TMF ADMINISTRATIVE SERVICES CYPRUS LTD ν. Alexander Grebnev κ.α., Αρ. Αγωγής: 3286/2023, 12/3/2025
print
Τίτλος:
TMF ADMINISTRATIVE SERVICES CYPRUS LTD ν. Alexander Grebnev κ.α., Αρ. Αγωγής: 3286/2023, 12/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Α. ΛΟΥΚΑ, Ε.Δ.

                                                            Αρ. Αγωγής: 3286/2023

 

Μεταξύ:

 

TMF ADMINISTRATIVE SERVICES CYPRUS LTD

 

Εναγόντων

-και-

 

1.    Alexander Grebnev

2.    Victor Mangazeev

 

Εναγόμενων

 

Αίτηση ημ. 8/8/2024

 

Ημερομηνία: 12/3/2025

 

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενο 2 Αιτητή: Σωτήρης Πίττας & Σία ΔΕΠΕ

Για Ενάγοντες Καθ’ ων η αίτηση: Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Mε την αγωγή τους οι Ενάγοντες αξιώνουν ποσό €80.812,23, για παροχή υπηρεσιών. Η Απαίτηση επιδόθηκε στον Εναγόμενο 1, αυτός δεν καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης και εκδόθηκε εναντίον του απόφαση, μετά από μονομερή αίτηση των Εναγόντων.

Με την υπό εξέταση αίτηση ο Εναγόμενος 2 Αιτητής, επιδιώκει μια σειρά θεραπειών, οι οποίες εν πολλοίς αποσκοπούν στην αναδρομική επέκταση του χρόνου καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης (αιτητικό Α) και στον παραμερισμό του διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας. Υποστηρίζει ο Αιτητής ότι το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει δικαιοδοσία στον ίδιο λόγω αντικανονικής και μη έγκυρης επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας. Ο Αιτητής καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης την 26/7/2024, όπου σημειώνεται ότι θα αμφισβητήσει τη διαδικασία του Δικαστηρίου.

Παρατίθεται αυτούσιο το προσβαλλόμενο διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε την 22/2/2024, μετά από μονομερή αίτηση των Καθ’ ων η αίτηση:

«Δίδεται άδεια για επίδοση της Απαίτησης και της Έκθεσης Απαίτησης της υπό την ως άνω αριθμό και τίτλο Απαίτησης μετά του παρόντος διατάγματος εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

Εκδίδεται περαιτέρω διάταγμα για υποκατάστατο επίδοση του εντύπου απαίτησης και της Έκθεσης Απαίτησης ως το Β (μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος) και Γ (με υπηρεσίες ταχυμεταφοράς) της αίτησης με τη διευκρίνηση ότι η επίδοση θα πρέπει να γίνει και με τους δύο τρόπους.

Εάν ο Εναγόμενοι 1 και 2 επιθυμούν να καταχωρήσουν Σημείωμα Εμφάνισης στην πιο πάνω απαίτηση μπορεί να πράξουν τούτο εντός 20 ημερών από την ημερομηνία της επίδοσης ως το παρόν διάταγμα.

Σε περίπτωση που ο Εναγόμενοι 1 και 2 δεν καταχωρήσουν Σημείωμα Εμφάνισης ως πιο πάνω, τότε κάθε αίτηση που τυχόν καταχωρηθεί θα θεωρείται δεόντως επιδοθείσα εάν πιστό αντίγραφο της αίτησης αναρτηθεί στο πινάκιο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για περίοδο 5 ημερών και/ή να αναρτηθεί στο ηλεκτρονικό φάκελο της απαίτησης.

Τα έξοδα επιφυλάσσονται.»

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της κας. Μαρίας Πίττα. Εκεί αναφέρεται ότι Έντυπο και Έκθεση Απαίτησης επιδόθηκαν στον Αιτητή την 28/6/2024 και με τους δύο αναφερόμενους πιο πάνω τρόπους, ήτοι μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος και ταχυμεταφοράς. Είχε παρέλθει ο καθορισμένος χρόνος καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης, παρά τις άμεσες ενέργειες του Αιτητή να διοριστεί εκ μέρους του δικηγόρος, αφού έπρεπε να τρέξουν διαδικασίες ελέγχου (KYC και AML) από το δικηγορικό γραφείο σε σχέση με τον Αιτητή. Παρά ταύτα απεστάλη σχετική επιστολή στους Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι συγκατατέθηκαν στην εκπρόθεσμη καταχώρηση του σημειώματος εμφάνισης (Τεκμήριο 1). Κύρια θέση του Αιτητή είναι ότι οι Καθ’ ων η αίτηση, όφειλαν να προβούν σε επίδοση ως πρόνοιες του περί της Σύμβασης περί της εν τη Αλλοδαπή Επιδόσεως Δικαστικών και ετέρων Εγγράφων εις Αστικάς και Εμπορικάς Υποθέσεις, Νόμου 40/1982 (στο εξής «Σύμβαση της Χάγης») και όχι μέσω υποκατάστατης επίδοσης ως τελικά έπραξαν. Για να δύνανται να επιδόσουν με υποκατάστατη επίδοση θα έπρεπε να καταδείξουν συγκεκριμένο λόγο και όχι να υποστηρίξουν απλώς ότι θα καθυστερήσει η διαδικασία. Εγείρεται επίσης ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν αποκάλυψαν πλήρως ουσιώδη στοιχεία, ήτοι διαδικασία για διευθέτηση της υπόθεσης και ότι ο Αιτητής δεν είχε ενεργό ρόλο στα του, αντισυμβαλλόμενου με τους Καθ’ ων η αίτηση, ομίλου. Επισυνάφθηκε σχετική αλληλογραφία και επισυνημμένο προσχέδιο Συμφωνίας ως Τεκμήριο 3.

Οι Καθ’ ων η αίτηση εγείρουν αριθμό λόγων ένστασης, με κύριους το ότι το διάταγμα με το οποίο δίδεται άδεια για υποκατάστατη επίδοση εκτός δικαιοδοσίας είναι πλήρως αιτιολογημένο και ο Αιτητής αποσκοπεί να καθυστερήσει την όλη διαδικασία. Η επίδοση έγινε νομότυπα, υποστηρίζουν οι Καθ’ ων η αίτηση, ο σκοπός της επίδοσης επετεύχθη και δεν συντρέχουν προϋποθέσεις ακύρωσης ή παραμερισμού του διατάγματος.

Σε ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση ο κ. Ανδρέας Κωνσταντινίδης αναφέρει ότι δόθηκε καλόπιστα συγκατάθεση στην άλλη πλευρά για να καταχωρήσει εκπρόθεσμα σημείωμα εμφάνισης, εν αγνοία του ότι θα καταχωρείτο η υπό εξέταση αίτηση. Τα κυπριακά δικαστήρια έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία εκδίκασης της Απαίτησης, όπως ρητώς προνοείται στην επίδικη συμφωνία. Εξηγεί ο κ. Κωνσταντινίδης ότι και στη βάση νομικής συμβουλής που έλαβε, η Σύμβασης της Χάγης δεν εφαρμόζεται ως θέσφατο και δύναται δικαστήριο να διατάξει υποκατάστατη επίδοση. Από τη στιγμή που η διαδικασία επίδοσης με τα μέσα που ορίζει η Σύμβαση της Χάγης είναι χρονοβόρα και πολύπλοκη, επέλεξαν να αιτηθούν υποκατάστατη επίδοση αφού γνώριζαν την διεύθυνση και το email των Εναγομένων. Έτσι ο Αιτητής έλαβε δεόντως γνώση και η διαδικασία έλαβε χώρα πολύ πιο γρήγορα, εξυπηρετώντας τον πρωταρχικό σκοπό των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Αν και παραδέχεται ότι υπήρξαν συζητήσεις για εξώδικη διευθέτηση, αναφέρει ότι αυτές δεν κατέληξαν, γι’ αυτό και δεν υπεγράφη το προσχέδιο συμφωνίας που είχε ετοιμαστεί.

Τα μέρη κατέθεσαν γραπτώς αγορεύσεις υποστηρίζοντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Ο Αιτητής υποστηρίζει ουσιαστικά και με αναφορά σε αγγλικές αποφάσεις ότι δεν δύναντο οι Καθ’ ων η αίτηση να προχωρήσουν σε επίδοση εκτός δικαιοδοσίας με υποκατάστατη επίδοση, εκτός και αν καταδείκνυαν καλό λόγο, με την πιθανή καθυστέρηση να μην αποτελεί τέτοιο. Δεν αμφισβητεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εκδικάσει τη διαφορά μεταξύ των μερών, αλλά τη δικαιοδοσία που ανέλαβε το Δικαστήριο έναντι του Αιτητή, με το διάταγμα ημερομηνίας 22/2/2024. Οι Καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι υπάρχουν σύγχρονα μέσα τα οποία επιτρέπουν την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας σε σύντομο χρόνο και όχι με τις αναχρονιστικές μεθόδους, ως η Σύμβασης της Χάγης ορίζει.

Αρχικά δεν συμφωνώ με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν αποκάλυψαν πλήρως ουσιώδη στοιχεία. Εκείνο που αποκαλύπτεται από το Τεκμήριο 3 είναι μια ημιτελής προσπάθεια διευθέτησης μεταξύ των μερών. Κατά την προσπάθεια αυτή οι Καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν να απαλλάξουν τον Αιτητή, αφού ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν κατά τον χρόνο της αλληλογραφίας μέρος συγκεκριμένου Ομίλου, χωρίς να γίνεται όμως αναφορά στον επίδικο χρόνο. Και όλα αυτά νοουμένου ότι θα υπογραφόταν σχετική συμφωνία διευθέτησης. Τέτοια συμφωνία δεν προκύπτει να υπεγράφη, ενώ από την όλη αλληλογραφία του Τεκμηρίου 3, ενδυναμώνεται η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι υπάρχει οφειλόμενο υπόλοιπο δυνάμει των υπηρεσιών που παρείχαν και προς τούτο γινόταν προσπάθεια διευθέτησης.

Βάση του επιχειρήματος του Αιτητή αποτελούν οι πρόνοιες του Κανονισμού 6.10 (3) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Εκεί αναφέρεται ότι:

«Όταν δίδεται άδεια από το δικαστήριο για επίδοση εντύπου απαίτησης σε ξένη χώρα με την οποία ισχύει ή θα ισχύει σύμβαση με την Κυπριακή Δημοκρατία σε σχέση με τέτοια επίδοση, τότε εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία, τηρουμένων τυχόν ειδικών προνοιών της Σύμβασης»

Στη κείμενο που έπεται του ανωτέρω Κανονισμού περιγράφεται μια εκτενής διαδικασία η οποία λαμβάνει χώρα, με υποβολή σχετικών εγγράφων, καταβολή τελών και άλλα διαβήματα που λαμβάνουν χώρα από κυβερνητικές υπηρεσίες (Κανονισμοί 6.10 (4) έως (8)). Εγείρει ο Αιτητής ότι από τη στιγμή που δεν δόθηκε καλός λόγος για τη μη τήρηση της εν λόγω διαδικασίας και της Σύμβασης της Χάγης, ενώ εκδόθηκε διαταγή υποκατάστατης επίδοσης, η σχετική διαταγή πάσχει.

Οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι δίδετο ευχέρεια εφαρμογής του Κανονισμού 6.13, ήτοι της επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας μέσω υποκατάστατης επίδοσης. Παρατηρείται όμως ότι ο ως άνω Κανονισμός δεν εφαρμόζεται όταν η επίδοση γίνεται εκτός δικαιοδοσίας. Το ίδιο το κείμενο του Κανονισμού 6.13, αναφέρει ότι:

 «Σε κάθε περίπτωση που ήθελε φανεί στο δικαστήριο ότι λόγω οποιασδήποτε αιτίας δεν είναι εφικτό να επιτευχθεί εγκαίρως επίδοση με τον τρόπο με τον οποίο προβλέπεται στις Ενότητες ΙΙ ή ΙΙΙ του παρόντος Μέρους»

Ο ίδιος ο Κανονισμός δηλαδή περιορίζει την ισχύ του σε άλλες ενότητες και όχι στην Ενότητα ΙV, η οποία αφορά την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Με αυτό τον τρόπο οι πρόνοιες του Κανονισμού 6.13, δεν δύνανται να έχουν ισχύ σε επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, αφού ο ίδιος ο Κανονισμός καθορίζει περιοριστικά σε ποιες περιστάσεις έχει εφαρμογή, με τη διαδικασία της επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας, δεν είναι μια από αυτές.

Είναι άλλωστε λογικό, να υπάρχουν αυστηρές διαδικασίες για να επιτευχθεί η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, αφού όπως έχει νομολογηθεί «υπάρχουν αυτοπεριορισμοί στη διεθνή δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων, που πηγάζουν από την αβρότητα από την οποία πρέπει να διαπνέονται οι διεθνείς σχέσεις, αλλά κυρίως το σεβασμό της κυριαρχίας των ξένων κρατών»[1]. Οι κανόνες που τίθενται τόσο δικονομικά όσο και στη Σύμβαση της Χάγης, σκοπό έχουν να διασφαλίσουν με ποιο τρόπο δύναται να γίνει επέμβαση στην κυριαρχία άλλου κράτους, για να επιδοθεί έγγραφο σε πολίτη που διαμένει εκεί. Δεν αποτελούν τυπολατρικό ή παρελκυστικό διάβημα, αλλά τον τρόπο με τον οποίο διασφαλίζεται ότι θα τηρηθούν οι διεθνείς συμφωνίες και η αβρότητα μεταξύ των κρατών. Εν προκειμένω, δε, οι ίδιοι οι Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν, και συμφωνώ, ότι υπήρχε ευχέρεια να επιτευχθεί επίδοση μέσω της Σύμβασης της Χάγης, με ταχυμεταφορά, δηλαδή ήταν εφικτή η χωρίς χρονοτριβή επίδοση, έστω με τα όσα ορίζονται στη Σύμβαση. Είναι άλλωστε παραδεκτό ότι η Σύμβαση της Χάγης ισχύει για Αγγλία και Κύπρο, ενώ από το κείμενο του Νόμου 40/1982, προκύπτει η υποχρέωση εφαρμογής της εν λόγω Σύμβασης.

Στην απόφαση Knauf UK GmbH v British Gypsum Ltd & Anor [2001] EWCA Civ 1570 (24 October 2001) αποφασίστηκε ότι:

«It may be necessary to make exceptional orders for service by an alternative method where there is "good reason": but a consideration of what is common ground as to the primary method for service of English process in Germany suggests that a mere desire for speed is unlikely to amount to good reason, for else, since claimants nearly always desire speed, the alternative method would become the primary way.»

Σχετική είναι και η SMO (a child) v Tiktok Inc and others, [2022] All ER (D) 29 (Mar), στην οποία αναφέρεται ότι:

«On its own, delay caused by the requirement to serve a claim form on a defendant in compliance with the Hague Convention could not justify bypassing its requirements by the simple expedient of an alternative service order. A litigant had to recognise that, factor in the potential delay and prosecute his litigation accordingly.»

Ακόμα στην Punjab National Bank (International) Ltd v Srinivasan and others [2019] EWHC 3495 (Ch) τονίστηκε ότι:

«permission to permit service by alternative means in a Hague Service Convention case should only be permitted if exceptional circumstances existed.»

Είναι σαφές δηλαδή και στην Αγγλική νομολογία ότι η ταχύτητα στην επίδοση της Απαίτησης, δεν αποτελεί καλό λόγο και δη λόγο για τον οποίο να μην τύχει εφαρμογής η Σύμβαση της Χάγης. Ακόμα και στο Ηνωμένο Βασίλειο, δηλαδή, όπου οι σε ισχύ δικονομικοί κανόνες έχουν καθιερωθεί και φρονώ ότι είναι ελαστικότεροι, απαιτούνται εξαιρετικές περιστάσεις για να υποσκελιστεί η Σύμβαση της Χάγης και να επιτευχθεί επίδοση εκτός δικαιοδοσίας με άλλους τρόπους.

Παρά ταύτα πράγματι στη βάση της Σύμβασης της Χάγης μπορεί να γίνει επίδοση μέσω ταχυμεταφοράς όταν το κράτος προορισμού δεν ενίσταται στο συγκεκριμένο τρόπο επίδοσης[2]. Όπως αναφέρεται και στην αγόρευση των Καθ’ ων η αίτηση, η Αγγλία δεν αποκλείει αυτό τον τρόπο επίδοσης. Πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση η επίδοση μέσω ταχυμεταφοράς δεν διατάχθηκε στη βάση της Σύμβασης της Χάγης, αλλά στο πλαίσιο υποκατάστατης επίδοσης, ως το διάταγμα του Δικαστηρίου σαφώς καταγράφει. Η ίδια η Σύμβαση της Χάγης δεν περιλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας των Καθ’ ων η αίτηση, ούτε καταδείχθηκε ότι εφαρμόστηκαν τα όσα ορίζονται στους επόμενους Κανονισμούς 6.10 (4) έως (10).

Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα αν μπορεί να θεραπευτεί αυτό το δικονομικό ατόπημα, της επίκλησης υποκατάστατης επίδοσης παρά της Σύμβασης της Χάγης, από τη στιγμή που η μέθοδος, ο τρόπος επίδοσης που διατάχθηκε και τελικώς έλαβε χώρα, επιτρέπεται από την εν λόγω Σύμβαση. Σχετικός είναι ο Κανονισμός 3.8 στον οποίο αναφέρονται τα ακόλουθα:

«(1) Όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα, όπως παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό:

(α) το σφάλμα δεν ακυρώνει οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία εκτός αν κάτι τέτοιο διαταχθεί από το δικαστήριο∙ και

(β) το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.

(2) Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα ακύρωσης οποιουδήποτε βήματος εκτός αν ικανοποιηθεί ότι:

(α) το διαδικαστικό σφάλμα ήταν σοβαρό∙ και

(β) τέτοιο διάταγμα είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό.»

Στην Αγγλία ο σχετικός Κανονισμός 3.10, αν και με διαφορετικό λεκτικό κινείται στο ίδιο πνεύμα διόρθωσης ή μη ακύρωσης της διαδικασίας λόγω διαδικαστικών λαθών. Στο Civil Procedure του White Book Service, 2017, par. 3.10.2 αναφέρεται ότι:

«In many cases the way in which the discretion is exercised will depend in whether it appears that the other parties have suffered prejudice as consequence of the error but the rule gives the court the widest possible discretion and the court can look at all the circumstances. »

Στην Integral Petroleum SA v SCU-Finanz AG [2014] EWHC 702 (Comm), ως τέτοιο διαδικαστικό λάθος κρίθηκε η επίδοση με ηλεκτρονικό μήνυμα, με το εξής λεκτικό:

«Returning to the facts of the instant case, in my view the error of procedure in serving the Particulars of Claim by e-mail was a failure to comply with a rule or practice direction which falls within CPR 3.10.»

Στην Pantheon International Advisors Ltd v Co-Diagnostics Inc, [2023] EWHC 1984 (KB) επετράπη αναδρομικά τελεσθείσα επίδοση εκτός δικαιοδοσίας μέσω της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου όπως την παρέχει ο Κανονισμός 3.10. Αναλόγως στην Phillips and another (suing as administrators of the estate of Michailidis) v Symes and others [2008] UKHL 1, το Δικαστήριο ασκώντας τις εξουσίες του δυνάμει του Κανονισμού 3.10 θεώρησε ότι η απαίτηση είχε επιδοθεί δεόντως στους Εναγόμενους, παρά τα διαδικαστικά σφάλματα, τα οποία είχαν λάβει χώρα κατά την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι:

Α. Η μέθοδος με την οποία πραγματοποιήθηκε η επίδοση στον Αιτητή περιλαμβάνεται στους τρόπους που ορίζει η Σύμβαση της Χάγης, έστω και αν η επίδοση δεν διατάχθηκε με βάση τη Σύμβαση.

Β. Το Δικαστήριο πέραν της έκδοσης διατάγματος επίδοσης με ταχυμεταφορά, επαναλαμβάνω μέσου που νομολογιακά κρίθηκε ότι συνάδει με τις πρόνοιες της Σύμβασης της Χάγης, διέταξε και επιτεύχθηκε επίδοση και με ηλεκτρονικό μήνυμα.

Γ. Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν προς επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, τελεσφόρησαν και η επίδοση επιτεύχθηκε με αμφότερα. Δηλαδή επιτεύχθηκε η λήψη γνώσης από τον Αιτητή, παρά την παράλειψη αναφοράς στη σχετική σύμβαση και την μη τήρηση των διαδικαστικών ζητημάτων, όπως ορίζονται στους σχετικούς Κανονισμούς.

Δ. Ο πρωταρχικός σκοπός επιτάσσει τη διασφάλιση ταχείας και με αναλογικό κόστος διαδικασίας, κάτι που δεν θα επιτευχθεί με τυχόν επιτυχία της Αίτησης. Το αντίθετο μάλιστα. Οι Καθ’ ων η αίτηση, θα κληθούν να υποβάλουν εκ νέου αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσία, ώστε να επιδώσουν στον Αιτητή, ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο που επέδωσαν αρχικώς.

Ε. Κανένα δικαίωμα του Αιτητή δεν παραβλάπτεται ή παραβιάζεται. Τουναντίον ο ίδιος έλαβε δεόντως γνώση της εναντίον του Απαίτησης, ενώ με τα διατάγματα που επιζητεί η διαδικασία θα επιβαρυνθεί με έξοδα και θα καταστεί χρονοβόρα. Αν επιτύχει η αίτηση του θα επανέλθουμε στο σημείο που είμαστε σήμερα, αφού λάβουν χώρα περιττές διαδικασίες, οι οποίες θα επιδιώκουν ουσιαστικά το ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι την λήψη γνώσης του Αιτητή για την αγωγή, με τα ίδια μέσα που έχει ήδη τελεσφορήσει η επίδοση.

Στ. Όπως φαίνεται και στην αγγλική νομολογία σκοπός των προνοιών του Κανονισμού 3.8 είναι η διόρθωση διαδικαστικών σφαλμάτων και το σφάλμα εν προκειμένω, δεν μπορεί παρά να κριθεί ως διαδικαστικό. Στον ως άνω Κανονισμό προνοείται ρητά ότι δεν ακυρώνεται διάβημα που έχει ληφθεί, παρά μόνο αν το διαδικαστικό σφάλμα είναι σοβαρό και είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Εδώ, ως εμφαίνεται και παραπάνω, δεν προκύπτει σοβαρό διαδικαστικό σφάλμα, ενώ το συμφέρον της δικαιοσύνης, κάθε άλλο παρά επιτάσσει την ακύρωση της διαδικασίας, ως ο Αιτητής αξιώνει.

Στη βάση των πιο πάνω, το σφάλμα των Καθ’ ων η αίτηση να μην ζητήσουν την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας μέσω της Συμβάσεως της Χάγης, κρίνεται ως διαδικαστικό και συνακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται. Ούτε  προκύπτει ανάγκη εξέτασης του αιτητικού (Α) του Αιτητή, αφού στη βάση του Κανονισμού 12.7 μετά το ανωτέρω αποτέλεσμα της Αίτησης το σημείωμα εμφάνισης του παύει να ισχύει και δύναται να καταχωρήσει πρόσθετο σημείωμα εμφάνισης εντός 14 ημερών.

Όσον αφορά τα έξοδα καταδεικνύεται λόγος παρέκκλισης από το γενικό κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας. Έχει ήδη διαπιστωθεί ότι οι Καθ’ ων η αίτηση έχουν προβεί σε διαδικαστικό σφάλμα. Αυτό το σφάλμα επεσήμανε ο Αιτητής και προς τούτο καταχώρησε την υπό εξέταση αίτηση. Κρίνω δικαιότερο, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα της αίτησης και τη συμπεριφορά των μερών, η κάθε πλευρά να επωμιστεί έξοδα της.

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 



[1] Jive Maritime Ltd v Sea Power Marine S.A.A. [2001]1(Γ) Α.Α.Δ.1951 και Bunkernet Ltd ν. PNO Shipmanagement Ltd και Άλλων [2014] 1 ΑΑΔ 609, ECLI:CY:AD:2014:D190

[2] Kean Soft Drinks Ltd ν. Safmarine Container Lines NV και Άλλων [2001] 1 ΑΑΔ 1784


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο