Γιώργος Θεοδωρίδης ν. Αγγελική Νικολάου, Aρ. Αγωγής: 5678/16, 29/4/2025
print
Τίτλος:
Γιώργος Θεοδωρίδης ν. Αγγελική Νικολάου, Aρ. Αγωγής: 5678/16, 29/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Π. Ε. Δ.

       Aρ. Αγωγής: 5678/16

 

Ημερομηνία:29/04/2025

Μεταξύ:                                             

Γιώργος Θεοδωρίδης

Ενάγοντας

Και

Αγγελική Νικολάου

Εναγόμενη

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η αγωγή αφορά δηλωτικού χαρακτήρα αξιώσεις ως ακολούθως:

Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία μεταξύ του Ενάγοντα, του πατέρα του Ενάγοντα Χρίστου Θεοδωρίδη ο οποίος στη συνέχεια απεβίωσε και της Εναγόμενης είναι άκυρη ως προς το μέρος της που αφορά την Εναγόμενη επειδή συνήφθη χωρίς αντιπαροχή και/ή ότι η Εναγόμενη δεν μπορεί να αξιώσει οτιδήποτε που να απορρέει από τη συμφωνία αυτή.

Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να διατάσσεται η ανάκτηση κατοχής του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 2/[ ], Φ/σχ. 21/45W2, Τεμ.[ ], μερίδιο ½ και της κατοικίας που έχει ανεγερθεί σ’ αυτό επί της Οδού [ ], 32[ ], Λευκωσία, στην οποία επεμβαίνει παράνομα η Εναγόμενη και/ή την οποία κατέχει δυνάμει άκυρης και/ή ακυρώσιμης συμφωνίας του Μαρτίου 2006.

Γ. Ποσό εκ €350,00 μηνιαίως, ως ενδιάμεσα οφέλη, για την κατοχή της κατοικίας επί του ακινήτου, από την καταχώρηση της παρούσας Αγωγής, μέχρι και την παράδοση ελεύθερης και κενής κατοχής στον Ενάγοντα.

Η δικογραφημένη θέση του ενάγοντα είναι ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ιδιοκτήτης ισόγειας κατοικίας στον Άγιο Δομέτιο, της οποίας η αξία κατά τον χρόνο έγερσης της αγωγής ήταν €93000. Η εναγόμενη είναι σύζυγος του ενάγοντα και την 25.2.2002 ο πατέρας του ενάγοντα μεταβίβασε την οικία στο όνομά του επί του ονόματος του  ενάγοντα με δικαίωμα, μεταξύ άλλων,  η εναγόμενη να διαμένει εκεί εφόρου ζωής. Το δικαίωμα επικαρπίας γράφτηκε στα μητρώα του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας.

Τον Μάρτιο του 2006, υπογράφτηκε μεταξύ του Ενάγοντα, του πατέρα του, Χρίστο Θεοδωρίδη και της Εναγόμενης, συμφωνία με την οποία διαγράφτηκε η πιο πάνω αναφερόμενη επιβάρυνση από τα μητρώα του Κτηματολογίου μεταξύ άλλων υπό τους όρους που φαίνονται πιο κάτω:

1.    «Ο Β’ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΣ (Ενάγοντας)συμφωνεί και αναλαμβάνει όπως επ’ ανταλλάγματι της διαγραφής και/ή άρσης και/ή ακύρωσης του δικαιώματος οίκησης τους στην ισόγεια κατοικία  που βρίσκεται στην νότια πλευρά του ακινήτου με αρ. εγγραφής 2/[ ], τεμ. [ ] Φ/Σχέδιο  21/45W2, Τμήμα 2, ευρισκόμενου στον Άγιο Δομέτιο. Ενορία Άγιος Γεώργιος, στο οποίο αυτοί δικαιούνται  εφ’ όρου ζωής τους, παραχωρήσει την πιο πάνω αναφερόμενη ισόγεια κατοικία μεθ’ όλων των εγκαταστάσεων και διευκολύνσεων που υπάρχουν σ’ αυτή, στους Α (πατέρας Ενάγοντα) και Γ (Εναγόμενη) ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥΣ για να διαμένουν  σ’ αυτήν εφ’ όρου ζωής τους  διά δωρεάς, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου 6/81 και του άρθρου 11(1) (ζ) του Νόμου Κεφ.224 και/ή οποιουδήποτε άλλου νόμου και/ή Κανονισμών.

2.    Οι Α’ και Γ’ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ θα διαμένουν στην πιο πάνω  ισόγεια κατοικία όπως αναφέρεται πιο πάνω χωρίς καμιά επέμβαση εκ μέρους του Β’ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ και/ή οποιουδήποτε άλλου τρίτου προσώπου ή προσώπων.

3.    Ο Β’ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΣ  δεν δικαιούται να πωλήσει, εκχωρήσει παραχωρήσει, δωρίσει, και/ή οποιονδήποτε άλλον τρόπο αποξενώσει το πιο πάνω περιγραφόμενο κτήμα χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση των Α’ και Γ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ.

4.    Παράβαση εκ μέρους του Β’ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ των πιο πάνω όρων εν όλω ή εν μέρει δίδει το δικαίωμα στον Α’ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟ, να λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα  διαβήματα, χωρίς καμιά προειδοποίηση, εναντίον του Β’ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ, προς διασφάλιση των συμφερόντων του συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης Συντηρητικού  Διατάγματος και τελικής απόφασης και να αξιώνει επανεγγραφή του κτήματος στο όνομά του.»

Ρητός όρος της συμφωνίας ήταν η άρση του δικαιώματος οίκησης εφόσον ο ενάγοντας ήθελε να το υποθηκεύσει και το υποθήκευσε προς όφελός του με την υποθήκη Υ7778/08 ημερομηνίας 30.5.2008. Το δικαίωμα οίκησης αποσύρθηκε και ο αποβιώσας πατέρας διέμενε μαζί με την εναγόμενη στο επίδικο ακίνητο. Ο πατέρας του ενάγοντα απεβίωσε τον Ιούλιο 2014 και έκτοτε διαμένει στην εν λόγω οικία η εναγόμενη. Η εναγόμενη ουδέποτε του κατέβαλε αντιπαροχή για το δικαίωμα οίκησής της στην οικία.

Ο ενάγοντας δεν είχε πρόθεση δωρεάς στην εναγόμενη. Ο ενάγοντας αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα που τον κατέστησαν ανίκανο για εργασία. Ειδοποίησε την εναγόμενη ότι επιθυμεί την πώληση και/ή εκμετάλλευση της οικίας. Ο πατέρας του επιφύλαξε μόνο για τον ενάγοντα δικαιώματα σε περίπτωση παράβασης της συμφωνίας του Μαρτίου 2006. Ο όρος 4 της συμφωνίας προνοεί ότι παράβαση του ενάγοντα δίδει μόνο δικαίωμα στον πατέρα του ενάγοντα. Η συμφωνία είχε συναφθεί από φυσική αγάπη και στοργή του πατέρα προς τον ενάγοντα. Συμφωνία χωρίς αντιπαροχή είναι άκυρη.

Ο ενάγοντας ζήτησε κατ’ επανάληψη από την εναγόμενη τηλεφωνικώς και με επιστολή δικηγόρων να εγκαταλείψει την οικία από τις 31.1.2016  και της επιδόθηκε την 24.9.2015. Αρνήθηκε να παραδώσει ελεύθερη και κενή κατοχή του επίδικου ακινήτου και επεμβαίνει παράνομα στο ιδιοκτησιακό δικαίωμα του ενάγοντα.

Η δικογραφημένη θέση της εναγόμενης είναι ότι έχει δικαίωμα να διαμένει στην κατοικία εφ’ όρου ζωής χωρίς επέμβαση του Β συμβαλλόμενου της συμφωνίας, ήτοι του ενάγοντα. Λαμβάνει μηνιαίο εισόδημα €700 και οι μοναδικές αποταμιεύσεις της κατά τον χρόνο του γάμου της με τον πατέρα του ενάγοντα το 2001 ήταν €30000. Τα διάθεσε για τις ανάγκες του πατέρα του ενάγοντα και για τα δάνεια του και για να απαλλαγεί από υποθήκη η οικία.

Ο πατέρας του ενάγοντα μεταβίβασε τον Μάρτιο του 2006 την οικία στον ενάγοντα με την προϋπόθεση να διαμένουν στην οικία εφ’ όρου ζωής ο πατέρας του ενάγοντα και η Εναγόμενη.

Η Εναγόμενη παραδέχεται ότι περιλαμβάνεται στην εν λόγω συμφωνία ο πιο κάτω όρος:

«Παράβαση οποιουδήποτε όρου υπό οποιουδήποτε των Συμβαλλόμενων, όλων  θεωρουμένων ως ουσιωδών όρων της συμφωνίας αυτής, συνεπάγεται, πρόσθετα προς τις θεραπείες  που αναφέρονται στην παρ.4 πιο πάνω, την πληρωμή των απορρεουσών αποζημιώσεων από την παράβαση αυτή».

Το δικαίωμα οίκησης ως εγγεγραμμένο δικαίωμα στα μητρώα του κτηματολογίου ήρθη δυνάμει της συμφωνίας Μαρτίου 2006 μεταξύ του ενάγοντα, του πατέρα του, και της εναγόμενης για σκοπούς εξυπηρέτησης των συμφερόντων του ενάγοντα. Το συμφέρον αυτό ήταν το δικαίωμα του ενάγοντα να υποθηκεύσει προς όφελός του στην οικία. Για το δικαίωμα να υποθηκεύσει το αντάλλαγμα ήταν το δικαίωμα του πατέρα του και της εναγόμενης να διαμένουν στην οικία σε όλη τους την ζωή. Η δωρεά του δικαιώματος οίκησης που κατείχε η εναγόμενη έγινε από τον πατέρα του ενάγοντα και ο ενάγοντας κωλύεται να εγείρει την οποιαδήποτε αξίωση εφόσον η συμφωνία συνομολογήθηκε προς όφελός του. Η συμφωνία προνοεί ρητώς ότι ο ενάγοντας δεν δικαιούται να πωλήσει, εκχωρήσει, παραχωρήσει, δωρίσει ή να αποξενώσει την κατοικία χωρίς την συγκατάθεση του πατέρα του και της εναγόμενης. Στη συμφωνία Μαρτίου 2006 ήταν και η ίδια συμβαλλόμενο μέρος.

Είναι η θέση της Εναγόμενης ότι η απαγόρευση λήψης οποιωνδήποτε μέτρων από την ίδια σε περίπτωση παράβασης της Σύμβασης Μαρτίου 2006 από τον Ενάγοντα δυνάμει του όρου 4 της εν λόγω Σύμβασης  ο οποίος επιτρέπει τη λήψη μέτρων μόνο από τον πατέρα του Ενάγοντα προς επανεγγραφή της επίδικης κατοικίας στο όνομα αυτού, δικαίωμα το οποίο, εκ των πραγμάτων μόνο αυτός μπορούσε  να έχει διότι ήταν  ο ιδιοκτήτης της οικίας πριν τη μεταβιβάσει στον Ενάγοντα. Επομένως, η Εναγόμενη αντιτείνει  ότι η απαγόρευση αυτή αφορά αποκλειστικά και μόνο τη λήψη μέτρων προς επανεγγραφή του επίδικου ακινήτου στο όνομα του πατέρα του Ενάγοντα αφού αυτό είναι ένα αμιγώς προσωπικό δικαίωμα το οποίο σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να έχει η Εναγόμενη. Αποτελεί εν κατακλείδι θέση της Εναγομένης ότι, η απαγόρευση αυτή αφορά αποκλειστικά και μόνο το εν λόγω δικαίωμα επανεγγραφής και όχι το οποιοδήποτε δικαίωμα και/ή αξίωση έχει η Εναγόμενη ως Συμβαλλόμενο Μέρος στην και/ή δυνάμει της εν λόγω Σύμβασης Μαρτίου του 2006.

Η εναγόμενη ανταπαιτεί τα ακόλουθα:

1.    Διάταγμα του Δικαστηρίου  το οποίο να διατάττει την ειδική εκτέλεση της Σύμβασης Μαρτίου του 2006 μεταξύ των διαδίκων.

2.    Δήλωση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να αναγνωρίζει το δικαίωμα της Εναγόμενης να διαμένει καθ’ όλη  τη διάρκεια της ζωής της στην επίδικη κατοικία.

3.    Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάττει την επανεγγραφή του εμπράγματου  δικαιώματος επικαρπίας και οικήσεως για το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 2/[ ], Φ/Σχ.21/45W2, Τεμ.[ ], μερίδιο ½ και της κατοικίας που έχει ανεγερθεί σε αυτό επί της Οδού [ ] 32 [ ], Λευκωσία, επ’ ονόματι της Εναγομένης, ως αυτό ίσχυε μέχρι την ημερομηνία σύναψης της επίδικης σύμβασης Μαρτίου 2006.

ΠΑΡΑΔΕΚΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα μέρη δεν προσκόμισαν μαρτυρία. Το σύνολο του πραγματικού υποβάθρου της υπόθεσης έγινε παραδεκτό ως ακολούθως:

1.    Η Γενοβέφα Θεοδωρίδου, ήταν η μητέρα του Ενάγοντα και η μόνη ιδιοκτήτρια του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 2/1324, Φ/Σχ. 21/45W2, Τεμάχιο 1274, επί της οδού Κλήμου 32, 2365 Άγιος Δομέτιος Λευκωσία (στο εξής «το επίδικο ακίνητο») και η οποία απεβίωσε στις 11.03.2000. Μετά τον θάνατο της, το επίδικο ακίνητο μεταβιβάστηκε εξ’ ολοκλήρου στον πατέρα του Ενάγοντα, Χρίστο Θεοδωρίδη.

2.    Ο Χρίστος Θεοδωρίδης παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο με την Εναγόμενη.

 

3. Κατά την 25.02.2002, μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο στον Ενάγοντα, με την επιφύλαξη δικαιώματος όπως διαμένουν στην ισόγεια κατοικία που βρίσκεται στη νότια πλευρά του ακινήτου εφ’ όρου ζωής τους, ο πατέρας του και η Εναγομένη. Το εν λόγω δικαίωμα οικήσεως, σύμφωνα με το σχέδιο ερ.3 στην Δ.651/2002, γράφτηκε στα μητρώα του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας και επισυνάπτεται ως παραδεκτό έγγραφο.

 

4.    Την 09/03/2006, υπογράφτηκε Συμφωνητικόν Έγγραφον μεταξύ των Χρίστο Θεοδωρίδη (Συμβαλλόμενο Μέρος Α), Ενάγοντα (Συμβαλλόμενο Μέρος Β) και την Εναγόμενη (Συμβαλλόμενο Μέρος Γ), της οποίας το περιεχόμενο είναι παραδεκτό και κατατίθεται ως παραδεκτό έγγραφο.

 

5.    Βάση των όρων της συμφωνίας ημερομηνίας 9/3/2006 και για επίτευξη του σκοπού υποθήκευσης από το Β’ Συμβαλλόμενο, το δικαίωμα οικήσεως του πατέρα του Εναγόμενου και της Εναγομένης διεγράφη στις 10/03/2006 με τον Φάκελο ΑΑΔ 49/2006. Για το δικαίωμα που δόθηκε στο Συμβαλλόμενο Β’ τούτος συμφώνησε αντάλλαγμα προς τους Συμβαλλόμενους Α’ και Γ’ ως οι όροι της παραδεκτής συμφωνίας. Σκοπός της συμφωνίας μεταξύ των μερών ήταν να δοθεί η δυνατότητα στον Β’ Συμβαλλόμενο να υποθηκεύσει το ακίνητο.

 

6.    Κατατίθεται ως παραδεκτό γεγονός και παραδεκτό έγγραφο ο τίτλος ιδιοκτησίας του Ενάγοντα με ημερομηνία έκδοσης 17.03.2006.

7.    Ο πατέρας του Ενάγοντα, Χρίστος Θεοδωρίδης, απεβίωσε τον Ιούλιο του 2014

8.    Η Εναγόμενη Αγγελική Νικολάου έχει γεννηθεί στις 07/11/1944, διανύει το Ογδοηκοστό έτος της ηλικίας της και διαμένει στην επίδικη οικία τα τελευταία 24 συναπτά έτη. Είναι άτεκνη.

9.    Είναι παραδεκτό ότι η αγοραία αξία της ισόγειας κατοικίας είναι €40,000 ως οικοδομή και η αξία του οικοπέδου είναι €530 ανά τμ2. Η συνολική έκταση του οικοπέδου είναι 493 τμ2 και ο Ενάγοντας είναι ο ιδιοκτήτης του ½  του οικοπέδου δηλαδή 246,5 τμ2, συνεπώς αξία €130,645. Συνολική αξία €170,645. Κατατίθεται ως Παραδεκτό γεγονός ότι η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου, κατά την ημερομηνία έκδοσης της Έκθεσης Εκτίμησης ημερομηνίας 01.02.2006 ήταν €240,000. Η έκθεση εκτίμησης επισυνάπτεται ως παραδεκτό έγγραφο.

 

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Μετά τη μεταβίβαση του ακινήτου την 14 Σεπτεμβρίου 2000  ιδιοκτήτης  της οικίας έγινε ο ενάγοντας. Ο νόμος επιτρέπει να γίνεται εγγραφή περιορισμού στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας  Το άρθρο 11 επιτρέπει την καταχώρηση επιβάρυνσης σε κάτοχο ακινήτου  για σκοπούς επικαρπίας του ακινήτου από το συγκεκριμένο πρόσωπο  εφ’ όρου ζωής.  Τούτο έγινε κατορθωτό όταν ο αρχικός ιδιοκτήτης της κατοικίας, δηλαδή, ο πατέρας, με τη μεταβίβαση της οικίας στον υιό του επιφύλαξε για τον εαυτό του και για τη σύζυγό του αυτό το προνόμιο επί της γης. Με την επιφύλαξη του δικαιώματος έγινε και η ανάλογη εγγραφή στα μητρώα του κτηματολογίου. Το άρθρο 11 είναι σχετικό:

Δικαιώματα διόδου, κτλ. επί ακίνητης ιδιοκτησίας άλλου

11.-(1) Κανένα δικαίωμα διόδου ή οποιοδήποτε προνόμιο, ελευθερία, δουλεία, ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα ή πλεονέκτημα δεν αποκτάται επί της ακίνητης ιδιοκτησίας άλλου εκτός-

(α) δυνάμει παραχώρησης από τον κύριο αυτής δεόντως καταχωρισμένης στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου· ή

(β) όπου αυτό έχει ασκηθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο ή από εκείνους από τους οποίους αυτός λαμβάνει την αξίωση για πλήρη περίοδο τριάντα ετών αδιάλειπτα:

Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία η οποία είναι ιδιοκτησία της Δημοκρατίας ή ιδιοκτησία που περιείλθε στη Δημοκρατία· ή

(γ) όπου αυτό αναγνωρίστηκε με απόφαση αρμόδιου Δικαστηρίου· ή

(δ) όπου αυτό απονεμήθηκε με φιρμάνι ή άλλο έγκυρο έγγραφο που καταρτίστηκε πριν από την 4η Ιουνίου, 1878, το οποίο έτυχε εφαρμογής από το χρόνο της κατάρτισης του· ή

(ε) όπου αυτό έχει αποκτηθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11Α· ή

(στ) όπου αυτό δημιουργήθηκε και αποκτήθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 ή κάθε νόμου που τροποποιεί ή αντικαθιστά αυτόν· ή

(ζ) όπου αυτό επιφυλάχθηκε εγγράφως από τον κύριο οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας με τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας αυτής:

Νοείται ότι η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται και στην περίπτωση που περιλαμβάνεται οποιαδήποτε πρόνοια που σχετίζεται με τη χρήση ή ανάπτυξη οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας ή με περιορισμό ως προς τη χρήση ή ανάπτυξη αυτής· ή

(η) όπου αυτό δημιουργείται με απόφαση του Διευθυντή για την εξασφάλιση διόδου σε περίκλειστο τεμάχιο, που προέρχεται από διαίρεση και διανομή, στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3) του άρθρου 29.

(2) Κανένα πρόσωπο δεν ασκεί οποιοδήποτε δικαίωμα διόδου ή οποιοδήποτε προνόμιο, ελευθερία, δουλεία ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα ή πλεονέκτημα επί της ακίνητης ιδιοκτησίας άλλου εκτός όταν αυτό-

) αποκτήθηκε όπως προνοείται στο εδάφιο (1) · ή

(β) ασκείται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου·

(γ) ασκείται δυνάμει έγγραφης άδειας από τον κύριο αυτής.

 

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα ο πατέρας του ενάγοντα έκανε δεύτερο γάμο με την εναγόμενη η οποία με βάση τον νόμο θεωρείτο κληρονόμος του πατέρα του ενάγοντα. Η επιφύλαξη του δικαιώματος έγινε για να διατηρηθεί η συζυγική εστία του ζεύγους. Η συνέπεια εγγραφής τέτοιου δικαιώματος επί της γης προδιαγράφεται δυνάμει του άρθρου 12 πιο κάτω:

Δικαιώματα, κτλ., που αποκτήθηκαν ή ασκούνται σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία άλλου

12.-(1) Όταν οποιοδήποτε δικαίωμα, προνόμιο, ελευθερία, δουλεία, ή άλλο πλεονέκτημα αποκτήθηκε όπως προνοείται στο εδάφιο (1) του άρθρου 11 σχετικά με οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία, αυτό θεωρείται ότι είναι προσαρτημένο στην ιδιοκτησία αυτή και ότι περιλαμβάνεται σε κάθε συναλλαγή που διενεργείται σχετικά με την ιδιοκτησία αυτή.

(2) Όταν οποιοδήποτε τέτοιο δικαίωμα, προνόμιο, ελευθερία, δουλεία ή οποιοδήποτε άλλο πλεονέκτημα εγκαταλείφθηκε με έγγραφη ειδοποίηση προς το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο, ή δεν ασκήθηκε για πλήρη περίοδο τριάντα ετών αδιάλειπτα, αυτό θεωρείται ότι παραγράφηκε.

(3) Όταν το δικαίωμα αυτό είναι δικαίωμα διόδου, αν ένεκα διάνοιξης δημόσιου δρόμου ή άλλης διόδου ή αν ένεκα άλλου λόγου δεν υπάρχει πλέον η ανάγκη αυτού, ο κύριος του δουλεύοντος ή του δεσπόζοντος ακινήτου δικαιούται να απαιτήσει την κατάργηση του, ο δε Διευθυντής ερευνά την υπόθεση, αποφασίζει αν το δικαίωμα αυτό πρέπει να καταργηθεί ή όχι, γνωστοποιεί την απόφαση του σε όλους τους ενδιαφερομένους και αν η απόφαση του είναι ότι το δικαίωμα πρέπει να καταργηθεί, προχωρεί στην κατάργηση του μετά την πάροδο τριάντα ημερών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης που αναφέρθηκε:

Νοείται ότι, αν υποβληθεί οποιαδήποτε αξίωση για την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης από τον κύριο του δουλεύοντος ακινήτου για την κατάργηση του πιο πάνω δικαιώματος, ο Διευθυντής αφού λάβει υπόψη τα γεγονότα κάθε περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου χρήσης του δικαιώματος καθορίζει την αποζημίωση που τυχόν πρέπει να καταβληθεί και γνωστοποιεί αυτήν σε όλους τους ενδιαφερόμενους και δεν προχωρεί στην κατάργηση του δικαιώματος πριν ικανοποιηθεί ότι η αποζημίωση που εκτιμήθηκε από αυτόν καταβλήθηκε.

 

To δικαίωμα ήταν προσαρτημένο στο ακίνητο αλλά επειδή ο πατέρας του ενάγοντα αποφάσισε να τον διευκολύνει για λόγους φυσικής αγάπης και στοργής κατάρτισε το συμφωνητικό έγγραφο ημερομηνίας 9.3.2006 (Τεκμήριο 2) με αποτέλεσμα να μην υποβληθεί αίτημα για αποζημίωση στον διευθυντή του κτηματολογίου. Αναμφίβολα η εν λόγω συμφωνία ήταν έγκυρη και δεσμευτική για τον ενάγοντα έναντι του πατέρα του που εγκατέλειψε το δικαίωμά του για να διευκολύνει τον ενάγοντα να επωφεληθεί της υποθήκευσης του ακινήτου για να εξασφαλίσει δάνειο. Δεν τίθεται ζήτημα μη εγκυρότητας της συμφωνίας, εφόσον η αντιπαροχή του ενάγοντα για τη σύναψη της συμφωνίας ήταν η άρση του δικαιώματος επικαρπίας εφόρου ζωής του ζεύγους που διαγράφηκε. Δεν ευσταθεί το επιχείρημα του ενάγοντα ότι δεν δόθηκε αντιπαροχή στον ενάγοντα έναντι της εναγόμενης εφόσον και αυτή εγκατέλειψε με την σειρά της το προνόμιο της εγγραφής και ήταν συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ημερομηνίας 9.3.2006 ως  ‘Γ Συμβαλλόμενο μέρος’.

Ακόμη και ορθή να ήταν η θέση του ενάγοντα περί της ανυπαρξίας αντιπαροχής της εναγόμενης για το όφελος που έλαβε ο ενάγοντας δυνάμει της υπόσχεσης του πατέρα του η συμφωνία είναι έγκυρη και εφαρμοστέα.  Η πιο πάνω ερμηνεία για το τι συνιστά αντιπαροχή είναι σχετική :

Consideration is a key ingredient for an enforceable contract. It is concerned with what one party gives or promises in exchange for a promise or performance from another party. It requires 'something of value' to be given for the promise. ( Lexis PSL Dispute Resolution Practical Guidance)

Στην παρούσα περίπτωση ο ενάγοντας υποσχέθηκε τα ακόλουθα ως το 1 της συμφωνίας:

Ο Β’ Συμβαλλόμενος συμφωνεί και αναλαμβάνει όπως επ’ ανταλλάγματι της διαγραφής και/ή άρσης και/ή ακύρωσης του δικαιώματος οίκησης τους στην ισόγεια κατοικία που βρίσκεται στη νότια πλευρά του ακινήτου με αρ. εγγραφής 2/[ ], τεμ.[ ] Φ/Σχ.21/45W2, Τμήμα 2, ευρισκόμενου στον Άγιο Δομέτιο, ενορία Αγ. Γεώργιος,  στο οποίον αυτοί δικαιούνται εφ’ όρου ζωής τους, παραχωρήσει την πιο πάνω αναφερόμενην ισόγεια κατοικία μεθ’ όλων των εγκαταστάσεων και διευκολύνσεων που υπάρχουν σε αυτή, στους Α’ και Γ’ συμβαλλόμενους για να διαμένουν σε αυτή εφ’ όρου ζωής τους διά δωρεάς, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου 6/81 και του άρθρου 11(1)(ζ) του Νόμου Κεφ.224 και/ή οποιουδήποτε άλλου νόμου και/ή Κανονισμών.

Η υπόσχεση αυτή ήταν το αντάλλαγμα που πήρε ώστε να δεχθεί το ζεύγος να ακυρωθεί η εγγραφή της επικαρπίας επί του ακινήτου.  Εκείνο που επεξηγείται, πιο πάνω, είναι ότι δεν επηρεάζεται η εγκυρότητα της συμφωνίας εάν το αντάλλαγμα για την υπόσχεση του πατέρα του ενάγοντα δεν  ωφελεί τον ίδιο.

There is a rule that 'consideration must move from the promisee'—this means that a person to whom a promise is made can only enforce the promise if they have provided consideration for it.

There is no corresponding requirement that consideration moves to the promisor. Thus, the promisee may provide consideration by doing an act (eg giving up a job) which does not result in any direct benefit to the promisor. (exis PSL πιο πάνω).

Δεν επηρεάζεται η εγκυρότητα της συμφωνίας στην περίπτωση που ο πατέρας του ενάγοντα  ήταν ο μόνος που  υποσχέθηκε  να διενεργήσει  διαγραφή της εγγραφής της επικαρπίας ώστε να επωφεληθεί ο ενάγοντας. Μια συμφωνία μπορεί να ωφελήσει τρίτο πρόσωπο και το όφελος σε τρίτο πρόσωπο να συνιστά το αντάλλαγμα για την υπόσχεση του πατέρα του ενάγοντα να εγκαταλείψει το δικαίωμα επικαρπίας που κατείχε.

Σε κάθε περίπτωση προκύπτει ότι η εναγόμενη παρείχε στον ενάγοντα αντάλλαγμα για την υπόσχεσή του να της επιτρέψει να διαμένει στο ακίνητο κατά την διάρκεια της ζωής της. Το λεκτικό της συμφωνίας προβλέπει ρητώς πιο είναι αυτό το αντάλλαγμα.

 

Δια την ορθή ερμηνεία μίας συμφωνίας είναι ανάγκη να ληφθούν υπόψη κάποιοι κανόνες που διέπουν το ζήτημα αυτό. Ο γενικός κανόνας είναι ότι σκοπός της ερμηνείας της συμφωνίας είναι να εξευρεθεί η πρόθεση των μερών. Στην Αλεξάνδρου Λτδ ν. Συμβούλιο Αποχετεύσεως Λευκωσία 1 ΑΑΔ (1999) σελ. 630, διαπιστώνεται η πρόθεση των μερών από τη γλωσσική διατύπωση της συμφωνίας όμως η ερμηνεία που θα αποδοθεί σε αυτές τις λέξεις δεν μπορεί να βρεθεί εντελώς ανεξάρτητα και ασύνδετα από το πραγματικό υπόβαθρο που πλαισιώνει τη σύναψη της συμφωνίας. Επίσης στην Κουνούνα ν. Κώστας Κυριάκου Υιοί Λτδ 1 ΑΑΔ (2001)  2126, ως και επίσης στην Λάμπρου ν. Παράσχου 1 ΑΑΔ (1993) σελ. 397, επεξηγήθηκε ότι ο σκοπός των μερών μπορεί να συναχθεί μόνο από το σύνολο του κειμένου και όταν η σύμβαση είναι σαφής ως προς το νόημά της, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προσδώσει διαφορετικό νόημα στη σύμβαση από αυτό που οι ίδιες οι λέξεις της σύμβασης ενέχουν. Η υπόθεση Φούτας ν. Εταιρεία Βάσος Λτδ 1 ΑΑΔ (1993) σελ. 168, επεξηγεί ότι η προσαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας για την ορθή ερμηνεία των όρων της σύμβασης επιτρέπεται όποτε διαπιστώνεται η ύπαρξη κενού ή αμφιβολιών. Τούτο ισχύει όχι μόνο σε σχέση με την ερμηνεία της συμφωνίας αλλά και για την εφαρμογή της. Παραθέτω πιο κάτω απόσπασμα αυτής της απόφασης το οποίο είναι βοηθητικό.

“When any doubt arises upon the true meaning or sense of the words themselves, or any difficulty as to their application under the surrounding circumstances, the sense and meaning of the language may be investigated and ascertained by evidence dehors the instrument itself; for both reason and common sense agree that by no other means can the language of the instrument be made to speak the real mind of the party.”

 

Ελεύθερη μετάφραση:

 

«Όταν υπάρχει αμφιβολία σε σχέση με την πραγματική ερμηνεία και έννοια των λέξεων της σύμβασης ή υπάρχει δυσκολία σε σχέση με την εφαρμογή τους έχοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης τότε η ερμηνεία των λέξεων μπορεί να εξεταστεί και να διαπιστωθεί λαμβάνοντας υπόψη μαρτυρία που βρίσκεται εκτός του κειμένου της σύμβασης. Η λογική και κοινή λογική υπαγορεύουν ότι πρέπει να αποδοθεί τέτοια ερμηνεία στις λέξεις της σύμβασης που να φανερώνουν την πραγματική πρόθεση του συμβαλλόμενου μέρους».

 

Για τον καθορισμό των δικαιωμάτων και ευθυνών των μερών σημασία έχει η πρόθεση των μερών κατά τη σύναψη της συμφωνίας. Αυτοί οι κανόνες επεξηγήθηκαν με σαφήνεια στην απόφαση Μετάλλικα Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ. ν G & C Exhaust Systems Ltd. 1 ΑΑΔ  (2001) σελ. 500 στο ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Σύμφωνα με τους ερμηνευτικούς κανόνες μία σύμβαση πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το λεκτικό της και με τρόπο που θα πραγματοποιείται η πρόθεση των μερών, όπως αυτή συνάγεται από το σύνολο της σύμβασης...

Αν οι πρόνοιες μίας συμφωνίας εκφράζονται με σαφήνεια και δεν υπάρχει τίποτα που καθιστά ικανό το Δικαστήριο να το ερμηνεύσει με τρόπο διαφορετικό από εκείνο που επιτρέπεται από το λεκτικό του, χωρίς αμφιβολία πρέπει να επικρατήσει το λεκτικό. Αν όμως οι πρόνοιες και οι φράσεις είναι αντιφατικές και αν υπάρχουν λόγοι οι οποίοι φαίνονται στην όψη του εγγράφου οι οποίοι προσφέρουν απόδειξη της πραγματικής πρόθεσης των μερών, τότε εκείνη η πρόθεση θα επικρατήσει έναντι της φανερής και συνήθους έννοιας των λέξεων».

 

 

Η συγκεκριμένη συμφωνία περιείχε όρο σε απλή και κατανοητή γλώσσα ότι ο Β’ συμβαλλόμενος συμφωνεί και αναλαμβάνει όπως:

«επ’  ανταλλάγματι της διαγραφής και ή άρσης και/ή ακύρωσης του δικαιώματος οίκησης τους στην ισόγεια κατοικία που βρίσκεται στη νότια πλευρά του ακινήτου …ευρισκόμενου στο Άγιο Δομέτιο … στο οποίο δικαιούνται εφ’ όρου ζωής τους …στους Α και Γ συμβαλλόμενους.»

Επομένως, η εναγόμενη υποσχέθηκε να διαγράψει το δικαίωμα  της επί του ακινήτου ως Γ συμβαλλόμενη (βλ. τεκμήριο 1) για το αντάλλαγμα του ενάγοντα να της επιτρέψει να έχει δικαίωμα οίκησης στην ισόγεια κατοικία προκειμένου να διαγραφεί το δικαίωμα οικήσεως ώστε να υποθηκεύσει το εν λόγω ακίνητο.

Πρόκειται για έγκυρη συμφωνία που δεσμεύει τον ενάγοντα. Αφ’ ης στιγμής ο ενάγοντας έχει καταχωρήσει αγωγή εναντίον της εναγόμενης εις την οποία ζητεί, μεταξύ άλλων, την ανάκτηση της κατοχής του ακινήτου συνιστά παράβαση των συμφωνηθέντων. Η αγωγή του βασίζεται στη συμφωνία και εφόσον αυτός είναι το πρόσωπο που έχει παραβιάσει τα συμφωνηθέντα δεν δικαιούται τις θεραπείες που ζητεί με την απαίτηση του.

Υπάρχει δεύτερος λόγος πέραν από την εφαρμογή της συμφωνίας  που ο ενάγοντας δεν δικαιούται τις αξιούμενες θεραπείες. Ο ενάγοντας κωλύεται να ζητήσει την ανάκτηση της κατοχής του ακινήτου κατά τη διάρκεια της ζωής της εναγόμενης διότι η σύναψη της εν λόγω συμφωνίας δημιούργησε προς όφελος της εναγόμενης ιδιοκτησιακό κώλυμα. (Stylianou v. Papacleovoulou (1982)1 CLR 542). Το δικαίωμα της εναγόμενης ως κληρονόμος του πατέρα του ενάγοντα οίκησης επί του ακινήτου ήταν προσωπικό και καταχωρημένο στο μητρώο του κτηματολογίου. Μεταβλήθηκε αυτό το δικαίωμα της Εναγόμενης διότι πίστευε ότι θα είχε το δικαίωμα να ζει στο ακίνητο ως σύζυγος του πατέρα του ενάγοντα. Υπό τέτοιες συνθήκες επιβάλλεται η εξέταση του θέματος υπό τη σκοπιά του ιδιοκτησιακού κωλύματος.

Σε τέτοιες περιπτώσεις επιβάλλεται η επίκληση των αρχών της επιείκειας ώστε να  αποφευχθεί η αδικία. Πιο κάτω παραθέτω απόσπασμα της απόφασης  Στυλιανού, πιο πάνω, όπου επεξηγείται η φύση και η έκταση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου με βάση των αρχών της επιείκειας.

“The facts of the case, vocal as they are about the merits of the case of the respondents, led us focus our attention on the equitable doctrine of estoppel with a view to deciding whether they justify its application in the circumstances of the case. Equitable estoppel has gained, in recent decades, considerable ascendency under the guidance of Lord Denning M.R., as a fundamental aspect of English law. The imaginative, if we may say so with respect, application of the doctrine by English courts, in diverse circumstances, has broadened the frontiers of justice. The difficulty is that respondents' case was not cast in that frame nor did the trial Court endeavour to evaluate the facts from the angle of equitable estoppel. That does not, however, appear to be an insurmountable obstacle provided the pleaded facts and the findings of the Court justify the appreciation of the case in that perspective. In Drane v. Evangelou [1978] 2 All E.R. 437, it was held that the trial Court could raise the issue of trespass notwithstanding the fact that it had not been pleaded so long as the pleaded facts justified a claim for trespass. In another case, Lord Denning pointed out that so long as the material facts giving rise to a claim are pleaded, a party may obtain any remedy warranted thereby, the rule being that he is not precluded from departing from his pleading with regard to the remedies warranted, as a legal consequence of pleaded facts. (See Re Vandervell's Trusts (No. 2) [1974] 3 All E.R. 205 (C.A.)). This being the law, we directed out minds to deciding whether the facts of the case, as found by the trial Court, warrant the application of proprietary estoppel.

The principles of equity, also known as the doctrines of equity, are part of Cyprus law in virtue of the provisions of s.29(c) of the Courts of Justice Law (14/60). Equitable estoppel is a fundamental doctrine of equity and it is recognised as such in Cyprus, as well. (See Hadji Yiannis v. The Attorney-General (1970) 1 C.L.R. 32). The decision of the Supreme Court in Papadopoulos v. National Bank of Greece (1979) 1 C.L.R. 10, suggests that equitable estoppel is applicable in Cyprus in much the same way as in England, and is subject to the same limitations. It should not be extended beyond its proper boundaries.”

Το ίδιο έκανε το Εφετείο στην υπόθεση St. George Hıre Ltd v Μακεδονίας Γαβριηλίδου (2006) 1 ΑΑΔ 47 για να αποτραπεί η αδικία που είχε προκληθεί σε αγοραστές διαμερισμάτων που είχαν κτισθεί από εργολάβο που δεν διεκπεραίωσε την πολυκατοικία αλλά που εισέπραξε το τίμημα της αγοράς από τα διαμερίσματα. Το ακίνητο δεν είχε μεταβιβασθεί στο όνομα του εργολάβου αλλά το κατείχε δυνάμει συμφωνίας αντιπαροχής. Παραθέτω πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης που περιέχει το σκεπτικό του Δικαστηρίου.

Το ζήτημα επομένως που εγείρεται είναι το κατά πόσο, με βάση τα δικά μας συμπεράσματα, παρέχεται οποιαδήποτε νομική θεραπεία στους εφεσείοντες. Τα άρθρα 4 και 65 (ΙΕ) του Κεφ. 224, σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν αποκλείουν την εφαρμογή των αρχών του δικαίου της επιεικείας αναφορικά με τα εξ επαγωγής ή τα καταληκτικά εμπιστεύματα.  Σε κατάλληλες περιπτώσεις και νοουμένου ότι αποδεικνύονται τα αναγκαία στοιχεία είναι δυνατή η διεκδίκηση δικαιωμάτων σε ακίνητη ιδιοκτησία στη βάση τέτοιων εμπιστευμάτων (Δέστε την υπόθεση Τσαγγάρη (ανωτέρω) και τις σχετικές αποφάσεις που αναφέρονται σε εκείνη την υπόθεση). Το εξ επαγωγής καταπίστευμα ή εμπίστευμα πηγάζει από τους κανόνες της επιεικείας και δημιουργείται ανεξάρτητα από την πρόθεση του ιδιοκτήτη της περιουσίας, σε περιπτώσεις που θα αποτελούσε κατάχρηση εμπιστοσύνης εκ μέρους του να κατακρατεί περιουσία για δικό του όφελος (Δέστε:  Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 527, 530 και Snell, "Principles of Equity", 15η έκδοση, σελ. 94).  Στην υπόθεση  Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998  1 A.A.Δ. 1551 παρατηρήθηκαν και τα εξής:

«Τα απολήγοντα και τα εξ επαγωγής εμπιστεύματα δημιουργούνται ή λειτουργούν ή επιβάλλονται ως θέμα δικαίου (by operation of Law). Τα πρώτα δημιουργούνται ή λειτουργούν κατ' εξοχή στη βάση τεκμαιρώμενης από τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης πρόθεσης. Τα δεύτερα επιβάλλονται εν όψει διαμορφωθείσας κατάστασης πραγμάτων, ανεξάρτητα από πρόθεση, ρητή ή εξυπακουόμενη. Βλ.Underhill's Law of Trusts & Trustees, 13η έκδοση, σελ. 250 κ.επ., Snell's Equity, 19η έκδοση, Τόμος 48, παράγραφος 534 κ.επ. και Χρίστος Κληρίδης ν. Ηροδότου Σταυρίδη, ανωτέρω). Με αναγνωρισμένη έκφανση τους στην περίπτωση κατά την οποία επιχειρείται η κατακράτηση περιουσίας για ίδιο όφελος με δόλια ή κατά συνείδηση απαράδεκτη εκμετάλλευση ή κατάχρηση νομοθετικών προνοιών ή άλλων θεμελιωδών αρχών δικαίου. Με αποτέλεσμα τη χρησιμοποίηση του Νόμου ως εργαλείου για καταδολίευση (Βλ. Rochefoucould v. Boustead [1987] 1 Ch. 196, Bannister v. Bannister [1948] 2 All E.R. 133, Hodgson v. Marks [1971] 2 All E.R. 684

 

Τα βασικά στοιχεία της πιο πάνω υπόθεσης είναι ότι οι ιδιοκτήτες της γης υπέγραψαν συμφωνία αντιπαροχής με εταιρεία ανάπτυξης γης γνωρίζοντας ευθύς εξαρχής, ότι αυτή θα πουλούσε τα διαμερίσματα που της αναλογούσαν σε τρίτα πρόσωπα και ότι στη συνέχεια τα πούλησε. Μετά, η εταιρεία ανάπτυξης γης άφησε το έργο ασυμπλήρωτο και οι αγοραστές των διαμερισμάτων (τα οποία πούλησε η εταιρεία), σε μια επιχείρηση διάσωσης που ανέλαβαν, συμπλήρωσαν το έργο με δικά τους έξοδα και πάλι εν γνώσει των ιδιοκτητών της γης οι οποίοι, μάλιστα, επωφελήθηκαν από αυτές τις ενέργειες των αγοραστών εφόσον συμπληρώθηκαν και τους παραδόθηκαν και τα δικά τους διαμερίσματα (αυτά που τους αναλογούσαν ως αντιπαροχή). Το δίκαιο της επιεικείας επέβαλλε, υπό τις συνθήκες, εξ επαγωγής εμπίστευμα υπέρ των αγοραστών ώστε να εμποδίζει τους ιδιοκτήτες από του να προτάξουν τα περιουσιακά τους δικαιώματα και να στερήσουν, με αυτό τον τρόπο, από τους αγοραστές τα δικαιώματα που απέκτησαν, ως δικαιούχοι των διαμερισμάτων που αγόρασαν από την εταιρεία, αλλά και ως τα πρόσωπα που συμπλήρωσαν με έξοδα τους, το όλον έργο, προς όφελος και των ιδιοκτητών της γης. Έστω και αν δεν υπάρχει συμβατική σχέση μεταξύ των ιδιοκτητών της γης και των αγοραστών, το δίκαιο της επιεικείας παρέχει ουσιαστικά περιουσιακά δικαιώματα στους αγοραστές μπροστά στα οποία τα περιουσιακά δικαιώματα των ιδιοκτητών της γης, υποχωρούν.

Στην ίδια την απόφαση επεξηγήθηκε ότι το δίκαιο της επιείκειας χρησιμοποιείται ως ασπίδα προστασίας από την αδικία. Η χρήση της ιδιοκτησιακού κωλύματος  δεν επεκτείνεται ώστε να αποδοθεί στην  Εναγόμενη κάποιο περιουσιακό δικαίωμα που δεν  θα είχε ενόψει της αδικίας.

Στην υπόθεση Παυλίνα Γρηγορίου v Νικόλα Γρηγορίου Γαβριήλ (2011)1 ΑΑΔ 2253 η απόφαση πλειοψηφίας του Εφετείου διαπίστωσε την ύπαρξη χαλαρής οικογενειακής διευθέτησης που επέτρεπε στην εφεσείουσα να διαμένει μαζί με τη θυγατέρα της σε οικία αφού απεβίωσε ο σύζυγός της. Η εφεσείουσα ήταν δεύτερη σύζυγος του πατέρα των υπόλοιπων συνιδιοκτητών και το κληρονομικό της δικαίωμα προερχόταν από την πρώτη σύζυγο, μητέρα των συνιδιοκτητών, που ήταν αποκλειστική ιδιοκτήτρια της οικίας όταν ζούσε. Όταν ζούσε ο πατέρας των συνιδιοκτητών κληρονόμων συζούσε μαζί του στην οικία η εφεσείουσα. Μετά τον θάνατο του πατέρα τους υπήρχε διαχείριση που εκκρεμούσε ακόμη σε σχέση με την περιουσία της μητέρας των κληρονόμων συνιδιοκτητών.  Το Εφετείο έκρινε ότι υπήρχε σιωπηρή συνεννόηση ότι η εφεσείουσα θα είχε αποκλειστική χρήση της οικίας. Αποδεικτικό στοιχείο αυτής της συνεννόησης ήταν το γεγονός ότι τα παιδιά ουδέποτε αμφισβήτησαν αυτό το δικαίωμα όταν ζούσε ο πατέρας τους. Επίσης, λήφθηκε υπόψη ότι και η εφεσείουσα ως δεύτερη σύζυγος του πατέρα είχε κληρονομικό δικαίωμα στην οικία διά του συζύγου της ο οποίος ήταν σύζυγος της μητέρας των συνιδιοκτητών.  Τρίτο, το Εφετείο έλαβε υπόψη του και το γεγονός ότι η εφεσείουσα είχε εγκαταλείψει τη δική της οικία  για να διαμένει στην οικία όπου διέμενε ο σύζυγός της για σειρά ετών και χωρίς κανείς να εγείρει ζήτημα για την αποκλειστική χρήση της οικίας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες στο σύνολό τους δημιούργησαν ιδιοκτησιακό κώλυμα (proprietary estoppel) που επενεργούσε υπέρ της εφεσείουσας ώστε να αποτραπεί η αδικία με την έξωσή της από την οικία που ζητούσαν οι υπόλοιποι κληρονόμοι συνιδιοκτήτες.  Το σκεπτικό του Δικαστηρίου ήταν ως ακολούθως:

Τέτοιου είδους διευθετήσεις θεωρούνται από το Δικαστήριο στις κατάλληλες βέβαια περιπτώσεις ως ικανές προς εξαγωγή μιας τουλάχιστον συμβατικής άδειας ή ενός εξυπακουόμενου συμβολαίου ώστε να μην αδικείται ο διάδικος, ο οποίος μετακινήθηκε από τη θέση του εξ αιτίας της υπόσχεσης ή των ενεργειών του ετέρου των διαδίκων.

Στην υπόθεση Tanner v. Tanner [1975] 3 All E.R. 776, θεωρήθηκε ότι η εγκατάλειψη ελεγχόμενης ενοικιασμένης κατοικίας από την εναγόμενη για να μετακομίσει με τον ενάγοντα με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά και πήρε το επίθετό του, χωρίς όμως να τον παντρευτεί, δικαιολογούσε τη θέση ότι είχε αποκτηθεί τουλάχιστον συμβατική άδεια για να παραμένει στο σπίτι που αγόρασε ο ενάγων γι' αυτήν και τα παιδιά τους, όταν αργότερα ο ενάγων εγκατέλειψε τη στέγη και ζήτησε την επανάκτηση της κατοχής του σπιτιού. Στο σύγγραμμα των Koffman & Macdonald: The Law of Contract 6η έκδ. (2007), σελ. 45 και 100, εξηγείται ακριβώς ότι οι άτυπες αυτές περιουσιακές διευθετήσεις δίνουν τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της ελαστικότητας της νομολογίας, όπως αυτή διαπλάθεται δικαστικά, ώστε να εξάγονται δίκαια, υπό τις περιστάσεις, αποτελέσματα. Σε εκείνην την περίπτωση, η εφεσείουσα είχε αλλάξει τις δικές της συνθήκες ζωής μετά που της το είχε ζητήσει ο αποβιώσας σύζυγός της ώστε να μετακομίσει στην οικία του στη Λεμεσό από τον Οκτώβριο του 1984. Η διευθέτηση αυτή εξελίχθηκε πέραν της απλής συμβατικής άδειας ή σύμβασης, εφόσον το ζεύγος ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου. Προκύπτει από το σκεπτικό του Δικαστηρίου, πιο πάνω, ότι γενικά τα Δικαστήρια θα πρέπει να είναι πιο πρόθυμα να διαπιστώσουν την ύπαρξη τέτοιων περιουσιακών διευθετήσεων ώστε να αποφευχθεί η κατάφωρη αδικία σε σχέση με οικογενειακές περιουσιακές  διευθετήσεις σε αντίθεση με εμπορικές συναλλαγές όπου αναμένεται ότι θα υπάρχει η δέουσα τυπικότητα και αυστηρότητα στη συνομολόγηση συμφωνιών που παράγουν νομικές υποχρεώσεις και δικαιώματα των μερών.

Στην Αγγλική υπόθεση Wilmott v Barber (1880) 15 Ch D 96 το Δικαστήριο καθιέρωσε πέντε παράγοντες που πρέπει να συνυπάρχουν ώστε να διαπιστώνεται με βάση τις αρχές της επιείκειας ή ύπαρξη συμφωνίας διά ιδιοκτησιακού κωλύματος και αυτά είναι ως ακολούθως:

1.    O αιτητής θα πρέπει να έκανε κάποιο λάθος σε σχέση με το περιουσιακά του δικαιώματα ως αυτά προκύπτουν καθαρά από τον νόμο.

 

2.    Ο αιτητής βασίζει την απαίτηση του  έναντι της κοινής περιουσίας  σε πράξη ή ενέργεια που έκανε βασιζόμενος στην χαλαρή και/ή εξυπακουόμενη διευθέτηση με αποτέλεσμα να υποστεί κόστος.

 

3.    Το άλλο μέρος της χαλαρής ή της εξυπακουόμενης συμφωνίας έχει ιδιοκτησιακό συμφέρον στην περιουσία. Γνωρίζει επακριβώς ποιο είναι το περιουσιακό του δικαίωμα με βάση τον νόμο και αυτό το δικαίωμα έρχεται σε αντίθεση με τις διεκδικήσεις του αιτητή έναντι της περιουσίας.

 

4.    Το άλλο μέρος της χαλαρής ή της εξυπακουόμενης διευθέτησης γνωρίζει ότι ο αιτητής έχει  κάνει λάθος σε σχέση με την δική του διεκδίκηση με αποτέλεσμα αυτός να προβεί σε πράξη ή ενέργεια σε σχέση με την περιουσία.

 

5.    Το άλλο μέρος θα πρέπει να έχει ενθαρρύνει με την συμπεριφορά του τον αιτητή να προβεί στην πράξη ή ενέργεια σε σχέση με την περιουσία και με αποτέλεσμα να έχει υποστεί κόστος εξαιτίας της ενθάρρυνσης.

Εάν εφαρμοσθούν τα πιο πάνω κριτήρια στη δική μας υπόθεση καταδεικνύεται η ύπαρξη άτυπης διευθέτησης που δημιουργεί ιδιοκτησιακό κώλυμα που επενεργεί προς όφελος της εναγόμενης.

Σε μεταγενέστερη νομολογία επεξηγήθηκε ότι το καθοριστικό κριτήριο για την αναγνώριση του ιδιοκτησιακού κωλύματος ως θεραπεία αποκατάστασης της αδικίας είναι στις  περιπτώσεις που εντοπίζεται ασυνείδητη συμπεριφορά στην επίτευξη της συμφωνίας.

''the more recent cases indicate, in my judgment, that the application of the Ramsden v Dyson … principle-whether you call it proprietary estoppelestoppel by acquiescence or estoppel by encouragement is really immaterial-requires a much broader approach which is directed at ascertaining whether, in particular circumstances, it would be unconscionable for a party to be permitted to deny that which, knowingly or unknowingly, he has allowed or encouraged another to assume to his detriment than to inquiring whether the circumstances can be fitted within the confines of some preconceived formula serving as a universal yardstick for every form of unconscionable behaviour.'' (Cobbe v Yeomans Row Management [2008] UKHL 59.

 

Για σκοπούς καλύτερης επεξήγησης της διαπίστωσης ότι εκεί δημιουργεί ιδιοκτησιακό κώλυμα προς όφελος της εναγόμενης  απαριθμούνται και καταγράφονται τα γεγονότα που τεκμηριώνουν  αυτή τη θέση πιο κάτω:

1.    Η Εναγόμενη ήταν σύζυγος του πατέρα του ενάγοντα και κληρονόμος της περιουσίας του. Από αγάπη και στοργή ο πατέρας του ενάγοντα μεταβίβασε προς όφελος του υιού του την οικία. Η οικία μεταβιβάστηκε στον ενάγοντα την 25.2.2002 χρόνο μετά τον γάμο του πατέρα του με την εναγόμενη.

2.    Ο πατέρας του ενάγοντα ρητώς επιφύλαξε το δικαίωμα οικήσεως εφ’ όρου ζωής και αυτό έγινε εγγραφή σε σχέση με τους  Α’ και την Γ’ συμβαλλόμενους.

3.    Η Γ’ συμβαλλόμενη συμφώνησε να διαγραφεί το εγγεγραμμένο ιδιοκτησιακό δικαίωμά της επειδή πίστευε ότι ο ενάγοντας θα τηρούσε τη συμφωνία.

4.    Προς επίρρωση της πεποίθησης αυτής  επενεργούν οι όροι της συμφωνίας που προνοούν ότι ο ενάγοντας δεν έχει το δικαίωμα, δεν δικαιούται να πωλήσει, να εκχωρήσει, παραχωρήσει, δωρίσει και/ή οποιονδήποτε άλλο τρόπο αποξενώσει το περιγραφόμενο κτήμα χωρίς την γραπτή συγκατάθεση των Α’ και Γ’ συμβαλλόμενων.

5.    Η εναγόμενη μετέβαλλε δυσμενώς τη θέση της και αποποιήθηκε ιδιοκτησιακό καθεστώς βασιζόμενη στην υπόσχεση του ενάγοντα να της επιτρέψει κατά τη διάρκεια της ζωής της να διαμένει στην οικία.

6.    Υπό αυτές τις συνθήκες θα ήταν άδικο να αφεθεί ο ενάγοντας να επωφεληθεί της ασυνείδητης του συμπεριφοράς ήτοι να κάνει έξωση στην εναγόμενη ενώ αυτή ξεγελάσθηκε να μεταβάλει την θέση της για να τον διευκολύνει όταν είχε ανάγκη να υποθηκεύσει το κτήμα και να αποκτήσει μεγαλύτερο δικαίωμα στο κτήμα από εκείνο που θα είχε εάν η εναγόμενη δεν είχε αποποιηθεί του δικαιώματος της.

Έχει δημιουργηθεί ιδιοκτησιακό κώλυμα υπέρ της Εναγόμενης.

Τα δικαιώματα της Εναγόμενης ενόψει της ύπαρξης ιδιοκτησιακού κωλύματος.

Στην  Αγγλική υπόθεση Crabb v Arun District Council [1975] 3 ALL ER 865 το Δικαστήριο επεξήγησε γιατί και πότε έχει εφαρμογή το δίκαιο της επιείκειας ώστε να   συνάγεται από την συμπεριφορά των μερών η ύπαρξη μιας συμφωνίας σε σχέση με την διαχείριση της περιουσίας στην απουσία συμφωνίας νομικά δεσμευτική για τα μέρη και για να αποφευχθεί η αδικία.

The new rights and interests, so created by estoppel, in or over land, will be protected by the Courts and in this way give rise to a cause of action. This was pointed out in Spencer Bower and Turner on estoppel by Representation, Second Edition (1966) at pages 279 to 282.

The basis of this proprietary estoppel - as indeed of promissory estoppel - is the interposition of equity. Equity comes in, true to form, to mitigate the rigours of strict law. The early cases did not speak of it as "estoppel". They spoke of it as "raising an equity". If I may expand that, Lord Cairns said: "It is the first principle upon which all Courts of Equity proceed", that it will prevent a person from insisting on his strict legal rights - whether arising under a contract, or on his title deeds, or by statute - when it would be inequitable for him to do so having regard to the dealings which have taken place between the parties, see Hughes v. Metropolitan Railway (1877) 2 A.C. at page 448. What then are the dealings which will preclude him from insisting on his strict legal rights? -If he makes a binding contract that he will not insist on the strict legal position, a Court of Equity will hold him to his contract. Short of a binding contract, if he makes a promise that he will not insist upon his strict legal rights - then, even though that promise may be unenforceable in point of law for want of consideration or want of writing - then, if he makes the premise knowing or intending that the other will act upon it, and he does act upon it, then again a Court of Equity will not allow him to go back on that promise, see Central London Property Trust v. High Trees House (1947) K.B. 130: Richards (Charles) v. Oppenhaim (1950) K.B. 616, 623. Short of an actual promise, if he, by his words or conduct, so behaves as to lead another to believe that he will not insist on his strict legal rights - knowing or intending that the other will act on that belief - and he does so act, that again will raise an equity in favour of the other: and it is for a Court of Equity to say in what way the equity may be satisfied. The oases show that this equity does not depend on agreement but on words or conduct. In Bamsden v. Dyson (1866) L.R. 1 H.L. at page 170 Lord Kingsdown spoke of a verbal agreement "or what amounts to the same thing, an expectation, created or encouraged." In Birmingham & District Land Co. v. The London & North Western Railway (1888) 40 Ch. D. at page 277, Lord Justice Cotton said that

".... what passed did not make a new agreement but what took place .... raised an equity against him."

And it was the Privy Council who said that

".... the Court must look at the circumstances in each case to decide in what way the equity can be satisfied"

 

(ελεύθερη μετάφραση∙ έχω αφαιρέσει αναφορές σε άλλες αποφάσεις ή συγγράμματα    που υπάρχουν στο πρωτότυπο απόσπασμα).

 

Οποιαδήποτε νέα δικαιώματα ή συμφέροντα επί της ακίνητης  περιουσία που έχουν δημιουργηθεί διά ιδιοκτησιακού κωλύματος θα προστατεύονται από το Δικαστήριο. Αναγνωρίζεται αγώγιμο δικαίωμα διά του ιδιοκτησιακού κωλύματος...

« Το ιδιοκτησιακό κώλυμα , όπως και το promıssary estoppel, δημιουργείται με την παρέμβαση των αρχών της επιείκειας. Παρεμβαίνουν οι αναλλοίωτες αξίες των αρχών της επιείκειας για να απαμβλύνουν τις αδικίες που προκαλεί η αυστηρή εφαρμογή του νόμου. Οι παλαιές υποθέσεις περιέγραφαν το φαινόμενο αυτό ως η παρέμβαση του δικαίου στις νομικές και συμβατικές σχέσεις των μερών... Η πρώτος πυλώνας  επί του  οποίου  στηρίζεται  η αρχή της επιείκειας είναι αυτός που εμποδίζει την αυστηρή εφαρμογή δικαιωμάτων που πηγάζουν από τον νόμο, είτε τα δικαιώματα αυτά πηγάζουν από μια σύμβαση ή απο κάποιο νόμο, εκεί όπου η  εφαρμογή των νομικών δικαιωμάτων θα δημιουργούσε μεγάλη αδικία δεδομένου της συμπεριφοράς του μέρους που επικαλείται την αυστηρή εφαρμογή του δικαιώματος.  Ποια είναι η συμπεριφορά ή δοσοληψίες που θα εμποδίσουν το μέρος να επικαλείται αυστηρή τήρηση των δικαιωμάτων, . «Όταν, επί παραδείγματι, κάνει δεσμευτική συμφωνία με το άλλο μέρος, ότι δεν θα επιμένει στην αυστηρή τήρηση των δικαιωμάτων του το Δικαστήριο μπορεί να χρησιμοποιήσει τις αρχές της επιείκειας ότι θα τηρήσει την υπόσχεση αυτή. Ακόμη και εάν δεν προβεί σε δεσμευτική συμφωνία ότι θα επιμένει στα νομικά του δικαιώματα, αλλά έχει υποσχεθεί ότι δεν θα επιμένει στα δικαιώματα του  και εάν με την συμπεριφορά του έχει παραπλανήσει το άλλο μέρος ή αφήσει να νοηθεί με την συμπεριφορά του οτι δεν θα επιμένει στην αυστηρή εφαρμογή του νόμου και το άλλο μέρος έχει προσαρμόσει την θέση του βασιζόμενο σ’ αυτή την συμπεριφορά τότε το Δικαστήριο δεν θα τον απαλλάξει από αυτή την υπόσχεση. Το Δικαστήριο δεν θα τον απαλλάξει από την συγκεκριμένη υπόσχεση ακόμη και εάν δεν έχει δοθεί καμία αντιπαροχή για την υπόσχεση του να μην διεκδικήσει όλα τα νομικά του δικαιώματα. Εάν έχει συμπεριφερθεί με τρόπο που προκύπτει ότι γνωρίζει ότι το άλλο μέρος θα βασισθεί στις παραστάσεις του για να μεταβάλει την θέση του και το άλλο μέρος πράγματι έχει μεταβάλει την θέση του εξαιτίας των παραστάσεων ή της συμπεριφοράς και πάλι θα έχουν εφαρμογή οι αρχές της επιείκειας για να αποφευχθεί η αδικία που έχει υποστεί το άλλο μέρος βασιζόμενο στις παραστάσεις ή στην συμπεριφορά. Το αδικημένο μέρος μπορεί να καταφύγει στις αρχές της επιείκειας ακόμη και όταν δεν υπήρχε ρητή υπόσχεση του άλλου. Το μόνο που χρειάζεται να αποδείξει είναι ότι υπήρχε συμπεριφορά ή ενθάρρυνση από τον άλλο ώστε να έχει δημιουργηθεί ανάλογη προσδοκία σε σχέση με την ακίνητη περιουσία… Εκείνη η συμπεριφορά δεν δημιουργεί νέα συμφωνία μεταξύ των μερών αλλά προκαλεί την επίκληση των αρχών της επιείκειας  ώστε να αποφευχθεί η αδικία.... Το Δικαστήριο θα πρέπει να αξιολογήσει τα δεδομένα τις κάθε περίπτωσης και να αποφασίσει πως μπορεί να το δίκαιο υπό της περιστάσεις να ικανοποιηθεί.»

 

Στην υπόθεση Crabb πιο πάνω, το κοινοτικό συμβούλιο ουδέποτε προέβη σε δεσμευτική συμφωνία με τον Crabb να του παραχωρήσουν δικαίωμα διόδου από δύο σημεία του ακινήτου του. Όμως από την αρχή  του επέτρεψαν να χρησιμοποιεί και τα δύο σημεία ως δίοδο και σε κάποιο στάδιο είχαν αναγείρει πύλες στα δύο σημεία παραπλανώντας τον να νομίζει ότι είχε αυτό το δικαίωμα. Στην συνέχεια ο Crabb πώλησε το ένα μερίδιο του ακινήτου σε τρίτο πρόσωπο χωρίς να επιφυλάξει για τον εαυτό του νόμιμο δικαίωμα διόδου βασιζόμενο στις παραστάσεις και την συμπεριφορά του κοινοτικού συμβουλίου ότι είχε δικαίωμα στην δίοδο όπου είχαν αναγείρει πύλες. Το Δικαστήριο εφαρμόζοντας την αρχή του ιδιοκτησιακού κωλύματος διαφύλαξε το δικαίωμα διόδου του Crabb χωρίς να τον υποχρεώσει να πληρώσει επιπρόσθετα χρήματα για την χρήση της διόδου.

Σημειώνεται ότι σε όλες τις περιπτώσεις που το δίκαιο της επιείκειας εφαρμόζεται για να αποφευχθεί η αδικία η θεραπεία που παραχωρείται στο μέρος που έχει αδικηθεί περιορίζεται στο μέτρο ώστε να αποφευχθεί η αδικία. Δεν γίνεται η επίκληση του δικαίου ώστε το αδικημένο μέρος να αποκτήσει κάποιο πλεονέκτημα που θα ήταν το δικαίωμα του να το αποκτήσει στην περίπτωση αναγνώρισης δεσμευτικής συμφωνίας. Αυτό λέχθηκε με σαφήνεια στην Αγγλική υπόθεση Jennings v. Rice [2002] EWCA 159 όπου λέχθηκε ότι η εξουσία του Δικαστηρίου να ανακουφίσει τον αιτητή από το βάρος της αδικίας περιορίζεται διότι σκοπός αυτής της θεραπείας είναι η αποφυγή μόνο της κατάφωρης αδικίας όχι η απόκτηση αναμενόμενης ωφέλειας στην περίπτωση ύπαρξης δεσμευτικής συμφωνίας.

"The essence of the doctrine of proprietary estoppel is to do what is necessary to avoid an unconscionable result, and a disproportionate remedy cannot be the right way of going about that".

 

Η εναγόμενη ανταπαιτεί όπως γίνει εγγραφή εκ νέου της εγγραφής προς όφελος της εναγόμενης δικαιώματος επικαρπίας εφ’ όρου ζωής.  Το συμβόλαιο που υπέγραψε προνοεί για τέτοιο δικαίωμα στην περίπτωση παράβασης της συμφωνίας. Περαιτέρω, το συμβόλαιο προνοεί  επί της παραγράφου 6 αυτής την πληρωμή αποζημιώσεων Η συντηρητική θεραπεία στην προκειμένη περίπτωση υπό τις περιστάσεις είναι  θεραπεία που θα είναι ικανοποιητική για να αποφευχθεί  η αδικία. Αυτή η θεραπεία είναι η απόρριψη της απαίτησης του ενάγοντα που αφορά την  ανάκτηση της κατοχής του ακινήτου. Ως υπέδειξε ο κ. Μαππουρίδης με αναφορά το άρθρο 18 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/1965, πιο κάτω, η ύπαρξη δικαιώματος επικαρπίας  μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εγγραφή του δικαιώματος ως το άρθρο 18:

 

18.-(1) Αι έγγραφοι δηλώσεις αίτινες προσάγονται τω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω υπό του δικαιοπάροχου και δικαιοδόχου οιουδήποτε ακινήτου διαλαμβάνουσι τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) περιγραφήν του ακινήτου ούτινος σκοπείται η μεταβίβασις, γενομένην δι’ αναφοράς εις την τοποθεσίαν αυτού, τον αριθμόν και ημερομηνίαν εγγραφής, την εκτετιμημένην αξίαν και την μερίδα ή συμφέρον ούτινος σκοπείται η μεταβίβασις

(β) βεβαίωσιν περί του εάν επήλθεν οιαδήποτε αλλαγή εις την κατάστασιν του ακινήτου ούτινος σκοπείται η μεταβίβασις, ως αύτη περιγράφεται εν τη εγγραφή αυτού, και περί της φύσεως της τοιαύτης αλλαγής, και βεβαίωσιν περί του εάν υπάρχη οιαδήποτε υφισταμένη μίσθωσις του τοιούτου ακινήτου

(γ) εις την περίπτωσιν του δικαιοπαρόχου, βεβαίωσιν αυτού ότι ούτος είναι το πρόσωπον όπερ εμφαίνεται ως κύριος του τοιούτου ακινήτου, και ότι εις αναγκαίως καθοριζομένην ημερομηνίαν συνεφώνησεν όπως μεταβιβάση τούτο εις τον δικαιοδόχον είτε εκ χαριστικής αιτίας είτε έναντι αντιπαροχής:

Νοείται ότι οσάκις δύο ή πλείονα ακίνητα περιλαμβάνωνται εν μια δηλώσει μεταβιβάσεως γενομένης επί αντιπαροχή, ή δι’ εν έκαστον ακίνητον αντιπαροχή καθορίζεται κεχωρισμένως

(δ) εις την περίπτωσιν του δικαιοδόχου, βεβαίωσιν αυτού ότι ούτος συνεφώνησεν όπως αποδεχθή την μεταβίβασιν του τοιούτου ακινήτου υπό τους καθοριζομένους εν τη βεβαιώσει του δικαιοπαρόχου όρους

(ε) βεβαίωσιν ότι δεν υφίσταται συμφωνία περί επαναμεταβιβάσεως του τοιούτου ακινήτου τω δικαιοπαρόχω επί τη πληρωμή ποσού τινος ή επί τω συμβάντι οιουδήποτε γεγονότος

(στ) βεβαίωσιν αφορώσαν εις το γεγονός ότι εκάτερος των συμβαλλομένων γνωρίζει τον έτερον και παρέχουσαν στοιχεία οιασδήποτε μεταξύ αυτών υφισταμένης συγγενείας

(ζ) βεβαίωσιν των συμβαλλομένων ότι ούτοι επιθυμούσιν όπως το ακίνητον μεταβιβασθή επ’ ονόματι του δικαιοδόχου

(η) οιανδήποτε τυχόν επιφύλαξιν γενομένην δυνάμει της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 11 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου ήτις θα καταχωρήται και υπογράφηται ενώπιον του αρμοδίου λειτουργού υπό του δικαιοπαρόχου και του δικαιοδόχου εν τω Τύπω Α τω καθοριζομένω εν τω Δευτέρω Παραρτήματι:

Νοείται ότι οσάκις το μεταβιβαζόμενον ακίνητον υπόκειται εις υποθήκην η δήλωσις της επιφυλάξεως δέον όπως φέρη και την συναίνεσιν του ενυποθήκου δανειστού και παντός εγγυητού του ενυποθήκου οφειλέτου ήτις θα υπογράφηται ενώπιον του αρμοδίου λειτουργού.

 

Η εν λόγω συμφωνία ουδέποτε κατατέθηκε στο κτηματολόγιο διότι κάτι τέτοιο θα καταστρατηγούσε τον σκοπό της συμφωνίας ήτοι, την ανάγκη εξασφάλιση του ενυπόθηκου δανειστή προκειμένου να γίνει επανεγγραφή του δικαιώματος επικαρπίας στην περίπτωση αθέτησης της συμφωνίας. Παρόλο ότι η συμφωνία προβλέπει την επανεγγραφή του δικαιώματος επικαρπίας στην περίπτωση αθέτησης της συμφωνίας δεν θεωρώ ότι αυτό είναι απαραίτητο να γίνει ενόψει της δημιουργίας ιδιοκτησιακού κωλύματος της εναγόμενης.   Η  κατάφωρη αδικία μπορεί να αποφευχθεί με την απόρριψη της αγωγής και την αναγνώριση της ύπαρξης ιδιοκτησιακού κωλύματος της εναγόμενης να οικήσει στην οικία που διαμένει τώρα για το υπόλοιπο της ζωής της.

Ως εκ τούτου η αγωγή απορρίπτεται. Αναγνωρίζεται ιδιοκτησιακό κώλυμα υπέρ της εναγόμενης να οικήσει στην οικία που διαμένει τώρα για το υπόλοιπο της ζωής της.  Τα υπόλοιπα αιτητικά  που αφορούν την ανταπαίτηση απορρίπτονται. Τα έξοδα της αγωγής επιδικάζονται υπέρ της εναγόμενης και εναντίον του ενάγοντα όπως αυτά υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                                    ……………………………………….

                                                                                    (Υπ.)Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Π.Ε.Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο