
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αίτησης: 131/22
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 113
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΣΥΝΑΦΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2016(38(Ι)/2016)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ LIBERTY LIFE INSURANCE PUBLIC COMPANY LTD
Ημερομηνία: 28 Φεβρουαρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Αιτητές: κα Μιχαηλίδου
Για Εκκαθαριστή – Καθ’ ου η αίτηση: κ. Πανάγος
Ενδιάμεση Απόφαση στην Αίτηση Ημερομηνίας 12.10.2023
Η Αγωγή
Στις 19.09.2014, καταχωρήθηκε από τον Αντρέα Δημητρίου και την Άννα Δημητρίου η αγωγή υπ' αριθμό 5192/2014 εναντίον της εταιρείας Liberty Life Insurance Public Company Ltd (στο εξής ''η Αγωγή'') η οποία δεν έχει εκδικαστεί ακόμα.
Η κυρίως διαδικασία στην παρούσα υπόθεση
Στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αίτησης εκκαθάρισης, στις 10.05.2022, εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης της Liberty Life Insurance Public Company Ltd (στο εξής "η Εταιρεία") . Συνεπεία του γεγονότος αυτού, κατ' εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 (στο εξής ''το άρθρο 220'' και «το Κεφ. 113»), κάθε εκκρεμούσα δικαστική διαδικασία – κατά συνέπεια και η Αγωγή - εναντίον της Εταιρείας δεν δύναται, πλέον, να συνεχίζει, παρά μόνο κατόπιν λήψης σχετικής άδειας από το Δικαστήριο.
Η επίδικη Αίτηση
Με σκοπό να ληφθεί η άδεια του Δικαστηρίου για συνέχιση της Αγωγής, οι ανωτέρω αναφερόμενοι Ενάγοντες της (στο εξής «οι Αιτητές»), καταχώρισαν, στο πλαίσιο της Αγωγής, σχετική ενδιάμεση αίτηση, η οποία, ακολούθως, αποσύρθηκε κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, ώστε να καταχωρηθεί η επίδικη αίτηση στο πλαίσιο της παρούσας αίτησης εκκαθάρισης, ως η σχετική νομολογία ορίζει. Με αυτήν, επιζητείται η λήψη άδειας του παρόντος Δικαστηρίου, για συνέχιση της διαδικασίας της Αγωγής (στο εξής «η επίδικη αίτηση»). Την επίδικη αίτηση υποστηρίζει ένορκη δήλωση δικηγόρου, η οποία συνεργάζεται με τη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί τους Αιτητές.
Δεν κρίνεται αναγκαία η εδώ λεπτομερής καταγραφή των όσων προβάλλονται μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση. Αρκεί, απλώς, να συνοψιστούν τα εξής.
Κατά την ομνύουσα της ενόρκου δηλώσεως που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση οι Αιτητές έχουν καλή εκ πρώτης όψεως υπόθεση στην Αγωγή, με ορατή πιθανότητα επιτυχίας, καθότι διατηρούσαν, με την Εταιρεία, ασφαλιστικό συμβόλαιο, στο πλαίσιο του οποίου κατέβαλαν στην τελευταία το συνολικό ποσό των €194.206,47, ως κεφάλαιο, στη βάση υποσχέσεων και/ή παραπλανητικής και/ή απατηλής συμπεριφοράς της περί το ότι το κεφάλαιο αυτό θα ήταν εξασφαλισμένο. Πάντα, κατά τους Αιτητές, η Εταιρεία τους απέκρυψε το γεγονός ότι το κεφάλαιο αυτό θα επενδυόταν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, και ότι η ίδια ενεργούσε σε σύγκρουση συμφέροντος. Τα πιο πάνω, η Εταιρεία τα έπραξε με σκοπό να αποσπάσει το κεφάλαιο από τους Αιτητές, παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι τούτοι δεν επιθυμούσαν να θέσουν τα χρήματά τους σε κίνδυνο, καθότι τα είχαν ανάγκη, προκειμένου να αγοράσουν δυο κατοικίες για τις θυγατέρες τους. Ως η ομνύουσα της ενόρκου δηλώσεως που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση ισχυρίζεται, τα πιο πάνω αναφέρονται και στην έκθεση απαίτησης στην Αγωγή, η οποία (η έκθεση απαίτησης), πάντα κατά την ομνύουσα,'' βρίσκεται εντός του δικαστηριακού φακέλου'' (σχετική είναι η παράγραφος 7 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση).
Είναι η θέση των Αιτητών, ως αυτή προκύπτει, πάντα, από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, ότι η επιζητούμενη άδεια, θα πρέπει να δοθεί, καθότι, έτσι θα επιτραπεί, μέσω της εκδίκασης της Αγωγής, να εκδικαστούν τα σοβαρά επίδικα ζητήματα της διαφοράς. Υποστηρίζεται, επίσης, ότι, με την παραχώρηση της κατ' αίτηση άδειας, δεν θα προκύψει οποιαδήποτε μορφή αδικίας ή βλάβη στην Εταιρεία, καθότι δεν θα αλλάξει η πορεία της Αγωγής και τούτη (η Εταιρεία) θα έχει τη δυνατότητα να προβάλει την Υπεράσπισή της. Αν δεν δοθεί η κατ' αίτηση άδεια, πάντα κατά τους Αιτητές, θα είναι δύσκολο να αποδοθεί σε αυτούς δικαιοσύνη, καθότι υπέβαλαν απαίτηση μέσω της διαδικασίας της επαλήθευσης, η οποία δεν στέφθηκε με επιτυχία, αφού απορρίφθηκε από τον εκκαθαριστή της Εταιρείας. Είναι, εν προκειμένω, η θέση των Αιτητών ότι, αν δεν παραχωρηθεί η κατ' αίτηση άδεια, θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά, αφού δεν θα δυνηθούν να διεκδικήσουν την απαίτησή τους μέσω της Αγωγής. Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, επισυνάπτονται, ως Τεκμήριο 1, το ασφαλιστικό συμβόλαιο των αιτητών, επί του οποίου επισυνάπτεται, μεταξύ άλλων, και ο πίνακας εξαγοράς του, και ως Τεκμήριο 2, η απορριπτική απόφαση του εκκαθαριστή της Εταιρείας στην απαίτηση των Αιτητών στη διαδικασία επαλήθευσης.
Η Ένσταση
Η Εταιρεία, μέσω του εκκαθαριστή της, καταχώρησε ένσταση στην επίδικη αίτηση. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, και τούτο στη βάση και σχετικών δηλώσεων του συνηγόρου της κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία, μέσω της ένστασης η Εταιρεία επιζητεί την απόρριψη της επίδικης αίτησης για 3 λόγους. Έχουν ως εξής:
Πρώτο, ότι η ενέργεια των Αιτητών να προχωρήσουν στη διαδικασία επαλήθευσης αποτελεί εμπόδιο δια συμπεριφοράς (estoppel by contact) στο να προωθούν την επίδικη Αίτηση, καθώς επίσης, πάντα συναφώς, ότι τούτοι (οι Αιτητές) αποποιήθηκαν (waived) του δικαιώματός τους να προωθήσουν τούτη,
Δεύτερο, ότι στη βάση του μαρτυρικού υλικού που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, δεν προκύπτει καλή πιθανότητα να επιτύχει η Αγωγή, καθότι, μεταξύ άλλων, δεν έχουν τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα δικόγραφα της, ενώ οι σχετικοί ισχυρισμοί που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση είναι γενικοί και αόριστοι και, κατά συνέπεια, ανεπαρκείς και
Τρίτο, το κατ' ισχυρισμό χρέος της Εταιρείας προς τους Αιτητές, λόγω της φύσης του (εκκαθαρισμένο ποσό) είναι επαληθεύσιμο.
Στον βαθμό που αφορά τους περιορισμένους, πλέον, πιο πάνω λόγους ένστασης, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση, επαναλαμβάνονται, πλην όμως με μεγαλύτερη λεπτομέρεια και σχετική επιχειρηματολογία, τα όσα, πιο πάνω δηλώθηκαν από πλευράς του συνηγόρου της Εταιρείας κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία. Αξίζει να σημειωθεί ότι, μεγάλο μέρος της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Ένσταση, αναλώνεται για να καταγραφεί η εκδοχή της Εταιρείας ως προς την ερμηνεία των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, με σκοπό να υποστηριχθεί η ορθότητα της απορριπτικής απόφασης του εκκαθαριστή της Εταιρείας στη διαδικασία της επαλήθευσης, αλλά και η έτερη, συναφής, πάντα, θέση της εταιρείας ότι η Αγωγή δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας.
Είναι, εν προκειμένω, η θέση της Εταιρείας, ως αυτή προβάλλει μέσα από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Ένσταση, ότι οι Αιτητές επέλεξαν, εκκρεμούσης της Αγωγής, να μην προωθήσουν αίτηση, ως η επίδικη, και να καταχωρίσουν απαίτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας επαλήθευσης, ενέργεια η οποία τους υποχρεώνει, συνεπεία της απόρριψής της από τον εκκαθαριστή, να επιδιώξουν, αφού δεν ικανοποιήθηκαν από την απόφαση του τελευταίου, να προσφύγουν στο Δικαστήριο, μέσω της προβλεπόμενης στο άρθρο 251 του Κεφ. 113 αίτησης/έφεσης, με σκοπό να την ανατρέψουν. Εν ολίγοις, είναι η θέση της Εταιρείας ότι οι Αιτητές δεσμεύονται, συνεπεία, της επιλογής της διαδικασίας επαλήθευσης, να εξαντλήσουν κάθε προνοούμενη, στο Κεφ. 113, σχετική διαδικασία, και όχι να προωθούν την επίδικη αίτηση ως κεκαλυμμένη έφεση επί της, εν προκειμένω, κρίσης του εκκαθαριστή.
Προτάσσουν, επίσης, διαζευκτικώς, ότι, στη βάση του δεδομένου ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν τέθηκαν τα δικόγραφα της Αγωγής, και ειδικότερα η έκθεση απαίτησης, οι όποιες, σχετικές, μετά επίδικα ζητήματα της Αγωγής, αναφορές στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση δεν αρκούν για να αποσείσουν οι Αιτητές το σχετικό βάρος που φέρουν περί αποκάλυψης εκ πρώτης όψεως καλής υπόθεσης στη Αγωγή, μια και τούτες είναι εντελώς γενικές, αόριστες και ασαφής.
Τέλος, αποτελεί θέση της Εταιρείας ότι, δεδομένου ότι η απαίτηση των αιτητών αφορά σε εκκαθαρισμένο χρηματικό ποσό, τούτη είναι επαληθεύσιμη, με αποτέλεσμα η Αγωγή να μην αποτελεί κατάλληλο forum για εκδίκαση της, αφού, ευκόλως, επί τούτης μπορούσε να αποφανθεί και ο εκκαθαριστής, στο πλαίσιο της διαδικασίας επαλήθευσης, εξ ου και επιλέχθηκε η εν λόγω διαδικασία.
Υποστηρίζουν, πάντα συναφώς, ότι, το Δικαστήριο, κατά την εξέταση αίτησης ως η επίδικη, οφείλει να συνυπολογίσει και το ότι η διαδικασία μίας Αγωγής είναι χρονοβόρα και κοστοβόρα, σε αντιδιαστολή με τη συνοπτική και σχετικά ανέξοδη διαδικασία της επαλήθευσης, προς αποφυγή επιβάρυνσης της περιουσίας της υπό εκκαθάριση εταιρείας ώστε να προστατεύεται τούτη (η περιουσία) προς όφελος των πιστωτών της.
Ακροαματική διαδικασία
Κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία, ο συνήγορος της Εταιρείας προέβη στις πιο πάνω αναφερόμενες δηλώσεις, με τις οποίες περιόρισε τους λόγους ένστασης, ως ανωτέρω σημειώθηκε. Κανένας εκ των ομνυόντων των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την επίδικη αίτηση και την ένσταση δεν εξετάστηκε. Οι συνήγοροι των διαδίκων ανήρτησαν στον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης τις αγορεύσεις τους και ζήτησαν όπως από τα εκεί αναφερόμενα, ληφθούν υπόψιν μόνο τα όσα σχετίζονται με τους περιορισμένους, πλέον, λόγους ένστασης.
Νομική πτυχή
Αναφορικά με τις πρόνοιες του άρθρου 215 και του άρθρου 220 (που εδώ αφορά) του Κεφ. 113, για αναγκαία λήψη άδειας από το Δικαστήριο για έναρξη ή συνέχιση μιας δικαστικής διαδικασίας εναντίον υπό εκκαθάριση εταιρείας ή εταιρείας στην οποία διορίστηκε προσωρινός εκκαθαριστής, στη υπόθεση Stefanos & Andreas COLD Stores Trading Ltd vs. KEAN Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ., αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Σκοπός των προνοιών αυτών για αναστολή, είναι η παροχή προστασίας στους πιστωτές και στην περιουσία της υπό διάλυση εταιρείας με στόχο την ίση πληρωμή των πιστωτών της ίδιας τάξης και την αποτροπή προώθησης διαδικασιών από ορισμένους πιστωτές προς απόκτηση ωφελημάτων. (Βλ. Bowkett v. Fullers United Electric Works Ltd [1923] 1 K.B. 160, In re Dynamics Corpn. (Ch. D.), [1973] 1 W.L.R. 63).
Τα πιο πάνω άρθρα του δικού μας Νόμου, είναι παρόμοια με τα άρθρα 231 και 226 του αγγλικού Companies Act 1948. Παρόμοιες πρόνοιες που αφήνουν ανεπηρέαστες τις αρχές που διέπουν τα ερωτήματα ενώπιον μας έγιναν και με τα άρθρα 126, 128 και 130(3) του Insolvency Act 1986. Κατά συνέπεια, αγγλικά συγγράμματα και δικαστικές αποφάσεις μπορούν να είναι καθοδηγητικές πάνω στα θέματα που μας απασχολούν.
Στον Palmer's Company Law, 24η έκδοση, τόμος 1, αναφέρονται τα ακόλουθα στις σελ. 1448-1450:
"... Section 126 of the Insolvency Act gives the court power on the application of the company or a creditor or a contributory to restrain proceedings against the company. That power may be exercised at any time in the interval between the presentation of the petition and the making of the order. Section 128(1) provides that where any company is being wound up by the court any attachment, sequestration, distress or execution put in force against the company after the commencement of the winding up is void. Section 130(2) provides that when a winding-up order has been made or a provisional liquidator appointed, no action or proceeding shall be proceeded with or commenced against the company except by leave of the court and subject to such terms as the court may impose. In this way creditors and others are compelled to come in and prove their claims in the winding up, and a rateable and just distribution of the company's assets is effected. "Proceedings" under section 130(2) is given a wide meaning, and includes executions and interpleader summonses. The words "any other action or proceeding" in section 126(1) likewise are general and not limited to actions in England but extend to actions and proceedings in Scotland; Northern Ireland being covered by section 126(1)(a).................................
Where a winding-up οrder has been made, the combined effect of sections 130(2) and 128 of the Act is that such order operates automatically as a stay of all actions, executions, distresses, sequestrations, etc., against the company, subject to the discretion of the court to allow such actions, executions, etc., to proceed notwithstanding the winding-up.»
Ομοίως, στην υπόθεση Pantrans Navigation Limited v. Επίσημου Παραλήπτη ως εκκαθαριστή της εταιρείας Always Travel Holidays Ltd κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 900, αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:
«Τα άρθρα 215 και 220 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, αποσκοπούν στην προστασία της περιουσίας εταιρείας που βρίσκεται υπό διάλυση με απώτερο στόχο την ίση μεταχείριση των πιστωτών τους. Ο Palmer "Company Law" 24η έκδοση παράγραφο 88-69 στις σελ. 1449 και 1450 παρουσιάζει το θέμα ως εξής:
"where a winding-up order has been made, the combined effect of sections 130(2) and 128 of the Act is that such order operates automatically as a stay of all actions, executions, distresses, sequestrations, etc., against the company, subject to the discretion of the court to allow such actions, executions, etc., to proceed notwithstanding the winding up."
Στην παράγραφο 88-75 σελ. 1454 υπό την επικεφαλίδα "Liberty to Proceed" του ίδιου συγγράμματος αναφέρεται ότι η εξουσία χορήγησης άδειας ασκείται συχνά. Και στη συνέχεια εξειδικεύονται περιπτώσεις που κρίθηκε πως ήταν δικαιολογημένη η άδεια για την αποπεράτωση διαδικασιών. Μεταξύ των περιπτώσεων είναι εκείνες δανειστών των οποίων τα χρέη έχουν εξασφαλιστεί. Στην In re Aro Co. Ltd. (1980) 2 W.L.R. 453, τονίστηκε ο χαρακτήρας της εξουσίας του δικαστηρίου ως διακριτικής και η ευχέρεια να παραχωρείται άδεια και σε περιπτώσεις που ο δανειστής δεν έχει ασφάλεια, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Στη σύνοψη του σκεπτικού στη σελ. 454 διαβάζουμε:
"Whether or not leave to proceed with an action was given under section 231 was a matter for the discretion of the court and was not dependent on a claimant having established the status of a secured creditor and in the circumstances, even if it were wrong to regard the plaintiffs as secured creditors at the time of winding up, the court ought to exercise its discretion in their favour."
Βασιζόμενος στην υπόθεση In re Aro, ανωτέρω, ο εκδότης του Palmer παρατηρεί:
"....the discretion conferred by the section gives the court freedom to do what is right and fair in the circumstances."
To θέμα απασχολεί και τον Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση τόμος 6 σελ. 698, παράγραφος 1389
"Proceedings will also be allowed to continue where the company is a necessary party to an action against it and other persons; or where an action is the most convenient method of trying a question."
Σε μια υπόθεση όπως η παρούσα προμηνύονται αμφισβητήσεις γεγονότων και πολύ πιθανόν και η έγερση νομικών θεμάτων λόγω της φύσης των απαιτήσεων, όπως τις προσδιόρισα στην αρχή της απόφασης. Είναι ορθό ότι η ένορκη δήλωση δεν παρέχει στοιχεία που μπορούσαν να συσχετισθούν με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Προκύπτουν όμως από τη δικογραφία που έχει κατατεθεί στο φάκελο μέχρι τώρα. Κι αυτό αρκεί. Υπό το φως των αυθεντιών στις οποίες αναφέρθηκα, έχω τη γνώμη ότι η δικαστική διαδικασία είναι πιο ενδεδειγμένη από τη διαδικασία διάλυσης για την επίλυση των παραπάνω θεμάτων και για τη διάγνωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων.»
Στην υπόθεση Currie v Consolidated Kent Collieries Corporation Ltd [1906] 1 KB 134, σημειώθηκε ότι, αν η απαίτηση ενός πιστωτή, στο πλαίσιο διαδικασίας επαλήθευσης, γίνει, σε μεγάλο βαθμό, αποδεκτή, και η όποια διαφωνία μεταξύ εκκαθαριστή και πιστωτή περιορίζεται στο ποσό που επαληθεύτηκε, το Δικαστήριο, συνήθως, θα αποφασίσει ότι ορθότερο και πιο ενδεδειγμένο είναι να αφεθεί η εν λόγω διαφορά να αποφασιστεί μέσω της διαδικασίας επαλήθευσης, και, κατά συνέπεια, είτε θα απορρίψει την αίτηση για άδεια συνέχισης μιας αγωγής (στην περίπτωση που εκείνο που εξετάζει είναι αίτηση ως η υπό εξέταση), είτε θα εκδώσει διάταγμα αναστολής της αγωγής (στην περίπτωση που η ενώπιον του αίτηση γίνεται από την εταιρεία ή άλλο πρόσωπο που δύναται να πράξει τούτο (πιστωτής ή συνεισφορέας)), εκεί που δεν προκύπτει, από τον νόμο, αυτόματη αναστολή της (π.χ. εθελούσια εκκαθάριση). Όταν όμως η διαφορά των μερών είναι μεγάλη, όπως, λόγου χάριν, όταν αμφισβητείται από τον εκκαθαριστή αυτή, τούτη, η ευθύνη της υπό εκκαθάριση εταιρείας έναντι του πιστωτή, τότε το Δικαστήριο θα εξετάσει κατά πόσο η δικαστική διαδικασία αποτελεί καταλληλότερο μέσο (forum) για να διαγνωστεί η όποια τέτοια ευθύνη της (ειδικότερα εκεί που αναμένεται ότι για την εκδίκαση της διαφοράς αναγκαίο είναι να δοθεί προφορική μαρτυρία).
Όταν το Δικαστήριο βρίσκεται αντιμέτωπο με αίτηση ως η υπό εξέταση, κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειάς του, λαμβάνει υπόψη διάφορους παράγοντες με σκοπό να αποφασίσει ποια θα είναι η ορθή και δίκαια κατάληξη του επ’ αυτής, πάντα στη βάση των δεδομένων που περιβάλουν την κάθε περίπτωση. Βασικό ζητούμενο, μεταξύ άλλων, είναι να αποφευχθεί ένας πιστωτής, συγκεκριμένης ομάδας (π.χ. ανεξασφάλιστος), να αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων, της ίδιας ομάδας, πιστωτών της υπό εκκαθάριση εταιρείας, ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα τα περιουσιακά της στοιχεία να μην διαμοιραστούν ισότιμα και δίκαια μεταξύ τους (the pari passu principle) (βλ. Palmer’s Company Law, 21η έκδοση, σελ. 768, με αναφορά στην Re Oak Pitts Colliery Co)
Περιπτώσεις στις οποίες δόθηκε άδεια για συνέχιση μιας εκκρεμούσας δικαστικής διαδικασίας εναντίον μιας υπό εκκαθάρισης εταιρείας, ήταν όταν η δικαστική αυτή διαδικασία, (α) βρισκόταν σε πολύ προχωρημένο στάδιο όταν εκδόθηκε το διάταγμα εκκαθάρισης, (β) καταχωρήθηκε από αριθμό εναγόντων ή εναντίον αριθμού εναγομένων, μεταξύ των οποίων και η εταιρεία, η οποία ήταν αναγκαίος διάδικος και (γ) αφορούσε σε πολύπλοκα επίδικα ζητήματα, με αποτέλεσμα η επί τούτων κρίση του Δικαστηρίου να ήταν βοηθητική και για την εκκαθαριστική διαδικασία (βλ. Re J Burrows (Leeds) [1982] 2 All ER 882.
Κατά κανόνα, όταν παραχωρείται άδεια ως η επιζητούμενη στην υπό εξέταση περίπτωση, το Δικαστήριο θέτει ως όρο ότι η όποια τυχόν απόφαση θα εκδοθεί εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας δεν θα εκτελεστεί παρά μόνο κατόπιν σχετικής άδειας που θα παραχωρηθεί από το Εκκαθαριστικό Δικαστήριο (βλ. Re Poole Firebrick and Blue Clay Co). Εν πάση περιπτώσει, εκεί που αυτό που επιζητείται από τον πιστωτή είναι η παραχώρηση άδειας για να καταχωρήσει ή να συνεχίσει αγωγή μετά την έκδοση του διατάγματος εκκαθάρισης ή τον διορισμό προσωρινού εκκαθαριστή, κατά κανόνα, το Δικαστήριο θα δώσει οδηγίες στον πιστωτή να υποβάλει, πρώτα, την απαίτηση του στο πλαίσιο της διαδικασίας επαλήθευσης, και μετά την εξέταση της από τον εκκαθαριστή, να προχωρήσει και να εξετάσει την ουσία της αίτησης. Και τούτο γιατί, στη περίπτωση που η απαίτηση του γίνει δεκτή από τον εκκαθαριστή τότε θα αποφευχθεί η όποια ανάγκη για καταχώρηση της δικαστικής διαδικασίας και κατά συνέπεια δεν θα επιβαρυνθεί η περιουσία της υπό εκκαθάρισης εταιρείας με τα όποια δικαστικά έξοδα.
Δεδομένων των ανωτέρω αναφερομένων λόγων ένστασης που προβάλλει η εταιρεία, καθίσταται αναγκαία η αναφορά και στην υπόθεση Craven v Blackpool Greyhound Stadium and Racecourse Ltd [1936] 3 All ER 513. Στην υπόθεση αυτή, ένας διευθυντής εταιρείας υπό εθελούσια εκκαθάριση, υπέβαλε απαίτηση στο πλαίσιο διαδικασίας επαλήθευσης για δεδουλευμένα που του όφειλε η εταιρεία, η οποία έγινε δεκτή από τον εκκαθαριστή, πλην όμως για ποσό μικρότερο από αυτό που απαιτούσε. Δυσαρεστημένος από την μη αποδοχή από τον εκκαθαριστή ολόκληρης της απαίτησής του, ο διευθυντής, αντί να αμφισβητήσει, με τον προβλεπόμενο, στο σχετικό νόμο, τρόπο την ορθότητα της απόφασης του εκκαθαριστή (εν είδει έφεσης), κίνησε αγωγή εναντίον της εταιρείας με σκοπό να του επιδικαστεί όλο το, απαιτούμενο από αυτόν, ποσό. Κατ’ έφεση, αποφασίστηκε ότι η επιλογή του διευθυντή να υποβάλει απαίτηση μέσω της διαδικασίας επαλήθευσης, διαδικασία που του επέτρεπε να αμφισβητήσει, μέσω της προβλεπόμενης στο νόμο αίτησης/έφεσης, την όποια απόφαση του εκκαθαριστή, του στερούσε το δικαίωμα να κινήσει αγωγή, διότι τούτο θα ισοδυναμούσε με προώθηση δύο διαδικασιών για τον ίδιο σκοπό, τη στιγμή που η απόφαση του εκκαθαριστή παρέμενε ισχυρή, αφού δεν ανατράπηκε μέσω της εν λόγω προβλεπόμενης διαδικασίας. Ως αποτέλεσμα, το εφετείο, στο πλαίσιο σχετικής αίτησης της υπό εκκαθάριση εταιρείας, ανέστειλε τη διαδικασία της αγωγής.
Θα πρέπει, ωστόσο, να τονισθεί, ως, εξάλλου, αναφέρθηκε και μόλις πιο πάνω, ότι η διαδικασία εκκαθάρισης στην υπόθεση Craven (ανωτέρω) ήταν εθελούσια, με αποτέλεσμα, η εκκρεμότητα της, να μην απέληγε σε αυτόματη απαγόρευση έγερσης ή συνέχισης μιας δικαστικής διαδικασίας εναντίον της υπό εκκαθάρισης εταιρείας (ως συμβαίνει στην περίπτωση που εκδίδεται διάταγμα εκκαθάρισης ή διορίζεται, από το Δικαστήριο, προσωρινός εκκαθαριστής), με την τελευταία (μεταξύ άλλων), να διατηρεί δικαίωμα να αποταθεί στο Δικαστήριο για να εξασφαλίσει διάταγμα αναστολής της όποιας εκκρεμούσας, εναντίον της εταιρείας, δικαστικής διαδικασίας, κάτι που έπραξε η εκεί υπό εκκαθάριση εταιρεία, και, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, εξασφάλισε την εν προκειμένω αναστολή. Ο όποιος δε πιστωτής μιας υπό εκκαθάριση εταιρείας, όταν η τελευταία βρίσκεται σε εθελούσια εκκαθάριση, διατηρεί το δικαίωμα, για σκοπούς εξασφάλισης θεραπείας ως προς την απαίτηση του, είτε να καταχωρήσει αγωγή ή να συνεχίσει μια τέτοια, υπό εκκρεμότητα, διαδικασία – με κίνδυνο η εταιρεία, ακολούθως, να αποταθεί στο Δικαστήριο για αναστολή της – είτε να υποβάλει απαίτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας επαλήθευσης ενώπιον του εκκαθαριστή της (Craven (ανωτέρω)), χωρίς, για τις ενέργειές του αυτές, να είναι αναγκαία η προγενέστερη λήψη σχετικής άδειας από το Δικαστήριο.
Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι, για να μπορεί το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική ευχέρειά του και να εξετάσει αν θα επιτύχει αίτηση, ως η υπό εξέταση, θα πρέπει ο αιτητής, μέσω της μαρτυρίας του ή, γενικότερα, στη βάση του περιεχομένου του φακέλου της αίτησης εκκαθάρισης (στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να καταχωρείται τέτοια αίτηση – βλ. Pantrans Navigation Limited, (ανωτέρω)), να μπορεί να καταδείξει τη φύση της υπόθεσής του εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας, ώστε το Δικαστήριο, αφενός να μπορεί καταλήξει αν αποκαλύπτει συζητήσιμη υπόθεση (arguable case) εναντίον της και αφετέρου αν για τη διάγνωσή της (της υπόθεσης του εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας) η δικαστική διαδικασία είναι πιο ενδεδειγμένη από τη διαδικασία επαλήθευσης.
Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο που τα διέπει
Ως αβίαστα προκύπτει από την ανωτέρω νομική πτυχή, δεδομένου του γεγονότος ότι η εκκαθάριση της Εταιρείας δεν είναι εθελούσια, αλλά το αποτέλεσμα έκδοσης σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ότι η Αγωγή είναι εκκρεμούσα και δεν αφορά σε διαδικασία που σκοπείται να καταχωρηθεί, τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Craven (ανωτέρω), δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό εξέταση περίπτωση. Και τούτο γιατί, συνεπεία της έκδοσης του διατάγματος εκκαθάρισης εναντίον της Εταιρείας, επήλθε αυτόματη, δυνάμει του νόμου, αναστολή της Αγωγής, με την διαδικασία της επαλήθευσης να μην αποτελεί, πλέον, απλώς, μία επιλογή για τους αιτητές για σκοπούς εκδίκασης (adjudication) της απαίτησης τους, έναντι της όποιας έγερσης, για τον σκοπό αυτό, αγωγής, αλλά διαδικασία που όφειλαν, ως θέμα αρχής, να ακολουθήσουν, πράγμα το οποίο και έπραξαν. Ως προκύπτει, τόσο από τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση Craven (ανωτέρω), αλλά και τον λόγο των τριών Δικαστών που την εκδίκασαν, ο λόγος που εκεί κρίθηκε δικαιολογημένο να εκδοθεί διάταγμα αναστολής της αγωγής που καταχώρησε ο εκεί πιστωτής, ήταν γιατί είχε, συνεπεία του εθελούσιου της εκκαθάρισης, αναφαίρετο δικαίωμα, να καταχωρήσει αγωγή εναντίον της υπό εκκαθάρισης εταιρείας (τέτοιο δικαίωμα δεν εξαρτάτο από προγενέστερη εξασφάλιση σχετικής άδειας από το Δικαστήριο), αντί να υποβάλει απαίτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας επαλήθευσης και επέλεξε να πράξει το δεύτερο αντί το πρώτο.
Στη προκείμενη περίπτωση, οι Αιτητές δεν είχαν δικαίωμα να συνεχίσουν την Αγωγή εναντίον της εταιρείας, και αν επιθυμούσαν να πράξουν τούτο θα έπρεπε να προωθήσουν αίτηση ως η επίδικη, με την υποχρέωση τους, να αναζητήσουν, πρώτα, εξασφάλιση σχετικής θεραπείας μέσω της διαδικασίας επαλήθευσης, να αποτελεί ενέργεια, που, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε, ως θέμα αρχής, να επιδιώξουν. Αυτό και έπραξαν.
Η δε κρίση του εκκαθαριστή επί της επαλήθευσης των Αιτητών, δεν ήταν η αναγνώρισή τους ως πιστωτές της Εταιρείας συνοδευόμενη με μερική αποδοχή της απαίτησής τους, με τη μόνη διαφορά να περιορίζεται στο ύψος της απαίτησής τους που έγινε αποδεκτό, ώστε η περαιτέρω απαίτηση τους, ορθότερο θα ήταν, να εξεταζόταν στο πλαίσιο της διαδικασίας επαλήθευσης (μέσω αίτησης/έφεσης κατά της απόφασης του εκκαθαριστή στη βάση των προνοιών του άρθρου 251 του Κεφ. 113), αλλά η πλήρη απόρριψη της, στη βάση της θεώρησης ότι οι Αιτητές δεν ήταν καν πιστωτές της Εταιρείας (καθότι, ως έκρινε, η τελευταία δεν τους όφειλε κανένα ποσό), κρίση, η οποία, στη βάση των ανωτέρω, σχετικών, νομολογιακών αρχών, επιτρέπει σε αυτούς να επιδιώκουν να λάβουν την επιζητούμενη άδεια. Δεδομένων των ανωτέρω, αλλά και του γεγονότος, ότι η Αγωγή εκκρεμούσε κατά τον χρόνο που εκδόθηκε το διάταγμα εκκαθάρισης, η επιλογή των αιτητών να καταχωρίσουν απαίτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας επαλήθευσης, δεν τους στερεί, είτε στη βάση της αρχής του κωλύματος (estoppel) είτε της αποποιήσεως (waiver), το δικαίωμα να προωθούν την επίδικη αίτηση, η τύχη της οποίας εξαρτάται από την πλήρωση ή μη των νομολογιακών καθορισμένων κριτηρίων, ως συμβαίνει σε κάθε άλλη όμοια περίπτωση. Κατά συνέπεια, ο πρώτος, ανωτέρω, λόγος ένστασης, δεν μπορεί να γίνει δεκτός.
Ερχόμενος τώρα στους άλλους δύο λόγους ένστασης, κρίνω ορθό, όπως αυτοί εξεταστούν μαζί και σε συνάρτηση με το κατά πόσο οι Αιτητές ικανοποίησαν τα νομολογιακώς ταχθέντα κριτήρια.
Για τους λόγους που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως, κρίνω ότι, η επίδικη αίτηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Και τούτο γιατί, ως υποδείχθηκε ανωτέρω, κατά την παράθεση της νομικής πτυχής, πρόσωπο που επιδιώκει άδεια, ως η κατ' αίτηση, οφείλει να αποδείξει, είτε μέσω της μαρτυρίας του, που υποστηρίζει την αίτησή του, είτε στη βάση του περιεχομένου του φάκελου της εκκαθάρισης, συζητήσιμη υπόθεση (arguable case) στη δικαστική διαδικασία που επιθυμεί να καταχωρήσει ή να συνεχίσει. Ένα τέτοιο υπόβαθρο, αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ για να δυνηθεί το Δικαστήριο να ασκήσει την διακριτική εξουσία του ως προς την τύχη μιας αίτησης ως η υπό εξέταση. Είναι για αυτό το λόγο, που στην υπόθεση Pantrans Navigation Limited, (ανωτέρω), αναζητήθηκε τέτοιο υπόβαθρο, και αφού δεν ανευρέθηκε στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την εκεί σχετική Αίτηση, χρήσης έτυχε το περιεχόμενο των δικογράφων της εκεί εκκρεμούσας Αγωγής (τα οποία βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου), το οποίο κρίθηκε επαρκές για σχηματισμό σχετικής κρίσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, μόνη πηγή άντλησης σχετικής πληροφόρησης αποτελεί το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την επίδικη Αίτηση, καθότι, παρά την σχετική αντίθετη εκεί αναφορά, τα δικόγραφα της αγωγής δεν αποτελούν περιεχόμενο του φακέλου της παρούσας υπόθεσης ούτε και επισυνάφθηκαν ως τεκμήρια στην εν λόγω ένορκη δήλωση. Οι μόνες εκεί σχετικές αναφορές, απαντώνται στην παράγραφο 7, οι οποίες και αναφέρθηκαν ανωτέρω, στα αρχικά στάδια της παρούσας απόφασης. Ελλείπουν, από αυτές, αναφορές ως προς τα πρόσωπα με τα οποία, ως ισχυρίζονται οι Αιτητές, συνομίλησαν, και οι οποίοι έδωσαν τις κατ' ισχυρισμό διαβεβαιώσεις ή τους εξαπάτησαν ή προέβηκαν σε ψευδείς παραστάσεις κτλ., και η όποια σχέση τους με την Εταιρεία. Ελλείπουν, επίσης, ισχυρισμοί ως προς τη δυνατότητά τους (των Αιτητών) να αντιληφθούν τη φύση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που σύναψαν με την Εταιρεία, καθώς επίσης και το κατά πόσο, στη βάση των όρων του, παρεχόταν η δυνατότητα στην τελευταία να επενδύσει το κεφάλαιο τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, και γενικότερα εκείνες οι λεπτομέρειες που θα τους επέτρεπαν, στην περίπτωση που αυτό επιδιώκουν, να επικαλούνται μη δέσμευσή τους από τους όρους του εν προκειμένω συμβολαίου (non est factum), δεδομένης και της αρχής που θέλει κάθε συμβαλλόμενο να δεσμεύεται από το περιεχόμενο εγγράφου (εν προκειμένω συμβολαίου) που υπογράφει (βλ. Saunders v. Anglia Building Society [1971] AC 1004) και Chitty on Contracts volume I, 31st edition, σελ. 544 και 545, παρ. 5-106). Ελλείπουν ακόμα αναφορές, προσδιοριστικές, της δικής τους συμπεριφοράς και αντίληψης κατά τον χρόνο που αποφάσισαν να συμβληθούν με την Εταιρεία και, ακολούθως, να υπογράψουν το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, μεταξύ άλλων, ως προς τη φύση του εγγράφου που υπέγραψαν, δεδομένων, και πάλι των αρχών που διέπουν την εφαρμογή του αξιώματος non est factum (βλ. United Dominions Trust Limited v. Western [1976] Q.B. 513).
Οι σχετικές αυτές αναφορές των Αιτητών στην παράγραφο 7 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, δεδομένων των ανωτέρω ελλείψεων, στερεί του Δικαστηρίου τη δυνατότητα, στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του, να καταλήξει ότι τούτοι, σε σχέση με την Αγωγή, έχουν συζητήσιμη υπόθεση εναντίον της Εταιρείας. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι, βασικό κριτήριο για την παραχώρηση άδειας ως η επιζητούμενη είναι να αποφεύγεται η επιβάρυνση της περιουσίας μιας υπό εκκαθάριση εταιρείας προς προστασία των συμφερόντων των πιστωτών της, με τα έξοδα μιας δικαστικής διαδικασίας να έχουν αναγνωριστεί ως τέτοια επιβάρυνση. Είναι για αυτό τον λόγο που μέρος των κριτηρίων που συνυπολογίζονται για να παραχωρηθεί μια τέτοια άδεια είναι και η στοιχειοθέτηση, από πλευράς του πιστωτή, συζητήσιμης υπόθεσης εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας για την διάγνωση της οποίας η δικαστική διαδικασία είναι πιο ενδεδειγμένη από τη διαδικασία επαλήθευσης. Είναι με ασφάλεια που καταλήγω ότι οι Αιτητές, με τη σχετική με το ζητούμενο μαρτυρία τους, δεν ικανοποίησαν τη σχετική επιταγή της νομολογίας.
Στη βάση της μόλις πιο πάνω κρίσης, οι Αιτητές απέτυχαν να ικανοποιήσουν απαραίτητο κριτήριο, το οποίο όφειλαν να ικανοποιήσουν, για να έχουν ελπίδες σε επιτυχή κατάληξη της επίδικης αίτησης.
Κατά συνέπεια, η επίδικη αίτηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και ως εκ τούτου απορρίπτεται. Ως προς τα έξοδα δεν έχω κανένα λόγο να παρεκκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, και κατά συνέπεια, τούτα επιδικάζονται υπέρ της Εταιρείας και εναντίον των Αιτητών, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ………………………………
Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΧΨ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο