
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Αρ. Αγωγής:6949/2015
Μεταξύ:
Χριστάκης Τσίγκης
Ενάγοντας
-ν.-
1. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ
2. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου
3. Γενικός Εισαγγελέας Κύπρου
Εναγομένων
Ημερομηνία: 07 Φεβρουαρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα: κ. Οικονόμου
Για Εναγόμενη 1: κα Πολυβίου
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Απαίτηση
Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή, ο Ενάγοντας επιδιώκει την έκδοση απόφασης εναντίον της Εναγόμενης 1, τράπεζας[1] (στο εξής «η Εναγόμενη»), με την οποία να αναγνωρίζεται και/ή να διακηρύττεται ότι οι συμφωνίες απόκτησης (από αυτόν) χρηματοοικονομικών μέσων και/ή αξιών που εξέδωσε η τελευταία είναι άκυρες, καθότι, μεταξύ άλλων, συνάφθηκαν χωρίς την ελεύθερη και ανεξάρτητη βούληση και συναίνεση του και/ή λόγω απάτης και/ή δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή κατόπιν εξαναγκασμού και/ή παραπλάνησης και/ή ψυχικής πίεσης και/ή αθέμιτου επηρεασμού και/ή κατά παράβαση των νομικών και άλλων καθηκόντων της Εναγόμενης 1.
Είναι, στην ουσία, η δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα ότι, κατά τη συνομολόγηση των επίδικων συμφωνιών, η Εναγόμενη, μέσω των υπαλλήλων και/ή αντιπροσώπων και/ή εκπροσώπων της (στο εξής «οι υπάλληλοι της Εναγόμενης»), τον παραπλάνησε ως προς τη φύση και τα χαρακτηριστικά των αξιών της, που αποκτούσε, παρουσιάζοντας τες ως καταθέσεις τακτής προθεσμίας και ως ασφαλή επένδυση, αποκρύπτοντας του, τους κινδύνους που ελλόχευαν από την απόκτησή τους.
Δικογραφεί, επίσης, ότι, ουδέποτε επέδειξε ο ίδιος πρόθεση να αποκτήσει τις επίδικες αξίες και ότι ο μόνος λόγος που έπραξε τούτο ήταν γιατί οι υπάλληλοι της Εναγόμενης τον προσέγγισαν, ενημερώνοντας τον για τη δυνατότητα απόκτησης τους, ασκώντας σε αυτόν πίεση, αναδεικνύοντας μόνο τα θετικά χαρακτηριστικά τους και παρουσιάζοντας τις αξίες αυτές ως ιδανική και συμφέρουσα για τον ίδιο ενέργεια, ή οποία ήταν πλήρως ασφαλής και αποτελούσε ευκαιρία που δεν θα έπρεπε να χάσει.
Ειδικότερα, στη βάση πάντα των θέσεων του Ενάγοντα (ως αυτές αποκρυσταλλώθηκαν και μέσω της προσκομισθείσας μαρτυρίας), υπό τις πιο πάνω συνθήκες, τούτος απέκτησε το 2008, Χρεόγραφα 2013?2018, αξίας €85.430, τα οποία εκδόθηκαν από την Εναγόμενη, κατά το 2008 (στο εξής «τα Χρεόγραφα»). Το 2009, χρησιμοποιώντας το κεφάλαιο των Χρεογράφων, απέκτησε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου, τα οποία επίσης εξέδωσε η Εναγόμενη, ίσης αξίας, και δη €85.430 (στο εξής «τα ΜΑΚ»), και τέλος, το 2011, υπό τις πιο πάνω, πάντα, συνθήκες, χρησιμοποιώντας το κεφάλαιο που είχε επενδυμένο στα ΜΑΚ, καθώς επίσης ένα επιπρόσθετο ποσό €314.570, απέκτησε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου, τα οποία, επίσης, εξέδωσε η Εναγόμενη (στο εξής «τα ΜΑΕΚ»), συνολικής αξίας €400.000.
Είναι, εν προκειμένω, η δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα ότι με τον τρόπο που ενήργησαν οι υπάλληλοι της Εναγόμενης, στην ουσία, παρείχαν σε αυτόν επενδυτικές υπηρεσίες, χωρίς ωστόσο να ενεργήσουν ως επιτάσσουν οι πρόνοιες του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, Ν. 144(1)/2007 (στο εξής «ο Νόμος»). Συναφώς, είναι η θέση του Ενάγοντα ότι, μολονότι η Εναγόμενη παρείχε σε αυτόν επενδυτικές υπηρεσίες, εντούτοις δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τις πρόνοιες του Νόμου στον πάροχο των επενδυτικών υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να νομιμοποιείται να εγείρει την παρούσα αγωγή και να ζήτα τις σχετικές θεραπείες. Πάντα στη βάση των προνοιών του Νόμου, ο Ενάγοντας προβάλλει και τη θέση ότι η Εναγόμενη ενήργησε σε σύγκρουση συμφέροντος, αφού, από τη μια ενεργούσε ως η εκδότρια των επίδικων αξιών, τις οποίες έθετε προς πώληση προς ίδιο όφελος (για άντληση κεφαλαίων), ενώ από την άλλη, παρείχε επενδυτικές υπηρεσίες προς τα πρόσωπα που θα τις αποκτούσαν, των οποίων τα συμφέροντα θα έπρεπε να προστατεύσει, ενέργεια, που, ρητώς, απαγορεύεται από τον Νόμο.
Στη βάση των πιο πάνω δικογραφημένων θέσεων του, ο Ενάγοντας προβάλλει τη θέση ότι ο τρόπος δράσης της Εναγόμενης, μέσω των υπαλλήλων της, ισοδυναμεί και με απάτη, δόλο, ψευδείς παραστάσεις, εξαναγκασμό, παραπλάνηση, απόκρυψη και/ή μη αποκάλυψη ουσιωδών στοιχείων, άσκηση ψυχικής πίεσης, αθέμιτο επηρεασμό και παράβαση νόμιμων και άλλων καθηκόντων της.
Η Υπεράσπιση
Η Εναγόμενη, μέσω του δικογράφου της, απορρίπτει τα όσα της προσάπτει ο Ενάγοντας και προβάλλει τη θέση ότι, στη βάση των δεδομένων που περιβάλλουν την έκδοση και διάθεση όλων των αξιών της που απέκτησε ο πρώτος, δεν τυγχάνει εφαρμογή ο Νόμος, καθότι σε καμιά περίπτωση δεν παρείχε οποιεσδήποτε επενδυτικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων και των επενδυτικών συμβουλών, ως αυτές προβλέπονται στο Νόμο.
Προτάσσει, επιπροσθέτως, ότι, εν όψει του περιεχομένου των αιτήσεων που υπόγραψε ο Ενάγοντας για απόκτηση των αξιών της, τούτος κωλύεται από το να επικαλείται άγνοια της φύσης τους (των αξιών) και/ή των κινδύνων που ελλόχευαν με την απόκτησή τους και/ή ότι έτυχε οποιασδήποτε επενδυτική συμβουλής. Εν προκειμένω, η Εναγόμενη υποστηρίζει, δικογραφικώς, ότι ενήργησε σε πλήρη συμμόρφωση και εντός των επιταγών του Περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου, Ν.114(1)/2005 (στο εξής «ο Περί Ενημερωτικού Δελτίου Νόμος), οι πρόνοιες του οποίου τύγχαναν εφαρμογής.
Στη βάση των πιο πάνω θεωρήσεων, η Εναγόμενη δικογραφεί ότι καμιά ενέργεια των υπαλλήλων της δεν έγινε κατά παράβαση οποιουδήποτε Νόμου και ότι, εν όψει τούτου, ο Ενάγοντας δεν δικαιούται σε οποιαδήποτε θεραπεία.
Τέλος, είναι η επιπρόσθετη δικογραφημένη θέση της Εναγόμενης ότι ο Ενάγοντας, εν πάση περιπτώσει, δεν νομιμοποιείται να επικαλείται ότι υπέστη οποιαδήποτε οικονομική ζημιά, καθότι, ανεξαρτήτως των συνθηκών απόκτησης των αξιών της, εν όψει των γεγονότων του 2013 και της επακόλουθης απομείωσης των καταθέσεων των πελατών της, τούτοι, συμπεριλαμβανομένου και του Ενάγοντα, δεν έχουν, στην πραγματικότητα, υποστεί οποιαδήποτε ζημιά συνεπεία δικής της πράξης ή παράληψης.
Ακροαματική διαδικασία
Για σκοπούς απόδειξης της αγωγής, ενόρκως κατάθεσε μόνο ο Ενάγοντας, ενώ για σκοπούς αναχαίτησής της, από πλευράς της Εναγόμενης, κατέθεσε ο Σάββας Δημητριάδης, υπάλληλος της (στο εξής «ο Μ.Υ.1).
Παραδεκτά γεγονότα
Στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας οι δύο πλευρές προχώρησαν στην κατάθεση σωρείας παραδεκτών γεγονότων αλλά και εγγράφων, το περιεχόμενο των πλείστων εκ των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, με αποτέλεσμα τούτο να αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των μερών. Στη βάση των παραδεκτών ή αναντίλεκτων ή μη αμφισβητηθέντων γεγονότων, τα ακόλουθα αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των μερών.
Κατά το 2008, 2009 και 2011, η Εναγόμενη εξέδωσε προς το ευρύ κοινό, με σκοπό να αντλήσει κεφάλαια, τα Χρεόγραφα, τα ΜΑΚ, και τα ΜΑΕΚ, αντίστοιχα, όχι επί επαγγελματικής βάσης (αφού οι βασικές και κύριες εργασίες της είναι τραπεζικής υφής), αλλά στο πλαίσιο έκτακτων ενεργειών της με σκοπό την κεφαλαιακή της ενίσχυση. Στο πλαίσιο της έκδοσης και προσφοράς προς το κοινό των εν λόγω αξιών, η Εναγόμενη δεν λάμβανε οποιαδήποτε ειδική αμοιβή για την εκτέλεση των οδηγιών που της δίδονταν από τον όποιο πελάτη της επιθυμούσε να αποκτήσει τούτες, ούτε και διαμεσολαβούσε ώστε τρίτο πρόσωπο να πωλήσει τις εν λόγω αξίες προς αυτόν (τον πελάτη της), αφού εκδότης και πωλητής τους ήταν η ίδια. Ο Ενάγοντας, κατά τον Ιούλιο του 2008, υπέβαλε (υπογράφοντας) τυποποιημένη αίτηση, η οποία είχε ετοιμαστεί από την Εναγόμενη για σκοπούς απόκτησης Χρεογράφων αξίας €85.430, καταβάλλοντας το συγκεκριμένο ποσό στο ταμείο υποκαταστήματος της Εναγόμενης, αίτηση η οποία, ακολούθως, εξετάστηκε από την τελευταία και αφού έγινε δεκτή ο Ενάγοντας απέκτησε Χρεόγραφα της πρώτης, τέτοιας αξίας. Τον Ιούνιο του 2009, ο Ενάγοντας, υπογράφοντας νέα τυποποιημένη αίτηση, που, επίσης, ετοίμασε η Εναγόμενη, χρησιμοποιώντας το κεφάλαιο των Χρεογράφων (με τη σχετική συμφωνία απόκτησης τους να τερματίζεται, κοινή συναινέσει[2]), απέκτησε ΜΑΚ ίσης αξίας με την αξία των Χρεογράφων που κατείχε προηγουμένως (€85.430). Τον Μάιο του 2011, και αφού προηγουμένως ο Ενάγοντας συνομίλησε, σχετικώς, με τον Μ.Υ.1, υπέβαλε (υπέγραψε) δύο τυποποιημένες αιτήσεις, που, επίσης, ετοίμασε η Εναγόμενη για σκοπούς απόκτησης ΜΑΕΚ αξίας €400.000. Για σκοπούς καταβολής προς την Εναγόμενη του συγκεκριμένου ποσού, ο Ενάγοντας, με τη μία σχετική αίτησή του, χρησιμοποίησε, (α) το κεφάλαιο των ΜΑΚ που κατείχε τη δεδομένη στιγμή (€85.430- με τη σχετική συμφωνία απόκτησης τους (ΜΑΚ) να τερματίζεται, κοινή συναινέσει[3]), και με την άλλη σχετική αίτησή του, (β) μετέφερε κεφάλαια από άλλους λογαριασμούς που διατηρούσε σε άλλα τραπεζικά ιδρύματα, (γ) προέβη σε δανεισμό από την Εναγόμενη, και (δ) χρησιμοποίησε και ένα επιπρόσθετο ποσό από λογαριασμό παρατραβήγματος που διατηρούσε στην τελευταία (συνολικό ποσό €314,570). Στη συζήτηση που είχε με τον Μ.Υ.1, πριν την υποβολή (υπογραφή) των αιτήσεων για απόκτηση των ΜΑΕΚ, ο τελευταίος, σε ερώτηση του Ενάγοντα ως προς τη φύση και χαρακτηριστικά των αξιών αυτών, προμήθευσε τούτον με τον αριθμό τηλεφωνικού κέντρου εξυπηρέτησης, που λειτούργησε η Εναγόμενη τότε, με σκοπό να αποταθεί σε αυτό και να ενημερωθεί για αυτά. Ακολούθως, υπό συνθήκες που οι δύο πλευρές διαφωνούν, ο Ενάγοντας, ως ήδη σημειώθηκε, αντλώντας χρήματα από τις ως άνω πήγες, υπέβαλε τις σχετικές τυποποιημένες αιτήσεις (υπογράφοντας τες)[4], και αφού έτυχε έγκρισης από την Εναγόμενη, ο Ενάγοντας απέκτησε ΜΑΕΚ αξίας €400.000. Από το 2008, όταν και ο Ενάγοντας απέκτησε τα Χρεόγραφα, μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2011, όταν και ο Ενάγοντας κατείχε, πλέον, τα ΜΑΕΚ, αυτός απολάμβανε τον προνοούμενο, στις αξίες αυτές, εξαμηνιαίο τόκο, χωρίς ποτέ να αμφισβητήσει, είτε τη νομιμότητα των συμφωνιών απόκτησης τους, είτε τον τρόπο που εκτελούντο τούτες. Ο τόκος, για κάθε αξία που κατείχε ο Ενάγοντας, καταβαλλόταν από την Εναγόμενη ανά εξαμηνία και συγκεκριμένα κάθε Ιούνιο και Δεκέμβριο εκάστου έτους. Τελευταία φορά που καταβλήθηκε τόκος προς τον Ενάγοντα, ως κάτοχος των αξιών της Εναγόμενης, ήταν το Δεκέμβριο του 2011 στο πλαίσιο των ΜΑΕΚ. Τον Ιούνιο του 2012, όταν και αναμενόταν να καταβληθεί ο τόκος του πρώτου εξαμήνου του εν λόγω έτους για τα ΜΑΕΚ, η Εναγόμενη δεν κατέβαλε τούτον, έχοντας, ήδη, από τον προηγούμενο μήνα, εκδώσει σχετική ανακοίνωση. Στο άκουσμα της ανακοίνωσης αυτής, αλλά και ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι δεν καταβλήθηκε ο τόκος του πρώτου εξαμήνου του 2012, ο Ενάγοντας άρχισε να επισκέπτεται το υποκατάστημα της Εναγόμενης, στο οποίο διευθυντής ήταν ο Μ.Υ.1, και να αναζητεί εξηγήσεις ως προς τους λόγους που δεν καταβλήθηκε τούτος. Στο πλαίσιο των αναζητήσεων του αυτών, στις 24.08.2012, ετοίμασε επιστολή, την οποία και απέστειλε στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, μέσω της οποίας κατήγγειλε την Εναγόμενη, ότι τον εξαπάτησε, με αποτέλεσμα να μετατρέψει τις καταθέσεις του σε αξιόγραφα, χωρίς, αυτός να πληροί «το προφίλ θεσμικού επενδυτή» (Τεκμήριο 1.25»). Κατά το 2015, ανταλλάχθηκε μεταξύ των διαδίκων και/ή των δικηγόρων τους αλληλογραφία (Τεκμήρια 1.28 και 1.29). Ακολούθως, στις 31.12.2015, καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή. Στη βάση των πιο πάνω, αναντίλεκτων και/ή παραδεκτών γεγονότων, προβαίνω, από αυτό το στάδιο, σε ανάλογα ευρήματα.
Συνοπτική παράθεση της μαρτυρίας
Ενάγοντας
Μέσω του Εγγράφου Α1 (γραπτής δήλωσής του)[5], το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε, αναφέρει ότι το 2008 δεν είχε οποιεσδήποτε ιδιαίτερες επαφές με την Εναγόμενη, πέραν από δύο λογαριασμούς που διατηρούσε σε αυτή, ο ένας σε σχέση με πιστωτική κάρτα και ο άλλος για σκοπούς κατοχής βιβλιαρίου επιταγών. Ήταν, στην ουσία, πελάτης Συνεργατικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων και συγκεκριμένα των χωριών Ακάκι και Αστρομερίτη. Είχε, δε, από πριν, δανειοδοτηθεί από τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Στέγης και τη Σ.Π.Ε Αστρομερίτη (στεγαστικά δάνεια) για το συνολικό ποσό των Λιρών Κύπρου 160.000 (Λ.Κ. 80.000 από έκαστο ίδρυμα). Δανειοδοτήθηκε και από τη Σ.Π.Ε Ακακίου για Λίρες Κύπρου 40.000. Κατά τα λοιπά, τόσο ο ίδιος, όσο και η σύζυγός του, διατηρούσαν διάφορους, κυρίως, τρεχούμενους λογαριασμούς σε άλλα τραπεζικά ιδρύματα, πλην της Εναγόμενης.
Η κυρίως σχέση του με την τελευταία άρχισε περί το 2007, όταν ο τότε διευθυντής του υποκαταστήματος της στο Ακάκι, ο οποίος ήταν προσωπικός του φίλος και συγχωριανός, τον έπεισε να δανειοδοτηθεί από αυτή (στεγαστικό δάνειο), για σκοπούς εξόφλησης των τριών δανείων του (στα ανωτέρω, άλλα, τραπεζικά ιδρύματα), με πιο συμφέροντες, από τους προβλεπόμενους στις συμφωνίες του με τα άλλα ιδρύματα, όρους. Αφού πείστηκε με τα όσα του ανάφερε ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Εναγόμενης, προχώρησε στην συνομολόγηση σύμβασης στεγαστικού δανείου με αυτή, για το ποσό των Λιρών Κύπρου 180.000 και με μηνιαία δόση αποπληρωμής Λίρες Κύπρου 1.056,24, δόση η οποία ήταν πιο ψηλή από τον μηνιαίο μισθό του, εν γνώση των υπαλλήλων της Εναγόμενης. Αποδέχθηκε, ωστόσο, να προβεί στο συγκεκριμένο δανεισμό, καθότι είχε έσοδα από γραμμάτια που διατηρούσε σε άλλα τραπεζικά ιδρύματα, αλλά και τύγχανε σχετικής οικονομικής βοήθειας από τον πατέρα του σε κάποιες περιπτώσεις.
Περί το 2008, και αφού, στο μεταξύ, ο εν προκειμένω διευθυντής του υποκαταστήματος της Εναγόμενης έτυχε ευρύτερης ενημέρωσης για την οικονομική του (του Ενάγοντα) κατάσταση, και ειδικότερα της διατήρησης των γραμμάτιων, αλλά και άλλων καταθετικών λογαριασμών σε άλλα τραπεζικά ιδρύματα, άρχισε να τον παροτρύνει όπως μεταφέρει τις καταθέσεις του στην Εναγόμενη, πράγμα το οποίο έπραξε περί τις 18.06.2008, μεταφέροντας προς τούτο το ποσό €220.000. Ωστόσο, κατόπιν, μετέπειτα, συζητήσεων που είχε με τους λειτουργούς των Συνεργατικών Ιδρυμάτων, στα οποία διατηρούσε τα χρήματά του, μετάνιωσε για την ενέργεια του αυτή και επαναμετάφερε τα χρήματά του πίσω στα Συνεργατικά Ιδρύματα.
Ακριβώς μετά την ενέργεια του αυτή, ο εν προκειμένω διευθυντής του υποκαταστήματος της Εναγόμενης, άρχισε να τον πιέζει όπως μεταφέρει ότι χρήματα διατηρούσε σε άλλα Τραπεζικά Ιδρύματα, ώστε να τα μετατρέψει σε «καταθετικό σχέδιο χρεόγραφα». Ερωτηθείς ο διευθυντής αυτός ως προς το σε τι αφορούν τα εν λόγω Χρεόγραφα, απάντησε στον Ενάγοντα ότι επρόκειτο για τύπο γραμμάτιου, με πιο ψηλό επιτόκιο, το οποίο θα του επέτρεπε να αποπληρώνει πιο άνετα τη δόση του στεγαστικού δανείου του. Επειδή ο Ενάγοντας δεν ενήργησε ως η εισήγηση του, ο εν λόγω διευθυντής συνέχισε να τον επισκέπτεται στο σπίτι του και να πιέζει τον ίδιο και τη σύζυγό του σχετικώς. Στο πλαίσιο των πιέσεων αυτών, ο εν λόγω διευθυντής τους ανάφερε ότι τα Χρεόγραφα αποτελούσαν «κατάθεση», με εξασφαλισμένο επιτόκιο, το οποίο θα ήταν σταθερό στα 7,5% ετησίως. Όταν ο Ενάγοντας και η σύζυγός του, του ζήτησαν να τους συμβουλέψει πώς να πράξουν, καθότι δεν γνώριζαν τι είναι τα Χρεόγραφα, ο εν λόγω διευθυντής τους καθησύχασε λέγοντας του «μεν φοάστε τίποτε η υπόθεση είναι κουγκρί».
Στη βάση των πιο πάνω αναφορών και ενεργειών του διευθυντή της Εναγόμενης, πείστηκαν να αγοράσουν Χρεόγραφα αξίας €85.430 (Λ.Κ.50.000), πλην όμως, επειδή δεν επιθυμούσαν να μεταφέρουν τις καταθέσεις τους από τα Συνεργατικά Ιδρύματα, απέσυραν το εν λόγω ποσό από λογαριασμό παρατραβήγματος που διατηρούσαν σε αυτά και τα κατέθεσαν στη νέα μορφή κατάθεσης (Χρεόγραφα) της Εναγόμενης, που τους εισηγήθηκε ο διευθυντής της τελευταίας, με σκοπό να απολαμβάνουν το αυξημένο επιτόκιο, κάτι που θα τους επέτρεπε, αφενός να αποπληρώσουν πιο εύκολα τον δανεισμό τους, αλλά και να καλύψουν, σιγά – σιγά, το παρατράβηγμα που έλαβαν από τα Συνεργατικά Ιδρύματα.
Παρεμβάλλω, στο σημείο αυτό ότι, για κάθε ενέργεια που ο Ενάγοντας επικαλείται ότι προέβη για άνοιγμα ή διατήρηση λογαριασμών στα διάφορα Τραπεζικά Ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Εναγόμενης, ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν κατατεθεί, ως μέρος των παραδεκτών εγγράφων, σχετικά τεκμήρια.
Επανερχόμενος στη μαρτυρία του Ενάγοντα, τούτος ισχυρίστηκε ότι, στο πλαίσιο των συζητήσεων του με τον εν λόγω διευθυντή της Εναγόμενης, για σκοπούς απόκτησης των Χρεογράφων, στις 29.07.2008, του υπέδειξε κάποια έγγραφα, τα οποία συμπλήρωσε ο ίδιος (ο διευθυντής), τα οποία του ζήτησε να υπογράψει για να τα αποκτήσει. Σε αναφορά του Ενάγοντα ότι είναι αγράμματος και δεν κατανοεί το περιεχόμενό των εν λόγω εγγράφων, ο εν λόγω διευθυντής του ανέφερε «μην έχεις καμιά έννοια, είναι τυπικά, ξέρουμε σε τόσα χρόνια και σου λέμε να κάνεις μια καλή κατάθεση». Στη βάση των δεδομένων αυτών, ο Ενάγοντας υπέγραψε τα έγγραφα, και έκτοτε, κάθε έξι μήνες, λάμβανε κανονικά τους τόκους των Χρεογράφων, τους οποίους και κατέθετε ως δόση στο στεγαστικό του δάνειο. Μέρος των δανειακών του υποχρεώσεων, καλυπτόταν και από τον μισθό του, αλλά και από το επιτόκιο που απολάμβανε από τις καταθέσεις/γραμμάτια που διατηρούσε στα Συνεργατικά Ιδρύματα.
Περί τον Ιούνιο του 2009, έλαβε στην οικία του ένα ταχυδρομικό φάκελο, ο οποίος περιείχε επιστολή της Eναγόμενης, ημερομηνίας 01.06.2009. Επειδή δεν κατανοούσε την εν λόγω επιστολή, τη μετέφερε στο υποκατάστημα της Εναγόμενης στον Άγιο Δομέτιο (κοντά στην εργασία του), ώστε να του εξηγήσουν σε τι αφορούσε, ενέργεια που συνήθιζε να πράττει πάντα όταν λάμβανε επιστολές τραπεζών. Κατά την εκεί επίσκεψη του, υπάλληλος της Εναγόμενης του ανέφερε ότι πρόκειται για τυπική επιστολή και ότι αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι το όνομα της κατάθεσης των Χρεογράφων, που διατηρούσε, άλλαζε και θα μετονομαζόταν σε «αξιόγραφα», και σε ερώτηση του εάν πρέπει να γνωρίζει κάτι άλλο, ο εν λόγω υπάλληλος της Εναγόμενης του ανέφερε ότι η αποστολή της επιστολής αυτής έγινε για τυπικούς λόγους. Ακολούθως, του υπέδειξε ένα συγκεκριμένο σημείο ώστε να υπογράψει για να γίνει η συγκεκριμένη αλλαγή του ονόματος της κατάθεσης, πράγμα το οποίο και έπραξε. Ένας από τους λόγους που έπραξε τούτο, χωρίς να αναζητήσει οποιαδήποτε άλλη πληροφορία, ήταν και η απόλυτη εμπιστοσύνη που είχε στους υπαλλήλους της Εναγόμενης, τόσο στο υποκατάστημα Ακακίου, στο οποίο χωριό διαμένει με τη σύζυγό του, όσο και στο υποκατάστημα Αγίου Δομέτιου, που βρισκόταν πολύ κοντά στον χώρο εργασίας του.
Πάντα κατά τον Ενάγοντα, μέχρι και το 2011, η συνεργασία του με την Εναγόμενη ήταν ομαλή. Σε κάποιο στάδιο, κατά το εν λόγω έτος, στο υποκατάστημα της Εναγόμενης στον Άγιο Δομέτιο, τον προσέγγισε συγκεκριμένη υπάλληλος της Εναγόμενης και του ανέφερε ότι υπάρχει ένα νέο σχέδιο με πολύ καλύτερο επιτόκιο, δηλαδή 6,5% αντί για 5,5%, που απολάμβανε, τη δεδομένη στιγμή, από την προηγούμενη «κατάθεση» που είχε, δηλαδή τα ΜΑΚ, τα οποία, αν και, αρχικώς, προέβλεπαν για επιτόκιο 7,5%, κατά το 2011, όταν και συνομίλησε με την εν λόγω υπάλληλο της Εναγόμενης 1, το επιτόκιο τους είχε μειωθεί κατά δύο μονάδες. Του ανάφερε, ακόμα, ότι, το επιτόκιο αυτού του σχεδίου είναι πολύ καλύτερο από το επιτόκιο που λάμβανε ήδη από τις λοιπές καταθέσεις του, που διατηρούσε στα διάφορα άλλα πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης του είπε ότι, τόσο το κεφάλαιο που θα επενδύσει στο νέο αυτό σχέδιο, όσο και ο τόκος που προνοείται σε αυτό, είναι απόλυτα εξασφαλισμένα και θα έπρεπε, ως καλός πελάτης της Εναγόμενης, να προχωρήσει με το νέο σχέδιο.
Ο Ενάγοντας, λόγω του γεγονότος ότι δεν γνώριζε πολύ καλά την εν λόγω υπάλληλο δεν έδωσε σημασία στα λεγόμενα της. Όταν σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο, πάντα κατά το 2011, επισκέφτηκε το υποκατάστημα της Εναγόμενης στο Ακάκι, τον χαιρέτησε ο Μ.Υ.1, στον οποίο και ανέφερε τα όσα του είπε η υπάλληλος της Εναγόμενης στο υποκατάστημα του Αγίου Δομέτιου. Στον Μ.Υ.1, ανάφερε ακόμα, χαριτολογώντας, να πει στην εν λόγω υπάλληλο «να σταματήσει να με βουρά που πίσω να κάμω τούτο το νέο σχέδιο κατάθεσης». Ακούγοντας τα πιο πάνω, ο Μ.Υ.1, του ανάφερε ότι δεν έχει δίκαιο και ότι θα έπρεπε να προχωρήσει με το εν λόγω σχέδιο, πλην όμως στο υποκατάστημα Ακακίου, στο οποίο διευθυντής ήταν ο ίδιος, και τούτο γιατί ο Ενάγοντας ήξερε όλους τους υπαλλήλους που τον εξυπηρετούσαν εκεί για χρόνια. Μετά τη συζήτηση αυτή με τον Μ.Υ.1, ο Ενάγοντας παρατήρησε ότι οι υπάλληλοι του εν λόγω υποκαταστήματος αρχίσαν να τον περιποιούνται και να του συμπεριφέρονται, αλλά και της γυναίκας του, ακόμη καλύτερα και να τους κάνουν να νιώθουν ότι είναι καλοί και εκλεκτοί πελάτες της Εναγόμενης.
Κατά το διάστημα αυτό, μέχρι τις αρχές Μαΐου του 2011, οι πιέσεις που είχε ο Ενάγοντας από τους υπαλλήλους της Εναγόμενης, τόσο του καταστήματος Ακακίου, όσο και αυτού του Αγίου Δομέτιου, ήταν πολύ έντονες, και σκοπό είχαν να τον πείσουν να μεταφέρει όλες τις καταθέσεις που είχε σε αλλά τραπεζικά ιδρύματα στην Εναγόμενη. Στο πλαίσιο των πιέσεων αυτών, ο Μ.Υ.1, του ανέφερε «ήντα έχετε τα λεφτά σας να κοιμούνται, φέρτε τα όλα εδώ να τα βάλετε αξιόγραφα, που είναι ασφαλής κατάθεση και θα πάεις μπροστά». Του ανάφερε, ακόμα, ότι, τα αξιόγραφα αυτά ήταν προς το συμφέρον του να τα αποκτήσει, καθότι είχε μικρά παιδιά και θα μπορούσε, λόγω του ψηλού επιτοκίου, να εξασφαλίσει χρήματα για τις σπουδές τους. Το επιτόκιο των ΜΑΕΚ, στη βάση των όσων του ανέφεραν οι λειτουργοί της Eναγόμενης, ανερχόταν στο 6,5% ετησίως, κατά πολύ μεγαλύτερο του χρεωστικού επιτοκίου του δανεισμού του, με αποτέλεσμα, με την απόκτηση τους, ο Ενάγοντας να μπορούσε να εξοφλήσει το δανεισμό του γρηγορότερα και να ξεκινήσει, σε κάποια φάση, να αποταμιεύει και χρήματα για τα παιδιά του.
Στο πλαίσιο των συζητήσεων που έγιναν μεταξύ του Ενάγοντα και του Μ.Υ.1, πάντα στη βάση των όσων ο πρώτος ισχυρίζεται, ο τελευταίος τον ενημέρωσε για τον αριθμό τηλεφώνου, που μπορούσε να καλέσει, με σκοπό να του επεξηγηθεί σε τι αφορούσαν τα ΜΑΕΚ, πλην όμως ο Ενάγοντας, λόγω του ότι δεν είχε χρόνο, αλλά και γιατί δεν θα καταλάβαινε τι θα του έλεγαν, ουδέποτε κάλεσε. Ενημέρωσε δε τον Μ.Υ.1 περί του ότι δεν κάλεσε τον συγκεκριμένο αριθμό, με τον τελευταίο να του αναφέρει «δεν πειράζει έλα από εδώ» και «μην διανοηθείς να το χάσεις».
Ως ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε, η ανάγκη να υποβληθεί η αίτηση για απόκτηση των ΜΑΕΚ σε εκείνο το χρονικό σημείο ήταν γιατί έληγε το χρονικό περιθώριο, εντός του οποίου μπορούσε να υποβληθεί σχετικό αίτημα. Λίγες μέρες μετά τη συζήτηση αυτή, επισκέφθηκε, με τη σύζυγό του, το υποκατάστημα της Εναγόμενης, στο οποίο εργαζόταν ο Μ.Υ.1 και ανάφερε στον τελευταίο «πέμου εσύ τι έχεις να μου πεις, αν έχει κάτι θολό ή περιπαίξιμο μέσα, αν είναι 6,5% και ύστερα θα γίνει 5,5% ή 4% όπως το άλλο, θα πάω σπίτι μου», με τον Μ.Υ.1 να του απαντά «όχι είναι σταθερό 6,5% για 10 χρόνια», καθώς επίσης και ότι «τα αξιόγραφα είναι όπως το λέει η λέξη: άξια έγγραφα, και θα πάεις μπροστά που εννα το κάμεις, δεν πρέπει να χάσεις την ευκαιρία, πρέπει να το κάμεις οπωσδήποτε».
Στη βάση των πιο πάνω παραστάσεων από πλευράς της Eναγόμενης, ο Ενάγοντας και η σύζυγος του μετέβηκαν στα Συνεργατικά Ιδρύματα και αφού εξαργύρωσαν τα γραμμάτια που διατηρούσαν εκεί, έλαβαν από αυτά (τα Συνεργατικά Ιδρύματα) δύο επιταγές τις οποίες και παρέδωσαν στο Μ.Υ.1 με σκοπό να αποκτήσουν ΜΑΕΚ. Κατά την επιστροφή τους από τα Συνεργατικά Ιδρύματα, ο Μ.Υ.1 τους ρώτησε εάν διατηρούν και άλλα χρήματα σε άλλες τράπεζες ή εάν με τις δύο αυτές επιταγές, έχουν μεταφέρει όλα τα χρήματα τους στην Eναγόμενη. Ο Ενάγοντας, τον ενημέρωσε ότι υπάρχουν άλλα €30.000 δεσμευμένα προς όφελος των δύο Συνεργατικών Ιδρυμάτων σε σχέση με χρεωστικά υπόλοιπα που όφειλαν σε αυτά, συνολικού ύψους €80.000. Τότε, ο Μ.Υ.1, ανάφερε στο Ενάγοντα ότι είναι πολύ μεγάλη η ζήτηση για απόκτηση των ΜΑΕΚ και θα πρέπει ο Ενάγοντας να μεταφέρει όσα χρήματα διατηρούσε σε άλλα τραπεζικά ιδρύματα για σκοπούς απόκτησης τους, και εισηγήθηκε σε αυτόν, όπως η Eναγόμενη εκδώσει στον Ενάγοντα δύο επιταγές, για το συνολικό ποσό των €80.000, που οφείλονταν στα Συνεργατικά Ιδρύματα, ώστε να εξοφληθούν οι όποιες εκεί οφειλές του και να αποδεσμευτεί το ποσό των €30.000, ώστε, και αυτό, να χρησιμοποιηθεί για την αγορά των ΜΑΕΚ. Όπως και έγινε. Κατά την επιστροφή του Ενάγοντα στο υποκατάστημα της Eναγόμενης για να παραδώσει και τα επιπρόσθετα €30.000, και σε χρόνο πριν ο Ενάγοντας και η σύζυγός του υποβάλουν τις αιτήσεις για απόκτηση των ΜΑΕΚ, τούτος (ο Ενάγοντας), ανέφερε στον Μ.Υ.1, «ελπίζω να είναι σωστά όσα μου είπες γιατί με τα λεφτά από τους τόκους της κατάθεσης πρέπει να πληρώνω τη δόση του στεγαστικού δανείου μου», με τον τελευταίο να του λέει να μην έχει καμιά έγνοια.
Στο πλαίσιο των συζητήσεων του Ενάγοντα, με τους υπαλλήλους της Eναγόμενης, κατά την εν λόγω ημέρα, και τούτο κατόπιν προτροπής των τελευταίων, αποφασίστηκε η απόκτηση ΜΑΕΚ αξίας €400.000. Για να επιτευχθεί τούτο, ΜΑΕΚ αξίας €85.430, θα αποκτιούνταν διά της χρήσης του κεφαλαίου που ήταν ήδη επενδυμένο στα ΜΑΚ, ενώ τα υπόλοιπα ΜΑΕΚ θα αποκτιούνταν δια της χρήσης, (α) €232.282,00, συνολικό ποσό που μετέφερε ο Ενάγοντας από τα Συνεργατικά Ιδρύματα, (β) €80.000, από δανεισμό που παραχώρησε η Eναγόμενη στο Ενάγοντα, εκείνη τη μέρα, για τον συγκεκριμένο σκοπό, και (γ) €2.278, από τρεχούμενο λογαριασμό που διατηρούσαν στη Eναγόμενη, με σκοπό, ακριβώς, να συμπληρωθεί το στρογγυλοποιημένο ποσό των €400.000.
Για κάθε τέτοια τραπεζική πράξη αναφορικά με τις πηγές άντλησης των χρημάτων για απόκτηση των ΜΑΕΚ, ο Ενάγοντας, μέσω της μαρτυρίας του, κατέθεσε σχετικά έγγραφα ως τεκμήρια.
Ως ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε, βασικοί λόγοι που τον οδήγησαν στην απόφαση να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ, ήταν, (α) οι διαβεβαιώσεις που του δόθηκαν από τους υπαλλήλους της Eναγόμενης ότι το οικονομικό του όφελος, συνεπεία του αυξημένου τόκου τους, θα ήταν μεγαλύτερο από το χρεωστικό επιτόκιο του δανεισμού του, με αποτέλεσμα να επιτύχει γρηγορότερη αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου του, (β) η διαβεβαίωση ότι «το γραμμάτιο του», ως ο ίδιος θεωρούσε ότι ήταν τα ΜΑΕΚ, δεν σχετιζόταν καθ' οιονδήποτε τρόπο με την άσχημη οικονομική κατάσταση, που επικρατούσε, τότε, στην Ελλάδα, και (γ) η διαβεβαίωση ότι, παρά το ότι θα κατείχε τα ΜΑΕΚ, θα μπορούσε να υποθηκεύσει τούτα ως εξασφάλιση για δανεισμό που τυχόν να χρειαζόταν στο μέλλον.
Ως ανέφερε, περαιτέρω, ο Ενάγοντας, αφού απέκτησε τα ΜΑΕΚ, έλαβε τον προνοούμενο σε αυτά τόκο για το πρώτο και δεύτερο εξάμηνο του 2011. Περί τον Μάρτιο του 2012, ο Μ.Υ.1 τον κάλεσε στο υποκατάστημα της Eναγόμενης για να τον συμβουλέψει να αγοράσει μετοχές της τελευταίας, αξίας €100.000, χρησιμοποιώντας, προς τούτο, μέρος του κεφαλαίου των ΜΑΕΚ, με τον Ενάγοντα να αρνείται να ενεργήσει ως η συμβουλή του, καθότι ήθελε τα χρήματά του, να παραμείνουν σε καταθέσεις, ώστε από το επιτόκιο τους να μπορεί να πληρώνει τη δόση των δανείων του, αλλά και να αποταμιεύει και χρήματα για τα παιδιά του.
Περί τον Μάιο του 2012, ο Ενάγοντας άκουσε από τρίτο πρόσωπο ότι δεν θα καταβληθούν οι επόμενοι τόκοι των ΜΑΕΚ. Στη βάση της πληροφόρησης αυτής, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Μ.Υ.1, με τον τελευταίο να του αναφέρει ότι δεν πρέπει να πιστεύει τα όσα ακούγονται και γράφονται και ότι, αν περιμένει, θα δει ότι ο τόκος θα καταβληθεί κανονικά. Τη φήμη αυτή, που άκουσε από τρίτο, ο Ενάγοντας την ανάφερε και στη γυναίκα του, η οποία, την επομένη, επισκέφτηκε το υποκατάστημα της Eναγόμενης και κατά την εκεί παρουσία της ο Μ.Υ.1 δεν την υποδέχθηκε να την χαιρετήσει, όπως έκανε συνήθως, και απλά κρυβόταν στο γραφείο του. Τότε, η σύζυγός του, αφού αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, πήγε και είδε τον Μ.Υ.1 στο γραφείο του, με τον τελευταίο να της αναφέρει ότι δεν θα καταβάλλονταν οι τόκοι των ΜΑΕΚ. Τα πιο πάνω συμβάντα, ως ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε, τα κατήγγειλε, μέσω επιστολών των δικηγόρων του, τόσο στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, όσο και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου.
Τέλος, στη βάση των όσων, σχετικών, ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε, δεν κατανοούσε το περιεχόμενο των εγγράφων που κατά καιρούς του ζητείτο να υπογράψει, τα οποία έγγραφα, ουδέποτε, ανέγνωσε, και εν πάση περιπτώσει δεν είχε τις απαραίτητες γνώσεις ή μόρφωση για να μπορέσει να καταλάβει το περιεχόμενό τους. Ενεργούσε, πάντοτε, στη βάση των διαβεβαιώσεων των υπαλλήλων της Eναγόμενης ότι δεν έπρεπε να είχε οποιαδήποτε έγνοια και ότι έπρεπε να υπογράψει για σκοπούς απόκτησης των επίδικων αξιών. Ουδέποτε η Eναγόμενη του παρέδωσε οποιαδήποτε έγγραφα μέσω των οποίων να του εξηγείται σε τι αφορούσαν τα Χρεόγραφα, ΜΑΚ και ΜΑΕΚ, με τους υπάλληλους της Eναγόμενης να τα χαρακτήριζαν ως σχέδιο κατάθεσης, όπως το γραμμάτιο, με ψηλό, σταθερό, επιτόκιο.
Με τη συμπεριφορά τους αυτή, ως ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε, οι υπάλληλοι της Eναγόμενης, στη ουσία, τον ξεγέλασαν, αφού τον άφησαν να πιστεύει ότι με την απόκτηση των επίδικων άξιων δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε ρίσκο. Δυστυχώς, συνεπεία των εξελίξεων, όλα τα χρήματα που επένδυσε για την απόκτηση των επίδικων αξιών, έχουν, στην ουσία, εξανεμιστεί, ενώ, την ίδια στιγμή, ο δανεισμός του κατέστη μη εξυπηρετούμενος, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει και αγωγές εναντίον του, σε σχέση με τις εκεί οφειλές του. Είχε δε, κατά τον χρόνο που κατέθετε ενόρκως, επιδοθεί από την Eναγόμενη σε αυτόν Ειδοποίηση Τύπος <Ι>, για σκοπούς ιδιωτικής εκποίησης ενυπόθηκου ακινήτου του, στη βάση, προφανώς, των προνοιών του Μέρους VIA, του Περί Μεταβιβάσεων και Υποθηκεύσεως (Ακινήτων) Νόμου, Ν.9/1965. Ως ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε, η κάθε ενέργεια του, είτε για σκοπούς άντλησης των κεφαλαίων που θα χρησιμοποιούνταν για την απόκτηση των επίδικων άξιων, είτε, για σκοπούς δανεισμού του από την Eναγόμενη, ήταν το αποτέλεσμα συμβουλών και παρότρυνσης των υπαλλήλων της τελευταίας, και όχι δικών του σχετικών προθέσεων.
Μ.Υ.1
Ο Μ.Υ.1, ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, κατέθεσε γραπτή δήλωση την οποία ετοίμασε και η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Β. Στη βάση των όσων εκεί καταγράφονται, και γενικότερα των όσων ο Μ.Υ.1 ισχυρίστηκε, η όποια ανάμειξη του με την απόκτηση από τον Ενάγοντα των επίδικων αξιών, αφορά στα ΜΑΕΚ, αφού η εργοδότησή του στο υποκατάστημα της Εναγόμενης στο Ακάκι, άρχισε το 2009, σε χρόνο μετά που ο Ενάγοντας απέκτησε, κατά το εν λόγω έτος, τα ΜΑΚ. Κατά συνέπεια, σε σχέση με τις συνθήκες απόκτησης από τον Ενάγοντα των Χρεογράφων, άλλα και των ΜΑΚ, ο Μ.Υ.1 δήλωσε πλήρη άγνοια.
Όσον αφορά στα ΜΑΕΚ, ως ο Μ.Υ.1 ισχυρίστηκε, περί τον Μάιο του 2011, ο Ενάγοντας προσήλθε στο υποκατάστημα που εργαζόταν, ως διευθυντής, και του ανάφερε ότι επιθυμούσε να μετατρέψει τα ΜΑΚ, που κατείχε τη δεδομένη στιγμή, σε ΜΑΕΚ, καθώς επίσης να αποκτήσει και επιπρόσθετα ΜΑΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, χωρίς να ενθυμείται εάν τούτο έγινε την ίδια μέρα ή σε κάποιο χρόνο μετά, ο Ενάγοντας του παρέδωσε δύο επιταγές με σκοπό, τα εκεί αναγραφόμενα πόσα, να χρησιμοποιηθούν για απόκτηση επιπρόσθετων ΜΑΕΚ, πέραν, δηλαδή του κεφαλαίου των ΜΑΚ. Θυμόταν, ως ανάφερε, με βεβαιότητα, ότι, κατά τη σχετική συζήτηση με τον Ενάγοντα, τον είχε ενημερώσει για το τηλεφωνικό κέντρο που λειτουργούσε η Εναγόμενη το 2011, με σκοπό να ενημερώνονται οι προτιθέμενοι αγοραστές των ΜΑΕΚ, ως προς τη φύση και χαρακτηριστικά τους. Παρά της ενημέρωσης αυτής, ο Ενάγοντας του ανάφερε ότι δεν θα τηλεφωνούσε στο εν λόγω κέντρο, με τον ίδιο να επιμένει ότι θα έπρεπε να το πράξει.
Ακολούθως, ο Ενάγοντας αποχώρησε από το υποκατάστημα της Eναγόμενης και επέστρεψε την επομένη ή κάποιες μέρες μετά, αναφέροντας στον Μ.Υ.1 ότι επιθυμούσε να προχωρήσει στην απόκτηση των ΜΑΕΚ, ενημερώνοντας τον, επίσης, ότι δεν είχε επικοινωνήσει με το εν λόγω τηλεφωνικό κέντρο. Δεδομένου ότι ο Ενάγοντας ήταν ήδη κάτοχος, αρχικώς, Χρεογράφων, και, ακολούθως, ΜΑΚ, και με δεδομένη την εκδηλωθείσα πρόθεσή του να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ, παρά το ότι δεν επικοινώνησε με το συγκεκριμένο τηλεφωνικό κέντρο, ο Μ.Υ.1 δεν θεώρησε ότι θα έπρεπε να τον αποτρέψει από του να υποβάλει το σχετικό αίτημά του. Κατά συνέπεια, ενήργησε ως οι οδηγίες του Ενάγοντα, με σκοπό ο τελευταίος να αποκτήσει τα επίδικα ΜΑΕΚ αξίας €400.000.
Ως προς τα όσα του επωμίζει ο Ενάγοντας, και γενικότερα τα όσα φέρεται να του ανάφερε, αν και πέρασαν πολλά χρονιά από τότε, κατηγορηματικώς τα αρνήθηκε, λέγοντας ότι το λεξιλόγιο που του αποδίδεται δεν συνηθίζει να το χρησιμοποιεί, τόσο ως χαρακτήρας, όσο και ως εκ της θέσεως που κατείχε στην Εναγόμενη, καθώς επίσης και ότι τούτα δεν συμβάδιζαν με τις οδηγίες που είχαν (ως υπάλληλοι της) λάβει από την Eναγόμενη, στη βάση των οποίων δεν μπορούσαν να αναφέρουν οτιδήποτε στους προτιθέμενους αγοραστές των ΜΑΕΚ, πέραν των βασικών χαρακτηριστικών τους.
Εν πάση περιπτώσει, επειδή, αφενός δεν κατείχε τη σχετική πιστοποίηση για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, και αφετέρου δεν γνώριζε λεπτομέρειες για τη φύση και χαρακτηριστικά των ΜΑΕΚ, παρέπεμψε τον Ενάγοντα στο εν λόγω τηλεφωνικό κέντρο, ώστε τούτος να λάβει από λειτουργούς της Εναγόμενης, που κατείχαν τη σχετική πιστοποίηση, κάθε πληροφόρηση με σκοπό να του επιλυθούν όλες οι απορίες του σε σχέση με τη φύση, τους κινδύνους, αλλά και τα χαρακτηριστικά των ΜΑΕΚ. Ο λόγος που χρησιμοποιήθηκαν από διάφορες πήγες χρήματα για απόκτηση των ΜΑΕΚ, ήταν γιατί αποτελούσε επιθυμία του Ενάγοντα να αποκτήσει ΜΑΕΚ αξίας €400.000, με αποτέλεσμα να έπρεπε να αναζητηθούν χρήματα από διάφορες πήγες για να εξασφαλιστεί το συγκεκριμένο ποσό.
Αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι παρότρυνε και/ή συμβούλεψε τον Ενάγοντα, κατά το 2012, να αποκτήσει μετοχές της Eναγόμενης και τοποθέτησε, χρονικά, την όποια μεταξύ του ιδίου και του Ενάγοντα τριβή, μετά την μη καταβολή των τόκων του πρώτου εξαμήνου των ΜΑΕΚ, όπου και ο τελευταίος άρχισε να επισκέπτεται, συστηματικά, το υποκατάστημα στο οποίο εργαζόταν και να διαμαρτύρεται έντονα. Στις κατά καιρούς τέτοιες αντιδράσεις του Ενάγοντα, οι οποίες κάποιες φορές γινόντουσαν και τηλεφωνικώς, ο τελευταίος ήταν ιδιαίτερα φορτικός.
Θεωρεί εντελώς απαράδεκτη και άδικη τη θέση του Ενάγοντα ότι ο ίδιος ευθύνεται για την όποια ζημιά υπέστη ο πρώτος, λόγω απόκτησης των ΜΑΕΚ. Προς τούτο, ισχυρίστηκε ότι, ούτε ο ίδιος, προσωπικά, ως υπάλληλος/διευθυντής υποκαταστήματος της Eναγόμενης, ούτε και το υποκατάστημά του, δεν είχαν οποιοδήποτε όφελος από την απόκτηση των ΜΑΕΚ από τον Ενάγοντα, με αποτέλεσμα να μην είχε κανένα λόγο για να ενεργήσει ως ο Ενάγοντας επικαλείται. Ισχυρίστηκε, τέλος, ότι, ο Ενάγοντας ήταν επίμονος στο να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ, και η επιμονή του αυτή αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι κατά την επίσκεψή του στο υποκατάστημα της Εναγόμενης μετέφερε μαζί του και τις δύο επιταγές που έλαβε από τα Συνεργατικά Ιδρύματα, με σκοπό να προχωρήσει στην εν λόγω πράξη.
Υπό αμφισβήτηση επίδικα, επί γεγονότων, ζητήματα
Με δεδομένους τους τρόπους με τους οποίους καταβλήθηκαν τα χρήματα του Ενάγοντα για απόκτηση των ΜΑΕΚ, προκύπτει ανάγκη, στο σημείο αυτό, το Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο δύναται να αποφανθεί ως προς τη νομιμότητα και γενικότερα την όποια, τυχόν, ακυρωσιμότητα των συμφωνιών απόκτησης των Χρεογράφων και των ΜΑΚ. Συναφώς, είμαι της γνώμης ότι, στη βάση των όσων, σχετικώς, αποφασίστηκαν από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποίαν αναφορά θα κάνω κατωτέρω, το παρόν Δικαστήριο δεν διατηρεί δικαίωμα σχετικής απόφανσης.
Παρά τις ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορές περί μετατροπής των Χρεογράφων σε ΜΑΚ και των ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ, είναι εξόφθαλμα που προκύπτει, τόσο από τα σχετικά Τεκμήρια, όσο και από τη σχετική κοινώς αποδεκτή μαρτυρία ? εξ' ου και ανωτέρω, στα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, έγινε σχετική αναφορά ? ότι η απόκτηση των ΜΑΚ και ακολούθως των ΜΑΕΚ, δεν αποτελεί συνέχεια της προηγηθείσας, στην κάθε περίπτωση, συμφωνίας απόκτησης της προηγούμενης έκδοσης των επίδικων αξιών της Εναγόμενης. Και τούτο γιατί, για σκοπούς απόκτησης των ΜΑΚ, η συμβατική σχέση των μερών για τα Χρεόγραφα, συμβιβάστηκε (settled), πριν τη λήξη της (με τους διαδίκους, αφενός να απαλλάσσονται από τις εκατέρωθεν συμβατικές υποχρεώσεις τους και αφετέρου να αποποιούνται των σχετικών δικαιωμάτων τους) και το κεφάλαιο των Χρεογράφων απελευθερώθηκε, και ο Ενάγοντας το χρησιμοποίησε για σκοπούς απόκτησης των ΜΑΚ. Τα ίδια ισχύουν και για το μέρος των ΜΑΕΚ, που αποκτήθηκε με τη καταβολή του κεφαλαίου των ΜΑΚ, αφού η συμβατική σχέση των μερών για τα ΜΑΚ, για τους ίδιους λόγους, συμβιβάστηκε (settled), πριν τη λήξη της, και το κεφάλαιο των ΜΑΚ απελευθερώθηκε, και ο Ενάγοντας το χρησιμοποίησε για σκοπούς απόκτησης μέρους των ΜΑΕΚ. Στη βάση του δεδομένου αυτού, δεν επιτρέπεται στο Δικαστήριο να εξετάσει την όποια νομιμότητα ή ακυρωσιμότητα της σύμβασης απόκτησης των Χρεογράφων και ΜΑΚ. Όπως σχετικώς αναφέρθηκε στην απόφαση Αναστάσης Μουλαζίμης Λτδ ν. Τράπεζας Κύπρου(2013) 1 Α.Α.Δ 168:
"Αφήνοντας ανοικτό λοιπόν το τι θα μπορούσε να διεκδικηθεί σε περίπτωση που η χρέωση δεν έχει εξοφληθεί, σε συνάρτηση με την αρχή του κωλύματος και της παρανομίας, επισημαίνουμε ότι στην περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας, δεν είναι δυνατό να επιτρέπεται στην Εφεσείουσα να επανέρχεται, 5 ολόκληρα χρόνια μετά από την εξόφληση στην οποίαν προέβη, και να απαιτεί την επιστροφή ποσών ήδη χρεωθέντων και πληρωθέντων. Η ασφάλεια των συναλλαγών και η βεβαιότητα των πράξεων οι οποίες μάλιστα θέτουν τέρμα σε συμβατική σχέση, θα ανετρέπετο εκ θεμελίων και η όλη ιδέα της οριστικότητας των σχέσεων θα εκθεμελιώνετο.
Η αναφορά την οποίαν έχει κάνει ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα στο Halsbury' s όσον αφορά τη σχέση του κωλύματος και της παρανομίας, δεν βοηθά την υπόθεση του εφ' όσον αυτή δεν έχει αναφορά στην περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας σήμερα, όπου έχει γίνει εξόφληση. Είναι όμως σχετική μία απόφαση από τη Σκωτία, Connochie v. British Linen Bank [1943] S. L. T. (Sh. Ct.) 27, όπου επεσημάνθη η διαφορά μεταξύ ''current'' και ''settled''[6] account και εκεί, εφ' όσον επρόκειτο για ''settled'' account, απεφασίσθη ότι δεν ήταν δυνατό να επιτραπεί στον Ενάγοντα να επανέλθει και να ζητήσει ανάκτηση ποσών τα οποία είχε ήδη καταβάλει. Επισημαίνουμε την αναφορά στην υπόθεση Dickson v. The Clydesdale Bank Ltd όπου ελέχθη:?
''On behalf of the bank it was contended that as the pursuer had examined and approved of the bank's statement of her account, and granted a document under her hand to that effect, she was not entitled to reopen the matter by questioning the validity of the cheques in Question. In sustaining the bank' s contention, Lord Carmont gave the following decision:
''In my opinion the pursuer is not entitled to go back on her formal approval of the defenders debiting her account with the 10 cheque even on the assumption that it contains a forgery of the pursuer's signature. The amount of the account was approved at a figure 10 less than she now says it should have been, but she has only herself to blame for not checking the figures properly before she signed the letter of acknowledgment of the amount''.
Περαιτέρω αναφορά έγινε στην υπόθεση Wilson' s Trs. v. Bank of England (House of Lords, 6th July, 1926) όπου ελέχθη ότι:?
''Obviously a customer who grants a written acknowledgment of the correctness of his bank account is equally bound, or, in other words, is barred from disputing its accuracy''.
Εν όψει τούτου, απερρίφθη ανάλογη απαίτηση όπως η προκειμένη.
Στη βάση της ανωτέρω εφετειακής κρίσης, η οποία κρίνω ότι τυγχάνει εφαρμογής και στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, στον βαθμό που με την παρούσα αγωγή επιζητείται από το Δικαστήριο να εκδώσει διακηρυκτική απόφαση περί παρανομίας ή ακυρωσιμότητας των συμφωνιών απόκτησης των Χρεογράφων και των ΜΑΚ, τούτο δεν μπορεί να γίνει, αφού οι εν προκειμένω συμφωνίες συμβιβάστηκαν (settled) μεταξύ των συμβαλλομένων τους και συνομολογήθηκε, ακολούθως, η νέα συμφωνία απόκτησης των ΜΑΕΚ.
Προσθέτω, στο σημείο αυτό, ότι, η όποια δικογραφημένη αναφορά του Ενάγοντα, σε ψευδείς παραστάσεις, απάτη, δόλο, πίεση, συνωμοσία και γενικότερα σε παραπλανητική συμπεριφορά από πλευράς της Εναγόμενης ως προς τη φύση και χαρακτηριστικά όλων των επίδικων αξιών της Εναγόμενης και τους κινδύνους που ελλόχευαν από την απόκτηση τους, προωθείται, δικογραφικώς, και προωθήθηκε και κατά τη δίκη, με σκοπό να αναδειχθεί ότι η μετέπειτα, της συμπεριφοράς αυτής, συναίνεση του Ενάγοντα να συμβληθεί μαζί της για την απόκτηση τους, δεν ήταν ελεύθερη, με αποτέλεσμα οι, εν προκειμένω, συμφωνίες να είναι ακυρώσιμες και να επιτρέπεται στον Ενάγοντα να επιζητεί την έκδοση διακηρυκτικής απόφασης ακύρωσης τους.
Στη βάση της ανωτέρω κρίσης μου, η μόνη συμφωνία για την οποία δύναμαι να αποφανθώ ως προς την όποια τυχόν παρανομία ή ακυρωσιμότητά της, είναι αυτή της απόκτησης των ΜΑΕΚ, κάτι με το οποίο θα ασχοληθώ κατωτέρω.
Νομική πτυχή
Μολονότι η παρούσα αγωγή εδράζεται και επί της νομικής βάσης της παράβασης θέσμιου καθήκοντος από πλευράς της Eναγόμενης[7], εντούτοις τούτη (η αγωγή) δεν μπορεί να επιτύχει επί αυτής της βάσης, ενόψει των όσων σχετικών, νομολογιακώς, αποφασίστηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Πολ. Έφ. Αρ. 294/2019, μεταξύ Ηλία Θεοδότου -ν.- 1. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., απόφαση ημερομηνίας 12.04.2024. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, στην περίπτωση που τραπεζικό ίδρυμα εκδίδει δικές του αξίες, τις οποίες θέτει προς πώληση στο κοινό ευρύτερα, σε μη επαγγελματική βάση, χωρίς να ενεργεί ως διαμεσολαβητής, τότε δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Νόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση, αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των μερών, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, ότι τόσο τα Χρεόγραφα όσο και τα ΜΑΚ αλλά και τα ΜΑΕΚ αποτελούν αξίες που εξέδωσε η ίδια η Eναγόμενη και τις οποίες έθεσε προς πώληση προς το ευρύ κοινό, σε χρόνο πριν την έναρξη της όποιας διαπραγμάτευσής τους, και ότι τούτο το έπραξε σε μη επαγγελματική βάση, αλλά εκτάκτως, στο πλαίσιο προσπάθειας άντλησης κεφαλαίων για καλυτέρευση της κεφαλαιακής της ικανότητας. Αποτελεί επίσης κοινό τόπο ότι, με τον τρόπο που έδρασε η Εναγόμενη, ως ο εκδότης των επίδικων αξιών, δεν ενήργησε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ως διαμεσολαβητής, ούτε και έλαβε οποιαδήποτε ειδική αμοιβή για την εκτέλεση των σχετικών εντολών του Ενάγοντα για την αγορά τους, και κατά συνέπεια, κατ’ εφαρμογή των αποφασισθέντων στην υπόθεση Θεοδότου (ανωτέρω), η παρούσα αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει στο βαθμό που αυτή εδράζεται επί της νομικής βάσης της παράβασης νομικού καθήκοντος ως αυτό πηγάζει από τον Νόμο[8].
Δεν μου διαφεύγουν τα όσα αποφάσισε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στις συνεκδικασθει?σες υποθέσεις C-688/15 και C-109/16, Agnieska Anisimoviene a.o. v. Bankas "Snoras"AB, en liquidation a.o., απόφαση ημερομηνίας 22.03.2018, στη βάση των οποίων, η οδηγία MiFID (2004)[9], η οποία αποτέλεσε τη βάση για τη θέσπιση του δικού μας Νόμου – ως ίσχυε τότε - τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση που μια τράπεζα εκδίδει δικές της αξίες τις οποίες παραχωρεί προς πώληση στο ευρύτερο κοινό, πλην όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω απόφασης, το Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εξέτασε το ειδικό ζήτημα, που εξέτασε το Εφετείο της Κύπρου, αναφορικά με το αν ο εκδότης των αξιών προσέφερε τις αξίες προς πώληση σε επαγγελματική βάση. Δεδομένης της ειδικής αυτής ενασχόλησης του Εφετείου της Κύπρου, τουλάχιστον ως προς το ζήτημα αυτό, η απόφαση του αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο για το παρόν Δικαστήριο, και κατά συνέπεια, κατ’ εφαρμογή της, κρίνω ότι η παρούσα αγωγή δεν θα μπορούσε να πετύχει επί της εν προκειμένω βάσης.
Κατά συνέπεια, καθίσταται αναγκαίο, ως μέρος της νομικής πτυχής που διέπει την παρούσα αγωγή να καταγράφει το νομικό πλαίσιο που αφορά τις λοιπές νομικές βάσεις επί των οποίων εδράζεται τούτη.
Ως σημειώθηκε ανωτέρω, ο Ενάγοντας βασίζει την παρούσα αγωγή στην απάτη, τις ψευδείς παραστάσεις, την ψυχική πίεση, εξαναγκασμό, παραπλάνηση και αθέμιτο επηρεασμό, υπό την έννοια, όμως, ότι, συνεπεία τους, ελλείπει η αναγκαία ελεύθερη συναίνεση από πλευράς του κατά την συνομολόγηση των συμφωνιών απόκτησης των επίδικων αξιών, και όχι ότι η Εναγόμενη διέπραξε τα όποια σχετικά αστικά αδικήματα. Τόσο στη βάση των σχετικών δικογραφήσεων του, όσο και του τρόπου που προωθήθηκε η αγωγή, αλλά πολύ περισσότερο και στη βάση της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του, η όποια αναφορά σε παραπλανητική και/ή απατηλή συμπεριφορά της Εναγόμενης, μέσω των υπαλλήλων της, θέλει τη συμπεριφορά αυτή, να δικαιολογεί κρίση περί έλλειψης ελεύθερης συναίνεσης και να αποτελεί απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή πίεση (προφανώς ψυχική). Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι «η τελική αγόρευση η οποία δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίδικο θέμα, θεωρείται ότι περιορίζει τα προς απόφαση ζητήματα και όσα δεν αναπτύχθηκαν με την αγόρευση, κρίνονται ότι έχουν εγκαταλειφθεί» (βλ. Απόφαση ημερομηνίας 28, Μαΐου 2020, του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αγωγή 1/2019, μεταξύ Στέλιος Σάββα και Υιοί ν. Γενικού Εισαγγελέα).
Μία σύμβαση για να είναι έγκυρη πρέπει, μεταξύ άλλων, να καταρτίζεται με την ελεύθερη συναίνεση των μερών, ικανών προς το συμβάλλεσθαι (βλ. άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου και Σωκράτους ν Σιβιτανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 1602). Είναι δε τέτοια (ελεύθερη), ως οι πρόνοιες του άρθρου 14 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ορίζουν, όταν δεν προκαλείται με, (α) εξαναγκασμό ή (β) ψυχική πίεση ή (γ) απάτη ή (δ) ψευδή παράσταση ή (ε) πλάνη. Η συναίνεση θεωρείται ότι προκλήθηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, εφόσον αυτή δεν θα παρεχόταν ελλείψει τούτων.
Στη βάση των προνοιών του άρθρου 19(1) του Κεφ. 149, στην περίπτωση που συναίνεση παρασχέθηκε συνεπεία εξαναγκασμού, απάτης ή ψευδούς παράστασης, η επακόλουθη συμφωνία θεωρείται ακυρώσιμη κατ' εκλογή του μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό. Το τι συνιστά απάτη και ψευδής παράσταση για σκοπούς του Κεφ. 149, καθορίζεται στα άρθρα 17 και 18 του εν λόγω Νόμου, αντίστοιχα.
Το βάρος απόδειξης της απάτης ή των ψευδών παραστάσεων το φέρει εκείνος που την/τις επικαλείται και πρέπει να την/τις αποδείξει με επαρκή και πειστική μαρτυρία.
Το αναίτιο μέρος στο οποίο απευθύνθηκε η ψευδής παράσταση, για να αποκτήσει δικαιώματα ακύρωσης της σύμβασης ή αποζημιώσεις θα πρέπει να ικανοποιήσει:
(1) ότι η παράσταση ήταν ουσιώδης, υπό την έννοια ότι επρόκειτο για τέτοιας φύσης και τύπου παράσταση που λογικώς θα επηρέαζε την κρίση ενός συνετού ανθρώπου στην απόφαση του ως προς το κατά πόσο θα αποτελέσει μέρος της επίδικης σύμβασης,
(2) ότι η συναίνεση του παρασχέθηκε συνεπεία της ψευδούς αυτής παράστασης, δηλαδή ότι βασίστηκε στην παράσταση του αντισυμβαλλομένου του και στη βάση της συναίνεσε να καταστεί μέρος της επίδικης σύμβασης και
(3) με δεδομένα τα ανωτέρω, ότι δεν ήταν σε θέση να ανακαλύψει την αλήθεια καταβάλλοντας συνήθη επιμέλεια.
Όσον αφορά στην απάτη, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο Εναγόμενος γνώριζε ότι η παράστασή του ήταν ψευδής και ότι είχε πρόθεση ο Ενάγοντας να ενεργήσει βασιζόμενος σε αυτή και να υποστεί ζημιά. Πρέπει στην ουσία να αποδειχθεί:
(α) η παράσταση γεγονότος,
(β) ότι ο Εναγόμενος γνώριζε ότι η παράσταση ήταν ψευδής ή δεν είχε γνήσια πεποίθηση ότι ήταν αληθής,
(γ) ότι έγινε με πρόθεση να ενεργήσει ο Ενάγων βασιζόμενος σε αυτή,
(δ) ότι ο Ενάγων ενήργησε με βάση αυτή, και
(ε) υπέστη ζημιά.
Επίσης, μια σύμβαση, δυνατό να θεωρηθεί ακυρώσιμη αν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης. Το άρθρο 16 του Κεφ. 149 προβλέπει τα εξής:
«16.1 H σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία «ψυχικής πίεσης» όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.
2. Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο-
(α) Έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου ή
(β) καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.
3. Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.»
Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση επί της ερμηνείας των προνοιών του πιο πάνω άρθρου σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στις, Χ»Αντώνη ν Μιχαήλ κ.ά., Πολ. Έφ. 323/2009, απόφαση ημερομηνίας 16.04.2014, Σεργίδη ν Χατζηπαύλου, Πολ. Έφ. 317/2010, απόφαση ημερομηνίας 16.05.2016 και Χλόη Ανδρέα Πατάτσου ν 1. Άχμετ Χιλμί κ.ά., Πολ. Έφ. 300/2011, απόφαση ημερομηνίας 31.05.2017).
Στην υπόθεση Κεφάλας κ.α ν. Νικόλα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1226, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Στο Chitty on Contracts, General Principles, 27η έκδ., παρ. 7-024 δίδεται ο εξής ορισμός της ψυχικής πίεσης:
«Equitable doctrine of undue influence. The equitable doctrine of undue influence is a comprehensive phrase covering cases of undue influence in particular relations and also cases of coercion, domination or pressure outside those special relations.
...............................
At common law, the presence of duress was traditionally justified on the ground that the duress prevented the party constrained from forming a full and independent resolution to contract. In equity however, the application of the doctrine of undue influence was intended rather to ensure that no person should be allowed to retain the benefit of his own fraud or wrongful act."
Στην Allcard v. Skinner [1887] 36 Ch.D. 145, η θέση του δίκαιου της επιείκειας αναδύεται σύντομα και περιεκτικά μέσα από τις πιο κάτω γραμμές:
"This is not a limitation placed on the action of the donor; it is a fetter placed upon the conscience of the recipient of the gift, and one which arises out of public policy and fair play."
Εκ των ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλο ότι η ψυχική πίεση, ως δόγμα του δικαίου της επιείκειας, δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εξαναγκασμού αλλά επεκτείνεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που αποκτάται ή όπου έχει προδοθεί η εμπιστοσύνη που δόθηκε.
Η έννοια της ψυχικής πίεσης δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια από τη νομολογία και συνεπώς δεν υπάρχουν στεγανά. Τα αγγλικά δικαστήρια έχουν περιγράψει την ψυχική πίεση ως some unfair and improper conduct, some coercion from outside, some overreaching, some form of cheating and generally, though not always, some personal advantage obtained by the guilty party". Βλ. Allcard v. Scinner (ανωτέρω).
Στην Allcard v. Skinner (ανωτέρω) o Cotton L.J. προσέγγισε το θέμα με τον εξής τρόπο:
"First, where the court has been satisfied that the gift was the result of influence expressly used by the donee for the purpose; second, where the relations between the donor and donee have at or shortly before the execution of the gift been such as to raise a presumption that the donee had influence over the donor. In such a case the Court sets aside the voluntary gift, unless it is proved that in fact the gift was the spontaneous act of the donor acting under circumstances which enabled him to exercise an independent will and which justifies the Court in holding that the gift was the result of a free exercise of the donor's will. The first class of cases may be considered as depending on the principle that no one shall be allowed to retain any benefit arising from his own fraud or wrongful act. In the second class of cases the Court interferes, not on the ground that any wrongful act has in fact been committed by the donee, but on the ground of public policy and to prevent the relations which existed between the parties and the influence arising therefrom being abused."
Οι συμβάσεις που μπορούν να καταργηθούν λόγω ψυχικής πίεσης ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις στις οποίες υπάρχει μεταξύ των μερών ειδική σχέση. Στην πρώτη περίπτωση, η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός. Στη δεύτερη, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει.
Σε μια αντιδικία, ο ενάγων μπορεί να ισχυρισθεί ότι υπάρχουν και οι δύο περιπτώσεις ότι δηλαδή, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει και ότι όντως υπάρχει. Στο τέλος, δεν αποκλείεται να αποβεί επιτυχής η επίκληση και των δύο περιπτώσεων, εφόσον η μία δεν ουδετεροποιεί την άλλη. Βλ. Re Craig Meneces and Another v. Middleton and Others (1970) 2 All E.R. 390.
Στην περίπτωση, όπου δεν υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των μερών, απαραιτήτως πρέπει να αποδειχθεί θετικά ότι η επιρροή που άσκησε το ένα μέρος επί του άλλου υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων για τη συνομολόγηση της συμφωνίας, η οποία δεν θα γινόταν αν δεν μεσολαβούσε η άσκηση της επιρροής. Σ' αυτή την περίπτωση, ο διάδικος ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή έχει το βάρος να αποδείξει τη ψυχική πίεση. Στη δεύτερη περίπτωση, όπου τεκμαίρεται η ύπαρξη της ψυχικής πίεσης, το μέρος στο οποίο έχει εναποτεθεί η εμπιστοσύνη, έχει το βάρος να καταδείξει ότι αυτός που τον εμπιστεύθηκε και τώρα επιδιώκει την κατάργηση της σύμβασης ή της συναλλαγής, ενήργησε οικειοθελώς υπό την έννοια ότι ήταν ελεύθερος και καλά πληροφορημένος να προβεί ο ίδιος σε ανεξάρτητη εκτίμηση της ωφελιμότητας της σύμβασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρίς αυτό να αποτελεί τον κανόνα, ο μόνος τρόπος ανατροπής του τεκμηρίου είναι η απόδειξη ότι το μέρος που επιδιώκει την κατάργηση της σύμβασης ή της συναλλαγής πήρε ανεξάρτητη συμβουλή πριν από τη σύναψη της συμφωνίας την οποία και ακολούθησε.»
Τέλος, στην υπόθεση Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Φυλάξεως ν. Ουρανίας Κώστα Πούλλα κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 961, σημειώθηκε, επίσης, ότι:
«Η ελεύθερη συναίνεση αποτελεί συστατικό κάθε νόμιμης σύμβασης (άρθρο 10 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149). Σύμφωνα με το άρθρο 14(β) η συναίνεση είναι ελεύθερη όταν δεν είναι αποτέλεσμα άσκησης ψυχικής πίεσης, η απόδειξη της οποίας οδηγεί σε απαλλαγή από αναληφθείσα συμβατική υποχρέωση (άρθρο 20(1) του Κεφ. 149. Βλέπε ακόμα Eurohouse Finance Ltd v. Μιχαηλίδη, Π.Ε. 10433, ημερ. 28.5.2002).
Η ψυχική πίεση μπορεί να προέλθει από μια εμπιστευτική ή εξαρτώμενη σχέση μεταξύ δύο προσώπων, όπου η εξάρτηση του ενός θέτει τον άλλο σε πλεονεκτική θέση να εξασκήσει επιρροή επ΄αυτού, επιρροή η οποία μπορεί μεν να θεωρηθεί ως απόλυτα φυσική, αλλά από την άλλη είναι ικανή να χρησιμοποιηθεί άδικα (βλέπε Χαραλάμπους ν. Αριστοτέλους (2001) 1 Α.Α.Δ. 750).
Το άρθρο 16(1) του Κεφ. 149, προνοεί ότι σύμβαση θεωρείται ότι συνήφθη συνεπεία ψυχικής πίεσης, όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ούτως ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται της θέσης αυτής για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου συμβαλλόμενου.
Χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, ειδικότερα θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης κάποιου, κάθε πρόσωπο το οποίο έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επ΄αυτού ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντί του ή καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης (άρθρο 16(2) του Κεφ.149. Βλέπε επίσης Δημητρίου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδη, Π.Ε. 10792, ημερ. 10.10.2002).
Η ψυχική πίεση δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εξαναγκασμού, αλλά επεκτείνεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που δόθηκε (Κεφάλας κ.ά. ν. Νικόλα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1226, Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου (1998) 1 Α.Α.Δ. 555, Chitty on Contract, General Principles, 27η έκδοση, παραγρ. 7-024).
Οι συμβάσεις που είναι ακυρώσιμες λόγω ψυχικής πίεσης ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών, ενώ η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις στις οποίες υπάρχει ακριβώς μια τέτοια ειδική σχέση. Στην πρώτη περίπτωση η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός. Στη δεύτερη, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει.
Στην περίπτωση όπου δεν υπάρχει ειδική σχέση, θα πρέπει απαραίτητα να αποδειχθεί θετικά ότι η επιρροή που άσκησε το ένα μέρος επί του άλλου υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων για τη σύναψη της συμφωνίας, η οποία δεν θα γινόταν αν δεν μεσολαβούσε η άσκηση της επιρροής.
Στη δεύτερη περίπτωση όπου τεκμαίρεται η ύπαρξη ψυχικής πίεσης, το μέρος στο οποίο έχει εναποτεθεί η εμπιστοσύνη, έχει το βάρος να δείξει ότι αυτός που τον εμπιστεύθηκε και τώρα επιδιώκει την ακύρωση της σύμβασης, ενήργησε οικειοθελώς υπό την έννοια ότι ήταν ελεύθερος και καλά πληροφορημένος να προβεί ο ίδιος σε ανεξάρτητη εκτίμηση της ωφελιμότητας της σύμβασης (Κεφάλας κ.ά. ν. Νικόλα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1226).
Όταν δεν υφίσταται ειδική σχέση ανάμεσα στα μέρη, το βάρος απόδειξης της ψυχικής πίεσης ανήκει στο διάδικο ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή. Η ψυχική πίεση θα πρέπει να αποδειχθεί με το να καταδειχθεί ότι ο παραλήπτης της δωρεάς άσκησε πραγματικό εξαναγκασμό ή ότι ο τελευταίος άσκησε επί του δωρητή τέτοιο βαθμό γενικής κυριαρχίας ή ελέγχου, ούτως ώστε να είχε υπονομευθεί ουσιωδώς η δυνατότητά του να καταλήξει σε ανεξάρτητη απόφαση. Στη δεύτερη περίπτωση όπου η πίεση τεκμαίρεται από κάποια σχέση ανάμεσα στα μέρη, ο διάδικος ο οποίος λαμβάνει το όφελος βαρύνεται να αποδείξει ότι η δωρεά δεν έχει εξασφαλιστεί λόγω ψυχικής πίεσης (βλέπε άρθρο 16(3) του Κεφ.149 και Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου, ανωτέρω).
Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων τεκμαίρεται η ύπαρξη ψυχικής πίεσης, αφού η θέση εμπιστοσύνης που έχει ο ένας τον τοποθετεί σε θέση ασυνήθιστης εξουσίας, σε βαθμό που να δικαιολογείται η λήψη ανεξάρτητης συμβουλής. Η πιθανότητα να θέσει το πρόσωπο αυτό τα δικά του συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα του άλλου που μπορεί να επηρεαστεί είναι τόσο ορατή, που ο νόμος του επιβάλλει την υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν έχει καταχραστεί τη θέση του (Σωκράτους ν. Σιβιτανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1602).
Το τεκμήριο ότι ασκήθηκε ψυχική πίεση εγείρεται μόνο αν η συναλλαγή ήταν υπερβολικά επαχθής για το πρόσωπο που επηρεάστηκε ([1985] Α.C. 686, 704, relying on a Privy Council decision on the Indian Contracts Act, Poosathurai v. Kannappa Chettiar [1919] L.R. 47 Ind. App.1) ή όπως τέθηκε από τον Nourse L.J. στην υπόθεση Goldsworthy v. Brickell [1987] Ch. 378, 401, το τεκμήριο παραμένει ανενεργό μέχρις ότου ο διάδικος ο οποίος επιδεικνύει την εμπιστοσύνη προβαίνει σε μία δωρεά τόσο μεγάλη ή συνάπτει σύμβαση τόσο ανισοσκελή, ούτως ώστε να μην δικαιολογείται από φιλία, συγγένεια, φιλανθρωπία ή άλλα συνήθη ελατήρια.
Κατά το δίκαιο της επιείκειας η εφαρμογή της αρχής της ψυχικής πίεσης είχε πρόθεση να εξασφαλίσει ότι δεν θα πρέπει να επιτραπεί σε κανένα να διατηρήσει το όφελος, που προέκυψε από το δόλο του ή την παράνομή του πράξη. Όπως τέθηκε στην υπόθεση Allcard v. Skinner 56 L.J. Ch. 1052 η αρχή αυτή αποτελεί εμπόδιο στη συνείδηση του δωρεοδόχου, που προκύπτει από την έντιμη συμπεριφορά. Ως αποτέλεσμα η αρχή αυτή επεκτείνεται όχι μόνο σε υποθέσεις άσκησης πίεσης, αλλά και σε όλες τις υποθέσεις στις οποίες η επιρροή αποκτάται και της γίνεται κατάχρηση, όπου η εμπιστοσύνη επιδεικνύεται και προδίδεται (Smith v. Kay [1859] 7 H.L.C. 750, 779).
Αν δεν υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των μερών, όπως αυτή στην οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω, ο συμβαλλόμενος που αξιώνει την ακύρωση της σύμβασης θα πρέπει να αποδείξει τη ψυχική πίεση (Allcard v. Skinner, ανωτέρω). Αυτό μπορεί να γίνει αποδεικνύοντας είτε ότι υπήρξε πραγματική πίεση από το δωρεοδόχο ή ότι αυτός άσκησε επί του μυαλού του δωρητή τέτοιου βαθμού γενική επιβολή ή έλεγχο, ούτως ώστε η ανεξαρτησία στη λήψη της απόφασης να είχε ουσιαστικά υπονομευθεί, (Smith v. Kay, ανωτέρω, Bank of Montreal v. Stuart [1911] A.C. 120. Βλέπε επίσης Coldunell Ltd v. Gallon and another [1986] 1 All E.R. 429).
Η επίδραση τεκμαίρεται αν οι συμβαλλόμενοι ήταν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, σε ορισμένου τύπου σχέση εμπιστοσύνης (Allcard v. Skinner, ανωτέρω). Όταν η σύμβαση αποδειχθεί ότι είναι επαχθής, το βάρος τίθεται επί των ώμων του διάδικου που έχει το όφελος, ο οποίος θα πρέπει να δικαιολογήσει ότι η σύμβαση ήταν ελεύθερη ψυχικής πίεσης. Τέτοιες εμπιστευτικές σχέσεις είναι οι σχέσεις γονιού και παιδιού, κηδεμόνα και κηδεμονευόμενου, δικηγόρου και πελάτη, καθώς και σε ορισμένες συμβάσεις μεταξύ μνηστευμένων, γιατρού και ασθενούς. Το τεκμήριο δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές τις ειδικές σχέσεις. Αν ο ενάγων αποδείξει ότι κατά το χρόνο της ετεροβαρούς σύμβασης, υπήρχε πράγματι σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, προκύπτει το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης (Tufton v. Sperni [1952] 2 T.L.R. 516, 522).
Το τεκμήριο εφαρμόζεται σε όλη την ποικιλία των σχέσεων στις οποίες ασκείται, κυριαρχία από το ένα πρόσωπο επί του άλλου (Huguenin v. Baseley [1807] 14 Ves. 286).
Για να καταρριφθεί το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης, το δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι ο δωρητής ενεργούσε ανεξάρτητα οιασδήποτε επιρροής από το δωρεοδόχο και με πλήρη συνείδηση του τι έπραττε (Inche Noriah v. Shaik Allie Bin Omar [1929] A.C. 127, 135). Ο συνηθέστερος τρόπος απόδειξης του πιο πάνω είναι ότι ο δωρητής είχε ικανοποιητική και ανεξάρτητη συμβουλή (Morley v. Loughnan [1893] 1 Ch. 736, 752).
Σε υποθέσεις αυτού του είδους εκείνο που χρειάζεται να αποδειχθεί είναι ότι το καθήκον που προκύπτει από τη σχέση εμπιστοσύνης έχει εκπληρωθεί. Τι συνιστά εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος εξαρτάται από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά γενικά το καθήκον αυτό απαιτεί ότι το πρόσωπο που υπάρχει ισχυρισμός ότι έχει επηρεαστεί ήταν σε θέση να διαμορφώσει ανεξάρτητη και εμπεριστατωμένη κρίση (Lloyd΄s Bank Ltd v. Bundy [1974] 3 All E.R. 757).
Όπου διάδικος προσπαθεί να αποφύγει τις συνέπειες σύμβασης λόγω ψυχικής πίεσης, που ασκήθηκε από τρίτο πρόσωπο, θα πρέπει να αποδειχθεί είτε ότι το τρίτο πρόσωπο ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του συμβαλλόμενου ή ότι ο συμβαλλόμενος είχε πραγματική ή τεκμαρτή γνώση της ψυχικής πίεσης (Chitty on Contracts, ανωτέρω, παραγρ. 7-040).
Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο δέκτηκε ότι υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του Στέλιου και των εφεσειόντων. Θα πρέπει να διερωτηθούμε, αλήθεια, λόγω ποιας σχέσης οι εφεσείοντες ήταν σε θέση να κυριαρχούν επί της θέλησης του Στέλιου; Η σχέση μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου σίγουρα δεν δημιουργεί, χωρίς την ύπαρξη άλλων παραμέτρων, μια τέτοια σχέση εμπιστοσύνης. Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η σχέση αυτή αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η δέσμευση των εκπροσώπων των εφεσειόντων δεν περιελήφθη στη σχετική συμφωνία, είναι εντελώς αβάσιμη και ατεκμηρίωτη.
Λανθασμένη είναι και η αναφορά του Δικαστηρίου στην αρχή της ανισότητας στη διαπραγματευτική δύναμη, που αναλύεται στην υπόθεση Lloyd's Bank Ltd v. Bundy, ανωτέρω). Στην υπόθεση εκείνη ο Λόρδος Denning MR είχε υποστηρίξει την αρχή της ανισότητας στη διαπραγματευτική δύναμη. Με βάση αυτή την αρχή παρέχεται θεραπεία σε πρόσωπο το οποίο, χωρίς ανεξάρτητη συμβουλή, συμβάλλεται με όρους που είναι άδικοι ή μεταβιβάζει περιουσία για εμφανώς ανεπαρκή αντιπαροχή, όταν η διαπραγματευτική του δύναμη έχει σοβαρά περιοριστεί, είτε λόγω των δικών του αναγκών ή επιθυμιών είτε λόγω της άγνοιας ή της αστάθειάς του, αν αυτές συμπίπτουν με ψυχική πίεση, ή πιέσεις, όχι απαραίτητα παράνομες, επ' ωφελεία του ετέρου συμβαλλόμενου. Η θέση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από την πλειοψηφία του Δικαστηρίου, η οποία βάσισε τη δική της απόφαση στην ορθόδοξη άποψη της αρχής όπως αναπτύσσεται στην υπόθεση Allcard v. Skinner, ανωτέρω.
Περαιτέρω, στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί η σχέση μεταξύ των εφεσειόντων και του εργοδοτούμενού τους Στέλιου να θεωρηθεί ως σχέση εμπιστοσύνης, ούτε ότι λόγω μιας τέτοιας σχέσης ο Στέλιος κατέληξε στην απόφασή του, ύστερα από επίδραση που ασκήθηκε πάνω του από τους εργοδότες του. Περαιτέρω, η σύμβαση δεν ήταν ετεροβαρής. Οι εφεσείοντες δεν προσπαθούσαν να προσκομιστούν όφελος από το Στέλιο και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρχε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ τους. Εκείνο που διαφεύγει από το πρωτόδικο δικαστήριο καθ΄ όλο το πνεύμα της απόφασής του είναι ότι οι εφεσείοντες δεν προσπαθούσαν να προσκομίσουν οποιοδήποτε όφελος, αλλά να περιορίσουν, κατά το δυνατόν, την τεράστια ζημιά την οποία ο Στέλιος τους είχε προξενήσει. Η υπογραφείσα συμφωνία ήταν μία ανάληψη υποχρέωσης, που ο Στέλιος ήδη είχε και την οποία οι εφεσείοντες μπορούσαν να διεκδικήσουν ακόμα και δικαστικώς. Τέλος, ο Στέλιος είχε κάθε ευκαιρία, επανειλημμένα μάλιστα, να τύχει νομικής συμβουλής, με αποκορύφωμα το ότι η τελική συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη, να τύχει επεξεργασίας και έγκρισης από το δικηγόρο του.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση National Westminster Bank plc v. Morgan [1985] 1 All E.R. 821, σύμβαση δεν μπορεί να ακυρωθεί λόγω ψυχικής πίεσης, εκτός αν αποδειχθεί ότι η σύμβαση ήταν καταφανώς επαχθής για το πρόσωπο που είχε υποστεί την επίδραση. Η βάση της αρχής αυτής δεν βρίσκεται στη δημόσια πολιτική, αλλά στην πρόληψη της θυματοποίησης του ενός συμβαλλομένου από τον άλλο και συνεπώς δεν προκύπτει απαραίτητο τεκμήριο ψυχικής πίεσης, απλώς και μόνο από το γεγονός ότι υπήρχε εμπιστευτική σχέση μεταξύ των μερών.»
Πάντα σε σχέση με την ψυχική πίεση, εκείνο, που ρητώς, αποφασίστηκε από την αγγλική, σχετική, νομολογία, είναι ότι η απόδειξη, από πλευράς του προσώπου που επιθυμεί την ακύρωση της σύμβασης, ότι τούτη (η σύμβαση) είναι καταφανώς επαχθής, αποτελεί προϋπόθεση σε κάθε αναγνωρισμένο είδος ψυχικής πίεσης, και δη, είτε αυτή χρησιμοποιήθηκε με άμεσο τρόπο (actual undue influence), είτε είναι τεκμαρτή στη βάση των σχέσεων των συμβαλλομένων (presumed undue infuence). Η κατωτέρω περικοπή από την απόφαση Goldsworthy v. Brickell a.o. [1987] ALL ER 853, αποδεικνύει του λόγου το αληθές:
«However, the main ground of their Lordships’ decision was that before any transaction can be set aside for undue influence, whether actual or presumed, it has to be shown that the transaction has been wrongful in that it has constituted a manifest and unfair disadvantage to the person seeking to avoid it. And it is in that part of Lord Scarman’s opinion that the references to dominating influence are, incidentally as it appears, to be found.»
Για να μπορεί μια σύμβαση να θεωρηθεί επαχθής, σε τέτοιο βαθμό, που να κριθεί ότι ο διάδικος που επικαλείται την ακυρότητα της ικανοποίησε την σχετική προϋπόθεση, στην υπόθεση Kaur v. Binwaree [1988[ Lexis Citation 2175, αναφέρθηκε ότι τούτη θα πρέπει να είναι «obviously or manifestly or grossly disadvantageous» για τον ίδιο.
Αξιολόγηση μαρτυρίας
Ενάγοντας:
Για τους λόγους που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως, μολονότι η μαρτυρία του Ενάγοντα, στο βαθμό που αφορά τους τρόπους και γενικότερα της πηγές από τις οποίες, κατά καιρούς, αντλήθηκαν τα χρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για απόκτηση των επίδικων αξιών, υποστηρίζεται από σωρεία μη αμφισβητούμενων εγγράφων, εν τούτοις, στο βαθμό που αφορά τους λόγους που τον οδήγησαν να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ, η μαρτυρία του παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες, αντιφάσεις, υπερβολές και σε κάποιο σημεία της, συγκρούεται, ακόμα και με την κοινή λογική. Είναι δε στη βάση αυτής της κρίσης που καταλήγω ότι η επί του προκειμένου μαρτυρία του αποτελεί, τουλάχιστον, ακροσφαλές υπόβαθρο για εξαγωγή ασφαλών ευρημάτων.
Προς επίρρωση της πιο πάνω κρίσης μου, ως προς την ποιότητα της μαρτυρίας του Ενάγοντα αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες αποφάσισε να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ, σημειώνω τα εξής:
Αποτέλεσε βασική θέση του Ενάγοντα ότι η απόφαση του να υποβάλει τις δύο αιτήσεις για να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ, στηρίχθηκε στα όσα οι υπάλληλοι της Εναγόμενης και ειδικότερα ο Μ.Υ.1 του ανάφερε σε σχέση με τα χαρακτηριστικά τους, τη φύση τους, την έλλειψη ρίσκου, την ασφάλεια τους, και ότι επρόκειτο για ένα τύπου καταθετικό σχέδιο με αυξημένο, σταθερό, επιτόκιο. Προς επίρρωση της θέσης του αυτής, πρόσθεσε ότι ο ίδιος είναι αγγράμματος και ότι δεν κατέχει τις γνώσεις που θα του επέτρεπαν να κατανοήσει, είτε το περιεχόμενο των αιτήσεων που υπόγραψε για την απόκτηση τους, είτε των όποιων τυχόν ενημερωτικών δελτίων ή σχετικών με αυτά εγγράφων που του απέστειλε η Εναγόμενη.
Οι πιο πάνω, ωστόσο, θέσεις του, είτε σε κάποιο στάδιο διαφοροποιήθηκαν άρδην, είτε προέκυψε ότι δεν ήταν ακριβείς ή ακόμη και αληθείς, στη βάση άλλων αδιαμφισβήτητων στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Πιο συγκεκριμένα, στην προσπάθεια του να πείσει ότι δεν είχε γνώση να κατανοήσει το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων που του απέστελλε η Εναγόμενη σε σχέση με όλες τις αξίες της που κατά καιρούς αγόρασε, αρχικώς (βλ. παράγραφο 12 της γραπτής του δήλωσης), ισχυρίστηκε ότι όταν παρέλαβε, το 2009, σχετική με τα ΜΑΚ επιστολή, επειδή δεν μπορούσε να κατανοήσει το περιεχόμενο της, την πήρε στο ταμείο υποκαταστήματος της Εναγόμενης και ζήτησε από τον εκεί υπάλληλο της τελευταίας να τον ενημερώσει σε τι αφορούσε. Όταν όμως, κατά την δια ζώσης μαρτυρία του, ερωτήθηκε εκ νέου για το ζήτημα αυτό, στην προσπάθεια του να πείσει, και πάλι, για την άγνοια και αδυναμία του να κατανοεί το περιεχόμενο τραπεζικών επιστολών, ισχυρίστηκε ότι τον συγκεκριμένο φάκελο τον μετέφερε στο ταμείο του υποκαταστήματος της Εναγόμενης, χωρίς καν να τον ανοίξει, κάτι που συνήθιζε να κάνει σε κάθε περίπτωση που παραλάμβανε επιστολές τραπεζών.
Πως όμως στέκει στην κοινή λογική η τελευταία αυτή τοποθέτηση του, αφού στη βάση της, στην ουσία, θέλει το Δικαστήριο να δεχθεί ότι κάθε φορά που παραλάμβανε φάκελο από τράπεζα, χωρίς να τον ανοίξει (εν αγνοία δηλαδή του περιεχομένου του) να μετέφερε τούτον στα ταμεία του υποκαταστήματος της και να ζητούσε εξηγήσεις, ακόμα και αν αυτός εμπεριείχε, λ.χ., απλώς μια κατάσταση λογαριασμού ή μια επιστολή σε σχέση με κάποια αύξηση ή μείωση του επιτοκίου των καταθετικών ή άλλων λογαριασμών του. Εν πάση περιπτώσει, η θέση του αυτή έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με την αρχική, σχετική, τοποθέτηση του, στη βάση της οποίας ο φάκελος αυτός περιείχε συγκεκριμένη επιστολή, το περιεχόμενο της οποίας δεν κατανοούσε, και για αυτό την μετέφερε στο ταμείο της Εναγόμενης, κάτι που, εμφανώς, υπονοεί ότι άνοιξε το φάκελο, είδε την επιστολή και επιδίωξε να αναγνώσει το περιεχόμενο της.
Στο πλαίσιο της ίδιας προσπάθειας του, να πείσει, δηλαδή, περί της αδυναμίας του να κατανοήσει το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων, που ετοιμάστηκαν σε σχέση με τις επίδικες αξίες, προέβαλε τη θέση ότι είναι αγγράμματος. Ωστόσο, η θέση του αυτή έρχεται σε σύγκρουση με την, κατά τα αλλά, πολλάκις αναφερθείσα, έτερη, σχετική πάντα, θέση του, ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Τεχνικής Σχολής.
Όσον αφορά στο γιατί δεν επικοινώνησε με το τηλεφωνικό κέντρο στον αριθμό τηλεφώνου που του έδωσε ο Μ.Υ.1, ο Ενάγοντας, σε διαφορετικά στάδια μαρτυρίας του, προώθησε συγκρουόμενους ισχυρισμούς, ως εξής.
Η βασική, σχετική, θέση του, ως αντικρίζεται στη γραπτή του δήλωση (παράγραφος 17), είναι ότι δεν επικοινώνησε με το τηλεφωνικό κέντρο, διότι δεν είχε χρόνο να πράξει τούτο, και, εν πάση περιπτώσει, δεν θα καταλάβαινε τι θα του έλεγαν. Κατά το στάδιο της δια ζώσης μαρτυρίας του, ισχυρίστηκε, για πρώτη φορά, ότι ο λόγος που δεν επικοινώνησε με το τηλεφωνικό κέντρο, ήταν γιατί επιθυμούσε όπως, αναφορικά με τα χαρακτηριστικά των ΜΑΕΚ, τον ενημερώσει ο Μ.Υ.1 αντί να τύχει σχετικής ενημέρωσης από το τηλεφωνικό κέντρο. Τέλος, πλην όμως πάντα συναφώς, σε άλλο σημείο της δια ζώσης μαρτυρίας του, ισχυρίστηκε, και τούτο και πάλι για πρώτη φορά, ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στους λειτουργούς που εργάζονταν για την Eναγόμενη στο τηλεφωνικό κέντρο, οι οποίοι δεν θα του έλεγαν αλήθεια ως προς τη φύση και χαρακτηριστικά των ΜΑΕΚ, και γι' αυτό τον λόγο δεν τηλεφώνησε στο κέντρο.
Είναι εξόφθαλμο, από τις ανωτέρω τοποθετήσεις του ενάγοντα, το ακροσφαλές του υπόβαθρου της εν προκειμένω μαρτυρίας του, αναφορικά, δηλαδή, με τις συνθήκες, υπό τις οποίες αποφάσισε να μην επικοινωνήσει με το τηλεφωνικό κέντρο της Eναγόμενης. Ωστόσο, κρίνω απαραίτητο να σημειώσω, ότι πέραν των εμφανών αντιφάσεων που παρατηρούνται στις τρεις, αυτές, σχετικές, τοποθετήσεις του, κάποιες εξ αυτών, δεν συμβαδίζουν και με την λοιπή ενώπιον μου, κοινώς αποδεχτή, σχετική μαρτυρία. Και εξηγώ.
Πώς είναι δυνατό να αποδεχθώ τη θέση του Ενάγοντα, ότι σκοπίμως δεν επικοινώνησε με το τηλεφωνικό κέντρο γιατί επιθυμούσε, όπως, σχετικής με τα ΜΑΕΚ, ενημέρωσης να τύχει από τον Μ.Υ.1, όταν, ως και ο ίδιος παραδέχεται, αλλά και ο Μ.Υ.1 δήλωσε και δεν αμφισβητήθηκε, αυτός (ο Μ.Υ.1) δεν ήταν γνώστης των χαρακτηριστικών και φύσης των ΜΑΕΚ και γι' αυτό τον λόγο τον παρέπεμψε στο τηλεφωνικό κέντρο;
Επίσης, δεδομένης της θέσης του ίδιου του Ενάγοντα ότι η επίσκεψη του στο υποκατάστημα της Eναγόμενης, για σκοπούς υποβολής των αιτήσεων για απόκτηση των ΜΑΕΚ, έλαβε χώρα κάποιες μέρες μετά που ο Μ.Υ.1 του έδωσε τον αριθμό τηλεφώνου του τηλεφωνικού κέντρου, πώς είναι δυνατό να αποδεχθώ τον, κατά τη μια, σχετική, εκδοχή του, ισχυρισμό ότι ο λόγος που δεν επικοινώνησε με το τηλεφωνικό κέντρο ήταν γιατί δεν είχε χρόνο;
Οι πιο πάνω παρατηρήσεις μου δεν γίνονται περιοριστικά και μόνο με σκοπό να αναδειχθεί το ακροσφαλές υπόβαθρο της σχετικής μαρτυρίας του Ενάγοντα ως προς το γιατί δεν κάλεσε το τηλεφωνικό κέντρο, αλλά και για να αναδειχθεί το ακροσφαλές, γενικότερα, της μαρτυρίας του, ως προς το γιατί, εν τέλει, αποφάσισε να υποβάλει τις αιτήσεις για να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ. Και εξηγώ.
Η βασική, σχετική, θέση του, θέλει τούτον να απόκτα τα ΜΑΕΚ, στη βάση των διαβεβαιώσεων που του έδωσε ο Μ.Υ.1, τόσο αναφορικά με τη φύση των εν λόγω αξιών, όσο και αναφορικά με την ασφάλεια που τα περιέβαλλε, ως, δηλαδή, ένας τύπος καταθετικού σχεδίου με σταθερό αυξημένο επιτόκιο. Είναι δε, η περαιτέρω, σχετική πάντα, θέση του Ενάγοντα, ότι ήταν τέτοιες οι σχετικές διαβεβαιώσεις του Μ.Υ.1, που τον έπεισαν να προχωρήσει και να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ, χωρίς να ήταν αναγκαίο να προβεί σε οποιανδήποτε περαιτέρω έρευνα σε σχέση με αυτά.
Ωστόσο, εκείνο που αβίαστα αναδεικνύεται από τους σχετικούς ισχυρισμούς του ίδιου του Ενάγοντα, ήταν ότι κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων απόκτησης των ΜΑΕΚ, είχε αρκετούς λόγους που τον κρατούσαν ανήσυχο ως προς, αφενός τη φύση, αλλά, αφετέρου, πολύ περισσότερο, τους κινδύνους που ελλόχευαν από την απόκτηση των ΜΑΕΚ. Είναι τέτοιες δε οι αναφορές του, που σε συνδυασμό και με τα κοινώς αποδεκτά, μεταξύ των μερών, δεδομένα – στα οποία θα αναφερθώ πιο κάτω -, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση του Ενάγοντα ότι κατά την υποβολή των εν προκειμένω αιτήσεων τελούσε υπό την πλάνη ότι τα ΜΑΕΚ αποτελούσαν ένα ασφαλές καταθετικό σχέδιο με σταθερό επιτόκιο χωρίς οποιουσδήποτε κινδύνους.
Επί τούτου σημειώνω ότι, ως ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε, τόσο για τα χρεόγραφα, όσο και για την ΜΑΚ, αλλά και για τα ΜΑΕΚ, στη βάση των διαφόρων παραστάσεων των υπαλλήλων της Εναγόμενης, θεωρούσε πάντα ότι αποκτούσε ένα νέο καταθετικό σχέδιο, τύπου γραμμάτιου, χωρίς οποιουσδήποτε κινδύνους, με εξασφαλισμένο το κεφάλαιο του, και με υψηλότερο, από τις απλές καταθέσεις και κάθε προηγούμενη έκδοση, σταθερό, επιτόκιο. Ωστόσο, η θέση του αυτή, έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με άλλες, σχετικές πάντα, τοποθετήσεις του, που τον θέλουν, μεταξύ του 2009 και 2011, σε χρόνο, δηλαδή, που ήταν κάτοχος των ΜΑΚ, το προνοούμενο γι' αυτά πιστωτικό επιτόκιο του 6.5%, να έχει μειωθεί κατά 2 μονάδες, με αποτέλεσμα κατά τον Μάιο του 2011, όταν και υπέβαλε τις αιτήσεις για απόκτηση των ΜΑΕΚ, να θεωρεί το προνοούμενο στα ΜΑΕΚ επιτόκιο (6.5%), κατά πολύ ευνοϊκότερο αυτού των ΜΑΚ. Πώς είναι δυνατόν, στη βάση αυτού του δεδομένου, να γίνει δεκτή η θέση του Ενάγοντα ότι, κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων απόκτησης των ΜΑΕΚ, είχε πειστεί ότι αυτά, ως και κάθε άλλη προηγούμενη αξία που απέκτησε, αφορούσαν σε ένα καταθετικό σχέδιο με σταθερό επιτόκιο; Εξάλλου, και ο ίδιος ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε ότι, ακόμα και την υστάτη, δηλαδή τη μέρα που υπέβαλε τις αιτήσεις για απόκτηση των ΜΑΕΚ, εξέφρασε ανησυχία στον Μ.Υ.1 ως προς το αν αξίες αυτές θα έχουν σταθερό επιτόκιο για 10 έτη, ανησυχία την οποία βάσισε στο γεγονός ότι το επιτόκιο των ΜΑΚ, που κατείχε τα προηγούμενα 2 χρόνια, είχε μειωθεί κατά 2 μονάδες, παρά το αρχικό αυξημένο επιτόκιό τους. Εξέφρασε, ακόμα, ανησυχία και ως προς την ασφάλεια των ΜΑΕΚ λόγω ενδεχόμενης συσχέτισής τους με την κακή οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα. Ποιος ο λόγος, τον Μάιο του 2011, να διερωτηθεί για κάτι τέτοιο ο Ενάγοντας όταν, ως είναι η βασική του θέση, στη βάση όλων των κατά καιρούς, κατ’ ισχυρισμό, παραστάσεων των υπαλλήλων της Εναγόμενης, θεωρούσε ότι, τόσο τα Χρεόγραφα, όσο και τα ΜΑΚ, αλλά και τα ΜΑΕΚ, δεν αποτελούσαν οποιαδήποτε μορφή επένδυσης, παρά μόνο ασφαλή καταθετικά σχέδια, τύπου γραμματίου, με σταθερό επιτόκιο, χωρίς οποιουσδήποτε κινδύνους;
Γενικότερα, οι βασικές θέσεις του Ενάγοντα, ως προς την αντίληψη του αναφορικά με τη φύση και χαρακτηριστικά των ΜΑΕΚ, χαρακτηρίζονται από αδυναμία, ασάφεια, και γενικότερα αντιφατικές σχετικές τοποθετήσεις. Ενδεικτικά, απλά να σημειώσω, ότι, τα όσα, στη βάση της μαρτυρίας του, φαίνεται ο Μ.Υ.1 να του αναφέρει ακριβώς πριν την απόφαση του να υποβάλει τις αιτήσεις για να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ, και στη βάση των οποίων, ως ισχυρίστηκε, πείστηκε, να πράξει τούτο, είναι δηλώσεις που, κατά τον ίδιο, του είχε ήδη αναφέρει προηγουμένως, και παρά ταύτα, διατηρούσε αμφιβολίες ως προς τη φύση, χαρακτηριστικά και κινδύνους τους.
Επίσης, πλην όμως συναφές, είναι και το γεγονός ότι, κατά τη μια εκδοχή του, ο λόγος που δεν επικοινώνησε με το τηλεφωνικό κέντρο ήταν γιατί θεωρούσε δεδομένο ότι οι υπάλληλοι της Ενάγουσας δεν σκοπεύουν να του πουν την αλήθεια ως προς τη φύση και χαρακτηριστικά των ΜΑΕΚ. Θεωρούσε, επομένως, ως ο ίδιος ισχυρίστηκε, ότι άλλη είναι η φύση και τα χαρακτηριστικά των ΜΑΕΚ, από ό,τι θα του έλεγαν οι λειτουργοί της Εναγόμενης στο εν λόγω τηλεφωνικό κέντρο, το οποίο συστάθηκε, ειδικώς, για να ενημερώνει τους προτιθέμενους αγοραστές των εν λόγω αξιών ως προς τη φύση και χαρακτηριστικά τους. Πώς είναι δυνατό στη βάση αυτής της εκδοχής του, να δηλώνει ότι, κατά τον χρόνο απόκτησης των ΜΑΕΚ θεωρούσε ότι απόκτα ένα νέο καταθετικό σχέδιο τύπου γραμματίου με αυξημένο πιστωτικό σταθερό επιτόκιο χωρίς οποιουσδήποτε κινδύνους, και κατά συνέπεια, θεώρησε μη αναγκαίο να αναγνώσει το περιεχόμενο των αιτήσεων που υπέβαλε για την απόκτηση τους;
Ενδεικτικό της προσπάθειας του Ενάγοντα να πείσει το Δικαστήριο περί του ότι τελούσε υπό πλήρη άγνοια ως προς τη φύση των επίδικων αξιών, γενικότερα, ήταν και οι τοποθετήσεις του αναφορικά με το περιεχόμενο των αιτήσεων που υπέβαλε για την απόκτηση τους. Η επί τούτου, βασική θέση του, ήταν ότι δεν κατανοούσε το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων, στη βάση, της έτερης σχετικής θέσης του, ότι ήταν αγράμματος, ή, εν πάση περιπτώσει, περιορισμένης μόρφωσης. Ωστόσο, διερωτάται κανείς, πώς ήταν σε θέση να γνωρίζει αν θα κατανοούσε το περιεχόμενο των εν λόγω αιτήσεων, τη στιγμή, που κατά μία άλλη εκδοχή του, ουδέποτε ανέγνωσε τούτες; Οι επί τούτου αντιφατικές τοποθετήσεις του Ενάγοντα, φαίνονται, ξεκάθαρα, στην παράγραφο 29 της γραπτής του δήλωσης, αλλά και επαναλήφθηκαν και στο πλαίσιο της δια ζώσης μαρτυρίας του. Σημειώνω, επιπροσθέτως, στο σημείο αυτό, ότι, το περιεχόμενο των εν προκειμένω αιτήσεων, δεν περιλαμβάνει εξειδικευμένους όρους ή περίπλοκο/πολύπλοκο λεξιλόγιο, αλλά είναι συνταγμένο σε απλή δημοτική ελληνική γλώσσα, που ευκόλως μπορεί να κατανοηθεί από κάποιο απόφοιτο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ακόμα και του επαγγελματικού κλάδου της Τεχνικής Σχολής, ως ήταν και ο Ενάγοντας.
Οι μόλις πιο πάνω παρατηρήσεις μου, δεν γίνονται με σκοπό να καταλήξω ότι ο Ενάγοντας ανέγνωσε το περιεχόμενο των αιτήσεων και ότι ψευδώς ισχυρίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι δεν έπραξε τούτο, αλλά, απλώς, για να καταδείξω το ακροσφαλές, ως υπόβαθρο, του σχετικού μέρους της μαρτυρίας του, περί των συνθηκών απόκτησης των επίδικων αξιών και πολύ περισσότερο των ΜΑΕΚ.
Εν ολίγοις, δεν μπορώ, για τους λόγους που ανάφερα ανωτέρω, στη βάση της σχετικής μαρτυρίας του Ενάγοντα, να καταλήξω με ασφάλεια ότι ο λόγος που ενδεχομένως δεν ανέγνωσε το περιεχόμενο των αιτήσεων που υπέβαλε για απόκτηση των ΜΑΕΚ, ήταν γιατί θεώρησε τούτο μη αναγκαίο στη βάση των όποιων τυχόν διαβεβαιώσεων είτε του Μ.Υ.1 είτε άλλου λειτουργού της Εναγόμενης. Τουναντίον, στη βάση των όσων ο ίδιος αντιλαμβανόταν την δεδομένη στιγμή, αναφορικά με τη φύση, χαρακτηριστικά και κινδύνους των ΜΑΕΚ, ως ανωτέρω υποδείχθηκαν, και την ανασφάλεια που ένιωθε στο να τα αποκτήσει, κρίνω ότι δεν ήταν ειλικρινής στην τοποθέτηση του ότι υπέγραψε τις εν προκειμένω αιτήσεις αδιαφορώντας για το περιεχόμενο τους καθότι είχε καθησυχαστεί ως προς την ανυπαρξία οποιουδήποτε κινδύνου από την απόκτηση τους.
Ως ήδη σημείωσα στα αρχικά στάδια της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Ενάγοντα, δεν έχω αμφιβολία ότι για να αποκτηθούν τα ΜΑΕΚ άντλησε χρήματα από τις διάφορες πηγές που ο ίδιος ανάφερε, ούτε αμφιβάλλω ότι για να επιτευχθεί τούτο, σχετικής καθοδήγησης και συμβουλής έλαβε από τον Μ.Υ.1, όπως, παραδείγματος χάρη, ότι μπορούσε η Eναγόμενη να τον δανείσει συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για την απόκτησή τους, καθώς επίσης και ότι μπορούσε, αφενός να του εκδώσει επιταγές για να εξοφλήσει τις οφειλές του σε άλλα τραπεζικά ιδρύματα, αλλά και να του υποδείξει ότι μπορούσε να αντλήσει χρήματα από λογαριασμό παρατραβήγματος που διατηρούσε στην Εναγόμενη για να συμπληρωθεί το συνολικό ποσό των €400.000,00. Δεν έχω πειστεί όμως, ότι η απόφαση του να αποκτήσει ΜΑΕΚ αξίας €400.000,00 ήταν το αποτέλεσμα σχετικής υπόδειξης και/ή παρότρυνσης του Μ.Υ.1.
Τίποτε δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου που να θέλει τον Μ.Υ.1 ή ακόμα γενικότερα και την Eναγόμενη, να επιτυγχάνουν οποιονδήποτε σκοπό, αν ο Ενάγοντας αποκτούσε ΜΑΕΚ αξίας €400.000,00, αντί άλλου ποσού, ούτε θεωρώ λογική τη θέση του Ενάγοντα ότι η κάθε ενέργεια του εκείνη την ημέρα για να αντληθεί το συνολικό συγκεκριμένο ποσό, έγινε στη βάση μόνο των σχετικών υποδείξεων του Μ.Υ.1., ως ισχυρίστηκε.
Και τούτο γιατί, αν όντως σκοπός του Μ.Υ.1 και γενικότερα της Eναγόμενης, που εκπροσωπούσε τούτος, ήταν ο Ενάγοντας να αποκτήσει όσο το δυνατό μεγαλύτερης αξίας ΜΑΕΚ, τότε ποιος ο λόγος να του επιστρέψει δύο επιταγές συνολικής αξίας €80.000,00 με σκοπό να εξοφληθούν οφειλές του προς άλλα τραπεζικά ιδρύματα, με μόνο στόχο, ο Ενάγοντας να επιστρέψει με ένα επιπρόσθετο ποσό €30.000,00 για σκοπούς απόκτησης των ΜΑΕΚ.; Αν όντως ο σκοπός της Eναγόμενης και ειδικότερα του Μ.Υ.1 κατ' εκείνην την ημέρα, ήταν, όπως ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε, να τον πείσει να αποκτήσει ΜΑΕΚ όσο μεγαλύτερης αξίας γινόταν, δεν θα του εξέδιδε τις 2 επιταγές (συνολικής αξίας €80.000,00), αλλά θα χρησιμοποιούσε και αυτά τα χρήματα για σκοπούς απόκτησης των ΜΑΕΚ, αφήνοντας τον Ενάγοντα να διατηρεί τις €30.000,00 ως εξασφάλιση άλλων υποχρεώσεων του σε άλλα τραπεζικά ιδρύματα, αποκτώντας έτσι ΜΑΕΚ αξίας €450.000, και όχι €400.000, που, εν τέλει, απέκτησε.
Δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία, ότι όταν ο Ενάγοντας αποφάσιζε να υποβάλει τις αιτήσεις για απόκτηση των ΜΑΕΚ, γνώριζε ότι ελλόχευαν κίνδυνοι και ότι μπορούσε να ενημερωθεί σε σχέση με αυτούς, μέσω του τηλεφωνικού κέντρου στο οποίο τον παράπεμψε ο Μ.Υ.1, και για λόγους που αφορούν τον ίδιο (τον Ενάγοντα), επέλεξε να μην το πράξει. Επαναλαμβάνω, στο σημείο αυτό, ότι, η θέση του Ενάγοντα ότι θα τύγχανε σχετικής, ειλικρινούς, ενημέρωσης από τον Μ.Υ.1 και γι' αυτό δεν επικοινώνησε με τον τηλεφωνικό κέντρο, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, δεδομένης, αφενός της ενέργειας του τελευταίου να τον παραπέμψει στο τηλεφωνικό κέντρο για τον συγκεκριμένο σκοπό, αφού ο ίδιος δεν μπορούσε να δώσει τις σχετικές πληροφορίες, και αφετέρου του γεγονότος ότι η σχετική αυτή θέση του Μ.Υ.1, περί άγνοιας του ως προς τα χαρακτηριστικά και φύση των ΜΑΕΚ, δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά του Ενάγοντα.
Είναι για όλους τους πιο πάνω λόγους, και ανεξάρτητα των συνθηκών υπό τις οποίες ο Ενάγοντας αποφάσισε να συνομολογήσει τις συμφωνίες απόκτησης των Χρεογράφων και των ΜΑΚ, που θεωρώ τη, σχετική με τις συνθήκες απόκτησης των ΜΑΕΚ, μαρτυρία του, τουλάχιστον ακροσφαλές υπόβαθρο για εξαγωγή ασφαλών ευρημάτων. Σημειώνω, επιπροσθέτως, πάντα, ωστόσο, συναφώς, ότι, μεταξύ της απόκτησης των ΜΑΚ (2009) και της απόκτησης των ΜΑΕΚ (2011), έλαβαν χώρα τέτοια γεγονότα και δημιουργήθηκαν τέτοια δεδομένα, ως προκύπτουν από την ενώπιον μου αποδεκτή μαρτυρία (μείωση του, κατά τα άλλα, σταθερού επιτοκίου των ΜΑΚ, σύσταση από την Εναγόμενη τηλεφωνικού κέντρου για ενημέρωση των προτιθέμενων αγοραστών, για το οποίο ενημερώθηκε ο Ενάγοντας από τον Μ.Υ.1., αμφιβολίες του Ενάγοντα ως προς την ασφάλεια, φύση και χαρακτηριστικά των ΜΑΕΚ κ.ο.κ.), που οι όποιες συνθήκες υπό τις οποίες ο Ενάγοντας απέκτησε τα Χρεόγραφα και τα ΜΑΚ να μην μπορούν να θεωρηθούν ως στέρεα βάση ή υπόβαθρο για την όποια αντίληψη του ως προς τη φύση, χαρακτηριστικά και κινδύνους των ΜΑΕΚ.
Μ.Υ.1
Γενικότερα ο Μ.Υ.1 μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Παρά της αντεξέτασης της οποίας έτυχε από τον συνήγορο του Ενάγοντα, η αξιοπιστία του, στον βαθμό που αφορά τα υπό αμφισβήτηση επίδικα ζητήματα, δεν κλονίστηκε.
Ως ήδη σημειώθηκε, ανωτέρω, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ενάγοντα, η βασική θέση του Μ.Υ.1 ότι δεν ήταν γνώστης των χαρακτηριστικών και φύσης των επίδικων αξιών, και ειδικότερα των ΜΑΕΚ, των μόνων, δηλαδή, αξιών, που αγόρασε ο Ενάγοντας, και για τις οποίες ο Μ.Υ.1 είχε ανάμειξη, και ότι γι' αυτόν τον λόγο παρέπεμψε τον τελευταίο στο συσταθέν από την Eναγόμενη τηλεφωνικό κέντρο για να ενημερωθεί σχετικώς, δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς του Ενάγοντα. Ούτε και τέθηκε οτιδήποτε ενώπιόν μου που να θέλει τον Μ.Υ.1 να ήταν σε θέση να ενημερώσει σχετικώς τον Ενάγοντα. Επίσης, η βασική, επιπρόσθετη, θέση του Μ.Υ.1, ότι ο λόγος που παρέπεμψε τον Ενάγοντα στο εν λόγω τηλεφωνικό κέντρο ήταν γιατί ο τελευταίος αναζητούσε σχετικές με τα ΜΑΕΚ πληροφορίες και εξέφρασε σχετικές απορίες, επίσης δεν αμφισβητήθηκε. Τουναντίον, προκύπτει ως γεγονός και από τις σχετικές αναφορές του Ενάγοντα (βλ., μεταξύ άλλων, και παράγραφο 17 της γραπτής δήλωσης του, Έγγραφο Α1).
Στην ουσία, για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Ενάγοντα, αλλά και της εικόνας που αποκόμισα από τον ίδιο τον Μ.Υ.1 κατά τη δια ζώσης μαρτυρία του και στη βάση των σχετικών τοποθετήσεών του, κρίνω ότι ο τελευταίος ήταν ειλικρινής στις τοποθετήσεις του, ότι, μολονότι συμβούλευσε τον Ενάγοντα ως προς τον τρόπο με τον οποίον μπορούσε να αντλήσει κεφάλαια για να επενδύσει στα ΜΑΕΚ, εντούτοις ποτέ δεν τον πίεσε να πράξει τούτο, ούτε σε σχέση με το ύψος του ποσού που θα επένδυε σε αυτά, ούτε και με αναφορές που αναδείκνυαν μόνο τα θετικά χαρακτηριστικά τους και απέκρυπταν τους υπαρκτούς κινδύνους που ελλόχευαν από την απόκτησή τους. Αν όντως σκοπός του Μ.Υ.1 ήταν να πείσει τον Ενάγοντα, σε κάθε περίπτωση, να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ, και σκοπός του ήταν, ως ο Ενάγοντας του αποδίδει, να πράξει τούτο καταφεύγοντας και σε ψευδείς παραστάσεις, αλλά και απατηλές τοποθετήσεις, δεν θα είχε κανένα λόγο ο Μ.Υ.1 να παραπέμψει τον Ενάγοντα στο τηλεφωνικό κέντρο, το οποίο θα τον ενημέρωνε για κάθε κίνδυνο που ελλόχευε από την απόκτηση των εν λόγω αξιών, αλλά και γενικότερα για τη φύση και χαρακτηριστικά τους. Δέχομαι δε, ως πλήρως αιτιολογημένη και πειστική τη θέση του ότι, ουδέποτε επιβεβαίωσε στον Ενάγοντα ότι τα ΜΑΕΚ αφορούσαν ασφαλές καταθετικό σχέδιο, με αυξημένο, σταθερό, επιτόκιο, τύπου γραμματίου, ως ο τελευταίος ισχυρίστηκε, κάτι, που δεν συμβαδίζει, με την έτερη, ήδη, πολλάκις, αναφερθείσα, ενέργειά του, να ενημερώσει τον Ενάγοντα ότι για τα χαρακτηριστικά και φύση αυτών των αξιών είχε συσταθεί συγκεκριμένο τηλεφωνικό κέντρο προς το οποίο θα έπρεπε να αποταθεί.
Το μόνο για το οποίο θα μπορούσα να προβώ σε παρατήρηση ως προς την ποιότητα της μαρτυρίας του Μ.Υ.1, έχει να κάνει με τις τοποθετήσεις του αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες αντλήθηκαν τα διάφορα ποσά, που, εν τέλει, καταβλήθηκαν για την απόκτηση των ΜΑΕΚ. Στη βάση των σχετικών εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια αναφορικά το πώς ακριβώς ο Ενάγοντας κατάφερε να συγκεντρώσει το συνολικό ποσό των €400.000,00, το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, αλλά και των σχετικών τοποθετήσεων του Ενάγοντα, επί των οποίων ούτε καν αντεξετάστηκε, μπορώ με ασφάλεια να καταλήξω ότι, συμβουλή, ως προς το πώς ο Ενάγοντας θα έπρεπε να ενεργήσει ώστε, στο τέλος της ημέρας, να μπορέσει να αγοράσει ΜΑΕΚ αξίας €400.000,00, έδωσε ο Μ.Υ.1 κατά την ημέρα που υποβλήθηκαν οι σχετικές αιτήσεις από πλευράς του Ενάγοντα. Εξάλλου ο Μ.Υ.1 δεν αρνήθηκε τούτο, ειδικώς, πλην όμως προέβαλε γενικούς και ασαφείς ισχυρισμούς, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο Ενάγοντας κατέφτασε, τη συγκεκριμένη μέρα, στο υποκατάστημα της Εναγόμενης έχοντας ήδη στο χέρι του δύο επιταγές που εκδόθηκαν από συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα με σκοπό να επενδύσει τα επί αυτών ποσά για απόκτηση των ΜΑΕΚ.
Κρίνω, ωστόσο, ότι, ο Μ.Υ.1 ήταν πειστικός ως προς το ότι δεν ήταν ο ίδιος που υπέδειξε στον Ενάγοντα ποιο ποσό θα έπρεπε να επενδύσει για αγορά των ΜΑΕΚ. Εξάλλου, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, τίποτα δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου που να θέλει τον Μ.Υ.1 να έχει οποιοδήποτε κίνητρο, είτε προσωπικώς είτε ως υπάλληλος της Eναγόμενης, ο Ενάγοντας να επενδύσει το συγκεκριμένο ποσό, αντί άλλο. Εν πάση περιπτώσει, ως και πάλι σημειώθηκε ανωτέρω, αν ο Ενάγοντας δεν εξοφλούσε τις οφειλές του προς άλλα τραπεζικά ιδρύματα για να αποδεσμεύσει το ποσό των €30.000, που αποτελούσαν εξασφάλιση των εν λόγω υποχρεώσεών του, το ποσό, που, εν τέλει, θα επένδυε στα ΜΑΕΚ, θα ήταν μεγαλύτερο, κάτι που συνηγορεί υπέρ της ανωτέρω εκφρασθείσας κρίσης μου ως προς το ότι η απόφαση του Ενάγοντα να αποκτήσει ΜΑΕΚ αξίας €400.000, δεν ήταν το αποτέλεσμα ειδικής υπόδειξης του Μ.Υ.1.
Γενικότερα τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 την αποδέχομαι, αφού ελλείπει οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση ή αδυναμία στις τοποθετήσεις του, ενώ αρκετές από αυτές συμβαδίζουν, τόσο με τη λογική εξέλιξη των πραγμάτων, όσο και με την κοινή λογική. Συμβαδίζουν δε και με τις διάφορες ενέργειες που έλαβαν χώρα, για τις οποίες οι δύο πλευρές συμφωνούν. Συμπληρώνω, ωστόσο, όπως ήδη ανέφερα ανωτέρω, ότι παρά τις σχετικές γενικές αρνήσεις του Μ.Υ.1, μπορώ με ασφάλεια να καταλήξω ότι ο Ενάγοντας κατάφερε να αντλήσει το ποσό των €400.000, ώστε τούτο να χρησιμοποιηθεί για απόκτηση των ΜΑΕΚ, στη βάση σχετικών συμβουλών που του έδωσε ο Μ.Υ.1, κατόπιν, όμως, σχετικής αναζήτησης από τον ίδιο τον Ενάγοντα.
Τελικά ευρήματα
Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης της ενώπιόν μου μαρτυρίας, και επιπροσθέτως των κοινώς αποδεκτών γεγονότων, ως τούτα καταγράφηκαν στο αρχικό στάδιο της παρούσας απόφασης, και επί των οποίων έχω ήδη καταλήξει σε σχετικά ευρήματα, καταλήγω και στα επιπρόσθετα, εξής, ευρήματα.
Το 2011, υπό τις συνθήκες που αναφέρθηκαν κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ενάγοντα, και δη με τον τελευταίο να έχει τουλάχιστον αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο τα ΜΑΕΚ αποτελούν ένα ασφαλές καταθετικό σχέδιο τύπου γραμματίου με σταθερό επιτόκιο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, χωρίς κινδύνους, καθώς επίσης να είναι και πεπεισμένος ότι οι υπάλληλοι της Eναγόμενης, σκοπίμως, θα ψευσθούν ως προς τη φύση και χαρακτηριστικά των εν λόγω αξιών, και παρά το ότι γνώριζε την πηγή απ’ όπου μπορούσε να αντλήσει όλες εκείνες τις πληροφορίες που θα του επέτρεπαν να κατανοήσει τόσο τη φύση όσο και γενικότερα τα χαρακτηριστικά και κινδύνους τους, επέλεξε να προχωρήσει και να υποβάλει δυο αιτήσεις με τις οποίες, αφού εγκρίθηκαν από την Εναγόμενη, απέκτησε τα ΜΑΕΚ αξίας €400.000. Μετά την μη καταβολή από την Εναγόμενη του πιστωτικού τόκου των ΜΑΕΚ για το πρώτο εξάμηνο του 2012, ακολούθησαν τα γνωστά γεγονότα του 2013, στη βάση των οποίων θεσπίστηκε ειδική νομοθεσία (Ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμος) και εκδόθηκαν, στη βάση της, συγκεκριμένοι κανονισμοί και διατάγματα, που είχαν ως αποτέλεσμα να απομειωθούν οι καταθέσεις σε συγκεκριμένα τραπεζικά ιδρύματα, μεταξύ των οποίων και η Εναγόμενη, με τα κεφάλαια των διαφόρων πελατών τους (ως ήταν και ο Ενάγοντας), που ήταν κατατεθειμένα στο πλαίσιο αγοράς αξιών, ως οι επίδικες, να εξανεμίζονται.
Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο που τα διέπει
Αποτελεί ουσιώδη υπεράσπιση της Εναγόμενης ότι, ενόψει του γεγονότος ότι ο Ενάγοντας, με την υπογραφή της αίτησης για απόκτηση των ΜΑΕΚ, δεσμεύτηκε από την, επ’ αυτής, τυποποιημένη, αποδιδόμενη σ’ αυτόν δήλωση[10], εφαρμόζεται η αρχή του κωλύματος (estoppel) και κατά συνέπεια η απαίτηση του είναι έκθετη σε απόρριψη.
Ως προκύπτει από τις κατωτέρω αυθεντίες[11], το κώλυμα μπορεί να είναι, κώλυμα λόγω δεδικασμένου (Estoppel by record), κώλυμα λόγω καταχωρίσεων σε έγγραφα (Estoppel by deed) και κώλυμα λόγω συμπεριφοράς (Estoppel by conduct or Estoppel in pais).
Ο γενικός κανόνας είναι ότι η υπογραφή κάποιου τον δεσμεύει. Είναι πολύ στενά τα περιθώρια ώστε να αποφύγει την ευθύνη που εκ πρώτης όψεως δημιουργεί η υπογραφή του, και αυτό προς διασφάλιση της αναγκαίας εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τις εμπορικές συναλλαγές και τις γραπτές συμφωνίες. Όταν κάποιος βρίσκεται αντιμέτωπος με αποδιδόμενες σε αυτόν ευθύνες που πηγάζουν από υπογραφθέν από αυτόν έγγραφο και σκοπό έχει να επιδιώξει να αποδεσμευθεί από αυτές, θα πρέπει να καταδείξει ότι εφαρμογής τυγχάνει η αρχή του Νon Est Factum, ήτοι ότι η υπογραφή του τέθηκε λόγω ανικανότητας (όπως τυφλότητα ή αναλφαβητισμός) ή λόγω παραπλάνησης ή δόλου, παρά την επιμέλεια και την προσοχή που επέδειξε. Αν και αρχικά, με το εν λόγω δόγμα, αναγνωρίστηκε, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα προσώπου με ειδική ανικανότητα, όπως ενός αναλφάβητου ή ενός τυφλού (βλ. Foster v. Mackinnon [1869] LR 4 CP 704) να επικαλεστεί τη φυσική του ανικανότητα για να αποφύγει τις ευθύνες του που προκύπτουν από μια γραπτή σύμβαση στην οποία έθεσε την υπογραφή του ως συμβαλλόμενος, μετέπειτα, (βλ. Saunders v. Anglia Building Society [1971] AC 1004) αναγνωρίστηκε ότι, το δόγμα αυτό, θα πρέπει να τύχει εφαρμογής και να επενεργήσει σε όφελος προσώπων, που είτε μονίμως, είτε προσωρινώς, πλην όμως χωρίς οποιαδήποτε δική τους ευθύνη, καθίστανται ανίκανοι να αντιληφθούν το σκοπό ενός συγκεκριμένου εγγράφου, το οποίο και υπογράφουν. Τονίστηκε ωστόσο ότι, η συγκεκριμένη υπεράσπιση πρέπει να περιοριστεί σε πολύ στενά πλαίσια για αποφυγή ενδεχόμενου κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού στις συνήθεις συναλλαγές, αλλά και στην εγκυρότητα των γραπτών συμβάσεων, ιδιαίτερα σε εκείνες τις περιπτώσεις που ελλείπει οποιοσδήποτε δόλος ή οποιοσδήποτε άλλος καλός λόγος που να επιβάλλει την ακυρότητα κάποιου εγγράφου.
Στη Saunders (ανωτέρω), η Βουλή των Λόρδων, έθεσε τρεις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιήσει αυτός που επικαλείται, προς υπεράσπιση του, το δόγμα του non-est-factum.
(i) Πρώτον, για να μπορέσει κάποιο πρόσωπο να επικαλεστεί την υπεράσπιση non est factum θα πρέπει να εμπίπτει εντός μιας προστατευόμενης κατηγορίας, δηλαδή είτε πρόσωπα που είναι τυφλά ή δεν μπορούν να διαβάσουν ή που έχουν κάποια προσωρινή ή μόνιμη ανικανότητα που τους εμποδίζει να κατανοήσουν τι υπογράφουν, είτε πρόσωπα που έχουν τύχει παραπλάνησης από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος και έχουν υπογράψει κάποιο έγγραφο τελούντα υπό πλάνη σε σχέση με το χαρακτήρα του εγγράφου. Είναι πολύ σπάνια που την υπεράσπιση θα μπορούν να επικαλεστούν πρόσωπα που δεν εμπίπτουν σε κάποια εξειδικευμένη κατηγορία που χρήζει ιδιαίτερης προστασίας.
(ii) Δεύτερον, η οποιαδήποτε πλάνη θα πρέπει να αφορά όχι στο περιεχόμενο αλλά στο χαρακτήρα του εγγράφου. Θα πρέπει το πρόσωπο που υπογράφει να πιστεύει ότι υπογράφει κάτι ολότελα διαφορετικό, υπό την έννοια ότι το έγγραφο που νομίζει ότι υπογράφει και το έγγραφο που υπογράφει να ανήκουν σε διαφορετικές νομικές κατηγορίες. Όπως ανέφερε ο Δικαστής Reid στην υπόθεση Saunders v. Anglia Building Society,
«There must I think be a radical difference between what he signed and what he thought he was signing – or one could use the words ‘fundamental’ or ‘serious’ or ‘very substantial’.’ But what amounts to a radical difference will depend on all the circumstances».
(iii) Εν πάση περιπτώσει, η επίκληση της υπεράσπισης non est factum δεν επιτρέπεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο που δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή προτού υπογράψει το συγκεκριμένο έγγραφο. Κάθε πρόσωπο, πριν υπογράψει κάποιο έγγραφο, έχει την υποχρέωση να πληροφορηθεί για τη φύση του εγγράφου που υπογράφει. Εάν κάποιος είναι έτοιμος να υπογράψει κάποιο έγγραφο απλώς και μόνο διότι το έγγραφο τέθηκε ενώπιον του, χωρίς να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ή τουλάχιστον χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε προσπάθεια ελέγχου και εξακρίβωσης του τι υπέγραφε, τότε ο νόμος δεν του επιτρέπει να επικαλείται την υπεράσπιση non est factum. Ο Δικαστής Reid έθεσε το θέμα επιγραμματικά στην υπόθεση Saunders v. Anglia Building Society:
«The plea cannot be available to anyone who was content to sign without taking the trouble to try to find out at least the general effect of the document».
Όπως η πιο πάνω αρχή διατυπώθηκε πιο εκτενώς από το Δικαστή Wilberforce στην ίδια υπόθεση:
«A person who signs a document, and parts with it so that it may come into other hands, has a responsibility, that of the normal man of prudence, to take care what he signs, which, if neglected, prevents him from denying his liability under the document according to its tenor. I would add that the onus of proof in this matter rests on him, i.e. to prove that he acted carefully and not on the third party to prove the contrary».
Συμπερασματικά, η υπεράσπιση του non est factum, στο σύγχρονο δίκαιο, είναι ιδιαίτερα περιορισμένης εμβέλειας. Το βάρος απόδειξης ότι εφαρμόζεται βρίσκεται στους ώμους του προσώπου που την επικαλείται και για να επιτύχει τούτο θα πρέπει να αποδείξει πρώτον ότι πίστευε ότι αυτό που υπέγραψε ήταν ολότελα διαφορετικό από εκείνο που πραγματικά υπέγραψε και δεύτερον ότι είχε επιδείξει την απαραίτητη προσοχή και επιμέλεια πριν υπογράψει το επίδικο έγγραφο»[12].
Πάντα σε σχέση με το συγκεκριμένο δόγμα, ο Lord Wilberforce, στο λόγο του στη Saunders (ανωτέρω), σημείωσε επίσης ότι, «In other words it is the lack of consent that matters not the means by which this result was brought about. Fraud by itself may do no more than make the Contract Voidable». Και τούτο για να υποδείξει ότι, δεν αποτελεί προϋπόθεση, για να μπορεί να γίνει επίκληση του δόγματος, να αποδοθεί δόλια συμπεριφορά στον άλλο συμβαλλόμενο. Διευκρινίστηκε ωστόσο, εκ νέου, ότι, δεν είναι δυνατή η επίκληση του δόγματος από οποιοδήποτε πρόσωπο που δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή προτού υπογράψει ένα συγκεκριμένο έγγραφο.
Κρίνεται επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι, στην βάση των όσων αποφασίστηκαν στην Φακοντή ν. Βρυώνη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1404, εκεί που η θέση ενός διαδίκου ότι εξαπατήθηκε ή δια ψευδών παραστάσεων ή δόλου συναίνεσε στο να υπογράψει ένα έγγραφο γίνει, δικαστικώς, δεκτή, δεν θα επιτραπεί στον αντίδικό του να επικαλεστεί την όποια αμέλεια του εξαπατηθέντος για να προβάλει ότι ο τούτος εμποδίζεται, λόγω νομικού κωλύματος (estoppel), να αποδεσμευτεί από τις ευθύνες του.
Επίσης, πλην όμως συναφώς, στην υπόθεση Μακρή ν Χ»Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203, το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι εκείνο που «έχει σημασία είναι, αν στην ουσία ο ισχυριζόμενος δόλος δικαιολογούσε την άγνοια του περιεχομένου του εγγράφου, το οποίο υπέγραψε». To βάρος απόδειξης το έχει ο διάδικος που ισχυρίζεται ότι δικαιούται να αποφύγει τις συνέπειες των εγγράφων που υπέγραψε.
Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση επί του θέματος, βλέπε επίσης, Chitty On Contract General Principles, 24th edition, par. 300 – 304, σελίδες 142 – 144, και Ewan Mckendrick, Contract Law Text, Cases, and Materials, 6th edition, σελίδα 568 – 573.
Στη βάση των πιο πάνω τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, ο Ενάγοντας δεν μπορεί να προβάλλει τη θέση ότι δεν δεσμεύεται από τα όσα φέρεται να δηλώνει επί των αιτήσεων απόκτησης των επιδίκων αξιών και ειδικότερα των ΜΑΕΚ. Και τούτο γιατί, ως ήδη κατέληξα, ανωτέρω, μόνο τον εαυτό του έχει να μέμφεται για το γεγονός ότι δεν ανέγνωσε το περιεχόμενο των αιτήσεων που υπέβαλε για την απόκτηση τους. Θα τολμούσα να πω ότι το λιγότερο που μπορεί να χαρακτηριστεί ο Ενάγοντας ως προς την παράληψή του να αναγνώσει το περιεχόμενο των εν λόγω αιτήσεων προτού τα υπογράψει, στη βάση των δεδομένων που ίσχυαν εκείνη τη χρονική στιγμή, είναι αμελής, κάτι, που, στη βάση των όσων, νομολογιακώς, αποφασίστηκαν σε σχέση με το δόγμα του Non Est/Factum, δεν επιτρέπει την εφαρμογή του. Εν πάση περιπτώσει, τα όσα ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε ως προς τις συνθήκες υπογραφής των αιτήσεων για απόκτηση των ΜΑΕΚ – ακόμα και αν γίνονταν δεκτά - δεν τον θέλουν να τελεί υπό την πλάνη ότι υπέγραφε κάτι διαφορετικό από τέτοιες αιτήσεις, κάτι, που, επίσης, στη βάση των όσων, νομολογιακώς, αποφασίστηκαν σε σχέση με το δόγμα του Non Est/Factum, δεν επιτρέπει την εφαρμογή του. Ως δε θα διαφανεί κατωτέρω, ούτε προκύπτει ότι η παράληψη του αναγνώσει το περιεχόμενο των εν προκειμένων αιτήσεων προτού τις υπογράψει ήταν το αποτέλεσμα οποιουδήποτε δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή ψυχικής πίεσης ή έστω, παραπλάνησης από πλευράς της Εναγόμενης. Κατά συνέπεια, κρίνω ότι ο Ενάγοντας δεσμεύεται από τα όσα εκεί καταγράφονται, ως δήλωση του, και δη ότι, ουδέποτε έτυχε οποιασδήποτε συμβουλής ή παρότρυνσης από οποιονδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο ή/και αξιωματούχο της Εναγόμενης, που να σχετίζεται με την απόφαση του να υποβάλει τις αιτήσεις για απόκτηση των ΜΑΕΚ. Επίσης, πάντα στη βάση της σχετικής δήλωσης του επί των εν λόγω αιτήσεων, ο Ενάγοντας δεν νομιμοποιείται να ισχυρίζεται ότι δεν είχε γνώση ή ικανότητα να αξιολογήσει την επένδυση του στα ΜΑΕΚ, ούτε και ότι δεν ήταν γνώστης των κινδύνων που ελλόχευαν με την απόκτησή τους, ως αυτοί καταγράφονται στο σχετικό με αυτά ενημερωτικό δελτίο, ημερομηνίας 05.04.2011 (Τεκμήριο 1.3).
Παρά το ότι με την μόλις πιο πάνω εκφρασθείσα κρίση μου, τίθεται εκ βάθρων κάθε νομική βάση της παρούσας αγωγής, καθότι, για απόδειξη της, προϋποθέτει εύρημα του Δικαστηρίου που να θέλει την Εναγόμενη, μέσω των υπαλλήλων της, να έχει παροτρύνει και/ή συμβουλέψει των Ενάγοντα με τέτοιο τρόπο που επηρέασε την απόφαση του να υποβάλει τις αιτήσεις για απόκτηση των ΜΑΕΚ, εντούτοις, για σκοπούς πληρότητας, καταγράφω και τα εξής:
Στο βαθμό που προβάλλεται η θέση από πλευράς του Ενάγοντα ότι υπέστη ζημιά συνεπεία ψευδών παραστάσεων από πλευράς της Εναγόμενης, θα πρέπει, με την μαρτυρία του, να αποδείξει, μεταξύ άλλων, και ότι δεν ήταν σε θέση να ανακαλύψει την αλήθεια καταβάλλοντας συνήθη επιμέλεια (βλ. σχετική νομική πτυχή ανωτέρω). Ως αβίαστα προκύπτει από τα τελικά ευρήματα του Δικαστηρίου, ο Ενάγοντας, όχι απλώς δεν είχε πλήρως καθησυχαστεί ως προς τη φύση, χαρακτηριστικά και κινδύνους των ΜΑΕΚ, αλλά, επιπροσθέτως, στη βάση των όσων του ανάφερε ο Μ.Υ.1, ήταν σε θέση να ανακαλύψει την αλήθεια ως προς τα ζητήματα αυτά, και επέλεξε να μην το πράξει. Κατά συνέπεια, στο βαθμό που η αγωγή εδράζεται επί αυτής της νομικής βάσης, δεν θα μπορούσε, ούτως ή άλλως να έχει επιτυχές αποτέλεσμα.
Στο βαθμό, τώρα, που προβάλλεται η θέση από πλευράς του Ενάγοντα ότι υπέστη ζημιά συνεπεία απάτης από πλευράς της Εναγόμενης, θα πρέπει, με την μαρτυρία του, να αποδείξει, μεταξύ άλλων, και ότι ο Μ.Υ.1, εκ μέρους της Εναγόμενης, γνώριζε ότι οι παραστάσεις στις οποίες προέβαινε ήταν ψευδής ή δεν είχε γνήσια πεποίθηση ότι ήταν αληθείς, ότι προέβη σε τούτες με πρόθεση να ενεργήσει ο Ενάγοντας βασιζόμενος σε αυτές, και ότι ο ίδιος (ο Ενάγοντας) ενήργησε με βάση τις απατηλές αυτές παραστάσεις. Ως αβίαστα προκύπτει από τα τελικά ευρήματα του Δικαστηρίου, ο Μ.Υ.1 δεν ήταν γνώστης της φύσης και των χαρακτηριστικών των ΜΑΕΚ, εξ ου και παρέπεμψε τον Ενάγοντα στο αρμόδιο τηλεφωνικό κέντρο για να τύχει σχετικής ενημέρωσης. Ούτε και παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να θέλει τον Μ.Υ.1, κατά τις όποιες αναφορές του προς τον Ενάγοντα, στο πλαίσιο των συζητήσεων τους που προηγήθηκαν της απόκτησης των ΜΑΕΚ, να γνώριζε ότι τα όσα ανάφερε στον Ενάγοντα ήταν ψευδή ή ότι δεν είχε γνήσια πεποίθηση ότι τούτα ήταν αληθή ή, τέλος, ότι προέβη στις όποιες σχετικές αναφορές του με πρόθεση ο Ενάγοντας να βασιστεί σε αυτές και να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ. Κατά συνέπεια, και στο βαθμό που η παρούσα αγωγή εδράζεται επί τις νομικής βάσης της απάτης, εν πάση περιπτώσει δεν θα μπορούσε να επιτύχει.
Στο βαθμό, τέλος, που προβάλλεται η θέση από πλευράς του Ενάγοντα ότι υπέστη ζημιά συνεπεία ψυχικής πίεσης ή εξαναγκασμού από πλευράς της Εναγόμενης, τούτος απέτυχε να αποδείξει ότι ασκήθηκε τέτοια πίεση ή εξαναγκασμός. Ως έχει υποδειχθεί ανωτέρω, στη νομική πτυχή, η ψυχική πίεση μπορεί να είναι πραγματική (actual undue influence) ή τεκμαρτή (presumed undue influence). Σε κάθε όμως περίπτωση, απαραίτητο συστατικό στοιχείο αποτελεί η κατάδειξη ότι η συμφωνία που συνομολογήθηκε, συνεπεία της, ήταν δυσανάλογα επαχθής στον αποδέκτη της πίεσης. Ωστόσο, ο Ενάγοντας, καμιά μαρτυρία παρουσίασε που να θέλει τη συμφωνία απόκτησης των ΜΑΕΚ να είναι δυσανάλογα επαχθής προς αυτόν ή ετεροβαρής προς όφελος της Εναγόμενης και δη ότι πρόκειται για συμφωνία «τόσο ανισοσκελή, ούτως ώστε να μην δικαιολογείται από φιλία, συγγένεια, φιλανθρωπία ή άλλα συνήθη ελατήρια». Εν πάση περιπτώσει, οι όποιοι κίνδυνοι τυχόν ελλόχευαν για τον ίδιο με την απόκτηση τον ΜΑΕΚ, ισοσκελίζονταν από το αυξημένο επιτόκιο που απολάμβανε, ως κάτοχος τους, και από την δυνατότητα που παρεχόταν στην Εναγόμενη να αποκτήσει πίσω τις αξίες αυτές και να καταβάλει σε αυτόν το αρχικό κεφαλαίο που επένδυσε, αφήνοντας σε αυτόν καθαρό επενδυτικό κέρδος τους τόκους που εισέπραξε στο μεταξύ.
Σχετικό επίσης, για την παρούσα κρίση, είναι και το γεγονός ότι το επαχθές ή μη της υπό συζήτηση συμφωνίας, δεν πρέπει να εξεταστεί έξω και μακριά από το καθεστώς στο οποίο βρισκόταν ο Ενάγοντας πριν τη συνομολόγηση της. Και δη τη δέσμευσή του από τους όρους της συμφωνίας των ΜΑΚ, η οποία βρισκόταν σε ισχύ κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, στη βάση των οποίων ο Ενάγοντας βρισκόταν αντιμέτωπος με παρόμοιους κινδύνους και ανάλογα αντισταθμιστικά οφέλη του ιδίου. Εκείνο, που, στο τέλος της ημέρας, επεσυνέβη, στη βάση των γνωστών οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν στη χώρα μας κατά το 2013, ήταν ο σχεδόν εκμηδενισμός της αξίας των επενδυμένων κεφαλαίων στα ΜΑΕΚ, ως αποτέλεσμα του συμβατικού κινδύνου που προέκυπτε από τους όρους των συμφωνιών απόκτησης τους, συμβατικός κίνδυνος που εμπεριεχόταν και στους όρους των συμφωνιών απόκτησης των ΜΑΚ.
Εν πάση περιπτώσει, ως προκύπτει από τα τελικά ευρήματα του Δικαστηρίου, με δεδομένη την κρίση ότι ο Ενάγοντας αποφάσισε να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ, γνωρίζοντας ότι, με την ενέργεια του αυτή, δεν προέβαινε σε μια συνήθη κατάθεση, τύπου γραμματίου, με σταθερό επιτόκιο, αλλά, τουλάχιστον, σε μια επένδυση που εμπεριείχε το ρίσκο, τουλάχιστον, το προβλεπόμενο σε αυτό πιστωτικό επιτόκιο να μειωθεί, καθώς επίσης ότι, οι εν λόγω αξίες είχαν συγκεκριμένη φύση και χαρακτηριστικά για τα οποία η Εναγόμενη λειτούργησε συγκεκριμένο τηλεφωνικό κέντρο προς ενημέρωση των ενδιαφερομένων, το οποίο επέλεξε να μην καλέσει, αβίαστα προκύπτει ότι ο Ενάγοντας δεν κατάφερε, με την μαρτυρία του, να πείσει ότι αν γνώριζε τους όποιους κινδύνους ελλόχευαν με την απόκτηση τους, δεν θα συνομολογούσε την σχετική συμφωνία. Τουναντίον, στη βάση των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως της φύσης, χαρακτηριστικών και κινδύνων των ΜΑΕΚ, ήταν αποφασισμένος να τα αποκτήσει, με αποτέλεσμα, να μην έχει αποδείξει την αιτιώδη συνάφεια της όποιας, τυχόν, παράνομης συμπεριφοράς της Εναγόμενης (επί κάθε επικαλούμενης, μέσω του δικογράφου του, νομικής βάσης) με το ζημιογόνο για αυτόν αποτέλεσμα (S. Pavlou and Sons Construction Ltd κ.α. v. Ιωσηφίνας Θεοδώρου (2015) 1 Α.Α.Δ. 1502 και Κτηνοτροφική Επιχ. Π & Π Πέτρου Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2075). Ως σημειώθηκε συναφώς από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ελευθερίας Ζιπίτη κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 749 «Δεν μπορεί επίσης να επιδικάζεται σε ενάγοντα ποσοστό της απώλειάς του επί τη βάσει του συλλογισμού ότι η παράβαση του καθήκοντος της άλλης πλευράς δυνατόν να προκάλεσε τη ζημιά (Ράλλης Μακρίδης και Υιοί Λτδ ν. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 447). Η αιτιώδης συνάφεια είναι θέμα πραγματικό και θα πρέπει να αποφασίζεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατά τη δίκη (Hotson v. East Berkshire Area Health Authority [1987] 2 All E.R. 909). Θέμα πραγματικό είναι και ο λόγος που προκάλεσε το δυστύχημα. Ακόμα και στην περίπτωση που εναγόμενος παραδέχεται αμέλεια, ο ενάγων δεν δικαιούται, άνευ άλλου τινός, αποζημίωσης, εκτός αν μπορεί να συνδέσει τη ζημιά του με την αμέλεια αυτή (Rankine v. Garton Sons & Co. Ltd [1979] 2 All E.R. 1185)».
Κατάληξη
Στη βάση όλων των ανωτέρω που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω ότι ο Ενάγοντας απέτυχε να αποδείξει ότι δικαιούται στις κατ' αίτηση θεραπείες για οποιανδήποτε εκ των νομικών βάσεων που επικαλείται και κατά συνέπεια η παρούσα αγωγή απορρίπτεται.
Ως προς τα έξοδα δεν έχω κανέναν λόγο για να παρεκκλίνω του κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, και κατά συνέπεια τούτα επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον του Ενάγοντα, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.)…………………………
Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΧΨ
[1] Σε σχέση με τους Εναγόμενους 2 και 3, η αγωγή αποσύρθηκε στις 27.10.2022, πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.
[2] Κατά την εν λόγω χρονική στιγμή η συμφωνία απόκτησης των Χρεογράφων δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί, με τους συμβαλλόμενους να υπέχουν, εκατέρωθεν, συμβατικών υποχρεώσεων, αλλά και να απολαμβάνουν συμβατικά δικαιώματα, από τα οποία απαλλάχθηκαν συνεπεία του, εκ συμφώνου, τερματισμού της συμφωνίας.
[3] Ισχύουν τα ίδια που ίσχυαν και για την συμφωνία απόκτησης των Χρεογράφων κατά το 2009 – βλ. υποσημείωση 2, ανωτέρω.
[4] Την μία εκ των αιτήσεων υπέγραψε και η σύζυγος του Ενάγοντα, καθώς μέρος των χρημάτων που καταβλήθηκαν για την απόκτησή των ΜΑΕΚ ανήκαν και σε αυτή.
[5] Κατά την έναρξη της διά ζώσης μαρτυρίας του, ο Ενάγοντας υιοθέτησε το περιεχόμενο δήλωσης που ετοίμασε, η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Α, μέσω της οποίας θα επιχειρούσε να καταθέσει διάφορα έγγραφα ως τεκμήρια. Ακολούθως, σωρεία εγγράφων κατατέθηκαν από κοινού από της δύο πλευρές, υπό μορφή παραδεκτών εγγράφων, και έλαβαν αρίθμηση Τεκμηρίων 1.1 ? 1.33. Ως αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής, κατά την επόμενη δικάσιμο, ο Ενάγοντας ετοίμασε νέα γραπτή δήλωση, με πανομοιότυπο περιεχόμενο ως αυτό του Εγγράφου Α, πλην όμως με ειδικές αναφορές στην αρίθμηση των εγγράφων, που είχαν ήδη κατατεθεί ως τεκμήρια. Η δεύτερη, αυτή, γραπτή δήλωση του, με τη σύμφωνη γνώμη και της συνηγόρου της Εναγόμενης, κατατέθηκε ως επιπρόσθετη γραπτή δήλωση του, ως Έγγραφο Α1, εις αντικατάσταση του Εγγράφου Α.
[6] Υπογράμμιση δική μου.
[7] Στη βάση της σχετικής δικογραφημένης θέσης του Ενάγοντα, αλλά και των σχετικών αναφορών στην αγόρευση του συνηγόρου του, η σχετική νομική βάση προωθείται επί το ότι η Εναγόμενη ενήργησε κατά παράβαση του Νόμου (ως τούτος ορίστηκε ανωτέρω).
[8] Ως τέτοιος ορίστηκε, ήδη, ανωτέρω, ο Περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, Ν. 144(1)/2007.
[9] Markets in Financial Instruments Directive, ημερομηνίας 21.04.2004.
[10] «Βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβώ/ούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε ΜΑΕΚ και δηλώνω/ουμε ότι αποδέχομαι/αστε τους Όρους Έκδοσης και αναγνωρίζω/ουμε τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφαση μου/μας για υποβολή της παρούσας Αίτησης για Εγγραφή.
[11] Λαική Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1432 και Λαική Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Χίνη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 818.
[12] Σχετική περικοπή από το σύγγραμμα Το Δίκαιο των Συμβάσεων, Πολύβιου Γ. Πολυβίου, Τόμος Α, σελίδα 387 και 388.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο