
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Πετρίδου, Ε.Δ
Αγωγή αρ.: 1470/2019
Μεταξύ:
Αναστάσιος Ιωάννου
Ενάγοντας
-και-
Ασφαλιστική Εταιρεία «Η Κεντρική» Λτδ
Εναγόμενη
Ημερομηνία: 27 Μαρτίου 2025
Εμφανίσεις:
Για τον Ενάγοντα: κα Μάρκου για Άντης Πολυδώρου ΔΕΠΕ
Για την Εναγόμενη: κ. Γ. Κουκούνης
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, ο Ενάγοντας επιζητεί εναντίον της Εναγόμενης το ποσό των €2.707,48 για τις ζημίες που υπέστη, συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που έγινε κατά τις 21.2.2018 (στο εξής «το επίδικο ατύχημα»). Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης της παρούσας, ο Ενάγοντας, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήταν ο οδηγός συγκεκριμένου οχήματος, με αριθμό εγγραφής που καταγράφεται ρητώς στην Έκθεση Απαίτησης του, (στο εξής «το πρώτο όχημα»), ενώ η Εναγόμενη είναι η ασφαλιστική εταιρεία η οποία, παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στον οδηγό έτερου οχήματος, συγκεκριμένου αριθμού εγγραφής που καταγράφεται στην Υπεράσπιση της (στο εξής «το δεύτερο όχημα»).
Σημειώνω, εξ αρχής, ότι η παρούσα αγωγή εκδικάσθηκε υπό τη μορφή ταχείας εκδίκασης, στη βάση των προνοιών της Δ.30 θ. 6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Συνακόλουθα, η μαρτυρία αμφότερων των μερών κατατέθηκε γραπτώς, υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων. Σημειώνω, επίσης, ότι ουδείς εκ των ομνύοντων αντεξετάσθηκε επί του περιεχομένου της ένορκης μαρτυρίας του. Επομένως, το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του ζώσα μαρτυρία.
Εκ μέρους του Ενάγοντα, ένορκη μαρτυρία έδωσε ο ίδιος (ME 1), ενώ, εκ μέρους της Εναγόμενης, ένορκη μαρτυρία δόθηκε από τα πιο κάτω πρόσωπα:
1. Τον κ. Σ. Λυμπουρίδη, ο οποίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν ο οδηγός του δεύτερου οχήματος (ΜΥ 1).
2. Τον κ. Θ. Θωμά, υπάλληλο στο Τμήμα Απαιτήσεων της Εναγόμενης (ΜΥ 2).
3. Τον κ. Χ. Μαννούρη, μηχανολόγο μηχανικό με ειδικότητα στην εκτίμηση ζημιών οχημάτων (ΜΥ 3).
Οι δικογραφημένες εκδοχές των μερών
Η εκδοχή του Ενάγοντα
Είναι η θέση του Ενάγοντα ότι την 21.2.2018 και περί ώρα 10πμ, αυτός οδηγούσε το πρώτο όχημα κατά μήκος της οδού Ολυμπίων, στη Λεμεσό (στο εξής «ο Δρόμος»), νόμιμα και κανονικά, όταν ξαφνικά, ο οδηγός του δεύτερου οχήματος, το οποίο ήταν σταθμευμένο στην αριστερή πλευρά του Δρόμου, ως η πορεία του Ενάγοντα, άνοιξε την πόρτα του οδηγού (η οποία βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του δεύτερου οχήματος), χωρίς, προηγουμένως, να ελέγξει την τροχαία κίνηση στον εν λόγω δρόμο, με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία του. Είναι η συναφής θέση του ότι, ένεκα της σύγκρουσης του πρώτου οχήματος με την πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος (στο εξής «η επίδικη σύγκρουση»), το πρώτο όχημα «άλλαξε πορεία»[1] και, ακολούθως, κτύπησε σε άλλα οχήματα που ήταν ακινητοποιημένα στο Δρόμο. Είναι ο ισχυρισμός του Ενάγοντα ότι το επίδικο ατύχημα επεσυνέβη λόγω της αποκλειστικής και/ή συντρέχουσας αμέλειας και/ή παράβασης των εκ του Νόμου απορρεόντων καθηκόντων του οδηγού του δεύτερου οχήματος και δικογραφεί προς τούτο σχετικές λεπτομέρειες. Τέλος, ισχυρίζεται ότι ένεκα του επίδικου ατυχήματος, αυτός υπέστη ζημιές και απώλειες, συνολικού ύψους €2.707,48 (€2.587,48 για τις προκληθείσες ζημιές στο πρώτο όχημα και €120 ως έξοδα εκτίμησης των εν λόγω ζημιών).
Η εκδοχή της Εναγόμενης
Είναι η θέση της Εναγόμενης ότι ο οδηγός του δεύτερου οχήματος, καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους, βρισκόταν εντός του εν λόγω οχήματος. Ισχυρίζεται δε ότι όταν αυτός άνοιξε την πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος, με σκοπό να εξέλθει από αυτό, και αφού προηγουμένως είχε ελέγξει την τροχαία κίνηση στο Δρόμο και βεβαιώθηκε ότι τούτος ήταν καθαρός, ο Ενάγοντας, ο οποίος οδηγούσε το πρώτο όχημα με μεγάλη ταχύτητα, ενεργώντας αμελώς και χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε εμπόδιο στην πορεία του, συγκρούστηκε με την εν λόγω πόρτα και, ακολούθως, συγκρούστηκε, διαδοχικά, σε δύο άλλα οχήματα, για τα οποία γίνεται ειδική αναφορά στην Υπεράσπιση της (στο εξής «το όχημα Α και Β»). Επίσης, η πλευρά της Εναγόμενης αρνείται όλες τις λεπτομέρειες αμέλειας και/ή παράβασης θέσμιου καθήκοντος που της αποδίδει ο Ενάγοντας και ισχυρίζεται ότι το επίδικο ατύχημα επεσυνέβη ένεκα της αποκλειστικής και/ή συντρέχουσας αμέλειας του Ενάγοντα, ο οποίος οδηγούσε το πρώτο όχημα με πλήρη αδιαφορία, χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα και/ή παρέλειψε να αντιληφθεί εγκαίρως την παρουσία του δεύτερου οχήματος στο Δρόμο και/ή ότι η πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος ήταν ανοικτή ή ότι επρόκειτο να ανοίξει και/ή ότι παρέλειψε να υπολογίσει ορθά την απόσταση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου οχήματος και/ή οδηγούσε με μεγάλη και/ή υπερβολική, υπό τις περιστάσεις, ταχύτητα και/ή παρέλειψε να προβεί στις δέουσες ενέργειες και/ή σε οποιοδήποτε ελιγμό για να αποφύγει την επίδικη σύγκρουση. Τέλος, η Εναγόμενη αρνείται τις κατ’ ισχυρισμόν ζημιές του Ενάγοντα και ισχυρίζεται ότι τούτες είναι υπερβολικές και/ή απομακρυσμένες και/ή δεν σχετίζονται με την επίδικη σύγκρουση και/ή, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν αποδειχτούν, τούτες οφείλονται στην αποκλειστική και/ή σε μεγάλο βαθμό αμέλεια του Ενάγοντα.
Κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα
Στη βάση της ενώπιον μου έγγραφης μαρτυρίας που κατατέθηκε από αμφότερες τις πλευρές, αλλά και τις δηλώσεις των συνηγόρων των διαδίκων, όπως αυτές προκύπτουν μέσα από τις αγορεύσεις που κατέθεσαν στο Δικαστήριο, ως επίσης και τις δικογραφημένες θέσεις αμφότερων των διαδίκων, τα πιο κάτω προκύπτουν ως κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα.
Στις 21.2.2018, περί ώρα 10:00, ο Ενάγοντας οδηγούσε το πρώτο όχημα, κατά μήκος της αριστερής πλευράς του Δρόμου, ως η πορεία του (με τον Δρόμο να είναι διπλής κατεύθυνσης). Στην αριστερή πλευρά του Δρόμου, ως η πορεία του Ενάγοντα, βρίσκονταν σταθμευμένα διάφορα αυτοκίνητα, μεταξύ των οποίων και το δεύτερο όχημα, σε χώρο που δεν απαγορεύεται η στάθμευση.
Μπροστά από το δεύτερο όχημα, βρισκόταν σταθμευμένο το όχημα Α και μπροστά από αυτό ήταν σταθμευμένο το όχημα Β.
Σε κάποια στιγμή, επήλθε η επίδικη σύγκρουση, με τους λόγους που αυτή επήλθε να παραμένουν διαφιλονικούμενοι, ενώ, ακολούθως τούτης, το πρώτο όχημα συγκρούστηκε διαδοχικά, πρώτα στο όχημα Α και μετά στο όχημα Β, όπου και ακινητοποιήθηκε.
Από την επίδικη σύγκρουση, το πρώτο όχημα υπέστη ζημία στο αριστερό μπροστινό φτερό, σχεδόν παρά το μέσο του αριστερού μπροστινού τροχού, ενώ το δεύτερο όχημα υπέστη ζημία στην εξωτερική δεξιά κάτω άκρη της πόρτας του οδηγού και είχε σπάσει και το τζάμι της.
Κατά τον χρόνο του επίδικου ατυχήματος, δεν υπήρχαν, στην σκηνή αυτού, άλλα άτομα, πλην του Ενάγοντα και του οδηγού του δεύτερου οχήματος.
Σημειώνω, επίσης, ότι είναι κοινώς αποδεκτό ότι αναφορικά με το επίδικο ατύχημα καταχωρήθηκε, από τον οδηγό του οχήματος Β, η Αγωγή 2873/2018 (Λευκωσίας).
Τα πιο πάνω αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου από αυτό το στάδιο.
Αμφισβητούμενα γεγονότα
Στη βάση των πιο πάνω, κοινώς αποδεκτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων, τα μόνα που παραμένουν ως επίδικα, υπό αμφισβήτηση, ζητήματα προς εξέταση, επί πραγματικών γεγονότων, είναι (α) ο τρόπος που κινήθηκε το πρώτο όχημα αμέσως πριν και μέχρι την επίδικη σύγκρουση, ως επίσης και μετά από αυτήν, (β) η συμπεριφορά του οδηγού του δεύτερου οχήματος μέχρι και την επίδικη σύγκρουση και (γ) κατά πόσο ο Ενάγοντας υπέστη τις αξιούμενες ζημίες ένεκα της επίδικης σύγκρουσης.
Μαρτυρία
Δεν θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω με λεπτομέρεια την ενώπιον μου μαρτυρία. Πλήρης έκταση τούτης, καταγράφεται στις ένορκες δηλώσεις που κατατέθηκαν από τους μάρτυρες της κάθε πλευράς. Σκοπός της παρούσας απόφασης, δεν είναι η λεπτομερής παράθεση του συνόλου της μαρτυρίας που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου, εφόσον, κάτι τέτοιο, θεωρώ, δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Αναφορά στα κυριότερα σημεία της μαρτυρίας θα γίνει, για σκοπούς αξιολόγησης της, λαμβανομένου υπόψη και των ανωτέρω επίδικων ζητημάτων.
Ενάγοντας
Ο Ενάγοντας με τη μαρτυρία του, επί της ουσίας, προώθησε ισχυρισμούς ως η πιο πάνω εκδοχή του. Ανέφερε ότι από την 1.7.1991 μέχρι και σήμερα υπηρετεί στην Αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων Ακρωτηρίου και, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, έχει λάβει ειδική εκπαίδευση στην οδήγηση αστυνομικών οχημάτων, ενώ έχει εκπαιδευτεί και στην διερεύνηση τροχαίων ατυχημάτων. Ανέφερε, ακόμη, ότι είναι κάτοικος της περιοχής όπου επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα και γνωρίζει πολύ καλά το Δρόμο, αφού τον χρησιμοποιεί συχνά. Ήταν η θέση του ότι, κατά τον επίδικο χρόνο, ο ίδιος οδηγούσε το πρώτο όχημα, με ταχύτητα όχι μεγαλύτερη των 40km/h, και ενώ προχωρούσε κανονικά, με ευθεία πορεία, εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του, εντελώς ξαφνικά και απότομα, κατά τη στιγμή που κινείτο δίπλα από το δεύτερο όχημα, ο οδηγός του δεύτερου οχήματος άνοιξε την πόρτα του οδηγού, με αποτέλεσμα τούτη να προσκρούσει βίαια στο αριστερό μπροστινό φτερό του πρώτου οχήματος, σχεδόν παρά το μέσο του αριστερού μπροστινού τροχού. Ήταν η θέση του ότι, ένεκα της επίδικης σύγκρουσης, το πρώτο όχημα εκτροχιάστηκε, άλλαξε πορεία και κινήθηκε αμέσως αριστερά, με αποτέλεσμα, ακολούθως, να συγκρουστεί, διαδοχικά, με τα οχήματα Α και Β. Πάντα, συναφώς, ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος δεν είχε περιθώρια αντίδρασης για να αποφύγει την επίδικη σύγκρουση, ενώ είχε αιφνιδιαστεί από την πράξη του οδηγού του δεύτερου οχήματος να ανοίξει ξαφνικά την πόρτα του οδηγού. Είναι, επίσης, η θέση του ότι, από το σημείο όπου προκλήθηκε η ζημιά στην πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος, είναι εμφανές ότι η επίδικη σύγκρουση επήλθε μόλις ο οδηγός του εν λόγω οχήματος άνοιξε «αλόγιστα, κανονικά και με δύναμη» την εν λόγω πόρτα. Ισχυρίζεται, συναφώς, ότι εάν η εν λόγω πόρτα ήταν ήδη ανοικτή, κατά το χρόνο της επίδικης σύγκρουσης, οι ζημιές σε αυτήν θα βρίσκονταν στο εσωτερικό της, ενώ οι ζημίες στο πρώτο όχημα θα ήταν στο μπροστινό μέρος αυτού. Ανέφερε δε ότι οι ζημίες που προκλήθηκαν στο μπροστινό μέρος του πρώτου οχήματος, προκλήθηκαν συνεπεία της μετέπειτα σύγκρουσης του με τα οχήματα Α και Β.
Πέραν των ανωτέρω, ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε ότι, αμέσως μετά την επίδικη σύγκρουση, ο οδηγός του δεύτερου οχήματος εξήλθε αναστατωμένος από αυτό και του απολογήθηκε, λέγοντας του ότι είχε ανοίξει την πόρτα του οδηγού χωρίς προηγουμένως να ελέγξει την τροχαία κίνηση στο Δρόμο, καθότι «ήταν αφηρημένος και είχε σκέψεις». Ήταν δε η θέση του Ενάγοντα ότι όταν, μετέπειτα, στη σκηνή, μετέβη αντιπρόσωπος της ασφάλειας, ο οδηγός του δεύτερου οχήματος άλλαξε την πιο πάνω στάση και δήλωση του. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι, από ενημέρωση που έλαβε από την ασφαλιστική εταιρεία που παρέχει στον ίδιο κάλυψη, η Εναγόμενη διευθέτησε πλήρως τις ζημίες που υπέστη το όχημα Α, ένεκα του επίδικου ατυχήματος.
Ήταν, περαιτέρω, η θέση του Ενάγοντα ότι, μετά το επίδικο ατύχημα, τη σκηνή αυτού επισκέφθηκε αρμόδιο άτομο της ασφαλιστικής εταιρείας που του παρείχε ασφαλιστική κάλυψη, το οποίο έλαβε φωτογραφίες των ενεχόμενων, στο επίδικο ατύχημα, οχημάτων, ως αυτά βρίσκονταν στην τελική τους θέση μετά το εν λόγω ατύχημα, τις οποίες (φωτογραφίες) επισύναψε ως Τεκμήριο 4 (επί της ένορκης δήλωσης του). Ανέφερε δε ότι τις εν λόγω φωτογραφίες, ο ίδιος τις έλαβε, κατόπιν αιτήματος του προς την εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας.
Πέραν των πιο πάνω, ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε ότι το πρώτο όχημα, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, υπέστη εκτεταμένες ζημιές στο μπροστινό αριστερό φτερό, στην αριστερή πόρτα, στον μπροστινό αριστερό τροχό και στον μπροστινό προφυλακτήρα. Για την επιδιόρθωση δε των εν λόγω ζημιών, ισχυρίστηκε ότι, ήταν αναγκαία η αγορά και αντικατάσταση νέων εξαρτημάτων, καθώς και η κάλυψη εξόδων για το μέτρημα του τιμονιού, μπογιατίσματα, μηχανικά, καθώς και εργατικά. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι χρειάστηκε το ποσό των €1.144,35 για την αγορά νέων εξαρτημάτων, το ποσό των €250 αναφορικά με τα εργατικά έξοδα για την εγκατάσταση των εν λόγω εξαρτημάτων, το ποσό των €200 για το μέτρημα του τιμονιού και την επιδιόρθωση της «ζάντας», το ποσό των €380 για βαφές και το ποσό των €200 αναφορικά με τα μηχανικά. Επισύναψε δε προς απόδειξη των ισχυρισμών του, (α) το Τεκμήριο 5, το οποίο αποτελεί αντίγραφο τιμολογίου ημερ. 25.6.2018 και το οποίο, κατά τον ίδιο, αφορά τα εργατικά έξοδα και τα έξοδα βαφής, για το ποσό των €749,70 (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ), (β) το Τεκμήριο 6, το οποίο αποτελεί αντίγραφο τιμολογίου, για το ποσό των €238 (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ), το οποίο αφορά τις εργασίες αναφορικά με το μέτρημα και ζύγισμα του τιμονιού και την επιδιόρθωση των «ριμς», (γ) το Τεκμήριο 7, το οποίο αποτελεί αντίγραφο τιμολογίου εκ ποσού €1.156,68 (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) και αφορά την αγορά των νέων εξαρτημάτων, με όλα τα ανωτέρω να συμποσούνται στο ποσό των €2.587,48. Επίσης, ο Ενάγοντας επισύναψε ως Τεκμήριο 8, αντίγραφο της εκτίμησης ημερ. 23.7.2018 κάποιου κ. Κ. Τελεβάντου, ο οποίος, ως ανέφερε, είναι αναγνωρισμένος εκτιμητής, στον οποίον η Εναγόμενη ανέθεσε την εκτίμηση των ζημιών του πρώτου οχήματος, για την οποία εκτίμηση ο Ενάγοντας διεκδικεί το ποσό των €120. Είναι, τέλος, η θέση του ότι από το Τεκμήριο 8 διαφαίνεται ότι η Εναγόμενη αναγνωρίζει και συμφωνεί με το κόστος επιδιόρθωσης του πρώτου οχήματος.
Μ.Υ.1
Ο μάρτυρας αυτός, στην ουσία, προώθησε ισχυρισμούς ως η ανωτέρω εκδοχή της Εναγόμενης. Ανέφερε ότι το όχημα Α προεξείχε εντός του Δρόμου περίπου 40 εκατοστά δεξιότερα του δεύτερου οχήματος, ενώ το όχημα Β προεξείχε, εντός του Δρόμου, ακόμη πιο δεξιά (από το όχημα Α), καθότι, δίπλα (στα αριστερά του) και παράλληλα με αυτό, εντός του Δρόμου, βρισκόταν ένα πολύ μεγάλο κίτρινο σκυβαλαδοχείο (στο εξής «το σκυβαλαδοχείο»). Επίσης, ανέφερε ότι το όχημα Β είχε μεγαλύτερο πλάτος από το όχημα Α. Επισύναψε δε, προς απόδειξη των ισχυρισμών του, τα Τεκμήρια 1 και 2 (επί της ένορκης του δήλωσης), τα οποία αποτελούν δέσμη φωτογραφιών. Είναι η θέση του ότι, το σκυβαλαδοχείο λάμβανε χώρο, από το πλάτος του Δρόμου, περίπου 90 εκατοστά και, επομένως, το όχημα Β, όντας πλατύτερο από το όχημα Α, απείχε, από την άκρη του αριστερού πεζοδρομίου του Δρόμου (ως η κατεύθυνση του πρώτου οχήματος), περίπου 100 εκατοστά, στην μπροστινή πλευρά του και περίπου 70-75 εκατοστά στην πίσω πλευρά του. Ανέφερε, επίσης, ότι ο ίδιος προέβη σε μετρήσεις του σκυβαλαδοχείου, οι οποίες έχουν ως εξής: στη βάση του (στους τροχούς), τούτο έχει μήκος 1,15 μέτρα, πλάτος/ βάθος περίπου 0,85 μέτρα και ύψος 1,40 μέτρα, ενώ, ένεκα του σχήματος του, σε ύψος περίπου 60-70 εκατοστά από το έδαφος, το πλάτος/ βάθος του είναι περίπου 1,11 μέτρα και το μήκος του παραμένει το ίδιο. Επισύναψε δε το Τεκμήριο 3 (ως τούτο κατατέθηκε και στο πλαίσιο της Αγωγής 2873/2018), στο οποίο, ως ανέφερε, είναι σημειωμένες οι, κατά προσέγγιση, και χωρίς κλίμακα, θέσεις των οχημάτων Α και Β, ως επίσης και του σκυβαλαδοχείου.
Ως προς τις συνθήκες της επίδικης σύγκρουσης, ήταν η θέση του ότι ο ίδιος, αφότου έλεγξε την τροχαία κίνηση στο Δρόμο, άνοιξε την πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος, ελάχιστα, «για να την απελευθερώσ[ει]», με αυτήν να έχει άνοιγμα περίπου 20 εκατοστά από «το αμάξωμα» του εν λόγω οχήματος, με σκοπό να ελέγξει εκ νέου την τροχαία κίνηση στο Δρόμο προτού εξέλθει από αυτό. Πάντα, συναφώς, ισχυρίστηκε ότι άνοιξε ελάχιστα την εν προκειμένω πόρτα, με το άνοιγμα της να μην εκτείνετο περισσότερο από τη νοητή γραμμή της δεξιάς πλευράς των οχημάτων Α και Β. Ήταν η θέση του ότι, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα (αφότου άνοιξε την εν λόγω πόρτα), ένιωσε ένα κτύπημα στο δεύτερο όχημα και, ακολούθως, είδε το πρώτο όχημα να προσκρούει στο όχημα Β, όπου και ακινητοποιήθηκε. Ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι το πρώτο όχημα, φαίνεται να κινείτο ανεξέλεγκτα και με μεγάλη ταχύτητα, ενώ τούτο ακολουθούσε προδιαγεγραμμένη πορεία σύγκρουσης με τα οχήματα Α και Β. Αποτελεί, επίσης, θέση του ότι ο ίδιος δεν αντιλήφθηκε ότι η επίδικη σύγκρουση άλλαξε την πορεία του πρώτου οχήματος, εφόσον, κατά την δική του αντίληψη, το πρώτο όχημα βρισκόταν ήδη σε «προδιαγεγραμμένη, γρήγορη και ανεξέλεγκτη κατεύθυνση και πορεία χωρίς έλεγχο» προς τα οχήματα Α και Β (τα οποία ήταν σταθμευμένα δεξιότερα από το δεύτερο όχημα εντός του Δρόμου), και είναι για αυτό το λόγο που προσέκρουσε, διαδοχικά, σε αυτά, προτού τούτο καταφέρει να ακινητοποιηθεί. Επομένως, είναι ο ισχυρισμός του ότι το άνοιγμα της πόρτας του οδηγού του δεύτερου οχήματος δεν ήταν η γενεσιουργός αιτία του επίδικου ατυχήματος, εφόσον η επίδικη σύγκρουση δεν θα μπορούσε να εκτροχιάσει το πρώτο όχημα, το οποίο ήταν τύπου «διπλοκάμπινο» και το οποίο, μετά την επίδικη σύγκρουση, συνέχισε ανεπηρέαστο την πορεία και κατεύθυνση του προς τα οχήματα Α και Β. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι εάν η πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος είχε ανοίξει βίαια ή σε μεγάλη έκταση εντός του Δρόμου, τότε η επαφή/ σύγκρουση του πρώτου οχήματος με αυτήν θα παρατηρείτο στο εσωτερικό μέρος της, ενώ τούτη θα «γινόταν φυσερό ή θα παρασύρετο και θα αποσπάτο» από το δεύτερο όχημα. Ήταν δε η θέση του ότι οι ζημιές στο πρώτο όχημα προκλήθηκαν από τη σύγκρουση του με τα οχήματα Α και Β και ουδόλως σχετίζονται με την επίδικη σύγκρουση. Επισύναψε ως Τεκμήριο 4 (στην ένορκη δήλωση του) δέσμη φωτογραφιών από τις οποίες, ως ανέφερε, είναι εμφανές ότι το πρώτο όχημα ήρθε σε επαφή μόνο με το εξωτερικό κάτω μέρος της δεξιάς άκρης της πόρτας του οδηγού του δεύτερου οχήματος. Πάντα, συναφώς, ως προς την επίδικη σύγκρουση, είναι η θέση του ότι δεν γνωρίζει από που εισήλθε το πρώτο όχημα εντός του Δρόμου, ενώ εικάζει ότι τούτο εξήλθε από παρακείμενη πάροδο και ανέπτυξε ταχύτητα επειδή ο Δρόμος είναι ελαφρώς ανηφορικός. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι η επίδικη σύγκρουση επεσυνέβη λόγω του ότι ο Ενάγοντας ήταν αφηρημένος και βιαστικός και δεν τηρούσε τις απαραίτητες αποστάσεις από τα άλλα οχήματα στο Δρόμο. Ισχυρίστηκε, μάλιστα, ότι ο Ενάγοντας ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος μετά το ατύχημα και του ανέφερε ότι ήταν βιαστικός για να μεταβεί στην επαρχία Πάφου για μια σημαντική δουλειά του.
Τέλος, ο ΜΥ 1 αρνείται ότι προέβη, μετά το επίδικο ατύχημα, στις δηλώσεις που του αποδίδει ο Ενάγοντας, μέσω της δικής του μαρτυρίας, ως επίσης και ότι η ταχύτητα του Ενάγοντα, πριν την επίδικη σύγκρουση, ήταν περί τα 40km/h. Παραπέμπει δε, στη δήλωση στην οποία προέβη στην εταιρεία παροχής οδικής βοήθειας Rescue Line Auto Services Ltd (βλ. Τεκμήριο 5 επί της ένορκης του δήλωσης), την αλήθεια του περιεχομένου της οποίας, ως ανέφερε, ο Ενάγοντας επιβεβαίωσε, δια της υπογραφής του, χωρίς, κατά τον εν λόγω χρόνο, αυτός να δηλώσει οτιδήποτε από τα όσα τώρα ισχυρίζεται μέσω της μαρτυρίας του.
Μ.Υ.2
Ο μάρτυρας αυτός ανέφερε ότι η έγγραφη μαρτυρία του Ενάγοντα, ως αυτή κατατέθηκε στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, διαφέρει, ουσιωδώς, από αυτή που καταχωρήθηκε στο πλαίσιο της Αγωγής 2873/2018. Επισυνάπτει δε, προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού του, το Τεκμήριο 1 (επί της ένορκης του δήλωσης), το οποίο αποτελεί πιστό αντίγραφο της ένορκης δήλωσης του Ενάγοντα, ως τούτη κατατέθηκε στο πλαίσιο της Αγωγής 2873/2018 (για λογαριασμό της εκεί Εναγόμενης 2, η οποία ήταν η Ασφαλιστική εταιρεία που του παρείχε ασφαλιστική κάλυψη για το όχημα του). Είναι η θέση του ότι ο Ενάγοντας, στο πλαίσιο της μαρτυρίας που κατέθεσε στην Αγωγή 2873/2018, δεν ανέφερε το οτιδήποτε αναφορικά, είτε με το επάγγελμά του, είτε με την κατ’ ισχυρισμόν εμπειρία και/ή εκπαίδευση που ισχυρίζεται ότι κατέχει, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Επιπρόσθετα, ο μάρτυρας αυτός, ανέφερε ότι ο Ενάγοντας δεν είναι μηχανικός αυτοκινήτων, ούτε έχει σπουδάσει μηχανολόγος μηχανικός ή έχει οποιοδήποτε δίπλωμα ή κατάρτιση που να τον καθιστά ικανό και αξιόπιστο γνώστη ή εμπειρογνώμονα αναφορικά με το ζήτημα της εκτίμησης ζημιών οχημάτων ή της διερεύνησης τροχαίων ατυχημάτων και αναπαράστασης αυτών. Πέραν όμως των πιο πάνω, είναι η θέση του ότι ένεκα της άμεσης εμπλοκής του Ενάγοντα στην παρούσα υπόθεση, ως ένας εκ των διαδίκων αυτής, ακόμη κι αν αυτός θεωρηθεί ότι κατέχει τα απαιτούμενα προσόντα για να κριθεί ως πραγματογνώμονας, η μαρτυρία του επί των εν λόγω ζητημάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη και, συνεπώς, αξιόπιστη. Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι η Εναγόμενη προέβη σε διευθέτηση και πληρωμή των ζημιών, που προκλήθηκαν από το επίδικο ατύχημα, στο όχημα Α, ο μάρτυρας αυτός ανέφερε ότι, πέραν του ότι κάτι τέτοιο δεν δικογραφείται από πλευράς του Ενάγοντα, εν πάση περιπτώσει, η Εναγόμενη ουδέποτε αποδέχθηκε ευθύνη έναντι οποιουδήποτε προσώπου αναφορικά με το επίδικο ατύχημα, ούτε και έναντι του οδηγού του οχήματος Α. Επίσης, είναι η θέση του ότι οι όποιες κατ’ ισχυρισμόν ζημιές προκλήθηκαν στο πρώτο όχημα, από το επίδικο ατύχημα, τούτες δεν συνδέονται ούτε και δικαιολογούνται από την «ελάχιστη επαφή» που είχε το πρώτο όχημα με το δεύτερο. Πάντα, συναφώς, ισχυρίζεται ότι το πρώτο όχημα, το οποίο είναι κατηγορίας διπλοκάμπινου είναι μεγάλο και βαρύ όχημα, ενώ το δεύτερο όχημα είναι μικρό. Τέλος, ο μάρτυρας αυτός ισχυρίστηκε ότι ο Ενάγοντας δεν παρουσίασε καμία απόδειξη πληρωμής αναφορικά με τις κατ’ ισχυρισμόν ζημιές που υπέστη, με τα όποια έγγραφα επισύναψε να συνιστούν μόνο τιμολόγια, ενώ η Εναγόμενη δεν αναγνωρίζει, ούτε και αποδέχεται τα Τεκμήρια 5-8 (που ο Ενάγοντας επισυνάπτει στην ένορκη του δήλωση), εφόσον τούτα δεν συντάχθηκαν από τον Ενάγοντα, ενώ τα όσα σε αυτά καταγράφονται ουδόλως συνδέονται με την επίδικη σύγκρουση.
Μ.Υ.3
Ο μάρτυρας αυτός ανέφερε ότι είναι μηχανολόγος μηχανικός, με ειδικότητα στην εκτίμηση ζημιών οχημάτων, από το έτος 2000 μέχρι και σήμερα, και ότι έχει εμπειρία στη διερεύνηση τροχαίων ατυχημάτων. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του, επισύναψε ως Τεκμήριο 1 (στην ένορκη δήλωση του) διάφορα πιστοποιητικά που αποδεικνύουν, κατά τον ίδιο, τα προσόντα του. Ισχυρίστηκε ότι, αναφορικά με το επίδικο ατύχημα, του δόθηκαν κάποιες φωτογραφίες, τις οποίες μελέτησε «για να εξετάσει συγκεκριμένο ισχυρισμό», εντούτοις δεν προέβη σε αναπαράσταση του εν λόγω ατυχήματος. Ήταν η θέση του ότι, αφότου μελέτησε τις εν λόγω φωτογραφίες, κατέληξε ότι, από την επίδικη σύγκρουση, η επαφή του πρώτου οχήματος με το δεύτερο ήταν στιγμιαία και συνέβη στην εξωτερική πλευρά της πόρτας του οδηγού του δεύτερου οχήματος. Πέραν των ανωτέρω, ισχυρίστηκε ότι, βάσει των ζημιών που παρατηρούνται στην εν λόγω πόρτα, φαίνεται ότι, κατά το χρόνο της επίδικης σύγκρουσης, τούτη ήταν ελαφρώς ανοικτή, πράγμα που επιβεβαιώνεται τόσο από το εξωτερικό μέρος της, όσο και από το ότι η ταπετσαρία και οι πλαστικές μεμβράνες που βρίσκονται στο εσωτερικό της παρέμειναν άθικτες. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του, κατέθεσε ως Τεκμήριο 2 (στην ένορκη του δήλωση) δέσμη φωτογραφιών, που κατά τον ίδιο δεικνύουν τη ζημιά που υπέστη η πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος. Επιπρόσθετα, ο μάρτυρας αυτός ανέφερε ότι ο ισχυρισμός του Ενάγοντα ότι ένεκα της επίδικης σύγκρουσης το πρώτο όχημα εκτροχιάστηκε, δεν υποστηρίζεται από τους κανόνες μηχανικής και φυσικής. Και τούτο, διότι, ως ισχυρίστηκε, το πρώτο όχημα (ως διπλοκάμπινο) είναι πολύ βαρύ, ενώ, κατά το δεδομένο χρόνο βρισκόταν εν κινήσει και, επομένως, είχε συγκεκριμένη ορμή, ροπή και κατεύθυνση, η οποία δεν θα μπορούσε να επηρεαστεί από το κτύπημα μίας πόρτας που άνοιξε κατ’ εκείνο το χρόνο και, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε (η πόρτα) να το παρασύρει ή να το αποτρέψει από την πορεία του. Ανέφερε, επίσης, ότι, από μελέτη των φωτογραφιών (Τεκμήριο 2 επί της ένορκης του δήλωσης), διέκρινε ότι το πρώτο όχημα φέρει συνδυασμό «ελαστικών και ζαντών» οι οποίες «παραποιούν τη γεωμετρία του και δυσκολεύουν τόσο τον έλεγχο της πορείας του όσο και τον υπολογισμό των αποστάσεων πέριξ αυτού και συγκεκριμένα στις πλαϊνές πλευρές αυτού». Πέραν των ανωτέρω, ο μάρτυρας αυτός ανέφερε ότι μελέτησε τα Τεκμήρια 5-7 που επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα, και παρά το ότι ο ίδιος δεν είναι σε θέση να βεβαιώσει την ορθότητα ή την αλήθεια του περιεχομένου τους, ισχυρίζεται ότι τα εξαρτήματα που εκεί αναφέρονται, ως επίσης τα εργατικά έξοδα και τα έξοδα βαφής, δεν συνάδουν με τη ζημία που προκλήθηκε στο πρώτο όχημα από την επίδικη σύγκρουση και δη στο πλαϊνό μπροστινό αριστερό φτερό. Εντούτοις, είναι η θέση του ότι τούτα (τα έξοδα) μπορούν να αποδοθούν στις δυο μετέπειτα διαδοχικές συγκρούσεις του πρώτου οχήματος, με τα άλλα δύο οχήματα, με την τελευταία σύγκρουση του με το όχημα Β να ήταν μετωπικής φύσης, ως ο ίδιος διαπίστωσε από τις φωτογραφίες που τέθηκαν υπόψη του. Πάντα, συναφώς, ο μάρτυρας αυτός, ισχυρίστηκε, ότι τα ακόλουθα ποσά δεν σχετίζονται με τις ζημίες που υπέστη το πρώτο όχημα από την επίδικη σύγκρουση: (α) το ποσό των €972 πλέον ΦΠΑ[2], αναφορικά με τα εξαρτήματα, (β) το ποσό των €380 πλέον ΦΠΑ για έξοδα βαφής, (γ) το ποσό των €250 πλέον ΦΠΑ αναφορικά με τα εργατικά έξοδα και (δ) το ποσό των €200 πλέον ΦΠΑ για το μέτρημα του τιμονιού.
Αξιολόγηση μαρτυρίας
Έχοντας κατά νου το περιεχόμενο, την ποιότητα, την πειστικότητα και τη σύγκριση της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα με την υπόλοιπη μαρτυρία, προχωρώ τώρα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας καθενός εκ των μαρτύρων (Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506), στη βάση, πάντοτε, των δικογραφημένων ισχυρισμών των διαδίκων. Παρά το ότι το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του ζώσα μαρτυρία, προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, με αντιπαραβολή των θέσεων των διαδίκων, αλλά και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν στη διαδικασία.
Κατ’ αρχάς, σημειώνω ότι στην παρούσα υπόθεση, το επίδικο ατύχημα δεν διερευνήθηκε από την Αστυνομία, αλλά ούτε ετοιμάστηκε σχέδιο της σκηνής του εν λόγω ατυχήματος με ακριβείς μετρήσεις. Τα μόνα τεκμήρια τα οποία δεικνύουν τον χώρο και τη σκηνή του επίδικου ατυχήματος, ως επίσης και τις ζημίες των ενεχόμενων οχημάτων, είναι οι φωτογραφίες που κατατέθηκαν ως τεκμήρια από τον Ενάγοντα (βλ. Τεκμήριο 4 επί της ένορκης δήλωσης του), τις οποίες, ο Ενάγοντας εξασφάλισε από την ασφαλιστική εταιρεία που του παρείχε κάλυψη, χωρίς, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να αμφισβητηθεί για τούτο, και αυτές που κατατέθηκαν, ως τεκμήρια, από τους ΜΥ 1 (Τεκμήρια 1, 2 και 4 επί της ένορκης δήλωσης του) και ΜΥ 3 (Τεκμήριο 2 επί της ένορκης δήλωσης του), χωρίς όμως να γίνεται αναφορά από τους εν λόγω μάρτυρες από που εξασφάλισαν τούτες και από ποιον τούτες λήφθηκαν. Με δεδομένο, όμως, ότι, το περιεχόμενο των εν λόγω φωτογραφιών δεν αμφισβητείται, ούτε αμφισβητείται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ότι αυτές απεικονίζουν την σκηνή του επίδικου ατυχήματος, τη φύση του Δρόμου και τα επίδικα οχήματα μετά το επίδικο συμβάν (δεν αμφισβητήθηκαν οι εν λόγω μάρτυρες επί των αναφορών τους στις ένορκες δηλώσεις τους), αυτές αποτελούν πραγματική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου και δύναται να χρησιμοποιηθούν για να το διαφωτίσουν επί των επίδικων θεμάτων, αφού τούτες συνυπολογιστούν με την υπόλοιπη, ενώπιον του Δικαστηρίου, μαρτυρία. Σε υποθέσεις, όπως η παρούσα, η πραγματική μαρτυρία αποκτά ιδιαίτερη σημασία, εφόσον μπορεί να αποτελέσει ασφαλές μέσο για την άσκηση κρίσης αναφορικά με την αξιοπιστία της μαρτυρίας, ως επίσης και για την ακρίβεια της μαρτυρίας αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος (βλ. Κυριάκου ν Δημητρίου (1997) 1 ΑΑΔ 1362 και Conway v Νεοφύτου (2003) 1 ΑΑΔ 540). Επομένως, το Δικαστήριο, δύναται, στη βάση των εν λόγω φωτογραφιών, να προβεί σε ευρήματα αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος (βλ. επίσης, το σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη, 2η έκδοση, «Το Δίκαιο της Απόδειξης», στη σελ. 337, όπου αναφέρεται ότι μια φωτογραφία μπορεί να κατατεθεί ως πραγματική μαρτυρία για οποιοδήποτε σκοπό).
Ενάγοντας
Κατ’ αρχάς, προχωρώ να εξετάσω τη θέση που προβάλλεται από τον Ενάγοντα ότι αποτελεί πραγματογνώμονα αναφορικά με τη διερεύνηση τροχαίων ατυχημάτων. Αν και ο μάρτυρας αυτός δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο οποιοδήποτε πιστοποιητικό που να αποδεικνύει την εν λόγω πραγματογνωμοσύνη του, με δεδομένο ότι η εκπαίδευση του, αλλά και η υπηρεσία του, δεν έχουν τεθεί, επί της ουσίας, εν αμφιβόλω, από πλευράς της Εναγόμενης, καταλήγω ότι αυτός έχει τα απαραίτητα προσόντα για να εκφράσει γνώμη επί του εν λόγω ζητήματος. Τα όσα δε προβάλλει η πλευρά της Εναγόμενης περί του ότι ο Ενάγοντας ουδόλως ανέφερε, στην μαρτυρία που καταχώρησε στο πλαίσιο της Αγωγής 2873/2018, ότι κατέχει την εν λόγω πείρα και εκπαίδευση, δεν έχουν τη δυναμική που θέλει να τους προσδώσει. Και εξηγώ. Το γεγονός ότι ο Ενάγοντας, μέσω της μαρτυρίας του στην πιο πάνω Αγωγή 2873/2018, δεν ανέφερε οτιδήποτε αναφορικά με τα εν λόγω προσόντα του, δεν οδηγεί το δίχως άλλο σε κρίση περί αναξιοπιστίας του, ειδικότερα, δε, εφόσον τίποτα δεν έχει τεθεί ενώπιον μου ως προς τα ποια ήταν τα ζητήματα επί των οποίων παρουσίασε, ο εδώ Ενάγοντας, μαρτυρία στο πλαίσιο της Αγωγής 2873/2018. Παρά όμως την πιο πάνω κρίση μου, θα συμφωνήσω με την πλευρά της Εναγόμενης ότι, ο Ενάγοντας, όντας ένας εκ των διαδίκων στην παρούσα διαδικασία, έχοντας ιδίον όφελος και συμφέρον στο αποτέλεσμα της παρούσας αγωγής, δεν θεωρώ ότι μπορεί να εκπληρώσει το καθήκον που φέρει ένας πραγματογνώμονας προς το Δικαστήριο, και δη στην αντικειμενική και αμερόληπτη παρουσίαση των αναγκαίων επιστημονικών κριτηρίων, ώστε να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εχέγγυα που θα του επιτρέψουν να κρίνει ευχερώς την ακρίβεια των επίδικων συμπερασμάτων του και να καταλήξει στη δική του ανεξάρτητη άποψη σε σχέση με αυτά. Συνεπώς, στην όποια μαρτυρία τίθεται, υπό μορφή γνώμης, εκ μέρους του Ενάγοντα, αναφορικά με το που θα βρίσκονταν οι ζημιές, αν η πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος ήταν ήδη ανοικτή πριν την επίδικη σύγκρουση και που θα παρουσιάζονταν, επ’ αυτής, οι ζημιές, σε μια τέτοια περίπτωση, ως επίσης και τα όποια συμπεράσματα του αναφορικά με την επίδικη σύγκρουση βασιζόμενος στο σημείο που παρουσιάζονται οι ζημιές στην εν λόγω πόρτα, δεν μπορεί να προσδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα.
Πέραν όμως των όσων αναφέρω ανωτέρω, η μαρτυρία του Ενάγοντα σε ότι αφορά τα γεγονότα που οδήγησαν στην επίδικη σύγκρουση αλλά και, γενικότερα, στο επίδικο ατύχημα, αποτελεί ακροσφαλές υπόβαθρο για σκοπούς κατάληξης σε σχετική κρίση από το Δικαστήριο. Για την μόλις πιο πάνω διαπίστωση μου, ως προς την ποιότητα και επάρκεια της μαρτυρίας του Ενάγοντα, προχωρώ να παραθέσω λεπτομερώς, κατωτέρω, την σχετική κρίση μου.
Κατ’ αρχάς, σημειώνω ότι ελλείψει οποιασδήποτε θέσης που να θέλει τον Ενάγοντα να έχει δει το ταχύμετρο του πρώτου οχήματος κατά τον εν λόγω χρόνο, δεν μπορώ να αποδεκτώ ότι η ταχύτητα του, κατά το χρόνο πριν την επίδικη σύγκρουση, ήταν περί τα 40km/h.
Περαιτέρω, σημειώνω ότι η θέση του Ενάγοντα που θέλει την επίδικη σύγκρουση να επέρχεται όταν ο οδηγός του δεύτερου οχήματος άνοιξε την πόρτα του οδηγού αλόγιστα, βίαια και «κανονικά», εκλαμβάνοντας, προφανώς, τη λέξη «κανονικά» να σημαίνει στην πλήρη ή στη σχεδόν πλήρη έκταση τούτης, και η εν λόγω πόρτα να κτυπά το πρώτο όχημα, κατά το χρόνο που αυτό βρισκόταν, εν κινήσει, δίπλα από το δεύτερο όχημα, δεν συμβαδίζει με την κοινή λογική και την ενώπιον μου έγγραφη μαρτυρία, και δη από τα όσα καταγράφονται στο Τεκμήριο 5 (που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση του ΜΥ 1), του οποίου το περιεχόμενο ο Ενάγοντας υπέγραψε ως αληθές. Και εξηγώ.
Στη βάση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 5, το οποίο αποτελεί και την πρώτη επίσημη δήλωση που δόθηκε πολύ λίγη ώρα μετά που επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα, από τους οδηγούς των ενεχόμενων οχημάτων, αναφορικά με τις συνθήκες τούτου (του ατυχήματος), προκύπτει ότι, ο ΜΥ 1, στη σκηνή του ατυχήματος, δήλωσε στον λειτουργό της Rescue Line ότι η επίδικη σύγκρουση επήλθε όταν ο ίδιος επιχείρησε να εξέλθει του δεύτερου οχήματος, με το πρώτο όχημα να ήταν αυτό που κτύπησε την πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος, την οποία αυτός (ο ΜΥ 1) μόλις είχε ανοίξει, ελάχιστα, επιχειρώντας να εξέλθει από αυτό, δήλωση την οποία ο Ενάγοντας προσυπέγραψε, προφανώς, ως ορθή. Η κοινή λογική και μόνο θέλει ότι αν η ανωτέρω περιγραφή του ΜΥ 1 δεν αντικατόπτριζε τις συνθήκες υπό τις οποίες, κατά τον Ενάγοντα, επήλθε η επίδικη σύγκρουση, και δη ότι τούτη συντελέστηκε όταν η πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος κτύπησε στο διερχόμενο πρώτο όχημα αφού, προηγουμένως, τούτη άνοιξε «κανονικά», και όχι ότι το πρώτο όχημα συγκρούστηκε επί της πόρτας, η οποία είχε ανοίξει μερικώς, τούτος (ο Ενάγοντας) δεν θα υπέγραφε, ως αληθές, το περιεχόμενο της εν λόγω δήλωσης.
Πέραν όμως τούτου, στη βάση της ενώπιον μου πραγματικής μαρτυρίας, σε συνάρτηση με την κοινώς αποδεκτή μαρτυρία ως προς τα σημεία που παρατηρούνται οι ζημιές στην πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος και χωρίς, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να καθιστώ τον εαυτό μου εμπειρογνώμονα επί του ζητήματος, η κοινή λογική και μόνο θέλει ότι αν η εν λόγω πόρτα είχε ανοιχθεί κανονικά σε πλήρη έκταση, τότε οι ζημιές σε αυτήν δεν θα παρατηρούντο μόνο στην εξωτερική δεξιά κάτω άκρη της, αλλά θα παρατηρούντο και στο εσωτερικό μέρος αυτής ή έστω στην εσωτερική δεξιά άκρη τούτης.
Επιπρόσθετα με τα ανωτέρω, στην μαρτυρία του Ενάγοντα (με την οποία προφανώς θέλει να πείσει το Δικαστήριο ότι ο ΜΥ 1 φέρει ευθύνη για το επίδικο ατύχημα), στη βάση της οποίας, αμέσως μετά το επίδικο ατύχημα, ο ΜΥ 1 του παραδέχθηκε ότι ήταν αφηρημένος και ότι είχε ανοίξει την πόρτα χωρίς να ελέγξει την τροχαία κίνηση στο Δρόμο, και ότι, ακολούθως, ενώπιον του λειτουργού της Rescue Line, μετέβαλε άρδην την εν λόγω θέση του, δεν μπορώ να προσδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα. Και τούτο διότι, πέραν του ότι ο ΜΥ 1 αρνήθηκε τα όσα του αποδίδει ο Ενάγοντας, οι εν λόγω αναφορές του (του Ενάγοντα), δεν συνάδουν ούτε με το περιεχόμενο του πιο πάνω Τεκμηρίου 5, το περιεχόμενο του οποίου, επαναλαμβάνω, ο ίδιος επιβεβαίωσε, δια της υπογραφής του, ως αληθές. Θεωρώ, στη βάση της κοινής λογικής και μόνο, ότι, εύλογα θα ανέμενε κανείς ότι αν η θέση του Ενάγοντα ήταν αυτή και ο ΜΥ 1 μετέβαλε, κατά 180 μοίρες, την στάση του αυτή, ενώπιον του λειτουργού της Rescue Line, πριν την ετοιμασία του Τεκμηρίου 5, ο Ενάγοντας όχι μόνο θα ήθελε να καταγραφεί τούτο επί του εν λόγω εγγράφου, αλλά θα αρνείτο και να το υπογράψει. Εν πάση δε περιπτώσει, σημειώνω ότι τέτοια θέση από πλευράς του Ενάγοντα, και δη περί δηλώσεων του ΜΥ 1 προς αυτόν, μετά το επίδικο ατύχημα, οι οποίες μεταβλήθηκαν, ουσιωδώς, μεταγενέστερα, ούτε καν δικογραφείται στην Έκθεση Απαίτησης που καταχωρήθηκε από πλευράς του στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής.
Αναφορικά, τώρα, με τα γεγονότα που ακολούθησαν της επίδικης σύγκρουσης και οδήγησαν στις μετέπειτα διαδοχικές συγκρούσεις του πρώτου οχήματος με τα οχήματα Α και Β, η μαρτυρία του Ενάγοντα και πάλι δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθότι συγκρούεται με την κοινή λογική. Και εξηγώ.
Υπενθυμίζω εδώ ότι, στη βάση της θέσης του Ενάγοντα, ο λόγος που, μετά την επίδικη σύγκρουση, συγκρούστηκε με τα άλλα δύο οχήματα, ήταν επειδή, ως αποτέλεσμα της επίδικης σύγκρουσης και του κτυπήματος (ένεκα τούτης) στο αριστερό μπροστινό φτερό του πρώτου οχήματος, παρά το μέσο του αριστερού μπροστινού τροχού, τούτο (το όχημα) εκτροχιάστηκε και άλλαξε πορεία προς τα αριστερά. Εύλογα όμως διερωτάται κανείς πως το πρώτο όχημα, έχοντας κτυπηθεί στην αριστερή μπροστινή πλευρά του, όταν τούτο εκτροχιάστηκε και άλλαξε πορεία, τούτη η πορεία να ήταν και πάλι προς τα αριστερά; Η κοινή λογική και μόνο θέλει ότι, αναλόγως της δύναμης της επίδικης σύγκρουσης, το πρώτο όχημα, είτε να συνέχιζε την ευθεία πορεία του, είτε η όποια αλλαγή της πορείας του, ένεκα τούτης (της σύγκρουσης), να ήταν προς τα δεξιά, συνάδουσα με την κατεύθυνση της δύναμης που δέχθηκε. Και τούτο, χωρίς να καθιστώ εαυτών ως εμπειρογνώμονα, αλλά στη βάση και μόνο της κοινής λογικής που αντλείται από απλούς κανόνες φυσικής καθότι, στη βάση της κοινώς αποδεκτής μαρτυρίας, η συγκεκριμένη επαφή με την εν λόγω πόρτα ήταν μόνο στο μπροστινό αριστερό μέρος του πρώτου οχήματος και όχι στο αριστερό πίσω μέρος αυτού, όπου, ενδεχομένως, σε ένα τέτοιο σενάριο, να ήταν λογικό να συμπεράνει κάποιος ότι το πίσω μέρος του πρώτου οχήματος θα μετακινείτο στα δεξιά και, κατά συνέπεια, το μπροστινό μέρος του θα έπαιρνε αριστερόστροφη κλίση, ένεκα της επίδικης σύγκρουσης.
Εν πάση περιπτώσει, η θέση του Ενάγοντα ότι, συνεπεία της επίδικης σύγκρουσης, το πρώτο όχημα κινήθηκε αριστερά, συγκρούεται και με την ενώπιον μου πραγματική μαρτυρία και δη το περιεχόμενο των φωτογραφιών που ανέφερα ανωτέρω. Πιο συγκεκριμένα, από το περιεχόμενο των φωτογραφιών των σελ. 1, 2 και 5 του Τεκμηρίου 4 και σελ. 2, 4 του Τεκμηρίου 2 (αμφότερα στην ένορκη δήλωση του ΜΥ 1), αλλά και των σελ. 1, 9 και 10 του Τεκμηρίου 2 (στην ένορκη δήλωση του ΜΥ 3), προκύπτει ότι, τουλάχιστον, το όχημα Β βρίσκεται κατά πολύ δεξιότερα, εντός του Δρόμου, από το δεύτερο όχημα, ενώ το όχημα Α, αν όχι δεξιότερα του δεύτερου οχήματος, τουλάχιστον στην ίδια ευθεία με αυτό. Και τούτο, δεδομένου ότι το σκυβαλαδοχείο που βρισκόταν εντός του Δρόμου, δίπλα από το όχημα Β (στα αριστερά), είναι εμφανές ότι καταλαμβάνει αρκετό μέρος στην αριστερή πλευρά του Δρόμου (κάτω από το πεζοδρόμιο). Είναι, επομένως, ξεκάθαρο, ότι η όποια μετέπειτα, της επίδικης σύγκρουσης, σύγκρουση του πρώτου οχήματος με τα οχήματα Α και Β, δεν ήταν το αποτέλεσμα κίνησης, προς τα αριστερά, του πρώτου οχήματος, αλλά ευθείας πορείας του και ίσως και δεξιόστροφης, τουλάχιστον σε ότι αφορά το όχημα Β.
Επιπρόσθετα, σε ότι αφορά τη θέση του Ενάγοντα που θέλει την Εναγόμενη να έχει διευθετήσει και/ή καλύψει τη ζημία που υπέστη το όχημα Α από το επίδικο ατύχημα, η σχετική θέση του ΜΥ 2 ότι, η εν λόγω κάλυψη από την Εναγόμενη, έγινε χωρίς την οποιαδήποτε αποδοχή ευθύνης εκ μέρους της ή εκ μέρους του οδηγού του δεύτερου οχήματος, δεν αμφισβητήθηκε. Επομένως, η εν προκειμένω θέση του Ενάγοντα δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος.
Είναι στη βάση όλων των ανωτέρω, που κρίνω ότι η μαρτυρία του Ενάγοντα σε ότι αφορά τα υπό αμφισβήτηση επίδικα ζητήματα, αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης της επίδικης σύγκρουσης και του επίδικου ατυχήματος, αποτελεί ακροσφαλές υπόβαθρο για να μπορεί το Δικαστήριο να καταλήξει σε σχετικά ευρήματα στη βάση αυτής.
Στρέφομαι τώρα στο κόστος των προκληθεισών, από το επίδικο ατύχημα, ζημιών του πρώτου οχήματος. Κατ’ αρχάς, σημειώνω ότι, στη βάση των κοινώς αποδεκτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων, από την επίδικη σύγκρουση κτυπήθηκε μόνο το αριστερό μπροστινό φτερό του πρώτου οχήματος, σχεδόν παρά το μέσο του αριστερού μπροστινού τροχού. Εν προκειμένω, σε ότι αφορά τις λοιπές ζημίες που υπέστη το πρώτο όχημα, και δη στην αριστερή πόρτα και στον μπροστινό προφυλακτήρα αυτού, τούτες, είναι, και πάλι, κοινώς αποδεκτό ότι, προέκυψαν ένεκα των μετέπειτα, της επίδικης σύγκρουσης, διαδοχικών συγκρούσεων του πρώτου οχήματος, με τα δύο άλλα οχήματα. Επικαλείται δε η πλευρά της Εναγόμενης ότι δεν αναγνωρίζει, αλλά ούτε αποδέχεται το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 5-8 που επισυνάπτει ο Ενάγοντας στην ένορκη του δήλωση, αναφορικά με τις ζημιές του, εφόσον τούτα τα έγγραφα αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία, καθότι δεν συντάχθηκαν από τον ίδιο. Εν προκειμένω, όμως, σημειώνω ότι η Εναγόμενη, ουδέποτε πριν την καταχώρηση της δικής της έγγραφης μαρτυρίας, στο πλαίσιο της παρούσας, ενεργοποίησε τις πρόνοιες του άρθρου 26 του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, για να της δοθεί άδεια να κλητεύσει το/τα πρόσωπο/α που ετοίμασαν τα εν λόγω έγγραφα και να τα αντεξετάσει, και τούτο παρά το ότι επί των εν λόγω τεκμηρίων ήταν εμφανές το όνομα του προσώπου που ετοίμασε έκαστο εξ αυτών. Επίσης, υπενθυμίζω ότι η ακρόαση της παρούσας αγωγής έγινε στη βάση έγγραφης μαρτυρίας, δυνάμει της Δ.30 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, και η πλευρά της Εναγόμενης δεν αιτήθηκε, στη βάση της Δ.30 θ. 7, να λάβει άδεια για αντεξέταση του Ενάγοντα αναφορικά με τις εν λόγω ζημιές του. Συνεπώς, η μαρτυρία του Ενάγοντα ως προς την πηγή προέλευσης των εν λόγω τεκμηρίων, αλλά και το περιεχόμενο αυτών, παρέμεινε αναντίλεκτη. Παραπέμπω στο σημείο αυτό, στα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, στην Πολιτική Έφεση αρ. 76/2019, Savu Gigi Gigel v. Ανδρέα Αβραάμ ανήλικου δια των γονέων και πλησιέστερων συγγενών και φίλων/ ή των ασκούντων τη γονική μέριμνα αυτού Πανίκου Αβραάμ και Χρυστάλλας Αβραάμ, απόφαση ημερ. 12.12.2024, σε σχέση με το περιεχόμενο των ιατρικών πιστοποιητικών που εκεί παρουσιάστηκαν από την πλευρά του εφεσίβλητου, ως εξ ακοής μαρτυρία:
"Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζουμε ότι η ακρόαση της αγωγής έγινε στη βάση έγγραφης μαρτυρίας δυνάμει της Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (ως ίσχυαν τότε) και ότι μόνο η πλευρά του εφεσίβλητου παρουσίασε τέτοια μαρτυρία μέσω ένορκης δήλωσης της μητέρας του (ΜΕ1). Η πλευρά του εφεσείοντος δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία προς αντίκρουση της ενώ δεν αιτήθηκε στο Δικαστήριο για λήψη άδειας για αντεξέταση της ΜΕ1 δυνάμει της Δ.30 θ.7 ή των συντακτών των ιατρικών πιστοποιητικών δυνάμει του άρθρου 26(1) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9. Η μαρτυρία επομένως που παρουσιάστηκε εκ μέρους του εφεσίβλητου παρέμεινε αναντίλεκτη[3].”
Εν προκειμένω, σημειώνω, επίσης, ότι, από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8 (στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα), είναι εμφανές ότι τούτο ετοιμάστηκε κατόπιν σχετικών οδηγιών της Εναγόμενης, για σκοπούς επιθεώρησης και εκτίμησης των ζημιών που προκλήθηκαν στο πρώτο όχημα συνεπεία του επίδικου ατυχήματος. Συνεπώς, η όποια θέση προβλήθηκε, εκ μέρους της Εναγόμενης, ότι δεν αναγνωρίζει και δεν αποδέχεται το περιεχόμενο του εν λόγω τεκμηρίου, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, ειδικότερα εφόσον ουδέποτε αυτή παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία προς αντίκρουση των εκεί καταγραφέντων, ούτε και αιτήθηκε άδεια να αντεξετάσει είτε τον Ενάγοντα είτε το πρόσωπο που ετοίμασε, το εν λόγω Τεκμήριο 8, για λογαριασμό της.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, πλην των όσων ρητώς δεν αποδέκτηκα, για τους λόγους που έχω εξηγήσει, αποδέχομαι τη μαρτυρία του Ενάγοντα και προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα στη βάση αυτής.
ΜΥ 1
Η μαρτυρία του ΜΥ 1, στο βαθμό που αφορά την επίδικη σύγκρουση, συμβαδίζει με την κοινή λογική, αλλά και την πραγματική και λοιπή αποδεκτή μαρτυρία, ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η βασική του εκδοχή που θέλει το πρώτο όχημα να ήταν αυτό που συγκρούστηκε με την πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος, ενώ τούτη είχε ανοίξει ελάχιστα (με το «ελάχιστα», προφανώς, να σημαίνει σε τέτοια έκταση που να του επιτρέπει να εξέλθει από το δεύτερο όχημα), έξω και μακριά από το κατά πόσο τούτη (η πόρτα), τη δεδομένη στιγμή ήταν εν κινήσει ή ακινητοποιημένη (θέμα με το οποίο θα πραγματευτώ κατωτέρω), συμβαδίζει με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5 (επί της ένορκης του δήλωσης). Υπενθυμίζω εδώ, ότι το Τεκμήριο 5 αποτελεί την πρώτη επίσημη εκδοχή των ενεχόμενων οδηγών αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος, με τον ΜΥ 1 εκεί να καταγράφει ότι η επίδικη σύγκρουση επήλθε από κτύπημα του πρώτου οχήματος επί της, ελάχιστα, τότε, ανοικτής πόρτας του οδηγού του δεύτερου οχήματος, κατά τον χρόνο που ο ίδιος επιχειρούσε να εξέλθει του εν λόγω οχήματος.
Επίσης, η βασική θέση του ΜΥ 1 ως προς τις συνθήκες που το πρώτο όχημα κινήθηκε μετέπειτα της επίδικης σύγκρουσης, και τούτο σε συνάρτηση με το που τα οχήματα Α και Β ήταν σταθμευμένα εντός του Δρόμου, συμβαδίζει με την ενώπιον μου πραγματική μαρτυρία. Επαναλαμβάνω εδώ, τα όσα ανέφερα ανωτέρω, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ενάγοντα, στη βάση της οποίας δεν αποδέχθηκα τη θέση του ότι, συνεπεία της επίδικης σύγκρουσης, το πρώτο όχημα κινήθηκε αριστερά και συγκρούστηκε με τα οχήματα Α και Β. Δεν μπορώ όμως να δεκτώ τις σχετικές μετρήσεις του ΜΥ 1, ως προς τις ακριβείς θέσεις των οχημάτων Α και Β στο Δρόμο, για τους λόγους που εξηγώ κατωτέρω.
Περαιτέρω, σημειώνω ότι, από τη μαρτυρία του ΜΥ 1, αποδέχομαι, επίσης, ότι ο ίδιος ουδέποτε προέβη στις δηλώσεις που του αποδίδει ο Ενάγοντας, μετά το επίδικο ατύχημα, καθότι τούτο, ως εξήγησα, ανωτέρω, στην αξιολόγηση του Ενάγοντα, δεν συμβαδίζει με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5 (που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση του ΜΥ 1), το οποίο υπογράφεται, από τον Ενάγοντα, ως αληθές.
Είναι για όλους τους πιο πάνω λόγους που τη μαρτυρία του ΜΥ 1 την κρίνω, σε γενικές γραμμές, αξιόπιστη.
Εντούτοις, στα πιο κάτω μέρη της μαρτυρίας του ΜΥ 1 δεν μπορώ να προσδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα ή να τα αποδεκτώ, για τους λόγους που εκτενώς αναφέρω ευθύς αμέσως.
Κατ’ αρχάς, δεν μπορώ να δεκτώ το μέρος της μαρτυρίας του που έχει να κάνει με το πόσο, ακριβώς, άνοιξε η πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος, πριν την επίδικη σύγκρουση, εφόσον ουδεμία μαρτυρία παρουσιάστηκε, ενώπιον μου, που να θέλει είτε τον ίδιο είτε κάποιο άλλο πρόσωπο να έχει μετρήσει το εν λόγω άνοιγμα και να κατέγραψε τούτο στα 20 εκατοστά που ανέφερε. Τα πιο πάνω ισχύουν και αναφορικά με τα όσα ο ΜΥ 1 ισχυρίστηκε σε σχέση με την απόσταση που είχαν, δεξιότερα του δεύτερου οχήματος, τα οχήματα Α και Β, εντός του Δρόμου. Επίσης, δεν μπορώ να αποδεκτώ τους σχετικούς υπολογισμούς του ΜΥ 1 αναφορικά με τις διαστάσεις του σκυβαλαδοχείου που βρισκόταν εντός του Δρόμου, δίπλα (στα αριστερά) και παράλληλα από το όχημα Β. Και τούτο διότι, παρά το γεγονός ότι ο ΜΥ 1 ανέφερε, κατά τη μαρτυρία του, ότι ο ίδιος προέβη στις εν λόγω μετρήσεις, εντούτοις, οι όποιες τέτοιες σχετικές μετρήσεις του καταγράφονται, «κατά μέσο όρο» και στο «περίπου», ως και πάλι ο ίδιος αναφέρει στη μαρτυρία του. Είτε, επομένως, ο ΜΥ 1 προέβη στις εν λόγω μετρήσεις και μπορούσε με ακρίβεια να σημειώσει αυτές, είτε τούτες είναι κατά προσέγγιση και κατά μέσο όρο, οπόταν δεν μπορούν να αποτελέσουν στέρεο υπόβαθρο για σχετική, ασφαλή και ακριβή κρίση από το Δικαστήριο. Και τα δύο, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούν να ισχύουν. Το δε σχεδιάγραμμα που επισύναψε ο ΜΥ 1, ως Τεκμήριο 3, στην ένορκη του δήλωση, δεν είναι βοηθητικό για τις ανωτέρω μετρήσεις του, εφόσον σε τούτο ουδεμία τέτοια μέτρηση καταγράφεται, πόσω δε μάλλον όταν σε αυτό τα εμπλεκόμενα οχήματα (πρώτο όχημα, δεύτερο όχημα, όχημα Α και Β) δεν παρουσιάζονται ως υποδεικνύονται στις φωτογραφίες (Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα και Τεκμήρια 2 και 4 στην ένορκη δήλωση του ΜΥ 1), το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητήθηκε.
Επίσης, δεν μπορώ να δεκτώ το μέρος της μαρτυρίας του που θέλει το πρώτο όχημα να κινείται με μεγάλη ταχύτητα πριν την επίδικη σύγκρουση, εφόσον ουδεμία μαρτυρία παρουσιάστηκε ενώπιον μου είτε αναφορικά με το μέγιστο επιτρεπτό όριο ταχύτητας του Δρόμου, είτε αναφορικά με το ποια ήταν ταχύτητα του Ενάγοντα κατά τον χρόνο αμέσως πριν την επίδικη σύγκρουση και, επομένως, δεν μπορώ να καταλήξω σε οποιαδήποτε ασφαλή κρίση επί τούτου.
Πέραν όμως τούτου, η εν προκειμένω θέση του ΜΥ 1 αποτελεί και μόνο εικασία, στη βάση της εκτίμησης του ότι το πρώτο όχημα εξήλθε από πιθανή παρακείμενη πάροδο και αύξησε ταχύτητα λόγω του ανηφορικού του Δρόμου, αφού, κατά μια εκδοχή του, ουδέποτε πριν την επίδικη σύγκρουση είδε το πρώτο όχημα. Στη βάση δε της ενώπιον μου μαρτυρίας, δεν μπορώ να καταλήξω ότι υπάρχει οποιαδήποτε παρακείμενη, στον Δρόμο, πάροδος από όπου να μπορούσε να εξέλθει τούτο. Σημειώνω, περαιτέρω, εδώ, συναφώς, ότι, εν πάση περιπτώσει, τούτη η θέση του ΜΥ 1, ότι δεν είδε, προηγουμένως, το πρώτο όχημα, δεν συνάδει με την, επίσης, θέση του ότι μετά την επίδικη σύγκρουση, το πρώτο όχημα δεν άλλαξε πορεία, καθότι βρισκόταν ήδη «σε μια προδιαγεγραμμένη γρήγορη και ανεξέλεγκτη κατεύθυνση και πορεία χωρίς έλεγχο εξ ου και προσέκρουσε διαδοχικά σε ακόμα 2 άλλα οχήματα», προτού αυτό ακινητοποιηθεί. Και τούτο, όχι στη βάση του ότι αποκλείεται κάτι τέτοιο να συνέβη, αλλά γιατί πρόκειται για μια εικασία του ΜΥ 1, εφόσον ουδέποτε ο ίδιος είδε το πρώτο όχημα πριν την επίδικη σύγκρουση αλλά και μετά από αυτήν μέχρι και την τελική πρόσκρουση του στο όχημα Β.
Πέραν των ανωτέρω, δεν μπορώ να δεκτώ το μέρος της μαρτυρίας του ΜΥ 1 με το οποίο εκφράζει θέση ως προς το που θα παρατηρούντο οι ζημιές στην πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος αν ο ισχυρισμός του Ενάγοντα ευσταθεί ότι η εν λόγω πόρτα άνοιξε βίαια. Και τούτο διότι, ο μάρτυρας αυτός πουθενά δεν ανέφερε ότι κατέχει οποιοδήποτε προσόν στη βάση του οποίου να μπορεί να εκφράσει σχετική γνώμη και, επομένως, δεν παρουσίασε εκείνα τα απαραίτητα επιστημονικά ή άλλως πως κριτήρια και εχέγγυα στο Δικαστήριο, στη βάση των οποίων τούτο να μπορεί να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα για το εν λόγω ζήτημα. Μπορώ όμως, στη βάση της κοινής λογικής και μόνο, κάτι στο οποίο αναφέρθηκα ήδη, να αποδεκτώ τη θέση του ότι αν η πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος ήταν πλήρως ανοικτή (σε πλήρη έκταση), θα παρατηρούντο ζημίες και στο εσωτερικό ή τουλάχιστον πλαϊνό μέρος αυτής.
Περαιτέρω, δεν μπορώ να αποδεκτώ τη μαρτυρία του ΜΥ 1 που θέλει τον Ενάγοντα, μετά το επίδικο ατύχημα να του αναφέρει ότι ήταν βιαστικός και ότι έπρεπε να μεταβεί στην Πάφο για μια σημαντική δουλειά, εφόσον κάτι τέτοιο δεν συμβαδίζει με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5 που ο ίδιος ο ΜΥ 1 επισυνάπτει στην ένορκη του δήλωση, ως τις δηλώσεις του που έγιναν αμέσως μετά το επίδικο ατύχημα.
Τέλος, δεν μπορώ να αποδεκτώ την εκδοχή που παρουσίασε ο ΜΥ 1, μέσω της γραπτής του μαρτυρίας, που τον θέλει να ελέγχει το Δρόμο και να ανοίγει, περίπου 20 εκατοστά, την πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος, με σκοπό να ελέγξει εκ νέου την τροχαία κίνηση στο Δρόμο, πριν εξέλθει του εν λόγω οχήματος και, ακολούθως, μετά από κάποια δευτερόλεπτα να επέρχεται η επίδικη σύγκρουση, καθότι τούτη δεν συνάδει είτε με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Εναγόμενης, είτε με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5, και δη ότι η επίδικη σύγκρουση επεσυνέβη μόλις ο ΜΥ 1 άνοιξε την πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος, στο πλαίσιο δηλαδή μίας μόνο κίνησης, όταν επιχειρούσε να εξέλθει από το εν λόγω όχημα. Σημειώνω ότι οι δύο πιο πάνω εκδοχές, ως ζήτημα πραγματικό, είναι παντελώς διαφορετικές η μία από την άλλη, εφόσον στην μεν πρώτη περίπτωση η επίδικη σύγκρουση επήλθε λίγα δευτερόλεπτα μετά που ο ΜΥ 1 άνοιξε λίγο την πόρτα, αφότου έλεγξε την τροχαία κίνηση στο Δρόμο, ενώ στην δε δεύτερη περίπτωση, η επίδικη σύγκρουση επήλθε καθώς ο ΜΥ 1 άνοιγε την πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος, με μία κίνηση, επιχειρώντας να εξέλθει από αυτό. Η δε διάσταση μεταξύ των δικογραφημένων θέσεων της Εναγόμενης και της μαρτυρίας που παρουσίασε προς υποστήριξη της θέσης της, υπέχει ουσιαστικής σημασίας κατά την αξιολόγηση της εκδοχής της και είναι επαρκής λόγος για να οδηγήσει από μόνη της στην απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού του ΜΥ 1 ως προς την συμπεριφορά του πριν την επίδικη σύγκρουση (βλ. Νεοφύτου ν Γερακιώτη (2010) 1 ΑΑΔ 25, Ιωάννης Παπά v. D. Stavrinos Constructions Ltd, Πολ. Έφεση αρ. 217/2008, απόφαση ημερ. 21.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:A56).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους που εξήγησα, πλην των όσων ρητώς αποδέκτηκα, τη λοιπή μαρτυρία του ΜΥ 1 δεν την αποδέχομαι.
ΜΥ 2
Εξ αρχής σημειώνω ότι, η μαρτυρία του μάρτυρα αυτού, ως προς τα όσα ζητήματα παρέμειναν προς αμφισβήτηση, δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική ή βοηθητική. Και τούτο διότι, ουσιαστικά, ο ΜΥ 2, μέσω της μαρτυρίας που κατέθεσε, επιχειρηματολογεί για τους λόγους που δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του Ενάγοντα.
Στο βαθμό δε που με τη μαρτυρία του αρνείται τις ζημίες που υπέστη το πρώτο όχημα, τούτη δεν μπορεί να γίνει δεκτή, εφόσον ο μάρτυρας αυτός πουθενά δεν αναφέρει ότι επισκέφθηκε τη σκηνή του επίδικου ατυχήματος ή ότι είχε ιδίαν γνώση των επίδικων γεγονότων ή ζημιών των ενεχόμενων οχημάτων. Επίσης, στη θέση του, που θέλει τις ζημιές που προκλήθηκαν στο πρώτο όχημα, από το επίδικο ατύχημα, να μην συνδέονται, ούτε να δικαιολογούνται από την επίδικη σύγκρουση, η οποία ήταν «ελαφριά», αλλά και ότι το πρώτο όχημα είναι μεγάλο και βαρύ σε αντίθεση με το δεύτερο, εν απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας ως προς τις διαστάσεις και βάρος έκαστου των εν λόγω οχημάτων, ως επίσης και της άγνοιας του ιδίου ως προς τη σφοδρότητα της επίδικης σύγκρουσης, δεν μπορώ να προσδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα.
Σε ότι δε αφορά τη θέση του περί του ότι ο Ενάγοντας δεν παρουσίασε καμία απόδειξη πληρωμής σε σχέση με τις αξιούμενες ζημίες του, παρά μόνο τιμολόγια, με κάθε σεβασμό, τούτο από μόνο του δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Ενάγοντας δεν έχει αποδείξει τις ζημίες του, ειδικότερα εφόσον στα εν λόγω τιμολόγια που παρουσίασε, αλλά και στο Τεκμήριο 8 (που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα) καταγράφεται τι αφορά το κάθε ποσό. Επαναλαμβάνω δε, τα όσα ανέφερα, ανωτέρω, στην αξιολόγηση του Ενάγοντα, σε σχέση με το ζήτημα της αποδοχής του περιεχομένου των Τεκμηρίων 5-8.
Πέραν των πιο πάνω, σημειώνω ότι από τη μαρτυρία του ΜΥ 2, αποδέχομαι το μέρος αυτής που θέλει τον Ενάγοντα να έχει καταχωρήσει τη γραπτή μαρτυρία (που επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση του ΜΥ2), στο πλαίσιο της Αγωγής 2873/2018, κάτι που, εξάλλου, δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς του Ενάγοντα. Εντούτοις, για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ενάγοντα, δεν αποδέχομαι ότι το γεγονός ότι, ο Ενάγοντας, μέσω της ένορκης δήλωσης του στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, αναφέρει την πείρα και τα προσόντα που κατέχει, ενώ κάτι τέτοιο δεν ανέφερε στο πλαίσιο της μαρτυρίας του στην Αγωγή 2873/2018, δεικνύει υστεροβουλία και/ή αναξιοπιστία εκ μέρους του. Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζω ότι αν η πλευρά της Εναγόμενης ήθελε να αμφισβητήσει τα εν λόγω προσόντα, όφειλε να αντεξετάσει επί τούτου τον Ενάγοντα ή να παρουσιάσει μαρτυρία που να θέτει, πειστικά, εν αμφιβόλω τούτα, πράγμα που δεν έπραξε.
Επίσης, αποδέχομαι το μέρος της μαρτυρίας του ΜΥ 2 που θέλει την Εναγόμενη να έχει καλύψει τη ζημιά που προκλήθηκε στο όχημα Α από το επίδικο ατύχημα, χωρίς όμως την οποιαδήποτε ανάληψη ευθύνης εκ μέρους της ή του οδηγού του δεύτερου οχήματος για τούτο. Και τούτο διότι, ως εξήγησα, ανωτέρω, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ενάγοντα, η όποια αντίθετη θέση του τελευταίου παρέμεινε εντελώς ατεκμηρίωτη και ανυπόστατη.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, πλην των όσων ρητώς δεν αποδέκτηκα, αποδέχομαι τη μαρτυρία του ΜΥ 2 και προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα στη βάση αυτής.
ΜΥ 3
Εξ αρχής σημειώνω ότι, στο βαθμό που με τη μαρτυρία του ο μάρτυρας αυτός ανέφερε ότι αποτελεί εμπειρογνώμονα στην εκτίμηση ζημιών οχημάτων και στην διερεύνηση τροχαίων ατυχημάτων, τούτη γίνεται δεκτή, εφόσον υποστηρίζεται από τα πιστοποιητικά που ο εν λόγω μάρτυρας παρουσίασε στο Δικαστήριο (τα οποία επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 1 επί της ένορκης του δήλωσης), ενώ η εν λόγω εμπειρία και τα προσόντα του, ουδόλως τέθηκαν εν αμφιβόλω, από πλευράς του Ενάγοντα. Εντούτοις, στο βαθμό που με την μαρτυρία του, ο μάρτυρας αυτός εκφέρει γνώμη ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος, με δεδομένο ότι δεν έδωσε, ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της μαρτυρίας του, εκείνα τα απαραίτητα εχέγγυα και επιστημονικά ή άλλως πως κριτήρια για τον τρόπο που κατέληξε στα συμπεράσματα του, πράγμα που θα επέτρεπε στο Δικαστήριο να ελέγξει την ορθότητα της γνώμης του και να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα ευρήματα σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα (βλ. μεταξύ άλλων την απόφαση στην υπόθεση Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 298), η μαρτυρία του δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για εξαγωγή σχετικών ευρημάτων ή συμπερασμάτων. Και εξηγώ. Ο μάρτυρας αυτός, μέσω της μαρτυρίας του, υποστήριξε ότι του δόθηκαν κάποιες φωτογραφίες για να τις μελετήσει για να εξετάσει κάποιο συγκεκριμένο ισχυρισμό αναφορικά με το επίδικο ατύχημα. Εντούτοις, πουθενά δεν ανέφερε ποιος ήταν ο εν λόγω ισχυρισμός που κλήθηκε να εξετάσει. Πέραν όμως τούτου, τα όσα ανέφερε αναφορικά με το κατά πόσο το πρώτο όχημα μπορούσε να εκτροχιαστεί ένεκα της επίδικης σύγκρουσης, το βάρος αυτού του οχήματος, την ροπή, ορμή και κατεύθυνση που είχε κατά τον επίδικο χρόνο, με κάθε σεβασμό δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά, εφόσον ο μάρτυρας αυτός πουθενά στην μαρτυρία του δεν εξήγησε στο Δικαστήριο, στη βάση ποιων μετρήσεων και/ή επιστημονικών κριτηρίων ή ακόμη στη βάση ποιων κανόνων «μηχανικής και φυσικής» ή άλλως πως, κατέληξε στα εν λόγω συμπεράσματα του. Επομένως, στα όποια συμπεράσματα αυτός κατέληξε αναφορικά με τις συνθήκες πρόκλησης της επίδικης σύγκρουσης, δεν μπορεί να προσδοθεί βαρύτητα.
Εντούτοις, η μαρτυρία του, στο βαθμό που αφορά τα σημεία στα οποία προκλήθηκαν οι επίδικες ζημίες στα ενεχόμενα οχήματα και ειδικά στο πρώτο όχημα, επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο των φωτογραφιών που ανέφερα ανωτέρω και, κατά συνέπεια, γίνεται δεκτή.
Στη βάση των πιο πάνω, πλην των όσων ρητώς δεν αποδέκτηκα, για τους λόγους που εξήγησα, αποδέχομαι την μαρτυρία του ΜΥ 3 και στη βάση αυτής προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.
Τελικά ευρήματα
Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης της ενώπιον μου μαρτυρίας, μπορώ να καταλήξω με ασφάλεια και στα, επιπρόσθετα, των αρχικών, εξής ευρήματα:
Κατά τον επίδικο χρόνο και ενώ ο Ενάγοντας οδηγούσε, εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του στο Δρόμο, με άγνωστη για το Δικαστήριο ταχύτητα, και ενώ βρισκόταν κοντά στο σημείο που βρίσκεται η πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος, ο ΜΥ 1 άνοιξε, με μία κίνηση, μερικώς, την εν λόγω πόρτα, με αποτέλεσμα το πρώτο όχημα να συγκρουστεί με αυτήν, και να επέλθουν οι πιο πάνω κοινώς αποδεκτές και μη αμφισβητούμενες ζημίες σε έκαστο όχημα. Η κατάληξη μου ότι τη στιγμή που ο ΜΥ 1 άνοιξε την πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος, το πρώτο όχημα ήταν σε κοντινή από αυτό απόσταση, προκύπτει ως αποτέλεσμα της κοινής λογικής, στη βάση της κρίσης μου ότι το άνοιγμα έγινε στο πλαίσιο μιας σχετικής ενέργειας του, χωρίς διακοπή, η οποία διακόπηκε συνεπεία της επίδικης σύγκρουσης. Ακολούθως της επίδικης σύγκρουσης, το πρώτο όχημα συνέχισε την πορεία του, με αποτέλεσμα να προσκρούσει πρώτα στο όχημα Α και, ακολούθως, στο όχημα Β, όπου και ακινητοποιήθηκε.
Επίσης, αποτελεί, εύρημα μου, ότι συνεπεία των μετέπειτα, της επίδικης σύγκρουσης, διαδοχικών συγκρούσεων του πρώτου οχήματος με τα άλλα δύο οχήματα (Α και Β), το πρώτο όχημα υπέστη ζημία στην αριστερή πόρτα και στον μπροστινό προφυλακτήρα.
Τέλος, αποτελεί εύρημα μου ότι η Εναγόμενη κάλυψε τη ζημία που υπέστη το όχημα Α από το επίδικο ατύχημα, χωρίς την αποδοχή οποιασδήποτε ευθύνης εκ μέρους της ή του οδηγού του δεύτερου οχήματος.
Νομική πτυχή και υπαγωγή των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης σε αυτήν
Αναφορικά με το θέμα της ευθύνης, είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι η αμέλεια είναι θέμα γεγονότος το οποίο αποφασίζεται βάσει των συνθηκών και των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης (βλ. Patsalides v. Yiapani (1969) 1 CLR 84 και Panayiotou v. Mavrou (1970) 1 CLR 215).
Στα πλαίσια εκδίκασης μιας τέτοιας υπόθεσης, το Δικαστήριο θα πρέπει πρώτα να αποφασίσει αν έχει αποδειχθεί αμέλεια εκ μέρους του εναγόμενου και εάν η απάντηση είναι καταφατική, τότε, θα πρέπει να εξετάσει εάν ο ενάγοντας έχει συντρέχουσα αμέλεια και, σε μια τέτοια περίπτωση, ακολούθως, να καθορίσει τα εκατέρωθεν ποσοστά ευθύνης (βλ. Φοίβος Μαυρίδης v. Rima J. Dharaghji κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013).
Αποτελεί θεμελιωμένη νομολογιακή αρχή ότι η αμέλεια, ως πραγματικό γεγονός, συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης (βλ. Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475).
Η συμπεριφορά ενός οδηγού εξετάζεται και κρίνεται με βάση το επίπεδο του μέσου συνετού ανθρώπου, δηλαδή με βάση την αντίληψη ενός συνηθισμένου οδηγού και όχι του ενεχόμενου οδηγού (βλ. Μαρκαντώνης ν. Δημάκη (1989) 1 C.L.R. 387), ο δε προσδιορισμός του καθήκοντος, ποικίλει ανάλογα με τα αντικειμενικά δεδομένα που επικρατούν στη σκηνή.
Όπως, μάλιστα, αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρόσφατη απόφαση, ημερομηνίας 16.12.2019, στην Πολιτική Έφεση αρ. 38/2015, Χαραλάμπους ν. McGill, το καθήκον φροντίδας και μέριμνας οφείλεται και επιδεικνύεται σε κάθε πρόσωπο που, κατά λογική πρόβλεψη, δυνατόν να επηρεαστεί από τις πράξεις ενός οδηγού. Το κριτήριο για την διαπίστωση αμέλειας είναι αντικειμενικό, με μέτρο τον μέσο συνετό και προσεκτικό οδηγό και η πρόβλεψη για τη δυνατότητα κινδύνου συναρτάται με τις κοινές εμπειρίες οδήγησης και το καθήκον της δέουσας παρατηρητικότητας. Όταν η πιθανότητα κινδύνου είναι εύλογα αναμενόμενη ή αντιληπτή, τότε η παράλειψη προφύλαξης συνιστά αμέλεια (βλ. Αργυρού ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 378). Με αναφορά στην υπόθεση Γεώργιου Μάρκου ν. Παναγιώτη Μιχαήλ, Πολιτική Έφεση αρ. 246/2012, απόφαση ημερομηνίας 27.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A310, υπογραμμίστηκε ότι η αμέλεια, ως νομική έννοια, εξαντλείται, στην πράξη, στην εξέταση των πραγματικών γεγονότων της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Ούτε είναι μετρήσιμη με απόλυτους μαθηματικούς υπολογισμούς, παραμένουσα ζήτημα εκτίμησης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών του ατυχήματος στις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές. Ο οδηγός, έχοντας υπόψη το αντικειμενικό επίπεδο επιμέλειας, έχει την υποχρέωση να συμπεριφέρεται, κατά τον έλεγχο του οχήματός του, όπως αναμένεται από ένα μέσο συνετό οδηγό. Από την άλλη, οι άλλοι χρήστες του δρόμου, είτε οδηγοί, είτε πεζοί, υπέχουν συντρέχουσα αμέλεια εάν δεν λαμβάνουν μέτρα αυτοπροστασίας. Η συντρέχουσα αμέλεια, δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων απέναντι στον εναγόμενο, αλλά σε καθήκον αυτοπροστασίας (βλ. Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Mohammad Al Sharif (2012) 1 ΑΑΔ 28).
Τέλος, το ζήτημα της αμέλειας, αποφασίζεται υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ασχέτως εάν η μαρτυρία δόθηκε από τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο (βλ. Kardanos Transport Co. Limited v Κωνσταντίνου (2011) 1 ΑΑΔ 267, Fabrey a.ο. v. Demetriou, as administratrix of the estate of the deceased Angelos Demetriou (1976) 1 C.L.R. 1).
Εξετάζοντας, κατ’ αρχάς, το θέμα της ευθύνης πρόκλησης της επίδικης σύγκρουσης, κρίνω ορθό να επισημάνω τα εξής.
Έχοντας κατά νου τα ευρήματα του Δικαστηρίου, κρίνω ότι ο ΜΥ 1 και, κατά συνέπεια, η Εναγόμενη, φέρει ευθύνη για την επίδικη σύγκρουση. Και τούτο γιατί, ο ΜΥ 1 άνοιξε, έστω και μερικώς, ξαφνικά την πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος, κατά το χρόνο που το πρώτο όχημα κινείτο σε πολύ κοντινή από αυτό απόσταση, θέτοντας κατ’ αυτό τον τρόπο εμπόδιο στην ελεύθερη πορεία του τελευταίου. Είναι δε κατά αυτό το χρόνο που επήλθε και η επίδικη σύγκρουση μεταξύ του πρώτου οχήματος και της πόρτας του οδηγού του δεύτερου οχήματος. Συνεπώς, προκύπτει ότι ο οδηγός του δεύτερου οχήματος ενήργησε αμελώς.
Αποτελεί, επομένως, κρίση μου ότι η γενεσιουργός αιτία της επίδικης σύγκρουσης ήταν η αμελής κίνηση του οδηγού του δεύτερου οχήματος, ο οποίος, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται πιο πάνω, άνοιξε, με μία κίνηση, μερικώς, την πόρτα του οδηγού, με αποτέλεσμα το πρώτο όχημα να συγκρουστεί με αυτήν, ενώ ο Ενάγοντας είχε κάθε δικαίωμα για ελεύθερη και ανεμπόδιστη χρήση του μέρους του Δρόμου που βρισκόταν στην πορεία του.
Στη βάση των ανωτέρω, κατά την κρίση μου, δεν μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στον Ενάγοντα λόγω παράλειψης του να λάβει μέτρα προφύλαξης έναντι του ενδεχόμενου ο οδηγός του δεύτερου οχήματος, αιφνιδίως και χωρίς καμία προειδοποίηση, να ανοίξει την πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος, κατά το χρόνο που το πρώτο όχημα κινείτο στο συγκεκριμένο σημείο. Το καθήκον για επιμελή οδήγηση, δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας εκ μέρους άλλων οδηγών. Άλλωστε, στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τίποτε δεν προδίκαζε ότι ο οδηγός του δεύτερου οχήματος θα άνοιγε ξαφνικά, έστω και μερικώς, την πόρτα του οδηγού του δεύτερου οχήματος κατά το χρόνο που το πρώτο όχημα κινείτο στο σημείο και, ως εκ τούτου, υπό τις περιστάσεις, δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί στον Ενάγοντα ευθύνη για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη. Αντίθετα, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης, δεν προκύπτει να υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει ο Ενάγοντας για να αποφύγει το δυστύχημα ή να περιορίσει τη ζημία του. Εφόσον ο Ενάγοντας, οδηγούσε νόμιμα και κανονικά εντός της πορείας του στο Δρόμο και από σημείο που, αν δεν μεσολαβούσε το άνοιγμα της πόρτας, θα διερχόταν χωρίς πρόβλημα, τυχόν απόδοση ευθύνης σε αυτόν θα ισοδυναμούσε με επιβολή υπέρμετρου βάρους στους ώμους του (βλ. Mavrou (ανωτέρω) και Σχίζα ν. Βραχίμη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1742). Σημειώνω επί τούτου, επίσης, ότι, εν προκειμένω, τίποτα δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου που να θέλει τον Ενάγοντα να είχε το χρόνο να αντιδράσει ως προς την ξαφνική κίνηση του οδηγού του δεύτερου οχήματος να ανοίξει με μία και μόνο κίνηση, έστω και μερικώς, την πόρτα του οδηγού ή την αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας να ήταν ελεύθερη κατά τον επίδικο χρόνο, ούτως ώστε ο Ενάγοντας να μπορούσε, ενδεχομένως, να αλλάξει την πορεία του για να αποφύγει την επίδικη σύγκρουση.
Στρέφομαι τώρα να εξετάσω το ζήτημα του κατά πόσο ο οδηγός του δεύτερου οχήματος φέρει ευθύνη και για τις μετέπειτα, της επίδικης σύγκρουσης, συγκρούσεις του πρώτου οχήματος με τα οχήματα Α και Β και, κατ’ επέκταση, για τις ζημίες που προκλήθηκαν στο πρώτο όχημα ένεκα τούτων (των συγκρούσεων).
Υπενθυμίζω ότι, στη βάση των τελικών μου ευρημάτων ανωτέρω, ο Ενάγοντας απέτυχε να εξηγήσει πως η επίδικη σύγκρουση αποτέλεσε την αιτία για να επέλθουν οι μετέπειτα συγκρούσεις με τα οχήματα Α και Β. Όποια και να ήταν η οδική συμπεριφορά του Ενάγοντα πριν την επίδικη σύγκρουση, ο λόγος που προέβαλε ότι τον οδήγησε να συγκρούεται, μετά την επίδικη σύγκρουση, με τα άλλα δύο οχήματα (Α και Β) συγκρούεται με την κοινή λογική, έχοντας πάντοτε κατά νου τον μέσο συνετό οδηγό, για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω κατά την αξιολόγηση της εν λόγω εκδοχής του. Συνεπώς, στη βάση των όσων εξήγησα ανωτέρω, είναι η κατάληξη μου ότι η αιτία για τις μετέπειτα, της επίδικης σύγκρουσης, συγκρούσεις του πρώτου οχήματος, με τα οχήματα Α και Β, δεν συνδέθηκε με την επίδικη σύγκρουση, για την οποία ευθύνη φέρει ο οδηγός του δεύτερου οχήματος.
Στρέφομαι τώρα να εξετάσω τις ζημιές για τις οποίες ο Ενάγοντας διεκδικεί ειδικές αποζημιώσεις. Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζω ότι νομολογιακά έχει καθιερωθεί ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να καταγράφονται με κάθε λεπτομέρεια στις έγγραφες προτάσεις και να αποδεικνύονται αυστηρά από τον Ενάγοντα, με την προσκόμιση της κατάλληλης αποδεκτής μαρτυρίας και τις οποίες πρέπει να αποδεικνύει με σαφήνεια και συγκεκριμένα στοιχεία (βλ. υποθέσεις Σπύρου ν. Χ"Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 298, Ηρακλέους ν. Πίτρος (1994) 1 ΑΑΔ 299 και Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 ΑΑΔ. 1157, Νεοκλής Αντωνιάδης ν. Μιχάλης Σταύρου (1998) 1 ΑΑΔ 1171). Επίσης, ως λέχθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ελευθερίας Ζιπίτη κ.α (2003) 1 ΑΑΔ 749, ο Ενάγοντας οφείλει να αποδείξει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του αντίδικου του και των ζημιών που έχει υποστεί:
«Περαιτέρω, ο ενάγων θα πρέπει να αποδείξει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του αντιδίκου του και των ζημιών που έχει υποστεί (Metropolitan Railway Co v. Jackson 47 L.J.C.P. 303). Ο εναγόμενος δεν βαρύνεται να αποδείξει, για να απαλλάξει τον εαυτό του, ότι το δυστύχημα ήταν είτε αναπόφευκτο ή ότι δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας. Ο ζημιωθείς θα πρέπει θετικά να αποδείξει ότι η ζημιά ήταν αποτέλεσμα της αμέλειας του εναγομένου (Wilsher v. Essex Area Health Authority (1988) 1 All E.R. 871 και Carslogie SS Co v. Royal Norwegian Government [1952] 1 All E.R. 20).
Δεν μπορεί επίσης να επιδικάζεται σε ενάγοντα ποσοστό της απώλειάς του επί τη βάσει του συλλογισμού ότι η παράβαση του καθήκοντος της άλλης πλευράς δυνατόν να προκάλεσε τη ζημιά (Ράλλης Μακρίδης και Υιοί Λτδ ν. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 447). Η αιτιώδης συνάφεια είναι θέμα πραγματικό και θα πρέπει να αποφασίζεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατά τη δίκη (Hotson v. East Berkshire Area Health Authority [1987] 2 All E.R. 909). Θέμα πραγματικό είναι και ο λόγος που προκάλεσε το δυστύχημα. Ακόμα και στην περίπτωση που εναγόμενος παραδέχεται αμέλεια, ο ενάγων δεν δικαιούται, άνευ άλλου τινός, αποζημίωσης, εκτός αν μπορεί να συνδέσει τη ζημιά του με την αμέλεια αυτή[4] (Rankine v. Garton Sons & Co. Ltd [1979] 2 All E.R. 1185)».
Στη βάση των τελικών μου ευρημάτων ανωτέρω, και με δεδομένο ότι ένεκα της επίδικης σύγκρουσης, είναι κοινώς αποδεκτό ότι το πρώτο όχημα υπέστη ζημίες μόνο στο αριστερό μπροστινό φτερό αυτού παρά το μέσο του αριστερού μπροστινού τροχού και ότι όλες οι λοιπές ζημίες στο πρώτο όχημα ήταν το αποτέλεσμα των μετέπειτα, της επίδικης σύγκρουσης, συγκρούσεων του με τα άλλα δύο οχήματα, κρίνω ότι ο Ενάγοντας κατάφερε να αποδείξει ότι δικαιούται στο ποσό των €200 ως ειδικές αποζημιώσεις για τις ζημίες που υπέστη ένεκα της επίδικης σύγκρουσης. Το εν λόγω ποσό, προκύπτει από το Τεκμήριο 8 (στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα), όπου καταγράφεται ότι το ποσό των €200 αφορά το εξάρτημα του αριστερού φτερού του εν λόγω οχήματος.
Εντούτοις, σε ό,τι αφορά τις λοιπές ζημιές και εργασίες που χρειάστηκαν για την επισκευή του πρώτου οχήματος, σημειώνω ότι ούτε από τα Τεκμήρια 5-7, αλλά ούτε από το Τεκμήριο 8, είναι δυνατόν να διαχωριστούν τα ποσά που χρειάστηκαν για το βάψιμο και τα εργατικά, ειδικώς, του μπροστινού φτερού και του αριστερού τροχού του εν λόγω οχήματος, ενώ δεν συσχετίστηκε, επαρκώς, από τον Ενάγοντα, κατά πόσο το ζύγισμα του τιμονιού χρειάστηκε ως αποτέλεσμα της ζημιάς που υπέστη το πρώτο όχημα στο αριστερό μπροστινό φτερό και στον αριστερό μπροστινό τροχό ή αν τούτο χρειάστηκε να γίνει ένεκα κάποιας άλλης ζημίας στο πρώτο όχημα, που προκλήθηκε από τις μετέπειτα συγκρούσεις. Επίσης, σημειώνω εδώ ότι, δεν μου διαφεύγει ότι στο Τεκμήριο 8 αναγράφεται το ποσό των €280 ως έξοδα για το εξάρτημα «αριστερό αξονάκι του τροχού» και ότι τούτο ίσως να συνδέεται με τη ζημία που προκλήθηκε παρά το μέσο του αριστερού μπροστινού τροχού, πλην όμως το εν λόγω ποσό δεν συσχετίστηκε, επαρκώς, με την εν λόγω ζημία, για να μπορώ να καταλήξω με ασφάλεια ότι ο Ενάγοντας υπέστη τούτο (το έξοδο) ένεκα της επίδικης σύγκρουσης.
Σε ό,τι δε αφορά το ποσό των €120 το οποίο ο Ενάγοντας διεκδικεί ως έξοδα εκτίμησης, εν απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας που να τον θέλει να έχει καταβάλει τούτο προς τον συντάκτη της εν λόγω εκτίμησης (Τεκμήριο 8), ο οποίος και την ετοίμασε για λογαριασμό της Εναγόμενης ή που να θέλει την Εναγόμενη να του ζήτησε το εν λόγω ποσό για να του δώσει τούτη (την εκτίμηση) και εν απουσία τιμολογίου στο όνομα του, κρίνω ότι ο Ενάγοντας δεν δικαιούται τούτο.
Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι ο Ενάγοντας απέδειξε, ως η νομολογία επιτάσσει, ειδικές αποζημιώσεις μόνο για το ποσό των €200.
Κατάληξη
Στη βάση των όσων προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, κρίνω ότι αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση της επίδικης σύγκρουσης και μόνο φέρει ο οδηγός του δεύτερου οχήματος και, κατ’ επέκταση, η Εναγόμενη.
Ως εκ τούτου, επιδικάζονται ειδικές αποζημιώσεις υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης, για το ποσό των €200.
Ως προς τα έξοδα, δεν βρίσκω κανένα λόγο για να αποκλίνω από τον γενικό κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, τούτα επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Δεδομένου όμως ότι ο Ενάγοντας κατάφερε να αποδείξει μόνο μέρος των ζημιών του, τούτα τα έξοδα θα είναι μειωμένα κατά το ήμισυ, στην κλίμακα εξόδων για αγωγές μέχρι €500.
(Υπογρ.)………………………..
Ν. Πετρίδου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής