SASTACO CONSTRUCTION LTD ν. Κώστα Παναγή κ.α., Αρ. Αγωγής: 5655/15, 20/1/2025
print
Τίτλος:
SASTACO CONSTRUCTION LTD ν. Κώστα Παναγή κ.α., Αρ. Αγωγής: 5655/15, 20/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΛΟΥΚΑ Ε.Δ

 

Αρ. Αγωγής: 5655/15 

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

SASTACO CONSTRUCTION LTD

Ενάγουσας

-και-

 

1.    Κώστα Παναγή

2.    Σοφίας Παναγή

Εναγόμενων

 

Ημερομηνία: 20/1/2025

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κα. Μ. Ευθυμίου

Για Εναγόμενη: κ. Χ. Ευσταθίου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

1.    Εισαγωγή/ Δικόγραφα

Η Ενάγουσα ανέλαβε την ανακαίνιση του ακινήτου που θα διέμεναν οι Εναγόμενοι. Με την καταχώρηση της υπό εξέταση αγωγής αξιώνει συμφωνημένο ποσό για επιπλέον εργασίες. Οι Εναγόμενοι αντιτείνουν ότι το έργο καθυστέρησε, ζημιώνοντας τους και ότι υπήρξαν ατελείς εργασίες και κακοτεχνίες, για τις οποίες επωμίστηκαν το κόστος.

Ειδικότερα, η Ενάγουσα στην Έκθεση Απαίτησης της υποστηρίζει ότι πέραν της γραπτής συμφωνίας, ημερομηνίας 11/1/2011, με τους Εναγόμενους, λάμβαναν οδηγίες από τους τελευταίους για μετατροπές και επιπρόσθετες εργασίες. Προς τούτο ο χρόνος ολοκλήρωσης του έργου επιμηκύνθηκε για να ολοκληρωθεί το έργο την 23/3/2012 και οι Εναγόμενοι να το παραλάβουν ανεπιφύλακτα. Οι εν λόγω εργασίες συμποσούνται σε ποσό €63.882,50 πλέον ΦΠΑ, και αποτελούσαν μέρος του λογαριασμού που τηρείτο και δεν πληρώθηκαν μέχρι σήμερα. Ισχυρίζονται, ακόμα, ότι ο εργολάβος παρεμποδίστηκε από του να εκτελέσει τις εργασίες του με κανονικό και εύρυθμο τρόπο.

Οι Εναγόμενοι εγείρουν προδικαστικώς ότι η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται να προωθεί την εναντίον τους αγωγή, καθώς κατά το χρόνο ανάληψης των οικοδομικών εργασιών, δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης. Επίσης προδικαστικά εγείρουν ότι η Εναγόμενη 2, δεν είχε ουδεμία συμβατική σχέση με την Ενάγουσα.

Επί της ουσίας αναφέρονται στον αρχιτέκτονα του έργου, ο οποίος είχε την επίβλεψη και εποπτεία του. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του αρχιτέκτονα ήταν ο καθορισμός του έργου ως πρακτικά αποπερατωμένου. Οι Εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι ναι μεν είχαν συμφωνήσει σε κάποιες μετατροπές και επιπλέον εργασίες, όχι όμως της έκτασης και της αξίας που δικογραφεί η Ενάγουσα, ενώ κάποιες συμφωνημένες εργασίες δεν είχαν εκτελεστεί, για λόγους που αφορούν την Ενάγουσα. Ενώ το έργο έπρεπε να παραδοθεί το Νοέμβριο του 2011, περί το Δεκέμβριο του 2011 η Ενάγουσα για δικούς της οικονομικούς λόγους, έπαυσε την εκτέλεση του. Τον ίδιο μήνα ο επιστάτης του έργου απολύθηκε, για να προσληφθεί από τον Εναγόμενο 1, όπως και άλλοι τεχνίτες, ώστε να ολοκληρώσει το έργο. Δικογραφούνται οι εργασίες που δεν εκτελέστηκαν και συμποσούνται σε ποσό €14.842, όπως και ότι έγιναν κακοτεχνίες, ενώ ο Εναγόμενος 1 είχε πληρώσει απευθείας τεχνίτες που θα έπρεπε να πληρώσει η Ενάγουσα, με το εν λόγω κόστος να ανέρχεται σε €6.850. Ο Εναγόμενος 1 ανταπαιτεί το τελευταίο ποσό, πλέον €3.000, ως ενοίκια που αναγκάστηκε να πληρώσει για να εξασφαλίσει κατοικία λόγω της καθυστέρησης στην παράδοση του έργου, μέχρι τον Ιούλιο του 2012. Προωθείται περαιτέρω ότι ο τελικός λογαριασμός της Ενάγουσας για το έργο, δεν συνάδει με τα πιστοποιητικά ή διατακτικά πληρωμών. Το ποσό των €130.000 που αφορά εγκεκριμένες από τον Αρχιτέκτονα εκτελεσθείσες εργασίες, έχει πληρωθεί από τον Εναγόμενο 1.

Με την Απάντηση της στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση η Ενάγουσα απορρίπτει τους ισχυρισμούς των Εναγομένων και εγείρει ότι ο αρχιτέκτονας ήταν διορισμένος από τους Εναγόμενους, ενώ καθόρισε το έργο ως πρακτικά αποπερατωμένο. Αρνούνται ότι το έργο σταμάτησε και αντιτείνουν ότι ο ίδιος ο Εναγόμενος 1 πλήρωνε επιπλέον τον επιστάτη, ώστε να εργάζεται προς όφελος του για καλύτερη ποιότητα της εργασίας του. Διόριζαν, δε, οι Εναγόμενοι άλλους εργάτες οι οποίοι εργάζονταν παράλληλα εν αγνοία της Ενάγουσας.

 

2.    Παραδεκτά/ Επίδικα

Για σκοπούς περιορισμού των επίδικων θεμάτων, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι μέσω των δικογράφων, της αντεξέτασης μαρτύρων, αλλά και των θέσεων που προωθήθηκαν από τους διάδικους κατά τις τελικές τους αγορεύσεις, προκύπτουν παραδεκτά γεγονότα. Αυτά είναι τα ακόλουθα:

 

Α. Έχει κατατεθεί η Ετήσια Άδεια Εργολήπτη της Ενάγουσας για τα έτη 2011, 2012 και 2013, Τεκμήριο 1. Η Ετήσια Άδεια για το 2011 τέθηκε σε ισχύ την 17/1/2011. Δεν αμφισβητήθηκε το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων.

Β. Η Ενάγουσα υπέγραψε το Συμβόλαιο για Οικοδομικά Έργα, Τεκμήριο 2, με τον Εναγόμενο, προς ανακαίνιση κατοικίας του με κόστος €120.000. Ημερομηνία παράδοσης ορίστηκε η 18/11/2011. Είχε προηγουμένως ετοιμαστεί έντυπο με τίτλο Περιγραφή Εργασιών, Τεκμήριο 8 και Οδηγίες προς του Προσφοροδότες και Τεκμήριο 9, τα οποία καταδείκνυαν το πως θα εκτελείτο το έργο. Στη βάση αυτών ετοιμάστηκε η Προσφορά/ Κατάλογος Ποσοτήτων από την Ενάγουσα, Τεκμήριο 10 και τελικώς συνομολογήθηκε η συμφωνία Τεκμήριο 2. Στην κατοικία θα διέμενε ο Εναγόμενος 1 με την Εναγόμενη 2 και την οικογένεια τους.

Γ. Παραδέχθηκαν όλοι οι μάρτυρες στη διαδικασία ότι ο Αρχιτέκτονας ήταν επιφορτισμένος με την έκδοση πιστοποιητικών, τα οποία όφειλε ο Εναγόμενος 1 να πληρώνει. Αναλόγως εκδόθηκε και το Τελικό Πιστοποιητικό, ημερομηνίας 29/11/2013, Τεκμήριο 11.

Δ. Έγινε επίσης παραδεκτό ότι έγιναν κάποιες επιπλέον εργασίες.

Τα ως άνω, ως παραδεκτά και αναντίλεκτα, καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου. Παραμένουν λοιπόν, ως επίδικα, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα και την επ’ ακροατηρίω μαρτυρία τα εξής:

Α. Ως νομικά ζητήματα που θα αποφασιστούν στο κατάλληλο στάδιο προκύπτουν τα όσα με προδικαστικές ενστάσεις εγείρονται στην Υπεράσπιση, ήτοι η συμβατική σχέση Ενάγουσας και Εναγόμενης 2 και ότι η Ενάγουσα δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης.

Β. Ο χρόνος παράδοσης του έργου.

Γ. Αν έγιναν επιπλέον εργασίες και ποιες ήταν αυτές. Ως επίδικο αναδύεται ακόμα και το αν τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στη σύμβαση για να γίνουν επιπλέον εργασίες.

Δ. Αν τελικώς, δυνάμει της συμφωνίας των μερών, Τεκμήριο 2, οφείλεται το όποιο ποσό στην Ενάγουσα.

Ε. Ακόμα επίδικος καθίσταται ο ισχυρισμός των Εναγομένων ότι υπήρξαν ημιτελής εργασίες, κακοτεχνίες και το κόστος αποκατάστασης αυτών. Αμφισβητείται τέλος, σε συνάρτηση με τον χρόνο ολοκλήρωσης του έργου, η ζημιά των Εναγομένων προς εξασφάλιση στέγης, μέχρι να ανακαινιστεί η κατοικία τους.

 

3.    Μαρτυρία.

Δεν θα παρατεθούν με λεπτομέρεια τα όσα ισχυρίστηκε ο κάθε μάρτυρας, αφού το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και τα έχω υπόψη μου. Έχω ακόμα αναγνώσει τις γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων και αναφορά σε αυτές θα γίνεται όπου κρίνεται σκόπιμο. Ως μάρτυρες στην επ ακροατηρίω διαδικασία κατέθεσαν ο Διευθυντής της Ενάγουσας, κ. Σάββας Κωνσταντίνου (ΜΕ 1), ο επιστάτης κ. Φώτος Γεωργίου (ΜΕ 2) και ο Εναγόμενος 1 (ΜΥ 1). Προχωρώ στην ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, έχοντας υπόψη τα επίδικα θέματα, με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα πραγματικά, καθοριστικά για το αποτέλεσμα, γεγονότα[1]. Ως είναι νομολογιακά καθιερωμένο η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα επί σημείων που αφορούν τα επίδικα θέματα[2].

Η ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας θα γίνει ανά επίδικο ζήτημα, με αντιπαραβολή και διερεύνηση της αντικειμενικής υπόστασης των εκατέρωθεν θέσεων, με αναφορά στα Τεκμήρια ώστε να εξαχθούν σχετικά ευρήματα, ενώ θα αξιολογηθεί κάθε μάρτυρας ξεχωριστά, ως και η νομολογία εισηγείται[3].

Αρχικά όμως θα πρέπει να γίνει αναφορά και ανάλυση τεκμηρίων, το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητήθηκε. Τα πιστοποιητικά που εξέδωσε ο Αρχιτέκτονας δεν αμφισβητήθηκαν. Ειδικότερα το Τεκμήριο 4, ημερομηνίας 21/9/2011 πιστοποιεί επιπλέον εργασίες, αξίας €10.000, τις οποίες ο Εναγόμενος 1 αποπλήρωσε. Το Τεκμήριο 11, αποτελεί το Τελικό Πιστοποιητικό. Έχει ημερομηνία 21/11/2013 και καταγράφει και άλλες, πέραν του Τεκμηρίου 4 επιπλέον εργασίες. Ορίζει ως «ΠΟΣΟ ΠΡΟΣ ΠΛΗΡΩΜΗ» τα €5.553. Το εν λόγω ποσό αναλύεται ως ακολούθως: Ο Αρχιτέκτονας καταγράφει επιπλέον εργασίας αξίας €30.395, από αυτές αφαιρεί ελάτων εργασίες αξίας €14.842, για να παραμείνει ως οφειλόμενο το ως άνω ποσό των €5.553. Αξίζει να αναφερθεί ότι πέραν των σχετικών όρων του Τεκμηρίου 2, αμφότεροι ο ΜΕ 1 και ο Εναγόμενος 1 αποδέχθηκαν ότι με την έκδοση πιστοποιητικού από τον Αρχιτέκτονα, γεννάτο υποχρέωση πληρωμής του ποσού προς την Ενάγουσα.

Ως προς τον χρόνο παράδοσης του έργου, ο δικογραφημένος ισχυρισμός της Ενάγουσας είναι ότι οι εργασίες είχαν ολοκληρωθεί μέχρι την 23/3/2012, ενώ ο Εναγόμενος 1 αντιτείνει ότι η κατοικία του ήταν έτοιμη για να διαμείνουν εκεί τον Ιούλιο του 2012. Αντεξεταζόμενος ο ΜΕ 1 είπε ότι δεν είχε παραδώσει ο ίδιος κλειδιά, αλλά ο διορισμένος από τον Εναγόμενο 1 υπεργολάβος, ο ΜΕ 2. Ο ΜΕ 1 αντλούσε γνώση για την παράδοση της κατοικία στους Εναγόμενους, γιατί όπως είπε τους είδε να κατοικούν σε αυτή.

Κατά την αντεξέταση υποδείχθηκε στον ΜΕ 1 το Τεκμήριο 7, επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 13/9/2013. Εκεί ως ημερομηνία παράδοσης του έργου ορίζεται η 25/4/2012. Ο ΜΕ 1 προσπάθησε να δικαιολογήσει την ως άνω αντίφαση, αναφέροντας ότι είχαν παραμείνει κάποιες επιπλέον εργασίες που είχαν ζητηθεί από τον ιδιοκτήτη και τον αρχιτέκτονα, οι οποίες ήταν αναγκαίες. Είναι σαφής όμως η αντίφαση του ΜΕ 1 ως προς τούτο το ζήτημα. Ερωτώμενος αρχικά υποστήριξε την δικογραφημένη θέση της Ενάγουσας, η οποία όμως αντιφάσκει με επιστολή των δικηγόρων του. Προχώρησε ένα βήμα περαιτέρω μάλιστα αναφέροντας ότι είχε δει τους Εναγόμενους να διαμένουν στην οικία, από την 23/3/2012. Όταν του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 7, ουσιαστικά αναίρεσε αυτή του τη θέση. Αναφέρθηκε σε αναγκαίες επιπλέον εργασίες, όπως τις ζήτησε ο ιδιοκτήτης και ο αρχιτέκτονας, αποδεχόμενος ότι η αρχική του τοποθέτηση δεν ισχύει.

Εν πάση περιπτωσει καταδείχθηκε ότι ο  ΜΕ 1 δεν είχε τον πλήρη έλεγχο του έργου μετά τον Δεκέμβριο του 2011, αφού είχε απολύσει τον επιστάτη του, ΜΕ 2, τον οποίο είχε διορίσει ο Εναγόμενος 1, ώστε να ολοκληρώσει τις όποιες εργασίες. Ο ΜΕ 2 αν και αρχικά είχε θέσει ως ημερομηνία παράδοσης τα τέλη Φεβρουαρίου του 2012, τελικώς αποδέχθηκε τη θέση που του υποβλήθηκε ότι η κατοικία παραδόθηκε τον Ιούνιο του 2012. Ο Εναγόμενος 1, δε, προς απόδειξη της εν λόγω θέσεως του κατέθεσε τις αποδείξεις πληρωμής ενοικίων για την περίοδο μέχρι να παραδοθεί η κατοικία του (Τεκμήριο 16). Εξήγησε περαιτέρω ότι το ενοίκιο μέχρι το Δεκέμβριο του 2011 που θα ολοκληρωνόταν η κατοικία τους, το επωμίστηκε η πεθερά του, ενώ αργότερα, από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούνιο πλήρωνε ο ίδιος ενοίκιο. Συμπερασματικά, η ασταθής και αντιφατική στάση του ΜΕ 1, η παραδοχή του ΜΕ 2 και η παρουσίαση σχετικών αποδείξεων και Τεκμηρίων από τον ΜΥ 1, καταλήγουν στο εύρημα ότι το έργο παραδόθηκε τον Ιούνιο του 2012.

Σε ότι αφορά τις επιπλέον εργασίες. Αρχικά δεν μπορεί να γίνει δεκτό το Τεκμήριο 12 που κατέθεσε ο ΜΕ 2. Αυτό αποτελείται από γραπτές σημειώσεις, πρόχειρες και δυσανάγνωστες. Ο ΜΕ 2 ρητώς ανέφερε κατά την αντεξέταση του ότι δεν έχει γνώση του συμβολαίου που υπογράφηκε μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενου 1. Όπως δήλωσε στον ίδιο αναφερόταν ποιες εργασίες έπρεπε να κάνει και υπεύθυνος για τις προσθαφαιρέσεις ήταν ο εργολάβος. Από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 12, προκύπτει ότι κάποιες από τις εργασίες που καταγράφονται εκεί, ως «extra εργασίες», περιλαμβάνονται στις εργασίες που είχε αρχικά αναλάβει ο εργολάβος, Τεκμήριο 10. Ενδεικτικά στη σελίδα 4 του Τεκμηρίου 10 προβλέπεται η αφαίρεση υφιστάμενου πεζοδρομίου και κατασκευή νέου, ενώ ο ΜΕ 2 περιλαμβάνει την εν λόγω εργασία, ως επιπλέον, στη σελίδα 4 του Τεκμηρίου 12. Επομένως το Τεκμήριο 12 δεν μπορεί να αποτελέσει αποδεκτή μαρτυρία, η οποία να δεικνύει τις επιπλέον εργασίες.

Οι ΜΕ 1 και ΜΥ 1, επίσης δεν μπορούσαν να δώσουν πειστικές απαντήσεις σε σχέση με τις επιπλέον εργασίες. Ο ΜΕ 1 ναι μεν είχε παραδώσει τελικό λογαριασμό από τα τέλη Μαρτίου 2013, παρά ταύτα τούτος ο τελικός λογαριασμός, δεν εγκρίθηκε στο σύνολο του από τον Αρχιτέκτονα, αφού ο τελευταίος εξέδωσε το Τελικό Πιστοποιητικό το Νοέμβριο του 2013, Τεκμήριο 11. Στο Τεκμήριο 11 περιέχονται συγκεκριμένες επιπλέον εργασίες, αλλά αναφέρονται και κάποιες ελάσσων εργασίες, το σύνολο των οποίων αφαιρεί, ως εξηγείται πιο πάνω. Το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 11, δε, καταρρίπτει τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου 1, ότι η Ενάγουσα δεν προέβη σε επιπλέον εργασίες, αφού σε αυτό καταγράφονται πλήθος επιπλέον εργασιών, οι οποίες συμποσούνται σε €30.395. Η Ενάγουσα, δε, δεν προκύπτει ότι προέβη στην όποια διαδικασία αμφισβήτησης του Τελικού Πιστοποιητικού, Τεκμηρίου 11, ως η συμφωνία Τεκμήριο 2 ορίζει. Προκύπτει λοιπόν ότι είχαν γίνει επιπλέον εργασίες στο επίδικο έργο, ο Αρχιτέκτονας τις πιστοποίησε μέσω του Τεκμήριου 11 χωρίς αυτό να αμφισβητηθεί.

Αξίζει σε αυτό το σημείο να παρεμβληθεί η νομική υπόσταση του Τελικού Πιστοποιητικού, όπως συμφωνήθηκε στο Τεκμήριο 2, και έχει αναλυθεί στη νομολογία. Το άρθρο 31 (8) και (9) του Τεκμηρίου 2 προνοεί τα ακόλουθα:

«(8) (α) Εκτός εάν οποιεσδήποτε διαδικασίες επίλυσης διαφορών είχαν αρχίσει είτε βάσει του Άρθρου 36 των παρόντων Όρων είτε διαφορετικά (είτε από το ένα είτε από το άλλο μέρος εις το παρόν Συμβόλαιο) πριν ή εντός 14 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του Τελικού Πιστοποιητικού, το εν λόγω Πιστοποιητικό θα συνιστά, εις οποιεσδήποτε τέτοιες διαδικασίες οι οποίες αναφύονται από ή σε σχέση με το παρόν Συμβόλαιο,

(i) αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του ότι όπου η ποιότητα των υλικών ή το επιπέδο τεχνουργίας εις το παρόν Συμβόλαιο πρέπει να είναι σύμφωνα προς την λογική ικανοποίηση του Αρχιτέκτονα, αυτά είναι σύμφωνα προς τέτοια ικανοποίηση, και

(ii) αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του ότι έχουν εφαρμοσθεί δεόντως όλες οι πρόνοιες του παρόντος Συμβολαίου οι οποίες απαιτούν να γίνει ρύθμιση του Ποσού Συμβολαίου,

εκτός για οποιοδήποτε ποσό εις το Τελικό Πιστοποιητικό το οποίο διαπιστώνεται ότι δεν είναι ορθό εξαιτίας είτε δόλου, ανειλικρίνειας ή δόλιας απόκρυψης σε σχέση με τις Εργασίες ή με οποιονδήποτε τμήμα αυτών, ή με οποιοδήποτε θέμα το οποίο διακανονίζεται εις το εν λόγω Πιστοποιητικό, είτε οποιουδήποτε ελαττώματος (συμπεριλαμβανομένης οποιοσδήποτε παράλειψης) εις τις Εργασίες ή εις οποιονδήποτε τμήμα αυτών το οποίο με λογική επιθεώρηση ή εξέταση καθ' οποιονδήποτε λογικό χρόνο κατά την διάρκεια της εκτέλεσης των Εργασιών ή πριν από την έκδοση του Τελικού Πιστοποιητικού δεν ήταν δυνατό να αποκαλυφθεί, είτε οποιοσδήποτε τυχαίας συμπερίληψης ή εξαίρεσης οποιοσδήποτε εργασίας, υλικών, εμπορευμάτων ή ψηφίου εις οποιονδήποτε υπολογισμό ή οποιοσδήποτε αριθμητικού λάθους εις οποιονδήποτε υπολογισμό. Πάντοτε νοουμένου ότι εις όλες τις προαναφερόμενες εξαιρούμενες περιπτώσεις, το Τελικό Πιστοποιητικό θα συνιστά αδιαμφισβήτητη μαρτυρία εις ότι αφορά τα υπόλοιπα ποσά τα οποία συμπεριλαμβάνονται εις το εν λόγω Πιστοποιητικό…..

(9)Υπό τις επιφυλάξεις των προνοιών της παραγράφου (8) του παρόντος Άρθρου, ουδέν Πιστοποιητικό του Αρχιτέκτονα θα αποτελεί από μόνο του αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του ότι οποιεσδήποτε εργασίες, υλικά ή εμπορεύματα εις τα οποία αναφέρεται το Πιστοποιητικό αυτό, είναι σύμφωνα προς το παρόν Συμβόλαιον.»

Το περιεχόμενο λοιπόν του Τελικού Πιστοποιητικού αποτελεί αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, τεκμήριο αφενός για την ποιότητα των υλικών και της εργασίας του εργολάβου και αφετέρου ότι έχουν πληρωθεί όλες οι υποχρεώσεις όπως προκύπτουν από το Συμβόλαιο. Η αγγλική νομολογία έχει επιβεβαιώσει αυτή την ισχυρή επίδραση του Τελικού Πιστοποιητικού στη συμβατική σχέση των μερών. Στην Crown Estate Commissioners v John Mowlem & Co Ltd, (1994) 70 BLR 1, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Where the final certificate thus becomes conclusive evidence, the effect is that any claim in an arbitration which seeks to support some provision of the final certificate is bound to succeed, and any claim which seeks to challenge a provision of the final certificate is bound to fail, without any hearing on the merits.»

Στην Cantrell v Wright & Fuller Ltd, [2003] EWHC 1545 TCC, ορίζεται ότι το Τελικό Πιστοποιητικό τερματίζει τις διεκδικήσεις των μερών αναφορικά με τη μεταξύ τους σύμβαση, ως εξής:

«The intention of such clauses is to provide the means of finally putting at rest the contractor's contractual obligations. They are also intended to bring to an end disputes arising out of the contract, particularly those concerned with valuation, with the quality of the contractor's performance where that is in part dependent on the supervising professional's satisfaction and with any delay in carrying out the works. However, by shutting out relevant evidence in disputes arising out of the contract, a final certificate often has a draconian effect on the rights of at least one of the parties to the contract. Thus, final certificate contractual conditions and the final certificate itself must be strictly construed so as to ensure that the final certificate document conforms in all respects to the contractual requirements relating to both its form and to the circumstances when it may be issued.»

Παρά την ισχύ του Τελικού Πιστοποιητικού, το άρθρο 36 του Τεκμηρίου 2, δίδει ευχέρεια να κινηθεί διαδικασία επίλυσης διαφορών μεταξύ Εργοδότη ή Αρχιτέκτονα και Εργολάβου. Σε μια τέτοια περίπτωση το Τελικό Πιστοποιητικό θα είχε την ως άνω αποδεικτική αξία μετά την περάτωση των διαδικασιών, αν αυτές ξεκινούσαν πριν την έκδοση του (άρθρο 38 (8) (β)) ή εξαιρουμένων των ζητημάτων της διαδικασίας επίλυσης διαφορών, αν αυτή ξεκινούσε 14 μέρες μετά την έκδοση του Τελικού Πιστοποιητικού (άρθρο 38 (8) (γ)). Τέτοια διαδικασία δεν κινήθηκε από κανένα μέρος. Το Τελικό Πιστοποιητικό δεν αμφισβητήθηκε με τον συμβατικό ή άλλο τρόπο.

Η μη παρουσία του Αρχιτέκτονα στο Δικαστήριο για να υποστηρίξει το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 11, μικρή σημασία έχει. Αφενός το Τελικό Πιστοποιητικό Τεκμήριο 11, από μόνο του έχει την ισχύ που περιγράφεται ανωτέρω, ενώ δίδεται συμβατική ευχέρεια αμφισβήτησης του. Τέτοια διαδικασία δεν έλαβε χώρα, έτσι καθίσταται ισχυρό και αδιαμφισβήτητο το περιεχόμενος του. Αφετέρου ο ΜΥ 1 εξήγησε τους λόγους που ο Αρχιτέκτονας δεν μπορούσε να προσέλθει στο Δικαστήριο, ήτοι την απουσία του στο εξωτερικό και τον φόρτο εργασίας του, δεδομένα που δεν αμφισβητήθηκαν.  Συνεπώς το Τελικό Πιστοποιητικό, έχει την ισχύ που ορίζεται στο Τεκμήριο 2 και τη νομολογία που ερμηνεύει σχετικούς όρους.

Το Τελικό Πιστοποιητικό, Τεκμήριο 11, ως αδιαμφισβήτητη μαρτυρία γίνεται αποδεκτό ως προς την αλήθεια και την εγκυρότητα του περιεχομένου του. Εκεί ο Αρχιτέκτονας κατέγραψε με λεπτομέρεια τις επιπλέον εργασίες που ενέκρινε και έτσι τις κατέστησε ως ικανοποιητικές σε ποιότητα και ποσότητα για τον ίδιο. Κρίνεται συνεπώς ότι οι επιπλέον εργασίες που καταγράφηκαν στο Τεκμήριο 11 είναι αυτές που δικαιούται να πληρωθεί η Ενάγουσα και όχι όσες τέθηκαν στον Τελικό Λογαριασμό αυτής, Τεκμήριο 5. Ο Τελικός Λογαριασμός, ως τέθηκε από την Ενάγουσα, βρισκόταν υπό την αίρεση ότι θα εγκριθεί η εκεί αναφερόμενη εργασία, ως της πλήρους ικανοποίησης του Αρχιτέκτονα και θα εκδοθεί το ανάλογο Πιστοποιητικό. Ως άλλωστε και ο ΜΕ 1 παραδέχθηκε έπρεπε να εκδιδόταν πιστοποιητικό από τον Αρχιτέκτονα για να πληρωθεί η Ενάγουσα. Τούτο άλλωστε προβλέπει και το Τεκμήριο 2, το αδιαμφισβήτητο της κρίσης του Αρχιτέκτονα, σε σχέση με την ποιότητα των εργασιών. Και ο ΜΥ 1 παραδέχθηκε στη γραπτή του δήλωση Έγγραφο Β (παρ. 7 (δ)) ότι είχε υποχρέωση πληρωμής εκτελεσθείσων εργασιών, μετά την έκδοση Πιστοποιητικού/Διατακτικού από τον Αρχιτέκτονα και κοστολόγηση. Δεν μπορεί, λοιπόν, να γίνουν αποδεκτές ως επιπλέον εργασίες όσες αναφέρονται στο Τεκμήριο 5, αλλά αυτές που αναφέρονται στο Τεκμήριο 11.

Το ότι κατά τον Εναγόμενο 1 δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία που να δεικνύει ότι οι επιπλέον εργασίες διατάχθηκαν γραπτώς, ως το Τεκμήριο 2 προνοεί, δεν δίδει δικαίωμα στον εργοδότη, να αμφισβητήσει ή να μην καταβάλει ποσά, για επιπλέον εργασίες που αναφέρονται στο Τελικό Πιστοποιητικό. Αυτή η αρχή έχει καθιερωθεί σε σειρά αγγλικής νομολογίας[4]. Εν πάση περιπτώσει σχετικές γραπτές οδηγίες για επιπλέον εργασίες ή τροποποιήσεις, επισυνάπτονται στο Τεκμήριο 5, ενώ όπως ο ΜΕ 2 κατέθεσε λάμβανε οδηγίες και από τους ιδιοκτήτες για να προβεί σε επιπλέον εργασίες και προς τούτο ενημέρωνε τον Αρχιτέκτονα.

Το Τεκμήριο 11, απαντά και τους ισχυρισμούς για ημιτελής εργασίες, ως εγέρθηκαν από τον Εναγόμενο 1. Οι όσες εργασίες κρίθηκαν ως ημιτελείς, επί ελάτων εργασίες, καταγράφηκαν στο Τεκμήριο 11 και το ποσό τους αφαιρέθηκε από το κόστος των εκτελεσθείσων επιπλέον εργασιών. Δεν γίνεται αποδεκτός ο ισχυρισμός του Εναγόμενου 1 ότι οι ελλιπείς εργασίες και οι κακοτεχνίες είχαν διαφανεί μετά την έκδοση του Τελικού Πιστοποιητικού. Όσες αποδείξεις προσκόμισε προς απόδειξη των ζημιών του, των ποσών που κατέβαλε προς αποκατάσταση των ελλιπών εργασιών και κακοτεχνιών (Τεκμήρια 13 και 14[5]), έχουν ημερομηνίες πολύ πριν το Νοέμβριο του 2013, όταν εκδόθηκε το Τεκμήριο 11. Καμιά απόδειξη ή απτή μαρτυρία δεν τέθηκε ενώπιον μου, η οποία να δεικνύει ότι κακοτεχνίες και ατελής εργασίες, βρέθηκαν και διορθώθηκαν μετά την έκδοση του Τελικού Πιστοποιητικού.

Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι στο Τελικό Πιστοποιητικό, Τεκμήριο 11, λήφθηκαν υπόψη τυχόν ατελής εργασίες ή κακοτεχνίες, ενώ και στο περιεχόμενο του καταγράφεται το ποσό κοστολόγησης τους και αυτό αφαιρείται από το ποσό των επιπλέον εργασιών.

Ως προς τη θέση των Εναγόμενων περί κακοτεχνιών στις εργασίες που τους προσέφερε η Ενάγουσα, δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία εμπειρογνώμονα ή έστω η όποια μαρτυρία ειδικού σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα. Ως έχει νομολογηθεί:

«η διακρίβωση ύπαρξης προβλημάτων, ελλειμμάτων ή αδυναμιών σε ένα έργο που ανέλαβε να κατασκευάσει ένας διάδικος δεν δημιουργεί, χωρίς άλλο, θέμα κακοτεχνιών και δεν εξουδετερώνει ή μειώνει την υποχρέωση εκείνου που εγείρει θέμα ευθύνης να στοιχειοθετήσει την αμέλεια που καταλογίζει στο διάδικο ή την ύπαρξη και παράβαση συμβατικού όρου στο πλαίσιο εκτέλεσης της σύμβασης»[6].

Αναλόγως και εν προκειμένω όπου δεν προσφέρθηκε μαρτυρία που να στοιχειοθετεί τις όποιες κακοτεχνίες, παρά μόνο αποδείξεις από εργασίες που έγιναν στο επίδικο ακίνητο. Με αυτού το είδους τη μαρτυρία, το Δικαστήριο δεν δύναται να αντλήσει γνώση ως προς το επίπεδο της εργασίας που αναμενόταν από την Ενάγουσα, την εργασία που τελικά προσφέρθηκε και πως αποδεικνύεται η αμέλεια της ή έστω πως η εργασία δεν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές που συμφωνήθηκαν. Φρονώ ότι προς απόδειξη των ως άνω ήταν απαραίτητο να παρουσιαστεί μαρτυρία ειδικού, ο οποίος να έχει γνώση της συμφωνίας αλλά και τεχνογνωσία σε οικοδομικά ζητήματα, ώστε να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς το τι αναμένετο να παραδοθεί και τι τελικά παραδόθηκε, και μάλιστα πως αυτό που παραδόθηκε απέχει από τα συμφωνημένα. Τέτοια μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, επομένως οι ισχυρισμοί για κακοτεχνίες δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.

Εφόσον έχουν αποφασιστεί όλα τα αμφισβητούμενα ζητήματα, όπως προέκυπταν από τη μαρτυρία των μερών, κατωτέρω θα αξιολογηθούν οι μάρτυρες που κατέθεσαν επ’ ακροατηρίω.

Ο ΜΕ 1 έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα που στη συνέχεια ανατράπηκαν και κατέδειξαν αντιφάσεις στη μαρτυρία του, επί καίριων, επίδικων ζητημάτων. Συγκεκριμένα, όπως καταγράφεται παραπάνω, από την επιστολή Τεκμήριο 7 καταρρίφθηκε ο ισχυρισμός του για παράδοση του ακινήτου τον Μάρτιο του 2012. Διαφάνηκε ότι άλλο πρόσωπο είχε τον έλεγχο του ακινήτου μετά τον Δεκέμβριο του 2011, με την Ενάγουσα να έχει περιορισμένη εμπλοκή στο έργο, ενώ στη γραπτή του δήλωση Έγγραφο Α, αναφέρει ότι η Ενάγουσα είχε παραδώσει το έργο. Αντίφαση ενέχει και ο λόγος που έπαυσε από την εργασία του τον ΜΕ 2, το Δεκέμβριο του 2011, για να τον εργοδοτήσει στη συνέχεια ο Εναγόμενος 1. Ενώ αρχικά ανέφερε ότι η Ενάγουσα δεν είχε αναλάβει άλλα έργα στα οποία  θα απασχολούσε τον ΜΕ 2, στη συνέχεια δήλωσε ότι εκτελούσε δουλειές χωρίς να τον ενημερώσει και αυτός ήταν βασικός λόγος που τον έπαυσε. Ενώ παρουσίασε στο Δικαστήριο ενδιάμεσο πιστοποιητικό του Αρχιτέκτονα, Τεκμήριο 4, δεν παρουσίασε το Τελικό Πιστοποιητικό, Τεκμήριο 11, το οποίο αποφασίζει ουσιαστικά τις επιπλέον και επί ελάτων εργασίες, ενώ παραδέχθηκε ότι του είχε σταλεί. Αν και παραδεχόταν ότι δικαιούται να πληρωθεί τα ποσά που πιστοποιούνται στα πιστοποιητικά του Αρχιτέκτονα, ουδέποτε αμφισβήτησε το Τεκμήριο 11, το οποίο ουσιαστικά επιλύει την απαίτηση της Ενάγουσας και καθορίζει το ποσό που δικαιούται, τελικώς. Ακόμα και το ποσό που αναγράφει ως οφειλόμενο στον Τελικό Λογαριασμό που ετοίμασε η Ενάγουσα, Τεκμήριο 5, διαφέρει από αυτό που αξιώνει η Ενάγουσα, όπως καταγράφεται σε Έκθεση Απαίτησης και το Έγγραφο Α.

Κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του μάλιστα, όταν του υποδεικνύονταν ασάφειες και ασυνεπής δηλώσεις του, ο ΜΕ 1 προέβαινε σε νεοφυής ισχυρισμούς. Ένας από αυτούς ήταν ότι εργοδότησε έμπειρο διαιτητή και επιμετρητή ώστε να κάνουν μαζί τις επιπλέον εργασίες, κάτι που δεν προκύπτει ούτε από τα δικόγραφα, αλλά ούτε από το Έγγραφο Α. Παραμένει ασαφές, γιατί δεν παρουσιάστηκε η όποια μαρτυρία του επιμετρητή ή διαιτητή, προς υποστήριξη των ισχυρισμών του ΜΕ 1 ή έστω γιατί η μαρτυρία τους δεν χρησιμοποιήθηκε για να αμφισβητηθεί το Τεκμήριο 11.

Ο ΜΕ 2, αν και παρέδωσε το Τεκμήριο 12, το οποίο δεν μπορεί να αποτελέσει αποδεκτή μαρτυρία, για τις επιπλέον εργασίες, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, ήταν ειλικρινής. Εξήγησε, σε συμφωνία με τη θέση των Εναγομένων, ότι απολύθηκε από την Ενάγουσα και τότε παρέμεινε στην υπηρεσία του Εναγόμενου 1, για να ολοκληρώσει συγκεκριμένες εργασίες, ως ο επιστάτης του έργου. Ήταν σε συνεννόηση με τον Αρχιτέκτονα, όποια επιπλέον εργασίες έκανε τον ενημέρωνε και τούτο προκύπτει και από την έκδοση του Τελικού Πιστοποιητικού, Τεκμήριο 11. Υπήρξε το πρόσωπο που καθημερινώς βρισκόταν στο εργοτάξιο και προς τούτο κατέθεσε ότι ο Εναγόμενος 1 ήταν ευχαριστημένος με την εργασία του. Όπου δεν ήταν βέβαιος, όπως για την ημερομηνία παράδοσης του έργου, αποδεχόταν τη θέση των Εναγομένων. Γενικότερα δεν προέκυψε να είναι πρόσωπο που ήρθε στο Δικαστήριο για να παραπλανήσει, παρά μόνο για να αποκαλύψει τα όσα γνώριζε εντίμως.

Ο ΜΥ 1, επιχειρούσε να τεκμηριώνει κάθε θέση που ήγειρε, μέσω εγγράφων και γεγονότων  που μετέφερε στο  Δικαστήριο. Κατ’ ουδένα λόγο και με κανένα τρόπο δεν καταδείχθηκε να κατασκεύασε τα τεκμήρια που κατέθεσε, ως του υπέβαλε η συνήγορος της Ενάγουσας. Τουναντίον για καθένα από αυτά εξηγούσε και το πως τα έλαβε, όπως για παράδειγμα το ότι η πεθερά του κάλυπτε το κόστος των ενοικίων μέχρι ένα διάστημα, όταν και ξεκίνησε ο ίδιος να καταβάλλει ποσά για ενοίκιο, ως οι σχετικές αποδείξεις (Τεκμήριο 16). Με λεπτομέρεια επίσης εξήγησε ότι ο ίδιος ήταν το πρόσωπο που χειριζόταν όλα τα ζητήματα του έργου, ως ο αντισυμβαλλόμενος της Ενάγουσας, αφού η σύζυγος του, Εναγόμενη 2, όχι μόνο δεν υπέγραψε την επίδικη σύμβαση, αλλά εργαζόταν και μέχρι αργά το απόγευμα. Παρουσιάστηκε ως πρόσωπο που γνώριζε το περιεχόμενο της συμφωνίας Τεκμήριο 2, αναφέροντας τι επακριβώς προβλέπεται σε σχέση με τη διενέργεια επιπλέον εργασιών.

Παρά το γεγονός ότι ως μάρτυρας ο ΜΥ 1 κρίνεται αξιόπιστος, υπάρχουν κάποιες πτυχές της μαρτυρίας του οι οποίες δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές[7]. Οι αρχικές αναφορές του  ΜΥ 1, στην παράγραφο 10 της γραπτής του δήλωσης Εγγράφου Β, για τσακωμό των ΜΕ 1 και 2, αναιρέθηκαν κατά την αντεξέταση του και καταρρίφθηκαν από τη μαρτυρία του ίδιου του ΜΕ 2. Αναλόγως αναίρεσε και την αναφορά του στο Έγγραφο Β, ότι εξοφλούσε τα ποσά που  πιστοποιούσε ο Αρχιτέκτονας, παραδεχόμενος ότι δεν αποπλήρωσε το Τελικό Πιστοποιητικό, Τεκμήριο 11, αξίας €5.553. Ακόμα δεν τεκμηριώθηκε η θέση του ότι μετά την έκδοση του Τεκμηρίου 11, έγιναν εργασίες προς συμπλήρωση ατελών εργασιών από την Ενάγουσα ή αποκατάσταση κακοτεχνιών, αφού η όποια απόδειξη παρουσίασε προηγείται της έκδοσης του  Τεκμηρίου 11. Αξίζει, δε, να αναφερθεί ότι οι πλείστες από τις ατελείς  εργασίες που ανέφερε κατά την αντεξέταση του, περιλαμβάνονται ως επί ελάτων εργασίες στο Τεκμήριο 11, προϋπολογίζονται και το ποσό τους αφαιρείται από τα όσα δικαιούται προς πληρωμή η Ενάγουσα. Τέλος ο ΜΥ 1 αναφέρθηκε σε μια σειρά κακοτεχνιών ή ελλιπών εργασιών τις οποίες δεν δικογραφεί, δεν τεκμηρίωσε και δεν υπέβαλε στους μάρτυρες της Ενάγουσας.

4.    Ευρήματα

Στη βάση των ως άνω συνοπτικά εξάγονται τα εξής ευρήματα: Ο χρόνος ολοκλήρωσης και παράδοσης του έργου ήταν ο  Ιούνιος του 2012. Υπήρξαν επιπλέον εργασίες που ζητήθηκαν από τους ιδιοκτήτες, έγιναν από την Ενάγουσα και πιστοποιήθηκαν από τον Αρχιτέκτονα μέσω του Τεκμηρίου 11. Υπήρχαν και ατελής εργασίες, οι οποίες επίσης καταγράφονται στο Τεκμήριο 11, ως επί ελάτων εργασίες. Δεν έχουν αποδειχθεί περαιτέρω κακοτεχνίες, πέραν των αναφορών του Τεκμηρίου 11, ενώ κανένα μέρος δεν κίνησε διαδικασίες επίλυσης των μεταξύ τους διαφορών, ως προβλέπονται στο άρθρο 36 του Τεκμηρίου 2.

 

5.    Νομική Βάση

Αναφορικά με την προδικαστική ένσταση των Εναγομένων, ότι δηλαδή η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται να προωθεί την εναντίον τους αγωγή, καθώς κατά το χρόνο ανάληψης των οικοδομικών εργασιών, δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτη, έχει κατατεθεί το Τεκμήριο 1. Θέση των Εναγομένων, όπως καταγράφεται στις αγορεύσεις τους είναι ότι η σχετική άδεια για το 2011 είχε ισχύ από 17/1/2011, ενώ η επίδικη συμφωνία Τεκμήριο 2 υπεγράφη την 11/1/2011. Εφόσον η άδεια λήφθηκε μόλις 6 μέρες μετά την υπογραφή του Τεκμηρίου 2, τίθενται σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 30 (2) του Περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου του 2001 (29(I)/2001). Εκεί προβλέπεται αναδρομική θεραπεία της ακυρότητας, αν «εντός τριών μηνών από την ημερομηνία συνομολόγησης της συμβάσεως, εξασφαλίσει από το Συμβούλιο ετήσια άδεια». Συνεπώς η όποια ακυρότητα ίσως υφίστατο θεραπεύτηκε με την λήψη σχετικής άδειας από την Ενάγουσα μόλις 6 μέρες μετά την υπογραφή της σύμβασης. Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

Σε σχέση με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, ήτοι ότι η Εναγόμενη 2 δεν έχει συμβατική σχέση με την Ενάγουσα, αυτή επιτυγχάνει. Συγκεκριμένα την επίδικη συμφωνία Τεκμήριο 2 υπέγραψε η Ενάγουσα και ο Εναγόμενος 1. Ο Εναγόμενος 1 παρουσιαζόταν ως το πρόσωπο που έδιδε οδηγίες, αυτός είχε το γενικό πρόσταγμα ως εργοδότης και αυτός τελικώς κλήθηκε και κατέθεσε στο Δικαστήριο, για να αξιολογηθεί μάλιστα ως γνώστης των επίδικων ζητημάτων. Η Εναγόμενη 2, δεν υπογράφει την επίδικη συμφωνία, δεν παρουσιάζεται ως πρόσωπο που να είχε ιδιαίτερη εμπλοκή στα του έργου, ούτε μπορεί να κριθεί, με τον όποιο τρόπο, ως αντιπρόσωπος ή εξουσιοδοτούμενη του Εναγόμενου 1[8]. Εν πάση περιπτώσει στην Έκθεση Απαίτησης αποδίδεται στην Εναγόμενη 2 μόνο η ιδιότητα της ιδιοκτήτριας του ακινήτου, κάτι που ακόμα και αν ισχύει δεν την καθιστά μέρος της σύμβασης, Τεκμήριο 2. Η όποια αξίωση της Ενάγουσας προκύπτει από το Τεκμήριο 2, του οποίο η Εναγόμενη 2 δεν είναι μέρος, συνεπώς δεν δύναται να εναχθεί για υποχρεώσεις που προκύπτουν από αυτό.

Η απαίτησης της Ενάγουσας στηρίζεται στη συμφωνία μεταξύ των μερών το Τεκμήριο 2. Το Τεκμήριο 2, ως έχει ερμηνευθεί από αμφότερους τους συνηγόρους των μερών, αλλά και πιο πάνω από το  Δικαστήριο προέβλεπε την έκδοση πιστοποιητικών από τον Αρχιτέκτονα, με τα οποία πιστοποιείται η εργασία που έλαβε χώρα. Τα ενδιάμεσα πιστοποιητικά δεν είναι οριστικά, ενσωματώνουν μόνο κατά προσέγγιση υπολογισμούς και υπόκεινται σε αναθεώρηση και επαναπροσαρμογή, όχι μόνο με το τελικό πιστοποιητικό αλλά και με μεταγενέστερα ενδιάμεσα πιστοποιητικά[9]. Τα εν λόγω πιστοποιητικά προσφέρουν έγκυρο έρεισμα για την αξίωση του ποσού, ενώ η άρνηση πληρωμής συνιστά παράβαση ρητής συμβατικής υποχρέωσης[10].

Εν προκειμένω έχει εκδοθεί Τελικό Πιστοποιητικό, το Τεκμήριο 11. Όπως προαναφέρθηκε αυτό δεν αμφισβητήθηκε με αποτέλεσμα να αποτελεί αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, τεκμήριο αφενός για την ποιότητα των υλικών και της εργασίας του εργολάβου και αφετέρου ότι έχουν πληρωθεί όλες οι υποχρεώσεις όπως προκύπτουν από το Συμβόλαιο. Ακόμα και η Ενάγουσα στις αγορεύσεις της αναφέρεται στο Τελικό Πιστοποιητικό ως δεσμευτικό. Αυτό αποδέχθηκε  άλλωστε και ο Εναγόμενος 1, αναφέροντας ότι σκοπό είχε να το εξοφλήσει αλλά ποτέ δεν του ζητήθηκε. Το Τεκμήριο 11, λοιπόν, δεσμεύει ως προς το περιεχόμενο του τα μέρη. Επομένως προκύπτει ότι δυνάμει αυτού, ο Εναγόμενος 1, οφείλει να καταβάλει στην Ενάγουσα το ποσό των €5.553 και όχι το υπόλοιπο ποσό της Απαίτησης το οποίο όπως εξηγήθηκε πιο πάνω δεν αποδείχθηκε.

Αναφορικά με την ανταπαίτηση του Εναγόμενου 1 και ειδικότερα τις αναφορές σε κακοτεχνίες και ατελής εργασίες αυτές καταγράφονται στο Τεκμήριο 11 και αφαιρούνται από το ποσό που δικαιούται η Ενάγουσα. Όπως καταγράφεται και πιο πάνω, άλλωστε, οι μόνες τέτοιες ατελής εργασίες που αποδείχθηκαν είναι αυτές του Τεκμηρίου 11. Όπως προβλέπεται στο Άρθρο 16 του Τεκμηρίου 2, ο Αρχιτέκτονας δύναται να εκδώσει οδηγίες για διόρθωση ελαττωμάτων, εκτός αν δώσει διαφορετικές οδηγίες.

Στην προκείμενη περίπτωση ο Αρχιτέκτονας επέλεξε να επιλύσει το ζήτημα των επί ελάτων εργασιών αφαιρώντας το ποσό αυτών από το υπόλοιπο που δικαιούτο η Ενάγουσα, χωρίς δηλαδή να δώσει οδηγίες για διόρθωση. Με αυτό τον τρόπο επίλυσε το ζήτημα των ατελών και κακώς εκτελεσθείσων εργασιών, απαλλάσσοντας τον Εναγόμενο 1 από τα όποια ποσά αυτές αφορούσαν, επιλύοντας ουσιαστικά τη διαφορά των μερών. Αξίζει, δε, να αναφερθεί ότι  κανένα μέρος τον επίδικο χρόνο ή τον χρόνο έκδοσης του Τεκμηρίου 11 δεν κίνησε διαδικασία επίλυσης διαφορών ως ορίζεται στο άρθρο 36 του Τεκμηρίου 11. Επομένως η ανταπαίτηση αναφορικά με ατελής εργασίες και κακοτεχνίες  απορρίπτεται.

Στην αγόρευση του ο κ. Ευσταθίου αναφέρθηκε στην πρωτόδικη απόφαση LASERCHARGE LTD ν. C ROUSHIAS TRADING & DEVELOPMENT LTD, Αρ. Αγωγής: 7522/2012, 7/1/2022, για να καταδείξει ότι η έκδοση Τελικού Πιστοποιητικού δεν αποστερεί το δικαίωμα από εργοδότη να απαιτήσει ποσά για κακοτεχνίες. Αν και συμφωνώ πλήρως με την ως άνω απόφαση εκείνο που εξάγεται από αυτήν είναι ότι εργοδότης μπορεί να διεκδικήσει και να αποδείξει ζημιές για κακοτεχνίες, οι οποίες έλαβαν χώρα μετά την έκδοση του Τελικού Πιστοποιητικού. Εδώ οι όποιες κακοτεχνίες ή ημιτελής εργασίες αποδείχθηκαν ήταν αυτές που καταγράφηκαν λεπτομερώς στο Τελικό Πιστοποιητικό. Επομένως δεν μπορεί να έχει ισχύ ο λόγος της ως άνω απόφασης στην υπό  εξέταση.

Ο Εναγόμενος 1 αξιώνει και ποσό €3.000, ως ενοίκια που αναγκάστηκε να πληρώσει για να εξασφαλίσει κατοικία λόγω της καθυστέρησης στην παράδοση του έργου, μέχρι τον Ιούλιο του 2012. Αρχικά στο Τεκμήριο 2 ως ημερομηνία συμπλήρωσης του έργου ορίστηκε η 18/11/2011. Ως τα ευρήματα του Δικαστηρίου το ακίνητο παραδόθηκε τον Ιούνιο του 2012. Παρά ταύτα στο Τεκμήριο 2  προβλέπεται συγκεκριμένη διαδικασία για καταβολή ποσού ως αποζημίωσης λόγω καθυστέρησης. Ειδικότερα το Άρθρο 24 του Τεκμηρίου 2, ορίζει ότι ο Αρχιτέκτονας θα πρέπει να πιστοποιήσει γραπτώς ότι κατά τη γνώμη του οι εργασίες θα έπρεπε λογικά να είχαν συμπληρωθεί και τότε είναι που καθορίζεται ποσό που θα καταβάλλετο στον εργοδότη, δυνάμει ορισμένου στο συμβόλαιο υπολογισμού.

Τέτοια πιστοποίηση δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν ακολουθήθηκε η σχετική διαδικασία που προβλέπει η συμφωνία των μερών με αποτέλεσμα να μην μπορεί το Δικαστήριο να κρίνει αν οι επιπλέον εργασίες που  έγιναν και πιστοποιήθηκαν από  τον Αρχιτέκτονα, επέκτειναν λογικά και κατά τη γνώμη του τον χρόνο παράδοσης του έργου ή όχι. Δεν μπορεί να κριθεί αν η καθυστέρηση δημιουργήθηκε λόγω των επιπλέον εργασιών που ζητήθηκαν[11] ή εξαιτίας της συμπεριφοράς της Ενάγουσας. Επομένως δεν δύναται το Δικαστήριο να αποδώσει την καθυστέρηση στην Ενάγουσα και συνακόλουθα να επιδικάσει το όποιο ποσό ως αποζημίωση στον Εναγόμενο 1.

 

6.    Κατάληξη

Η αγωγή εναντίον της Εναγόμενης 2 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της και εναντίον της Ενάγουσας ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Επιδικάζεται ποσό €5.553 υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου 1, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, πλέον έξοδα ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η ανταπαίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου 1 ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Έξοδα  να υπολογιστούν σε κλίμακα €2.000- €10.000.

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Barry Wyne v. David Costaki Mavronicola [2009] 1 ΑΑΔ 1138

[2] Χριστίνα Ρασποπουλου ν. Θεοδώρα Μακρή, Ποινική Έφεση αρ.287/2015, 11/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:B171

[3] Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα [1992] 1 Α.Α.Δ. 1056 και Mustafa Mossa (Mussa) Mohammed ν. Ανδρέα Κακουρή και Άλλων [2002] 1 ΑΑΔ 165

[4] Keating on Construction Contracts, 11th Edition, par. 4-084, p. 124, Goodyear v. Weymouth Corporation (1865) best reported in H. & R. 67: Laidlaw v. Hastings Pier Co. (1874), όπως καταγράφονται στην Arenson v Casson Beckman Rutley & Co, [1973] Ch. 346.

[5] Το Τεκμήριο 15 δεν έχει καν ημερομηνία.

[6] Χαραλάμπους Χαράλαμπος ν. Decostone Ltd [2010] 1 ΑΑΔ 747

[7] Σχετική με την αποδοχή μέρους της μαρτυρίας είναι η Iωάννου Γεώργιος ν. Γεώργιου Kουννίδη [1998] 1 ΑΑΔ 1215

[8] Βλ. ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΦΩΚΑ κ.α. v. C HARALCO & SPANTIOS DEVELOPERS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.86/2016, 4/9/2024, ως ορθά υπέδειξε ο κ. Ευσταθίου στην αγόρευση του.

[9] Chr. Petrides Tradelinks Ltd v. Παντελής Κυριάκου και Υιοί Λτδ [1996] 1 Α.Α.Δ. 441

[10] Ο.π.π.

[11] Βλ. Keating on Construction Contracts, 11th Edition, par. 10-034, p. 345,


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο