
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Ε.Δ.
Αγωγή αρ.: 3739/2021
Γεώργιου Λοή, από τη Λευκωσία
Ενάγοντα
-και-
Στέλιου Θεοδώρου, από τη Λευκωσία
Εναγόμενου
Ημερομηνία: 31 Μαρτίου 2025
Εμφανίσεις:
Για τον Εναγόμενο/ Αιτητή: κ. Μούστρας, για Ηρακλή Ν. Κυριακίδη ΔΕΠΕ
Για τον Ενάγοντα/ Καθ’ ου η Αίτηση: κα Ηλιοφώτου για Χριστάκης Ν. Ματθαίου
Ενδιάμεση Απόφαση
(στην αίτηση ημερ. 29.12.2023 για τροποποίηση της Υπεράσπισης)
Με την υπό κρίση Αίτηση, ο Εναγόμενος - Αιτητής (στο εξής «ο Αιτητής») επιζητεί την τροποποίηση της Υπεράσπισης που καταχώρησε στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής. Δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια τα αιτητικά της υπό εξέταση Αίτησης αφού κάτι τέτοιο θα αποτελούσε έργο αχρείαστο για τους σκοπούς της παρούσας. Αρκούμαι απλά να αναφέρω ότι μέσω των αιτούμενων τροποποιήσεων, ο Αιτητής επιθυμεί να προσθέσει, στην Υπεράσπιση του, δεύτερη προδικαστική ένσταση με την οποία, ουσιαστικά, να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου νομική υπεράσπιση, στη βάση κωλύματος του Ενάγοντα να προωθεί την παρούσα αγωγή, η οποία προκύπτει από το γεγονός της κήρυξης του (Αιτητή) σε πτώχευση και της μετέπειτα αυτοδίκαιης αποκατάστασης του, ως ο περί Πτωχεύσεως Νόμος, Κεφ. 5, προνοεί (βλ. άρθρο 27Α του Κεφ. 5). Περαιτέρω, μέσω των αιτητικών (Β) και (Γ) της υπό κρίση Αίτησης, ο Αιτητής επιζητεί την προσθήκη νέων παραγράφων στην Υπεράσπιση του, στη βάση των οποίων να παραθέτει περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με την μεταξύ των διαδίκων συμφωνία και/ή τα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ τους, κατά το έτος 2009, αναφορικά με τις επίδικες επιταγές και/ή το κατ’ ισχυρισμόν οφειλόμενο ποσό προς τον Ενάγοντα, ενώ με το αιτητικό (Δ) επιθυμεί να προσθέσει ισχυρισμούς αναφορικά με το χρόνο κατά τον οποίον έλαβε χώρα η εξόφληση του κατ’ ισχυρισμόν χρέους του προς τον Ενάγοντα, χρόνο τον οποίον ο Αιτητής προσδιορίζει κατά το έτος 2009.
Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην Δ.25 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Ως προς το πραγματικό υπόβαθρο που την υποστηρίζει, σχετική είναι η ένορκη δήλωση του Αιτητή που τη συνοδεύει. Σε αυτήν, επί της ουσίας, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες, ούτως ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να παρουσιάσει ενώπιον του Δικαστηρίου το σύνολο των δεδομένων που αφορούν την υπεράσπιση του έναντι της απαίτησης του Εναγόντα και να μπορεί το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε ασφαλή ευρήματα και συμπεράσματα προς πλήρη και ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Πέραν τούτου, είναι η θέση του ότι ο λόγος που δεν συμπεριλήφθηκε, εξ αρχής, στην Υπεράσπιση του, το γεγονός ότι είχε εκδοθεί, εναντίον του, στις 18.1.2011, διάταγμα πτώχευσης (στην Αίτηση Πτώχευσης 617/10) και ότι, στις 7.11.2015, τούτος αποκαταστάθηκε αυτοδικαίως, ήταν ένεκα της άγνοιας του αναφορικά με τις νομικές συνέπειες των πιο πάνω γεγονότων. Σε ό,τι δε αφορά τα γεγονότα που επιθυμεί να παραθέσει μέσω των αιτητικών (Β) έως (Δ) της υπό κρίση Αίτησης του, είναι η θέση του ότι η ανάγκη για συμπερίληψη τους στο δικόγραφο της Υπεράσπισης του, κατέστη αναγκαία κατόπιν της αίτησης[1] που καταχώρησε ο Ενάγοντας, στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, για περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες, και δη ότι τούτα δίδονται προς εκπλήρωση του σχετικού καθήκοντος του. Τέλος, ισχυρίζεται ο Αιτητής ότι η συμπερίληψη των πιο πάνω εκ παραδρομής μη δικογραφημένων ισχυρισμών, είναι αναγκαία και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενώ σε καμία περίπτωση δεν θα βλάψει τα συμφέροντα του Ενάγοντα.
Η υπό εξέταση Αίτηση προσέκρουσε την Ένσταση του Ενάγοντα – Καθ’ ου η Αίτηση (στο εξής «ο Καθ’ ου η Αίτηση»), με την οποία αυτός προβάλλει διάφορους λόγους ένστασης ως προς το γιατί η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Είναι η θέση του, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε και από το περιεχόμενο της αγόρευσης της συνηγόρου του (βλ. Στέλιος Σάββα και Υιοί Λιμιτεδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή αρ. 1/2019, απόφαση ημερ. 28.5.2020), ότι, (α) δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της Δ.25 θ. 1(3) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για σκοπούς έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, καθότι τα όσα επιθυμεί ο Αιτητής τώρα να εισαγάγει δεν αφορούν είτε εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, είτε νέα γεγονότα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για την καταχώρηση της Υπεράσπισης του, και (β) ότι η υπό κρίση Αίτηση υποβλήθηκε και/ή προωθήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση και/ή χωρίς να στοιχειοθετηθεί η καθυστέρηση που επιδείχθηκε στην καταχώρηση της. Την Ένσταση υποστηρίζει ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η Αίτηση, στην οποία αυτός επαναλαμβάνει, πλην όμως με περισσότερη λεπτομέρεια και επιχειρηματολογία, τους πιο πάνω λόγους ένστασης.
Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε και αμφότερες οι πλευρές ετοίμασαν και παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει όπου αυτό κριθεί απαραίτητο κατωτέρω.
Στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένου ότι η παρούσα αγωγή έχει καταχωρηθεί στις 30.12.2021, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμόζεται η Δ.25, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την έκδοση του Διαδικαστικού Κανονισμού 2/2015 (ΕΕΔ 4098) ημερ. 13.5.2015.
Ειδικότερα, η νέα Δ.25 καθορίζει με λεπτομέρεια σε ποιο στάδιο της διαδικασίας μπορεί να γίνει τροποποίηση ενός δικογράφου και υπό ποιες προϋποθέσεις. Η νέα Δ.25 θ.1 έχει ως ακολούθως[2]:
«1. (1) [……...]
(2) [………..]
(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.»[3]
Είναι εμφανές από τα πιο πάνω ότι, στο στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο ζητείται η επίδικη τροποποίηση, δηλαδή μετά την Κλήση για Οδηγίες, δεν επιτρέπεται η τροποποίηση δικογράφων εκτός κατ' εξαίρεση και αφού προηγηθεί η παραχώρηση σχετικής άδειας του Δικαστηρίου. Επομένως, η παλαιότερη νομολογία, που αφορούσε την καταργηθείσα Δ.25, η οποία παρείχε ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να εγκρίνει τροποποιήσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, δεν μπορεί πλέον να έχει ιδιαίτερη χρησιμότητα αναφορικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή της νέας Δ.25, τουλάχιστον στο βαθμό που αφορά το δικαιολογημένο ή μη της προτεινόμενης τροποποίησης, χωρίς φυσικά να αγνοείται η όποια χρησιμότητα της για άλλα θέματα, π.χ της καθυστέρησης.
Στην ουσία, έχει εισαχθεί μια νέα τάξη πραγμάτων, στην οποία το Δικαστήριο, στην περίπτωση που έχει εκδοθεί Κλήση για Οδηγίες, για να επιτρέψει την τροποποίηση, πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχει μία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται στη Δ.25 θ. 1(3), ήτοι (α) το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στην σύνταξη της δικογραφίας ή (β) να έχουν προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας.
Προβάλλεται, από πλευράς του Αιτητή, στη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του, ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ερμηνεύσει την πιο πάνω Δ.25 κατά τρόπο περιοριστικό ή αυστηρό, καθότι στη βάση των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (στο εξής «οι Νέοι ΚΠΔ»), οι οποίοι έχουν τεθεί σε ισχύ από την 1.9.2023, το Δικαστήριο (στη βάση του Μέρους 60.2), όταν ασκεί διακριτική ευχέρεια δύναται να λαμβάνει υπόψιν του τις αρχές που καθορίζονται στους νέους ΚΠΔ και ειδικότερα τον πρωταρχικό σκοπό και το καθήκον του Δικαστηρίου να διαχειρίζεται τις υποθέσεις (Μέρη 1 και 30). Στη βάση δε της απόφασης στην υπόθεση Σοφία Μπουντακίδου κ.α. v. Hellenic Bank Public Company Limited κ.α., Πολ. Έφεση αρ. Ε207/2018, απόφαση ημερ. 17.10.2023, η νομολογία που εφαρμοζόταν με βάση τους παλιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, και δη τη Δ.25[4], εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται, πάντοτε υπό το φως και το πρίσμα του πρωταρχικού σκοπού. Εντούτοις, σημειώνω, ότι, εν προκειμένω, η όποια διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, στη βάση των προνοιών της νέας Δ.25 (ως τούτη καθορίστηκε ανωτέρω), ασκείται πάντοτε σε συνάρτηση με τα όσα ρητώς προνοούνται σε αυτήν, και δη ότι μετά την καταχώρηση της Κλήσης για Οδηγίες, το εύρος της ευχέρειας τροποποίησης στενεύει και δεν επιτρέπεται, εκτός από τις συγκεκριμένες περιπτώσεις που απαριθμούνται στη σχετική δικονομική διάταξη και όχι ως τούτη ασκείτο στη βάση των προνοιών της εν λόγω Διαταγής πριν την τροποποίηση του 2015.
Από την έρευνα στην οποία έχω προβεί, δεν φαίνεται οι πρόνοιες της νέας Δ.25 να έχουν απασχολήσει ακόμα το Ανώτατο Δικαστήριο ή το Εφετείο. Έχουν, ωστόσο, τύχει ερμηνείας από πρωτόδικα Δικαστήρια, και παρά το μη δεσμευτικό των όποιων σχετικών κρίσεων, αναφορά σε αυτές, ως καθοδηγητικές, θα γίνει κατωτέρω, κατά την εξέταση της παρούσας Αίτησης, όπου αυτό κριθεί απαραίτητο.
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, προχωρώ ευθύς αμέσως να εξετάσω την υπό κρίση Αίτηση.
Κατ’ αρχάς, σημειώνω ότι, στην παρούσα περίπτωση, ο Αιτητής δεν προβάλλει οποιοδήποτε ισχυρισμό, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση, ότι υπάρχει εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της Υπεράσπισης του και ότι για αυτό το λόγο επιζητεί τις αιτούμενες τροποποιήσεις. Η όποια δε θέση του περί του ότι τα όσα επιθυμεί τώρα να προβάλει στην Υπεράσπιση του, μέσω των αιτούμενων τροποποιήσεων, αποτελούν εκ παραδρομής μη δικογραφημένους ισχυρισμούς, δεν μεταβάλλει τα όσα αναφέρω ανωτέρω, εφόσον πέραν του ότι ο εν λόγω ισχυρισμός του είναι εντελώς γενικός και αόριστος, πουθενά, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση του, δεν προβάλλεται ισχυρισμός περί εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας του ή τον/τους λόγο/ους, που προκάλεσαν τούτο. Επομένως, η μία εκ των δύο προϋποθέσεων που θέτει η Δ.25 θ. 1(3), για να επιτραπεί η τροποποίηση της Υπεράσπισης του, κατ’ εξαίρεση, δεν υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση και άρα δεν τυγχάνει εφαρμογής.
Ενόψει των πιο πάνω, είναι εμφανές ότι, εκείνο που πρέπει να εξεταστεί στην παρούσα περίπτωση είναι, κατά πόσο η μή συμπερίληψη των αιτούμενων, δια της προσθήκης, παραγράφων και ισχυρισμών στην Υπεράσπιση του Αιτητή, σε προηγούμενο στάδιο, εμπίπτει στη δεύτερη εξαίρεση της Δ.25 θ. 1(3), ήτοι κατά πόσο οι εν λόγω ισχυρισμοί αποτελούν «νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης της Έκθεσης Απαίτησης ή της δικογραφίας».
Από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, είναι εμφανές ότι τουλάχιστον σε ότι αφορά το υπό στοιχείο (Α) αιτητικό, η ανάγκη για τροποποίηση προέκυψε ένεκα της εκ των υστέρων αντίληψης του Αιτητή ως προς τις νομικές συνέπειες της έκδοσης διατάγματος πτώχευσης εναντίον του και της μετέπειτα αυτοδίκαιης αποκατάστασης του, και όχι ένεκα του ότι τούτο το γεγονός αποτελεί δεδομένο το οποίο δεν ήταν υπαρκτό ή γνωστό στον ίδιο, κατά το χρόνο που έδιδε οδηγίες για την καταχώρηση της Υπεράσπισης του.
Σε ότι δε αφορά τα αιτητικά υπό στοιχεία (Β) έως (Δ) της υπό κρίση Αίτησης, ο Αιτητής επιδιώκει την καταγραφή γεγονότων και/ή ισχυρισμών που θεμελιώνουν τη βάση της Υπεράσπισης του, τα οποία αφορούν χρόνο περί το 2009, ενώ ο λόγος που προβάλλει για τις εν λόγω αιτούμενες τροποποιήσεις είναι ότι τούτες προέκυψαν ως ανάγκη ένεκα της αίτησης που καταχώρησε ο Καθ’ ου η Αίτηση για περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες σε σχέση με τις παραγράφους 5.4, 6V και 8 της Υπεράσπισης του.
Από όλα τα πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι όλες οι επιδιωκόμενες τροποποιήσεις αφορούν σε γεγονότα τα οποία προϋπήρχαν της καταχώρησης της Υπεράσπισης του Αιτητή, τα οποία ήταν γνωστά στον ίδιο. Επί τούτου, μπορώ ευκόλως να καταλήξω, τόσο στη βάση της απουσίας ισχυρισμού από πλευράς του Αιτητή ότι δεν γνώριζε τα γεγονότα αυτά πριν την καταχώρηση της Υπεράσπισης του, όσο και στη βάση της φύσης των εν λόγω γεγονότων, τα οποία, ο ίδιος ο Αιτητής, τα επικαλείται ως γνώστης τούτων κατά το χρόνο που αυτά έλαβαν χώρα. Εν πάση περιπτώσει, το ότι ο Αιτητής γνώριζε τα γεγονότα αυτά, πριν την καταχώρηση της Υπεράσπισης του, το αναφέρει και ο ομνύοντας στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση, τον οποίο ο Αιτητής δεν ζήτησε να αντεξετάσει, ούτε ζήτησε να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς αντίκρουση της θέση του αυτής. Παρά ταύτα, ο Αιτητής δεν περιέλαβε τούτα (τα γεγονότα) στην Υπεράσπιση που καταχώρησε, ούτε και προέβη σε οποιοδήποτε αίτημα τροποποίησης σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας και δη πριν την καταχώρηση της Κλήσης για Οδηγίες.
Το μόνο που αναφέρει, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση του, είναι ότι κατόπιν διαφόρων συζητήσεων και συναντήσεων με τους δικηγόρους του, αλλά και από έγγραφα τα οποία εξασφάλισε μετά την καταχώρηση της Κλήσης για Οδηγίες, ανέκυψε η ανάγκη για την προώθηση της παρούσας Αίτησης, ενόψει της πληροφόρησης του προς τους δικηγόρους του ότι στο παρελθόν (στις 18.1.2011) είχε εκδοθεί εναντίον του διάταγμα πτώχευσης, χωρίς, και πάλι, να δίδει οποιαδήποτε εξήγηση είτε ως προς τη φύση των εγγράφων αυτών, είτε ως προς τους λόγους που η ανάγκη προέκυψε εκείνη τη στιγμή και όχι προηγουμένως.
Το γεγονός και μόνο ότι περιήλθε, κατά το εν λόγω στάδιο, εις γνώση του Αιτητή ότι δύναται να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου μια νομική υπεράσπιση, η οποία προκύπτει από το ήδη, προ της καταχώρησης της Υπεράσπισης του, γνωστό στον ίδιο, γεγονός της κήρυξης του σε πτώχευση και της μετέπειτα αυτοδίκαιης αποκατάστασης του, δεν του επιτρέπει να επικαλείται τη δεύτερη προϋπόθεση της Δ.25 θ. 1(3) και δη ότι η επιχειρούμενη τροποποίηση δικαιολογείται στη βάση γεγονότων και/ή ισχυρισμών που δεν ήταν υπαρκτά κατά τη σύνταξη της Υπεράσπισης του, ώστε να μπορούσαν να δικογραφηθούν εξ αρχής.
Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, σε ότι αφορά τα αιτητικά υπό στοιχεία (Β) έως (Δ) της υπό κρίση Αίτησης, είναι εμφανές από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που την υποστηρίζει ότι, τίποτε δεν αναφέρεται σε αυτή γιατί, τα όσα τώρα επιθυμεί να αναφέρει ο Αιτητής, με την προσθήκη των εν λόγω παραγράφων, δεν τα δικογράφησε κατά τη σύνταξη της Υπεράσπισης του, δεδομένου ότι αφορούν γεγονότα και ισχυρισμούς που διαδραματίστηκαν κατά το έτος 2009, ήτοι πολύ πριν την καταχώρηση της Υπεράσπισης, ακόμα και πριν την καταχώρηση της παρούσας αγωγής. Το μόνο που αναφέρει είναι ότι η ανάγκη για τις εν λόγω αιτούμενες τροποποιήσεις προέκυψε ένεκα της αίτησης που καταχώρησε ο Καθ’ ου η Αίτηση για περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες. Στη βάση τούτου, αποτελεί ισχυρισμό του Αιτητή ότι είναι αδιανόητο ο Καθ’ ου η Αίτηση να προβάλλει ένσταση αναφορικά με τις εν λόγω αιτούμενες προσθήκες, εφόσον τούτες αποτελούν την απάντηση του πρώτου στο εν λόγω αίτημα του τελευταίου. Με κάθε σεβασμό στην πιο πάνω θέση του Αιτητή, τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνη. Η παροχή περαιτέρω και καλύτερων λεπτομερειών αποτελεί ξέχωρη διαδικασία και δεν αποτελεί λόγο για παρέκκλιση από τις αυστηρές προϋποθέσεις που θέτει η Δ.25 θ. 1(3) για να επιτραπούν οι αιτούμενες τροποποιήσεις. Ενδεχομένως, να μπορεί ο Αιτητής να καταστήσει τις αναφορές του αυτές ως μέρος της δικογραφίας του, συμμορφούμενος με τις σχετικές αρχές που διέπουν την διαδικασία παροχής περαιτέρω και καλύτερων λεπτομερειών, όπου, σε μία τέτοια περίπτωση, όντως οι παρασχεθείσες λεπτομέρειες εκλαμβάνονται, πλέον, ως αναπόσπαστο μέρος του δικογράφου του διαδίκου που της παρέχει.
Από όλα τα πιο πάνω, είναι εμφανές ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να εντάξει την επίδικη Αίτηση εντός της εμβέλειας της νέας Δ.25, ώστε να είναι δυνατόν να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της.
Ως εκ τούτου, κρίνω ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν συντρέχει καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που θέτει η Δ.25 θ. 1(3) για να επιτραπούν οι αιτούμενες τροποποιήσεις. Ενόψει τούτου, η παρούσα Αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη.
Συνεπώς, παρέλκει η ανάγκη εξέτασης οποιουδήποτε άλλου λόγου ένστασης προβάλλεται εκ μέρους του Καθ’ ου η Αίτηση.
Κατάληξη
Στη βάση όλων των ανωτέρω, η παρούσα Αίτηση απορρίπτεται.
Ως προς τα έξοδα, δεν βρίσκω κανένα λόγο για να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, τούτα επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα – Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον του Εναγόμενου – Αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπογρ.)..……………………
Ν. Πετρίδου, Ε.Δ
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Ημερομηνίας 9.10.2023.
[2] Για τους σκοπούς της παρούσας δεν αφορούν τα δύο πρώτα στάδια και αυτό γιατί η επίδικη αίτηση καταχωρίστηκε μετά την έκδοση της κλήσης για οδηγίες.
[3] Ο τονισμός και η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και όσες ακολουθούν.
[4] Εκεί το Εφετείο αναφέρετο στην παλαιά Δ.25, πριν την τροποποίηση της με την έκδοση του Διαδικαστικού Κανονισμού 2/2015 (ΕΕΔ 4098), ημερ. 13.5.2015.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο