ΘΕΑΝΩΣ ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΖΙΒΑΝΑΡΗ ν. ΜΑΡΙΟΥ ΧΑΛΛΟΥΜΑ κ.α., Αγωγή αρ.: 771/2022, 19/2/2025
print
Τίτλος:
ΘΕΑΝΩΣ ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΖΙΒΑΝΑΡΗ ν. ΜΑΡΙΟΥ ΧΑΛΛΟΥΜΑ κ.α., Αγωγή αρ.: 771/2022, 19/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Ε.Δ.

Αγωγή αρ.: 771/2022

 

ΘΕΑΝΩΣ ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΖΙΒΑΝΑΡΗ

Ενάγουσα

-και-

 

1.    ΜΑΡΙΟΥ ΧΑΛΛΟΥΜΑ

2.    Μ. ΧΑΛΛΟΥΜΑΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΛΤΔ

Εναγόμενοι

 

Ημερομηνία: 19 Φεβρουαρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα/ Αιτήτρια: κα Γ. Λουκαϊδου, για Χρ. Π. Μιτσίδης & Σια ΔΕΠΕ

Για τους Εναγόμενους/ Καθ’ ων η Αίτηση: κα Μ. Χριστοφή για M. Violares LLC

 

Ενδιάμεση Απόφαση

(στην αίτηση ημερ. 18.12.2023 για τροποποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος και της Έκθεσης Απαίτησης)

 

Εισαγωγή

 

Με την υπό κρίση Αίτηση, η Ενάγουσα – Αιτήτρια (στο εξής «η Ενάγουσα») επιζητεί την τροποποίηση του Κλητηρίου Εντάλματος και της Έκθεσης Απαίτησης που καταχώρησε στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής. Δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια τα αιτητικά της υπό εξέταση Αίτησης αφού κάτι τέτοιο θα αποτελούσε έργο αχρείαστο για τους σκοπούς της παρούσας. Αρκούμαι απλά να αναφέρω ότι μέσω των αιτούμενων τροποποιήσεων, η Ενάγουσα επιθυμεί να παραθέσει ολόκληρες τις επίδικες κατ’ ισχυρισμόν δυσφημιστικές δημοσιεύσεις (ηλεκτρονικά μηνύματα) ημερομηνίας 17.3.2022 και 18.3.2022, καθότι όταν καταχώρησε την παρούσα αγωγή και την Έκθεση Απαίτησης, δικογράφησε αυτούσιες μόνο τις λέξεις και/ή φράσεις και/ή σχόλια αυτών (των δημοσιεύσεων), τα οποία, κατά την ίδια, είναι δυσφημιστικά.

 

Η νομική βάση της υπό κρίση Αίτησης και η Ένορκη Δήλωση που την υποστηρίζει

 

Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς, Δ.2 θ. 3, Δ.25 θθ.1(3), 2, 3, 4, 5 και 6, την Δ.48 θ.1-3 και 9, την Δ.57 και την Δ.64 θ. 1.

 

Την Αίτηση υποστηρίζει ένορκη δήλωση της δικηγόρου Α. Μιτσίδου (στο εξής «η ομνύουσα»), η οποία εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Ενάγουσα, στην οποία αυτή αναφέρει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από την Ενάγουσα για να προβεί σε αυτήν. Επί της ουσίας, η ομνύουσα αναφέρει ότι κατά το χρόνο σύνταξης του κλητηρίου εντάλματος και της Έκθεσης Απαίτησης, που καταχωρήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, τελούσε υπό την αντίληψη ότι ήταν αρκετό να αναφερθεί στα ουσιώδη γεγονότα που θεμελίωναν την βάση αγωγής της Ενάγουσας, ως επίσης και στις ακριβείς λέξεις που συνιστούν την κατ’ ισχυρισμόν δυσφήμιση. Επομένως, ισχυρίζεται ότι εκ παραδρομής και/ή ένεκα καλόπιστου λάθους, κατά τη σύνταξη των πιο πάνω δικογράφων, παρέλειψε να καταγράψει ολόκληρο το κείμενο των επίδικων δημοσιεύσεων - ηλεκτρονικών μηνυμάτων (που περιέχουν τις εν λόγω κατ’ ισχυρισμόν δυσφημιστικές λέξεις και/ή φράσεις). Επίσης, ισχυρίζεται ότι ο λόγος που η υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε αφότου καταχωρήθηκε η Κλήση για Οδηγίες στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, είναι διότι, μετά το κλείσιμο των δικογράφων, τα μέρη πραγματοποίησαν συνάντηση, με σκοπό την συζήτηση πιθανής εξώδικης διευθέτησης της παρούσας υπόθεσης, εξού και η ίδια θεώρησε ορθό να μην προχωρήσει σε κάποιο άλλο διάβημα, κατ’ εκείνο το στάδιο, μέχρις ότου διαφανεί κατά πόσο οι εν λόγω συζητήσεις θα καρποφορούσαν. Περαιτέρω, η ομνύουσα αναφέρει ότι η ίδια απουσίαζε για μεγάλο χρονικό διάστημα από την εργασία της, για λόγους υγείας και, ότι, κατ’ εκείνο τον χρόνο το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Ενάγουσα καταχώρησε την Κλήση για Οδηγίες, στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, ούτως ώστε να μην παρέλθει η προθεσμία που θέτει η Δ.30 για την καταχώρηση της. Είναι, τέλος, η θέση της ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν επηρεάζουν τα συμφέροντα των Εναγομένων/ Καθ’ ων η Αίτηση, ούτε θα επιφέρουν οποιαδήποτε αδικία σε αυτούς, αλλά ούτε τους τοποθετούν σε δυσμενέστερη θέση από αυτήν που θα βρίσκονταν εάν το κλητήριο ένταλμα και η Έκθεση Απαίτησης καταχωρούντο, ορθά, εξ αρχής.

 

Η Ένσταση και η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει

 

Η υπό εξέταση Αίτηση προσέκρουσε την Ένσταση των Εναγομένων - Καθ’ ων η Αίτηση (στο εξής «οι Εναγόμενοι»), με την οποία αυτοί προβάλλουν 6 συνολικά λόγους ένστασης ως προς το γιατί η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Είναι η θέση τους, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε και από το περιεχόμενο της αγόρευσης της συνηγόρου τους (βλ. Στέλιος Σάββα και Υιοί Λιμιτεδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή αρ. 1/2019, απόφαση ημερ. 28.5.2020), ότι (α) δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της Δ.25 θ. 1(3) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για σκοπούς έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, καθότι τα όσα επιθυμεί η Ενάγουσα τώρα να εισαγάγει δεν αφορούν είτε εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, είτε νέα γεγονότα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, και (β) ότι η υπό κρίση Αίτηση υποβλήθηκε και/ή προωθήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση και/ή χωρίς να στοιχειοθετηθεί η καθυστέρηση που επιδείχθηκε στην καταχώρηση της και/ή, εν πάση περιπτώσει, η αναγκαιότητα των αιτούμενων τροποποιήσεων θα έπρεπε να ήταν γνωστή στην Ενάγουσα εξ αρχής και/ή από την καταχώρηση της παρούσας αγωγής και, επομένως, τυχόν αίτημα τροποποίησης θα έπρεπε να είχε επιδιωχθεί σε προγενέστερο στάδιο και/ή τουλάχιστον πριν την καταχώρηση της Κλήσης για Οδηγίες. Την Ένσταση υποστηρίζει ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 1 (στο εξής «ο ομνύοντας»), ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος και από την Εναγόμενη 2 για να προβεί σε αυτήν, και στην οποία αυτός επαναλαμβάνει, πλην όμως με περισσότερη λεπτομέρεια και επιχειρηματολογία, τους πιο πάνω λόγους ένστασης.

 

Ακροαματική διαδικασία

 

Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ενόρκου δηλώσεως του και αμφότερες οι πλευρές ετοίμασαν και παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει όπου αυτό κριθεί απαραίτητο κατωτέρω.

 

Νομική Πτυχή

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένου ότι η παρούσα αγωγή έχει καταχωρηθεί στις 2.4.2022, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμόζεται η Δ.25, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την έκδοση του Διαδικαστικού Κανονισμού 2/2015 (ΕΕΔ 4098) ημερ. 13.5.2015.

 

Ειδικότερα, η νέα Δ.25 καθορίζει με λεπτομέρεια σε ποιο στάδιο της διαδικασίας μπορεί να γίνει τροποποίηση ενός δικογράφου και υπό ποιες προϋποθέσεις. Η νέα Δ.25 θ.1 έχει ως ακολούθως[1]:

 

«1. (1) [……...]

 

(2) [………..]

 

(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης[2]

 

Είναι εμφανές από τα πιο πάνω ότι, στο στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο ζητείται η επίδικη τροποποίηση, δηλαδή μετά την Κλήση για Οδηγίες, δεν επιτρέπεται η τροποποίηση δικογράφων εκτός κατ' εξαίρεση και αφού προηγηθεί η παραχώρηση σχετικής άδειας του Δικαστηρίου. Επομένως, η παλαιότερη νομολογία, που αφορούσε την καταργηθείσα Δ.25, η οποία παρείχε ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να εγκρίνει τροποποιήσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, δεν μπορεί πλέον να έχει ιδιαίτερη χρησιμότητα αναφορικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή της νέας Δ.25.

 

Στην ουσία, έχει εισαχθεί μια νέα τάξη πραγμάτων, στην οποία το Δικαστήριο, στην περίπτωση που έχει εκδοθεί Κλήση για Οδηγίες, για να επιτρέψει την τροποποίηση, πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχει μία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται στη Δ.25 θ. 1(3), ήτοι (α) το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στην σύνταξη της δικογραφίας ή (β) να έχουν προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας.

 

Από την έρευνα στην οποία έχω προβεί, δεν φαίνεται οι πρόνοιες της νέας Δ.25 να έχουν απασχολήσει ακόμα το Ανώτατο Δικαστήριο. Έχουν, ωστόσο, τύχει ερμηνείας από πρωτόδικα Δικαστήρια, και παρά το μη δεσμευτικό των όποιων σχετικών κρίσεων, θεωρώ ότι η συνοπτική αναφορά σε αυτές είναι βοηθητική.

 

Στην Αγωγή αρ. 41/2015 Ανδρέας Αβρααμίδης ν. Σπύρος Αρότης - Έλενα Αρότη και συνεργάτες, απόφαση ημερ. 11.5.2016ερμηνεύθηκε το καλόπιστο λάθος ως απλά εσφαλμένη σύνταξη ή εκτυπωτική πλημμέλεια, αλλά όχι προσθήκη νέων ισχυρισμών που ανατρέπουν την βάση της αγωγής. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:

 

«Όπως και αν εξετάσει κανείς τα πιο πάνω αδύνατο είναι να μην διαπιστώσει ότι δεν συνιστούν καλόπιστο λάθος στη σύνταξη του δικογράφου. Σε αυτό το πλαίσιο το δικαστήριο δεν έχει απεριόριστη εξουσία να δεχτεί προσθήκη νέου γεγονότος. Η έγκριση του αιτήματος εξαρτάται από απόδειξη σφάλματος στη σύνταξη του δικογράφου. Φερ' ειπείν εκεί όπου μια ημερομηνία αναγράφηκε λανθασμένα ή καθόλου, ο κανονισμός επιτρέπει απάλειψη του σχετικού σφάλματος. Πλείστες τούτων των περιπτώσεων δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά εκτυπωτική πλημμέλεια. Τονίζω το γεγονός ότι ο συντάκτης του κανονισμού συναρτά το λάθος με τη σύνταξη του δικογράφου. Εν ολίγοις, καλόπιστο σφάλμα άσχετο με τη σύνταξη τούτου, λόγου χάριν επειδή ο διάδικος αντιλήφθηκε καθυστερημένα κάποιο γεγονός, παρ' ότι καλόπιστο δεν είναι ικανό να υποστυλώσει το αίτημα».

 

Ίδια γραμμή ακολουθήθηκε και στην Αγωγή αρ. 911/2016 Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ ν. Χλόης Ιωάννου Νεοφύτου κ.α., απόφαση ημερ. 28.7.2017Στην εν λόγω υπόθεση, ο Αιτητής επικαλέστηκε το καλόπιστο λάθος και/ή την αβλεψία λόγω αλλαγής του δικηγόρου του για τις αιτούμενες τροποποιήσεις, και αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Τόσο το περιεχόμενο της προτεινόμενης Έκθεσης Υπεράσπισης όσο και της Ανταπαίτησης δεν μπορεί να αφορούν καλόπιστο λάθος κατά τη σύνταξη της Έκθεσης Υπεράσπισης αφού με την αίτηση επιζητείται μια ριζική τροποποίηση. Καλόπιστο λάθος θα ήταν μια μικρή παράλειψη ή ασάφεια και όχι προσθήκη ισχυρισμών σε τέτοια έκταση».

  

Επίσης, στην Αγωγή αρ. 15/2017 Αrizona Trading Ltd ν. Μοντεξυλ Λτδαπόφαση ημερ. 31.5.2018, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα, αναφορικά με την ερμηνεία που πρέπει να δίδεται στο λεκτικό της Διαταγής 25, σε σχέση με το «καλόπιστο λάθος»:

 

«….η τροποποίηση δικογράφου είναι πλέον η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Συνακόλουθα δεν μπορεί πλέον να επιτραπεί τροποποίηση με τη διαπίστωση έλλειψης κακοπιστίας, ως εισηγούνται οι Αιτητές. Πλέον, για να είναι εφικτή η τροποποίηση, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η σκοπούμενη τροποποίηση στοχεύει στη διόρθωση «εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας». Δηλαδή το υπό διόρθωση λάθος θα πρέπει να είναι καλόπιστο και να οφείλεται σε παραδρομή στη σύνταξη της δικογραφίας. Δηλαδή η έννοια του λάθους, που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο τροποποίησης, προσδιορίζεται από το λεκτικό της δικονομικής διάταξης, ως οφειλόμενο σε παραδρομή και σχετιζόμενο με τη σύνταξη της δικογραφίας».

  

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, προχωρώ ευθύς αμέσως να εξετάσω την υπό κρίση Αίτηση. Σημειώνω εδώ ότι σκοπός της παρούσας απόφασης δεν είναι να καταγράψω εξαντλητικά όλες τις περιπτώσεις εκείνες που μπορούν να ενταχθούν στην έννοια του όρου «εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας», αλλά ούτε και εκείνες που εκφεύγουν τούτου. Εξού και η όποια κατωτέρω κρίση μου, αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα, περιορίζεται στα περιστατικά που περιβάλλουν την υπό κρίση Αίτηση και μόνο.

 

Ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, είναι η θέση της πλευράς των Εναγομένων ότι, στην παρούσα περίπτωση, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η Δ.25 για σκοπούς έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, καθότι, καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, δυνάμει της Δ.25 θ. 1(3), δεν συνιστά την προσθήκη ουσιωδών ισχυρισμών στο δικόγραφο, αλλά αφορά μόνο λεκτικές ασάφειες, τυπογραφικά και/ή λεκτικά και/ή αριθμητικά λάθη, κάτι που, εν προκειμένω, δεν ισχύει. Επίσης, πλην όμως συναφώς, είναι η θέση τους ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις σχετίζονται με γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα και ήταν γνωστά στην Ενάγουσα πολύ πριν την καταχώρηση της παρούσας αγωγής και, επομένως, ούτε η έτερη προϋπόθεση της Δ.25 θ. 1(3) πληρούται.

 

Έχω μελετήσει τις επιδιωκόμενες τροποποιήσεις, αλλά και τα όσα επικαλείται η πλευρά των Εναγομένων αναφορικά με τις προϋποθέσεις της Δ.25 θ. 1(3) και κρίνω, εξ αρχής, ότι τα όσα προβάλλουν δεν ευσταθούν, για τους λόγους που εξηγώ ευθύς αμέσως. Είναι γεγονός ότι τόσο στο κλητήριο ένταλμα όσο και στην Έκθεση Απαίτησης που καταχωρήθηκε εκ μέρους της Ενάγουσας, δεν καταγράφηκαν αυτούσιες οι επίδικες δημοσιεύσεις (ηλεκτρονικά μηνύματα), αλλά από αυτές καταγράφηκαν μόνο οι κατ’ ισχυρισμόν δυσφημιστικές λέξεις και/ή φράσεις και/ή σχόλια που αφορούν το πρόσωπο της. Εντούτοις, σημειώνω ότι, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση πουθενά δεν αναφέρει η ομνύουσα ότι ο λόγος που δεν κατέγραψε αυτούσιες τις εν λόγω δημοσιεύσεις είναι ότι γνώριζε ότι τούτες έπρεπε να δικογραφηθούν και/ή παρατεθούν κατά τον τρόπο αυτό και παρά ταύτα η πλευρά της Ενάγουσας επέλεξε, κατά τον δεδομένο χρόνο, να μην το πράξει. Εξάλλου, ούτε από πλευράς των Εναγομένων προβάλλεται η οποιαδήποτε θέση που θέλει τους συνήγορους της Ενάγουσας, να γνώριζαν ότι οι επίδικες δημοσιεύσεις έπρεπε να παρατεθούν αυτούσιες και, εντούτοις, παρέλειψαν, εσκεμμένα, να πράξουν τούτο. Τουναντίον, είναι εμφανές, εν προκειμένω, ως και η ομνύουσα (στην υπό κρίση Αίτηση) ουσιαστικά αναφέρει, ότι, κατά το χρόνο σύνταξης των δικογράφων της παρούσας αγωγής, οι συνήγοροι της Ενάγουσας τελούσαν υπό την αντίληψη και/ή πεπλανημένη αντίληψη ότι η καταγραφή των κατ’ ισχυρισμόν δυσφημιστικών λέξεων και/ή φράσεων ήταν αρκετή για να διαφανεί κατά πόσο οι επίδικες δημοσιεύσεις είναι δυσφημιστικές για το πρόσωπο της τελευταίας. Επομένως, είναι ξεκάθαρο ότι η μη καταγραφή αυτούσιων και ολόκληρων των επίδικων δημοσιεύσεων αποτέλεσε εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος κατά τη σύνταξη των εν λόγω δικογράφων, από πλευράς της Ενάγουσας, στη βάση της άγνοιας της πλευράς της (και δη των δικηγόρων της) ως προς την σχετική νομολογιακή επιταγή[3], και όχι λάθος το οποίο ήταν εις γνώση της, κατά το χρόνο σύνταξης της δικογραφίας, και το οποίο κατ’ επιλογήν της και/ή εσκεμμένα επέλεξε να πράξει.

 

Τα όσα δε προβάλλονται εκ μέρους των Εναγομένων περί του ότι το καλόπιστο λάθος κατά τη σύνταξη της δικογραφίας δεν αφορά γεγονότα τα οποία ήταν εις γνώση της άλλης πλευράς κατά τον εν λόγω χρόνο (δηλαδή τον χρόνο σύνταξης της δικογραφίας) και παρέλειψε να τα αναφέρει, ενώ, ως ζήτημα αρχής με βρίσκουν σύμφωνη, εντούτοις, εν προκειμένω, δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την περίπτωση όπου, μέσω των αιτούμενων τροποποιήσεων, η Ενάγουσα επιχειρεί να παραθέσει περαιτέρω και/ή επιπρόσθετα γεγονότα για σκοπούς στοιχειοθέτησης της αγωγής της. Εκείνο το οποίο επιχειρείται μέσω των αιτούμενων τροποποιήσεων είναι απλώς να παρατεθούν οι επίδικες δημοσιεύσεις αυτούσιες και ολόκληρες και όχι μόνο, αποσπασματικά, οι κατ’ ισχυρισμόν δυσφημιστικές λέξεις, φράσεις και/ή σχόλια, προς συμμόρφωση με την επιταγή της σχετικής νομολογίας. Επομένως, είναι εμφανές ότι η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις όπου πρόθεση της Ενάγουσας είναι να προστεθούν νέοι ισχυρισμοί και γεγονότα, τα οποία ήταν εις γνώση της, κατά το χρόνο σύνταξης του κλητηρίου εντάλματος και της Έκθεσης Απαίτησης της, εφόσον το γεγονός της ύπαρξης των επίδικων δημοσιεύσεων, μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων και/ή επιστολών ημερομηνίας 17.3.2022 και 18.3.2022, είναι ήδη δικογραφημένο από πλευράς της.

 

Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, σε ότι αφορά τον ισχυρισμό των Εναγομένων περί προσθήκης, μέσω των αιτούμενων τροποποιήσεων, ενός εντελώς καινούριου δυσφημιστικού κειμένου και/ή δημοσίευσης, με κάθε σεβασμό, τούτος δεν ευσταθεί. Είναι εμφανές, από το περιεχόμενο της υπό κρίση Αίτησης, ότι οι δημοσιεύσεις που επιθυμεί η Ενάγουσα να παρατεθούν αυτούσιες είναι αυτές ημερομηνίας 17.3.2022 και 18.3.2022, για τις οποίες έχει ήδη δικογραφήσει την ύπαρξη τους και αναφορικά με τις οποίες, αποσπασματικά, ήδη δικογραφεί τις λέξεις και/ή φράσεις που θεωρεί ότι είναι δυσφημιστικές για την ίδια. Επομένως, είναι ξεκάθαρο ότι με τις αιτούμενες τροποποιήσεις δεν επιχειρείται η προσθήκη οποιασδήποτε νέας δημοσίευσης και/ή οποιασδήποτε δημοσίευσης πέραν από αυτών επί των οποίων ήδη η Ενάγουσα βασίζει την απαίτηση της και τις όποιες αιτούμενες θεραπείες στην παρούσα αγωγή.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω τον παράγοντα καθυστέρηση στην προώθηση μιας αίτησης, ως η υπό εξέταση.

 

Στην υπόθεση Ταξί Κυριάκος ν. Ανδρέα Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560, λέχθηκε ότι, «όσο φιλελεύθερη και αν δικαιολογείται να είναι η προσέγγιση, το ζήτημα εξακολουθεί να υπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Γνώμονας για την άσκηση αυτής της διακριτικής εξουσίας είναι το σύνολο των περιστατικών και η εισήγηση των εφεσείοντων, στην έκταση που την θέλει να ασκείται μόνο με αναφορά στο επανορθώσιμο των συνεπειών της τροποποίησης, ανεξάρτητα δηλαδή από οτιδήποτε άλλο, δεν μας βρίσκει σύμφωνους».

 

Παρομοίως, στην υπόθεση C&Α  Pelekanos Associates Ltd ν. Ανδρέα Πελεκάνου (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 2075, με παραπομπή και στα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon ν. Νίκου Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, σημειώθηκε ότι, εκεί που παρατηρείται καθυστέρηση και αργοπορία στην εκδήλωση του διαβήματος για άδεια τροποποίησης διά προσθήκης ισχυρισμών για τους οποίους υπήρχε δυνατότητα προώθησης τους σε προηγούμενο στάδιο, θα πρέπει ο αιτητής να εξηγεί ικανοποιητικά την παράλειψη του αυτή. Στη βάση δε του δεδομένου που ίσχυε σε εκείνη την περίπτωση και δη του γεγονότος ότι οι εφεσείοντες δεν προσδιόρισαν τον χρόνο κατά τον οποίο περιήλθαν στην κατοχή και γνώση τους τα έγγραφα (το περιεχόμενο των οποίων δικαιολογούσε, κατά τους ίδιους, την προώθηση της αίτησης τροποποίησης), το Δικαστήριο έκρινε ότι η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην προώθηση του επίδικου αιτήματος, δεν δικαιολογήθηκε. Έκρινε δε την παράλειψη αυτή ως καθοριστική και επί αυτής της βάσης απέρριψε την αίτηση. Το Ανώτατο Δικαστήριο αναφερόμενο στον τρόπο που αντιμετώπισε το ζήτημα το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ανέφερε τα εξής: «Η πρωτόδικη κατάληξη ότι δεν δόθηκε ικανοποιητική εξήγηση για την καθυστέρηση είναι, μέχρι του σημείου που εκτείνεται ορθή».

 

Με το ίδιο σκεπτικό, και δη της απουσίας εξήγησης αναφορικά με το γιατί η προτεινόμενη τροποποίηση δεν προβλήθηκε εξ αρχής ή σε προγενέστερο, του σταδίου που επιχειρείται, χρόνο, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως ήταν τότε, κύριος Πικής, απέρριψε αίτηση τροποποίησης της Υπεράσπισης στην υπόθεση Kallice Holding Co Ltd ν. MTR Metals(Overseas) Ltd, Αρ. 1 (1996) 1 Α.Α.Δ. 162.

 

Στην υπόθεση A. Xατζηλαμπρή ν. Πετεινού (2010) 1Β Α.Α.Δ. 1022, το Ανώτατο Δικαστήριο, αναφερόμενο ειδικά στην πάροδο του χρόνου από τη μέρα της καταχώρησης του Κλητήριου Εντάλματος, μέχρι και τη μέρα υποβολής της αίτησης τροποποίησης, σημείωσε τα εξής σχετικά:  «κατά την άποψη μας, η καθυστέρηση των 2 1/2 χρόνων από την ημέρα καταχώρησης του κλητήριου εντάλματος, μέχρι την υποβολή της πρώτης αίτησης τροποποίησης που απορρίφθηκε και των 4 1/2 χρόνων μέχρι την υποβολή της δεύτερης αίτησης, ήταν ένας ακόμη ισχυρός παράγοντας για απόρριψη της αίτησης, ανεξάρτητα από τη γενική πρόνοια των θεσμών ότι η τροποποίηση μπορεί να επιτραπεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η καθυστέρηση όχι μόνο δεν δικαιολογήθηκε, αλλά εμφανώς παραβίαζε το θεμελιώδες δικαίωμα του αντίδικου, για εκδίκαση της υπόθεσης του μέσα σε εύλογο χρόνο. Η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά την άποψη μας, ασκήθηκε ορθά με γνώμονα πρωτίστως τα συμφέροντα της δικαιοσύνης».

 

Τέλος, το Ανώτατο Δικαστήριο, στην υπόθεση Αρτέμιος Παπαχρυσοστόμου ν. Κώστας Γρηγοριάδης και Συνέταιροι κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 817,  αναφερόμενο, ειδικά, στον τρόπο που προσέγγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο την αίτηση, σημείωσε ότι «δεν έχουμε διαπιστώσει οτιδήποτε μεμπτό στην πρωτόδικη απόφαση. Τόσο η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων επέδειξε υπέρμετρη καθυστέρηση στη λήψη διαβημάτων για τροποποίηση του δικογράφου του, όσο και η κατάληξη ότι η εν λόγω παράλειψη του ουδόλως αιτιολογήθηκε, μας βρίσκει σύμφωνους. Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι ο λόγος καθυστέρησης από μόνος του δεν συνιστά κατ' ανάγκη αιτία για απόρριψη αίτησης για τροποποίηση, ούτε και ότι το γεγονός της καθυστέρησης δεν εξισούται κατ' ανάγκη με κακοπιστία. Ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός και συνιστά έναν από τους πολλούς παράγοντες που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, συνεκτιμάται δε σαν λογική απόρροια του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. (Bold Astor Manufactory (πιο πάνω) και Clive Preece (πιο πάνω)). Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αργοπορία του εφεσείοντα να επιδιώξει τροποποίηση του δικογράφου του, προβάλλει ανάγλυφη μέσα από το ιστορικό των γεγονότων που περιβάλλουν το θέμα. Η αγωγή εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου αναμένοντας εκδίκαση για 7 και πλέον χρόνια. Μετά από μια σειρά ανησυχητικών εξελίξεων, στα πλαίσια των οποίων η εκδίκαση της υπόθεσης οδηγείτο από αναβολή σε αναβολή, εξελίξεις για τις οποίες η πλευρά του εφεσείοντα δεν είναι απαλλαγμένη ευθυνών, η υπόθεση ορίστηκε τελικά για ακρόαση στις 13/01/09, ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η ακρόαση. Ενδεικτικό της συμπεριφοράς του εφεσείοντα συνιστά το γεγονός ότι ενώ η υπεράσπιση των εφεσίβλητων καταχωρήθηκε τον Μάρτιο του 2003, η απάντηση στην υπεράσπιση δεν καταχωρήθηκε παρά μόνο έναν χρόνο αργότερα και συγκεκριμένα στις 21.05.04, όπως και το γεγονός ότι για έναν και πλέον χρόνο ο εφεσείων, για λόγους που δεν έχουν αποκαλυφθεί παρέμεινε άπρακτος, δεν επεδίωξε τροποποίηση του δικογράφου του, ειμί μόνο, τέσσερεις μέρες πριν την ακρόαση της αγωγής, γεγονός που εγείρει σοβαρά ερωτηματικά αναφορικά με τις πραγματικές προθέσεις του και τους στόχους της αίτησης».

 

Εκείνο που αβίαστα προκύπτει από την πιο πάνω, σχετική με την καθυστέρηση στην προώθηση ενός αιτήματος, ως το υπό εξέταση, νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι ότι, η υποχρέωση ενός Αιτητή που προωθεί ένα τέτοιο αίτημα καθυστερημένα, να αιτιολογήσει την καθυστέρηση και να εξηγήσει τους λόγους που δεν το προώθησε προηγουμένως, δεν ατονεί. Τουναντίον, η παράλειψη του να ενεργήσει προς αυτή την κατεύθυνση, δυνατόν (ανάλογα με τον τύπο, φύση και χρησιμότητα της επιδιωκόμενης τροποποίησης, αλλά, ενδεχομένως, και το κίνητρο πίσω από την προσπάθεια μεταβολής του δικογράφου), να οδηγεί στην απόρριψη της αίτησης του.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η Ενάγουσα προβάλλει τη θέση ότι ο λόγος για τον οποίο η υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε μετά την καταχώρηση της Κλήσης για Οδηγίες, παρά το ότι είχε εγερθεί μέσω της Υπεράσπισης των Εναγομένων το ζήτημα ότι οι επίδικες δημοσιεύσεις δεν δικογραφήθηκαν αυτούσιες είναι γιατί, μετά το κλείσιμο των δικογράφων της παρούσας αγωγής, υπήρχαν συζητήσεις μεταξύ των μερών για εξώδικη διευθέτηση της υπόθεσης. Επίσης, ισχυρίζεται ότι ο λόγος που η υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε, κατ’ εκείνο το στάδιο, είναι επειδή η δικηγόρος που χειρίζετο την υπόθεση από πλευράς της Ενάγουσας, απουσίαζε από το γραφείο, για αρκετό χρόνο, για λόγους υγείας. Τα πιο πάνω, δεν έχουν τεθεί, επί της ουσίας, εν αμφιβόλω, από πλευράς των Εναγομένων, καθότι, μολονότι, μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Ένσταση τους, αρνούνται τους ανωτέρω ισχυρισμούς της ομνύουσας, εντούτοις, αυτοί δεν προβάλλουν οποιαδήποτε θέση περί του αντιθέτου, με αποτέλεσμα η εν λόγω άρνηση τους να είναι εντελώς γενική και αόριστη. Σημειώνω δε ότι, η υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε περί τους 8 μήνες μετά την καταχώρηση της Υπεράσπισης των Εναγόμενων και περί τους 2,5 μήνες μετά την καταχώρηση της Κλήσης για Οδηγίες, αλλά προτού δοθούν οποιεσδήποτε οδηγίες σε σχέση με αυτήν και την περαιτέρω προώθηση της πορείας της αγωγής. Επομένως, δεν κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις που περιβάλλουν την παρούσα Αίτηση, ο χρόνος που παρήλθε είναι τέτοιος ώστε να συνιστά από μόνος του λόγο για την απόρριψη της, ειδικότερα εφόσον ακόμη δεν έχουν δοθεί οποιεσδήποτε οδηγίες για την περαιτέρω πορεία της Αγωγής. Εν πάση περιπτώσει, η καθυστέρηση στην προώθηση αιτήματος, ως το υπό εξέταση, άνευ άλλου, δεν οδηγεί αυτόματα στην απόρριψη του. Θα πρέπει η καθυστέρηση να είναι τέτοιας έκτασης και υφής και να την περιβάλλουν τέτοιες περιστάσεις που τούτη να απολήγει σε κρίση ότι, είτε συνεπεία της καθυστέρησης παραβιάζεται κάποιο συνταγματικό δικαίωμα των Εναγομένων, είτε ότι τούτη (η καθυστέρηση) αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας επί το ότι η Αίτηση επιδιώκει αλλότριους σκοπούς. Τίποτα δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, στην παρούσα περίπτωση, ούτε εν είδει επιχειρήματος, που να θέλει την Ενάγουσα, με την υπό κρίση Αίτηση, να επιθυμεί οτιδήποτε άλλο πέραν από του να τροποποιήσει τα δικόγραφα της, ούτως ώστε αυτά να συμμορφώνονται με τις σχετικές νομολογιακές επιταγές αναφορικά με τη σύνταξη τους, ούτε και προκύπτει, στη βάση του σταδίου που βρίσκεται η όλη διαδικασία της αγωγής, ότι οι Εναγόμενοι δεν θα τύχουν δίκαιης δίκης λόγω καθυστέρησης.

 

Παρά το ότι τα πιο πάνω σφραγίζουν την τύχη της υπό κρίση Αίτησης, για σκοπούς πληρότητας και μόνο, σημειώνω και τα εξής. Μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Ένσταση των Εναγομένων εγείρεται, από τους τελευταίους, ζήτημα ότι το γεγονός ότι η Ενάγουσα δεν δικογράφησε, αρχικώς, τα επίδικα δημοσιεύματα αυτούσια, ως η σχετική νομολογιακή επιταγή, αποτελεί βάσιμο λόγο για απόρριψη της παρούσας αγωγής επί της ουσίας της. Κατ’ αρχάς, σημειώνω ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν προωθήθηκε μέσω της αγόρευσης των συνηγόρων τους στην παρούσα Αίτηση και, ως είναι παγίως καθιερωμένο, η τελική αγόρευση η οποία δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίδικο θέμα, θεωρείται ότι περιορίζει τα προς απόφαση ζητήματα και όσα δεν αναπτύχθηκαν με την αγόρευση, κρίνονται ότι έχουν εγκαταλειφθεί (βλ. Στέλιος Σάββα και Υιοί Λιμιτεδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω)). Εν πάση περιπτώσει, σημειώνω ότι εκείνο που μπορούν οι Εναγόμενοι να πράξουν σε μία τέτοια περίπτωση, και δη στην περίπτωση της μη ορθής δικογράφησης των επίδικων δημοσιεύσεων, είναι να ζητήσουν από το Δικαστήριο την απόρριψη και/ή διαγραφή του κατ’ ισχυρισμόν ελαττωματικού δικογράφου και, σε περίπτωση που ένα τέτοιο επιχείρημα τους πετύχει, το Δικαστήριο, παρά την έκδοση τυχόν διατάγματος διαγραφής, διατηρεί την εξουσία να επιτρέψει στην Ενάγουσα να διορθώσει το εν λόγω λάθος, δια της καταχώρησης τροποποιημένων δικογράφων. Σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο σύγγραμμα Bullen & Leake and  Jacobs Precedents  of Pleadings  and Practice, 12η έκδοση, σελίδα 143, τα οποία έχουν ως εξής:

 

«Where the statement of claim or defence as pleaded discloses no reasonable cause of action or defence because some material averment has been omitted or because the pleading is defectively stated or formulatedthe court, while striking out the pleading, will not dismiss the action or enter judgment, but will give the party leave to amend and if necessary to serve fresh pleading to correct or cure the defects appearing in the original pleading. On the other hand, if the court is satisfied that the pleading discloses no reasonable cause of action or defence, as the case may be, and that no amendment, however ingenious, will corrector cure the defect, the pleading will be struck out and the action dismissed or judgment entered accordingly»

 

Εν προκειμένω, επομένως, αυτό που επιχειρεί η Ενάγουσα, μέσω της επίδικης Αίτησης, αντιλαμβανόμενη το πρόβλημα της μη ορθής δικογράφησης των επίδικων δημοσιεύσεων, είναι αυτό που το Δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει, θα είχε δικαίωμα να της αποδώσει αν  και εφόσον ενέκρινε αίτηση των Εναγομένων για απόρριψη του κλητηρίου εντάλματος και/ή της Έκθεσης Απαίτησης, λόγω κακής δικογράφησης.

 

Κατάληξη

 

Στη βάση, επομένως, όλων των όσων προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, και έχοντας συνεκτιμήσει όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, κρίνω ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να ασκήσω τη διακριτική μου εξουσία υπέρ της έγκρισης της υπό κρίση Αίτησης και, ως εκ τούτου, εκδίδονται διατάγματα ως οι παράγραφοι (Α) έως (Στ) αυτής.

 

Δίδονται οδηγίες όπως το τροποποιημένο Κλητήριο Ένταλμα και η Έκθεση Απαίτησης της Ενάγουσας καταχωρηθούν εντός 10 ημερών από τη σύνταξη του παρόντος διατάγματος, το οποίο δίδονται οδηγίες όπως ζητηθεί, από πλευράς της Ενάγουσας εντός 3 εργάσιμων ημερών από σήμερα. Η τροποποιημένη Υπεράσπιση των Εναγομένων να καταχωρηθεί εντός 20 ημερών από την επίδοση, σε αυτούς, του τροποποιημένου Κλητηρίου Εντάλματος και της Έκθεσης Απαίτησης και, ακολούθως, εντός περαιτέρω 10 ημερών από την επίδοση της τροποποιημένης Υπεράσπισης των Εναγομένων, προς την Ενάγουσα, η τελευταία να καταχωρήσει την τροποποιημένη Απάντηση στην Υπεράσπιση, αν τούτο κριθεί απαραίτητο.

 

Η Αγωγή ορίζεται για Οδηγίες στις 10.4.2025 και ώρα 08.45π.μ, για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει συμμόρφωση με το παρόν διάταγμα και τα δικόγραφα της παρούσας αγωγής έχουν κλείσει, ως επίσης με σκοπό το Δικαστήριο να δώσει οδηγίες για την περαιτέρω πορεία της αγωγής, βάσει της Κλήσης για Οδηγίες που έχει ήδη καταχωρηθεί.

 

Έξοδα

 

Σε σχέση με το ζήτημα των εξόδων, κρίνω ότι η κατάλληλη διαταγή ως προς τα έξοδα είναι όπως τόσο τα έξοδα της υπό κρίση Αίτησης, όσο και αυτά που προκαλούνται συνεπεία αυτής, επιβαρυνθεί η Ενάγουσα-Αιτήτρια, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

Ν. Πετρίδου, Ε.Δ

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 



[1] Για τους σκοπούς της παρούσας δεν αφορούν τα δύο πρώτα στάδια και αυτό γιατί η επίδικη αίτηση καταχωρίστηκε μετά την έκδοση της κλήσης για οδηγίες.

[2] Ο τονισμός και η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και όσες ακολουθούν.

[3] Βλέπε, μεταξύ άλλων, την απόφαση στην υπόθεση Ελευθέριος Γαληνιώτης v. 1. Εκδοτικού Οίκου Διας Λτδ. κ.α. Πολ. Έφεση Αρ. 116/2008, Ημερομηνίας 15/03/2011, όπου ο Έντιμος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Ναθαναήλ αναφέρθηκε υπό τύπο σχολίου και γενικότερης καθοδήγησης στον τρόπο σύνταξης της Έκθεσης Απαίτησης σε υποθέσεις δυσφήμισης. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε ότι «όσον αφορά την αγωγή θα πρέπει το δημοσίευμα να παρατίθεται αυτούσιο και διαδοχικά να καταγράφεται η δυσφημιστική έννοια του είτε στη συνήθη σημασία των λέξεων που χρησιμοποιούνται, ή, όπου υπάρχει ισχυρισμός για υπαινιγμό, να παρατίθεται σε ξεχωριστή παράγραφο με λεπτομέρειες, οι έννοιες κατά τις οποίες το κείμενο θεωρείται δυσφημιστικό για τον ενάγοντα. Ακόμη να καταγράφονται εκείνα τα εξωγενή γεγονότα που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το δημοσίευμα αναφέρεται στον ενάγοντα (Gatley on Libel and Slander, 6η έκδ. σελ. 442).»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο