
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΛΟΥΚΑ Ε.Δ
Αρ. Αγωγής: 5768/15
ΜΕΤΑΞΥ:
Βασίλη Μουξούρη
Ενάγοντα
-και-
Nikos Kkolias Supermarket Co Limited
Εναγόμενων
Ημερομηνία: 28/2/2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα: κ. Λ. Βραχίμης
Για Εναγόμενους: κ. Ρ. Βραχίμης
ΑΠΟΦΑΣΗ
1. Εισαγωγή/ Δικόγραφα
Ο Ενάγων αξιώνει €70.000 πλέον τόκο 10% από τον Μάιο του 2015 μέχρι εξοφλήσεως, δυνάμει γραμματίου και/ή υποσχετικού και/ή βεβαίωσης οφειλών. Ο Ενάγων ήταν νυμφευμένος με τη Βάσω Κκολιά, θυγατέρα των ιδρυτών και διευθυντών των Εναγομένων, και μεταγενέστερα μέτοχο των Εναγομένων. Κατέβαλε ποσό €80.000 στους Εναγόμενους τον Απρίλιο του 2013. Υποστηρίζει ότι το εν λόγω ποσό καταβλήθηκε στους Εναγόμενους ως δάνειο και γι’ αυτό του επέστρεψαν €10.000 τον Απρίλιο του 2015, ενώ θα του επέστρεφαν και το υπόλοιπο ποσό με μηνιαίες δόσεις των €10.000. Παρά ταύτα οι Εναγόμενοι δεν πλήρωσαν κανένα άλλο ποσό.
Οι Εναγόμενοι αν και παραδέχονται ότι ο Ενάγων έμβασε το ποσό των €80.000 σε τραπεζικό τους λογαριασμό, αντιτείνουν ότι δάνειζαν διάφορα ποσά στον Ενάγοντα και την οικογένεια του, με απευθείας πληρωμή πληθώρας υποχρεώσεων τους. Δικογραφούν αυτά τα ποσά στην παράγραφο 4 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης και συμποσούνται σε €308.361,60. Υποστηρίζουν ότι αυτά τα ποσά δεν πληρώθηκαν χαριστικά, και το ποσό που κατέβαλε ο Ενάγων ήταν προς αποπληρωμή τους. Ανάλογο ποσό είχε καταβάλει και η σύζυγος του. Το ποσό των €10.000 επιστράφηκε στον Ενάγων, γιατί η σύζυγος του μέχρι τότε είχε καταβάλει μικρότερο ποσό, ενώ οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι απέμενε χρέος προς αυτούς από τον Ενάγοντα και τη σύζυγο του, ύψους €165.000. Ανταπαιτούν συναφώς από τον Ενάγοντα ποσό €84.180,80. Διάταγμα για την καταχώρηση τροποποιημένης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης εκδόθηκε την 31/5/2019.
Ο Ενάγων με την Απάντηση του στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση του στην Ανταπαίτηση παραδέχεται ότι ψώνιζε διάφορα προϊόντα από την Υπεραγορά των Εναγομένων. Αναφέρει ότι τα όσα ποσά πληρώνονταν από τους Εναγόμενους επιστρέφονταν από τον Ενάγοντα ή τη σύζυγο του. Τα δίδακτρα των τέκνων του σε ιδιωτικό σχολείο καταβλήθηκαν ως δωρεά από τους γονείς της συζύγου του Ενάγοντα. Υποστηρίζει ο Ενάγων ότι είχε καταστεί σαφές πως δεν θα επιστρεφόταν κανένα ποσό και γι’ αυτό μέχρι την καταχώρηση της παρούσας δεν είχε απαιτηθεί, αφού και ο ίδιος κατά περιόδους εργαζόταν αμισθί στην υπεραγορά.
2. Παραδεκτά/ Επίδικα
Για σκοπούς περιορισμού των επίδικων θεμάτων, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι μέσω των δικογράφων, της αντεξέτασης μαρτύρων, αλλά και των θέσεων που προωθήθηκαν από τους διάδικους κατά τις τελικές τους αγορεύσεις, προκύπτουν παραδεκτά γεγονότα. Αυτά είναι τα ακόλουθα:
Α. Ο Ενάγων ήταν παντρεμένος από το 1999 με τη Βάσω Κκολιά, ΜΥ 2, κόρη των ιδιοκτητών και μεταγενέστερα μέτοχο των Εναγόμενων. Οι Εναγόμενοι πλήρωναν λογαριασμούς και υποχρεώσεις του ως άνω ζευγαριού, ενώ τους έχτισαν και τη συζυγική τους οικία.
Β. Ο Ενάγων κατέβαλε στους Εναγόμενους το ποσό των €80.000 τον Απρίλιο του 2013, ενώ του επεστράφη ποσό ύψους €10.000 τον Απρίλιο του 2015.
Γ. Ο Ενάγων για μια περίοδο εργάστηκε στην υπεραγορά των Εναγομένων, ήτοι από το 1995 μέχρι το 2001.
Τα ως άνω, ως παραδεκτά και αναντίλεκτα, καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου. Παραμένουν λοιπόν, ως επίδικα, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα και την επ’ ακροατηρίω μαρτυρία τα εξής:
Α. Παρέμεινε αμφισβητούμενο το κατά πόσον ο Ενάγων εργαζόταν στους Εναγόμενους αμισθί, κατά τη διάρκεια της σχέσης και του γάμου του με την Βάσω Κκολιά.
Β. Επίδικο ζήτημα αποτελεί και το αν οι πληρωμές που γίνονταν από τους Εναγόμενους προς όφελος του Ενάγοντα και της οικογένειας του, είχε συμφωνηθεί ότι θα επιστρέφονταν, επεστράφησαν ή ήταν χαριστικές.
Γ. Κύριο επίδικο αποτελεί ο σκοπό της πληρωμής των €80.000 από τον Ενάγοντα στους Εναγόμενους. Ο πρώτος υποστηρίζει ότι το εν λόγω ποσό καταβλήθηκε δυνάμει δανείου, ενώ οι τελευταίοι ότι καταβλήθηκε προς αποπληρωμή ποσών που οι ίδιοι διαχρονικά πλήρωναν για τον Ενάγοντα και την οικογένεια του. Αναλόγως αμφισβητούμενος παραμένει ο σκοπός για τον οποίο καταβλήθηκε το ποσό των €10.000, από τους Εναγόμενους προς τον Ενάγοντα. Ο τελευταίος αιτιάται ότι αυτό καταβλήθηκε προς αποπληρωμή δανείου ενώ οι πρώτοι ισχυρίζονται ότι το εν λόγω ποσό επεστράφη για σκοπούς ισότητας των ποσών που κατέβαλε ο Εναγων και η πρώην σύζυγος του.
3. Μαρτυρία
Δεν θα παρατεθούν με λεπτομέρεια τα όσα ισχυρίστηκε ο κάθε μάρτυρας, αφού το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και τα έχω υπόψη μου. Έχω ακόμα αναγνώσει τις γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων και αναφορά σε αυτές θα γίνεται όπου κρίνεται σκόπιμο. Ως μάρτυρες στην επ ακροατηρίω διαδικασία κατέθεσαν οι λογιστές Χρίστος Κτωρίδης (ΜΕ 5) και Καλομοίρα Λοίζου (ΜΥ 3). Μαρτυρία έδωσε επίσης Ενάγων (ΜΕ 1), η πρώην σύζυγος του (ΜΥ2) και ο αδερφός της Πανίκκος Κκολιάς, διευθυντής των Εναγομένων (ΜΥ 1). Κατέθεσαν τέλος η αδερφή του Ενάγοντα, Ελένη Βασιλείου (ΜΕ 2), η πρώην υπάλληλος των Εναγομένων Αντρούλλα Στυλιανού (ΜΕ 3) και η πρώην πελάτισσα των Εναγομένων Σοφία Κοντού (ΜΕ 4).
Προχωρώ στην ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, έχοντας υπόψη τα επίδικα θέματα, με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα πραγματικά, καθοριστικά για το αποτέλεσμα, γεγονότα[1]. Ως είναι νομολογιακά καθιερωμένο η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα επί σημείων που αφορούν τα επίδικα θέματα[2]. Η ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας θα γίνει ανά επίδικο ζήτημα, με αντιπαραβολή και διερεύνηση της αντικειμενικής υπόστασης των εκατέρωθεν θέσεων, με αναφορά στα Τεκμήρια ώστε να εξαχθούν σχετικά ευρήματα, ενώ θα αξιολογηθεί κάθε μάρτυρας ξεχωριστά, ως και η νομολογία εισηγείται[3].
3.1. Εργαζόταν ο Ενάγων στην υπεραγορά από το 2001 μέχρι το 2015;
Αναφορικά με την εργασία του Ενάγοντα στην υπεραγορά των Εναγομένων, είναι παραδεκτό ότι εργαζόταν εκεί από το 1995 μέχρι το 2001. Επίδικο παραμένει το αν εργάστηκε στην υπεραγορά από το 2001 μέχρι το 2015. Ο Ενάγων υποστηρίζει ότι παρά το γεγονός ότι εργαζόταν αλλού κατά τις υπόλοιπες ώρες, πέραν της εργασία του, βοηθούσε αμισθί στην υπεραγορά των Εναγομένων. Τον ισχυρισμό αυτό απορρίπτουν οι ΜΥ 1 και 2, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ουδέποτε ο Ενάγων εργάστηκε στην υπεραγορά από το 2001 και μετά. Η ΜΥ 2 ακόμα αναφέρει ότι δεν θα ήταν δυνατόν να εργαζόταν στην υπεραγορά ο Ενάγων, αφού κάθε Τετάρτη και Κυριακή πήγαινε κυνήγι, τα απογεύματα μετά την άλλη εργασία του πήγαινε στο γυμναστήριο και πήγαινε τις κόρες τους στις εξωσχολικές τους δραστηριότητες (παρ. 29 Έγγραφο Ζ).
Για το ζήτημα αυτό παρουσιάστηκε ανεξάρτητη μαρτυρία που υποστηρίζει τη θέση του Ενάγοντα. Συγκεκριμένα η ΜΕ 3 ήταν εργαζόμενη στην υπεραγορά από το 1992 και σταμάτησε να εργάζεται εκεί το 2014. Είχε αναπτύξει και στενές σχέσεις με την μητέρα των ΜΥ 1 και 2 κα. Χρύσω Κκολιά. Όπως ανέφερε η ΜΕ 3 έβλεπε μέχρι το 2014 τον Ενάγοντα να εργάζεται στην υπεραγορά, σε κάποιο σημείο από τις 3 μ.μ. και μετά τις καθημερινές και από το πρωί τα Σαββατοκύριακα. Ήταν πρόθυμος και εργατικός, ενώ σεβόταν τα πεθερικά του.
Αντεξεταζόμενη εξήγησε ότι η ίδια εργαζόταν καθημερινώς, αποκάλυψε το μισθό της, ενώ ειλικρινώς ανέφερε ότι δεν γνωρίζει αν ο Ενάγων λάμβανε μισθό. Επιβεβαίωσε επίσης το παραδεκτό, ότι ο Ενάγων είχε καταβάλει ποσά στους Εναγόμενους, όπως της το είχε εκμυστηρευτεί η κα. Χρύσω Κκολιά, χωρίς να γνωρίζει όμως τον σκοπό, αν ήταν δάνειο ή δωρεά, παρά την αναφορά στη γραπτή της δήλωση, Έγγραφο Γ, σε δάνειο. Κανένα αλλότριο κίνητρο δεν καταδείχθηκε, ώστε να πληγεί η μαρτυρία της ΜΕ 3, ενώ η ειλικρινής στάση της και η αξιοπιστία της, καθιστούν τη μαρτυρία της αποδεκτή.
Μικρότερης βαρύτητας είναι η μαρτυρία της ΜΕ 2 αδερφής του Ενάγοντα. Η ΜΕ 2, όπως αναφέρει και στην γραπτή της δήλωση Έγγραφο Β, απουσίαζε μέχρι το 2011 και η μαρτυρία της στηρίζεται στα όσα ο Ενάγων της έλεγε, καθώς η ίδια σπούδαζε. Όπως έχει νομολογηθεί στις περιπτώσεις όπου οι μάρτυρες έχουν στενή συγγενική, φιλική ή επαγγελματική σχέση το Δικαστήριο οφείλει να είναι προσεκτικό στην πραγμάτευση της μαρτυρίας τους, έχοντας υπόψη ότι, από μόνη της, μια τέτοια σχέση δεν μπορεί, στη συνήθη ροή των πραγμάτων, να αποτελέσει εύλογη βάση αμφισβήτησης της αξιοπιστίας τους[4]. Η ΜΕ 2 δεν μπορεί να κριθεί ως αναξιόπιστη μόνο και μόνο λόγω της σχέσης της με τον Ενάγοντα. Μετέφερε στο Δικαστήριο τα όσα της αναφέρονταν από τον τελευταία και την οικογένεια της. Ήταν λογικό δηλαδή να μεταφέρει τις ίδιες θέσεις με τον Ενάγοντα, ήτοι όπως ο ίδιος της εξέφραζε στην οικογένεια του. Ως πρόσωπο, εξ άλλου, που διέμενε με τους γονείς της εξήγησε ότι ο Ενάγων μετά τον χωρισμό, το 2015, του με την Βάσω Κκολιά παρέμεινε στο πατρικό του σπίτι για αρκετό καιρό.
Από την άλλη η ΜΕ 4, δεν μπορεί να κριθεί αξιόπιστη. Αρχικά ξεκαθάρισε τη φιλική της σχέση με τον Ενάγοντα. Έπειτα δεν μπορούσε να διευκρινίσει ποιες ώρες έβλεπε τον Ενάγοντα στην υπεραγορά, πρωί ή απόγευμα, ενώ είναι παραδεκτό ότι ο Ενάγοντας εργαζόταν αλλού το πρωί. Τέλος βολικά προκύπτει ότι το 2015, όταν χώρισε ο Ενάγων με την ΜΥ 2 τότε σταμάτησε να ψωνίζει από την υπεραγορά, και ψώνιζε από άλλη παρακείμενη υπεραγορά. Η εν λόγω τρίτη υπεραγορά στην οποία αναφέρθηκε η ΜΕ 4, υπάρχει ενώπιον μου μαρτυρία ότι είχε ανοίξει κάποια χρόνια πριν όμως. Κατά τα άλλα οι θέσεις της ΜΕ 4 κατά την αντεξέταση και η γενικότερη παρουσία της στο Δικαστήριο καταδείκνυαν ότι προσήλθε για να βοηθήσει την υπόθεση του φίλου της, Ενάγοντα. Επομένως η μαρτυρία της δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Εκ μέρους των Εναγομένων ο ΜΥ 1 εξέφρασε την άποψη ότι είναι αναληθή τα όσα είπε η ΜΕ 3, αλλά και ότι ο Ενάγων όταν έφευγε από την πρωινή του εργασία πήγαινε σε άλλη και όχι στην υπεραγορά. Τα ως άνω δεν ισχύουν, αφενός γιατί η ΜΕ 3 έχει κριθεί ανεξάρτητη, αξιόπιστη και δεν αμφισβητήθηκαν ουσιαστικά τα όσα είπε και αφετέρου γιατί καμία μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε ενώπιον μου που να δεικνύει ότι ο Ενάγων είχε και άλλη εργασία, πέραν του Δήμου Λακατάμιας το πρωί και της υπεραγοράς το απόγευμα. Η ΜΥ 2 κατά την επ ακροατήριω μαρτυρία της διακατεχόταν από συναισθηματισμό και εκφραζόταν με μίσος για τον Ενάγοντα. Στην γραπτή της δήλωση Έγγραφο Ζ ανέφερε ότι ο Ενάγων πήγαινε κυνήγι, ώστε να δικαιολογήσει ότι δεν δούλευε στην υπεραγορά. Παρά ταύτα κατά την αντεξέταση της παραδέχθηκε ότι το κυνήγι διαρκεί για 5 μήνες κάθε χρόνο και κυρίως τα πρωινά. Επίσης όπως αντεξεταζόμενη παραδέχθηκε ότι η ίδια αναλάμβανε τις επιστροφές των τέκνων της από το σχολείο, σε αντίθεση με τα όσα αναφέρονται στο Έγγραφο Ζ ήτοι ότι ο Ενάγων έκανε όλες τις «κούρσες». Η μαρτυρία λοιπόν που παρουσιάστηκε από τους Εναγόμενους και συγκεκριμένα από τους ΜΥ 1 και 2 για το εν λόγω επίδικο ζήτημα ενείχε αντιφάσεις και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Συνεπώς κρίνεται ότι ο Ενάγων εργαζόταν αμισθί στην υπεραγορά των Εναγόμενων από τ ο 2001 μέχρι το 2015.
3.2. Οι πληρωμές από τους Εναγόμενους προς όφελος της οικογένειας του Ενάγοντα
Η θέση του Ενάγοντα όπως εκφράζεται στην Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση, αλλά και στη γραπτή του δήλωση Έγγραφο Α, είναι ότι τα ποσά που κατέβαλλαν οι Εναγόμενοι επιστρέφονταν από την πρώην σύζυγο του στα ταμεία των Εναγόμενων. Πλην των διδάκτρων σε ιδιωτικό σχολείο, που όπως ο Ένάγων αναφέρει ήταν δωρεά των πεθερικών του στα εγγόνια τους, τα υπόλοιπα χρήματα που καταβάλλονταν από τους Εναγόμενους επιστρέφονταν μέσω της πρώην συζύγου του. Τούτη την πληροφόρηση την έλκει όμως από την ίδια τη σύζυγο του, την ΜΥ 2, η οποία απέρριψε αυτό τον ισχυρισμό.
Οι εν λόγω πληρωμές αφορούν λογαριασμούς ρεύματος, νερού, τηλεφώνου, σκυβάλων, αποχετευτικού, ασφάλειες προσωπικές τους και του αυτοκινήτου, συστήματα συναγερμού, πληρωμή κηπουρού και τέλη ακίνητης ιδιοκτησίας. Είναι αυτό το ποσό που οι Εναγόμενοι υπολογίζουν, περιλαμβανομένων και των διδάκτρων ιδιωτικών σχολείων, να ανέρχεται σε πέραν των €300.000. Όπως άλλωστε ο ίδιος ο Ενάγων παραδέχθηκε αντεξεταζόμενος για κάποιο διάστημα περίπου δύο ετών δεν εργαζόταν (2002-2003), ενώ για πέντε έτη όλος του ο μισθός πήγαινε σε προσωπικό του δάνειο. Οι μισθοί του ιδίου και της ΜΥ 1 συμποσούνταν σε περίπου €30.000 τον χρόνο, ενώ τα έξοδα τους, όπως τα παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση του έφταναν πέραν των €40.000. Αν περαιτέρω ληφθεί υπόψη ότι ο Ενάγων για 7 έτη δεν είχε διαθέσιμο μισθό για να προσφέρει στο νοικοκυριό, προκύπτει ότι τα διαθέσιμα ποσά για πληρωμή των εξόδων τους ήταν περί τις €15.000, ενώ τα έξοδα ήταν σχεδόν τριπλάσια. Ήταν αδύνατον, λοιπόν, η με τον οποιοδήποτε τρόπο αποπληρωμή από τον Ενάγοντα και την ΜΥ 2, των ποσών που τους παρείχαν οι Εναγόμενοι. Τούτη η θέση, άλλωστε, προέρχεται από τα όσα δήθεν είπε στον Ενάγοντα η ΜΥ 2, και η τελευταία έσπευσε να την απορρίψει. Συνεπώς δεν γίνεται δεκτή η θέση του Ενάγοντα ότι αποπληρώνονταν τα όσα ποσά κατέβαλλαν οι Εναγόμενοι για την οικογένεια του.
Η θέση του ΜΥ 1, διευθυντή των Εναγομένων, ως προς τούτο το ζήτημα υπήρξε αντιφατική. Στην γραπτή του δήλωση, Έγγραφο Στ, αναφέρει ότι τα ποσά δίδονταν ως δάνειο, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιστρέφονταν από την κάθε οικογένεια. Τούτη η θέση αναιρέθηκε κατά την αντεξέταση του ΜΥ 1, ο οποίος ρητώς δήλωση ότι «δεν έγινε δάνειο»[5]. Στη συνέχεια είπε ότι δεν ήταν δάνειο αλλά «βοήθεια με τον όρο, ότι όταν θα ήταν καλά οικονομικά θα επιστραφούν στην εταιρεία»[6]. Επιπλέον ο ΜΥ 1 επιχείρησε να καταδείξει ότι ανάλογη τακτική, με καταβολή ποσών από την Εταιρεία με όρο να επιστραφούν, ακολουθήθηκε και για τα υπόλοιπα αδέρφια, για να πει όμως αργότερα αντεξεταζόμενος ότι για τον ίδιο και τον αδερφό του δεν υπάρχει τέτοιο καταγεγραμμένο χρέος[7]. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο ΜΥ 1 κατέθεσε ως ο διευθυντής των Εναγόμενων, το καθ’ ύλην αρμόδιο πρόσωπο για να υποστηρίξει τις θέσεις της τελευταίας ως προς τούτο το επίδικο ζήτημα.
Επιπλέον είναι οξύμωρο να υποστηρίζει ο ΜΥ 1 ότι καταβάλλονταν τα εν λόγω ποσά για δεκαετίες στον Ενάγοντα και την οικογένεια του, ουδέποτε ζητήθηκαν, παρά μόνο με την ανταπαίτηση το 2019. Επίσης οξύμωρο είναι, ενώ όπως οι Εναγόμενοι υποστηρίζουν ο Ενάγων να τους χρωστούσε πέραν των €80.000 και να του κατέβαλαν €10.000, για σκοπούς δήθεν ισότητες με άλλο οφειλέτη τους την ΜΥ 2. Η ΜΥ 2 άλλαξε όλο το αφήγημα των Εναγόμενων, αναφέροντας αντεξεταζόμενη ότι το ποσό των €10.000 δόθηκε στον Ενάγοντα γιατί ήθελε να αγοράσει όπλο. Αντίθετος ήταν ο ισχυρισμός του ΜΥ 1 ότι δηλαδή δόθηκε το εν λόγω ποσό στον Ενάγοντα για να αγοράσει οικοσκεύη, ενώ η ΜΕ 2 ανέφερε και δεν αντεξετάστηκε ουσιαστικά, ότι ο Ενάγων αδερφός της είχε μετακομίσει στο πατρικό του μετά τον χωρισμό του με την ΜΥ 2, άρα δεν χρειαζόταν οικοσκεύη. Εν πάση περιπτώσει και σε αυτό το ζήτημα οι θέσεις της υπεράσπισης υπήρξαν αντιφατικές.
Η ΜΥ 2, στη γραπτή της δήλωση Έγγραφο Ζ, έθεσε ότι οι γονείς της βοηθούσαν μέσω των Εναγομένων την οικογένεια της, με τον όρο ότι σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν θα μπορούσαν θα τους επέστρεφαν πίσω αυτά τα ποσά. Υπολογίζει μάλιστα τα ποσά που τους καταβλήθηκαν στις €67.500 το χρόνο (Τεκμήριο 18). Τούτος βέβαια ο ισχυρισμός της αντιφάσκει με τα γεγονότα που η ίδια παρουσιάζει. Συγκεκριμένα κατά το 2013 υποστηρίζει ότι ο Ενάγων κατέβαλε €80.000, ενώ η ίδια είχε καταβάλει στους Εναγόμενους ποσό €67,163.65 και από κοινό τους λογαριασμό άλλα €11,283.51. Τούτα όμως τα ποσά κάλυπταν μόνο περί το ήμισυ των όσων η ίδια υποστηρίζει ότι οφείλονταν στους Εναγόμενους. Δεν ήταν δηλαδή σε θέση να τους επιστρέψουν το σύνολο των ποσών, ως είχε συμφωνηθεί, αλλά μέρος, δεδομένο που καταρρίπτει τον ίδιο της τον ισχυρισμό. Δεν είναι λογικό να έδιδαν όλες τις αποταμιεύσεις τους, για να πληρώσουν μέρους του κατ’ ισχυρισμό δανείου τους, ενώ η ίδια τακτική ίσχυε και για τα άλλα τέκνα της οικογένειας Κκολιά και καμία μαρτυρία δεν προσφέρθηκε που να αποκαλύπτει την όποια πληρωμή από αυτούς. Ακόμα η ίδια η ΜΥ 2 παραδέχθηκε ότι οι πληρωμές γίνονταν από τους γονείς της για να βοηθήσουν την οικογένεια της.
Σχετική μαρτυρία έδωσαν και οι λογιστές που κατέθεσαν για κάθε πλευρά. Όπως εξήγησε ο ΜΕ 5 στην γραπτή του δήλωση Έγγραφο Ε στις οικονομικές καταστάσεις των Εναγόμενων για τα έτη 2013 έως 2020 (Τεκμήρια 5 έως 12), ο Ενάγων δεν φαίνεται ούτε ως χρεώστης ούτε ως πιστωτής. Δεν φαίνεται να οφείλει ή να του οφείλεται το όποιο ποσό. Αναφέρει ακόμη ότι τα προσωπικά έξοδα της ΜΥ 2, όπως προκύπτουν από τη μερίδα της, το λογαριασμό που διατηρείτο στα λογιστικά βιβλία των Εναγόμενων, δεν έφτασε σε κανένα έτος πέραν των €6.000 (Τεκμήριο 15). Κάθε χρόνο μάλιστα ο λογαριασμός της ΜΥ 2 μηδενιζόταν και το υπόλοιπο μεταφερόταν στους ανάλογους λογαριασμούς των γονέων της. Αντεξεταζόμενος είπε ότι το επίδικο ποσό που κατέβαλε ο Ενάγων πιστώθηκε σε λογαριασμό δανείου των Εναγόμενων και στον λογαριασμό που διατηρούσαν οι Εναγόμενοι για τη ΜΥ 2. Εξήγησε μάλιστα ο λογαριασμός της ΜΥ 2, στα λογιστικά βιβλίο των Εναγόμενων φαινόταν πιστωτικός, ότι της οφειλόταν ποσό, όχι ότι όφειλε, τον επίδικο χρόνο. Επέμεινε ότι οι Εναγόμενοι χρωστούσαν στους μετόχους τους, στη βάση των οικονομικών καταστάσεων. Ελέγχοντας πάντως του λογαριασμούς σε συνάρτηση με τις οικονομικές καταστάσεις ο ΜΕ 5 είπε ότι εκείνο που προκύπτει είναι ότι όλα τα έξοδα χρεώνοντας στους Νίκο και Χρυσόθεμη Κκολιά και όχι στα τέκνα τους, των οποίων κάθε τέλος της χρονιάς ο λογαριασμός μηδενιζόταν. Ο ΜΕ 5 τόνισε ότι αν οφείλονταν τα όποια ποσά από τον Ενάγοντα θα έπρεπε να φαινόταν σχετική χρέωση στα λογιστικά βιβλία των Εναγόμενων και όταν γίνονταν πληρωμές επίσης να καταγράφονται στα εν λόγω λογιστικά βιβλία.
Η λογίστρια των Εναγόμενων, ΜΥ 3, στην γραπτή της δήλωση Έγγραφο Η, αναφέρει ότι οι οδηγίες της ήταν να πληρώνει για τις ανάγκες των τριών τέκνων της Χρυσόθεμις και του Νίκου Κκολιά και να χρεώνει τις μερίδες των τελευταίων. Δεν ενδιαφέρονταν να γίνει επιμερισμός των σχετικών εξόδων. Με αυτό τον τρόπο στα λογιστικά βιβλία φαινόταν πάντα ότι οι σχετικές πληρωμές έγιναν και τα ποσά οφείλονταν από το Νίκο και τη Χρυσόθεμη Κκολιά και μηδενίζονταν από τα μερίσματα τους ως μέτοχοι των Εναγόμενων στο τέλος της χρονιάς.
Ασχέτως όμως της χρέωσης, η ΜΥ 3 υποστηρίζει ότι τα ποσά αυτά θα επιστρέφονταν από το κάθε τέκνο της οικογένειας από μερίσματα όταν θα γίνονταν οι ίδιοι, τα τέκνα, μέτοχοι των Εναγόμενων. Τούτος όμως ο ισχυρισμός αφαιρεί από το κάδρο των Ενάγοντα, ο οποίος δεν προκύπτει να είχε προοπτική να λάβει μετοχές των Εναγόμενων. Επομένως ως πρόσωπο που δεν θα λάμβανε μερίσματα, δεν θα είχε ούτε την ευχέρεια ούτε την υποχρέωση να επιστρέψει το όποιο ποσό στους Εναγόμενους. Γι’ αυτό άλλωστε τα τέκνα της Χρυσόθεμις και Νίκου Κκολιά, είχαν μερίδες, λογαριασμούς, πριν καν καταστούν μέτοχοι των Εναγόμενων. Ως εν δυνάμει μέτοχοι λάμβαναν ωφελήματα από τους Εναγόμενους και στη συνέχεια κατέστησαν μέτοχοι με την προοπτική να επιστρέψουν, μέσω των μερισμάτων, τα ωφελήματα αυτά. Κανένα μέλος της οικογένειας των τριών τέκνων, ούτε δηλαδή ο Ενάγων, δεν είχε λογαριασμό. Ακριβώς γιατί δεν υπολογίζονταν ως τα πρόσωπα που αφενός θα γίνονταν μέλη των Εναγόμενων και αφετέρου που όφειλαν, να επιστρέψουν τα όσα είχαν καρπωθεί. Τούτο επιβεβαιώνεται και από την παραδοχή της ΜΥ 3[8], ότι για τα αδέρφια της ΜΥ 2, το όποιο ποσό οφειλόταν στους Εναγόμενους αποπληρώθηκε από τα μερίσματα τους και όχι από τις συζύγους ή το όποιο άλλο μέλος της οικογένειας τους. Παραμένει πάντα αβέβαιο το τι όφειλε ο καθένας, αφού δεν πιστώνονταν τα ποσά που καταβάλλονταν προς όφελος του και συνακόλουθα το ποιο ποσό όφειλε να επιστρέψει από τα μερίσματα που θα λάμβανε. Προς τούτο καμία απάντηση δεν δόθηκε από την ΜΥ 3, καθιστώντας έτσι την αξίωση ποσού. έστω από τον Ενάγοντα μετέωρη.
Όπως πάντως προκύπτει από τη μαρτυρία τόσο των λογιστών όσο και των υπόλοιπων μαρτύρων, οι Εναγόμενοι κατέβαλαν ποσά προς πληρωμή εξόδων και οφειλών όλων των μελών της οικογένειας Κκολιά. Χρησιμοποιούνταν οι λογαριασμοί της εταιρείας και για τις προσωπικές, τις πληρωμές των μελών της οικογένειας Κκολιά, όπως παραδέχθηκε η ΜΥ 3. Αυτά τα ποσά ενίοτε χρεώνονταν στις μερίδες, τους λογαριασμούς των προσώπων προς όφελος των οποίων πληρώνονταν και άλλοτε χρεώνονταν στους λογαριασμούς των γονέων, Χρυσόθεμις και Νίκου Κκολιά. Πολλές φορές πληρώνονταν ποσά που αφορούσαν έξοδα όλων των τέκνων μαζί, όπως για παράδειγμα ο κηπουρός ή ιδιωτικά σχολεία των εγγονιών τους. Επομένως δεν είναι ξεκάθαρο από τους λογαριασμούς ποιο ποσό αφορούσε κάθε τέκνο, ενώ στο τέλος κάθε έτους τα ποσά αυτά χρεώνονταν στους λογαριασμούς των Χρυσόθεμις και Νίκου Κκολιά. Τούτο το συμπέρασμα εντείνεται μετά την παραδοχή της ΜΥ 3 ότι κατά τον έλεγχο από τους ελεγκτές των Εναγόμενων αν προέκυπτε έλλειμμα στους λογαριασμούς της το χρέωνε στη μερίδα της κας. Χρυσόθεμις Κκολιά. Και τούτο το έλλειμμα ήταν διόλου ευκαταφρόνητο, για παράδειγμα ανέρχετο περί τα €268.000 για το 2012. Έτσι ήταν αδύνατο οι Εναγόμενοι να υπολογίσουν και σίγουρα δεν υπήρχαν καταγεγραμμένα τα ποσά που ξοδεύτηκαν για κάθε τέκνο, ώστε να τους αποκοπεί σχετικό ποσό στη συνέχεια.
Στην βάση των ως άνω προκύπτει ότι οι Εναγόμενοι μέσω των Νίκου και Χρυσόθεμις Κκολιά κατέβαλλαν ποσά για τις ανάγκες των οικογενειών των τέκνων τους. Τούτα τα ποσά τελικώς χρεώνονταν στον λογαριασμό του Νίκου και της Χρυσόθεμις Κκολιά, όπως διατηρείτο στα βιβλία των Εναγόμενων και αποπληρώνονταν μέσω των μερισμάτων τους. Σκοπός ήταν τα ποσά αυτά αν και αδιευκρίνιστα να αποπληρωθούν από μερίσματα που θα λάμβαναν τα τέκνα του Νίκου και της Χρυσόθεμις Κκολιά όταν θα τους μεταβίβαζαν μετοχές. Επομένως κανένα ποσό που πληρώθηκε από τους Εναγόμενους προς την οικογένεια του Ενάγοντα και της ΜΥ 2 δεν καθιστούσε δάνειο το οποίο όφειλε να αποπληρώσει ο Ενάγων.
3.3. Το επίδικο ποσό που κατέβαλε ο Ενάγων προς τους Εναγόμενους
Ο ισχυρισμός του Ενάγοντα, πάνω στον οποίο στηρίζεται η αγωγή του, είναι ότι όταν οι Εναγόμενοι χρειάστηκαν χρήματα του ζήτησαν και τους τα κατέβαλε μέσω δύο γραμματίων του. Κατατέθηκαν προς τούτο δύο αποδείξεις, από τις οποίες προκύπτει ότι ο Ενάγων μετέφερε σε λογαριασμό των Εναγόμενων ποσά ύψους €72.907,92 και €7.608,90, ήτοι συνολικό ποσό €80.602,82 (Τεκμήριο 13). Ειδικότερα, όπως κατέθεσε ο ΜΕ 5 και παρέμεινε αναντίλεκτο την 26/4/2013 από δύο γραμμάτια του Ενάγοντα καταβλήθηκε συνολικό ποσό €80.606,82 σε λογαριασμό δανείου των Εναγόμενων
Ο Ενάγων υποστηρίζει ότι αυτό το ποσό καταβλήθηκε ως δάνειο στους Εναγόμενους. Γι’ αυτό και του επεστράφη το ποσό των €10.000 τον Απρίλιο του 2013. Τα όσα οι Εναγόμενοι αντιτείνουν στον εν λόγω ισχυρισμό είναι τουλάχιστον αντιφατικά. Συγκεκριμένα αν και υποστηρίζουν ότι ο Ενάγων τους οφείλει ακόμα πέραν των €80.000, πέραν από κάθε λογική ισχυρίζονται ότι του επέστρεψαν €10.000, για να μην αδικηθεί σε σχέση με τη ΜΥ 2. Αρχικά αυτός ο ισχυρισμός δεν ισχύει γιατί ο Ενάγων ούτε καν γνώριζε ότι η ΜΥ 2 είχε πληρώσει το όποιο ποσό. Έπειτα με ποια λογική κάποιος επιστρέφει χρήματα στον χρεώστη του, για να του τα ζητήσει εκ νέου; Πολλώ δε μάλλον, πως αναζητείται ισότητα ανάμεσα σε μια μέτοχο των Εναγόμενων, τη ΜΥ 2, η οποία θα αποπλήρωνε τα οφειλόμενα της με τα μερίσματα που θα λάμβανε και τον άνθρωπο που χώρισε με την ΜΥ 2, όχι με φιλικούς όρους, ενώ οι Εναγόμενοι γνώριζαν ότι δεν έχει ιδιαίτερες εισοδηματικές δυνατότητες. Ακόμα ο ΜΥ 1 υποστήριξε ότι δόθηκε αυτό το ποσό στον Ενάγοντα για να αγοράσει οικοσκεύη ενώ η ΜΥ 2 είπε αντεξεταζόμενη ότι αυτό το ποσό το ζητούσε ο Ενάγων για να αγοράσει όπλο. Οι ισχυρισμοί λοιπόν των μαρτύρων της υπεράσπισης είναι εκτός λογικής και αντιφατικοί, σε σημείο που να μην μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.
Αντιφάσεις περιέχονται και στα όσα οι μάρτυρες υπεράσπισης έθεσαν αναφορικά με το λόγο που ζητήθηκε το επίδικο ποσό από τον Ενάγοντα. Ο ΜΥ 1 έθεσε τρεις διαφορετικές εκδοχές κατά την αντεξέταση του. Ότι το ποσό ζητήθηκε για την αποπληρωμή δανείων που είχαν γίνει για αγορά οικοπέδου από τους Εναγόμενους, ότι δόθηκαν για την ανέγερση γυμναστηρίου και ότι δόθηκαν λόγω οικονομικού προβλήματος των Εναγόμενων. Για το ίδιο θέμα η ΜΥ 2 ισχυρίστηκε ότι το ποσό ζητήθηκε από τους Εναγόμενους και δόθηκε από τον Ενάγοντα, προς αποπληρωμή οικοπέδων που είχαν αγοραστεί, αντεξεταζόμενη είπε ότι είχε μειωθεί ο κύκλος εργασιών των Εναγόμενων εκείνη την περίοδο, ενώ ανέφερε και τρίτη εκδοχή ότι επειδή ήταν καλά τα οικονομικά της οικογένειας τους, της ίδιας και του Ενάγοντα, την επίδικη περίοδο, από μόνοι τους αποφάσισαν να επιστρέψουν τα οφειλόμενα στους Εναγόμενους. Η ΜΥ 3 αναφέρει ότι οι Εναγόμενοι αξίωσαν τα λεφτά από τον Ενάγοντα για να γίνει το γυμναστήριο. Όπως και ο ΜΕ 5 κατέδειξε άλλωστε ουδέποτε κατατάχθηκε ο Ενάγων σε λογαριασμούς ή οικονομικές καταστάσεις των Εναγομένων ως χρεώστης τους. Ούτε καν η ΜΥ 2 δεν φαινόταν ως χρεώστιδα, ώστε να αποδειχθεί ότι όφειλε να επιστρέψει τις παροχές που διαχρονικά της παρείχαν οι Εναγόμενοι. Οι θέσεις λοιπόν των μαρτύρων της Υπεράσπισης αντικρούονταν με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αποτελέσουν βάθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Από την άλλη ο Ενάγων παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του ότι το ποσό αυτό, όπως διαμορφώθηκε από γραμμάτιο που είχε από το 1999 και τους τόκους αυτού, δόθηκε μετ’ επιστροφής στους Εναγόμενους. Γι’ αυτό και οι Εναγόμενοι του επέστρεψαν €10.000 τον Απρίλιο του 2015, προς επιστροφή μέρους του ποσού που τους είχε δανείσει. Ανέμενε μάλιστα να του επιστρέψουν και το υπόλοιπο ποσό και όταν δεν το έπραξαν, απέστειλε επιστολή στους Εναγόμενους (Τεκμήριο 3). Οι Εναγόμενοι δεν απάντησαν και ήγειραν τους επίδικους ισχυρισμούς πρώτη φορά με την τροποποιημένη υπεράσπιση τους το 2019.
3.4. Αξιολόγηση μαρτύρων
Εκ της πιο πάνω αξιολόγησης της μαρτυρίας προκύπτει εν πολλοίς και η αξιολόγηση των μαρτύρων που ακούστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Παρά ταύτα κρίνεται σκόπιμο όπως αξιολογηθεί και ο καθένας ξεχωριστά, χωρίς όμως να επαναλαμβάνονται τα πιο πάνω.
Ειδικότερα, ο ΜΕ 1, ο Ενάγων ήταν σε γενικές γραμμές σταθερός στις θέσεις του, χωρίς να υποπέσει σε καίριες αντιφάσεις. Αντεξετάστηκε σε όλο το εύρος των επίδικων ζητημάτων και απαντούσε με σαφήνεια. Ειλικρινώς παραδέχθηκε ότι για τη σίτιση τους λάμβαναν προϊόντα από την υπεραγορά των Εναγομένων δωρεάν και τα έξοδα τους πληρώνονταν από τους Εναγόμενους. Γι’ αυτό ένιωθε την ανάγκη να προσφέρει και ο ίδιος αμισθί τις υπηρεσίες του. Είχε την άποψη ότι τα όσα τους παρέχονταν από τους Εναγόμενους αποπληρώνονταν μέσω χρημάτων που η σύζυγος του, ΜΥ 2, τοποθετούσε στα ταμεία της υπεραγοράς. Τούτη η θέση δεν ευσταθεί, όπως αποφασίστηκε παραπάνω, αλλά όπως και ο ΜΕ 1 εξήγησε ήταν η ΜΥ 2 που διευθετούσε τις πληρωμές των εξόδων με τους γονείς της και συνακόλουθα των Εναγόμενων, με τον ΜΕ 1 να μην έχει ιδία γνώση. Σε κάθε όμως περίπτωση ακλόνητη παρέμεινε η θέση του ΜΕ 1 ότι ουδέποτε δόθηκαν ποσά ή πληρώθηκαν παροχές από τους Εναγόμενους στον ίδιο και την οικογένεια του, μετ’ επιστροφής. Ακλόνητη παρέμεινε επίσης η θέση του ΜΕ 1 ότι το ποσό των €80.000 καταβλήθηκε στους Εναγόμενους υπό μορφή δανείου και προς επιστροφή μέρους του πληρώθηκε από τους Εναγόμενους στον ΜΕ 1 ποσό €10.000 τον Απρίλιο του 2015.
Ο ΜΕ 1 τεκμηρίωσε μέσω μαρτυρίας ανεξάρτητων μαρτύρων και τη θέση του ότι βοηθούσε στην υπεραγορά των Εναγόμενων από το 2001 μέχρι το 2015. Προς τούτο παρουσιάστηκε η ανεξάρτητη και αξιόπιστη μαρτυρία της ΜΕ 3, υπαλλήλου των Εναγομένων. Η μαρτυρία της ΜΕ 3 ήταν ανεξάρτητη, κανένα κίνητρο δεν διαφάνηκε να έχει και δη που να την επηρεάζει σε σχέση με τα μέρη της υπόθεσης. Τουναντίον ειλικρινώς αποκάλυψε τις λεπτομέρειες που η ίδια γνώριζε, κάποιες από αυτές επιβεβαιώνονται από τα παραδεκτά, ενώ τα λεγόμενα της δεν αμφισβητήθηκαν ουσιαστικά. Έτσι η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή, ως άμεση μαρτυρία που καταδεικνύει ότι ο Ενάγων βοηθούσε στην υπεραγορά τις ώρες κατά τις οποίες δεν εργαζόταν από το 2001 μέχρι τουλάχιστον το 2015. Σχετική αξιολόγηση των ΜΕ 2 και 4 γίνεται παραπάνω στις σελίδες 5 και 6.
Ο ΜΕ 5 κατέθεσε ως ο λογιστής που εξέτασε τις οικονομικές καταστάσεις και τους λογαριασμούς των Εναγόμενων. Η μαρτυρία του ήταν τεκμηριωμένη με συγκεκριμένες αναφορές επί των Τεκμηρίων 4 έως 15, αλλά και σχετική επεξήγηση των ορθών τακτικών. Απάντησε μέσω της εμπειρογνωμοσύνης του, η οποία δεν αμφισβητήθηκε, σε καίρια ερωτήματα καταδεικνύοντας ότι ο Ενάγων δεν φαινόταν στις οικονομικές καταστάσεις των Εναγομένων ούτε ως χρεώστης ούτε ως πιστωτής, παρά την παραδεκτή κατάθεση από μέρους του ποσού €80.000 σε λογαριασμό δανείου των Εναγόμενων. Εξήγησε επίσης με ποιο τρόπο οι Εναγόμενοι μετέφεραν στους λογαριασμούς τους την κατάθεση του ποσού αυτού. Γενικότερα δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις, φώτισε ιδιαίτερες πτυχές της υπόθεσης και η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή.
Ο ΜΥ 1, όπως προκύπτει άλλωστε και από την παραπάνω ανάλυση της μαρτυρίας αναφορικά με τα επίδικα ζητήματα, υπέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων. Έχουν αναλυθεί παραπάνω οι αντιφατικές θέσεις του αναφορικά με τον λόγο που ζητήθηκε το επίδικο ποσό από τον Ενάγοντα (βλ. σελ. 12). Ακόμα ο ΜΥ 1 κατά την αντεξέταση του αναίρεσε την κύρια θέση της Υπεράσπισης ότι ως δάνειο καταβάλλονταν ποσά από τους Εναγόμενους στην οικογένεια του Ενάγοντα και στον ίδιο προσωπικά, θέση η οποία δεν υποστηρίζεται άλλωστε και από τους ίδιους του λογαριασμούς των Εναγόμενων. Επιπλέον μετέωρος παρέμεινε ο λόγος που πληρώθηκε €10.000 ο Ενάγων τον Απρίλιο του 2015, ως ο ΜΥ 1 έθεσε. Ανέφερε ότι τούτο το ποσό του προσφέρθηκε για να αγοράσει οικοσκεύη, χωρίς να καταδειχθεί ότι είχε τέτοια ανάγκη ο Ενάγων, αφού μετά τον χωρισμό του παρέμεινε στο πατρικό του για μεγάλο χρονικό διάστημα (βλ. και μαρτυρία της ΜΕ 2). Επιπλέον, εγέρθηκε ο οξύμωρος ισχυρισμός ότι ενώ ο Ενάγων όφειλε στους Εναγόμενους πέραν των €80.000, αυτοί του επέστρεψαν €10.000, για σκοπούς ισότητας με την επίσης χρεώστιδα κόρη των ιδιοκτητών και μετέπειτα μέτοχο. Η μαρτυρία του ΜΥ 1 λοιπόν δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Αναλόγως και η ΜΥ 2. Ήγειρε το νεοφυή ισχυρισμό ότι το ποσό των €10.000 καταβλήθηκε στον Ενάγοντα για την αγορά όπλου, σε αντίθεση με τις δικογραφημένες θέσεις των Εναγομένων και τη μαρτυρία του αδερφού της ΜΥ 1. Κατέθεσε και η ίδια αντιφατικές θέσεις για τον λόγο που ζητήθηκε και τελικώς καταβλήθηκε το επίδικο ποσό από τον Ενάγοντα στους Εναγόμενους (βλ. σελ. 12). Ανακολουθία παρατηρείται και στις θέσεις της αναφορικά με τις παροχές που τους πληρώνονταν από τους Εναγόμενους και κατά πόσο αυτές όφειλε να επιστρέψει και ο Ενάγων (βλ. σελ. 8 και 9). Εν πάση όμως περιπτώσει τούτη η θέση δεν υποστηρίζεται ούτε από τους λογαριασμούς των Εναγομένων, ούτε από τις οικονομικές καταστάσεις. Συνεπώς ούτε η μαρτυρία της ΜΥ 2 μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Αξίζει να αναφερθεί ότι ήταν διάχυτα κατά την μαρτυρία των ΜΥ 1 και 2 τα αισθήματα μένους και απαξίωσης για τον Ενάγοντα. Κατέθεταν με συναισθηματισμό και προσπαθούσαν σε κάθε ευκαιρία να καταδείξουν κακοπιστία στον τελευταίο. Ένιωθαν έντονα ότι ο Ενάγων καταχωρώντας την υπό εξέταση αγωγή επέδειξε αχαριστία για τα όσα του πρόσφεραν οι Εναγόμενοι και η οικογένεια τους.
Τέλος η ΜΥ 3, η λογίστρια των Εναγόμενων κατέθεσε για μια σειρά από ζητήματα. Κάποια ήταν της δικαιοδοσίας της και άλλα τα γνώριζε εξ ακοής. Ειδικότερα ξεκαθάρισε ότι τα ποσά στη μερίδα κάθε τέκνου, των ΜΥ 1, ΜΥ 2 και τους αδερφού τους, αλλά και των γονέων τους, τα έθετε μετά από οδηγίες των τελευταίων. Επομένως οι συγκεκριμένοι λογαριασμοί δεν αποτυπώνουν τα ποσά που οι Εναγόμενοι δαπανούσαν για τους σκοπούς κάθε τέκνου, αλλά σε κάθε περίπτωση μηδενίζονταν κάθε τέλος του χρόνου και ξεπληρώνονταν από τα μερίσματα που λάμβαναν οι γονείς, Νίκος και Χρυσόθεμις Κκολιά. Σκοπός πάντα ήταν οι τελευταίοι να προικίσουν τα παιδιά τους. Η θέση της ΜΥ 3, ότι τα χρήματα που λαμβάνονταν από τα τέκνα ήταν μετ’ επιστροφής, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για μια σειρά από λόγους. Εν πρώτοις κάθε τέλος του χρόνου η μερίδα των τέκνων, ο λογαριασμός τους μηδενιζόταν. Κατά δεύτερον στον λογαριασμό των τέκνων και ιδιαίτερα της ΜΥ 2, ελάχιστα ποσά χρεώνονταν που δεν ξεπερνούσαν τις €6.000 κάθε έτος, ποσά που δεν συνάδουν με τα όσα ανταπαιτούν οι Εναγόμενοι. Τέλος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να βρεθεί στο κάδρο ο Ενάγοντας, αφού όπως και η ΜΥ 3 παραδέχθηκε τα όσα ποσά οφείλονταν από τα τέκνα αποπληρώθηκαν από τα μερίσματα που δικαιούνταν όταν τους παραχωρήθηκαν μετοχές από τους γονείς τους. Η μαρτυρία της ΜΥ 3, λοιπόν γίνεται εν μέρη αποδεκτή.
4. Ευρήματα
Στη βάση των πιο πάνω γίνονται τα εξής ευρήματα σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα:
Ο Ενάγων εργαζόταν στην υπεραγορά των Εναγόμενων αμισθί, από το 2001 μέχρι το 2015, στον ελεύθερο του χρόνο πέραν των άλλων εργασιών του. Οι Εναγόμενοι πλήρωναν για μια σειρά παροχών της οικογένειας του Ενάγοντα, αλλά ουδέποτε συμφωνήθηκε ότι θα επιστρέφονταν τα ποσά που καταβλήθηκαν από τον ίδιο τον Ενάγοντα. Ο Ενάγων τον Απρίλιο του 2013 κατέβαλε ποσό €80.000 στους Εναγόμενους. Ειδικότερα την 26/4/2013 από δύο γραμμάτια του Ενάγοντα καταβλήθηκε συνολικό ποσό €80.606,82 σε λογαριασμό δανείου των Εναγόμενων. Το ποσό αυτό καταβλήθηκε ως δάνειο, ενώ οι Εναγόμενοι κατέβαλαν στον Ενάγοντα προς αποπληρωμή του εν λόγω δανείου το ποσό των €10.000, τον Απρίλιο του 2015.
5. Νομική Πτυχή
Όπως εισηγούνται οι συνήγοροι του Ενάγοντα, στη γραπτή τους αγόρευση, στην περίπτωση που ένα πρόσωπο καταβάλλει σε ένα άλλο χρηματικό ποσό, τότε δημιουργείται τεκμήριο ότι το ποσό αυτό συνιστά δάνειο το οποίο πρέπει να επιστραφεί. Γίνεται επίσης παραπομπή στην Seldon v Davidson [1968] 2 All ER 755, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«proof of payment imports a prima facie obligation to repay the money in the absence of circumstances from which a presumption of advancement can or may arise. if not repayable on demand, at least repayable within a reasonable time of a request for repayment;»
Αναφορικά με το presumption of advancement το τεκμήριο δωρεάς, σχετική είναι η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Λεωνίδας Μιχαηλίδης v. Λήδα Γρηγορίου, Πολιτική Έφεση αρ. 364/18, 17/4/2024, ως εξής:
«Στην αγγλική νομική ορολογία, το εν λόγω τεκμήριο ονομάζεται «presumption of advancement», το οποίο στην πρωτόδικη απόφαση σε ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά, αναφέρεται ως «τεκμήριο δωρεάς». Το τεκμήριο εφαρμόζεται συνήθως μεταξύ γονέων και τέκνων ή μεταξύ συζύγων, αν και η αγγλική νομολογία καθορίζει ότι μπορεί να επεκταθεί και σε ευρύτερες οικογενειακές ή άλλες σχέσεις. Κατά πόσον θα εφαρμοστεί το τεκμήριο, καθορίζεται από την αξιολόγηση των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε υπόθεσης και ιδιαίτερα, του πόσο στενή είναι η σχέση των μερών της συναλλαγής.»
Στην Μιχαηλίδης, πιο πάνω, κρίθηκε ότι ακόμα και η ιδιαίτερα στενή σχέση μεταξύ των διαδίκων, τα οποία παρότι ήταν πρώτα ξαδέλφια, συνδέονταν με αδελφική αγάπη, γεννούσε τεκμήριο δωρεάς.
Στη Lavelle v Lavelle and others [2004] EWCA Civ 223 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«In these cases equity searches for the subjective intention of the transferor. It seems to me that it is not satisfactory to apply rigid rules of law to the evidence that is admissible to rebut the presumption of advancement. Plainly, self-serving statements or conduct of a transferor, who may long after the transaction be regretting earlier generosity, carry little or no weight. But words or conduct more proximate to the transaction itself should be given the significance that they naturally bear as part of the overall picture. Where the transferee is an adult, the words or conduct of the transferor will carry more weight if the transferee is aware of them and makes no protest or challenge to them.»
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, για τη σύναψη έγκυρης συμφωνίας, είναι αναγκαία και η δικαιοπρακτική βούληση προς δημιουργία έννομης σχέσης (intention to create legal relations) ή, με διαφορετικά λόγια, η ύπαρξη πρόθεσης δημιουργίας έννομης σχέσης[9]. Σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην Edwards v Skyways, [1964] 1 W.L.R. 349, ως κάτωθι:
«It is clear from such cases as Rose and Frank Co. v. J. R. Crompton & Bros. Ltd . 5 and Balfour v. Balfour that there are cases in which English law recognises that an agreement, in other respects duly made, does not give rise to legal rights, because the parties have not intended that their legal relations should be affected. Where the subject-matter of the agreement is some domestic or social relationship or transaction, as in Balfour v. Balfour, the law will often deny legal consequences to the agreement, because of the very nature of the subject-matter.»
Η πιο πάνω απόφαση παραπέμπει στην Rose & Frank Co v JR Crompton & Bros Ltd, [1923] 2 K.B. 261 όπου διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Now it is quite possible for parties to come to an agreement by accepting a proposal with the result that the agreement concluded does not give rise to legal relations. The reason of this is that the parties do not intend that their agreement shall give rise to legal relations. This intention may be implied from the subject matter of the agreement, but it may also be expressed by the parties. In social and family relations such an intention is readily implied, while in business matters the opposite result would ordinarily follow. But I can see no reason why, even in business matters, the parties should not intend to rely on each other's good faith and honour, and to exclude all idea of settling disputes by any outside intervention, with the accompanying necessity of expressing themselves so precisely that outsiders may have no difficulty in understanding what they mean. If they clearly express such an intention I can see no reason in public policy why effect should not be given to their intention.»
Στη βάση των ως άνω αρχών ξεκινώντας από την ανταπαίτηση παρατηρείται ότι οι Εναγόμενοι, σε σχέση με τις παροχές που πλήρωναν για τον Ενάγοντα και την οικογένεια του, δεν είχαν δικαιοπρακτική βούληση, ειδικα σε σχέση με τον Ενάγοντα. Αρχικά δεν υπήρχε λογαριασμός, μερίδα που να διατηρείτο λογιστικά και να καταγράφονταν τα όσα ποσά ξοδεύονταν για τις ανάγκες του Ενάγοντα. Τέτοιος λογαριασμός υπήρχε για την ΜΥ 2, σύζυγο του Ενάγοντα τον επίδικο χρόνο, αλλά και σε αυτόν χρεώνονταν μικρά ποσά σε σχέση με τα όσα αξιώνονται. Κανένας επίσης διαχωρισμός δεν γίνεται με τα ποσά που καταβλήθηκαν μεταξύ των τέκνων του Νίκου και της Χρυσόθεμις Κκολιά και πιστώθηκαν στους λογαριασμούς των τελευταίων. Επιπλέον οι λογαριασμοί και οι οικονομικές καταστάσεις των Εναγομένων, σε κανένα σημείο δεν δείχνουν ως χρεώστη τον Ενάγοντα. Και λογιστικά δηλαδή, δεν προκύπτει να ανέμεναν εξόφληση του όποιου ποσού από τον τελευταίο. Ακόμα και οι λογαριασμοί των τέκνων του Νίκου και της Χρυσόθεμις Κκολιά, όμως, μηδενίζονταν κάθε τέλος του έτους, ώστε να διαφαίνεται ότι κανένα ποσό δεν χρωστούν τα τέκνα και τα όσα ποσά είχαν χρεωθεί στους λογαριασμούς τους πληρώνονταν από τα μερίσματα που λάμβαναν οι γονείς, τότε μέτοχοι των Εναγόμενων. Όπως διαφάνηκε από τη μαρτυρία της ΜΥ 3, άλλωστε, τα τέκνα θα επέστρεφαν κάποια ποσά, όταν γίνονταν μέτοχοι των Εναγόμενων, από τα μερίσματα που θα λάμβαναν. Χωρίς, όμως, να υπάρχει στην εξίσωση καμία καταβολή ποσού, καμία οφειλή από τους συζύγους τους, έστω και αν επωφελούνταν από τα όσα οι Εναγόμενοι προσέφεραν σε αυτούς, πληρώνοντας τις καθημερινές τους ανάγκες.
Είναι σαφές, φρονώ, εκ των ως άνω ότι οι Νίκος και Χρυσόθεμις Κκολιά, μέσω των Εναγόμενων είχαν σκοπό να προσφέρουν στα τέκνα τους μια ποιοτική ζωή, παρά το γεγονός ότι δεν λάμβαναν υψηλούς μισθούς από τους Εναγόμενους. Σκοπός τους ήταν να διασφαλίσουν την ποιότητα της ζωής των τέκνων και των εγγονιών τους, χωρίς να επιδιώκουν να λάβουν αντάλλαγμα προς τούτο. Γι’ αυτό άλλωστε τα όσα ποσά χρεώνονταν στους ξεχωριστούς λογαριασμούς που διατηρούνταν για τα τέκνα τους, τα επωμίζονταν οι ίδιοι και πληρώνονταν από τα μερίσματα τους. Ακόμα και αν δεχθώ ότι υπήρχε κάποιας μορφής συμφωνία, σύμβαση των Εναγόμενων με την ΜΥ 2 και τα αδέρφια της, ώστε να επιστρέψουν κάποια ποσά στους Εναγόμενους, από τα μερίσματα που θα τους προσέφεραν τα κέρδη των τελευταίων, δεν καταδεικνύεται με κανένα τρόπο πως τούτη η συμφωνία μπορούσε να δεσμεύσει τον Ενάγοντα. Δεν έχει αποδειχθεί δηλαδή η όποια δικαιοπρακτική βούληση, η οποία να γεννά ενοχική σχέση, αναφορικά με τις παροχές των Εναγομένων στον Ενάγοντα.
Αναφορικά με την απαίτηση, κατά τεκμήριο προκύπτει ότι το επίδικο ποσό που κατέβαλε ο Ενάγων στους Εναγόμενους συνιστά δάνειο το οποίο πρέπει να επιστραφεί (βλ. Seldon, πιο πάνω). Το τεκμήριο αυτό όχι μόνο δεν κλονίστηκε αλλά ενδυναμώθηκε από την ενώπιον μου μαρτυρία. Η μαρτυρία των Εναγομένων αναφορικά με τους σκοπούς που καταβλήθηκε αυτό το ποσό ήταν αντιφατική και δεν έγινε αποδεκτή. Από την άλλη ο Ενάγων κατέδειξε όχι μόνο ότι το ποσό δόθηκε μετ’ επιστροφής, ως δάνειο στους Εναγόμενους, αλλά και ότι του επεστράφη το ποσό των €10.000 τον Απρίλιο του 2015, ενώ του είχαν υποσχεθεί ότι θα του επέστρεφαν και το υπόλοιπο ποσό με δόσεις. Προς τούτο, όταν δεν έλαβε το όποιο περαιτέρω ποσό, απέστειλε σχετική επιστολή στους Εναγόμενους στην οποία δεν απάντησαν και αντέτειναν τους επίδικους ισχυρισμούς μόλις το 2019 με την τροποποιημένη υπεράσπιση τους. Συνεπώς ο Ενάγων έχει αποδείξει ότι κατέβαλε το επίδικο ποσό στους Εναγόμενους δυνάμει δανείου.
Αν και ο Ενάγων δεν απαιτεί το επίδικο ποσό, ως οφειλόμενο δυνάμει δανείου, από την Έκθεση Απαίτησης του προκύπτει σαφώς ο ισχυρισμός ότι το επίδικο ποσό καταβλήθηκε με τη μορφή δανείου (βλ. παρ. 2) και εκείνο που αξιώνεται είναι η εξόφληση του οφειλόμενου (βλ. παρ. 6). Είναι δυνατή, λοιπόν, η παροχή θεραπείας χωρίς να έχει επιζητηθεί εφόσον στοιχειοθετούνται τα γεγονότα στο σώμα της απαίτησης[10]. Το ποσοστό τόκου που αξιώνει ο Ενάγων δεν έχει αποδειχθεί, ούτε προσφέρθηκε μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο.
6. Κατάληξη
Εκδίδεται διάταγμα για την καταβολή του ποσού των €70.000 υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον των Εναγομένων, ως οφειλόμενο ποσό δυνάμει δανείου. Η ανταπαίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα, τόσο για την αγωγή όσο και για την ανταπαίτηση, υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον των Εναγομένων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.)……………………………………
Α. Λουκά Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Barry Wyne v. David Costaki Mavronicola [2009] 1 ΑΑΔ 1138
[2] Χριστίνα Ρασποπουλου ν. Θεοδώρα Μακρή, Ποινική Έφεση αρ.287/2015, 11/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:B171
[3] Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα [1992] 1 Α.Α.Δ. 1056 και Mustafa Mossa (Mussa) Mohammed ν. Ανδρέα Κακουρή και Άλλων [2002] 1 ΑΑΔ 165
[4] Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας [2011] 2 ΑΑΔ 385, 395 - 398, Σάββα ν. Κυριακίδη [2008] 1(Α) ΑΑΔ 83, 93-94
[5] Βλ. πρακτικά ημ. 29/1/2024 σελ. 8 γρ. 22 βλ. επίσης σελ. 13 γρ. 21-15
[6] Ο.π.π. σελ. 16 γρ. 15-16
[7] Ο.π.π. σελ. 19 γρ. 23-28
[8] Βλ. πρακτικά ημ. 1/3/2024 σελ. 29-31
[9] Λοιζου κ.α. V. Τοφαρη κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 269/2015, 12/12/2023
[10] Evangelou Alexandros Camera House Ltd και Άλλος ν. Minerva Finance & Investments Ltd [2004] 1 ΑΑΔ 1734, Γαβριήλ Κασάπης V. Αρεταίειον Ιατρικό Κέντρο Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 228/2018, 12/2/2025
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο