
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Αρ. Αγωγής: 4127/14
Μεταξύ:
Ενάγουσα
-και-
1. Tois Construction Limited
2. Δημήτρη Χαριδήμου
3. Μάριος Χαραλάμπους Χριστοδούλου
4. Choreos Development Limited
Εναγόμενοι
Όπως δε τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος με ημερομηνία 30-11-2022
CAC Coral Limited
Ενάγουσα
-και-
1. Tois Construction Limited
2. Χάρη Θεοδώρου ως διαχειριστής της περιουσίας του Δημήτρη Χαριδήμου
3. Μάριος Χαραλάμπους Χριστοδούλου
4. Choreos Development Limited
Εναγόμενοι
Ημερομηνία: 22 Ιανουαρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Εναγόμενη 4 Αιτήτρια: Κ. Πελεκάνος
Για Ενάγουσα Καθ' ης αίτηση: Κα Μιλτιάδους με τον κ. Χαραλάμπους
Ενδιάμεση Απόφαση
Η Απαίτηση της Ενάγουσας και η Ανταπαίτηση της Εναγόμενης 4
Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή, η Ενάγουσα εταιρεία, τράπεζα (στο εξής «η Ενάγουσα»), επιδιώκει την έκδοση απόφασης εναντίον όλων των Εναγομένων για συγκεκριμένα χρηματικά ποσά στη βάση παράβασης αριθμού συμφωνιών τραπεζικών διευκολύνσεων που παραχώρησε προς την Εναγόμενη 1, καθώς επίσης σωρεία διακηρυκτικών αποφάσεων, αλλά και έκδοση διαταγμάτων εκποίησης ακινήτων της Εναγόμενης 1 και της Εναγόμενης 4, τα οποία υποθηκεύτηκαν, ως ισχυρίζεται, προς όφελος της σε σχέση με τις επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις. Επιζητεί, επίσης, και διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο η Εναγόμενη 1 να διατάσσεται να της παραδώσει συγκεκριμένο όχημα, με σκοπό τούτο να πωληθεί σε πλειστηριασμό προς ικανοποίηση της όποιας, τυχόν, απόφασης θα εκδοθεί υπέρ της.
Κρίνεται σημαντικό να σημειωθεί ότι, εκκρεμούσης της παρούσας αγωγής, ο Εναγόμενος 2 κηρύχθηκε ανίκανο πρόσωπο, με αποτέλεσμα ο υιός του να διοριστεί διαχειριστής της περιουσίας του. Κατά συνέπεια, κατά το 2022, κατόπιν σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου, επετράπη η τροποποίηση των δικογράφων, ώστε για τον Εναγόμενο 2, να ενάγεται, πλέον, ο διαχειριστής της περιουσίας του, χωρίς να μεταβληθούν καθ' οιονδήποτε τρόπο η κατ' αίτηση θεραπείες, είτε της αγωγής, είτε της ανταπαίτησης, στην οποία αναφορά θα γίνει κατωτέρω.
Στη βάση, πάντα, των δικογραφημένων θέσεων της Ενάγουσας, η Εναγόμενη 1 ενάγεται υπό την ιδιότητα της πρωτοφειλέτιδας, αλλά και του ενυπόθηκου οφειλέτη, και οι Εναγόμενοι 2, 3 και 4 υπό την ιδιότητα του εγγυητή. Η Εναγόμενη 4 εταιρεία (στο εξής «η Εναγόμενη 4»), ενάγεται και υπό την ιδιότητα του ενυπόθηκου οφειλέτη της Ενάγουσας.
Στον βαθμό που αφορά την υπό εξέταση αίτηση, αναφορά στην οποία θα γίνει κατωτέρω, αξίζει να σημειωθεί ότι η Ενάγουσα, ως προς την Εναγόμενη 4, ισχυρίζεται ότι τούτη αποτελεί ενυπόθηκο οφειλέτη της στη βάση της υποθήκης υπ' αριθμό Υ9868/97 (στο εξής «η Υποθήκη») - την οποία Υποθήκη συνέστησε η Εναγόμενη 4 προς όφελος της το 1997 - ισχυριζόμενη (η Ενάγουσα) ότι τούτη συστάθηκε για σκοπούς εξασφάλισης, τόσο των υφιστάμενων, τότε, υποχρεώσεων της Εναγόμενης 4 έναντι της, όσο και των όποιων τυχόν μελλοντικών υποχρεώσεων της. Δικογραφεί, επίσης, ότι, από το 2000 και έπειτα συνομολόγησε με την Εναγόμενη 1 αριθμό συμφωνιών τραπεζικών διευκολύνσεων, τις οποίες, μεταξύ άλλων, εγγυήθηκε και η Εναγόμενη 4. Είναι, περαιτέρω, δικογραφημένος ισχυρισμός της Ενάγουσας, ότι η Εναγόμενη 4, πέραν από εγγυήτρια της Εναγόμενης 1 για τις επίδικες, με την παρούσα αγωγή, τραπεζικές διευκολύνσεις, συμφώνησε μαζί της όπως η Υποθήκη αποτελεί περαιτέρω εξασφάλιση της για αυτές.
Κατά την Ενάγουσα, πάντα στη βάση των σχετικών δικογραφήσεων της, η Εναγόμενη 4 της προσκόμισε διάφορα πρακτικά συνεδριάσεων του συμβουλίου της, σε χρόνους μετά την έναρξη της συνεργασίας της με την Εναγόμενη 1, στη βάση των οποίων η Εναγόμενη 4 δήλωνε πρόθεση να εγγυηθεί τις τραπεζικές διευκολύνσεις της Εναγόμενης 1, τόσο ως εγγυητής της, όσο και δια των υφιστάμενων υποθηκών που είχε συστήσει προς όφελος της Ενάγουσας. Στα πρακτικά αυτά, αναφερόταν επίσης ότι ο Εναγόμενος 2, διευθυντής, τόσο της Εναγόμενης 1 όσο και της Εναγόμενης 4, είχε εξουσιοδοτηθεί από την τελευταία να υπογράψει κάθε αναγκαίο έγγραφο εκ μέρους της με σκοπό να δοθούν οι όποιες τέτοιες εγγυήσεις και/ή εξασφαλίσεις. Είναι στη βάση αυτών των δεδομένων, που, κατά την Ενάγουσα, ο Eναγόμενος 2, εκ μέρους της Εναγόμενης 4, υπέγραψε αριθμό συμφωνιών εγγύησης. Ως η Ενάγουσα δικογραφεί, η Eναγόμενη 1, κατά παράβαση των συμφωνιών των επίδικων τραπεζικών διευκολύνσεων, δεν κατέβαλε τα οφειλόμενα προς αυτή, με αποτέλεσμα, από το 2011 μέχρι το 2013, η Ενάγουσα να αποστείλει, τόσο προς αυτή όσο και προς τους λοιπούς Εναγόμενους, επιστολές, μέσω των οποίων τους ενημέρωνε για τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην καταβολή των δόσεων. Κατά το 2013 και 2014, η Ενάγουσα απέστειλε εκ νέου επιστολές, με τις οποίες, αρχικώς, απαιτούσε από τους Εναγόμενους να καταβάλουν τα συσσωρευμένα καθυστερημένα ποσά, ενώ με τις τελευταίες, τερμάτιζε τις συμφωνίες τραπεζικών διευκολύνσεων, ζητούσε την εξόφληση των υπολοίπων, και ενημέρωνε τους Εναγόμενους για την πρόθεση της να καταχωρήσει την παρούσα αγωγή.
Η Eναγόμενη 4, με κοινό δικόγραφο με τον Εναγόμενο 2, προέβαλε την υπεράσπιση ότι ουδέποτε εγγυήθηκε την Εναγόμενη 1 για τις επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις, ούτε και συνέστησε υποθήκη επί της ακίνητης περιουσίας της προς εξασφάλισης τους. Ως προς τις αναφερόμενες από την Ενάγουσα συμφωνίες εγγύησης, αλλά και κάθε άλλο αναφερόμενο από αυτή έγγραφο που φέρεται να υπέγραψε ο Εναγόμενος 2 δια λογαριασμό της, μέσω του οποίου παρουσιάζεται η ίδια να δηλώνει πρόθεση να εγγυηθεί την Eναγόμενη 1 και/ή να παρέχει στη Ενάγουσα, σε σχέση με αυτή, εγγυήσεις και/ή εξασφαλίσεις, η Eναγόμενη 4 ισχυρίζεται ότι πρόκειται για έγγραφα που συνέταξαν οι υπάλληλοι της Ενάγουσας, οι οποίοι ζήτησαν από τον Εναγόμενο 2 να τα υπογράψει, δίδοντας του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις για να πράξει τούτο, τις οποίες, ωστόσο, ουδέποτε η Ενάγουσα τήρησε. Επιπροσθέτως, ισχυρίζεται, πάντα συναφώς, ότι η υπογραφή του Εναγομένου 2 επί των εν λόγω εγγράφων αποσπάστηκε δια ψευδών παραστάσεων. Στον βαθμό που τα έγγραφα αυτά φέρονται να αποτελούν ειδικό ψήφισμα της Εναγόμενης 4, τέτοιο ψήφισμα ουδέποτε έλαβε χώρα και ουδέποτε υπογράφτηκε από τους διοικητικούς συμβούλους της. Τέλος, πάντα σε σχέση με τα έγγραφα αυτά, προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι ο Εναγόμενος 2 ενδέχεται να υπέγραψε επί των εν λόγω εγγράφων, στη βάση των παραστάσεων και/ή πιέσεων, και/ή εκβιασμών, και/ή τεχνάσματος των υπαλλήλων της Ενάγουσας, σε χώρο που οι τελευταίοι του υπέδειξαν, χωρίς ποτέ να του εξηγηθούν οι συνέπειες των πράξεων του και/ή να τύχει νομικής συμβουλής. Προβάλλει επίσης ότι, ουδέποτε υπέγραψε οποιαδήποτε συμφωνία εγγύησης σε σχέση με τις επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις της Eναγόμενης 1. Στον βαθμό που αφορά στην Υποθήκη, είναι η δικογραφημένη θέση της Eναγόμενης 4 ότι τούτη συστάθηκε το 1997 ως εξασφάλιση δικού της και δύο άλλων φυσικών προσώπων (μη διάδικους στην παρούσα αγωγή και πρόσωπα άσχετα με τα επίδικα, της παρούσας αγωγής, γεγονότα), δανεισμού, ο οποίος ήταν εξυπηρετούμενος και, ο οποίος εξοφλήθηκε πλήρως κατά το 2008, κάτι που θα έπρεπε να οδηγήσει την Ενάγουσα στην εξάλειψη, έκτοτε, της Υποθήκης. Η τελευταία, παρά τις σχετικές απαιτήσεις της Eναγόμενης 4, αρνείται να εξαλείψει την Υποθήκη. Στη βάση των πιο πάνω δικογραφημένων θέσεων της, η Eναγόμενη 4 ανταπαιτεί όπως εκδοθεί διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η Ενάγουσα να προχωρήσει στην εξάλειψη και/ή διαγραφή της Υποθήκης, καθώς επίσης και να εκδοθεί απόφαση με την οποία να ακυρώνονται όλα τα έγγραφα, στη βάση των οποίων φέρεται να δεσμεύεται και/ή να περιορίζεται και/ή να επιβαρύνεται η περιουσία της.
Η Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση
Η Ενάγουσα, μέσω της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση, απορρίπτει τους ισχυρισμούς που προβάλλονται από της Eναγόμενη 4 και ισχυρίζεται ότι όλα τα έγγραφα στα οποία γίνεται αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης υπογράφτηκαν με την ελεύθερη βούληση των διαδίκων και κατά συνέπεια με νόμιμο και δεσμευτικό τρόπο, καθώς επίσης και ότι οι Εναγόμενοι, μεταξύ των οποίων και η Εναγόμενη 4, υπέγραψαν όλα τα απαραίτητα έγγραφα και συμφωνίες για σκοπούς παραχώρησης προς αυτή (την Ενάγουσα), μεταξύ άλλων, κάθε εμπράγματης εξασφάλισης που αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης.
Η σχετική, με την παρούσα απόφαση, πορεία της Αγωγής
Η αγωγή καταχωρήθηκε το 2014, μέσω της οποίας, ως ήδη σημειώθηκε ως ανωτέρω, επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, και η έκδοση διατάγματος με το οποίο να εκποιείται το μερίδιο επί του ακινήτου της Εναγόμενης 4 στη βάση της Υποθήκης. Παρά ταύτα, και παρά τη θέσπιση του Μέρους VIA του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, Ν.9/1965 (στο εξής «ο Νόμος»), κατά το 2014, ούτε η Ενάγουσα, ούτε η Eναγόμενη 4, έλαβαν οποιαδήποτε ένδικα μέσα, είτε με σκοπό, η πρώτη, να προχωρήσει με ιδιωτική εκποίηση του ακινήτου της Eναγόμενης 4, είτε, η τελευταία, να εξασφαλίσει απόφαση του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στην πρώτη να ενεργήσει τοιουτοτρόπως. Το 2023, η Ενάγουσα επέδωσε Ειδοποίηση Τύπος <Ι>, ενεργοποιώντας έτσι τις πρόνοιες του εν προκειμένω Μέρους του Νόμου, για σκοπούς ιδιωτική εκποίησης του ακινήτου της Εναγόμενης 4 στη βάση της Υποθήκης. Ακολούθως, επέδωσε την προνοούμενη στον Νόμο Ειδοποίηση Τύπος <ΙΑ>, ορίζοντας τον σχετικό πλειστηριασμό για τις 23.01.2025.
Η επίδικη αίτηση
Στη βάση της ενεργοποίησης του Μέρους VIA του Νόμου από πλευράς της Ενάγουσας, η Εναγόμενη 4, καταχώρησε την επίδικη αίτηση με την οποία επιδιώκει την έκδοση διατάγματος που να απαγορεύει και/ή εμποδίζει την πρώτη από το να προχωρήσει στην εκποίηση του ακινήτου της, στη βάση της Υποθήκης, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αγωγής και/ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Την αίτηση υποστηρίζει ένορκη δήλωση του διαχειριστή της περιουσίας του Eναγόμενου 2, στην οποία, ούτε λίγο ούτε πολύ, προβάλλει τους ανωτέρω αναφερόμενους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Εναγόμενης 4. Είναι, εν προκειμένω, η βασική θέση της Εναγόμενης 4 ότι, συνεπεία της εξόφλησης του ποσού που εξασφαλιζόταν με την Υποθήκη, τούτη θα έπρεπε να είχε εξαλειφθεί από την Ενάγουσα, και δεν μπορεί να τη διατηρεί σε ισχύ ούτε και να θεωρείται ότι αποτελεί εξασφάλιση της ιδίας σε σχέση με τις επίδικες, στην παρούσα αγωγή, τραπεζικές διευκολύνσεις της Eναγόμενης 1. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι, καμία σύμβαση ή δήλωση υποθήκης έχει συσταθεί από πλευράς της Εναγόμενης 4 υπό μορφή εξασφάλισης των επίδικων τραπεζικών διευκολύνσεων. Προβάλλει, δε, ότι, η Ενάγουσα, αναγνωρίζοντας ότι το ποσό που εξασφαλίζεται με την Υποθήκη έχει πλήρως ξοφληθεί από το 2008, προχώρησε, κατά καιρούς, και εξάλειψε την Υποθήκη σε σχέση με το μερίδιο των συνιδιοκτητών της Eναγόμενης 4 επί του επίδικου ακινήτου, πλην όμως, αδικαιολόγητα, αρνείται να την εξαλείψει και σε σχέση με το δικό της μερίδιο, επικαλούμενη, σφαλερώς, ότι η Υποθήκη παραμένει ισχυρή και δεσμευτική και ότι αποτελεί εξασφάλιση της ίδιας για τις επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις. Στη βάση των θεωρήσεων αυτών, ο ομνύοντας για λογαριασμό της Εναγόμενης 4, υποστηρίζει ότι μέσω της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης αποκαλύπτεται σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ότι μέσω της μαρτυρίας που υποστηρίζει την επίδικη αίτηση προκύπτουν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας της Ανταπαίτησης. Ως προς την ανεπανόρθωτη ζημιά, η Εναγόμενη 4 ισχυρίζεται ότι αν αφεθεί να προχωρήσει η εκποίηση του ακινήτου της, τότε θα απωλέσει, κατά παράβαση των συνταγματικών της δικαιωμάτων, την ιδιοκτησία του ακινήτου, στη βάση μιας κατ' ισχυρισμό υποθήκης, το υφιστάμενο και δεσμευτικό της οποίας αμφισβητείται πειστικά από αυτή. Είναι η εν προκειμένω θέση της Εναγόμενης 4, ότι η ζημιά της δεν μπορεί να κριθεί ως μη ανεπανόρθωτη στη βάση του ότι Ενάγουσα θα μπορούσε να την αποζημιώσει σε χρήμα, σε περίπτωση που πετύχει η ανταπαίτησή της, αφού αυτό που επιζητείται μέσω της τελευταίας είναι, στην ουσία, η διατήρηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της επί του ακινήτου. Ως προς το ισοζύγιο της ευχέρειας, είναι η θέση της Eναγόμενης 4 ότι τούτο κλείνει υπέρ της έγκρισης της αίτησης, καθότι η αγωγή καταχωρήθηκε από το 2014 και η ακρόαση επί της ουσίας της, αλλά και της ανταπαίτησης αναμένεται λίαν συντόμως να λάβει χώρα και, κατά συνέπεια, μέσω της εκδίκασης αυτής, θα προκύψουν, τελεσιδίκως, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των διαδίκων. Υποστηρίζει, από την άλλη, ότι εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα και αφεθεί η Ενάγουσα να προχωρήσει στην εκποίηση του ακινήτου, τούτη θα απωλέσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς που διατηρεί σε αυτό. Υποστηρίζεται, εν προκειμένω, ότι η Ενάγουσα δεν θα υποστεί οποιαδήποτε ζημιά, αφού θα μπορεί, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, στη βάση της ενδεχόμενης επιτυχίας της αγωγής, να προχωρήσει εκ νέου με τη διαδικασία εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου. Στην ουσία, εκείνο που η Εναγόμενη 4 υποστηρίζει είναι ότι, η όποια ταλαιπωρία της Ενάγουσας, εάν και εφόσον εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, θα αφορά στην μικρή καθυστέρηση στην εκποίηση του ακινήτου για το διάστημα που αναμένεται να αναλωθεί για την εκδίκαση και την έκδοση της τελικής απόφασης στην παρούσα αγωγή.
Η ένσταση
Η Ενάγουσα καταχώρησε ένσταση στην επίδικη αίτηση. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ με λεπτομέρεια στους αναγραφόμενους, πολυάριθμους, λόγους ένστασης που προβάλλονται μέσω του κυρίως σώματός της. Και τούτο γιατί, κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία της επίδικης αίτησης, η συνήγορος της Ενάγουσας δήλωσε ότι τούτοι θα πρέπει να εκληφθούν ως επικουρικοί τεσσάρων και μόνο λόγων από αυτούς που προβάλλει για σκοπούς αναχαίτισης της επίδικης αίτησης. Προσδιόρισε δε τούτους ως, (α) τη μη ικανοποίηση, από πλευράς της Εναγόμενης 4, των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960 (στο εξής «το άρθρο 32»), (β) τη μη ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32, (γ) ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της απόρριψης της αίτησης, και τέλος, (δ) ότι η επίδικη αίτηση καταχωρήθηκε με υπέρμετρη, αδικαιολόγητη, καθυστέρηση, κάτι, που, από μόνο του, δικαιολογεί την απόρριψη της.
Μέσω της ενόρκου δηλώσεως που υποστηρίζει την ένσταση της Ενάγουσας, εκείνο που προβάλλεται προς αντίκρουση της θέσης της Εναγόμενης 4 περί μη έγκυρης και ισχύουσας υποθήκης, είναι ότι, σε χρόνο πολύ πριν την εξόφληση του αναφερόμενου, επί της συμφωνίας Υποθήκης, ενυπόθηκου χρέους, η Εναγόμενη 4, μέσω του Εναγόμενου 2, διευθυντή της, αλλά και σχετικών πρακτικών των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της, αποδέχθηκε όπως η επίδικη Υποθήκη συνεχίσει να ισχύει για σκοπούς εξασφάλισης των τραπεζικών διευκολύνσεων που παραχωρήθηκαν στην Εναγόμενη 1 και οι οποίες αποτελούν τις επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις της παρούσας αγωγής. Προς τούτο, επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση αντίγραφα σχετικών εγγράφων. Προβάλλεται, επίσης, ότι, η πρώτη φορά που η Εναγόμενη 4 προέβαλε τον ισχυρισμό περί του ότι η Υποθήκη θα έπρεπε να εξαλειφθεί, ήταν μετά τον τερματισμό των επίδικων, στην παρούσα αγωγή, τραπεζικών διευκολύνσεων της Εναγόμενης 1, και ότι ποτέ προηγουμένως δεν εξέφρασε τέτοιο ισχυρισμό. Τουναντίον, στη βάση, και πάλι, συγκεκριμένων εγγράφων που επισυνάπτονται ως τεκμήρια στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση, η Ενάγουσα προβάλλει τη θέση ότι η Εναγόμενη 4 αποδεχόταν συνεχώς την ιδιότητα του ενυπόθηκου οφειλέτη της Ενάγουσας σε σχέση πάντα με την Υποθήκη και τις επίδικες, στην παρούσα αγωγή, τραπεζικές διευκολύνσεις. Εν πάση περιπτώσει, η Ενάγουσα υποστηρίζει, ακόμα, ότι, η Ανταπαίτηση της Εναγόμενης 4 αποτελεί ακατάλληλο ένδικο μέσο για να αποδοθεί η κατ' αίτηση, μέσω της, θεραπεία της εξάλειψης και διαγραφής της επίδικης Υποθήκης, θεραπεία η οποία μπορεί να αποδοθεί μόνο μέσω Γενικής Αιτήσεως, στη βάση των σχετικών προνοιών του άρθρου 36 του Νόμου.
Με δεδομένες τις πιο πάνω θέσεις της, η Ενάγουσα υποστηρίζει ότι δεν πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32, με αποτέλεσμα η επίδικη αίτηση να πρέπει να απορριφθεί. Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, προβάλλει τη θέση ότι, δεδομένης της ύπαρξης ισχύουσας και έγκυρης Υποθήκης, η όποια τυχόν ζημιά θα υποστεί η Εναγόμενη 4, αν δεν εκδοθεί το κατ’ αίτηση διάταγμα, μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιδίκαση αποζημιώσεων, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει ανεπανόρθωτη ζημιά. Στη βάση δε των πιο πάνω θεωρήσεων και του αναφαίρετου, ως ισχυρίζεται, δικαιώματος της, ως ενυπόθηκος δανειστής, να μπορεί να προχωρήσει στην εκποίηση του επίδικου ενυπόθηκου ακινήτου, η Ενάγουσα προβάλλει τη θέση ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της απόρριψης της αίτησης παρά της εγκρίσεως της. Τέλος, σε σχέση με την καθυστέρηση στην προώθηση της επίδικης αίτησης, η Ενάγουσα σημειώνει ότι η Εναγόμενη 4, πέραν του γεγονότος ότι μέχρι και το 2014 ουδέποτε αμφισβήτησε την ιδιότητα της ως ενυπόθηκος οφειλέτης της, από το 2014 και εντεύθεν, όταν και προέβαλε για πρώτη φορά σχετικό αντίθετο ισχυρισμό, δεν προχώρησε στο να προωθήσει αίτηση για αποτροπή της Ενάγουσας να εκποιήσει το επίδικο ακίνητο, παρά μόνο πρόσφατα, με την επίδικη αίτηση. Προβάλλει επίσης, συναφώς πάντα, ότι το δικαίωμα της να προχωρήσει με ιδιωτική εκποίηση του επίδικου ακινήτου προβλέφθηκε, νομικώς, από το 2015, με αποτέλεσμα, ο κίνδυνος η ίδια να ενεργούσε στη βάση του δικαιώματος αυτού, ήταν ορατός έκτοτε, με την Εναγόμενη 4, και πάλι, να επιδεικνύει εντελώς αδικαιολόγητη απραξία. Θεωρεί δε την ενέργεια της Εναγόμενης 4 να καταχωρήσει την επίδικη αίτηση ως εντελώς αδικαιολόγητη και καταχρηστική.
Νομική Πτυχή
Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960
Οι αρχές που διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων τίθενται στο άρθρο 32 του Ν.14/60 και είναι οι ακόλουθες: (α) η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, (β) η ύπαρξη πιθανότητας ότι ο διάδικος που ζητά το προσωρινό διάταγμα δικαιούται σε θεραπεία στην κυρίως διαδικασία ή ότι έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας και (γ) ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Παράλληλα, το δικαστήριο, αφού ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν, σωρευτικώς, οι προϋποθέσεις του άρθρου 32, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, δυνάμει του ιδίου άρθρου, πρέπει να αποφασίσει ότι είναι δίκαιο ή πρόσφορο, ή και τα δύο μαζί αν αυτό δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης που είναι ενώπιόν του, να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα, διαφορετικά θα απορρίψει την αίτηση. Προς τούτο, απαιτείται η στάθμιση του κινδύνου πρόκλησης αδικίας, την οποία τυχόν να υποστεί η μία ή η άλλη πλευρά συνεπεία της ενδιάμεσης αυτής απόφασής του, και, ακολούθως, η επιλογή της ολιγότερο επιβλαβούς πορείας, δεδομένης της φύσης και του περιεχομένου του αιτούμενου διατάγματος (βλ. Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788 και Films Rover v. Cannon Film Sales [1986] 3 All ER 772, σελ. 780 και 781).
Ως προς τη σημασία της τυχόν καθυστέρησης από πλευράς ενός Ενάγοντα να αποταθεί στην δικαιοσύνη για να επιδιώξει, ακόμα και διά κλήσεως, την εξασφάλιση προσωρινού διατάγματος, στην Τσιαντή ν. Hellenic Bank (Investments) Limited (2001) 1 Α.Α.Δ. 2029, αναφέρθηκαν τα εξής:
«Οι αρχές οι οποίες προκύπτουν από τη νομολογία είναι οι εξής:
(1) Η καθυστέρηση, εκτός αν επεξηγηθεί, στην προώθηση της αίτησης για προσωρινό διάταγμα είναι γενικώς μοιραία.
(2) Το ζήτημα της καθυστέρησης πρέπει να σταθμίζεται με την πιθανότητα του Ενάγοντα να πετύχει τελικά στην αγωγή του και να λαμβάνεται υπόψη κατά πόσο ο εναγόμενος έχει επηρεασθεί με οποιοδήποτε τρόπο λόγω της καθυστέρησης ή έχει καθησυχασθεί ότι όλα ήταν ασφαλή ή έχει πλανηθεί λόγω της απραξίας του Ενάγοντα.
(3) Το κατεπείγον του θέματος μπορεί να προκύψει και μετά τη γένεση της βάσης της αγωγής.
(4) Η έκταση της καθυστέρησης η οποία είναι αναγκαία για να αποτρέψει τη χορήγηση θεραπείας εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και δεν μπορούν να διατυπωθούν άκαμπτοι κανόνες. (Βλ. Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 C.L.R. 788, Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598, Timberland Co. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1179, Χριστοδούλου ν. Vraets (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1475, Zein κ.ά. v. Παράσχος Κ. Καμπανελλά Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 606, Re Stavros Hotel Appartments Ltd κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 836, 841, Re B.P. Cyprus Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 861, 864, M. & Ch. Mitsingas Trading Ltd κ.ά. v. The Timberland Co. of U.S.A. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791. Βλ. και Copinger and Skone James (πιο πάνω) παραγ. 633 και Kerr on Injunctions, 6η έκδοση, σελ. 360-61, Kerly's Law on Trade Marks and Trade Names, 12η έκδοση, παραγ. 15-68 και John Drysdale & Michael Silverleaf "Passing off Law and Practice", 2α έκδοση, παραγ. 6-16)».
Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση επί του θέματος της καθυστέρησης στην διεκδίκηση παρεμπίπτοντος διατάγματος, ακόμα και όταν αυτή επιδιώκεται με, δια κλήσεως αίτηση, δείτε και τα όσα αναφέρθηκαν στην Rapp v. Sinden και Άλλου, Πολ.Εφ. Ε191/14, απόφαση ημερομηνίας 20.03.20 και Dababov v. Metaquotes Software Ltd κ.α. Πολ. Εφ. Ε32/2021, απόφαση ημερομηνίας 16.02.2022.
Για σκοπούς ικανοποίησης της πρώτης προϋπόθεσης, της ύπαρξης δηλαδή σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, είναι αρκετό να αποκαλύπτεται, με βάση τα δικόγραφα, συζητήσιμη υπόθεση.
Όσον αφορά στη δεύτερη προϋπόθεση, αυτή δηλαδή της ύπαρξης πιθανότητας επιτυχίας, είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί, με βάση τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί, ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας του αιτούντος διαδίκου στην αγωγή. Η έννοια της πιθανότητας, ως αναφέρθηκε, εισάγει κάτι περισσότερο από την απλή πιθανότητα, αλλά κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που απαιτείται για απόδειξη αστικής αγωγής.
Η τρίτη προϋπόθεση συναρτάται με τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Το ζήτημα δε της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων εξετάζεται μέσα στα πλαίσια της προϋπόθεσης αυτής. Όσο απομακρύνεται η πιθανότητα να συνιστά η θεραπεία των αποζημιώσεων επαρκή θεραπεία, τόσο ενισχύεται η πιθανότητα να πληρούται η προϋπόθεση αυτή. Αν η υπόθεση, ως εκ της φύσεώς της, δεν επιδέχεται τη θεραπεία των αποζημιώσεων, ή ο υπολογισμός των αποζημιώσεων θα είναι αδύνατος, τότε εύκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μελλοντικό στάδιο εκτός αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Η δυσκολία όμως υπολογισμού των αποζημιώσεων, αυτή καθ’ εαυτή, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στο συμπέρασμα ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο στο μέλλον να απονεμηθεί δικαιοσύνη.
Το ζήτημα όμως δε τελειώνει εδώ. Όπως, συναφώς, αναφέρθηκε, πρόσφατα, στην Lariena Investments Ltd v. RFI Consortium, Πολ. Εφ. Ε164/2019 (απόφαση ημερομηνίας 22.01.2021), «Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, οι αποζημιώσεις δεν αποτελούν τη μοναδική παράμετρο κρίσης του συγκεκριμένου θέματος. Όπως τέθηκε στην Όξυνος κ.ά. ν. Λού (2011) 1 Α.Α.Δ. 1066 , που παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο: «Υπόψη λαμβάνονται και άλλα στοιχεία και μεταβλητά κριτήρια και σε τελική ανάλυση η αδυναμία ή η δυσκολία απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, εξαρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν το αίτημα, (Κυρισάββα ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Παντελούς Kωνσταντίνου Kκίζη κ.ά. v. Κύζη ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Mαριτσούς Kωστή Kκίζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245). Ας μη μας διαφεύγει ότι η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται, όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση M. and Ch. Mitsingas Trading Ltd. κ.ά. v. Τhe Timberland Co. (1977) 1Γ ΑΑΔ 1791, με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του διαδίκου που επιδιώκει τη θεραπεία. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του και τον κίνδυνο που ενέχεται από την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται με την κατοχή των επιδίκων μετοχών. Μεταξύ αυτών είναι και ο κίνδυνος παράνομης επέμβασης στις δραστηριότητες της NWCC και της αποξένωση των μετοχών αυτής». Εκεί δε που προβάλλεται θέση περί πιθανότητας αποξένωσης περιουσίας από πλευράς του εναγόμενου, στην υπόθεση C. Phasarias (Automotive Centre) Limited v. Σκυροποιία Λεωνίκ Λιμιτεδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785 αναφέρθηκε ότι «δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας από τον αιτητή για πραγματική πρόθεση του εναγομένου για αποξένωση ή επιβάρυνση. Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί».
Ο σκοπός ενός παρεμπίπτοντος διατάγματος που εκδίδεται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 32, είναι βασικά η διατήρηση της κατάστασης πραγμάτων ως αυτή είχε κατά το χρόνο που προέκυψε η υπό εκδίκαση διαφορά ενόσω εκκρεμεί η εκδίκαση της αγωγής. Αναφορικά, τώρα, με τα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, περιορίζομαι να επισημάνω πως οι πρόνοιες τους ρυθμίζουν ειδικά τις περιπτώσεις που εκεί αναφέρονται. Δεν αφαιρούν τίποτα από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν.14/60, που προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.
Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση επί των προϋποθέσεων για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, δέστε τις Odysseos v. Pieris Estates (1982) 1 AAΔ 557, Αcropolo Shipping Co. Ltd v. Rossis (1976) 1 AAΔ σελ. 38, Νational Bank of Greece v. Matovia [1987] 1 AAΔ.303, Κ.Ο.Τ. ν. Θεωρή [1989] 1 ΑΑΔ(Ε) 152 και Α.Β.Ρ. Ηοldings Ltd v. Ανδρέα Κιταλίδη και άλλων [1994] 1 ΑΑΔ 694, Γρηγορίου & ΄Αλλων ν. Χριστοφόρου & άλλων [1995] 1 ΑΑΔ 248 και Demades Overseas Ltd v. Studio Ma.st Ltd [1996] 1 AAΔ.799, Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χατζηβασίλη [1989] 1 (Ε) ΑΑΔ 152, Α. Κυτάλα ν. ΄Αννα Χρυσάνθου και ΄Αλλοι [1996]1 ΑΑΔ 253, Αντωνία Παναγίδου και άλλων ν. Μάριος Παναγίδου και άλλων (2001) 1(Α) ΑΑΔ 396, Phasarias (Automotive Center) Ltd v. Σκυροποιεία Λεωνικ. Λτδ (ανωτέρω), Χ. Κουνούνας ν. G. & A. Simons Ltd (2002) 1(Β) ΑΑΔ 1361, Larticon Vo. v. Dedergenta Development Ltd (2004) 1(Β) ΑΑΔ 1121.
To Δικαστήριο, μετά την καταχώριση της ένστασης, έχει εξουσία και υποχρέωση να επιληφθεί της υπόθεσης, να ακούσει και τις δύο πλευρές και να διαπιστώσει αν οι προϋποθέσεις που ο νομοθέτης έταξε στο άρθρο 32 ικανοποιούνται. Αν υπάρχει διάσταση πάνω στα γεγονότα μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τη Διαταγή 48, θεσμός 4, ο διάδικος που έχει το βάρος της απόδειξης πρέπει να είναι έτοιμος να αποδείξει τα γεγονότα πάνω στα οποία βασίζεται (βλ., μεταξύ άλλων, Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 520, σελ. 527). Στο στάδιο αυτό, το Δικαστήριο δεν εξετάζει την ουσία της κυρίως διαδικασίας, ούτε και είναι επιθυμητό να προσπαθήσει, με βάση τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του, να αποφασίσει τα διαφιλονικούμενα θέματα πάνω στα οποία τελικά θα κριθεί η κυρίως, ενώπιον του, διαδικασία. Αντικείμενο εξέτασης σε τέτοιες αιτήσεις, είναι μόνο το κατά πόσο πληρούνται ή όχι οι απαραίτητες, για την έκδοση του διατάγματος και/ή τη διατήρηση της ισχύος του, προϋποθέσεις και όχι η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων αναφορικά με την ουσία του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Το μόνο αρμόδιο για εξαγωγή τέτοιων συμπερασμάτων σώμα, είναι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου θα εκδικασθεί η ουσία της υπόθεσης, και τούτο στα πλαίσια της ρηθείσας εκδίκασης (Βλ. Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 CLR 663, Γρηγορίου & ΄Αλλων ν. Χριστοφόρου & άλλων (ανωτέρω), Δημοκρατία της Σλοβενίας ν. Beogradska Banka DD (1999) 1(Α) AAΔ 225 και Πολ. Εφ. Ε135/2015 Παύλος Δίγκλης κ.α. ν. Total Fit Ltd, απόφαση ημερομηνίας 12.09.2018).
Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο που την διέπει
Δεδομένης της θέσης της Ενάγουσας ότι η Ανταπαίτηση αποτελεί ακατάλληλο ένδικο μέσο για την απόδοση, μέσω της, των κατ' αίτηση θεραπειών που επιζητεί η Εναγόμενη 4 σε σχέση με την Υποθήκη, κρίνω ορθό όπως η θέση αυτή συνεξεταστεί με τον λόγο ένστασης που θέλει την τελευταία, να μην έχει ικανοποιήσει την πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32. Ως υποδείχθηκε ανωτέρω στο πλαίσιο της παράθεσης της νομικής πτυχής, η ικανοποίηση ή μη της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32, εξετάζεται στη βάση του περιεχομένου του δικογράφου του Αιτητή, και δη στην προκειμένη περίπτωση της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.
Για τους λόγους που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως, η εν προκειμένω θέση της Ενάγουσας περί μη ικανοποίησης των πρώτων δύο προϋποθέσεων του άρθρου 32, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Και τούτο γιατί, σε συμφωνία με τη σχετική εισήγηση της Εναγόμενης 4, το κατά πόσο θα αποδοθούν η κατ' αίτηση, μέσω της Ανταπαίτησης, τελικές θεραπείες, θα εξαρτηθεί και από την κρίση του Δικαστηρίου επί διισταμένων ισχυρισμών επί των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση. Δεν μου διαφεύγει ότι η Εναγόμενη 4, δεν αμφισβητεί το νόμιμο που περιβάλλει τη σύσταση της Υποθήκης κατά το 1997, και ότι αμφότερες οι πλευρές αποδέχονται ότι το εκεί αναγραφόμενο ποσό που εξασφαλιζόταν με την Υποθήκη, έχει όντως εξοφληθεί από το 2008. Εντούτοις, η Ενάγουσα, μέσω των δικογραφήσεων της, αλλά και της μαρτυρίας που υποστηρίζει την ένστασή της, προβάλλει ότι, στη βάση των όρων της ίδιας της Υποθήκης, αλλά και διάφορων ενεργειών που έλαβαν χώρα από το 2000 και έπειτα, η Υποθήκη παραχωρήθηκε από την Εναγόμενη 4 προς αυτή ως εξασφάλιση και για τις επίδικες, στην παρούσα αγωγή, τραπεζικές διευκολύνσεις της Eναγόμενης 1. Στον βαθμό που αφορά την εν προκειμένω κατ' ισχυρισμό παραχώρηση, τούτη εδράζεται επί διαφόρων εγγράφων που φέρεται να συνέταξε η Εναγόμενη 4, τα οποία φέρονται να υπογράφονται, εκ μέρους της, από τον Εναγόμενο 2. Επί τούτων, η Εναγόμενη 4 προβάλλει ότι τα έγγραφα αυτά δεν έχουν οποιαδήποτε ισχύ, καθότι αποτελούν αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων και/ή απάτης και/ή εκφοβισμού του Eναγόμενου 2 από πλευράς των υπαλλήλων της Ενάγουσας. Προβάλλει, επίσης, ότι, εν πάση περιπτώσει, από το περιεχόμενό τους και μόνο, με τα έγγραφα αυτά δεν παραχωρήθηκε, ως η Ενάγουσα προτάσσει, η Υποθήκη προς εξασφάλιση της για τις επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις. Υποδεικνύει, δε, ότι, καμιά σύμβαση υποθήκης έχει συσταθεί, ως ο Νόμος ορίζει, για σκοπούς εξασφάλισης των επίδικων τραπεζικών διευκολύνσεων. Όσον, τώρα, αφορά στους όρους της Υποθήκης, η Εναγόμενη 4 ισχυρίζεται ότι, ακόμα και εάν θεωρηθεί ότι η Υποθήκη αποτελεί εξασφάλιση της Ενάγουσας, όχι μόνο για τον δικό της, και άλλων δύο προσώπων, δανεισμό που έγινε το 1997, αλλά και για κάθε άλλη μελλοντική υποχρέωση τους (της Εναγόμενης 4 και των δύο άλλων φυσικών προσώπων), η ίδια δεν υπείχε οποιασδήποτε άλλης υποχρέωσης προς την Ενάγουσα κατά το 2008, όταν και εξοφλήθηκε πλήρως το ποσό που εξασφαλιζόταν με την Υποθήκη, και, κατά συνέπεια, η Ενάγουσα όφειλε να εξαλείψει τούτη. Ο αντίλογος της Ενάγουσας στην εν προκειμένω τελευταία θέση της Εναγόμενης 4 είναι ότι, με τη συνομολόγηση, από πλευράς της τελευταίας, των συμβάσεων εγγύησης για τις τραπεζικές διευκολύνσεις της Εναγόμενης 1, τούτη δημιούργησε προσωπική υποχρέωση έναντι της από το 2001 και σε χρόνους πριν την εξόφληση του χρέους του 1997, που εξασφάλιζε η Υποθήκη, με αποτέλεσμα, κατά το 2008 όταν και εξοφλήθηκε το εν λόγω χρέος, η Εναγόμενη 4 να έχει υφιστάμενη, ακόμα, υποχρέωση έναντι της, η οποία καλυπτόταν από τους ειδικούς όρους της Υποθήκης.
Ως προκύπτει, τόσο από το κυρίως σώμα της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης όσο και από το παρακλητικό της, η Εναγόμενη 4 δεν περιορίζει, σχετικώς με την Υποθήκη, την απαίτησή της στην έκδοση του διατάγματος με το οποίο η Ενάγουσα να υποχρεούται να εξαλείψει τούτη, αλλά επιδιώκει και την έκδοση απόφασης με την οποία να ακυρώνονται όλα τα έγγραφα που δεσμεύουν ή περιορίζουν ή επιβαρύνουν την περιουσία της. Όλα τα έγγραφα αυτά, ως τα επικαλείται η ίδια η Ενάγουσα (στα δικόγραφά της), φέρονται να έχουν ετοιμαστεί και συνταχθεί από το 2000 και έπειτα, υπό συνθήκες που η Εναγόμενη 4 αμφισβητεί και για τις οποίες οι δύο πλευρές προβάλλουν συγκρουόμενους ισχυρισμούς για την κρίση επί των οποίων θα πρέπει το Δικαστήριο να αξιολογήσει μαρτυρία, αλλά και νομικά επιχειρήματα επί ερμηνείας εγγράφων και να καταλήξει σε τελικά σχετικά ευρήματα. Τούτου δοθέντος, το κατά πόσο έχει ή όχι εξοφληθεί το ποσό, το οποίο εξασφαλίζει η Υποθήκη, και δη αν αυτό αφορά, περιοριστικά, τον δανεισμό του 1997, που όντως εξοφλήθηκε, ή αν τούτη εξασφαλίζει και τις επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις της Εναγόμενης, οι οποίες δεν έχουν εξοφληθεί, είναι ζήτημα που θα προκύψει στη βάση του αποτελέσματος μίας τέτοιας αξιολόγησης, κάτι που δεν επιτρέπεται να γίνεται μέσω γενικής αιτήσεως στη βάση των προνοιών του άρθρου 36, του Νόμου, τις οποίες πρόνοιες επικαλείται η Ενάγουσα προς υποστήριξη της υπό εξέταση θέσης της (βλέπε Άγγελος Αγγελίδης v. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παλουριώτισσας (1997) 1 Α.Α.Δ., 1771, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. 1. Γιαννάκη Ανδρέα Σαλλούμη κ.α. (2014) 1 Α.Α.Δ. 2476, Μαρία Μιχαήλ Γεωργίου v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1 Α.Α.Δ. 1877 και Πολ. Εφ. Ε87/2022, μεταξύ Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία ΛΤΔ και 1. Costas & Zack Reality Ltd κ.α., απόφαση ημερομηνίας 16.03.2023). Εν πάση περιπτώσει, γενικές αιτήσεις, του τύπου εναρκτήριων κλήσεων, δεν αποτελούν ορθά ένδικα μέσα εκεί που τα επίδικα ζητήματα δεν είναι αμιγώς νομικά και για την κρίση επί των οποίων είναι αναγκαία η αξιολόγηση μαρτυρίας για απόφανση επί συγκρουόμενων, επί γεγονότων, εκδοχών (βλέπε, Ανδρέας Γεωργίου κ.α. ν. Σχολαί Φρειδερίκου Λτδ κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 866, Αναφορικά με την αίτηση των Junport International Limited, Πολ. Αίτ 115/2017, απόφαση ημερομηνίας 15.09.2017, ECLI:CY:AD:2017:D295 και Κ.Μ. κ.α. ν. Αναφορικά με την Α.Μ.Κ., Πολ. Εφ. 436,2012, απόφαση ημερομηνίας 10.07.2019).
Δεδομένων των πιο πάνω, κρίνω ότι η Ανταπαίτηση της Εναγόμενης 4, αποτελεί ορθό δικονομικό μέσο για επιδίωξη των κατ' αίτηση, μέσω της, θεραπειών. Τούτου δοθέντος, ο λόγος ένστασης που θέλει την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32 να μην ικανοποιείται λόγω επιλογής λανθασμένου ένδικου μέσου, δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Για σκοπούς πληρότητας και μόνο, δεδομένης της μόλις κρίσης μου, κρίνω επιπροσθέτως ότι, μέσω του δικογράφου της, η Εναγόμενη 4 εγείρει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και κατά συνέπεια ικανοποιείται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32, αφού αν καταφέρει να αποδείξει με μαρτυρία τα όσα δικογραφεί, τότε θα δικαιούται τουλάχιστον σε κάποιες εκ των κατ’ αίτηση θεραπειών της Ανταπαίτησης.
Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση του εν λόγω άρθρου, επίσης συμφωνώ με τη θέση της Εναγόμενης 4 ότι ικανοποίησε και αυτή. Στον βαθμό, που, περιοριστικά - λόγω της φύσης της επίδικης αίτησης και του ενδιάμεσου σταδίου στο οποίο βρισκόμαστε - μπορώ να αποφανθώ, κρίνω ότι η Εναγόμενη 4, με τη μαρτυρία που έθεσε ενώπιόν μου, ως αυτή αποκρυσταλλώθηκε και από το μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει την ένσταση, κατάφερε να αποδείξει ότι έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην Ανταπαίτησή της. Και τούτο, υπό την έννοια ότι μέσω του ενώπιον μου μαρτυρικού υλικού, μπορώ να καταλήξω ότι μια τέτοια πιθανότητα είναι περισσότερο από απλή. Και εξηγώ.
Δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία που να θέλει κατά τους χρόνους που παραχωρούντο οι επίδικες συμφωνίες τραπεζικών διευκολύνσεων της Εναγόμενης 1 να έχει συσταθεί δυνάμει του Νόμου (άρθρα 5, 8 και 21) οποιαδήποτε υποθήκη, ειδικώς, προς εξασφάλιση των επίδικων τραπεζικών διευκολύνσεων. Τούτων δοθέντων, το κατά πόσο η κατά τα άλλα μη αμφισβητηθείσα, νομίμως συσταθείσα, Υποθήκη του 1997, αποτελεί ή όχι εξασφάλιση της Ενάγουσας για τις επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις, εξαρτάται από τους ιδίους τους όρους της ή την όποια τυχόν νόμιμή παραχώρησή της για το σκοπό αυτό. Προς τούτο, η ίδια η Ενάγουσα, παραπέμπει, προς υποστήριξη της σχετικής θέσης της, στους όρους 5 και 6 του Συμπληρωματικού Εγγράφου Α, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης και δήλωσης Υποθήκης (Τεκμήριο 8 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση). Ως προκύπτει από τους όρους αυτούς, η Υποθήκη αποτελεί πρόσθετη και περαιτέρω εξασφάλιση και εγγύηση πάσης παρούσας ή μελλοντικής υποχρέωσης των εκεί αναγραφόμενων ενυπόθηκων οφειλετών, και δη της Εναγόμενης 4 και των δύο φυσικών προσώπων που συνέστησαν τούτη.
Η Ενάγουσα, ως αναληφθείσα από την Εναγόμενη 4 υποχρέωση, την οποία θεωρεί ότι εξασφαλίζει η Υποθήκη, υποδεικνύει τις συμβάσεις εγγύησης που φέρεται να υπέγραψε η τελευταία για εξασφάλιση της για τις επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις της Eναγόμενης 1. Τέτοιες συμφωνίες εγγύησης, στο ενώπιον μου μαρτυρικό υλικό, παρουσίασε μόνο η Ενάγουσα και πρόκειται για τα Τεκμήρια 15 και 17 της ενόρκου δηλώσεως που υποστηρίζει την ένσταση. Σε αμφότερες αυτές τις συμφωνίες, στη βάση του όρου 11 τούτων, η υποχρέωση των εκεί εγγυητών, αρχίζει από τη στιγμή που η Ενάγουσα θα ζητήσει, γραπτώς, την πληρωμή δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας, ζήτηση, η οποία, στη βάση των δικογραφημένων θέσεων της Ενάγουσας δεν έγινε πριν το 2011 για καμιά εκ των επίδικων τραπεζικών διευκολύνσεων της Eναγόμενης 1 και δη σε χρόνους πολύ μετά την εξόφληση - στο πλαίσιο του δανεισμού της Εναγόμενης 4 του 1997 - του αναγραφόμενου επί της Υποθήκης ποσού (εξοφλήθηκε το 2008). Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι, κανένας εκ των διαδίκων δεν παρουσίασε αντίγραφα των όποιων κατά καιρούς επιστολών φέρεται η Ενάγουσα να απέστειλε προς τους Εναγόμενους αναφορικά, είτε με τις καθυστερήσεις που, κατ' ισχυρισμό της, παρουσίαζαν οι επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις, είτε με τον τερματισμό τους. Ωστόσο, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, στη βάση των δικογραφημένων ισχυρισμών της Ενάγουσας, στην Έκθεση Απαίτησης, η όποια απαίτηση της από την Εναγόμενη 4 να καταβάλει προς αυτήν οποιοδήποτε ποσό που προέκυψε ως οφειλόμενο για τις επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις, στη βάση των όρων των συμφωνιών εγγύησης, φέρεται να λαμβάνει χώρα από το 2011 και έπειτα.
Επίσης, στο βαθμό που η Ενάγουσα επικαλείται τις επιστολές που η ίδια απέστειλε στην Eναγόμενη 1, και γνωστοποίησε και στους λοιπούς Eναγόμενους, περί του ότι ενέκρινε τραπεζικές διευκολύνσεις στην πρώτη, με ρητή αναφορά ότι μέρος των εξασφαλίσεων, για τις εν λόγω τραπεζικές διευκολύνσεις, θα αποτελεί και η Υποθήκη, στις επιστολές αυτές η φερόμενη υπογραφή που τέθηκε από τον Εναγόμενο 2, τέθηκε εκ μέρους της Eναγόμενης 1 και μόνο, και όχι και εκ μέρους της Eναγόμενης 4, που εδώ αφορά (βλέπε Τεκμήριο 14 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση).
Ακόμα, τα όποια πρακτικά των συνεδριάσεων του συμβουλίου της Εναγόμενης 4, τα οποία η Ενάγουσα επικαλείται, ναι μεν εκφράζουν τη θέση της πρώτης να εγγυηθεί την Eναγόμενη 1, καθώς επίσης και κατονομάζουν τον Εναγόμενο 2 ως αντιπρόσωπο της, πλην όμως ρητώς καταγραφούν, ότι αυτός εξουσιοδοτείται να υπογράψει κάθε αναγκαίο έγγραφο εκ μέρους της Eναγόμενης 4 για να επιτευχθεί μια τέτοια εγγύηση ή εξασφάλιση, και δεν έχει παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε έγγραφο που να έχει υπογράψει ο Eναγόμενος 2 με το οποίο να συστήνει υποθήκη εκ μέρους της Εναγόμενης 4 προς όφελος της Ενάγουσας, ή έστω να εκχωρεί ή παραχωρεί την Υποθήκη προς εξασφάλιση της, ως ο Νόμος ορίζει. Το μόνο έγγραφο που φέρεται ο Eναγόμενος 2 να υπογράφει εκ μέρους της Eναγόμενης 4, στη βάση των εξουσιοδοτήσεων αυτών από το συμβούλιο της τελευταίας, είναι οι εγγυήσεις, στις οποίες αναφορά έγινε ήδη ανωτέρω.
Κατά συνέπεια και χωρίς να αποφαίνομαι, τελικώς, κάτι ανεπίτρεπτο να γίνει στο πλαίσιο της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας, ως προς το κατά πόσο η Eναγόμενη 4 δικαιούται τις κατ' αίτηση, μέσω της ανταπαίτησης, θεραπείες που σχετίζονται με την Υποθήκη, κρίνω ότι τούτη κατάφερε να ικανοποιήσει και τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 καταδεικνύοντας, ακριβώς, κάτι περισσότερο από απλή πιθανότητα να δικαιούται στις εν προκειμένω κατ' αίτηση θεραπείες της ανταπαίτησης. Κατά συνέπεια, οι σχετικοί λόγοι ένστασης δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί.
Όσον αφορά την ανεπανόρθωτη ζημιά, και δη την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, και πάλι θεωρώ ότι η Εναγόμενη 4 ικανοποίησε τούτη. Είναι γεγονός ότι νομολογιακώς αποφασίστηκε ότι ένας ενυπόθηκος οφειλέτης δεν νομιμοποιείται να επικαλείται την απώλεια της ιδιοκτησίας ενός ενυπόθηκου ακινήτου του για σκοπούς ικανοποίησης της εν προκειμένω προϋπόθεσης, καθότι, με την υπογραφή της σύμβασης υποθήκης, έθεσε ο ίδιος υπό αμφισβήτηση της ιδιότητα του ως ιδιοκτήτης του (βλέπε, Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.α. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Εφ. Ε203/2013, απόφαση ημερομηνίας 11.09.2019). Ωστόσο, για τους λόγους που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως, η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται, ως προς τα γεγονότα, από την Panayiotou (ανωτέρω) και τις λοιπές υποθέσεις που αποφασίστηκαν, ακολούθως, στη βάση του λόγου της. Σε κάθε τέτοια προηγούμενη Νομολογία, η ιδιότητα το ενυπόθηκου οφειλέτη δεν τελούσε, πειστικώς, υπό αμφισβήτηση, και οι λόγοι που προβάλλονταν εν είδει παραπόνου από τον ενυπόθηκο οφειλέτη, αφορούσαν στη νομιμότητα και/ή εφαρμογή των όρων της σύμβασης Υποθήκης και/ή των, συνδεδεμένων με αυτή, συμβάσεων παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων.
Στην προκειμένη περίπτωση, για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω, η Εναγόμενη 4 θέτει εν αμφιβόλω αυτή, τούτη την ιδιότητα της ως ενυπόθηκος οφειλέτης της Ενάγουσας για τις επίδικες τραπεζικές διευκολύνσεις, της Εναγόμενης 1, την οφειλή της οποίας επιδιώκει να εισπράξει η Ενάγουσα μέσω του εκπλειστηριάσματος από την σκοπούμενη εκποίηση του ακινήτου της Εναγόμενης 4. Υποστηρίζεται από την Εναγόμενη 4, με την Ενάγουσα να συμφωνεί, ότι το εξασφαλισμένο (κατά το χρόνο συνομολόγησής της), επί της Υποθήκης αναγραφόμενο, χρέος, έχει εξοφληθεί προ πολλού. Κατά συνέπεια, κρίνω, ως ήδη σημείωσα ανωτέρω, ότι η Εναγόμενη 4 ικανοποίησε και την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, αφού αν δεν εκδοθεί το κατ’ αίτηση προσωρινό διάταγμα και αφεθεί ο πλειστηριασμός να προχωρήσει, τότε οι σχετικές με το ακίνητό της θεραπείες που επιζητούνται μέσω της Ανταπαίτησης, θα καταστούν άνευ αντικειμένου και η Εναγόμενη θα απωλέσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς επί του ακινήτου στη βάση μιας σύμβασης υποθήκης, που αν η Εναγόμενη 4 κριθεί ορθή στα όσα αιτιάται, αυτή θα έπρεπε να είχε εξαλειφθεί.
Ως προς το ισοζύγιο της ευχέρειας, κρίνω και πάλι, σε συμφωνία με τα όσα προτάσσει η Εναγόμενη 4, ότι και αυτό κλίνει υπέρ της εγκρίσεως της αίτησης. Δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την περίπτωση που επιδιώκεται, μέσω αίτησης, ως η επίδικη, ενδιάμεσο διάταγμα στα αρχικά στάδια μίας διαδικασίας, που εάν εκδοθεί θα στερήσει στην Ενάγουσα τη δυνατότητα να προχωρήσει σε εκποίηση ενυπόθηκου ακινήτου και να την αναγκάσει να αναμένει την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος για να πράξει τούτο όταν και εφόσον περατωθεί η αγωγή και επιτύχει σε αυτή. Και τούτο γιατί, πρόκειται για αγωγή που καταχωρήθηκε το 2014, που εάν δεν καταχωρείτο η επίδικη αίτηση, για τους λόγους που καταχωρήθηκε, η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης θα είχε ήδη αρχίσει και ενδεχομένως να είχε περατωθεί. Επομένως, η οποία τυχόν ζημιά θα υποστεί η Ενάγουσα αν και εφόσον εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, θα περιορίζεται στη μικρή καθυστέρηση που θα προκύψει από τον χρόνο που θα αναλωθεί για την εκδίκαση της υπόθεσης και την τελική απόφανση επί αυτής, σε αντιδιαστολή με τη ζημιά που θα προκληθεί στην Εναγόμενη 4, αν δεν εκδοθεί τούτο, η οποία, αφενός, λόγω διενέργειας του πλειστηριασμού, θα απωλέσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς επί της περιουσίας της και αφετέρου, θα καταστεί η ανταπαίτησή της, στο βαθμό που μέσω της επιδιώκονται θεραπείες με σκοπό να διασφαλιστεί το εν λόγω καθεστώς της, άνευ αντικειμένου.
Ερχόμενος τώρα στον τελευταίο λόγο ένστασης και δη της καθυστέρησης της προώθησης της επίδικης αίτησης, με κάθε σεβασμό στη σχετική θέση της Ενάγουσας, κρίνω ότι τούτη (η καθυστέρηση), δεν μπορεί να αποτελέσει, από μόνη της, λόγο για να απορριφθεί η επίδικη αίτηση.
Ως σημειώθηκε στη σχετική με το ζήτημα Νομολογία, η καθυστέρηση, για να μπορεί να αποτελέσει λόγο απόρριψης μιας αίτησης ως η υπό εξέταση, θα πρέπει να μην επεξηγηθεί και θα πρέπει να έχει επηρεάσει τον Εναγόμενο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να πλανηθεί λόγω της απραξίας του Ενάγοντα. Θα πρέπει επίσης να διαφανεί ότι δεν έχει προκύψει, μεσούσης της αγωγής, ζήτημα κατεπείγοντος, που, εν πάση περιπτώσει, θα δικαιολογούσε, σε εκείνο το στάδιο την προώθηση τέτοιας αίτησης.
Στην προκειμένη περίπτωση, η εξήγηση που έχει δώσει η Eναγόμενη 4, ως προς το γιατί δεν προώθησε προηγουμένως αίτηση ως η υπό εξέταση, επιβεβαιώνεται από τα ενώπιον μου στοιχεία, αφού, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, η Ενάγουσα δεν ενεργοποίησε, πριν το 2023, τον Νόμο για σκοπούς, διενέργειας ιδιωτικής εκποίησης. Η ανάγκη καταχώρησης της αίτησης, προέκυψε ως αποτέλεσμα της εν λόγω ενεργοποίησης το 2023, με την επίδικη αίτηση να καταχωρείται εντός εύλογου χρόνου από όταν έγινε τούτο και/ή, εν πάση περιπτώσει, σε τέτοιο χρόνο που επέτρεψε στο Δικαστήριο να ακούσει και τις δύο πλευρές και να αποφανθεί, μέσω της παρούσας, επί τούτης. Ούτε και φαίνεται η Ενάγουσα να έχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, επηρεαστεί και/ή πλανηθεί λόγω της μη προώθησης της επίδικης αίτησης σε προγενέστερο χρόνο, ούτε να έχει ενεργήσει εναντίον των συμφερόντων της ένεκα της εν λόγω απραξίας της Εναγόμενης 4.
‘Στη βάση όλων των πιο πάνω, το γεγονός και μόνο ότι η επίδικη αίτηση προωθήθηκε στο παρόν στάδιο και όχι προηγουμένως, δεν μπορεί να αποτελεί καλό λόγο για να απορριφθεί τούτη, πόσο μάλλον, εν απουσία άλλων γεγονότων που θέλουν την καθυστέρηση αυτή να συσχετίζεται με οποιαδήποτε αλλότρια κίνητρα.
Κατά συνέπεια, και αφού έχω, με τον τρόπο αυτό, αφενός εξετάσει όλους τους λόγους ένστασης, που εν τέλει προωθήθηκαν, και αφετέρου τα δικαιοδοτικά κριτήρια που διέπουν την επίδικη αίτηση, κρίνω ότι η Εναγόμενη 4 κατάφερε να αποσείσει το βάρος που έφερε, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η έκδοση του κατ' αίτηση διατάγματος.
Ως εκ τούτου, εκδίδεται διάταγμα ως το Α της αίτησης.
Ως προς τα έξοδα δεν έχω κανένα λόγο να παρεκκλίνω του κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, και κατά συνέπεια τούτα επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης 4 και εναντίον της Ενάγουσας, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Λόγω του σταδίου που βρίσκεται η όλη διαδικασία της αγωγής και της ανταπαίτησης, τα έξοδα να καταβληθούν στο τέλος της δίκης.
(Υπ.)…………………………….
Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο