
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΕΙΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΝ
Αρ. Αιτήσεως: 4/2022
Σε Πτώχευση:
Μαρία Βούρου (Α.Δ.Τ. [ ]) από την Λευκωσία
Ημερομηνία: 21 Μαρτίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Αιτήτρια: κα Αγαθοκλέους με κ. Καρίδη
Για Καθ’ ης η Αίτηση: κ. Ποιητής με κ. Κότροφο
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Αίτηση
Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αίτηση, η Αιτήτρια, υπό εκκαθάριση εταιρεία, η οποία συστάθηκε δυνάμει των Νόμων του Guernsey των Channel Islands (στο εξής «η Αιτήτρια»), επιδιώκει την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον της Καθ' ης η Αίτηση, η οποία διαμένει στη Λευκωσία (στο εξής «η Καθ' ης η Αίτηση»), στη βάση οφειλής της για ποσό πέραν των €5.000.000, η οποία, οφειλή, προέκυψε ως αποτέλεσμα, (α) έκδοσης, εναντίον της, απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στο πλαίσιο της Αγωγής 3396/2013 (στο εξής η «Αγωγή»), στις 30.05.2013, και (β) της επιδίκασης, εναντίον της, εξόδων, στο πλαίσιο απόρριψης της αίτησής της για παραμερισμό της Ειδοποίησης Πτώχευσης με αριθμό 18/2021 (στο εξής «η Ειδοποίηση Πτώχευσης»).
Την αίτηση, εκ μέρους της Αιτήτριας, υπογράφει η Ευαγγελία Μιχαηλίδου, η οποία είναι και η ομνύουσα της ένορκης δήλωσης που την υποστηρίζει (στην εξής «η ομνύουσα»). Η ομνύουσα δηλώνει δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτήτρια και γνώστης των γεγονότων που περιβάλλουν την αίτηση, αποκαλύπτοντας τις πηγές από όπου αντλεί τις σχετικές πληροφορίες. Δηλώνει επίσης εξουσιοδοτημένη από την Αιτήτρια για να προβεί στην εν προκειμένω ένορκη δήλωση, και αναφέρει ότι ο λόγος που προβαίνει η ίδια σε αυτή, είναι γιατί οι εκκαθαριστές της Αιτήτριας βρίσκονται εκτός Κύπρου. Προς υποστήριξη των θέσεών της αυτών, ως Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, επισυνάπτει πληρεξούσιο που υπογράφεται από έναν εκ των εκκαθαριστών της Αιτήτριας, στη βάση του οποίου εξουσιοδοτείται, μεταξύ άλλων, να καταχωρίσει αίτηση ως η επίδικη και να ορκιστεί προς υποστήριξή της.
Ακολούθως, πάντα στη βάση του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση, γίνεται αναφορά στην απόφαση ημερομηνίας 30.05.2013, που εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αγωγής, καθώς, επίσης, και στο εκεί επιδικασθέν ποσό, καθώς και στο ότι η εν προκειμένω οφειλή της Καθ' ης η Αίτηση δεν έχει εξοφληθεί. Γίνεται, περαιτέρω, αναφορά ότι, μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης, η Αιτήτρια, μεταξύ άλλων, και με την Καθ' ης η Αίτηση, σύνηψαν συμφωνία διευθέτησης της εξ αποφάσεως οφειλής, στο πλαίσιο της οποίας, κατά καιρούς, εισπράχθηκαν διάφορα ποσά, με αποτέλεσμα, η σημερινή, οφειλή της Καθ΄ης η Αίτηση να ανέρχεται στο ποσό των €5.785.031,65, πλέον τόκους, πλέον τα έξοδα της Ειδοποίησης Πτώχευσης.
Ως προς την Ειδοποίηση Πτώχευσης, η ομνύουσα αναφέρει ότι τούτη επιδόθηκε στην Καθ΄ης η Αίτηση στις 16.06.2021, και η τελευταία καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της, η οποία και εκδικάστηκε από το Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση), την οποία και απέρριψε στις 27.10.2021. Αποτελεί, περαιτέρω, θέση της ομνύουσας ότι με την απόρριψη της μόλις αναφερόμενης πιο πάνω αίτησης της Καθ΄ης η Αίτηση, στο πλαίσιο της Ειδοποίησης Πτώχευσης, η τελευταία έχει διαπράξει πράξη πτώχευσης. Τέλος, αφού σημειώνει ότι στο πλαίσιο έρευνας που διεξήχθη στο αρχείο του Τμήματος Αφερεγγυότητας προέκυψε ότι δεν έχει υποβληθεί οποιαδήποτε αίτηση από την Καθ’ ης η Αίτηση ή βρίσκεται σε ισχύ οποιοδήποτε προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής ή Προστατευτικό Διάταγμα, ως τούτα προβλέπονται στις πρόνοιες του Περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου του 2015, επισυνάπτει, επιπροσθέτως, και απόδειξη είσπραξης που εκδόθηκε από τον Επίσημο Παραλήπτη σε σχέση με την καταβολή του αναγκαίου τέλους, από πλευράς της Αιτήτριας, για σκοπούς υποβολής της υπό κρίση αίτησης.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, η Αιτήτρια επιδιώκει την έκδοση διατάγματος πτώχευσης εναντίον της Καθ΄ης η Αίτηση.
Η ένσταση
Η Καθ΄ης η Αίτηση καταχώρησε Ειδοποίηση περί Πρόθεσης Ένστασης (στο εξής «η ένσταση»), στο κυρίως σώμα της οποίας προβάλλει 9 λόγους ένστασης. Δεν χρειάζεται να καταγραφούν τούτοι αυτούσιοι, ούτε και να γίνει λεπτομερής αναφορά σε αυτούς, καθότι, ως αυτοί συγκεκριμενοποιούνται στην παράγραφο 3 i – xi της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση, την οποία ετοίμασε η ίδια η Καθ΄ης η Αίτηση (στο εξής «η ένορκη δήλωση της Καθ’ ης η Αίτηση»), τούτοι μπορούν να κατηγοριοποιηθούν στους εξής έξι, ότι:
1. Η καταχώρηση της Ειδοποίησης Πτώχευσης με αριθμό 87/2015 (στο εξής «η Πρώτη Ειδοποίηση Πτώχευσης), σε σχέση με το ίδιο επίδικο χρέος, και η μετέπειτα απόσυρσή της (λόγω της συμφωνίας διευθέτησης εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους), αποδεικνύει ότι η Αιτήτρια προωθεί την υπό εξέταση αίτηση καταχρηστικά και/ή κακόπιστα και/ή με σκοπό την άσκηση πίεσης προς την Καθ΄ης η Αίτηση και/ή ως μέτρο για να εισπράξει το εξ αποφάσεως χρέος της και/ή με σκοπό τον εξαναγκασμό της να ενεργήσει με αυτόν τον τρόπο, δεδομένου και του γεγονότος ότι δεν λήφθηκαν οποιαδήποτε άλλα δικαστικά διαβήματα για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης στην Αγωγή: (βλ. παρ. 3 i και 3 ii της ένορκης δήλωσης της Καθ’ ης η αίτηση),
2. Είναι φερέγγυο πρόσωπο, για τους λόγους που αναπτύσσει στις παραγράφους 3 iii, 3 iv, 3 v, 3 vi της ένορκης δήλωσής της,
3. Τυχόν έκδοση του επιζητούμενου διατάγματος πτώχευσης θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες για την ίδια (βλ. παρ. 3 vii της ένορκης δήλωσης της)
4. Η υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε και προωθείται κατά παράβαση του Κανονισμού 46 των Περί Πτωχεύσεως Διαδικαστικών Κανονισμών 398/1931 (βλ. παρ. 3 viii και 3 ix της ένορκης δήλωσης της Καθ΄ης η Αίτηση) και τούτο στη βάση του ότι η ομνύουσα αποτελεί εξουσιοδοτημένη από την Αιτήτρια δικηγόρο, ιδιότητα που δεν της επιτρέπει, παράλληλα, να προβαίνει και στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό εξέταση αίτηση,
5. Δεν επιδόθηκε/παραδόθηκε η υπό εξέταση αίτηση στον Επίσημο Παραλήπτη, στον Διευθυντή του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, στον Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και στον Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών (βλ. παρ. 3 χ της ένορκης δήλωσης της Καθ' ης η Αίτηση), και
6. Η ίδια δεν οφείλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό στην Αιτήτρια, εφόσον ουδέποτε έλαβε από αυτή οποιοδήποτε ποσό (βλ. παρ. 3 χι της ένορκης δήλωσης της Καθ' ης η Αίτηση).
Κρίνω σημαντικό, στο σημείο αυτό, να τονίσω, επαναλαμβάνοντας, ότι, οι μόνες σχετικές, με τους προβαλλόμενους, στο κυρίως σώμα της ένστασης, λόγους ένστασης, αναφορές στην ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει, εντοπίζονται στην παράγραφο 3 i – xi τούτης, με τις όποιες άλλες αναφορές, στην εν λόγω ένορκη δήλωση, να μην σχετίζονται με αυτούς.
Για τους λόγους που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως, το Δικαστήριο δεν πρέπει να ασχοληθεί με τους πιο πάνω αναφερόμενους λόγους ένστασης, παρά μόνο με αυτόν που θέλει την υπό εξέταση αίτηση να προωθείται καταχρηστικώς. Και τούτο γιατί, στην αγόρευση των συνήγορων της Καθ' ης η Αίτηση, δεν προωθήθηκαν οι λοιποί λόγοι ένστασης. Ως προς, δε, την κατ' ισχυρισμό καταχρηστικότητα της υπό εξέτασης αίτησης, ως, αποκλειστικώς, αναπτύσσεται στην παράγραφο 5.4 (ως μέρος της παραγράφου 5) τούτης (αγόρευσης), η εν προκειμένω θέση εδράζεται, μόνο, στην κατ’ ισχυρισμό υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση που παρατηρείται στην προώθηση της υπό εξέταση αίτησης. Ως είναι επαρκώς νομολογημένο (βλ. Αγωγή αριθμός 1/2019, μεταξύ Στέλιου Σάββα και Υιοι Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 28 Μαΐου 2020), «... η τελική αγόρευση η οποία δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίδικο θέμα, θεωρείται ότι περιορίζει τα προς απόφαση ζητήματα και όσα δεν αναπτύχθηκαν με την αγόρευση, κρίνεται ότι έχουν εγκαταλειφθεί.»
Σημαντικό, επίσης, είναι να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο της αγόρευσης των συνηγόρων της Καθ' ης η Αίτηση, προβάλλονται διάφοροι λόγοι, που κατά την τελευταία δικαιολογούν την απόρριψη της υπό εξέταση αίτησης, πλην όμως για αυτούς, δεν προβάλλεται κανένας σχετικός λόγος ένστασης, ως τούτοι αποκρυσταλλώθηκαν – στη βάση του περιεχομένου της παραγράφου 3 της ένορκης δήλωσης της Καθ’ ης η Αίτηση, ανωτέρω. Οι πρόνοιες της Διαταγής 48 θ.4(1)[1], ως αυτές επεξηγήθηκαν νομολογιακώς, υπέχουν επιτακτικό χαρακτήρα αναφορικά με τον καθορισμό και την εξειδίκευση, στο σώμα της ένστασης, των λόγων που την υποστηρίζουν και τούτο για να είναι σε θέση ο αντίδικος να γνωρίζει σε ποιους ακριβώς λόγους στηρίζεται η ένσταση. Πιο συγκεκριμένα, εκείνο που αναφέρθηκε είναι ότι «(θ)α θέλαμε όμως με αυτήν την ευκαιρία να θυμίσουμε τον επιτακτικό χαρακτήρα της νέας διάταξης αναφορικά με τον καθορισμό, στο σώμα της γραπτής ένστασης, των λόγων που την υποστηρίζουν και το συναφές καθήκον του συντάκτη της να τους εξειδικεύσει. Και θα προσθέταμε με την καθαρότητα, λιτότητα έκφρασης και περιεκτικότητα, που πρέπει να χαρακτηρίζουν τη νομική γραφή. Ας μη λησμονείται ότι ο συντάκτης της ένστασης δεν έχει μόνο καθήκον να πληροφορήσει τον αντίδικο του σε ποιους ακριβώς λόγους έγκειται η ένσταση του, αλλά και ανάλογη υποχρέωση απέναντι στο δικαστήριο» (βλ. Σοφοκλέους Ανδρέας ν. Κώστα Ταβελούδη κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92).
Προκύπτει, κατά συνέπεια, στη βάση των ανωτέρω νομολογιακών αρχών, ότι, ελλείψει προώθησης σχετικών, με τα όσα αναπτύσσονται στην αγόρευση των συνηγόρων της Καθ' ης η Αίτηση, λόγω ένστασης, τούτα δεν μπορούν να εξεταστούν και, κατά συνέπεια, δεν θα απασχολήσουν, πλέον, το Δικαστήριο.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, προχωρώ αρχικώς, να εξετάσω αν η Αιτήτρια κατάφερε να ικανοποιήσει, σωρευτικώς (ως οφείλει) όλα τα κριτήρια που επιτάσσει η σχετική Νομολογία, ώστε να είναι δυνατόν να εκδοθεί το κατ' αίτηση αιτούμενο διάταγμα πτώχευσης και, ακολούθως, αν η υπό εξέταση αίτηση προωθείται καταχρηστικώς για τους λόγους που επικαλείται η Καθ’ ης η Αίτηση.
Το άρθρο 5,1 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5 (στο εξής «ο Νόμος»), προνοεί ότι:
«5.-(1) Πιστωτής δεν θα δικαιούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης εναντίον χρεώστη, εκτός αν-
(α) το χρέος που οφείλεται από το χρεώστη προς τον αιτητή πιστωτή, ή, αν δύο ή περισσότεροι πιστωτές υποβάλλουν από κοινού την αίτηση, το συνολικό ποσό των χρεών που οφείλεται στους διάφορους αιτούντες πιστωτές συμποσούται σε δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000), και,
(β) το χρέος είναι εκκαθαρισμένο ποσό, πληρωτέο είτε αμέσως είτε σε καθορισμένο μελλοντικό χρόνο, και
(γ) η πράξη πτώχευσης στην οποία στηρίζεται η πτώχευση συνέβηκε μέσα σε έξι μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης, και
(δ) ο οφειλέτης κατοικεί στην Κύπρο ή, μέσα σε περίοδο ενός χρόνου πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, είχε τη συνήθη διαμονή, ή είχε τόπο διαμονής ή τόπο εργασίας στην Κύπρο ή διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο προσωπικά, ή με αντιπρόσωπο ή διευθυντή, ή είναι ή μέσα στην περίοδο που αναφέρθηκε ήταν μέλος οίκου ή συνεταιρισμού που διεξήγαγε εργασίες στην Κύπρο μέσω εταίρου ή εταίρων ή αντιπροσώπου ή διευθυντή, και
(ε) ο πιστωτής ή οι πιστωτές που υποβάλλουν από κοινού την αίτηση δηλώσουν στην αίτηση τόσο το πλήρες όνομα, τον αριθμό ταυτότητας, το επάγγελμα και τη διεύθυνσή τους, όσο και εκείνα του οφειλέτη, και
(στ) ο πιστωτής καταβάλλει στον Επίσημο Παραλήπτη τέλος ύψους πεντακοσίων ευρώ (€500):
Νοείται ότι, σε περίπτωση απόσυρσης ή απόρριψης της σχετικής αίτησης από το Δικαστήριο, το εν λόγω τέλος δεν επιστρέφεται στον αιτητή, και
(ζ) ο αιτητής, θα πρέπει να παραδώσει αντίγραφο της αίτησης και του διατάγματος πτώχευσης όταν εκδοθεί, στον Επίσημο Παραλήπτη, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας, στον Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και στον Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.»
Ενόψει του γεγονότος ότι η Αιτήτρια δεν είναι εξασφαλισμένος πιστωτής της Καθ’ ης η Αίτηση, οι πρόνοιες του άρθρου 5(2) του Νόμου, δεν κρίνονται σχετικές με την υπό εξέταση αίτηση.
Ως προς την αναφερόμενη, στις ανωτέρω πρόνοιες του άρθρου 5(1)(γ) του Νόμου, πράξη πτώχευσης, η μεταφορά, στην ελληνική γλώσσα[2], του αρχικώς αγγλικού κειμένου του άρθρου 3(1)(ε), του Νόμου[3], δεν έγινε ορθώς, αφού, από εκεί (στο ελληνικό κείμενο) ελλείπει η μεταφορά από το αγγλικό κείμενο και της φράσης «and he does not»[4] («και αυτός δεν»), με αποτέλεσμα, ως έχει (το ελληνικό κείμενο), να δημιουργεί ασάφεια ως προς το τι οφείλει να αποδείξει ένας πιστωτής για να νομιμοποιείται να επικαλείται, στη βάση του, ότι ο οφειλέτης διέπραξε πράξη πτώχευσης.
Ωστόσο, ως προκύπτει από τις πρόνοιες του άρθρου 4(5) του Περί Επίσημων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου του 1988, Ν.67/1988, «Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (3), σε περίπτωση κατά την οποία το νόημα κειμένου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει του εδαφίου (3) διαφέρει από το νόημα του αρχικού κειμένου τότε θα υπερισχύει το αρχικό κείμενο.»
Κατά συνέπεια, δεδομένης της μόλις πιο πάνω πρόνοιας του Ν.67/1988, εκείνο που υπερισχύει είναι το αρχικό, αγγλικό, κείμενο, το οποίο είναι σαφές, και στη βάση του οποίου, αβίαστα, προκύπτει ότι διαπράττεται πράξη πτώχευσης αν ο οφειλέτης, μέσα σε 7 μέρες από την επίδοση της Ειδοποίησης Πτώχευσης, δεν συμμορφωθεί με αυτή ή δεν ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι διαθέτει ανταπαίτηση, δικαίωμα συμψηφισμού ή ανταγωγή, κάτι, που αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των μερών, ότι η εδώ Καθ' ης η Αίτηση δεν ικανοποίησε, αφού, αφενός δεν συμμορφώθηκε με την Ειδοποίηση Πτώχευσης και, αφετέρου, η αίτησή της για παραμερισμό της, απερρίφθη.
Ως προς τις προϋποθέσεις του άρθρου 5(1) του Νόμου, από τη μελέτη και μόνο του ενώπιόν μου μαρτυρικού υλικού, το οποίο και δεν αμφισβητείται, προκύπτει ότι το εξ αποφάσεως χρέος υπερβαίνει τις €15.000, και αφορά σε εκκαθαρισμένο ποσό, το οποίο είναι πληρωτέο. Επίσης, στη βάση της πιο πάνω, σχετικής, θεώρησης και κρίσης, η πράξη πτώχευσης που επικαλείται η Αιτήτρια, έχει όντως διαπραχθεί από την Καθ΄ης η Αίτηση, αφού δεν έχει συμμορφωθεί με την Ειδοποίηση Πτώχευσης και δεν κατάφερε να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει οποιαδήποτε ανταπαίτηση ή δικαίωμα συμψηφισμού ή ανταγωγή, η οποία να εξισώνεται ή να υπερβαίνει το εξ αποφάσεως χρέος. Έχει, επίσης, αποδειχθεί, και τούτο υποστηρίζεται και από την ίδια την ένσταση, ότι η Καθ' ης η Αίτηση διαμένει στην επαρχία Λευκωσίας, καθώς, επίσης, και ότι, στην υπό εξέταση αίτηση αναφέρονται όλα τα προβλεπόμενα από τον Νόμο στοιχεία τόσο αναφορικά με την Καθ΄ης η Αίτηση, όσο και με την Αιτήτρια, τα στοιχεία της οποίας ρητώς καταγράφονται και αναπτύσσονται και στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό εξέταση αίτηση. Τέλος, στη βάση του Τεκμηρίου 6 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση, έχει καταβληθεί το καθορισμένο τέλος προς τον Επίσημο Παραλήπτη για σκοπούς καταχώρισης της υπό εξέτασης αίτησης. Όσον τώρα αφορά στα πρόσωπα που επιδόθηκε/παραδόθηκε η υπό εξέταση αίτηση, από το φάκελο της υπόθεσης (βλ. σχετικές, με την επίδοσή της, ένορκες δηλώσεις), προκύπτει, ότι τούτη επιδόθηκε στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας, στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου, στον Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, στο Τμήμα Αφερεγγυότητας, και στον Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, με αποτέλεσμα, τα πρόσωπα στα οποία γίνονται αναφορά στο άρθρο 5(1)(ζ) του Νόμου να έχουν λάβει σχετικό αντίγραφό της. Και τούτο, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η απόφανση του Δικαστηρίου ως προς το κατά πόσο, οι εκεί πρόνοιες, επιβάλλουν μία τέτοια παράδοση αίτησης, ως η υπό εξέταση, πριν την έκδοση του διατάγματος πτώχευσης. Εξάλλου, ο σχετικός λόγος ένστασης, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, έχει εγκαταλειφθεί. Στη βάση των πιο πάνω καταλήξεών μου, η Αιτήτρια κατάφερε να ικανοποιήσει, σωρευτικώς, όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 5(1) του Νόμου, με αποτέλεσμα, το μόνο που παραμένει να εξεταστεί είναι το κατά πόσο η υπό εξέταση αίτηση προωθείται καταχρηστικώς.
Επί τούτου, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, στην αγόρευση των συνήγορων της Καθ΄ης η Αίτηση, αναπτύσσεται η θέση ότι η επίδικη αίτηση προωθείται κατά «καταστρατήγηση της διαδικασίας και με κακοήθεια» αλλά και με «εκδικητικότητα» και τούτο, στη βάση, μόνο, της κατ' ισχυρισμό καθυστέρησης που παρατηρείται στην προώθηση της υπό εξέτασης αίτησης, και δη το μόνο ζήτημα με το οποίο καταπιάνονται οι συνήγοροι της Καθ’ ης η Αίτηση σε ολόκληρη την παράγραφο 5 της αγόρευσής τους, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και η εν προκειμένω υποπαράγραφος 5.4.
Δεν κρίνω σημαντικό να επαναλάβω τα όσα οι συνήγοροι της Καθ΄ης η Αίτηση αναπτύσσουν στην αγόρευσή τους για σκοπούς υποστήριξης της θέσης τους ότι παρατηρείται μία τέτοια καθυστέρηση. Νιώθω, ωστόσο, την ανάγκη να σημειώσω ότι τέτοιος λόγος δεν προβάλλεται στους λόγους ένστασης, ούτε και στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση. Ούτε, έστω, γενική, σχετική, θέση που να θέλει την Καθ΄ης η Αίτηση να παραπονείται περί την όποια καθυστέρηση στην προώθηση τούτης. Κάποιος, φυσικά, θα μπορούσε να ισχυριστεί, και ορθώς κατά τη γνώμη μου, ότι δεν θα ήταν αναμενόμενο να προβληθεί ένας τέτοιος λόγος ένστασης, τη στιγμή, που αυτό που επικαλείται η Καθ΄ης η Αίτηση δεν είναι την όποια καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπό εξέταση αίτησης, αλλά την καθυστέρηση που προέκυψε μετά την καταχώρησή της μέχρι και την εκδίκασή της, και τούτο με ειδική αναφορά στις πρόνοιες του Κανονισμού 60 που θέλουν μία τέτοια αίτηση να μην μπορεί να αναβληθεί για χρόνο πέραν των 7 ημερών, αλλά και στη σχετική νομολογιακή αρχή που θέλει τέτοιες αιτήσεις να εκδικάζονται σε σύντομο χρονικό διάστημα (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωάννου Ιορδάνη (2001) 1 Α.Α.Δ. 138).
Εκείνο, ωστόσο, που παρατηρείται, από τα σχετικά πρακτικά του Δικαστηρίου και τα, εκάστοτε αιτήματα των συνηγόρων των διαδίκων είναι ότι, μετά την καταχώρηση της ένστασης, η αίτηση αναβλήθηκε με σκοπό να αποσυρθεί ο τότε δικηγόρος της Καθ' ης η Αίτηση και να διοριστεί, εις αντικατάστασή του, η δικηγορική εταιρεία που την εκπροσωπεί σήμερα. Ακολούθως, η ακροαματική διαδικασία της αίτησης αναβαλλόταν, είτε κατόπιν αιτήματος των συνήγορων της Αιτήτριας, είτε των συνήγορων της Καθ΄ης η Αίτηση, με την αντίδικη, στην κάθε περίπτωση, πλευρά, να συνηγορεί στα σχετικά αιτήματα. Σε κάποιο, δε, σημείο, η ακρόαση της αίτησης αναβλήθηκε λόγω εξαίρεσης του Δικαστή, στο πινάκιο του οποίου είχε τεθεί, λόγω κωλύματος, στο οποίο αναφέρεται ρητώς στο σχετικό πρακτικό που ετοίμασε. Έπειτα, ως συνέβη και προηγουμένως, η ακρόαση της αίτησης αναβαλλόταν κατόπιν αιτημάτων που υποβάλλονταν είτε από τη μια είτε από την άλλη πλευρά, με τον αντίδικο, στην κάθε περίπτωση, να συμφωνεί με το σχετικό αίτημα, και σε κάποιες δε εκ των περιπτώσεων αυτών, να υποδεικνύονται, από αμφότερους τους συνήγορους, συγκεκριμένες ημερομηνίες ορισμού της νέας δικασίμου, και δη σε χρόνο πολύ μεγαλύτερο των 7 ημερών. Από τον Γενάρη του 2024, στη βάση της έκδοσης διατάγματος πτώχευσης στο πλαίσιο της αίτησης πτώχευσης με αριθμό 3/2022 (στην οποία Καθ' ου η Αίτηση ήταν ο αδελφός της εδώ Καθ΄ης η Αίτηση, σε σχέση με το ίδιο εξ αποφάσεως χρέος, και με ίδια επίδικα ζητήματα ως η υπό εξέταση αίτηση, για την οποία δικαστική κρίση ο εκεί Καθ' ου η Αίτηση καταχώρησε έφεση, η οποία έκτοτε εκκρεμεί), ζητείτο, από τους συνήγορους της Καθ΄ης η Αίτηση, όπως η υπό εξέταση αίτηση αναβληθεί έως ότου εκδικαστεί η έφεση επί της πρωτόδικης κρίσης στην αίτηση 3/2022, στη βάση του ότι, με την εκδίκαση της έφεσης θα ξεκαθάριζαν τα νομικά ζητήματα που απασχολούν και εδώ. Στην αλληλογραφία του συνηγόρου της Καθ' ης η Αίτηση, μέσω της οποίας προωθήθηκε το εν προκειμένω αίτημα αναβολής, επισυνάφθηκαν τόσο η πρωτόδικη απόφαση στην αίτηση πτώχευσης 3/2022, όσο και το Εφετήριο που καταχώρησε ο εκεί Καθ' ου η Αίτηση. Το αίτημα αυτό των συνήγορων της Καθ' ης η Αίτηση δεν έγινε αποδεκτό από πλευράς των συνήγορων της Αιτήτριας, στη βάση της θέσης ότι δεν αναμένεται να προκύψει σύντομα η κρίση του Εφετείου. Συνεπεία της θέσης αυτής των συνήγορων της Αιτήτριας, ο συνήγορος της Καθ΄ης η Αίτηση, με νέο, σχετικό, ηλεκτρονικό μήνυμα του, προώθησε νέο αίτημα αναβολής στη βάση των κακών, ομολογουμένως, καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν, τότε, στην επαρχία που διαμένει, αίτημα το οποίο αποδέχτηκαν και οι συνήγοροι της Αιτήτριας, αλλά, ακολούθως, και το Δικαστήριο. Ακολούθησαν, των πιο πάνω, δύο αιτήματα αναβολής από πλευράς των συνηγόρων της Καθ΄ης η Αίτηση, στη βάση του δεδομένου ότι οι δύο πλευρές κατέβαλλαν προσπάθειες για να συμβιβάσουν τις διαφορές του και να εξοικονομηθεί, έτσι, πολύτιμος δικαστικός χρόνος, με τους συνήγορους των μερών να καθορίζουν τον χρόνο που επιθυμούσαν να οριστεί, εκ νέου, η αίτηση για ακρόαση, χρόνος, που, και πάλι, ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος των 7 ημερών. Το τελευταίο δε σχετικό αίτημα τους, ζητούσε από το Δικαστήριο όπως ορίσει την υπό εξέταση αίτηση για ακρόαση «αρχές Ιουλίου 2024», με το Δικαστήριο (υπό την παρούσα σύνθεση) να ορίζει τούτη, για ακρόαση, την 01.07.2024, όταν και διεξήχθη η ακροαματική διαδικασία.
Στη βάση όλων των ανωτέρω, είμαι της γνώμης ότι η Καθ΄ης η Αίτηση δεν νομιμοποιείται να επικαλείται την όποια καθυστέρηση, είτε από μόνη της είτε ως επικουρική της θέσης της ότι η υπό εξέταση αίτηση προωθείται κακόπιστα και/ή καταχρηστικά. Όχι απλώς η ίδια δεν είναι άμοιρη ευθυνών της όποιας τέτοιας καθυστέρησης, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, προκάλεσε τούτη, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό στη βάση της (της καθυστέρηση) να προκύψει κρίση περί απόρριψης της υπό εξέταση αίτησης.
Για σκοπούς πληρότητας, αλλά και για να είναι καταγραμμένη η σχετική κρίση μου, στην περίπτωση, που, εφετειακώς, ήθελε κριθεί λανθασμένη η απόφασή μου να μην ασχοληθώ με τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλονται στην αγόρευση των συνηγόρων της Καθ΄ης η Αίτηση, κρίνω ορθό να σημειώσω ότι, ως προς το λεκτικό του ελληνικού κειμένου του άρθρου 3(1)(ε) του Νόμου, έχω ήδη καταγράψει την κρίση μου στο πλαίσιο εξέτασης της πλήρωσης ή μη των κριτηρίων του άρθρου 5(1) του Νόμου και δεν καθίσταται αναγκαία η όποια περαιτέρω αναφορά μου.
Ως προς τα λοιπά που προβάλλονται στην εν προκειμένω αγόρευση, και δη ως προς, (α) τη νομιμότητα της ομνύουσας, είτε να υπογράφει την υπό εξέταση αίτηση για λογαριασμό της Αιτήτριας ή των εκκαθαριστών της, είτε να προβαίνει στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει τούτη και (β) το αναγκαίο ή μη της προγενέστερης, της καταχώρησης της υπό εξέταση αίτησης, λήψης σχετικής άδειας του Δικαστηρίου, τούτα άπτονται του νομικού πλαισίου που διέπει τις υπό εκκαθάριση εταιρείες στον τόπο σύστασης της Αιτήτριας, και τίποτα δεν είχε τεθεί ενώπιον μου που να θέλει, είτε τον Περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, είτε τα όσα, σχετικώς, ισχύουν στην Αγγλία, να τυγχάνουν εφαρμογής για υπό εκκαθάριση εταιρία που συστάθηκε στα Channel Islands, ως η Αιτήτρια. Ούτε και έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, σχετική με το εν προκειμένω αλλοδαπό δίκαιο (βλ. Ποιν. Εφ. 101/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ραφφι Ντερ Γκαραπετιάν, απόφαση ημερομηνίας 26.07.2022), που να θέλει, στη βάση των όσων εκεί ισχύουν, είτε την ομνύουσα να μην νομιμοποιείται να ενεργεί, ως ενήργησε, στο πλαίσιο της υπό εξέταση αίτησης, είτε τους εκκαθαριστές της Αιτήτριας να όφειλαν να λάμβαναν, προ της καταχώρησης της υπό εξέταση αίτησης, σχετική άδεια του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, κρίνω την αίτηση πλήρως δικαιολογημένη και ως εκ τούτου εκδίδεται διάταγμα πτώχευσης της Καθ΄ης η Αίτηση, Μαρίας Βούρου, αριθμό δελτίου ταυτότητας 708601, από τη Λευκωσία. Η περιουσία της περιέρχεται, πλέον, στον Επίσημο Παραλήπτη, για να τύχει χειρισμού σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.
Αντίγραφο του παρόντος διατάγματος να διαβιβαστεί στον Επίσημο Παραλήπτη, να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα και να αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Επίσημου Παραλήπτη κατά τον προβλεπόμενο τρόπο. Επίσης, να παραδοθεί και σε όλα τα πρόσωπα που καθορίζονται, ρητώς, στο άρθρο 5(1) ζ) του Νόμου.
Ως προς τα έξοδα της υπό εξέτασης αίτησης, δεν έχω κανένα λόγο για να παρεκκλίνω του κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, και, κατά συνέπεια, τούτα επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ' ης η Αίτηση, πτωχεύσασας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο. Να καταβληθούν, όμως, από την περιουσία της πτωχεύσασας.
(Υπ.) …………………………..
Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Η Δ.48 Θ. 4(1) είχε ως εξής: «Αν πρόσωπο προς το οποίο επιδίδεται αίτηση προτίθεται να ενστεί, τουλάχιστο δύο ημέρες πριν την ημερομηνία κατά την οποία ορίζεται η αίτηση για πρώτη εμφάνιση, θα καταχωρεί ειδοποίηση αυτής της πρόθεσής του σύμφωνα με τον Τύπο 47 και θα αφήνει αντίγραφο της για τον αιτητή στη διεύθυνση επίδοσής του. Η ειδοποίηση αυτή θα αναφέρεται στο συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου ή στους συγκεκριμένους Διαδικαστικούς Κανονισμούς επί των οποίων βασίζεται η ένσταση και θα εξειδικεύει του συγκεκριμένους λόγους της ένστασης. Οποιαδήποτε γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση τα οποία δεν είναι εμφανή από το φάκελο της διαδικασίας θα αναφέρονται σε μια ή περισσότερες ένορκες δηλώσεις οι οποίες θα συνοδεύουν την ειδοποίηση Αντίγραφα αυτών των ένορκων δηλώσεων θα αφήνονται στον αιτητή μαζί με την ειδοποίηση.»
[2] 3.-(1) Ο χρεώστης διαπράττει πράξη πτώχευσης σε καθεμιά από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
[…]
(γ) αν διενεργήθηκε εναντίον του εκτέλεση με κατάσχεση των εμπορευμάτων του, με διαδικασία αγωγής σε οποιοδήποτε Δικαστήριο, και τα κατασχεθέντα εμπορεύματα είτε πωλήθηκαν είτε κρατούνται από τον εντεταλμένο για την εκτέλεση δικαστικών ενταλμάτων για είκοσι μια ημέρες, νοουμένου ότι, αν υποβλήθηκε αίτηση για δικαστική επίλυση της διαφοράς αναφορικά με τα κατασχεθέντα εμπορεύματα, ο χρόνος που παρήλθε μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η αίτηση υποβλήθηκε και της ημερομηνίας κατά την οποία η διαδικασία της αίτησης οριστικά διευθετείται, ή εγκαταλείπεται, δεν θα λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της περιόδου των είκοσι μιας ημερών·
[3] «if a creditor has obtained a final judgement or final order against him for any amount, and, execution thereon not having been stayed, has served on him in Cyprus, or, by leave of the Court, elsewhere, a bankruptcy notice under this Law, and he does not, within 7 days after service of the notice, in case the service is effected in Cyprus, and in case the service is effected elsewhere, then within the time limited in that behalf by the order giving leave to effect the service, either comply with the requirements of the notice or satisfy the Court that he has a counterclaim, set-off or cross demand which equals or exceeds the amount of the judgment debt or sum ordered to be paid, and which he could not set up in the action in which the judgments was obtained, or the proceedings in which the order was obtained.»
[4] Υπογραμμισμένη από το Δικαστήριο στην ανωτέρω υποσημείωση 3.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο