Άριστου Λαζάρου ν. Αθηνάς Σφήκα κ.α., Αρ. Αγωγής: 641/2024, 2/4/2025
print
Τίτλος:
Άριστου Λαζάρου ν. Αθηνάς Σφήκα κ.α., Αρ. Αγωγής: 641/2024, 2/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Α. ΛΟΥΚΑ, Ε.Δ.

                                                            Αρ. Αγωγής: 641/2024

Μεταξύ:

 

Άριστου Λαζάρου

 

Ενάγοντα

-και-

 

1.    Αθηνάς Σφήκα

2.    Γιώργου Σφήκα

 

Εναγόμενων

 

Αίτηση ημ. 6/9/2024

 

Ημερομηνία: 2/4/2025

 

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενους Αιτητές: Χρίστος Παρασκευάς ΔΕΠΕ

Για Ενάγοντα Καθ’ ου η αίτηση: κα. Άντρεα-Μαρία Χριστοδουλίδου

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο Αιτητής με την υπό εξέταση αίτηση αξιώνει αναγνωριστικές δηλώσεις ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία και ότι υπάρχει δεδικασμένο αναφορικά με τα επίδικα ζητήματα, ενώ επιζητείται και ο παραμερισμός της Απαίτησης.

 

Δεδομένης της φύσης του αιτήματος απαιτείται η αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης του Καθ’ ου η αίτηση. Με αυτήν επιδιώκεται έκδοση απόφασης εναντίον των Αιτητών για ποσά €8.624 και €12.000. Αυτά τα ποσά, σύμφωνα πάντα με την Απαίτηση, τα κατέβαλε ο Καθ’ ου η αίτηση την 5/12/2006 και 27/7/2009 αντίστοιχα, στους Εναγόμενους και εκείνοι παρά τη συμφωνία τους δεν του τα επέστρεψαν. Ο Καθ’ ου η αίτηση στην Έκθεση Απαίτησης του παραδέχεται ότι ήταν σύζυγος της Αιτήτριας Εναγόμενης 1, ενώ ο γάμος τους λύθηκε την 14/11/2011. Το πρώτο ποσό το είχε καταβάλει σε ασφαλιστική εταιρεία εκ μέρους της Αιτήτριας Εναγόμενης 1, προκειμένου η τελευταία να τα επενδύσει σε ασφάλεια ή να τα εξαργυρώσει για αγορά ή επένδυση σε οροφοδιαμέρισμα. Το δεύτερο ποσό το κατέβαλε στον Αιτητή Εναγόμενο 2, πατέρα της Αιτήτριας Εναγόμενης 1, για να προβεί σε επένδυση σε διαμέρισμα, στο οποίο διαμένει η τελευταία. Υποστηρίζει ο Καθ’ ου η αίτηση ότι ήταν ρητός όρος της προφορικής συμφωνίας των μερών, η επιστροφή των ως άνω και μεγαλύτερου ποσού. Οι Αιτητές δεν του επέστρεψαν τα ποσά με αποτέλεσμα ο ίδιος να ζημιώσει και οι πρώτοι να πλουτίσουν αδικαιολογήτως.

 

Οι Αιτητές υποστηρίζουν ότι δικαιοδοσία και καθ’ ύλην αρμοδιότητα έχει και ανέλαβε το Οικογενειακό Δικαστήριο, ενώ μάλιστα λήφθηκε και σχετική απόφαση από το εν λόγω Δικαστήριο στην Αίτηση με αρ. 119/14. Με ένορκη δήλωση, η οποία υποστηρίζει την Αίτηση, η Αιτήτρια Εναγόμενη 1, αναφέρει ότι εκπροσωπεί και τον έτερο Εναγόμενο. Υποστηρίζει ότι στην Αίτηση Περιουσιακών Διαφορών με αρ. 119/14, ο Καθ’ ου η αίτηση ήγειρε ανταπαίτηση με την οποία ζητούσε δηλωτικές αποφάσεις ότι όλη η περιουσία που απέκτησε, συμπεριλαμβανομένης και της συζυγικής οικίας του ανήκουν εξ ολοκλήρου ή σε ποσό που θα αποφασίσει το εκεί Δικαστήριο. Τόσο στο δικόγραφο του όσο και στην μαρτυρία του στο Οικογενειακό Δικαστήριο ο Καθ’ ου η αίτηση ισχυρίστηκε ότι τα ποσά που αξιώνει με την εδώ Απαίτηση, θα έπρεπε να συνυπολογιστούν στη συνεισφορά του. Τελικά το ποσό αυτό δεν αποδόθηκε στον Καθ’ ου η αίτηση, με την τελική απόφαση στην αίτηση του Οικογενειακού Δικαστηρίου (Τεκμήριο 1), λόγω του ότι παρά τη δικογράφηση των ποσών αυτών, δεν τα αξίωνε με την ανταπαίτηση του. Η απόφαση αυτή δεν εφεσιβλήθηκε.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση εγείρει μια σειρά λόγων ένστασης. Κυριότεροι λόγοι ένστασης είναι ότι τα διάδικα μέρη είναι διαφορετικά στην παρούσα αγωγή από την αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο, δεν έγινε σχετικό εύρημα από το Οικογενειακό Δικαστήριο ώστε να υφίσταται δεδικασμένο, ενώ το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία εκδίκασης των επιδίκων. Εγείρεται επίσης ότι η Αιτήτρια Εναγόμενη 2, δεν επεσύναψε γραπτή εξουσιοδότηση του Αιτητή Εναγόμενου 1, ώστε να προβεί σε ένορκη δήλωση εκ μέρους του, ότι οι Αιτητές δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και ότι η αίτηση είναι νόμω αβάσιμη.

 

Στην ένορκη δήλωση του ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει ότι οι Αιτητές δεν αποκάλυψαν ουσιώδη γεγονότα στο Δικαστήριο, όπως το ότι εστάλησαν επιστολές ως το προδικαστικό πρωτόκολλο επιτάσσει από τον ίδιο πριν την καταχώρηση της αγωγής, ενώ οι Αιτητές απάντησαν εκπρόθεσμα (βλ. Τεκμήρια 2 έως 4). Ακόμα εγείρει ότι δεν περιλαμβάνονται στη νομική βάση των Αιτητών οι σχετικές πρόνοιες των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, αλλά και ότι δεν αναφέρεται κανένας λόγος για τον οποίο να μην καταχωρήσει ένορκη δήλωση και ο Αιτητής Εναγόμενος 2. Ως μόνο λόγο για την καταχώρηση της αίτησης θεωρεί την καθυστέρηση και συνακόλουθα την παραβίαση του δικαιώματος του σε δίκη σε σύντομο χρόνο.

 

Οι συνήγοροι των μερών κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις στις οποίες θα γίνει αναφορά όπου και αν κριθεί σκόπιμο.

 

Κατά προτεραιότητα θα εξεταστεί ο ισχυρισμός του Καθ’ ου η αίτηση για απόκρυψη γεγονότων από τους Αιτητές (λόγος έντασης αρ. 2). Η σχετική αρχή ορίζει ότι: δεν είναι η κάθε παράλειψη που οδηγεί στην ακύρωση διατάγματος ή κατ’ αναλογία στην αποτυχία αίτησης. Το γεγονός που δεν αποκαλύφθηκε πρέπει να είναι ουσιώδους σημασίας ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση[1].

 

Εν προκειμένω δεν προκύπτει η απόκρυψη του όποιου ουσιώδους στοιχείου, ώστε να κριθεί ότι οι Αιτητές δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρα. Τουναντίον οι ίδιοι οι Αιτητές αποκάλυψαν και επεσύναψαν την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, η οποία όπως υποστηρίζουν δημιουργεί δεδικασμένο. Μάλιστα η Αιτήτρια Εναγόμενη 1 στην ένορκη της δήλωση, αναφέρθηκε στο ακριβές σημείο της απόφασης, το οποίο ισχυρίζεται ότι αφορά την Απαίτηση. Η αλληλογραφία μεταξύ των μερών σε στάδιο πριν την καταχώρηση της Απαίτησης, δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο που θα έπρεπε να αποκαλυφθεί, αφού εκεί, στην αλληλογραφία, απλώς εγείρονται οι θέσεις των μερών, όπως εκτίθενται και στην ενώπιον μου διαδικασία. Δεν θα προσέθετε ούτε θα αφαιρούσε στην εικόνα του Δικαστηρίου, η ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των διαδίκων, σε σχέση με το επίδικο ζήτημα, ειδικά από τη στιγμή που οι ισχυρισμοί αυτοί τέθηκαν από τα μέρη στη διαδικασία. Τα ζητήματα που εγείρονται άλλωστε, ήτοι αυτό της δικαιοδοσίας και του δεδικασμένου, είναι καθαρά νομικά.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει τόσο με τους λόγους ένστασης του (λόγος έντασης αρ. 18) όσο και με την αγόρευση της δικηγόρου του, ότι η μη κατάθεση ένορκης δήλωσης, μαρτυρίας από τον Αιτητή Εναγόμενο 2, καθιστά την αίτηση θνησιγενή και απορριπτέα. Στηρίζει αυτό του το επιχείρημα στη Rybolovlev Dmitry και Άλλοι ν. Elena Rybolovleva [2010] 1 ΑΑΔ 82. Εκεί ο ομνύοντας, η ένορκη δήλωση του οποίου υποστήριζε την αίτηση δεν ήταν καν διάδικος. Αποφασίστηκε όμως ότι είχαν καταδειχθεί επαρκείς λόγοι που δικαιολογούσαν την μη καταχώρηση της ένορκης δήλωσης από την Αίτητρια. Στην υπό εξέταση αίτηση, τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά. Η ένορκη δήλωση γίνεται από διάδικο και δη την Αιτήτρια. Η ομνύουσα είναι το πρόσωπο που συμμετείχε, ήταν διάδικος και στη διαδικασία στο Οικογενειακό Δικαστήριο, συνεπώς είναι η ίδια που έχει άμεση, πρωτογενή γνώση των σχετικών γεγονότων. Αποκαλύπτει άλλωστε τα όσα κρίνει ότι μπορούν να στηρίξουν την αίτηση της, ενώ ο Αιτητής Εναγόμενος 2, είναι ο πατέρας της. Αυτός εκπροσωπείται από τους ίδιους δικηγόρους με την Αιτήτρια Εναγόμενη 1 και ρητώς η τελευταία αναφέρει στην ένορκη της δήλωση ότι είναι εξουσιοδοτημένη και από τον ίδιο για τα όσα αναφέρει στην ένορκη της δήλωση. Δεν προκύπτει δηλαδή το όποιοδήποτε ζήτημα με την μη καταχώρηση ένορκης δήλωσης από τον Αιτητή Εναγόμενο 2. Αντίθετη προσέγγιση, ως την υποστηρίζει ο Καθ’ ου η αίτηση, θα δημιουργούσε φαινόμενα σώρευσης ενόρκων δηλώσεων από διαφορετικούς αιτητές, στα οποία ουσιαστικά θα επαναλάμβαναν ο ένας τα λεγόμενα του άλλου. Θα δημιουργούσε ανούσια όγκο εγγράφων, χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει λόγος.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση εγείρει επίσης ότι δεν αναφέρονται στη νομική βάση της αίτησης τα σχετικά Μέρη των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Στη νομική βάση της αίτησης περιέχονται αναφορές σε Κανονισμούς των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Είναι αλήθεια ότι οι νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας, διαχωρίζονται σε Μέρη και όχι Κανονισμούς. Παρά ταύτα είναι εμφανές ότι η Αίτηση ως νομική βάση έχει τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, όπως εν συντομία αναφέρονται οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2023. Η αίτηση τιτλοφορείται στο σύστημα ijustice, ως αίτηση για αμφισβήτηση δικαιοδοσίας, όπως το Μέρος 12 των Κανονισμών ορίζει. Τούτη η πρόνοια περιέχεται στη νομική βάση. Η λανθασμένη ονομασία των σχετικών προνοιών, ενώ έγινε ορθή αναφορά στους Κανονισμούς και τα συγκεκριμένα Μέρη τους, δεν δύναται να αποστερήσει το δικαίωμα εξέτασης των ζητημάτων που η αίτηση εγείρει. Άλλωστε καμία σύγχυση δεν προκύπτει ότι δημιουργήθηκε στον Καθ’ ου η αίτηση, αφού στην ένσταση του θέτει τα συγκεκριμένα Μέρη των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας στη νομική του βάση και αναπτύσσει σχετικώς του ισχυρισμούς του.

 

Δεν έχει, δε, καταδειχθεί με συγκεκριμένη μαρτυρία, η όποια καταχρηστική ή έστω παρελκυστική συμπεριφορά των Αιτητών.

 

Ως προς την ουσία της Αίτησης, το Μέρος 12 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, ορίζει τη διαδικασία αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Εκεί καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

«(1) Εναγόμενος ο οποίος επιθυμεί:

(α) να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να εκδικάσει την απαίτηση· ή

(β) να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του,

δύναται να αιτηθεί από το δικαστήριο την έκδοση διατάγματος το οποίο να αναγνωρίζει ότι στερείται τέτοιας δικαιοδοσίας ή δεν θα πρέπει να ασκήσει οποιαδήποτε δικαιοδοσία δυνατόν να έχει…..

 

(6) Διάταγμα το οποίο περιέχει αναγνωριστική δήλωση ότι το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας ή ότι δεν μπορεί να ασκήσει τη δικαιοδοσία του μπορεί επίσης να περιέχει περαιτέρω πρόνοιες περιλαμβανομένων:

(α) παραμερισμού του εντύπου απαίτησης·

(β) παραμερισμού της επίδοσης εντύπου απαίτησης·

(γ) ακύρωσης οποιουδήποτε διατάγματος εκδίδεται πριν από την έγερση απαίτησης ή πριν από την επίδοση εντύπου απαίτησης·

(δ) αναστολής της διαδικασίας ή/και

(ε) μεταφοράς της διαδικασίας στο δικαστήριο, το οποίο έχει δικαιοδοσία στον βαθμό στον οποίο αυτό απαιτείται ή επιτρέπεται από νόμο ή κανονισμό.»

 

Το άρθρο 11(1)(ε) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990, Ν.23/90 παρέχει εξουσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο να εκδικάζει θέματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων. Ο όρος «περιουσιακές σχέσεις» ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του Νόμου ως «οι σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη περιουσία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο µε την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε µετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα µε τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991 έως 1999». Ο όρος «περιουσία» ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991, Ν.232/91 ως «κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους»[2].

 

Πρόθεση του νομοθέτη ήταν να εντάξει όλες ανεξαίρετα τις περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων σε σχέση με ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου, από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991-1999, στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το ποια είναι η βάση της αγωγής[3]. Ανεξαρτήτως του τρόπου διατύπωσης της θεραπείας ή των θεραπειών, το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία εκδίκασης μιας υπόθεσης εφόσον βεβαίως αυτή είναι οικογενειακής φύσεως. Κατοχή περιουσιακού στοιχείου από ένα των συζύγων στη βάση εμπιστεύματος δεν αποστερεί τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου[4]. Η καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου εξετάζεται και οριοθετείται από την έκθεση απαιτήσεως και από τα όποια αποδεκτά γεγονότα[5]. Η Απαίτηση και οι ένορκες δηλώσεις των μερών δηλαδή, αποτελούν τον οδηγό, ορίζουν το υπόβαθρο στη βάση του οποίου το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει το ζήτημα της δικαιοδοσίας.

Στην προκείμενη περίπτωση στην Απαίτηση του ο Καθ’ ου η αίτηση αναφέρει ότι ήταν σύζυγος της Αιτήτριας Εναγόμενης 1, ενώ όπως προκύπτει από την ενώπιον μου μαρτυρία τα ποσά τα κατέβαλε κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Το πρώτο ποσό των 5.000 ΛΚ (€8.624), το κατέβαλε στην ίδια ενώ αυτό των €12.000 στον πατέρα της. Το τελευταίο ποσό επενδύθηκε σε διαμέρισμα το οποίο κατέχει η ίδια η Αιτήτρια Εναγόμενη 1.

Τα ως άνω ποσά ο Καθ’ ου η αίτηση τα παρουσιάζει ως ποσά επένδυσης, τα οποία κατέβαλε στους Αιτητές, ενώ συμφώνησαν προφορικώς να του τα επιστρέψουν και παραβίασαν αυτή τη σύμβαση. Το περίβλημα, η αιτία αγωγής που ο Καθ’ ου η αίτηση εγείρει, δεν δύναται να αλλάξει την εικόνα που διαμορφώνεται από την Απαίτηση του και τη μαρτυρία που κατατέθηκε. Είναι, φρονώ, ξεκάθαρο ότι τα ποσά που κατέβαλε ο Καθ’ ου η αίτηση, αποτελούσαν αφενός περιουσία της Αιτήτριας Εναγόμενης 1, η οποία αποκτήθηκε κατά το γάμο και αφετέρου περιουσία στην οποία η τελευταία είχε δικαιώματα κατά το δίκαιο της επιείκειας. Εμπίπτουν δηλαδή οι αξιώσεις του αυτές εντός του όρου των περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων και άρα στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

Το ως άνω συμπέρασμα δεν μεταβάλλεται από την προσθήκη του Εναγόμενου 2, ως διάδικου. Όπως ορθά επισημαίνουν οι δικηγόροι των Αιτητών στην Περικλέους Iωάννης Xαραλάμπους ν. Mαρίας Παναγιώτου Eγγλέζου και Άλλης [2011] 1 ΑΑΔ 1015, αναφέρεται ότι:

«Όχι μόνο η αξίωση επί του περιουσιακού στοιχείου διέρχεται μέσα από την τεκμηρίωση της συνεισφοράς του αιτητή στην αύξηση της περιουσίας, αλλά και ευχερώς συνενώνεται το πρόσωπο το οποίο έχει το περιουσιακό αυτό στοιχείο στην κατοχή του, είτε νόμιμα είτε όχι, ώστε να αποδοθεί ολοκληρωμένα μέσα στην ίδια την αίτηση περιουσιακής διαφοράς, η πρέπουσα συνεισφορά και η απόδοση, διά της έκδοσης του αναγκαίου διατάγματος ή διαταγμάτων, πίσω στον συνεισφέροντα, του περιουσιακού στοιχείου ή της αξίας του.»

Αναλόγως και στην απόφαση Βαρνάβα Κούλλα Π. ν. Αντώνη Καλλιτσιώνη [2014] 1 ΑΑΔ 1271 αποφασίστηκε ότι ακόμα και σε κατοικία στην οποία συνεισέφερε πρόσωπο, η οποία δεν ήταν εγγεγραμμένη σε σύζυγο - διάδικο, αποτελούσε ζήτημα για το οποίο δικαιοδοσία έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο για να καταλήξει ότι:

«στην επαύξηση της περιουσίας των συζύγων είναι ορθό και δίκαιο να περιλαμβάνεται όχι μόνο η περιουσία που τους ανήκει (που είναι εγγεγραμμένη σ' αυτούς), αλλά και αυτή στην οποία δικαιούνται, κατά τους κανόνες της επιείκειας.»

Στη βάση των πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη ότι:

Α. Το ποσό των 5.000 ΛΚ (€8.624), είναι ποσό που ως ο ίδιος παραδέχεται κατέβαλε στην Εναγόμενη Αιτήτρια 1 κατά τη διάρκεια του γάμου τους, αυξάνοντας έτσι την περιουσία της.

Β. Το ποσό των €12.000 αποτέλεσε ποσό που ναι μεν το κατέβαλε στον Εναγόμενο Αιτητή 2, αλλά για τους σκοπούς διαμερίσματος το οποίος κατέχει, υπέχει δικαιώματα σε αυτό η Εναγόμενη Αιτήτρια 1.

Προκύπτει ότι αποκλειστική δικαιοδοσία εκδίκασης της Απαίτησης του Καθ’ ου η αίτηση έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο. Επομένως πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης αναγνωριστικής δήλωσης ως το αιτητικό Α της αίτησης.

Αναφορικά με το αιτητικό Β για αναγνωριστική δήλωση ως προς το δεδικασμένο, τέτοια δήλωση δεν δύναται να γίνει σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, ήτοι στο στάδιο της αμφισβήτησης δικαιοδοσίας. Δεν παρέχεται η σχετική ευχέρεια για έκδοση τέτοιου διατάγματος σε αυτή τη φάση της διαδικασίας ως το Μέρος 12 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας την ορίζει. Παρά ταύτα το ζήτημα του δεδικασμένου θα εξεταστεί, ώστε να καταλήξει το Δικαστήριο κατά πόσο θα εκδοθούν άλλα διατάγματα ως το Μέρος 12.6 προβλέπει και δη διάταγμα παραμερισμού της Απαίτησης, όπως οι Αιτητές αξιώνουν.

Η εφαρμογή του δεδικασμένου μπορεί να πάρει τη μορφή κωλύματος λόγω αιτίας αγωγής (cause of action estoppel) και κωλύματος που αφορά σε επίδικο θέμα (cause of issue estoppel)[6]. Προς αποφυγήν κατάχρησης του δικαιώματος προσφυγής στο Δικαστήρια, ο κανόνας του κωλύματος λόγω αιτίας αγωγής διευρύνθηκε για να καλύπτει όλες τις βάσεις αγωγής που ένας διάδικος θα μπορούσε να περιλάβει κατόπιν λογικής έρευνας στα δικόγραφα εκτός από εκείνες στις οποίες θεμελίωσε ήδη την απαίτηση του[7]. Ο κανόνας του δεδικασμένου και ειδικά το κριτήριο της ταύτισης των επίδικων θεμάτων, δεν εφαρμόζεται μόνο σε θέματα που είχαν εξεταστεί στην πρώτη διαδικασία, αλλά και σε κάθε θέμα που ήταν στενά συνυφασμένο με την πρώτη διαδικασία και το οποίο οι διάδικοι με λογική προσοχή θα μπορούσαν να είχαν εγείρει[8].

Η Κ.S.R. Commercio S.A. κ.ά. v. Bluecoral Navigation Ltd. [1995] 1 A.A.Δ. 309, υιοθετήθηκε σε σειρά μεταγενέστερης νομολογίας[9] και εκεί καταγράφονται τα ακόλουθα:

«Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματά του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση ή υπεράσπισή του δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ότι παραλείφθηκε. Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ' επιλογήν του διαδίκου και τη διαιώνισή τους. Έτσι η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα.»

Εν προκειμένω ο Καθ’ ου η αίτηση ήγειρε στην Αίτηση Περιουσιακών Διαφορών με αρ. 119/14 τα όσα περιέχονται στην εδώ Απαίτηση του. Αυτό που προκύπτει ξεκάθαρα στη σελίδα 27 της απόφασης στην εν λόγω αίτηση είναι ότι ο Καθ’ ου η αίτηση περιέλαβε στην Υπεράσπιση του τα εν λόγω ποσά, αλλά δεν τα απαίτησε ειδικώς, με αποτέλεσμα να μην του αποδοθούν. Επομένως ο Καθ’ ου η αίτηση δύνατο να αξιώσει τα εν λόγω ποσά στην διαδικασία ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αλλά δεν το έπραξε παρά τη σχετική δικογράφηση τους. Η καταχώρηση νέας απαίτησης, ώστε να αξιώσει, από άλλο Δικαστήριο, ποσά τα οποία δύνατο αλλά δεν αξίωσε στο πρώτο, σαφώς και δημιουργεί ζήτημα δεδικασμένου, ως η νομολογία πιο πάνω ορίζει.

Στη βάση των πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη ότι:

Α. Αποκλειστική δικαιοδοσία εκδίκασης της Απαίτησης έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο.

Β. Έχει ήδη αποφασίσει το Οικογενειακό Δικαστήριο για τις περιουσιακές διαφορές μεταξύ των μερών.

Γ. Ο Καθ’ ου η αιτηση ήγειρε σχετικούς ισχυρισμούς, αλλά δεν απαίτησε, αξίωσε, ως έκρινε το Οικογενειακό Δικαστήριο, τα ποσά που αξιώνει στην Απαίτηση του.

Κρίνεται ότι το Δικαστήριο οφείλει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, ως αυτή παρέχεται στο Μέρος 12.1 και 12.6 (α) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και εκδίδει διάταγμα με το οποίο αναγνωρίζει ότι στερείται δικαιοδοσίας εκδίκασης της Απαίτησης και εκδίδεται επίσης διάταγμα παραμερισμού του Εντύπου Απαίτησης.

Δεν προκύπτει λόγος τα έξοδα να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αίτησης. Επιδικάζονται έξοδα ύψους €1200 υπέρ των Εναγόμενων Αιτητών, ένα σετ, και εναντίον του Ενάγοντα Καθ’ ου η αίτηση, πληρωτέα αμέσως.

 

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητή



[1] Resola v. Χρίστου [1998] 1 A.A.Δ. 598

[2] Β. Π. Α. Ο. v. Α. Ο., Πολιτική Έφεση Αρ. E229/2016, 17/1/2024

[3] Φιλίππου v. Φιλίππου [2003] 1(Γ) Α.Α.Δ. 1343

[4] Ο.π.π. υποσημ. 2

[5] Κούρου v. Κόνου [2014] 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192

[6] Ηλιάδης & Σάντης, Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές (2 η έκδοση Hippasus Publishing, Λευκωσία 2016) σελ. 921,

[7] Ο.π.π. σελ. 922

[8] ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ v. ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε83/2019, 14/1/2025

[9] Βλ. Παπαμιχαήλ Χρίστος Μ. ν. Παμπόρης Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ [2009] 1 ΑΑΔ 563 και Κλεόπα v. Αντωνίου [2002] 1(Α) Α.Α.Δ. 58


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο