Αναφορικά με την εταιρεία KENNESVILLE HOLDINGS LIMITED, Αρ. Αίτησης: 361/2022, 10/4/2025
print
Τίτλος:
Αναφορικά με την εταιρεία KENNESVILLE HOLDINGS LIMITED, Αρ. Αίτησης: 361/2022, 10/4/2025

Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας

Ενώπιον:  Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.

 

Αρ. Αίτησης: 361/2022

 

Αναφορικά με την εταιρεία KENNESVILLE HOLDINGS LIMITED

και

Αναφορικά με τον Περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα

                                                                                                                                   

 

Ημερομηνία: 10 Απριλίου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτητή: κα Ν. Λιασίδου

Για Καθ’ ης η αίτηση: κ. Κ. Πανάγος

                                                           

 

Ενδιάμεση Απόφαση στην Αίτηση Ημερ. 18.01.2023

 

Διάταγμα μείωσης κεφαλαίου

 

            Στις 06.07.2022, στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό εταιρικής αίτησης, εκδόθηκε από το Δικαστήριο διάταγμα με το οποίο μειώθηκε το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο της Καθ’ ης η αίτηση εταιρείας (στο εξής «το διάταγμα μείωσης» και «η Καθ’ ης η αίτηση», αντίστοιχα).  Η εν προκειμένω αίτηση επιδόθηκε στον Έφορο Εταιρειών, ο οποίος δεν εμφανίστηκε κατά την δίκη, πλην όμως τοποθετήθηκε μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος που απέστειλε στους συνηγόρους της Καθ’ ης Αίτηση, αναφέροντας ότι δεν φέρει ένσταση.

 

Η επίδικη αίτηση

 

            Στις 18.01.2023, ο Αιτητής – φυσικό πρόσωπο – (στο εξής «ο Αιτητής»), καταχώρησε την επίδικη αίτηση με την οποία επιδιώκει την έκδοση διατάγματος, το οποίο να παραμερίζει (set aside) και/ή να ακυρώνει το διάταγμα μείωσης. Η επίδικη αίτηση, στο κυρίως σώμα της, αναφέρει διάφορες νομικές βάσεις, μέρος του οποίου τροποποιήθηκε κατά την τελευταία (πριν την ακρόαση) δικάσιμο, διά της προσθήκης νέας, επιπρόσθετης, νομικής βάσης, και ειδικότερα της Διαταγής 48, θ.11. 

 

            Παρά την πληθώρα των δικαιοδοτικών, κατά τον Αιτητή, για το Δικαστήριο, νομικών βάσεων, που αναφέρονται στο κυρίως σώμα της επίδικης αίτησης, κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία της επίδικης αίτησης, η συνήγορος του Αιτητή περιόρισε τούτη σε μια, και ειδικότερα στη Διαταγή 48, θ.8(4), αναφέροντας ότι, κάθε άλλη αναφερόμενη στο κυρίως σώμα της επίδικης αίτησης νομική βάση, στο βαθμό που τούτη κριθεί σχετική, να εκληφθεί ως επικουρική της μόνης, πλέον, πιο πάνω αναφερόμενης δικαιοδοτικής, κατά τον Αιτητή, νομικής βάσης. 

 

            Δεδομένης της πιο πάνω εξέλιξης, αλλά και του γεγονότος ότι η Καθ’ ης η αίτηση, ως βασικό λόγο ένστασής της, προβάλλει και τη θέση ότι η επίδικη αίτηση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη, καθότι ελλείπει δικαιοδοτική, για το Δικαστήριο, νομική βάση για να εκδώσει το κατ’ αίτηση διάταγμα, θεωρώ ορθότερο όπως, πρώτα εξετάσω το ζήτημα αυτό – ως δικαιοδοτικής φύσης – και μόνο αν δεν γίνει δεκτή η εν προκειμένω θέση της Καθ’ ης η αίτηση, να προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της επίδικης αίτησης και των λοιπών λόγων ένστασης που προβάλει η τελευταία. 

 

Ως προνοείται στη Διαταγή 48, θ.8(4):

«Any person (other than the applicant) affected by an order made ex parte may apply by summons to have it set aside or varied and the Court or Judge may set aside or vary such order on such terms as may seem just.»

           

            Η ερμηνεία των ως άνω προνοιών της Δ.48, θ.8(4), απασχόλησε, πλειστάκις, το Ανώτατο Δικαστήριο σε διάφορες υποθέσεις. Εκείνο που προκύπτει από την εν προκειμένω ενασχόληση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ότι τούτη (Δ.48, θ.8(4)) δύναται να αποτελέσει δικαιοδοτική, για το Δικαστήριο, νομική βάση για παραμερισμό ή τροποποίηση διατάγματος το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο μονομερούς (ex parte) αίτησης, έστω και αν η μονομερής, αυτή, αίτηση δεν αποτελεί μια εκ των προνοούμενων στη Δ.48, θ.8(1) μονομερών αιτήσεων, ή, ακόμα, και στη περίπτωση που αυτό που προβάλλει ο διάδικος που την επικαλείται είναι ότι το διάταγμα (του οποίου επιζητείται ο παραμερισμός ή η τροποποίηση) δεν επιτρεπόταν να εκδοθεί μονομερώς (Γ. Έλληνας ν. Α. Χριστοδούλου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 438, Νικολαϊδου ν. Αττίπα κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1620, Μαρκιτανή ν. Μουντζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, Σε ότι αφορά την Βασούλλα Τάσου (Κακουρή) (2000) 1 Α.Α.Δ. 1372 και Π. Μιχαηλίδη ν. Α. Πεδίου, (2004) 1 ΑΑΔ 1995).  Ωστόσο, σε όλες αυτές τις υποθέσεις, αλλά και άλλες που καταπιάστηκαν με τις εν προκειμένω πρόνοιες, εκείνο που ξεκάθαρα υποδείχθηκε είναι ότι, για να είναι δυνατή η επίκληση της Δ.48, θ.8(4), θα πρέπει το διάταγμα, του οποίου επιζητείται ο παραμερισμός ή η τροποποίηση, να είχε εκδοθεί στο πλαίσιο μονομερούς και όχι δια κλήσεως αίτησης.

 

            Το ζήτημα αυτό, και δη το κατά πόσο οι πρόνοιες της Δ.48, θ.8(4) επιτρέπουν στο Δικαστήριο να παραμερίσει ή να τροποποιήσει διάταγμα που εκδόθηκε στο πλαίσιο μη μονομερούς αίτησης, δεν φαίνεται να απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην μόνη σχετική απόφαση του, στην οποία παραπέμπει η συνήγορος του Αιτητή στην αγόρευσή της (Ceeif Central and Eastern European Investment Ltd και άλλοι, (2012) 1 ΑΑΔ 588). Η όποια εκεί σχετική αναφορά, γίνεται εντελώς γενικά, αλλά και στη βάση της κοινής αντίληψης που φαίνεται να επικρατούσε και στους συνηγόρους των εκεί διαδίκων, χωρίς να απασχολήσει, ειδικώς, η ξεκάθαρη αναφορά στις πρόνοιες της ίδιας της Δ.48, θ.8(4) ότι το διάταγμα που δύναται να παραμεριστεί ή τροποποιηθεί θα πρέπει να είναι μονομερές, κάτι, που απασχόλησε, ειδικώς, το Ανώτατο Δικαστήριο στις ανωτέρω αναφερόμενες αποφάσεις του. Δεν αποκλείω το ενδεχόμενο τούτο να οφείλεται στο γεγονός ότι η αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε το εκεί διάταγμα, καταχωρήθηκε, αρχικώς, μονομερώς, έστω και αν, ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ορθότερο να διατάξει την επίδοση της πριν αποφανθεί επί της ουσίας της. Εν πάση περιπτώσει, η εν προκειμένω απόφαση, στην οποία παραπέμπει η συνήγορος του Αιτητή, εκδόθηκε υπό μονομελή σύνθεση, στο πλαίσιο αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου Certiorari, με αποτέλεσμα τούτη να μην είναι δεσμευτική για τα κατώτερα Δικαστήρια. 

 

Από την άλλη, ως ήδη σημειώθηκε, στις λοιπές ανωτέρω κρίσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα απασχόλησε ειδικώς ή και γενικώς. Στη δε δεσμευτική, για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση στην Μαρκιτανή (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε, επί τούτου, ότι:

«Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τα επίδικα διατάγματα είχαν εκδοθεί μετά που είχε προηγηθεί η επίδοση της αίτησης στον εφεσίβλητο. Επομένως, παρόλο ότι η αίτηση ήταν μονομερής, η επίδοση της στο εφεσίβλητο, προφανώς μετά από οδηγίες του δικαστηρίου (βλ. Δ.48 θ.8(3) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών), αφαιρεί από αυτή την υπόσταση της μονομερούς αίτησης και την μετατρέπει σε αίτηση δια κλήσεως (Βλ. Κώστας ΣμυρνιόςΑίτηση 6/2000/28.1.2000). Σε τέτοια περίπτωση δεν παρέχεται ευχέρεια στον εφεσίβλητο να αποταθεί στο δικαστήριο για τον παραμερισμό του διατάγματος. Τέτοια ευχέρεια παρέχεται σε σχέση με διατάγματα που χορηγούνται μετά από μονομερή αίτηση (βλ. Δ.48 θ.8(4))».

 

            Παρά τις κατά καιρούς διαφορετικές κρίσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς την εμβέλεια των προνοιών της Δ.48, θ.8(4), ειδικότερα ως προς το κατά πόσο τούτες παρέχουν στο Δικαστήριο δικαιοδοσία να παραμερίσει ή τροποποιήσει διάταγμα που εκδόθηκε στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης που δεν προβλέπεται, ειδικώς, στις πρόνοιες τις Δ.48, θ.1 ή, ακόμα, και διάταγμα που εκδόθηκε στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης ενώ δεν ήταν επιτρεπτό να εκδοθεί μέσω τέτοιας αίτησης, εντούτοις, με ξεκάθαρο τρόπο, από όλες τις ανωτέρω κρίσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προκύπτει η κοινή αντίληψη, η οποία συμβαδίζει πλήρως και με το σχετικό, ξεκάθαρο, λεκτικό της εν προκειμένω Διαταγής, ότι τούτη μπορεί να τύχει επίκλησης για σκοπούς παραμερισμού ή τροποποίησης ενός διατάγματος νοουμένου, όμως, ότι τούτο εκδόθηκε μονομερώς, στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης. 

 

Στη βάση της ανωτέρω ξεκάθαρης ερμηνείας, στο βαθμό που η επίδικη αίτηση εδράζεται και προωθείται επί της Δ.48, θ.8(4), είναι καταδικασμένη σε απόρριψη, αφού το διάταγμα μείωσης, που εδώ απασχολεί, δεν ήταν μονομερές. Υποδεικνύω, προς τούτο, ότι η κυρίως αίτηση (μείωσης κεφαλαίου της Καθ’ ης η αίτηση) ήταν δια κλήσεως αίτηση, η οποία και επιδόθηκε στον Έφορο Εταιρειών, με το Δικαστήριο, στη βάση των σχετικών με αυτή νομικών προνοιών του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και των Περί Εταιρειών Κανονισμών, Καν. 396/1944, να διατηρούσε δικαίωμα να διατάξει την επίδοση της και σε άλλα πρόσωπα ή, ακόμα - στο πλαίσιο, άλλης, ενδιάμεσης, δια κλήσεως, επίσης, αίτησης[1] - να απαλλάξει της Καθ’ ης η αίτηση από το να δημοσιεύσει την κυρίως αίτηση και ή να προβεί σε σχετικές ειδοποιήσεις και ή να ετοιμάσει κατάλογο (λίστα) πιστωτών. Το Δικαστήριο, στη βάση του ενώπιον του μαρτυρικού υλικού, ασκώντας, προφανώς, τη διακριτική του ευχέρεια, δεν έδωσε οδηγίες για περαιτέρω επίδοση της κυρίως αίτησης σε οποιοδήποτε άλλο, πέραν του Εφόρου (στον οποίο είχε, ήδη, επιδοθεί και δεν έφερε ένσταση στην έγκρισή της[2]), και, στο πλαίσιο της ενδιάμεσης, σχετικής, δια κλήσεως, αίτησης της Καθ’ ης η Αίτηση, απάλλαξε τούτη από τη διενέργεια ειδοποιήσεων σε σχέση με την κυρίως αίτηση, την οποία (κυρίως αίτηση) όρισε για ακρόαση την ίδια μέρα[3] και, ακολούθως, εξέδωσε, το διάταγμα μείωσης.

 

            Δεδομένων των πιο πάνω, η μόνη, κατά τον Αιτητή, δικαιοδοτική νομική βάση επί της οποίας προωθείται η επίδικη αίτηση, δεν παρέχει στο Δικαστήριο δικαιοδοσία για να εκδώσει το κατ’ αίτηση διάταγμα και κατά συνέπεια η επίδικη αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η εξέταση της ουσίας της ή των λοιπών λόγων ένστασης, και τούτο και για να μην προκαταβάλω την όποια σχετική κρίση στην περίπτωση που ο Αιτητής επιδιώξει εξασφάλιση όμοιας θεραπείας μέσω άλλου διαβήματος και ή επί άλλης νομικής βάσης.

 

            Μολονότι η συνήγορος του Αιτητή, ως ήδη υποδείχθηκε ανωτέρω, με ρητό τρόπο καθόρισε την Δ.48, θ.8(4) ως την μόνη δικαιοδοτική, για το Δικαστήριο, νομική βάση επί της οποίας προωθείται η επίδικη αίτηση, δεδομένης της βασικής θέσης του Αιτητή, αλλά και της συνηγόρου του, ότι το παράπονο του πρώτου εστιάζεται στο ότι δεν του δόθηκε, ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο, η ευκαιρία να ακουστεί στο πλαίσιο της αίτησης μείωσης του κεφαλαίου της Καθ’ ης η αίτηση, κρίνω ορθό, έστω και παρεμφερώς, να καταγράψω ότι τα όσα, σχετικώς, επικαλείται ο Αιτητής, στην αγόρευσή του, δεν δικαιολογούν την απόδοση της κατ’ αίτηση θεραπείας στη βάση των σύμφυτων εξουσιών του Δικαστηρίου. 

 

Υποδεικνύω προς τούτο ότι, προς υποστήριξη της θέσης του αυτής, παραπέμπει, μόνο στην ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αγωγή 1017/2018, η οποία αφορούσε σε αίτηση τρίτου προσώπου – μη διάδικου στην αγωγή - για παραμερισμό εκ συμφώνου τελικής απόφασης που εκδόθηκε στο πλαίσιο της, στην οποία ακολουθήθηκαν οι αρχές που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060, οι οποίες και υιοθετήθηκαν, ακολούθως, στην υπόθεση Επί τοις αφορώσι την Γεωργοκτηνοτροφική Εταιρεία Α/φοι Γ.Χ.Γ. Λύτρα Λιμιτεδ, Πολ. Έφ 112/2018, απόφαση ημερομηνίας 29.03.2021, ECLI:CY:AD:2021:D111, αμφότερες αφορώσες, επίσης, σε διαδικασίες παραμερισμού εκ συμφώνου τελικών αποφάσεων που εκδόθηκαν, όμως, από το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο έφεσης που επιλαμβανόταν (ως εφετείο, τότε), χωρίς, στην ουσία, να αμφισβητείται η ιδιότητα του εν λόγω προσώπου, ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η εκ συμφώνου απόφαση. 

 

            Στην υπό εξέταση περίπτωση, η απόφαση που επιζητεί ο Αιτητής να παραμεριστεί, πρώτο, δεν εκδόθηκε εκ συμφώνου, και δεύτερο, η ιδιότητα του Αιτητή ως πιστωτής της Καθ’ ης η αίτηση, αμφισβητείται σφόδρα από την τελευταία. 

 

            Σε καμία άλλη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο απόφαση δεν παραπέμπει ο Αιτητής, ούτε και σε οποιαδήποτε άλλη αυθεντία προς υποστήριξη της θέσης του ότι η κατ’ αίτηση θεραπεία μπορεί να αποδοθεί στη βάση των σύμφυτων εξουσιών του Δικαστηρίου, πόσο δε μάλλον όταν, η παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης (όπως το δικαίωμα κάποιου να ακουστεί σε μια δικαστική διαδικασία), αυτό, δηλαδή που επικαλείται ο Αιτητής ότι επεσυνέβη, αναγνωρίστηκε, πλειστάκις, ότι αποτελεί ζήτημα που εξετάζεται στο πλαίσιο αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου Certiorari (βλ. In Re Mouskos (1977) 1 C.L.R. 100, In Re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568, In Re Georghiou (1986) 1 C.L.R. 413, In Re L.P. Loucaides Ltd (1986) 1 C.L.R. 154, Παναγίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 591 και Κωνσταντινίδης (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1298, Πολ. Αίτ.: 244/2021 και Πολ. Έφ.: 72/2022, Αναφορικά με την Αίτηση του Kazakov, απόφαση ημερ. 17.07.2023).

 

            Επομένως, η επίδικη αίτηση απορρίπτεται.

 

            Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανένα λόγο για να παρεκκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, και κατά συνέπεια τούτα επιδικάζονται υπέρ της Καθ΄ης η αίτηση και εναντίον του Αιτητή, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)……………………………..

Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

/ΧΨ

 

 

 

 

 



[1] Η οποία καταχωρήθηκε από την Καθ’ ης η Αίτηση στη βάση του Κανονισμού 8 των Περί Εταιρειών Κανονισμών, Καν. 396/1944, και εκκρεμούσε την ίδια μέρα.

[2] Κατέγραψε τούτο λειτουργός του σε ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στους συνηγόρους της Καθ’ ης η Αίτηση, το οποίο και τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

[3] Βλ. σχετικό πρακτικό ημερομηνίας 06.07.2022.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο