ΛΑΜΠΡΟΣ Α. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ν. ΜΑΡΙΑΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Αρ. Αγωγής: 3981/16, 28/4/2025
print
Τίτλος:
ΛΑΜΠΡΟΣ Α. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ν. ΜΑΡΙΑΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Αρ. Αγωγής: 3981/16, 28/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 3981/16

Μεταξύ:

ΛΑΜΠΡΟΣ Α. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Ενάγοντας

-και-

ΜΑΡΙΑΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ

Εναγόμενου

 

Ημερομηνία: 28 Απριλίου 2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: Αυτοπροσώπως

Για Εναγόμενη: κ. Ε. Ευαγγέλου μαζί με τον κ. Δ. Θωμά για Θέμη Θωμά & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ι.    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.    Με την παρούσα αγωγή του ο Ενάγων αξιώνει εναντίον της Εναγόμενης γενικές, παραδειγματικές, τιμωτηρικές και επαυξημένες αποζημιώσεις «λόγω της συμπεριφοράς της Εναγόμενης η οποία είχε τα στοιχεία της υπεροψίας, θρασύτητας και κακοβουλίας, που είχε αποτέλεσμα να εκφοβίσει, εξευτελίσει, εκθέσει, διαβάλει και/ή προσβάλει τον Ενάγοντα και/ή να του προκαλέσει ηθική ζημιά». Πρόσθετα αρχικά αξίωνε διάταγμα που να απαγορεύει την Εναγόμενη να τον πλησιάζει εντός 20 μέτρων ή σε άλλη απόσταση που το Δικαστήριο κρίνει πρέπουσα, αξίωση η οποία εγκαταλείφθηκε κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων.[1]

 

II.   ΣΥΝΟΨΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΩΝ

 

2.    Ισχυρίζεται ο Ενάγων με την Έκθεση Απαίτησης του ότι, κατά ή περί τις 24.7.2016 έλαβε χώρα ένα επεισόδιο, στο χωριό Πεδουλά, μεταξύ του ιδίου και των μελών της οικογένειας της Εναγόμενης αλλά και της ίδιας («το Επίδικο Επεισόδιο»).

 

3.    Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι κατά την ως άνω ημερομηνία και ενώ ο ίδιος καθόταν σε τραπέζι έξω από την οικία πελατών του και συγγενικών προσώπων της Εναγόμενης, ενώ περνούσε μπροστά του η θυγατέρα της Εναγόμενης μαζί με τον σύζυγο της, γαμπρό της Εναγόμενης, τους απεύθυνε τον λόγο με κόσμιο τρόπο σε σχέση με κάτι συγκεκριμένο, σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της έντασης που η οικογένεια της Εναγόμενης είχε δημιουργήσει με τους πελάτες του. Όμως, αντιμετώπισε απρόσμενα και παντελώς αναίτια τη πολύ έντονη αντίδραση τους. Συγκεκριμένα, η θυγατέρα της Εναγόμενης, μεταξύ άλλων, κτύπησε δυνατά δύο φορές το τραπέζι που καθόταν το Ενάγων και του φώναζε δυνατά με διάθεση να εκφοβίσει τους παριστάμενους, με απειλές και εκφράσεις μειωτικές προς τον Ενάγοντα. Αντίστοιχη συμπεριφορά είχε και ο σύζυγός της απέναντι στον Ενάγοντα. Αμέσως μετά, ο υιός της Εναγόμενης εξήλθε από την οικία του κατευθύνθηκε προς τον Ενάγοντα με βιαστικό βήμα, έκανε έντονες χειρονομίες και του επιτέθηκε με έκδηλη πρόθεση να τον χτυπήσει, όμως δεν το έκανε παρά μόνο στάθηκε σε πολύ μικρή απόσταση από αυτόν και προέβη σε απειλητικές και απαξιωτικές δηλώσεις. Η ουσία των όσων διατύπωνε αφορούσαν την εκπροσώπηση των πελατών του Ενάγοντα, υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρος, συγγενικών προσώπων της Εναγόμενης σε σχέση με συγκεκριμένα περιστατικά μεταξύ των δύο οικογενειακών και τις επικοινωνίες που είχε ο Ενάγων με μέλη της Αστυνομίας στα πλαίσια αυτά. Στα πλαίσια του δικογράφου του παραθέτει εκτενείς λεπτομέρειες και ως προς τα πιο πάνω περιστατικά μεταξύ των δύο οικογενειών. Συνεχίζει ότι η πιο πάνω συμπεριφορά διήρκησε αρκετά λεπτά ενώ στη συνέχεια η Εναγόμενη προστέθηκε στην μαζική επίθεση εναντίον του. Ειδικότερα δικογραφεί ότι έτρεξε από την οικία της προς το μέρος του σε αλλοπρόσαλλη κατάσταση φωνάζοντας με μανία και άγιο ύψος και με χειρονομίες εναντίον του. Όρμησε εναντίον του με πρόθεση να τον χτυπήσει, απειλώντας χρήση βίας, πλην όμως αποτράπηκε από κάποιον από τους παρευρισκόμενους.

 

4.    Ακολούθως, περιγράφει την καταγγελία που ακολούθησε στην Αστυνομία και την ποινική δίωξη που ακολούθησε εναντίον όλων των πιο πάνω προσώπων. Συνεχίζει ότι έκτοτε η Εναγόμενη και τα πιο πάνω μέλη της οικογένειας της τον διαβάλλουν, διαπομπεύουν, δυσφημίζουν και τον εκφοβίζουν τόσο προσωπικά όσο και μέσω τρίτων προσώπων. Προβάλλει πρόσθετα ότι η στάση αυτή της Εναγόμενης αποτελεί παραβίαση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων του δικαιωμάτων.

 

5.    Δικογραφεί πρόσθετα λεπτομέρειες προηγούμενου επεισοδίου που έλαβε χώρα μεταξύ της Εναγόμενης και άλλων μελών της οικογένειας της και πελατών του Ενάγοντα, στον χώρο εργασίας της πρώτης, το οποίο έλαβε χώρα στις 13.7.2016 («το Πρώτο Επεισόδιο»). Κατόπιν, ως επίσης δικογραφεί, ο ίδιος συμβούλευε τα άλλα αυτά μέλη της οικογένειας της Εναγόμενης, να προβούν σε καταγγελία στην Αστυνομία, όπως και έγινε, γεγονός το οποίο αποτέλεσε στοιχείο έντασης στα πλαίσια του Επίδικου Επεισοδίου (βλ. παρ. 11 της Έκθεσης Απαίτησης.)

 

6.    Η Εναγόμενη ήγειρε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση, αρνούμενη το σύνολο των ως άνω θέσεων του Ενάγοντα. Ως προς το Επίδικο Επεισόδιο δικογράφησε ότι μόλις ο Ενάγων είχε δει την θυγατέρα της Εναγόμενης με τον σύζυγο της και το ανήλικο τέκνο τους να περπατούν μπροστά από την οικία της αδελφής της Εναγόμενης, ενώ καθόταν, είχε σηκωθεί και πλησιάσει τον σύζυγο της θυγατέρας της Εναγόμενης, τον Σταύρο Στούππα και με επίμονο και/ή ενοχλητικό τρόπο τον πίεζε για να μιλήσουν. Ο Σταύρος είχε ξεκαθαρίσει με ήπιο τρόπο αλλά διατηρώντας μια απόσταση από τον Ενάγοντα, πως δεν επιθυμεί να συζητήσουν και ούτε ενδιαφέρεται να αναμιχθεί στα γεγονότα τα οποία είχαν επισυμβεί. Τότε ξαφνικά ο Ενάγων, άνευ λόγου και αιτίας άρχισε να φωνάζει μπροστά στο δρόμο, ενώπιον τρίτων προσώπω αλλά και μπροστά στα μάτια του ανήλικου τέκνου του Σταύρου, με αποτέλεσμα να τρομοκρατηθεί το μωρό και να αρχίσει να κλαίει ασταμάτητα. Ο Ενάγων άρχισε να συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα και/ή παράλογα προς τη θυγατέρα της Εναγόμενης, τον σύζυγο της και το ανήλικο τέκνο τους και να τους απειλεί πως θα κινηθεί νομικά εναντίον της Εναγόμενης και/ή να τους προσάπτει άσεμνους χαρακτηρισμούς. Η Εναγόμενη δεν ήταν παρούσα εκείνη τη στιγμή πλην όμως όταν άκουσε τις φωνές του Ενάγοντα και εξήλθε από την οικία της δια να δει τί συμβαίνει και τους πλησίασε να τους ρωτήσει τί είχε συμβεί, τότε και πάλι ο Ενάγων άρχισε να λέει άσεμνους χαρακτηρισμούς και/ή να απειλεί την Εναγόμενη. Συνεχίζει ότι μοναδικός υπαίτιος για το συμβάν ήταν αποκλειστικά ο Ενάγων. Περαιτέρω, αποδίδει στον Ενάγοντα ενέργειες οι οποίες τείνουν να πλήξουν την προσωπικότητα, αξιοπρέπεια της ιδίας. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ο Ενάγων προκαλεί καθημερινά προβλήματα στην ίδια και στα τέκνα της αξιώνοντας αποζημιώσεις για ταλαιπωρία, ψυχική οδύνη, ταπείνωση και εξευτελισμό καθώς και διάταγμα που να εμποδίζει τον Ενάγοντα να την παρενοχλεί.

 

7.    Πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, η ανταπαίτηση αποσύρθηκε.

 

III.   ΣΥΝΟΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

8.    Για τον Ενάγοντα κατέθεσε ο ίδιος (ΜΕ1) και η Ερατώ Γερούδη (ΜΕ2). Για την Εναγόμενη κατέθεσε ο Μιχάλης Μιλτιάδους (ΜΥ1), υιός της και η ίδια (ΜΥ2). Όλοι οι μάρτυρες ετοίμασαν γραπτές δηλώσεις ως μέρος της κυρίως εξέτασης τους οι οποίες και κατατέθηκαν ως Έγγραφα Α μέχρι Δ, αντίστοιχα. Στα πλαίσια της γραπτής του δήλωσης ο Ενάγων κατέθεσε τα Τεκμήρια 1 μέχρι 23. Το Τεκμήριο 24 κατατέθηκε στα πλαίσια της αντεξέτασης του. Τα Τεκμήρια 25 και 26 κατατέθηκαν στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης του ΜΥ1 και το Τεκμήριο 27 στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης της ΜΥ2.  

 

(α)   Σύνοψη μαρτυρίας Ενάγοντα (ΜΕ1)

9.    Κατά την κυρίως εξέταση του ο Ενάγων επανέλαβε κατ’ ουσίαν τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του. Αναφέρθηκε στις προηγούμενες του Επίδικου Επεισοδίου κοινωνικές σχέσεις του με την Εναγόμενη και την οικογένειά της. Αναφέρθηκε επίσης στις δυσχέρειες σχέσεις μεταξύ των δύο οικογενειών, προβάλλοντας την δική του άποψη ως προς τον χαρακτήρα της Εναγόμενης αλλά και άλλων μελών της οικογένειάς της και παραχωρώντας εκτενείς λεπτομέρειες ως προς το Πρώτο Επεισόδιο και άλλα από το Επίδικο Επεισόδιο περιστατικά. Σχετικά με το Πρώτο Επεισόδιο, κατέθεσε τα Τεκμήρια 1 μέχρι 3, τα οποία αποτελούνται από ιατρικό πιστοποιητικό και δύο επιστολές του Ενάγοντα προς τους συνήγορους της Εναγόμενης ζητώντας τους να τον εφοδιάσουν με βίντεο του κυκλώματος παρακολούθησης στο οποίο, κατά τη θέση του, αποτυπωνόταν το Πρώτο Επεισόδιο.

 

10. Ακολούθως, αναφέρθηκε στο Επίδικο Επεισόδιο και κατέθεσε ως Τεκμήριο 4 φωτογραφίες, επί της οδού Φιλοξενίας, στον Πεδουλά, όπου και έλαβε χώρα το συμβάν. Ως επεξήγησε, τις εν λόγω φωτογραφίες τράβηξε ο ίδιος την ίδια χρονική στιγμή.  Ακολούθως, κατέθεσε ως προς τις καταγγελίες στις οποίες ο ίδιος προέβη στην Εθνική Φρουρά, στην οποία υπηρετούν υιός και γαμπρός της Εναγόμενης. Ανέφερε ότι στην συνέχεια καταδείχθηκε ότι ουδεμία πρόθεση είχε η οικογένεια της Εναγόμενης να επιδείξει μεταμέλεια και επί τούτου κατέθεσε ως Τεκμήριο 5 εκτύπωση από την οθόνη του κινητού του στην οποία απεικονίζονται τρία μηνύματα μεταξύ του ιδίου και ενός συγγενικού προσώπου που ήταν παρών στο Επίδικο Επεισόδιο. Προσθέτει ότι πριν από τη καταχώρηση της αγωγής, ορισμένα πρόσωπα τηλεφώνησαν στον Ενάγοντα για να του μεταφέρουν μηνύματα από την Εναγόμενη, με απώτερο σκοπό να του προκαλέσουν αίσθημα ανασφάλειας. Ανέφερε ότι πληροφορήθηκε από τρίτα πρόσωπα ότι η Εναγόμενη και λιγότερο ο σύζυγος της, τον διέβαλλαν με σοβαρότατες κατηγορίες. Όταν διαπίστωσε ότι η οικογένεια της Εναγόμενης παρέμεινε αμετανόητη, προέβη σε κατάθεση στην Αστυνομία αναφορικά με το Επίδικο Επεισόδιο. Η κατάθεση αφορούσε την Εναγόμενη, τον υιό της και την σύζυγό του υιού της και την κόρη της και τον σύζυγό της κόρης της. Περιπλέον, καταχωρήθηκε η ποινική υπόθεση με αρ. 423/17 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για αδικήματα που αφορά το αδίκημα της επίθεσης, της πρόκλησης ανησυχίας και της δημόσιας εξύβρισης («η Ποινική Υπόθεση»). Σε κάποιο στάδιο, τα πιο πάνω πρόσωπα παραδέχθηκαν την κατηγορία πρόκλησης ανησυχίας σε δημόσιο χώρο χωρίς εύλογη αιτία και τους επιβλήθηκε χρηματικό πρόστιμο. Αναφορικά με την ποινική αυτή διαδικασία κατέθεσε τα Τεκμήρια 6 μέχρι 9 που αποτελούνται, κυρίως, από κλήση μάρτυρος του Ενάγοντα ως παραπονούμενου, επιστολή του Ενάγοντα προς την αρμόδια πρωτοκολλητή του Τμήματος Ποινικών Υποθέσεων, δικαστική απόφαση ως προς την ποινή που επιβλήθηκε στους κατηγορούμενους και οι καταθέσεις που παραχώρησαν τα πιο πάνω πρόσωπα στα πλαίσια της ποινικής διερεύνησης της υπόθεσης. Συνεχίζει ότι από τα όσα εκεί προκύπτουν, ουδείς εκ των ως άνω προσώπων προέβαλε οιοδήποτε παράπονο εναντίον του, στοιχείο που καταρρίπτει τα όσα του καταλογίστηκαν στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης. Συνεχίζει ότι από τότε που η Εναγόμενη πληροφορήθηκε για την ποινική της δίωξη, επιδόθηκε μεθοδικά και πιο έντονα σε πόλεμο εναντίον του και προς επίρρωση της θέσης του αυτής κατέθεσε ως Τεκμήριο 10 έκθεση γεγονότων ημερ. 22.11.2017 που έλαβε από τον Σταθμάρχη του Αστυνομικού Σταθμού Πεδουλά. Αναφέρθηκε στις προσπάθειες επίδοσης της παρούσας αγωγής στην Εναγόμενη και τις υβρίσεις του υιού της Εναγόμενης εναντίον του κατόπιν της επίδοσής της παρούσας αγωγής στην Εναγόμενη. Ως Τεκμήρια 11 μέχρι 16 κατέθεσε κατηγορητήριο και δικαστικές αποφάσεις σε σχέση με ποινικές διαδικασίες όπου ο υιός της Εναγόμενης κρίθηκε ένοχος για διάφορα άλλα ποινικά αδικήματα, λεπτομέρειες των οποίων παραθέτει, προβάλλοντας ότι δεν επρόκειτο για ευυπόληπτο πολίτη. Αναφέρθηκε σε καταγγελία που υπεβλήθη εναντίον του από τον κ. Σταύρο Στούππα, σύζυγο της θυγατέρας της Εναγόμενης προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων, η οποία αφορούσε το ότι ο Ενάγων επενέβη, μεταξύ άλλων, στον εργασιακό του χώρο στην Εθνική Φρουρά. Κατέθεσε σχετικά με την εν λόγω καταγγελία σχετικές επιστολές και ηλεκτρονικά μηνύματα ως τα Τεκμήρια 17 μέχρι 23, προβάλλοντας ότι ο κ. Στούππας δεν προώθησε την καταγγελία του και αυτή απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης. Αρνείται δε ότι ο ίδιος επέδειξε οποιαδήποτε μεμπτή συμπεριφορά κατά το Επίδικο Επεισόδιο προβάλλοντας ότι εάν όλα αυτά ήταν αληθή τότε θα τα ανέφερε ο κ. Στούππας στα πλαίσια της καταγγελίας του στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Προσθέτει ότι η Εναγόμενη συνεχίζει κακόπιστα να τον διαβάλλει, διαπομπεύει και να τον δυσφημίζει, ενώ διαστρέβλωσε τις συνθήκες και την αιτία του Επίδικου Επεισοδίου.

 

11. Αντεξεταζόμενος επεξήγησε τους λόγους για τους οποίους τυγχάνει εκτίμησης στο χωριό του Πεδουλά αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι ήταν δικηγόρος του Κοινοτικού Συμβουλίου Πεδουλά. Ανέφερε ότι ο ίδιος διατηρεί εξοχική κατοικία στον Πεδουλά και αναφέρθηκε εκ νέου στις λεπτομέρειες του Επίδικου Επεισοδίου, στον χαρακτήρα των μελών της οικογένειας της Εναγόμενης και της πελάτιδας του Ελευθερίας Γερούδη, στις σχέσεις μεταξύ των δύο οικογενειών και στην Ποινική Υπόθεση. Επίσης, κατά την αντεξέταση του κατατέθηκε ως Τεκμήριο 24, δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στα πλαίσια της αγωγής με αρ. 3980/16 η οποία, ως κατέθεσε, αφορά την αγωγή που ήγειρε εναντίον του Μιλτιάδους αναφορικά με το Επίδικο Επεισόδιο.

 

(β)   Σύνοψη μαρτυρίας Ερατώς Γερούδη (ΜΕ2)

12. Η ΜΕ2 κατέθεσε αναφορικά με το Πρώτο Επεισόδιο στο οποίο ήταν εμπλεκόμενη, για τις ευρύτερες σχέσεις των διαδίκων αλλά και των δύο οικογενειών. Κατέθεσε και για το Επίδικο Επεισόδιο αναφέροντας όμως ότι η γνώση της πηγάζει από την περιγραφή του Ενάγοντα και τρίτων προσώπων. Κατά την αντεξέταση της απεδέχθη την εισήγηση του συνηγόρου της Εναγόμενης ότι η ίδια δεν ήταν παρούσα στο Επίδικο Επεισόδιο.

 

(γ)   Σύνοψη μαρτυρίας Μιχάλη Μιλτιάδους (ΜΥ1)

13. Ο ΜΥ1 κατέθεσε αναφορικά με το Πρώτο και το Επίδικο Επεισόδιο προβάλλοντας την δική του εκδοχή σε σχέση με το τί έλαβε χώρα. Κατέθεσε επίσης ότι ο Ενάγων επιχείρησε να τον διασύρει στον χώρο εργασίας του και δη στην Εθνική Φρουρά παραπέμποντας επί τούτου στα Τεκμήρια 18(Α) μέχρι (Ε). Κατέθεσε δε ως Τεκμήρια 25 και 26 επιστολές που απεστάλησαν από το Γενικό Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς δια των οποίων, ως κατέθεσε, συνάγεται ότι ουδέν μεμπτό προέκυψε κατόπιν έρευνας της Εθνικής Φρουράς. Προσθέτει ότι ουδόλως είτε ο ίδιος είτε η Εναγόμενη τον διέβαλαν ή επενέβησαν στην προσωπική του ζωή, ως κατέθεσε. Αντεξεταζόμενος κατέθεσε εκ νέου ως προς το Πρώτο και το Επίδικο Επεισόδιο, ως προς τους λόγους παραδοχής του στην Ποινική Υπόθεση, την τήρηση του δικαιώματος του σε σιωπή στα πλαίσια της εκεί κατάθεσης του στην Αστυνομία καθώς και σε σχέση με τις θέσεις του ΜΕ1 ως προς την ισχυριζόμενη διαπόμπευση του από την Εναγόμενη, μητέρα του ΜΥ1.  

(δ)   Σύνοψη μαρτυρίας Εναγόμενης (ΜΥ2)

14. Η ΜΥ2 κατέθεσε επίσης ως προς το Πρώτο και το Επίδικο Επεισόδιο, προβάλλοντας την δική της εκδοχή αρνούμενη το σύνολο των θέσεων του ως προς την ισχυριζόμενη διαπόμπευση του από την ίδια ή τον εκφοβισμό του. Αντεξεταζόμενη αναφέρθηκε εκ νέου στα δύο πιο πάνω επεισόδια, στους λόγους παραδοχής της στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης, στην τήρηση σιωπής στα πλαίσια της σχετικής της κατάθεσης στην Αστυνομία, ενώ κατάθεσε ότι δεν θυμάται σε ποιους άσεμνους χαρακτηρισμούς, κατά τη θέση της, προέβη ο Ενάγοντας κατά τον χρόνο του Επίδικο Επεισοδίου.

 

IV.   ΠΑΡΑΔΕΚΤΑ Ή ΜΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

15. Από το σύνολο της δικογραφίας και της ενώπιον μου μαρτυρίας, προκύπτουν τα πιο κάτω ως κοινώς αποδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα:

 

(α) Ο Ενάγων, ηλικίας 58 ετών και διαμένων στην Λευκωσία είναι πατέρας τεσσάρων παιδιών και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου από το έτος 1991 περίπου. Για αρκετά χρόνια διατέλεσε δικηγόρος του Κοινοτάρχη και του Κοινοτικού Συμβουλίου Πεδουλά. Στον Πεδουλά, ο Ενάγων διατηρεί εξοχική κατοικία την οποία επισκέπτεται συχνά. Η Εναγόμενη διαμένουσα στην Ευρύχου, είναι 74 ετών σήμερα και εργάζεται σε οικογενειακή επιχείρηση, σε σταθμό βενζίνης στον Ατσά, πλησίον της Ευρύχου. Η Εναγόμενη έχει δύο υιούς και μία κόρη, τον Μιχάλη (ΜΥ1), τον Μιλτιάδη και την Ερμιόνη. Η Εναγόμενη έχει και μια αδελφή, την Ελευθερία Γερούδη, στην οποία ο Ενάγων παρείχε δικηγορικές υπηρεσίες στο παρελθόν. Στο παρελθόν επίσης παρείχε δικηγορικές υπηρεσίες στην Ερατώ Γερούδη, θυγατέρα της Ελευθερίας Γερούδη και αδελφότεκνη της Εναγόμενης. Η Ελευθερία Γερούδη έχει και δύο άλλους υιούς, τον Σπύρο και τον Μιχάλη Γερούδη.  Ο Μιχάλης Γερούδης εργάζεται στον σταθμό βενζίνης της Εναγόμενης. Η Ελευθερία Γερούδη διαμένει επίσης στον Πεδουλά, σε ισόγεια κατοικία, μαζί με τον υιό της Σπύρο Γερούδη. Στην ανώγεια κατοικία διαμένει η θυγατέρα της, Ερατώ Γερούδη, μαζί με την οικογένειά της. Στον ίδιο δρόμο, βρίσκονται και τα σπίτια της οικογένειας της Εναγόμενης.

 

(β) Στις 13.7.2016 μεταξύ της Εναγόμενης, της Ερατώς Γερούδη και του Σπύρου Γερούδη, έλαβε χώρα ένα επεισόδιο (το Πρώτο Επεισόδιο) οπότε και δημιουργήθηκε ένταση μεταξύ τους. Ακολούθησε καταγγελία στην Αστυνομία.

 

(γ) Στις 24.7.2016, έλαβε χώρα ένα άλλο επεισόδιο (το Επίδικο Επεισόδιο) μεταξύ του Ενάγοντα, της Ελευθερίας Γερούδη, της Ερμιόνης (θυγατέρας της Εναγόμενης), του Σταύρου Στούππα (συζύγου της Ερμιόνης), της ίδιας της Εναγόμενης, του Μιχάλη Μιλτιάδους (υιού της Εναγόμενης και ΜΥ1) και της συζύγου του τελευταίου. Ακολούθησε καταγγελία του Ενάγοντα στην Αστυνομία και τα πιο πάνω πρόσωπα παραχώρησαν κατάθεση τηρώντας σιωπή. Ακολούθησε ποινική δίωξη και η καταχώρηση της Ποινικής Υπόθεσης με το σχετικό κατηγορητήριο να περιλαμβάνει πέντε κατηγορίες, τέσσερις εκ των οποίων αναστάλθηκαν. Τρεις εξ αυτών αναστάλθηκαν στις 1.3.21 οπότε και τα πιο πάνω πρόσωπα δήλωσαν παραδοχή, την ίδια ημερομηνία, στην πέμπτη κατηγορία για το αδίκημα πρόκλησης ανησυχίας κατά παράβαση του άρθρου 95 του Ποινικού Κώδικα. Μία εκ των ως άνω τεσσάρων κατηγοριών είχε ανασταλεί σε προγενέστερο στάδιο. Στο κατηγορητήριο στην αρχική του μορφή περιλαμβάνονταν τα αδικήματα της επίθεσης και της δημόσιας εξύβρισης.

 

16. Συνεπώς προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

 

 

V.    ΑΞΙΟΛΟΓΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

(α)    Γενικές παρατηρήσεις

 

17. Ο ΜΕ1 δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Παρά την βεβαιότητα με την οποία κατέθετε από το εδώλιο του μάρτυρα, οι θέσεις του εμπεριέχουν το στοιχείο της υπερβολής και έκδηλων αναληθειών. Η μαρτυρία του ερείδεται σε κρίσιμα για την υπόθεση σημεία επί δικής του υποκειμενικής συλλογιστικής και συνειρμών, οι οποίοι όπως συχνά ως ζήτημα λογικής δεν παρουσιάσουν ακολουθία μεταξύ τους ή ακόμη αντίκεινται στην κοινή λογική.  

 

18. Στα πλαίσια της ως άνω προσέγγισης του, παρέλειψε να αναφερθεί σε γεγονότα στα οποία ήταν ευλόγως αναμενόμενο να αναφερθεί, αφήνοντας κατά τον τρόπο αυτόν σωρεία αναπάντητων ερωτηματικών να πλανώνται, ως προς τις δικές του θέσεις επί γεγονότων. Για παράδειγμα, ως θα διαφανεί και στη συνέχεια, η μαρτυρία του σε σχέση με το Επίδικο Επεισόδιο ερείδεται επί δικών του υποκειμενικών συμπερασμάτων, τόσο νομικών αλλά και επί γεγονότων, χωρίς όμως, να παραχωρεί με επάρκεια τα γεγονότα αυτά ούτως ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα. Επέμεινε στη στάση του αυτή παρά την ευχέρεια που παρουσιάστηκε κατά την αντεξέταση του να παράσχει λεπτομέρειες αναφορικά με το Επίδικο Περιστατικό.

 

19. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η προσέγγιση του αναφορικά με άσχετα με το Επίδικο Επεισόδιο ζητήματα, όπως ήταν οι δυσανάλογα εκτενείς αναφορές του για διάφορα περιστατικά μεταξύ των δύο οικογενειών και για τη δική του άποψη για τον χαρακτήρα της Εναγόμενης και των μελών της οικογένειας της, στα οποία αναφέρθηκε ώστε, κατ’ ουσίαν να καταδείξει το ήθος της Εναγόμενης και των μελών της οικογενείας της. Σε σχέση με τις αναφορές του αυτές, σε αντίθεση με την προσέγγιση που υιοθέτησε καταθέτοντας για το Επίδικο Επεισόδιο, παρείχε πλήρεις λεπτομέρειες, οι οποίες όμως δεν δύνανται να διασυνδέουν με το Επίδικο Επεισόδιο, για τους λόγους που επεξηγούνται πιο κάτω. Η δε έκταση των λεπτομερειών που παρείχε ήταν τέτοια που το μοναδικό στοιχείο που δύναται ευλόγως να εξαχθεί από αυτές, είναι ότι ο ίδιος σαφώς διακατέχεται από έντονη εμπάθεια έναντι της Εναγόμενης και των μελών της οικογενείας της.

 

20. Η πιο πάνω διαπίστωση μου ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Ενάγων, σύμφωνα με τη δική του θέση, προέβη σε επανειλημμένες καταγγελίες προς την Εθνική Φρουρά, ως προς την δική του εκδοχή για τις ενέργειες του Μιχάλη Μιλτιάδους και Σταύρου Στούππα όπου οι τελευταίοι υπηρετούν. Τούτο έγινε κατά τη θέση του «σε μια προσπάθεια να τους αποτρέψω να εκδηλώσουν στο μέλλον παρόμοια συμπεριφορά» Μάλιστα, ως ο ίδιος κατέθεσε, «επικοινώνησα για τον ίδιο σκοπό με άλλα αρμόδια πρόσωπα και φορείς στους οποίους λογοδοτούν επαγγελματικά οι σύζυγοι αυτών.»[2] Παρά τις πιο πάνω αναφορές του, δεν είναι αντιληπτό, ως ζήτημα κοινής λογικής με ποιον τρόπο ο ίδιος θεώρησε ότι τα μέλη της Εθνικής Φρουράς επρόκειτο ή αναμενόταν να εμπλακούν σε προσωπικές διαφορές των πιο πάνω προσώπων, με δεδομένη και την επαγγελματική ιδιότητα του ιδίου. Το μόνο που αναδεικνύουν οι πιο πάνω ενέργειες του Ενάγοντα ήταν ότι ο ίδιος επιχειρούσε να ασκήσει κάθε μορφής πίεση στην οικογένεια της Εναγόμενης για να απολογηθούν στον ίδιο, με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμούσε και με ό,τι αυτό θα συνίστατο κατά τη δική του αντίληψη, για συμβάν σε σχέση με το οποίο οι ίδιοι διατηρούν εκ διαμέτρου αντίθετη θέση ως προς τα γεγονότα.

 

21. Η ως άνω διαπίστωση μου σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είναι ο ίδιος που προωθεί την παρούσα αγωγή και συναφώς προκύπτει εξ αντικειμένου ίδιον συμφέρον του στην έκβασή της, θέτουν και το πρίσμα στη βάση του οποίου το Δικαστήριο προσεγγίζει και αναλογίζεται την ουσία των λεχθέντων του.

 

22. Θα πρέπει να πω στο σημείο αυτό ότι ο ΜΕ1, καθ΄ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του, αναφέρθηκε εκτενώς στον χαρακτήρα της Εναγόμενης και των μελών της οικογένειας της Εναγόμενης. Για παράδειγμα, κατέθεσε ότι, «(μ)ε την πάροδο του χρόνου σχημάτισα την άποψη ότι η Μαρία Μιλτιάδους είχε έντονο και κακό χαρακτήρα»[3] η οποία, συνέχισε, έχει «πρόβλημα με τα νεύρα της» και «αλλοπρόσαλλο» χαρακτήρα[4]. Κατέθεσε ακόμη ότι «(…) ο Σπύρος έχει πολύ ήπιο και ευγενικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με τον πολύ έντονο χαρακτήρα της θείας του»[5] και ότι η θυγατέρα της Εναγόμενης «έχει τον έντονο και εκρηκτικό χαρακτήρα της μητέρας της[6] Οι σχετικές αναφορές του δεν αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Αφ’ ενός, στην ουσία τους αποτελούν μαρτυρία γνώμης από μάρτυρα γεγονότων (βλ. Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation (Aρ. 1) (2013) 1 (Α) ΑΑΔ 438). Ως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Ηλιάδη & Σάντη, «το Δίκαιο της Απόδειξης» Β’ Έκδοση (2016) με παραπομπή στην Kayat (ανωτέρω) και στις In the Matter of Abdullah Rashid (1981) 1 CLR 393 και R v. Wright (1821) Russ & Ry 456 «ένας μάρτυρας μπορεί να καταθέσει μονάχα για γεγονότα που έχουν περιέλθει νομίμως στην αντίληψη του χωρίς να αναφέρει ποια είναι κατά τη γνώμη του τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από αυτά, εκτός και αν καταθέτει επί του συγκεκριμένου θέματος (…) ως πραγματογνώμονας (βλ. επίσης Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λ.Ι.Κ. κ.ά. Πολ. Έφ. 142/19, 21.9.22, ECLI:CY:AD:2022:A353). Αφ’ ετέρου, προσκρούουν στον κανόνα απόδειξης μη αποδοχής μαρτυρίας κακού χαρακτήρα σε πολιτική διαδικασία (βλ. Σύγγραμμα Ηλιάδη & Σάντη (ανωτέρω), σελ. 445 με παραπομπή στην Ιερά Μητρόπολη Πάφου ν. Κυριάκου (1992) 1 ΑΑΔ 273 και Ντέρεκ Ντάγκλας ν. Νότας Ντάγκλας (2007) 1 ΑΑΔ 375.) Συναφώς, το σύνολο των αναφορών του ΜΕ1 που αφορούν τον χαρακτήρα είτε της Εναγόμενης είτε οποιοδήποτε άλλο τρίτο πρόσωπο, δεν δύνανται να ληφθούν και δεν λαμβάνονται υπόψιν. Τα ίδια ισχύον κατ’ αναλογίαν και σε σχέση με τις αναφορές του στην παρ. 72 μέχρι 74 της γραπτής του δήλωσης, που αφορούν σε προηγούμενες ισχυριζόμενες καταδίκες και άλλη μεμπτή συμπεριφορά του υιού της Εναγόμενης, για τον ίδιο λόγο (βλ. Κυριάκου (ανωτέρω)).

 

23. Σημειώνω πρόσθετα ότι ο ΜΕ1 σε αρκετά σημεία στη γραπτή του δήλωση, προβαίνει σε σωρεία γενικών αναφορών, που δεν αφορούν το Επίδικο Επεισόδιο, χωρίς να αναφέρει γεγονότα προς υποστήριξη τους. Για παράδειγμα, αναφέρει ότι η Εναγόμενη εκφραζόταν με «άκρως ανάρμοστο τρόπο» εναντίον της αδελφής της, Ελευθερίας, το οποίο ο Ενάγων, «το αντιλήφθηκε» από «συγκεκριμένες ακραίες ενέργειες στις οποίες προέβη στα πλαίσια του χωρισμού του μεγάλου τους υιού». Επίσης, «από το γεγονός ότι επέβαινε στην προσωπική ζωή της αδελφή στης και της θυγατέρας αυτής και επιβάλλει την άποψη της, προφασιζόμενη την συγγενική σχέση και θεωρεί ότι δικαιούται να το κάνει.»[7] Κατέθεσε πρόσθετα ότι η Εναγόμενη κατά της αδελφότεκνη της, εκφράστηκε κατά καιρούς «με ακραίο και ανάρμοστο τρόπο και έπληττε την υπόληψη της. Από συγκεκριμένα περιστατικά που περιήλθαν υπόψη μου τα τελευταία χρόνια σχημάτισα την εντύπωση ότι τρέφει ζήλια και εμπάθεια για την αδελφότεκνη της και όποτε έβρισκε ευκαιρία έκανε ενέργειες για να την πλήξει.»[8] Ακόμη ότι, «(η) Εναγόμενη έκανε ξεκάθαρο ότι είχε θέμα με την Ερατώ και αντιδρούσε λόγω του γεγονότος ότι η ισόγεια και η ανώγεια κατοικία που ήταν το πατρικό της σπίτι της Εναγόμενης, ενεγράφησαν από τους γονείς στο όνομα της.»[9] Συνεπώς, στη βάση της γενικότητας με την οποία οι ως άνω αναφορές του τέθηκαν αλλά και στη βάση των όσων καταγράφονται στην παρ. 21 πιο πάνω, δεν δύναμαι να αποδώσω οιαδήποτε αξία στις πιο πάνω αναφορές του.

 

24. Ούτε και η ΜΕ2 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Από το εδώλιο του μάρτυρα κατέθετε με διστακτικότητα, ανασφάλεια, αγωνία και σύγχυση. Σε αρκετές περιπτώσεις δεν απαντούσε, σε άλλες ήταν εμφανές ότι προσπαθούσε να εξεύρει αγωνιωδώς την ορθή απάντηση και όχι να απαντά γνησίως με βάση τα όσα η ίδια γνώριζε, ενώ σε άλλες δεν απαντούσε καθόλου τις ερωτήσεις του συνηγόρου της Εναγόμενης. Η όλη της εικόνα ενώπιον του Δικαστηρίου παρέπεμπε σε πρόσωπο που κατέθετε με μεγάλο φόβο και σε τέτοια έκταση που δεν ήταν σε θέση να απαντήσει τη σειρά ερωτήσεων του συνηγόρου της Εναγόμενης ή να αντιληφθεί το περιεχόμενο τους. Η ουσία της μαρτυρίας της ως θα καταδειχθεί κατωτέρω διαπνέεται από άσχετες με τα επίδικα θέματα θέσεις, ως εξάλλου η ίδια αποδέχθηκε κατά την αντεξέταση της.[10] Οι αναφορές της ως προς τον χαρακτήρα της Εναγόμενης και τρίτων προσώπων δεν δύνανται να ληφθούν και δεν λαμβάνονται υπόψιν για τους λόγους που έχουν παρατεθεί στην παρ. 22 πιο πάνω. Σε ό,τι αφορά τις θέσεις που εξέφρασε εν σχέσει με τις λεπτομέρειες των σχέσεων των δύο οικογενειών με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά, αυτά δεν έχουν συνδεθεί επαρκώς με τα επίδικα θέματα και συναφώς δεν δύναμαι ευλόγως να αποδώσω οιαδήποτε βαρύτητα στις σχετικές της αναφορές.  

 

25. Ο ΜΥ1 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Από το εδώλιο του μάρτυρα κατέθεσε με ασφάλεια και ειλικρίνεια με το γνήσιο των θέσεων του ως προς το Επίδικο Επεισόδιο να ενισχύεται από τον όλο αυθορμητισμό με τον οποίο κατέθετε. Η ΜΥ2 ήταν εξίσου σταθερή στις απόψεις της ως προς το Επίδικο Επεισόδιο και δη στη θέση της ότι ουδόλως επιτέθηκε στον Ενάγοντα και ότι ουδόλως τον διέβαλε σε οιονδήποτε τρίτο. Μέρος όμως της μαρτυρίας τους δεν δύναται να γίνει αποδεκτό καθώς δεν αφορά τα ζητήματα προς επίλυση, για τους λόγους που καταγράφονται πιο κάτω. Τέτοιες μη σχετικές αναφορές εντοπίζονται για παράδειγμα στην μαρτυρία του ΜΥ1 ως προς την κατάσταση της υγείας της Ερατώς Γερούδη,[11] η οποία περιπλέον αποτελεί μη αποδεκτή μαρτυρία γνώμης (βλ. παρ. 22 πιο πάνω) αλλά και στη μαρτυρία αμφοτέρων αναφορικά με τις σχέσεις των δύο οικογενειών.

 

26. Υπό το φως των πιο πάνω αλλά και με βάση τα όσα καταγράφονται αμέσως πιο κάτω, δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2 εκτός μόνο στην έκταση που αφορά σε κοινώς αποδεκτά ζητήματα, ως αυτά έχουν καταγραφεί στην παρ. 15 πιο πάνω. Η μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2 είναι μερικώς αποδεκτή, ως θα επεξηγήσω πιο κάτω στα πλαίσια αξιολόγησης των επί μέρους θέσεων των μαρτύρων, στις οποίες στρέφομαι.

 

(β)  Αξιολόγηση μαρτυρίας αναφορικά με το Επίδικο Επεισόδιο

 

27. Μαρτυρία αναφορικά με το Επίδικο Επεισόδιο δόθηκε από όλους τους μάρτυρες.

 

28. Η περιγραφή του Επίδικου Επεισοδίου από τον Ενάγοντα, ξεκινά από την παρ. 34 της γραπτής του δήλωσης (Έγγραφο Α). Εκεί αναφέρει ότι ενώ ο ίδιος καθόταν σε μικρό τραπέζι στο πεζοδρόμιο έξω από την οικία των πελατών του, μαζί με την Ελευθερία Γερούδη, ήρθαν και κάθισαν στο διπλανό σπίτι του γείτονα η θυγατέρα της Εναγόμενης μαζί με τον σύζυγο της, Σταύρο Στούππα και το μικρό παιδί τους. Ακολούθως, τα πιο πάνω πρόσωπα σηκώθηκαν κα πέρασαν από μπροστά τους, σε απόσταση λίγων μέτρων, για να κατευθυνθούν στο σπίτι τους. Εκεί ο Ενάγων τους απεύθυνε τον λόγο με κόσμιο τρόπο και ενώ καθόταν. Αντιμετώπισε, συνεχίζει, μια παντελώς αναίτια και έντονη αντίδραση τους. Αμφότερα τα πιο πάνω πρόσωπα άρχισαν να του φωνάζουν με επιθετικό ύφος. Η δε Ερμιόνη ενώ φώναζε πήγε από πάνω του, χτύπησε δύο φορές δυνατά το χέρι της στο τραπέζι που καθόταν ο Ενάγων και φώναζε διάφορα. Μεταξύ άλλων, ως αναφέρει, αμφισβήτησε τον επαγγελματισμό του φωνάζοντας «είσαι λειτουργός της δικαιοσύνης;» επιδεικνύοντας, συνεχίζει, διάθεση να τον εκφοβίσει με απειλές και εκφράσεις που τον μείωναν.

 

29. Ακολούθως, ότι ο Μιχάλης Μιλτιάδους (ΜΥ1) εξήλθε από την οικία του και κατευθύνθηκε προς τον Ενάγοντα με βιαστικό βήμα, κάνοντας έντονες χειρονομίες και φωνάζοντας εναντίον του με έκδηλη πρόθεση να τον χτυπήσει πλην όμως, δεν το έκανε, παρά μόνο στάθηκε σε πολύ μικρή απόσταση από τον ίδιο ενώ ο Ενάγων εξακολουθούσε να είναι καθήμενος. Έσκυβε προς το μέρος του σε απόσταση λίγων εκατοστών από το πρόσωπο του Ενάγοντα, σχεδόν τον ακουμπούσε, με σαφή πρόθεση να τον χτυπήσει. Η ουσία των όσων διατύπωνε ο Μιχάλης Μιλτιάδους αφορούσε το γεγονός ότι ο Ενάγων εκπροσώπησε τους πελάτες του και επικοινώνησε με την Αστυνομία κατά τον χειρισμό του Πρώτου Επεισοδίου. Έλεγε δηλαδή εκφράσεις «είσαι εσύ άνθρωπος να τηλεφωνάς στην Αστυνομία». Η πιο πάνω συμπεριφορά διήρκησε αρκετά λεπτά και κατά τη διάρκεια αυτής τόσο η Ερμιόνη όσο και ο σύζυγος της συνέχισαν να εκδηλώνουν ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντι τους. Η δε σύζυγος του Μιχάλη Μιλτιάδους ήταν εκεί και τον αποκάλεσε δύο φορές «ηλίθιο» χωρίς όμως να αποκλείει ότι το είπε στον πληθυντικό «ηλίθιοι», απευθυνόμενη στον ίδιο και στην πελάτιδα του, τη στιγμή που τραβούσε πίσω τον σύζυγο της. Τότε, συνεχίζει, ήταν που η Εναγόμενη προστέθηκε «στην μαζική επίθεση» εναντίον του. Ανέφερε ειδικά ότι:

 

«Την είδα να έρχεται τρέχοντας μέσα στον δρόμο από την οικία της προς το μέρος μας, σε αλλοπρόσαλλη κατάσταση, φωνάζοντας με μανία και άγριο ύφος και με χειρονομίες εναντίον μου. Εκφραζόταν με τον ίδιο περίπου ακραίο τρόπο όπως την άκουσα στο τηλέφωνο να εκφράζεται εναντίον των δύο πελατών μου στις 13.7.2016, ενώ ορισμένες της κραυγές ήταν άναρθρες. Όρμησε εναντίον μου με πρόθεση να με κτυπήσει, απειλώντας χρήση βίας, παρέμεινα καθήμενος στην καρέκλα μου, ευτυχώς αποτράπηκε από κάποιον από τους παρευρισκόμενους που την άρπαξε, αλλά παρέμεινε στην σκηνή για λίγα λεπτά φωνάζοντας άγρια, με προσβλητικούς και απειλητικούς χαρακτηρισμούς. Ακολούθως την απομάκρυναν από την σκηνή, όπου, αν θυμάμαι καλά, παρέμεινε ο Μιχάλης Μιλτιάδους με την σύζυγο του, οι οποίοι εγκατέλειψαν τελευταίοι. Κάποια στιγμή λίγο πριν αποχωρήσουν, άκουσα τη δυνατή φωνή του γείτονα κ. Λούη ο οποίος φώναζε, ‘σιωπή, θα καλέσω την Αστυνομία!»

 

30. Από μια απλή ανάγνωση των πιο πάνω θέσεων  του, καθίσταται εμφανές ότι η εκδοχή του Ενάγοντα αναφορικά με το Επίδικο Επεισόδιο, βρίθει γενικών αναφορών και δικών του υποκειμενικών συμπερασμάτων επί της όλης στάσης και συμπεριφοράς της Εναγόμενης εναντίον του. Παραλείπει όμως να παραθέσει επαρκείς και ακριβείς λεπτομέρειες επί γεγονότων για τη στάση της αυτή, ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να προβεί σε κατάλληλα ευρήματα επί των γεγονότων αυτών και, ακολούθως και στη βάση αυτών, να αξιολογήσει κατά πόσο δικαιολογείται και σε ποια έκταση, να υιοθετήσει τα συμπεράσματα αυτά του Ενάγοντα.  

 

31. Για παράδειγμα, κατέθεσε ο Ενάγων στα πλαίσια της γραπτής του δήλωσης ως προς την πρόθεση της Εναγόμενης να τον κτυπήσει, χωρίς να επεξηγεί ποια ήταν η συγκεκριμένη πράξη της Εναγόμενης που ο ίδιος εξέλαβε ως μια τέτοια πρόθεση. Η θέση του ότι η Εναγόμενη «όρμησε» εναντίον του «απειλώντας χρήση βίας» δεν απαντά στο ως άνω ερώτημα ως ζήτημα γεγονότων, καθώς και πάλιν απομένει άγνωστο ποια ήταν, ακριβώς, κατά τη θέση του η ενέργεια της Εναγόμενης που ο ίδιος την εξέλαβε ως μια τέτοια «απειλή χρήσης βίας». Η λέξη «όρμησε» που επέλεξε ο Ενάγων να χρησιμοποιήσει δεν διαφωτίζει, εφ’ όσον δεν συνοδεύεται από οιεσδήποτε λεπτομέρειες ως προς τις ακριβείς σωματικές κινήσεις τις Εναγόμενης τη στιγμή που κατά τη θέση του «όρμησε» εναντίον του. Δεν ανέφερε, για παράδειγμα, κατά πόσο η Εναγόμενη τον έσπρωξε ή επιχείρησε να τον σπρώξει με τα χέρια της ή άλλως πως, ώστε να δύνανται να διαπιστωθούν οι προθέσεις της. Εύλογα αναμενόταν να το πράξει με δεδομένη τη δική του αναφορά ότι η Εναγόμενη «όρμησε εναντίον μου με πρόθεση να με κτυπήσει, απειλώντας χρήση βίας». Η αναφορά και μόνο ότι η Εναγόμενη «έτρεχε» προς το μέρος του ιδίου και της πελάτιδας του και «φώναζε» ή ακόμη ότι κουνούσε τα χέρια ή ότι ήταν «αναμαλλιασμένη» ως κατέθεσε κατά την αντεξέταση του, δεν δύναται να οδηγήσει στο πιο πάνω (δικό του) συμπέρασμα ούτε και καταδεικνύει από μόνη ότι η Εναγόμενη είχε πρόθεση ή απείλησε να χρησιμοποιήσει βία, ως ο Ενάγων κατέθεσε. Δεν ανέφερε ούτε ποια ήταν τα λόγια της Εναγόμενης τη στιγμή εκείνη ώστε το Δικαστήριο να δύναται να καταλήξει ότι αυτά συνιστούν «απειλή χρήση βίας» ή, ακόμη, κατά πόσο τα λόγια αυτά συνιστούσαν «προσβλητικούς και απειλητικούς χαρακτηρισμούς» σύμφωνα πάντοτε με τη θέση του ιδίου κατά την κυρίως εξέταση του. Ήταν ευλόγως αναμενόμενο να παραθέσει ο Ενάγων τις ακριβείς λεπτομέρειες των ενεργειών της Εναγόμενης ενόψει της φύσης των ισχυρισμών του.

32. Αντεξεταζόμενος μάλιστα του δόθηκε επανειλημμένα η ευχέρεια από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εναγόμενης να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς τις λεπτομέρειες των θέσεων που ο ίδιος κατέγραψε στα πλαίσια της γραπτής του δήλωσης, αναφορικά με το Επίδικο Επεισόδιο, με ανοιχτές μάλιστα ερωτήσεις. Και πάλιν δεν το έπραξε με επάρκεια, ως καταδεικνύεται αμέσως πιο κάτω. Αναφέρω εδώ ότι η γενικότητα με την οποία επέλεξε να καταθέσει ως προς το Επίδικο Επεισόδιο είναι άκρως αντιφατική με την προσέγγιση που υιοθέτησε ως προς την παραχώρηση εκτενέστατων και αχρείαστων λεπτομερειών σε σχέση με ζητήματα που δεν είναι επίδικα όπως, για παράδειγμα, σε σχέση με άλλα περιστατικά μεταξύ μελών των δύο οικογενειών και στοιχεία του χαρακτήρα της Εναγόμενης και των μελών της οικογένειας της. Η στάση του αυτή, καταδεικνύει από μόνη της και το επιτηδευμένο της επιλογής του να παραθέσει μαρτυρία επί του Επίδικου Επεισοδίου υπό μορφή δικών του υποκειμενικών συμπερασμάτων, στα πλαίσια της καταφανούς προσπάθειας του να υπερβάλει ως προς τις ενέργειες της Εναγόμενης κατά τον χρόνο του Επίδικου Επεισοδίου. Επιπρόσθετα, κατά την αντεξέταση του πρόβαλλε θέσεις και ισχυρισμούς οι οποίες καταρρίπτουν το σύνολο των συμπερασμάτων που ο ίδιος κατέγραψε στην παρ. 43 της γραπτής του δήλωσης αλλά και το αξιόπιστο της όλης εκδοχής του. Εξηγώ.

 

33. Ενώ στην παρ. 43 της γραπτής του δήλωσης ανέφερε ότι η Εναγόμενη απείλησε να χρησιμοποιήσει βία και φώναζε με προσβλητικούς και απειλητικούς χαρακτηρισμούς, κατά το στάδιο της αντεξέτασης του κατέθεσε ότι δεν ήταν σε θέση να καταθέσει ως προς τα λόγια που η ίδια χρησιμοποίησε. Όχι επειδή, όπως ο ίδιος τόνισε, δεν θυμόταν τί είχε λάβει χώρα[12] ως η εισήγηση του συνηγόρου της Εναγόμενης. Αλλά επειδή η Εναγόμενη «φώναζε κάτι το άναρθρο»,[13] «όπως τους Ινδιάνους.»[14] Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του απεδέχθη την εισήγηση του συνηγόρου της Εναγόμενης, ότι η τελευταία δεν είχε υβριστικό λόγο, επαναλαμβάνοντας τη θέση του ότι αυτά που έλεγε δεν ήταν κατανοητά από τον ίδιο τον Ενάγοντα.[15] Οι ως άνω τοποθετήσεις του καταδεικνύουν ότι οι θέσεις που κατέγραψε στην παρ. 43 της γραπτής του δήλωσης, ότι η Εναγόμενη είχε προσβλητικό και απειλητικό λόγο και ότι μάλιστα απείλησε να χρησιμοποιήσει βία, αποτελούν έκδηλες αναλήθειες και, κατ’ ελάχιστον, δικές του υποκειμενικές εικασίες στη βάση στρέβλωσης, στα πλαίσια της καταφανούς προσπάθειας του να υπερβάλει ως προς την όποια συμπεριφορά της Εναγόμενης. Οι έκδηλες αυτές αναλήθειες που κατέγραψε επί του περιεχομένου της γραπτής δήλωσης του αφορούν σε κρίσιμη πτυχή επί των γεγονότων, και δη στα λόγια της Εναγόμενης κατά το χρόνο του Επίδικου Επεισόδιο ώστε να επιδρούν στην πυρήνα της όλης του υπόθεσης εναντίον της.

 

34. Αντίστοιχη ευχέρεια να επεξηγήσει τα συμπεράσματα που καταγράφει στην παρ. 43 της γραπτής του δήλωσης του παραχωρήθηκε κατά την αντεξέταση του και σε σχέση με τη θέση του ότι η Εναγόμενη έκανε διάφορες «χειρονομίες». Περιορίστηκε όμως στο να αναφέρει ότι η Εναγόμενη κουνούσε τα χέρια.[16] Η πιο πάνω θέση του παρουσιάζει σαφή μεταβολή από την θέση που εξέφρασε κατά την κυρίως εξέταση του ότι η Εναγόμενη «όρμησε εναντίον του με πρόθεση να με κτυπήσει». Στη συνέχεια μάλιστα, και αφού ερωτήθηκε και δεύτερη φορά από τον κ. Ευαγγέλου, διεφάνη ότι ο δεν θυμόταν τις κινήσεις της Εναγόμενης. Χαρακτηριστική είναι η εξής στιχομυθία:

 

«Ε. (…) λέτε ότι έκαμε χειρονομίες, τί χειρονομίες; Θέλω να τις κάμετε ακριβώς.

 

Α. Θυμούμαι σίγουρα τις χειρονομίες του Μιλτιάδους που ήταν που πάνω μου, τις χειρονομίες της έρχεται πάνω της έκαμε τα χέρια της εν θυμάμαι αν ήταν ψηλά εν θυμάμαι ακριβώς, όι απλή κίνηση έκαμε χέρια … δεν θυμούμαι … (κ. κύριος Ιωαννίδης σηκώνει τα χέρια ψηλά και τα κουνά) … δεν ήταν κάτω.»[17]

 

35. Ακολούθως κατέθεσε ότι «έρχετουν τρεχάτη, αναμαλλιασμένη και έκαμνε τα χέρια της τζιαι εν θυμούμαι πως».[18] Ο ίδιος ο Ενάγων κατά την παράθεση των πιο πάνω, από το εδώλιο του μάρτυρα, χαμογελούσε και ουδόλως διαφαινόταν ότι επρόκειτο για εξιστόρηση γεγονότων από πρόσωπο που γνησίως αισθάνθηκε οποιονδήποτε φόβο για τη χρήση βίας εναντίον του. Σημειώνω όμως και τα εξής ως προς την ουσία των πιο πάνω θέσεων του.

 

36. Εν πρώτοις, δεν είναι αντιληπτό από τις πιο πάνω αναφορές του κατά πόσο η Εναγόμενη, σύμφωνα πάντα με τη θέση του, κουνούσε τα χέρια της με τον τρόπο που ο ίδιος έδειξε από το εδώλιο του μάρτυρα, ή, κατά πόσο εικάζει ότι είναι με αυτόν τον τρόπο που τα κουνούσε, εφ’ όσον, ως κατ’ επανάληψη ανέφερε, δεν θυμάται τις χειρονομίες της. Στον βαθμό που πρόκειται για εικασία, μια τέτοια θέση δεν μπορεί παρά να αγνοηθεί. Δεύτερον, δεν είναι ούτε αντιληπτό στη βάση ποιας λογικής επεξήγησης, ενώ ο ίδιος αρνήθηκε κατ’ επανάληψη την εισήγηση του κ. Ευαγγέλου ότι δεν θυμόταν τα λόγια της Εναγόμενης κατά τον ουσιώδη χρόνο, εντούτοις, ο ίδιος ανέφερε ότι δεν θυμόταν τις χειρονομίες της. Επρόκειτο για το ίδιο περιστατικό και την συμπεριφορά του ίδιου προσώπου σε ίδιο χρόνο. Καταδεικνύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο επιλεκτικότητα της μνήμης του Ενάγοντα αναφορικά με κρίσιμα σημεία που αφορούν το Επίδικο Επεισόδιο, στοιχείο το οποίο αναδεικνύει περαιτέρω το ακροσφαλές της όλης του εκδοχής.

 

37. Δεύτερον, ακόμα και εάν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η ίδια κουνούσε τα χέρια, όπως ο ίδιος έδειξε από το εδώλιο του μάρτυρα, δεν είναι αντιληπτό ούτε για ποιον λόγο μια τέτοια κίνηση των χεριών μιας γυναίκας 68 ετών («σηκώνει τα χέρια ψηλά και τα κουνά») του προκάλεσε ή μπορούσε να του προκαλέσει φόβο για τη χρήση βίας σε βάρος του, ακόμη και εάν έτρεχε προς το μέρος του κατά τον ουσιώδη χρόνο.[19] Ο ίδιος, μάλιστα, ως κατέθεσε, παρέμεινε καθήμενος καθ’ όλη τη διάρκεια της ισχυριζόμενης επίθεσης, στάση η οποία δεν συνάδει, ως ζήτημα λογικής, με πρόσωπο το οποίο γνησίως αισθάνεται φόβο για την επικείμενη χρήση βίας σε βάρος του από συγκεκριμένο πρόσωπο που τρέχει προς το μέρος του. Εύλογα αναμενόταν, υπό αυτές τις συνθήκες, να προβεί στην ελάχιστη αναπροσαρμογή της σωματικής του στάσης, για σκοπούς δικής του σωματικής προστασίας ή και απομάκρυνσης.

 

38. Μάλιστα, ξεκαθάρισε κατά την αντεξέταση του ότι η πρώτη φορά που αισθάνθηκε φόβο ήταν όταν ο Μιχάλης Μιλτιάδους στάθηκε δίπλα του, ενώ εκείνος ήταν καθήμενος. Κατέθεσε ότι «ως εκείνη την ώρα ήταν ελεγχόμενο (…)[20] Αυτά τα ανέφερε εις απάντηση της θέσης του συνηγόρου της Εναγόμενης ότι αμέσως μόλις είδε τον Μιχάλη Μιλτιάδους να περπατά προς το μέρος του και πριν να σταθεί δίπλα του, ο Ενάγων είπε τη φράση ότι «έρχεται το λυκόσκυλο» φράση η οποία, κατά την εισήγηση του συνηγόρου της Εναγόμενης, δεν συνάδει με φόβο για χρήση βίας από τον Μιλτιάδους σε βάρος του, ως και πάλιν κατέθεσε. Το γεγονός αυτό, ήτοι, ότι ο Μιχάλης Μιτλιάδους στάθηκε δίπλα του και άρχισε να του φωνάζει ενώ ο Ενάγων ήταν καθήμενος, οπότε και για πρώτη φορά αισθάνθηκε φόβο, έλαβε χώρα αμέσως πριν από την εμπλοκή της Εναγόμενης, σύμφωνα πάντοτε με τις δικές του θέσεις. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δηλαδή, σύμφωνα με την μαρτυρία του Ενάγοντα τίποτε από τα όσα προηγήθηκαν του προκάλεσαν φόβο. Επομένως, δεν αισθάνθηκε φόβο, όταν ο στρατιωτικός Σταύρος Στούππας και η σύζυγος του Ερμιόνη άρχισαν αναπάντεχα να του φωνάζουν, ούτε όταν η Ερμιόνη χτύπησε δυνατά δύο φορές το χέρι της στο τραπέζι, ούτε και όταν ο σωματώδης Μιχάλης Μιλτιάδους περπατούσε προς το μέρος του για να του επιτεθεί, σύμφωνα πάντοτε με τις θέσεις του ιδίου. Συναφώς, δεν είναι αντιληπτό ως ζήτημα λογικής για ποιον λόγο, ενώ δεν αισθάνθηκε φόβο για όλα τα πιο πάνω, αισθάνθηκε φόβο για τη χρήση βίας από την Εναγόμενη, 68 ετών τότε, η οποία έτρεχε, κατά τη θέση του προς το μέρος του και φώναζε χωρίς όμως να αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο του λόγου της και χωρίς να είναι σε θέση να επικαλεστεί με ακρίβεια της χειρονομίες της, σύμφωνα και πάλιν με τις δικές του θέσεις. Αντιθέτως, από την όλη του μαρτυρία αναφορικά με τη συμπεριφορά και τις ενέργειες της Εναγόμενης, ουδόλως προκύπτει ότι ο ίδιος αισθάνθηκε οποιονδήποτε φόβο για τη χρήση βίας από την Εναγόμενη εναντίον του.

 

39. Οι φωτογραφίες που κατέθεσε ως Τεκμήριο 4, δεν προσθέτουν στην εκδοχή του Ενάγοντα εφ’ όσον απεικονίζουν μόνο τον χώρο όπου έγινε το συμβάν, στοιχείο το οποίο δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης.

 

40. Τα όσα κατέθεσε ως προς τις μεταγενέστερες του Επίδικου Επεισοδίου επικοινωνίες του με τον Μιλτιάδη Μιλτιάδους, υιό της Εναγόμενης και κάποιο τρίτο πρόσωπο,[21] τέθηκαν με τέτοια γενικότητα και υπό μορφή δικών του συμπερασμάτων που και πάλιν δεν δύναμαι να αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στις σχετικές του αναφορές. Το ίδιο ισχύει και για την αντίστοιχη αναφορά του στην παρ. 55 της γραπτής του δήλωσης. Ούτε και στο Τεκμήριο 5 δύναμαι να αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα. Σε σχέση με την δήλωση του τρίτου προσώπου που εκεί καταγράφεται, πρόκειται για εξ ακοής μαρτυρία, χωρίς αναφορά ως προς την ημερομηνία αποστολής του εν λόγω μηνύματος, χωρίς επεξήγηση ως προς τον λόγο παράλειψης κλήτευσης του συντάχτη του ενώ σαφώς πρόκειται για απόσπασμα μιας ευρύτερης συνομιλίας. Συναφώς, ο τρόπος προσκόμισης της εν λόγω εξ ακοής μαρτυρίας δεν διευκολύνει την ορθή αξιολόγηση της. Σε σχέση με το σκέλος τις μαρτυρίας που αφορά το ίδιο το μήνυμα του Ενάγοντα και πάλιν δεν δύναμαι να αποδώσω οποιαδήποτε αξία εφ΄ όσον από το περιεχόμενο του δεν είναι αντιληπτό σε ποιο χρονικό σημείο αναφέρεται ενώ περιπλέον πρόκειται για μέρος, επαναλαμβάνω,  μιας ευρύτερης συνομιλίας που δεν παρουσιάστηκε στην ολότητά της.

 

41. Επιχειρηματολογεί ο Ενάγων ότι το γεγονός ότι η Εναγόμενη και τα εμπλεκόμενα στο Επίδικο Επεισόδιο πρόσωπα δήλωσαν παραδοχή στην κατηγορία για διάπραξη αδικήματος κατά παράβαση του άρθρου 95 του Ποινικού Κώδικα (βλ. παρ. 15 πιο πάνω), καταρρίπτει τη δικογραφημένη εκδοχή της Εναγόμενης και ενισχύει τη δική του εκδοχή. Όπως έχει αναφερθεί στις Λεωνίδα Παπασέργιου ν. Μάριου Τρίκκη Πολ. Έφ. 136/15, 29.11.2023 και Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 ΑΑΔ 256, η παραδοχή ενοχής σε ποινική υπόθεση αποτιμάται σε συνάρτηση με τα γεγονότα που θεωρήθηκαν ότι στοιχειοθετούν το αδίκημα για να αξιολογηθεί η αποδεικτική τους σημασία στα πλαίσια της αστικής υπόθεσης. Εν προκειμένω, τα γεγονότα αυτά προκύπτουν από το Τεκμήριο 8. Εκεί, γίνεται αναφορά από την Κατηγορούσα Αρχή, στην παρουσία του Ενάγοντα, ότι μεταξύ του Ενάγοντα και των Εναγόμενων «έγινε μια συζήτηση, με αποτέλεσμα να διαπραχθεί το αδίκημα». Τίποτε δεν αναφέρθηκε δια την οποιαδήποτε «επίθεση». Υπενθυμίζω εδώ ότι το αδίκημα το οποίο οι εκεί κατηγορούμενοι, περιλαμβανομένης και της Εναγόμενης, παραδέχθηκαν, είναι το αδίκημα της πρόκλησης της ανησυχίας κατά παράβαση του άρθρου 95 του Ποινικού Κώδικα. Αναστάλθηκαν δε άλλες κατηγορίες στις οποίες περιλαμβανόταν και το αδίκημα της επίθεσης (βλ. παρ. 15 πιο πάνω και παρ. 57 της γραπτής δήλωσης του Ενάγοντα), με το Δικαστήριο να σημειώνει τα εξής (βλ. Τεκμήριο 8):

 

«Το κατηγορητήριο της παρούσας υπόθεσης, στην αρχική του μορφή, περιλάμβανε πέντε συνολικά κατηγορίες. Σε νωρίτερο στάδιο, είχε ανασταλεί η ποινική δίωξη στην 3η κατηγορία. Σήμερα αναστάληκε η ποινική δίωξη στις κατηγορίες 1, 2 και 4. Επομένως, θεωρώ ότι η παραδοχή των κατηγορουμένων έγινε μόλις το κατηγορητήριο διαμορφώθηκε στην τελική του μορφή.»

 

42. Τα πιο πάνω παρέχουν έρεισμα στην επεξήγηση των ΜΥ1 και ΜΥ2, ότι η παραδοχή τους στην πέμπτη κατηγορία έγινε ώστε να δοθεί ένα τέλος στη μεταξύ των μερών διένεξη και όχι επειδή αναγνώρισε η Εναγόμενη ότι επιτέθηκε στον Ενάγοντα, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος επικαλέστηκε στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Η εν λόγω επεξήγηση των ΜΥ1 και ΜΥ2 κρίνεται απολύτως εύλογη με δεδομένο το γεγονός ότι το κατηγορητήριο την ίδια ημερομηνία της παραδοχής τους (και όχι προηγουμένως) έλαβε παντελώς άλλη μορφή από την αρχική, ως συνάγεται από το γεγονός ότι αναστάληκαν τρεις περαιτέρω κατηγορίες. Ο ίδιος ο Ενάγων κατέθεσε κατά την αντεξέταση του ότι εξ όσων θυμάται το κατηγορητήριο περιείχε κατηγορίες για επίθεση και εξύβριση, οι οποίες όμως δεν προωθήθηκαν, χωρίς να παράσχει οποιαδήποτε άλλη επεξήγηση ως προς τους λόγους αναστολής τους. Κρίνεται και αξιόπιστη με δεδομένο το γεγονός ότι ο τότε συνήγορος των εκεί κατηγορουμένων, προς μετριασμό της ποινής τους, προέβαλε εκδοχή επί γεγονότων η οποία ενισχύει το αξιόπιστο της όλης εκδοχής τους στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας αναφορικά με το Επίδικο Επεισόδιο. Ειδικότερα, γίνεται αναφορά στο ότι είναι ο ίδιος ο Ενάγων που σταμάτησε στον δρόμο «τον 2ο και 4ο κατηγορούμενο, για να τους ζητήσει τον λόγο για αυτά που έχει πει η συνάδελφος, κάποια προβλήματα που είχαν, όχι με τον 2ο και την 4η, με την οικογένεια. Εκεί ξεκίνησε μια συζήτηση και προκλήθηκε η ανησυχία. Ήρθαν και οι άλλοι που άκουσαν τη συζήτηση, η οποία ήταν μεγαλόφωνη, μεσημέρι. Ξύπνησε κιόλας που κοιμόταν ο 1ος κατηγορούμενος, η 3η κατηγορούμενη είναι η μητέρα, είναι γειτονικά τα σπίτια, προσέτρεξαν και έγινε η ανησυχία. Το λέω αυτό Εντιμότατη, για να πω ότι η πρόκληση ή το ξεκίνημα έγινε από τον ίδιο τον παραπονούμενο της όλης ανησυχίας, ως εκ τούτου τα γεγονότα είναι αυτά.»

 

43. Τα πιο πάνω όχι μόνο δεν αποδυναμώνουν την εκδοχή της Εναγόμενης ότι ουδέποτε επιτέθηκε στον Ενάγοντα, σύμφωνα με την εκδοχή που προέβαλε στην παρούσα διαδικασία, αλλά την ενισχύει. Η Εναγόμενη, μέσω και του τότε δικηγόρου της που την εκπροσώπησε στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης, παρέμεινε συνεπής στη θέση της ότι είναι ο ίδιος ο Ενάγων που με τις πράξεις του προκάλεσε ένταση μεταξύ των πιο πάνω προσώπων. Το δε γεγονός ότι οι εκεί κατηγορούμενοι δεν ανέφεραν οτιδήποτε άλλο στα πλαίσια των καταθέσεων στην Αστυνομίας (βλ. Τεκμήριο 9) δεν ενισχύει την εκδοχή του Ενάγοντα, ως και η σχετική του εισήγηση, καθώς επρόκειτο για άσκηση νόμιμων δικαιωμάτων τους στα πλαίσια της ποινικής διερεύνησης και οποιαδήποτε εξαγωγή συμπεράσματος επί τούτου ενέχει τον κίνδυνο εικασίας κατά τρόπο ανεπίτρεπτο. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι παρά την προβολή του ως άνω επιχειρήματος του Ενάγοντα, ο ίδιος δεν προσκόμισε την δική του κατάθεση στην Αστυνομία που, όπως κατέθεσε, είχε δώσει αναφορικά με το Επίδικο Επεισόδιο,[22] ενώ επέλεξε να μην παρουσιάσει το αρχικό κατηγορητήριο ενώπιον του Δικαστηρίου, στοιχεία που αναδεικνύουν την επιλεκτικότητα στη μαρτυρία του.

 

44. Επισημαίνει ο Ενάγων ότι ο Σταύρος Στούππας, σύζυγος της θυγατέρας της Εναγόμενης, κατήγγειλε τον Ενάγοντα στο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων παραπονούμενος ότι ο Ενάγων επενέβηκε στην εργασία του δια της αποστολής διαφόρων επιστολών στην Εθνική Φρουρά, όπου υπηρετεί, καταγράφοντας ισχυρισμούς εναντίον του. Στα πλαίσια της εν λόγω καταγγελίας, συνεχίζει ο Ενάγων, καμία αναφορά γίνεται στην δική του (του Ενάγοντα) ισχυριζόμενη μεμπτή συμπεριφορά στα πλαίσια του Επίδικου Επεισοδίου. Επιχειρηματολογεί ότι αυτή η παράλειψη ενισχύει την εκδοχή του ιδίου ως προς το Επίδικο Επεισόδιο, εφ’ όσον εάν πράγματι επιδείκνυε μεμπτή συμπεριφορά κατά τη διάρκεια του Επίδικου Επεισοδίου ο κ. Στούππας θα ενσωμάτωνε σχετικό παράπονο στα πλαίσια της ως άνω καταγγελίας του.

 

45. Η σχετική συλλογιστική του δεν με βρίσκει σύμφωνη. Πέραν των όσων έχουν καταγραφεί στην παρ. 20 πιο πάνω, ανατρέχοντας στο περιεχόμενο των Τεκμηρίων 17 μέχρι 18(ε), που αφορούν την σχετική καταγγελία του Ενάγοντα στο Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων, καταγράφεται από μέλη της Εθνικής Φρουράς ότι ο Ενάγων, επικοινωνούσε κατ’ επανάληψη με μέλη της Εθνικής Φρουράς, στην οποία υπηρετεί υιός της Εναγόμενης, Μιλτιάδους, απειλώντας και εκστομίζοντας χαρακτηρισμούς και απειλές και εμμένοντας να αναγκαστεί ο Μιλτιάδους να του απολογηθεί. Η πιο πάνω στάση του Ενάγοντα, ως εκεί καταγράφεται, συνεχίστηκε, παρά τις επανειλημμένες επισημάνεις των ως άνω μελών της Εθνικής Φρουράς, ότι πρόκειται για προσωπική υπόθεση με την Εθνική Φρουρά να μην επεμβαίνει σε προσωπικές υποθέσεις. Αντίστοιχη επικοινωνία, ως καταγράφεται, έγινε και με τον Κοινοτάρχη Ευρύχου, τη Σχολική Εφορεία Σολέας, από τους οποίους έλαβε αντίστοιχες υποδείξεις. Ως και ο ίδιος ο Ενάγων αναφέρει στη δήλωση του αλλά και στην απάντηση του (Τεκμήριο 19) στην επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα δια της οποίας ενημερωνόταν για την εναντίον του καταγγελία στο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων (Τεκμήριο 17), δεν υπεβλήθη γραπτή καταγγελία από τον Σταύρο Στούππα ώστε να τίθεται ζήτημα παράθεσης οιωνδήποτε γεγονότων που αφορούν το Επίδικο Επεισόδιο. Συναφώς, δεν προκύπτει ότι τα όσα είχαν τεθεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων αφορούσαν το Επίδικο Επεισόδιο αλλά την φερόμενη όχληση του Ενάγοντα των ως άνω μελών της Εθνικής Φρουράς, ως πράξη αντίθετη με τη δεοντολογία της επαγγελματικής του ιδιότητας ως δικηγόρου. Δεν είναι αντιληπτό για ποιον λόγο ανέμενε ο Ενάγων να τεθούν λεπτομέρειες αναφορικά με το Επίδικο Επεισόδιο ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων εφ’ όσον και ο ίδιος επέλεξε τη δικαστική οδό ενώπιον ποινικών και αστικών Δικαστηρίων αναφορικά με αυτό. Με βάση δε τη δική του συλλογιστική, αξιοσημείωτη είναι η παράλειψη του ίδιου του Ενάγοντα στα πλαίσια της απάντησης του ημερ. 30.11.2016 στην εν λόγω καταγγελία (Τεκμήριο 19), να αναφέρει οτιδήποτε αναφορικά με το Επίδικο Επεισόδιο, περιοριζόμενος στα όσα είχαν λάβει χώρα στο Πρώτο Επεισόδιο. Συνάγεται ότι, στην πραγματικότητα, τα όσα έλαβαν χώρα στα πλαίσια της πιο πάνω καταγγελίας δεν εμπεριέχουν οιαδήποτε αποδεικτική αξία εν σχέσει με το περιεχόμενο του Επίδικου Επεισοδίου. Ούτε και σχετίζονται με την ίδια την Εναγόμενη.

 

46. Υπό το φως των πιο πάνω, η μαρτυρία του Ενάγοντα αναφορικά με το Επίδικο Επεισόδιο δεν κρίνεται πειστική, ούτε παρέχει σταθερό βάθρο για την εξαγωγή οιωνδήποτε ασφαλών συμπερασμάτων και δεν την αποδέχομαι.

 

47. Μαρτυρία ως προς το Επίδικο Επεισόδιο δόθηκε και από την ΜΕ2. Η ίδια δεν ήταν παρούσα στο Επίδικο Επεισόδιο και οι σχετικές της θέσεις απορρέουν από περιγραφή του ίδιου του Ενάγοντα και τρίτα πρόσωπα (όπως είναι η μητέρα της και κάποια κα Αυγή), ως η ίδια επιβεβαίωσε ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν δύναμαι να αποδώσω βαρύτητα στις αναφορές της ως προς το Επίδικο Επεισόδιο. Σημειώνω κατ’ αρχάς ότι δεν ξεκαθάρισε σε ποιον βαθμό η περιγραφή της που παρέθεσε στο Δικαστήριο περιέρχεται από τον Ενάγοντα και σε ποιον βαθμό από τα τρίτα αυτά πρόσωπα. Στον βαθμό που δύναται να θεωρηθεί ότι αυτή η πτυχή της μαρτυρίας της αποτελείται από δηλώσεις τρίτων, είναι εξ ακοής. Πλην όμως, δεν επεξηγήθηκε για ποιον λόγο δεν κλήθηκαν οι μάρτυρες που προέβησαν στις αρχικές αυτές δηλώσεις να καταθέσουν και απέμεινε άγνωστο κατά πόσο αυτές μεταφέρθηκαν επ’ ακριβώς υπό τις πιο πάνω συνθήκες. Συνεπώς δεν διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση αυτής της πτυχής της εξ ακοής της μαρτυρίας. Στον βαθμό που η εν λόγω μαρτυρία της δύναται να θεωρηθεί ότι αποτελεί αναπαραγωγή περιγραφών του ίδιου του Ενάγοντα, με δεδομένο το ότι η εκδοχή του δεν κρίθηκε αξιόπιστη, όπως και η όλη του μαρτυρία, η σχετική εκ νέου παράθεση τους από την ΜΕ2 δεν προσθέτει οιαδήποτε αξία. Τα ίδια ισχύουν κατ’ αναλογίαν και για τα όσα καταγράφει στις παρ. 30 και 31 της γραπτής της δήλωσης.

 

48. Των πιο πάνω δοθέντων, τα όσα αναφέρθηκαν από τους ΜΕ1 και ΜΕ2 αναφορικά με το Πρώτο Επεισόδιο δεν δύνανται να αναδομήσουν το ακροσφαλές της μαρτυρίας τους αναφορικά με το Επίδικο Επεισόδιο. Ούτε και να διανθίσουν την μαρτυρία του Ενάγοντα με εκείνες τις αναγκαίες λεπτομέρειες που ο ίδιος όφειλε να προσκομίσει ως προς την ισχυριζόμενη σε βάρος του επίθεση από την Εναγόμενη. Τούτο θα προϋπόθετε σωρεία εικασιών εκ μέρους του Δικαστηρίου, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο. Υπενθυμίζω εδώ ότι επρόκειτο για χωριστό επεισόδιο, το οποίο δεν είναι επίδικο, και έλαβε χώραν μεταξύ της Ερατώς Γερούδη, πελάτιδας του Ενάγοντα, του Σπύρου Γερούδη και της Εναγόμενης το οποίο, ο Ενάγων, εν μέρει άκουσε από το κινητό του τηλέφωνο και το οποίο έλαβε χώρα 11 ημέρες πριν από το Επίδικο Επεισόδιο. Υπό τις ως άνω συνθήκες, τα όσα οι ΜΕ1 και ΜΕ2 κατέθεσαν αναφορικά με το εν λόγω επεισόδιο, δεν δύνανται να προσθέσουν το οτιδήποτε για σκοπούς επίλυσης των επίδικων θεμάτων ούτε και όμως να λειτουργήσουν διορθωτικά έναντι του κενού που δημιουργείται στην υπόθεση του Ενάγοντα με την απόρριψη της εκδοχής ως προς το Επίδικο Επεισόδιο. Συναφώς, δεν δύναμαι να αποδώσω οιαδήποτε βαρύτητα στις σχετικές τους αναφορές. Η εν λόγω διαπίστωση μου συμπαρασύρει και τα όσα κατέθεσαν και οι ΜΥ1 και ΜΥ2 αναφορικά με το Πρώτο Επεισόδιο καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας τους, στα οποία και πάλιν δεν δύναμαι να αποδώσω οιαδήποτε βαρύτητα, για τους ίδιους λόγους.

 

49. Τα ίδια ισχύουν κατ’ αναλογίαν και για τις εξής πτυχές από την ενώπιον μου μαρτυρία:

 

(α) Για τα όσα ο Ενάγων κατέγραψε στις παρ. 14 μέχρι 24 της γραπτής του δήλωσης, αναφορικά με τα γεγονότα που ακολούθησαν αμέσως μετά το Πρώτο Επεισόδιο τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα ως ζήτημα γεγονότων με αυτό·

 

(β) Για τα όσα ο Ενάγων κατέγραψε στις παρ. 25 μέχρι 33 της γραπτής του δήλωσης, όπου εκεί καταγράφει θέσεις ως προς κάποιο άλλο περιστατικό όπου η Εναγόμενη επισκέφθηκε κάποιο γειτονικό της πρόσωπο και θέσεις ως προς την ύπαρξη βίντεο αναφορικά με το Πρώτο Επεισόδιο, το οποίο, υπενθυμίζω, δεν αφορούσε τον Ενάγοντα, αλλά και τις προσπάθειες του Ενάγοντα να το ανακτήσει μέσω των συνηγόρων της Εναγόμενης (βλ. Τεκμήρια 2 και 3)·

 

(γ) Για τα όσα η ΜΕ2 επίσης κατέθεσε επί αντίστοιχων ισχυρισμών (βλ. παρ. 11 μέχρι 16, 18, 20 μέχρι 23 του Έγγραφου Β)∙

 

(δ) Για τα όσα η ΜΕ2 κατέθεσε σε σχέση με περιστατικά που δεν αφορούν στο Επίδικο Επεισόδιο αλλά αναδεικνύουν τις σχέσεις των δύο οικογενειών, χωρίς οι σχετικές αναφορές να αφορούν τον Ενάγοντα (βλ. παρ. 23 μέχρι 26 της γραπτής της δήλωσης). Τα όσα δε κατέγραψε αναφορικά με τον Μιχάλη Μιτλιάδους στην παρ. 19 της γραπτής της δήλωσης, δεν αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία στη βάση των όσων καταγράφηκαν στην παρ. 22 πιο πάνω.

 

50. Στρέφομαι τώρα στην εκδοχή του ΜΥ1 αναφορικά με το Επίδικο Επεισόδιο η οποία καταγράφεται στις παρ. 8 μέχρι 11 της γραπτής του δήλωσης, Έγγραφο Γ’. Εκεί καταγράφεται ότι υπήρξε μια διένεξη μεταξύ της αδελφής του Ερμιόνης, του συζύγου της Σταύρου Στούππα και του Ενάγοντα την οποία, για τους λόγους που εκεί αναφέρει, ξεκίνησε ο Ενάγοντας. Από τα όσα εκεί καταγράφονται προκύπτει ότι ο ίδιος άκουσε τις φωνές του Ενάγοντα από την παρακείμενη κατοικία του, οπότε και ξεκίνησε να κατευθύνεται προς το μέρος τους και να τρέξει κοντά στην αδελφή του, τη φωνή τις οποίας επίσης άκουσε στη συνέχεια. Ακολούθως ανέφερε ότι:  

 

«(…) τα όσα περιγράφω πιο πάνω κράτησαν μόνο 1 με 2 λεπτά, δεν μπορώ να τοποθετηθώ ακριβώς πόσα, γιατί από το φόβο μου μόλις άκουσα την φωνή της αδελφής μου, έψαχνα να βρω τα παπούτσια μου να τα φορέσω και να τρέξω κοντά στην αδελφή μου. Μόλις έφτασα στο συμβάν αντίκρυσα την αδελφή μου με τον γαμπρό μου και απέναντι τους τον Ενάγοντα σε πολύ άγρια διάθεση. Είδα την αδερφή μου και τον γαμπρό μου τρομοκρατημένους, ενόψει και του γεγονότος ότι μαζί τους είχαν το ανήλικο τέκνο τους. Μεταξύ άλλων είχα επεξηγήσει στον Ενάγοντα ότι μικροπαρεξηγήσεις μεταξύ των οικογενειών μπορεί να δημιουργηθούν αλλά ο ίδιος δεν πρέπει να λαμβάνει μέρος. Σε καμία περίπτωση όμως δεν έχω κάνει οποιαδήποτε χειρονομία έναντι του Ενάγοντα. (…) Από όσο θυμάμαι εντός κάποιων δευτερολέπτων αφού πήγα εγώ στο συμβάν έφτασε στη σκηνή του συμβάντος και η μητέρα μου και η σύζυγος μου, οι οποίες ήρθαν να δουν τι γίνεται, αφού μας είδαν μαζεμένους εκεί. Ουσιαστικά η μητέρα μου και η σύζυγος μου κατέφθασαν τελευταίες. Να αναφέρω μεταξύ άλλων ότι η μητέρα μου, η ίδια δεν έχει αναφέρει τίποτα τη συγκεκριμένη στιγμή, αντιθέτως είχε υποστεί σοκ από την όλη εικόνα που είχε αντικρίσει ενόψει του γεγονότος ότι ο Ενάγοντας φωνασκούσε εκδηλώνοντας επιθετική συμπεριφορά. Η σύζυγος μου, ήτοι η Λάνα, φθάνοντας στο χώρο του συμβάντος με πήρε από το χέρι και μου είπε να σταματήσω να ασχολούμαι και να συζητώ γεγονός το οποίο έπραξα δίνοντας πρώτος το τέλος στο όλο συμβάν. Να τονίσω ότι η μητέρα μου απομακρύνθηκε πριν από εμάς ενώ μεταξύ άλλων υπογραμμίζω ότι δεν εξύβρισε τον Ενάγοντα ούτε ήταν επιθετική εναντίον του (…)»

 

51. Επεξηγεί πρόσθετα ότι τα όσα κατέθεσε αναφορικά με τα όσα λέχθηκαν μεταξύ του των παρευρισκόμενων πριν ο ίδιος καταφθάσει στο σημείο, του να εξιστόρησε ο Σταύρος Στούππας και η αδελφή του ΜΥ1, Ερμιόνη.

 

52. Κατά την αντεξέταση του, ο ΜΥ1 παρέμεινε πλήρως σταθερός στις θέσεις του ως προς το Επίδικο Επεισόδιο. Από το εδώλιο του μάρτυρα κατέθετε με ειλικρίνεια και νηφαλιότητα, χωρίς να καταδεικνύεται οιαδήποτε προσπάθεια υπερβολής ή στρέβλωσης των γεγονότων, με την μαρτυρία του να παρουσιάζει ροή, συνοχή και να ερείδεται και στην κοινή λογική. Η μαρτυρία έβριθε και γνήσιας απορίας του ως προς τους λόγους που ο Ενάγων προώθησε την παρούσα αγωγή εναντίον της Εναγόμενης αλλά και του ιδίου σε προγενέστερο στάδιο (βλ. Τεκμήριο 24), με την όλη στάση του από το εδώλιο του μάρτυρα να καταδεικνύει στοιχεία αγανάκτησης ως προς την αναγκαιότητα συνεχούς εμπλοκής του σε δικαστικές διαδικασίες με τον Ενάγοντα. Χαρακτηριστική είναι η εξής αναφορά του ΜΥ1:

 

«(…) όπως σας είπα τζιαι πριν την όλη κατάσταση που προκλήθηκε τζιαμέ εσύ την προκάλεσες και εσύ απείλησες τους πάντες θα τους καταγγείλεις όπως έγινε έτσι 8 χρόνια που ακόμη διερωτούμαι ποια εν η σοβαρή υπόθεση την οποία εσύ προκάλεσες τζιαι ακόμα ερχόμαστε στα Δικαστήρια.»[23]

 

53. Αποτέλεσε τη θέση του Ενάγοντα ότι το γεγονός ότι ο ΜΥ1 δεν προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία ως προς την ισχυριζόμενη συμπεριφορά του Ενάγοντα κατά το χρόνο του Επίδικου Επεισοδίου και ότι δεν κατέθεσε τα όσα ανέφερε στην κυρίως εξέταση του στην Αστυνομία κατόπιν της καταγγελίας του Ενάγοντα, αποδυναμώνει το αξιόπιστο της εκδοχής του ΜΥ1. Ερωτηθείς επί τούτου κατά την αντεξέταση του, ανέφερε ο ΜΥ1 ότι ο λόγος που δεν κατήγγειλε το περιστατικό στην Αστυνομία είναι ότι ο ίδιος δεν το θεώρησε ιδιαίτερα σοβαρό ούτε και επιθυμούσε να δώσει συνέχεια. Η στάση του αυτή δεν καταρρίπτει το αξιόπιστο της εκδοχής του καθώς, ως ζήτημα λογικής, δεν επιβάλλεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο εμπλέκεται σε μια διένεξη να προχωρεί στη συνέχεια και σε καταγγελία στην Αστυνομία. Σε σχέση με την τήρηση σιωπής του κατά την κατάθεση του στην Αστυνομία στα πλαίσια της καταγγελίας του Ενάγοντα, επαναλαμβάνω ότι επρόκειτο για άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του, δυνάμει της οποίας δεν δύναμαι να εξαγάγω οιαδήποτε δυσμενή συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία του. Ο ίδιος ο ΜΥ1 κατέθεσε κατά την αντεξέταση του ότι η κατάθεση δόθηκε κατά τον τρόπο αυτόν αφού ο ίδιος συμβουλεύθηκε τον δικηγόρο του.[24] Ενδεικτική είναι και η αυθόρμητη τοποθέτηση του ως προς το κατά πόσο ο ΜΥ1 ανέφερε στην Αστυνομία οτιδήποτε ως προς την στάση του Ενάγοντα, αναφέροντας «(σ)την Αστυνομία να πω; Αφού ήταν να πάμε Δικαστήριο».[25] Συναφώς, εξαγωγή οιουδήποτε συμπεράσματος ως προς τους λόγους άσκησης των νόμιμων δικαιωμάτων του και δη κατόπιν νομική συμβουλής, ως κατέθεσε, θα αποτελούσε προϊόν εικασίας κατά τρόπο ανεπίτρεπτο.

 

54. Υπό το φως των πιο πάνω, αποδέχομαι το σύνολο των θέσεων του ως προς το Επίδικο Επεισόδιο πλην, εν μέρει, της πτυχής που αποτελείται από εξ ακοής μαρτυρία. Εξηγώ.

 

55. Τα όσα κατέγραψε ως προς αυτά που του είχαν αναφέρει ο Σταύρος Στούππας και η Ερμιόνη, αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία η οποία και αξιολογείται ως τέτοια δυνάμει του Άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9. Κατ’ εφαρμογή των εκεί κριτηρίων διαπιστώνονται τα εξής, αναφορικά με αυτή τη πτυχή της μαρτυρίας του ΜΥ1: Δεν έχει επεξηγηθεί ο λόγος δια τον οποίον τα πιο πάνω πρόσωπα δεν κλήθηκαν να καταθέσουν, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό να καταθέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. Άρθρο 27(2)(α) του Κεφ. 9). Επίσης, απέμεινε άγνωστο σε πιο χρονικό σημείο έγιναν οι αρχικές τους δηλώσεις προς τον ΜΥ1 (βλ. Άρθρο 27(2)(β)) και άγνωστο κατά πόσο οι αρχικές δηλώσεις μετεφέρθηκαν επ’ ακριβώς ή όχι (βλ. Άρθρο 27(2)(ε) και (ζ)). Λαμβάνω επίσης υπόψιν ότι οι πιο πάνω ισχυρισμοί τέθηκαν σε σχέση με κρίσιμα γεγονότα για την υπόθεση με τις αρχικές δηλώσεις να προέρχονται από εμπλεκόμενα πρόσωπα στο Επίδικο Επεισόδιο οι οποίοι είναι και συγγενικά πρόσωπα της Εναγόμενης (βλ. Άρθρο 27(2)(δ) και (στ)). Των πιο πάνω δοθέντων, δεν δύναμαι να αποδώσω βαρύτητα στην πιο πάνω εξ ακοής μαρτυρία του ΜΥ1 πλην μόνο μίας εξαίρεσης, για τους λόγους που καταγράφω αμέσως πιο κάτω.

 

56. Κατέθεσε ο ΜΥ1 ότι ο Σταύρος Στούππας και η Ερμιόνη του ανέφεραν ότι είναι ο ίδιος ο Ενάγων που προκάλεσε το Επίδικο Επεισόδιο αρχικά με φωνασκίες απέναντι στον Σταύρο Στούππα, στοιχείο το οποίο προκάλεσε την αντίδραση της Ερμιόνης, συζύγου του. Η πιο πάνω πτυχή της εξ ακοής μαρτυρίας του ΜΥ1, ερείδεται και επί της δικής του αντίληψης των πραγμάτων τη δεδομένη στιγμή. Ειδικότερα, ως κατέθεσε κατά την κυρίως εξέταση του, από το σημείο που βρισκόταν, περί τα 100 μέτρα από το σημείο της διένεξης, είχε την ευχέρεια να ακούει τις πολύ δυνατές και έντονες φωνές του Ενάγοντα ενώ ήταν προς το τέλος που αντιλήφθηκε και τη φωνή της αδελφής του Ερμιόνης, την οποία και δεν είχε ακούσει προηγουμένως. Το στοιχείο της πρόκλησης του Επίδικου Επεισοδίου από τον Ενάγοντα αποτελεί ζήτημα που ήγειρε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ο τότε δικηγόρος της Εναγόμενης στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης (βλ. Τεκμήριο 8) όπου, αναφερόμενος στα γεγονότα προς μετριασμό της ποινής των πελατών του, αναφέρθηκε ρητά στο στοιχείο αυτό. Τούτο μάλιστα έγινε στην παρουσία του ίδιου του Ενάγοντα, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου, Τεκμήριο 8, χωρίς να αμφισβητείται το στοιχείο της πρόκλησης αυτής. Περιπλέον, η θέση του ΜΥ1 περί πρόκλησης του Ενάγοντα του Επίδικου Επεισοδίου, ερείδεται και στην κοινή λογική εφ’ όσον, ως είναι κοινώς αποδεκτό, οι Σταύρος Στούππας και Ερμιόνη συνόδευαν κατά τον ουσιώδη χρόνο την τότε επτά χρονών θυγατέρα τους, στοιχείο το οποίο εύλογα αναμένεται ότι θα τους αποθάρρυνε από το να προχωρήσουν οι ίδιοι, στη μέση ενός δημοσίου δρόμου, σε μια απρόκλητη και αδικαιολόγητη επίθεση εναντίον οποιουδήποτε προσώπου.

 

57. Υπό το φως των πιο πάνω, αποδέχομαι τη θέση του ΜΥ1 ότι το Επίδικο Επεισόδιο ξεκίνησε με φωνασκίες του Ενάγοντα απέναντι στον Σταύρο Στούππα και στην Ερμιόνη καθώς και τις θέσεις που ως έχουν καταγραφεί στην παρ. 50 πιο πάνω.

 

58. Η Εναγόμενη κατέθεσε ότι στις 24.7.2016 αφού η ίδια άκουσε τη φωνή της θυγατέρας της έξω από την οικία της αδελφής της εξήλθε από τη δική της οικία για να δει τί συμβαίνει και τους πλησίασε. Εκείνη τη στιγμή ο Ενάγων έλεγε «άσεμνους χαρακτηρισμούς» και την απειλούσε. Παράλληλα, ότι είδε το εγγόνι της να κλαίει και ρώτησε τους παρευρισκόμενους τί συμβαίνει. Η ίδια ουδέποτε προσπάθησε να χτυπήσει τον Ενάγοντα ούτε και τον απείλησε ούτε και του φώναξε. Η ίδια ήταν η τελευταία που μετέβηκε στο συμβάν αλλά και η πρώτη που αποχώρησε. Αντεξεταζόμενη επανέλαβε κατ’ ουσίαν τις θέσεις της.  

 

59. Για τα όσα κατέθεσε πριν από την δική της εμπλοκή και πάλιν είναι εξ ακοής και ισχύον τα ίδια που καταγράφησαν στην παρ. 55 πιο πάνω. Για το στοιχείο της πρόκλησης σχετικά είναι τα όσα έχουν καταγραφεί στην παρ. 56 πιο πάνω.

 

60. Σε ότι αφορά τις θέσεις της ως προς το τί είδε και άκουσε η ίδια, παρατηρώ τα εξής. Η θέση της ότι ο Ενάγων έλεγε «άσεμνους χαρακτηρισμούς» και την απειλούσε, δεν συνοδεύεται από λεπτομέρειες επί γεγονότων ώστε το Δικαστήριο να δύναται να υιοθετήσει ένα τέτοιο συμπέρασμα. Ειδικότερα, δεν κατέθεσε ως προς τα λόγια του Ενάγοντα τη δεδομένη στιγμή. Συνεπώς, δεν την αποδέχομαι. Αποδέχομαι όμως τη θέση της ότι το εγγόνι της αναστατώθηκε και έκλαιγε, θέση η οποία δεν αμφισβητήθηκε. Αποδέχομαι και τη θέση της ότι η ίδια δεν απείλησε ούτε και φώναξε στον Ενάγοντα, θέση στην οποία παρέμεινε πλήρως σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας της. Οι ως άνω πτυχές της μαρτυρίας της ερείδονται και επί της αξιόπιστης μαρτυρίας του ΜΥ1. Εν σχέσει με το στοιχείο παραδοχής της στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης, το οποίο ο Ενάγοντας επιχειρηματολογεί ότι καταρρίπτει την εκδοχή της, σχετικά είναι τα όσα έχω καταγράψει στην παρ. 41 - 42 πιο πάνω.  

 

61. Αποτέλεσε τη θέση του Ενάγοντα ότι η δήλωση στην οποία προέβη η Εναγόμενη αφού ολοκλήρωσε τη μαρτυρία της, ότι δεν είχε εμφανιστεί ξανά ενώπιον Δικαστηρίου, καταρρίπτει την όλη αξιοπιστία της. Η εν λόγω θέση του δεν με βρίσκει σύμφωνη. Η εν λόγω δήλωση της έγινε εκτός του πλαισίου της μαρτυρίας της οπότε και δεν υπόκειτο σε περαιτέρω αντεξέταση ώστε να δύναται να τοποθετηθεί επί του ότι τούτη είναι ψευδής ενόψει προηγούμενων εμφανίσεων της σε ποινικό Δικαστήριο στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης. Συναφώς, δεν δύναμαι να εξαγάγω οιαδήποτε δυσμενή συμπεράσματα σε σχέση με την όλη την αξιοπιστία της ως μάρτυρα ενώπιον του Δικαστηρίου στο πιο πάνω πλαίσιο.

 

 

 

 

 

(β) Μεταγενέστερη του Επίδικου Επεισοδίου φερόμενη συμπεριφορά της Εναγόμενης έναντι του Ενάγοντα

 

62. Ο Ενάγων τόσο στα πλαίσια της Έκθεσης Απαίτησης όσο και στα πλαίσια της γραπτής του δήλωσης, προβάλλει θέσεις που άπτονται της μεταγενέστερης του Επίδικου Επεισοδίου ισχυριζόμενης συμπεριφοράς της Εναγόμενης έναντί του, αποδίδοντας στην τελευταία παραβίαση ανθρωπίνων του δικαιωμάτων, δυσφήμιση και παρενόχληση. Ειδικότερα, αναφέρεται σε ισχυριζόμενη διαπόμπευση του από την Εναγόμενη σε τρίτους, στρέβλωση των συνθηκών του Επίδικου Επεισοδίου και απειλές από τρίτους, οι οποίοι, κατά τη θέση του ενήργησαν εκ μέρους και κατ’ εντολή της. Αντίστοιχες αναφορές κατέγραψε και στα πλαίσια της γραπτής του δήλωσης. Στρέφομαι στις επί μέρους επί τούτου θέσεις του.

 

63. Αναφέρει ο Ενάγων στην παρ. 52 της γραπτής του δήλωσης ότι πριν από την έγερση της αγωγής, δύο γνωστά του πρόσωπα ήρθαν σε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του για να του μεταφέρουν μηνύματα της Εναγόμενης που αποσκοπούσαν έμμεσα στο να του προκαλέσουν αίσθημα ανασφάλειας. Αποδίδει επίσης αντίστοιχη συμπεριφορά σε συγκεκριμένο εξεταστή αστυνομικό, λοχία. Δεν δύναμαι να αποδώσω οιαδήποτε αξία στις ως άνω τοποθετήσεις του Ενάγοντα για τον λόγο ότι τέθηκαν με γενικότητα και παντελή έλλειψη τεκμηρίωσης και παροχής αναγκαίων λεπτομερειών. Δεν ανέφερε τί του λέχθηκε, από ποια πρόσωπα και για ποιον λόγο θεωρεί ότι αυτά ή τα «μηνύματα» αυτών διασυνδέονται με την Εναγόμενη ή εντολές της ίδιας. Ακολούθως, συνεχίζει ότι: «Επίσης, με πήρε τηλέφωνο στις 28.7.2016 και 30/72016 ο πολύ στενός φίλος του Εναγόμενο, Τότης, γνωστός στην Αστυνομία από τις δραστηριότητες του, για να βοηθήσει στο θέμα και να επιλυθεί η διαφορά, όπως το έθεσε.» Πλην όμως, δεν είναι ο Μιχάλης Μιλτιάδους «Εναγόμενος» (βλ. Τεκμήριο 24) αλλά η μητέρα του. Ουδεμία διασύνδεση προκύπτει με το όποιο τηλεφώνημα από κάποιον «Τότη» με την ίδια την Εναγόμενη.

 

64. Κατά την αντεξέταση της ΜΥ2 της τέθηκε η θέση ότι οποτεδήποτε πλησίαζε η ημερομηνία ορισμού της Ποινικής Υπόθεσης η Εναγόμενη δημιουργούσε κλίμα έντασης ώστε να εκφοβιστούν ο «Σπύρος η Ερατώ» και «ίσως» και ο ίδιος.[26] Αναφέρω εδώ ότι οι σχετικές του θέσεις που αφορούν πρόσωπα άλλα από τον Ενάγοντα δεν συνδέονται με τα επίδικα θέματα και οι σχετικές αναφορές του Ενάγοντα κρίνονται μη σχετικές. Η δε Εναγόμενη εξέφρασε την θέση, στην οποία παρέμεινε πλήρως σταθερή καθ΄ όλη τη διάρκεια της αντεξέτασης της, ότι είναι ο ίδιος ο Ενάγων που δημιουργούσε ένα τέτοιο κλίμα.[27] Συναφώς, δεν αποδέχομαι ούτε και την σχετική εισήγηση του Ενάγοντα η οποία σημειώνω ότι τέθηκε και πάλιν με γενικότητα και υπό μορφή δικών συμπερασμάτων.

 

65. Συνεχίζει ο Ενάγων στην παρ. 53 της γραπτής του δήλωσης ότι κατόπιν της έγερσης της αγωγής «άλλα πρόσωπα μου ανέφεραν ότι η Εναγόμενη, κυρίως και λιγότερο ο σύζυγος της, με διέβαλαν σε αυτούς, με συγκεκριμένες ανυπόστατες αλλά σοβαρές κατηγορίες. Ο θείος μου ο Γιώργος, ο Χριστάκης από την Κακοπετριά, ο Λούης από τον Πεδουλά, ο Γιαννάκης Ιωάννου, πρώην ανώτερος αστυνομικός, ακόμα και ο πατέρας μου. Το κοινό των διαφόρων που με πήραν τηλέφωνο ή μου είπαν από κοντά, με εξαίρεση τον Τότη, ήταν κάτι το οποίο προήλθε από τον σύζυγο της Εναγόμενης, ότι έχουμε κοινά φρονήματα και είμαστε εθνικόφρονες, για να καταλήξουν ότι δεν πρέπει να συνεχιστεί το θέμα μεταξύ πατριωτών». Η ως άνω πτυχή της μαρτυρίας του και πάλιν είναι εξ ακοής, χωρίς να έχει επεξηγηθεί ο λόγος μη κλήτευσης των προσώπων που προέβησαν στις ως άνω αρχικές δηλώσεις. Πρόσθετα, δεν είναι ούτε και σαφές τί είναι αυτό που αναφέρθηκε από τα εν λόγω πρόσωπα ως στοιχείο διαπόμπευσης του από την Εναγόμενη εφ’ όσον δεν παρέχονται οι σχετικές λεπτομέρειες. Συναφώς, ο τρόπος προσκόμισης της ως άνω εξ ακοής μαρτυρίας δεν διευκολύνει την ορθή της αξιολόγηση και δεν δύναμαι να αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στις ως άνω αναφορές του Ενάγοντα.

 

66. Αντίστοιχες γενικές αναφορές υπό μορφή δικών του συμπερασμάτων εντοπίζονται και στα όσα καταγράφει ο Ενάγων στη γραπτή του δήλωση, ως προς τον μεθοδικό πόλεμο εναντίον του από την Εναγόμενη, απειλές, δυσφήμιση κλπ. και για τα όσα καταγράφει στις παρ. 100 μέχρι 102 της γραπτή του δήλωσης. Προς επίρρωση των ως άνω γενικών αναφορών του κατέθεσε το Τεκμήριο 10 που όμως δεν προκύπτει μια τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους της Εναγόμενης. Τα όσα δε καταγράφει στην παρ. 66 μέχρι 69 της δήλωσης του αποτελούν φερόμενες δηλώσεις και ενέργειες του Μιχάλη Μιλτιάδους και όχι της Εναγόμενης και συνεπώς τα όσα εκεί καταγράφονται κρίνονται άσχετα με την απαίτηση του εναντίον της Εναγόμενης και ως τέτοια δεν μπορούν παρά να αγνοηθούν.

 

67. Λόγος έγινε κατά το στάδιο της ακρόασης ότι η Εναγόμενη διαβάλλει τον Ενάγοντα ότι ο Ενάγων διατηρεί «μυστική σεξουαλική σχέση» με την ΜΕ2. Το στοιχείο αυτό, ως ζήτημα γεγονότος, δεν αποτελεί μέρος της Έκθεσης Απαίτησης συναφώς, δεν δύναται να αποτελέσει μέρος της βάσης αγωγής του Ενάγοντα στα πλαίσια ισχυριζόμενων συκοφαντιών από την Εναγόμενη εναντίον του. Αναφορά στο πιο πάνω ζήτημα έγινε για πρώτη φορά, στα πλαίσια της Υπεράσπισης της Εναγόμενης με σκοπό να προβάλει την θέση της ως προς τα κίνητρα του Ενάγοντα για την έγερση της παρούσας αγωγής, η οποία είχε να κάνει με προσπάθεια εκφοβισμού της Εναγόμενης και της οικογενείας της ώστε να μην αποκαλύψουν τη μυστική αυτή σχέση. Πλην όμως, το ζήτημα, ως έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στη βάση των δικογράφων, δεν αποτελεί επίδικο ζήτημα προς επίλυση. Όφειλε ο Ενάγων να το θέσει στο σώμα της Έκθεσης Απαίτησης του εάν σκοπός του ήταν να το καταστήσει επίδικο θέματα στα πλαίσια του ισχυρισμού του για δυσφημιστική συκοφαντία ή άλλως πως (βλ. σχετικά παρ. 77 πιο κάτω). Τα όσα δε κατέγραψε ο Ενάγων στην σελ. 16 - 17 της γραπτής του αγόρευσης προϋποθέτουν κρίση ως προς το αναληθές του πιο πάνω ισχυρισμού του Εναγόμενου που όμως δεν αποτελεί ζήτημα, για τους λόγους που προανέφερα, προς επίλυση στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Συναφώς, το ζήτημα του κατά πόσο ο Ενάγοντα διατηρούσε μια τέτοια σχέση με την ΜΕ2 ή όχι, δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο περαιτέρω. Σημειώνω πρόσθετα ότι τα όσα ο Ενάγων καταγράφει στις παρ. 78 μέχρι 84 86 94, 95, 97, 105, 106, 107, 109 και 110 της γραπτής του δήλωσης αποτελούν στοιχεία επιχειρηματολογίας και δεν δύνανται να ληφθούν υπόψιν στα πλαίσια αξιολόγησης της μαρτυρίας του ως μάρτυρα επί γεγονότων.

 

68. Σταθεροί ήταν αμφότεροι οι ΜΥ1 και ΜΥ2 αναφορικά με τη θέση τους ότι ουδόλως η Εναγόμενη (ΜΥ2) διέβαλε τον Ενάγοντα σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο κατά τον τρόπο που το περιέγραψε. Ο ΜΥ1 χαρακτηριστικά ανέφερε ότι η «μυστική σχέση» δεν διέρρευσε για τον πιο πάνω λόγο αλλά για τον λόγο ότι υπήρχαν τρίτοι που τους είδαν. Αντίστοιχη θέση εξέφρασε και η ΜΥ2 κατά την αντεξέτασή της. Πλην όμως, το αληθές του εν λόγω ισχυρισμού δεν θα απασχολήσει περαιτέρω για τους λόγους που έχουν στις παρ. 67 πιο πάνω. Ενόψει όμως της σταθερότητας που περιβάλλει τη μαρτυρία τους επί του ζητήματος διαπόμπευσης τους σε τρίτους σε συνδυασμό με τα όσα κατέγραψα στα πλαίσια της παρούσας ενότητας, αποδέχομαι τη θέση τους ότι ουδέποτε η Εναγόμενη διέβαλε τον Ενάγοντα σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο. 

 

69. Υπό το φως όλων των πιο πάνω δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του Ενάγοντα ούτε και ως προς την ισχυριζόμενη διαπόμπευση του και παρενόχληση του από την Εναγόμενη και αποδέχομαι τη σχετική θέση των ΜΥ1 και ΜΥ2 ότι ουδέποτε η Εναγόμενη προέβη σε ενέργειες διαπόμπευσης του σε τρίτα πρόσωπα.

 

 

VI.  ΕΥΡΗΜΑΤΑ

70. Στη βάση της ενώπιον μου αποδεκτής και αξιόπιστης μαρτυρίας, πέραν των όσων έχω καταγράψει στην παρ. 15 πιο πάνω, βρίσκω πρόσθετα ότι στις 24.7.2016 ο Ενάγων καθώς βρισκόταν στον εξωτερικό χώρο της κατοικίας της Ελευθερίας Γερούδη, διασταυρώθηκε με τους Σταύρο Στούππα, την σύζυγο του και θυγατέρα της Εναγόμενης, Ερμιόνη και την ανήλικη τότε θυγατέρα τους, οι οποίοι περνούσαν από το σημείο πεζοί. Ο Ενάγων απευθύνθηκε στον Σταύρο Στούππα και ακολούθησαν δικές του φωνασκίες και ακολούθως φωνασκίες της Ερμιόνης. Ο ΜΥ1 ακούγοντας τη φωνή της αδελφής του μετέβηκε στον χώρο της ως άνω έντονης συζήτησης για να δει τί συμβαίνει. Εκεί ανέφερε στον Ενάγοντα ότι μικροπαρεξηγήσεις μεταξύ των οικογενειών μπορεί να δημιουργηθούν αλλά ο ίδιος δεν πρέπει να λαμβάνει μέρος. Η ανήλικη θυγατέρα του Σταύρου Στούππα και Ερμιόνη ξεκίνησε να κλαίει και σε αυτό το σημείο μετέβηκε στον χώρο και η Εναγόμενη και η σύζυγος του ΜΥ1. Το όλο συμβάν διήρκησε ένα με δύο λεπτά. Η Εναγόμενη μετέβη στο χώρο τελευταία και αποχώρησε πρώτη.

 

VIIΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

71. Από το περιεχόμενο της γραπτής του αγόρευσης συνάγεται ότι ο Ενάγων κατά το στάδιο των αγορεύσεων προώθησε ως αιτίες αγωγής το αστικό αδίκημα της επίθεσης, της δυσφήμισης και της παραβίασης του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος του σε ιδιωτική ζωή.

 

72. Σύμφωνα με το άρθρο 26(1) του Κεφ. 148 το αστικό αδίκημα της επίθεσης ορίζεται ως εξής:

 

«Επίθεση συvίσταται στηv εκ πρoθέσεως χρήση κάθε είδoυς βίας κατά τoυ πρoσώπoυ άλλoυ, είτε με κτύπημα, επαφή, μετακίvηση είτε άλλως πως, είτε άμεσα είτε έμμεσα, χωρίς τη συvαίvεση τoυ, ή με τη συvαίvεση τoυ αv η συvαίvεση για αυτό λήφθηκε με απάτη, ή κατόπι απόπειρας ή απειλής με πράξη ή χειρovoμία χρήσης τέτoιας βίας κατά τoυ πρoσώπoυ άλλoυ αv τo πρόσωπo πoυ απoπειράται ή απειλεί τη χρήση βίας πρoκαλεί στov άλλo πεπoίθηση η oπoία εδραιώvεται σε εύλoγη αιτία, ότι αυτός έχει κατά τov εv λόγω χρόvo τηv πρόθεση και τηv ικαvότητα για πραγμάτωση τoυ σκoπoύ τoυ.»

 

73. Στο Σύγγραμμα των Αρτέμη και Ερωτοκρίτου «Αστικά Αδικήματα - Δίκαιο και Αποφάσεις» (2003) στη σελ. 93 αναφέρεται το ότι το αδίκημα της επίθεσης περιλαμβάνει τα δύο συναφή αδικήματα του κοινού δικαίου, ήτοι, αυτό της απειλής χρήσης βίας (assault) και της εφαρμογής βίας (battery). Αναφέρεται πρόσθετα ότι τα συστατικά του αδικήματος είναι i) η απειλή χρήσης βίας ή η χρήση βίας ii) η ύπαρξη πρόθεσης και (iii) έλλειψη συναίνεσης.

 

74. Επεξηγείται και στο Σύγγραμμα Tort: The Law of Torts (Common Law Series), Chapter 9 International Interference with the Person , C. Assault (Lexis Nexis Citation) στην παρ. 9.27 ότι (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

“The civil tort of assault is an act the intended consequence of which is the creation of a reasonable apprehension of an imminent battery upon another. Although 'assault' is often used synonymously with battery, the two are distinct torts; battery prohibits the application of force whilst assault provides a remedy for conduct that threatens the non-consensual application of force. As in battery a positive act is required; one cannot be liable in assault for an omission. It is perfectly possible for an assault to be committed without a battery and vice versa

 

75. Εν προκειμένω, η εκδοχή του Ενάγοντα ως προς το Επίδικο Επεισόδιο, δεν εμπεριέχει το στοιχείο της πραγματικής χρήσης βίας από την Εναγόμενη (battery) αλλά της απειλής χρήσης βίας (assault) από την Εναγόμενη.

 

76. Σε σχέση με την έννοια για «απειλή χρήση βίας» αναφέρεται στο Σύγγραμμα Αρτέμη & Ερωτοκρίτου (ανωτέρω) ότι «αν κάποιος, με οποιαδήποτε πράξη ή χειρονομία αποπειράται ή απειλεί τη χρήση βίας εναντίον άλλου ώστε να του δημιουργείται εύλογα η πεποίθηση ότι έχει αυτός την πρόθεση και ικανότητα πραγμάτωσης του σκοπού του, τότε διαπράττεται το αδίκημα». Αυτά είναι και τα στοιχεία που είχε ο Ενάγων το βάρος να αποδείξει στα πλαίσια της απαίτησης του. Όμως, στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου ουδέν εκ των ως άνω συστατικών στοιχείων που αστικού αδικήματος της επίθεσης αποδεικνύεται. Το γεγονός ότι προκλήθηκε ένα επεισόδιο έντασης μεταξύ των προσώπων που ενεπλάκηκαν στο Επίδικο Επεισόδιο, ουδόλως στοιχειοθετεί το αστικό αδίκημα της επίθεσης από την Εναγόμενη σε βάρος του ιδίου.

 

77. Σε σχέση με την αιτία αγωγής της δυσφήμισης, ανατρέχοντας με προσοχή στην Έκθεση Απαίτησης του, δεν δικογράφησε ο Ενάγων ποιο ήταν το περιεχόμενο της δυσφήμισης από την Εναγόμενη. Στο Σύγγραμμα Bullen, Leake &Jacobs, “Precedents of Pleadings” (Sweet & Maxwell) Τόμος Ι (18η Έκδοση) (2016) στις σελ. 699 – 700, παρ. 37-14 μέχρι 37-17 καταγράφονται τα εξής:

«Pleading the Particulars of Claim

Words to be set out

Libel. The words must be set out verbatim in the particulars of claim. It is not enough to set out their substance or effect (Harris v Ware (1879) 4 C.P.D. 125 at 127; Collins v Jones [1955] 1 Q.B. 564). See generally Wissa v Associated Newspapers [2014] EWHC 1581 (QB). Where the defamatory words form only part of a longer article or programme, the claimant must set out in his particulars of claim only the particular passages of which he complains as being defamatory of him (DDSA Pharmaceuticals Ltd v Times Newspapers Ltd [1973] 1 Q.B. 21 (CA)). Question and answer must be set out if the libel is contained in both together (Bromage v Prosser (1825) 4 B. & C. 247). In considering whether an article, or any extract from it, is defamatory, the contents of the entire article must be considered (Charleston v News Group Newspapers Ltd [1995] 2 A.C. 65). In cases in which the material complained of is so long that it cannot reasonably be pleaded in the body of the particulars of claim, the material may be included as a schedule to the particulars of claim.

Slander. As in libel, the precise words allegedly used must be set out in the particulars of claim in direct speech (see Collins v Jones [1955] 1 Q.B. 564 and para.2.4 of the Practice Direction to Pt 53 of the CPR). At the very least the words must be set out with reasonable precision so that the defendant knows how to formulate his case (cf. Charter Medical v Mercia Diagnostics Ltd [2001] EWCA Civ. 1588). However, it is not sufficient to state in the particulars of claim that the words spoken were substantially the same as those pleaded in the particulars of claim (Tourvier v National Provincial and Union Bank of England [1924] 1 K.B. 461 at 488, per Atkin LJ).

 

Pleading nature and extent of publication

Libel. The book, newspaper or other document from which the words are taken should be identified by date and/or description, as appropriate. In a book each page complained of should be identified by its page number. In respect of internet publications, identification by way of URL may be sufficient, but where content changes, the claimant should be alert to this. See problems encountered by the claimant in Wissa v Associated Newspapers [2014] EWHC 1581 (QB). In the case of a letter or other private communication, the name of each publishee should be pleaded (see Dalgleish v Lowther [1899] 2 Q.B. 590), or, if unknown, the best available particulars as to identity should be given. Otherwise the claimant will generally not be allowed to prove at trial publication to any other person (Davey v Bentinck [1893] 1 Q.B. at 186; Barham v Lord Huntingfield [1913] 2 K.B. 193; Russell v Stubbs Ltd [1913] 2 K.B. 200n). In the case of publication to the public at large, as in a newspaper or television programme, the claimant need not identify particular publishees (subject to pleading reference or true innuendoes, see below). In cases of internet publications there is no presumption of widespread publication to third parties (Al-Amoudi v Brisard [2007] 1 W.L.R. 113) and it is advisable, if no specific publishees are known, to plead the facts and matters from which an inference of wider publication may be drawn.

Slander.

The names of the persons to whom the words were spoken must be set out in the particulars of claim (see CPR PD 53 para.2.4). Save in exceptional circumstances the claimant will not be allowed to prove at the trial publication to any person who is not named or identified in the particulars of claim (Bradbury v Cooper [1883] 12 Q.B. D. 94 and see the cases cited in the previous note). An allegation of publication to persons “at present unknown” is sometimes permissible, but only in special circumstances, and where the occasion of the publication is identified (Barham v Lord Huntingfield [1913] 2 K.B. 193).

The need for proper evidence of publication before permitting a claim for slander to “persons unknown” to proceed was considered in Freer v Zeb [2008] EWHC 212 (QB).»

 

78. Το ζήτημα της ισχυριζόμενης εξωσυζυγικής σχέσης του Ενάγοντα με την ΜΕ2 δεν δύναται να αποτελέσει βάση επί του οποίου δύναται να στηριχθεί η πιο πάνω αιτία αγωγής για τους λόγους που καταγράφονται στις παρ. 67 πιο πάνω. Καταδικασμένη σε αποτυχία είναι και η αιτία αγωγής δια παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής με δεδομένη την απόρριψη του συνόλου της μαρτυρίας του για τους λόγους που έχουν παρατεθεί πιο πάνω. Οι ως άνω διαπιστώσεις μου επισφραγίζουν την αποτυχία της απαίτησης του Ενάγοντα.

 

79. Χωρίς επηρεασμό της ως άνω κατάληξης μου και σε περίπτωση που ήθελε επικρατήσει αντίθετη άποψη ως προς το ζήτημα της ευθύνης της Εναγόμενης στη βάση οιασδήποτε εκ των ως άνω αιτιών αγωγής, σημειώνω τα εξής: Έχοντας κατά νουν (α) τις αυθεντίες στις οποίες με έχει παραπέμψει ο Ενάγων στα πλαίσια της τελικής του αγόρευσης, (β) το γεγονός ότι η απόδοση ευθύνης προϋποθέτει εύρημα ως προς την πεποίθηση χρήσης βίας με το στοιχείο του φόβου να εξαγάγεται ως αναπόφευκτο συμπέρασμα και (γ) τηρούμενου του στοιχείου (β) ανωτέρω, το γεγονός ουδεμία άλλη επίπτωση έχει αποδείξει ο Ενάγων ότι έχει υποστεί συνεπεία οιασδήποτε ενέργειας της Εναγόμενης, σε περίπτωση απόδοσης ευθύνης στην Εναγόμενη θα επιδίκαζα στον Ενάγοντα γενικές αποζημιώσεις σε ποσό ύψους €1000. Με δεδομένο πάντοτε το στοιχείο πρόκλησης της όλης έντασης από τον ίδιο τον Ενάγοντα, δεν θα επιδίκαζα οιεσδήποτε τιμωτηρικές ή επαυξημένες αποζημιώσεις.  

 

 

VII. ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

80. Υπό το φως όλων των πιο πάνω η αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Τα έξοδα της απαίτησης, ενόψει της αποτυχίας της, επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον του Ενάγοντα, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα της ανταπαίτησης η οποία ως προανέφερα απευσύρθη πριν από την έναρξη της ακρόασης, επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα δύο ποσά να συμψηφιστούν.    

 

 

(Υπ.)…………………….……

Ν. Παπανδρέου, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. σελ. 41 της τελικής αγόρευσης του Ενάγοντα.

[2] Βλ. παρ. 48 του Έγγραφου Α’.

[3] Βλ. παρ. 10 του Έγγραφου Α’.

[4] Βλ. παρ. 45 του Έγγραφου Α’.

[5] Βλ. παρ. 17 του Έγγραφου Α’.

[6] Βλ. παρ. 35 του Έγγραφου Α’.

[7] Βλ. παρ. 10 του Έγγραφου Α’.

[8] Βλ. παρ. 11 του Έγγραφου Α’.

[9] Βλ. παρ. 12 του Έγγραφου Α’.

[10] Βλ. πρακτικά ημερ. 3.10.24, σελ.28.

[11] Βλ. παρ. 4 του Έγγραφου Γ’.

[12] Βλ. πρακτικά ημερ. 12.9.24, σελ.28.

[13] Βλ. πρακτικά ημερ. 12.9.24, σελ. 22 - 23.

[14] Βλ. πρακτικά ημερ. 12.9.24, σελ. 27.

[15] Βλ. πρακτικά ημερ. 3.10.24, σελ. 6.

[16] Βλ. πρακτικά ημερ. 12.9.24, σελ. 27.

[17] Βλ. πρακτικά ημερ. 12.9.24, σελ. 28.

[18] Βλ. πρακτικά ημερ. 3.10.24, σελ. 7.

[19] Βλ. πρακτικά ημερ. 29.12.24, σελ. 28- 29.

[20] Βλ. πρακτικά ημερ. 12.9.24, σελ. 25.

[21] Βλ. παρ. 49 μέχρι 51 του Έγγραφου Α.

[22] Βλ. παρ. 57 του Έγγραφου Α.

[23] Βλ. πρακτικά ημερ. 23.10.24, σελ. 2 - 3.

[24] Βλ. πρακτικά ημερ. 23.10.24, σελ.3.

[25] Βλ. πρακτικά ημερ. 23.10.24, σελ.4.

[26] Βλ. πρακτικά ημερ. 23.10.24, σελ. 13 - 14.

[27] Βλ. πρακτικά ημερ. 23.10.24, σελ. 14 - 15.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο