Δήμος Έγκωμης ν. Νικόλας Νεοφύτου, Αρ. Αγωγής: 78/16, 10/4/2025
print
Τίτλος:
Δήμος Έγκωμης ν. Νικόλας Νεοφύτου, Αρ. Αγωγής: 78/16, 10/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 78/16

Μεταξύ:

Δήμος Έγκωμης

Ενάγουσας

-και-

Νικόλας Νεοφύτου

Εναγόμενου

Ημερομηνία:              10η Απριλίου, 2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα:           κος. Αγγελίδης για Π. Αγγελίδη

Για Εναγόμενους:     κα. Αβρααμίδου για Α. Πολυκάρπου

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Αποστέλλεται στους δικηγόρους ηλεκτρονικά και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Εισαγωγή

            Η αρχή ότι μια εταιρεία αποτελεί ανεξάρτητη νομική οντότητα παραμένει ισχυρή παρά το πέρασμα περίπου 128 χρόνων από τότε που πρωτοδιατυπώθηκε από την αγγλική βουλή των Λόρδων[1]. Έκτοτε, αναγνωρίστηκε ποικιλοτρόπως και η παράλληλη εξουσία του Δικαστηρίου, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ν’ αναζητεί τα φυσικά πρόσωπα πίσω από τη νομική οντότητα, όταν αυτά σκοπίμως και προτάσσοντας εταιρείες που ελέγχουν, είτε αποφεύγουν τις νομικές τους υποχρεώσεις είτε παρακωλύουν την εφαρμογή του Νόμου[2]. Η αναζήτηση τούτη έγινε γνωστή ως «άρση του εταιρικού πέπλου»[3]. Στο επίκεντρο της παρούσας υπόθεσης βρέθηκε η διεκδίκηση δημοτικών τελών του Δήμου Έγκωμης και δικηγορικών εξόδων από τον Εναγόμενο, ως πρόσωπο το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα, πρόταξε εταιρείες για ν’ αποφύγει την πληρωμή τους.

Δικόγραφα

            Συνοψίζω τα δικόγραφα της Αγωγής, χωρίς οτιδήποτε απ’ αυτά να αποτελεί, προς το παρόν, εύρημά μου.  

Ο Ενάγων, με την Έκθεση Απαίτησης που καταχώρισε, ισχυρίζεται ότι έχοντας εκ του Νόμου εξουσία να επιβάλλει τέλη και φορολογίες, επέβαλε στον Εναγόμενο (διατηρείται το λεκτικό της παραγράφου 5), ο οποίος ήταν διευθυντής και μέτοχος των εταιρειών T & N Premium Entertainment Limited (η «Εταιρεία 1») και N. Neophytou Entertainment Ltd, (η «Εταιρεία 2»), φορολογίες και τέλη συνολικού ύψους €19,210.80. Όπως προκύπτει από πίνακες που αναλύουν τα οφειλόμενα ποσά αυτά αφορούν τις Εταιρείες 1 και 2 αλλά και δικηγορικά έξοδα άλλης δικηγόρου η οποία εκπροσώπησε τον Ενάγοντα στην Αγωγή 9112/12 (η «η Αγωγή του 2012»). Σύμφωνα με τον Ενάγοντα, ο Εναγόμενος χρησιμοποιούσε τις Εταιρείες 1 και 2 προκειμένου να αποφεύγει την πληρωμή των νόμιμων υποχρεώσεών του, ενώ αυτές ήταν απόλυτα ταυτισμένες με το πρόσωπό του. Ως εκ τούτου, ο Ενάγων ζητά την άρση του εταιρικού πέπλου των Εταιρειών 1 και 2 και την απόδοση ευθύνης για την μη αποπληρωμή των εκκρεμουσών οφειλών στον Εναγόμενο.

Με την – τροποποιημένη - Υπεράσπισή του, ο Εναγόμενος έγειρε εξ αρχής 2 προδικαστικές ενστάσεις ισχυριζόμενος στην πρώτη ότι δεν αποκαλύπτεται οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του καθότι η απαίτηση αφορά οφειλές άλλου προσώπου και στη δεύτερη ότι ο Ενάγων δεν δικαιούται ν’ αξιώνει άρση του εταιρικού πέπλου. Έπειτα ο Εναγόμενος παραδέχεται τις ιδιότητες που αποδίδονται στους διαδίκους στην Έκθεση Απαίτηση, συμπεριλαμβανομένου και του ρόλου του στις Εταιρείες 1 και 2, καθώς και το δικαίωμα του Ενάγοντα να επιβάλλει δημοτικά τέλη και φορολογίες. Κατά τα λοιπά αρνείται τις αξιώσεις του Ενάγοντες τις οποίες θεωρεί επιπρόσθετα και διογκωμένες και ζητά απόρριψη της Αγωγής.

Απαντώντας στην Υπεράσπιση, ο Ενάγοντας επανέλαβε τους ισχυρισμούς του και αντέταξε ότι ο Εναγόμενος χρησιμοποίησε την εταιρική δομή των Εταιρειών 1 και 2 ως εικονική (sic) προκειμένου να αδικοπραγήσει εις βάρος του Ενάγοντα, κι έπειτα ότι υπάρχει εν προκειμένω δόλος, απάτη και μεταφορά εργασιών που δικαιολογούν την άρση του εταιρικού πέπλου.

Παραδεκτά γεγονότα

            Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας τα διάδικα μέρη κατέθεσαν κατάλογο παραδεκτών γεγονότων. Σύμφωνα με αυτόν, αποτέλεσαν παραδεκτά γεγονότα τα εξής:

            Η Εταιρεία 1 συστάθηκε το έτος 2003 υπό άλλη ονομασία. Αρχικά διευθυντής και μοναδικός μέτοχος της ήταν ο Εναγόμενος και γραμματέας κάποιος Κωνσταντίνος Νεοφύτου. Η διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της ήταν Νίκου Ξυλούρη 3, Στρόβολος 2045 η οποία άλλαξε το έτος 2004 σε Λεωφόρος Στροβόλου 170, Γραφείο 205, Στρόβολος 2048.

            Την 1.8.2006 ο Νίκος Τσιελέπας (ο «ΝΤ») αντικαθιστά τον Κωνσταντίνο Νεοφύτου ως Γραμματέας της Εταιρείας 1 και ο Εναγόμενος του μεταβιβάζει 50 εκ των 100 μετοχών που κατέχει σ’ αυτή, με αποτέλεσμα Εναγόμενος και ΝΤ να κατέχουν 50 μετοχές έκαστος. Την επομένη η Εταιρεία 1 μετονομάζεται στο όνομα που διατηρεί μέχρι και τον ουσιώδη για την παρούσα Αγωγή χρόνο. Έπειτα, στις 28.6.2007 καταχωρείται έντυπο παραίτησης του ΝΤ από τη θέση του Γραμματέα και τον αντικαθιστά ο Εναγόμενος και στις 15.9.2011 καταχωρείται μεταβίβαση με την οποία ο ΝΤ μεταβιβάζει στον Εναγόμενο μία μετοχή εκ των 50 που κατείχε, ενώ στις 7.12.2011 καταχωρείται έντυπο μεταβίβασης με την οποία ο ΝΤ μεταβιβάζει στον Εναγόμενο και τις υπόλοιπες 49 μετοχές που κατέχει στην Εταιρεία 1. Την ίδια ημέρα καταχωρείται αλλαγή εγγεγραμμένου γραφείου της Εταιρείας 1 σε 28ης Οκτωβρίου 4, Έγκωμη 2414.

            Η Εταιρεία 1 διαγράφηκε στις 12.8.2022.

            Η Εταιρεία 2 συστάθηκε στις 15.3.2010. Διευθυντής, Γραμματέας και μοναδικός μέτοχός της, με 1000 μετοχές, ήταν ο Εναγόμενος και το εγγεγραμμένο γραφείο της ήταν στην 28ης Οκτωβρίου 4Γ, Έγκωμη 2014. 

Η Εταιρεία 2 διαγράφηκε στις 11.1.2016. 

Μαρτυρία

Μοναδικός μάρτυρας στην υπόθεση ήταν ο Λοΐζος Κυριάκου («ΜΕ»), ο οποίος κατέθεσε γραπτή δήλωση (το «Έγγραφο Α») ως μέρος της κυρίως εξέτασής του. Κατά τη μαρτυρία του, ο ΜΕ ανέφερε ότι εργάζεται στο λογιστήριο του Ενάγοντα ως γραμματειακός λειτουργός, και προσκόμισε βεβαίωση ως Τεκμήριο 1. Ανέφερε ότι με την Αγωγή ουσιαστικά ζητείται η άρση του εταιρικού πέπλου των Εταιρειών 1 και 2, επειδή αυτές χρησιμοποιούνται από τον Εναγόμενο προκειμένου να αποφύγει τις νόμιμες υποχρεώσεις του.

Περιέγραψε επίσης και τις συνθήκες υπό τις οποίες οι Εταιρείες 1 και 2 υπέβαλαν κατά καιρούς αιτήσεις για να εξασφαλίσουν άδειες για τη λειτουργία μουσικοχορευτικού κέντρου εντός των δημοτικών ορίων του Ενάγοντα και κατέθεσε σχετικά τα Τεκμήρια 2 έως 5. Κατά το μάρτυρα, ο λόγος που η τελευταία αίτηση Τεκμήριο 5 κατατέθηκε από την Εταιρεία 2 το έτος 2013 είναι επειδή η Εταιρεία 1 ήδη από το 2009 όφειλε ποσά προς τον Ενάγοντα και επειδή ο Ενάγοντας το 2012 καταχώρισε εναντίον της την Αγωγή του 2012, Τεκμήριο 7, στη βάση της οποίας εκδόθηκε ερήμην απόφαση στις 18.2.14 ως το Τεκμήριο 9. Η Αίτηση αφορούσε την ίδια δραστηριότητα στο ίδιο υποστατικό με μόνη διαφορά ότι υποβλήθηκε από την Εταιρεία 2, αντί της Εταιρείας 1.

Στις Εταιρείες 1 και 2 ουσιαστικό έλεγχο ασκούσε ο Εναγόμενος. Πάντα κατά το μάρτυρα, η άρση του εταιρικού πέπλου των Εταιρειών 1 και 2 είναι ο μόνος τρόπος για ν’ αποδοθεί η δικαιοσύνη και ν’ αρθεί η παρανομία.

Ο ΜΕ προσκόμισε και τα τιμολόγια και αποδείξεις Τεκμήρια 6, 8 και 10 έως 12, στα οποία εμφαίνονται τα επίδικα ποσά και πληρωμές που λήφθηκαν, καθώς και οι οφειλές των δύο Εταιρειών 1 και 2, οι οποίες ουδέποτε αμφισβητήθηκαν απ’ οποιονδήποτε.

Με το Τεκμήριο 13, το οποίο αποτελεί ειδοποίηση δικαστικού επιδότη αναφορικά με εκτέλεση εντάλματος εκποίησης κινητής περιουσίας της Εταιρείας 1 και στο οποίο αναφέρεται ότι η Εταιρεία 1 δεν στεγάζεται πλέον στη διεύθυνση που αναφέρεται και ότι εκεί στεγάζεται η Εταιρεία 2, ενισχύεται, κατά τον ίδιο τον ΜΕ, ο ισχυρισμός του ότι ο Εναγόμενος χρησιμοποιεί τις εταιρείες προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή των οφειλών.

Αντεξεταζόμενος ο ΜΕ ισχυρίστηκε ότι ο Ενάγοντας αποδέχθηκε την αίτηση της Εταιρείας 2 το έτος 2013, ως μέρος της πολιτικής του Δήμου να μην απαγορεύει την άσκηση δραστηριότητας, αλλά κι επειδή, αναφορικά με τις οφειλές της Εταιρείας 1, ήδη προστίθεντο επιβαρύνσεις και ήδη είχαν σταλεί ειδοποιήσεις ενώ επιδείχθηκε εμπιστοσύνη στον Εναγόμενο ότι θα εξοφλούσε εν τέλει τα οφειλόμενα. Αντιμέτωπος με το γεγονός ότι η Αγωγή του 2012 καταχωρήθηκε πριν την υποβολή αίτησης από την Εταιρεία 2, ο ΜΕ υποστήριξε ότι η Αγωγή του 2012 καταχωρίστηκε εναντίον της Εταιρείας 1 και ότι δεν σημαίνει ότι κάποιος όταν «αλλάξει» (sic) εταιρεία τούτο σημαίνει και αυτόματα ότι είναι και «ένοχος» (sic). Αποδέχθηκε ότι, εν τέλει, ούτε ζητήθηκε ούτε εκδόθηκε απόφαση εναντίον του Εναγόμενου στην Αγωγή του 2012, παρά το γεγονός ότι συμπεριλήφθηκε ως δεύτερος εναγόμενος σ’ αυτή και πιθανολόγησε ότι η εξ αρχής συμπερίληψή του ήταν εκ παραδρομής.

Σχετικά με τη συμμετοχή άλλου προσώπου ως μετόχου κατά το ήμισυ στην Εταιρεία 1, ο ΜΕ ανέφερε ότι ο ίδιος γνώριζε μόνον τον Εναγόμενο και ότι μόνον ο Εναγόμενος υπέβαλλε αιτήσεις στον Ενάγοντα και γι’ αυτό κι ο Ενάγοντας καταχώρισε την Αγωγή εναντίον του και όχι του άλλου προσώπου. Έπειτα ο ΜΕ διευκρίνισε ότι δεν γνωρίζει να είχε μεταφερθεί το ενεργητικό της Εταιρείας 1 στην Εταιρεία 2 αλλά ότι η αναφορά ίσχυε για την μεταφορά της άσκησης δραστηριότητας στο συγκεκριμένο υποστατικό. Η δε απόφαση του Ενάγοντα να μην καταχωρίσει αγωγή εναντίον της Εταιρείας 2, λήφθηκε καθότι, ως φάνηκε κι εκείνη η αγωγή «θα έπεφτε στο κενό». Δεν γνώριζε εάν λήφθηκαν άλλα μέτρα εκτέλεσης σχετικά με την Αγωγή του 2012.

Επανεξεταζόμενος ο ΜΕ ανέφερε ότι εξ όσων γνωρίζει ο Εναγόμενος δεν καταβάλλει ούτε τις οφειλές που αφορούν τη λειτουργία του υποστατικού κατά το χρόνο που έδιδε μαρτυρία και υπήρχε περίπτωση ο Ενάγοντας να κινηθεί νομικά εναντίον του στο εγγύς μέλλον.

Αγορεύσεις

Με το πέρας της μαρτυρίας του ΜΕ, οι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν γραπτές αγορεύεις στο Δικαστήριο, τις οποίες συνοψίζω ως ακολούθως:

Η συνήγορος του Εναγόμενου εστίασε στο ζήτημα της άρσης του εταιρικού πέπλου. Με αναφορές σε Κυπριακή και αγγλική Νομολογία, η συνήγορος εισηγείται ότι παρά το γεγονός ότι ο Εναγόμενος πράγματι έλεγχε τις Εταιρείας 1 και 2 σε κάποια χρονικά σημεία, δεν δικαιολογείται η άρση του εταιρικού τους πέπλου. Είναι θέση της συνηγόρου ότι εν προκειμένω και λόγω των αυστηρών προϋποθέσεων που τίθενται για ν’ αρθεί εταιρικό πέπλο, δεν ενυπάρχουν οποιαδήποτε γεγονότα που να υποστηρίζουν την απαίτηση. Και τούτο επειδή, πάντα κατά τη συνήγορο, ο ΜΕ δεν κατάφερε ν’ αποδείξει ότι η Εταιρεία 2 συστάθηκε για ν’ αναλάβει το ενεργητικό της Εταιρείας 1 με σκοπό την καταδολίευση, αλλά και ούτε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η Εταιρεία 1 ελεγχόταν αποκλειστικά από τον Εναγόμενο. Αντίθετα, αυτό που κατέστη σαφές ήταν ότι τόσο η Εταιρεία 1 όσο και η 2 αποπλήρωσαν και κάποιες οφειλές τους σε μεταγενέστερο χρόνο. Μέρος της παρούσας Αγωγής, κατά τη συνήγορο, σκοπεί στο να εισπράξει, ως άλλο μέσο εκτέλεσης, τις οφειλές της Εταιρείας 1 όπως επιδικάστηκαν με την απόφαση στην Αγωγή του 2012, προτού καν εξαντληθούν τα μέτρα εκτέλεσης. Όσον αφορά την Εταιρεία 2, ουδεμία δικαστική διαδικασία κινήθηκε εναντίον της. Καταλήγοντας η συνήγορος, εισηγείται ότι ο Ενάγοντας δεν απέδειξε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να μετακυλήσουν χρέη εταιρειών σε αξιωματούχο τους και ζητά την απόρριψη της Αγωγής.

Εξ αντιθέτου, ο συνήγορος του Ενάγοντα, με τη δική του, μακροσκελή, αγόρευση προτείνει ότι τόσο η αγγλική, όσο και η Κυπριακή Νομολογία έχουν αναγνωρίσει περιπτώσεις όπου το εταιρικό πέπλο δέον να αίρεται, και ότι το κατά πόσο τούτο θα γίνει είναι ζήτημα πραγματικό και ότι δεν χρειάζεται να εξεταστεί εάν εταιρεία χρησιμοποιούνταν ως προσωπείο ή ασπίδα για όλες τις συναλλαγές της, αλλ’ ότι εξέταση για την επίδικη συναλλαγή και μόνον μπορεί να οδηγήσει στην άρση. Σε σχέση με τα εδώ γεγονότα, κατά το συνήγορο, η μαρτυρία κατέδειξε ότι ο Εναγόμενος πράγματι χρησιμοποίησε τις Εταιρείες 1 και 2 προς αποφυγή των νόμιμων υποχρεώσεών του, δηλαδή με σκοπό την καταδολίευση του Ενάγοντα. Εισηγείται δε ο συνήγορος ότι, μια και η αντεξέταση δεν αποδυνάμωσε τις θέσεις του ΜΕ, αλλ’ αντίθετα μέσα από αυτή ο ΜΕ έδωσε τις απαιτούμενες λεπτομέρειες, αλλά και αφού οι υποβολές προς το μάρτυρα έμειναν χωρίς υποστηρικτική μαρτυρία από πλευράς Εναγόμενου, η πλευρά του Ενάγοντα απέσεισε το βάρος που της αναλογεί και θα πρέπει να της χορηγηθούν οι αιτούμενες θεραπείες. Η αγόρευση έπειτα καταπιάνεται και με την επίδραση της επιλογής του Εναγόμενου να μην προσκομίσει μαρτυρία στην όλη υπόθεση, δεδομένης και της ποιότητας με την οποία ο συνήγορος πιστώνει την μαρτυρία του ΜΕ, αλλά και δεδομένης της αρχής που θέλει το ζήτημα της άρσης να είναι πραγματικό και όχι νομικό. Τέλος, ο συνήγορος εισηγείται ότι όταν υπάρχει μόνο μια εκδοχή γεγονότων, εκτός αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες με τη μαρτυρία που τη μετέφερα, το μόνο που εξετάζεται είναι εάν τα στοιχεία είναι αρκετά για ν’ αποδείξουν την απαίτηση.              

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, έργο στο οποίο προβαίνω στη βάση των σχετικών αρχών της Νομολογίας, οι οποίες θεωρώ συγκεφαλαιώνονται με χαρακτηριστική σαφήνεια στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην El Sayed v. 1. Του Πλοίου Μ/V Mary John σημαίας Κύπρου κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 661, όπου Δικαστής Αρτεμίδης ανέφερε τα εξής:

«Η ανάλυση των στοιχείων, που οδηγούν στην αξιολόγηση της φιλαλήθειας ενός μάρτυρα, έχει, κατά τη γνώμη μου, δυο επάλληλα επίπεδα. Το πρώτο αφορά στο περιεχόμενο της ίδιας της μαρτυρίας. Τα αναφερόμενα δηλαδή σ΄ αυτήν υποβάλλονται στη βάσανο της εύλογα αναμενόμενης ανθρώπινης λειτουργίας, και βεβαίως συγκρίνονται και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό στην υπόθεση. Το άλλο ανάγεται στην έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει από το σύνολο της προσωπικότητας αυτού που εξιστορεί κάτι, αν λέγει την αλήθεια».

Αποτελεί επίσης καθήκον του Δικαστηρίου να συσχετίζει, αντιπαραβάλλει και διερευνά τη μαρτυρία με την «αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων» χωρίς μικροσκοπική κρίση ή απομόνωση των λεγόμενων των μαρτύρων από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας[4]».

Αξιολογώντας λοιπόν τη μαρτυρία του ΜΕ ήταν φανερό ότι τα απλά γεγονότα στα οποία εκείνος αναφέρθηκε δεν ήταν υπό αμφισβήτηση, αφού δεν αντεξετάστηκε επ’ αυτών. Δηλαδή, η εξιστόρηση της υποβολής αιτήσεων από τις Εταιρείες 1 και 2 για την έκδοση αδειών λειτουργίας κέντρου διασκέδασης με τη συγκεκριμένη ονομασία και στη συγκεκριμένη τοποθεσία, καθώς και η έκδοση τιμολογίων προς τις εν λόγω Εταιρείες, αλλά και οι πληρωμές στις οποίες προέβησαν κατά καιρούς, όπως και η έγερση, ακόμη και έκβαση της Αγωγής του 2012 και το μέτρο εκτέλεσης που λήφθηκε, ουδόλως αμφισβητήθηκαν. Ομοίως χωρίς οποιαδήποτε αμφισβήτηση παρέμεινε και το γεγονός της λειτουργίας του ίδιου κέντρου διασκέδασης τόσο από την Εταιρεία 1 όσο και από την Εταιρεία 2. Ούτε τα αξιούμενα ποσά εν τέλει αμφισβητήθηκαν, και τούτο παρά τη δικογραφημένη θέση του Εναγόμενου. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα απλά τούτα γεγονότα συνεπικουρούνται και από τα κατατεθειμένα Τεκμήρια. Εν όψει των πιο πάνω, δεν έχω ενδοιασμό ν’ αποδεχτώ το μέρος αυτό της μαρτυρίας του ΜΕ για να βασιστώ σ’ αυτή για να προβώ σ’ ευρήματα.

Παρά ταύτα, η μαρτυρία του ΜΕ δεν περιορίστηκε στην εξιστόρηση των πιο πάνω ούτως ώστε το Δικαστήριο να κρίνει κατά πόσον αυτά είναι ικανά για ν’ αρθεί το εταιρικό πέπλο των Εταιρειών 1 και 2 και ως αποτέλεσμα να επιδικαστούν τα αξιούμενα ποσά εναντίον του Εναγόμενου. Ο ΜΕ, κυρίως κατά την αντεξέτασή του αναφέρθηκε και στον τρόπο που λειτούργησε ο Ενάγοντας κατά το ουσιώδη χρονικό διάστημα, και παράλληλα προσπάθησε να ερμηνεύσει τα απλά γεγονότα, προβαίνοντας, τρόπον τινά, σε επιχειρηματολογία. Τόσο οι επεξηγήσεις που έδωσε στο Δικαστήριο για την αντιμετώπιση του ζητήματος από πλευράς Ενάγοντα, όσο και η ερμηνεία στην οποία προέβη - για οτιδήποτε κι αν αυτή άξιζε μια και ουσιαστικά αυτή αφορούσε το τελικό συμπέρασμα στο οποίο το Δικαστήριο ως μέρος του ρόλου του πρόκειται να καταλήξει – δεν άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις, αφού, όπως θα εξηγήσω, φάνηκαν, κατά κύριο λόγο, ανακόλουθες:

Σύμφωνα με το Τεκμήριο 5 που κατέθεσε ο ίδιος ο ΜΕ, στις 22.1.2013, η Εταιρεία 2 υπέβαλε Αίτηση για έκδοση άδειας για διεξαγωγή επιχείρησης, η οποία μάλιστα έγινε δεχτή. Στο ίδιο το Τεκμήριο 5 περιλαμβάνονται – εν πολλοίς – τα ίδια στοιχεία, με τις Αιτήσεις Τεκμήρια 2, 3 και 4 που είχαν προηγηθεί χρονικά και υποβλήθηκαν από την Εταιρεία 1, με εξαίρεση τ’ όνομα της εταιρείας που υποβάλλει την Αίτηση. Μεταξύ του Τεκμηρίου 4 – δηλαδή της τελευταίας χρονικά κατατεθειμένης Αίτησης εκ μέρους της Εταιρείας 1 – και του Τεκμηρίου 5, μεσολάβησε η καταχώριση της Αγωγής του 2012 εναντίον της Εταιρείας 1 και του Εναγόμενου για οφειλόμενα τέλη για τα προηγούμενα έτη 2009, 2010 και 2011 συνολικού ύψους περί τις €14,000. Ακόμα και κατά τον ίδιο τον ΜΕ, η Αίτηση για έκδοση άδειας προς την Εταιρεία 2 υπεβλήθη από τον ίδιο Εναγόμενο, αφορούσε το ίδιο υποστατικό αλλά και την ίδια χρήση (βλ. παράγραφο 6 της γραπτής του δήλωσης -  Εγγράφου Α) ως και οι προηγούμενες αιτήσεις που αφορούσαν της Εταιρεία 1. Ερωτηθείς αναφορικά με τους λόγους που ο Ενάγων, παρά τα πιο πάνω, ενέκρινε και εξέδωσε την άδεια προς την Εταιρεία 2 στη βάση του Τεκμηρίου 5, ο ΜΕ απάντησε ότι σκοπός του Ενάγοντα δεν είναι να εμποδίζει τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων και ότι ήδη είχε χρεωθεί η Εταιρεία 1 με τα ποσά και τις επιβαρύνσεις. Παρά ταύτα, επικαλούμενος ακριβώς τα ίδια δεδομένα, - ως, πασιφανώς, αυτά ήταν γνωστά και διαθέσιμα στον Ενάγοντα κατά την αποδοχή της Αίτησης της Εταιρείας 2 και τα οποία παρατέθηκαν και στη γραπτή δήλωση του, ο ΜΕ σε άλλο σημείο της δήλωσής του θεωρεί ότι «είναι ξεκάθαρος ο λόγος που υπήρξε η εν λόγω αλλαγή» (βλ. παράγραφο 5 του Εγγράφου Α) και δεν είναι άλλος από την πρόθεση του Εναγόμενου ν’ αποφύγει τις οφειλές που ήδη δημιουργήθηκαν και αφορούσαν την Εταιρεία 1. Παρεμβάλλεται, εν είδει υπενθύμισης, ότι οι οφειλές της Εταιρείας 1 είχαν δημιουργηθεί από το έτος 2009, ενώ ο Ενάγοντας εξακολουθούσε ν’ αποδέχεται αιτήσεις και να εγκρίνει αυτές για συνέχιση της λειτουργίας του επίμαχου υποστατικού (βλέπε Τεκμήριο 2, 3 και 4). Με τα πιο πάνω κατά νου, και χωρίς να προσθέτει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, ο Ενάγων – κατά τον ΜΕ - κατέληξε να θεωρεί ότι η υποβολή της αίτησης Τεκμηρίου 5 έγινε με σκοπό την αποφυγή της πληρωμής των οφειλών της Εταιρείας 1. Δεν επεξηγείται πως κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα. Αλλ’ ούτε και κατάληξη του ΜΕ όμως φαίνεται να έχει λογική συνοχή εν όψει και των αποδείξεων Τεκμηρίου 8, οι οποίες αφορούν πληρωμές που έγιναν από την Εταιρεία 1 προς τον Ενάγοντα, μετά από την υποβολή του Τεκμηρίου 5 για έγκριση άδειας εν ονόματι της Εταιρείας 2. Όλα όσα ο ΜΕ ανέφερε ότι συναποτελούσαν την κατάληξή του περί της σκοπιμότητας της αλλαγής από την Εταιρεία 1 στην Εταιρεία 2, ενυπήρχαν και ήταν γνωστά και διαθέσιμα στον Ενάγοντα και κατά το χρόνο υποβολής και αποδοχής της Αίτησης Τεκμήριο 5. Εκτός από τη μετέπειτα δημιουργία οφειλής από την ίδια την Εταιρεία 2 για τα έτη 2013 και 2014, το μόνο διαφοροποιητικό στοιχείο μεταξύ της αποδοχής του Τεκμηρίου 5 και της έκδοσης άδειας προς την Εταιρεία 2 και της μαρτυρίας του ΜΕ στο Δικαστήριο δεν ήταν άλλο από την μερική πληρωμή των οφειλών της Εταιρείας 1 προτού μάλιστα εκδοθεί και η Απόφαση στην Αγωγή του 2012. Το στοιχείο τούτο δεν είναι, υπό το φως των πιο πάνω, δυνατό να συγκεραστεί με το συμπέρασμα του ΜΕ αναφορικά με το λόγο για την αλλαγή της αιτούσας την άδεια Εταιρείας.   

Η πιο πάνω ανάλυση με φέρνει και σ’ ένα άλλο ζήτημα για το οποίο η μαρτυρία του ΜΕ δεν ήταν ξεκάθαρη. Αποτέλεσε ισχυρισμό του ΜΕ ότι ο Εναγόμενος χρησιμοποιεί τις Εταιρείες 1 και 2 για ν’ αποφύγει τις οφειλές του προς τον Ενάγοντα. Παρά ταύτα, εάν εξαιρεθεί το σημείωμα του επιδότη – Τεκμήριο 13, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, αρκείται στο να ενημερώσει ότι η Εταιρεία 1 «εγκατέλειψε» της δοθείσα διεύθυνση, ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε με ποιο τρόπο η Εταιρεία 1 ή η Εταιρεία 2 ή ο Εναγόμενος προσπάθησαν ν’ αποφύγουν τις οφειλές τους. Το μόνο που καταδεικνύεται είναι ότι δεν έχουν αποπληρώσει αυτές. Ούτε μαρτυρία προσκομίστηκε με την οποία να διαφαίνεται ότι είτε η Εταιρεία 1 ή η Εταιρεία 2 δεν ήτο, κατά τον ουσιώδη χρόνο, φερέγγυες, ή ότι δεν υπήρχαν τρόποι και πόροι να καταβάλουν τις οφειλές τους. Εκ των παραδεκτών γεγονότων δε, το μόνο που διαφαίνεται είναι ότι οι Εταιρείες σε κάποιο χρονικό σημείο διαγράφηκαν, χωρίς ν’ αναφέρονται οι συνθήκες υπό τις οποίες - ή οι λόγοι για τους οποίους - διαγράφηκαν και χωρίς ν’ αποσαφηνίζεται για ποιο λόγο - αν υπήρχε τρόπος - δεν έγινε προσπάθεια επαναφοράς τους. Υπενθυμίζω ότι, εν προκειμένω, δεν εξετάζεται το κατά πόσο οι εν λόγω εταιρείες πράγματι όφειλαν τα επίμαχα ποσά, αλλά εάν αυτές εργαλειοποιήθηκαν από τον Εναγόμενο ως ο ισχυρισμός του ΜΕ για να καταδολιεύσουν τον Ενάγοντα και κατ’ επέκταση τις δημόσιες προσόδους. 

Αποτέλεσε επίσης ισχυρισμό του ΜΕ ότι η προσπάθεια αποφυγής εμφαίνεται και από την ειδοποίηση του επιδότη Τεκμήριο 13, στην οποία αναφέρεται ότι η Εταιρεία 1 εγκατέλειψε το εγγεγραμμένο γραφείο της και στεγάζετο εκεί η Εταιρεία 2. Στη βάση των παραδεκτών γεγονότων που κατέθεσαν οι διάδικοι, το τελευταίο εγγραγραμμένο γραφείο της Εταιρείας 1 ήταν στην οδό 28ης Οκτωβρίου 4, Έγκωμη. Παρά ταύτα, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με το ποιος ενημέρωσε τον επιδότη ότι η Εταιρεία 1 εγκατέλειψε τη διεύθυνση, ούτε με ποιο τρόπο, από τη στιγμή που δεν δόθηκε μαρτυρία αναφορικά με αλλαγή της διεύθυνσης του εγγεγραμμένου γραφείου, πρόκυψε ή συντελέστηκε η «εγκατάλειψη». Ακόμα και να παραλειφθεί η αναφορά ότι η δήλωση του επιδότη, όπως τη μετέφερε ο ίδιος ο ΜΕ ήταν εξ ακοής και να εξεταστεί κατά πόσο στη βάση του Άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, θα της αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα – το περιεχόμενο της και μόνο, ιδωμένο υπό το φως το παραδεκτών γεγονότων, εγείρει ερωτηματικά που έμειναν αναπάντητα.

Παντελώς μετέωρος παρέμεινε και ο ισχυρισμός του ΜΕ ότι τυχόν διαδικασία εναντίον της Εταιρείας 2 ήταν καταδικασμένη να πέσει στο κενό (sic). Ελλείψει μαρτυρίας αναφορικά με οποιαδήποτε προσπάθεια είσπραξης οποιωνδήποτε οφειλών από την εν λόγω Εταιρεία, το μοναδικό στοιχείο που σχετίζεται με το ζήτημα ήταν από τη μία οι τιμολογήσεις και από την άλλη οι πληρωμές στις οποίες προέβη η ίδια η Εταιρεία 2. Το χάσμα μεταξύ των γεγονότων αυτών – δηλαδή της τιμολόγησης της Εταιρείας 2 και της μερικής αποπληρωμής από αυτήν – και της βεβαιότητας με την οποία ο ΜΕ ισχυρίστηκε ότι η είσπραξη από την Εταιρεία 2 ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία, παρέμεινε, σε πραγματικό επίπεδο, αγεφύρωτο.  

Συνεπώς και στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης, θεωρώ ότι τα όσα ο ΜΕ κατέθεσε και αφορούσαν τον τρόπο με τον οποίο ο Ενάγοντας λειτούργησε και χειρίστηκε το συγκεκριμένο θέμα κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά. Εν πάση όμως περιπτώσει, το Δικαστήριο πρόκειται να προβεί σε δική του εκτίμηση των γεγονότων υπαγομένων στη νομική πτυχή, προκειμένου να καταλήξει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα, δεδομένου ότι, ως ήδη προανέφερα τα απλά και δίχως αμφισβήτηση γεγονότα πρόκειται ν’ αποτελέσουν μέρος των ευρημάτων.                

Ευρήματα

            Στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας αλλά και των παραδεχτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων προβαίνω στ’ ακόλουθα ευρήματα:

Η Εταιρεία 1 συστάθηκε το έτος 2003 υπό την ονομασία Ν. Neophytou Ltd. με διευθυντή και μοναδικός μέτοχό της τον Εναγόμενος και γραμματέα κάποιο Κωνσταντίνο Νεοφύτου. Η διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της ήταν Νίκου Ξυλούρη 3, Στρόβολος 2045, η οποία άλλαξε το έτος 2004 σε Λεωφόρος Στροβόλου 170, Γραφείο 205, Στρόβολος 2048. Την 1.8.2006 ο ΝΤ αντικατέστησε τον Κωνσταντίνο Νεοφύτου ως Γραμματέας της Εταιρείας 1 και ο Εναγόμενος του μεταβίβασε 50 εκ των 100 μετοχών που κατείχε σ’ αυτή, με αποτέλεσμα Εναγόμενος και ΝΤ να κατέχουν 50 μετοχές έκαστος. Την επομένη η Εταιρεία 1 μετονομάστηκε σε T & N Premium Entertainment Ltd., ονομασία που διατηρούσε μέχρι και τον ουσιώδη για την παρούσα Αγωγή χρόνο. Έπειτα, στις 28.6.2007 καταχωρήθηκε έντυπο παραίτησης του ΝΤ από τη θέση του Γραμματέα και τον αντικατέστησε ο Εναγόμενος. Στις 15.9.2011 καταχωρήθηκε μεταβίβαση με την οποία ο ΝΤ μεταβίβασε στον Εναγόμενο μία μετοχή εκ των 50 που κατείχε, ενώ στις 7.12.2011 καταχωρήθηκε έντυπο μεταβίβασης με την οποία ο ΝΤ μεταβίβασε στον Εναγόμενο και τις υπόλοιπες 49 μετοχές που κατείχε στην Εταιρεία 1. Την ίδια ημέρα καταχωρήθηκε αλλαγή εγγεγραμμένου γραφείου της Εταιρείας 1 σε 28ης Οκτωβρίου 4, Έγκωμη 2414. Η Εταιρεία 1 διαγράφηκε στις 12.8.2022.

            Η Ν. Neophytou Entertainment Ltd., Εταιρεία 2 συστάθηκε στις 15.3.2010. Διευθυντής, Γραμματέας και μοναδικός μέτοχός της, με 1000 μετοχές, ήταν ο Εναγόμενος και το εγγεγραμμένο γραφείο της ήταν στην 28ης Οκτωβρίου 4Γ, Έγκωμη 2014. Η Εταιρεία 2 διαγράφηκε στις 11.1.2016.

            Στις 30.08.2006, 10.3.2010 και 7.2.2011, η Εταιρεία 1 υπέβαλε, μέσω του Εναγόμενου, αντίστοιχες και ισάριθμες αιτήσεις για έκδοση άδειας διατήρησης επαγγελματικού υποστατικού και συγκεκριμένα της λειτουργίας του μουσικοχορευτικού κέντρου «Καλλιπόλεως 4» στην οδό 28ης Οκτωβρίου στην Έγκωμη, εντός των δημοτικών ορίων του Ενάγοντα. Οι πιο πάνω αιτήσεις εγκρίθηκαν από τον Ενάγοντα.

            Επειδή για τα έτη 2009, 2010 και 2011, η Εταιρεία 1 δεν κατέβαλε τα τέλη που όφειλε στον Ενάγοντα αναφορικά με τις άδειες λειτουργίας, τις επαγγελματικές άδειες και τα τέλη συγκομιδής απορριμμάτων, ο Ενάγοντας καταχώρισε εναντίον της, αλλά και εναντίον του Εναγόμενου, στις 20.12.2012 την Αγωγή του 2012, αξιώνοντας το συνολικό ποσό των €14,302.10.

            Στις 22.1.2013, η Εταιρεία 2 υπέβαλε, μέσω του Εναγόμενου αίτηση για έκδοση άδειας διατήρησης επαγγελματικού υποστατικού και συγκεκριμένα της λειτουργίας του μουσικοχορευτικού κέντρου «Καλλιπόλεως 4» στην οδό 28ης Οκτωβρίου στην Έγκωμη, εντός των δημοτικών ορίων του Ενάγοντα. Η πιο πάνω αίτηση εγκρίθηκε από τον Ενάγοντα.

            Για έτος 2012, ο Ενάγων στις 7.6.2013 χρέωσε την Εταιρεία 1 το συνολικό ποσό των €4600 που αφορούσε την άδεια λειτουργίας, την επαγγελματική άδεια και τα τέλη συγκομιδής απορριμμάτων. 

            Μεταξύ της 6.2.13 και της 26.3.2013 η Εταιρεία 1 κατέβαλε στον Ενάγοντα το συνολικό ποσό των €3500 έναντι των οφειλών της.

            Για τα έτη 2013 και 2014 και μεταξύ 4.12.2013 και κάποιας ημερομηνίας περί τα τέλη του έτους 2014 με αρχές του έτους 2015 (δεν αναγράφεται ημερομηνία έκδοσης στα 2 τελευταία τιμολόγια του Τεκμηρίου 11), ο Ενάγων χρέωσε την Εταιρεία 2, το συνολικό ποσό των €5500 αναφορικά με την άδεια λειτουργίας, την επαγγελματική άδεια και τα τέλη συγκομιδής απορριμμάτων.

            Στις 18.2.2014, στο πλαίσιο της Αγωγής του 2012, εκδόθηκε υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εταιρείας 1 απόφαση για το ποσό των €10,802.10 πλέον τόκο προς 5.5% από 20.12.12 μέχρι εξόφλησης (το «εξ Αποφάσεως Χρέος»). Επιδικάστηκαν επίσης υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εταιρείας 1 δικηγορικά έξοδα στο ποσό των €761 πλέον τόκο προς 5.5% από 20.12.12 μέχρι εξόφλησης πλέον ΦΠΑ (τα «Δικηγορικό Έξοδα»).

            Μεταξύ της 15.5.2014 και της 17.9.2014, η Εταιρεία 2 κατέβαλε στον Ενάγοντα το συνολικό ποσό των €1525 έναντι των οφειλών της.

            Στις 12.9.2014, δικαστικός επιδότης ενημέρωσε με ειδοποίηση την τότε δικηγόρο του Ενάγοντα ότι το ένταλμα εκποίησης κινητής περιουσίας που εκδόθηκε κατόπιν της έκδοσης της απόφασης στην Αγωγή 2012, δεν εκτελέστηκε καθότι η Εταιρεία 1 εγκατέλειψε τη δοθείσα διεύθυνση 28ης Οκτωβρίου 4, Έγκωμη και ότι από τον Ιανουάριο 2014 στεγάζεται εκεί η Εταιρεία 2.

            Μέχρι και την ημέρα που ολοκληρώθηκε η μαρτυρία στην υπόθεση η Εταιρεία 1 όφειλε στον Ενάγοντα το εξ Αποφάσεως Χρέος, τα Δικηγορικά Έξοδα, καθώς και το ποσό των €4600, ενώ η Εταιρεία 2 όφειλε στον Ενάγοντα το ποσό των €3957, δηλαδή το υπόλοιπο μετά τις πληρωμές στις οποίες προέβη και αναφέρονται ανωτέρω.             

Νομική Πτυχή

Γενικά

Σε αστικής φύσεως υποθέσεις ο Ενάγων έχει το γενικό βάρος ν’ αποδείξει ότι η απαίτησή του είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι[5]. Το βάρος αποσείεται αποκλειστικά με μαρτυρία που κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη από το Δικαστήριο[6]. Το νομικό βάρος όμως δεν πρέπει να συγχέεται με το αποδεικτικό βάρος απόδειξης. Το πρώτο είναι πάντοτε στους ώμους του Ενάγοντος και δεν μεταφέρεται, ενώ το αποδεικτικό υποδηλώνει το βάρος που διάδικος φέρει να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία για την υποστήριξη επίδικου ή σχετικού θέματος, έτσι ώστε το Δικαστήριο να καλέσει την άλλη πλευρά ν’ απαντήσει. Συμπληρώνω την παράθεση νομικών αρχών που αφορούν τα εδώ επίδικα ζητήματα πιο κάτω στην παρούσα.

Σχετικά με τα επίδικα θέματα

            Στην Απόφαση του, τότε, Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην υπόθεση Αποστόλου ν Ιωάννου (2012) 1 Α.Α.Δ 604, αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής σχετικά:

«Κατά κανόνα, και σύμφωνα με τις αρχές που είχαν τεθεί στη γνωστή υπόθεση Salomon v. Salomon & Co (1897) AC22 κάθε εταιρεία είναι ξεχωριστό νομικό πρόσωπο με δικό της ενεργητικό και παθητικό. Επομένως, οι διευθυντές και οι μέτοχοι της εταιρείας τυγχάνουν προστασίας δυνάμει της αρχής του "εταιρικού πέπλου" (corporate veil)».

            Ενώ πιο στην ίδια Απόφαση πιο κάτω ότι:

«Συνήθης περίπτωση κατά την οποία τα Αγγλικά Δικαστήρια αίρουν την προστασία του εταιρικού πέπλου είναι εκεί όπου η εταιρεία χρησιμοποιείται από τον ελέγχοντα την εταιρεία, απλά ως ένα τεχνητό μέσο, μια ασπίδα προς αποφυγή προϋπαρχουσών υποχρεώσεων. (Trustor AB v. Smallborne and other (No.2) (2001) J 1 W.L.R. 1177).»

Αλλά και τέλος ότι:

«[…] για να καταστεί δυνατή η άρση του εταιρικού πέπλου θα πρέπει να αποκαλύπτεται κάποια επιλήψιμη ενέργεια που να συνδέεται με χρησιμοποίηση της εταιρικής δομής ως εικονικής (sham) προς απόκρυψη αδικοπραγίας και δεν είναι αρκετή από μόνη της η κατάδειξη του στοιχείου του αποκλειστικού ελέγχου της εταιρείας».

Στη δε Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που συνεδρίαζε ως Εφετείο, στην υπόθεση Ιωάννου ν. Polly-Frocks Ltd. (2000) 1 A.Α.Δ. 398, επιβεβαιώθηκε η εξουσία του Δικαστηρίου να εξετάζει το κατά πόσο μια εταιρεία συνέχισε να λειτουργεί υπό την κάλυψη άλλης προκειμένου ν’ αποφύγει τις υποχρεώσεις της.

Περίπου 14 μήνες μετά την έκδοση της Απόφασης στην Αποστόλου (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου εξέδωσε Απόφαση στην υπόθεση Prest v Petrodel Resources Limited and others[7], όπου, με εκτενή ανασκόπηση τόσο της θεωρίας όσο και της Νομολογίας, ως είχε μέχρι τότε διαμορφωθεί, αναφέρθηκαν και τα εξής, ελεύθερα μεταφρασμένα:

«Τούτες οι θεωρήσεις αντικατοπτρίζουν την ευρύτερη αρχή ότι το εταιρικό πέπλο μπορεί ν’ αρθεί μόνον για ν’ αποτραπεί η κατάχρηση της εταιρικής νομικής προσωπικότητας. Δύναται να θεωρηθεί κατάχρηση της ξεχωριστής νομικής προσωπικότητας μια εταιρείας, εάν χρησιμοποιείται προς αποφυγή του Νόμου ή προς παρακώλυση της εφαρμογής του. Δεν αποτελεί κατάχρηση το να βασιστεί κάποιος στο γεγονός (αν πράγματι είναι γεγονός) ότι η υποχρέωση δεν αφορά τον ασκούντα τον έλεγχο στην εταιρεία επειδή αφορά την εταιρεία. Αντιθέτως, αυτή είναι η πεμπτουσία της ίδρυσης της εταιρείας[8]».

Και πιο κάτω:

«[…] υπάρχει μια περιορισμένη αρχή του Αγγλικού δικαίου που εφαρμόζεται όταν ένα πρόσωπο υπέχει κάποιας υπάρχουσας νομικής υποχρέωσης ή ευθύνης ή υπόκειται σε κάποιο υπάρχοντα νομικό περιορισμό, τον οποίο σκοπίμως αποφεύγει ή την εφαρμογή του οποίου σκοπίμως παρακωλύει, προβάλλοντας μια εταιρεία την οποία ελέγχει. Το Δικαστήριο δύναται τότε να άρει το εταιρικό πέπλο με σκοπό, και για μόνον εκείνον το σκοπό, ν’ αποστερήσει από την εταιρεία ή από τον ασκούντα τον έλεγχό της, το πλεονέκτημα το οποίο θ’ αποκόμιζαν από τον ξεχωριστή νομική προσωπικότητα της εταιρείας[9]».

Ανάλυση και υπαγωγή ευρημάτων στη νομική πτυχή

            Επανερχόμενος στα ενώπιον μου γεγονότα, το επιχείρημα της πλευράς του Ενάγοντα είναι ότι ο Εναγόμενος παρουσιαζόταν ως οι Εταιρείες 1 και 2, χρησιμοποιώντας αυτές ως «ασπίδες» προκειμένου να καταδολιεύσει τον Ενάγοντα με το ν’ αποφύγει την πληρωμή των υποχρεώσεών του.

            Για ν’ αποδείξει τον πιο πάνω ισχυρισμό, η πλευρά του Ενάγοντα βασίστηκε στα εξής, πέραν της εκπεφρασθείσας γενικής πεποίθησης του ΜΕ: (α) στο ότι ο Εναγόμενος ασκούσε τον ουσιαστικό έλεγχο των εν λόγω Εταιρειών, (β) στο ότι δημιουργήθηκε χρέος αναφορικά με την Εταιρεία 1, το οποίο παρέμεινε απλήρωτο, (γ) στο ότι δημιουργήθηκε χρέος αναφορικά με την Εταιρεία 2, το οποίο επίσης παρέμεινε απλήρωτο, (δ) στο ότι περί το έτος 2013, η Εταιρεία 2 υπέβαλε αίτηση για άδεια λειτουργίας του επίμαχου υποστατικού με την ίδια ονομασία, αντί για την Εταιρεία 1 και (ε) στο ότι ο δικαστικός επιδότης ειδοποίησε ότι στο εγγεγραμμένο γραφείο της, στεγάζεται πλέον η Εταιρεία 2.

Εκ των παραδεκτών γεγονότων επί των οποίων προέβηκα ήδη σε αντίστοιχα ευρήματα, προκύπτει ότι από τα μέσα του έτους 2006 μέχρι και το τέλος του έτους 2011, στην Εταιρεία 1 συμμετείχε και ο ΝΤ. Εξ όσων δηλαδή φαίνονται από τα στοιχεία της εταιρικής δομής της Εταιρείας 1, για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα από το έτος 2006 μέχρι και το έτος 2011, δεν θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί το επιχείρημα ότι ο Εναγόμενος ασκούσε αποκλειστικό έλεγχο της Εταιρείας 1 ή ότι η Εταιρεία 1 λειτουργούσε ως alter ego του Εναγόμενου, στην απουσία θετικής προς τούτο μαρτυρίας. Σε σχετική απάντησή του αναφορικά με το ζήτημα της συμμετοχής του ΝΤ στην Εταιρεία 1, ο ΜΕ ανέφερε ότι ο ίδιος γνώριζε μόνον τον Εναγόμενο και ότι μόνον ο Εναγόμενος προσερχόταν για να υποβάλει αιτήσεις. Με όλο το σεβασμό, το κατά πόσο ο Εναγόμενος ήταν επιφορτισμένος με το συγκεκριμένο καθήκον δεν μπορεί να οδηγήσει και, το δίχως άλλο, σε συμπέρασμα ότι εκείνος είχε και τον αποκλειστικό έλεγχο της Εταιρείας 1, αλλ’ ούτε και να αποτελεί επιχείρημα για να παραγνωριστεί το δεδομένο ότι ο ΝΤ κατείχε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα μέχρι και το 50% των εκδομένων μετοχών της Εταιρείας 1. Υπενθυμίζεται ότι ο ΝΤ μετείχε στην Εταιρεία 1 κατά τον τρόπο που κοινώς κατατέθηκε από την πρώτη φορά που η Εταιρεία 1 υπέβαλε αίτηση για λειτουργία του επίμαχου υποστατικού, δηλαδή από το 2006 μέχρι και το έτος 2011. Παρά την έγκριση της λειτουργίας του υποστατικού από το έτος 2006, οι πρώτες οφειλές που βάρυναν την Εταιρεία 1, παρουσιάστηκαν το έτος 2009. Δηλαδή κατά το χρόνο που δημιουργήθηκαν οι οφειλές που αποτέλεσαν και το αντικείμενο της Αγωγής του 2012 και της σχετικής Απόφασης, το εκδομένο κεφάλαιο της Εταιρείας 1 ανήκε εξίσου στον Εναγόμενο και στον ΝΤ. Άλλωστε, ως αναφέρθηκε και στην Αποστόλου (ανωτέρω) και έπειτα και στην Prest v Petrodel (ανωτέρω) ακόμα και να θεωρείτο ότι ο Εναγόμενος είχε τον αποκλειστικό έλεγχο της Εταιρείας 1, τούτο δεν θα ήταν από μόνο του αρκετό για ν’ αποτελέσει τη βάση του εγχειρήματος άρσης του εταιρικού της πέπλου. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την Εταιρεία 2, στην οποία πράγματι ο Εναγόμενος φαίνεται ν’ ασκούσε τον αποκλειστικό έλεγχο. Στην απουσία άλλων γεγονότων, το γεγονός από μόνο του δεν θα ήταν δυνατό να υποστυλώσει την απαίτηση του Ενάγοντα. Αναφορικά με την Εταιρεία 2 προβαίνω σε εκτενέστερη ανάλυση πιο κάτω.

            Με τα πιο πάνω γεγονότα κατά νου αλλά και από τα ευρήματά μου, δεν είναι δυνατό να καταλήξω ότι ο Εναγόμενος πράγματι χρησιμοποίησε την Εταιρεία 1 προκειμένου ν’ αποφύγει τις οφειλές του προς τον Ενάγοντα. Και εξηγώ: κατά πρώτον, τίθεται το ερώτημα - το οποίο έμεινε αναπάντητο από την πλευρά του Ενάγοντα - κατά πόσο οι οφειλές ήταν πράγματι του Ενάγοντα και όχι της Εταιρείας 1. Η σύσταση της Εταιρείας προϋπήρχε της υποβολής αίτησης για τη λειτουργία του υποστατικού κατά 3 έτη. Η εν λόγω αίτηση υπεβλήθη από την Εταιρεία 1 και για λογαριασμό της και ουδέποτε από τον ίδιο τον Εναγόμενο και χορηγήθηκε προς την Εταιρεία 1. Κατά δεύτερον, δεν φαίνεται ο Εναγόμενος να προέβη σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια εκτός από την υποβολή της Αίτησης για λογαριασμό της Εταιρείας 1. Δηλαδή, εξ αρχής, όλες οι αιτήσεις τις οποίες υπέβαλε ο Εναγόμενος για χορήγηση αδειών και αφορούσαν την Εταιρεία 1, τις υπέβαλλε για λογαριασμό της. Δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι ήταν ο Εναγόμενος που στην πραγματικότητα λειτουργούσε το επίμαχο υποστατικό και όχι η Εταιρεία 1, αλλ’ ούτε και ότι οι εργασίες της Εταιρείας 1 περιορίζονταν μόνον στη λειτουργία του υποστατικού. Επίσης όλες οι πληρωμές που έγιναν από την Εταιρεία 1 προς τον Ενάγοντα έναντι του οφειλόμενου χρέους έγιναν από την ίδια την Εταιρεία 1 η οποία έλαβε, κατά το έτος 2013 κατά το οποίο έγιναν, και σχετικές αποδείξεις από τον Ενάγοντα στ’ όνομά της. Επομένως και ελλείψει έστω της ελάχιστης μαρτυρίας επ’ αυτού, δεν μπορεί να εξαχθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο το συμπέρασμα ότι το χρέος της Εταιρείας 1 ήταν στην πραγματικότητα χρέος του Εναγόμενου, το οποίο απέφυγε χρησιμοποιώντας την Εταιρεία 1. Παρεμβάλλω εδώ, ότι με το ίδιο σκεπτικό τίθεται και το ίδιο ερώτημα του κατά πόσο το χρέος ήταν πράγματι του Εναγόμενου, όσων αφορά και την Εταιρεία 2, για την οποία ισχύουν κατ’ αναλογία τα ίδια δεδομένα και η ίδια ιδρύθηκε το έτος 2010 – 3 χρόνια πριν την υποβολή της αίτησης για λειτουργία του υποστατικού. Επιστρέφοντας στα της Εταιρείας 1 και κατά τρίτον, αποτέλεσε ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι η εγκατάλειψη του εγγεγραμμένου γραφείου από την Εταιρεία 1 και η αντικατάστασή της ως διαχειρίστριας του υποστατικού αποτελεί μέρος και της προσπάθειας καταδολίευσης. Πλην όμως, το ζήτημα της «εγκατάλειψης», ως ανέφερα και στο στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, τέθηκε κατά τρόπο ελλιπή, αφού δεν τέθηκε μαρτυρία με την οποία να επιβεβαιώνεται ότι η Εταιρεία 1 πράγματι άλλαξε εγγεγραμμένο γραφείο, ούτε και με ποιο τρόπο ο επιδότης κατέληξε ότι εγκατέλειψε το εγγεγραμμένο γραφείο. Το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να προβαίνει σε εικασίες αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους η ειδοποίηση επιδότη συντάχθηκε κατά τον τρόπο που συντάχθηκε. Και βεβαίως, το Δικαστήριο δεν πρόκειται να εξάγει συμπεράσματα βασισμένα σε ανεπίτρεπτες εικασίες. Παρά ταύτα, η πλευρά του Ενάγοντα βασίστηκε στην εν λόγω ειδοποίηση του επιδότη προκειμένου για να προβάλει το επιχείρημα περί προσπάθειας καταδολίευσης, δίχως να φαίνεται να είχε προβληματιστεί αναφορικά με την πληροφόρηση που η ειδοποίηση περιείχε και ως διαφάνηκε, χωρίς να καταδείξει οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια εκτέλεσης της Απόφασης στην Αγωγή του 2012.

Στο πλαίσιο της παρούσας εξέτασης και υπό το φως της Νομολογίας που παρέθεσα ανωτέρω, το επιχείρημα δεν έχει επαρκώς πλαισιωθεί με μαρτυρία. Δεν είναι, επομένως, δυνατό να καταλήξω ότι αποδείχθηκε ότι είτε ο Εναγόμενος είτε η Εταιρεία 1 προσπάθησαν να αποφύγουν τις υποχρεώσεις τους, καταχρώμενοι την εταιρική δομή και σύσταση της Εταιρείας 1, με μοναδικά γεγονότα κατά νου ότι το 2012 ο Εναγόμενος παρέμεινε μόνος μέτοχος στην Εταιρεία 1 και ότι αυτή δημιούργησε χρέος προς τον Ενάγοντα.

Η συζήτηση περί του εγγεγραμμένου γραφείου με φέρνει και στην εμπλοκή της Εταιρείας 2. Ήταν η θέση του Ενάγοντα ότι η υποβολή αίτησης για το έτος 2013 από την Εταιρεία 2 αντί για την Εταιρεία 1 αποτελεί ένδειξη της προσπάθειας αποφυγής των υποχρεώσεων της Εταιρείας 1 ή ακόμα και του ίδιου του Εναγόμενου. Προκύπτουν τα εξής ζητήματα με το επιχείρημα τούτο: Έχοντας κατά νου την αποδοχή της αίτησης της Εταιρείας 2 από τον Ενάγοντα, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι οι υποχρεώσεις της Εταιρείας 1 καθ’ οιονδήποτε τρόπο επηρεάστηκαν. Η υποβολή της αίτησης και η αποδοχή της, έγινε ενόσω η Αγωγή του 2012 εκκρεμούσε εναντίον της Εταιρείας 1. Κατά το ίδιο έτος ο Ενάγοντας, χρέωσε την Εταιρεία 1 και τα τέλη για το έτος 2012 αλλά και έγιναν και πληρωμές εκ μέρους της Εταιρείας 1, οι οποίες έπειτα αφαιρέθηκαν κατά την έκδοσης της Απόφασης στην Αγωγή του 2012. Η δε προσπάθεια εκτέλεσης του εντάλματος εκποίησης έγινε τον επόμενο χρόνο, δηλαδή εντός του 2014 και πέραν του ενάμιση έτους μετά την αποδοχή της αίτησης για έκδοση άδειας από τον Ενάγοντα προς την Εταιρεία 2. Ως φαίνεται, ο ίδιος ο Ενάγοντας, έχοντας καταχωρίσει την Αγωγή του 2012 εναντίον της Εταιρείας 1 για οφειλές της για τα έτη 2009, 2010 και 2011, ενέκρινε την αίτηση της Εταιρείας 2 για να λειτουργήσει το ίδιο επίμαχο υποστατικό. Προτού καν εκδοθεί απόφαση στην Αγωγή του 2012 κι ενόσω η Εταιρεία 2 λειτουργούσε το υποστατικό, εν πλήρη γνώση ως φαίνεται του Ενάγοντα, η Εταιρεία 1 προέβαινε σε πληρωμές έναντι των οφειλών της, τις οποίες ο Ενάγοντας αποδεχόταν και αφαίρεσε και από το ποσό που αξίωσε στην Αγωγή του 2012. Παράλληλα κι έχοντας ήδη δεχθεί την αίτηση της Εταιρείας 2 για λειτουργία του υποστατικού που μέχρι πρότινος διαχειριζόταν η Εταιρεία 1 - αίτηση η οποία υποβλήθηκε τον Ιανουάριου του 2013 - ο Ενάγοντας χρέωσε την Εταιρεία 1 και τα τέλη για το έτος 2012, περί το Μάιο του ίδιου έτους 2013.

Εκ των πιο πάνω, καθίσταται αντιληπτό ότι ο Ενάγοντας γνώριζε για την εμπλοκή της Εταιρείας 2 και αποδέχθηκε την αίτησή της, προτού καν εκδοθεί Απόφαση στην Αγωγή του 2012 εναντίον της Εταιρείας 1. Ο λόγος για τον οποίο η Εταιρεία 2 αντικατέστησε την Εταιρεία 1 στη διαχείριση και λειτουργία του επίμαχου υποστατικού παρέμεινε εν τέλει άγνωστος προς το Δικαστήριο. Το ότι όμως αυτό ουδέποτε διαφάνηκε, δεν μπορεί ν’ οδηγήσει και στο συμπέρασμα ότι σκοπός της ήταν πράγματι η αποφυγή των υποχρεώσεων είτε της Εταιρείας 1 είτε του Εναγόμενου. Ο Ενάγοντας εξακολούθησε και συναλλασσόταν με τις Εταιρείες 1 και 2, γνωρίζοντας πλήρως τις οφειλές της Εταιρείας 1 – αφού είχε ήδη καταχωρίσει την Αγωγή του 2012 - και, στη βάση της μαρτυρίας του ΜΕ, γνωρίζοντας επίσης ότι ο ασκών τον έλεγχο και στις δύο εταιρείες (τουλάχιστον σε κάποιο συγκεκριμένο χρόνο), ήταν ο ίδιος ο Εναγόμενος, πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στις ίδιες τις αιτήσεις που οι Εταιρείας υπέβαλλαν και ο Ενάγοντας ενέκρινε. Τόσο η αντίληψη του Ενάγοντα ως διαφαίνεται από τα γεγονότα, όσο και οι ενέργειές του δεν συνάδουν με τον ισχυρισμό του ότι ήτο θύμα καταδολίευσης. Ούτε θα μπορούσε, εντός του πιο πάνω πλαισίου, η λειτουργία του υποστατικού από την Εταιρεία 2 να θεωρηθεί επιλήψιμη ενέργεια που να καταδεικνύει ότι εκείνη χρησιμοποιήθηκε εικονικά από τον Εναγόμενο προς καταδολίευση του Ενάγοντα.

Ως προανέφερα, το γεγονός ότι ο Εναγόμενος ήταν και μόνος που ασκούσε έλεγχο στην Εταιρεία 2, δεν είναι γεγονός ικανό για να αποδώσει οποιαδήποτε αθέμιτη χρήση της σύστασης της Εταιρείας 2. Μοναδικό άλλο ζήτημα που προβάλλεται ως γεγονός και στο οποίο βασίστηκε ο Ενάγοντας είναι η ύπαρξη του χρέους από την Εταιρεία 2. Εν κατακλείδι, οι, κατά τον Ενάγοντα, ενδείξεις περί χρήσης της Εταιρείας 2 από τον Εναγόμενο ως προσωπείο γι’ αποφυγή των υποχρεώσεών του, εξαντλούνται πρώτον στον έλεγχο της και δεύτερον στην ύπαρξη του χρέους. Η θεώρηση τούτη προσκρούει στις αρχές μεταχείρισης του ζητήματος της κατ’ εξαίρεση άσκησης της εξουσίας του Δικαστηρίου να αίρει το εταιρικό πέπλο, όπως αναλύθηκαν στη Νομολογία. Πόσο δε μάλλον όταν συνυπολογιστούν: το ότι ο Ενάγοντας συναλλάχθηκε με την Εταιρεία 2 ελεύθερα και γνωρίζοντας το καθεστώς της, τον ασκούντα τον έλεγχο σ’ αυτή, το παρελθόν του υποστατικού το οποίο αιτήθηκε να διαχειριστεί και εκδίδοντας στ’ όνομά της Εταιρείας 2 τιμολόγια και λαμβάνοντας από εκείνη πληρωμές έναντι αποδείξεων. Προσθέτω στο σκεπτικό μου και το γεγονός το ότι ο Ενάγοντας δεν έλαβε οποιοδήποτε μέτρο για να εισπράξει τις οφειλές του από την Εταιρεία 2. Τοιουτοτρόπως, ουδέποτε καταδείχθηκε στο Δικαστήριο με ποιο τρόπο είτε η Εταιρεία 2 είτε ο Εναγόμενος μέσω της Εταιρείας προσπάθησε ν’ αποφύγουν τις υποχρεώσεις του προς τον Ενάγοντα.

Κατάληξη

            Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγοντας δεν κατάφερε ν’ αποσείσει το βάρος που του αναλογεί και δεν απέδειξε στο Δικαστήριο ότι η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη προκειμένου το Δικαστήριο να άρει το εταιρικό πέπλο των Εταιρειών 1 και 2 και να βρει ότι οι οφειλές που εκείνες δημιούργησαν προς τον Ενάγοντα θα πρέπει να επιδικαστούν εναντίον του Εναγόμενου. Χωρίς να καταδειχθεί οποιαδήποτε επιλήψιμη ενέργεια πέραν της μη αποπληρωμής των οφειλών από τις Εταιρείες 1 και 2, τα απλά γεγονότα της ίδρυσης και λειτουργίας των Εταιρειών και της λειτουργίας του ίδιου επίμαχου υποστατικού σε διαφορετικούς όμως χρόνους, τα οποία ήταν εν τέλει και τα μόνα που κατ’ ουσία διαφάνηκαν να συναποτελούν τη θέση του Ενάγοντα, δεν είναι δυνατό να με οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος καταχράστηκε τις εταιρικές δομές τούτες για ν’ αποφύγει τις υποχρεώσεις του.

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η Αγωγή δεν είναι δυνατό να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται. Τα έξοδα, κατ’ ακολουθία του αποτελέσματος, επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον του Ενάγοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

……………………………..

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ       

 



[1] Βλ. Salomon v A Salomon & Co Ltd. [1897] AC 22

[2] Βλ. Prest v Petrodel Resources Limited and others [2013] 2 AC 415

[3] Το κατά πόσο και σε ποιο βαθμό η φράση είναι δόκιμη και τι περιλαμβάνει, βλέπε ανάλυση υπό του Λόρδου Sumption στην απόφαση Prest v Petrodel (υποσημείωση 2 ανωτέρω).

[4] (βλ. Ανδρέας Χρ. Στυλιανίδης ν. Κωνσταντίνου Χατζηπιέρα (1999) 1 Α.Α.Δ. 1056)

[5] (βλ. Χρυσάνθη Χρύσανθου και Σταύρος Φραντζή ν Αντρέα Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ.1295)

[6] βλ. Χ" Παυλή κ.ά v. Αβραάμ (2000) 1 ΑΑΔ 220 και Σωκράτης Ναθαναήλ v. Hissam Hes Ali (2001) 1 (Γ) 1689)

[7] Βλ. υποσημείωσε 2 ανωτέρω.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο