ANMARITHEO (PAPHOS) LTD ν. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΣΚΑΛΙΔΗΣ, Αγωγή αρ.: 1107/2015, 10/3/2025
print
Τίτλος:
ANMARITHEO (PAPHOS) LTD ν. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΣΚΑΛΙΔΗΣ, Αγωγή αρ.: 1107/2015, 10/3/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Πετρίδου, Ε.Δ

 

Αγωγή αρ.: 1107/2015

Μεταξύ:

 

ANMARITHEO (PAPHOS) LTD

Ενάγουσα

-και-

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΣΚΑΛΙΔΗΣ

Εναγόμενος

 

Ημερομηνία: 10 Μαρτίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα: κ. Ι. Ροκόπος

Για τον Εναγόμενο: κα Στ. Μιχαήλ για Ε. Μιχαήλ & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, η Ενάγουσα αξίωνε εναντίον του Εναγόμενου το ποσό των €34.000 ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, πλέον τόκο επί του εν λόγω ποσού εκ ποσοστού 7% από την ημερομηνία που το πιο πάνω ποσό έπρεπε να της καταβληθεί μέχρι εξόφλησης.

 

Σημειώνω, στο παρόν στάδιο, ότι, κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, η Ενάγουσα, περιόρισε την απαίτηση της, στο ποσό των €6.660, το οποίο αποτελεί, κατά τους ισχυρισμούς της, το εναπομείναν οφειλόμενο ποσό, σε σχέση με τον προνοούμενο στη συμφωνία, τόκο, με τον τόκο να χρεώνεται από τις 11.6.2011 μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης του ανωτέρω αξιούμενου ποσού των €34.000.

 

Κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα

 

Προτού προχωρήσω να παραθέσω την ενώπιον μου μαρτυρία και τις δικογραφημένες εκδοχές των μερών, κρίνω σκόπιμο όπως καταγράψω τα πιο κάτω κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα, ως τούτα προκύπτουν στη βάση της ενώπιον μου μαρτυρίας, ως αυτή κατατέθηκε από αμφότερες τις πλευρές, στο βαθμό που τούτη δεν αμφισβητήθηκε, τους δικογραφημένους ισχυρισμούς αμφότερων των μερών, ως επίσης και τις δηλώσεις των συνηγόρων των διαδίκων, κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία[1]:

 

Η Ενάγουσα ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο εργοληπτική εταιρεία, η οποία έχει ως κύρια δραστηριότητα την ανάπτυξη γης και κτιρίων και μέρος του κύκλου εργασιών της αποτελεί η ανέγερση και πώληση κατοικιών και/ή διαφόρων άλλων οικοδομών. Ο δε Εναγόμενος είναι φυσικό πρόσωπο.

 

Επίσης, κατά τον ουσιώδη με την παρούσα αγωγή χρόνο, η Ενάγουσα ήταν ιδιοκτήτης ενός ακινήτου, τα στοιχεία του οποίου δικογραφούνται στην παράγραφο 2 της Έκθεσης Απαίτησης της (τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω για σκοπούς της παρούσας), στην Λευκωσία, επί του οποίου (ακινήτου) ανήγειρε την πολυκατοικία (στο εξής «η πολυκατοικία») όπου βρίσκεται το επίδικο διαμέρισμα.

 

Στις 26.4.2011 καταρτίστηκε και υπογράφηκε, μεταξύ των μερών, πωλητήριο έγγραφο, στη βάση του οποίου ο Εναγόμενος συμφώνησε να αγοράσει από την Ενάγουσα το επίδικο διαμέρισμα (στο εξής «το Πωλητήριο Έγγραφο») (βλ. Τεκμήριο 1), για το ποσό των €144.000 (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ) (στο εξής «το τίμημα πώλησης»). Το περιεχόμενο αλλά και οι όροι του Πωλητηρίου Εγγράφου είναι, επίσης, παραδεκτοί από τα μέρη.

 

Στη βάση των όρων του Πωλητηρίου Εγγράφου, το τίμημα πώλησης θα καταβάλλετο από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα ως εξής: (α) το ποσό των €10.000 θα καταβάλλετο ως προκαταβολή και (β) το υπόλοιπο ποσό των €134.000 θα καταβάλλετο εντός 40 ημερών από την ημερομηνία υπογραφής του Πωλητηρίου Εγγράφου, χρόνο κατά τον οποίο θα παραδίδετο και το επίδικο διαμέρισμα από την Ενάγουσα στον Εναγόμενο. Σημειώνω, επίσης, στο παρόν στάδιο, ότι αποτελούσε ρητό όρο του Πωλητηρίου Εγγράφου ότι «οιονδήποτε υπόλοιπο δεν έχει καταβληθεί εντός 40 ημερών από σήμερα θα τοκίζετε με επιτόκιο ύψους 7%» (βλ. σελ. 1 του Τεκμηρίου 1) (στο εξής «ο επίδικος όρος»).

 

Περαιτέρω, αποτελεί κοινώς αποδεκτό γεγονός ότι η Ενάγουσα παρέδωσε στον Εναγόμενο το επίδικο διαμέρισμα εντός της προθεσμίας που προνοούσε το Πωλητήριο Έγγραφο και ότι ο πατέρας του Εναγόμενου, για λογαριασμό του τελευταίου, της κατέβαλε, μέχρι την ημερομηνία κατάρτισης του Πωλητηρίου Εγγράφου, το ποσό των €10.000, ενώ, στις 24.10.2011, της κατέβαλε το ποσό των €90.000 και, στις 7.1.2012, το ποσό των €10.000, με αποτέλεσμα να παρέμεινε ως οφειλόμενο υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης, το ποσό ύψους €34.000, πλέον οι όποιοι τόκοι, αν δικαιούται τέτοιους η Ενάγουσα, από την πάροδο των 40 ημερών από την υπογραφή του Πωλητηρίου Εγγράφου μέχρι και την εξόφληση του εν λόγω ποσού. Είναι, επίσης, κοινός τόπος, μεταξύ των μερών, ότι το τίμημα πώλησης εξοφλήθηκε πλήρως στην Ενάγουσα, μετά την έγερση της παρούσας αγωγής, με την καταβολή του ποσού των €34.000, από τον πατέρα του Εναγόμενου, δια της καταβολής δύο δόσεων, και δη μίας, εκ ποσού €10.000, στις 23.1.2018 και μίας, εκ ποσού €24.000, στις 18.6.2018.

 

Σημειώνω εδώ ότι, παρά το γεγονός ότι, εν προκειμένω, το κατά πόσο ο επίδικος όρος έχει οποιαδήποτε ισχύ, παραμένει ζήτημα διαφιλονικούμενο μεταξύ των μερών, εντούτοις, το ποσό του τόκου που υπολογίσθηκε, επί του πιο πάνω ποσού των €34.000, στη βάση του επιτοκίου 7% ετησίως, από την ημερομηνία που τούτο (το ποσό των €34.000) έπρεπε να καταβληθεί από τον Εναγόμενο μέχρι και την ημερομηνία που αυτό εξοφλήθηκε, δεν έχει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τεθεί εν αμφιβόλω από πλευράς του Εναγόμενου, με αποτέλεσμα να προκύπτει ως κοινώς αποδεκτό και μη αμφισβητούμενο γεγονός μεταξύ των μερών ότι ο συνολικός τόκος που υπολογίστηκε επί του εν λόγω ποσού ανέρχεται στο ποσό των €16.660.

 

Τέλος, αποτελεί κοινώς αποδεκτό γεγονός ότι, ο πατέρας του Εναγόμενου, στις 12.3.2020, κατέβαλε στην Ενάγουσα, το ποσό των €10.000[2] (βλ. Τεκμήριο 2), με αποτέλεσμα, μέχρι σήμερα, να έχει καταβληθεί στην Ενάγουσα, εκ μέρους του Εναγόμενου, το συνολικό ποσό των €155.000.

 

Τα πιο πάνω, αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου από αυτό το στάδιο.

 

Οι εκδοχές των μερών

 

Προτού προχωρήσω να παραθέσω την ενώπιον μου μαρτυρία, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τις εκδοχές των μερών, στη βάση των οποίων θα αποκρυσταλλωθούν και τα όσα ζητήματα παραμένουν πλέον ως επίδικα στην παρούσα υπόθεση.

 

(α) Η εκδοχή της Ενάγουσας

 

Είναι η θέση της Ενάγουσας ότι αυτή εκπλήρωσε πλήρως τις συμβατικές της υποχρεώσεις προς τον Εναγόμενο, εφόσον του παρέδωσε το επίδικο διαμέρισμα κατά το χρόνο που προνοείτο στο Πωλητήριο Έγγραφο. Είναι δε η συναφής θέση της, ότι ο Εναγόμενος παρέβηκε τους όρους του Πωλητηρίου Εγγράφου, εφόσον δεν της κατέβαλε ολόκληρο το τίμημα πώλησης αναφορικά με την αγορά του επίδικου διαμερίσματος, εντός του καθορισμένου, βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας, χρόνου, με αποτέλεσμα να παρέμενε ως οφειλόμενο υπόλοιπο προς αυτήν, το ποσό των €34.000. Ισχυρίζεται, πάντα συναφώς, ότι στη βάση του επίδικου όρου του Πωλητηρίου Εγγράφου, οποιοδήποτε υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης δεν καταβάλλετο εντός 40 ημερών από την κατάρτιση του εν λόγω πωλητηρίου, τούτο θα έφερε τόκο 7% ετησίως, προς όφελος της, από την ημερομηνία που έπρεπε να της καταβληθεί μέχρι και την ημερομηνία εξόφλησης του. Ο εν λόγω τόκος υπολογίσθηκε, από την Ενάγουσα, στο ποσό των €16.660, από το οποίο ποσό, η πλευρά του Εναγόμενου της κατέβαλε μόνο τις €10.000 και, επομένως, σήμερα, ο τελευταίος συνεχίζει να της οφείλει το ποσό των €6.660. Τέλος, ισχυρίζεται ότι αν και κάλεσε επανειλημμένα τον Εναγόμενο να εξοφλήσει όλα τα οφειλόμενα προς αυτήν ποσά, εντούτοις, αυτός, παρά τις υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις του, συνεχίζει να οφείλει το ανωτέρω αξιούμενο ποσό.

 

(β) Η εκδοχή του Εναγόμενου

 

Σημειώνω εδώ ότι, δικογραφικά, αποτελεί θέση του Εναγόμενου ότι το Πωλητήριο Έγγραφο υπογράφηκε και/ή τελούσε υπό την αίρεση ότι αυτός θα λάμβανε τη χορηγία και τα ωφελήματα που προνοούσε το Ενιαίο Στεγαστικό Σχέδιο (στο εξής «το Σχέδιο») που είχε τεθεί σε ισχύ, κατά τον επίδικο χρόνο, από την κυβέρνηση, και το οποίο αποτελούσε ισχυρό οικονομικό κίνητρο για την αγορά ακίνητης περιουσίας σε συγκεκριμένες περιοχές της Λευκωσίας, συμπεριλαμβανομένης και της περιοχής που ανεγέρθηκε η πολυκατοικία και το επίδικο διαμέρισμα από την Ενάγουσα. Δικογραφεί προς τούτο σχετικές λεπτομέρειες της κατ’ ισχυρισμόν υπό αίρεση συμφωνίας και ισχυρίζεται ότι ο ίδιος απευθύνθηκε, κατά τον Οκτώβριο του 2011, στην Ενάγουσα για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο θα ήταν στο πλαίσιο των οικονομικών του δυνατοτήτων. Είναι, επίσης, η θέση του ότι η Ενάγουσα, μέσω του διευθυντή της, του παρέστησε ότι το επίδικο διαμέρισμα καλυπτόταν από τις πρόνοιες του Σχεδίου και, επομένως, ότι, στη βάση της επιχορήγησης που αυτός θα λάμβανε από το Σχέδιο, αλλά και της επιστροφής του ΦΠΑ σε σχέση με την αγορά πρώτης κατοικίας, το ποσό που στην πραγματικότητα θα κατέβαλλε, για την αγορά του εν λόγω διαμερίσματος, θα ήταν χαμηλότερο του τιμήματος πώλησης. Είναι η συναφής θέση του ότι είναι στη βάση των ανωτέρω που συμφώνησε να καταρτίσει το Πωλητήριο Έγγραφο, και δη υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκρίνετο η αίτηση που θα υπέβαλλε για να του παραχωρηθεί η σχετική χορηγία που προνοούσε το Σχέδιο. Πέραν τούτου, αποτελεί δικογραφημένο ισχυρισμό του ότι αν και ο ίδιος προέβη σε όλες τις δέουσες ενέργειες με σκοπό να εξασφαλίσει τη χορηγία και τα ωφελήματα που προνοούσε το Σχέδιο, εντούτοις, η σχετική αίτηση του (την οποία υπέβαλε κατά τον Οκτώβριο του 2011) απορρίφθηκε, στις 14.5.2013, ένεκα της δυσχερούς δημοσιονομικής κατάστασης που διένυε η Κυπριακή Δημοκρατία κατά τον εν λόγω χρόνο, με αποτέλεσμα, η αίρεση υπό την οποία τελούσε το Πωλητήριο Έγγραφο να μην εκπληρωθεί.

 

Πέραν των ανωτέρω, ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο επίδικος όρος αποτελεί τόκο υπερημερίας και, κατά συνέπεια, αποτελεί και ποινική ρήτρα και/ή καταχρηστικό όρο, ο οποίος δεν έχει οποιαδήποτε ισχύ και θα πρέπει να αγνοηθεί από το Δικαστήριο.

 

Επίσης, ισχυρίζεται, συναφώς, ότι ο πατέρας του, κατόπιν συνεχών οχλήσεων και πιέσεων από τον διευθυντή της Ενάγουσας, προχώρησε και κατέβαλε στην τελευταία, κατά το έτος 2020, το ποσό των €10.000, χωρίς αυτός (ο πατέρας του) να γνωρίζει την Υπεράσπιση του στην παρούσα αγωγή και χωρίς να συμβουλευτεί τους δικηγόρους του Εναγόμενου και/ή τον ίδιο τον Εναγόμενο πριν την καταβολή του, με αποτέλεσμα το εν λόγω ποσό (€10.000) να έχει καταβληθεί στην Ενάγουσα αχρεωστήτως και, ως εκ τούτου, να πρέπει να του επιστραφεί. Σημειώνω εδώ ότι, παρά το γεγονός ότι, με την ανταπαίτηση του, ο Εναγόμενος αξίωνε μεγαλύτερο ποσό εναντίον της Ενάγουσας, ως αχρεωστήτως καταβληθέν, κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία[3], περιόρισε τούτο στο πιο πάνω ποσό των €10.000.

 

Είναι, τέλος, η θέση του ότι ουδέποτε θα αποδέχετο να καταβάλει στην Ενάγουσα τόκο ύψους 7% ετησίως αν γνώριζε ότι δεν θα υλοποιείτο η αίρεση υπό την οποία τελούσε το Πωλητήριο Έγγραφο, ενώ τόσο η χορηγία του Σχεδίου όσο και η επιστροφή του ΦΠΑ αποτελούσαν τα κίνητρα του για την αγορά του επίδικου διαμερίσματος, από τα οποία όμως δεν επωφελήθηκε, παρά τις υποσχέσεις της Ενάγουσας.

 

Για σκοπούς πληρότητας και μόνο, σημειώνω ότι στις 24.2.2023, η πλευρά του Εναγόμενου καταχώρησε, κατόπιν σχετικού εκ συμφώνου διατάγματος[4], περαιτέρω υπεράσπιση με την οποία παρέθετε ενώπιον του Δικαστηρίου τα όσα είχαν μεσολαβήσει από της έγερσης της παρούσας αγωγής, και δη τις πληρωμές που έγιναν εκ μέρους του προς την Ενάγουσα, οι οποίες αναφέρονται ανωτέρω στα κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα.

 

Το δικόγραφο της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση

 

Στη βάση των δικογραφημένων ισχυρισμών της Ενάγουσας, ως τούτοι εγείρονται στην Απάντηση στην Υπεράσπιση, η ίδια αρνείται τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου αναφορικά με το ότι το Πωλητήριο Έγγραφο καταρτίστηκε υπό την αίρεση λήψης από τον Εναγόμενο της χορηγίας και των ωφελημάτων που παρείχε το Σχέδιο και της επιστροφής του ΦΠΑ. Επίσης, είναι η θέση της ότι ο πατέρας του Εναγόμενου της κατέβαλε το ποσό των €10.000, κατά το έτος 2020, οικειοθελώς, έναντι του ποσού του τόκου που προνοείτο στο Πωλητήριο Έγγραφο και όχι ένεκα οποιωνδήποτε κατ’ ισχυρισμών πιέσεων της προς αυτόν. Τέλος, αρνείται την όποια ανταπαίτηση εγείρεται από πλευράς του Εναγόμενου και ισχυρίζεται ότι όλα τα ποσά που έλαβε εκ μέρους του, είναι απόλυτα νόμιμα και/ή δικαιολογημένα, στη βάση των όρων του Πωλητηρίου Εγγράφου, ενώ η ίδια ουδεμία ζημία προκάλεσε σε αυτόν, ούτε πλούτισε αδικαιολόγητα εις βάρος του, καθότι τήρησε πλήρως όλες τις συμβατικές της υποχρεώσεις έναντι του, σε αντίθεση με τον Εναγόμενο.

 

Αμφισβητούμενα γεγονότα

 

Σημειώνω στο παρόν στάδιο, το εξής. Παρά το ότι δικογραφικά, ο Εναγόμενος προώθησε τη θέση ότι το Πωλητήριο Έγγραφο, και κατ’ επέκταση, η καταβολή του τιμήματος πώλησης αναφορικά με το επίδικο διαμέρισμα, τελούσε υπό την αίρεση ότι αυτός θα επωφελείτο από τις πρόνοιες του Σχεδίου και του ΦΠΑ, εντούτοις, με την μαρτυρία που παρουσιάστηκε εκ μέρους του, ως θα διαφανεί κατωτέρω, δεν προώθησε τούτη. Η δε θέση της πλευράς του, κατά το στάδιο των αγορεύσεων, ότι αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι το Πωλητήριο Έγγραφο τελούσε υπό την πιο πάνω αίρεση, με κάθε σεβασμό, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Και τούτο διότι, πρώτον, τα όσα δικογραφικά προβάλλονται εκ μέρους του Εναγόμενου σε σχέση με τον πιο πάνω ισχυρισμό, δεν γίνονται δεκτά στο δικόγραφο της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση και, κατά δεύτερον, ως προανέφερα, δεν προωθήθηκαν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, μέσω της μαρτυρίας που προσκόμισε η πλευρά του. Ως αναφέρθηκε στην υπόθεση Κυριακή Μαυρομιχάλη κ.α. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 ΑΑΔ 530, «Η Υπεράσπιση συνιστά δικόγραφο, στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου έναντι των διεκδικήσεων του ενάγοντα. Η δικογραφία επενεργεί στον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων. Δε συνιστά μαρτυρία ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών». Επομένως, αφ’ ης στιγμής ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε σε σχέση με τους εν λόγω δικογραφημένους ισχυρισμούς, από πλευράς του Εναγόμενου, τούτοι δεν έχουν αποδειχθεί και παρέμειναν έωλοι.

 

Εν πάση περιπτώσει, σημειώνω εδώ και το εξής. Κατά τη γνώμη μου, ορθώς δεν προωθήθηκε η εν λόγω θέση και ισχυρισμοί της πλευράς του Εναγόμενου, κατά την ακρόαση της υπόθεσης, εφόσον, ως διαφάνηκε, κατά την ακροαματική διαδικασία, η όποια ανταπαίτηση του περιορίστηκε στο ποσό των €10.000 που καταβλήθηκε εκ μέρους του κατά το έτος 2020, αποδεχόμενος, ουσιαστικά, ότι το τίμημα πώλησης του επίδικου διαμερίσματος, ανερχόταν στο ποσό των €144.000 (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) και, κατ’ επέκταση, αποδεχόμενος, ότι τούτο (το τίμημα πώλησης) και η καταβολή του προς την Ενάγουσα δεν τελούσε υπό οποιαδήποτε αίρεση και άρα ορθώς της καταβλήθηκε. Υπενθυμίζω στο σημείο αυτό, ότι στη βάση της εν προκειμένω θέσης του Εναγόμενου περί υπό αίρεση Πωλητηρίου Εγγράφου, το τίμημα πώλησης, το οποίο ο ίδιος θα της κατέβαλλε, επί της ουσίας, δεν θα ανέρχετο στο ποσό των €144.000, αλλά σε χαμηλότερο ποσό.

 

Επιπροσθέτως, σημειώνω ότι, εξετάζοντας τις ρητές πρόνοιες του Πωλητηρίου Εγγράφου (Τεκμήριο 1), δεν ανευρίσκω οποιοδήποτε όρο που να θέλει τούτο να έχει συνομολογηθεί υπό την οποιαδήποτε αίρεση, κάτι που, εν πάση περιπτώσει, ούτε και ο Εναγόμενος εισηγείται ότι συμβαίνει.

 

Έχοντας θέσει τα ανωτέρω και έχοντας κατά νου τα πιο πάνω κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα, ό,τι απομένει, πλέον, ως επίδικο, υπό αμφισβήτηση, ζήτημα προς εξέταση, είναι, (α) κατά πόσο ο επίδικος όρος του Πωλητηρίου Εγγράφου αποτελεί ποινική και/ή καταχρηστική ρήτρα και, κατ’ επέκταση, κατά πόσο η Ενάγουσα δικαιούται ή όχι στο αξιούμενο ποσό, ως υπόλοιπο οφειλόμενου τόκου, και (β) στη βάση της κρίσης επί του σημείου (α) ανωτέρω, κατά πόσο το ποσό των €10.000, το οποίο καταβλήθηκε εκ μέρους του Εναγόμενου στην Ενάγουσα, κατά το έτος 2020, καταβλήθηκε αχρεωστήτως και, επομένως, τούτο θα πρέπει να επιστραφεί στον Εναγόμενο (στη βάση της ανταπαίτησης του).

 

Ακροαματική διαδικασία

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης της Ενάγουσας και αναχαίτηση της ανταπαίτησης του Εναγόμενου, κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ο διευθυντής της κ. Σ. Δημητρίου (Μ.Ε. 1), ενώ προς αναχαίτηση της απαίτησης της Ενάγουσας και απόδειξη της ανταπαίτησης του Εναγόμενου, κατέθεσε ο πατέρας του τελευταίου, κ. Θ. Ασκαλίδης (Μ.Υ. 1). Κατατέθηκαν επίσης, ενώπιον του Δικαστηρίου, συνολικά 2 Τεκμήρια.

 

Μαρτυρία

 

Δεν θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω με λεπτομέρεια την ενώπιον μου μαρτυρία. Πλήρης έκταση της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, βρίσκεται καταγεγραμμένη στα πρακτικά. Σκοπός της παρούσας απόφασης, δεν είναι η λεπτομερής παράθεση του συνόλου της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, εφόσον, κάτι τέτοιο, θεωρώ, δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Αναφορά στα κυριότερα σημεία της μαρτυρίας θα γίνει, για σκοπούς αξιολόγησης της, λαμβανομένου υπόψη των επίδικων ζητημάτων. 

 

Προχωρώ τώρα, να σκιαγραφήσω την μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, στη βάση των όσων ζητημάτων παρέμειναν υπό αμφισβήτηση.

 

Μ.Ε.1

 

Στην ουσία, ο Μ.Ε.1 προώθησε στη μαρτυρία του ισχυρισμούς ως η πιο πάνω εκδοχή της Ενάγουσας. Ανέφερε ότι o Εναγόμενος, μετά την έγερση της παρούσας αγωγής, κατέβαλε στην Ενάγουσα το ποσό των €34.000, ξοφλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το τίμημα πώλησης του επίδικου διαμερίσματος, ικανοποιώντας, έτσι, τη σχετική απαίτηση της Ενάγουσας. Σε ό,τι αφορά το ποσό των €10.000 που καταβλήθηκε από πλευράς του Εναγόμενου, κατά το έτος 2020, ο μάρτυρας αυτός ανέφερε ότι τούτο καταβλήθηκε έναντι του υπολογισθέντος ποσού του τόκου, με αποτέλεσμα να παραμένει ως υπόλοιπο οφειλόμενο τόκου, το ποσό των €6.660, το οποίο και η Ενάγουσα συνεχίζει να αξιώνει. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του, κατέθεσε ως τεκμήριο τις σχετικές αποδείξεις πληρωμών που εξέδιδε προς τον Εναγόμενο σε σχέση με τα ποσά που ο τελευταίος κατέβαλε στην Ενάγουσα (βλ. Τεκμήριο 2).

 

M.Y.1

 

Ο μάρτυρας αυτός είναι ο πατέρας του Εναγόμενου. Ανέφερε ότι είναι αυτός που κατέβαλε όλα τα ποσά στην Ενάγουσα, αναφορικά με την αγορά του επίδικου διαμερίσματος, από την αρχή της συναλλαγής του Εναγόμενου με αυτήν. Επίσης, ανέφερε ότι όλες τις πληρωμές, στις οποίες προέβη προς την Ενάγουσα, της κατέβαλλε στον Μ.Ε.1, ο οποίος του έδινε πάντα αποδείξεις σε σχέση με αυτές. Ισχυρίστηκε ότι, σε ό,τι αφορά την πληρωμή του ποσού των €10.000, κατά το έτος 2020, τούτη έγινε κατόπιν διαφόρων τηλεφωνικών κλήσεων του Μ.Ε.1 προς αυτόν, κατά τις οποίες ο πρώτος του ανέφερε ότι παρέμενε οφειλόμενο ποσό προς την Ενάγουσα, στη βάση του Πωλητηρίου Εγγράφου. Ακολούθως, ως ισχυρίστηκε, ο ίδιος και η σύζυγος του μάζεψαν τις αποδείξεις που φύλαγαν στο σπίτι τους, σε σχέση με τις πληρωμές που έκαναν, και όταν αντιλήφθηκε ότι αυτές συμποσούντο στο ποσό των €134.000 και όχι το ποσό των €144.000 (που ήταν το τίμημα πώλησης), προχώρησε και της κατέβαλε τις εν λόγω €10.000. Ήταν η θέση του ότι, εκ των υστέρων, ανακάλυψε ότι είχε καταβάλει στην Ενάγουσα, πριν το έτος 2020, το ποσό των €144.000 (και δη ολόκληρο το τίμημα πώλησης), αλλά δεν βρήκε τη συγκεκριμένη απόδειξη στο σπίτι του, με αποτέλεσμα το ποσό των €10.000 που της κατέβαλε στις 12.3.2020 (βλ. σχετική απόδειξη από το Τεκμήριο 2), να το κατέβαλε χωρίς να της το οφείλει ο Εναγόμενος. Ανέφερε δε ότι όταν έμαθε ο Εναγόμενος και οι δικηγόροι του το εν λόγω γεγονός, του θύμωσαν, αλλά πλέον το είχε ήδη καταβάλει. Ήταν, επίσης, η θέση του ότι όταν αντιλήφθηκε τα ανωτέρω, ο ίδιος δεν επικοινώνησε με τον Μ.Ε.1 για να του ζητήσει την επιστροφή του εν λόγω ποσού, καθότι ο Μ.Ε.1 ήταν πολύ πιεστικός, αφού, μέχρι τότε, του τηλεφωνούσε συνεχώς, λέγοντας του ότι οφείλει χρήματα στην Ενάγουσα. Ήταν, τέλος, η θέση του ότι για όλα τα ανωτέρω ενημέρωσε τον Εναγόμενο.

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, είχα την ευκαιρία, μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή όλους τους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον μου, ώστε να είμαι σε θέση να αξιολογήσω την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα, με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια επί του θέματος νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. 1119 και Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).

 

Σημασία στην αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα έχει, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο της μαρτυρίας του, η εκφορά του λόγου του, ο δισταγμός ή η αμεσότητα των απαντήσεων του, η φυσικότητα, η ύπαρξη υπερβολών ή αντιφάσεων κατά τη μαρτυρία του, η σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων του, η λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής του, η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης στην υπόθεση, οι ευκαιρίες που είχε να αντιληφθεί τα διαδραματισθέντα και η εν γένει συμπεριφορά του στο εδώλιο (βλ. μεταξύ άλλων C & Α Pelekanos Associates Limited v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401).

 

Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», 2η έκδοση, των Ηλιάδη και Σάντη (σελ.135): «Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά (Rana και Άλλου v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489) αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και από τις δυο πλευρές (Σκορδέλλη και Άλλων v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 101/13, ημ. 6.616, Φώτσιου v Ηροδότου (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1172), με αναφορά και στη δικογραφία (S Pavlou & Sons Constructions Ltd και Άλλου v. Θεοδώρου, ΠΕ 199/10, ημ. 6.7.15). […] Τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι αλληλένδετα με τη συνολική εκτίμηση της μαρτυρίας και των προεκτάσεων της και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων (Βασιλείου v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 254). Αυτή η προσέγγιση επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου και την πίστη του κοινού στη δικαστική διαδικασία […].».

 

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες, δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων (Κουδουνάρης v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 329), αλλά αντίθετα την ενδυναμώνουν, υπό την έννοια ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός και/ή συνεννόηση μεταξύ των μαρτύρων ως προς το τι θα κατέθεταν (Τυμπιώτης v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 612). Επίσης, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα είτε στην ολότητά της, είτε μέρος αυτής (Shahin Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266).

 

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, και αφού παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες, κατά τη στιγμή που παρέθεσαν την μαρτυρία τους, προφορική και έγγραφη, ενώπιον μου, την οποία αντιπαρέβαλα και εξέτασα ως σύνολο, σε συνάρτηση με τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων, προχωρώ στην πιο κάτω αξιολόγηση.

 

Μ.Ε. 1

 

Σε γενικές γραμμές ο Μ.Ε.1 μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Η μαρτυρία του δεν παρουσιάζει οποιεσδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις ή τέτοιας μορφής αδυναμίες που να κλονίζουν την αξιοπιστία του. Η δε μαρτυρία του συμβαδίζει με την κοινή λογική και τη λογική εξέλιξη των πραγμάτων, ενώ υποστηρίζεται, σε σημεία της, και από την ενώπιον μου γραπτή μαρτυρία. Η δε θέση που υποβλήθηκε στον Μ.Ε.1, από τη συνήγορο του Εναγόμενου, ότι ο λόγος που ο Μ.Υ.1 κατέβαλε προς την Ενάγουσα το ποσό των €10.000, κατά το έτος 2020, είναι επειδή του ανέφερε ότι αφορούσε μέρος του τιμήματος πώλησης του επίδικου διαμερίσματος, δεν συνάδει ούτε με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του Εναγόμενου, αλλά ούτε και με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς του τελευταίου σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Εν πάση περιπτώσει, σημειώνω εδώ ότι ο Μ.Ε.1 ήταν ιδιαίτερα πειστικός ότι το εν λόγω ποσό των €10.000 αντικατοπτρίζει, επί της ουσίας, μέρος του υπολογισθέντος ποσού του τόκου, τόκος ο οποίος ήταν γνωστός στα μέρη στη βάση των ρητών προνοιών του Πωλητηρίου Εγγράφου, και δη ότι τούτο (το ποσό) καταβλήθηκε έναντι του εν λόγω τόκου. Επίσης, η θέση που προβλήθηκε από πλευράς του Εναγόμενου ότι ο Μ.Ε.1 παραπλάνησε τον Μ.Υ.1 στην καταβολή του εν λόγω ποσού, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, εφόσον τούτη δεν συνάδει ούτε με την κοινή λογική, αλλά ούτε με τη λογική εξέλιξη των πραγμάτων. Και εξηγώ. Εν προκειμένω, είναι κοινώς αποδεκτό ότι ο Μ.Ε.1 εξέδωσε, για όλα τα ποσά που εισέπραξε εκ μέρους του Εναγόμενου, σχετικές αποδείξεις προς τον Μ.Υ.1 (βλ. Τεκμήριο 2), περιλαμβανομένων των ποσών που εισέπραξε αναφορικά με το τίμημα πώλησης. Εύλογα, επομένως, διερωτάται κανείς, πως ο Μ.Ε.1 μπορούσε να παραπλανήσει τον Μ.Υ.1 ότι απέμεινε οφειλόμενο ποσό έναντι του τιμήματος πώλησης, όταν αυτός είχε εκδώσει σχετικές αποδείξεις για όλα τα ποσά που καταβλήθηκαν εκ μέρους του Εναγόμενου προς την Ενάγουσα, τις οποίες ο Μ.Υ.1 κατείχε. Εν απουσία δε οποιασδήποτε μαρτυρίας ή έστω ισχυρισμού που να θέλει τον Μ.Ε.1 να γνωρίζει ότι ο Μ.Υ.1 δεν ανεύρισκε μία εκ των εν λόγω αποδείξεων, πως μπορεί να ισχύει η θέση περί παραπλάνησης από τον πρώτο του τελευταίου;

 

Στη βάση των πιο πάνω, τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, επί των γεγονότων, την αποδέχομαι στο σύνολο της και, στη βάση αυτής, προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα. Η θέση του ότι, στη βάση του επίδικου όρου του Πωλητηρίου Εγγράφου, η Ενάγουσα δικαιούται σε είσπραξη τόκου 7% ετησίως επί του εναπομείναντος τιμήματος πώλησης, ως αμιγώς νομική, θα εξεταστεί από το Δικαστήριο κατωτέρω.

 

M.Y.1

 

Ο M.Y.1 δεν μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Η μαρτυρία του διέπεται από αντιφάσεις, οι οποίες συγκρούονται με την κοινή λογική και την λογική εξέλιξη των πραγμάτων, ως επίσης και με τις δικογραφημένες θέσεις της πλευράς του Εναγόμενου, αλλά και τα ενώπιον μου κατατεθειμένα τεκμήρια. Η θέση του που θέλει το ποσό των €10.000, κατά το έτος 2020, να καταβλήθηκε, στην Ενάγουσα, ένεκα του ότι αυτός θεωρούσε ότι της είχε καταβάλει λιγότερα έναντι του τιμήματος πώλησης του επίδικου διαμερίσματος, κατ’ αρχάς, δεν συνάδει με την δικογραφημένη εκδοχή του Εναγόμενου[5] ότι είναι στη βάση άσκησης πίεσης εκ μέρους της Ενάγουσας που κατέβαλε τούτο. Η δε διάσταση μεταξύ των δικογραφημένων θέσεων του Εναγόμενου και της προσκομισθείσας μαρτυρίας ως προς το βασικό τούτο επιχείρημα του, είναι επαρκής λόγος για να οδηγήσει από μόνη της στην απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού του Μ.Υ.1 αναφορικά με το λόγο που κατέβαλε στην Ενάγουσα το εν λόγω ποσό των €10.000 (βλ. Ιωάννης Παπά v. D. Stavrinos Constructions Ltd, Πολ. Έφεση αρ. 217/2008, απόφαση ημερ. 21.2.2017), ECLI:CY:AD:2017:A56. Η θέση του βέβαια αυτή, δεν συνάδει με την, επίσης, θέση του ότι για όλες τις πληρωμές που έκανε προς την Ενάγουσα, η τελευταία του εξέδιδε αποδείξεις, τις οποίες και φύλαγε στο σπίτι του, αλλά ούτε και με τη κοινή λογική. Εύλογα διερωτάται κανείς πως ενώ ο Μ.Υ.1 κρατούσε όλες τις αποδείξεις, στη βάση των οποίων έκανε τους υπολογισμούς του και προέβαινε στις κατά καιρούς πληρωμές, εκ μέρους του Εναγόμενου προς την Ενάγουσα, αναφορικά με την αγορά του επίδικου διαμερίσματος, η μόνη απόδειξη που δήθεν δεν βρήκε να ήταν αυτή που ισχυρίζεται. Εύλογα, ακόμη, αλλά πάντα συναφώς, κάποιος διερωτάται πως, αφού δεν είχε την εν λόγω απόδειξη, εκ των υστέρων ο Μ.Υ.1 ανακάλυψε ότι είχε καταβάλει στην Ενάγουσα ολόκληρο το τίμημα πώλησης, και δη το ποσό των €144.000. Επί τούτου, ο Μ.Υ.1 δεν αναφέρει τίποτα. Η δε λογική και μόνο θέλει ότι όταν ο Μ.Υ.1 είδε το περιεχόμενο της απόδειξης που εξέδωσε ο Μ.Ε.1 αναφορικά με την τελευταία πληρωμή των €10.000 (κατά το έτος 2020), στη βάση της οποίας τούτα (τα χρήματα) αφορούσαν την απαίτηση της Ενάγουσας στην παρούσα αγωγή, αν μη τι άλλο να αναζητήσει στο τι επιζητούσε η Ενάγουσα μέσω της αγωγής, δεδομένης και της κατ’ ισχυρισμόν αντίληψης του ότι η Ενάγουσα είχε εξοφληθεί πλήρως. Υπενθυμίζω ότι στη βάση της εκδοχής του Μ.Υ.1, σε κάποιο στάδιο, μετά την καταβολή των €10.000, κατά το 2020, αντιλήφθηκε ότι η Ενάγουσα είχε πλήρως εξοφληθεί από πριν και, παρά ταύτα, ουδέποτε επικοινώνησε με την Ενάγουσα για να απαιτήσει την επιστροφή του εν λόγω ποσού. Η όποια δε τοποθέτηση του προς την παράλειψη του αυτή, με κάθε σεβασμό, δεν ήταν πειστική, δεδομένης, αφενός, της άγνοιας του ως προς τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής και, αφετέρου, του γεγονότος ότι είναι ο ίδιος που κατέβαλε ολόκληρο το τίμημα πώλησης και όχι ο Εναγόμενος υιός του, κάτι, που, λογικά, καθιστούσε τον ίδιο το πλέον ενδιαφερόμενο πρόσωπο για να απαιτήσει την επιστροφή του εν λόγω ποσού (των €10.000). Εν πάση δε περιπτώσει, εύλογα διερωτάται κανείς, αν η θέση του Μ.Υ.1 είναι ότι ο λόγος που δεν πήρε τηλέφωνο τον Μ.Ε.1, για να του αναφέρει ότι τις εν λόγω €10.000 τις είχε καταβάλει στην Ενάγουσα χωρίς να τις οφείλει, είναι διότι ο Μ.Ε.1 συνεχώς του ανέφερε ότι ο Εναγόμενος όφειλε χρήματα στην Ενάγουσα, προς τι ο εν λόγω φόβος του μετά την καταβολή του εν λόγω ποσού, αφού, κατά μία άλλη εκδοχή του, ο ίδιος θεωρούσε ότι, με την καταβολή του ποσού αυτού, είχε πλήρως εξοφλήσει το τίμημα πώλησης στην Ενάγουσα και δεν παρέμεινε οποιαδήποτε άλλη οφειλή προς αυτήν.

 

Από όλα τα πιο πάνω, είναι εμφανές ότι οι αδυναμίες στη μαρτυρία του Μ.Υ.1 σε ουσιώδεις πτυχές της εκδοχής του Εναγόμενου, είναι σε τέτοια έκταση και βαθμό που δεν μπορούν να αγνοηθούν, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του.      

 

Συνεπώς, για όλους τους πιο πάνω λόγους, τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 δεν την αποδέχομαι.

 

Τελικά Ευρήματα

 

Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης της ενώπιον μου μαρτυρίας, μπορώ να καταλήξω με ασφάλεια και στα, επιπρόσθετα, των αρχικών, εξής ευρήματα:

 

Όταν ο Μ.Υ.1, κατά το έτος 2020, κατέβαλε στην Ενάγουσα το ποσό των €10.000, αυτός γνώριζε ότι τούτο το κατέβαλλε έναντι του επικαλούμενου, από την Ενάγουσα, τόκου, ως τούτος υπολογίστηκε επί του ποσού των €34.000 (και δη του εναπομείναντος, τότε, τιμήματος πώλησης), στη βάση του επίδικου όρου του Πωλητηρίου Εγγράφου. Ουδέποτε μετά την καταβολή του εν λόγω ποσού (των €10.000) και ανεξαρτήτως των όσων τυχόν ενημερώθηκε ο Μ.Υ.1 ως προς την εκκρεμότητα της παρούσας αγωγής και των επίδικων ζητημάτων της, προέβαλε οποιοδήποτε παράπονο ή αναζήτησε οποιαδήποτε εξήγηση ή υπέβαλε οποιαδήποτε απαίτηση στην Ενάγουσα σε σχέση με την ενέργεια του αυτή.

 

Νομική Πτυχή και υπαγωγή των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση σε αυτήν

 

Η νομική βάση της παρούσας αγωγής της Ενάγουσας, ως τούτη αναπτύχθηκε και στην γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της, είναι η παράβαση σύμβασης και, επομένως, κρίνεται χρήσιμο να παρατεθεί η σχετική νομολογία αναφορικά με τις πρόνοιες του άρθρου 73(1) του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149. Σημειώνω εδώ ότι το άρθρο 73(1) του Κεφ. 149 προνοεί τα εξής:  

 

«73.-(1) Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης.

Καμιά αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης».

 

Εκείνο που προκύπτει από τη σχετική με το ζήτημα νομολογία είναι ότι, η αποζημίωση που επιδικάζεται υπέρ του αναίτιου συμβαλλόμενου, αφορά τη ζημιά, η οποία προέκυψε, φυσιολογικά, κατά την συνήθη ροή των πραγμάτων ή τη ζημιά, που οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, ότι θα προέκυπτε, ως φυσιολογικό αποτέλεσμα της παράβασης. Η δε συνισταμένη των αρχών που διέπουν τον καθορισμό των αποζημιώσεων, είναι η αποκατάσταση του αθώου μέρους, ώστε τούτο να βρεθεί στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν σημειωνόταν η διάρρηξη της σύμβασης. Κατά κανόνα, τούτο επιτυγχάνεται με την επιδίκαση τέτοιου ύψους αποζημιώσεων που κατά λογική πρόβλεψη, κατά τον χρόνο εκτέλεσης της σύμβασης, θα πρoέκυπταν ως αποτέλεσμα της διάρρηξης της συμφωνίας. Αναφέρθηκε ακόμα ότι, η αποζημίωση έχει την έννοια της αποκατάστασης εκείνης της απώλειας ή της ζημιάς που στην πραγματικότητα υπέστη το αθώο μέρος. Τέλος, ως προς τον χρόνο υπολογισμού της ζημιάς, αποφασίστηκε ότι «(η) έκταση της ζημιάς την οποία είναι πιθανό να υποστεί το αθώο μέρος, είναι συνήθως διακριτέα κατά το χρόνο της διάρρηξης. Οι επιπτώσεις από την διάρρηξη καθίστανται γνωστές κατά το χρόνο της διάρρηξης. Έτσι συνήθως η ζημιά υπολογίζεται κατά το χρόνο της διάρρηξης» (βλέπε George Charalambous Ltd v. Kalos Kafes Ltd κ. α. (1997) 1 ΑΑΔ 199, Μιχαήλ Μουρτζινός ν. πλοίου «Galaxias» κ.α. (1997) 1 ΑΑΔ 80, Αλπάν (Αδελφοί Τάκοι) Λτδ κ.α. ν. Θέλμας Τρυφωνίδου (1996) 1 ΑΑΔ 679, Ηλίας Αριστοδήμου ν. Τάκη Χαραλάμπους (1990) 1 ΑΑΔ 319, Saab and Another v. Holy Monastery of Ay. Noephytos (1982) 1 C.L.R. 499, Charalambous v. Vakana (1982) 1 C.L.R. 310, Markou v. Michael 19 C.L.R. 282 και Johnson v. Agnew [1979] 1 Αll E.R. 883)).

 

Είναι καλά καθιερωμένη αρχή ότι ο τόκος δεν αποτελεί προβλεπτή ζημιά η οποία ανακύπτει από τη διάρρηξη μίας συμφωνίας, εκτός αν αυτό προβλέπεται ειδικά στη σύμβαση ή εξυπακούεται από τη φύση της συναλλαγής των μερών, όπως στην περίπτωση συναλλαγματικών, και σε μερικές περιπτώσεις, υπό τύπο ειδικών αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας, όπου η σύμβαση αν εκτελείτο προς γνώσιν των μερών θα έδιδε το δικαίωμα στον αναίτιο αντισυμβαλλόμενο να πληρωθεί τόκους (βλ. Κολακίδης & Συνεταίροι ν. Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1671, Δρυάδης κ.α. ν. Καλησπέρα (1998) 1(Β) Α.Α.Δ.881, Τσιαρτζιάζη v. Δήμου Λευκωσίας (2005) 1 ΑΑΔ 627, Wadsworth v. Lydall (1981) 1 W.L.R.598). Σε σχέση με την τρίτη περίπτωση ανωτέρω, στην αγγλική απόφαση Wadsworth v. Lydall (ανωτέρω), η οποία επικροτήθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση President of India v. La Pintada Compania Navegacion SA (1984) 1 All ER 773, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«if a plaintiff pleads and can prove that he has suffered special damage as a result of the defendant's failure to perform his obligation under a contract, and such damage is not too remote on the principle of Hadley v Baxendale (1854) 9 Exch 341[1843–60] All ER Rep 461, I can see no logical reason why such special damages should be irrecoverable merely because the obligation on which the defendant defaulted was an obligation to pay money and not some other type of obligation».

 

Από το πιο πάνω απόσπασμα, προκύπτει ότι, ακόμη και στην περίπτωση όπου είναι προβλεπτό στα μέρη ότι στην περίπτωση παράβασης της συμφωνίας θα δίδετο δικαίωμα στο αναίτιο μέρος να διεκδικήσει, ως ειδικές αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας, τόκο (όπως και εν προκειμένω), τούτος ο τόκος θα πρέπει να αποδειχθεί από τον ενάγοντα, στη βάση των αρχών του άρθρου 73(1) του Κεφ. 149, ως ειδική ζημία η οποία προκύπτει στο αναίτιο μέρος ένεκα της εν λόγω παράβασης. Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι οι ειδικές ζημίες πρέπει να δικογραφούνται αλλά και να αποδεικνύονται ειδικά.

 

Στην παρούσα περίπτωση, στην καρδιά της αντιδικίας των μερών βρίσκεται η θέση της πλευράς του Εναγόμενου ότι ο επίδικος όρος του Πωλητηρίου Εγγράφου είναι καταχρηστικός και/ή αποτελεί ποινική ρήτρα και, επομένως, τούτος θα πρέπει να αγνοηθεί από το Δικαστήριο και να μην τύχει εφαρμογής, καθότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η Ενάγουσα υπέστη ζημία αντίστοιχη του υπολογισθέντος ποσού τόκου. Από την άλλη είναι η θέση της Ενάγουσας ότι, εν προκειμένω, στη βάση του επίδικου όρου, υπήρχε ρητή συμφωνία μεταξύ των μερών για πληρωμή τόκου ύψους 7% ετησίως επί οποιουδήποτε οφειλόμενου υπολοίπου του τιμήματος πώλησης από την ημερομηνία παράβασης της υποχρέωσης του Εναγόμενου για καταβολή, στην Ενάγουσα, ολόκληρου του τιμήματος πώλησης μέχρι και της εξόφλησης τούτου, και, ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα ποινικής και/ή καταχρηστικής ρήτρας.

 

Κατ’ αρχάς, προχωρώ να εξετάσω τη θέση που προβάλλεται εκ μέρους του Εναγόμενου περί του ότι ο επίδικος όρος αποτελεί καταχρηστική ρήτρα. Αν και η συνήγορος του δεν με παρέπεμψε σε οποιαδήποτε σχετική, με το ζήτημα, νομολογία και/ή νομοθεσία, τη μόνη σχετική, επί τούτου, νομοθεσία, την οποία εντόπισα είναι ο περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμος του 2021, Ν. 112(Ι)/2021 (στο εξής «ο Ν. 112(Ι)/2021»). Ο Ν. 112(Ι)/2021 κατήργησε, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του, τον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο, Ν. 93(Ι)/1996. Στο άρθρο 75 του N.112(I)/2021, και δη τις μεταβατικές διατάξεις αυτού, προνοείται ότι οποιαδήποτε δικαιώματα και υποχρεώσεις πηγάζουν από τον εν λόγω Νόμο, εφαρμόζονται αναφορικά και με συμβάσεις οι οποίες συνήφθησαν και/ή τερματίστηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του, ενώ, στη βάση της επιφύλαξης του άρθρου 75(1) του πιο πάνω Νόμου, οποιεσδήποτε συμβάσεις συνήφθησαν πριν την έναρξη της ισχύος των καταργηθέντων (βάσει του άρθρου 74 του Ν. 112(Ι)/2021) νόμων, δεν εξετάζονται βάσει των διατάξεων του Ν. 112(Ι)/2021.

 

Δεδομένου ότι δεν προβλέπεται στον ίδιο το Ν. 112(Ι)/2021 συγκεκριμένη ημερομηνία έναρξης της ισχύος του, προκύπτει από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι η ισχύς του άρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ήτοι τις 12.5.2021 (βλ. Ε.Ε., Παρ.Ι(I), Αρ.4840, 12.5.2021).

 

Εν προκειμένω, εφόσον το επίδικο Πωλητήριο Έγγραφο συνήφθη, μεταξύ των μερών, στις 26.4.2011, έπεται ότι τούτο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 112(Ι)/2021, νοουμένου ότι πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις του εν λόγω Νόμου βάσει των οποίων καθορίζεται πότε μία σύμβαση εμπίπτει εντός των προνοιών αυτού.

 

Ο Ν. 112(Ι)/2021, καθορίζει ρητά, στο άρθρο 48, ότι οι πρόνοιες του τυγχάνουν εφαρμογής σε κάθε ρήτρα σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ εμπορευόμενου και καταναλωτή, εκτός αυτών που ρητώς διαλαμβάνονται στο εδάφιο (4) του εν λόγω άρθρου. Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Ν. 112(Ι)/2021, και δη στο άρθρο 2 αυτού, καθορίζεται η έννοια των όρων «καταναλωτής» και «εμπορευόμενος», ως ακολούθως:

 

«καταναλωτής» σημαίνει «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις συμβάσεις ή εμπορικές πρακτικές που καλύπτει ο παρών Νόμος, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελεύθερη επαγγελματική του δραστηριότητα»,

 

«εμπορευόμενος» σημαίνει «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα αν διέπεται από το ιδιωτικό ή το δημόσιο δίκαιο, το οποίο ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα και κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπορευόμενου»·

 

Εν προκειμένω, είναι κοινώς αποδεκτό ότι το Πωλητήριο Έγγραφο συνήφθη μεταξύ της Ενάγουσας και του Εναγόμενου, με την πρώτη να συνομολογεί τούτο ως εργοληπτική εταιρεία, η οποία έχει ως κύρια δραστηριότητα την ανάπτυξη γης και κτιρίων και μέρος του κύκλου εργασιών της αποτελεί η ανέγερση και πώληση κατοικιών και/ή διαφόρων άλλων οικοδομών και δη ως εταιρεία η οποία ενεργούσε για λόγους που σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική και επαγγελματική της δραστηριότητα και, επομένως, κρίνω ότι τούτη εμπίπτει εντός του όρου «εμπορευόμενου» του Ν. 112(Ι)/2021. Από την άλλη, δεν έχει τεθεί ενώπιον μου, μέσω οποιασδήποτε μαρτυρίας, η ιδιότητα υπό την οποία ο Εναγόμενος συνήψε το εν λόγω Πωλητήριο Έγγραφο και δη κατά πόσο ενεργούσε, κατά το χρόνο συνομολόγησης του, για λόγους που δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελεύθερη επαγγελματική του δραστηριότητα. Επομένως, δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον μου, βάσει της οποίας να μπορεί να κριθεί αν ο Εναγόμενος ενεργούσε υπό την ιδιότητα του «καταναλωτή» κατά τη σύναψη του εν λόγω πωλητηρίου εγγράφου και, επομένως, αν η επίδικη συμφωνία εμπίπτει εντός των προνοιών και του πεδίου εφαρμογής του Ν. 112(Ι)/2021.

 

Εν πάση περιπτώσει, για σκοπούς πληρότητας και μόνο, στην περίπτωση που η ανωτέρω κρίση μου ήθελε, εφετειακώς, ανατραπεί, και το Πωλητήριο Έγγραφο θεωρηθεί ότι εμπίπτει εντός του πεδίου εφαρμογής του Ν. 112(Ι)/2021, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο ο επίδικος όρος είναι καταχρηστικός.

 

Στο άρθρο 48(2) του Ν.112(Ι)/2021, ο νομοθέτης καθορίζει τον τρόπο εκτίμησης του καταχρηστικού χαρακτήρα ενός συμβατικού όρου. Συγκεκριμένα, το άρθρο 48(2) προβλέπει ότι «Η εκτίμηση περί του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης, ούτε το ανάλογο ή μη, μεταξύ του τιμήματος και/ή της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό».

 

Επομένως, στόχος είναι να διαπιστωθεί αν ο επίδικος όρος είναι ασαφής και/ή δυσνόητος για τον καταναλωτή. Σε περίπτωση δε που μία σύμβαση συνομολογείται γραπτώς, τότε, βάσει του άρθρου 52 του Ν.112(Ι)/2021, αποτελεί υποχρέωση του εμπορευόμενου να διασφαλίσει ότι οι όροι της διατυπώνονται με σαφή και κατανοητό τρόπο, ενώ όπου υπάρχει αμφιβολία για την έννοια μιας γραπτής ρήτρας, υπερισχύει η ευνοϊκότερη, για τον καταναλωτή, ερμηνεία.

 

Εν προκειμένω, κρίνω ότι ο επίδικος όρος είναι ξεκάθαρος και δεν αφήνει οποιαδήποτε ασάφεια προς τον Εναγόμενο, ο οποίος εν πάση περιπτώσει δεν προέβαλε κάτι τέτοιο μέσω της μαρτυρίας του.

 

Πέραν των πιο πάνω, στη βάση του άρθρου 50(1) του Ν. 112(Ι)/2021, «καταχρηστική ρήτρα» θεωρείται κάθε ρήτρα η οποία, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση. Η δε εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας γίνεται, βάσει του άρθρου 50(2) του Ν.112(Ι)/2021, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης, όλες οι, κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης, περιστάσεις που περιβάλλουν την εν λόγω σύμβαση, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 50(3) του Ν.112(Ι)/2021, για να διαπιστωθεί κατά πόσο μια ρήτρα ικανοποιεί την απαίτηση καλής πίστης, λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη τα ακόλουθα:

(α)       Η διαπραγματευτική δύναμη των μερών·

(β)       εάν ο καταναλωτής δέχθηκε οποιεσδήποτε παροτρύνσεις, για να συμφωνήσει στη ρήτρα·

(γ)        εάν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες πωλήθηκαν ή προμηθεύτηκαν κατόπιν ειδικής παραγγελίας του καταναλωτή· και

(δ)        ο βαθμός στον οποίο ο εμπορευόμενος χειρίστηκε δίκαια τον καταναλωτή.

 

Τέλος, το Παράρτημα IV του Ν.112(Ι)/2021 περιέχει έναν ενδεικτικό, αλλά μη εξαντλητικό, κατάλογο συμβατικών ρητρών που δυνατόν να θεωρηθούν καταχρηστικές, μεταξύ των οποίων είναι και ρήτρες που έχουν σκοπό ή αποτέλεσμα να επιβάλουν στον καταναλωτή, που δεν εκτελεί τις υποχρεώσεις του, δυσανάλογα υψηλή αποζημίωση.

 

Σημειώνω εδώ ότι στην παρούσα περίπτωση, ουδεμία μαρτυρία προσφέρθηκε εκ μέρους του Εναγόμενου που να θέλει αυτόν να μην διαπραγματεύτηκε τους όρους του Πωλητηρίου Εγγράφου ή να δέχθηκε οποιαδήποτε παρότρυνση για να συμφωνήσει τον επίδικο όρο. Υπενθυμίζω, επίσης, ότι η δικογραφημένη θέση του που θέλει το εν λόγω πωλητήριο έγγραφο να τελούσε υπό την αίρεση ότι θα του καταβάλλετο η χορηγία και/ή τα ωφελήματα του Σχεδίου, ουδόλως προωθήθηκε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, μέσω της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε εκ μέρους του ενώπιον του Δικαστηρίου. Είναι δε εμφανές από τους ίδιους τους όρους του Πωλητηρίου Εγγράφου ότι τούτο υπό καμία αίρεση τελούσε και δη αυτές που, έστω, δικογραφικά, ισχυρίζεται ο Εναγόμενος. Πέραν όμως τούτου, το ενδιαφέρον για αγορά του επίδικου διαμερίσματος φαίνεται, τουλάχιστον στη βάση των όρων του εν λόγω πωλητηρίου εγγράφου, να έγινε κατόπιν προσέγγισης του Εναγόμενου προς την Ενάγουσα, ενώ ο Εναγόμενος δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία που να θέλει την Ενάγουσα να μην χειρίστηκε δίκαια αυτόν. Όλα τα πιο πάνω, συνηγορούν υπέρ της κρίσης ότι ο επίδικος όρος ικανοποιεί τις απαιτήσεις καλής πίστης και δεν αποτελεί καταχρηστική ρήτρα, ως η πλευρά του Εναγόμενου επικαλείται. Εν πάση περιπτώσει, σημειώνω εδώ ότι η πλευρά του Εναγόμενου πουθενά δεν προβάλλει τη θέση ότι το ποσοστό του τόκου, ως τούτο προβλέπεται στον επίδικο όρο του Πωλητηρίου Εγγράφου, αντίκειται σε οποιοδήποτε νόμο και/ή υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό τόκου που θα μπορούσε να επιβληθεί σε τέτοιου είδους συναλλαγή ή ότι είναι έκδηλα υπερβολικός, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει ότι ο επίδικος όρος επιβάλλει σε αυτόν δυσανάλογα υψηλή αποζημίωση.

 

Ερχόμενη τώρα στη θέση της πλευράς του Εναγόμενου ότι ο επίδικος όρος συνιστά ποινική ρήτρα, σημειώνω ότι η απαίτηση της Ενάγουσας για αποζημίωση για το ποσό του τόκου, στη βάση του πιο πάνω επίδικου όρου, αναπόφευκτα θα πρέπει να εξετασθεί με αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 74 του Κεφ. 149, το οποίο διαλαμβάνει τα εξής:

 

«74.-(1) Αν στη σύμβαση διαλαμβάνεται όρος ως προς το ποσό το οποίο πρέπει να καταβληθεί σε περίπτωση παράβασης αυτής ή ποινική ρήτρα, σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης από τον ένα από τους συμβαλλόμενους, ο άλλος δικαιούται, και αν ακόμη δεν αποδειχτεί ότι υπέστη από την παράβαση πραγματική ζημιά ή απώλεια, να λάβει από τον υπαίτιο εύλογη αποζημίωση που δεν υπερβαίνει το ποσό που ορίστηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, ή ανάλογα με την περίπτωση, την ποινική ρήτρα.

Ρήτρα για καταβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία, δύναται να θεωρηθεί ως ποινική ρήτρα.»

 

Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι η απαίτηση της Ενάγουσας για απόδοση τόκου ύψους 7% ετησίως (και δη του συνολικού ποσού τόκου €16.660), στη βάση του επίδικου όρου, επιζητείται, υπό τη μορφή ειδικών αποζημιώσεων ένεκα της πρωταρχικής παράβασης των όρων του Πωλητηρίου Εγγράφου από πλευράς του Εναγόμενου και δη του επίδικου όρου ότι ολόκληρο το τίμημα πώλησης θα έπρεπε να καταβληθεί, από αυτόν προς την Ενάγουσα, εντός της ταχθείσας προθεσμίας που προνοούσε το εν λόγω πωλητήριο (ήτοι, εντός 40 ημερών από την κατάρτιση αυτού). Συνεπώς, τούτος (ο τόκος) επιζητείται υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων, ένεκα της παράβασης της πρωταρχικής υποχρέωσης του Εναγόμενου βάσει της επίδικης σύμβασης (primary obligation under the contract). Εάν, δηλαδή, ο Εναγόμενος κατέβαλλε ολόκληρο το τίμημα πώλησης, εντός της προθεσμίας που έθετε το Πωλητήριο Έγγραφο, τότε η πρόνοια για επιβολή τόκου ύψους 7% ετησίως σε οποιοδήποτε υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης παρέμενε οφειλόμενο δεν θα ενεργοποιείτο και η Ενάγουσα δεν θα είχε οποιοδήποτε δικαίωμα διεκδίκησης οποιουδήποτε ποσού, πέραν του ποσού των €144.000 (που ήταν και το τίμημα πώλησης). Με τον ως άνω επίδικο όρο, αυτό που, στην ουσία, τα μέρη συμφώνησαν είναι τον τόκο που θα επιβάλλεται στην περίπτωση που ο Εναγόμενος δεν καταβάλει στην Ενάγουσα ολόκληρο το τίμημα πώλησης, εντός του καθορισμένου χρόνου που είχε συμφωνηθεί μεταξύ των μερών, στη βάση των όρων του Πωλητηρίου Εγγράφου, δηλαδή, τόκο υπερημερίας. Ο τόκος υπερημερίας (default interest) αποσκοπεί στο να αποζημιώσει το αθώο μέρος μιας σύμβασης, σε περίπτωση παράβασης της από τον αντισυμβαλλόμενο, για την πραγματική ζημιά την οποία έχει υποστεί ο πρώτος ένεκα της υπερημερίας του δεύτερου (Lordvale Finance Plc v. Bank of Zambia (1996) 3 All ER 156, Jeancharm Ltd v. Bamet Football Club Ltd (2003) EWCA Civ 58).

 

Το άρθρο 74(1) του Κεφ. 149 έτυχε ερμηνείας και ανάλυσης σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Eνδεικτικά παραπέμπω στις υποθέσεις Χαραλάμπους ν. Α.Ν. Stasis Estates Ltd κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 418Μούρτζινος v. Πλοίου “Galaxias” κ.α. (1997) 1(Α) ΑΑΔ 80, Χρυσοστόμου και Υιός Λτδ v. Long Life Constructions Ltd (1999) 1 (Γ) ΑΑΔ 1944, Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ v. G&C Exhaust Systems Ltd (2001) 1(A) AAΔ 500, Σύλλογος «Ανόρθωσις» Αμμοχώστου ν. «Απόλλων» Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Λεμεσού (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 518Χαραλάμπους κ.α. v. Liberty Life Insurance Public Company Limited (πρώην Liberty Life Insurance Limited) (2011) 1 ΑΑΔ 1739, Miltiades Neophytou Civil Engineering Contractors – Developers Ltd v. Αδελφοί Παπαλαζάρου Λτδ (2006) 1(Α) ΑΑΔ 590Ως προς το πότε ένας συμβατικός όρος αποτελεί «ποινική ρήτρα», παραπέμπω στις υποθέσεις Dunlop Pneumatic Tyre Co. Ltd. v. New Garage & Motor Co. Ltd. [1915] A.A. 79 και Σύλλογος «Ανόρθωσις» Αμμοχώστου (ανωτέρω).

 

Στην υπόθεση Σύλλογος «Ανόρθωσις» Αμμοχώστου (ανωτέρω), το Δικαστήριο, μετά από ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας, αποφάσισε ότι στην Κύπρο, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στην Αγγλία, η διάκριση μεταξύ ενός γνήσιου προκαθορισμού της ζημιάς (a genuine pre-estimate of damages) και μιας ποινικής ρήτρας (penalty clause) δεν έχει ουσιαστική σημασία καθότι, το Δικαστήριο, διατηρεί και στις δύο περιπτώσεις, τη διακριτική του εξουσία να επιδικάσει εύλογη αποζημίωση, η οποία, ωστόσο, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το καθοριζόμενο, στη σύμβαση, ποσό, είτε τούτο αποτελεί ποινική ρήτρα, είτε όχι. Απλά το δικαστήριο, αφού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ποσό που αναφέρεται στη σύμβαση μπορεί να θεωρηθεί ως ένας γνήσιος προκαθορισμός των αποζημιώσεων, βοηθιέται καλύτερα στον δικό του υπολογισμό αποζημιώσεων, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να υπερβαίνουν του καθοριζόμενου ποσού, ακόμη και αν το αθώο μέρος αποδείξει μεγαλύτερη, από το καθοριζόμενο ποσό, ζημία (βλ. CLR Investment Fund Ltd v. Alliance International Reinsurance Co Ltd (2012) 1B ΑΑΔ 1009). Όπως, περαιτέρω, αναφέρθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους κ.α. ν. Liberty Life (ανωτέρω), σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 74(1) του Κεφ. 149, μία ρήτρα προκαθορισμού της ζημιάς σε μία σύμβαση δεν είναι δεσμευτική. Επενεργεί μόνο στην οριοθέτηση του ανώτατου ορίου της αποζημίωσης που μπορεί να επιδικασθεί από το Δικαστήριο. Εκεί όπου η προβλεπόμενη αποζημίωση ενέχει χαρακτήρα ποινικής ρήτρας (penalty clause) αυτή αγνοείται, ενώ εκεί όπου συνιστά γνήσια προσπάθεια προκαθορισμού της ζημιάς την οποία θα υποστεί το αθώο μέρος από την παράβαση της συμφωνίας, τότε μετρά ως στοιχείο σχετικό στον καθορισμό της εύλογης αποζημίωσης και λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο. Eντούτοις, η επιδίκαση ουσιαστικών αποζημιώσεων - όχι συμβολικών ή ονομαστικών - είναι δυνατή μόνο όπου αυτές αποδεικνύονται (Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης (ανωτέρω) και CLR Investment Fund Ltd v. Alliance International Reinsurance Co Ltd (ανωτέρω)). Ως έχει λεχθεί στην υπόθεση CLR Investment Fund Ltd v. Alliance International Reinsurance Co Ltd (ανωτέρω):

 

«Με δεδομένη τη διαπίστωση της παράβασης, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του στο θέμα των αποζημιώσεων από το υπαίτιο μέρος. Οι Εφεσείοντες είχαν το βάρος να αποδείξουν τη ζημιά τους σύμφωνα με το Άρθρο 73 του Κεφ. 149. Στην προκειμένη περίπτωση, τα μέρη συμφώνησαν ότι οι Εφεσίβλητοι ήταν υπόχρεοι να επιστρέψουν το αντάλλαγμα των £3 εκατομμυρίων. Σύμφωνα με το Άρθρο 74 του Κεφ. 149:-

«74.-(1) Αν στη σύμβαση διαλαμβάνεται όρος ως προς το ποσό το οποίο πρέπει να καταβληθεί σε περίπτωση παράβασης αυτής ή ποινική ρήτρα, σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης από τον ένα από τους συμβαλλόμενους, ο άλλος δικαιούται, και αν ακόμη δεν αποδειχτεί ότι υπέστη από την παράβαση πραγματική ζημιά ή απώλεια, να λάβει από τον υπαίτιο εύλογη αποζημίωση που δεν υπερβαίνει το ποσό που ορίστηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, ή ανάλογα με την περίπτωση, την ποινική ρήτρα.

Ρήτρα για καταβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία, δύναται να θεωρηθεί ως ποινική ρήτρα.

(2) ........................»

Σύμφωνα με τη νομολογία, ο καθορισμός ποσού σε ρήτρα αποζημιώσεων είναι δεσμευτικός μόνο καθ' όσον αφορά το μέγιστο ύψος των αποζημιώσεων που το δικαστήριο θα επιδικάσει. Το δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να επιδικάσει εύλογη αποζημίωση μη υπερβαίνουσα το ποσό που έχει οριστεί (βλ. Katsikides v. Constantinides (1969) 1 C.L.R. 31 και Iordanou v. Anyftos 24 C.L.R. 97). Επομένως, οι Εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να αποδείξουν τη ζημιά τους.

[…]

Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά εξέτασε θέμα αποζημιώσεων, αφού σύμφωνα με το Άρθρο 73 του Κεφ. 149, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται για παράβαση, δικαιούται σε αποζημιώσεις από τον υπαίτιο για τη ζημιά που προέκυψε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την παράβαση. Το Άρθρο 73(3) προβλέπει για την υποχρέωση λήψης εύλογων μέτρων για μείωση της ζημιάς. Επομένως, σε περίπτωση παράβασης σύμβασης, το αθώο μέρος δεν δικαιούται, στη χωρίς άλλων πλήρη αποζημίωση, είτε αυτή έχει προκαθοριστεί, είτε όχι». 

 

Στην παρούσα υπόθεση, είναι κοινώς αποδεκτό ότι ο Εναγόμενος δεν κατέβαλε, στην Ενάγουσα, ολόκληρο το τίμημα πώλησης προσηκόντως και ως προνοούσαν οι ρητοί όροι του Πωλητηρίου Εγγράφου. Είναι δε, επίσης, κοινώς αποδεκτό ότι το τίμημα πώλησης του επίδικου διαμερίσματος, εξοφλήθηκε πολύ μετά την έγερση της παρούσας αγωγής και δη στις 18.6.2018. Εντούτοις, εν προκειμένω, δεν κρίνω ότι είναι αναγκαίο, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, να αποφασιστεί το κατά πόσον ο επίδικος όρος αποτελεί ποινική ρήτρα ή όχι. Και τούτο διότι, σε συμφωνία με τη θέση του Εναγόμενου, η Ενάγουσα δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι έχει υποστεί κάποια συγκεκριμένη πραγματική ζημιά ένεκα της υπερήμερης καταβολής του τιμήματος πώλησης από τον Εναγόμενο. Το γεγονός και μόνο ότι το συνολικό ποσό τόκου, ως τούτο υπολογίστηκε από πλευράς της Ενάγουσας, δεν τέθηκε εν αμφιβόλω, από πλευράς του Εναγόμενου, δεν επαρκεί. Όφειλε η Ενάγουσα να προσκομίσει σχετική μαρτυρία, με την οποία να αποδείκνυε ότι, ένεκα της παράβασης της μεταξύ των μερών επίδικης συμφωνίας, αυτή υπέστη ζημία ίση με το εν λόγω συνολικό ποσό τόκου[6]. Εν προκειμένω, επαναλαμβάνω ότι ελλείπει οποιαδήποτε μαρτυρία με την οποία να αποδεικνύεται ότι η Ενάγουσα υπέστη πραγματική ζημία ένεκα της υπερήμερης καταβολής του τιμήματος πώλησης από τον Εναγόμενο, και δη ζημία ίση με ποσοστό επιτοκίου 7% ετησίως επί του οφειλόμενου υπόλοιπου του τιμήματος πώλησης. Επομένως, αν δεν δικαιούται σε άλλη αποζημίωση, εκείνο που δικαιούται η Ενάγουσα είναι η επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων.

 

Εντούτοις, με δεδομένο ότι είναι κοινώς αποδεκτό ότι σε ό,τι αφορά την αξίωση της Ενάγουσας για αποζημιώσεις, ένεκα της παράβασης της επίδικης σύμβασης εκ μέρους του Εναγόμενου, για το ποσό των €34.000 (ως οφειλόμενο υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης (και δη της πρωταρχικής, βάσει του Πωλητηρίου Εγγράφου, υποχρέωσης του Εναγόμενου)), τούτο το ποσό εξοφλήθηκε από πλευράς του τελευταίου, μετά την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, με την καταβολή του ποσού ύψους €10.000, στις 23.1.2018, και την καταβολή του υπόλοιπου ποσού των €24.000, στις 18.6.2018, είναι εμφανές ότι η Ενάγουσα αποτελεί επιτυχών διάδικο σε σχέση με την εν λόγω απαίτηση της. Επομένως, η Ενάγουσα δικαιούται νόμιμο τόκο επί του ποσού των €34.000, τον οποίο επιδικάζω επί του εν λόγω ποσού από την έγερση του αγώγιμου δικαιώματος της Ενάγουσας, και δη τις 6.6.2011 (ήτοι μετά την πάροδο 40 ημερών από την ημερομηνία κατάρτισης του Πωλητηρίου Εγγράφου) μέχρι τις 23.1.2018 (ημερομηνία κατά την οποία καταβλήθηκαν οι ανωτέρω €10.000) και, ακολούθως, επιδικάζω τούτον επί του ποσού των €24.000 από τις 24.1.2018 μέχρι και τις 18.6.2018 (ημερομηνία κατά την οποία εξοφλήθηκε το εν λόγω ποσό).  

 

Προβαίνοντας στις ακόλουθες απλές μαθηματικές πράξεις, και πιο συγκεκριμένα: (1) πολλαπλασιάζοντας το εκάστοτε οφειλόμενο ποσό (π.χ €34.000) με το εκάστοτε ποσοστό νόμιμου τόκου (π.χ. 5%), (2) διαιρώντας, στη συνέχεια, το αποτέλεσμα της πράξης (1), ανωτέρω, με το συνολικό αριθμό ημερών του εκάστοτε ημερολογιακού έτους (365 ημέρες) που το εν λόγω ποσό οφείλετο και, στη συνέχεια, (3) πολλαπλασιάζοντας το αποτέλεσμα της πράξης υπό στοιχείο (2), ανωτέρω, με τον συνολικό αριθμό ημερών, κάθε ημερολογιακής χρονιάς, για τις οποίες συνεχίζει να οφείλεται το εκάστοτε υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης, προκύπτει ότι ο νόμιμος τόκος που οφείλεται, συμποσούται στο ποσό των €10.129,20, και προκύπτει ως ακολούθως:

 

Από

Μέχρι

Συνολικός αριθμός ημερών που το οφειλόμενο ποσό οφείλεται για έκαστη ημερολογιακή χρονιά

Οφειλόμενο ποσό του τιμήματος πώλησης (€)

Νόμιμος τόκος

Υπολογισμός νόμιμου τόκου σε ευρώ (€)

6.6.2011

31.12.2011

208/365

34,000.00

5%

968.77

1.1.2012

31.12.2012

365/365

34,000.00

5%

1,700.00

1.1.2013

31.12.2013

365/365

34,000.00

4.75%

1,615.00

1.1.2014

31.12.2014

365/365

34,000.00

4.5%

1,530.00

1.1.2015

31.12.2015

365/365

34,000.00

4%

1,360.00

1.1.2016

31.12.2016

365/365

34,000.00

4%

1,360.00

1.12017

31.12.2017

365/365

34,000.00

3.5%

1,190.00

1.1.2018

23.1.2018

22/365

34,000.00

3.5%

71.73

24.1.2018

18.6.2018

145/365

24,000.00

3.5%

333.70

Σύνολο

10,129.20

 

Με δεδομένο ότι, εν προκειμένω, είναι δυνατός ο υπολογισμός του νόμιμου τόκου που θα απέδιδε το Δικαστήριο[7] επί της απαίτησης της Ενάγουσας για αποζημιώσεις (εκ ποσού €34.000) ένεκα της παράβασης του Εναγόμενου να της καταβάλει ολόκληρο το τίμημα πώλησης κατά το χρόνο που προνοείτο στην επίδικη σύμβαση, και, κατά συνέπεια, τούτος μπορεί να επιδικαστεί υπό τύπο αποζημίωσης, κρίνω ότι είναι αχρείαστη η ενασχόληση του Δικαστηρίου με το ζήτημα της επιδίκασης ονομαστικών αποζημιώσεων και, ως εκ τούτου, δεν θα προχωρήσω να επιδικάσω οποιοδήποτε ποσό υπό μορφή ονομαστικών αποζημιώσεων.

 

Σε ό,τι δε αφορά την απαίτηση της Ενάγουσας, ως τούτη προβλήθηκε, μέσω της μαρτυρίας του Μ.Ε 1, για καταβολή προς αυτήν τόκου ύψους 7% ετησίως επί του αξιούμενου υπολοίπου ποσού του τόκου (και δη του ποσού των €6.660), αρκούμαι απλά να αναφέρω ότι με δεδομένο ότι η απαίτηση της για επιδίκαση υπέρ της τόκου ύψους 7% ετησίως επί του ποσού των €34.000 δεν έχει επιτύχει, για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω, ούτε η, εν προκειμένω, αξίωση της μπορεί να επιτύχει. Εν πάση δε περιπτώσει, σημειώνω, επίσης, ότι ουδεμία τέτοια αξίωση (για απόδοση 7% ετησίως επί του αξιούμενου ποσού των €6.660) έχει δικογραφηθεί εκ μέρους της, με αποτέλεσμα τούτη να μην μπορεί, και για αυτό το λόγο να της αποδοθεί. Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να δικογραφούνται και να αποδεικνύονται ειδικά (βλ. Σπύρου ν. Χ"Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 298Ηρακλέους ν. Πίτρος (1994) 1 ΑΑΔ 299 και Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 ΑΑΔ. 1157Νεοκλής Αντωνιάδης ν. Μιχάλης Σταύρου (1998) 1 ΑΑΔ 1171).

 

Έχοντας κατά νου όλα τα ανωτέρω, και ειδικότερα ότι η Ενάγουσα δικαιούται νόμιμο τόκο, ως τούτος υπολογίστηκε ανωτέρω, και δη για ποσό μεγαλύτερο των €10.000 που επιζητείται από τον Εναγόμενο με την ανταπαίτηση του, ως ποσό το οποίο καταβλήθηκε εκ μέρους του χωρίς να οφείλεται, κρίνω ότι ανταπαίτηση του Εναγόμενου για επιστροφή σε αυτόν του εν λόγω ποσού δεν μπορεί να επιτύχει, εφόσον τούτο καταβλήθηκε, εν γνώση του, έναντι τόκου επί του ποσού των €34.000 (και δη του εναπομείναντος τιμήματος πώλησης). Στη βάση της πιο πάνω κρίσης, και δη ότι η Ενάγουσα δικαιούται σε αποζημιώσεις, εν είδει νόμιμου τόκου, για το ποσό των €10.129,20, εκ των οποίων τις €10.000 τις έλαβε ήδη από το έτος 2020, από τον ΜΥ 1, τούτη κατάφερε να αποδείξει ότι δικαιούται σε αποζημιώσεις ύψους €129,20.

 

Κατάληξη

 

Στη βάση όλων όσων προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου, για το ποσό των €129,20.

 

Περαιτέρω, η ανταπαίτηση του Εναγόμενου εναντίον της Ενάγουσας, απορρίπτεται.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα, δεδομένων όσων θα σημειώσω κατωτέρω, κρίνω ορθότερο όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της. Πιο συγκεκριμένα, αν και η Ενάγουσα, στη βάση της πιο πάνω κατάληξης μου, αποτελεί επιτυχόντα διάδικο της παρούσας διαδικασίας, έστω και για το περιορισμένο ποσό των €129,20, και ο Εναγόμενος τον αποτυχόντα διάδικο ένεκα απόρριψης της ανταπαίτησης του, εντούτοις, το όλο ζήτημα δεν κρίθηκε στη βάση του σχετικού επιχειρήματος της Ενάγουσας δια της αυστηρής εφαρμογής του επίδικου όρου, αλλά κατ’ εφαρμογή του σχετικού επιχειρήματος του Εναγόμενου ότι ο επίδικος όρος δεν δημιουργούσε αδιαμφισβήτητη υποχρέωση καταβολής του τόκου 7% ετησίως, παρά μόνο τούτος όριζε το ανώτατο ποσοστό επιτοκίου που θα μπορούσε να επιδικαστεί υπέρ της Ενάγουσας, ένεκα της παράβασης, εκ μέρους του Εναγόμενου, του όρου του Πωλητηρίου Εγγράφου για αποπληρωμή ολόκληρου του τιμήματος πώλησης εντός 40 ημερών από την κατάρτιση αυτού, νοουμένου ότι η τελευταία θα αποδείκνυε αυστηρώς την όποια τέτοια σχετική ζημία της. Εν ολίγοις, η επιμονή της Ενάγουσας να προωθεί την παρούσα αγωγή και να επιζητεί αποζημιώσεις ίσες με τόκο 7% ετησίως επί του μη εμπροθέσμως καταβληθέντος τιμήματος πώλησης, κρίθηκε, στη βάση όλων των ανωτέρω, λανθασμένη, παρά το ότι, τελικώς, κατ’ εφαρμογή της ορθής προσέγγισης από πλευράς του Εναγόμενου, προέκυπτε η περιορισμένη αυτή οφειλή του υπέρ της Ενάγουσας.

 

Στη βάση των δεδομένων αυτών, αλλά και του ομολογουμένως μικρού ποσού που επιδικάσθηκε υπέρ της Ενάγουσας, κρίνω, ως ήδη ανέφερα ανωτέρω, ότι η κάθε πλευρά θα πρέπει να επωμιστεί τα έξοδα της.

 

 

 

(Υπ.) ………………………

Ν. Πετρίδου, Ε.Δ

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 27.6.2023.

[2] Το κατά πόσο το ποσό τούτο έπρεπε να καταβληθεί από τον Εναγόμενο στην Ενάγουσα παραμένει ζήτημα διαφιλονικούμενο.

[3] Βλ. μαρτυρία και την γραπτή αγόρευση που καταχωρήθηκε εκ μέρους του.

[4] Βλ. πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 15.2.2023.

[5] Υπενθυμίζω στο παρόν στάδιο ότι στις 24.2.2023, η πλευρά του Εναγόμενου καταχώρησε, κατόπιν σχετικού εκ συμφώνου διατάγματος ημερ. 15.2.2023, περαιτέρω υπεράσπιση, στην οποία περιλάμβανε τα γεγονότα που μεσολάβησαν από την ημερομηνία έγερσης της παρούσας αγωγής μέχρι και την καταβολή προς την Ενάγουσα, κατά το έτος 2020, του ποσού των €10.000.

[6] π.χ. λόγω του ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης, αν της καταβαλλόταν, κατά το χρόνο που προνοείτο στο Πωλητήριο Έγγραφο, και το κατέθετε σε καταθετικό λογαριασμό, αυτή θα λάμβανε το αντίστοιχο, με το αξιούμενο ποσό τόκων, ποσό.

[7] Στη βάση του άρθρου 33 του Ν. 14/60.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο