκθεση Απαίτησης του, η οποία (παράλειψη) είναι σοβαρή και αδικαιολόγητη, στη βάση των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου μέσω της παρούσας Αίτησης. Στη βάση δε του καταλόγου εξόδων των αξιούμενων ποσών, αναφορικά με την υπό κρίση Αίτηση, ο οποίος καταχωρήθηκε, από τους συνήγορους των Εναγομένων, πριν την ακρόαση αυτής (βάσει του Μέρους 39.7 και 39.9 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας), καθορίζω το ποσό των εξόδων, το οποίο επιδικάζεται υπέρ των Εναγομένων και εναντίον του Ενάγοντα, στο ποσό των €1.327 πλέον ΦΠΑ, πλέον πραγματικά έξοδα €24. Ο δε Ενάγοντας διατάσσεται όπως καταβάλει το εν λόγω επιδικασθέν ποσό στους Εναγόμενους, εντός 20 ημερών από σήμερα. Στην περίπτωση που ο Ενάγοντας δεν συμμορφωθεί με το παρόν διάταγμα, εντός της πιο πάνω καθορισμένης προθεσμίας, η παρούσα Απαίτηση του, εναντίον των Εναγομένων, να ανασταλεί.

 

 

 

Ν. Πετρίδου, Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Η οποία αναφέρεται ως η Καθ’ ης η Αίτηση, αναφερόμενος ο συνήγορος του Ενάγοντα στην αίτηση ημερ. 14.12.2023.

[2] Ο αγγλικός θεσμός CPR 3.4, έχει ως εξής: «3.4(1) In this rule and rule 3.5, reference to a statement of case includes reference to part of a statement of case.

(2) The court may strike out a statement of case if it appears to the court –

(a) that the statement of case discloses no reasonable grounds for bringing or defending the claim;

(b) that the statement of case is an abuse of the court’s process or is otherwise likely to obstruct the just disposal of the proceedings; or

(c) that there has been a failure to comply with a rule, practice direction or court order.

(3) When the court strikes out a statement of case it may make any consequential order it considers appropriate».

[3] Υπογράμμιση δική μου, καθώς και όσες ακολουθούν.

[4] Όπου λέχθηκαν τα εξής, στη σελ. 439: «Now, as Lord Denning M.R. has already pointed out, this is a striking out application and in relation to any striking out application two things at least are clear. First, in considering any application to strike out, the Court will not go outside the pleadings themselves. Secondly the Court will only exercise their undoubted right to strike out all or part of the pleadings in a very clear case.»

[5]  Και δη του αντίστοιχου Μέρους 3.3(2)(γ) των δικών μας Νέων Κανονισμών.

[6] Βλ. παράγραφο 24 της εν λόγω απόφασης.

[7] Βλ. παράγραφο 3 και 4 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Ένσταση του Ενάγοντα στην υπό κρίση Αίτηση.

[8] Βλ. Τεκμήριο 2 επί της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Ένσταση στην υπό κρίση Αίτηση.

[9] Ενώπιον Δικαστηρίου, υπό άλλη σύνθεση πλέον.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο