Ιερομόναχος Νίκος Χαραλάμπους Νικολάου ν. Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας μέσω του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Αρ. Έφεσης/Αίτησης: 16/2022, 23/1/2025
print
Τίτλος:
Ιερομόναχος Νίκος Χαραλάμπους Νικολάου ν. Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας μέσω του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Αρ. Έφεσης/Αίτησης: 16/2022, 23/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Ε.Δ.

 

Αρ. Έφεσης/Αίτησης: 16/2022

 

Αναφορικά με τον περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησης) Νόμο, Κεφ. 224 και Νόμοι με αριθμό Α3 του 1960 μέχρι 54(Ι) του 2021 και οι περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Παραχώρηση Τίτλων Ιδιοκτησίας σε Εκτοπισθέντες και άλλα πρόσωπα) Ειδικοί Κανονισμοί, ΚΔΠ 163/2006

 

Μεταξύ:

 

Ιερομόναχος Νίκος Χαραλάμπους Νικολάου

 

Εφεσείοντα/Αιτητή

-και-

 

Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας μέσω του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

Εφεσίβλητος/ Καθ’ ου η Αίτηση

 

Ημερομηνία: 23 Ιανουαρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για τον Εφεσείοντα - Αιτητή: κ. Γ. Τρίγγας

Για τον Εφεσίβλητο – Καθ’ ου η Αίτηση: κα. Τ. Μένοικου για Γενικό Εισαγγελέα

Για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη: κα Ν. Γρηγορίου για Χριστάκη Ν. Ματθαίου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό κρίση Αίτηση/ Έφεση (στο εξής «η Αίτηση»), ο Αιτητής, ουσιαστικά, επιζητεί την ακύρωση της απόφασης ημερ. 16.12.2021 του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (στο εξής «ο Διευθυντής»), με την οποία ο τελευταίος ειδοποίησε τον πρώτο ότι προτίθεται να προβεί σε διόρθωση της λανθασμένης εγγραφής ολόκληρου του επίδικου ακινήτου στο όνομα του και στην εγγραφή, επ’ ονόματι του, μόνο του ½ μεριδίου του επίδικου ακινήτου (στο εξής «η επίδικη Απόφαση του Διευθυντή»). Περαιτέρω, ο Αιτητής με την υπό κρίση Αίτηση επιζητεί διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο αυτός να αναγνωρίζεται ως ο μόνος νόμιμος ιδιοκτήτης ολόκληρου του επίδικου ακινήτου, ως επίσης και διάταγμα με το οποίο να ακυρώνεται η απόφαση/ ειδοποίηση του Διευθυντή ημερ. 18.11.2021.

 

Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 18(3) και 61(3) του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 (ως αυτός έχει τροποποιηθεί), στους περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Παραχώρηση Τίτλων Ιδιοκτησίας σε Εκτοπισθέντες και άλλα Πρόσωπα) (Ειδικοί Κανονισμοί, ΚΔΠ 163/2006), στους περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμούς του 1956, κανονισμοί 1-18, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, άρθρα 6 και 13, και στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος, ως επίσης και στη συμφυή εξουσία και γενική πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Αποτελείται δε η υπό κρίση Αίτηση από 10 συνολικά λόγους έφεσης και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Αιτητή. Σημειώνω, στο παρόν στάδιο, το εξής. Παρά το γεγονός ότι στην αγόρευση που καταχωρήθηκε εκ μέρους του Αιτητή στην υπό εξέταση Αίτηση, καταγράφονται αυτούσιοι οι εν λόγω 10 λόγοι έφεσης, επί της ουσίας, και ως τούτο αποκρυσταλλώθηκε από την εν λόγω αγόρευση του, ο βασικός λόγος επί του οποίου προωθεί την υπό εξέταση Αίτηση είναι η θέση του ότι ο Διευθυντής, στη βάση του άρθρου 61 του Κεφ. 224, δεν έχει εξουσία και/ή αρμοδιότητα να αποφανθεί επί διαφοράς που αφορά στην κυριότητα ακίνητης ιδιοκτησίας, για την οποία αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το Δικαστήριο και, επομένως, ο Διευθυντής δεν έχει αρμοδιότητα να προβεί στην διόρθωση του κατ’ ισχυρισμόν λάθους στον τίτλο ιδιοκτησίας που κατέχει ο Αιτητής, αφαιρώντας από την κυριότητα του τελευταίου ολόκληρο το επίδικο ακίνητο και εγγράφοντας σε αυτόν μόνο το 1/2 μερίδιο του επίδικου ακινήτου. Ουδέν άλλος λόγος έφεσης αναπτύσσεται στην αγόρευση του Αιτητή, με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι λόγοι να έχουν εγκαταλειφθεί από αυτόν (βλ. υπόθεση Στέλιος Σάββα και Υιοί Λιμιτεδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή αρ. 1/2019, απόφαση ημερ. 28.5.2020). 

 

Στην υπό κρίση Αίτηση, ο Διευθυντής, καταχώρησε ένσταση, η οποία εδράζεται σε 16 λόγους ένστασης και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της λειτουργού του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας, κας Β. Πάλμα (στο εξής «η ομνύουσα»). Σημειώνω εδώ ότι, κατόπιν σχετικής άδειας που δόθηκε στα ενδιαφερόμενα μέρη[1] - κληρονόμους των  αποβιωσάντων Η. Ιωάννου και Ε. Ιωάννου (στο εξής «το ζεύγος Ιωάννου») (οι οποίοι κατείχαν μέχρι και το θάνατο τους άδεια χρήσης για το ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου[2]), ένσταση στην υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε και εκ μέρους των εν λόγω ενδιαφερομένων μερών, με την οποία εγείρονται 11 συνολικά λόγοι ένστασης, ενώ τούτη υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κ. Χ. Ηλία (στο εξής «ο ομνύοντας») – ο οποίος είναι εγγονός και ένας εκ των κληρονόμων του ζεύγους Ιωάννου.

 

Δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω λεπτομερώς, είτε το μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, είτε αυτό που υποστηρίζει τις αντίστοιχες Ενστάσεις που καταχωρήθηκαν εκ μέρους του Διευθυντή και των ενδιαφερομένων μερών, καθότι αυτό θα αποτελούσε έργο αχρείαστο. Σκοπός της παρούσας απόφασης, δεν είναι η λεπτομερής παράθεση του συνόλου της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Κάτι τέτοιο, θεωρώ, ότι δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό, αφού, όπως θα διαφανεί πιο κάτω, το πραγματικό υπόβαθρο που περιβάλλει την υπό κρίση Αίτηση είναι, εν πολλοίς, κοινό και αδιαμφισβήτητο μεταξύ των μερών. Επί μέρους αναφορά στη μαρτυρία των διαδίκων, θα γίνει όπου αυτό κριθεί αναγκαίο, για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης. 

 

Προκαταρκτικά και προτού προχωρήσω να παραθέσω τα κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, θα ήθελα να πω τα εξής. Στο βαθμό που με την παρούσα Αίτηση επιζητείται η ακύρωση της απόφασης/ ειδοποίησης του Διευθυντή ημερ. 18.11.2021, με την οποία αυτός γνωστοποίησε στον Αιτητή, την πρόθεσή του να προβεί σε διόρθωση του κατ’ ισχυρισμόν λάθους, με την διαγραφή από το πιστοποιητικό εγγραφής/ ιδιοκτησίας του Αιτητή ολόκληρου του επίδικου ακινήτου στο όνομα του και την εγγραφή επ’ ονόματι του, του ½ μεριδίου του επίδικου ακινήτου, τούτη είναι έκθετη σε απόρριψη, καθότι είναι εκπρόθεσμη. Το δικαιοδοτικό πλαίσιο της υπό κρίση Αίτησης (ως αυτό αναλύεται λεπτομερώς κατωτέρω) είναι, μεταξύ άλλων, το άρθρο 80 του Κεφ. 224, το οποίο προνοεί ότι κάθε πρόσωπο το οποίο έχει παράπονο κατά οποιασδήποτε ειδοποίησης, γνωστοποίησης ή απόφασης του Διευθυντή που δόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω Νόμου, δύναται, εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της εν λόγω απόφασης, να εφεσιβάλει αυτήν στο Δικαστήριο. Εν προκειμένω, και ως τούτο προκύπτει από τα Τεκμήρια Ο4 έως Ο6 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση του Διευθυντή, η εν λόγω ειδοποίηση του Διευθυντή ημερ. 18.11.2021 γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή, μέσω συστημένου ταχυδρομείου, στις 30.11.2021, θέση η οποία ουδόλως αμφισβητήθηκε από τον τελευταίο. Με δεδομένο ότι η υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε στις 12.1.2022, και δη πέραν των 30 ημερών αργότερα, είναι ξεκάθαρο ότι η υπό κρίση Αίτηση σε σχέση με την εν λόγω ειδοποίηση/ απόφαση του Διευθυντή ημερ. 18.11.2021, είναι εκπρόθεσμη.

 

Επομένως, η υπό κρίση Αίτηση, θα εξεταστεί σε συνάρτηση μόνο με τα όσα αφορούν στην επίδικη Απόφαση του Διευθυντή, η οποία συνιστά, ουσιαστικά, και το πραγματικό αντικείμενο της παρούσας Αίτησης, και με την οποία ο Διευθυντής αποφάνθηκε τελεσίδικα αναφορικά με την ένσταση που υπέβαλε ο Αιτητής στην πιο πάνω ειδοποίηση/ απόφαση ημερ. 18.11.2021, και με την οποία ο Διευθυντής αποφάσισε να προχωρήσει, δυνάμει του άρθρου 61 του Κεφ. 224, στην διόρθωση της λανθασμένης εγγραφής ολόκληρου του επίδικου ακινήτου στο όνομα του Αιτητή και στην εγγραφή, στο όνομα του τελευταίου, του ½ μεριδίου του επίδικου ακινήτου.

 

Πραγματικό Υπόβαθρο – Κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα

 

Έχοντας εξετάσει και αξιολογήσει το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων τόσο της Αίτησης όσο και της Ένστασης του Διευθυντή αλλά και αυτής των ενδιαφερομένων μερών, προκύπτει το ακόλουθο υπόβαθρο γεγονότων, το οποίο είτε αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων, είτε παρέμεινε, κατ' ουσίαν, αναντίλεκτο:

 

1.     Το επίδικο ακίνητο αποτελεί οικόπεδο που εντάχθηκε για σκοπούς Αυτοστέγασης, στη Φάση Β, στους Αγίους Τριμιθιάς. Για το εν λόγω ακίνητο δόθηκαν, από την Κυπριακή Δημοκρατία, δύο διαφορετικές άδειες χρήσης, και δη μία για έκαστο ½ μερίδιο αυτού – μία, η οποία φέρει ημερομηνία 5.8.1978, η οποία παραχωρήθηκε στον παππού του Αιτητή (ο οποίος σήμερα είναι αποβιώσας) και η άλλη φέρει ημερομηνία 29.6.1978, η οποία παραχωρήθηκε στον Η. Ιωάννου (ο οποίος, επίσης, έχει αποβιώσει και είναι ο παππούς των ενδιαφερομένων μερών) (βλ. Τεκμήριο Β και Γ, αντίστοιχα, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση του Διευθυντή[3]). Τα πιο πάνω πρόσωπα - δικαιούχοι των πιο πάνω αδειών χρήσης, ήταν εκτοπισθέντες από την τουρκική εισβολή.

 

2.     Στο επίδικο ακίνητο ανεγέρθηκαν δύο οικιστικές μονάδες[4], μία σε έκαστο ½ μερίδιο αυτού, οι οποίες προέκυψαν από τις δύο πιο πάνω άδειες χρήσης.

 

3.     Κατά τις 6.2.1994 υπεγράφη Συμφωνία Μίσθωσης για το ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου μεταξύ του Έπαρχου Λευκωσίας και του Η. Ιωάννου και εκδόθηκε βάσει αυτής Πιστοποιητικό Ιδιοκατοίκησης ημερ. 14.4.1994 (βλ. Τεκμήριο Δ), ενώ ανάλογη Συμφωνία Μίσθωσης, για το υπόλοιπο ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου, υπεγράφη μεταξύ του Έπαρχου Λευκωσίας και του παππού του Αιτητή, στις 26.10.1994, και στη βάση αυτής εκδόθηκε, στις 8.11.1994, σχετικό Πιστοποιητικό Ιδιοκατοίκησης (βλ. Τεκμήριο Ε).

 

4.     Κατά το έτος 2002 (όταν πλέον ο παππούς του Αιτητή είχε αποβιώσει), ο Αιτητής προέβη σε αίτημα προς την Υπηρεσία Μέριμνας και Αποκατάστασης Εκτοπισθέντων (στο εξής «η Υπηρεσία Μέριμνας») για να του μεταβιβαστεί/ παραχωρηθεί η οικία του αποβιώσαντα παππού του, η οποία είχε ανεγερθεί στο ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου, δηλαδή στο μερίδιο του ακινήτου στο οποίο δικαιούχος ήταν ο παππούς του. Το εν λόγω αίτημα του δεν έγινε αποδεκτό από την Υπηρεσία Μέριμνας, βάσει της απόφασης της ημερ. 7.10.2002, καθότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τα σχετικά κριτήρια επειδή ήταν μονήρης (βλ. Τεκμήριο ΣΤ1-2).

 

5.     Ακολούθως, περί το έτος 2005, ο Αιτητής υπέβαλε εκ νέου αίτημα προς την Υπηρεσία Μέριμνας για παραχώρηση σε αυτόν της οικίας του αποβιώσαντα παππού του, η οποία είχε ανεγερθεί στο ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου για το οποίο δικαιούχος, δυνάμει σχετικής άδειας χρήσης, ήταν ο αποβιώσας (βλ. Τεκμήριο Η). Η Υπηρεσία Μέριμνας, βάσει της απόφασης της ημερ. 21.2.2005, ενέκρινε το εν λόγω αίτημα του Αιτητή (βλ. Τεκμήριο Η3-4). Στη συνέχεια, και δη στις 24.5.2005, μεταξύ του Αιτητή και του Έπαρχου Λευκωσίας, υπογράφτηκε σύμβαση δυνάμει της οποίας εκχωρήθηκε στον πρώτο η άδεια χρήσης που κατείχε ο αποβιώσαντας παππούς του για το ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου (βλ. Τεκμήριο Ζ2-4).

 

6.     Στις 8.2.2006, η Υπηρεσία Μέριμνας, κατά τον καθορισμό του καταλόγου των δικαιούχων (ο οποίος θα κατατίθετο στο Υπουργικό Συμβούλιο, για την τιτλοποίηση των οικοπέδων στην Αυτοστέγαση (Συνοικισμός Αυτοστέγασης, Άγιοι Τριμιθιάς, Φάση Β)) και του μεριδίου που θα μεταβιβάζετο στον κάθε δικαιούχο, καθόρισε τον Αιτητή ως τον μόνο δικαιούχο ολόκληρου του επίδικου ακινήτου (βλ. Τεκμήριο Θ). Ακολούθως, στις 8.7.2011 ενεγράφη ολόκληρο το επίδικο ακίνητο στο όνομα του Αιτητή (βλ. Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό εξέταση Αίτηση).

 

7.     Στις 31.1.2018, ο δικηγόρος των ενδιαφερομένων μερών απέστειλε επιστολή προς τον Έπαρχο Λευκωσίας με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη παραπονούνταν για το γεγονός ότι ολόκληρο το επίδικο ακίνητο, περιλαμβανομένου του ½ μεριδίου του εν λόγω ακινήτου για το οποίο κατείχε άδεια χρήσης ο αποβιώσαντας παππούς τους (Η. Ιωάννου), μεταβιβάστηκε στο όνομα του Αιτητή, και καλούσαν τον Έπαρχο να αποκαταστήσει την προηγούμενη τάξη πραγμάτων.

 

8.     Κατόπιν των παραστάσεων των ενδιαφερομένων μερών, η Υπηρεσία Μέριμνας απέστειλε επιστολή προς το δικηγόρο τους, ημερομηνίας 18.5.2020, με την οποία τον ενημέρωνε ότι μετά από σχετικό έλεγχο διαφάνηκε ότι εκ παραδρομής τιτλοποιήθηκε ολόκληρο το επίδικο ακίνητο στο όνομα του Αιτητή (βλ. Τεκμήριο Ι4). Η Υπηρεσία Μέριμνας απέστειλε σχετική επιστολή, ίδιας ημερομηνίας, και στον Διευθυντή, στην οποία του ανέφερε ότι είχε γίνει εκ παραδρομής λάθος με την εγγραφή ολόκληρου του επίδικου ακινήτου στο όνομα του Αιτητή και του απέστελλε, για τις δικές του ενέργειες, όλους τους σχετικούς φακέλους (βλ. Τεκμήριο Ι1-3).

 

9.     Ακολούθως, ο Διευθυντής απέστειλε προς την Υπηρεσία Μέριμνας επιστολή ημερ. 13.7.2020 με την οποία ζητούσε στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι ο Αιτητής είναι το πρόσωπο που δικαιούτο εγγραφής του ½ μεριδίου του επίδικου ακινήτου (για το οποίο άδεια χρήσης κατείχετο από τον αποβιώσαντα παππού του) και ζήτησε όπως του αποσταλούν τα πιστά αντίγραφα των σχετικών αδειών χρήσης που κατείχαν ο παππούς του Αιτητή και ο Η. Ιωάννου (βλ. Τεκμήριο Λ1). Η Υπηρεσία Μέριμνας απάντησε στην εν λόγω επιστολή με την επιστολή της ημερ. 6.8.2020, με την οποία απέστειλε στο Διευθυντή τα έγγραφα που της είχαν ζητηθεί (βλ. Τεκμήρια Λ2-12).

 

10.  Στο μεταξύ, στις 9.7.2021, η Υπηρεσία Μέριμνας ενημέρωσε το Υπουργείο Εσωτερικών, μέσω σχετικής της επιστολής, στην οποία επισύναψε όλα τα σχετικά έγγραφα (η οποία κοινοποιήθηκε στο Διευθυντή στις 29.7.2021), αναφορικά με το κατ’ ισχυρισμόν λάθος που προέκυψε στην εγγραφή ολόκληρου του επίδικου ακινήτου στο όνομα του Αιτητή, ως επίσης και για την αρχική της απόφαση (ημερ. 21.2.2005) να εγκρίνει το αίτημα του Αιτητή για να του παραχωρηθεί η κατοικία που ανήκε στον αποβιώσαντα παππού του, και η οποία είχε ανεγερθεί στο ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου (βλ. Τεκμήρια Μ1-5).

 

11.  Περαιτέρω, στις 9.7.2021 η Υπηρεσία Μέριμνας εισηγήθηκε στον Διευθυντή όπως γίνουν οι ανάλογες διεργασίες για να ανακληθεί ο τίτλος ιδιοκτησίας ολόκληρου του επίδικου ακινήτου στο όνομα του Αιτητή, με σκοπό να διορθωθεί το λάθος στον εν λόγω τίτλο ιδιοκτησίας και να εγγραφεί το ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου στον Αιτητή (για το οποίο ο τελευταίος είχε υπογράψει σχετική άδεια χρήσης ημερ. 24.5.2005) και το υπόλοιπο ½ μερίδιο να εγγραφεί επ’ ονόματι του ζεύγους Ιωάννου, στη βάση της άδειας χρήσης ημερ. 29.6.1978 που κατείχε ο αποβιώσας Η. Ιωάννου. (βλ. Τεκμήριο Ν1-4).

 

12.  Στις 8.10.2021 το Υπουργικό Συμβούλιο ανακάλεσε μερικώς την απόφαση του, με αρ. 72.209 και ημερ. 17.6.2011, η οποία αφορούσε την εγγραφή και τιτλοποίηση ολόκληρου του επίδικου ακινήτου στο όνομα του Αιτητή (στη βάση του σχετικού καταλόγου δικαιούχων ημερ. 8.2.2006 ο οποίος αποστάληκε από την Υπηρεσία Μέριμνας) και ενέκρινε την εγγραφή και τιτλοποίηση στο όνομα του, του ½ μεριδίου του επίδικου ακινήτου, στο οποίο προηγουμένως δικαιούχος ήταν ο αποβιώσαντας παππούς του και για το οποίο ο Αιτητής, στις 24.5.2005, υπέγραψε σχετική συμφωνία εκχώρησης σε αυτόν της εν λόγω άδειας χρήσης, και την εγγραφή και τιτλοποίηση του υπόλοιπου ½ μεριδίου στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ακολούθως, στις 13.10.2021, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών απέστειλε επιστολή στον Διευθυντή με την οποία τον πληροφορούσε για την πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ. σχετικά τα Τεκμήρια Ξ1-5).

 

13.  Ακολούθως, ο Διευθυντής απέστειλε στον Αιτητή, βάσει του άρθρου 61 του Κεφ. 224, την ειδοποίηση ημερ. 18.11.2021 (Τεκμήριο Ο1-3), με την οποία τον ενημέρωνε για όλα τα ανωτέρω και ότι κατά τον καθορισμό των δικαιούχων από την Υπηρεσία Μέριμνας (στις 8.2.2006), εκ παραδρομής καθορίστηκε ο ίδιος ως ο μόνος δικαιούχος ολόκληρου του επίδικου ακινήτου, ως επίσης και ότι λανθασμένα τιτλοποιήθηκε τούτο (το ακίνητο) μόνο στο όνομα του, ενώ η ορθή εγγραφή και τιτλοποίηση στο όνομα του ήταν μόνο για το ½ μερίδιο αυτού. Περαιτέρω, στη βάση της πιο πάνω ειδοποίησης, ο Διευθυντής τον ενημέρωσε, ότι θα προχωρούσε στη διόρθωση του εν λόγω λάθους, με τη διόρθωση των σχετικών καταχωρήσεων στο κτηματολογικό μητρώο, καταχωρώντας τον Αιτητή ως τον ιδιοκτήτη μόνο του ½ μεριδίου του επίδικου ακινήτου. (βλ. Τεκμήριο Ο1-6).

 

14.  Ο Αιτητής έλαβε γνώση της πιο πάνω ειδοποίησης, στις 30.11.2021, και, ακολούθως, μέσω του δικηγόρου του, στις 10.12.2021 (και δη εμπρόθεσμα) υπέβαλε ένσταση σε αυτήν. Με την εν λόγω ένσταση του, ο Αιτητής ανέφερε, μεταξύ άλλων, στον Διευθυντή ότι είχε υπογράψει, στις 24.5.2005, με τον Έπαρχο, συμφωνία για να του παραχωρηθεί άδεια χρήσης για το ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου στο οποίο ο αποβιώσαντας παππούς του ανήγειρε μία κατοικία και ότι το υπόλοιπο ½, κατείχετο από το ζεύγος Ιωάννου μέχρι το θάνατο τους, δυνάμει αντίστοιχης άδειας χρήσης. Επίσης, ανέφερε στον Διευθυντή ότι αφότου απεβίωσε το ζεύγος Ιωάννου, το ½ μερίδιο που τους αναλογούσε αφέθηκε ερειπωμένο και ο ίδιος προέβη σε μετατροπές και ενοποίησε τα δύο κτίσματα που υπήρχαν επί ολόκληρου του ακινήτου, με δικά του έξοδα (βλ. Τεκμήριο Π1-6).

 

15.  Ακολούθως, ο Διευθυντής προχώρησε στην έκδοση της επίδικης Απόφασης του (Τεκμήριο Ρ), με την οποία ενημέρωνε τον Αιτητή και τον δικηγόρο του ότι θα προχωρήσει σε διόρθωση του εν λόγω λάθους της εγγραφής και τιτλοποίησης ολόκληρου του επίδικου ακινήτου στο όνομα του Αιτητή και ότι θα προχωρούσε στην εγγραφή επ’ ονόματι του, μόνο του ½ μεριδίου του επίδικου ακινήτου για το οποίο ο τελευταίος κατείχε σχετική άδεια χρήσης δυνάμει της πιο πάνω συμφωνίας ημερ. 24.5.2005, εκτός αν εντός 30 ημερών υποβάλει αίτηση/ έφεση στο Δικαστήριο.

 

16.  Ο Αιτητής καταχώρησε στις 12.1.2022 (και δη εμπρόθεσμα), την υπό κρίση Αίτηση.

 

Ακροαματική διαδικασία

 

Κανένας εκ των ενόρκως δηλούντων δεν αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ενόρκου δηλώσεως του και όλες οι πλευρές ετοίμασαν και παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση της υπόθεσης.

 

Νομική Πτυχή

 

Το δικαιοδοτικό πλαίσιο, στη βάση του οποίου οι αποφάσεις του Διευθυντή του Κτηματολογίου υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, παρέχεται από το άρθρο 80 του Κεφ. 224, το οποίο προνοεί τα εξής: 

«Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει παράπονο κατά οποιασδήποτε διαταγής, ειδοποίησης ή απόφασης του Διευθυντή, που διενεργήθηκε, δόθηκε ή λήφθηκε δυνάµει των διατάξεων του Νόµου αυτού δύναται, εντός τριάντα ηµερών από την ηµεροµηνία κοινοποίησης σε αυτόν της διαταγής αυτής, ειδοποίησης ή απόφασης να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει επί αυτής τέτοιο διάταγµα ως ήθελε είναι δίκαιο αλλά, κανένα Δικαστήριο δεν επιλαµβάνεται οποιασδήποτε αγωγής ή διαδικασίας επί οποιουδήποτε ζητήµατος σε σχέση µε το οποίο ο Διευθυντής έχει εξουσία να ενεργεί δυνάµει των διατάξεων του Νόµου αυτού, εκτός µε έφεση όπως προνοείται στο άρθρο αυτό: 

Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται, αν ικανοποιηθεί ότι λόγω απουσίας από τη Δηµοκρατία, ασθένειας ή άλλης εύλογης αιτίας το παραπονούµενο πρόσωπο εµποδίζετο από του να υποβάλει έφεση εντός της περιόδου των τριάντα ηµερών, να παρατείνει την προθεσµία εντός της οποίας δύναται να υποβληθεί έφεση υπό τέτοιους όρους όπως αυτό ήθελε θεωρήσει σκόπιµο».

 

Είναι καλώς εμπεδωμένη νομολογιακή αρχή πως, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων του Διευθυντή Κτηματολογίου από Επαρχιακό Δικαστή, ισχύουν οι αρχές οι οποίες διέπουν τον δικαστικό έλεγχο διοικητικών πράξεων που εμπίπτουν εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου, με τη διαφορά, όμως, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν οφείλει να περιοριστεί σε έλεγχο νομιμότητας, αλλά δύναται να ελέγξει και την ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή και μάλιστα δύναται να αντικαταστήσει την κρίση του Διευθυντή με τη δική του (βλ. Χατζησοφρωνίου κ.α. ν. Δημοσθένους (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 885), με σκοπό τη ρύθμιση των δικαιωμάτων των διαδίκων με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Προκοπίου ν. Ryan  (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1982).

 

Στην υπόθεση Ελλη Μιχαήλ Κτωρίδη ν. Επαρχου Λεμεσού, δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.α. (2005) 1 ΑAΔ 541, επαναλήφθηκε η αρχή ότι  το  βάρος είναι στον Εφεσείοντα/Αιτητή να καταδείξει ότι η απόφαση του Διευθυντή, ως του κατ’ εξοχήν αρμοδίου στο ζήτημα, είναι λανθασμένη, εγχείρημα όχι ευχερές και μέλλον να πετύχει μόνο αν συντρέχουν ισχυροί λόγοι που να το στηρίζουν. 

 

Ως προς τη δυνατότητα και/ή εξουσία του Διευθυντή του Κτηματολογίου να διορθώνει λάθη ή παραλείψεις στο κτηματικό μητρώο ή σε οποιοδήποτε βιβλίο ή σχέδιο του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου ή σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό εγγραφής, σχετικό είναι το άρθρο 61 του Κεφ. 224, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«61.—(1) Ο Διευθυντής δύναται να διορθώσει οποιοδήποτε λάθος ή παράλειψη στο Κτηματικό Μητρώο ή σε οποιοδήποτε βιβλίο ή σχέδιο του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, ή σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό εγγραφής, και κάθε τέτοιο Μητρώο, βιβλίο, σχέδιο ή πιστοποιητικό εγγραφής που διορθώθηκε με τον τρόπο αυτό έχει την ίδια εγκυρότητα και ισχύ όπως αν το λάθος αυτό ή η παράλειψη αυτή να μην είχε γίνει.

(2) Όταν λόγω λάθους, παράλειψης, ψευδούς βεβαίωσης ή ψευδούς παράστασης που έγινε καλή τη πίστει ή δόλια, διενεργηθεί οποιαδήποτε εγγραφή σε οποιοδήποτε βιβλίο Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, ο Διευθυντής δύναται, μετά την διαπίστωση των αληθινών γεγονότων, να προβεί σε ακύρωση της εγγραφής αυτής καθώς και κάθε πιστοποιητικού που σχετίζεται με την εγγραφή αυτή.

(3) Καμιά τροποποίηση, διόρθωση ή ακύρωση δεν διενεργείται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) ή (2) εκτός αν δοθεί από το Διευθυντή προηγούμενη ειδοποίηση τριάντα ημερών σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δυνατό να επηρεάζεται από αυτή, και οποιοδήποτε πρόσωπο δύναται, εντός της περιόδου των τριάντα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία δόθηκε η ειδοποίηση αυτή, να καταχωρήσει ένσταση στο Διευθυντή ο οποίος για τούτο εξετάζει αυτή και δίνει ειδοποίηση για την απόφασή του επί αυτής στον ενιστάμενο.»

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι η διόρθωση λαθών στα κτηματολογικά βιβλία και σχέδια αποτελεί πρωτογενή ευθύνη του Διευθυντή του Κτηματολογίου. Η πραγματογνωμοσύνη του Τμήματος του Κτηματολογίου, τα μέσα και στοιχεία που οι κτηματολογικές αρχές έχουν στην διάθεση τους, καθιστούν το Διευθυντή τον φυσιολογικό φορέα διόρθωσης ή επίλυσης των διαφορών στις οποίες αναφέρονται οι πρόνοιες του άρθρου 61 του Νόμου (βλ. Papaloizou v. Themistokleous V22  CLR 177Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 ΑΑΔ 448 και Χ’’ Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.α (1993) 1 ΑΑΔ 844).

 

Στην υπόθεση Papaloizou (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι όπου υπάρχει ισχυρισμός για λάθος στα βιβλία ή τα σχέδια του Κτηματολογίου, λόγω του συνδυασμού των άρθρων 75 και 59 του Κεφ. 231 (τα σημερινά άρθρα 80 και 61 του Κεφ. 224), το θέμα θα πρέπει κατ’ αρχάς να παραπέμπεται στο Διευθυντή του Κτηματολογίου για την απόφαση του και μόνο αφού αυτός αποφασίσει μπορεί το θέμα να αχθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου με έφεση (βλ. επίσης Λοΐζου ν. Πολεμίτη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1349).

 

Στην υπόθεση Φιλίππου (ανωτέρω), το θέμα τέθηκε ως εξής:

 

«Η διόρθωση λάθους συνιστά κατ’ εξοχήν διοικητική λειτουργία η οποία ανάγεται στην αρμοδιότητα του τμήματος το οποίο είναι υπεύθυνο για το λάθος. Άλλωστε, το Κτηματολόγιο είναι εξόχως σε θέση να διαπιστώσει λάθη σε κτηματολογικές εγγραφές και μητρώα. Πρόκειται για διοικητική λειτουργία στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Ο δικαστικός έλεγχος που προβλέπεται από το άρθρο 80 διασφαλίζει στο ακέραιο το δικαίωμα του πολίτη για προσφυγή στο δικαστήριο για την προστασία των δικαιωμάτων του που θίγονται από σφάλματα των Διοικητικών Αρχών. Εφόσον το θέμα αφορά κατ’ εξοχή ιδιωτικά δικαιώματα, δικαιοδοσία για την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης παρέχεται στα πολιτικά δικαστήρια της χώρας (βλ. Valana v. Republic, 3 R.S.C.C, 41, Hadjikyriakou v. Hadjiapostolou and Others, 3 R.S.C.C. 89, Charalambides v. Republic, 4 R.S.C.C 114, Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 CLR 623 και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 CLR 2342)».

 

Στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Χατζηκυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362, αναφέρθηκε ότι η εφαρμογή του Άρθρου 61 του Κεφ. 224 περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που το λάθος μπορεί να βρεθεί και να διορθωθεί από τα σχέδια και βιβλία του Κτηματολογίου, χωρίς περαιτέρω έρευνα. Στην υπόθεση Φελλά κ.ά. ν. Χατζησάββα (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2075, λέχθηκαν, επίσης, τα εξής:

 

«Μια σειρά αποφάσεων, αρχίζοντας από την Hassidoff ν. Santi & others (1970) 1 C.L.R. 220, έχει διευκρινίσει τη φύση του λάθους ή παράλειψης, που ο διευθυντής έχει εξουσία να διορθώσει, καταφεύγοντας στο άρθρ. 61 και έχει συνάμα προσδιορίσει και το δικαιοδοτικό εύρος του άρθρ. 80.  Θα μπορούσε να λεχθεί συνοπτικά ότι η χρήση της διαδικασίας αυτής είναι εφικτή όταν ενδοτμηματικά, από τα επίσημα στοιχεία στην κατοχή του, ο Διευθυντής εντοπίζει λάθος ή παράλειψη.  Στις περιπτώσεις όμως στις οποίες επιβάλλεται η λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας, η υπόθεση ξεφεύγει από την αρμοδιότητα αυτή του διευθυντή.

 

Το παρακάτω απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση του Πική, Π., στην Φανή ν. Διευθυντή Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος Λευκωσίας κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1760, ανασκοπεί τη βασική νομολογία και δίνει περιεκτικά τους βασικούς κανόνες:

"Στη Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 448, υποδείξαμε ότι η επίλυση κτηματικών διαφορών ουσίας κείται εκτός του πλαισίου του άρθρ. 61 του Κεφ. 224.  Όπως και πρόσφατα εξηγήσαμε, στην Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά(1999) 1 Α.Α.Δ. 749, η εξουσία του Διευθυντή του Κτηματολογίου, βάσει του άρθρου 61, περιορίζεται σε διορθώσεις "(α) λαθών και (β) παραλείψεων, οι οποίες διαπιστώνονται σε (ι) βιβλία ή (ιι) σχέδια του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, και (ιιι) στο πιστοποιητικό εγγραφής ακινήτου (τίτλος ιδιοκτησίας). Ό,τι υπόκειται σε διόρθωση είναι το λάθος ή η παράλειψη.  Η διόρθωση σκοπεί στην αποκατάσταση της αυθεντικότητας των κτηματολογικών σχεδίων βιβλίων και εγγραφών.

 

Στην Abraham Hassidoff v. Paul Antoine-Aristide Santi and Others (1970) 1 C.L.R. 220 και σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων, υπογραμμίζεται ότι η επίλυση διαφορών, αναγόμενων στην ιδιοκτησία ακινήτου ως εκ της φύσεώς τους, αποτελεί αρμοδιότητα των Δικαστικών Αρχών και υπάγονται στη δικαιοδοσία πολιτικού δικαστηρίου - (βλ., μεταξύ άλλων, Λιασίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 185, Φιλίππου ν. Στυλιανού (ανωτέρω), Χ"Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844 και Νεοφύτου ν. Δ/ντή Κτηματολογίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 842).

 

Τα περιουσιακά δικαιώματα αποτελούν μέρος των αστικών δικαιωμάτων του ατόμου, η διάγνωση των οποίων ανάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου - (βλ., άρθρ. 30.2 του Συντάγματος)."

 

Θα προσθέταμε, άνκαι το θέμα δε συζητήθηκε, απλώς τέθηκε, ότι η καλόπιστη ή δόλια ψευδής βεβαίωση ή ψευδής παράσταση στο άρθρ. 61(1)(2) δεν μπορεί να αναφέρεται σ' αυτή την περίπτωση, αλλά σε εύκολα διαπιστούμενη από τα κτηματολογικά στοιχεία κατάσταση πραγμάτων μέσα στο πνεύμα των αποφάσεων που εξηγεί το άρθρ. 61.  Η απάτη είναι σύνθετη νομική έννοια που δεν προσφέρεται συνήθως σε απλή διοικητική έρευνα με περιορισμένα μέσα διερεύνησης[5]. Εδώ έχουμε διαφορά ουσίας που δεν επιλύεται με τη χρήση της διαδικασίας του άρθρ. 80.  Είναι επομένως ορθή η παραπάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου».

 

Σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι σαφείς οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ περιουσιακής διαφοράς και παράλειψης ή λάθους στα βιβλία του Κτηματολογίου, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί αρκετή νομολογία επί του θέματος. Στην υπόθεση Hassidoff v. Santi a.ο. (ανωτέρω), η οποία αφορούσε διπλή εγγραφή, κρίθηκε ότι η εν λόγω περίπτωση ήταν προφανώς περίπτωση που τα δικαιώματα των διαδίκων θα έπρεπε να αποφασιστούν από το Δικαστήριο στα πλαίσια αγωγής. Θεωρήθηκε ότι δεν θα ήταν ασφαλές, υπό τις συνθήκες εκείνης της υπόθεσης, όπου απαιτείτο η λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας, και μάλιστα μη αποδεκτής κατά το δίκαιο της απόδειξης, να αφεθεί το θέμα για να αποφασιστεί από το Διευθυντή με απλή σύγκριση στοιχείων που υπήρχαν στους φακέλους του Κτηματολογίου. Τα νομολογηθέντα στη Hassidoff επιβεβαιώθηκαν στη συνέχεια στην υπόθεση Socratous v. Mezou (1975) 1 C.L.R. 62, στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής, σε ελεύθερη μετάφραση:-

«Έχοντας εξετάσει τις υποθέσεις εκείνες, έχουμε την εντύπωση ότι η τάση που προκύπτει από τις πρόσφατες αυθεντίες είναι ότι όταν χρειάζεται να ακουστεί μαρτυρία από το διευθυντή αναφορικά με νομικά δικαιώματα σε γη, για να είναι σε θέση να διορθώσει οποιοδήποτε λάθος ή παράλειψη στο Κτηματολογικό Μητρώο ή σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό εγγραφής, ο μηχανισμός που προβλέπεται από το α.61 δεν πρέπει να ενεργοποιείται, γιατί η θεραπεία επαφίεται στα Πολιτικά Δικαστήρια με όλες τις ασφαλιστικές δικλείδες που αφορούν ένορκη μαρτυρία, αποδεκτότητα μαρτυρίας και γενικά τους βασικούς κανόνες απονομής της δικαιοσύνης. Το Δικαστήριο αυτό δεν έχει αμφιβολία ότι, τόσο ως θέμα αρχής και αυθεντίας, οι δηλώσεις που αναφέρονται από πρόσφατη νομολογία είναι ορθές, και τις υιοθετεί.»

 

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

Έχοντας κατά νου όλα τα ανωτέρω, προχωρώ στην εξέταση της υπό κρίση Αίτησης.

 

Κρίνω σκόπιμο, κατ’ αρχάς, να εξετάσω το λόγο ένστασης που προωθήθηκε από πλευράς των συνηγόρων του Διευθυντή και των ενδιαφερομένων μερών, προφορικώς, κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, ως προς το ότι η νομική βάση της υπό εξέταση Αίτησης είναι λανθασμένη, καθότι δεν περιλαμβάνεται σε αυτήν το άρθρο 80 του Κεφ. 224, πράγμα που οδηγεί, κατά τους ίδιους, από μόνο του σε απόρριψη της Αίτησης, καθότι άπτεται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί τούτης.

 

Με κάθε σεβασμό στην πιο πάνω θέση τους, εξ αρχής σημειώνω ότι τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνη, για τους λόγους που αμέσως πιο κάτω εξηγώ.

 

Η υπό εξέταση Αίτηση αυτή αποτελεί εναρκτήρια διαδικασία και σε αντίθεση με ενδιάμεση αίτηση, η εγκυρότητα μιας εναρκτήριας διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου κρίνεται με βάση τη διάκριση μεταξύ άκυρης και αντικανονικής διαδικασίας[6]. Συνεπώς, το σφάλμα σε εναρκτήρια διαδικασία επιφέρει ακυρότητα μόνον όταν θιγεί το θεμέλιο της διαδικασίας, σε βαθμό που να μην επιτρέπει τη γένεση θέματος προς εκδίκαση. Στην προκειμένη περίπτωση, η παράλειψη αναφοράς του άρθρου 80 του Κεφ. 224 στη νομική βάση της Αίτησης, δεν θεωρώ ότι επιφέρει ακυρότητα στην όλη διαδικασία, εφόσον στο σώμα της Αίτησης και στη θεραπεία που επιζητείται, προσδιορίζεται ξεκάθαρα από τον Αιτητή η επίδικη Απόφαση του Διευθυντή, της οποίας επιζητείται η ακύρωση, ενώ αντίγραφο αυτής επισυνάπτεται ως τεκμήριο επί της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Αίτηση, σε βαθμό που επιτρέπει σαφέστατα τη γένεση θέματος προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου. Παραπέμπω σε απόσπασμα από την υπόθεση Μαχλουζαρίδης v. Ιωαννίδη κ.α (1990) 1 ΑΑΔ 965, όπου το Εφετείο έκρινε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση/Έφεση εναντίον απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου στη βάση ότι στη νομική βάση της αίτησης δεν γινόταν αναφορά στο άρθρο 51(1) του Ν. 9/1965 και ότι αυτό επέφερε ακυρότητα στην αίτηση. Ανέφερε το Ανώτατο Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση, τα εξής:

 

«[…]. Όμως η έφεση από "απόφαση" του Διευθυντή του Κτηματολογίου δεν αποτελεί ενδιάμεση αλλά εναρκτήρια διαδικασία με την έννοια που ενέχει ο όρος αυτός στο άρθρο 2 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν14/60 (βλ. ορισμό "αγωγής")[7].

 

[……………………………………………………………………………………………]

 

Σε αντίθεση με ενδιάμεση αίτηση η εγκυρότητα εναρκτήριας διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου κρίνεται με βάση τη διάκριση μεταξύ άκυρης και αντικανονικής διαδικασίας, διάκριση την οποία πραγματεύονται οι αποφάσεις Lysandrou vSchiza and AnotherEvagorou v.Christodoulou and AnotherN.PLanitis vPanayidesTo σφάλμα στην εναρκτήρια κλήση επιφέρει την ακυρότητά της μόνο όταν θίγει το θεμέλιο της διαδικασίας σε βαθμό που να μην επιτρέπει τη γένεση θέματος προς εκδίκαση. Στην προκείμενη περίπτωση η παράλειψη ήταν επουσιώδης και άφησε ανεπηρέαστο το βάθρο της έφεσης ως έγκυρο μέσο για αναθεώρηση της απόφασης του Διευθυντή. Συνεπώς η παράλειψη του εφεσείοντα να αναφερθεί στην αίτησή του και στο άρθρο 51(1) του  Ν.9/65 δεν συνεπαγόταν ούτε επέφερε την ακυρότητα της διαδικασίας[8].

 

Ενόψει όλων όσων αναφέρονται ανωτέρω, κρίνω ότι ο εν προκειμένω λόγος ένστασης του Διευθυντή και των ενδαφερομένων μερών είναι ανεδαφικός και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω την υπό κρίση Αίτηση επί της ουσίας της, έχοντας κατά νου τις αρχές που παρατίθενται στη νομική πτυχή ανωτέρω. Αποτελεί βασική θέση της πλευράς του Αιτητή ότι στην προκειμένη περίπτωση η επίδικη Απόφαση του Διευθυντή είναι λανθασμένη, διότι διαφορές που αφορούν στην κυριότητα ακίνητης ιδιοκτησίας δεν εμπίπτουν στην άσκηση της αρμοδιότητας του, δυνάμει του άρθρου 61 του Κεφ. 224, αλλά στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Συναφώς, ισχυρίζεται ο Αιτητής ότι ο Διευθυντής δεν έχει την εξουσία να αφαιρέσει από την κυριότητα του το ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου δια της διόρθωσης του τίτλου ιδιοκτησίας που κατέχει, καθότι το άρθρο 61 του Κεφ. 224 τυγχάνει εφαρμογής μόνο όπου το σχετικό λάθος μπορεί να ανευρεθεί και να διορθωθεί από τα σχέδια και βιβλία του Κτηματολογίου χωρίς περαιτέρω έρευνα, ενώ, εν προκειμένω, ο Διευθυντής για να προβεί στην εν λόγω διόρθωση αποφάνθηκε επί των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του Αιτητή, κάτι που δεν δικαιούτο να πράξει εφόσον θα έπρεπε να ακουστεί μαρτυρία αναφορικά με τα νομικά δικαιώματα του Αιτητή στο εν λόγω ακίνητο, ούτως ώστε ο πρώτος να είναι σε θέση να προβεί στην εν λόγω διόρθωση.

 

Από την άλλη, είναι η θέση του Διευθυντή και των ενδιαφερομένων μερών ότι η επίδικη Απόφαση του είναι ορθή και νόμιμη, ότι ακολούθησε την κατά νόμω διαδικασία και ορθά απέρριψε την ένσταση του Αιτητή και ότι είχε αρμοδιότητα να προβεί στην εν λόγω διόρθωση στον τίτλο ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου, στη βάση του άρθρου 61 του Κεφ. 224, ενώ η αιτιολογία που δίδεται από τον Διευθυντή στην επίδικη Απόφαση του είναι επαρκής, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο είναι σε θέση να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους ο Διευθυντής κατέληξε στην απόφαση του.

 

Έχω εξετάσει την επίδικη Απόφαση του Διευθυντή και εξ αρχής σημειώνω ότι δεν με βρίσκει σύμφωνη η θέση του Αιτητή ότι στην παρούσα περίπτωση ο Διευθυντής δεν είχε αρμοδιότητα, στη βάση του άρθρου 61 του Κεφ. 224, να αποφασίσει να προβεί στη διόρθωση του κτηματικού μητρώου και του πιστοποιητικού εγγραφής του επίδικου ακινήτου, δια της διαγραφής ολόκληρου του επίδικου ακινήτου από το όνομα του Αιτητή και της εγγραφής, επ’ ονόματι του, μόνο του ½ μεριδίου του εν λόγω ακινήτου, για το οποίο αυτός κατέχει σχετική άδεια χρήσης. Και εξηγώ.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ως τούτο προκύπτει από τα κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα, αλλά και από την ένορκη δήλωση του Αιτητή που συνοδεύει την υπό εξέταση Αίτηση, το αίτημα του, εξ αρχής, προς την Υπηρεσία Μέριμνας, κατά το έτος 2005, ήταν για να του μεταβιβαστεί η οικία αυτοστέγασης του αποβιώσαντα παππού του, η οποία βρισκόταν επί του ½ μεριδίου του εν λόγω ακινήτου, για το οποίο, προηγουμένως, κατείχε άδεια χρήσης και ήταν δικαιούχος ο παππούς του (βλ. Τεκμήριο Η2). Ουδέποτε είχε υποβάλει ο Αιτητής αίτημα είτε προς την Υπηρεσία Μέριμνας είτε προς οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή, για να του παραχωρηθούν και τα δύο κτίσματα που βρίσκονταν επί ολόκληρου του επίδικου ακινήτου (έκαστο σε κάθε ½ μερίδιο), είτε για να του παραχωρηθεί άδεια χρήσης για ολόκληρο το επίδικο ακίνητο. Επίσης, ως διαφαίνεται, ξεκάθαρα, από το Τεκμήριο Η4 που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση του Διευθυντή, η Υπηρεσία Μέριμνας με την απόφαση της ημερ. 21.2.2005, το μόνο που ενέκρινε ήταν η παραχώρηση στον Αιτητή της κατοικίας η οποία βρίσκετο επί του ½ μεριδίου του επίδικου ακινήτου, η οποία ανήκε στον αποβιώσαντα παππού του, και για το οποίο (μερίδιο του ακινήτου) άδεια χρήσης κατείχε ο εν λόγω αποβιώσας.

 

Από τα πιο πάνω, είναι αβίαστα που προκύπτει ότι, κατά τις 8.2.2006, όταν και καταρτίστηκε ο κατάλογος των δικαιούχων των οικοπέδων στον Συνοικισμό Αυτοστέγασης, από την Υπηρεσία Μέριμνας, εκ παραδρομής είχε καθοριστεί, από την τελευταία, ο Αιτητής ως ο μόνος δικαιούχος ολόκληρου του επίδικου ακινήτου, με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε μεταγενέστερη εγγραφή και τιτλοποίηση του εν λόγω ακινήτου στο όνομα του, στα κτηματικά μητρώα και βιβλία, να έγινε από το Κτηματολόγιο, στη βάση του εν λόγω εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους. Το εν λόγω δε λάθος μπορούσε να διαπιστωθεί από τον Διευθυντή, ευχερώς, στη βάση των ενώπιον του επίσημων στοιχείων, ως αυτά τέθηκαν από τα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα, χωρίς να επιβάλλεται η λήψη και αξιολόγηση οποιασδήποτε μαρτυρίας και δη μαρτυρίας επί αμφισβητούμενων γεγονότων από τον ίδιο. Ο δε Διευθυντής, ως τούτο φαίνεται ξεκάθαρα από την επίδικη Απόφαση του, έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και εξήγησε δεόντως στον Αιτητή τους λόγους για τους οποίους απέρριψε την ένσταση του στην ειδοποίηση ημερ. 18.11.2021 και για τους οποίους κατέληξε στην εν λόγω Απόφαση του.

 

Τα όσα δε προβάλλονται από τον Αιτητή με την ένορκη του δήλωση που υποστηρίζει την υπό εξέταση Αίτηση ότι η τιτλοποίηση ολόκληρου του επίδικου ακινήτου στο όνομα του δεν έγινε εκ λάθους, αλλά «κατόπιν μελέτης και έρευνας που λήφθηκε στα πλαίσια της αιτήσεως μου ως ο μόνος ενδιαφερόμενος αφού το υπόλοιπο ½ είχε εγκαταλειφθεί όταν απεβίωσαν το ζεύγος […] Ιωάννου για αρκετά χρόνια και κατέληξε ερειπωμένο και εστία μολύνσεως»[9], αλλά και ότι αυτός καθορίστηκε, κατά το έτος 2006, ως ο μόνος δικαιούχος ολόκληρου του εν λόγω ακινήτου, καθότι ήταν πολύ δύσκολο και αδύνατο να διαβιώσει άλλη οικογένεια στο υπόλοιπο ½ μερίδιο αυτού, στο οποίο υπήρχε ένα πολύ μικρό σπίτι και δεν υπήρχε άλλος ενδιαφερόμενος για να κατοικήσει εκεί, και ότι, στη βάση των ανωτέρω, κρίθηκε τόσο από την Υπηρεσία Μέριμνας όσο και από το Υπουργικό Συμβούλιο ορθό να τιτλοποιηθεί ολόκληρο το ακίνητο στο όνομα του για να μπορεί να ζει αξιοπρεπώς[10], με κάθε σεβασμό, αποτελούν γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς, οι οποίοι ουδόλως υποστηρίζονται από το περιεχόμενο είτε της αίτησης που υπέβαλε ο Αιτητής προς την Υπηρεσία Μέριμνας κατά το έτος 2005 (Τεκμήριο Η), είτε από την απόφαση της Υπηρεσίας Μέριμνας ημερ. 21.2.2005 (Τεκμήριο Η3-4), είτε από την σύμβαση εκχώρησης της άδειας χρήσης ημερ. 24.5.2005 που υπογράφηκε μεταξύ του Έπαρχου και του Αιτητή (Τεκμήριο Ζ2-4). Τουναντίον, είναι ξεκάθαρα που προκύπτει, στη βάση του ενώπιον μου μαρτυρικού υλικού, και τούτο ουδέποτε τέθηκε εν αμφιβόλω από τον Αιτητή, ότι η αίτηση που αυτός υπέβαλε κατά το έτος 2005 ήταν για να του μεταβιβαστεί μόνο η οικία του αποβιώσαντα παππού του, η οποία είχε ανεγερθεί στο ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου (για το οποίο, επαναλαμβάνω, ο παππούς του κατείχε σχετική άδεια χρήσης) και, ότι, στις 24.5.2005, όταν και υπεγράφη η σχετική συμφωνία με τον Έπαρχο, εκείνο που συμφωνήθηκε να παραχωρηθεί στον Αιτητή ήταν μόνο αυτό για το οποίο υπέβαλε την εν λόγω αίτηση του, και δη να του εκχωρηθεί η άδεια χρήσης του μεριδίου του ακινήτου που κατείχε ο παππούς του. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι αποφασίστηκε ότι ο Αιτητής θα καταστεί δικαιούχος ολόκληρου του επίδικου ακινήτου, για τους λόγους που ο ίδιος προβάλλει. Είναι δε σαφές ότι, δεν θα μπορούσε στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης του, κατά το έτος 2005, ως οι σχετικοί ισχυρισμοί και αιτιάσεις του, να αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Μέριμνας να καθοριστεί ο Αιτητής ως ο μόνος δικαιούχος ολόκληρου του επίδικου ακινήτου, καθότι κάτι τέτοιο ουδέποτε είχε τεθεί ενώπιον της Υπηρεσίας Μέριμνας ως αίτημα από τον ίδιο.

 

Είναι σαφές ότι, η εν προκειμένω περίπτωση αποτελεί καθαρή περίπτωση καλόπιστου λάθους κατά τον καταρτισμό, από την Υπηρεσία Μέριμνας, του καταλόγου των δικαιούχων για την τιτλοποίηση του επίδικου ακινήτου, στη βάση του οποίου καθορίστηκε ο Αιτητής ως ο μόνος δικαιούχος ολόκληρου του εν λόγω ακινήτου, ενώ η απόφαση της Υπηρεσίας Μέριμνας ήταν ξεκάθαρα και μόνο όπως παραχωρηθεί σε αυτόν μόνο το ½ μερίδιο, στο οποίο είχε ανεγερθεί η οικία του αποβιώσαντα παππού του. Στη βάση δε της μεταγενέστερης αποστολής του εν λόγω καταλόγου δικαιούχων στο Κτηματολόγιο, το Κτηματολόγιο προχώρησε στη λανθασμένη διενέργεια της εγγραφής, στα κτηματικά βιβλία και στο πιστοποιητικό εγγραφής που εξέδωσε, ολόκληρου του εν λόγω ακινήτου στο όνομα του Αιτητή. Επαναλαμβάνω εδώ ότι το εν λόγω λάθος και κατά συνέπεια τα αληθή γεγονότα της παρούσας περίπτωσης, εύκολα μπορούσαν να διαπιστωθούν, στη βάση απλής διοικητικής έρευνας από τα επίσημα στοιχεία που ο Διευθυντής είχε ενώπιον του, χωρίς να χρειαστεί να αναζητήσει και να αξιολογήσει οποιαδήποτε μαρτυρία. Εν προκειμένω, και σε αντίθεση με τα όσα σχετικώς προβάλλει η πλευρά του Αιτητή, ενώπιον του Διευθυντή δεν βρισκόταν προς επίλυση οποιαδήποτε περιουσιακή διαφορά μεταξύ του Αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών, στο πλαίσιο της οποίας ο Διευθυντής αποφάσισε επί των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του Αιτητή, αλλά ένα ξεκάθαρο καλόπιστο λάθος που μπορούσε ευκόλως να διαπιστωθεί από τα επίσημα στοιχεία που βρίσκονταν στη κατοχή του Διευθυντή, χωρίς αξιολόγηση μαρτυρίας.

 

Αναμφίβολα, λόγω της εν λόγω λανθασμένης τιτλοποίησης ολόκληρου του επίδικου ακινήτου στο όνομα του Αιτητή, προκύπτουν διαφορές μεταξύ του Αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών, στη βάση του ότι ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι ο ίδιος προέβη σε έξοδα στο ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου για το οποίο άδεια χρήσης κατείχε το ζεύγος Ιωάννου, ως επίσης και στη βάση του ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη, κατά τον Αιτητή, δεν αποτελούν δικαιούχους του εν λόγω ½ μεριδίου και, επομένως, ότι οι τελευταίοι στη βάση των Κανονισμών (ΚΔΠ 163/2006) δεν δικαιούνται να τους εγγραφεί το εν λόγω ½ μερίδιο του ακινήτου στο όνομα τους. Εντούτοις, το κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη αποτελούν δικαιούχους του εν λόγω ½ μεριδίου για το οποίο άδεια χρήσης κατείχε το ζεύγος Ιωάννου ή κατά πόσο το ζεύγος Ιωάννου αποτελεί δικαιούχο αυτού, στη βάση των προνοιών των πιο πάνω Κανονισμών, αποτελεί ζήτημα έξω και μακριά από τα όσα απασχολούν στην υπό κρίση Αίτηση και την επίδικη Απόφαση του Διευθυντή να προβεί σε διόρθωση του καλόπιστου λάθους στην εγγραφή ολόκληρου του επίδικου ακινήτου στο όνομα του Αιτητή.  Εν προκειμένω, επαναλαμβάνω, δεν τίθετο θέμα λήψης και αξιολόγησης μαρτυρίας, αφού, στη βάση των επίσημων στοιχείων που βρίσκονταν στην κατοχή του Διευθυντή, ως τούτα αποστάληκαν από τα εμπλεκόμενα κυβερνητικά τμήματα, εξ αρχής, η αίτηση του Αιτητή στην Υπηρεσία Μέριμνας ήταν για να του παραχωρηθεί μόνο το ½ μερίδιο του επίδικου ακινήτου (και κατ’ επέκταση η οικία του παππού του που βρισκόταν σε αυτό) και η απόφαση της Υπηρεσίας Μέριμνας ήταν η έγκριση του εν λόγω αιτήματος του και μόνο, υπό περιστάσεις που δεν χωρούν οποιασδήποτε αμφισβήτησης ή περαιτέρω έρευνας. Συνεπώς, το κατά πόσο το μερίδιο του ακινήτου για το οποίο δικαιούχοι ήταν το ζεύγος Ιωάννου μέχρι και το θάνατο τους, αφέθηκε ερειπωμένο ή αν χρησιμοποιείτο από τα ενδιαφερόμενα μέρη και/ή κατά πόσο τούτα είναι δικαιούχοι αυτού, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η εγγραφή ολόκληρου του επίδικου ακινήτου έγινε εκ λάθους στο όνομα του Αιτητή, για τους λόγους που εξηγήθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω.

 

Συνεπώς, κρίνω ότι ο Διευθυντής, στη βάση των προνοιών του άρθρου 61 του Κεφ. 224 έχει κάθε αρμοδιότητα, στην προκειμένη περίπτωση, να προβεί στη διόρθωση του εν λόγω λάθους, με αποτέλεσμα ο εν λόγω ισχυρισμός του Αιτητή να μην ευσταθεί και η υπό κρίση Αίτηση να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Κατάληξη

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η υπό κρίση Αίτηση/ Έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του Διευθυντή και των Ενδιαφερομένων Μερών και εναντίον του Εφεσείοντα - Αιτητή, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) ……………………….

Ν. Πετρίδου, Ε. Δ

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 14.3.2022.

[2] Πλήρεις λεπτομέρειες θα δοθούν κατωτέρω στην παρούσα απόφαση.

[3] Η όποια αναφορά, από τούδε και στο εξής, σε Τεκμήρια με ένδειξη γράμματος του αλφαβήτου, αφορά τεκμήρια που επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση του Διευθυντή.

[4] Το κατά πόσο τα κτίσματα που ανεγέρθηκαν επί έκαστου μισού μεριδίου αποτελούν οικία ή ανεγερθέν δωμάτιο (ως το κατονομάζει η πλευρά του Αιτητή), δεν αλλοιώνει το γεγονός ότι πρόκειται περί οικιστικής μονάδας.

[5] Οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου.

[6] Lysandrou v. Schiza and Another (1979) 1 C.L.R 267, Evagorou v. Christodoulou and Another (1982) 1 C.L.R 771, N.P.Lanitis v. Panagides (1986) 1 C.L.R 494

[7] υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου.

[8] υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου.

[9] Βλ. παράγραφο 7 της ένορκης δήλωσης του Αιτητή που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση.

[10] Βλ. παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης του Αιτητή που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο