Ι. Γ. Κασουλίδης & Υιός Λτδ ν. Medcon Nemesis Asphalt Ltd κ.α., Αγωγή αρ. 341/19, 14/5/2025
print
Τίτλος:
Ι. Γ. Κασουλίδης & Υιός Λτδ ν. Medcon Nemesis Asphalt Ltd κ.α., Αγωγή αρ. 341/19, 14/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Ηλία, Ε.Δ.

Αγωγή αρ. 341/19

Μεταξύ:-

Ι. Γ. Κασουλίδης & Υιός Λτδ

Ενάγουσα

-και-

 

1. Nemesis Asphalt Ltd (HE 228787)

2. Δήμος Λευκωσίας

3. Δημήτρης Δημητρίου

Εναγόμενοι

Και ως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος, ημ. 26/6/2019:-

 

Ι. Γ. Κασουλίδης & Υιός Λτδ

Ενάγουσα

-και-

 

1. Medcon Nemesis Asphalt Ltd (HE 228787)

2. Δήμος Λευκωσίας

3. Δημήτρης Δημητρίου

Εναγόμενοι

 

Ενδιάμεση Απόφαση

Αίτηση, ημ. 9/12/2024

 

Ημερομηνία: 14 Μαΐου 2025

Για Ενάγουσα: κ. Χ. Ιωσήφ με κα Ε. Ιωαννίδου για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη 1: κα Τ. Άνιφτου για κα Σ. Χριστοδούλου

Για Εναγόμενο 2: κ. Ο. Καϊλης για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε. και Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο 3: κ. Γεωργίου για Ζαχαρίας Χρ. Κουλίας & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για Προτιθέμενη Εναγόμενη: κα Τ. Άνιφτου

 

Με την ως άνω αίτηση, η οποία βασίζεται μεταξύ άλλων στη Δ.9, θ. 1-11 και τη Δ.25, θ. 1-9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η Ενάγουσα αιτείται:

-       την προσθήκη της εταιρείας Cyfield Asphalt Co Limited (HE 129597) ως Εναγομένης 4 και την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης με την αντικατάσταση όλων των αναφορών στην Εναγόμενη 1 με αναφορές στην Προτιθέμενη Εναγόμενη,

-       διαζευκτικά, την αντικατάσταση της Εναγομένης 1 με την Προτιθέμενη Εναγόμενη.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της Χρυστάλλας Χατζηγεωργίου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Ενάγουσα, η οποία αναφέρει ότι στις 7/10/2024, όταν τους παρουσιάστηκαν έγγραφα του Εναγομένου 2, περιήλθε στην αντίληψη τους ότι η αγωγή προωθήθηκε εναντίον της Εναγομένης 1 εκ παραδρομής. Αντιλήφθηκαν, δηλαδή, ότι η σύμβαση του Εναγομένου 2 σε σχέση με τη διεξαγωγή των επίδικων εργασιών δεν υπογράφηκε με την Εναγόμενη 1, αλλά με την Προτιθέμενη Εναγόμενη, η οποία προηγουμένως ονομαζόταν Nemesis Asphalt Co Ltd (Tεκμήριο 1). Κατά την καταχώριση της αγωγής, οι πληροφορίες που είχαν λάβει ήταν ότι τα επίδικα έργα διεξάγονταν από την Nemesis γενικότερα και δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν ποια εταιρεία του εν λόγω ομίλου ήταν υπεύθυνη (Τεκμήριο 2). Με επιστολή του, ημερομηνίας 21/3/2019 (Τεκμήριο 3), ο δικηγόρος της Εναγομένης 1 τους ενημέρωσε ότι η Nemesis Asphalt Ltd μετονομάστηκε σε Cyfield Asphalt Co Limited. Ωστόσο, λόγω του ότι στην εν λόγω επιστολή δεν αναγραφόταν οποιοσδήποτε αριθμός εγγραφής εταιρείας, κατά την τροποποίηση του τίτλου της αγωγής, χρησιμοποιήθηκε ο ίδιος λανθασμένος αριθμός εγγραφής με αποτέλεσμα η αγωγή να στρέφεται λανθασμένα εναντίον της Εναγομένης 1 (Τεκμήριο 4). Η Ενάγουσα τελούσε μέχρι τις 7/10/2024 καλόπιστα υπό πλάνη και ενήργησε με την απαραίτητη ταχύτητα. Προβάλλεται η θέση ότι η Προτιθέμενη Εναγόμενη αποτελεί τον ορθό και αναγκαίο διάδικο προκειμένου να επιλυθούν τα επίδικα ζητήματα της αγωγής, χωρίς να αλλοιώνεται ή να μεταβάλλεται η βάση αγωγής της Ενάγουσας.

 

Η αίτηση επιδόθηκε τόσο στους υφιστάμενους Εναγόμενους όσο και στην Προτιθέμενη Εναγόμενη. Οι υφιστάμενοι Εναγόμενοι δήλωσαν ότι δεν θα καταχωρούσαν ένσταση, σε αντίθεση με την Προτιθέμενη Εναγόμενη, η οποία προέβη σε σχετική καταχώριση.

 

Με την ένσταση της, η Προτιθέμενη Εναγόμενη προβάλλει 17 λόγους ένστασης, οι οποίοι, ως ανέφερε η κα Άνιφτου στην γραπτή της αγόρευση, επικεντρώνονται στα ακόλουθα 4 σημεία, τα οποία και προωθήθηκαν κατά την ακρόαση:

 

«Α. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να επιτρέψει την προσθήκη της προτιθέμενης Εναγομένης, καθότι η προθεσμία για έγερση αγωγής εναντίον της προτιθέμενης Εναγομένης έχει εκπνεύσει. Δεν μπορεί να γίνει επίκληση οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού προς τον σκοπό δημιουργίας και αναβίωσης αγώγιμου δικαιώματος. Τυχόν έγκριση της αίτησης θα αποστερήσει την προτιθέμενη Εναγομομένη από υπεράσπιση, την οποία της παρέχει ο Νόμος.

Β. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε σχέση με την Αιτούμενη Τροποποίηση καθιστά την υπό εκδίκαση Αίτηση αντινομική και εκφεύγουσα των επιτρεπτών ορίων έγκρισης της.

Γ. Το Αίτημα για Τροποποίηση αποτελεί καρπό κακοπιστίας και εκ των υστέρων σκέψης και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

Δ. Το πρόσωπο το οποίο προέβη σε Ένορκη Δήλωση υποστηρίζουσα την Αίτηση για Τροποποίηση των Εναγόντων, δεν φαίνεται να έχει καμία σύνδεση και/ή προσωπική γνώση των γεγονότων της Αγωγής για τα οποία ορκίζεται.»

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Γιώργου Χρυσοχού, ενός εκ των διευθυντών της Προτιθέμενης Εναγόμενης, ο οποίος αναφέρεται σε συμβουλές που έλαβε από την δικηγόρο της τελευταίας σε σχέση με την παραγραφή και την όμνυση της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση από δικηγόρο. Αναφέρεται, επίσης, στην επιστολή, ημερομηνίας 21/3/2019 (Τεκμήριο 1) καθώς και σε διάφορες τηλεφωνικές επικοινωνίες και συναντήσεις των δικηγόρων της Ενάγουσας με τους δικηγόρους της Εναγομένης 1 προβάλλοντας ότι ο ισχυρισμός περί του ότι η Ενάγουσα μόλις πρόσφατα ενημερώθηκε και/ή τελούσε υπό πλάνη σε σχέση με το ότι η αγωγή προωθήθηκε λανθασμένα εναντίον της Εναγομένης 1 δεν ευσταθεί και είναι ψευδής και ότι η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην υποβολή της υπό κρίση αίτησης είναι αδικαιολόγητη.

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των γραπτών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων της Ενάγουσας και της Προτιθέμενης Εναγομένης, τις οποίες έχω μελετήσει προσεκτικά και αναφορά σε αυτές γίνεται όπου κρίνεται αναγκαίο.

 

Εξέταση της αίτησης

 

Το πρώτο ζήτημα που χρήζει εξέτασης αφορά στο ότι η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση έγινε από δικηγόρο. Σύμφωνα με τη νομολογία, είναι ανεπιθύμητο οι δικηγόροι που εκπροσωπούν διάδικο να εμφανίζονται ως μάρτυρες ή ως ενόρκως δηλούντες σε δικαστική διαδικασία. Σχετικές είναι οι υποθέσεις In the matter of an application by Panicos Efthymiou (1987) 1 CLR 329, Thanos Hotels Ltd v Ιωάννου (1991) 1 ΑΑΔ 1036, Επί τοις αφορώσι την αίτηση του Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 1) (1995) 1 ΑΑΔ 356, Χριστοδούλου ν Αγαθοκλέους (1996) 1 ΑΑΔ 1203, Alexander v Alexander (2013) 1 ΑΑΔ 1093, Ζωγράφου κ.α. ν Drosoneri Farm Limited (2015) 1 ΑΑΔ 1119. Όπως, όμως, λέχθηκε στην Rybolovlev v Rybolovleva (2010) 1 ΑΑΔ 82, «…μια ένορκη δήλωση δεν αποκλείεται απλά επειδή ο ομνύων είναι δικηγόρος.». Στην ίδια υπόθεση λέχθηκε, περαιτέρω, ότι «…μπορούμε να δεχθούμε ως αρχή της νομολογίας αναφορικά με το θέμα παροχής εξήγησης ως προς το γιατί ομνύων είναι δικηγόρος και όχι διάδικος ή άλλο πρόσωπο, ότι κάποια εξήγηση προς τούτο απαιτείται, εκεί όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό και/ή άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο να είναι ενόρκως δηλών.». Περαιτέρω, στην Investylia Public Company Ltd v Γαβριηλίδου (2013) 1 ΑΑΔ 1202, αναφέρθηκε ότι «αναμφίβολα η νομολογία έχει κατ' επανάληψη επισημάνει το ανεπιθύμητο της πρακτικής αυτής, αλλά δεν έχει φθάσει στο σημείο της απαγόρευσης ώστε να αγνοείται ή να απορρίπτεται η ένορκη αυτή δήλωση, (Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1 Α.Α.Δ. 82).».

 

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η ομνύουσα αναφέρεται σε γεγονότα που αφορούν την προώθηση της αγωγής εναντίον της Εναγομένης 1 και τα όσα περιήλθαν στην αντίληψη των ίδιων των δικηγόρων μετά την καταχώριση της αγωγής εξηγώντας, ουσιαστικά, τους λόγους για τους οποίους οδηγήθηκαν στην υφιστάμενη δικονομική κατάσταση. Αναφέρεται δε στην πηγή γνώσης των όσων αναφέρει και στη σχετική εξουσιοδότηση της. Λαμβανομένων τούτων υπόψη, δεν θεωρώ ότι υπό τις περιστάσεις δημιουργείται οποιοδήποτε ανυπέρβλητο κώλυμα και, ως εκ τούτου, δεν κρίνω ότι η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση θα πρέπει να αγνοηθεί.

 

Σε ό,τι αφορά την ουσία του αιτήματος, βασική είναι η Δ.9, θ. 10, αντίστοιχη της O. 16, r. 11 των παλαιών Αγγλικών θεσμών, η οποία προνοεί ως ακολούθως:

 

«No cause or matter shall be defeated by reason of the misjoinder or non-joinder of parties, and the Court may in every cause or matter deal with the matter in controversy so far as regards the rights and interests of the parties actually before it. The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, either upon or without the application of either party, and on such terms as may appear to the Court or Judge to be just, order that the names of any parties improperly joined, whether as plaintiffs or as defendants, be struck out, and that the names of any parties, whether plaintiffs or defendants, who ought to have been joined, or whose presence before the Court may be necessary in order to enable the Court effectually and completely to adjudicate upon and settle all the questions involved in the cause or matter, be added. No person shall be added as a plaintiff suing without a next friend, or as the next friend of a plaintiff under any disability, without his own consent in writing thereto. Every party whose name is so added as defendant shall be served with a writ of summons or notice in manner provided by Rule 11 of this Order or in such manner as may be prescribed by any special order, and the proceedings as against such party shall be deemed to have begun only on the service of such writ or notice.».

 

Ως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, «σε αίτηση στη βάση της Δ.9 θ.10 πρωτίστως θα πρέπει να εξετάζεται κατά πόσο ο προτεινόμενος εναγόμενος, που αφορά η παρούσα περίπτωση,  είναι αναγκαίος διάδικος» (Μιχαηλίδης ν Cyprus Popular Bank Public Co Limited κ.α., Πολ. Εφ. Αρ. 73/2019, ημ. 28/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:A410). Στη δε Mepa Underwriting Management Limited κ.α. ν Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 ΑΑΔ 772 λέχθηκε ότι «το ζήτημα της προσθήκης διαδίκου εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Όπως έχει νομολογηθεί το δικαστήριο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να κάμει οποιεσδήποτε αναγκαίες τροποποιήσεις σε σχέση με τους διαδίκους με το να τους προσθέσει, να τους διαγράψει ή να τους αντικαταστήσει και να επιφέρει τέτοιες αλλαγές όσες είναι αναγκαίες για να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική εκδίκαση όλων των μεταξύ των διαδίκων επίδικων θεμάτων…» (δέστε, επίσης, Korkut v Γεωργίου (2007) 1 ΑΑΔ 1213, Σοφιανού ν Minas Makris Developers Ltd κ.α. (2011) 1 ΑΑΔ 1668). Η εν λόγω εξουσία επεκτείνεται και στην υποκατάσταση διαδίκου. Ως λέχθηκε στην Ι. Γ. Κασουλίδης & Υιός Λίμιτεδ ν Μιχαήλ, Πολ. Εφ. Ε187/2013, ημ. 9/10/2018, «η τροποποίηση του τίτλου αγωγής με την υποκατάσταση ενός διαδίκου με άλλο διάδικο, διέπεται από τη Δ.9 των Θεσμών.  Η διόρθωση λανθασμένου ονόματος μπορεί να συνεπάγεται την υποκατάσταση νέου διάδικου (βλ. την απόφαση του δικαστή RussellLJ στην Mitchell v Harris Engineering Company Ltd [1967] 2 QB 703, 721), σε τέτοια περίπτωση, όμως, η υποκατάσταση είναι τεχνική ή τυπική (βλ. την απόφαση του Dawsonστην Bridge Shipping (PtyLtd v Grand Shipping SA andAnother [1992]  LRC (Comm) 730, 734 και 739).  Η Δ.9, θ.11 προβλέπει ότι όπου προστίθεται ή υποκαθίσταται εναγόμενος, το κλητήριο ένταλμα τροποποιείται αναλόγως και επιδίδεται στον νέο εναγόμενο.».

 

Ως λέχθηκε στην Παπαχριστοφόρου κ.α. ν Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 906, «η απόφανση ως προς το αν βρίσκονταν όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν μπορούσε παρά να ήταν συναρτημένη προς τα επίδικα θέματα όπως αυτά ήταν προσδιορισμένα με τις γραπτές προτάσεις.» (δέστε, επίσης,π Χ"Δαυίδ ν Χ"Δαυίδ κ.α. (1992) 1 ΑΑΔ 1176, Οδυσσέως ν Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 1372).

 

Εν προκειμένω, με την αγωγή αξιώνονται αποζημιώσεις ένεκα πυρκαγιάς στο τυπογραφείο της Ενάγουσας. Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, η Ενάγουσα αποδίδει την ευθύνη για την πρόκληση της πυρκαγιάς στην αμέλεια και/ή παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων των Εναγομένων 1, 2 και 3. Συγκεκριμένα, η Εναγόμενη 1, στο πλαίσιο συμφωνίας της με τον Εναγόμενο 2, ανέλαβε ως κύριος εργολάβος τις εργασίες κατασκευής των επίδικων οδών, ενώ ο Εναγόμενος 3 ήταν υπεργολάβος της Εναγομένης 1 και χειριστής εκσκαφέα. Κατά τη διάρκεια εργασιών εκσκαφής από τον Εναγόμενο 3, εκ μέρους και/ή για λογαριασμό των Εναγομένων 1 και/ή 2, κτύπησε υπόγειο καλώδιο της ΑΗΚ με αποτέλεσμα να προκληθεί διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος και λόγω αυτής βραχυκύκλωμα και πυρκαγιά στο τυπογραφείο της Ενάγουσας. Στην Εναγόμενη 1 αποδίδεται μεταξύ άλλων ότι παρέλειψε να έχει επαρκή και/ή καθόλου έλεγχο και/ή εποπτεία και να δώσει τις κατάλληλες οδηγίες στον Εναγόμενο 3 αναφορικά με τον κίνδυνο αποκοπής καλωδίων. Η Εναγόμενη 1 με την υπεράσπιση της, πέραν του ζητήματος της παραγραφής, αρνείται τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας και προβάλλει ότι ουδέποτε ανέλαβε την εκτέλεση της ισχυριζόμενης εργασίας από τον Εναγόμενο 2 και ως εκ τούτου ουδέποτε την ανέθεσε στον Εναγόμενο 3.

 

Σημειώνω ότι μεταξύ του Εναγόμενου 2 και της Εναγομένης 1 κινήθηκε η διαδικασία συνεναγομένων και ανταλλάχθηκαν δικόγραφα. Η Εναγομένη 1 προβάλλει κατ’ ουσία τις ίδιες θέσεις.

 

Η θέση της Ενάγουσας ότι η Εναγομένη 1 δεν έχει σχέση με το αντικείμενο της αγωγής και ότι ο ορθός διάδικος είναι η Προτιθέμενη Εναγόμενη, αφού είναι η τελευταία και όχι η Εναγόμενη 1 που συνήψε σύμβαση με τον Εναγόμενο 2 για την εκτέλεση των επίδικων εργασιών, δεν αμφισβητείται με την ένσταση της Προτιθέμενης Εναγόμενης. Δεν αμφισβητείται ούτε από τον Εναγόμενο 2, ο οποίος κίνησε τη διαδικασία συνεναγομένων εναντίον της Εναγομένης 1, αφού δεν καταχώρισε ένσταση στην υπό κρίση αίτηση. Ούτε και προβλήθηκε οποιαδήποτε επιχειρηματολογία από οποιαδήποτε πλευρά υποστηρίζοντας την μη αναγκαιότητα της προσθήκης ή της υποκατάστασης της Εναγομένης 1 με την Προτιθέμενη Εναγόμενη. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη και τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των μερών, δέχομαι ότι η Προτιθέμενη Εναγόμενη είναι αναγκαίος διάδικος προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική εκδίκαση των επίδικων θεμάτων.

 

Αυτό που η Προτιθέμενη Εναγόμενη προβάλλει σθεναρά εισηγούμενη την απόρριψη της αίτησης είναι η θέση ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας έναντι της έχει παραγραφεί.

 

Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Ενάγουσας, το επίδικο περιστατικό έλαβε χώρα στις 15/2/2016. Κατά την εν λόγω ημερομηνία, βρισκόταν σε ισχύ ο περί Παραγραφής Αγωγίμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012 (66(Ι)/2012), ο οποίος τέθηκε μεν σε ισχύ την 1/7/2012 (α. 28), πλην, όμως, κατόπιν της τροποποίησης του με τον Ν. 207(Ι)/2015, «…ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετρείται από την 1ηΙανουαρίου 2016.» (α. 3), στη βάση, βεβαίως, του ότι «ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει όταν συμπληρωθεί η βάση της αγωγής» (α. 3). Σύμφωνα με το α. 6(2), «αν η αξίωση στην αγωγή αφορά αποζημιώσεις για αμέλεια, οχληρία ή παράβαση θέσμιου καθήκοντος, καμιά αγωγή δεν εγείρεται μετά την πάροδο τριών ετών από την ημέρα κατά την οποία συμπληρώθηκε η βάση της αγωγής, εκτός αν το πρόσωπο που υπέστη την σωματική βλάβη έλαβε γνώση της βλάβης μεταγενέστερα, οπότε ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που έλαβε γνώση.». Σημειώνω ότι δεν γίνεται επίκληση οποιασδήποτε πρόνοιας και ούτε προβάλλεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί του ότι η βάση της αγωγής συμπληρώθηκε και ο χρόνος παραγραφής άρχισε να τρέχει οποτεδήποτε μεταγενέστερα από τις 15/2/2016. Προκύπτει, επομένως, ότι κατά την έγερση της αγωγής, ήτοι στις 12/2/2019, το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας εναντίον της Προτιθέμενης Εναγομένης δεν είχε παραγραφεί ενώ τόσο κατά την καταχώριση της υπό κρίση αίτησης όσο και σήμερα είναι παραγεγραμμένο. Τούτο γίνεται δεκτό από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Ενάγουσας, πλην όμως, εισηγείται, στη βάση της απόφασης της πλειοψηφίας στην Νεοφύτου ν Malak κ.α., Πολ. Εφ. Αρ. 118/2012, ημ. 21/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:A297, ότι «…η διαδικασία προσθήκης διαδίκου, εάν εγκριθεί από το Δικαστήριο, ανατρέχει ως ζήτημα ουσίας, στην ίδια τη βάση της αγωγής. Ένεκα του ότι στην παρούσα υπόθεση η καταχώριση της Αγωγής έγινε εμπρόθεσμα και πριν [την] παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος των Εναγόντων, οι Ενάγοντες συνεχίζουν να διατηρούν ενεργό αγώγιμο δικαίωμα εναντίον και της Εναγομένης 4, μεταξύ των άλλων Εναγομένων

 

Ανασκόπηση της πρακτικής που ρυθμίζει τη διαδικασία προσθήκης ή υποκατάστασης διαδίκου έγινε αρχικά από τον Δικαστή Σαββίδη στην Covotsos Textiles Ltd v Ellerman Lines Ltd κ.α. (1983) 1 CLR 479, στην οποία έγινε μεταγενέστερα αναφορά από τον Δικαστή Χατζηχαμπή στην P. T. Kiani Kertas v Interorient Navigation Company Limited κ.α. (Αρ. 1) (2001) 1 ΑΑΔ 300. Το ζήτημα απασχόλησε και τον Δικαστή Πική στην Stavros Papaioannou Limited v Intermed Shipping S.R.L. κ.α. (1995) 1 ΑΑΔ 467, όπου αναφέρθηκε ότι «η απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην Ketteman vHansel Properties Ltd [1988] 1 All E.R. 38,47,48, είναι καθοριστική για το απαράδεκτο πρόσδοσης, αναδρομικής ισχύος σε διαταγή για την προσθήκη εναγόμενου όπου αυτό θα συνεπαγόταν την αναβίωση αγώγιμου δικαιώματος το οποίο έπαυσε να υφίσταται…. Ο λόγος της Ketteman είναι ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού προς το σκοπό δημιουργίας ή αναβίωσης αγώγιμου δικαιώματος. Η εφαρμογή δικονομικού κανόνα, όπως η Ord.16 r. 13 [αντίστοιχη της Δ.9, θ. 11] (βλ. The Annual Practice, 1958 1, σ.351) (η οποία στην Αγγλία έχει αντικατασταθεί με νεότερες θεσμικές διατάξεις), δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου η προσθήκη νέου εναγομένου θα συνεπαγόταν την αποστέρηση ουσιαστικού δικαιώματος του διαδίκου του οποίου η προσθήκη επιδιώκεται, πράγμα που θα συνέβαινε σ' αυτή την υπόθεση αν εγκρινόταν το αίτημα. Και να εγκρινόταν σε τέτοιες περιπτώσεις το αίτημα, η προσθήκη του νέου εναγόμενου θα είχε αφετηρία την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής για τη συνένωση του νέου διαδίκου και όχι την ημερομηνία που κινήθηκε η αγωγή. Οι θεσμικές διατάξεις ρυθμίζουν τη διαδικασία. Η εφαρμογή τους δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει τη γένεση αγώγιμου δικαιώματος ή να αποστερήσει τον εναγόμενο από υπεράσπιση την οποία του παρέχει ο νόμος.».

 

Ακολούθως, στην υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Αγλατζιάς ν Χαρικλείδη (2001) 1 ΑΑΔ 1608 έγινε αναφορά στην Davies v Elsby Brothers Ltd [1960] 3 All ER 672, στην οποία «έχει διατυπωθέι η θέση ότι ο κανόνας της υπόθεσης Mabro (πιο πάνω) αποτρέπει την τροποποίηση αν η τροποποίηση συνεπάγεται την προσθήκη διαδίκου και όχι την απλή διόρθωση «σφάλματος περί το όνομα» (misnomer).  Έχει, επίσης, διατυπωθεί η θέση ότι ο σχετικός κανόνας εφαρμόζεται και στην περίπτωση υποκατάστασης διαδίκου σε αντικατάσταση διαδίκου ο οποίος απομακρύνεται.  Ωστόσο αν με την προτιθέμενη προσθήκη δεν σκοπείται η προσθήκη ή υποκατάσταση διαδίκου αλλά η απλή διόρθωση «σφάλματος περί το όνομα» (misnomer) αυτή μπορεί να επιτραπεί αν η ουσία της υπόθεσης δικαιολογεί μια τέτοια πορεία*.».

 

Έπειτα, στην Ι. Γ. Κασουλίδης & Υιός Λίμιτεδ (ανωτέρω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Κατά τα προβλεπόμενα στη Δ.9, θ.10, η διαδικασία εναντίον του νέου εναγομένου θεωρείται ότι αρχίζει με την επίδοση σε αυτόν του τροποποιημένου κλητηρίου εντάλματος.  Επομένως, ο χρόνος που επιχειρείται η τροποποίηση αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις εκείνες που ενδεχόμενη προσθήκη ή υποκατάσταση θα ανατρέψει ή θα οδηγήσει σε αποστέρηση του προτεινόμενου εναγόμενου υπεράσπισης που του παρέχει ο νόμος.  Εξηγεί, συναφώς, ο Πικής, Π στην υπόθεση Papaioannou Ltd v Intermed Ship κ.ά (1995) 1 ΑΑΔ 467, μετά από αναφορά στην Κetteman v Hansel Properties Ltd [1988] 1 All ER 38 ότι:

«Οι θεσμικές διατάξεις ρυθμίζουν τη διαδικασία. Η εφαρμογή τους δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει τη γένεση αγώγιμου δικαιώματος ή να αποστερήσει τον εναγόμενο από υπεράσπιση την οποία του παρέχει ο νόμος.»  

 

Πριν από το 1965, τα αγγλικά δικαστήρια αντιμετώπιζαν το ζήτημα εφαρμόζοντας τον κανόνα περί ανατροπής της προθεσμίας, μη επιτρέποντας την προσθήκη διαδίκου ή βάση αγωγής αν η προσθήκη θα οδηγούσε σε ανατροπή υπεράσπισης που προβλεπόταν από τον περί Παραγραφής Νόμο του 1939, (βλ. μεταξύ άλλων, Davies vElsby Brothers Ltd [1960] 3 All ER 672).  Όπου αυτό προβαλλόταν ως ενδεχόμενο, ετίθετο το ερώτημα κατά πόσο η τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος αποσκοπούσε, στην πραγματικότητα, στην προσθήκη ή υποκατάσταση εναγομένου,  ή στην απλή διόρθωση «σφάλματος περί το όνομα» (misnomer). Στην πρώτη περίπτωση δεν επιτρεπόταν η τροποποίηση, στη δεύτερη μπορούσε να επιτραπεί αν η ουσία της υπόθεσης το δικαιολογούσε.  Η αδικία που προκαλείτο από την εφαρμογή του κανόνα, οδήγησε από το 1965 στη θεσμική ρύθμιση του ζητήματος, αρχικά από το O. 20, r. 5 των αγγλικών Θεσμών[2],  ώστε σε ορισμένες περιπτώσεις αίτηση για τροποποίηση που υποβάλλεται μετά την εκπνοή της περιόδου παραγραφής, μπορεί να εγκριθεί αν το Δικαστήριο το κρίνει δίκαιο.  Στην Κύπρο όμως, όπως παρατηρείται στην Κυριάκου κ.ά ν Φραντζίδη  (1999) 1 ΑΑΔ 2035, τα πράγματα παρέμειναν στάσιμα, ενώ υποδεικνύεται ότι θα έπρεπε να είχε θεσπιστεί και στην Κύπρο τέτοια αλλαγή «.για να είναι δυνατή η εξέταση των περιστατικών της κάθε περίπτωσης ώστε να υπερισχύει, πέρα από άκαμπτα νομικά κωλύματα ό,τι καταδεικνύεται ως το δίκαιο».  Υπόδειξη την οποία επαναλαμβάνουμε.».

 

Η ίδια προσέγγιση υιοθετείται και στην απόφαση της μειοψηφίας (Παρπαρίνος, Δ.) στην Νεοφύτου (ανωτέρω). Έχοντας αναφερθεί στην Stavros Papaioannou Limited (ανωτέρω), προστίθενται τα ακόλουθα:

 

«Στην Mabro  vEagle  Star and  British Dominions  Insurance Co  Ltd (1932) 1 Κ.Β. 485 αποφασίστηκε ότι τα Δικαστήρια αρνούνται να επιτρέψουν την προσθήκη διαδίκου ή βάση αγωγής αν η προσθήκη θα ανατρέψει την υπεράσπιση που προβλέπεται από τον περί  Παραγραφής Νόμο.  (βλεπίσης  Weldon v. Neal (1887) 19 Q.B.D. 394, Lucy v. Hemleys Telegraphic Works (1969) 3 All E.R. 456, Liff v. Peasley and Another (1980) 1 All E.r. 623).

 

Η πλασματική μετατόπιση του χρόνου που προνοείται στη Δ.9 θ.11, τυγχάνει εφαρμογής για διαδικαστικούς σκοπούς και μόνο.  Αποτελεί εξαίρεση του δικονομικού κανόνα που θεωρεί ότι μια αγωγή καταχωρείται στο χρόνο που το κλητήριο ένταλμα σφραγίζεται από τον Πρωτοκολλητή (Ο.2 r.12). "Όπως και κάθε άλλη εξαίρεση κανόνα η εφαρμογή της περιορίζεται αυστηρά στο πλαίσιο που τη στοιχειοθετεί" (βλ. Μυλωνάς ν. Μυλωνά (Αρ.2) (2003) 1 Α.Α.Δ. 688).».

 

Σημειώνω ότι η αναφερθείσα στην Ι. Γ. Κασουλίδης & Υιός Λίμιτεδ (ανωτέρω) τροποποίηση που επήλθε με την O. 20, r. 5 των αγγλικών Θεσμών διελάμβανε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

 

«(2) Where an application to the court for leave to make the amendment mentioned in paras. (3), (4) or (5) is made after any relevant period of limitation current at the date of issue of the writ has expired, the court may nevertheless grant such leave in the circumstances mentioned in that paragraph if it thinks it just to do so.

 

(3) An amendment to correct the name of a party may be allowed under para. (2) notwithstanding that it is alleged that the effect of the amendment will be to substitute a new party if the court is satisfied that the mistake sought to be corrected was a genuine mistake and was not misleading or such as to cause any reasonable doubt as to the identity of the person intending to sue or, as the case may be, intended to be sued….».

 

Ωσαύτως, στην Mitchell v Harris Engineering Company Ltd [1967] 2 QB 703 λέχθηκε από τον Lord Denning ότι «rule 5(3) has removed the injustice caused by the decision in Davies v. Elsby Brothers, Ltd.» επιτρέποντας, έτσι, την υποκατάσταση της εναγόμενης Harris Engineering Co. Ltd, εγγεγραμμένης στην Βόρεια Ιρλανδία, με την Harris Engineering Co. (Leeds) Ltd, εγγεγραμμένης στην Αγγλία.

 

Στη βάση των πιο πάνω, όμως, στην Κύπρο εφαρμόζεται η Davies v Elsby Brothers Ltd [1960] 3 All ER 672, η οποία αποφασίστηκε στη βάση της O. 16, r. 11, η οποία αντιστοιχεί στη Δ.9, θ. 10. Στην εν λόγω υπόθεση επιδιώχθηκε η τροποποίηση του ονόματος των εναγομένων από «Elsby Brothers (a firm)» σε «Elsby Brothers Ltd». Λέχθηκαν από τον Lord Pearce τα ακόλουθα:

 

«In my opinion the addition of a defendant is governed by the same considerations as the addition of a plaintiff. Therefore the principle of Mabro's case prevents the amendment in this case if the amendment involves the addition of a party and not the mere correction of a misnomer. That principle also applies to the substitution of a party, since substitution involves the addition of a party in replacement of the party that is removed. Moreover, if, contrary to that principle, a party were added or substituted, then the final words of RSC, Ord 16, r 11, would defeat the purpose of the addition or substitution since the new defendant could still rely on the statute against the party so added. Those words are:“… and the proceedings as against such party shall be deemed to have begun only on the service of such writ or notice.”If, however, the addition of the word “Ltd” is not the addition or substitution of a party but the mere correction of a misnomer, we can properly allow it, if the merits justify that course. Is this the mere correction of a misnomer?….».

 

O Lord Devlin απάντησε το ερώτημα ως εξής:

 

«It is a general principle of English law, not merely applicable to cases of misnomer, that the intention which the framer of the document has in mind when he brings it into existence is not material. In that we differ from many continental systems. In English law as a general principle the question is not what the writer of the document intended or meant, but what a reasonable man reading the document would understand it to mean; and that is the test which ought to be applied as a general rule in cases of misnomer—which may embrace a number of other situations apart from misnomer on a writ, for example mistake as to identity in the making of a contract. The test must be: How would a reasonable person receiving the document take it? If, in all the circumstances of the case and looking at the document as a whole, he would say to himself: “Of course it must mean me, but they have got my name wrong”, then there is a case of mere misnomer. If, on the other hand, he would say: “I cannot tell from the document itself whether they mean me or not and I shall have to make inquiries”, then it seems to me that one is getting beyond the realm of misnomer. One of the factors which must operate on the mind of the recipient of a document, and which operates in this case, is whether there is or is not another entity to whom the description on the writ might refer. To take an example which counsel for the plaintiff put, if there had never been a firm of Elsby Brothers, if no business had been carried on before the company was formed, then it might well be that there would be no possibility of confusion: there would be only one entity which, under the description of “Elsby Brothers”, could be meant, and the description of it as a firm would be an obvious misnomer. It would be like the case of Harrods which we discussed in the course of the argument. Here, as it seems to me, there are two entities, one of which is correctly described as “Elsby Brothers (a firm)”, the other of which is not; and there is nothing to show on the document that it was clearly intended to be addressed to the entity that was not within the description….».

 

Ως δε λέχθηκε στην Ferro Fashions Limited v Fashion Box S.R.L. (1999) 1 ΑΑΔ 1805, «η λανθασμένη περιγραφή ονόματος δεν είναι παρά ανακριβής αναφορά του ονόματος του διάδικου(δέστε, επίσης, E. G. Falekkos Ltd v Reana Manufacturers Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 443).

 

Το ερώτημα, επομένως, που τίθεται στην προκειμένη περίπτωση αφορά στο «κατά πόσο η τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος [αποσκοπεί], στην πραγματικότητα, στην προσθήκη ή υποκατάσταση εναγομένου,  ή στην απλή διόρθωση «σφάλματος περί το όνομα» (misnomer)».

 

Αυτό που κατ’ ουσία επιδιώκεται με την υπό κρίση αίτηση είναι η υποκατάσταση της Εναγομένης 1 με την Προτιθέμενη Εναγόμενη. Δεν πρόκειται για σφάλμα περί το όνομα (misnomer) αφού πρόκειται για δύο ξεχωριστές νομικές οντότητες με διαφορετικό αριθμό εγγραφής στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών. Με την αναγραφή του αριθμού εγγραφής της Εναγομένης 1 στον τίτλο της αγωγής δεν θεωρώ ότι υπάρχει οποιαδήποτε λογική αμφιβολία ως προς το ότι η Ενάγουσα είχε σκοπό να κινήσει αγωγή εναντίον της Εναγομένης 1. Αυτό εξ άλλου προκύπτει και από τις αναφορές στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση περί του ότι μετά που οι δικηγόροι της Ενάγουσας έλαβαν την επιστολή του δικηγόρου της Εναγομένης 1, ημερομηνίας 21/3/2019, στηρίχθηκαν στον αριθμό εγγραφής της Εναγομένης 1 και στη βάση αυτού αιτήθηκαν τη διόρθωση του λανθασμένα αναφερόμενου ονόματος στο αρχικό κλητήριο ένταλμα.  

 

Εφόσον, λοιπόν, πρόκειται κατ’ ουσία για υποκατάσταση διαδίκου και το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας εναντίον της Προτιθέμενης Εναγομένης είναι παραγεγραμμένο δεν θεωρώ ότι το αίτημα είτε για προσθήκη είτε για υποκατάσταση της Εναγομένης 1 με την Προτιθέμενη Εναγόμενη μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Λαμβάνω προς τούτο υπόψη πως κατόπιν επίδοσης της υπό κρίση αίτησης από την Ενάγουσα στην Προτιθέμενη Εναγόμενη, η τελευταία με την ένσταση της κατέστησε σαφή την πρόθεση της να επικαλεστεί το ζήτημα της παραγραφής και οι δύο πλευρές αγόρευσαν επί του ζητήματος αυτού σε συνάρτηση με το αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης.

 

Ενόψει των πιο πάνω, το αίτημα για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης καθίσταται άνευ αντικειμένου.

 

Αν και το αποτέλεσμα της αίτησης έχει κριθεί, για σκοπούς πληρότητας, κρίνω ορθό να σημειώσω τα ακόλουθα σε σχέση με το εγειρόμενο ζήτημα της καθυστέρησης. Ως λέχθηκε στην Ι. Γ. Κασουλίδης & Υιός Λίμιτεδ (ανωτέρω), «…αίτηση για τροποποίηση με την προσθήκη ή υποκατάσταση διαδίκου δυνάμει της Δ.9, μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.  Η καθυστέρηση στην υποβολή μιας τέτοιας αίτησης δεν αποτελεί εκ προοιμίου αρνητικό παράγοντα για την έγκρισή της, αλλά εξετάζεται σε συνάρτηση με άλλους παράγοντες όπως, για παράδειγμα, την ανυπαρξία καλής πίστης.». Σημειώθηκε, περαιτέρω, ότι «…αυτός που προβάλλει την ανυπαρξία καλής πίστης, φέρει και το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του».

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η Προτιθέμενη Εναγόμενη παρ’ όλο που αμφισβητεί την ύπαρξη καλής πίστης εκ μέρους της Ενάγουσας δεν έθεσε οποιαδήποτε συγκεκριμένα και επαρκή στοιχεία προς υποστήριξη του ισχυρισμού της. Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των όσων τέθηκαν ενώπιον μου, δεν θεωρώ ότι η εν λόγω εισήγηση της Προτιθέμενης Εναγόμενης είναι βάσιμη, συνεκτιμώντας ότι σε περίπτωση που ήθελε επιτραπεί η αιτούμενη προσθήκη ή υποκατάσταση, η Προτιθέμενη Εναγόμενη θα δικαιούνταν να προβάλει την υπεράσπιση της στην αγωγή και να ασκήσει όλα τα δικαιώματα που έχει ένας εναγόμενος. Λαμβάνοντας, περαιτέρω, υπόψη ότι, αν και η αγωγή βρίσκεται στο στάδιο της ακρόασης, η ακροαματική διαδικασία δεν έχει ακόμα αρχίσει, δεν θα ήμουν διατεθειμένη να απορρίψω την αίτηση στη βάση της όποιας καθυστέρησης.

 

Κατάληξη

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Τα έξοδα της αίτησης, ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει), επιδικάζονται υπέρ της Προτιθέμενης Εναγομένης και εναντίον της Ενάγουσας. Σε σχέση με τους Εναγόμενους 1, 2 και 3, καμία διαταγή για έξοδα.

 

 

 

(Υπ.)……………………..

Κ. Ηλία, Ε.Δ.

 

Πρωτοκολλητής

Πιστό αντίγραφο

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο