Μάριος Γεωργιάδης κ.α. ν. Δήμητρα Σαββίδου κ.α., Αγωγή αρ. 3135/19, 30/4/2025
print
Τίτλος:
Μάριος Γεωργιάδης κ.α. ν. Δήμητρα Σαββίδου κ.α., Αγωγή αρ. 3135/19, 30/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Ηλία, Ε.Δ.

Αγωγή αρ. 3135/19

Μεταξύ:-

1.    Μάριος Γεωργιάδης

2.    Ευάγγελος Γεωργιάδης

Ενάγοντες

-και-

 

1.    Δήμητρα Σαββίδου

2.    CNP ASFALISTIKI LIMITED

Εναγόμενες

Και δι’ ανταπαιτήσεως:

Δήμητρα Σαββίδου

Εξ ανταπαιτήσεως Ενάγουσα

-και-

 

Ευάγγελος Γεωργιάδης

Εξ ανταπαιτήσεως Εναγόμενος

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ημερομηνία: 30 Απριλίου 2025

Για Ενάγοντα 1: κ. Γ. Αδαμίδης

Για Ενάγοντα 2 / Εξ ανταπαιτήσεως Εναγόμενο: κ. Κ. Κνώφου για Κώστας Π. Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε. με κ. Γ. Αδαμίδη

Για Εναγόμενη 1 / Εξ ανταπαιτήσεως Ενάγουσα και Εναγόμενη 2: κ. Α. Κορομίας για Δράκος & Ευθυμίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

Η ως άνω αγωγή, κατόπιν συνεκδίκασης της απαίτησης με την ανταπαίτηση της Εναγομένης 1 / Εξ ανταπαιτήσεως Ενάγουσας (εφεξής «η Εναγόμενη 1») εναντίον του Ενάγοντα 2 / Εξ ανταπαιτήσεως Εναγόμενο (εφεξής «ο Ενάγων 2»), αφορά σε αξιώσεις γενικών και ειδικών αποζημιώσεων αφενός των Εναγόντων και αφετέρου της Εναγομένης 1, οι οποίες απορρέουν από τροχαίο ατύχημα μεταξύ του οχήματος με αρ. εγγραφής [] (εφεξής «το Όχημα Α»), το οποίο ήταν ιδιοκτησίας του Ενάγοντα 1 και οδηγούνταν από τον Ενάγοντα 2, και του οχήματος με αρ. εγγραφής [] (εφεξής «το Όχημα Β»), το οποίο ήταν ιδιοκτησίας και οδηγούνταν από την Εναγόμενη 1 και ήταν ασφαλισμένο στην Εναγόμενη 2. Το επίδικο ατύχημα επεσυνέβη κατά τις πρωινές ώρες της 19ης/8/2019 στη διασταύρωση της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού με την Λεωφόρο Ιωσήφ Χατζηιωσήφ (εφεξής «η Διασταύρωση»), η οποία ελέγχεται με φώτα τροχαίας.

 

Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας δηλώθηκε ως παραδεκτό το ύψος των εκατέρωθεν γενικών και ειδικών αποζημιώσεων επί πλήρους ευθύνης και με το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας δηλώθηκε η περίοδος τοκοφορίας των συμφωνηθεισών αποζημιώσεων ως ακολούθως:

-       ειδικές αποζημιώσεις Ενάγοντα 1: €4,760, πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώριση της αγωγής,

-       γενικές αποζημιώσεις Ενάγοντα 2: €2,000, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία του ατυχήματος,

-       ειδικές αποζημιώσεις Εναγομένης 1: €4,228.67, πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώριση της ανταπαίτησης,

-       γενικές αποζημιώσεις Εναγομένης 1: €2,000, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία του ατυχήματος.

 

Επίδικο παρέμεινε, συνεπώς, το ζήτημα της ευθύνης για την πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος.

 

Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των Εναγόντων στην Έκθεση Απαίτησης, το ατύχημα αποδίδεται στην αμέλεια και παράβαση των νομίμων καθηκόντων της Εναγομένης 1. Συγκεκριμένα, ενώ ο Ενάγων 2 οδηγούσε το Όχημα Α στην Λεωφόρο Σπύρου Κυπριανού με κατεύθυνση από τον Στρόβολο προς τα Λατσιά, στα φώτα τροχαίας της Διασταύρωσης, η Εναγόμενη 1 οδηγώντας το Όχημα Β παρέλειψε, μεταξύ άλλων, να δώσει προτεραιότητα στο Όχημα Α, απέκοψε την πορεία του και εισήλθε εντός της διασταύρωσης χωρίς να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές και χωρίς να λάβει υπόψιν της ότι ο Ενάγων 2 οδηγούσε το Όχημα Α ενόσω το φως της πορείας του ήταν πράσινο.

 

Με την Υπεράσπιση τους οι Εναγόμενες και με την Ανταπαίτηση της η Εναγόμενη 1 αρνούνται ότι η τελευταία υπήρξε αμελής κατά τον ισχυριζόμενο τρόπο ή καθόλου και/ή ότι το ατύχημα επεσυνέβη κατά τον ισχυριζόμενο τρόπο ή συνθήκες. Προβάλλουν ότι το ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική και/ή συντρέχουσα αμέλεια και/ή παράβαση των εκ του νόμου και κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων του Ενάγοντα 2, ο οποίος, μεταξύ άλλων, απέτυχε να αντιληφθεί εγκαίρως και/ή επαρκώς και/ή καθόλου το Όχημα Β, οδηγούσε με ιλιγγιώδη και/ή πολύ μεγάλη και/ή υπερβολική και/ή υπερβολική υπό τις περιστάσεις ταχύτητα, παρέλειψε να ελαττώσει πλησιάζοντας την ελεγχόμενη διασταύρωση και παραβίασε τον κόκκινο σηματοδότη.

 

Με την Απάντηση στην Υπεράσπιση και την Υπεράσπιση του Ενάγοντα 2 στην Ανταπαίτηση, οι Ενάγοντες αρνούνται του ισχυρισμούς των Εναγομένων και απορρίπτουν την ανταπαίτηση της Εναγομένης 1.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία, εκ μέρους των Εναγόντων κατέθεσαν ο Ευάγγελος Γεωργιάδης, Ενάγων 2 (ΜΕ1) και ο Αλέξης Αυγουστή (ΜΕ2). Εκ μέρους των Εναγομένων κατέθεσε η Δήμητρα Σαββίδου, Εναγόμενη 1 (ΜΥ).

 

Όλη η μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά και δεν θεωρώ σκόπιμο να την επαναλάβω στην ολότητα της. Την έχω διεξέλθει με πολλή προσοχή και λαμβάνεται υπόψη στην ολότητα της, όπως και τα κατατεθειμένα τεκμήρια.

 

Σύνοψη μαρτυρίας

 

Ο Ενάγων 2 (ΜΕ1) στο Έγγραφο Α’, το οποίο αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του, αναφέρθηκε στη διαρρύθμιση της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού και στις συνθήκες του επίδικου ατυχήματος. Προσέθεσε προφορικά ότι κατά την ώρα του ατυχήματος η τροχαία κίνηση ήταν ελάχιστη.

 

Αντεξετάστηκε σε σχέση με την ορατότητα του προς τη Διασταύρωση, τον ισχυρισμό του ότι ελάττωσε ταχύτητα πλησιάζοντας σε αυτή, την πρώτη φορά που είδε το Όχημα Β και ως προς την ύπαρξη άλλων οχημάτων, ειδικότερα στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, ως η πορεία του.

 

Ο Αλέξης Αυγουστή (ΜΕ2), συγκοινωνιολόγος και εκτελεστικός μηχανικός στο Τμήμα Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, αναφέρθηκε στην λειτουργία των φώτων τροχαίας στη Διασταύρωση κατά τον επίδικο χρόνο. Κατέθεσε ως Τεκμήρια 1 και 2 τα πλάνα λειτουργίας των εν λόγω φώτων τροχαίας από τις 6:00 π.μ. μέχρι τις 6:40 π.μ. και από τις 6:40 π.μ. μέχρι τις 10:30 π.μ. της 19ης/8/2019 και εξήγησε το περιεχόμενο τους. Κατά την αντεξέταση του ερωτήθηκε περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις.

 

Η Δήμητρα Σαββίδου, Εναγόμενη 1 (ΜΥ), στο Έγγραφο Β’, το οποίο αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης της, αναφέρθηκε στις συνθήκες του ατυχήματος.

 

Αντεξετάστηκε σε σχέση με την εργασία της, την ορατότητα προς τη Διασταύρωση, την ένδειξη των φώτων τροχαίας, την ύπαρξη άλλου οχήματος τύπου βαν καθώς και ως προς το κατά πόσο αντιλήφθηκε το Όχημα Α πριν τη σύγκρουση.

 

Η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων, οι οποίες έχουν μελετηθεί και δεν κρίνεται σκόπιμη η λεπτομερής αναφορά σε αυτές.

 

Παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα

 

Στη βάση των δικογραφημένων θέσων των μερών, των όσων δηλώθηκαν ως παραδεκτά και του συνόλου της μαρτυρίας και των τεκμηρίων, προκύπτουν ως παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα τα εξής:

-       Η Λεωφόρος Σπύρου Κυπριανού είναι διπλής κυκλοφορίας. Η μια πλευρά της (από Στρόβολο προς Λατσιά) διαχωρίζεται σε δύο λωρίδες για ευθεία πορεία και μια για οχήματα που έχουν πρόθεση να στρίψουν δεξιά. Ομοίως, και η αντίθετη πλευρά της (από Λατσιά προς Στρόβολο), παρά τη διασταύρωση με την Λεωφόρο Ιωσήφ Χατζηιωσήφ, διαχωρίζεται σε τρεις λωρίδες κυκλοφορίας με την δεξιότερη εξ αυτών (μεσαία) να καταλαμβάνεται από οχήματα που έχουν πρόθεση στη Διασταύρωση να στρίψουν δεξιά.

-       Ο Ενάγων 2 οδηγώντας το Όχημα Α, ιδιοκτησίας του Ενάγοντα 1, κινούνταν σε ευθεία πορεία κατά μήκος της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού, από τον Στρόβολο προς τα Λατσιά, καταλαμβάνοντας την αριστερή λωρίδα, ως η πορεία του.

-       Η Εναγόμενη 1 οδηγώντας το Όχημα Β, δικής της ιδιοκτησίας και ασφαλισμένο στην Εναγομένη 2, κινούνταν στην αντίθετη πλευρά του δρόμου καταλαμβάνοντας τη δεξιότερη (μεσαία) λωρίδα, ως η πορεία της, και στη Διασταύρωση επιχείρησε στροφή προς τα δεξιά με σκοπό να εισέλθει εντός της Λεωφόρου Ιωσήφ Χατζηιωσήφ.

-       Η σύγκρουση έλαβε χώρα εντός της Διασταύρωσης, μπροστά από την αριστερή λωρίδα, ως η πορεία του Ενάγοντα 2, αφού ο τελευταίος είχε εισέλθει στη Διασταύρωση.

-       Από τη σύγκρουση υπέστησαν ζημιές το μπροστινό μέρος του Οχήματος Α και το αριστερό πλαϊνό μέρος του Οχήματος Β (Έγγραφο Χ).

 

Για όλα τα πιο πάνω, προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

Αρχές αξιολόγησης

 

Η προσκομισθείσα μαρτυρία αξιολογείται με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα αμφισβητούμενα πραγματικά γεγονότα (δέστε Wynne v Mavronicola (2009) 1 ΑΑΔ 1138).

 

Μέσα στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με κάθε δυνατή προσοχή τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως ενώπιον μου. Όπως λέχθηκε στην C&A Pelecanos Associates Limited v Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ 1273, «η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα.  Η εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας.  Ο τελευταίος είναι όρος πολυσήμαντος.  Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των σημείων που μόνο ο πρωτόδικος δικαστής που τον είδε και τον άκουσε μπορεί να παρατηρήσει.  Και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσει υπό το πρίσμα της πείρας που διαθέτει και της γνώσης του της ανθρώπινης φύσης για να εκτελέσει το πιο σημαντικό και δυσκολότερο ίσως καθήκον του, την εύρεση της αλήθειας.». Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη σειρά παραγόντων, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, αφορούν στην σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων των μαρτύρων, την ύπαρξη υπερβολών και ουσιαστικών αντιφάσεων, τη λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής τους, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν να ενθυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία καταθέτουν. Πέραν τούτου, με βάση τις καλά καθιερωμένες αρχές της νομολογίας, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα θα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της, συγκρινόμενη με την υπόλοιπη μαρτυρία (Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506). Όπως λέχθηκε στην Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, «η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή.» (δέστε, επίσης, Ναούμ ν Chris Cash & Carry Ltd, Πολ. Εφ. Αρ. 291/2013, ημερομηνίας 20/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:A321)

 

Περαιτέρω, έχω κατά νου την πάγια αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο «έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει. Η ευχέρεια όμως αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη ούτε και είναι απόλυτη. Υπόκειται σε συγκεκριμένο περιορισμό. Υπόκειται στον περιορισμό της αιτιολόγησης της σχετικής από το Δικαστήριο προσέγγισης του.» (Λαζάρου κ.α. ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633) (δέστε, επίσης, Mustafa v Κακούρη κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165, Χρίστου ν Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454). Στην πρόσφατη απόφαση Παυλίδης ν Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, Πολ. Εφ. Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/11/2023 λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα: «Εν πρώτοις είναι νομολογημένο ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς (βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1988) 1 Α.Α.Δ. 263, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 1 Α.Α.Δ. 207) και δεν είναι επιλήψιμο, μέρος μαρτυρίας να γίνεται αποδεκτό ενώ άλλο να απορρίπτεται. Τούτο, όμως, είναι δυνατό εφόσον προηγηθεί η αξιολόγηση της μαρτυρίας του (Χριστοφή ν. Γρηγορίου (2015) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2154) και όταν μέσα από μια αξιόπιστη μαρτυρία προσφέρονται στοιχεία τα οποία κρίνονται μη αξιόπιστα και τα οποία δεν αντικρούουν την αξιόπιστη μαρτυρία.».

 

Ανάλυση και αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Η εκδοχή των Εναγόντων δια της μαρτυρίας του Ενάγοντα 2, ΜΕ1, συνοψίζεται στο ότι ο τελευταίος εισήλθε στη Διασταύρωση ενόσω το φως της πορείας του ήταν πράσινο. Όταν πέρασε τον πρώτο φωτεινό σηματοδότη, ο οποίος βρίσκεται πριν τη Διασταύρωση, και αφού εισήλθε στη Διασταύρωση, το φως της πορείας του άλλαξε σε κίτρινο. Τότε, το Όχημα Β, αφού είχε εισέλθει στη Διασταύρωση, έστριψε απότομα δεξιά αποκόπτοντας την πορεία του.

 

Από την άλλη, η εκδοχή των Εναγομένων δια της μαρτυρίας της Εναγομένης 1, ΜΥ, συνοψίζεται στο ότι η τελευταία είχε εισέλθει στο μέσο της Διασταύρωσης ενόσω το φως της πορείας της ήταν πράσινο και σταμάτησε αναμένοντας τα εξ αντιθέτου πορευόμενα σε ευθεία πορεία οχήματα να περάσουν. Όταν άναψε το κόκκινο φως, έστριψε δεξιά προκειμένου να εξέλθει από τη Διασταύρωση, πλην, όμως, επειδή ο Ενάγων 2 δεν σταμάτησε στο κόκκινο φως, επεσυνέβη η σύγκρουση.

 

Σχετική με τη λειτουργία των φώτων τροχαίας ήταν η μαρτυρία του ΜΕ2. Η εμπειρογνωμοσύνη του στο θέμα ρύθμισης και λειτουργίας των φώτων τροχαίας παγκύπρια δεν αμφισβητήθηκε και τα όσα ανέφερε δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης, αφού κατά την αντεξέταση του τού ζητήθηκε κατ’ ουσία να διευκρινίσει περαιτέρω τη λειτουργία των φώτων τροχαίας της επίδικης διασταύρωσης. Η μαρτυρία του ήταν ανεξάρτητη και τα όσα ανέφερε, πέραν του ότι ήταν σαφή και λογικά, υποστηρίζονται από τα τεκμήρια που κατέθεσε (Τεκμήρια 1 και 2), το περιεχόμενο των οποίων ουδόλως αμφισβητήθηκε. Δεν έχω αμφιβολία, λοιπόν, ότι τα φώτα τροχαίας της επίδικης διασταύρωσης κατά τον επίδικο χρόνο της 19ης/8/2019 λειτουργούσαν ως ανέφερε.

 

Από το σύνολο της μαρτυρίας του ΜΕ2 προκύπτουν τα ακόλουθα:

-       Το πρόγραμμα λειτουργίας των φώτων τροχαίας της επίδικης διασταύρωσης είναι κυκλικό.

-       Ενόσω το φως της πορείας του Οχήματος Α επί της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού (κατεύθυνση από τον Στρόβολο προς τα Λατσιά – πορεία αρ. 1 στα Τεκμήρια 1 και 2) είναι κόκκινο, στην εξ αντιθέτου δεξιότερη (μεσαία) λωρίδα, όπου κινούνταν το Όχημα Β (πορεία αρ. 2Δ στα Τεκμήρια 1 και 2), ανάβει πράσινο βέλος, το οποίο δίδει προτεραιότητα για δεξιά στροφή. Όταν το πράσινο βέλος σβήσει, για τα επόμενα 6 δευτερόλεπτα, τα οποία αποτελούν χρόνο ασφαλείας, το φως της πορείας του Οχήματος Α παραμένει κόκκινο ενώ στα τελευταία δύο εξ αυτών δευτερόλεπτα ανάβει και το κίτρινο φως. Ακολούθως, ανάβει το πράσινο φως, ακολουθεί χρόνος ασφαλείας 6 δευτερολέπτων (3 δευτερόλεπτα κίτρινο και 3 δευτερόλεπτα κόκκινο φως) και έπειτα ανάβει το κόκκινο φως. Τότε, μπαίνει σε λειτουργία ο αντίστοιχος κύκλος των φώτων για τις πορείες επί της Λεωφόρου Ιωσήφ Χατζηιωσήφ (πορείες αρ. 3, 3Δ, 4, 4Δ στα Τεκμήρια 1 και 2).

-       Τα ίδια ισχύουν αντίστοιχα και για την αντίθετη κατεύθυνση επί της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού (από τα Λατσιά προς το Στρόβολο – πορεία αρ. 2 στα Τεκμήρια 1 και 2) με την αντίστοιχη δεξιόστροφη πορεία (πορεία αρ. 1Δ στα Τεκμήρια 1 και 2). Επομένως, ό,τι χρώμα είναι για την πορεια αρ. 1 είναι ταυτόχρονα και για την πορεία αρ. 2.

-       Ενόσω το φως είναι πράσινο, επιτρέπεται η στροφή στα δεξιά από τα εξ αντιθέτου πορευόμενα οχήματα        , πλην όμως προτεραιότητα έχουν τα οχήματα που κινούνται σε ευθεία πορεία.

-       Ο χρόνος ασφαλείας αποσκοπεί στο να παρασχεθεί η δυνατότητα στα οχήματα όλων των κατευθύνσεων, τα οποία βρίσκονται στη Διασταύρωση, να διεκπεραιώσουν τις πορείες τους ώστε να μην παραμείνουν εγκλωβισμένα σε αυτή.

 

Κοινή συνισταμένη της εκδοχής του Ενάγοντα 2 και της Εναγομένης 1 είναι ότι η σύγκρουση συνέβη εντός του χρόνου ασφαλείας, ο οποίος ακολούθησε το πράσινο φως της πορείας του Ενάγοντα 2. Κατά τον Ενάγοντα 2, ενόσω το φως ήταν κίτρινο και κατά την Εναγομένη 1, ενόσω το φως ήταν κόκκινο.

 

Ο Ενάγων 2 προσπάθησε να δώσει την εικόνα του πολύ προσεκτικού και επιμελούς οδηγού ή, ως ο κ. Κορομίας εύστοχα εισηγήθηκε, του «τέλειου οδηγού». Ανέφερε ότι ο ίδιος οδηγούσε στην αριστερή, ως η πορεία του, λωρίδα κυκλοφορίας με ταχύτητα 40-45 χ/α ενώ το όριο ταχύτητας είναι 50 χ/α. Περίπου από απόσταση 30-40 μέτρων πριν τη Διασταύρωση ξεκίνησε να ελέγχει κατά πόσο υπήρχε οποιοδήποτε εμπόδιο στην πορεία του, χωρίς να εντοπίσει οτιδήποτε στη Διασταύρωση («…είδα ότι η διασταύρωση ήταν καθαρή από άλλα οχήματα.», Έγγραφο Α, παρ. 5 και ως ανέφερε κατά την αντεξέταση του «σίγουρα δεν υπήρχε κάποιος μπροστά [τ]ου.») και παρ’ όλο που μπροστά του δεν υπήρχε άλλο όχημα και το φως της πορείας του ήταν πράσινο, σταμάτησε να πατά το πετάλι της βενζίνης, ως μια καλή συνήθεια που έχει όταν πλησιάζει σε διασταύρωση, και το όχημα του άρχισε σιγά σιγά να ελαττώνει ταχύτητα. Δέχθηκε δε ότι η ορατότητα του προς τη Διασταύρωση ήταν πλήρης και ότι, ως η πορεία του, μπορούσε να δει την τροχαία κίνηση στη Διασταύρωση από «αρκετά μακριά».

 

Την παρουσία του Οχήματος Β, το οποίο κινούνταν στην εξ αντιθέτου δεξιότερη (μεσαία) λωρίδα κυκλοφορίας, η οποία, ως η Εναγόμενη 1 κατά την αντεξέταση της ανέφερε χωρίς να αμφισβητηθεί, έχει συνολικό μήκος περίπου, ως υπολόγισε, 500 μέτρα, την αντιλήφθηκε «περίπου 20 μέτρα πριν. Περίπου λίγο μετά που ξεκίνησ[ε] να ελαττών[ει] πρόσεξ[ε] … ότι υπήρχε ένα αυτοκίνητο στην απέναντι πλευρά, που δεν ήταν ξεκάθαρο εάν θα πήγαινε ευθεία ή εάν θα έστριβε, ήταν πίσω που τη γραμμή της τζιαι [αυτός], εφόσον ήταν πράσινο στρογγυλό για [τον ίδιο] συνέχισ[ε] ευθεία. Μετά που πέρασε το πρώτο φως, είδ[ε] τον δεύτερο φωτεινό σηματοδότη απέναντί [του] να γίνει κίτρινο, και το αυτοκίνητο που προανέφερ[ε] να στρίβει απότομα δεξία προς Σταυρού τζιαι να μπαίνει μπροστά [του].». Ως δε προσέθεσε στην συνέχεια της αντεξέτασης του, όταν είδε το Όχημα Β ήταν «αρκετά πίσω από τη γραμμή» και «σίγουρα δεν είχε κάποιο αυτοκίνητο ακριβώς μπροστά της». Το Όχημα Β βρέθηκε απότομα μπροστά του εξ ου και ο ίδιος εφάρμοσε τα φρένα του Οχήματος Α «μόνο τελευταία στιγμή, μετά που έστριψε απότομα μπροστά [του]», αφού έλεγχε τί γινόταν γύρω του, δηλαδή ήταν σε εγρήγορση, και δεν είχε αντιληφθεί οποιοδήποτε κίνδυνο νωρίτερα.

 

Στην υποβολή ότι πλησιάζοντας ο ίδιος τη Διασταύρωση, η Εναγομένη 1 ήταν σταματημένη στο μέσο της, ο Ενάγων 2 διαφώνησε λέγοντας ότι ήταν «…υπό κίνηση [sic] πριν την πράσινη γραμμή της μεριάς της.».

 

Η εκδοχή του Ενάγοντα 2 αφήνει, κατά την κρίση μου, εύλογα ερωτηματικά, τα οποία πλήττουν την πειστικότητα της. Συνυπολογίζοντας όλα όσα ανέφερε και λαμβάνοντας υπόψη το σχεδιάγραμμα της συμβολής των επίδικων λεωφόρων, η οποία απεικονίζεται στα μη αμφισβητηθέντα Τεκμήρια 1 και 2 ως μια μεγάλη και ανοικτή διασταύρωση, με βάση την κοινή λογική και εμπειρία προκύπτει ότι η ταχύτητα του Οχήματος Β θα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον μεγάλη. Η Εναγόμενη 1, όμως, ανέφερε κατά την αντεξέταση της ότι «…κινήθηκ[ε] δεξιά με χαμηλή ταχύτητα…» και ούτε ο Ενάγων 2 ανέφερε κατά τη μαρτυρία του οτιδήποτε το αντίθετο αλλά ούτε και η πιο πάνω θέση αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της Εναγομένης 1.

 

Πέραν των πιο πάνω, κατά την αντεξέταση του, ο Ενάγων 2 ανέφερε ότι η μνήμη του ήταν «επιλεκτική στο γεγονός ότι θεώρησ[ε] στο τί διάλεξ[ε] να συγρατήσ[ει], να θυμά[ται] να γράψ[ει] για το γεγονός.».

 

Το σημαντικότερο, όμως, πλήγμα στην αξιοπιστία του Ενάγοντα 2 δημιουργεί η θέση του ότι όταν είδε το Όχημα Β να βρίσκεται πίσω από την γραμμή της λωρίδας του, «δεν ήταν ξεκάθαρο εάν θα πήγαινε ευθεία ή εάν θα έστριβε». Στη συνέχεια της αντεξέτασης του, αφού δέχθηκε ότι η λωρίδα στην οποία βρισκόταν το Όχημα Β καταλαμβάνεται από τα οχήματα που στη Διασταύρωση θα στρίψουν δεξιά, προέβαλε ότι αναφερόταν στο ότι «δεν είχε φωτεινό σηματοδότη», ήτοι δείκτη. Η εν λόγω εξήγηση του Ενάγοντα 2 όχι μόνο δεν είναι πειστική, αλλά, αντίθετα, κατά την κρίση μου, συνιστά προσπάθεια να καλύψει την προηγουμένως εκφρασθείσα, άνευ ερείσματος θέση του περί ασάφειας στην πρόθεση της Εναγομένης 1. Εφόσον δέχτηκε ότι η λωρίδα στην οποία κινούνταν το Όχημα Β χρησιμοποιείται από οχήματα με πρόθεση να στρίψουν δεξιά, νοουμένου ότι υπάρχουν άλλες δύο λωρίδες για ευθεία πορεία (από Λατσιά προς Στρόβολο), ουδόλως λογικά και αντικειμενικά θα έπρεπε να υπάρχει οποιαδήποτε δήθεν αμφιβολία ή ασάφεια ως προς την πρόθεση της Εναγομένης 1 να στρίψει δεξιά. Η δε χρήση του δείκτη δεν θα προσέθετε οτιδήποτε ουσιώδες υπό τις περιστάσεις. 

 

Από την άλλη, δεν εντοπίζω οτιδήποτε που να δημιουργεί οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το αληθές της θέσης της Εναγομένης 1 ότι ενόσω το φως ήταν πράσινο, βρισκόταν στο μέσο της Διασταύρωσης. Εξήγησε ότι μπροστά της υπήρχαν άλλα οχήματα, τα οποία έστριψαν δεξιά ενόσω ήταν αναμμένο το πράσινο βέλος, και, αφού η ίδια, λογικά, δεν πρόλαβε να στρίψει ενόσω ήταν αναμμένο το πράσινο βέλος, ανέμενε στο μέσο της Διασταύρωσης καθ’ όσο χρόνο το φως ήταν πράσινο για να στρίψει και αυτή δεξιά. Συναφώς ο ΜΕ2 ανέφερε ότι ενόσω το φως είναι πράσινο επιτρέπεται η στροφή στα δεξιά, πλην όμως προτεραιότητα έχουν τα οχήματα που κινούνται σε ευθεία πορεία, εξ ου και η Εναγομένη 1 ανέμενε στο μέσο της Διασταυρωση την διέλευση των εν λόγω οχημάτων. Παρά την σχετική αντεξέταση της, εξέφρασε την ως άνω θέση σταθερά και χωρίς αμφιταλαντεύσεις.

 

Η Εναγομένη 1 ανέφερε ότι πριν στρίψει δεξιά είδε όχημα τύπου βαν, το οποίο βρισκόταν στη δεύτερη, απέναντι της λωρίδα, να ελαττώνει ταχύτητα για να σταματήσει. Ως προέκυψε κατά την αντεξέταση της, δεν είχε κρατήσει ούτε τους αριθμούς εγγραφής του εν λόγω οχήματος αλλά ούτε και έμαθε το όνομα του οδηγού του. Αν και του φώναξε ρωτώντας τον κατά πόσο ήθελε να είναι μάρτυρας, ο εν λόγω οδηγός απάντησε αρνητικά. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι το εν λόγω όχημα ήταν χρώματος λευκού και ότι ήταν τύπου βαν. Αντεξετάστηκε έντονα σε σχέση με την εν λόγω θέση της σε συνάρτηση με την εργασία της ως λειτουργός απαιτήσεων τροχαίων ατυχημάτων κατά τα τελευταία 15 χρόνια στην Εναγομένη 2, ασφαλιστική εταιρεία. Ανέφερε ότι «εκείνη τη στιγμή δεν λειτούργησε η εμπειρία μου…ούτε κάλεσα Αστυνομία. Αντιλαμβάνεστε όταν σου συμβεί κάτι εσένα την ώρα που σου συμβαίνει, την ώρα που σου συμβαίνει δεν μπορείς να το διαχειριστείς όπως θα μπορούσες….». Ο δε Εναγόμενος 2 ερωτώμενος σχετικά κατά την αντεξέταση του δεν θυμούνταν λεπτομέρειες για άλλα οχήματα. Κρίνω ότι τα όσα ανέφερε η Εναγομένη 1 είναι εύλογα και πειστικά ως προς το γιατί δεν κράτησε τους αριθμούς εγγραφής του εν λόγω οχήματος και δεν ζήτησε να μάθει το όνομα του οδηγού του και δεν θεωρώ ότι πλήττεται η αξιοπιστία της συνεπεία αυτών. Αντίθετη θετική μαρτυρία από την πλευρά των Εναγόντων δεν προσκομίστηκε.

 

Ως προς το χρώμα του φωτεινού σηματοδότη, η Εναγόμενη 1 προέβαλε ότι έστριψε δεξιά αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν κόκκινο. Επανέλαβε κατά την αντεξέταση της 10 φορές ότι βεβαιώθηκε ότι ήταν κόκκινο, πλην, όμως, σε καμιά περίπτωση δεν ανέφερε ότι βεβαιώθηκε ότι ήταν κόκκινο επειδή είδε τον φωτεινό σηματοδότη. Στην δε υποβολή ότι «…ούτε βαν, ούτε άλλο αυτοκίνητο είχε σταματήσει απέναντι τη στιγμή της σύγκρουσης. Τα μόνα οχήματα που ήταν πέριξ της διασταύρωσης ήταν το δικό σου και του Ενάγοντα 2», η Εναγομένη 1 απάντησε ως ακολούθως:

 

«Σας αναφέρω ότι είδα το όχημα αυτό, τύπου βαν, να πλησιάζει τη διασταύρωση και να σταματά, γι’ αυτό και επιβεβαίωσα ότι ήταν κόκκινο και ασφαλές να στρίψω δεξιά και έστριψα.».

 

Αν η Εναγόμενη 1 έβλεπε με τα μάτια της τον φωτεινό σηματοδότη, δεν θα τίθετο ζήτημα «επιβεβαίωσης». Κατ’ ουσία, αυτό που κατά την κρίση μου προκύπτει είναι ότι η Εναγόμενη 1 θεώρησε ότι ήταν κόκκινο επειδή είδε το όχημα τύπου βαν να σταματά. Το ότι το εν λόγω όχημα, όμως, πλησιάζοντας τη Διασταύρωση σταμάτησε, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το φως ήταν κόκκινο. Θα μπορούσε εύλογα να ήταν κίτρινο, αφού, ως ο ΜΕ2 ανέφερε, μετά το πράσινο, ανάβει κίτρινο και μετά κόκκινο, και τούτο είναι που προκύπτει από την περαιτέρω αντεξέταση της Εναγομένης 1:

 

«Α. Εφόσον ήταν αναμμένο κόκκινο στρογγυλό όφειλα να στρίψω και ο άλλος οδηγός όφειλε να σταματήσει χωρίς να βιάζεται, όχι να προχωρήσει και να μου κτυπήσει.

Ε. Πού ξέρεις ότι εβιάζετουν;

Α. Για να μην ανάψει το κόκκινο.».

 

Αν το φως ήταν ήδη κόκκινο, δεν έχει καμιά λογική η θέση ότι ο Ενάγων 2 βιαζόταν «για να μην ανάψει το κόκκινο.». Αν δε ήταν κίτρινο, τότε είναι λογικό και ο οδηγός του οχήματος τύπου βαν πλησιάζοντας την Διασταύρωση να ελαττώσει ταχύτητα για να σταματήσει και ο Ενάγων 2 να βιαζόταν να περάσει προτού ανάψει κόκκινο, χωρίς να παραβλέπω και ανεξάρτητα από τη θέση του τελευταίου ότι είχε χρονικό περιθώριο μπροστά του.

 

Κρίνω, επομένως, ότι το μόνο λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από το σύνολο των όσων η Εναγόμενη 1 ανέφερε είναι ότι το φως ήταν κίτρινο όταν έστριψε δεξιά, εξ ου και το όχημα τύπου βαν, το οποίο κινούνταν σε ευθεία πορεία, ως και ο Ενάγων 2, ελάττωσε ταχύτητα για να σταματήσει.

 

Ευθαρσώς και χωρίς περιστροφές η Εναγόμενη 1 ανέφερε κατά την αντεξέταση της ότι πριν την σύγκρουση δεν είχε δει το Όχημα Α, αν και δέχτηκε ότι υπήρχε ορατότητα από τη Διασταύρωση σε σχέση με τα αυτοκίνητα που έρχονται από απέναντι με κατεύθυνση από Στρόβολο προς Λατσιά. Το χρώμα του φωτεινού σηματοδότη, όμως, με το οποίο ο Ενάγων 2 εισήλθε στη Διασταύρωση προκύπτει από το ότι το όχημα τύπου βαν, το οποίο ακολουθούσε ίδια πορεία με αυτόν, είχε ελαττώσει για να σταματήσει υποδηλώνοντας έτσι, ως αναφέρθηκε πιο πάνω, ότι το φως ήταν κίτρινο.

 

Στη βάση, λοιπόν, της πιο πάνω αξιολόγησης, κρίνω ότι η μαρτυρία του Ενάγοντα 2, ΜΕ1 δεν ήταν ειλικρινής, αλλά αντίθετα ήταν επιτηδευμένη, και ως εκ τούτου κρίνω ότι δεν είναι αξιόπιστη και την απορρίπτω.

 

Από την άλλη, κρίνω ότι η Εναγόμενη 1, ΜΥ, ήταν γενικά αξιόπιστη αφού δεν δίστασε να αναφερθεί ευθαρσώς σε δικές της παραλείψεις, πλην, όμως, η θέση της σε σχέση με το χρώμα του φωτεινού σηματοδότη κατά τον επίδικο χρόνο, ως εξηγείται πιο πάνω, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Ευρήματα

 

Στη βάση της αξιόπιστης και αποδεκτής μαρτυρίας του ΜΕ2 και της Εναγομένης 1, ΜΥ, προβαίνω, χωρίς περιορισμό, στα πιο κάτω ευρήματα:

-       Το πρόγραμμα λειτουργίας των φώτων τροχαίας της επίδικης διασταύρωσης είναι κυκλικό.

-       Ενόσω το φως της πορείας του Οχήματος Α επί της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού (κατεύθυνση από τον Στρόβολο προς τα Λατσιά – πορεία αρ. 1 στα Τεκμήρια 1 και 2) είναι κόκκινο, στην εξ αντιθέτου δεξιότερη (μεσαία) λωρίδα, όπου κινούνταν το Όχημα Β (πορεία αρ. 2Δ στα Τεκμήρια 1 και 2), ανάβει πράσινο βέλος, το οποίο δίδει προτεραιότητα για δεξιά στροφή. Όταν το πράσινο βέλος σβήσει, για τα επόμενα 6 δευτερόλεπτα, τα οποία αποτελούν χρόνο ασφαλείας, το φως της πορείας του Οχήματος Α παραμένει κόκκινο ενώ στα τελευταία δύο εξ αυτών δευτερόλεπτα ανάβει και το κίτρινο φως. Ακολούθως, ανάβει το πράσινο φως, ακολουθεί χρόνος ασφαλείας 6 δευτερολέπτων (3 δευτερόλεπτα κίτρινο και 3 δευτερόλεπτα κόκκινο φως) και έπειτα ανάβει το κόκκινο φως. Τότε, μπαίνει σε λειτουργία ο αντίστοιχος κύκλος των φώτων για τις πορείες επί της Λεωφόρου Ιωσήφ Χατζηιωσήφ (πορείες αρ. 3, 3Δ, 4, 4Δ στα Τεκμήρια 1 και 2).

-       Τα ίδια ισχύουν αντίστοιχα και για την αντίθετη κατεύθυνση επί της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού (από τα Λατσιά προς το Στρόβολο – πορεία αρ. 2 στα Τεκμήρια 1 και 2) με την αντίστοιχη δεξιόστροφη πορεία (πορεία αρ. 1Δ στα Τεκμήρια 1 και 2). Επομένως, ό,τι χρώμα είναι για την πορεια αρ. 1 είναι ταυτόχρονα και για την πορεία αρ. 2.

-       Ενόσω το φως είναι πράσινο, επιτρέπεται η στροφή στα δεξιά, πλην όμως προτεραιότητα έχουν τα οχήματα που κινούνται σε ευθεία πορεία.

-       Ο χρόνος ασφαλείας αποσκοπεί στο να παρασχεθεί η δυνατότητα στα οχήματα όλων των κατευθύνσεων, τα οποία βρίσκονται στη Διασταύρωση, να διεκπεραιώσουν τις πορείες τους ώστε να μην παραμείνουν εγκλωβισμένα σε αυτή.

-       Το Όχημα Β, πριν η Εναγόμενη 1 στρίψει δεξιά και ενόσω το φως ήταν πράσινο, βρισκόταν σταματημένο στο μέσο της Διασταύρωσης.

-       Η Εναγομένη 1 έστριψε δεξιά και ο Ενάγων 2 εισήλθε στη Διασταύρωση ενόσω το φως ήταν κίτρινο με αποτέλεσμα να συγκρουστεί το μπροστινό μέρος του Οχήματος Α με το αριστερό πλαϊνό μέρος του Οχήματος Β.

 

Βάρος απόδειξης

 

Στις πολιτικές υποθέσεις, η επιτυχία της αγωγής εξαρτάται από το αν ο ενάγων παρουσίασε επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία με την αναγκαία αποδεικτική βαρύτητα ώστε να ικανοποιήσει το εφαρμοζόμενο επίπεδο απόδειξης. Το επίπεδο απόδειξης είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Όπως διευκρινίσθηκε στην υπόθεση Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) ΑΑΔ 1858, «το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «η πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη δηλαδή του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not).».

 

Νομική πτυχή

 

Η αξίωση των Εναγόντων εδράζεται σε αμέλεια δυνάμει του άρθρου 51(1), Κεφ. 148. Σε υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων, η συμπεριφορά των εμπλεκομένων εξετάζεται και κρίνεται με βάση το επίπεδο του μέσου συνετού οδηγού και ο προσδιορισμός του καθήκοντος επιμέλειας εξαρτάται από τα αντικειμενικά δεδομένα που επικρατούσαν στην σκηνή του ατυχήματος κατά τον επίδικο χρόνο. Κάθε πρόσωπο έχει καθήκον να λάβει προστατευτικά μέτρα για αποφυγή ατυχημάτων και το καθήκον αυτό εξετάζεται και κρίνεται με γνώμονα τη δυνατότητα λογικής πρόβλεψης (δέστε Βίκης ν Νεοφύτου (1990) 1 ΑΑΔ 345).

 

Όπως λέχθηκε στην Arabani κ.α. ν Αριστείδου κ.α., Πολ. Εφ. 139/2014, ημ. 18/4/2022, ECLI:CY:AD:2022:A177:

 

«Συνιστά νομολογιακό δόγμα, ως προς το θέμα ευθύνης πρόκλησης τροχαίου ατυχήματος, ότι η απόδοση αμέλειας κρίνεται με βάση τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Αποτελεί θεμελιώδη αρχή ότι η αμέλεια, ως πραγματικό γεγονός, συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής, υπό το φως των συγκεκριμένων σε κάθε περίπτωση γεγονότων.».

 

Περαιτέρω, στην Αλεξάνδρου κ.α. ν Λεβέντη κ.α. (1996) 1 ΑΑΔ 420 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το καθήκον για επιμέλεια γεννάται αφότου η διακίνηση άλλων προσώπων καθιστά εξ αντικειμένου μέριμνα του προσώπου που χρησιμοποιεί το δρόμο τη λήψη προφυλακτικών μέτρων για την προστασία της ασφάλειάς τους.

Το κριτήριο για τον καθορισμό της αμέλειας είναι καθολικό και απρόσωπο.  Η αμέλεια κρίνεται αντικειμενικά με γνώμονα τις αντιδράσεις ενός συνετού οδηγού, ο οποίος χρησιμοποιεί το δρόμο λελογισμένα και με συναίσθηση ευθύνης για την ασφάλεια των άλλων που χρησιμοποιούν το δρόμο.».

 

Διαχρονικά η νομολογία αναγνωρίζει, με αναφορά στην αγγλική υπόθεση Joseph Eva Ltd v. Reeves [1938] 2 All ER 115, ότι οδηγός που διασταυρώνει σε φώτα τροχαίας που είναι αναμμένα προς όφελος του δεν έχει καθήκον επιμέλειας προς τους οδηγούς που παραβιάζουν τα δικά τους φώτα τροχαίας. Έχει, όμως, καθήκον να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης με όχημα που είχε έγκαιρα δει ότι θα έμπαινε στη διασταύρωση κατά παράβαση των κανονισμών (Φοινικαρίδης κ.α. ν Γεωργίου κ.α. (1991) 1 ΑΑΔ 475, Νεοφύτου ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 409). Ως εξηγήθηκε στην Μαχάττου κ.α. ν Σταματίδη (2011) 1 ΑΑΔ 1265, «η προσέγγιση αυτή συναρτάται προς τη θεμελιακή έννοια της αμέλειας ως πάντοτε θέμα γεγονότων και όχι κανόνος, ώστε και η σημασία των σημάτων τροχαίας να ανάγεται και να σταθμίζεται στο συνολικό πλαίσιο του καθορισμού των υποχρεώσεων επιμέλειας των χρηστών του δρόμου.».

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα πιο πάνω, η Εναγομένη 1 έστριψε δεξιά και ο Ενάγων 2 εισήλθε στη Διασταύρωση ενόσω το φως ήταν κίτρινο. Ως ο ΜΕ2 εξήγησε, το κίτρινο φως αποσκοπεί στο να παρασχεθεί κάποιος χρόνος ώστε τα οχήματα όλων των κατευθύνσεων που βρίσκονται μέσα στη Διασταύρωση να διεκπεραιώσουν, δηλαδή να ολοκληρώσουν, τις πορείες τους ώστε να μην παραμείνουν εγκλωβισμένα σε αυτή και να αποτελέσουν εμπόδιο για τα οχήματα που επίκειται να διέλθουν μέσα από τη Διασταύρωση, όταν, δηλαδή, εν προκειμένω, δοθεί προτεραιότητα στα οχήματα που κινούνται επί της Λεωφόρου Ιωσήφ Χατζηιωσήφ.

 

Εν προκειμένω, βρίσκω ότι η Εναγομένη 1 ήταν αμελής. Θεωρώντας ότι το φως ήταν κόκκινο, τόσο για την ίδια όσο και για τον Ενάγοντα 2, στηρίχθηκε στο ότι ο Ενάγων 2 θα έπρεπε να είχε σταματήσει και διέσχισε τη Διασταύρωση, χωρίς ουσιαστικά να ελέγξει κατά πόσο έρχονταν οποιαδήποτε οχήματα εξ αριστερών της. Το ότι δεν έλεγξε προκύπτει από το γεγονός, ως η ίδια δέχθηκε, ότι είδε το Όχημα Α μόνο μετά τη σύγκρουση και ουδόλως προέβαλε ότι δεν θα μπορούσε να είχε αντιληφθεί την παρουσία και πρόθεση του Οχήματος Α να συνεχίσει την ευθεία πορεία του εντός της Διασταύρωσης. Στη βάση του ότι το φως ήταν κόκκινο, έντιμα ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγομένων στην γραπτή του αγόρευση δέχτηκε ότι η Εναγόμενη ήταν αμελής. Όντας το φως κίτρινο, ως τα ευρήματα πιο πάνω, η Εναγόμενη 1 όφειλε να είναι ακόμα πιο προσεκτική διασχίζοντας τη Διασταύρωση, αφού, σύμφωνα με τον ΜΕ2, το κίτρινο φως αποσκοπεί στο να παρασχεθεί η δυνατότητα των οχημάτων όλων των κατευθύνσεων που βρίσκονται στη Διασταύρωση να ολοκληρώσουν την πορεία τους. Η παράλειψη της να ελέγξει την εξ αριστερών της τροχαία κίνηση και, ως ήταν εύλογα αναμενόμενο, να αντιληφθεί πριν την σύγκρουση την παρουσία του Οχήματος Α και την πρόθεση του να συνεχίσει την ευθεία πορεία του εντός της Διασταύρωσης συνιστά αναμφίβολα αμέλεια.

 

Αντίστοιχα, κρίνω ότι και ο Ενάγων 2 ήταν αμελής. Ως τα ευρήματα πιο πάνω, εισήλθε στη Διασταύρωση ενόσω το φως της πορείας του ήταν κίτρινο και το Όχημα Β βρισκόταν από προηγουμένως στο μέσο της Διασταύρωσης, γεγονός το οποίο ο Ενάγων 2, ως ήταν εύλογα αναμενόμενο, θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί. Ως λέχθηκε στην Μαχάττου (ανωτέρω), «…το κρινόμενο σε τελευταία ανάλυση είναι όχι η πραγματική συνειδητοποίηση του κινδύνου αλλά η ευλόγως αναμενόμενη αντίληψη του.»  Εμπόδιο στο να αντιληφθεί ο Ενάγων 2 την παρουσία του Οχήματος Β στο μέσο της Διασταύρωσης δεν υπήρχε αφού στη βάση των όσων ο ίδιος υποστήριξε είχε αντιληφθεί την παρουσία του όταν ακόμα βρισκόταν πίσω από την γραμμή της λωρίδας κυκλοφορίας του και δέχθηκε ότι η ορατότητα του προς τη Διασταύρωση ήταν πλήρης καθώς και ότι, ως η πορεία του, μπορούσε δει την τροχαία κίνηση στη Διασταύρωση από «αρκετά μακριά». Ούτε αντικειμενικά προκύπτει να υπήρχε οποιαδήποτε ασάφεια ως προς την πρόθεση του Οχήματος Β να στρίψει δεξιά. Δεδομένου, λοιπόν, ότι, ο Ενάγων 2 εισήλθε στη Διασταύρωση με κίτρινο φως, το οποίο αποσκοπεί στο να «καθαρίσει» η συμβολή, το γεγονός ότι το Όχημα Β βρισκόταν στο μέσο της Διασταύρωσης ήδη από τον χρόνο που το φως ήταν πράσινο, έχοντας υποχρέωση να εξέλθει από τη Διασταύρωση κατά το χρόνο ασφαλείας, ο οποίος περιλαμβάνει και το κίτρινο φως, και όταν εν τέλει άναψε το κίτρινο φως έστριψε δεξιά διανύοντας την απόσταση από το μέσο της Διασταύρωσης μέχρι το σημείο της σύγκρουσης, ήτοι μπροστά από την αριστερή λωρίδα της άλλης πλευράς του δρόμου, στην οποία κινούνταν ο Ενάγων 2, σηματοδοτούσε εύλογα προβλεπτό αλλά και υπαρκτό και εκδηλωμένο κίνδυνο σύγκρουσης, τον οποίο ο Ενάγων 2 με στοιχειώδη έλεγχο του δρόμου θα έπρεπε αντικειμενικά να είχε αντιληφθεί αντιδρώντας ανάλογα. Η παράλειψη του Ενάγοντα 2 λάβει έγκαιρα μέτρα προς αποφυγή αυτού του εύλογα προβλεπτού και υπαρκτού κίνδυνου και εν τέλει της σύγκρουσης συνιστά αμέλεια.

 

Ως λέχθηκε στην Φιλίππου κ.α. ν Παναγή κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 1275, «γνώμονα για τον καταμερισμό της ευθύνης μεταξύ δύο οδηγών, συνυπαίτιων για τροχαίο δυστύχημα, αποτελεί, αφενός, η υπαιτιότητα εκατέρου για το ακούσιο συμβάν και, αφετέρου, η εγγενής δυνατότητα πρόκλησης ζημίας από παραλείψεις εκπλήρωσης του καθήκοντος επιμέλειας - (βλ., μεταξύ άλλων, Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 178).». Πιο πρόσφατα, στην Περικκέντη ν Κυπριανού, Πολ. Εφ. Αρ. 19/2014, ημ. 28/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:A286 λέχθηκε ότι ο καταμερισμός ευθύνης «όπως είναι πάγια νομολογημένο, έχει βάση την εκτίμηση της αντίστοιχης υπαιτιότητας (blameworthiness) των διαδίκων και την αιτιώδη συνάφεια των πράξεων τους με το αποτέλεσμα τους (causative potency). Το θέμα εξετάζεται με μια ευρεία προοπτική που βρίσκεται στη λογική και τον κοινό νου (δέστε Charalambous a.ovKassapis a.o(1988) 1 CLR 25).  Η εκτίμηση υπαιτιότητας δεν επιδέχεται ακριβή υπολογισμό. Τα απαιτούμενα επίπεδα είναι εκείνα του λογικού, συνετού ανθρώπου, πιστωμένου με τη γνώση που αποκτάται από εμπειρίες και τη λογική. Η εκτίμηση της αιτιώδους συνάφειας επιδέχεται όμως πιο ακριβή υπολογισμό (δέστε Polycarpou a.ovAdamou (1988) 1 CLR 727). Σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζονται οι συνθήκες και τα γεγονότα που περιβάλλουν το ατύχημα και ο καταμερισμός να γίνεται με βάση την κοινή λογική (δέστε Ioannou vMavridou (1972) 1 CLR 107).» (δέστε, επίσης, Χατζηελευθερίου ν Κανάρη, Πολ. Εφ. Αρ. 233/2014, ημ. 27/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:A264).

 

Ειδικότερα, στην Κορέλλη κ.α. ν Λουκά (1999) 1 ΑΑΔ 1755 λέχθηκε με αναφορά σε προγενέστερη νομολογία ότι «η κατανομή ευθύνης σε περιπτώσεις όπου οχήματα οδηγούνται από αντίθετη κατεύθυνση και ένας στρίβει δεξιά αποκόπτοντας την πορεία του από την αντίθετη κατεύθυνση ερχόμενου οχήματος, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και εξαρτάται πάντα από τα ιδιάζοντα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.».

 

Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, έχοντας υπόψη τα ευρήματα και τα όσα λέχθηκαν πιο πάνω και καθοδηγούμενη από τις επί του θέματος νομολογιακές αρχές, στη βάση του ότι ο Ενάγων 2 κινούνταν σε ευθεία πορεία και η Εναγόμενη 1 απέκοψε, ουσιαστικά, την ευθεία πορεία του στρίβοντας δεξιά (δέστε Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 420), θεωρώ ότι η Εναγόμενη 1 έχει μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης. Κρίνω, λοιπόν, ότι η ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου τροχαίου ατυχήματος βαρύνει κατά 65% την Εναγομένη 1 και κατά 35% τον Ενάγοντα 2.

 

Υπό αυτό το πρίσμα, η αγωγή και η ανταπαίτηση επιτυγχάνουν ανάλογα.

 

Κατάληξη

 

Ως εκ των ανωτέρω και στη βάση του συμφωνηθέντος ύψους των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων και της περιόδου τοκοφορίας, η αγωγή και η ανταπαίτηση επιτυγχάνουν ως ακολούθως:

 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα 1 και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των €3,094 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώριση της αγωγής.

 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα 2 και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των €1,300 ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία του ατυχήματος.

 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ της Εναγομένης 1 και εναντίον του Ενάγοντα 2 για:

-       το ποσό των €1,480.03 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώριση της ανταπαίτησης, και

-       το ποσό των €700 ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία του ατυχήματος.

 

Τα έξοδα της απαίτησης, εκτός αν υπάρχει οποιαδήποτε πληρωμή στο Δικαστήριο, θέμα για το οποίο θα προχωρήσω να ακούσω τους συνηγόρους, επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων 1 και 2 και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α..

 

Τα έξοδα της ανταπαίτησης, εκτός αν υπάρχει οποιαδήποτε πληρωμή στο Δικαστήριο, θέμα για το οποίο θα προχωρήσω να ακούσω τους συνηγόρους, επιδικάζονται υπέρ της Εναγομένης 1 και εναντίον του Ενάγοντα 2, ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α..

 

 

 

(Υπ.)……………………...

Κ. Ηλία, Ε.Δ.

Πρωτοκολλητής

Πιστό αντίγραφο


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο