
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 7448/13
Μεταξύ:
GEORGIOS ELIA BUILDING & CIVIL ENGINEERING CONTRACTORS LIMITED
Ενάγουσα
v.
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (CYTA)
Εναγόμενης
---------------------------------------
Αίτηση ημερομ. 17/01/2025 για
καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 28 Απριλίου, 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Ενάγουσα-Αιτήτρια: κ. Χατζησέργης, για Ανδρέας Χατζησέργης Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη-Καθ’ ης η αίτηση: κ. Σιδεράς, για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την αίτησή της η Ενάγουσα-Αιτήτρια, ζήτησε άδεια από το Δικαστήριο για να της επιτραπεί η καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της ενδιάμεσης αίτησης ημερομ. 11/11/2024, με την οποία να απαντώνται οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην ένορκη δήλωση του κ. Μακρυγιώργη, ημερομηνίας 02/12/2024, που συνοδεύει την ένσταση.
Νομική βάση για την αίτηση αποτέλεσαν οι Δ.39 θ.1, Δ.48 θ.θ.1 - 4(1)(2) και 9 και Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, το Άρθρο 30 του Συντάγματος, το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, η πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και η νομολογία.
Τα γεγονότα προς υποστήριξη του αιτήματος παρατίθενται σε ένορκη δήλωση του Ανδρέα Ηλία, ενός εκ των διευθυντών της Ενάγουσας - Αιτήτριας και γνώστη των γεγονότων. Καταγράφει ότι στις 11/11/2024 καταχωρίστηκε αίτηση από τους Ενάγοντες με την οποία ζητείται όπως η Απαίτηση, η Ανταπαίτηση και όλα τα τεχνικά ζητήματα, καθώς και τα ζητήματα που αφορούν λογαριασμούς, παραπεμφθούν σε Ειδικό Διαιτητή που θα επιλεγεί από τη λίστα του Κυπριακού Παραρτήματος του Chartered Institute of Arbitrators. Ζητείται, επίσης, διάταγμα αναστολής ή και διακοπής της δίκης μέχρι να αποπερατωθεί η διαιτησία. Η συγκεκριμένη αίτηση συνοδεύεται με δική του ένορκη δήλωση. Καταχωρίστηκε ένσταση, ημερομηνίας 02/12/2014, στην αίτηση, η οποία συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Κωνσταντίνου Μακρυγιώργη. Κατά τη δική του άποψη, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση υπάρχουν αναληθείς, ανακριβείς και παραπλανητικοί ισχυρισμοί οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και πρέπει να απαντηθούν ή και να διευκρινιστούν για να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο η ολοκληρωμένη εικόνα των γεγονότων. Ισχυρίζεται ότι η μαρτυρία του Κωνσταντίνου Μακρυγιώργη χρήζει απάντησης και αντίκρουσης. Ο ίδιος προτίθεται να απαντήσει σε γεγονότα, θέσεις και ισχυρισμούς που προκύπτουν από την συγκεκριμένη ένορκη δήλωση οι οποίοι παρουσιάζουν μια εντελώς λανθασμένη και μακριά από την πραγματική εικόνα και σκοπούν στην παραπλάνηση του Δικαστηρίου, ενώ θα προβεί και σε διευκρινήσεις επί των προβαλλόμενων ισχυρισμών.
Υποστηρίζει ότι είναι ορθό και δίκαιο να επιτραπεί στην Ενάγουσα - Αιτήτρια να αντικρούσει τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση του Κωνσταντίνου Μακρυγιώργη αφού η απουσία αντίκρουσης θα δημιουργήσει μια εντελώς λανθασμένη εικόνα σχετικά με τις θέσεις και τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς. Ζητά, ο Ομνύοντας, όπως απαντήσει στους ισχυρισμούς που προβάλλονται στις παραγράφους 1, 2, 10-35, 44-48 και 51 της ένορκης δήλωσης του Κωνσταντίνου Μακρυγιώργη. Κατά τη δική του άποψη η ένσταση των Εναγόμενων - Καθ΄ων η αίτηση είναι ανεδαφική και εισάγει ψευδείς, ανυπόστατους και παραπλανητικούς ισχυρισμούς. Ισχυρίζεται ότι οι Εναγόμενοι - Καθ΄ων η αίτηση προχώρησαν σε αλλαγή του τίτλου ενός συγκεκριμένου τεκμηρίου από «Πρακτικά Συνάντησης» σε «Συμπληρωματική Συμφωνία» και απέδωσαν στο περιεχόμενό του παραπλανητικές ερμηνείες, σενάρια και εξηγήσεις και κατέληξαν σε φανταστικά και ατεκμηρίωτα συμπεράσματα, τα οποία απέχουν από την πραγματικότητα. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς που καταγράφονται στις παραγράφους 45, 46 και 47 της ένορκης δήλωσης του Κωνσταντίνου Μακρυγιώργη αποτελούν προσβλητικούς ισχυρισμούς που αφορούν Διαιτητές μέλη του Κυπριακού Παραρτήματος του Chartered Institute of Arbitrators (CIArb Cyprus Branch), αφήνοντας υπονοούμενα ότι είναι διαπλεκόμενοι και επιρρεπείς σε αθέμιτες συναλλαγές μαζί του.
Σύμφωνα με τον Ομνύοντα, οι δικηγόροι των Εναγόμενων-Καθ΄ων η αίτηση δίνουν λανθασμένη ερμηνεία στα άρθρα 35 και 36 του περί Δικαστηρίων Νόμου στα οποία στηρίζεται η αίτηση της Ενάγουσας-Αιτήτριας για παραπομπή της υπόθεσης σε Διαιτησία και για αυτό θα πρέπει να παρασχεθεί στην Ενάγουσα-Αιτήτρια η ευχέρεια να εξηγήσει. Οι δε ισχυρισμοί τους ότι τα επίδικα ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν είναι απλά, είναι παραπλανητικοί. Προωθεί τη θέση ότι η παραχώρηση άδειας για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης κρίνεται αναγκαία γιατί θα τεθούν στοιχεία απαραίτητα τα οποία σχετίζονται με τις θέσεις που πρόβαλε η Ενάγουσα-Αιτήτρια στην αρχική ένορκη δήλωση. Πρόκειται για διευκρινήσεις και ισχυρισμούς που θα βοηθήσουν στο να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μια ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αυτό τεκμηριώνει την ύπαρξη καλού λόγου.
Η συγκεκριμένη αίτηση αντιμετωπίστηκε με την καταχώριση ένστασης από τους Καθ’ ων η Αίτηση-Εναγόμενους, στην οποία καταγράφηκαν επτά (7) λόγοι ενστάσεως, οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν σε συντομία ως ακολούθως: Ότι η αίτηση είναι κατά νόμο και ουσία αβάσιμη ή και αστήρικτη. Ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της νομολογίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την έκδοση του διατάγματος. Ότι δεν αποκαλύπτεται ούτε τεκμηριώνεται «καλός λόγος» για παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Ότι οι ισχυρισμοί, των οποίων επιχειρείται η εισαγωγή, είναι άσχετοι με τα επίδικα ζητήματα και μερικοί συνιστούν επανάληψη των καταγραφέντων ισχυρισμών. Ότι μεγάλο μέρος της προτιθέμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αναλώνεται σε ψευδείς και ή ανυπόστατους και ή ανακριβείς και ή παραπλανητικούς ισχυρισμούς. Ότι επιχειρείται η απάντηση ή και αντίκρουση των ισχυρισμών του Ομνύοντα για τους Εναγόμενους ή και επιχειρείται να πληγεί η αξιοπιστία του. Ότι η αντίκρουση ισχυρισμών που εγείρονται στην ένσταση της Εναγόμενης δεν συνιστά «καλό λόγο» που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης του διατάγματος.
Ως νομική βάση της Ένστασης παρατίθενται οι Δ.49 θ.θ.1-5, 6(1)-(7), 7(1)-(2), 8-15, 16(1)-(3), Δ.48 θ.θ.1-13 και Δ.64 θ.θ.1 και 2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, τα άρθρα 35(1), (2), 36(1) (α)-(γ), 37, 38 και 39 του περί Δικαστηρίων Νόμου, τα Άρθρα 30 και 35 του Συντάγματος, η διακριτική ευχέρεια, η κυπριακή και αγγλική νομολογία, η νομολογία του ΕΣΔΑ και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αρχές του Δικαίου της Επιείκειας και του Κοινοδικαίου, οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και οι γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα που υποστηρίζουν την ένσταση παρατίθενται σε ένορκη δήλωση του Κωνσταντίνου Μακρυγιώργη, Μηχανικού Α στους Εναγόμενους. Δηλώνει εξουσιοδοτημένος στην κατάρτιση της συγκεκριμένης ένορκης δήλωσης. Προωθεί τη θέση ότι είναι καλός γνώστης των γεγονότων που αφορούν την ανακαίνιση - αναβάθμιση και αντισεισμική ενίσχυση του κτιρίου «ΗΛΕΚΤΡΑ», το οποίο ανήκει στους Εναγόμενους. Έχει διαβάσει όλες τις ένορκες δηλώσεις που κατατέθηκαν προς υποστήριξη των αιτήσεων των Εναγόντων και ο ίδιος πιστεύει ότι η υπό κρίση αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη. Ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην απόφασή του κατά πόσο να παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτησία, δικαιούται να αντλήσει καθοδήγηση από όλο το ενώπιον του υλικό. Η αίτηση για παραπομπή σε διαιτησία υποβλήθηκε 11 χρόνια μετά από την καταχώριση της αγωγής και ενώ ξεκίνησε η διαδικασία ακρόασης της υπόθεσης. Ισχυρίζεται ότι τα όσα καταγράφει ο Ανδρέας Ηλία, για να του επιτραπεί να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά ως καλός λόγος για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της αίτησης για παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία δεν θα υπεισέλθει σε θέματα ουσίας και αξιοπιστίας. Εισηγείται ότι το Δικαστήριο θα εξετάσει κατά πόσο τα επίδικα θέματα της αγωγής είναι τέτοια που σύμφωνα με το άρθρο 36(1)(β) του Ν.14/60 απαιτούν μακρά εξέταση εγγράφων ή οποιανδήποτε επιστημονική έρευνα που δεν μπορεί να διεξαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.
Υποστηρίζει ότι αν επιτραπεί η καταχώριση της Συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης θα είναι ωσάν το Δικαστήριο μεταβάλλει την δίκη της αίτησης σε δίκη ουσίας αφού θα υπεισέλθει σε θέματα ουσίας και αξιοπιστίας και θα καταλήξει σε συμπεράσματα, γεγονός που δεν επιτρέπεται σ’ αυτό το στάδιο. Ο Ομνύοντας παραθέτει τη δική του θέση σε σχέση με τις παραγράφους 3, 4, 9 - 12 και 14 - 18 της προτεινόμενης Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης. Ισχυρίζεται ότι όλοι οι ισχυρισμοί που επιχειρεί να εισάγει ο κ. Ηλία κατατείνουν στο να αμφισβητήσουν και να αντικρούσουν τις δικές του θέσεις που προβάλλει στην ένορκη δήλωση ημερομ. 02/12/2024, γεγονός που δεν συνιστά καλό λόγο. Η κατ’ ισχυρισμό αποκατάσταση της αλήθειας δεν αποτελεί ζήτημα που άπτεται της εκδίκασης της αίτησης για παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία. Καταλήγει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσει η νομολογία για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων.
Και οι δύο ευπαίδευτοι συνήγοροι προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις με την κατάρτιση εμπεριστατωμένων αγορεύσεων. Το Δικαστήριο έχει υπόψη του το περιεχόμενο και των δύο αγορεύσεων και θα αναφερθεί σ’ αυτό όπου κρίνει τούτο απαραίτητο. Δέον βέβαια να σημειωθεί ότι προώθησαν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Όσον αφορά το θέμα της καταχώρισης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης η Δ.48 θ.4(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, όπως τροποποιήθηκε το 1999, είναι σχετική και διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
« Το Δικαστήριο ή Δικαστής μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο να επιτρέψει την καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρουμένης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39.».
Ανάγνωση της συγκεκριμένης δικονομικής πρόνοιας οδηγεί στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι πέραν της αρχικής ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση δια κλήσεως ή την Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης, το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Ήτοι, δίδεται στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια, στην περίπτωση που καταδειχθεί «καλός λόγος» από τον διάδικο που το ζητά, όπως παράσχει άδεια για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Η εξουσία, επομένως, η οποία προβλέπεται από τη Δ.48 θ.4(2) είναι διακριτικής φύσεως και ασκείται στη βάση των γεγονότων που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου και τα οποία θα πρέπει να αποκαλύπτουν την αναγκαιότητα για την παροχή της αιτούμενης άδειας για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση, στο πλαίσιο αυτό, του τι είναι δίκαιο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Τι συνιστά «καλό λόγο» έχει ερμηνευθεί στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μαρία Κόκκινου v. Κυριάκου Κόκκινου (2016) 1 Α.Α.Δ. 2523, στην οποία επισημάνθηκε ότι:
««καλός λόγος» προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.».
Καθοδηγητικά είναι επίσης και τα όσα καταγράφονται επί του θέματος από τον έντιμο κ. Ναθαναήλ, Π.Ε.Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Mathew Shaw κ.ά. ν. Depha Investment Bank Ltd Αρ. Αγ. 8869/05, ημερ. 28/02/2007:
« Στόχος της αναμόρφωσης του θ.4 της Δ.48 με την Κ.Δ.Π. 5/99 ημερομηνίας 23/12/99, ήταν να αποφευχθούν τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την ερμηνεία που δόθηκε στον προηγούμενο θεσμό από νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ...
Προσεκτική ανάγνωση και εξέταση του νέου θεσμού δείχνει, με αναφορά και στα όσα καταγράφονται στην παρ. 1 του θ.4, ότι στόχος της καταχώρισης συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων είναι η ολοκληρωμένη παρουσίαση της αίτησης ή της ένστασης αντίστοιχα ώστε αυτή να οδηγηθεί σε ακρόαση επί του πλήρους φάσματος της διαφοράς. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να αποτελέσει καλό λόγο για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αν ο αιτητής εύλογα αισθάνεται μετά από την καταχώριση της ένστασης, ότι πρέπει να προσθέσει στα γεγονότα που υποστηρίζουν την αίτηση του, ώστε να έχει δυνατότητα επιτυχίας. Άλλη περίπτωση είναι όπου το Δικαστήριο επί μονομερούς αιτήσεως, συνήθως για απαγορευτικό διάταγμα, εγείρει ερωτηματικά ως προς ορισμένα προαπαιτούμενα της έκδοσης απαγορευτικού διατάγματος, οπότε και ο αιτητής δυνατόν να ζητήσει από το Δικαστήριο πριν την τελειωτική εξέταση και απόφαση επί της αιτήσεως του, την καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ώστε να προσθέσει διάφορους ισχυρισμούς και γεγονότα που έχουν σχέση είτε με το επείγον του χρόνου είτε τη γνώση από πλευράς του αιτητή των γεγονότων που οδήγησαν στην διαφορά κ.τ.λ».
Σχετικό είναι και το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση A. Messios & Sons Ltd κ.ά ν. Ανδρέα Λεωνίδα (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 195, η οποία αφορούσε αίτημα το οποίο υποβλήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για επαναφορά έφεσης η οποία είχε απορριφθεί λόγω μη προώθησής της. Τονίστηκαν τα εξής σχετικά και διαφωτιστικά για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για το ζήτημα παραχώρησης άδειας καταχώρισης συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Στην σελίδα 199 διαβάζονται τα εξής:
« Μελετήσαμε με προσοχή τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των εισηγήσεων των δύο πλευρών. Θεωρούμε ότι η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στο δικαστήριο από τις σχετικές δικονομικές πρόνοιες, είναι ορθό και δίκαιο να ασκηθεί, στην προκείμενη περίπτωση υπέρ των εφεσειόντων - αιτητών. Κατά την εκτίμηση μας τα στοιχεία που επιθυμούν να θέσουν ενώπιον του δικαστηρίου, οι εφεσείοντες - αιτητές, με τις δύο ένορκες δηλώσεις για τις οποίες ζητούν την άδεια του δικαστηρίου να καταχωρήσουν, είναι στοιχεία που σχετίζονται με τους ισχυρισμούς και τις θέσεις που πρόβαλε ο εφεσίβλητος-καθ΄ ου η αίτηση στην αρχική του ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης στην αίτηση επαναφοράς της έφεσης. Δεν πρόκειται, κατά την κρίση μας, για ανεπίτρεπτη μαρτυρία ούτε για επανάληψη των αρχικών ισχυρισμών των εφεσειόντων, αλλά για διευκρινίσεις και ισχυρισμούς που είναι επιθυμητό να επιτραπεί στους εφεσείοντες-αιτητές να προβάλουν, ώστε το δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων.».
Η παραχώρηση βέβαια άδειας για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, όπως έχει κατ’ επανάληψη υποδειχθεί από τη νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων, θα πρέπει πάντα να κρίνεται σε συνάρτηση με τη φύση και τις ανάγκες της συγκεκριμένης, κάθε φορά, διαδικασίας. Ως έχει επιβεβαιωθεί στην Κώστα ν. Κώστα (2003) 1 Α.Α.Δ. 269, ο «καλός λόγος» είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την φύση της ενδιάμεσης αίτησης, ως επίσης με το είδος των θεραπειών που αυτή επιδιώκει.
Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για παραχώρηση άδειας για συμπληρωματική ένορκη δήλωση ασκείται με βάση γεγονότα τα οποία τίθενται ενώπιον του. Σημαντικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς διαμόρφωσης της κρίσης του Δικαστηρίου είναι η φύση και οι ανάγκες της διαδικασίας, την οποία η συμπληρωματική ένορκη δήλωση επιδιώκει να εξυπηρετήσει. Δεν παρέχεται άδεια για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης κάθε φορά που υπάρχει διάσταση ως προς τα γεγονότα. Έτσι, δεν παρέχεται άδεια εκεί όπου ο αιτητής επιθυμεί να επαναλάβει τους αρχικούς του ισχυρισμούς, να προβεί σε στείρα άρνηση ή απόρριψη των ισχυρισμών του αντιδίκου, να προβάλει νομική επιχειρηματολογία ή εκεί όπου επιχειρείται η εισαγωγή ανεπίτρεπτης μαρτυρίας (βλ. Κωνσταντίνου Δημητριάδη ν. Gordian Holdings Ltd Πολ. Εφ. Ε101/22 ημερομ. 05/03/2024).
Προκύπτει από τη νομολογία ότι μπορεί να δοθεί άδεια για να παρασχεθούν διευκρινίσεις, ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων. Είναι ζήτημα, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, των εκάστοτε περιστάσεων σε συνάρτηση και με τη φύση της συγκεκριμένης διαδικασίας στα πλαίσια της οποίας επιχειρείται να καταχωρηθεί συμπληρωματική ένορκη δήλωση.
Στην υπόθεση Recnex Trading Ltd v. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1A Α.Α.Δ. 866, αναφέρθηκε ότι ζητήματα αμφισβητούμενα θα πρέπει να αφήνονται να ακουστούν κατά την εκδίκαση της ουσίας, ενώ το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφεύγει να προβαίνει σε τελικά συμπεράσματα τα οποία δυνατόν να παραβλάψουν τα δικαιώματα των διαδίκων.
Η υπό κρίση αίτηση θα εξεταστεί και θα κριθεί έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και μη λησμονώντας ότι η αίτηση για έκδοση των συγκεκριμένων διαταγμάτων καταχωρίστηκε μονομερώς και οι Αιτητές είχαν καθήκον πλήρους αποκάλυψης. Θα πρέπει να εξεταστεί πρώτον, κατά πόσον οι Αιτητές επιδιώκουν να συμπληρώσουν ηθελημένα κενά στην αρχική ένορκη δήλωση που συνόδευσε την αίτηση για έκδοση των αιτούμενων απαγορευτικών διαταγμάτων ή να αλλοιώσουν την εικόνα που αρχικά δόθηκε στο Δικαστήριο. Δεύτερον, κατά πόσο οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί δεν θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί.
Αναγιγνώσκοντας το Δικαστήριο την προτιθέμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση, Τεκμήριο Α, διαπιστώνει ότι το περιεχόμενο της επιδιώκει να ανατρέψει το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του κ. Μακρυγιώργη. Συγκεκριμένα, λόγω του ότι υπάρχει διάσταση στο κατά πόσο ενδείκνυται να παραπεμφθεί σε διαιτησία η υπό κρίση διαφορά, η Ενάγουσα - Αιτήτρια με την συμπληρωματική ένορκη δήλωση επιχειρεί να ανατρέψει τη βάση γεγονότων στην οποία στηρίζεται η ένσταση των Εναγόμενων - Καθ΄ων η αίτηση.
Είναι προφανές πως δεν υπάρχει οποιοσδήποτε καλός λόγος που να δικαιολογεί την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Το Δικαστήριο αφέθηκε με την εντύπωση ότι η Ενάγουσα - Αιτήτρια με έμμεσο τρόπο επιχείρησε να θέσει γεγονότα που αφορούν ουσιαστικά την ουσία της αγωγής και όχι την αίτηση για παραπομπή σε διαιτησία και συνιστούν γεγονότα που δεν θα απασχολήσουν ή θα αποφασιστούν στην αίτηση για παραπομπή σε διαιτησία όπως για παράδειγμα το κατά πόσο συνιστά «Συμπληρωματική Συμφωνία» ή «Πρακτικό Συνάντησης» συγκεκριμένο έγγραφο.
Έχοντας υπόψιν το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρίστηκαν τόσο προς υποστήριξη της κυρίως αίτησης, καθώς και της ένστασης, αφήνεται η εντύπωση ότι τα μέρη επεκτείνονται σε γεγονότα που αφορούν την ουσία της αγωγής και όχι την ουσία της αίτησης για παραπομπή σε διαιτησία. Ως προκύπτει από τη νομολογία, είναι περιορισμένο το έργο του Δικαστηρίου σε τέτοιου είδους αιτήσεις αφού το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης, δεν αξιολογεί τη μαρτυρία και δεν καταλήγει σε ευρήματα ή τελικά συμπεράσματα. Στην υπόθεση Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 στην οποία υιοθετήθηκε το σκεπτικό της υπόθεσης Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Οι υποθέσεις εκείνες αφορούσαν απαγορευτικά διατάγματα, στις οποίες το Δικαστήριο ούτως ή άλλως εμποδίζεται από το να προβεί σε τελικά ευρήματα και συμπεράσματα σε σχέση με τα γεγονότα, που αφήνονται να εξεταστούν κατά την επίλυση της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των δύο πλευρών κατά την ακρόαση. Στην παρούσα, το μόνο που έχει να αποφασίσει το Δικαστήριο είναι κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου σε συνάρτηση με τα γεγονότα για παραπομπή σε διαιτησία.
Η αμφισβήτηση γεγονότων σε διαδικασίες ως η υπό συζήτηση, από μόνη της, δεν φαίνεται να τεκμηριώνει καλό λόγο για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Ούτε η «απάντηση» στις προβαλλόμενες θέσεις της άλλης πλευράς, μπορεί από μόνη της να λειτουργήσει υποστηρικτικά σε αίτημα όπως το υπό συζήτηση. Άλλωστε, στον σχετικό Διαδικαστικό Κανονισμό (Δ.48 θ.4(2)) δεν προβλέπεται η δυνατότητα καταχώρισης απαντητικής ένορκης δήλωσης, παρά μόνο συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης υπό την προϋπόθεση τεκμηρίωσης «καλού λόγου». Μια τέτοια «απάντηση» θα πρέπει πάντα να σκοπεί στη συμπλήρωση τέτοιων γεγονότων και στοιχείων που ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης πραγματικά και ουσιαστικά να απασχολούν και ως εκ τούτου θα πρέπει να τεθούν υπόψη του Δικαστηρίου κατά την εξέταση της. Είναι γι' αυτό το λόγο που με δεδομένο το περιορισμένο αντικείμενο της διαδικασίας για παραπομπή σε διαιτησία, η καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, κατά τρόπο που μέσω της να απαντώνται προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της άλλης πλευράς ή να προσάγεται πρόσθετη μαρτυρία, δεν είναι επιθυμητή (βλ. Halsbury's Laws of England, 4η έκδ., Τομ. 24, σελ. 519, παρ. 972, υπό τον τίτλο «No fresh evidence after motion opened»).
Διαπιστώνεται πως δεν έχει επεξηγηθεί από την Ενάγουσα-Αιτήτιρα κατά πόσο τα γεγονότα που επιθυμεί να συμπεριλάβει μέσω συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης είναι αναγκαία για τους σκοπούς της επίλυσης των επιδίκων ζητημάτων που την αφορούν. Τα ζητήματα στα οποία γίνεται αναφορά στην προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση, Τεκμήριο A, δεν αποτελούν περαιτέρω και αναγκαία επεξήγηση ή διευκρίνιση για σκοπούς πληρέστερης, ολοκληρωμένης και σφαιρικής παρουσίασης των γεγονότων, τέτοιων που θα ήταν χρήσιμες, αναγκαίες ή θα συνέδραμαν το έργο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αίτησης ημερομ. 11/11/2024. Έχοντας κατά νουν τις καλά καθιερωμένες αρχές επί του ζητήματος, δεν φαίνεται εκ των πραγμάτων η σκοπούμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση να εξυπηρετεί τον στόχο και τον σκοπό που μπορεί να επιτελέσει σε διαδικασία του συγκεκριμένου είδους και ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Το Δικαστήριο έχει εξετάσει το παρόν αίτημα στη βάση της κυρίως Αίτησης και σε συσχετισμό των εξηγήσεων που δίδονται από την Ενάγουσα - Αιτήτρια στην υπό κρίση αίτηση, η οποία έχει το βάρος να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει «καλό λόγο» να καταχωρήσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η παροχή άδειας στην Ενάγουσα - Αιτήτρια να καταχωρίσει Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση, ως το προσχέδιο που επισυνάπτεται και συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση. Ως εκ τούτου, η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα που προκλήθηκαν από την υπό κρίση αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων-Καθ΄ων η αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας-Αιτήτριας. Θα είναι καταβλητέα μετά την ολοκλήρωση της εκδίκασης της αίτησης ημερομ. 11/11/2024.
(Υπ.) ……………………………………
Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο