
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αίτησης ΠΣΑ: 32/2023
Αναφορικά με τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015
και
Αναφορικά με την Μερόπη Χριστοδούλου από τη Λευκωσία
Χρεώστιδα
24 Απριλίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Themis Portfolio (H3) Management Holdings Limited/Αιτήτρια: κα Μ. Μηλιώτου για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε.
Για Χρεώστιδα/Καθ’ ης η Αίτηση: κα Α. Χαραλάμπους για Argiro Charalambous LLC
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
στην αίτηση της Themis Portfolio (H3) Management Holdings Limited
ημερομηνίας 3.10.2024 για ακύρωση του διατάγματος επιβολής ΠΣΑ
Στις 18.7.2023 εκδόθηκε στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας, από το παρόν Δικαστήριο, προστατευτικό διάταγμα για την πιο πάνω Χρεώστιδα. Παράλληλα εκδόθηκε στα πλαίσια της εναρκτήριας αίτησης ΠΣΑ31/2023 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, από αδελφό Δικαστή, προστατευτικό διάταγμα για το σύζυγο της Χρεώστιδας. Ακολούθως διορίστηκε σύμβουλος αφερεγγυότητας από τη Χρεώστιδα και τον σύζυγο της ο οποίος, αφού ακολουθήθηκαν οι πρόνοιες των άρθρων 42-45 του Ν.65(Ι)/2015, ετοίμασε κοινή πρόταση για προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής των χρεών της Χρεώστιδας και του συζύγου της στη βάση του άρθρου 33(3) του Ν.65(Ι)/2015 (στο εξής το «ΠΣΑ»). Το ΠΣΑ κοινοποιήθηκε στους πιστωτές (συμπεριλαμβανομένης της Themis) μαζί με την κατάσταση προσωπικών οικονομικών στοιχείων.
Ο σύμβουλος αφερεγγυότητας συγκάλεσε συνέλευση πιστωτών για τη Χρεώστιδα και το σύζυγο της, στις 20.10.2023. Το ΠΣΑ απορρίφθηκε από τη συνέλευση πιστωτών. Η Themis Portfolio (H3) Management Holdings Limited (στο εξής η «Themis») είναι μια εκ των πιστωτών αυτών, που είχε απορρίψει το ΠΣΑ.
Μετά την εξέλιξη αυτή, υποβλήθηκαν αιτήσεις από τη Χρεώστιδα και το σύζυγο της με τις οποίες ζητούσαν την έκδοση διατάγματος επιβολής του ΠΣΑ στους πιστωτές στη βάση του άρθρου 72 του Ν.65(Ι)/2015.
Η αίτηση του συζύγου υποβλήθηκε στα πλαίσια της αίτησης ΠΣΑ31/2023 και αδελφός Δικαστής εξέδωσε διάταγμα επιβολής του ΠΣΑ στους πιστωτές. Το διάταγμα εκείνο παραμερίστηκε τελικά με την ενδιάμεση απόφαση του αδελφού Δικαστή ημερομηνίας 28.1.2025 για τους λόγους που εξηγούνται στο κείμενο εκείνης.
Η αίτηση της Χρεώστιδας για επιβολή του ΠΣΑ υποβλήθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Η υποβολή της αίτησης (παρότι αυτή καταχωρείται μονομερώς) ήρθε σε γνώση της ΚΕΔΙΠΕΣ που ήταν μια εκ των πιστωτών. Η ΚΕΔΙΠΕΣ καταχώρησε ένσταση στην αίτηση και, κατόπιν εκδίκασης, το παρόν Δικαστήριο με σχετική ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 6.9.2024 απέρριψε την ένσταση που προβλήθηκε και εξέδωσε διάταγμα επιβολής του ΠΣΑ στους πιστωτές της Χρεώστιδας (στο εξής το «Επίδικο Διάταγμα»).
Το εν λόγω διάταγμα κοινοποιήθηκε στην Themis η οποία καταχώρησε την παρούσα Αίτηση με την οποία ζητά τον παραμερισμό του Επίδικου Διατάγματος στη βάση του άρθρου 72(5) του Ν.65(Ι)/2015.
Αντικείμενο της παρούσας απόφασης είναι κατά πόσο οι λόγοι που προβάλλει η Themis και η μαρτυρία που επικαλείται ανατρέπουν τις διαπιστώσεις στη βάση των οποίων εκδόθηκε το Επίδικο Διάταγμα και, συνεπώς, αυτό πρέπει να ακυρωθεί.
Πριν προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης σημειώνω τα εξής.
Όπως ανέφερα πιο πάνω, η παρούσα είναι η δεύτερη προσπάθεια που γίνεται από πιστωτή της Χρεώστιδας να εμποδίσει την επιβολή του ΠΣΑ. Είχε προηγηθεί το σχετικό διάβημα της ΚΕΔΙΠΕΣ το οποίο απέτυχε για τους λόγους που εξηγούνται στην ενδιάμεση απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 6.9.2024. Κάποιοι από τους λόγους που προβάλλει η Themis στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης είναι παραπλήσιοι με λόγους που είχαν προβληθεί από την ΚΕΔΙΠΕΣ και εξετάστηκαν στη διαδικασία που προηγήθηκε. Για να δικαιολογείται διαφορετική προσέγγιση, για τους ίδιους λόγους, θα πρέπει να τεθούν ενώπιον μου νέα στοιχεία που διαφοροποιούν τα δεδομένα στα οποία είχα βασιστεί προηγουμένως.
Περαιτέρω, τέθηκαν ενώπιον μου από την πλευρά της Themis διάφορες πρωτόδικες αποφάσεις στις οποίες άλλα Δικαστήρια ερμηνεύουν διαφορετικά από εμένα κάποιες διατάξεις του Ν.65(Ι)/2015 και, γενικότερα, ακολουθούν διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με την εφαρμογή του πλαισίου διαχείρισης αφερεγγυότητας που δημιουργεί ο Ν.65(Ι)/2015. Αναγνωρίζω ότι υπάρχουν συγκρουόμενες αποφάσεις από πρωτόδικα Δικαστήρια για κάποια από τα προς απόφαση ζητήματα. Στην απουσία δεσμευτικού προηγούμενου, ακολουθώ την προσέγγιση και ερμηνεία των διατάξεων του Ν.65(Ι)/2015 που κατά την κρίση μου είναι η ορθή.
Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης. Σημειώνω ότι για σκοπούς της απόφασης μου έχω μελετήσει τόσο την Αίτηση όσο και την ένσταση καθώς και τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την κάθε μια και τα τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτές. Έχω επίσης μελετήσει τις αγορεύσεις των συνηγόρων των δύο πλευρών και, περαιτέρω, γνωρίζω το περιεχόμενο του φακέλου.
Διάταγμα για την επιβολή μη συναινετικού προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής σε πιστωτές εκδίδεται από το Δικαστήριο αφού διαπιστώσει ότι πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 72(1)(α)-(στ) του Ν.65(Ι)/2015.
Η Themis υποστηρίζει ότι στην περίπτωση της Χρεώστιδας δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των υπό-παραγράφων (β), (ε) και (στ) του άρθρου 72(1) και, συνεπώς το Επίδικο Διάταγμα πρέπει να ακυρωθεί.
Ξεκινώ από το άρθρο 72(1)(β) το οποίο προβλέπει ότι:
«τουλάχιστον ένας από τους πιστωτές του είναι εξασφαλισμένος πιστωτής, ο οποίος έχει εξασφάλιση επί της κύριας κατοικίας του χρεώστη η οποία βρίσκεται στη Δημοκρατία, η αγοραία αξία της οποίας δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€350.000)·»
Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι η Themis διαθέτει υποθήκη επί της οικίας στην οποία διαμένει η Χρεώστιδα, η οποία βρίσκεται εντός της Δημοκρατίας και η αξία της δεν υπερβαίνει τις €350.000. Το επιχείρημα της Themis είναι ότι η εν λόγω προϋπόθεση δεν πληρείται γιατί η κατοικία δεν ανήκει αποκλειστικά στη Χρεώστιδα αλλά της ανήκει κατά ½ μερίδιο. Το υπόλοιπο ½ μερίδιο ανήκει στο σύζυγο της.
Ο όρος «κύρια κατοικία» ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του Ν.65(Ι)/2015 ως εξής:
««κύρια κατοικία» σημαίνει την ιδιόκτητη κατοικία που χρησιμοποιείται για τη διαμονή του χρεώστη ή/και των μελών της οικογένειας του χρεώστη»·
Στο ίδιο άρθρο, ο όρος «ιδιόκτητη κατοικία» ερμηνεύεται ως εξής:
««ιδιόκτητη κατοικία» σημαίνει κατοικία σε σχέση με την οποία-
(α) ο χρεώστης είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης αυτής· ή
(β) ο χρεώστης είναι ο αγοραστής, δυνάμει σύμβασης πώλησης, η οποία έχει κατατεθεί σε οποιοδήποτε Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο δυνάμει των διατάξεων του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου και ο οποίος έχει τηρήσει πλήρως τις δυνάμει της σχετικής σύμβασης πώλησης συμβατικές υποχρεώσεις έναντι του πωλητή ή έχει καταβάλει τουλάχιστον το ογδόντα τοις εκατόν (80%) του τιμήματος πώλησης· ή
(γ) βρίσκεται σε ισχύ σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, και στην οποία ο αντισυμβαλλομένος στη σύμβαση μισθωτής της είναι ο χρεώστης και διαμένει για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών κατ' έτος»
Στη βάση των πιο πάνω ορισμών, δεν συμφωνώ με τη θέση της Themis. Ο λόγος είναι διότι ο Ν.65(Ι)/2015 δεν προνοεί ρητά πως ο χρεώστης πρέπει να είναι αποκλειστικός εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης, του όλου μεριδίου, της κύριας κατοικίας. Εάν η πρόθεση του νομοθέτη ήταν όπως ο χρεώστης κατέχει κατά 100% την κύρια κατοικία τότε γινόταν συγκεκριμένη πρόνοια.
Ακόμα όμως και στην περίπτωση που αυτή η αντίληψη μου είναι λανθασμένη, στην παρούσα περίπτωση το ΠΣΑ είναι κοινό για τη Χρεώστιδα και το σύζυγο της, που μαζί κατέχουν το όλο μερίδιο της κύριας κατοικίας. Σύμφωνα με το άρθρο 33(3) «οποιαδήποτε αναφορά στο παρόν Μέρος σε «χρεώστη» θα ερμηνεύεται ως αναφορά σε τέτοιους κοινούς χρεώστες».
Συνεπώς, η αρχική διαπίστωση ότι πληρείται η προϋπόθεση του άρθρου 72(1)(β) δεν ανατρέπεται.
Η Themis υποστηρίζει επίσης ότι δεν πληρείται η προϋπόθεση της υπό-παραγράφου (ε) του άρθρου 72(1). Η διάταξη εκείνη προνοεί τα εξής:
«ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και εντεύθεν και πριν από την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39, και είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματός του κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ή περισσότερο»
Ουσιαστικά, η Themis εισηγείται ότι τα στοιχεία δεν υποστηρίζουν τέτοιο συμπέρασμα. Ειδικότερα, σημειώνει ότι δεν υπάρχει μείωση των εισοδημάτων της Χρεώστιδας, της οποίας οι απολαβές από το 2009 μέχρι σήμερα παρουσιάζουν αύξηση.
Είναι δεδομένο ότι οι απολαβές της Χρεώστιδας από την εργασία της αυξήθηκαν. Η μείωση προκύπτει εάν ληφθεί υπόψη η απώλεια εισοδημάτων του συζύγου της, ο οποίος απολύθηκε από την εργασία του το 2012 και δεν εργάστηκε ξανά μέχρι το 2023. Εισηγείται η Themis ότι λανθασμένα λήφθηκε υπόψη η εισοδηματική κατάσταση του συζύγου στην εξέταση αυτής της προϋπόθεσης του άρθρου 72(1)(ε) του Ν.65(Ι)/2015. Είναι η θέση της ότι τα μόνα εισοδήματα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι τα εισοδήματα του ίδιου του Χρεώστη. Εισηγείται επίσης η Themis ότι η ανεργία του συζύγου της Χρεώστιδας, τόσο πριν το 2011 όσο και από το 2012 μέχρι το 2023 είναι αδικαιολόγητη και αποτέλεσμα δικής του επιλογής παρά εκτός του ελέγχου του. Χαρακτηρίζει επίσης ανεπαρκή τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν για να δείξουν τη μείωση στα εισοδήματα του συζύγου και να στοιχειοθετήσουν ότι ήταν άνεργος εκείνη την περίοδο.
Εξέτασα τα επιχειρήματα της Themis, όμως δεν συμφωνώ. Σημειώνω ότι αντίστοιχη θέση είχε προβληθεί προηγουμένως και από την ΚΕΔΙΠΕΣ.
Συγκεκριμένα, διαφωνώ με την ερμηνεία που δίδεται από τη Themis ότι η μείωση εισοδημάτων στο άρθρο 72(1)(ε) αφορά μόνο τα εισοδήματα του ιδίου του χρεώστη και όχι συζύγου.
Η διατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης θα μπορούσε να ήταν πιο ξεκάθαρη. Όμως, το ζητούμενο είναι εάν υπήρξε «χειροτέρευση στην οικονομική κατάσταση» του χρεώστη. Η «οικονομική κατάσταση» είναι έννοια ευρύτερη από τις απολαβές του χρεώστη από την εργασία του και περιλαμβάνει, θεωρώ, τη γενικότερη οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Σε αυτό συνηγορεί η όλη προσέγγιση του Τρίτου Μέρους (γενικότερα) αλλά και του Κεφαλαίου 2 (ειδικότερα) του Ν.65(Ι)/2015. Δηλαδή, εφόσον στον υπολογισμό των εισοδημάτων για σκοπούς διαμόρφωσης ενός προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα και αναγκαία έξοδα διαβίωσης όλης της οικογένειας, σαν θέμα αρχής, δεν διακρίνω λόγο για τον οποίο να μην ληφθούν υπόψη τα εισοδήματα συζύγου όταν αξιολογείται η οικονομική κατάσταση χρεώστη για σκοπούς του άρθρου 72(1)(ε). Για το λόγο αυτό, στην παρούσα περίπτωση, θεωρώ ότι η απόλυση του συζύγου της Χρεώστιδας το 2012 και η συνακόλουθη απώλεια του μισθού που λάμβανε, ήταν σχετική και ορθά συνυπολογίστηκε για να διαπιστωθεί εάν υπήρξε χειροτέρευση της οικονομικής της κατάστασης.
Επίσης, η παρούσα περίπτωση αφορά κοινό ΠΣΑ της Χρεώστιδας και του συζύγου της και, όπως προανέφερα, σύμφωνα με το άρθρο 33(3) «οποιαδήποτε αναφορά στο παρόν Μέρος σε «χρεώστη» θα ερμηνεύεται ως αναφορά σε τέτοιους κοινούς χρεώστες».
Στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, μετά την απόλυση του συζύγου της Χρεώστιδας, προέκυψε μείωση πέραν του 25% των εισοδημάτων της.
Η Themis υποστηρίζει ότι δεν αποδείχθηκε πως η μείωση στα εισοδήματα οφείλεται σε λόγους πέραν του ελέγχου της Χρεώστιδας ή του συζύγου της. Σχετικό με αυτή τη θέση είναι το άρθρο 72(2) του Ν.65(Ι)/2015 που προβλέπει ότι:
«Για τους σκοπούς της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), τεκμαίρεται ότι οποιαδήποτε μείωση στα εισοδήματα την οποία υπέστη ο χρεώστης από το έτος 2012 και μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του χρεώστη και πιο συγκεκριμένα στην οικονομική κρίση, εκτός εάν ο πιστωτής μπορεί να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο λόγος για τον οποίο ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του είναι άλλος από την οικονομική κρίση.»
Δεν έχουν τεθεί ενώπιον μου στοιχεία που να ανατρέπουν, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το τεκμήριο που δημιουργεί το άρθρο 72(2) του Ν.65(Ι)/2015.
Η Themis υποστηρίζει επίσης ότι τα πιστοποιητικά αποδοχών από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις δεν επαρκούν για να αποδείξουν τα εισοδήματα του συζύγου. Πρόκειται για θέση που προβάλλεται, στο παρόν στάδιο, για πρώτη φορά. Όταν η Themis κλήθηκε από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας να προσφέρει τις παρατηρήσεις της πριν τη διαμόρφωση του ΠΣΑ, αφού έλαβε την κατάσταση προσωπικών οικονομικών στοιχείων, δεν ζήτησε οποιαδήποτε στοιχεία ή διευκρινίσεις, ούτε προέβη σε σχετικές υποδείξεις για τα εισοδήματα ή την ανεργία του συζύγου της Χρεώστιδας. Παρομοίως, στη συνέλευση πιστωτών, όπως φαίνεται από τα πρακτικά, η Themis δεν ζήτησε διευκρινίσεις ούτε περαιτέρω πληροφορίες για αυτό ή για οποιοδήποτε άλλο ζήτημα.
Βρισκόμαστε τώρα στο στάδιο που το ΠΣΑ έχει επιβληθεί στους πιστωτές. Τα βήματα της διαδικασίας που προηγήθηκαν, δεν ήταν τυπικά. Σε κάθε ένα από τα προηγούμενα στάδια γίνεται ουσιαστική εργασία για την ορθή εκτίμηση της οικονομικής εικόνας της Χρεώστιδας και διαμόρφωση των όρων ενός προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής των χρεών. Από το κείμενο των σχετικών διατάξεων του Ν.65(Ι)/2015 είναι εμφανής η πρόθεση του νομοθέτη όπως οι πιστωτές είναι συμμέτοχοι στην προσπάθεια ρύθμισης των χρεών μέσω ενός προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής. Οι πιστωτές έχουν λόγο εξ αρχής και μπορούν να ζητήσουν διευκρινίσεις, να προβούν σε εισηγήσεις, να εκφράσουν απόψεις και παρατηρήσεις.
Η Themis είχε κληθεί και είχε την ευκαιρία να συμμετάσχει και να συνεισφέρει σε όλα τα στάδια που προηγήθηκαν. Είχε την ευκαιρία να ζητήσει διευκρινίσεις και περαιτέρω στοιχεία. Αυτό που τώρα προβάλλει η Themis, έπρεπε να εγερθεί στα προηγούμενα στάδια. Εκεί ήταν το κατάλληλο πλαίσιο και χρονικό σημείο για να εξεταστεί, να αξιολογηθεί, να απαντηθεί η θέση αυτή και να ληφθεί υπόψη στην τελική διαμόρφωση του ΠΣΑ. Βρισκόμαστε πλέον σε προχωρημένο στάδιο της όλης διαδικασίας. Θεωρώ, ότι δεν επιτρέπεται να εγείρονται για πρώτη φορά τέτοια ζητήματα. Ο σκοπός δεν είναι να αποκτά ο πιστωτής δικονομικό πλεονέκτημα, τρόπον τινά, θέτοντας εξ απήνης αντιμέτωπους τους χρεώστες και τον σύμβουλο αφερεγγυότητας με ζητήματα που θα μπορούσαν να εγερθούν και να αντιμετωπιστούν σε προηγούμενα στάδια. Ένας εκ των βασικών στόχων του πλαισίου που δημιουργεί ο Ν.65(Ι)/2015, είναι να αποκαλύπτονται εξ αρχής (με τη συμβολή και των πιστωτών) όλοι οι σχετικοί παράγοντες για να διαπιστωθεί εάν αφερέγγυος χρεώστης πληροί τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί στη δομή ενός σχεδίου αντιμετώπισης των χρεών του.
Επανέρχομαι στην παράγραφο 72(1)(ε) του Ν.65(Ι)/2015. Τα ενώπιον μου στοιχεία δείχνουν ότι υπήρξε χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης της Χρεώστιδας που υπερέβαινε το 25% των εισοδημάτων της. Συνεπώς, κρίνω ότι πληρείται η αντίστοιχη προϋπόθεση.
Προχωρώ στο άρθρο 72(1)(στ) του Ν.65(Ι)/2015. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διάταξη, ο σύμβουλος αφερεγγυότητας πρέπει «να έχει υπογράψει δήλωση με την οποία να επιβεβαιώνει ότι έχει την άποψη ότι» συντρέχουν συγκεκριμένες παράμετροι που απαριθμούνται στις υπό-παραγράφους (i)-(v) του εν λόγω άρθρου. Αυτή η έγγραφη επιβεβαίωση του συμβούλου αφερεγγυότητας είχε παρουσιαστεί μέσω της Αίτησης. Όμως η Themis αμφισβητεί ότι συντρέχουν οι παράμετροι των υπό-παραγράφων (i)-(v).
Αυτό που ουσιαστικά εισηγείται η Themis είναι ότι το Δικαστήριο πρέπει να πάει πίσω από τη βεβαίωση και να εξετάσει εάν είναι ορθή η άποψη του συμβούλου αφερεγγυότητας ότι πληρούνται συγκεκριμένοι παράμετροι. Διαφωνώ με την εισήγηση αυτή. Όταν το Δικαστήριο αποφασίζει εάν θα εκδώσει διάταγμα επιβολής ενός ΠΣΑ, δεν εξετάζει μια εκάστη των παραμέτρων του άρθρου 72(1)(στ)(i)-(v), σαν να υποκαθιστά την κρίση του για την κρίση του συμβούλου αφερεγγυότητας. Αυτό θα ακύρωνε την αρμοδιότητα του συμβούλου αφερεγγυότητας. Δεν είναι αυτό το γράμμα του άρθρου 72(1)(στ) και, θεωρώ, ότι ούτε ήταν αυτή η πρόθεση του νομοθέτη.
Ο νομοθέτης έχει καθορίσει διαδικασία εξουσιοδότησης κάποιου προσώπου ώστε αυτός να ενεργεί ως σύμβουλος αφερεγγυότητας. Σχετικές είναι οι πρόνοιες του περί Συμβούλων Αφερεγγυότητας Νόμου στις οποίες παραπέμπω. Ο νομοθέτης έχει επίσης, μέσω των διατάξεων του Ν.65(Ι)/2015, επιφορτίσει τον σύμβουλο αφερεγγυότητας με συγκεκριμένα καθήκοντα και αρμοδιότητες. Στα πλαίσια των καθηκόντων του, ο σύμβουλος αφερεγγυότητας που διορίζεται για τον εκάστοτε χρεώστη οφείλει να βεβαιώσει προς το Δικαστήριο εγγράφως ότι, κατά την άποψη του, πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 72(1)(στ)(i)-(v) για τον εκάστοτε χρεώστη. Αυτό που ζητά από το Δικαστήριο ο νομοθέτης, είναι να διαπιστώσει κατά πόσο ο σύμβουλος αφερεγγυότητας έχει υπογράψει την προβλεπόμενη δήλωση. Η διαπίστωση ότι δόθηκε η εν λόγω βεβαίωση, επαρκεί για να ικανοποιήσει την αντίστοιχη προϋπόθεση του άρθρου 72(1)(στ).
Ασφαλώς, κάποιος έλεγχος πρέπει να γίνεται όταν υπάρχουν ενδείξεις για κακοπιστία του συμβούλου αφερεγγυότητας ή του Χρεώστη ή εξόφθαλμα λάθη και παραλείψεις. Όταν υπάρξει τέτοια διαπίστωση, τότε το Δικαστήριο μπορεί και πρέπει να επέμβει. Όμως διαφωνώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να υπεισέλθει στη θέση του συμβούλου αφερεγγυότητας και να εξετάσει από την αρχή, μικροσκοπικά και εξαντλητικά όλα τα στοιχεία, πληροφορίες, λογιστικές πράξεις και οικονομικά δεδομένα καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια, ενέργεια ή άποψη του συμβούλου αφερεγγυότητας.
Σε κάθε περίπτωση, στην παρούσα περίπτωση δεν διαπιστώνω έρεισμα για «ακύρωση» ή «παραμερισμό» της εν λόγω βεβαίωσης του συμβούλου αφερεγγυότητας.
Ειδικότερα, όπως εξήγησα πιο πάνω δεν είναι αυτό το κατάλληλο στάδιο για να αμφισβητείται το περιεχόμενο της κατάστασης προσωπικών οικονομικών στοιχείων, ούτε είναι το κατάλληλο στάδιο για να επανεξεταστούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 35. Το στάδιο εξέτασης και η δυνατότητα αμφισβήτησης αυτών των παραμέτρων έχει ήδη συντελεστεί. Οι ισχυρισμοί για κακοπιστία από πλευράς της Χρεώστιδας δεν έχουν τεκμηριωθεί. Αντίθετα, τα ενώπιον μου στοιχεία δείχνουν ότι ενεργούσε εντός των δικαιωμάτων και του πλαισίου του Ν. 65(Ι)/2015.
Είναι επίσης η θέση της Themis ότι η παράμετρος της υπό-παραγράφου (iv) του άρθρου 72(1)(στ) δεν πληρείται διότι με το ΠΣΑ θα βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση παρά στην πτώχευση της Χρεώστιδας. Η υπό-παράγραφος (iv) του άρθρου 72(1)(στ) του Ν.65(Ι)/2015 προβλέπει ότι:
«Το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που απορρίφθηκε από τους πιστωτές έχει ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν οι εν λόγω πιστωτές, εάν η περιουσία του χρεώστη εδιατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών».
Το παράπονο που εκφράζει η Themis έγκειται στο ότι το ΠΣΑ της στερεί τη δυνατότητα να ασκήσει αμέσως το δικαιώματα εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου. Όμως, ολόκληρο το πλαίσιο του Ν.65(Ι)/2015 είναι δομημένο ώστε να δοθεί η δυνατότητα με «λογικό και οργανωμένο τρόπο» να αντιμετωπιστούν οφειλές του επιλέξιμου χρεώστη. Εκ των πραγμάτων, αυτό προϋποθέτει ότι οι πιστωτές θα εισπράττουν στην πορεία του προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής και όχι αμέσως, τα δικαιώματα τους.
Η Themis διαμαρτύρεται ότι η επιβολή του ΠΣΑ την εμποδίζει να πωλήσει το ενυπόθηκο ακίνητο δυνάμει του Μέρους VI του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου Ν.9/65. Όμως, ο Ν.9/65 είναι άσχετος με τα προς απόφαση ζητήματα. Ο νομοθέτης δεν καθόρισε ως μέτρο σύγκρισης τη θέση των πιστωτών σε συνάρτηση με το Ν.9/65 αλλά με τον περί Πτωχεύσεως Νόμο, Κεφ. 5.
Η Themis θίγει και το εξής. Η Χρεώστιδα ήταν πτωχεύσασα και αποκαταστάθηκε αυτοδίκαια στις 7.11.2015. Στα καθορισμένα χρέη της Χρεώστιδας περιλαμβάνονται και χρέη προς την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ την οποία υποκατέστησε η Themis. Η Themis εισηγείται ότι «ένεκα ακριβώς της πτώχευσης της Χρεώστιδας και της αυτοδίκαιης αποκατάστασης τούτης, τα καθορισμένα χρέη που αφορούν την [Themis] καθώς και το μερίδιο της Χρεώστιδας επί του Ενυπόθηκου Ακινήτου, τα οποία εμπίπτουν στην πτωχευτική διαδικασία και περιουσία, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ΠΣΑ της Χρεώστιδας. […] Με την πτώχευση της Χρεώστιδας, τα καθορισμένα χρέη που αφορούν την [Themis] δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενη ΠΣΑ της Χρεώστιδας, εφόσον εμπίπτουν στην πτωχευτική περιουσία/διαδικασία και ελέγχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφ. 5, το δε εξασφαλισμένο χρέος που οφείλεται στη [Themis] θα πρέπει να αφεθεί να εισπραχθεί όπως ο περί πτώχευσης Νόμος ορίζει ή επιτρέπει. Συνεπώς δεν τίθεται ούτε και ζήτημα προστασίας του Ενυπόθηκου Ακινήτου δυνάμει των προνοιών του Νόμου για τα ΠΣΑ. Συνεπώς η Χρεώστιδα δεν είναι αφερέγγυα αλλά ούτε και χρεώστης εν τη εννοία του Νόμου για τα ΠΣΑ και, μεταξύ άλλων, δεν πληρείται το εν λόγω κριτήριο επιλεξιμότητας του άρθρου 35(1) του Νόμου για τα ΠΣΑ. Η Χρεώστιδα δεν μπορεί να τύχει της προστασίας που ο Νόμος παρέχει σε αφερέγγυους χρεώστες, εφόσον η περίπτωση της αφορά προτέρα αφερεγγυότητα η οποία έχει, με την πτώχευση της, τύχει ρύθμισης και διακανονισμού από τις διατάξεις του Κεφ. 5. Αυτό από μόνο του, ευσεβάστως υποβάλλουμε ότι θα πρέπει να οδηγήσει δίχως άλλο σε ακύρωση του Επίδικου Διατάγματος» (σελίδες 3 και 4 της αγόρευσης των συνηγόρων της Themis).
Παρενθετικά να σημειώσω ότι δεν συμφωνώ ότι η Χρεώστιδα απέκρυψε το γεγονός ότι η ίδια και ο σύζυγος της ήταν πτωχεύσαντες που αποκαταστάθηκαν αυτοδίκαια. Αυτό αναφέρεται ρητά στο ίδιο το ΠΣΑ (παράγραφος 3).
Επανέρχομαι στο επιχείρημα της Themis, με το οποίο διαφωνώ. Αντίστοιχο επιχείρημα είχε προωθηθεί στα πλαίσια αυτής της αίτησης ΠΣΑ 32/2023 σε ενωρίτερο στάδιο από την ΚΕΔΙΠΕΣ, σε ένσταση που είχε εγείρει στην ανανέωση προστατευτικού διατάγματος για τη Χρεώστιδα. Σε ενδιάμεση απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 26.4.2024 είχα αναφέρει τα ακόλουθα:
«Είναι η θέση της ΚΕΔΙΠΕΣ ότι η Χρεώστιδα δεν πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Ν.65(Ι)/201 γιατί δεν είναι αφερέγγυα. Πολύ συνοπτικά, η Χρεώστιδα ήταν παλαιότερα σε πτώχευση και αποκαταστάθηκε αυτοδίκαια. Το επιχείρημα της ΚΕΔΙΠΕΣ είναι ότι το χρέος που αφορά η υποθήκη επί της κατοικίας της Χρεώστιδας ήταν επαληθεύσιμο χρέος στην πτωχευτική διαδικασία και, με την αποκατάσταση της, η Χρεώστιδα έχει απαλλαχθεί από το χρέος αυτό. Η συνήγορος της ΚΕΔΙΠΕΣ παραπέμπει στο άρθρο 27 Α(8) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, οι σχετικές διατάξεις του οποίου που προνοούν ότι:
«…η αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα, που επέρχεται δυνάμει του παρόντος άρθρου […], επιφέρει πλήρη απαλλαγή του εν λόγω προσώπου από όλα τα επαληθεύσιμα χρέη...»
Είναι η θέση της ΚΕΔΙΠΕΣ ότι «επαληθεύσιμα χρέη» δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη για σκοπούς του ΠΣΑ. Εάν είχαν εξαιρεθεί, τότε η Χρεώστιδα δεν είχε κριθεί ως αφερέγγυα και δεν θα ήταν επιλέξιμη χρεώστιδα για σκοπούς του Ν.65(Ι)/2015.
Η συνήγορος της Χρεώστιδας διαφωνεί. Επισήμανε ότι το Τμήμα Αφερεγγυότητας έκρινε ότι η Χρεώστιδα πληρούσε τα κριτήρια επιλεξιμότητας και επισήμανε επίσης ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι πληρούνταν τα κριτήρια κατά την έκδοση του Προστατευτικού Διατάγματος.
Σύμφωνα με τους Κανονισμούς του 2016, κατά την εξέταση αίτησης για ανανέωση προστατευτικού διατάγματος εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανονισμού 10(β)-(ζ). Μεταξύ άλλων, ως ο Κανονισμός 10(γ), το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 35 του Ν.65(Ι)/2015 που καθορίζει τα κριτήρια επιλεξιμότητας. Ένα από τα κριτήρια είναι ότι ο Χρεώστης πρέπει να είναι αφερέγγυος.
Εξέτασα τις θέσεις και των δύο πλευρών και καταλήγω ότι δεν συμφωνώ με το επιχείρημα της συνηγόρου της ΚΕΔΙΠΕΣ για τους λόγους που θα εξηγήσω.
Κατ’ αρχάς, θεωρώ ότι δεν χρειάζεται ούτε είναι ορθό να ανατρέξω στις πρόνοιες άλλου Νόμου από τον Ν.65(Ι)/2015 για να αποφασίσω πως πρέπει να ερμηνευτεί η έννοια του «χρέους» για σκοπούς επιλεξιμότητας. Ο ίδιος ο Ν.65(Ι)/2015 προβλέπει επαρκώς.
Πουθενά στον Ν.65(Ι)/2015 υπάρχει πρόνοια που να ορίζει ή να εισηγείται ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν όπως χρέη που εμπίπτουν στην έννοια του «επαληθεύσιμου χρέους» για σκοπούς πτώχευσης, εξαιρούνται και δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς αυτού του Νόμου. Αντίθετα, ο νομοθέτης ορίζει στο άρθρο 2 του Ν.65(Ι)/2015 τις έννοιες που πρέπει να αποδίδονται στους όρους «χρεώστης», «χρέος προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα», «εξασφαλισμένος πιστωτής», «εξασφαλισμένο χρέος», «εξαιρέσιμο χρέος», «εξαιρετέο χρέος». Κανένας από αυτούς τους ορισμούς αφήνει έξω από το πλαίσιο του Ν.65(Ι)/2015 χρέη που ήταν επαληθεύσιμα χρέη στην πτώχευση του χρεώστη ο οποίος στο μεταξύ αποκαταστάθηκε.
Σε σχέση με την έννοια που πρέπει να αποδίδεται γενικά σε περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις, το άρθρο(2) του Ν.65(Ι)/2015 προβλέπει ότι:
«Στον παρόντα Νόμο αναφορά σε περιουσιακό στοιχείο περιλαμβάνει οποιοδήποτε συμφέρον επί περιουσιακού στοιχείου, και, αναφορά σε υποχρέωση περιλαμβάνει οποιοδήποτε συμφέρον επί της υποχρέωσης.»
Αυτό το λεκτικό αλλά και η γενικότερη διατύπωση του Ν.65(Ι)/2015 δείχνουν, κατά την άποψη μου, την πρόθεση και διάθεση του νομοθέτη. Η προσέγγιση αυτής της νομοθεσίας πρέπει να είναι τέτοια ώστε οι ευκαιρίες και προστασία που παρέχει να είναι προσβάσιμες στους περισσότερους, κατά το δυνατό, οφειλέτες που πληρούν τα καθορισμένα κριτήρια.
Περαιτέρω, το άρθρο 35 του Ν. 65(Ι)/2015 που καθορίζει τα κριτήρια επιλεξιμότητας είναι λεπτομερέστατο. Ειδικότερα η παράγραφος (1)(ζ) του άρθρου 35 προνοεί ότι χρεώστης δεν είναι επιλέξιμος εφόσον είναι :
«(i) Πτωχεύσας ο οποίος δεν αποκαταστάθηκε·
(ii) πτωχεύσας που αποκαταστάθηκε και υπόκειται σε διάταγμα για πληρωμή μισθού ή αποδοχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52 του περί Πτώχευσης Νόμου.»
Δηλαδή, ο νομοθέτης εξέτασε και αποφάσισε σε ποιες περιπτώσεις προηγηθείσα διαδικασία πτώχευσης πρέπει να αποκλείσει χρεώστη από τη δυνατότητα προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής. Στην περίπτωση πτωχεύσαντα που αποκαταστάθηκε, όπως εδώ, είχε την ευκαιρία ο νομοθέτης να εισαγάγει περαιτέρω κριτήρια αποκλεισμού ή να προβεί σε περαιτέρω ρυθμίσεις σε σχέση με την περιουσία και τα χρέη του, όμως δεν το έπραξε.
Είναι λάθος- θεωρώ - να προσεγγίζονται και να ερμηνεύονται οι διατάξεις του Ν. 65(Ι)/2015 με τρόπο πιο αυστηρό και περιοριστικό από όσο ρητά έχει αποφασίσει ο ίδιος ο νομοθέτης. Ο νομοθέτης έχει προβλέψει ρητά και έχει συμπεριλάβει για όλες τις περιπτώσεις όπου ήθελε να εξαιρέσει χρεώστες από το πλαίσιο του Νόμου. Εάν η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να εξαιρούνται χρέη που ήταν «επαληθεύσιμα χρέη» πτωχεύσαντα που έχει αποκατασταθεί, τότε θα υπήρχε σχετική πρόνοια στο κείμενο του Νόμου. Εφόσον τέτοια πρόνοια δεν υπάρχει, θα ήταν λάθος να εισαχθεί από το Δικαστήριο.
Περαιτέρω, στην προκείμενη περίπτωση, το επιχείρημα της ΚΕΔΙΠΕΣ βασίζεται στο ότι η έννοια του «χρέους» για σκοπούς του Ν.65(Ι)/2015 ταυτίζεται με την έννοια του «επαληθεύσιμου χρέους» για σκοπούς του Κεφ. 5. Θεωρώ όμως ότι είναι λανθασμένη τέτοια συνάρτηση. Ο σκοπός και οι επιδιώξεις των δύο νομοθετημάτων είναι εντελώς διαφορετικές. Θα τις χαρακτήριζα, υπό μια έννοια, συγκρουόμενες.
Ο σκοπός της διαδικασίας πτώχευσης είναι να τεθεί η περιουσία του πτωχεύσαντα υπό την προστασία του Επίσημου Παραλήπτη ή διαχειριστή, με σκοπό να τύχει χειρισμού για το συμφέρον όλων των πιστωτών. Στην πτωχευτική διαδικασία, το συμφέρον και δικαιώματα του πτωχεύσαντα, υποχωρούν προς όφελος των πιστωτών του.
Ο σκοπός των ρυθμίσεων που έχει εισαγάγει ο Ν. 65(Ι)/2015, είναι τελείως διακριτός. Όπως ρητά εκφράζεται στο Προοίμιο είναι, μεταξύ άλλων, επιδίωξη είναι:
«…να υποβοηθηθούν αφερέγγυοι χρεώστες να αντιμετωπίσουν τις οφειλές τους, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας διαγραφής οφειλών, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις και στη βάση καθορισμένης διαδικασίας, έτσι ώστε να αποφεύγεται η πτώχευση και να διευκολύνεται η ενεργός συμμετοχή των προσώπων αυτών στην οικονομική δραστηριότητα στη Δημοκρατία.»
Πέραν των πιο πάνω, το όλο επιχείρημα της ΚΕΔΙΠΕΣ οδηγεί σε παράλογο αποτέλεσμα. Το χρέος που εξασφαλίζεται με την υποθήκη επί της κύριας κατοικίας της χρεώστιδας ήταν «επαληθεύσιμο χρέος» για σκοπούς της πτωχευτικής διαδικασίας. Με την αποκατάσταση της, έχει απαλλαχθεί από το χρέος για σκοπούς του Κεφ. 5. Όμως η υποθήκη που χορηγήθηκε ως εξασφάλιση του χρέους συνεχίζει να βαραίνει την περιουσία και είναι προς εξόφληση εκείνου του χρέους που ο ενυπόθηκος δανειστής επιδιώκει τον πλειστηριασμό της κατοικίας. Ένας ενυπόθηκος οφειλέτης συνεχίζει να διατηρεί δικαιώματα επί της υποθηκευμένης περιουσίας. Διατηρεί το δικαίωμα εξόφλησης του υποκείμενου χρέους οπόταν και μπορεί να απαιτήσει την επιστροφή της περιουσίας (equity of redemption). Διατηρεί δηλαδή η Χρεώστιδα «συμφέρον επί του περιουσιακού στοιχείου» που βαρύνεται με την υποθήκη (άρθρο 2(2) του Ν. 65(Ι)/2015). Επανερχόμενη στις έννοιες του «χρεώστη», «εξασφαλισμένου χρέους», «εξασφαλισμένου πιστωτή» για σκοπούς του Ν. 65(Ι)/2015, θεωρώ ότι εάν υιοθετηθεί η προσέγγιση της ΚΕΔΙΠΕΣ το αποτέλεσμα θα ήταν μια στρέβλωση της πρόθεσης του νομοθέτη και μια παράλογη κατάσταση.»
Υιοθετώ τα πιο πάνω τα οποία απαντούν το συγκεκριμένο επιχείρημα της Themis.
Στην προκείμενη περίπτωση, εξετάζοντας το ΠΣΑ, σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του Κεφ.5, δεν διακρίνω ότι η Themis θα βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση παρά τη θέση στην οποία θα βρισκόταν εάν σήμερα η Χρεώστιδα κηρυσσόταν σε πτώχευση. Αντίθετα, το ΠΣΑ προβλέπει ότι η Themis διατηρεί την υποθήκη της και συνεχίζει να παραμένει «ενυπόθηκος δανειστής» (στην έννοια του Κεφ. 5). Περαιτέρω, σύμφωνα με το ΠΣΑ, μέρος των διαθέσιμων εισοδημάτων της Χρεώστιδας για τα επόμενα χρόνια θα διατεθεί προς πληρωμή του χρέους στην Themis. Με την πιστή τήρηση και ολοκλήρωση του ΠΣΑ, κατά τη λήξη του, η Themis θα έχει εισπράξει συνολικό ποσό μεγαλύτερο παρά εάν η Χρεώστιδα κηρυσσόταν σήμερα σε πτώχευση. Συνεπώς, όχι μόνο η Themis δεν θα βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση υπό του ΠΣΑ παρά στην πτώχευση της Χρεώστιδας, αλλά ευνοείται από τις πρόνοιες του.
Σημειώνω περαιτέρω ότι ο πυρήνας αυτού του επιχειρήματος της Themis είναι ότι η ίδια θα βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση. Όμως το άρθρο 72(1)(στ)(iv) αναφέρεται σε «πιστωτές» γενικά και όχι σε ένα πιστωτή ή ένα εξασφαλισμένο πιστωτή. Άρα το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τη θέση όλων των πιστωτών γενικότερα και όχι μόνο ενός εξ αυτών. Δεν διαπιστώνω ότι μέσω του ΠΣΑ οι πιστωτές, ως σύνολο, θα βρεθούν σε δυσμενέστερη θέση παρά στην πτώχευση της Χρεώστιδας.
Παραμένει η υπό-παράγραφος (v) του άρθρου 71(1)(στ), που δεν αμφισβητείται από την Themis.
Αυτές ήταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 72(1) του Ν.65(Ι)/2015 για έκδοση διατάγματος επιβολής μη συναινετικού ΠΣΑ στους πιστωτές του χρεώστη. Για τους λόγους που εξήγησα, κρίνω ότι όλες οι προϋποθέσεις πληρούνται στην περίπτωση της Χρεώστιδας.
Προχωρώ σε ακόμα ένα ζήτημα το οποίο εγείρει η Themis.
Όπως ανέφερα, η παρούσα περίπτωση αφορά κοινό ΠΣΑ για τη Χρεώστιδα και το σύζυγο της. Η διαδικασία που αφορούσε το σύζυγο της (αίτηση ΠΣΑ31/2023) κατέληξε σε ακύρωση του διατάγματος επιβολής του ΠΣΑ στις 28.1.2025, από αδελφό Δικαστή, κατόπιν αντίστοιχης αίτησης που υποβλήθηκε από τη Themis.
Η Themis υποστηρίζει ότι η εξέλιξη εκείνη είναι μοιραία για την παρούσα Αίτηση.
Υποστηρίζει ότι δεν πληρούνται στην παρούσα περίπτωση οι προϋποθέσεις για κοινό ΠΣΑ στη βάση του άρθρου 33(3) του Ν.65(Ι)/2015. Αναφορικά με αυτό το επιχείρημα επαναλαμβάνω όσα ανέφερα πιο πάνω. Ζητήματα που αφορούν τις ρυθμίσεις του ΠΣΑ έπρεπε να τεθούν σε ενωρίτερα στάδια όταν ο Ν.65(Ι)/2015 προέβλεπε ρητά ότι οι πιστωτές είχαν δικαίωμα διαβούλευσης και ρόλο στη διαμόρφωση των προνοιών του ΠΣΑ.
Δεν διαφωνώ ότι σε περιπτώσεις κοινού ΠΣΑ, θα ήταν πρακτικό να συνενώνονται και να συναποφασίζονται δικαστικά διαβήματα που τις αφορούν. Όμως ο Ν.65(Ι)/2015 δεν δημιουργεί ρητά τέτοια υποχρέωση. Θεωρώ ότι, στην απουσία τέτοιας υποχρέωσης, η επιβολή ΠΣΑ (και παρεπόμενες αιτήσεις) μπορούν να αποφασιστούν από διαφορετικά Δικαστήρια ακόμα και στην περίπτωση συνοφειλετών. Αναγνωρίζω ότι η έκδοση συγκρουόμενων αποφάσεων από ομοβάθμια Δικαστήρια είναι ανεπιθύμητη όμως, όπως ανέφερα και την αρχή, στην απουσία δεσμευτικού προηγούμενου προσεγγίζω το ζήτημα με τον τρόπο που κατά την κρίση μου είναι ο ορθός.
Κατά την κρίση μου, η ακύρωση του διατάγματος επιβολής του ΠΣΑ για το σύζυγο της Χρεώστιδας δεν είναι μοιραία ούτε καθοριστική για το εδώ αποτέλεσμα. Σημειώνω ότι το άρθρο 33(3) του Ν.65(Ι)/2015 είναι αντίστοιχο με το section 55(3) του Ιρλανδικού Personal Insolvency Act 2012 που αποτέλεσε τη βάση για το δικό μας πλαίσιο. Δεν έχω εντοπίσει αποφάσεις Ιρλανδικών Δικαστηρίων που να συμμερίζονται τη θέση της Themis ότι η μη επιβολή του ΠΣΑ στους πιστωτές ενός οφειλέτη συνεπάγεται αυτόματα και απόρριψη του για το συνοφειλέτη.
Το ουσιαστικό ερώτημα είναι εάν, εξετάζοντας τις πρόνοιες του ΠΣΑ, μπορεί να επιβιώσει, ασχέτως ότι το ΠΣΑ υποβλήθηκε ως κοινό για τη Χρεώστιδα και το σύζυγο της. Η απάντηση, θεωρώ, είναι θετική. Το ζητούμενο είναι να καθορίζεται στο κείμενο του ΠΣΑ, με επαρκή σαφήνεια, η προτεινόμενη αναδιάρθρωση και ρυθμίσεις για την αποπληρωμή των χρεών του κάθε επιλέξιμου χρεώστη. Αυτό θεωρώ ότι επιτυγχάνεται. Το ΠΣΑ καθορίζει συγκεκριμένες δεσμεύσεις για χρέος προς τη Themis (και τους άλλους πιστωτές) με πληρωμές συγκεκριμένων δόσεων στη Themis για συγκεκριμένη διάρκεια και επιτόκιο. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν επηρεάζονται από τη μη επιβολή του ΠΣΑ για το σύζυγο της Χρεώστιδας. Εξάλλου η εξέλιξη που αφορούσε το σύζυγο, δεν ακυρώνει το ΠΣΑ αφ’ εαυτού. Το ΠΣΑ συνεχίζει να υπάρχει ως πρόταση για ρύθμιση χρεών. Αυτό που συνέβη ήταν πως, σε ό,τι αφορά το σύζυγο, το ΠΣΑ δεν επιβλήθηκε στους δικούς του πιστωτές. Ενόψει της διαπίστωσης ότι οι προτάσεις του ΠΣΑ μπορούν να λειτουργήσουν για τη Χρεώστιδα, δεν διακρίνω λόγο για τον οποίο η μη επιβολή του ΠΣΑ για το σύζυγο να είναι μοιραία.
Άλλο παράπονο της Themis είναι ότι το ΠΣΑ δεν είναι βιώσιμο.
Μεταξύ άλλων η Themis επισημαίνει ότι το ΠΣΑ προνοεί πως η Χρεώστιδα θα καταβάλλει δόσεις μέχρι την ηλικία των 75 ετών. Θεωρεί ότι αυτό είναι ανεπίτρεπτο και ανεφάρμοστο εφόσον υπερβαίνει την ηλικία συνταξιοδότησης. Ούτε με αυτό το επιχείρημα συμφωνώ. Δεν είναι υποχρεωτικός ο τερματισμός της απασχόλησης κάποιου προσώπου επειδή έφτασε στην ηλικία συνταξιοδότησης. Πολλοί επιλέγουν ή αναγκάζονται να συνεχίσουν να εργάζονται για πολλά χρόνια μετά τη συνταξιοδότηση τους. Σημειώνω ότι περιορισμός ως προς το όριο ηλικίας για πληρωμή δόσης από χρεώστη, δεν υπάρχει στο Νόμο. Δεν πρέπει να υποτιμάται πόσο ισχυρό κίνητρο για ένα χρεώστη είναι η επιθυμία διατήρησης της οικογενειακής στέγης, ώστε να συνεχίσει να εργάζεται και να πληρώνει δόση για χρόνια μετά τη συνταξιοδότηση του. Αυτή η αγωνία συνιστά επίσης ισχυρό κίνητρο ώστε ο χρεώστης και άλλα μέλη της οικογένειας του, να υποστούν θυσίες, στερήσεις και δραστικές μειώσεις στα έξοδα τους ώστε να πληρώνονται δόσεις που θα επιτρέψουν τη διατήρηση της κατοικίας τους. Αυτό το δεδομένο αναγνωρίστηκε από την Ιρλανδική νομολογία, στην αντίστοιχη νομοθεσία της οποίας βασίστηκε και ο δικός μας νομοθέτης στη διαμόρφωση του Ν.65(Ι)/2015[1].
Η Themis παραπονείται επίσης ότι δεν παρέχονται εγγυήσεις ότι θα τηρηθούν οι όροι του ΠΣΑ. Συμφωνώ ότι εγγυήσεις ή αποδείξεις ότι η Χρεώστιδα θα τηρεί πιστά τις πρόνοιες του ΠΣΑ δεν υπάρχουν. Ούτε θα μπορούσαν να δοθούν. Ούτε πρόβλεψη μπορεί να γίνει για έκτακτα μελλοντικά έξοδα. Όμως επισημαίνω ότι, σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης των δικαιωμάτων των πιστωτών και των οφειλετών, ο νομοθέτης έχει προνοήσει όπως σε περίπτωση που όροι του ΠΣΑ δεν τηρούνται, οι πιστωτές μπορούν να ζητήσουν τον τερματισμό του. Σε αυτή την περίπτωση θα δικαιούνται να διεκδικήσουν αμέσως όλα όσα τους οφείλονται και να εξασκήσουν κάθε δικαίωμα τους ως πιστωτές.
Αναφορικά με την οικονομική βιωσιμότητα του ΠΣΑ ισχύουν όσα προανέφερα για τα καθήκοντα και αρμοδιότητες του συμβούλου αφερεγγυότητας ο οποίος είναι και το αρμόδιο πρόσωπο να προτείνει, με βάση την προβλεπόμενη διαδικασία, τον τρόπο αποπληρωμής και αναδιάρθρωσης των χρεών του χρεώστη προς επίτευξη του σκοπού του νομοθέτη. Μέσω της ένστασης δεν ανατράπηκαν τα δεδομένα στα οποία στηρίχθηκε ο σύμβουλος αφερεγγυότητας στη διαμόρφωση της πρότασης του για ρύθμιση των χρεών της Χρεώστιδας.
Τέλος, προσθέτω και το εξής. Σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης των δικαιωμάτων χρεώστη και πιστωτή, ο Ν.65(Ι)/2015 προβλέπει ότι εάν ο χρεώστης δεν τηρεί τους όρους του ΠΣΑ τότε αυτό μπορεί να τερματιστεί. Αυτό το δικαίωμα της Themis είναι δεδομένο και απαντά σε πολλές από τις ανησυχίες που εκφράζει η Themis μέσω της Αίτησης.
Επανέρχομαι στην ουσία της υπό κρίση Αίτησης και, καταληκτικά, σημειώνω τα εξής. Δεν διαπιστώνω λόγο για τον οποίο η Χρεώστιδα να αποστερηθεί της δυνατότητας που της παρέχει ο Ν.65(Ι)/2015 να αναδιαρθρώσει τα χρέη της «με λογικό και οργανωμένο τρόπο», στο βαθμό που οι δυνατότητες και τα εισοδηματικά και περιουσιακά δεδομένα της το επιτρέπουν, «ώστε να αποφευχθεί η πτώχευση της και να διευκολυνθεί η ενεργός συμμετοχή της στην οικονομική δραστηριότητα», όπως ο ίδιος ο νομοθέτης το θέτει στο προοίμιο του Ν.65(Ι)/2015.
Συνεπώς η Αίτηση απορρίπτεται.
Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της παρούσας Αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Χρεώστιδας και εναντίον της Themis, όπως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν.
(Υπ.) ……………….………………………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Ενδεικτικά Promontoria Oyster Dac (The Objecting Creditor) v O’Connor (The Debtor) [2023] IESC 31
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο