Σ. Ζ. κ.α. ν. L. S., Αρ. Υπόθεσης: 1751/2022, 4/4/2025
print
Τίτλος:
Σ. Ζ. κ.α. ν. L. S., Αρ. Υπόθεσης: 1751/2022, 4/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χ. Σατσιά, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 1751/2022

 

Σ. Ζ.

Παραπονούμενος

και

 

L. S. 

Κατηγορούμενη

 

Ημερομηνία: 04 Απριλίου 2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για Παραπονούμενο:  κος Δ. Παυλίδης με κα Γ. Κοτανίδου για Δ.Α. Παυλίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Κατηγορούμενη :  κος Α. Παπαμιχαήλ με κα. Ε. Γεωργίου

 

Κατηγορούμενη: παρούσα

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.    Η παρούσα υπόθεση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθότι το Δικαστήριο κατ’ ουσίαν καλείται να αποφασίσει το κατά πόσον μία παράσταση ότι ένα πρόσωπο αγαπά ένα άλλο πρόσωπο και ότι θα συμβιώσει μαζί του μπορεί να αποτελέσει ψευδή παράσταση εν τη εννοία του άρθρου 297 του περί Ποινικού Κώδικά Νόμου (Κεφ. 154). Η Κατηγορούμενη κατηγορείται ότι προέβη σε ψευδή παράσταση  όταν δήλωσε πως αγαπά τον Παραπονούμενο και του υποσχέθηκε ότι θα συμβιώνει μαζί του για να αποσπάσει από αυτόν ένα τροχόσπιτο στον κατασκηνωτικό χώρο Κάλυμνος στην Ακτή Κυβερνήτη, αξίας €25.000.

 

2.    Σημειώνω ότι η Κατηγορούμενη σε αυτό το στάδιο αντιμετωπίζει μια κατηγορία, ήτοι την τρίτη κατηγορία επί του κατηγορητηρίου. Η δεύτερη κατηγορία είχε αποσυρθεί προτού να απαντήσει στο κατηγορητήριο. Η πρώτη κατηγορία η οποία αφορούσε εξασφάλιση ακίνητης ιδιοκτησίας με ψευδείς παραστάσεις αποσύρθηκε κατά την αγόρευση του συνηγόρου του Παραπονούμενου στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως και επομένως η Κατηγορούμενη αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από αυτήν.

 

3.    Η Κατηγορούμενη κλήθηκε σε απολογία σε σχέση με την τρίτη κατηγορία η οποία με βάση την έκθεση αδικήματος αφορά εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις.

 

4.    Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της κατηγορίας η οποία προσάπτεται στην Κατηγορούμενη αυτή:

 

«... κατά ή περί την 01.09.2019 στη Λευκωσία δια ψευδών παραστάσεων, ήτοι παριστώντας ψευδώς στον Παραπονούμενο ότι τον αγαπά και ότι θα συμβιώνει μαζί του, ζήτησε και εξασφάλισε από τον ίδιο όπως για το τροχόσπιτο υπ’ αρ. XXX, στο Γκάβερνορς, στο κάμπινγκ Κάλυμνος, για το οποίο ο Παραπονούμενος κατέβαλε το ποσό των €25.000 συνολικά, σε τρεις τμηματικές δόσεις, ήτοι €2,000 κατά/ή περί την 01.09.2019, €13,000 κατά/ή περί την10.09.2019 και €10.000 κατά/ή περί την 19.09.2019, στην κα. [Π.Θ.], εγγραφεί ως ιδιοκτήτρια αυτού, όλο μερίδιο και/ή Κατηγορούμενη κατά/ή περί την  28.12.2021 και ενώ συμβίωνε με τον Παραπονούμενο τον εγκατέλειψε όλως αιφνιδίως και χωρίς οποιοδήποτε λόγο κατακρατώντας την ως άνω περιουσία.»

 

5.    Προς απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσαν τρεις μάρτυρες, ήτοι ο Παραπονούμενος («ΜΚ1»), η κα Π.Θ. («ΜΚ2») και ο κος Α.Σ. («ΜΚ3»). Αφού η Κατηγορούσα Αρχή ολοκλήρωσε την παρουσίαση της μαρτυρίας της, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούμενης υπέβαλε εισήγηση με βάση το άρθρο 74(1)(γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ως έχει τροποποιηθεί, ότι δεν αποδείχθηκε εξ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης επαρκώς, ώστε να υποχρεώνεται να προβάλει την υπεράσπιση της. Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση στις 24.01.2025 αποφάσισε ότι αποδείχθηκε επαρκώς εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης όσον αφορά την τρίτη  κατηγορία και συνεπώς αυτή κλήθηκε σε απολογία. Η Κατηγορούμενη επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία.

 

6.    Το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας, έχει τύχει προσεκτικής μελέτης και το έχω λάβει υπόψιν μου. Θα προσπαθήσω να περιοριστώ σε μια συνοπτική αναφορά στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα.

 

7.    Σημειώνεται ότι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων υπέβαλαν στο Δικαστήριο στις 27.03.2025 πλήρως εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις στις οποίες αναπτύσσεται σε έκταση η επιχειρηματολογία τους και γίνεται παραπομπή σε σχετικές νομικές αυθεντίες. Το Δικαστήριο ευχαριστεί τους συνήγορους για την πολύτιμη βοήθειά τους.  

 

8.    Το περιεχόμενο των γραπτών και προφορικών αγορεύσεων έχει ληφθεί υπόψη και ειδική αναφορά σε επιχειρήματα που προβάλλονται  γίνεται όπου κρίνεται σκόπιμο. Επισημαίνω, ωστόσο, ότι τα επιχειρήματα αμφότερων των πλευρών υπήρξαν, σε όλη τους την εμβέλεια, αντικείμενο σκέψης και προβληματισμού από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησης τους.  Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση τη οποία μπορεί να έχει στη θεώρηση των επίδικών θεμάτων.[1]

 

Β. ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΑΧΘΕΙΣΑΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

(i)            Μαρτυρία Παραπονούμενου

 

9.    Ο Παραπονούμενος στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασης του υιοθέτησε το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης (Έγγραφο Α) στην οποία ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η Κατηγορούμενη την 01.09.2019 προέβη σε ψευδή παράσταση ότι τον αγαπά και ότι θα συμβιώνει μαζί του.

 

10.  Με αυτό τον τρόπο τον έπεισε όπως εγγραφεί στο όνομα της ένα τροχόσπιτο, ή εν πάση περιπτώσει να αναγνωρίζεται αυτή ως ιδιοκτήτρια αυτού. Και αυτό παρότι το τίμημα για την αγορά του το κατέβαλε ο Παραπονούμενος στην ΜΚ2 με τρείς δόσεις ως ακολούθως: Η πρώτη δόση ύψους €2.000 καταβλήθηκε την 01.09.2019, η δεύτερη ύψους €13.000 την 10.09.2019 και η τρίτη ύψους €10.000 την 19.09.2019.

 

11.  Περαιτέρω, ανέφερε ότι η Κατηγορούμενη την 28.12.2021 αιφνιδίως τον εγκατέλειψε και κατακράτησε το τροχόσπιτο. Κατά τον Παραπονούμενο η συμπεριφορά της αυτή δείχνει την πρόθεση της να τον εξαπατήσει. Συγκεκριμένα, ενώ κοιμόταν πήρε τα κλειδιά από το παντελόνι του και πήγε να ζήσει εκεί με έναν άντρα «τον οποίον έφερε από την Μολδαβία». Συμπληρώνει ότι η πρόθεση της από την αρχή που ήρθε κοντά του ήταν να τον εξαπατήσει.

 

12.  Η Κατηγορούμενη, ανέφερε, εγκατέλειψε τον πρώην σύζυγο της για να μείνει μαζί του και την κόρη του επειδή όπως έλεγε η ίδια τον αγαπούσε. Διέμεναν στην ίδια πολυκατοικία και ο Παραπονούμενος ήταν μάρτυρας στο γάμο της με τον πρώην σύζυγο της ο οποίος ήταν φίλος του. Σημειώνει, επίσης, ότι η Κατηγορούμενη δεν είχε καμία περιουσία.

 

13.  Το τροχόσπιτο στον κατασκηνωτικό χώρο της Ακτής Κυβερνήτη το αγόρασε ο ίδιος με σκοπό να διαμείνει εκεί η κόρη του, η οποία, όπως ο ίδιος ανέφερε, είναι πρόσωπο με ειδικές ανάγκες. Τα χρήματα προέρχονταν αποκλειστικά από τον μισθό του και το επίδομα το οποίο ελάμβανε για την κόρη του. Η Κατηγορούμενη επέμεινε να γραφτεί το όνομα της στο συμβόλαιο, ενώ ο ίδιος σε αυτό (Τεκμήριο 3 – «Reservation Form»)  αναφέρεται ως ο σύντροφος της.

 

14.  Καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβίωσης τους ο Παραπονούμενος της έδιδε χρήματα για να στέλνει στην οικογένεια της στο εξωτερικό. Μεταξύ των ετών 2017 και 2021 αποστάλθηκε το συνολικό ποσό των €8.083.

 

15.  Ο Παραπονούμενος πάντοτε εργαζόταν και είχε εισοδήματα και περαιτέρω λάμβανε και δύο επιδόματα. Η Κατηγορούμενη ποτέ δεν εργαζόταν και δεν είχε οποιοδήποτε εισόδημα ή περιουσιακά στοιχεία. Επομένως, ο Παραπονούμενος πλήρωνε τα έξοδα της και απέστελλε χρήματα στη μητέρα της.

 

16.  Στην παρ. 28 του Εγγράφου Α αναφέρει ότι αγόρασε το τροχόσπιτο την 15.01.2022. Παρουσίασε ως Τεκμήριο 6 χειρόγραφη σημείωση, χωρίς ημερομηνία την οποία συνέγραψε η ΜΚ2 και η οποία φέρει πιστοποίηση από τον ΜΚ3 ημερομηνία 15.10.2022 ότι υπέγραψε στην παρουσία του. Στη σημείωση αναφέρονται, τα ακόλουθα (τυχόν γραμματικά, ορθογραφικά, ή συντακτικά λάθη μεταφέρθηκαν αυτούσια):

 

« Εγώ η [Π.Θ. – MK2] είχα στο Γκάβερνος τό τροχοσπιτο Νο 89 και το πούλησα στον Κυρ [Παραπονούμενο] λόγο για Αισθηματικούς Λόγους για το μωρο του

Συμφωνία μας ήταν €25000

Όταν ήρθε στο σπίτι μου με την Συμβία του L. S. [Κατηγορούμενη] μου έδωσε ο Κύριος Σ.  για να κρατηση το σπίτι €2000 ευρώ και το σπίτι να γράψει στην Συμβία του και σε 30 εργάσιμες μέρες να πάρω το υπόλοιπο ποσό στες 10 μέρες ήρθε ο Κύριος Σ. και μου έφερε ακόμα 13000 ... Ευρώ

Τα υπόλοιπα 10.000 Ευρώ τα έφερε στο Γκάβερνος για να γίνη Μεταβοίαση

Ενώπιον 5 ατόμων. Ο Κυρ Σ. [Παραπονούμενος]  μου είπε να γράψω στην [Κατηγορούμενη] που εζούσαν μαζί. Εγώ το έδωσα στον Κυρ Σ.  για χατήρι που γνώρισα το μωρό του.

[όνομα]

[αρ. τηλεφώνου]»

 

17.  Ακολούθως ανέφερε ότι το Τεκμήριο 6 του το έδωσε η ΜΚ2 αφού τον εγκατέλειψε η Κατηγορούμενη.

 

18.  Προς τεκμηρίωση του ότι αγόρασε το τροχόσπιτο με δικά του χρήματα κατέθεσε φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζονται δέσμες με μετρητά ως Τεκμήριο 7. Στις φωτογραφίες φαίνονται τρεις δέσμες μετρητών μέσα σε συρτάρι ή πάνω σε ξύλινο τραπέζι. Ανέφερε ότι τα μετρητά που φαίνονται στο Τεκμήριο 7 ανέρχονταν σε €28.000 από τις οποίες τις €25.000 τις χρησιμοποίησε για την αγορά του τροχόσπιτου, ενώ τις υπόλοιπες €3.000 για την αγορά σεντονιών, κουρτινών, μαξιλαριών, κούνιας, τα οποία τώρα έχει στην κατοχή της η Κατηγορούμενη.

 

19.  Προσκόμισε επίσης καταστάσεις λογαριασμού (Τεκμήριο 8) στις οποίες φαίνονται οι διάφορες χρεώσεις στην κάρτα του για να δείξει ότι ο ίδιος πλήρωνε για τα πάντα ενώ η Κατηγορούμενη δεν είχε δικό της εισόδημα.

 

20.  Κατά την μαρτυρία του διευκρίνισε ότι το τροχόσπιτο είχε μεταβιβαστεί στην Κατηγορούμενη από την αρχή. Κατά την αντεξέταση του, υποβλήθηκε ότι η Κατηγορούμενη είχε περιουσία, ήτοι μια επιχείρηση (μπακάλικο). Ο Παραπονούμενος απάντησε ότι της είχε μεταβιβάσει την επιχείρηση ο πρώην σύζυγος της για να δείχνει ότι έχει περιουσία αλλά δεν ήταν στ’ αλήθεια δική της η εν λόγω επιχείρηση.

 

21.  Απέρριψε επίσης το ότι η Κατηγορούμενη φρόντιζε την κόρη του. Συμφώνησε αφενός ότι την πρόσεχε για λίγες ώρες αφού σχόλναγε από το σχολείο, αφετέρου την χαρακτήρισε «ασταθή» και πρόσθεσε ότι απουσίαζε κάθε δυο μήνες σε ταξίδια.

 

22.  Απέρριψε τη θέση της Υπεράσπισης ότι το τροχόσπιτο αγοράστηκε με χρήματα της Κατηγορούμενης και για αυτό τον λόγο το πωλητήριο είναι στο όνομα της. Σε αυτό το σημείο αναγνώρισε το Τεκμήριο 9 το οποίο φέρει τίτλο «Πωλητήριο Έγγραφο», ημερομηνίας 16.09.2019 και το οποίο υπογράφεται από την Π.Θ. – ΜΚ2  ως η Πωλητής και την Κατηγορούμενη ως Αγοραστής. Αναφέρεται ότι ο Πωλητής μεταβιβάζει στον αγοραστή (στην Κατηγορούμενη) το καραβάνι με αριθμό 89 στον κατασκηνωτικό χώρο της Ακτής Κυβερνήτη. Περαιτέρω αναφέρεται «Το πώλησα για το ποσό τον [sic] €25000 τα οποία μου [εννοώντας τον Αγοραστή] κατέβαλε σε μετρητά».

 

23.  Υποβλήθηκε επίσης πως η Κατηγορούμενη εξασφάλισε τα χρήματα για την αγορά του τροχόσπιτου αφού πώλησε ένα ακίνητο της στη Μολδαβία και ότι είπε ψέματα πως δεν εργαζόταν η Κατηγορούμενη. Ο Παραπονούμενος συμφώνησε ότι εργάστηκε για κάποιες περιόδους αλλά προσωρινά.

 

24.  Ανέφερε επίσης κατά την αντεξέταση του ότι ήταν μαζί με την Κατηγορούμενη για περίπου 5 χρόνια (2017 μέχρι το τέλος του 2021), διέμεναν κάτω από την ίδια στέγη, κοιμούνταν μαζί και είχαν σεξουαλικές σχέσεις.

 

25.  Σε σχέση με το ενοίκιο και το ρεύμα για το τροχόσπιτο ανέφερε ότι ο ίδιος τα πλήρωνε αλλά οι αποδείξεις εκδίδονταν στο όνομα της Κατηγορούμενης. Δεν τις κράτησε ο ίδιος επειδή την εμπιστευόταν επειδή του είπε πως τον αγαπούσε.

 

(ii)          ΜΚ2 – Π. Θ.

 

26.  Η ΜΚ2 είναι η προηγούμενη ιδιοκτήτρια του επίδικου τροχόσπιτου. Αναγνώρισε το Τεκμήριο 6 και ανέφερε ότι η ίδια το συνέταξε και υιοθέτησε το περιεχόμενο του. Ανέφερε ότι έλαβε €25.000 για την αγορά του τροχόσπιτου σε τρεις δόσεις ήτοι €2.000, €13.000 και ακολούθως €10.000.  Τα χρήματα τα κρατούσε ο Παραπονούμενος. Ωστόσο, της είπε το τροχόσπιτο να το μεταβιβάσει στην Κατηγορούμενη.

 

27.  Όταν ερωτήθηκε με ποια ευκαιρία συνέταξε το Τεκμήριο 6 ανέφερε ότι επειδή της έδωσαν χρήματα (για τον αγορά του τροχόσπιτου) έπρεπε να δώσει και η ίδια κάτι. Αρχικά ανέφερε ότι το Τεκμήριο 6 το συνέταξε στις 19.09.2019, ωστόσο, μετά ανέφερε ότι δεν μπορεί να θυμηθεί πότε το συνέταξε καθότι είχε κάποιο ατύχημα.

 

28.  Κατά την μεταβίβαση της έδωσε τα χρήματα είτε ο κ. Ανδρέας (γραμματέας του κάμπινγκ) είτε ο Παραπονούμενος. Δεν θυμόταν αν ήταν παρών ο πιστοποιών υπάλληλος που πιστοποίησε την υπογραφή της στο Τεκμήριο 6.

 

29.  Κατά την αντεξέταση της επέμεινε ότι το Τεκμήριο 6  το συνέταξε η ίδια και αρνήθηκε ότι το συνέταξε το 2022 αντί το 2019. Αρχικά είπε δεν θυμάται αν τα χρήματα τα κρατούσε ο Παραπονούμενος ή αν τα είχε στη τσάντα της η Κατηγορούμενη. Ακολούθως ανέφερε ότι ο Παραπονούμενος τα έβαλε πάνω στο τραπέζι του κατασκηνωτικού χώρου ενώπιον του γραμματέα αυτού.  Αναγνώρισε και το Τεκμήριο 9 ως το πωλητήριο έγγραφο το οποίο υπογράφτηκε την ημέρα της μεταβίβασης.  

 

(iii)         ΜΚ3 – Α. Σ.

 

30.  Ο ΜΚ3 είναι πιστοποιών υπάλληλος. Ανέφερε ότι έτυχε να ήταν παρών σε κάποιες περιπτώσεις που ο Παραπονούμενος έδωσε χρήματα στην ΜΚ2. Συγκεκριμένα ήταν παρών τον Σεπτέμβριο του 2019 στον κατασκηνωτικό χώρο της Ακτής Κυβερνήτη. Ο Παραπονούμενος, ως ανέφερε είναι φίλος του. Μετέβησαν μαζί στον κατασκηνωτικό χώρο όπου ο Παραπονούμενος έδωσε τις €10.000 στην ΜΚ2.

 

31.  Ανέφερε ότι είναι ο Παραπονούμενος ο οποίος έδωσε τα χρήματα στην ΜΚ2 και όχι η Κατηγορούμενη. Τη θέση του αυτή την βάσισε στο ότι άκουσε την ΜΚ2 να αναφέρει στον Παραπονούμενο πως με την πληρωμή των €10.000 είχε συμπληρώσει τις €25.000 που ήταν το τίμημα για την αγορά του τροχόσπιτου και επίσης του ανέφερε και ο Παραπονούμενος πως ήταν αυτός πλήρωσε τα χρήματα για την αγορά.

 

32.  Το Τεκμήριο 6 το οποίο φέρει ημερομηνία πιστοποίησης 15.01.2022 το πιστοποίησε ο ίδιος την ημερομηνία που αναφέρεται στην πιστοποίηση. Ο ΜΚ3 άφησε να νοηθεί ότι το έγγραφο αυτό δόθηκε στον Παραπονούμενο τον Σεπτέμβριο του 2019 στον κατασκηνωτικό χώρο που ήταν παρών αλλά δεν το είχε πιστοποιήσει εκείνη την ημέρα αλλά το πιστοποίησε «όταν το χρειάστηκε» ο Παραπονούμενος (ήτοι το 2022) όποτε πήγαν μαζί στην ΜΚ2 και το πιστοποίησε.  

 

33.  Αντεξεταζόμενος, επέμεινε πως το Τεκμήριο 6 το έγραψε η ΜΚ2 το 2022 όταν έγινε και η πιστοποίηση.

(iv)         Μαρτυρία Κατηγορούμενης

 

34.  Η Κατηγορούμενη ετοίμασε γραπτή δήλωση στη Ρωσική γλώσσα και την ανέγνωσε κατά τη διάρκεια της κυρίως εξέτασης της (Έγγραφο Β) με τη συνδρομή διερμηνέα.

 

35.  Με τον Παραπονούμενο γνωρίστηκαν το 2007 καθότι ήταν φίλος του πρώην συζύγου της και μάλιστα ήταν ένας εκ των μαρτύρων στο γάμο της. Το 2017 σύναψαν ερωτική σχέση. Γνώρισε όλη του την οικογένεια, την κόρη του με την οποία είχαν άριστες σχέσεις, την οποία ακόμα αγαπά και την έχει μέσα στην καρδιά της αλλά και τον υιό του ο οποίο από κάποιο σημείο της σχέσης τους και μετά αντιμετώπιζε προβλήματα εθισμού και προβλήματα με το νόμο.

 

36.  Η σχέση τους ήταν μια κανονική ερωτική σχέση. Σε κάποια στιγμή επισκέφθηκαν τον κατασκηνωτικό χώρο της Ακτής Κυβερνήτη και η Κατηγορούμενη είχε ενθουσιαστεί. Ανέφερε στον Παραπονούμενο πως θα ήθελε να ζήσει εκεί και της ανέφερε πως θα την βοηθούσε να βρει ένα μέρος για να μείνει. Επειδή τότε είχε δυσκολία στην επικοινωνία στα Ελληνικά, ο Παραπονούμενος είχε συνομιλήσει με διάφορα πρόσωπα και ανέλαβε την έρευνα στο διαδίκτυο προς εξεύρεση χώρου.

 

37.  Όταν τελικά ο Παραπονούμενος εντόπισε την ΜΚ2 η οποία ενδιαφερόταν να πουλήσει το τροχόσπιτο της, η Κατηγορούμενη του είπε να της προτείνει το ποσό των €25.000 και αν δεχόταν θα πωλούσε ένα διαμέρισμα το οποίο είχε στη χώρα της και θα το αγόραζε. Αρχικά, η ΜΚ2 ζητούσε €28.000 ωστόσο δέχθηκε τελικά να της το πωλήσει για €25.000. Αφού συμφώνησαν την τιμή, ζήτησε από τον Παραπονούμενο να πληρώσει την προκαταβολή για να το κρατήσουν μέχρι να μεταβεί στη Μολδαβία για να πωλήσει το διαμέρισμα της. Επειδή δεν υπήρχε η ευχέρεια χρόνου πώλησε το διαμέρισμα στην κόρη της και το γαμπρό της στην τιμή των €25.000.

 

38.  Ο Παραπονούμενος έδωσε τις €2.000 την 01.09.2019 στην ΜΚ2, η Κατηγορούμενη άμεσα μετέβηκε στη χώρα της στις 06.09.2019 (Τεκμήριο 16  κατέθεσε αντίγραφο του αεροπορικού εισιτηρίου από τη Λάρνακα στο Κισινάου 06.09.2019) και  προχώρησε με την πώληση του διαμερίσματος δυνάμει αγοραπωλητηρίου συμβολαίου ημερ. 10.09.2019 (Τεκμήριο 11). Το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο φαίνεται ότι συντάχθηκε από συμβολαιογράφο στο Κισινάου της Μολδαβίας στα Ρουμάνικα και φέρει και τις σφραγίδες του συμβολαιογράφου. Υπάρχει επίσης η μετάφραση αυτού στην Αγγλική γλώσσα η οποία φέρει τη σφραγίδα της μεταφραστή καθώς και πιστοποίηση της ορθότητας και  ακρίβειας της μετάφρασης. Στο Τεκμήριο 11 κατατέθηκε και η πιστοποίηση apostille ημερ. 11.09.2019. Το συμβόλαιο αναφέρει ότι το διαμέρισμα πωλήθηκε για το ποσόν των €25.000.

 

39.  Αφού ολοκληρώθηκε η πώληση του διαμερίσματος επέστρεψε στην Κύπρο μαζί με την κόρη της και το εγγόνι της. Μαζί τους έφεραν τις €20.000 από τις €25.000. Η κόρη της ήταν και παρούσα κατά την αγοραπωλησία. Τις υπόλοιπες €5.000 τις έφερε ο γαμπρός της όταν ήρθε και αυτός της στην Κύπρο. Ανέφερε ότι ήταν τα δικά της χρήματα που είχε δώσει ο Παραπονούμενος  στην ΜΚ2. Τον ΜΚ3 δεν τον γνωρίζει και δεν ήταν παρών κατά την πώληση του τροχόσπιτου ως ανέφερε. Τον είδε στο Δικαστήριο για πρώτη φορά.

 

40.  Ανέφερε επίσης ότι δεν ισχύει το ότι δεν εργαζόταν ποτέ και δεν είχε εισοδήματα. Κατέθεσε προς τούτο σύμβαση εργοδότησης ως Τεκμήριο 12 ημερομηνίας 19.02.2019, ενώ από το 2007 ως το 2019 διατηρούσε επιχείρηση μίνι μάρκετ. Προς τούτο κατέθεσε σύμβαση για την αγορά της επιχείρησης ως Τεκμήριο 13, ημερομηνίας 04.12.2007.

 

41.  Το τροχόσπιτο πωλήθηκε εξ αρχής στην ίδια καθότι η ίδια το αγόρασε με δικά της χρήματα. Έκτοτε πληρώνει το ενοίκιο για το χώρο και τα διάφορα έξοδα η ίδια. Προς τούτο κατέθεσε δέσμη με αποδείξεις πληρωμής σε σχέση με το ενοίκιο και το ρεύμα τις οποίες εκδίδει ο κατασκηνωτικός χώρος (Τεκμήριο 14).  

 

42.  Δεν ισχύει ότι δεν αγαπούσε τον Παραπονούμενο ο οποίος την «έβαλε μέσα στο σπίτι του» και του γνώρισε την οικογένεια της. Με την κόρη του ειδικά δέθηκαν αφού περνούσαν πολλή χρόνο μαζί. Την παραλάμβανε από το σχολείο, πήγαινε στις συναντήσεις με τους δασκάλους της, της μαγείρευε, μιλούσαν για τα μαθήματα και το σχολείο της, πήγαιναν μαζί στην υπεραγορά για ψώνια και όταν είχε αρρωστήσει έμεινε μαζί της στο νοσοκομείο.

 

43.  Ο Παραπονούμενος ήταν αυτός που της έλεγε ότι δεν χρειαζόταν να εργάζεται, ότι η θέση της ήταν στο σπίτι για να φροντίζει την οικογένεια και ο ίδιος θα παρείχε ότι χρειαζόταν. Ο Παραπονούμενος είχε τη συνήθεια να κρατά στο σπίτι μετρητά. Οι τραπεζικές κάρτες που είχε ήταν προπληρωμένες και χρησιμοποιούσε τα μετρητά που είχε στο σπίτι για να τις πιστώνει. Κατά την Κατηγορούμενη αυτή την συνήθεια την είχε διότι στο παρελθόν ήταν πτωχεύσας και αποκαταστάθηκε δύο χρόνια πριν να δημιουργήσουν τη σχέση τους.

 

44.  Από το 2017 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021 συμβίωναν και είχαν μια ερωτική σχέση. Τα πρώτα χρόνια της συμβίωσης τους ήταν αρκετά ομαλά, υπήρχε αγάπη και έρωτας και από τους δύο. Ο Παραπονούμενος πάντοτε ήθελε να είναι ο προστάτης του σπιτιού και της οικογένειας και η συμπεριφορά του άρχισε να γίνεται καταπιεστική. Γι’ αυτό ήθελε να αγοράσει το τροχόσπιτο με τα δικά της χρήματα. Σε κάποια φάση αντιμετώπισαν δυσκολία στις σχέσεις τους όταν ο υιός του Παραπονούμενου ξεκίνησε να πουλά ναρκωτικά και προέβαινε σε κλοπές. Πήγαινε μαζί του στο Δικαστήριο για τον στηρίζει ενώ συνόδευσε και τον Παραπονούμενο στις φυλακές όταν ο γιος του είχε φυλακιστεί.

45.  Δεν αληθεύει το ότι πήρε μια μέρα τα κλειδιά του τροχόσπιτου από την τσέπη του και τον εγκατέλειψε έτσι απλά. Ο χωρισμός τους εξηγεί δεν ήταν μια απόφαση που πήρε ελαφρά τη καρδία αλλά μέσα από συναισθηματική πάλη και πόνο ψυχής. Έφυγε για να προστατεύσει τον εαυτό της και να απομακρυνθεί από μια καταπιεστική σχέση. Εγκαταστάθηκε στο μόνο περιουσιακό στοιχείο που είχε δικό της. Δεν ισχύει ότι ζούσε εκεί με άλλον άντρα. Ανέφερε ότι αυτός ο ισχυρισμός αποτελεί εκ των υστέρων σκέψη του Παραπονούμενου για να δημιουργήσει αρνητική εντύπωση για την ίδια. 

 

46.  Θεωρεί ότι την παρούσα δίωξη είναι εκδικητική και ότι την ήγειρε ο Παραπονούμενος για να την αναγκάσει να επιστρέψει στη σχέση τους κάτι το οποίο προσπαθεί να κάνει από την ημέρα που χώρισαν. Αν όντως ίσχυε ότι δεν τον αγαπούσε και ότι όλα τα έκανε για να αποκτήσει το τροχόσπιτο, τότε γιατί να έκανε τόσες θυσίες για την σχέση τους μέσα σε μια περίοδο πέντε ετών και γιατί να μείνει μαζί του μέχρι το Δεκέμβριο του 2021 από τη στιγμή που το τροχόσπιτο είχε μεταβιβαστεί στην ίδια το 2019;

 

47.  Κατά την αντεξέταση της αμφισβητήθηκε το κατά πόσον όντως πώλησε το διαμέρισμα της στη Μολδαβία. Υποβλήθηκε ότι είναι παράλογο να πάρει χρήματα από την κόρη της και το γαμπρό της. Επίσης αντεξετάστηκε σε σχέση με τις ημερομηνίες και το ύψος των ποσών που είχαν καταβληθεί στην ΜΚ2.

 

48.  Σημειώνω ότι η Κατηγορούμενη όταν ερωτήθηκε εάν της αγόρασε αυτοκίνητο ο Παραπονούμενος ανέφερε πως όντως της είχε αγοράσει αυτοκίνητο το 2019 για €3.700 και την ημέρα που του είπε ότι θα φύγει, ο Παραπονούμενος δεν την ρώτησε γιατί ή να ενδιαφερθεί για το λόγο για τον οποίο ήθελε να χωρίσουν και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να της δώσει ένα έγγραφο για να υπογράψει ώστε να του επιστρέψει το αυτοκίνητο. Συμπλήρωσε ότι εάν το τροχόσπιτο ήταν όντως δικό του θα έκανε το ίδιο.

 

49.  Αντεξέταστηκε σε σχέση με την επιχείρηση που είχε προηγουμένως και υποβλήθηκε ότι ουδέποτε εργάστηκε στο μίνι μάρκετ. Υποβλήθηκε επίσης πως είναι επαγγελματίας στο να αποκομίζει χρήματα και περιουσίες από άντρες, ισχυρισμό τον οποίο απέρριψε η Κατηγορούμενη εξηγώντας πως επέστρεψε τόσο το αυτοκίνητο που της είχε αγοράσει ο Παραπονούμενος την ημέρα που του είπε πως θέλει να χωρίσουν όσο και την επιχείρηση στον πρώην σύζυγο της.

 

50.  Σε σχέση με την υποβολή ότι χρησιμοποιούσε τις κάρτες του Παραπονούμενου για να κάνει αγορές και αναλήψεις η Κατηγορούμενη  ανέφερε ότι ουδέποτε προέβη σε ανάληψη. Σε σχέση με αγορές πάντοτε ήταν για πράγματα για το σπίτι από υπεραγορές ή φαγητό μαζί με την κόρη του Παραπονούμενου και πάντοτε τον ενημέρωνε. Ο Παραπονούμενος της έδινε οδηγίες ως προς το πόσα χρήματα δικαιούται να ξοδέψει σε κάθε κατάστημα. Στα ταξίδια τους πλήρωνε ο Παραπονούμενος.

 

51.  Επέμεινε ότι ήταν με δικά της χρήματα που πληρώθηκε το τροχόσπιτο. Ως προς το Τεκμήριο 6 ανέφερε ότι την είχε πάρει τηλέφωνο την ΜΚ2 αφού καταχωρίστηκε η παρούσα υπόθεση και η ΜΚ2 της ανέφερε πως πήγε κοντά της ο Παραπονούμενος και έκλαιγε ότι έχει φύγει από κοντά του. Συμπλήρωσε ότι μάλλον γι’ αυτό του έδωσε το Τεκμήριο 6.

 

52.  Σε σχέση με τα χρήματα προς τους συγγενείς της στη Μολδαβία ανέφερε ότι η ίδια τα έστειλε και ήταν δικά της χρήματα. Επανέλαβε ότι είχε εισόδημα καθότι εργαζόταν αρχικά στο μίνι μάρκετ και ακολούθως σε φούρνο.

 

Γ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

53.   Αφού συνοψίσθηκε η προσκομισθείσα μαρτυρία προχωρώ με την αξιολόγηση της. Είχα την ευκαιρία να ακούσω με προσοχή τους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιόν μου και να παρακολουθήσω τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο.

 

54.   Η εντύπωση την οποία αφήνει ο μάρτυρας στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας.[2] Παρακολούθησα, μεταξύ άλλων, την εμφάνιση και συμπεριφορά των μαρτύρων ενόσω καταθέταν, τις αντιδράσεις τους, κατά πόσο δηλαδή ήταν φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο με τον οποίο απαντούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους, την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, την αμεσότητα και αυθορμητισμό κατά την κατάθεση τους και το κατά πόσον υπεκφεύγαν.

 

55.   Παρότι ο σταθερός λόγος και η ήρεμη συμπεριφορά μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα, δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας τους.[3] Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία.[4]

 

56.   Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και από τις δύο πλευρές. Επιπρόσθετα, οι θέσεις των μαρτύρων έχουν τύχει αντιπαραβολής με την πραγματική μαρτυρία, η οποία τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

57.   Έχω κατά νου την αρχή ότι μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς, ενώ δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα.[5] Επιπρόσθετα, όπως έχει εξηγηθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα του βάρους της απόδειξης είναι καθαρά διακριτό από το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων απολήγει στη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, οπότε, με αυτά ως δεδομένα, εξετάζεται αν εκείνος που έχει το βάρος της απόδειξης το απέσεισε.[6]

 

58.   Στην περίπτωση κατά την οποία ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, αυτό γενικώς θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που προβάλλει ένας μάρτυρας.[7]  Ο γενικός κανόνας είναι ότι η παράλειψη αντεξέτασης μάρτυρα σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας του και της εκδοχής την οποία προωθεί, παρέχει στο Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να θεωρήσει την παράλειψη ως αποδοχή των ισχυρισμών της αντίδικης πλευράς στα σημεία τα οποία είχαν τεθεί στην κυρίως εξέταση.[8]  Το  Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αγνοήσει, ιδιαίτερα στην απουσία οποιασδήποτε σαφούς εξήγησης, μαρτυρία που ενώ ο ένας των διαδίκων θεωρεί σημαντική για την υπόθεση του, εν τούτοις παραλείπει εσκεμμένα ή αμελώς, από του να τη θέσει στον αντίδικο του προς σχολιασμό.[9]

 

59.   Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι οι υποβολές αφ’ εαυτού δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν μετέωροι ισχυρισμοί.[10]

 

(i)            Αξιολόγηση Μαρτυρίας Παραπονούμενου

 

60.  Παρατηρώντας τη συμπεριφορά του Παραπονούμενου στο εδώλιο του μάρτυρα πρέπει να σημειωθεί ότι φαινόταν αυθόρμητος, ετοιμόλογος και ότι απαντούσε χωρίς δισταγμό στις ερωτήσεις οι οποίες υποβάλλονταν.  Παρά ταύτα, η εκδοχή του σε σχέση με τα επίδικά ζητήματα ήταν αντιφατική, ασαφής, αόριστη και δεν παρουσιάζει την απαραίτητη σταθερότητα, πειστικότητα και συνοχή για να μπορέσει να γίνει δεκτή.

 

61.  Κατά την μαρτυρία του ο Παραπονούμενος είχε μια τάση να υπερβάλλει στο πλαίσιο της προσπάθειας του να πείσει πως η Κατηγορούμενη, στον χαρακτήρα της οποίας επιτέθηκε είτε με χαρακτηρισμούς (π.χ. «ασταθής») είτε έμμεσα με υπαινιγμούς, τον εξαπάτησε και είχε την πρόθεση να τον εξαπατήσει εξαρχής για να του κλέψει τα χρήματα του. Μεταξύ άλλων, της απέδωσε ότι τον εκμεταλλευόταν οικονομικά ενώ η ίδια δεν εργαζόταν, ότι όχι μόνο δεν εργαζόταν αλλά δεν ενδιαφερόταν για το παιδί του και ελάχιστο χρόνο περνούσε μαζί του και ότι ξεγέλασε και τον πρώην σύζυγο της να της μεταβιβάσει την επιχείρηση του.

 

62.  Συγκρίνοντας τη μαρτυρία του με την υπόλοιπη μαρτυρία που προσάχθηκε, καθώς και με τα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν ως τεκμήρια και λαμβάνοντας υπόψη τα μέρη της μαρτυρίας της Κατηγορούμενης τα οποία δεν έτυχαν αμφισβήτησης ως επίσης και τη μεταβολή ορισμένων εκ των θέσεων του κατά την αντεξέταση χωρίς καμία εξήγηση, θεωρώ ότι ο Παραπονούμενος παρουσίασε μια ελλιπή και διαστρεβλωμένη εικόνα των γεγονότων η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Περαιτέρω, στην εκδοχή του εντόπισα ορισμένες σημαντικές αντιφάσεις στις οποίες θα αναφερθώ ακολούθως.

 

63.  Γενικώς, η εκδοχή του παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες οι οποίες την καθιστούν μη πειστική. Εν πρώτοις, ενώ προσπάθησε να πείσει ότι η Κατηγορούμενη είχε από την πρώτη μέρα της σχέσης τους την πρόθεση να τον καταδολιεύσει (παρ. 3, Έγγραφο Α), από την μαρτυρία του δεν προέκυπτε τέτοια πρόθεση. Παραδέχθηκε εν τέλει ότι συζούσε για πέντε περίπου έτη με την Κατηγορούμενη, ότι συμβίωναν αρμονικά, έκαναν έρωτα και σχέδια για το μέλλον. Μετά την αγορά του τροχόσπιτου έμειναν μαζί για ακόμη δύο χρόνια περίπου. Η πάροδος των δύο ετών από την αγορά του τροχόσπιτου μέχρι τον χωρισμό τους αποδυναμώνει την θέση του Παραπονούμενου περί ψεύδους της Κατηγορούμενης ως προς την αγάπη της για τον ίδιο καθώς και σε σχέση με τη θέση του πως ήταν από την αρχή η πρόθεση της να τον εξαπατήσει.

 

64.  Σε σχέση με την μαρτυρία του περί ψευδούς παράστασης, τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε η παράσταση και το αποτέλεσμα αυτής, περιλαμβανομένου και του πως επενέργησε στο μυαλό του Παραπονούμενου, η εκδοχή του παρουσιάζει ουσιώδεις αντιφάσεις και είναι αόριστη και ασαφής.

 

65.  Υπενθυμίζω ότι η θέση του είναι πως η παράσταση η οποία είναι ψευδής ήταν πως τον αγαπά και ότι θα συμβιώνει μαζί του και ως αποτέλεσμα δέχθηκε την εγγραφή του τροχόσπιτου στο όνομα της. Η παράσταση έγινε την 01.09.2019 με βάση τις λεπτομέρειες του αδικήματος στο κατηγορητήριο και επαναλαμβάνεται η θέση αυτή στο Έγγραφο Α, παρ. 2.

 

66.  Εν πρώτοις, αναφέρει ότι η Κατηγορούμενη του ζήτησε όπως εγγραφεί η ίδια ως ιδιοκτήτρια του τροχόσπιτου (παρ. 2, Έγγραφο Α) και ότι επέμενε να γραφτεί πρώτα το όνομα της στο συμβόλαιο και το δικό του να σημειωθεί ως σύντροφος (παρ. 3, Έγγραφο Α) επειδή τον αγαπά και θα συμβιώνει μαζί του. Σημειώνω ότι η πώληση του τροχόσπιτου σύμφωνα με το πωλητήριο – Τεκμήριο 9 έλαβε χώρα στις 16.09.2019 και όχι την 01.09.2019 πράγμα που αναγνώρισε και ο Παραπονούμενος σε μεταγενέστερο στάδιο της μαρτυρίας του.

 

67.  Στην παράγραφο 8 του Εγγράφου Α αναφέρει, σε ευθεία αντίφαση με την πιο πάνω θέση, ότι του μεταβίβασε το μερίδιο της η ΜΚ2, αλλά η Κατηγορούμενη επέμενε να γραφτεί πρώτα το όνομα της. Η θέση αυτή είναι αντίθετη με το ότι τον έπεισε να εγγραφεί επ’ ονόματι της το τροχόσπιτο το οποίο αγοράστηκε με τα χρήματα του. Ταυτόχρονα επιχείρησε να πείσει ότι το τροχόσπιτο ήταν δικό του και η Κατηγορούμενη του έκλεψε τα κλειδιά από την τσέπη του παντελονιού του και ανέλαβε κατοχή (παρ. 10, Έγγραφο Α) κάτι το οποίο δεν συνάδει και είναι αντίθετο με την εκδοχή ότι ως αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης η Κατηγορούμενη εξασφάλισε την εγγραφή του τροχόσπιτου  - συμβολαίου κράτησης στο όνομα της.

 

68.  Οι πιο πάνω εκδοχές, παρενθετικά αναφέρεται, συγκρούονται με το σαφές περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9 το οποίο αναφέρει πως η Κατηγορούμενη αγόρασε το τροχόσπιτο. Το Τεκμήριο 9 παρέλειψε να το παρουσιάσει ο Παραπονούμενος κατά την κυρίως εξέταση του. Αντί να το παρουσιάσει, κατέθεσε το Τεκμήριο 6 στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να δείξει πως ήταν δικά του τα χρήματα με τα οποία αγοράστηκε το τροχόσπιτο.

 

69.  Ακολούθως στην παρ. 21 του Εγγράφου Α παρουσιάζει το reservation form για το χώρο αρ. 89 στον κατασκηνωτικό χώρο (Τεκμήριο 3) ημερομηνίας 01.04.2021, δηλαδή μεταγενέστερης (κατά ενάμιση χρόνο) από την κατ᾽ ισχυρισμό ψευδή παράσταση και αναφέρει ότι «ενοικιάσαμε» το χώρο που ήταν τοποθετημένο το τροχόσπιτο προκαλώντας περισσότερο σύγχυση ως προς το τι έλαβε χώρα στην πραγματικότητα.

 

70.  Στις παραγράφους 31 και 32 του Εγγράφου Α αναφέρει ότι η Κατηγορούμενη «εξασφάλισε» την ιδιοκτησία / αγαθά με ψευδείς παραστάσεις. Στην σελ. 4 των πρακτικών 25.11.2024 αναφέρει ότι το τροχόσπιτο μεταβιβάστηκε στην Κατηγορούμενη από την αρχή ενώ στην σελ. 6 των πρακτικών της ίδιας ημερομηνίας αναφέρει πως «πέτυχε το συμβόλαιο». Στη δε σελίδα 5 των πρακτικών της ίδιας ημερομηνίας απάντησε ότι της το μεταβίβασε επειδή του έλεγε ότι τον αγαπά.

 

71.  Η δε μαρτυρία του σε σχέση με το θέμα αυτό είναι αντίθετη με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9 ήτοι του Πωλητηρίου Εγγράφου στο οποίο αναφέρεται ότι η Κατηγορούμενη κατέβαλε το ποσό των €25.000 σε μετρητά στην ΜΚ2 και ότι το καραβάνι μεταβιβάστηκε σε αυτήν. Επομένως, η μαρτυρία του ότι ο ίδιος το αγόρασε, ότι του ανήκε, ότι το ενοικίασαν ή ότι της το μεταβίβασε ο ίδιος έρχεται σε αντίφαση με την έγγραφη μαρτυρία η οποία δημιουργήθηκε κατά τον ουσιώδη χρόνο και αναγνωρίστηκε από όλα τα μέρη της συναλλαγής.

 

72.  Ενόψει των πιο πάνω, η μαρτυρία του σε σχέση με τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην μεταβίβαση της περιουσίας στην Κατηγορούμενη ή την απόκτηση της περιουσίας από την Κατηγορούμενη είναι αντιφατική και ασαφής. Δεν είναι επίσης κατανοητό ποια είναι τελικά η θέση του Παραπονούμενου, δηλαδή: του απέσπασε τα χρήματα για να αγοράσει η ίδια το  τροχόσπιτο; του απέσπασε το τροχόσπιτο με το να πωληθεί στην ίδια; Του απέσπασε το τροχόσπιτο αφού αυτό μεταβιβάστηκε στον ίδιο; Του απέσπασε το τροχόσπιτο όταν του πήρε κρυφά τα κλειδιά το 2021;

 

73.  Η εκδοχή του και σε σχέση με το ποια είναι εν τέλει η ψευδής παράσταση είναι αντιφατική, ασαφής και αόριστη. Επίσης δημιουργείται σύγχυση και υπάρχουν αντιφάσεις ως προς το πότε έγινε η ψευδής παράσταση:

 

73.1     Στην παρ. 2 του Εγγράφου Α αναφέρει πως η παράσταση έγινε την 01.09.2019. Στην παρ. 8 αναφέρει πως η παράσταση έγινε όταν έγινε η μεταβίβαση ήτοι την 16.09.2019 (με βάση τη μαρτυρία του ίδιου του Παραπονούμενου).

73.2     Στην σελ. 5 των πρακτικών 25.11.2024 αναφέρει στην ερώτηση «Γιατί μεταβίβασες στην ίδια το τροχόσπιτο, αφού τα χρήματα ήταν δικά σου; Της αγοράς.», τα ακόλουθα:

 

«Α. Όταν ήρθε κοντά μου η κυρία, εγώ ήμουν μόνος μου, μεγάλωνα δύο μωρά μόνος μου από μικρά, είχα πιστέψει που μου έλεγε ότι με αγαπά και θα μείνουμε θα ζήσουμε μαζί, εγώ, η κυρία [Κατηγορούμενη], το μωρό και δεν θα έχω κάτι δικό μου, λέω εντάξει αφού με αγαπά, θα μείνει μαζί μου, με εξαπάτησε, γι᾽αυτόν τον λόγο».

 

73.3     Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι η παράσταση έγινε από την αρχή της σχέσης τους την οποία ο ίδιος ανέφερε πως έλαβε χώρα το 2017 και όχι την 01.09.2019, ή την 16.09.2019 όταν μεταβιβάστηκε το τροχόσπιτο. Το τροχόσπιτο «εγγράφηκε» στην Κατηγορούμενη το Σεπτέμβριο του 2019. Ο Παραπονούμενος διαπίστωσε πως όλα ήταν ψέματα το 2021 όταν η Κατηγορούμενη τον εγκατέλειψε. Εν ολίγοις, η μαρτυρία του Παραπονούμενου ως προς το πότε έγινε η παράσταση είναι αντιφατική λόγω των μεταβολών στη θέση του και την ασάφεια και αοριστία που τις χαρακτηρίζει.

73.4     Συνάγεται από τη μαρτυρία του πως ο λόγος για τον οποίο θεωρεί πως του είπε ψέματα η Κατηγορούμενη (στην αρχή της σχέσης τους ή/και όταν αγοράστηκε το τροχόσπιτο) ήταν επειδή, δύο χρόνια μετά την «μεταβίβαση» στο όνομα της, χώρισαν και αυτή τον εγκατέλειψε.

73.5     Στη σελ. 6 των πρακτικών 25.11.2024 σε ερώτηση αν του είπε πως τον αγαπούσε ο Παραπονούμενος απάντησε «συνέχεια». Επίσης στη σελ. 6 των πρακτικών 25.11.2024 κατά την κυρίως εξέταση του, αναφέρει ότι το ψέμα που τον έπεισε για να το «μεταβιβάσει» στην Κατηγορούμενη ήταν ότι του είχε υποσχεθεί πως θα ζούσαν εκεί αφού η κόρη του τελειώσει το σχολείο. Η παράσταση αυτή διαφέρει από το ότι τον αγαπά.

73.6     Κατά την αντεξέταση του υπέπεσε σε αντίφαση, μεταβάλλοντας τη θέση του, όταν ανέφερε πως η ψευδής παράσταση έγινε 3 μέρες πριν τον εγκαταλείψει η Κατηγορούμενη, ήτοι το 2021 και δύο χρόνια μετά την αγορά του τροχόσπιτου αλλά είχαν αρχίσει από το 2017 να συζητούν για την αγορά του τροχόσπιτου (σελ. 15, πρακτικών 25.11.2024):

 

«Α. Οι ψευδείς παραστάσεις εννοώ ότι άρχισε η κυρία ότι πρέπει να αγοράσουμε το τροχόσπιτο, πρέπει να κάνουμε εκείνο να κάνουμε τούτο, συνέχεια έλειπε στο εξωτερικό, δεν μπορούσα να σκεφτώ. Τι θα πιστέψω; Αν ήταν αληθές ότι μας αγαπά; Και σε μικρό χρονικό διάστημα ναι κατάλαβα ότι με εξαπάτησε στο τέλος, διότι όταν παίρνεις τα κλειδιά κάποιου που κοιμάται, δεν έρχεται κάποιος από μόνος του. Όταν μου λες εμένα σήμερα με αγαπάς εμένα, το παιδί μου και θα ζήσουμε μαζί, σε τρεις μέρες να είναι κάποιος άλλος...

E. Πότε άρχισε να σας λες ότι θα πρέπει να αγοράσουμε το τροχόσπιτο τούτο, που μας είπες τωρά;

A. Ήταν τον Μάη του 2017»

 

74.  Εάν οι συζητήσεις για αγορά τροχόσπιτου στην Ακτή Κυβερνήτη είχαν ξεκινήσει από το 2017 και αυτό αγοράστηκε το 2019 αλλά η Κατηγορούμενη πήρε τα κλειδιά κρυφά το 2021 πότε έγινε η ψευδής παράσταση, ποια είναι η ψευδής παράσταση και πότε είχε πειστεί ο Παραπονούμενος να μεταβιβάσει ή να το πληρώσει και να μεταβιβαστεί αυτό στην Κατηγορούμενη;

 

75.  Η αοριστία ως προς το ποια είναι η παράσταση προκύπτει και από την αντεξέταση του όταν του ζητήθηκε να προσδιορίσει ποιο είναι το παράπονο του ανέφερε: «Μιλούσε συγκεκριμένα ότι θα ζήσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας, εγώ, η κυρία Liudmila και η θυγατέρα μου. Αυτό εννοώ.» Αναφέρθηκε δηλαδή στο μέλλον πράγμα το οποίο δείχνει ότι το Παράπονο του είναι στην ουσία ότι χώρισαν. Περαιτέρω, προστέθηκε και μια άλλη διάσταση, ήτοι ότι θα ζούσαν σαν οικογένεια εκεί.  Κατά συνέπεια, λόγω αντιφατικών, αόριστων και ασταθών θέσεων ως προς το ποια ήταν η παράσταση που ήταν ψευδής δεν μπορώ να δεχθώ τη μαρτυρία του Παραπονούμενου επί αυτού του επίδικου ζητήματος.

 

76.  Επιπρόσθετα, σε αντίφαση με τη θέση του ότι δεν τον αγάπησε ποτέ η Κατηγορούμενη ανέφερε ότι συμβίωναν κάτω από την ίδια στέγη για 5 σχεδόν χρόνια και είχαν σεξουαλικές σχέσεις. Κατάλαβε ότι δεν τον αγαπά τον Δεκέμβριο του 2021 αφού τον εγκατέλειψε. Επομένως, στην ουσία δεν δόθηκε συγκεκριμένη μαρτυρία ότι δεν τον αγαπούσε το 2019 όταν το τροχόσπιτο μεταβιβάστηκε στην Κατηγορούμενη ή ότι δεν τον αγάπησε από το 2017 όταν χώρισε με τον πρώην σύζυγο της και μετακόμισε μαζί με τον Παραπονούμενο. Η πεποίθηση του Παραπονούμενου ότι όλα ήταν ένα σχέδιο εξαπάτησης του δεν αντέχει στη βάσανο της λογικής και στην ουσία αποτελεί μια σκέψη εκ των υστέρων.

 

77.  Μια άλλη αντίφαση είναι ότι Τεκμήριο 6 (χειρόγραφη σημείωση) το παρουσίασε ως συμφωνία ενώ με βάση τα λεγόμενα του Παραπονούμενου είχε συνταχθεί το 2022 το έγγραφο αυτό. Επομένως δεν μπορεί να είναι συμφωνία. Στην ουσία το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 6 επιχειρεί να αναιρέσει ή να δείξει την πρόθεση των μερών σε σχέση με το Τεκμήριο 9 ήτοι την συμφωνία μεταβίβασης του τροχόσπιτου στην Κατηγορούμενη επειδή αναφέρει πως η ΜΚ2 στην ουσία πώλησε το τροχόσπιτο στον ίδιο.  Μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μια προσπάθεια από μέρους του Παραπονούμενου να διαστρεβλώσει ή να παραποιήσει τα γεγονότα.

 

78.  Επίσης, τόσο η ΜΚ2 όσο και ο ΜΚ3 ανέφεραν ότι το Τεκμήριο 6 συντάχθηκε τον Σεπτέμβριο του 2019 σε εμφανή αντίφαση με τα όσα ανέφερε ο Παραπονούμενος.

 

79.  Γενικά ο Παραπονούμενος δεν παρουσίασε κατά την κυρίως εξέταση του μια ολοκληρωμένη εικόνα των γεγονότων αλλά έδωσε έμφαση σε κάποια ζητήματα τα οποία θεωρούσε ότι ευνοούσαν την εκδοχή του. Για παράδειγμα δεν αναφέρθηκε καθόλου στο ότι η Κατηγορούμενη πώλησε το διαμέρισμα της στη Μολδαβία. Αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι εργαζόταν η Κατηγορούμενη κατά την αντεξέταση του. Επίσης, το Τεκμήριο 9 το αναγνώρισε κατά την αντεξέταση όταν αυτό παρουσιάστηκε από τον συνήγορο της Κατηγορούμενης ενώ ο Παραπονούμενος παρουσίασε ως συμφωνία για την πώληση του τροχόσπιτου το Τεκμήριο 6.

 

80.   Κατά την αντεξέταση του παραδέχθηκε ότι εργάστηκε για κάποια περίοδο η Κατηγορούμενη σε αντίφαση με τα όσα ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση του ότι δεν εργαζόταν ποτέ προσπαθώντας να πείσει ότι δεν είχε τα χρήματα για να αγοράσει η ίδια το τροχόσπιτο. Ήταν έντονη η προσπάθεια του να παρουσιάσει την Κατηγορούμενη ως ένα πρόσωπο αναξιόπιστο και αναξιοπρεπές το οποίο καθόταν όλη μέρα και του έπαιρνε τα χρήματα του. Παρά ταύτα, παραδέχθηκε και ότι περνούσε χρόνο με την κόρη του όταν επέστρεφε από το σχολείο, και εργαζόταν σε κάποιες περιόδους.

 

81.  Παραδέχθηκε επίσης πως η Κατηγορούμενη για μια περίοδο ήταν ιδιοκτήτρια μιας επιχείρησης. Η δικαιολογία που προέβαλε ότι η επιχείρηση ανήκε στον πρώην σύζυγο της και ότι στην ουσία τον εξαπάτησε και εκείνον δεν ήταν πειστική. Αυτό που προκύπτει ήταν ότι αφού χώρισαν με τον πρώην σύζυγο της του επέστρεψε την επιχείρηση του. Επίσης, το ότι η Παραπονούμενη δεν είχε καμία περιουσία δεν ίσχυε καθότι ως διαφάνηκε σε μεταγενέστερο στάδιο της ακρόασης η Παραπονούμενη είχε ένα διαμέρισμα στη Μολδαβία το οποίο πούλησε στις 10.09.2019.

 

82.  Περαιτέρω, κατά τη μαρτυρία του ο Παραπονούμενος κατέστησε σαφές ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στην Κατηγορούμενη την οποία χαρακτήρισε ως ασταθή, την κατηγόρησε ότι είχε εξαπατήσει και τον πρώην σύζυγο της για να της μεταβιβάσει την επιχείρηση του, ζητήματα για τα οποία είχε γνώση πριν να χωρίσουν. Επομένως, η μαρτυρία του όσον αφορά το κατά πόσον βασίστηκε στην παράσταση της Κατηγορούμενης ότι τον αγαπά και θα μείνει μαζί του είναι αντιφατική και συνεπακόλουθα δεν μπορεί να γίνει πιστευτή.

 

83.  Εξετάζοντας λοιπόν τη μαρτυρία του Παραπονούμενου στο σύνολο της και έχοντας δώσει πιο πάνω κάποια ενδεικτικά μόνο παραδείγματα των αναφορών του, καταλήγω ότι η μαρτυρία του επί των αμφισβητούμενων γεγονότων δεν ήταν αξιόπιστη. Συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί επί αυτής για την εξαγωγή ευρημάτων.

(ii)          Αξιολόγηση Μαρτυρίας ΜΚ2

 

 

84.  Η ΜΚ2 έδωσε μαρτυρία ως προς το ποιος της έδωσε τα χρήματα για την αγορά του τροχόσπιτου, ποιος τα κρατούσε και σε ποιον το μεταβίβασε. Θεωρώ ότι η μαρτυρία της δεν ήταν άμεσα σχετική με τα επίδικα θέματα.

 

85.  Περαιτέρω σε ορισμένα σημεία ήταν ασαφής και αντιφατική. Για παράδειγμα ως προς το ποιος της έδωσε τα χρήματα κατά την μεταβίβαση μέσα στην ίδια πρόταση ανέφερε πως ήταν ο κύριος Αντρέας (υπάλληλος στον κατασκηνωτικό χώρο) και ακολούθως ανέφερε πως ήταν ο Παραπονούμενος (σελ. 5 πρακτικών18.12.2024)

 

«Ναι ήταν. Αλλά ο κύριος Αντρέας μου έδωκε τα λεφτά που ήταν τα λεφτά και εδώκαν μου τα, δεν ξέρω εμένα έδωκε μου τα ο κύριος Αντρέας... τρεις φορές έδωκε μου τα ο κύριος Σ. [Παραπονούμενος] ... την τελευταία φορά ήταν η αδελφότεκνη μου να πω και μία φράση έδωκεν μου τα λεφτά ο Σ. και λέει η αδελφότεκνη μου θα τα μετρήσω, τις 10 χιλιάδες και λέει ο κύριος Σ., δεν μου έχεις εμπιστοσύνη;»

 

86.  Ανέφερε επίσης ότι πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, είχε και ένα ατύχημα και η μνήμη της επηρεάστηκε.

 

87.  Ως προς το Τεκμήριο 6 δεν μπορώ να αποδεχθώ τη θέση της μάρτυρος ότι είχε συνταχθεί το 2019 όταν έγινε η μεταβίβαση. Υπάρχουν δύο συγκρουόμενες εκδοχές. Αφενός υπάρχει πιστοποίηση ότι το υπέγραψε ενώπιον του πιστοποιούντος υπαλλήλου το 2022 αφετέρου η μάρτυρας είπε ότι το συνέταξε το 2019 επειδή της είχαν δώσει χρήματα ένιωσε ότι έπρεπε να δώσει κάτι πίσω. Ωστόσο, αναγνώρισε και το Τεκμήριο 9  το οποίο είναι το πωλητήριο έγγραφο.

 

88.  Σε σχέση με αυτό το σημείο ο ΜΚ3 αρχικά ανέφερε ότι το Τεκμήριο 6 συντάχθηκε μεν το 2019 αλλά πιστοποιήθηκε το 2022 όταν επισκέφθηκε την ΜΚ2 μαζί με τον Παραπονούμενο διότι τότε χρειάστηκε (κατά την αντεξέταση του αναίρεσε αυτόν τον ισχυρισμό). Η ΜΚ2 δεν αναφέρθηκε σε οποιαδήποτε συνάντηση για να πιστοποιηθεί το Τεκμήριο 6 και επίσης ανέφερε ότι δεν τον γνωρίζει τον ΜΚ3 και αυτό δημιουργεί μια αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων.

 

89.  Ο δε Παραπονούμενος κατά την αντεξέταση του όταν ερωτήθηκε πότε του δόθηκε αυτό το έγγραφο ανέφερε ξεκάθαρα ότι ήταν περί το 2022 (σελ. 2 πρακτικών 25.11.2025):

«E.         Πότε σου το έδωσε αυτό το έγγραφο;

               A.        Μετά που εγκατέλειψε τη στέγη την οποία διαμέναμε στη Λευκωσία η κυρία (υποδεικνύει την κατηγορούμενη) και από την τσέπη μου, πήρε τα κλειδιά του τροχόσπιτου.

E.        Εκείνο το Τεκμήριο 6 για τι πράγμα μιλά;

A.        Για την αγορά του τροχόσπιτου που ήταν ιδιοκτήτρια και ο τρόπος που θα πληρώνετουν, για τα λεφτά.»

90.     Το δε λεκτικό του Τεκμηρίου 6 παραπέμπει στο παρελθόν, με τη χρήση διαφόρων φράσεων όπως «είχα» το τροχόσπιτο και το «πούλησα», η συμφωνία μας «ήταν €25.000», «μου είπε να γράψω» την Κατηγορούμενη «που εζούσαν μαζί». Το λεκτικό του Τεκμηρίου 6  δεν συνάδει με την εκδοχή της ΜΚ2 ως προς το γιατί δημιουργήθηκε το εν λόγω έγγραφο ενόψει του ότι υπάρχει και το πωλητήριο Τεκμήριο 9. Επομένως δεν μπορώ να δεχθώ τη μαρτυρία της ως προς το πότε και γιατί συντάχθηκε το Τεκμήριο 6.

 

91.     Η δε μαρτυρία της ότι πούλησε το τροχόσπιτο στον Παραπονούμενο και όχι στην Κατηγορούμενη έρχεται σε αντίφαση με το Τεκμήριο 9 ήτοι το πωλητήριο έγγραφο  το οποίο αναγνώρισε και αναγνώρισε και την υπογραφή της επί αυτού. Στο Τεκμήριο 9 αναφέρεται πως η αγοραστής είναι η Κατηγορούμενη και αναφέρεται ξεκάθαρα πως είναι από αυτήν που έλαβε τις €25.000 σε μετρητά.

 

92.     Επομένως, εξετάζοντας τη μαρτυρία της στο σύνολο της και έχοντας δώσει πιο πάνω κάποια ενδεικτικά μόνο παραδείγματα των αναφορών της, καταλήγω ότι η μαρτυρία του επί των αμφισβητούμενων γεγονότων δεν ήταν αξιόπιστη και συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

(iii)         Αξιολόγηση Μαρτυρίας ΜΚ3

 

93.      Όσον αφορά τον ΜΚ3, ήταν φανερή η προσπάθεια του να υποστηρίξει τον Παραπονούμενο και την εκδοχή του, τον οποίο χαρακτήρισε ως φίλο του. Μάλιστα κατά την μαρτυρία του διαπιστώθηκε ότι ήταν παρών στην αίθουσα του Δικαστηρίου όταν έδιδε μαρτυρία ο Παραπονούμενος και συνεπώς είχε ακούσει τη μαρτυρία του. Επί τούτου το Δικαστήριο αυτοπροειδοποιήθηκε και το γεγονός αυτό λήφθηκε υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρία του ΜΚ3.

 

94.      Η μαρτυρία του περιστράφηκε γύρω από το Τεκμήριο 6 ήτοι το πότε συντάχθηκε και πότε πιστοποιήθηκε και από το ποιος έδωσε τα χρήματα για την αγορά του τροχόσπιτου στην ΜΚ2 και υπό αυτήν την έννοια δεν ήταν άμεσα σχετική με τα επίδικα θέματα. 

 

95.      Ως προς το πότε συντάχθηκε το Τεκμήριο 6  στην κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι συντάχθηκε το 2019 όταν πωλήθηκε το τροχόσπιτο και πιστοποιήθηκε το 2022 «όταν χρειάστηκε», εννοώντας ότι τότε είχε εγκαταλείψει η Κατηγορούμενη τον Παραπονούμενο.

 

96.      Κατά την αντεξέταση του, κατά την δεύτερη μάλιστα ερώτηση αναίρεσε τα όσα πριν από λίγη ώρα ανέφερε και απάντησε πως συντάχθηκε το 2022 όταν είχε πιστοποιηθεί (σελ. 5 πρακτικών, 20.01.2025) και επέμενε σε αυτήν του τη θέση σε εμφανή αντίφαση με τα όσα είχε προαναφέρει, με τα όσα ανέφερε η ΜΚ2 αλλά σε συμφωνία με τα όσα ανέφερε ο Παραπονούμενος σε σχέση με το Τεκμήριο 6.

 

97.      Περαιτέρω, ενώ αρχικά ανέφερε ότι ήταν παρών «σε περιπτώσεις της υπόθεσης που έδωσε κάποια λεφτά ο Στέλιος στην κυρία αυτή» (σελ.2 πρακτικών 20.01.2025), στην πορεία διαφάνηκε πως ήταν παρών μόνο στον κατασκηνωτικό χώρο και όχι τις προηγούμενες φορές.

 

98.      Ωστόσο, είχε άποψη ως προς το ποιος έδωσε τα χρήματα στην ΜΚ2 τις δύο προηγούμενες φορές που είχαν συναντηθεί ο Παραπονούμενος και η Κατηγορούμενη με την ΜΚ2. Ανέφερε πως την πεποίθηση του ότι είναι ο Παραπονούμενος που έδωσε τα χρήματα στην ΜΚ2 την βάσισε στα όσα του ανέφερε ο Παραπονούμενος (ο φίλος του) και στο ότι η ΜΚ2 είπε στον Παραπονούμενο ενώπιον του όταν της έδωσε τις €10.000 πως με αυτό το ποσό εξόφλησε ολόκληρο το τίμημα για την αγορά του τροχόσπιτου.  

 

99.      Δεν μπορώ να δεχθώ την θέση του αυτή, πρώτον λόγω της σχέσης του με τον Παραπονούμενο και δεύτερον επειδή από την αναφορά ότι εξόφλησε με την καταβολή των €10.000 δεν μπορεί να συναχθεί ποιος έδωσε τα χρήματα τις προηγούμενες φορές που δεν ήταν παρών ο ΜΚ3. Στην ουσία ο ΜΚ3 έδωσε μαρτυρία σε σχέση με ένα ζήτημα για το οποίο δεν έχει γνώση.

 

100.   Επομένως, εξετάζοντας τη μαρτυρία του στο σύνολο της και έχοντας δώσει πιο πάνω κάποια ενδεικτικά μόνο παραδείγματα των αναφορών του, καταλήγω ότι η μαρτυρία του επί των αμφισβητούμενων γεγονότων δεν ήταν αξιόπιστη και συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

(iv)         Αξιολόγηση Μαρτυρίας Κατηγορούμενης

 

101.   Η Κατηγορούμενη προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο κατά τη μαρτυρία της. Απαντούσε με σαφήνεια, ευθέως και χωρίς υπεκφυγές ή ενδοιασμούς τις ερωτήσεις οι οποίες υποβάλλονταν και μου έδωσε την εντύπωση ότι ήρθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια και να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα των γεγονότων.

 

102.   Κατά την αντεξέταση της παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της, η εκδοχή της δεν κλονίστηκε και δεν υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις. Παρά το ότι σε κάποιο σημείο η αντεξέταση της έγινε έντονη η Κατηγορούμενη κράτησε τη ψυχραιμία της και έδιδε πειστικές και σαφείς απαντήσεις.

 

103.   Η μαρτυρία της είχε συνοχή, χαρακτηρίζεται από συνεκτικότητα και ενισχύεται από τα έγγραφα τα οποία κατέθεσε ως τεκμήρια π.χ. για το ότι εργαζόταν ανά περιόδους, ότι πώλησε το διαμέρισμα της στη Μολδαβία και το αεροπορικό εισιτήριο από τη Λάρνακα στο Κισινάου.

 

104.   Ως προς το ότι είχε εξεύρει χρήματα για την αγορά του τροχόσπιτου η Κατηγορούμενη παρουσίασε το Τεκμήριο 11  (σύμβαση πώλησης διαμερίσματος) καθώς και αεροπορικό εισιτήριο για το Κισινάου (Τεκμήριο 16) που συνάδει με την ημερομηνία της συναλλαγής στο Τεκμήριο 11. Το ότι η ίδια πλήρωσε το ποσόν των €25.000 για την αγορά του τροχόσπιτου συνάδει και με το περιεχόμενο του πωλητηρίου εγγράφου Τεκμήριο 9 που υπογράφεται τόσο από την Κ.Θ., όσο και από την Κατηγορούμενη καθώς και έναν μάρτυρα. Υπενθυμίζω ότι στο Τεκμήριο 9 αναφέρεται ρητά: «Το πώλησα για το ποσό των €25000 τα οποία μου κατέβαλε σε μετρητά».  Το «κατέβαλε» ξεκάθαρα αναφέρεται στον αγοραστή που είναι η Κατηγορούμενη. Επομένως, ο ισχυρισμός της Κατηγορούμενης ότι η ίδια αγόρασε το τροχόσπιτο τεκμηριώνεται με βάση τα τεκμήρια που είχαν κατατεθεί και τον αποδέχομαι.

 

105.   Είναι γεγονός ότι η Κατηγορούμενη κατά την αντεξέταση της σε σχέση με το πότε είχε πληρωθεί η δεύτερη δόση προς την ΜΚ2 υπέπεσε σε κάποιες μικρές αντιφάσεις. Είναι αναμενόμενο να μην θυμάται η μάρτυρας με λεπτομέρεια το ύψος των ποσών των τριών δόσεων που καταβλήθηκαν για την αγορά του τροχόσπιτου που έλαβε χώρα το 2019, ήτοι 6 περίπου χρόνια πριν ή την ακριβή ημερομηνία καταβολής τους. Θεωρώ ότι το γεγονός πως ανέφερε πως δεν θυμάται ακριβώς ενισχύει την αξιοπιστία της. Σε μεταγενέστερο στάδιο απάντησε ότι η δεύτερη δόση είχε καταβληθεί στις 14.09.2019 και αυτό έγινε μετά που είχε φρεσκάρει τη μνήμη της.

 

106.   Θα ήταν πιο εύκολο να ισχυριστεί πως θυμάται και να αναφέρει με φαινομενική βεβαιότητα τι ποσά είχαν δοθεί και πότε. Θεωρώ πως από αυτό και από το ότι δεν δίστασε να απαντήσει και με τρόπο που μπορεί να θεωρηθεί ότι μετέβαλε τη θέση της, διαφαίνεται η ειλικρίνεια της και η ευθύτητα της. Επίσης, δεν δίστασε να απαντήσει κατά την αντεξέταση της ότι το ποσό που υπολειπόταν το πλήρωσε ο Παραπονούμενος και του το επέστρεψε. Αν η Κατηγορούμενη δεν ήτο ειλικρινής θα μπορούσε να μην απαντήσει με τρόπο ο οποίος ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι επηρεάζει δυσμενώς την δική της εκδοχή.

 

107.   Ως προς το κατά πόσον εξαπάτησε και τον πρώην σύζυγο της, ως υποβλήθηκε από το συνήγορο του Παραπονούμενου σε μια προσπάθεια να δείξει ότι η Κατηγορούμενη ήταν ένα πρόσωπο το οποίο εκμεταλλευόταν τους άντρες με τους οποίους ήταν παντρεμένη ή σε σχέση για τα χρήματα τους, η Κατηγορούμενη έδωσε απαντήσεις οι οποίες δείχνουν πως όχι μόνο δεν τον εξαπάτησε αλλά ενήργησε με τιμιότητα καθότι του είχε μεταβιβάσει πίσω την επιχείρηση μίνι μάρκετ αφού είχαν χωρίσει. Η θέση της αυτή δεν αμφισβητήθηκε. Ανέφερε ότι δεν ένιωθε καλά για τον τρόπο που εξελίχθηκαν τα πράγματα και παρά την προτροπή του Παραπονούμενου να κρατήσει την επιχείρηση που ήταν στο όνομα της αυτή την μεταβίβασε πίσω στον πρώην σύζυγο της.

 

108.   Η θέση της ότι όταν χώρισαν με τον Παραπονούμενο του μεταβίβασε αυθημερόν το αυτοκίνητο που της είχε αγοράσει επίσης δεν είχε αμφισβητηθεί. Γενικά διαφάνηκε μια τάση της Κατηγορούμενης να επιστρέφει περιουσία την οποία της είχαν δωρίσει ή εν πάση περιπτώσει μεταβιβάσει η οποία συνάδει με την θέση της ότι η ίδια αγόρασε το τροχόσπιτο.

 

109.   Επιπρόσθετα, θεωρώ ότι είπε την αλήθεια όταν ανέφερε πως αγαπούσε τον Παραπονούμενο και την οικογένεια του. Με τις απαντήσεις της έπεισε το Δικαστήριο πως ο ισχυρισμός πως προέβη σε ψευδείς παραστάσεις πως αγαπούσε τον Παραπονούμενο δεν ευσταθεί.  Κατά την αντεξέταση της η θέση της αυτή δεν κλονίστηκε.

 

110.   Αντιθέτως, θεωρώ ότι κατά την αντεξέταση με τις απαντήσεις της π.χ. σελ. 42 πρακτικών ημερ. 17.02.2025, φάνηκε πιο έντονα ότι η Κατηγορούμενη αγαπούσε τον Παραπονούμενο και ήθελε να μείνει μαζί του, τουλάχιστον όταν είχε αγοράσει το τροχόσπιτο.

 

111.   Η Κατηγορούμενη αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα περιστατικά στο πλαίσιο της συμβίωσης της με τον Παραπονούμενο τα οποία δείχνουν τα συναισθήματα της για αυτόν και την οικογένεια του. Περαιτέρω, εξήγησε τους λόγους για τους οποίους στο τέλος διακόπηκε η σχέση τους. Αυτή η πτυχή της μαρτυρίας της η οποία είναι πολύ σημαντική ενόψει της φύσης της υπόθεσης και του συγκεκριμένου αδικήματος που εξετάζεται, δεν αμφισβητήθηκε στην ουσία από τον Παραπονούμενο κατά την αντεξέταση της.

 

112.   Κατά συνέπεια, έχοντας κατά νου τη μαρτυρία της Κατηγορούμενης και την όλη συμπεριφορά της στο εδώλιο του μάρτυρα κρίνω ότι επρόκειτο για αξιόπιστο μάρτυρα και αποδέχομαι τη μαρτυρία της στην ολότητα της.

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ:

 

113. Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν και λαμβάνοντας υπόψη τις πτυχές της μαρτυρίας που δεν έχουν τύχει αμφισβήτησης, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

113.1    Ο Παραπονούμενος και η Κατηγορούμενη γνωρίστηκαν το 2007 και το 2017 ξεκίνησαν να έχουν ερωτικές σχέσεις. Από το 2017 μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2021 ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη, κοιμόντουσαν μαζί και είχαν σεξουαλικές σχέσεις.

113.2    Ο Παραπονούμενος έχει δύο παιδιά. Η κόρη του κατά τον επίδικο χρόνο φοιτούσε στο ειδικό σχολείο Λευκωσίας. Ο υιός του Παραπονούμενου κατά τον επίδικο χρόνο αντιμετώπιζε ορισμένα προβλήματα περιλαμβανομένων θεμάτων με το νόμο και σε κάποια φάση είχε φυλακιστεί. Ο Παραπονούμενος κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν και είχε εισοδήματα.

113.3    Η Κατηγορούμενη από το 2007 μέχρι το 2019 εργαζόταν σε μίνι μάρκετ μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία επέστρεψε την επιχείρηση στον πρώην σύζυγο της. Από την 19.02.2019 μέχρι άγνωστη ημερομηνία εργαζόταν σε φούρνο. Όταν ήταν μαζί με τον Παραπονούμενο είχε άριστες σχέσεις με την κόρη του με την οποία περνούσε καθημερινά χρόνο μαζί της και καλή σχέση με τον γιο του.

113.4    Σε κάποια στιγμή επισκέφθηκαν τον κατασκηνωτικό χώρο της Ακτής Κυβερνήτη και η Κατηγορούμενη είχε ενθουσιαστεί. Ανέφερε στον Παραπονούμενο πως θα ήθελε να ζήσει εκεί και της ανέφερε πως θα την βοηθούσε να βρει ένα μέρος για να μείνει. Επειδή τότε είχε δυσκολία στην επικοινωνία στα Ελληνικά, ο Παραπονούμενος είχε συνομιλήσει με διάφορα πρόσωπα και ανέλαβε την έρευνα στο διαδίκτυο προς εξεύρεση χώρου.

113.5    Όταν τελικά ο Παραπονούμενος εντόπισε την ΜΚ2 που ενδιαφερόταν να πουλήσει το τροχόσπιτο της, η Κατηγορούμενη του είπε να της προτείνει το ποσό των €25.000 και αν δεχόταν θα πωλούσε ένα διαμέρισμα το οποίο είχε στη χώρα της και θα το αγόραζε. Αρχικά η ΜΚ2 ζητούσε €28.000 ωστόσο δέχθηκε τελικά να της το πωλήσει για €25.000. Αφού συμφώνησαν την τιμή ζήτησε από τον Παραπονούμενο να πληρώσει την προκαταβολή για να κρατήσουν το τροχόσπιτο μέχρι να μεταβεί στη Μολδαβία για να πωλήσει το διαμέρισμα της. Επειδή δεν υπήρχε η ευχέρεια χρόνου πώλησε το διαμέρισμα στην κόρη της και το γαμπρό της στην τιμή των €25.000 (Τεκμήριο 11) στις 10.09.2019. 

113.6    Ο Παραπονούμενος έδωσε τις €2.000 την 01.09.2019 στην ΜΚ2 ως προκαταβολή. Η Κατηγορούμενη άμεσα μετέβηκε στη χώρα της στις 05.09.2019 και στις 10.09.2019 ολοκληρώθηκε η πώληση του διαμερίσματος της προς την κόρη της και το γαμπρό της. Η Κατηγορούμενη ακολούθως, στις 13.09.2019 επέστρεψε στην Κύπρο μαζί με την κόρη της και τον εγγονό της.

113.7    Στις 16.09.2019 με βάση το Πωλητήριο Έγγραφο (Τεκμήριο 9) το τροχόσπιτο πωλήθηκε από την ΜΚ2 στην Κατηγορούμενη. Η Κατηγορούμενη θεωρείτο ως ο κατασκηνωτής και ο Κατηγορούμενος ως ο συμβίος της.

 

113.8    Είναι άγνωστο πότε συντάχθηκε το Τεκμήριο 6.

113.9    Περί τα τέλη Δεκεμβρίου του 2021 η Κατηγορούμενη εγκατέλειψε τον Παραπονούμενο και έφυγε από το σπίτι στο οποίο διέμεναν.

113.10 Η Κατηγορούμενη αγαπούσε τον Παραπονούμενο όταν είχε αγοραστεί το τροχόσπιτο.   

 

 

 

Δ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Ι. Εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις

 

114.       Ο όρος «ψευδής παράσταση» ορίζεται στο άρθρο 297 του Κεφ. 154 ως ακολούθως:

«297.Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.»

115.       Το άρθρο 298 με πλαγιότιτλο «εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις» προνοεί τα ακόλουθα:

«298. (1) Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.»

116.       Από τα πιο πάνω άρθρα προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις είναι τα ακόλουθα:  

 

i.           η ψευδής παράσταση, δηλαδή η παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, έγγραφο ή συμπεριφορά, η οποία στην πραγματικότητα είναι ψευδής,

ii.         η γνώση του προσώπου που προβαίνει στην παράσταση ότι αυτή είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθινή,

iii.        η ψευδής παράσταση να γίνεται με σκοπό καταδολίευσης και 

iv.        ως αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης, ο κατηγορούμενος να αποκτήσει από άλλο οτιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής ή να υποκινήσει άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα.

 

117.       Το λεκτικό του άρθρου 298(1) του Κεφ. 154 είναι παρόμοιο με το άρθρο 32 του  Larceny Act 1916 και η Κυπριακή Νομολογία φαίνεται να υιοθετεί την Αγγλική νομολογία επί του θέματος. Συνεπώς, αντλήθηκε καθοδήγηση, μεταξύ άλλων, από το σύγγραμμα Archbold, Criminal Pleading, Evidence & Practice, 36th edition, 1966, παράγραφοι 1935 – 1970.

 

(i)            Ψευδής παράσταση

 

118.    Η στοιχειοθέτηση του αδικήματος της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις προϋποθέτει, κατά πρώτον, την ύπαρξη «ψευδών παραστάσεων», όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 297 του Κεφ. 154, με το βάρος απόδειξης να βρίσκεται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία θα πρέπει να αποδείξει τις ψευδείς παραστάσεις όπως αναφέρονται στο κατηγορητήριο. Οι ψευδείς παραστάσεις πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια στις λεπτομέρειες κάθε κατηγορίας.

 

119.    Ψευδής παράσταση είναι η παρουσίαση γεγονότος ως υφιστάμενου, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται.[11]  Δεν είναι απαραίτητο όπως η ψευδής παράσταση γίνεται με λόγια αλλά η συμπεριφορά και οι πράξεις του δράστη, χωρίς οποιαδήποτε προφορική ή γραπτή παράσταση, αρκούν.[12]

 

120.    Ένα παράδειγμα ψευδούς παράστασης με συμπεριφορά είναι η R v. Barnard (1837) 7 C&P 784 στην οποία τέθηκε ως obiter dictum ότι ο κατηγορούμενος ο οποίος έπεισε ένα καταστηματάρχη να του πωλήσει εμπορεύματα επί πιστώσει αφού προέβη σε παράσταση ότι είναι φοιτητής του πανεπιστημίου της Οξφόρδης (με λόγια και κατά τρόπο ρητό), θα κρινόταν ένοχος ακόμη και αν δεν προέβαινε σε παράσταση με λόγια, επειδή κατά τον ουσιώδη χρόνο ήτο ενδεδυμένος με τη χαρακτηριστική τήβεννο και το καπέλο το οποίο φορούσαν οι φοιτητές της Οξφόρδης τον τότε καιρό.[13]

 

121.    Μια παράσταση ότι ο κατηγορούμενος θα προβεί σε μια πράξη στο μέλλον δεν θεωρείται ψευδής παράσταση. Ούτε και η έκφραση άποψης (opinion, untrue praise) μπορεί να θεωρηθεί ως ψευδής παράσταση.  Ωστόσο, μια παράσταση η οποία εμπεριέχει ψευδή δήλωση σε σχέση με το παρόν σε συνάρτηση με παράσταση για μελλοντική συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί ψευδείς παράσταση εν τη εννοία του αρ. 297.

 

122.    Παραπέμπω στον Archbold, σελ. 711, παρ. 1949 όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

False pretence as to existing fact, coupled with promise, sufficient. Where the statement consists partly of a fraudulent misrepresentation of an existing fact and partly of a promise to do something in future- as the prisoner had bought certain skins and would sell them to the prosecutor- this is a sufficient false pretence within the Act: R v West, Dears. & B. 575…”.

 

123.    Άλλο παράδειγμα παράστασης ενός παρόντος γεγονότος σε συνάρτηση με δήλωση μελλοντικής πρόθεσης είναι η R v Jennison (1862) (31 LJMC 146) στην οποία ο Κατηγορούμενος εξασφάλισε χρήματα από μια γυναίκα παριστάνοντας ψευδώς ότι δεν ήταν παντρεμένος και ότι είχε πρόθεση να την παντρευτεί. Η παράσταση ότι ήταν ανύπαντρος θεωρείτο ως ψευδής παράσταση ενώ η δήλωση πρόθεσης να την παντρευτεί στο μέλλον από μόνη της δεν θεωρείται ως ψευδής παράσταση.

 

124.    Παραπέμπω επίσης στην σελίδα 712, par. 1950 στον Archbold (ανωτέρω) σε σχέση με αυτό το ζήτημα και ειδικότερα τις παραστάσεις του είδους ότι ένα πρόσωπο εκφράζει την ετοιμότητα του να πληρώσει:

 

“Prepared to pay” - Intention: A promise as to future conduct not intended to be kept is not by itself a false pretence. On the special facts of R. v. Gordon, 23 Q.B.D.354, an averment that the prisoner falsely pretended that he was “prepared to pay” money to the prosecutor was held to be a sufficient statement of an existing fact…”

 

125.    Επίσης σχετική με αυτό το θέμα είναι η R v Dent [1955] 2 All ER 806 του Court of Appeal στην οποία έλαβε χώρα μια επισκόπηση της μέχρι τότε σχετικής με το ζήτημα αυτό νομολογίας και ξεκαθάρισε ότι μια δήλωση σε σχέση με πρόθεση για μελλοντική συμπεριφορά δεν αποτελεί ψευδή παράσταση.  Με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, οι εφεσείοντες καταδικάστηκαν για το αδίκημα της εξασφάλισης επιταγών με ψευδείς παραστάσεις και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 12 μηνών. Ο εφεσείων με τον πατέρα του ασχολούνταν με απεντομώσεις και καταστροφές τρωκτικών και σύναψαν αριθμό συμβάσεων διάρκειας ενός έτους με διάφορους αγρότες. Προπληρώθηκαν για τις υπηρεσίες τους ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις, παρά το ότι είχαν λάβει τα χρήματα, δεν πρόσφεραν καθόλου υπηρεσίες χωρίς να τα επιστρέψουν.

 

126.    Το ζήτημα το οποίο τέθηκε κατ’ έφεση ήταν το κατά πόσον η εκδήλωση πρόθεσης δηλαδή δήλωση για μελλοντική συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί ψευδής παράσταση εν τη εννοία του ποινικού δικαίου.  Υπήρχαν διιστάμενες απόψεις και αυθεντίες, όπως η R. v. Gordon, ανωτέρω. Η δε Edgington v Fitzmaurice (1885) 29 ChD at p 483 χρησιμοποιήθηκε από την κατηγορούσα αρχή στην Dent ως αυθεντία για τη θέση ότι μια δήλωση για την πρόθεση ενός προσώπου παρότι αφορά το μέλλον είναι δήλωση για παρόν γεγονός (“The prosecution contend that a statement of present intention, although it relates to the future, is a statement of existing fact). Αυτό εννοούσε ο δικαστής Bowen LJ με βάση το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση η οποία σημειώνω ότι αφορούσε αστική υπόθεση για εξαπάτηση (deceit):

 

“There must be a misstatement of an existing fact: but the state of a man's mind is as much a fact as the state of his digestion. It is true that it is very difficult to prove what the state of a man's mind at a particular time is, but if it can be ascertained it is as much a fact as anything else. A misrepresentation as to the state of a man's mind is, therefore, a misstatement of fact.”

 

127.    Δηλαδή μια ψευδής δήλωση ως προς την πρόθεση ενός προσώπου, ήτοι εκείνο το οποίο έχει στο μυαλό του τη δεδομένη στιγμή μπορεί να θεωρηθεί ψευδής παράσταση γεγονότος. Ωστόσο, στην απόφαση στην Dent κατέστη ξεκάθαρο ότι μια δήλωση για πρόθεση μελλοντικής συμπεριφοράς (promise / intention for future conduct) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ψευδής παράσταση για τους σκοπούς του Larceny Act, άρθρο 32:

 

“Whatever the position may be in civil cases, we are satisfied that a long course of authorities in criminal cases has laid it down that a statement of intention about future conduct, whether or not it be a statement of existing fact, is not such a statement as will amount to a false pretense in criminal law.”

 

128.    Μια δήλωση με αναφορά σε υφιστάμενο γεγονός, είτε γίνεται προφορικά, είτε γραπτά, δεν χρειάζεται να είναι ρητά εκπεφρασμένη, αλλά ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Νόμου το γεγονός ότι η δήλωση εύλογα και φυσιολογικά μπορεί να εξαχθεί από τον προφορικό ή γραπτό τρόπο με τον οποίο έγινε. Είναι, όμως, αναγκαίο όπως ο δράστης γνωρίζει ότι η παράσταση ήταν όντως ψευδής και να έχει την πρόθεση ο παραπονούμενος να προσδώσει σε αυτή τη δήλωση το νόημα που υποστηρίζει τις παραστάσεις για τις οποίες κατηγορείται.[14]  

 

129.    Στην R. v Dent γίνεται και ανάλυση των υποθέσεων που ο Κατηγορούμενος παρουσιάζεται ως έτοιμος και πρόθυμος να πληρώσει (ready and willing to pay), δηλαδή μιας παράστασης που αφορά το παρόν σε συνδυασμό με το μέλλον, και το συμπέρασμα το οποίο εξάγεται είναι ότι το κατά πόσον μπορεί να θεωρηθεί ψευδής παράσταση εξαρτάται από τις περιστάσεις της υπόθεσης:

 

“The words “ready and willing to pay” indicate the second qualification. Readiness and willingness to pay may suggest a statement about further conduct. It is clear from the authorities that the law does not seek to divide the future meticulously from the present. If a man says: “If you give me the goods now, I will hand over £10,” while as a matter of chronology payment follows after delivery, as a matter of business it is all one transaction. It has so far not been necessary to determine just where the dividing line between present and future is to be drawn. The reason for this is, we think, that there can in the nature of things be few promises intended to be performed immediately which do not import some statement about the promissor's readiness to perform, that is that he has an an existing fact the power and the means to perform his promise. If a man promises to pay £10 forthwith, he must imply that he has the money to hand; if he promises to pay in a week, his promise is consistent with the mere hope that he will within that period obtain the means to honour it. These considerations explain, we think, two cases much relied on by the prosecution. In R v Gordon (the case in which Wills J expressed the doubt to which I have already referred) the prosecution alleged that the prisoner obtained a promissory note by falsely pretending that he was prepared to pay £100 in exchange for it. Lord Coleridge CJ (23 QBD at p 359), said that it was objected “… that we must interpret the allegation that he was prepared to advance £100, as if it meant that he was ready to do so at some future time, and that it was a mere statement of his intention that at some time afterwards he would deliver the £100. I do not think that is the true interpretation of the pretence which is stated to be false … It appears to me that the ordinary meaning of the allegation is: 'I am now prepared to give you £100 if you will sign this paper. Here is £100, and when you sign that paper, which you will do in a moment, the £100 is yours'. That, apart from all question of existing state of mind, seems to me to be a false pretence of an existing fact—the existing fact stated being that the money was ready for the prosecutors on their signing the paper.”

This point about readiness depends of course on the circumstances of the case. It is not inevitably excluded by the fact that the promise is to do an act some time ahead, for the act may be one which makes it necessary to get ready some time before.”

 

130.    Στην Κύπρος Κυπριανού ν. ΑστυνομίαςΠοιν. Έφεση 318/2015, ECLI:CY:AD:2017:B285, 07.09.2017, το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθετώντας απόσπασμα από την Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861 παρατήρησε ότι:

 

«Μια παράσταση είναι ψευδής, όταν η παρουσίαση γεγονότος του παρελθόντος ή του παρόντος γίνεται με σκοπό την παράσταση του ως υπαρκτού, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται. Η έκφραση γνώμης ή υπόσχεση ή παράσταση ως προς την εκπλήρωση μια πράξης στο μέλλον, δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα της ψευδούς παράστασης. Για να θεωρηθεί μια παράσταση ως ψευδής θα πρέπει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην εν λόγω παράσταση να γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθής». 

 

131.    Επιπλέον, ως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Ιωάννου Μαργαρίτα κ.ά ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 417 και προηγουμένως στην Ευθυμίου (ανωτέρω),  η παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, συχνά συνοδευόμενη και από παράλληλες διαβεβαιώσεις εκπλήρωσης, αφ' εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει «παράσταση». Το ψευδές της παράστασης ανάγεται στην ίδια την εξαρχής πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις τις οποίες έδωσε.

 

132.    Στην υπόθεση Ζένιου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ. 65, κρίθηκε ότι  παράσταση, η οποία συνίστατο στο γεγονός πως οι κατηγορούμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να παραδώσουν δύο διαμερίσματα σε ανεγειρόμενη πολυκατοικία τους, ενώ γνώριζαν πως η πολυκατοικία δεν μπορούσε να αποπερατωθεί, ενέπιπτε στην έννοια του όρου ψευδής παράσταση.

 

133.    Στην υπόθεση Κυπριανού (ανωτέρω) κρίθηκε ότι η παράσταση του εφεσείοντα προς τους ΜΚ 5 και 6, ότι η μεζονέτα αρ. 6 ήταν ελεύθερη προς πώληση, συνεπώς υποκείμενη προς αγορά και σύναψη αγοραπωλητηρίου, με σκοπό να τους πείσει να προβούν στην εν λόγω πράξη, ενώ ο ίδιος γνώριζε ότι αυτή του η παράσταση ήταν ψευδής, καθότι η συγκεκριμένη μεζονέτα ανήκε ήδη σε άλλο πρόσωπο, ενέπιπτε στην έννοια του όρου της ψευδούς παράστασης.

 

134.    Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Γιώργος Σωτηρίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 172/2023, 26.03.2025 επικυρώθηκε η απόφαση του Κακουργιοδικείου στην οποία, μεταξύ άλλων, κρίθηκε ότι η παράσταση ότι θα επιστραφούν τα χρήματα στον Παραπονούμενο μόλις εγκριθεί η αίτηση δανείου που υπέβαλε ο Εφεσείων στην Τράπεζα Κύπρου, χωρίς να είχε υποβληθεί τέτοια αίτηση για δάνειο αποτελούσε ψευδή παράσταση. Δόθηκε αδιαμφισβήτητη μαρτυρία πρωτοδίκως από υπαλλήλους τράπεζας ότι δεν είχε υποβληθεί αίτηση δανείου και ότι ο Εφεσείων δεν είχε καν συμπληρώσει τα έγγραφα. Επίσης, θεωρήθηκε ως ψευδής παράσταση το ότι ο Εφεσείων είχε αναφέρει στους Παραπονούμενους ότι χρωστούσε χρήματα σε τοκογλύφους και ότι απειλούσαν την οικογένεια για να εξασφαλίσει χρήματα, χωρίς αυτό να είναι αλήθεια και εν γνώσει του ότι η δήλωση αυτή ήτο ψευδής.

 

(ii)          Γνώση του προσώπου που προβαίνει στην παράσταση

 

135.    Για να θεωρηθεί μια παράσταση ως ψευδής θα πρέπει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην εν λόγω παράσταση να γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθής.[15] Στο σύγγραμμα Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, 2015, αναφέρονται στη σελίδα 2313 τα ακόλουθα:

 

«The representation must be untrue or misleading. There is no express requirement of materiality in this respect in which it is untrue or misleading, either objectively or subjectively to the defendant».

 

          Και στη σελίδα 2314:

 

«The definition of "false" incorporated the requirement that the person making the representation knows that the representation is, or might be untrue or misleading. It is the defendant's actual knowledge that matters, not what he ought to have known, or what a reasonable person would have known».

 

136.    Δηλαδή αυτό το οποίο έχει σημασία είναι το κατά πόσον ο κατηγορούμενος στην πραγματικότητα γνωρίζει ότι η παράσταση είναι ή ενδέχεται να είναι αναληθής ή ψευδής και όχι το κατά πόσον όφειλε να γνωρίζει ή εάν ο μέσος λογικός άνθρωπος θα γνώριζε ότι η παράσταση είναι ψευδής.

 

(iii)          Ο Παραπονούμενος θα πρέπει να βασιστεί στη ψευδή παράσταση 

 

137.    Δεν είναι αρκετό να υπάρχει μια ψευδής παράσταση. Θα πρέπει  η Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει ότι η ψευδής παράσταση επενέργησε στο μυαλό του θύματος κατά τρόπο με τον οποίο τον έπεισε να αποξενωθεί τα αγαθά του. Θα πρέπει η μαρτυρία να καταδεικνύει ότι η ψευδής παράσταση επέδρασε στο μυαλό του προσώπου το οποίο εξαπατήθηκε και ότι ήταν αυτή που τον ώθησε, είτε πλήρως, είτε μερικώς, να αποξενωθεί την περιουσία του. Εάν ο Παραπονούμενος στηρίχθηκε στη δική του κρίση και όχι στην παράσταση τότε ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να καταδικαστεί.

 

138.    Τα συστατικά στοιχεία του επίδικου αδικήματος έχουν αναλυθεί στην απόφαση Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ v. Σιεγγέρη κ.ά., Ποινική Έφεση 121/2014, ημερομηνίας 16.12.2016, στην οποία αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι η απόκτηση αντικειμένου δυναμένου να κλαπεί, δια ψευδούς παραστάσεως, και με πρόθεση καταδολίευσης. Παρατήρησε ότι, για να αποδειχθεί το αδίκημα, θα πρέπει να διαφανεί ότι η απόσπαση έγινε επειδή η ψευδής παράσταση επενέργησε στο μυαλό του παραπονούμενου, ο οποίος, στηριζόμενος στην ψευδή παράσταση, πείστηκε να αποξενωθεί από την περιουσία του

 

139.    Είναι σχετικό με αυτό το θέμα επίσης το ακόλουθο απόσπασμα από τον Archbold, παρ. 1960, σελ. 717:

 

The inducement. It must be proved that the goods, etc. (a), named in the indictment, or some part of them… were obtained by means of the pretences alleged; in other words, the prosecution must prove that the alleged false pretence(s) operated on the mind of the person alleged to have been defrauded and induced him either wholly or in part to part with his money or property. … but proof that the false pretence operated on the mind of the prosecutor need not in every case be afforded by the direct evidence of a witness to that effect, if the facts are such that the alleged false pretence is the only reason which could be suggested as having been the operative inducement.”

 

(iv)         Η πρόθεση καταδολίευσης του Παραπονούμενου

 

140.    Εκτός από την ύπαρξη ψευδών παραστάσεων, η στοιχειοθέτηση του αδικήματος του άρθρου 298 του Κεφ. 154 προϋποθέτει την απόκτηση οποιουδήποτε πράγματος που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής ή την υποκίνηση κάποιου να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα με πρόθεση καταδολίευσης (intent to defraud).  

 

141.    Στην Ευθυμίου (ανωτέρω) τονίστηκε ότι το ψευδές της παράστασης, όπως και η πρόθεση καταδολίευσης για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος, ανάγεται στην εξ αρχής πρόθεση του κατηγορούμενου να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις στις οποίες προβαίνει και όχι στην εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Αναφέρθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα (ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Όμως η παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, και δη που έχουν κάποια έκταση σε αριθμό και χρόνο, συχνά συνοδευόμενη και από παράλληλες διαβεβαιώσεις εκπλήρωσης, αφ' εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει «παράσταση». Το ψευδές της παράστασης, όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης, που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη σε τέτοιες περιπτώσεις ανάγεται στην ίδια την εξ αρχής βέβαια πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει, όπως ήταν και η αποδιδόμενη στο κατηγορητήριο στον Εφεσείοντα πρόθεση.  Και τούτο διότι, για να θυμηθούμε το χαρακτηριστικότατο τρόπο που το έθεσε ο Bowen, L.J. (Edgington v. Fitzmaurice [1885] 29 Ch.D. 459, 483), "The state of a man´s mind is as much a fact as the state of his digestion". Το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι λοιπόν η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Η τέτοια υποκειμενική πρόθεση μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν, στο τέλος της ημέρας, την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη. Εδώ δεν θα μπορούσε να εξαχθεί με τη δέουσα ασφάλεια, από το γεγονός της, παρά την είσπραξη χρημάτων, μη τήρησης των υποσχέσεων του Εφεσείοντα και των διαβεβαιώσεων του ότι θα διευθετούσε το θέμα, συμπέρασμα εξ αρχής ψευδούς παράστασης και πρόθεσης καταδολίευσης.»

 

142.    Όπως προκύπτει από την Ευθυμίου (ανωτέρω), κρίσιμος χρόνος για να κριθεί τόσο η γνώση του κατηγορούμενου για το ψευδές της παράστασης όσο και η απαιτούμενη πρόθεση καταδολίευσης είναι ο χρόνος κατά τον οποίο αυτός προβαίνει στην εν λόγω παράσταση.

 

143.    Αναφορικά με το στοιχείο της πρόθεσης ή του σκοπού καταδολίευσης, επειδή αυτό δεν είναι πάντοτε δεκτικό θετικής και άμεσης μαρτυρίας, εφόσον ανάγεται αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία ενός προσώπου, μπορεί να αποδειχθεί με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που την αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Όπως αναφέρεται στον Archbold, παρ. 1961, η πρόθεση καταδολίευσης σε πολλές περιπτώσεις εξυπακούεται από τα γεγονότα: “ ... in many cases it may be inferred from the facts of the case … Where money is obtained by pretences that are, prima facie, false there is an intent to defraud … And prima facie everyone must be taken to intend the consequences of his acts…”

 

144.    Ωστόσο, αναφέρεται επίσης στην παράγραφο 1961, σελ. 717 στον Archbold : “But unless the intent is clear from the facts, the jury should be directed on the point, and told that an important element in the case is an intent to defraud”.

 

145.    Η πρόθεση / σκοπός καταδολίευσης κατά κανόνα τεκμαίρεται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. 

 

146.     Όπου η κατηγορούσα αρχή αποδεικνύει την ψευδή παράσταση και τη γνώση του κατηγορούμενου περί του ψεύδους, αυτό αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία της πρόθεσης καταδολίευσης, αλλά δεν είναι αρκετό αν τα γεγονότα δείχνουν ότι δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση.[16] Αν όμως η ψευδής παράσταση έγινε με ειλικρινή πεποίθηση ότι ήταν αληθινή, τότε αυτό δείχνει την έλλειψη της ύπαρξης πρόθεσης καταδολίευσης.

 

147.    Περαιτέρω, σε ότι αφορά το συστατικό στοιχείο της πρόθεσης καταδολίευσης με βάση τη σχετική αγγλική νομολογία, όπως αποκρυσταλλώθηκε στην υπόθεση Welham v. D.P.P. (1961) A.C.103, H.L. «πρόθεση καταδολίευσης» (intent to defraud) σημαίνει πρόθεση πρόκλησης ή κίνδυνο πρόκλησης βλάβης σε ένα πρόσωπο ως αποτέλεσμα εξαπάτησης. Στη Welham (ανωτέρω) αποσαφηνίσθηκε ότι η πρόθεση καταδολίευσης δεν περιορίζεται στην πρόκληση ή στον κίνδυνο πρόκλησης οικονομικής ζημιάς στο θύμα της απάτης, αλλά καλύπτει γενικά και οποιαδήποτε άλλη βλάβη στο θύμα, έστω και αν αυτή δεν είναι χρηματικής ή οικονομικής φύσεως (it extends generally to the purpose of fraud and deceit). Ο όρος πρόθεση καταδολίευσης (intent to defraud) αναλύεται επίσης στην Ioannou v. The Police (1985) 2 C.L.R. 14, όπου επιδοκιμάσθηκε η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου με αναφορά, μεταξύ άλλων αποφάσεων, και στη Welham (ανωτέρω). 

 

148.    Γίνεται παραπομπή στην Welham  και στην απόφαση του Λόρδου Denning με την οποία συμφώνησαν τα υπόλοιπα μέλη της Βουλής των Λόρδων και παρατίθεται, μεταξύ άλλων, το ακόλουθο απόσπασμα:

 

Put shortly, 'with intent to defraud' means, 'with intent to practise a fraud' on someone or other. It need not be anyone in particular someone in general will suffice. If anyone may be prejudiced in any way by the fraud, that is enough".

 

149.     Σε σχέση με την πρόθεση καταδολίευσης παραπέμπω επίσης και στην Georghiou v Republic (1984) 2 CLR 65, όπου επίσης γίνεται παραπομπή στην Welham.

 

150.    Στο σύγγραμμα Archbold 2015 criminal pleadingevidence and practice αναφέρονται και τα ακόλουθα σε σχέση με την έννοια του όρου «πρόθεση καταδολίευσης» στην παράγραφο 1762 σελ. 1979 με τίτλο «with intent to defraud or fraudulently» :

 

«"To defraud" or to act "fraudulently" is dishonestly to prejudice or to take the risk of prejudicing another's right, knowing that you have no right to do so: Welham v. DPP 1961 A.C. 103 HL.»

 

v.        Απόκτηση από άλλον οτιδήποτε το οποίο δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής ή υποκίνηση άλλου να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα.

 

151.    Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο Παραπονούμενος ως αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης πείστηκε να αποξενωθεί την περιουσία του. Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι οι ψευδείς παραστάσεις διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της απόφασης του Παραπονούμενου να αποδώσει την περιουσία του στον κατηγορούμενο. Συνήθως το στοιχείο αυτό αποδεικνύεται με άμεση μαρτυρία ωστόσο κατ’ εξαίρεση μπορεί να αποδειχθεί και με περιστατική μαρτυρία αν τα πραγματικά περιστατικά είναι τέτοια ώστε η προβαλλόμενη ως ψευδής παράσταση να είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο το θύμα θα μπορούσε να ενεργήσει όπως ενήργησε.[17]

 

152.    Η περιουσία πρέπει να ανήκει στον Παραπονούμενο και όχι σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Αν η περιουσία ουδέποτε πέρασε στην κατοχή του Παραπονούμενου ή να καταστεί, εν πάση περιπτώσει, ο Παραπονούμενος ιδιοκτήτης της δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα.

 

153.    Το ζήτημα αυτό τέθηκε στην R v Preddy [1996] 3 W.L.R. 255 η οποία αφορούσε το κατά πόσον μπορεί να υπάρξει κλοπή από τραπεζικό λογαριασμό. Το αποτέλεσμα όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα Smith & Hogan, Criminal Law, 13η έκδοση, σελ. 797-798, είναι ότι “D[efendant] has reduced or extinguished V[ictim’s] right to that payment from the bank … it is crucial to note that the particular thing in action obtained by D is not an item of property that previously belonged to V; the thing in action D obtains is his right to sue V’s bank”.

 

154.    Επειδή, τα χρήματα που είναι κατατεθειμένα σε λογαριασμό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκουν στον Παραπονούμενο αλλά πρόκειται περί ενός chose in action η μεταφορά τους από τον λογαριασμό του Παραπονούμενο σε άλλον λογαριασμό δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως απόκτηση εν τη εννοία του Νόμου περιουσίας η οποία ανήκει σε άλλον.

 

 

Ε. ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΣΤΙΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

           

         Παράσταση και το κατά πόσον ήταν ψευδής

 

155.    Η εν προκειμένω υπόθεση παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες. Ξεκινώντας από το κατά πόσον υπήρξε ψευδής παράσταση, ήτοι παράσταση γεγονότος παρελθόντος ή παρόντος, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

156.     Με βάση το κατηγορητήριο η ψευδής παράσταση είναι ότι η Κατηγορούμενη την 01.09.2019 προέβη στην ψευδή παράσταση προς τον  Παραπονούμενο ότι τον αγαπά και ότι θα συμβιώνει μαζί του.

 

157.    Μια δήλωση ότι η Κατηγορουμένη θα συμβιώνει μαζί με τον Παραπονούμενο στο μέλλον βεβαίως δεν μπορεί να αποτελέσει ψευδή παράσταση καθότι αφορά κάποια υπόσχεση για το μέλλον ή δήλωση για μελλοντική συμπεριφορά.  Η έκφραση γνώμης ή υπόσχεση ή παράσταση ως προς την εκπλήρωση μιας πράξης στο μέλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ψευδής παράσταση.[18] Η παράλειψη τήρησης υποχρεώσεων στο μέλλον δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη.[19]

 

158.    Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί η μελλοντική πρόθεση ως μέρος της ίδιας παράστασης με την παράσταση ότι αγαπούσε τον Παραπονούμενο όπως τις παραστάσεις του είδους «έχω στην κατοχή μου €100 και θα σε πληρώσω αμέσως» λόγω της φύσεως της υπόσχεσης, λόγω του ότι αφορά έναν αδιευκρίνιστο χρόνο στο μέλλον, αποτελεί μια μόνιμη κατάσταση και αφορά επίσης ζητήματα τα οποία ενδεχομένως ένα πρόσωπο να μην είναι σε θέση να ελέγξει και να προβλέψει.

 

159.    Όπως και στην R v Jennison (1862) (31 LJMC 146) στην οποία ο Κατηγορούμενος εξασφάλισε χρήματα από μια γυναίκα παριστάνοντας ψευδώς ότι δεν ήταν παντρεμένος και ότι είχε πρόθεση να την παντρευτεί στην οποία η παράσταση ότι ήταν ανύπαντρος θεωρείτο ως ψευδής παράσταση ενώ η δήλωση πρόθεσης να την παντρευτεί στο μέλλον από μόνη της δεν θεωρείται ως ψευδής παράσταση, έτσι και στην παρούσα περίπτωση η παράσταση που αφορά μελλοντική πρόθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί ψευδής παράσταση.

 

160.    Εάν εθεωρείτο ψευδής παράσταση η υπόσχεση ότι ένα ζευγάρι θα παραμείνει μαζί για πάντα τότε, κατ’ ουσίαν, θα υπήρχε ο κίνδυνος να δημιουργούν ποινική ευθύνη δηλώσεις έκφρασης συναισθημάτων σε μια δεδομένη στιγμή και να εκθέτουν το πρόσωπο σε ποινική ευθύνη εάν για οποιοδήποτε λόγο αποφασίσει να χωρίσει στο μέλλον. Το τέλος μιας σχέσης θα δημιουργεί ποινική ευθύνη για το πρόσωπο το οποίο σε κάποια χρονική στιγμή μπορεί να υποσχέθηκε πως ποτέ δεν θα χώριζαν, πράγμα το οποίο θα ήταν ιδιαίτερα σκληρό και ενδεχομένως παράλογο.

 

161.    Πρέπει να σημειωθεί ότι προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη γραπτή αγόρευση του Παραπονούμενου ότι έχει εγκαταλειφθεί η θέση πως η μελλοντική συμβίωση με τον Παραπονούμενο μπορεί να αποτελέσει ψευδή παράσταση.

 

162.    Ως προς την παράσταση ότι η Κατηγορούμενη αγαπούσε τον Παραπονούμενο, δέχθηκα τη μαρτυρία της Κατηγορούμενης επί τούτου και εξάχθηκε σχετικό εύρημα ότι η Κατηγορούμενη αγαπούσε τον Παραπονούμενο. Επομένως, δεν στοιχειοθετείται αυτό το συστατικό στοιχείο του αδικήματος επειδή δεν ήταν ψευδής η παράσταση. Πρέπει να σημειώσω ότι ούτε αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα οποιαδήποτε παράσταση την 01.09.2019 ή την 16.09.2019 για τους λόγους που επεξήγησα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας – επειδή απορρίφθηκε η μαρτυρία του Παραπονούμενου.

 

163.    Στην ουσία ο Παραπονούμενος προβάλλει ότι επειδή διακόπηκε η σχέση τους το 2021 σημαίνει πως η Κατηγορούμενη του είχε πει ψέματα δύο χρόνια προηγουμένως ότι τον αγαπούσε και ότι στην ουσία όσες φορές του είπε ή του έδειξε με τη συμπεριφορά της πως τον αγαπούσε του έλεγε ψέματα. Αυτό δεν μπορεί να ισχύει, ούτε και έχει αποδειχθεί.

 

164.    Τα μέρη είχαν μια σχέση, συζούσαν, έκαναν έρωτα και αντιμετώπιζαν μαζί τα προβλήματα τα οποία προέκυπταν. Η σχέση τους έκανε τον κύκλο της και διακόπηκε. Αυτό δεν αναιρεί το ότι η Κατηγορούμενη αγαπούσε τον Παραπονούμενο. Δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το ψεύδος της δήλωσης ότι τον αγαπούσε εκ του αποτελέσματος ήτοι λόγω του ότι διακόπηκε η σχέση τους.

 

165.     Ούτε και βεβαίως σημαίνει πως τα όσα πρόσφερε ο Παραπονούμενος στην Κατηγορούμενη ήταν επειδή αυτός εξαπατήθηκε. Όταν δύο πρόσωπα χωρίζουν δεν σημαίνει αυτόματα ότι ποτέ δεν υπήρξαν αισθήματα αγάπης μεταξύ τους. Ο Παραπονούμενος αυτό εισηγήθηκε όταν ανέφερε ότι τον έκανε να πιστέψει ότι υπήρχε κάτι που δεν υπήρχε, φράση την οποία τόνισε ο ευπαίδευτος συνήγορος του στις αγορεύσεις του. Εν προκειμένω, η Κατηγορούμενη εξήγησε τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να διακόψει τη σχέση τους και η μαρτυρία της επί τούτου δεν είχε αμφισβητηθεί.

 

166.    Σημειώνω επίσης ότι εν προκειμένω, για τους λόγους που εξηγώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Παραπονούμενου, δεν προσκομίστηκε σαφής μαρτυρία και συνεπακόλουθα δεν αποδείχθηκε πότε ακριβώς έγινε η παράσταση, αν ήταν πριν την μεταβίβαση του τροχόσπιτου, μετά, ή καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέσης τους. Το πότε έγινε η παράσταση εν τέλει δεν έχει σημασία καθότι δεν αποδείχθηκε το ψεύδος της παράστασης ότι η Κατηγορούμενη αγαπούσε τον Παραπονούμενο.

 

167.    Είναι και η φύση της παράστασης τέτοια που το καθιστά εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί ότι ένα πρόσωπο αγαπά ή δεν αγαπά το άλλο. Για να αποδειχθεί επίσης το αδίκημα προϋποτίθεται ότι όντως υπάρχει «αγάπη», και οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να αγαπήσουν πραγματικά κάποιον άλλο, ένα ερώτημα το οποίο τα Ποινικά Δικαστήρια ενδεχομένως να μην είναι στην καλύτερη θέση για να αποφασίσουν.  

 

168.    Με βάση το λεξικό Τριανταφυλλίδη η αγάπη είναι «η ψυχική διάθεση που κυριαρχείται από αισθήματα φιλίας, στοργής, συμπάθειας, τρυφερότητας, αφοσίωσης».  Σύμφωνα δε με τον Μπαμπινιώτη (Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Ε’ έκδοση) «αγάπη» σημαίνει «συναίσθημα που χαρακτηρίζεται από φιλική διάθεση και αγαθές προθέσεις, ανιδιοτελές και έντονο ενδιαφέρον ...2. στοργική αφοσίωση και συναισθηματικός δεσμός μεταξύ δύο προσώπων ... 4.(ειδικότ.) ο έρωτας μεταξύ δύο προσώπων ή η ερωτική τους σχέση...».  

 

169.    Με βάση τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και η οποία έγινε αποδεκτή υπήρχαν, τουλάχιστον από το 2017 μέχρι και τις 16.09.2019 μεταξύ των διαδίκων αισθήματα φιλίας, στοργής, συμπάθειας, τρυφερότητας, αλληλοϋποστήριξης, ανάλογα με της δυνατότητες του κάθε ενός, αφοσίωσης καθώς και συναισθηματικός δεσμός. Η Κατηγορούμενη συζούσε με τον Κατηγορούμενο, είχαν σεξουαλικές σχέσεις, περνούσε χρόνο με τα παιδιά του και ειδικότερα με την κόρη του, τον στήριξε σε δύσκολες για τον Παραπονούμενο στιγμές, ταξίδευαν και έκαναν σχέδια για το μέλλον. Σε κάποιες φάσεις η Κατηγορούμενη ξενύχτησε φροντίζοντας μέλη της οικογένειας τους. Επομένως, υπήρχαν τα στοιχεία και χαρακτηριστικά τα οποία επιμαρτυρούν την ύπαρξη μιας σχέσης αγάπης μεταξύ δύο ενηλίκων. Η δε οποιαδήποτε αμφιβολία καθώς και τυχόν φιλοσοφικής φύσης ερωτήματα ως προς την ύπαρξη αληθινής αγάπης θα πρέπει να επενεργήσουν υπέρ της Κατηγορούμενης.

 

170.    Κατά συνέπεια, ακόμα και αν έγιναν παραστάσεις ότι η Κατηγορούμενη αγαπούσε τον Παραπονούμενο, θεωρώ ότι δεν ήταν ψευδείς. Ακόμα και ψευδείς να ήταν δεν δόθηκε συγκεκριμένη μαρτυρία ως προς πότε έγινε η παράσταση όπως έχει προαναφερθεί. Υπενθυμίζω ότι η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να αποδείξει την παράσταση ως αναφέρεται στις λεπτομέρειες αδικήματος. Εν προκειμένω, δεν τέθηκε στις λεπτομέρειες ότι η παράσταση έγινε με συμπεριφορά ή ότι ήταν συνεχής, ή ότι έγινε σε απροσδιόριστο χρόνο μεταξύ δύο ημερομηνιών.

 

171.    Αν έγινε κατά την αγορά του τροχόσπιτου ως ισχυρίστηκε η Κατηγορούσα Αρχή, το γεγονός ότι τα μέρη χώρισαν δύο χρόνια μετά δημιουργεί τουλάχιστον λογική αμφιβολία ως προς το κατά πόσον θα μπορούσε να ήταν ψευδής η παράσταση. Αν η Κατηγορούμενη όντως ήθελε να τον εξαπατήσει και δεν είχε αισθήματα για αυτόν, ως ισχυρίστηκε ο Παραπονούμενος, γιατί να μείνει ακόμη δύο χρόνια αφού είχε πετύχει τον σκοπό της με την μεταβίβαση του τροχόσπιτου επ’ ονόματι της στις 16.09.2019;

 

Το κατά πόσον ο Παραπονούμενος βασίστηκε στη ψευδή παράσταση

 

172.    Επιπρόσθετα, διατηρώ τις αμφιβολίες μου ως προς το κατά πόσον ο Παραπονούμενος βασίστηκε στο ότι του είπε η Κατηγορούμενη πως τον αγαπά και ότι θα μείνει μαζί του, δηλαδή για το ότι η ψευδής παράσταση επενέργησε στο μυαλό του Παραπονούμενου κατά τρόπο με τον οποίο πείστηκε να αποξενωθεί τα αγαθά του.[20]

 

173.    Οι αμφιβολίες, μεταξύ άλλων, προκύπτουν από τις αναφορές του Παραπονούμενου κατά την μαρτυρία του, για παράδειγμα ότι χαρακτήρισε την Κατηγορούμενη ως «ασταθή», ότι δεν πρόσεχε την κόρη του, ότι έλειπε συνέχεια στο εξωτερικό αλλά ζητούσε πράγματα, ότι είχε εξαπατήσει και τον πρώην σύζυγο της και εξασφάλισε την μεταβίβαση επ ονόματι της της επιχείρησης του. Οι αναφορές του αυτές είναι ασυμβίβαστες με το ότι βασίστηκε  στην παράσταση της Κατηγορούμενης ότι τον αγαπούσε και ότι θα έμενε μαζί του.

 

174.    Ενδεικτικά παραπέμπω στην σελ. 15, πρακτικών 25.11.2024 όπου ο Παραπονούμενος ανέφερε: «Α. Οι ψευδείς παραστάσεις εννοώ ότι άρχισε η κυρία ότι πρέπει να αγοράσουμε το τροχόσπιτο, πρέπει να κάνουμε εκείνο να κάνουμε τούτο, συνέχεια έλειπε στο εξωτερικό, δεν μπορούσα να σκεφτώ. Τι θα πιστέψω; ...»  Από αυτό το απόσπασμα φαίνεται ότι ο ίδιος ο Παραπονούμενος διερωτάτο αν μπορούσε να πιστέψει τα όσα του ανέφερε η Κατηγορούμενη ενόψει του ότι συνέχεια έλειπε στο εξωτερικό.

 

175.    Περαιτέρω, οι αναφορές του αυτές τείνουν να καταδείξουν ότι ο Παραπονούμενος ενδεχομένως να ήθελε να πιστεύει και έπεισε τον εαυτό του ότι η Κατηγορούμενη τον αγαπά και ότι είχε σκοπό να μείνει μαζί του, αφού η εικόνα που είχε για την Κατηγορούμενη ήταν πως δεν ήταν άτομο πάνω στο οποίο μπορούσε να βασιστεί ή εν πάση περιπτώσει πρόσωπο με το οποίο θα περνούσαν μαζί το υπόλοιπο της ζωής τους. Επομένως, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το συστατικό στοιχείο ότι βασίστηκε στην παράσταση για να παραδώσει την περιουσία του στην Κατηγορούμενη.

 

Πρόθεση καταδολίευσης

 

176.    Δεδομένου του ότι δεν αποδείχθηκε το ψεύδος της παράστασης ούτε και η πρόθεση καταδολίευσης μπορεί να στοιχειοθετηθεί. Δεν προκύπτει από τα γεγονότα και τα ευρήματα του Δικαστηρίου ότι υπήρχε οποιαδήποτε πρόθεση καταδολίευσης από μέρους της Παραπονούμενης. Η μαρτυρία η οποία δόθηκε ότι ο Παραπονούμενος της έδινε τις τραπεζικές του κάρτες ή ότι έστειλε χρήματα στους συγγενείς της Κατηγορούμενης για να καταδείξει το ότι η Κατηγορούμενη εκμεταλλεύτηκε οικονομικά τον Παραπονούμενο δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει οποιαδήποτε πρόθεση για καταδολίευση. Το ότι η Κατηγορούμενη εν τέλει χώρισε με τον Παραπονούμενο και τον εγκατέλειψε ακόμα και αν θεωρηθεί ένοχη συμπεριφορά εκ των υστέρων, δεν μπορεί να εξισωθεί με εξαρχής πρόθεση να μην συζεί με τον Παραπονούμενο στο μέλλον ή με το ότι δεν τον αγαπούσε.

 

177.    Εν ολίγοις, ακόμα και αν υπήρχε εύρημα ότι ο Παραπονούμενος είχε αγοράσει το τροχόσπιτο δεν θα μπορούσε να υπάρξει καταδίκη επειδή δεν στοιχειοθετήθηκε ούτε ψευδής παράσταση, ούτε και το ότι βασίστηκε ο Παραπονούμενος σε αυτήν για να αποχωριστεί την περιουσία του αλλά ούτε και ότι η Κατηγορούμενη είχε εξαρχής την πρόθεση να τον καταδολιεύσει.

 

Απόκτηση από άλλον οτιδήποτε το οποίο δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής ή υποκίνηση του Παραπονούμενου να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα

 

178.    Αν υποθέσουμε ότι ήταν ο Παραπονούμενος ο οποίος έδωσε τα χρήματα για την αγορά του τροχόσπιτου, θεωρώ ότι δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα καθότι  το τροχόσπιτο ουδέποτε περιήλθε στην ιδιοκτησία του Παραπονούμενου.

 

179.    Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο Παραπονούμενος ως αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης πείστηκε να αποξενωθεί την περιουσία του. Η περιουσία πρέπει να ανήκει στον Παραπονούμενο και όχι σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Αν η περιουσία ουδέποτε πέρασε στην κατοχή ή στην ιδιοκτησία του Παραπονούμενου ή να καταστεί, εν πάση περιπτώσει, ο Παραπονούμενος ιδιοκτήτης της δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα.[21]  

 

180.    Ο κύριος Παυλίδης ανέφερε ότι το συστατικό αυτό στοιχείο έχει αποδειχθεί καθότι τα χρήματα ήταν του Παραπονούμενου. Θεωρώ ότι δεν ευσταθεί αυτή η θέση. Με βάση τις λεπτομέρειες του αδικήματος η Κατηγορούμενη απέκτησε το τροχόσπιτο όχι τα χρήματα για την αγορά αυτού. Ακόμα και αν ήταν το τίμημα για την αγορά του όμως θεωρώ ότι ούτε και σε αυτήν την περίπτωση θα στοιχειοθετείτο αυτό το συστατικό στοιχείο καθότι δεν είναι η Κατηγορούμενη που τα εισέπραξε.

 

181.    Εν προκειμένω δεν υπήρξε «απόκτηση» ή «παράδοση» του τροχόσπιτου στην Κατηγορούμενη από τον Παραπονούμενο εν τη εννοία του άρθρου 298 του ΠΚ. Ακόμα και αν δεχόμουν ότι η Κατηγορούμενη πήρε κρυφά τα κλειδιά από το παντελόνι του Παραπονούμενου, το γεγονός αυτό επειδή έλαβε χώρα δύο έτη μετά από την υποτιθέμενη παράσταση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόκτηση της περιουσίας αλλά ούτε και συνδέεται με την κατ’ ισχυρισμόν παράσταση.

 

182.    Στην παρούσα περίπτωση, με βάση τη μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή και οδήγησε στα σχετικά ευρήματα, το τροχόσπιτο μεταβιβάστηκε από την ΜΚ2 στην Κατηγορούμενη και υπογράφηκε το Τεκμήριο 9  από τον πωλητή και από την Κατηγορούμενη ως αγοραστή. Η μαρτυρία ότι ο Παραπονούμενος της το μεταβίβασε ή ότι απλώς εγγράφηκε το όνομα της ενώ ανήκε στον Παραπονούμενο συγκρούεται και με τον κανόνα ότι δεν επιτρέπεται εξωγενής μαρτυρία προς αντίκρουση, τροποποίηση της συμφωνίας (extrinsic evidence rule -  parole evidence rule).

 

183.    Γενικά επειδή δεν προσκομίστηκε σαφής μαρτυρία ως προς το πότε έγινε η παράσταση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να στοιχειοθετηθεί το ότι η περιουσία πέρασε στα χέρια της Παραπονούμενης λόγω της παράστασης.  

 

 

ΣΤ. ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

184.    Συμπερασματικά, δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία ότι στις 16.09.2019 όταν έγινε η μεταβίβαση του τροχόσπιτου στο όνομα της Κατηγορούμενης αυτή δεν αγαπούσε τον Παραπονούμενο και ότι είχε εξ αρχής την πρόθεση να τον εγκαταλείψει στο μέλλον. Οι διάδικοι είχαν μια σχέση η οποία διήρκησε σχεδόν πέντε χρόνια. Η μαρτυρία που δόθηκε ως προς το ψεύδος της παράστασης (ήτοι ότι δεν τον αγαπά) αφορά το έτος 2021 και όχι το 2019 όταν προέβη κατ’ ισχυρισμόν σε παράσταση η Κατηγορούμενη ότι τον αγαπά.

 

185.    Επομένως, κρίνω ότι δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι η Κατηγορούμενη με ψευδείς παραστάσεις έπεισε τον Παραπονούμενο όπως αποδεχθεί να εγγραφεί στο όνομα της το επίδικο τροχόσπιτο.

 

186.    Κατ’ ακολουθία των όσων προαναφέρθηκαν, η Κατηγορούμενη αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία την οποία αντιμετωπίζει.

 

187.    Αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας, σημειώνεται ότι σε ποινικές υποθέσεις η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την παροχή εξόδων δεν ασκείται όπως και στις πολιτικές υποθέσεις, που, κατά κανόνα, ακολουθεί το αποτέλεσμα. [22] Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην επιδικαστούν έξοδα υπέρ του επιτυχόντος διαδίκου. Επιδικάζονται έξοδα ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο υπέρ της Κατηγορούμενης και εναντίον του Παραπονούμενου.

 

 

Υπ. ___________________

Χ. Σατσιάς Προσ. Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΗΤΗΣ



[1] BITONIC LTD v. BΑNK OF MOSCOW-BANK JOINT STOCK COMPANY ΠΡΩΗΝ JOINT STOCK COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSCOW" (OPEN JOINT-STOCK COMPANY), Πολ. Εφ. 117/2018, 16.03.2022, Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490

[2] C & A Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273

[3] Νικολάου Νίκος ν. Aντώνη Παπαϊωάννου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1797

[4] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506

[5] Kadis v. Nicolaou (1986) 1 C.L.R 212, 216, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 45

[6] Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614

[7] ίδετε Frederickou Schools Co. Ltd κ.α. v. Acuac Inc (2002) 1 ΑΑΔ 1527

[8] ίδετε Ηλιάδης & Σάντης, Το Δίκαιο της Απόδειξης, 1η έκδοση, σελ. 720

[9] Adidas Sportshuhfabriken Ad Dassler KG v. The Jonitexo Limited (1987) 1 Α.Α.Δ. 383

[10] Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640

[11] Archbold, ανωτέρω, παρ. 1945: ...a person fraudulently represents as an existing fact that which is not an existing fact…”)

[12] Archbold, παρ. 1956 – “Form of pretence: It is not necessary that the pretence should be by words; the conduct and acts of the party will be sufficient, without any verbal or written representation.”)

[13] Smith & Hogan, Criminal Law, 11th edn., σελ. 743

[14] Archbold, ανωτέρω, παρ. 1956, σελ. 716

[15] Κύπρος Κυπριανού, ανωτέρω

[16] RvKritz (1949) 2 ALL E.R. σελ. 406

[18] Ευθυμίου και Dent ανωτέρω

[19] Μαργαρίτα Ιωάννου, ανωτέρω

[20] Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ v. Σιεγγέρη κ.ά., ανωτέρω

[21] R v Preddy, ανωτέρω

[22] Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232 και Κ.Ο.Τ. ν. Χαραλάμπους (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 603


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο