
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Αριθμός Απαίτησης: 539/24
Μεταξύ:
1. Γρηγόρης Καπνέτης
2. Θεοδώρα Μαυρομιχάλη Καπνέτη
3. Μαρία Καπνέτη
Ενάγουσες
-ν.-
Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ
Εναγόμενη
Ημερομηνία: 12 Φεβρουαρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες: κ Μαθηκολώνης με κα Παπαχριστοδούλου
Για Εναγόμενη: κα Μαυρομάτη
Ενδιάμεση Απόφαση στην Αίτηση Ημερομηνία 30.05.2024
Η απαίτηση
Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό Απαίτηση, οι Ενάγοντες 1, 2 και 3 (στο εξής «οι Ενάγοντες»), επιδιώκουν την έκδοση απόφασης υπέρ τους και εναντίον της Εναγόμενης εταιρείας (στο εξής «η Εναγόμενη»), με την οποία, στην ουσία, να διακηρύττεται από το Δικαστήριο ότι η υποθήκη υπ' αριθμό Υ8399/2012 (στο εξής «η Υποθήκη»), είναι άκυρη και/ή ανεφάρμοστη, για διάφορους λόγους που προβάλλουν, και στη βάση της θεώρησης αυτής να διατάσσεται η ακύρωση και/ή εξάλειψή της από το Δικαστήριο. Επιζητείται, συναφώς πάντα, και διακηρυκτική απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κρίνονται οι όποιες διαδικασίες προωθεί η Εναγόμενη για σκοπούς εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου, που αφορά στην Υποθήκη, ως αντισυνταγματικές και/ή παράνομες και/ή άκυρες. Επιζητείται, επίσης, και η έκδοση διακηρυκτικών αποφάσεων, με τις οποίες, συγκεκριμένες πρόνοιες του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, Ν.9/1965 (στο εξής «ο Νόμος») κριθούν αντισυνταγματικές για λόγους, που, επίσης, προβάλλουν. Τέλος, μέσω της εν προκειμένω Απαίτησης, επιδιώκεται και η έκδοση διακηρυκτικών αποφάσεων, με τις οποίες να κρίνεται ότι οι επίδικες συμφωνίες δανείων, των οποίων εξασφάλιση αποτελεί η Υποθήκη, είναι άκυρες και/ή ακυρώσιμες ως αποτέλεσμα εξαναγκασμού και/ή εκβιασμού και/ή πιέσεων από πλευράς της Εναγόμενης.
Η επίδικη αίτηση
Με την επίδικη Αίτηση, οι Ενάγοντες επιδιώκουν την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται η εκκίνηση ή διεξαγωγή ή προώθηση ή και συνέχιση της διαδικασίας πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου (τα στοιχεία του οποίου καταγράφονται, λεπτομερώς, τόσο στο αιτητικό της επίδικης αίτησης, όσο και στο μαρτυρικό υλικό που την υποστηρίζει) στο πλαίσιο εκποίησης που θα διενεργηθεί με έρεισμα τις πρόνοιες του Μέρους VIA του Νόμου, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας και/ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.[1]
Την επίδικη Αίτηση υποστηρίζουν ένορκες δηλώσεις του Ενάγοντα 1, στις οποίες, ούτε λίγο, ούτε πολύ, επαναλαμβάνει τα όσα δικογραφούνται στο έντυπο Απαίτησης, αλλά και την Έκθεση Απαίτησης.
Κρίνεται σημαντικό, στο σημείο αυτό, να υπομνησθεί ότι, παρά την τροποποίηση του έντυπου Απαίτησης και τη συμπερίληψη, στο παρακλητικό του, των κατ' αίτηση θεραπειών περί ακυρότητας και/ή ακυρωσιμότητας των συμφωνιών του δανείου, εντούτοις, στον βαθμό που αφορά στην επίδικη Αίτηση, εκείνο που προβάλλεται προς υποστήριξη της ικανοποίησης των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960 (στο εξής «το άρθρο 32»), είναι τα όσα, αφενός δικογραφούνται και αφετέρου προβάλλονται μέσω του μαρτυρικού υλικού, σε σχέση με τις κατ' αίτηση θεραπείες της Απαίτησης που βάλλουν κατά της εγκυρότητας, ισχύος και βασιμότητας της Υποθήκης.
Δεν καθίσταται αναγκαία η εδώ, λεπτομερής, παράθεση των όσων καταγράφονται στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την επίδικη Αίτηση. Αρκεί, κατά τη γνώμη μου, με εντελώς συνοπτικό τρόπο, να καταγράψω ότι, στη βάση του περιεχομένου τους, εκείνο που οι Ενάγοντες προβάλλουν είναι ότι η Υποθήκη έχει συσταθεί κατά παράνομο τρόπο, και δη κατά παράβαση των προνοιών των άρθρων 5, 8 και 21 του Νόμου, με αποτέλεσμα αυτή να μην θεωρείται έγκυρη. Στη βάση της θεώρησης αυτής, και αφού προβαίνουν - για να υποστηρίξουν τη θέση τους περί μη σύστασης έγκυρης Υποθήκης - σε ειδικές υποδείξεις ως προς το περιεχόμενο της σύμβασης και εγγράφου της Υποθήκης σε αντιδιαστολή με τα όσα επιβάλλει ο Νόμος ότι πρέπει να περιέχουν, υποστηρίζουν ότι πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32, αφού εγείρεται, ως αιτιούνται, σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, με καλές πιθανότητες επιτυχίας της Απαίτησης, ειδικότερα σε σχέση με τις κατ' αίτηση θεραπείες που σχετίζονται με το έγκυρο ή μη της Υποθήκης. Ως προς τον ισχυρισμό ότι, αν δεν εκδοθεί το κατ' αίτηση διάταγμα, θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά, μέσω του μαρτυρικού υλικού που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, οι Ενάγοντες προτάσσουν ότι, αν αφεθεί η Εναγόμενη να ενεργοποιήσει τις πρόνοιες του Μέρους VIA του Νόμου και να προχωρήσει σε ιδιωτική εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου, τότε αυτοί θα απωλέσουν την ιδιότητα του ιδιοκτήτη του και η Απαίτησή τους, στον βαθμό που αφορά στην Υποθήκη, θα καταστεί άνευ αντικειμένου. Υποστηρίζουν, πάντα συναφώς, ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από άλλες του είδους, στη βάση του δεδομένου, ως αιτιούνται, ότι αμφισβητείται, πειστικά, από πλευράς τους, το υφιστάμενο έγκυρης υποθήκης. Τέλος, πάντα στη βάση του μαρτυρικού υλικού που υποστηρίζει την επίδικη Αίτηση, αποτελεί θέση των Εναγόντων ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της έγκρισης της επίδικης αίτησης, παρά της απόρριψής της, αφού ως αναφέρουν, αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, και στο τέλος φανεί ότι η κρίση τούτη ήταν λανθασμένη, η Εναγόμενη απλώς θα καθυστερήσει να ενεργοποιήσει τις πρόνοιες του Μέρους του VIA του Νόμου, χωρίς να απολύει την ιδιότητα του ενυπόθηκου δανειστή, σε αντιδιαστολή, με την αντίθετη περίπτωση, που αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα και η Εναγόμενη προχωρήσει στην ιδιωτική εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου, οι Ενάγοντες θα απωλέσουν την ιδιότητα του ιδιοκτήτη και δεν θα μπορούν, ακολούθως, να θεραπεύσουν αυτήν την εξέλιξη.
Η ένσταση
Η Εναγόμενη καταχώρησε ένσταση στην επίδικη αίτηση. Έχω αναγνώσει με προσοχή το μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει την ένσταση και δεν ανευρίσκω καμία απολύτως αναφορά, υπό μορφή αντιλόγου, στα όσα οι Ενάγοντες αιτιούνται ως προς το ανεπίτρεπτο, κατ’ αυτούς, περιεχόμενο του εγγράφου και σύμβασης της Υποθήκης. Η μόνη σχετική, εκεί, αναφορά, θέλει την επίδικη αίτηση να μην υποστηρίζεται από γεγονότα ή ισχυρισμούς που καταδεικνύουν ορατή πιθανότητα επιτυχίας της Απαίτησης των Εναγόντων. Κάθε άλλη προβαλλόμενη, από πλευρά της Εναγόμενης, θέση, αφορά στις συνθήκες συνομολόγησης της συμφωνίας Υποθήκης και δανείου, καθώς επίσης και της αντίληψης υπό την οποία τελούσαν οι συμβαλλόμενοι των συμφωνιών αυτών κατά το χρόνο συνομολόγησής τους, και τούτο για να καταδειχθεί ότι, ως η Εναγόμενη αιτιάται, οι εν λόγω συμφωνίες συνομολογήθηκαν με την ελεύθερη βούληση και συναίνεση όλων των συμβαλλόμενων και δεν περιβάλλονται από οποιαδήποτε ακυρότητα, χωρίς, ωστόσο, να προβάλλεται οποιαδήποτε θέση με σκοπό να καταδειχθεί το ορθό και νόμιμο των όσων προνοούνται στη σύμβαση και έγγραφο της Υποθήκης.
Είναι δε στη βάση αυτών των ισχυρισμών, που η Εναγόμενη υποστηρίζει ότι οι Ενάγοντες δεν ικανοποίησαν, με τη μαρτυρία που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση, τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32. Προβάλλουν, περαιτέρω, τη θέση ότι, ούτε η τρίτη προϋπόθεση του εν λόγω άρθρου ικανοποιείται, καθότι, αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα και η Εναγόμενη ενεργοποιήσει τις πρόνοιες του Μέρους VIA του Νόμου και προχωρήσει σε ιδιωτική εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου, τότε η όποια, τυχόν, ζημιά θα υποστούν οι Ενάγοντες, θα είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί με επιδίκαση σχετικών αποζημιώσεων, και με δεδομένη τη φερεγγυότητα της Εναγόμενης, δεν μπορεί μια τέτοια ζημιά να κριθεί ως ανεπανόρθωτη. Προβάλλουν, δε, επιπροσθέτως, πλην όμως συναφώς, αλλά και σε συνδυασμό με το ισοζύγιο της ευχέρειας, ότι θα πρέπει η επίδικη αίτηση να απορριφθεί, καθότι, αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, αυτό θα απολήγει σε κατάφωρη παράβαση του νομικώς κατοχυρωμένου δικαιώματός της, να προωθεί, στη βάση του Μέρους του VIA του Νόμου, ιδιωτικές εκποιήσεις ενυπόθηκων ακινήτων.
Ακροαματική διαδικασία ‑ περιορισμός επίδικων ζητημάτων
Κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία της επίδικης αίτησης, η συνήγορος της Εναγόμενης ανέφερε ότι, ανεξαρτήτως του αριθμού και των λόγων ένστασης που προβάλλονται στο κυρίως σώμα της ένστασης, αλλά και των όσων σχετικών καταγράφονται στο μαρτυρικό υλικό που την υποστηρίζει, τρεις είναι οι λόγοι για τους οποίους επιζητείται η απόρριψη της επίδικης αίτησης. Πρώτον, ότι δεν ικανοποιείται η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, δεύτερο ότι δεν ικανοποιείται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 και τρίτο, ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της απόρριψης, παρά της έγκρισης, της επίδικης αίτησης. Ζήτησε, δε, όπως, κάθε τι άλλο προβάλλεται μέσω των λόγων ένστασης, αλλά και του μαρτυρικού υλικού που υποστηρίζει την ένσταση, στον βαθμό που είναι σχετικό, να εκληφθεί ως επικουρικό των τριών αυτών, περιορισμένων πλέον, λόγων ένστασης. Στη βάση της δήλωσης αυτής, τόσο η συνήγορος της Εναγόμενης, όσο και ο συνήγορος των Εναγόντων, ζήτησαν από το Δικαστήριο, από τις αναρτηθείσες, στον σύνδεσμο «Έγγραφα», αγορεύσεις τους, το Δικαστήριο να λάβει υπ' όψη εκείνες τις αναφορές που σχετίζονται με τα περιορισμένα, πλέον, επίδικα ζητήματα της επίδικης αίτησης. Τέλος, κανένας εκ των ομνυόντων των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την επίδικη αίτηση και την ένσταση δεν αντεξετάστηκε.
Νομική πτυχή
Οι αρχές που διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων τίθενται στο άρθρο 32 του Ν.14/60 και είναι οι ακόλουθες: (α) η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, (β) η ύπαρξη πιθανότητας ότι ο διάδικος που ζητά το προσωρινό διάταγμα δικαιούται σε θεραπεία στην κυρίως διαδικασία ή ότι έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας και (γ) ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο εκτός εάν εκδοθεί το κατ’ αίτηση διάταγμα.
Παράλληλα, το δικαστήριο, αφού ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, δυνάμει του ιδίου άρθρου, πρέπει να αποφασίσει ότι είναι δίκαιο ή πρόσφορο, ή και τα δύο μαζί αν αυτό δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης που είναι ενώπιόν του, να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα, διαφορετικά θα απορρίψει την αίτηση. Προς τούτο, απαιτείται η στάθμιση του κινδύνου πρόκλησης αδικίας, την οποία τυχόν να υποστεί η μία ή η άλλη πλευρά συνεπεία της ενδιάμεσης αυτής απόφασής του, και, ακολούθως, η επιλογή της ολιγότερο επιβλαβούς πορείας, δεδομένης της φύσης και του περιεχομένου του κατ’ αίτηση διατάγματος (βλ. Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788 και Films Rover v. Cannon Film Sales [1986] 3 All ER 772, σελ. 780 και 781).
Για σκοπούς ικανοποίησης της πρώτης προϋπόθεσης, της ύπαρξης δηλαδή σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, είναι αρκετό να αποκαλύπτεται, με βάση τα δικόγραφα, συζητήσιμη υπόθεση.
Όσον αφορά στη δεύτερη προϋπόθεση, αυτή δηλαδή της ύπαρξης πιθανότητας επιτυχίας, είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί, με βάση τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί, ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας του αιτούντος διαδίκου στην αγωγή. Η έννοια της πιθανότητας, ως αναφέρθηκε, εισάγει κάτι περισσότερο από την απλή πιθανότητα, αλλά κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που απαιτείται για απόδειξη αστικής αγωγής.
Η τρίτη προϋπόθεση συναρτάται με τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Το ζήτημα δε της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων εξετάζεται μέσα στα πλαίσια της προϋπόθεσης αυτής. Όσο απομακρύνεται η πιθανότητα να συνιστά η θεραπεία των αποζημιώσεων επαρκή θεραπεία, τόσο ενισχύεται η πιθανότητα να πληρούται η προϋπόθεση αυτή. Αν η υπόθεση, ως εκ της φύσεώς της, δεν επιδέχεται τη θεραπεία των αποζημιώσεων, ή ο υπολογισμός των αποζημιώσεων θα είναι αδύνατος, τότε εύκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μελλοντικό στάδιο εκτός αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Η δυσκολία όμως υπολογισμού των αποζημιώσεων, αυτή καθ’ εαυτή, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στο συμπέρασμα ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο στο μέλλον να απονεμηθεί δικαιοσύνη.
Το ζήτημα όμως δε τελειώνει εδώ. Όπως, συναφώς, αναφέρθηκε, πρόσφατα, στην Lariena Investments Ltd v. RFI Consortium, Πολ. Εφ. Ε164/2019 (απόφαση ημερομηνίας 22.01.2021), «Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, οι αποζημιώσεις δεν αποτελούν τη μοναδική παράμετρο κρίσης του συγκεκριμένου θέματος. Όπως τέθηκε στην Όξυνος κ.ά. ν. Λού (2011) 1 Α.Α.Δ. 1066 , που παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο: «Υπόψη λαμβάνονται και άλλα στοιχεία και μεταβλητά κριτήρια και σε τελική ανάλυση η αδυναμία ή η δυσκολία απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, εξαρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν το αίτημα, (Κυρισάββα ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Παντελούς Kωνσταντίνου Kκίζη κ.ά. v. Κύζη ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Mαριτσούς Kωστή Kκίζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245). Ας μη μας διαφεύγει ότι η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται, όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση M. and Ch. Mitsingas Trading Ltd. κ.ά. v. Τhe Timberland Co. (1977) 1Γ ΑΑΔ 1791, με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του διαδίκου που επιδιώκει τη θεραπεία. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του και τον κίνδυνο που ενέχεται από την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται με την κατοχή των επιδίκων μετοχών. Μεταξύ αυτών είναι και ο κίνδυνος παράνομης επέμβασης στις δραστηριότητες της NWCC και της αποξένωση των μετοχών αυτής».
Αναφορικά, τώρα, με τα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, περιορίζομαι να επισημάνω πως οι πρόνοιες τους ρυθμίζουν ειδικά τις περιπτώσεις που εκεί αναφέρονται. Δεν αφαιρούν τίποτα από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν.14/60, που προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.
Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση επί των προϋποθέσεων για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, δέστε τις Odysseos v. Pieris Estates (1982) 1 AAΔ 557, Αcropolo Shipping Co. Ltd v. Rossis (1976) 1 AAΔ σελ. 38, Νational Bank of Greece v. Matovia [1987] 1 AAΔ.303, Κ.Ο.Τ. ν. Θεωρή [1989] 1 ΑΑΔ(Ε) 152 και Α.Β.Ρ. Ηοldings Ltd v. Ανδρέα Κιταλίδη και άλλων [1994] 1 ΑΑΔ 694, Γρηγορίου & ΄Αλλων ν. Χριστοφόρου & άλλων [1995] 1 ΑΑΔ 248 και Demades Overseas Ltd v. Studio Ma.st Ltd [1996] 1 AAΔ.799, Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χατζηβασίλη [1989] 1 (Ε) ΑΑΔ 152, Α. Κυτάλα ν. ΄Αννα Χρυσάνθου και ΄Αλλοι [1996]1 ΑΑΔ 253, Αντωνία Παναγίδου και άλλων ν. Μάριος Παναγίδου και άλλων (2001) 1(Α) ΑΑΔ 396, Phasarias (Automotive Center) Ltd v. Σκυροποιεία Λεωνικ. Λτδ (ανωτέρω), Χ. Κουνούνας ν. G. & A. Simons Ltd (2002) 1(Β) ΑΑΔ 1361, Larticon Vo. v. Dedergenta Development Ltd (2004) 1(Β) ΑΑΔ 1121.
To Δικαστήριο, μετά την καταχώριση της ένστασης, έχει εξουσία και υποχρέωση να επιληφθεί της υπόθεσης, να ακούσει και τις δύο πλευρές και να διαπιστώσει αν οι προϋποθέσεις που ο νομοθέτης έταξε στο άρθρο 32 ικανοποιούνται. Αν υπάρχει διάσταση πάνω στα γεγονότα μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τη Διαταγή 48, θεσμός 4, ο διάδικος που έχει το βάρος της απόδειξης πρέπει να είναι έτοιμος να αποδείξει τα γεγονότα πάνω στα οποία βασίζεται (βλ., μεταξύ άλλων, Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 520, σελ. 527). Στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο δεν εξετάζει την ουσία της κυρίως διαδικασίας, ούτε και είναι επιθυμητό να προσπαθήσει, με βάση τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του, να αποφασίσει τα διαφιλονικούμενα, επί γεγονότων, ζητήματα πάνω στα οποία τελικά θα κριθεί η κυρίως, ενώπιον του, διαδικασία. Αντικείμενο εξέτασης σε τέτοιες αιτήσεις, είναι μόνο το κατά πόσο πληρούνται ή όχι οι απαραίτητες, για την έκδοση του διατάγματος και/ή τη διατήρηση της ισχύος του, προϋποθέσεις, στη βάση, πάντα, του αν οι «ισχυρισμοί του αιτητή χαρακτηρίζονται από λογικότητα και ποιοτική επάρκεια, στο πλαίσιο της καθοδήγησης που παρέχεται, σχετικά, στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates and Others (ανωτέρω)» (βλ. Πολ. Εφ. Ε135/2015, μεταξύ Παύλος Δίγκλης κ.α. ν. Total Fit Ltd, απόφαση ημερομηνίας 12.09.2018), και όχι η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων αναφορικά με την ουσία του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Το μόνο αρμόδιο για εξαγωγή τέτοιων συμπερασμάτων σώμα, είναι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου θα εκδικασθεί η ουσία της υπόθεσης, και τούτο στα πλαίσια της ρηθείσας εκδίκασης (Βλ. Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 CLR 663, Γρηγορίου & ΄Αλλων ν. Χριστοφόρου & άλλων (ανωτέρω), Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beogradska Banka DD (1999) 1(Α) AAΔ 225 και Παύλος Δίγκλης κ.α. ν. Total Fit Ltd (ανωτέρω)).
Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλλουν τα επίδικα ζητήματα στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο που τα διέπει
Ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω κατά την παράθεση της νομικής πτυχής, η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32, και το κατά πόσο τούτη ικανοποιείται, εξετάζεται σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του δικογράφου. Θεωρώ ορθή την ενέργεια της συνηγόρου της Εναγόμενης να εγκαταλείψει τον σχετικό λόγο ένστασης, αφού, ως αβίαστα προκύπτει από το περιεχόμενο του Εντύπου Απαίτησης, αλλά και της Έκθεσης Απαίτησης, οι εκεί προβαλλόμενοι δικογραφημένοι ισχυρισμοί, αν αποδειχθούν, αφορούν σε σοβαρά ζητήματα προς εκδίκαση, μια και προβάλλεται, μεταξύ άλλων, και η θέση ότι η σύμβαση Υποθήκης είναι άκυρη, ως συσταθείσα κατά παράβαση των επιταγών του Νόμου, ο οποίος, ρητώς, προβλέπει ότι, καμία υποθήκη δεν είναι έγκυρη παρά μόνο αν συσταθεί ως ο Νόμος ορίζει (βλ. άρθρο 5 του Νόμου).
Ερχόμενος τώρα στη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, ως ήδη υποδείχθηκε ανωτέρω, τούτη εξετάζεται στη βάση του μαρτυρικού υλικού, που υποστηρίζει την αίτηση. Ως δε, σημειώθηκε συναφώς, αυτή ικανοποιείται, αν ο Αιτητής, με ισχυρισμοί που χαρακτηρίζονται από λογικότητα και ποιοτική επάρκεια, καταφέρει να αποδείξει ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα επιτυχίας της απαίτησής του, αλλά κάτι, λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων (balance of probabilities), που αποτελεί το μέτρο και βαθμό απόδειξης μιας αστικής υπόθεσης. Ως, ήδη, σημείωσα ανωτέρω, κατά την αναφορά μου στην ένσταση, ελλείπει από το μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει τούτη, οποιοσδήποτε αντίλογος στα όσα οι Ενάγοντες προβάλλουν προς υποστήριξη της θέσης τους ότι η Υποθήκη περιβάλλεται από ακυρότητα.
Η παρούσα ενδιάμεση διαδικασία, δεν αποτελεί κατάλληλο forum για να αποφασιστούν τα ζητήματα τελεσιδίκως. Κάτι τέτοιο, ως νομολογιακώς αποφασίστηκε, και υποδείχθηκε ανωτέρω, είναι ανεπίτρεπτο να γίνεται σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο. Περιορίζομαι μόνο να αναφέρω ότι, στη βάση των όσων οι Ενάγοντες προβάλλουν, με παραπομπή στις πρόνοιες των άρθρων 5, 8 και 21 του Νόμου, το τι επιβάλλεται να προνοείται σε μια σύμβαση και έγγραφο υποθήκης, προβλέπεται ρητώς στο Νόμο. Γίνονται, δε, ειδικές, εκεί, αναφορές ως προς τα ζητήματα για τα οποία μπορεί να αναλάβει ευθύνη ο ενυπόθηκος οφειλέτης έναντι του ενυπόθηκου δανειστή στο πλαίσιο μιας νομοτύπως συσταθείσας υποθήκης. Στη βάση δε των προνοιών του άρθρου 5 του Νόμου, καμία υποθήκη δεν θεωρείται ότι συστήνεται νόμιμα, παρά μόνο αν τούτη συστήνεται ως ρητώς επιβάλλουν οι πρόνοιες του Νόμου. Με δεδομένες τις παρατηρήσεις των Εναγόντων, ως προς το τι φέρονται να επωμίζονται ως ευθύνη ή ως προς το ποια είναι τα δικαιώματα της Εναγόμενης στη βάση του περιεχομένου της σύμβασης και του εγγράφου Υποθήκης, σε σύγκριση και με τα όσα ρητώς καταγράφονται στα άρθρα 8 και 21 του Νόμου, κρίνω, για σκοπούς αυτής της ενδιάμεσης κρίσης και μόνο, ότι οι Ενάγοντες κατάφεραν να αποδείξουν ότι έχουν κάτι περισσότερο από απλή πιθανότητα να επιτύχουν στην απαίτησή τους, τουλάχιστον στον βαθμό που με αυτήν επιδιώκουν αποφάσεις σε σχέση με την εγκυρότητα, βασιμότητα και ισχύ της Υποθήκης.
Ενδεικτικώς και μόνο, προς επίρρωση της μόλις εκφρασθείσας κρίσης μου, σημειώνω ότι στη σύμβαση Υποθήκης, στη πρώτη σελίδα, καταγράφεται ότι «Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΥΠΟΘΗΚΗ ΔΙΕΠΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΤΩΝ ΣΥΝΝΗΜΕΝΩΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ», με το Έγγραφο Υποθήκης να παρουσιάζεται ως ένα εκ των συνημμένων αυτών εγγράφων. Στο δε Έγγραφο Υποθήκης, στους όρους 7, 8, 11, 12, 13, 14, 15 και 16, επωμίζονται στον ενυπόθηκο οφειλέτη και αναγνωρίζονται ανάλογα δικαιώματα στην Εναγόμενη, σε σχέση με διάφορα ακαθόριστα, αριθμητικώς, έξοδα και ακαθόριστο επιτόκιο επί αυτών, χωρίς τούτα (τα εκεί αναφερόμενα έξοδα και επιτόκιο), να συσχετίζονται με το χρηματικό ποσό που εξασφαλίζεται μέσω της Υποθήκης, το προνοούμενο για αυτό επιτόκιο και τα όποια έξοδα που διενεργούνται σε περίπτωση λήψης νόμιμων μέτρων προς είσπραξη του εξασφαλισμένου με την Υποθήκη ποσού. Το δε άρθρο 21(1)(γ) του Νόμου, προνοεί ότι:
«21(1) Αι έγγραφοι δηλώσεις αίτινες προσάγονται τω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω υπό του ενυποθήκου οφειλέτου και του ενυποθήκου δανειστού διαλαμβάνουσι τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) …
(β) …
(γ) εις την περίπτωσιν του ενυποθήκου οφειλέτου, σύμβασιν υποθήκης χαρτοσεσημασμένην συμφώνως ταις διατάξεσι του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου, εκθέτουσαν ότι εις πρώτην ζήτησιν ή κατά τινα ημερομηνίαν, καθωρισμένην ή δυναμένην να προσδιορισθή, ούτος επέχει υποχρέωσιν, τελούσαν υπό αίρεσιν ή απόλυτον τοιαύτην, όπως καταβάλη τω ενυποθήκω δανειστή χρηματικόν τι ποσόν, καθωρισμένον ή δυνάμενον να προσδιορισθή, ομού μετά τυχόν συμφωνηθέντος τόκου επί του ποσού τούτου ή μέρους αυτού, εις ποσοστόν καθωρισμένον ή δυνάμενον να προσδιορισθή δι’ αναφοράς εις οιονδήποτε έτερον ποσοστόν, και ομού μετά των εξόδων των διενεργουμένων εν περιπτώσει λήψεως νομίμων μέτρων προς είσπραξιν του ως είρηται ποσού και τόκου:
…».
Κατά συνέπεια, και χωρίς να αποφαίνομαι, τελικώς, επί τούτου, κάτι που είναι ανεπίτρεπτο να γίνει στο πλαίσιο της υπό εξέταση ενδιάμεσης αίτησης, κρίνω ότι ικανοποιείται και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, επί το ότι οι Ενάγοντες κατάφεραν να αποδείξουν ότι έχουν κάτι περισσότερο από απλή πιθανότητα να επιτύχουν στην απαίτησή τους στη βάση της θέσης τους ότι η σύμβαση Υποθήκης περιέχει όρους που καθιστούν το εξασφαλισμένο, μέσω της, ποσό, τον τόκο και τα όποια έξοδα που αφορούν στην Υποθήκη, μη καθορισμένα και μη δυνάμενα να προσδιοριστούν, καθώς επίσης και ότι, εκεί προνοείται ευθύνη τους για ποσά, τόκους, και έξοδα, μη συνυφασμένα με το ποσό που εξασφαλίζει η Υποθήκη και τα όποια έξοδα που τυχόν θα διενεργηθούν στην περίπτωση λήψης νόμιμων μέτρων για είσπραξη του εξασφαλισμένου, μέσω της, ποσού.
Όσον αφορά στην τρίτη προϋπόθεση, σε πλήρη συμφωνία με τα όσα ισχυρίζονται οι Ενάγοντες θεωρώ ότι αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα η ζημιά που θα υποστούν θα είναι ανεπανόρθωτη. Δεν μου διαφεύγουν τα όσα, κατά καιρούς έχουν αποφασιστεί, σε σχέση με την εν προκειμένω προϋπόθεση για υποθέσεις που αφορούν ενυπόθηκους οφειλέτες που επιδιώκουν την αναστολή ενός πλειστηριασμού ή την ακύρωση εκποίησης (βλ. Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.α. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Εφ. Ε203/2013, απόφαση ημερομηνίας 11.09.2019 και όσες, άλλες πρωτόδικες κρίσεις που ακολούθησαν το σκεπτικό της). Ωστόσο, στην παρούσα περίπτωση δεν ευρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάποιους ισχυρισμούς που θέτουν απλώς εν αμφιβόλω το κατά πόσο στις συμφωνίες υποθήκης ή στις συμφωνίες της τραπεζικής διευκόλυνσης – το νόμιμο της σύστασης και υπαρκτό των οποίων δεν αμφισβητείται - περιέχονται παράνομες και/ή ποινικές και/ή καταχρηστικές ρήτρες ή γενικότερα με το κατά πόσο ο πάροχος των τραπεζικών διευκολύνσεων δεν εκτέλεσε ορθά τις συμβάσεις που διέπουν τις σχέσεις των μερών. Στην προκείμενη περίπτωση, για τους λόγους που οι Ενάγοντες προβάλλουν, τίθεται εν αμφιβόλω, αυτή, τούτη η ιδιότητα τους ως ενυπόθηκοι οφειλέτες, και αυτή, τούτη, η ιδιότητα της Εναγόμενης ως ενυπόθηκος δανειστής, ιδιότητα, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για να δύναται η τελευταία να επικαλείται το νομικώς κατοχυρωθέν δικαίωμά της να προωθήσει την όποια διαδικασία ιδιωτικής εκποίησης στη βάση των προνοιών του Μέρους του VIA του Νόμου. Με αυτά ως δεδομένα, θεωρώ ότι οι Ενάγοντες κατάφεραν να ικανοποιήσουν και την τρίτη προϋπόθεση, αφού, ομολογουμένως, και επί του τούτου δεν υπάρχει αντίλογος, αν και εφόσον δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, και η Εναγόμενη επιδιώξει να ενεργοποιήσει το Μέρος VIA του Νόμου - κάτι που επιχείρησε στο παρελθόν -, και ακολούθως, στο πλαίσιο της, εκποιήσει το ενυπόθηκο ακίνητο, τότε, αφενός οι Ενάγοντες θα απωλέσουν την ιδιότητα του ιδιοκτήτη του ακινήτου τους, και αφετέρου, η παρούσα Απαίτησή τους, στον βαθμό που μέσω της επιδιώκεται θεραπεία ως προς την εγκυρότητα ή βασιμότητα ή ισχύ της υποθήκης, θα καταστεί άνευ αντικειμένου.
Όσον αφορά στο ισοζύγιο της ευχέρειας, σε συμφωνία και πάλι με τους Ενάγοντες, θεωρώ ότι και τούτο κλίνει υπέρ της έγκρισης της αίτησης παρά της απόρριψής της. Είναι, όντως, γεγονός, ότι αν εκδοθεί το κατ' αίτηση διάταγμα και κριθεί, ακολούθως, τούτη η κρίση λανθασμένη, η ζημιά που θα υποστεί η Εναγόμενη, θα αφορά απλώς στην καθυστέρηση της όποιας τυχόν ενεργοποίησης των προνοιών του Μέρος VIA του Νόμου για σκοπούς ιδιωτικής εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου, χωρίς, στο μεταξύ, καθ' οιονδήποτε τρόπο, να απολύει την ιδιότητα του ενυπόθηκου δανειστή. Και τούτο σε πλήρη αντιδιαστολή με τη ζημιά που θα υποστούν οι Ενάγοντες αν δεν εκδοθεί το κατ’ αίτηση διάταγμα, ως αυτή αναλύθηκε ανωτέρω.
Έχοντας καταλήξει ως ανωτέρω, στην ουσία, έχω εξετάσει κάθε δικαιοδοτικό κριτήριο που διέπει την παρούσα αίτηση και κάθε προβαλλόμενο λόγο ένστασης. Κρίνω, κατά συνέπεια, ότι οι Αιτητές κατάφεραν να καταδείξουν ότι η επίδικη Αίτηση πρέπει να επιτύχει. Επομένως, εκδίδεται το υπό στοιχείο Α κατ' αίτηση διάταγμα.
Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανένα λόγο να παρεκκλίνω από τον κανόνα και τη σχετική πρόβλεψη των Νέων Θεσμών Πολιτικής Διαδικασίας, που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και κατά συνέπεια τούτα επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων και εναντίον της Εναγόμενης. Δεδομένου του χρόνου που αναλώθηκε για την παρούσα διαδικασία και της σχετικής πρόβλεψης των Νέων Θεσμών για συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων, και της μη σχετικής συμμόρφωσης των συνηγόρων των διαδίκων με τα όσα προνοούνται στο Μέρος 39.9 τούτων (των νέων Θεσμών), και αφού έτυχα σχετικής βοήθειας από το Πρωτοκολλητείο, τούτα καθορίζονται στο ποσό των €3.000, πλέον Φ.Π.Α., αν εφαρμόζεται, καταβλητέα στο τέλος της δίκης.
(Υπ.)…………………………….
Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Η υπό στοιχείο Β κατ' αίτηση θεραπεία της επίδικης αίτησης έχει εγκαταλειφθεί κατά το στο στάδιο της επ' ακροατηρίω διαδικασίας.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο