
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Αγ. Αγωγής: 7055/2015
Μεταξύ:
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ενάγοντας
-και-
1. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
2. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Εναγομένων
Ημερομηνία: 12 Μαΐου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα: κα Σιαμμούτη
Για Εναγόμενη 1: κ. Κόκκινος
Για Εναγόμενη 2: (Αποσύρθηκε η αγωγή πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Απαίτηση
Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή, ο Ενάγοντας επιδιώκει την έκδοση διακηρυκτικών αποφάσεων, με τις οποίες η συμφωνία απόκτησης από αυτόν Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (στο εξής «τα ΜΑΕΚ») της Eναγόμενης 1 Τράπεζας (στο εξής «η Eναγόμενη»)[1], αξίας €1.100.000, στη βάση κατ’ ισχυρισμό απάτης και/ή δόλιων και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή ψευδών δηλώσεων και/ή δόλιας ή σκόπιμης μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων και/ή λόγω άσκησης πίεσης ή ανεπίτρεπτης επιρροής για σύναψη ετεροβαρούς σύμβασης και/ή λόγω απειλής ή εκβιασμού ή οικονομικής πίεσης και/ή λόγω παράβασης, από πλευράς της Eναγόμενης, του Περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007, Ν.144(1)/2007 (στο εξής «ο Νόμος»), κηρυχθεί άκυρη.
Επιδιώκει, επίσης, την επιδίκαση υπέρ του αποζημιώσεων ύψους €1.100.000 λόγω κατ’ ισχυρισμό παράβασης, από πλευράς της Eναγόμενης 1, των προνοιών του Νόμου, καθώς επίσης και ειδικές και/ή γενικές αποζημιώσεις στη βάση κατ’ ισχυρισμό παράβασης καθήκοντος επίδειξης καλής πίστης και/ή επιμέλειας και/ή προστασίας του από πλευράς της Eναγόμενης, και/ή στη βάση ότι η τελευταία ενήργησε σε σύγκρουση συμφερόντων.
Εκείνο, που, δικογραφικώς, προκύπτει από τα όσα αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης του Ενάγοντα, είναι ότι ο τελευταίος, κατά το 2011, και ενώ, προηγουμένως, είχε το σχετικό κεφάλαιό του κατατεθειμένο σε προθεσμιακή κατάθεσης ή γραμμάτιο, απέκτησε, κατόπιν σχετικής αίτησης που υπέβαλε στην Εναγόμενη, ΜΑΕΚ, που εξέδωσε τούτη, αξίας €1.100.000, και ως κάτοχός τους απολάμβανε, μέχρι και το δεύτερο εξάμηνο του 2011, τους προνοούμενους σε αυτά τόκους, πλην όμως, η Eναγόμενη ακύρωσε τις πληρωμές τους κατά το πρώτο εξάμηνο του 2012[2]. Ακολούθως, στη βάση του Περί Διάσωσης με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Διατάγματος του 2013, τα ΜΑΕΚ, που κατείχε, μετατράπηκαν σε μετοχές της Εναγόμενης, με αποτέλεσμα, η όποια αξία τους, στην ουσία, να εκμηδενιστεί.
Είναι η δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα ότι η απόφασή του να αποκτήσει τα επίδικα ΜΑΕΚ λήφθηκε λόγω των διαφόρων παραστάσεων και/ή δηλώσεων συγκεκριμένων λειτουργών και/ή αξιωματούχων της Eναγόμενης, οι οποίοι, είτε του παρουσίασαν τούτα ως μία ασφαλή κατάθεση, που απέδιδε εξασφαλισμένο κέρδος, χωρίς κίνδυνο απώλειας του αρχικού κεφαλαίου απόκτησής τους, είτε του απέκρυψαν ουσιώδεις κινδύνους που ελλόχευαν από την απόκτησή τους, που αν τους γνώριζε δεν θα αποφάσιζε να τα αποκτήσει. Προβάλλει, περαιτέρω, ότι, η Eναγόμενη, μέσω των λειτουργών της, ενήργησε εις τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση των προνοιών του Νόμου, με αποτέλεσμα να νομιμοποιείται να επιζητεί τις κατ’ αίτηση αποζημιώσεις. Για κάθε τέτοιο ισχυρισμό του, είτε ως προς τον τρόπο που λήφθηκε η συναίνεση του για να συμβληθεί για την απόκτηση των ΜΑΕΚ, είτε ως προς τις πρόνοιες του Νόμου, που, κατά τον ίδιο, παραβίασε η Eναγόμενη, ο Ενάγοντας δικογραφεί ειδικές, σχετικές, λεπτομέρειες.
Η Υπεράσπιση
Η Eναγόμενη, στην Υπεράσπισή της, αρνείται τα όσα της αποδίδει ο Ενάγοντας και προβάλλει, ειδικώς, ότι, οι συνθήκες υπό τις οποίες εξέδωσε και έθεσε προς πώληση τα ΜΑΕΚ προς το ευρύ κοινό, ήταν τέτοιες, που δεν τύγχανε εφαρμογής ο Νόμος, παρά μόνο ο περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμος του 2005 (Ν. 114(I)/2005) (στο εξής «ο περί Ενημερωτικού Δελτίου Νόμος»), με τις πρόνοιες του οποίου συμμορφώθηκε πλήρως. Προτάσσει, ακόμα, ότι, ο Ενάγοντας δεν νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα αγωγή, καθότι συμπεριφέρθηκε και/ή ενήργησε με τρόπο που τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του κωλύματος (estoppel), μια και επί της αίτησης που υπέβαλε για την απόκτησή τους, δήλωσε, ευθαρσώς, ότι είναι γνώστης του ενημερωτικού δελτίου που εξέδωσε η Eναγόμενη σε σχέση με τα ΜΑΕΚ, καθώς επίσης και ότι για την απόφαση του να αποκτήσει τούτα δεν έλαβε οποιαδήποτε συμβουλή από την τελευταία. Επιπροσθέτως, ισχυρίζεται ότι κανένας εκ των λειτουργών της, και κατά συνέπεια ούτε και η ίδια, προέβη σε οποιαδήποτε ψευδή και/ή αναληθή και/ή ανακριβή δήλωση, ούτε και ενήργησε δολίως έναντι του Ενάγοντα, και ότι όλες οι ενέργειές της, τόσο κατά την έκδοση, όσο και προώθηση των ΜΑΕΚ στο ευρύ κοινό, περιλαμβανομένου και του Ενάγοντα, έγιναν σε πλήρη συμμόρφωση με τον νόμο που τύγχανε εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, και δη τον περί Ενημερωτικού Δελτίου Νόμο. Είναι η περαιτέρω δικογραφημένη θέση της Eναγόμενης ότι ο Ενάγοντας, πριν την απόκτηση των επίδικων ΜΑΕΚ, είχε αποκτήσει, κατά το 2008, Μετατρέψιμα Χρεόγραφα της Eναγόμενης (στο εξής «τα Χρεόγραφα»), αξίας €1.100.000, τα οποία και μετέτρεψε, κατά το 2009, σε Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου (στο εξής «τα ΜΑΚ»), και παράλληλα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, απέκτησε και επιπρόσθετα ΜΑΚ που εξέδωσε η ίδια. Στις 13.05.2011, ο Ενάγοντας απέκτησε ΜΑΕΚ συνολικής αξίας €3.100.000, και όχι €1.100.000, για τα οποία και προωθεί την παρούσα αγωγή, από τα οποία, τον Μάρτιο του 2012, αντάλλαξε μέρος τους (€2.000.000) σε Υποχρεωτικά Μετατρέψιμα Ομόλογα της Eναγόμενης (στο εξής «τα ΥΜΟ»), τα οποία και, ακολούθως, μετατράπηκαν σε 2.666.666 συνήθεις μετοχές της Eναγόμενης. Πάντα κατά την Eναγόμενη, ουδέποτε παρείχε στον Ενάγοντα την όποια επενδυτική υπηρεσία, περιλαμβανόμενης και της επενδυτικής συμβουλής, ώστε να προκύπτει ζήτημα εφαρμογής του Νόμου σε σχέση με την έκδοση και προώθηση των επίδικων αξιών της. Είναι, τέλος, η δικογραφημένη θέση της Eναγόμενης ότι ο Ενάγοντας δεν νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα αγωγή, καθότι, ακόμη και αν δεν αποκτούσε τα επίδικα ΜΑΕΚ, το κεφάλαιο που επένδυσε για την απόκτησή τους, θα απομειωνόταν ούτως ή άλλως, στη βάση των Διαταγμάτων που εκδόθηκαν μέσω της Κ.Δ.Π. 103/2013, μετά τα γνωστά γεγονότα που ταλάνισαν την Κυπριακή οικονομία το 2013, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μην έχει υποστεί οποιαδήποτε οικονομική ζημιά από πράξη και/ή παράλειψη της Eναγόμενης.
Κοινώς αποδεκτά γεγονότα
Στη βάση των ενώπιον του Δικαστηρίου παραδεκτών γεγονότων, κοινών τοποθετήσεων των μαρτύρων, αδιαμφισβήτητων τεκμηρίων, αλλά και σχετικών δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων, τα πιο κάτω αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των μερών.
Περί το 2008, ο Ενάγοντας, απέκτησε Χρεόγραφα της Εναγόμενης αξίας €1.100.000. Στις 29 Μαΐου 2009, ο Ενάγοντας υπέβαλε αίτηση για απόκτηση ΜΑΚ αξίας €1.100.000, δηλώνοντας, επί της σχετικής αίτησης, ότι για την απόκτησή τους θα καταβάλει το κεφαλαίο που είχε ήδη επενδυμένο στα Χρεόγραφα (βλέπε Τεκμήριο 4.1). Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή από την Εναγόμενη, με αποτέλεσμα, αφενός η συμφωνία απόκτησης των Χρεογράφων να διευθετηθεί κοινή συναινέσει[3] και αφετέρου, ο Ενάγοντας να αποκτήσει τα ΜΑΚ αξίας €1.100.000. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ο Ενάγοντας δανειοδοτήθηκε από την τράπεζα Eurobank Κύπρου (στο εξής «η Eurobank») €2.000.000, υπογράφοντας, κατά τον ίδιο χρόνο, συμφωνία με τη θυγατρική εταιρεία της Eurobank, EFG Eurobank Ergasias S.A., ώστε η τελευταία να λειτουργεί εκ μέρους του ως σύμβουλοι επενδύσεων (στο εξής «οι Brokers») για σκοπούς αγοράς διαφόρων διαπραγματεύσιμων αξιών, μεταξύ των οποίων και ΜΑΚ της Εναγόμενης. Στη βάση της συμφωνίας του Ενάγοντα με τους Brokers, οι τελευταίοι θα έπρεπε να αναζητήσουν και να επιτύχουν αγορά ΜΑΚ, αξίας €2.000.000, όσος και o δανεισμός του Ενάγοντα από την Eurobank, κάτι που επιτεύχθηκε σε βάθος χρόνου, με αποτέλεσμα ο Ενάγοντας, εν τέλει, να κατέχει, περί το 2010, ΜΑΚ της Εναγόμενης συνολικής αξίας €3.100.000. Επιπροσθέτως, ο Ενάγοντας, και πάλι μέσω των Brokers, απέκτησε επιπρόσθετα ΜΑΚ αξίας €61.000, σε δύο πακέτα (ένα πακέτο αξίας €11.000 και ένα πακέτο αξίας €50.000). Ο Ενάγοντας αγόρασε τα ανωτέρω αναφερόμενα ΜΑΚ, αξίας €2.000.000, μέσω των Brokers, στη δευτερογενή αγορά, και δη είτε από το Χρηματιστήριο Αθηνών (στο εξής «το XA»), είτε από το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (στο εξής «το ΧΑΚ»), και ακολούθως προέβη σε διάφορες σχετικές αγοραπωλησίες, αλλά και μεταφορές από το ένα χρηματιστήριο στο άλλο. Στις 06.05.2011, ο Ενάγοντας υπέβαλε αίτηση για απόκτηση MAEK αξίας €3.100.000, δηλώνοντας, επί της εν λόγω αίτησης του, ότι ως αντάλλαγμα θα καταβάλει το ισόποσο κεφάλαιο που είχε τότε επενδυμένο στα ΜΑΚ (βλέπε Τεκμήριο 4.2). Επί της αιτήσεως, Τεκμήριο 4.2, που υπέγραψε και υπέβαλε ο Ενάγοντας, καταγράφεται η εξής, τυποποιημένη, δήλωση, η οποία και αποδίδεται στον ίδιο, ως αιτητή, «Bεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβώ/ούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε ΜΑΕΚ και δηλώνω/ουμε ότι αποδέχομαι/αστε τους Όρους Έκδοσης και αναγνωρίζω/ουμε τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφαση μου/μας για υποβολή της παρούσας Αίτησης μέχρι για Εγγραφή». Η αίτηση αυτή εγκρίθηκε από την Εναγόμενη, με αποτέλεσμα, αφενός η συμφωνία απόκτησης των ΜΑΚ αξίας €1.100.000 να διευθετηθεί κοινή συναινέσει[4] και αφετέρου ο Ενάγοντας να αποκτήσει MAEK αξίας €3.100.000.
Καθ' όλη τη διάρκεια που ο Ενάγοντας κατείχε τις διάφορες αξίες της Εναγόμενης (Χρεόγραφα, ΜΑΚ και MAEK), απολάμβανε, ανελλιπώς, το εξαμηνιαίο πιστωτικό τόκο που απέδιδαν, ως αυτός προνοείτο στους όρους έκδοσής τους, μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2011, και δη τον τόκο του δεύτερου εξαμήνου του εν λόγω έτους. Τον Μάρτιο του 2012, ο Ενάγοντας μετέτρεψε μέρος των MAEK που κατείχε, και πιο συγκεκριμένα MAEK αξίας €2.000.000, σε ΥMO της Εναγόμενης, και διατήρησε MAEK αξίας €1.100.000. Τα ΥΜΟ που απέκτησε ο Ενάγοντας, αυτόματα (ως προνοείτο, ειδικώς, στους όρους απόκτησης τους), μετατράπηκαν σε μετοχές της Εναγόμενης, οι οποίες, και, ακολούθως, μέσω των brokers, πωλήθηκαν μέσω του ΧΑΚ. Τον Ιούνιο του 2012, όταν και η Εναγόμενη όφειλε, στη βάση των όρων των MAEK, να καταβάλει στον Ενάγοντα τον τόκο για το πρώτο εξάμηνο του εν λόγω έτους, τούτη δεν το έπραξε. Κατά τον Μάρτιο του 2013, συνεπεία της οικονομικής κρίσης που ταλάνισε, τότε, τη χώρα μας, το κεφάλαιο που ο Ενάγοντας είχε τότε επενδυμένο στα MAEK, στη βάση των διαφόρων μεταβολών τους, ως τούτες προνοούνταν στα σχετικά περί Διάσωσης με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Διατάγματα, εξανεμίστηκε. Στις 31.12.15, ο Ενάγοντας καταχώρησε την παρούσα αγωγή και επιζητεί τις ανωτέρω αναφερόμενες θεραπείες.
Τα πιο πάνω αποτελούν πλέον ευρήματα του Δικαστηρίου.
Η ακροαματική διαδικασία
Προς απόδειξη της υπόθεσης του, ο Ενάγοντας κατέθεσε ενόρκως, χωρίς να καλέσει οποιονδήποτε άλλο μάρτυρα. Για σκοπούς αναχαίτησης της αγωγής, από πλευράς της Εναγόμενης, κατέθεσαν δύο μάρτυρες, και ειδικότερα ο Κώστας Αργυρίδης (στο εξής «ο Μ.Υ.1»), και ο Στέλιος Πασχάλη (στο εξής «ο Μ.Υ.2»). Οι συνήγοροι των διαδίκων, μετά το πέρας της δια ζώσης μαρτυρίας, ετοίμασαν και παρέδωσαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις, υιοθετώντας έκαστος το περιεχόμενο της δικής του αγόρευσης.
Η εκδοχή του Ενάγοντα
Στη βάση της μαρτυρίας του Ενάγοντα, τούτος προέβαλε, ως βασική εκδοχή του, τα ακόλουθα.
Από τη δεκαετία του 1990 είχε γνωριστεί με τον Βάσο Σιαρλή (στο εξής «ο Σιαρλής») με τον οποίο άρχισε να συνεργάζεται και να έχει συχνές επαφές, σε βαθμό που δημιουργήθηκε μια στενή φιλία μεταξύ τους. Στο πλαίσιο της φιλίας τους αυτής, ο Ενάγοντας, κατά καιρούς, τύγχανε συμβουλών από τον Σιαρλή αναφορικά με τις εκάστοτε επενδύσεις του, με κύριο άξονα την απόκτηση ακίνητης περιουσίας. Στο πλαίσιο αυτής τους της σχέσης, και κατόπιν σχετικής συμβουλής του Σιαρλή, ο Ενάγοντας απέκτησε συγκεκριμένο ακίνητο, στο οποίο η Εναγόμενη λειτουργούσε υποκατάστημα της στην περιοχή του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος στην Αθήνα, Ελλάδα. Επρόκειτο για επένδυση, η οποία, κατά τον Ενάγοντα, ήταν επιτυχής και επικερδής, αφού από το ενοίκιο που λάμβανε από την Εναγόμενη (η οποία συνέχισε να λειτουργεί, εκεί, το υποκατάστημά της), κάλυπτε πλήρως τους τόκους που χρεωνόταν στο πλαίσιο του δανεισμού στον οποίο προέβη για την αγορά του εν λόγω ακινήτου. Σε κάποιο στάδιο, κατά το 2008 (έτος εντός του οποίου αγόρασε και το μόλις πιο πάνω αναφερόμενο ακίνητο), ο Σιαρλής τον συμβούλευσε όπως διαφοροποιήσει το είδος των επενδύσεων του, αναφέροντας του ότι η είσπραξη ενοικίων είχε συχνά σκαμπανεβάσματα, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον ασφαλής επένδυση, και ασφαλέστερο θα ήταν να δάνειζε ο ίδιος κεφάλαια προς την τράπεζα, αντί το αντίθετο. Στο πλαίσιο της συμβουλής του αυτής, ο Σιαρλής διαβεβαίωσε τον Ενάγοντα (κατόπιν σχετικής ερώτησης του τελευταίου ως προς τους κίνδυνους μιας τέτοιας επένδυσης), ότι, «Το κράτος μπορεί να μην τηρήσει τις υποσχέσεις του, η τράπεζα ποτέ». Ως τέτοιο είδος επένδυσης, ο Σιαρλής του ανέφερε ότι η Εναγόμενη είχε εκδώσει και προωθήσει, τότε, προς το κοινό, τα Χρεόγραφα, τα οποία θα αποκτούσε ο Ενάγοντας καταβάλλοντας συγκεκριμένο κεφάλαιο, το οποίο θα αποτελούσε ένα είδος δανεισμού, από τον ίδιο, προς την Εναγόμενη, με την τελευταία να οφείλει να του καταβάλλει, ανά διαστήματα, συγκεκριμένο τόκο, και σε βάθος χρόνου, να του επιστρέψει και ολόκληρο το κεφάλαιο. Στη βάση των πιο πάνω διαβεβαιώσεων του Σιαρλή, αλλά και γιατί οι όποιες, μέχρι τότε, συμβουλές του επέφεραν επιτυχημένες επενδύσεις, καθώς επίσης και λόγω της στενής φιλίας που διατηρούσε μαζί του, ο Ενάγοντας αποφάσισε να μην αμφισβητήσει τις συστάσεις του, αλλά ούτε και τα κίνητρα του, και θεωρώντας ότι τούτες (συστάσεις και συμβουλές) γίνονταν καλοπροαίρετα από τον Σιαρλή, εξέτασε το ενδεχόμενο να αποκτήσει τα Χρεόγραφα. Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, και με βασικότερο σκοπό να μην αντιμετωπίσει οποιοδήποτε ρίσκο στο κεφάλαιο που θα επένδυε για την απόκτηση τους, συζήτησε με τον Σιαρλή τον τρόπο που θα υλοποιείτο αυτή η επένδυση και ακολούθησε τις σχετικές συστάσεις του. Έτσι, για σκοπούς εξασφάλισης του κεφαλαίου που θα κατέβαλλε για απόκτηση των Χρεογράφων, πώλησε το ακίνητο, που είχε αγοράσει, προηγουμένως, στην περιοχή του Αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος στην Αθήνα, στην Εναγόμενη, και το τίμημα πώλησης που εισέπραξε, το κατέβαλε για απόκτηση των Χρεογράφων (€1.100.000), με την ξεκάθαρη κατανόηση μεταξύ του ιδίου και του Σιαρλή, ότι η Εναγόμενη, θα του παρείχε επιπρόσθετο δανεισμό €1.100.000, ώστε, αν η απόδοση της όλης επένδυσης δεν ήταν επιτυχής, να μην επηρεαστεί η χρηματοροή του (cashflow), αφού θα μπορούσε να κάνει, ανά πάσα στιγμή, χρήση των χρημάτων του δανείου. Με τον τρόπο αυτό, απέκτησε, το 2008, τα Χρεόγραφα αξίας €1.100.000, και ακολούθως, προώθησε αίτημα του για εξασφάλιση του εν προκειμένω δανείου από την Εναγόμενη, ως ήταν η συνεννόηση του με τον Σιαρλή. Σε κάποιο στάδιο, κατά το ίδιο έτος, η Εναγόμενη του απέστειλε σχετική συμφωνία για υπογραφή από τον ίδιο, ώστε να του παραχωρηθεί το συγκεκριμένο δάνειο, πλην όμως παρατήρησε, επί της πρότασης της Εναγόμενης, και γενικότερα του σχετικού συμβολαίου που ετοίμασε η τελευταία[5], ότι προνοείτο η καταβολή ενός ποσού ύψους €5.500 ως έξοδα διευθέτησης, κάτι που δεν είχε συμφωνηθεί μεταξύ του ιδίου και του Σιαρλή, αλλά ούτε και με τον οποιονδήποτε άλλο λειτουργό της Εναγόμενης με τον οποίο είχε επικοινωνία κατά το στάδιο που εξεταζόταν η αίτηση του για εξασφάλιση του δανείου. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να μην υπογράψει την προτεινόμενη συμφωνία δανείου που του απέστειλε η Εναγόμενη, και να επιδιώξει όπως η τελευταία μη χρεώσει τα συγκεκριμένα έξοδα διευθέτησης. Η εν προκειμένω πρόταση της Εναγόμενης για τον εν λόγω δανεισμό του Ενάγοντα, έληγε στις 05.12.2008. Παρά το γεγονός ότι, μέχρι τότε, η Εναγόμενη δεν ικανοποίησε το αίτημα του για τη μη χρέωση των €5.500, ο Ενάγοντας επικοινώνησε με λειτουργούς της, εκφράζοντας την πρόθεση του, πάρα ταύτα, να προχωρήσει και να υπογράψει την συμφωνία δανείου, αφήνοντας το ζήτημα της εν προκειμένω χρέωσης να εξεταστεί σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν και εφόσον θα είχε την ευκαιρία να συζητήσει εκ νέου μαζί τους. Ως ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε, παρά την ξεκάθαρη αυτή εκδήλωση της πρόθεσης του, για λόγους που αφορούν στην Εναγόμενη, εν τέλει δεν υπογράφτηκε η συμφωνία δανείου, και το ζήτημα συνέχισε να απασχολεί τις δύο πλευρές και κατά το έτος 2009. Λόγω του ότι η εξασφάλιση του εν λόγω δανεισμού αποτελούσε σημαντικό παράγοντα για τον Ενάγοντα, ώστε να έχει δυνατότητα χρηματοροής, στην περίπτωση που δεν θα απέδιδε η επένδυση των Χρεογράφων, ο Ενάγοντας συνέχισε να επιδιώκει συναντήσεις με διάφορους λειτουργούς της Εναγόμενης, ώστε να επιτύχει την εξασφάλιση του εν λόγω δανεισμού. Στο πλαίσιο των σχετικών προσπαθειών του, κατάφερε, μετά από ανεπιτυχείς προσπαθείς αρκετών μηνών, να συναντηθεί με τον Σιαρλή, ο οποίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατείχε τη θέση του Senior General Manager της Εναγόμενης. Κατά τη συνάντηση τους αυτή, ο Σιαρλής του απολογήθηκε για την καθυστέρηση που παρατηρείτο στην υλοποίηση του δανεισμού και του σύστησε τα ΜΑΚ, τα οποία, η Εναγόμενη σκόπευε να εκδώσει και να πωλήσει προς το ευρύ κοινό με πιο ευνοϊκούς όρους από τα Χρεόγραφα που ήδη κατείχε. Τον παρότρυνε, δε, να αποκτήσει όσα περισσότερα μπορεί, και ότι θα φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά όπως τα Χρεόγραφα που κατείχε ήδη, να μετατραπούν και αυτά σε ΜΑΚ και τούτα ως «εκτίμηση της ταλαιπωρίας», που τον είχε ήδη υποβάλει η Εναγόμενη. Τον διαβεβαίωσε δε, ότι, πολύ σύντομα, η Εναγόμενη θα προχωρούσε και με την υλοποίηση του δανεισμού που του είχε υποσχεθεί προηγουμένως. Προτού αποκτήσει τα ΜΑΚ, είχε εκ νέου συνάντηση με τον Σιαρλή, σε μια προσπάθεια να αντιληφθεί καλύτερα τις λεπτομέρειες της επικείμενης επένδυσης του, στην οποία συνάντηση ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι οι όποιες προτροπές και συστάσεις του ήταν το αποτέλεσμα γνήσιας πρόθεσης να τον βοηθήσει, τόσο ως πελάτη της Εναγόμενης, όσο και ως φίλο του, αλλά και υπό μορφή ανταμοιβής για τη σχετική στάση που τήρησε στα όσα προηγήθηκαν. Τον διαβεβαίωσε, επίσης, ότι, ο δανεισμός τον οποίο θα του έδιδε η Εναγόμενη, θα αφορούσε σε ποσό κάλυψης του 95% του κεφαλαίου που θα επένδυε στα ΜΑΚ, και θα έφερε τόκο 5.5% με 6%. Του ανέφερε επίσης ότι δεν θα προέκυπτε οποιοδήποτε επενδυτικό ρίσκο. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, ο Ενάγοντας υπέβαλε την αίτηση του για απόκτηση των ΜΑΚ, και απέκτησε τούτα καταβάλλοντας το κεφάλαιο που είχε τότε επενδυμένο στα Χρεόγραφα, και δη €1.100.000. Της πιο πάνω συνάντησης, και μετά την απόκτηση των ΜΑΚ αξίας €1.100.000, ακολούθησε γραπτή επιβεβαίωση των όσων συζητήθηκαν με τον Σιαρλή σε σχέση με τον επικείμενο, τότε, δανεισμό του, η οποία και απεστάλη από συγκεκριμένο λειτουργό της Εναγόμενης (τον οποίο και κατονομάζει), με μικρές μόνο αποκλίσεις από τα συμφωνηθέντα με τον Σιαρλή, και δη στον τόκο του δανείου, ο οποίος θα ανερχόταν στα 6.25% αντί 6%, που ήταν το ανώτερο όριο τόκου που του ανέφερε ο Σιαρλής. Στο πλαίσιο της γραπτής αυτής επιβεβαίωσης, έγινε και ειδική αναφορά σε δικαίωμα πώλησης των ΜΑΚ που είχε ήδη αποκτήσει ο Ενάγοντας, αφού υπήρχε σχετικό ενδιαφέρον από άλλους πελάτες της Εναγόμενης. Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, οι όποιες ανησυχίες του Ενάγοντα διασκεδάστηκαν, με αποτέλεσμα να υποβάλει αίτημα προς την Eurobank για εξασφάλιση δανεισμού ύψους €2.000.000, με αποκλειστικό σκοπό την αγορά επιπρόσθετων ΜΑΚ της Εναγόμενης, θεωρώντας την εν λόγω ενέργειά του ως ασφαλή επένδυση. Η Eurobank, διέθετε πολύ αυστηρές παραμέτρους έγκρισης δανείων, καθώς επίσης και ειδικό επιστημονικό επιτελείο εξειδικευμένων χρηματοοικονομικών συμβουλών, και θα τον δάνειζε το συγκεκριμένο ποσό με αποκλειστική εξασφάλιση την υποθήκευση των ΜΑΚ, που θα αποκτούσε με τα χρήματα του δανείου, κάτι που ενίσχυσε κατά πολύ την εμπιστοσύνη του προς τον Σιαρλή, αλλά και στις επενδυτικές του προτάσεις. Αφού εξασφάλισε το δάνειο από την Eurobank, έδωσε οδηγίες στους Brokers, όπως προχωρήσουν στην αγορά ίσης αξίας ΜΑΚ, πράγμα το οποίο και υλοποίησαν σταδιακά μέσα σε διάστημα κάποιων μηνών. Μέσω των Brokers, αγόρασε, ως ανέφερε, κατά την αντεξέταση του, επιπρόσθετα ΜΑΚ συνολικής αξίας €61.000, σε δυο πακέτα, ένα των €11.000 και ένα των €50.000. Πάντα κατά τον Ενάγοντα, η τυφλή εμπιστοσύνη που είχε στον Σιαρλή, και η τιμή που ένιωθε από το γεγονός ότι ένα τόσο υψηλόβαθμο στέλεχος της Εναγόμενης, ασχολείτο μαζί του, φροντίζοντας, μάλιστα, να ενεργεί για τα προσωπικά του οφέλη, τον οδήγησε στο να μην αναζητήσει την οποιανδήποτε σκοπιμότητα πίσω από τις ενέργειες του τελευταίου, ούτε και να αμφισβητήσει τα όσα του έλεγε είτε αυτός είτε οι λοιποί λειτουργοί της Εναγόμενης, που λειτουργούσαν κατ’ εντολή του, με αποτελέσματα να θέτει υπογραφές επί των διαφόρων εγγράφων που του παρουσίαζαν, χωρίς ποτέ να εξετάζει το περιεχόμενο τους, θεωρώντας ότι επρόκειτο για μια «αναγκαία διεκπεραιωτική διαδικασία υλοποίησης του τι», του επεξηγείτο προσωπικά από αυτούς, χωρίς ποτέ να υποθέτει ότι τα όσα εκεί καταγράφονταν διαφοροποιούσαν, καθ' οιονδήποτε τρόπο, την ουσία της όποιας προηγούμενης σχετικής συνεννόησης είχε μαζί τους. Τόση ήταν η εμπιστοσύνη που είχε προς τον Σιαρλή και γενικότερα τους λειτουργούς της Εναγόμενης, που θεωρούσε τις συμβουλές τους, αλλά και τις, μετέπειτα, επενδύσεις του, ως απόλυτα ασφαλείς, με αποτέλεσμα να παροτρύνει και συγγενικά του πρόσωπα, αλλά και φίλους να ενεργήσουν ομοίως, πράγμα το οποίο και έπραξαν. Έκτοτε τα πράγματα κύλησαν ομαλώς μέχρι και το 2011 όταν ο Μ.Υ.1 τον κάλεσε στο γραφείο του και του ανέφερε ότι θα πρέπει να αλλάξει το επενδυτικό σχέδιο που είχε τη δεδομένη στιγμή (ΜΑΚ), και να ενταχθεί στο νέο σχέδιο του 2011 (ΜΑΕΚ), το οποίο θα ήταν καλύτερο, αφού θα του έδιδε την ευκαιρία, προ της λήξης τους (των MAEK), να μετατρέψει τούτα σε μετοχές και να μπορεί ακολούθως να τις πωλήσει μέσω του χρηματιστηρίου, κάτι, που, ως αντιλήφθηκε, σήμαινε ότι τα MAEK δεν θα ήταν, ουσιαστικώς, πλέον, δεσμευμένα. Του ανέφερε ακόμα ότι δεν ήταν δυνατόν για τον ίδιο να διατηρήσει τα ΜΑΚ, καθότι η Εναγόμενη είχε αποφασίσει την αντικατάσταση τους, δίδοντας, ακριβώς, την επιλογή στον κάτοχο των MAEK να μετατρέψει τούτα σε μετοχές κατά την κρίση του. Στη συνάντηση αυτή με τον Μ.Υ.1, ο τελευταίος, δεν άφησε να νοηθεί ότι υπήρχε οποιαδήποτε δυνατότητα μη μετατροπής των ΜΑΚ σε MAEK, και απλά τόνισε την ευελιξία του πιο πάνω δικαιώματος μετατροπής των MAEK σε μετοχές από τον κάτοχό τους. Στην υπόδειξη του Ενάγοντα ότι δεν επιθυμεί να λάβει μετοχές και ρίσκα με περίπλοκα μέσα, ο Μ.Υ.1 του ανέφερε ότι, αν δεν θέλει να αποκτήσει μετοχές, μπορεί να διατηρήσει τα MAEK που θα αποκτούσε, ως έχουν, χωρίς να τα μετατρέψει, και στη βάση αυτών των συνεννοήσεων, ο Ενάγοντας αποδέχτηκε να υπογράψει την αίτηση (Τεκμήριο 4.2), που του παρέδωσε εκείνη τη στιγμή ο Μ.Υ.1, ώστε το κεφάλαιο των ΜΑΚ που κατείχε, να χρησιμοποιηθεί για απόκτηση MAEK αξίας €3.100.000, αναμένοντας, στην ουσία, να λήξει το εν προκειμένω σχέδιο επένδυσης και να του επιστραφεί το εν λόγω κεφάλαιο, το οποίο θεωρούσε ως εγγυημένο. Παρά τα πιο πάνω, η Εναγόμενη ουδέποτε, μέχρι τότε, προχώρησε στην υλοποίηση του δανεισμού που υποσχέθηκε στον Ενάγοντα και συνέχισε να προφασίζεται διάφορες αιτιάσεις για μη υλοποίηση του. Στο μεταξύ, ο Σιαρλής έπαψε πλέον να κατέχει την οποιανδήποτε θέση στην Εναγόμενη, με αποτέλεσμα ο Ενάγοντας να αποταθεί στον Μ.Υ.1, αλλά και σε άλλο λειτουργό της Εναγόμενης (τον οποίο κατονόμασε), οι οποίοι και τον παρέπεμπαν ο ένας στον άλλον και, ακολούθως, κατέληξε σε τρίτο λειτουργό της Εναγόμενης (το οποίο, επίσης, κατονόμασε), με τον οποίο είχε συνάντηση στις 12.12.11, κατά την οποία, αφού προηγουμένως του ανέφερε το όλο ιστορικό, ο εν λόγω λειτουργός του απάντησε «...αποκλείεται ο Βάσος (Σιαρλής) να σου υποσχέθηκε έτσι πράμα». Περί τον Μάιο του 2012, οι διάφοροι λειτουργοί της Εναγόμενης παρέπεμψαν τον Ενάγοντα σε συγκεκριμένο πρόσωπο για σκοπούς δανειοδότησης του μέσω του προγράμματος JΕRΕΜΙΕ, κάτι, που ωστόσο, ως αντιλήφθηκε, δεν επρόκειτο για τίποτε άλλο «Παρά στάχτη στα μάτια για να [τον] ξεγελάσουν». Των πιο πάνω γεγονότων, ακολούθησαν επίμονες προσπάθειες του Ενάγοντα για να εξασφαλίσει συνάντηση με τον τότε Διευθύνοντα Σύμβουλο της Εναγόμενης (τον οποίο και κατονόμασε), χωρίς, ποτέ, να του δοθεί η εν λόγω ευκαιρία. Στη βάση όλων των πιο πάνω, ο Ενάγοντας αντιλήφθηκε, για πρώτη φορά, ότι η όλη συμπεριφορά του Σιαρλή και γενικότερα της Εναγόμενης δεν ήταν ένας ορθός χειρισμός, αλλά χειραγώγηση, και τούτο, τόσο αναφορικά με την πρώτη επένδυση (απόκτηση των Χρεογράφων), όσο και με τη δεύτερη επένδυση, και δη την καθοδήγηση του στο να αναζητήσει επιπρόσθετα χρήματα και να δανειστεί προς τούτο από την Eurobank €2.000.000 για αγορά των ΜΑΚ. Κατά τον Ενάγοντα, οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί της Εναγόμενης περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων, ώστε να μην δοθούν συμβουλές στο κοινό που επιθυμούσε να αποκτήσει τις αξίες της ή η λειτουργία τηλεφωνικού κέντρου για ορθή και εμπεριστατωμένη επιστημονική πληροφόρηση του κάθε ενδιαφερόμενου, αποτελούν μια θλιβερή και εκ των υστέρων απόπειρα γενίκευσης, αλλά και αποποίησης των ευθυνών της. Ως ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε, η άμεση και απευθείας επικοινωνία του με τα ύψιστα στρώματα και καθ' ύλην αρμόδια πρόσωπα της Εναγόμενης, η φιλική σχέση που διατηρούσε με αυτά, η παροχή συμβουλών από αυτούς, καθώς επίσης και η σύναψη των διαφόρων συμφωνιών, δεν άφηναν οποιαδήποτε περιθώρια είτε για να αναζητήσει οποιεσδήποτε συμβουλές από άλλους, είτε να αποταθεί σε οποιαδήποτε τηλεφωνικά κέντρα ή να μελετήσει τα οποιαδήποτε έγγραφα. Ως χαρακτηριστικά ανέφερε, «Όταν μιλάς τον Θεό, τι να τους κάμεις τους Αγίους;». Πάντα στη βάση της εκδοχής του Ενάγοντα, μετά την πιο πάνω σειρά γεγονότων, κατέληξε να είναι εγκλωβισμένος στα MAEK ύψους €3.100.000, χωρίς οποιοδήποτε υποστηρικτικό δανεισμό από πλευράς της Εναγόμενης, αλλά έχοντας ήδη συνάψει αρκετά δάνεια και δημιουργήσει, κατά συνέπεια, αρκετές υποχρεώσεις σε τράπεζες. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσει η εισροή χρήματος από τους τόκους των MAEK (οι οποίοι έπαψαν να καταβάλλονται από το 2012), και ο ίδιος να δυσκολεύεται να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του. Συνεπεία των πιο πάνω, οι τράπεζες, στις οποίες είχε υποχρεώσεις, άρχισαν να κινούνται επιθετικά, αφού, στο μεταξύ, και η οικονομία είχε πάρει την κατιούσα, με αποτέλεσμα να του εκποιήσουν ολόκληρη την περιουσία του, με εξαίρεση ένα μικρό μέρος της ακίνητης περιουσίας του, που κατάφερε να εξασφαλίσει δικαιώματα επαναγοράς του από την Eurobank. Ως ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε, παρά τον εξανεμισμό των κεφαλαίων του, αν είχε πρόσβαση σε δανεισμό που θα του παραχωρούσε η Εναγόμενη, ως του είχε υποσχεθεί, ο οποίος και αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα για να προχωρήσει, εξ' αρχής, στην επένδυση του στις αξίες της τελευταίας, θα ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει όλο τον δανεισμό του στα άλλα τραπεζικά ιδρύματα, και θα είχε, κατά συνέπεια, αποσοβήσει την απώλεια της περιουσίας του. Σήμερα ο ίδιος έχει ενταχθεί στο Πρόγραμμα Άρτεμις ως δανειολήπτης και ή εγγυητής σε μη εξυπηρετούμενες τραπεζικές διευκολύνσεις, τα δε παιδιά του και η γυναίκα του δεν έχουν, συνεπεία των ανωτέρω, την όποια ελπίδα για δανεισμό, ούτε καν για σκοπούς ανέγερσης κατοικίας.
Η εκδοχή της Εναγόμενης
Μ.Υ.1
Ο Μ.Υ.1, αναφερόμενος στον χρόνο που παρήλθε από την όποια εμπλοκή του στα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή, δήλωσε, στην ουσία, αδυναμία να θυμηθεί λεπτομέρειες των όσων συνέβησαν στην παρουσία του. Ενθυμείται τη συνάντηση που είχε με τον Ενάγοντα, στην παρουσία και άλλου λειτουργού της Εναγόμενης (που δεν αποκλείει να είναι το πρόσωπο το οποίο ανέφερε ο Ενάγοντας), ούτε και απέκλεισε το ενδεχόμενο να είναι αυτός (ο Μ.Υ.1) που ενημέρωσε τον Ενάγοντα για την έκδοση και προώθηση, προς το κοινό, κατά το 2011, των MAEK. Ωστόσο, κατηγορηματικά, αρνήθηκε ότι παρότρυνε καθ' οιονδήποτε τρόπο τον Ενάγοντα στην απόκτηση τους ή ότι του ανέφερε ότι η μετατροπή των ΜΑΚ σε MAEK ήταν υποχρεωτική. Χωρίς να αποκλείει το ενδεχόμενο να αναφέρθηκε στον Ενάγοντα περί του ότι τα MAEK μπορούν να μετατραπούν σε μετοχές, ισχυρίστηκε ότι, στο πλαίσιο προώθησης των MAEK, σε κάθε συνάντηση με προτεινόμενο πελάτη, είχαν στην κατοχή τους συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο, το οποίο έθεταν προς τον πελάτη και λάμβαναν τις σχετικές απαντήσεις που τους έδιδε, καθώς επίσης και του επεξηγούσαν ό,τι εκεί καταγραφόταν σε σχέση με τις εν λόγω αξίες. Επρόκειτο για πρωτόκολλο, το οποίο ακολουθούσε πιστά. Πάντα κατά τον Μ.Υ.1, στη βάση του περιεχομένου του ερωτηματολογίου, διδόταν μια πλήρης εικόνα των χαρακτηριστικών των MAEK, καθώς επίσης και των ρίσκων που ελλόχευαν από την απόκτηση τους, και ο κάθε πελάτης, ο οποίος τύγχανε μιας τέτοιας ενημέρωσης, σίγουρα θα αντιλαμβανόταν ότι τα MAEK δεν επρόκειτο για μια ασφαλή κατάθεση. Προς τούτο υπέδειξε ότι, με βάση το ερωτηματολόγιο (αποτελεί τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου), ήταν ξεκάθαρο ότι τα MAEK μπορούν να τύχουν διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο και ότι για αυτά είχε εκδοθεί συγκεκριμένο ενημερωτικό δελτίο, κάτι που δεν γίνεται, ούτε εφαρμόζεται στις απλές ασφαλείς καταθέσεις. Ανέφερε ακόμα ότι δεν πιστεύει, στη συζήτηση που είχε με τον Ενάγοντα κατά το 2011, να προέκυψε ή να έγινε οποιαδήποτε αναφορά σε διαχωρισμό του, επενδυμένου τότε, κεφαλαίου των €3.100.000 στα ΜΑΚ, σε δύο πακέτα, και δη €1.100.000 και €2.000.000. Δέχθηκε, ωστόσο, ότι το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο που χρησιμοποίησε κατά τη συνάντηση του με τον Ενάγοντα, δεν αποτελούσε τον, προνοούμενο στο Νόμο, έλεγχο καταλληλότητας και συμβατότητας. Δήλωσε, συναφώς, ότι, ο πελάτης απλώς ενημερωνόταν για τα κύρια χαρακτηριστικά και κινδύνους των MAEK. Επιπροσθέτως, ανέφερε ότι στη βάση των όσων γνώριζε για τον Ενάγοντα, αν αυτός αξιολογείτο με βάση τη διαδικασία του Νόμου, ίσως να κατηγοριοποιείτο ως επαγγελματίας επενδυτής. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι οι χειρόγραφες σημειώσεις επί της αίτησης απόκτησης των MAEK (Τεκμήριο 4.2), δεν τέθηκαν από τον ίδιο, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει αν αυτές τέθηκαν από τον άλλο λειτουργό της Εναγόμενης που ήταν παρών, αφού δεν ήταν σε θέση να εκφράσει γνώμη ως προς τον γραφικό χαρακτήρα του τελευταίου.
Μ.Υ.2
Ο Μ.Υ.2 είναι ο διευθυντής του χρηματιστηριακού τμήματος θυγατρικής εταιρείας της Εναγόμενης, ο οποίος, στο παρελθόν, εργάστηκε στο ΧΑΚ, καθώς επίσης και στη Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου, αλλά και στην Εναγόμενη. Δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τον Ενάγοντα, ούτε και γνωρίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες έγιναν οι αιτήσεις για απόκτηση, από αυτόν, των διαφόρων αξιών της Εναγόμενης. Στη βάση του περιεχομένου των Τεκμηρίων 13.9, 13.10 και 13.11, ο Μ.Υ.2 ανέφερε ότι, κατά το 2009, ο Ενάγοντας, αρχικώς, είχε αποκτήσει τα ΜΑΚ αξίας €1.100.000, και ακολούθως, κατά καιρούς, αγόρασε επιπρόσθετα ΜΑΚ, τόσο από το ΧΑ, όσο και από το ΧΑΚ. Πάντα στη βάση του περιεχομένου των εν λόγω τεκμηρίων, ως ανέφερε, προκύπτει ότι, κατά καιρούς, έγιναν μεταφορές των συγκεκριμένων αξιών από το ένα χρηματιστήριο στο άλλο, σε σχέση, πάντα, με τον Ενάγοντα. Με αναφορά στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4.2, και δη την αίτηση απόκτησης των MAEK, όπου ως «χειριστής» αναφέρονται οι Brokers, ισχυρίστηκε ότι αυτό συνεπάγεται ότι όλα τα εκεί αναφερόμενα MAEK (αξίας €3.100.000), βρίσκονταν κάτω από τον χειρισμό των Brokers, κάτι που σημαίνει ότι, στη βάση της σχετικής συμφωνίας των Brokers με τον Ενάγοντα, οι τελευταίοι αποτελούσαν τα πρόσωπα που είχαν τη δυνατότητα να χειρίζονται τις αξίες αυτές, δηλαδή, να ενεργούν ώστε αυτές να τυγχάνουν διαπραγμάτευσης ή να πωλούνται, αλλά και να ενεργούν εκ μέρους του για αγορά άλλων τέτοιων αξιών. Τούτο, ως δεδομένο, πάντα κατά τον Μ.Υ.2, σήμαινε ότι το εν λόγω χαρτοφυλάκιο του Ενάγοντα και δη τα MAEK αξίας €3.100.000, δεν θα μπορούσε να διαχωριστεί, ούτε και θα ήταν δυνατόν να διαφανεί αν αυτά επρόκειτο για δύο πακέτα, ως ο Ενάγοντας ισχυρίζεται, και δη ένα των €1.100.000 και ένα των €2.000.000. Προς τούτο υπέδειξε ότι, στο συγκεκριμένο αυτό χαρτοφυλάκιο, περιλαμβάνονται και τα ΜΑΚ αξίας €11.000, που, επιπροσθέτως, ο Ενάγοντας αγόρασε σε χρόνο πριν την απόκτηση των MAEK. Υπέδειξε περαιτέρω, πάντα συναφώς, ότι πριν την απόκτηση των MAEK, και ενώ ο Ενάγοντας κατείχε ΜΑΚ, προέβη σε διάφορες αγοραπωλησίες των αξιών αυτών, με αποτέλεσμα, το τελικό κεφάλαιο των ΜΑΚ €3.100.000, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη μετέπειτα απόκτηση, ίσης αξίας, MAEK, να μην μπορεί πλέον να διαχωριστεί σε οποιαδήποτε πακέτα. Αν και δήλωσε άγνοια ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες ο Ενάγοντας διόρισε τους Brokers ως επενδυτικούς του συμβούλους, αναφερόμενος στην εταιρεία που τον εργοδοτεί, η οποία, επίσης, αποτελεί εταιρεία παροχής επενδυτικών συμβουλών, ανέφερε ότι η συνεργασία τέτοιου είδους εταιρειών με πελάτες εμπεριέχει διάφορα κριτήρια, υπογραφές συμβολαίων, αναζήτηση όλων των πληροφοριών ώστε να εκπληρωθεί η διαδικασία «γνώρισε τον πελάτη σου» (Know Your Client), καθώς επίσης και η υποβολή του πελάτη σε τεστ καταλληλότητας αναφορικά με την επενδυτική υπηρεσία της λήψης διαβίβασης και εκτέλεσης. Αν, τώρα, η συμφωνία μεταξύ πελάτη και επενδυτικού συμβούλου είναι διακριτικής ευχέρειας, δηλαδή ο επενδυτικός σύμβουλος να έχει, εξ' αρχής, εντολή από τον πελάτη να μπορεί να προχωρά σε επενδύσεις και να διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιο του χωρίς να προηγηθεί ειδική σχετική εντολή για κάθε τέτοια ενέργεια, τότε, πριν την υπογραφή της συμφωνίας παροχής επενδυτικών συμβουλών, ο πελάτης υποβάλλεται και σε τεστ συμβατότητας, κάτι παρόμοιο με το τεστ καταλληλότητας, το οποίο, ωστόσο, αφορά πιο συγκεκριμένα θέματα, για να μπορεί η εταιρεία, ακολούθως, να προχωρήσει σε συμφωνία με τον πελάτη. Αναφερόμενος δε στο Τεκμήριο 13.1, ισχυρίστηκε ότι για να ήταν δυνατόν για τον Ενάγοντα να προχωρήσει στις εκεί αναφερόμενες αγοραπωλησίες μετοχών μέσω του ΧΑΚ, θα έπρεπε να είχε, τη δεδομένη στιγμή, συμφωνία με κάποιο μέλος ή κάποιο χρηματιστηριακό ταμείο, η οποία προσομοιάζει με τις συμφωνίες στις οποίες αναφέρθηκε προηγουμένως, οι οποίες υπογράφονται μεταξύ πελατών και επενδυτικών συμβούλων. Ως προς τις αγοραπωλησίες μετοχών που αναφέρονται στο Τεκμήριο 13.1, ο μάρτυρας ανέφερε ότι πρόκειται για αγοραπωλησίες που έγιναν μεταξύ του 1977 και 2000. Κατά την αντεξέταση, ο Μ.Υ.2, αποδέχτηκε τη θέση που του υποβλήθηκε από τη συνήγορο του Ενάγοντα ότι κατά τα έτη 1977 μέχρι και 2000, όταν και o τελευταίος προέβη στις διάφορες αγοραπωλησίες μετοχών, στην Κύπρο, δεν βρισκόταν σε ισχύ ο Νόμος, ως αυτός ορίστηκε ανωτέρω. Με ειδική αναφορά στο Τεκμήριο 13.9 και σε ερώτηση κατά πόσο προκύπτει, από τις εκεί αναφερόμενες συναλλαγές, να έχει ποτέ το επενδυμένο κεφάλαιο του Ενάγοντα να έχει ποτέ μειωθεί κάτω των €1.100.000, κατόπιν επιθεώρησης του όλου περιεχομένου του, ανάφερε ότι ποτέ το υπόλοιπο του Ενάγοντα δεν έπεσε κάτω από τα €1.100.000. Επίσης, δήλωσε άγνοια ως προς την ορθότητα και ή νομιμότητα με την οποία η Εναγόμενη εξέδωσε και προώθησε τις επίδικες αξίες προς το κοινό, αναφέροντας ότι πρόκειται για νομικό ζήτημα για το οποίο δεν μπορεί να εκφέρει γνώμη. Τέλος, ανέφερε ότι, στη βάση των διαφόρων εγγράφων που μελέτησε, MAEK αξίας €2.000.000, τα οποία αποτελούσαν μέρος του ολικού πακέτου του €3.100.000, σε κάποιο στάδιο μετατραπήκαν σε ΥMO.
Επίδικα Ζητήματα και νομική πτυχή
Με δεδομένους τους τρόπους με τους οποίους καταβλήθηκαν τα χρήματα του Ενάγοντα για απόκτηση των επίδικων ΜΑΕΚ (αξίας €1.100.000), προκύπτει ανάγκη, στο σημείο αυτό, το Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο δύναται να αποφανθεί ως προς τη νομιμότητα και γενικότερα την όποια, τυχόν, ακυρωσιμότητα των συμφωνιών απόκτησης των Χρεογράφων και των ΜΑΚ. Συναφώς, είμαι της γνώμης ότι, στη βάση των όσων, σχετικώς, αποφασίστηκαν από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποίαν αναφορά θα κάνω κατωτέρω, το παρόν Δικαστήριο δεν διατηρεί δικαίωμα σχετικής απόφανσης, πόσο δε μάλλον όταν, ούτε δικογραφικώς αναφέρεται κάτι σχετικό ή επιζητείται σχετική θεραπεία. Και εξηγώ.
Παρά τις ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορές περί μετατροπής των Χρεογράφων σε ΜΑΚ και των ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ, είναι εξόφθαλμα που προκύπτει, τόσο από τα σχετικά Τεκμήρια, όσο και από τη σχετική κοινώς αποδεκτή μαρτυρία ? εξ' ου και ανωτέρω, στα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, έγινε σχετική αναφορά ? ότι η απόκτηση των ΜΑΚ και ακολούθως των ΜΑΕΚ, δεν αποτελεί συνέχεια της προηγηθείσας, στην κάθε περίπτωση, συμφωνίας απόκτησης της προηγούμενης έκδοσης των επίδικων αξιών της Εναγόμενης. Και τούτο γιατί, για σκοπούς απόκτησης των ΜΑΚ, η συμβατική σχέση των μερών για τα Χρεόγραφα, συμβιβάστηκε (settled), πριν τη λήξη της (με τους διαδίκους, αφενός να απαλλάσσονται από τις εκατέρωθεν συμβατικές υποχρεώσεις τους και αφετέρου να αποποιούνται των σχετικών δικαιωμάτων τους) και το κεφάλαιο των Χρεογράφων απελευθερώθηκε, και ο Ενάγοντας το χρησιμοποίησε για σκοπούς απόκτησης των ΜΑΚ. Τα ίδια ισχύουν και για τα ΜΑΕΚ, που αποκτήθηκαν με τη καταβολή του κεφαλαίου των ΜΑΚ, αφού η συμβατική σχέση των μερών για τα ΜΑΚ, για τους ίδιους λόγους, συμβιβάστηκε (settled), πριν τη λήξη της, και το κεφάλαιο των ΜΑΚ απελευθερώθηκε, και ο Ενάγοντας το χρησιμοποίησε για σκοπούς απόκτησης των ΜΑΕΚ. Στη βάση των δεδομένων αυτών, δεν επιτρέπεται στο Δικαστήριο να εξετάσει την όποια νομιμότητα ή ακυρωσιμότητα της σύμβασης απόκτησης των Χρεογράφων και των ΜΑΚ. Όπως, σχετικώς, αναφέρθηκε στην απόφαση Αναστάσης Μουλαζίμης Λτδ ν. Τράπεζας Κύπρου(2013) 1 Α.Α.Δ 168:
"Αφήνοντας ανοικτό λοιπόν το τι θα μπορούσε να διεκδικηθεί σε περίπτωση που η χρέωση δεν έχει εξοφληθεί, σε συνάρτηση με την αρχή του κωλύματος και της παρανομίας, επισημαίνουμε ότι στην περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας, δεν είναι δυνατό να επιτρέπεται στην Εφεσείουσα να επανέρχεται, 5 ολόκληρα χρόνια μετά από την εξόφληση στην οποίαν προέβη, και να απαιτεί την επιστροφή ποσών ήδη χρεωθέντων και πληρωθέντων. Η ασφάλεια των συναλλαγών και η βεβαιότητα των πράξεων οι οποίες μάλιστα θέτουν τέρμα σε συμβατική σχέση, θα ανετρέπετο εκ θεμελίων και η όλη ιδέα της οριστικότητας των σχέσεων θα εκθεμελιώνετο.
Η αναφορά την οποίαν έχει κάνει ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα στο Halsbury' s όσον αφορά τη σχέση του κωλύματος και της παρανομίας, δεν βοηθά την υπόθεση του εφ' όσον αυτή δεν έχει αναφορά στην περίπτωση που έχουμε ενώπιον μας σήμερα, όπου έχει γίνει εξόφληση. Είναι όμως σχετική μία απόφαση από τη Σκωτία, Connochie v. British Linen Bank [1943] S. L. T. (Sh. Ct.) 27, όπου επεσημάνθη η διαφορά μεταξύ ''current'' και ''settled''[6] account και εκεί, εφ' όσον επρόκειτο για ''settled'' account, απεφασίσθη ότι δεν ήταν δυνατό να επιτραπεί στον Ενάγοντα να επανέλθει και να ζητήσει ανάκτηση ποσών τα οποία είχε ήδη καταβάλει. Επισημαίνουμε την αναφορά στην υπόθεση Dickson v. The Clydesdale Bank Ltd όπου ελέχθη:?
''On behalf of the bank it was contended that as the pursuer had examined and approved of the bank's statement of her account, and granted a document under her hand to that effect, she was not entitled to reopen the matter by questioning the validity of the cheques in Question. In sustaining the bank' s contention, Lord Carmont gave the following decision:
''In my opinion the pursuer is not entitled to go back on her formal approval of the defenders debiting her account with the 10 cheque even on the assumption that it contains a forgery of the pursuer's signature. The amount of the account was approved at a figure 10 less than she now says it should have been, but she has only herself to blame for not checking the figures properly before she signed the letter of acknowledgment of the amount''.
Περαιτέρω αναφορά έγινε στην υπόθεση Wilson' s Trs. v. Bank of England (House of Lords, 6th July, 1926) όπου ελέχθη ότι:?
''Obviously a customer who grants a written acknowledgment of the correctness of his bank account is equally bound, or, in other words, is barred from disputing its accuracy''.
Εν όψει τούτου, απερρίφθη ανάλογη απαίτηση όπως η προκειμένη.»
Στη βάση της ανωτέρω εφετειακής κρίσης, η οποία κρίνω ότι τυγχάνει εφαρμογής και στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, δεν μπορεί το Δικαστήριο να εξετάσει την νομιμότητα και ή ακυρωσιμότητα των συμφωνιών απόκτησης των Χρεογράφων και ΜΑΚ, αφού οι εν προκειμένω συμφωνίες συμβιβάστηκαν (settled) μεταξύ των συμβαλλομένων τους και συνομολογήθηκε, ακολούθως, η νέα συμφωνία απόκτησης των ΜΑΕΚ. Εξάλλου, ως ήδη σημειώθηκε, ούτε δικογραφικώς, επιζητείται σχετική θεραπεία.
Προσθέτω, στο σημείο αυτό, ότι, η όποια δικογραφημένη αναφορά του Ενάγοντα, σε ψευδείς παραστάσεις, απάτη, δόλο, πίεση, συνωμοσία και γενικότερα σε παραπλανητική συμπεριφορά από πλευράς της Εναγόμενης ως προς τη φύση και χαρακτηριστικά των ΜΑΕΚ και τους κινδύνους που ελλόχευαν από την απόκτηση τους, προωθείται, τόσο δικογραφικώς όσο και κατά τη δίκη, με σκοπό να υποστηριχθεί ότι η μετέπειτα, της συμπεριφοράς αυτής, συναίνεση του Ενάγοντα να συμβληθεί μαζί της για την απόκτηση τους, δεν ήταν ελεύθερη, με αποτέλεσμα η, εν προκειμένω, συμφωνία να είναι ακυρώσιμη και να επιτρέπεται στον Ενάγοντα να επιζητεί την έκδοση διακηρυκτικής απόφασης για ακύρωσή της.
Μολονότι η παρούσα αγωγή εδράζεται και επί της νομικής βάσης της παράβασης θέσμιου καθήκοντος από πλευράς της Eναγόμενης[7], εντούτοις τούτη (η αγωγή) δεν μπορεί να επιτύχει επί αυτής της βάσης, ενόψει των όσων σχετικών, νομολογιακώς, αποφασίστηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Πολ. Έφ. Αρ. 294/2019, μεταξύ Ηλία Θεοδότου -ν.- 1. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., απόφαση ημερομηνίας 12.04.2024. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, στην περίπτωση που τραπεζικό ίδρυμα εκδίδει δικές του αξίες, τις οποίες θέτει προς πώληση στο κοινό ευρύτερα, σε μη επαγγελματική βάση, χωρίς να ενεργεί ως διαμεσολαβητής, τότε δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Νόμου.
Στην προκειμένη περίπτωση, αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των μερών, αλλά προκύπτει και από τα ενώπιον του Δικαστηρίου κοινώς αποδεκτά τεκμήρια, ότι, τόσο τα Χρεόγραφα όσο και τα ΜΑΚ αλλά και τα ΜΑΕΚ αποτελούν αξίες που εξέδωσε η ίδια η Eναγόμενη και τις οποίες, η ίδια, έθεσε προς πώληση στο ευρύ κοινό, σε χρόνο πριν την έναρξη της όποιας διαπραγμάτευσής τους, και ότι τούτο το έπραξε σε μη επαγγελματική βάση, και δη εκτάκτως, στο πλαίσιο προσπάθειας άντλησης κεφαλαίων για καλυτέρευση της κεφαλαιακής της ικανότητας. Αποτελεί, επίσης, κοινό τόπο ότι, με τον τρόπο που έδρασε η Εναγόμενη, ως ο εκδότης των επίδικων αξιών, δεν ενήργησε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ως διαμεσολαβητής, ούτε και έλαβε οποιαδήποτε ειδική αμοιβή για την εκτέλεση των σχετικών εντολών του Ενάγοντα για την αγορά τους, και κατά συνέπεια, κατ’ εφαρμογή των αποφασισθέντων στην υπόθεση Θεοδότου (ανωτέρω), η παρούσα αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει στο βαθμό που αυτή εδράζεται επί της νομικής βάσης της παράβασης νομικού καθήκοντος, ως αυτό πηγάζει από τον Νόμο[8].
Δεν μου διαφεύγουν τα όσα αποφάσισε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στις συνεκδικασθει?σες υποθέσεις C-688/15 και C-109/16, Agnieska Anisimoviene a.o. v. Bankas "Snoras"AB, en liquidation a.o., απόφαση ημερομηνίας 22.03.2018, στη βάση των οποίων, η οδηγία MiFID (2004)[9], η οποία αποτέλεσε τη βάση για τη θέσπιση του δικού μας Νόμου – ως ίσχυε τότε - τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση που μια τράπεζα εκδίδει δικές της αξίες τις οποίες παραχωρεί προς πώληση στο ευρύτερο κοινό, πλην όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω απόφασης, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εξέτασε το ειδικό ζήτημα, που εξέτασε το Εφετείο της Κύπρου, αναφορικά με το αν ο εκδότης των αξιών προσέφερε τις αξίες προς πώληση σε επαγγελματική βάση ή όχι. Δεδομένης της ειδικής αυτής ενασχόλησης του Εφετείου της Κύπρου, τουλάχιστον ως προς το ζήτημα αυτό, η απόφαση του αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο για το παρόν Δικαστήριο, και κατά συνέπεια, κατ’ εφαρμογή της, κρίνω ότι η παρούσα αγωγή δεν θα μπορούσε να πετύχει επί της εν προκειμένω βάσης.
Κατά συνέπεια, καθίσταται αναγκαίο, ως μέρος της νομικής πτυχής που διέπει την παρούσα αγωγή να καταγράφει το νομικό πλαίσιο που αφορά τις λοιπές νομικές βάσεις επί των οποίων εδράζεται τούτη, και πάντα αναφορικά με το ακυρώσιμο ή μη της συμφωνίας απόκτησης των ΜΑΕΚ.
Ως σημειώθηκε ανωτέρω, ο Ενάγοντας βασίζοντας την παρούσα αγωγή στον κατ’ ισχυρισμό δόλο και/ή απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή ψυχική πίεση και/ή εξαναγκασμό κ.ο.κ., επιζητεί την έκδοση διακηρυκτικής απόφασης ότι η συμφωνία απόκτησης των ΜΑΕΚ, είναι ακυρώσιμη και κατά συνέπεια θα πρέπει να ακυρωθεί, υπό την έννοια ότι ελλείπει η αναγκαία ελεύθερη συναίνεση, από πλευράς του, κατά την συνομολόγηση της. Τόσο στη βάση των σχετικών δικογραφήσεων του, όσο και του τρόπου που προωθήθηκε η αγωγή, αλλά πολύ περισσότερο και στη βάση της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου του, η όποια αναφορά σε παραπλανητική και/ή απατηλή συμπεριφορά της Εναγόμενης, μέσω των υπαλλήλων της, θέλει τη συμπεριφορά αυτή να αποτελεί απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή πίεση και να δικαιολογεί κρίση περί έλλειψης ελεύθερης συναίνεσης από πλευράς του Ενάγοντα κατά τη συνομολόγηση της συμφωνίας απόκτησης των ΜΑΕΚ. Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι «η τελική αγόρευση η οποία δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίδικο θέμα, θεωρείται ότι περιορίζει τα προς απόφαση ζητήματα και όσα δεν αναπτύχθηκαν με την αγόρευση, κρίνονται ότι έχουν εγκαταλειφθεί» (βλ. Απόφαση ημερομηνίας 28, Μαΐου 2020, του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Αγωγή 1/2019, μεταξύ Στέλιος Σάββα και Υιοί ν. Γενικού Εισαγγελέα).
Μία σύμβαση για να είναι έγκυρη πρέπει, μεταξύ άλλων, να καταρτίζεται με την ελεύθερη συναίνεση των μερών, ικανών προς το συμβάλλεσθαι (βλ. άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου και Σωκράτους ν Σιβιτανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 1602). Είναι δε τέτοια (ελεύθερη), ως οι πρόνοιες του άρθρου 14 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ορίζουν, όταν δεν προκαλείται με, (α) εξαναγκασμό ή (β) ψυχική πίεση ή (γ) απάτη ή (δ) ψευδή παράσταση ή (ε) πλάνη. Η συναίνεση θεωρείται ότι προκλήθηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, εφόσον αυτή δεν θα παρεχόταν ελλείψει τούτων.
Στη βάση των προνοιών του άρθρου 19(1) του Κεφ. 149, στην περίπτωση που συναίνεση παρασχέθηκε συνεπεία εξαναγκασμού, απάτης ή ψευδούς παράστασης, η επακόλουθη συμφωνία θεωρείται ακυρώσιμη κατ' εκλογή του μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό. Το τι συνιστά απάτη και ψευδής παράσταση για σκοπούς του Κεφ. 149, καθορίζεται στα άρθρα 17 και 18 του εν λόγω Νόμου, αντίστοιχα.
Το βάρος απόδειξης της απάτης ή των ψευδών παραστάσεων το φέρει εκείνος που την/τις επικαλείται και πρέπει να την/τις αποδείξει με επαρκή και πειστική μαρτυρία.
Το αναίτιο μέρος στο οποίο απευθύνθηκε η ψευδής παράσταση, για να αποκτήσει δικαιώματα ακύρωσης της σύμβασης ή αποζημιώσεις θα πρέπει να ικανοποιήσει:
(2) ότι η συναίνεση του παρασχέθηκε συνεπεία της ψευδούς αυτής παράστασης, δηλαδή ότι βασίστηκε στην παράσταση του αντισυμβαλλομένου του και στη βάση της συναίνεσε να καταστεί μέρος της επίδικης σύμβασης και
(3) με δεδομένα τα ανωτέρω, ότι δεν ήταν σε θέση να ανακαλύψει την αλήθεια καταβάλλοντας συνήθη επιμέλεια.
Όσον αφορά στην απάτη, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι ο Εναγόμενος γνώριζε ότι η παράστασή του ήταν ψευδής και ότι είχε πρόθεση ο Ενάγοντας να ενεργήσει βασιζόμενος σε αυτή και να υποστεί ζημιά. Πρέπει στην ουσία να αποδειχθεί:
(α) η παράσταση γεγονότος,
(β) ότι ο Εναγόμενος γνώριζε ότι η παράσταση ήταν ψευδής ή δεν είχε γνήσια πεποίθηση ότι ήταν αληθής,
(γ) ότι έγινε με πρόθεση να ενεργήσει ο Ενάγων βασιζόμενος σε αυτή,
(δ) ότι ο Ενάγων ενήργησε με βάση αυτή, και
(ε) υπέστη ζημιά.
Επίσης, μια σύμβαση, δυνατό να θεωρηθεί ακυρώσιμη αν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης. Το άρθρο 16 του Κεφ. 149 προβλέπει τα εξής:
«16.1 H σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία «ψυχικής πίεσης» όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.
2. Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο-
(α) Έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου ή
(β) καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.
3. Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.»
Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση επί της ερμηνείας των προνοιών του πιο πάνω άρθρου σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στις, Χ΄Αντώνη ν Μιχαήλ κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 851, Σεργίδη ν Χατζηπαύλου, (2016) 1 Α.Α.Δ. 1192 και Χλόη Ανδρέα Πατάτσου ν 1. Άχμετ Χιλμί κ.ά., Πολ. Έφ. 300/2011, απόφαση ημερομηνίας 31.05.2017).
Στην υπόθεση Κεφάλας κ.α ν. Νικόλα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1226, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:
«Στο Chitty on Contracts, General Principles, 27η έκδ., παρ. 7-024 δίδεται ο εξής ορισμός της ψυχικής πίεσης:
«Equitable doctrine of undue influence. The equitable doctrine of undue influence is a comprehensive phrase covering cases of undue influence in particular relations and also cases of coercion, domination or pressure outside those special relations.
...............................
At common law, the presence of duress was traditionally justified on the ground that the duress prevented the party constrained from forming a full and independent resolution to contract. In equity however, the application of the doctrine of undue influence was intended rather to ensure that no person should be allowed to retain the benefit of his own fraud or wrongful act."
Στην Allcard v. Skinner [1887] 36 Ch.D. 145, η θέση του δίκαιου της επιείκειας αναδύεται σύντομα και περιεκτικά μέσα από τις πιο κάτω γραμμές:
"This is not a limitation placed on the action of the donor; it is a fetter placed upon the conscience of the recipient of the gift, and one which arises out of public policy and fair play."
Εκ των ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλο ότι η ψυχική πίεση, ως δόγμα του δικαίου της επιείκειας, δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εξαναγκασμού αλλά επεκτείνεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που αποκτάται ή όπου έχει προδοθεί η εμπιστοσύνη που δόθηκε.
Η έννοια της ψυχικής πίεσης δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια από τη νομολογία και συνεπώς δεν υπάρχουν στεγανά. Τα αγγλικά δικαστήρια έχουν περιγράψει την ψυχική πίεση ως some unfair and improper conduct, some coercion from outside, some overreaching, some form of cheating and generally, though not always, some personal advantage obtained by the guilty party". Βλ. Allcard v. Scinner (ανωτέρω).
Στην Allcard v. Skinner (ανωτέρω) o Cotton L.J. προσέγγισε το θέμα με τον εξής τρόπο:
"First, where the court has been satisfied that the gift was the result of influence expressly used by the donee for the purpose; second, where the relations between the donor and donee have at or shortly before the execution of the gift been such as to raise a presumption that the donee had influence over the donor. In such a case the Court sets aside the voluntary gift, unless it is proved that in fact the gift was the spontaneous act of the donor acting under circumstances which enabled him to exercise an independent will and which justifies the Court in holding that the gift was the result of a free exercise of the donor's will. The first class of cases may be considered as depending on the principle that no one shall be allowed to retain any benefit arising from his own fraud or wrongful act. In the second class of cases the Court interferes, not on the ground that any wrongful act has in fact been committed by the donee, but on the ground of public policy and to prevent the relations which existed between the parties and the influence arising therefrom being abused."
Οι συμβάσεις που μπορούν να καταργηθούν λόγω ψυχικής πίεσης ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις στις οποίες υπάρχει μεταξύ των μερών ειδική σχέση. Στην πρώτη περίπτωση, η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός. Στη δεύτερη, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει.
Σε μια αντιδικία, ο ενάγων μπορεί να ισχυρισθεί ότι υπάρχουν και οι δύο περιπτώσεις ότι δηλαδή, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει και ότι όντως υπάρχει. Στο τέλος, δεν αποκλείεται να αποβεί επιτυχής η επίκληση και των δύο περιπτώσεων, εφόσον η μία δεν ουδετεροποιεί την άλλη. Βλ. Re Craig Meneces and Another v. Middleton and Others (1970) 2 All E.R. 390.
Στην περίπτωση, όπου δεν υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των μερών, απαραιτήτως πρέπει να αποδειχθεί θετικά ότι η επιρροή που άσκησε το ένα μέρος επί του άλλου υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων για τη συνομολόγηση της συμφωνίας, η οποία δεν θα γινόταν αν δεν μεσολαβούσε η άσκηση της επιρροής. Σ' αυτή την περίπτωση, ο διάδικος ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή έχει το βάρος να αποδείξει τη ψυχική πίεση. Στη δεύτερη περίπτωση, όπου τεκμαίρεται η ύπαρξη της ψυχικής πίεσης, το μέρος στο οποίο έχει εναποτεθεί η εμπιστοσύνη, έχει το βάρος να καταδείξει ότι αυτός που τον εμπιστεύθηκε και τώρα επιδιώκει την κατάργηση της σύμβασης ή της συναλλαγής, ενήργησε οικειοθελώς υπό την έννοια ότι ήταν ελεύθερος και καλά πληροφορημένος να προβεί ο ίδιος σε ανεξάρτητη εκτίμηση της ωφελιμότητας της σύμβασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρίς αυτό να αποτελεί τον κανόνα, ο μόνος τρόπος ανατροπής του τεκμηρίου είναι η απόδειξη ότι το μέρος που επιδιώκει την κατάργηση της σύμβασης ή της συναλλαγής πήρε ανεξάρτητη συμβουλή πριν από τη σύναψη της συμφωνίας την οποία και ακολούθησε.»
Τέλος, στην υπόθεση Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Φυλάξεως ν. Ουρανίας Κώστα Πούλλα κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 961, σημειώθηκε, επίσης, ότι:
«Η ελεύθερη συναίνεση αποτελεί συστατικό κάθε νόμιμης σύμβασης (άρθρο 10 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149). Σύμφωνα με το άρθρο 14(β) η συναίνεση είναι ελεύθερη όταν δεν είναι αποτέλεσμα άσκησης ψυχικής πίεσης, η απόδειξη της οποίας οδηγεί σε απαλλαγή από αναληφθείσα συμβατική υποχρέωση (άρθρο 20(1) του Κεφ. 149. Βλέπε ακόμα Eurohouse Finance Ltd v. Μιχαηλίδη, Π.Ε. 10433, ημερ. 28.5.2002).
Η ψυχική πίεση μπορεί να προέλθει από μια εμπιστευτική ή εξαρτώμενη σχέση μεταξύ δύο προσώπων, όπου η εξάρτηση του ενός θέτει τον άλλο σε πλεονεκτική θέση να εξασκήσει επιρροή επ΄αυτού, επιρροή η οποία μπορεί μεν να θεωρηθεί ως απόλυτα φυσική, αλλά από την άλλη είναι ικανή να χρησιμοποιηθεί άδικα (βλέπε Χαραλάμπους ν. Αριστοτέλους (2001) 1 Α.Α.Δ. 750).
Το άρθρο 16(1) του Κεφ. 149, προνοεί ότι σύμβαση θεωρείται ότι συνήφθη συνεπεία ψυχικής πίεσης, όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ούτως ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται της θέσης αυτής για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου συμβαλλόμενου.
Χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, ειδικότερα θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης κάποιου, κάθε πρόσωπο το οποίο έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επ΄αυτού ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντί του ή καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης (άρθρο 16(2) του Κεφ.149. Βλέπε επίσης Δημητρίου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδη, Π.Ε. 10792, ημερ. 10.10.2002).
Η ψυχική πίεση δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εξαναγκασμού, αλλά επεκτείνεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που δόθηκε (Κεφάλας κ.ά. ν. Νικόλα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1226, Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου (1998) 1 Α.Α.Δ. 555, Chitty on Contract, General Principles, 27η έκδοση, παραγρ. 7-024).
Οι συμβάσεις που είναι ακυρώσιμες λόγω ψυχικής πίεσης ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών, ενώ η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις στις οποίες υπάρχει ακριβώς μια τέτοια ειδική σχέση. Στην πρώτη περίπτωση η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός. Στη δεύτερη, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει.
Στην περίπτωση όπου δεν υπάρχει ειδική σχέση, θα πρέπει απαραίτητα να αποδειχθεί θετικά ότι η επιρροή που άσκησε το ένα μέρος επί του άλλου υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων για τη σύναψη της συμφωνίας, η οποία δεν θα γινόταν αν δεν μεσολαβούσε η άσκηση της επιρροής.
Στη δεύτερη περίπτωση όπου τεκμαίρεται η ύπαρξη ψυχικής πίεσης, το μέρος στο οποίο έχει εναποτεθεί η εμπιστοσύνη, έχει το βάρος να δείξει ότι αυτός που τον εμπιστεύθηκε και τώρα επιδιώκει την ακύρωση της σύμβασης, ενήργησε οικειοθελώς υπό την έννοια ότι ήταν ελεύθερος και καλά πληροφορημένος να προβεί ο ίδιος σε ανεξάρτητη εκτίμηση της ωφελιμότητας της σύμβασης (Κεφάλας κ.ά. ν. Νικόλα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1226).
Όταν δεν υφίσταται ειδική σχέση ανάμεσα στα μέρη, το βάρος απόδειξης της ψυχικής πίεσης ανήκει στο διάδικο ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή. Η ψυχική πίεση θα πρέπει να αποδειχθεί με το να καταδειχθεί ότι ο παραλήπτης της δωρεάς άσκησε πραγματικό εξαναγκασμό ή ότι ο τελευταίος άσκησε επί του δωρητή τέτοιο βαθμό γενικής κυριαρχίας ή ελέγχου, ούτως ώστε να είχε υπονομευθεί ουσιωδώς η δυνατότητά του να καταλήξει σε ανεξάρτητη απόφαση. Στη δεύτερη περίπτωση όπου η πίεση τεκμαίρεται από κάποια σχέση ανάμεσα στα μέρη, ο διάδικος ο οποίος λαμβάνει το όφελος βαρύνεται να αποδείξει ότι η δωρεά δεν έχει εξασφαλιστεί λόγω ψυχικής πίεσης (βλέπε άρθρο 16(3) του Κεφ.149 και Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου, ανωτέρω).
Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων τεκμαίρεται η ύπαρξη ψυχικής πίεσης, αφού η θέση εμπιστοσύνης που έχει ο ένας τον τοποθετεί σε θέση ασυνήθιστης εξουσίας, σε βαθμό που να δικαιολογείται η λήψη ανεξάρτητης συμβουλής. Η πιθανότητα να θέσει το πρόσωπο αυτό τα δικά του συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα του άλλου που μπορεί να επηρεαστεί είναι τόσο ορατή, που ο νόμος του επιβάλλει την υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν έχει καταχραστεί τη θέση του (Σωκράτους ν. Σιβιτανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1602).
Το τεκμήριο ότι ασκήθηκε ψυχική πίεση εγείρεται μόνο αν η συναλλαγή ήταν υπερβολικά επαχθής για το πρόσωπο που επηρεάστηκε ([1985] Α.C. 686, 704, relying on a Privy Council decision on the Indian Contracts Act, Poosathurai v. Kannappa Chettiar [1919] L.R. 47 Ind. App.1) ή όπως τέθηκε από τον Nourse L.J. στην υπόθεση Goldsworthy v. Brickell [1987] Ch. 378, 401, το τεκμήριο παραμένει ανενεργό μέχρις ότου ο διάδικος ο οποίος επιδεικνύει την εμπιστοσύνη προβαίνει σε μία δωρεά τόσο μεγάλη ή συνάπτει σύμβαση τόσο ανισοσκελή, ούτως ώστε να μην δικαιολογείται από φιλία, συγγένεια, φιλανθρωπία ή άλλα συνήθη ελατήρια.
Κατά το δίκαιο της επιείκειας η εφαρμογή της αρχής της ψυχικής πίεσης είχε πρόθεση να εξασφαλίσει ότι δεν θα πρέπει να επιτραπεί σε κανένα να διατηρήσει το όφελος, που προέκυψε από το δόλο του ή την παράνομή του πράξη. Όπως τέθηκε στην υπόθεση Allcard v. Skinner 56 L.J. Ch. 1052 η αρχή αυτή αποτελεί εμπόδιο στη συνείδηση του δωρεοδόχου, που προκύπτει από την έντιμη συμπεριφορά. Ως αποτέλεσμα η αρχή αυτή επεκτείνεται όχι μόνο σε υποθέσεις άσκησης πίεσης, αλλά και σε όλες τις υποθέσεις στις οποίες η επιρροή αποκτάται και της γίνεται κατάχρηση, όπου η εμπιστοσύνη επιδεικνύεται και προδίδεται (Smith v. Kay [1859] 7 H.L.C. 750, 779).
Αν δεν υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των μερών, όπως αυτή στην οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω, ο συμβαλλόμενος που αξιώνει την ακύρωση της σύμβασης θα πρέπει να αποδείξει τη ψυχική πίεση (Allcard v. Skinner, ανωτέρω). Αυτό μπορεί να γίνει αποδεικνύοντας είτε ότι υπήρξε πραγματική πίεση από το δωρεοδόχο ή ότι αυτός άσκησε επί του μυαλού του δωρητή τέτοιου βαθμού γενική επιβολή ή έλεγχο, ούτως ώστε η ανεξαρτησία στη λήψη της απόφασης να είχε ουσιαστικά υπονομευθεί, (Smith v. Kay, ανωτέρω, Bank of Montreal v. Stuart [1911] A.C. 120. Βλέπε επίσης Coldunell Ltd v. Gallon and another [1986] 1 All E.R. 429).
Η επίδραση τεκμαίρεται αν οι συμβαλλόμενοι ήταν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, σε ορισμένου τύπου σχέση εμπιστοσύνης (Allcard v. Skinner, ανωτέρω). Όταν η σύμβαση αποδειχθεί ότι είναι επαχθής, το βάρος τίθεται επί των ώμων του διάδικου που έχει το όφελος, ο οποίος θα πρέπει να δικαιολογήσει ότι η σύμβαση ήταν ελεύθερη ψυχικής πίεσης. Τέτοιες εμπιστευτικές σχέσεις είναι οι σχέσεις γονιού και παιδιού, κηδεμόνα και κηδεμονευόμενου, δικηγόρου και πελάτη, καθώς και σε ορισμένες συμβάσεις μεταξύ μνηστευμένων, γιατρού και ασθενούς. Το τεκμήριο δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές τις ειδικές σχέσεις. Αν ο ενάγων αποδείξει ότι κατά το χρόνο της ετεροβαρούς σύμβασης, υπήρχε πράγματι σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, προκύπτει το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης (Tufton v. Sperni [1952] 2 T.L.R. 516, 522).
Το τεκμήριο εφαρμόζεται σε όλη την ποικιλία των σχέσεων στις οποίες ασκείται, κυριαρχία από το ένα πρόσωπο επί του άλλου (Huguenin v. Baseley [1807] 14 Ves. 286).
Για να καταρριφθεί το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης, το δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι ο δωρητής ενεργούσε ανεξάρτητα οιασδήποτε επιρροής από το δωρεοδόχο και με πλήρη συνείδηση του τι έπραττε (Inche Noriah v. Shaik Allie Bin Omar [1929] A.C. 127, 135). Ο συνηθέστερος τρόπος απόδειξης του πιο πάνω είναι ότι ο δωρητής είχε ικανοποιητική και ανεξάρτητη συμβουλή (Morley v. Loughnan [1893] 1 Ch. 736, 752).
Σε υποθέσεις αυτού του είδους εκείνο που χρειάζεται να αποδειχθεί είναι ότι το καθήκον που προκύπτει από τη σχέση εμπιστοσύνης έχει εκπληρωθεί. Τι συνιστά εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος εξαρτάται από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά γενικά το καθήκον αυτό απαιτεί ότι το πρόσωπο που υπάρχει ισχυρισμός ότι έχει επηρεαστεί ήταν σε θέση να διαμορφώσει ανεξάρτητη και εμπεριστατωμένη κρίση (Lloyd΄s Bank Ltd v. Bundy [1974] 3 All E.R. 757).
Όπου διάδικος προσπαθεί να αποφύγει τις συνέπειες σύμβασης λόγω ψυχικής πίεσης, που ασκήθηκε από τρίτο πρόσωπο, θα πρέπει να αποδειχθεί είτε ότι το τρίτο πρόσωπο ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του συμβαλλόμενου ή ότι ο συμβαλλόμενος είχε πραγματική ή τεκμαρτή γνώση της ψυχικής πίεσης (Chitty on Contracts, ανωτέρω, παραγρ. 7-040).
Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο δέκτηκε ότι υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του Στέλιου και των εφεσειόντων. Θα πρέπει να διερωτηθούμε, αλήθεια, λόγω ποιας σχέσης οι εφεσείοντες ήταν σε θέση να κυριαρχούν επί της θέλησης του Στέλιου; Η σχέση μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου σίγουρα δεν δημιουργεί, χωρίς την ύπαρξη άλλων παραμέτρων, μια τέτοια σχέση εμπιστοσύνης. Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η σχέση αυτή αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η δέσμευση των εκπροσώπων των εφεσειόντων δεν περιελήφθη στη σχετική συμφωνία, είναι εντελώς αβάσιμη και ατεκμηρίωτη.
Λανθασμένη είναι και η αναφορά του Δικαστηρίου στην αρχή της ανισότητας στη διαπραγματευτική δύναμη, που αναλύεται στην υπόθεση Lloyd's Bank Ltd v. Bundy, ανωτέρω). Στην υπόθεση εκείνη ο Λόρδος Denning MR είχε υποστηρίξει την αρχή της ανισότητας στη διαπραγματευτική δύναμη. Με βάση αυτή την αρχή παρέχεται θεραπεία σε πρόσωπο το οποίο, χωρίς ανεξάρτητη συμβουλή, συμβάλλεται με όρους που είναι άδικοι ή μεταβιβάζει περιουσία για εμφανώς ανεπαρκή αντιπαροχή, όταν η διαπραγματευτική του δύναμη έχει σοβαρά περιοριστεί, είτε λόγω των δικών του αναγκών ή επιθυμιών είτε λόγω της άγνοιας ή της αστάθειάς του, αν αυτές συμπίπτουν με ψυχική πίεση, ή πιέσεις, όχι απαραίτητα παράνομες, επ' ωφελεία του ετέρου συμβαλλόμενου. Η θέση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από την πλειοψηφία του Δικαστηρίου, η οποία βάσισε τη δική της απόφαση στην ορθόδοξη άποψη της αρχής όπως αναπτύσσεται στην υπόθεση Allcard v. Skinner, ανωτέρω.
Περαιτέρω, στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί η σχέση μεταξύ των εφεσειόντων και του εργοδοτούμενού τους Στέλιου να θεωρηθεί ως σχέση εμπιστοσύνης, ούτε ότι λόγω μιας τέτοιας σχέσης ο Στέλιος κατέληξε στην απόφασή του, ύστερα από επίδραση που ασκήθηκε πάνω του από τους εργοδότες του. Περαιτέρω, η σύμβαση δεν ήταν ετεροβαρής. Οι εφεσείοντες δεν προσπαθούσαν να προσκομιστούν όφελος από το Στέλιο και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρχε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ τους. Εκείνο που διαφεύγει από το πρωτόδικο δικαστήριο καθ΄ όλο το πνεύμα της απόφασής του είναι ότι οι εφεσείοντες δεν προσπαθούσαν να προσκομίσουν οποιοδήποτε όφελος, αλλά να περιορίσουν, κατά το δυνατόν, την τεράστια ζημιά την οποία ο Στέλιος τους είχε προξενήσει. Η υπογραφείσα συμφωνία ήταν μία ανάληψη υποχρέωσης, που ο Στέλιος ήδη είχε και την οποία οι εφεσείοντες μπορούσαν να διεκδικήσουν ακόμα και δικαστικώς. Τέλος, ο Στέλιος είχε κάθε ευκαιρία, επανειλημμένα μάλιστα, να τύχει νομικής συμβουλής, με αποκορύφωμα το ότι η τελική συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη, να τύχει επεξεργασίας και έγκρισης από το δικηγόρο του.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση National Westminster Bank plc v. Morgan [1985] 1 All E.R. 821, σύμβαση δεν μπορεί να ακυρωθεί λόγω ψυχικής πίεσης, εκτός αν αποδειχθεί ότι η σύμβαση ήταν καταφανώς επαχθής για το πρόσωπο που είχε υποστεί την επίδραση. Η βάση της αρχής αυτής δεν βρίσκεται στη δημόσια πολιτική, αλλά στην πρόληψη της θυματοποίησης του ενός συμβαλλομένου από τον άλλο και συνεπώς δεν προκύπτει απαραίτητο τεκμήριο ψυχικής πίεσης, απλώς και μόνο από το γεγονός ότι υπήρχε εμπιστευτική σχέση μεταξύ των μερών.»
Πάντα σε σχέση με την ψυχική πίεση, εκείνο, που ρητώς, αποφασίστηκε από την αγγλική, σχετική, νομολογία, είναι ότι η απόδειξη, από πλευράς του προσώπου που επιθυμεί την ακύρωση της σύμβασης, ότι τούτη (η σύμβαση) είναι καταφανώς επαχθής, αποτελεί προϋπόθεση σε κάθε αναγνωρισμένο είδος ψυχικής πίεσης, και δη, είτε αυτή χρησιμοποιήθηκε με άμεσο τρόπο (actual undue influence), είτε είναι τεκμαρτή στη βάση των σχέσεων των συμβαλλομένων (presumed undue infuence). Η κατωτέρω περικοπή από την απόφαση Goldsworthy v. Brickell a.o. [1987] ALL ER 853, αποδεικνύει του λόγου το αληθές:
«However, the main ground of their Lordships’ decision was that before any transaction can be set aside for undue influence, whether actual or presumed, it has to be shown that the transaction has been wrongful in that it has constituted a manifest and unfair disadvantage to the person seeking to avoid it. And it is in that part of Lord Scarman’s opinion that the references to dominating influence are, incidentally as it appears, to be found.»
Για να μπορεί μια σύμβαση να θεωρηθεί επαχθής, σε τέτοιο βαθμό, που να κριθεί ότι ο διάδικος που επικαλείται την ακυρότητα της ικανοποίησε την σχετική προϋπόθεση, στην υπόθεση Kaur v. Binwaree [1988[ Lexis Citation 2175, αναφέρθηκε ότι τούτη θα πρέπει να είναι «obviously or manifestly or grossly».
Ως εκ των ανωτέρω, αυτό που πρέπει να εξεταστεί, είναι, το κατά πόσο ο Ενάγοντας δικαιούται σε διακηρυκτική απόφαση, ότι, στη βάση δόλου, και/ή απάτης, και/ή ψευδών παραστάσεων, και/ή ψυχικής πίεσης, και/ή εξαναγκασμού κ.ο.κ., η συμφωνία απόκτησης των ΜΑΕΚ, είναι ακυρώσιμη, ώστε να κηρυχθεί άκυρη και να του αποδοθεί η θεραπεία της αποκατάστασης, νοουμένου ότι τούτη είναι δυνατόν να αποδοθεί, καθώς επίσης και αν, στην ίδια βάση, δικαιούται στις όποιες αποζημιώσεις.
Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Ενάγοντας
Εξ αρχής σημειώνω ότι ο Ενάγοντας, επί των ουσιωδών, υπό αμφισβήτηση, γεγονότων, δεν με έπεισε ότι είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Η σχετική μαρτυρία του, παρουσιάζει σωρεία αντιφάσεων, συγκρούεται με την κοινή λογική, καθώς επίσης συγκρούεται και με τη λογική εξέλιξη των πραγμάτων. Ακόμα, η εν προκειμένω μαρτυρία του, παρουσιάζει υπεκφυγές, ενώ δεν συμβαδίζει με σχετικές δικές του, αδιαμφισβήτητες ενέργειες, αλλά και τοποθετήσεις. Και εξηγώ.
Η βασικότερη θέση του Ενάγοντα, τόσο δικογραφικώς, όσο και κατά τη δια ζώσης μαρτυρία του (τοποθετήθηκε, σχετικώς, κατά την αντεξέτασή του), ήταν ότι, κατά την απόκτηση, τόσο των Χρεογράφων όσο και των ΜΑΚ αλλά και των ΜΑΕΚ, στη βάση παραστάσεων των διαφόρων λειτουργών της Εναγόμενης, θεωρούσε ότι το κεφάλαιό του κατατίθετο σε ένα ασφαλές καταθετικό σχέδιο, με εξασφαλισμένη κερδοφορία, χωρίς να ελλοχεύει οποιοσδήποτε κίνδυνος μελλοντικής απώλειάς του. Η βασική αυτή θέση του, όχι μόνο δεν υποστηρίχτηκε από τη σχετική μαρτυρία, αλλά συγκρούεται με έτερες σχετικές τοποθετήσεις του, καθώς επίσης και με τις δικές του ενέργειες που έλαβαν χώρα τόσο πριν όσο και μετά την απόκτηση κάθε τέτοιας αξίας.
Ενδεικτικώς, σημειώνω τα εξής: Ως ο ίδιος ο Ενάγοντας αναφέρει στη γραπτή του δήλωση (Έγγραφο A), και συγκεκριμένα την παράγραφο 13 τούτης, «Διάφορες συγκυρίες εκείνη την εποχή με είχαν βάλει στη θέση να μην μπορώ να αντιμετωπίσω οποιοδήποτε ρίσκο έστω κι αν κάποια κίνηση παρουσίαζε πολύ υποσχόμενες προοπτικές απόδοσης. Έτσι ζήτησα και έλαβα εξαρχής τη διαβεβαίωση ότι ανεξάρτητα με την όποια προοπτική απόδοσης, οποιοδήποτε ρίσκο προς τα κάτω θα ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτο. Κι αυτό διότι το ποσό της "επένδυσης", σε μορφή δανείου που θα έκανα εγώ στην τράπεζα, θα καλυπτόταν ταυτόχρονα από ουσιαστικά ισόποσο δάνειο από την τράπεζα προς εμένα. Έτσι μπορεί οι οποιεσδήποτε αποδόσεις να μην μπορούσαν να προκαθοριστούν, το αρχικό όμως ποσό δεν θα διέτρεχε τον οποιοδήποτε κίνδυνο (αφού, και στον βαθμό που, αυτό θα καλυπτόταν από το δάνειο της ίδιας της Τράπεζας προς εμένα)». Εξόφθαλμα προκύπτει από την πιο πάνω αναφορά του, ότι, σε χρόνο πριν καν την απόκτηση των Χρεογράφων, το 2008, στην καλύτερη περίπτωση, εκείνο που αντιλήφθηκε από τις όποιες παραστάσεις του έγιναν, ήταν ότι η απόκτηση των Χρεογράφων είχε πολύ υποσχόμενες προσδοκίες απόδοσης, πλην όμως με ενδεχόμενο ρίσκο που θα επηρέαζε, ακόμα, και το επενδυμένο σε αυτά κεφάλαιο, ρίσκο, όμως, το οποίο επιθυμούσε να πάρει. Επίσης ότι, αντιλαμβανόμενος το υπαρκτό του εν προκειμένω ρίσκου, επιθυμούσε όπως εξασφαλίσει δάνειο, ισόποσο του κεφαλαίου της επένδυσης, για να μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να έχει στη διάθεσή του το εν λόγο ποσό, χωρίς, φυσικά, ένας τέτοιος δανεισμός, να αποκλείει ή, έστω, μεταβάλλει ή μετριάζει την υπαρκτή, κατά τα άλλα, και γνωστή σε αυτόν, πιθανότητα η επένδυση στα Χρεόγραφα της Εναγόμενης να μην απέδιδε τα αναμενόμενα.
Στη βάση δε και των λοιπών σχετικών αναφορών του, οι οποίες άπτονται των συνθηκών απόκτησης, ακολούθως, των ΜΑΚ και ΜΑΕΚ, ο Ενάγοντας διατηρούσε την ίδια αυτή αντίληψη. Έκδηλα προκύπτει από όλες αυτές τις σχετικές αναφορές του, ότι το βασικότερο παράπονό του, εστιαζόταν στο γεγονός ότι η Εναγόμενη, κατά τον ίδιο, δεν του παραχώρησε δάνειο ίσο με το εκάστοτε επενδυμένο κεφάλαιό του στις επίδικες αξίες της, με αποτέλεσμα, συνεπεία της οικονομικής κρίσης που ταλάνισε, τότε, τη χώρα μας, αλλά και την Ελλάδα, να μην ήταν σε θέση να έχει χρήματα για να μπορεί να καλύψει τις διάφορες υποχρεώσεις του έναντι άλλων τραπεζών, οι οποίες, αναγκάστηκαν, λόγω της μη καταβολής των δόσεων από πλευράς του, να προχωρήσουν σε ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας του.
Εν πάση περιπτώσει, ως προκύπτει αβίαστα από την ενώπιον του Δικαστηρίου αλληλογραφία, που ο ίδιος ο Ενάγοντας κατέθεσε ως τεκμήρια, οι ανησυχίες του ως προς τη φύση των επίδικων αξιών, και ότι η απόκτηση τους, αφορούσε σε επένδυση που εμπεριείχε ρίσκο, και όχι σε ασφαλές καταθετικό σχέδιο με διασφαλισμένο το επενδυμένο σε αυτές κεφάλαιο, είναι έκδηλες.
Πάντα, στη βάση των όσων ο ίδιος ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε, δεν ήταν δυνατό να τελεί υπό την πλάνη ότι η απόκτηση των Χρεογράφων αποτελούσε ένα ασφαλές καταθετικό σχέδιο, χωρίς υπαρκτό ρίσκο του κεφαλαίου απόκτησής τους, αφού, ως παραδέχθηκε, στο πλαίσιο των συζητήσεών του με τον Σιαρλή, του αναφέρθηκε, ρητώς ότι υπάρχει δυνατότητα μετατροπής των Χρεογράφων σε μετοχές, κάτι, που από μόνο του, αναδείκνυε τον υπαρκτό κίνδυνο απώλειας ή τουλάχιστον επηρεασμού του κεφαλαίου.
Όσον τώρα αφορά, ειδικότερα στα ΜΑΕΚ, από το 2010, σε χρόνο, δηλαδή, πριν την απόκτησή τους, ως προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8 (αλληλογραφία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) ο Ενάγοντας γνώριζε για την πιθανότητα τα ΜΑΕΚ να μετατραπούν σε μετοχές, κάτι που πάλι, οδηγούσε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για επένδυση που εμπεριείχε ρίσκο απώλειας αυτού, τούτου του επενδυμένου σε αυτά κεφαλαίου του.
Ένας άλλος λόγος που δεν μπορώ να δεχτώ τη θέση του Ενάγοντα, ότι κατά το 2008, 2009 και το 2011 απέκτησε τις επίδικες άξιες χωρίς να ανησυχεί ότι το κεφάλαιό του θα τίθετο σε οποιονδήποτε κίνδυνο, είναι και η, έτερη, συναφής, θέση του ότι, το 2009, διατηρούσε αρκετές αμφιβολίες για το αν θα αποκτήσει τα ΜΑΚ, οι οποίες εξανεμίστηκαν, όχι κατόπιν παραστάσεων της Εναγόμενης και/ή του οποιουδήποτε λειτουργού της, ή ακόμα και του Σιαρλή, στον οποίο, ως ισχυρίστηκε, πολλάκις, είχε τυφλή εμπιστοσύνη, αλλά από το γεγονός ότι η Eurobank δέχτηκε να τον δανειοδοτήσει με το ποσό των €2.000.000 με μόνη εξασφάλιση τα ΜΑΚ που θα αποκτούσε με τα χρήματα του δανείου.
Κατά συνέπεια, δεν μπορώ να δεχτώ τον ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι στη βάση των όποιων παραστάσεων του έγιναν από πλευράς των λειτουργών της Εναγόμενης τελούσε υπό την πλάνη ότι η απόκτηση των επίδικων άξιων αποτελούσε ένα ασφαλές καταθετικό σχέδιο χωρίς ρίσκο απώλειας του κεφαλαίου απόκτησής τους.
Ούτε και μπορώ να δεχθώ ως αληθή τον ισχυρισμό του ότι η εξασφάλιση δανείου για ποσό ίσο με την επένδυση του στις επίδικες αξίες αποτελούσε ουσιαστικό παράγοντα (προϋπόθεση) για να αποφασίσει να αποκτήσει τούτες. Η όλη, σχετική, στάση του, καταδεικνύει το ανεδαφικό του εν λόγω ισχυρισμού του. Δεν αμφισβητώ, ποσώς, ότι αποτελούσε επιθυμία του Ενάγοντα να τύχει τέτοιου δανεισμού. Τούτο, εξάλλου, προκύπτει και από τα ενώπιον μου σχετικά τεκμήρια, και δη την αλληλογραφία του με διάφορους λειτουργούς της Εναγόμενης. Ωστόσο, μολονότι εξέφρασε την επιθυμία του αυτή προς την Εναγόμενη σε χρόνο πριν καν αποκτήσει τα Χρεόγραφα (το 2008), εν τούτοις, εντός των επόμενων τριών ετών, απέκτησε τούτα, καθώς και ΜΑΚ και ΜΑΕΚ (τριπλάσιας περίπου αξίας), χωρίς ποτέ να εξασφαλίσει τον εν λόγω δανεισμό, με τους λειτουργούς της Εναγόμενης, στο διάστημα αυτό, να θέτουν, ως ισχυρίστηκε, προσκόμματα στην υλοποίηση του δανεισμού. Ποτέ, δε, παρά τις σχετικές γραπτές επικοινωνίες του με αυτούς, ο Ενάγοντας έθεσε τον προγενέστερο δανεισμό του ως προϋπόθεση για την απόκτηση των αξιών της Εναγόμενης. Εκείνο που προκύπτει από τη σχετική αυτή αλληλογραφία, αλλά και τις αδιαμφισβήτητες ενέργειες του Ενάγοντα, είναι η ξεκάθαρη πρόθεση του να αποκτήσει τις εν λόγω αξίες, αλλά και η παράλληλη πρόθεση του (χωρίς αυτό να τίθεται εν είδει προϋπόθεσης) να εξασφαλίσει συγκεκριμένο δανεισμό, για τον οποίο δανεισμό διαπραγματευόταν με τους λειτουργούς της Εναγόμενης τους όρους υλοποίησης του.
Εν πάση περιπτώσει, η εξασφάλιση του δανεισμού από την Εναγόμενη δεν θα μετέβαλλε ούτε και θα αποσοβούσε το ρίσκο μη απόδοσης της επένδυσης του, που αναλάμβανε, εν γνώση του, με την απόκτηση των επίδικων αξιών, παρά μόνο θα του επέτρεπε να αντιμετωπίσει άλλες οφειλές του προς τρίτους, στην περίπτωση που επερχόταν η απώλεια του κεφαλαίου του που επένδυσε στις επίδικες αξίες, αφού θα μπορούσε να αποπληρώσει τούτες (τις οφειλές του προς τρίτους) από τα χρήματα του δανεισμού του. Εν τούτοις, η παρούσα αγωγή εγέρθηκε, αλλά και προωθήθηκε, με σκοπό να αποζημιωθεί ο Ενάγοντας, εν είδει αποκατάστασης, με την επιστροφή σε αυτόν του κεφαλαίου των €1.100.000, που επένδυσε στις επίδικες αξίες της Εναγόμενης, και όχι για να αποζημιωθεί για οποιανδήποτε, τυχόν, ζημιά που υπέστη συνεπεία αδυναμίας του να καλύψει τις όποιες οφειλές του προς τρίτους. Εξ ου και δεν παρουσίασε οποιανδήποτε μαρτυρία προσδιοριστική της σχετικής ζημιάς του, παρά μόνο περιορίστηκε σε γενικές και αόριστες σχετικές αναφορές.
Ερχόμενος τώρα, στα όσα ο Ενάγοντας αποδίδει στον Σιαρλή, ούτε αυτό το μέρος της μαρτυρίας του μπορεί να γίνει δεκτό. Το ότι ο Σιαρλής, κατά καιρούς, τον συμβούλευε ως προς τις διάφορες επενδύσεις που επιθυμούσε να κάνει, στον βαθμό που τέτοιες συμβουλές προκύπτουν από το περιεχόμενο των ενώπιόν μου τεκμηρίων, το οποίο και δεν αμφισβητείται από πλευράς της Εναγόμενης, η μαρτυρία του, μπορεί να γίνει δεκτή. Ωστόσο, δεν μπορώ να δεχτώ ότι κάθε τέτοια συμβουλή διδόταν από πλευράς του Σιαρλή υπό την ιδιότητά του ως ανώτερο στέλεχος της Εναγόμενης, απλώς, γιατί, κάποια ή κάποιες εξ αυτών, καταγράφηκαν σε επιστολόχαρτο της τελευταίας, ως ήταν και η εισήγηση του Ενάγοντα. Ως ο ίδιος ισχυρίστηκε, μεταξύ του και του Σιαρλή, σε χρόνο αρκετά πριν την αγορά των επίδικων αξιών, αναπτύχθηκε στενή φιλική σχέση, σε βαθμό που συνέτρωγαν και επισκεπτόταν ο ένας την οικία του άλλου. Σε τέτοιο, δε, βαθμό, πάντα κατά μία εκδοχή του Ενάγοντα, που ο ίδιος κατείχε, με τη συγκατάθεση του Σιαρλή, όλους τους αριθμούς των κινητών τηλεφώνων του. Πλειστάκις, δε, ο ίδιος ο Ενάγοντας, κατά τη μαρτυρία του, επικαλέστηκε αυτήν τη φιλική σχέση, ως έναν εκ των λόγων που ο Σιαρλής τον συμβούλευε ως προς τις κατά καιρούς επενδύσεις του. Εν πάση περιπτώσει, με εξαίρεση τον Σιαρλή, σε κανέναν άλλο λειτουργό της Εναγόμενης δεν απέδωσε ο Ενάγοντας την ιδιότητα του επενδυτικού συμβούλου του ως προς τις όποιες άλλες επενδύσεις του. Εν ολίγοις, ο Ενάγοντας απέτυχε να πείσει ότι, το γεγονός, και μόνο, ότι κάποια ή κάποιες εκ των κατά καιρούς συμβούλων του Σιαρλή, στάλθηκαν σε αυτόν γραπτώς επί εγγράφου της Εναγόμενης, απολήγει, άνευ άλλου, στο ότι η όποια τέτοια συμβουλή δόθηκε στον Ενάγοντα από την Εναγόμενη, μέσω του Σιαρλή.
Όπως όμως και να έχει το πράγμα, ακόμα και αυτή τούτη η θέση του περί στενής φιλικής σχέσης του με τον Σιαρλή, τίθεται εν αμφιβόλω από τον ίδιο τον Ενάγοντα στη βάση των λοιπών σχετικών αναφορών του. Πιο συγκεκριμένα, διερωτάται κάποιος, πώς είναι δυνατό ο Ενάγοντας να επικαλείται τόσο στενή φιλική σχέση με τον Σιαρλή και την ίδια στιγμή να ισχυρίζεται ότι για μήνες επιδίωκε να επικοινωνήσει μαζί του, σε χρόνο πριν καν την απόκτηση των ΜΑΚ (τέλη 2008 με αρχές 2009) και αυτός να μην ανταποκρίνεται; Γιατί, στο διάστημα αυτό, δεν επιδίωξε να επικοινωνήσει μαζί του στα τόσα κινητά τηλέφωνα που κατείχε; Ελλείπει οποιοσδήποτε ισχυρισμός για μία τέτοια προσπάθεια. Και αν πράγματι ο Σιαρλής δεν ανταποκρινόταν στις προσπάθειες επικοινωνίας του, για τόσους μήνες, γιατί αυτό δεν το θορύβησε, δεδομένης και της μη, μέχρι τότε, υλοποίησης του, κατά τα άλλα, αδικαιολογήτως καθυστερημένου, δανεισμού του;
Ούτε μπορώ να δεχτώ τον βασικό, επίσης, ισχυρισμό του ότι, ποτέ δεν αμφισβητούσε τα όσα του ανάφερε ο Σιαρλής, ούτε και διαπραγματευόταν τούτα και τα εκλάμβανε ως δεδομένα, τη στιγμή που, ως προκύπτει από την κατατεθείσα ενώπιον μου αλληλογραφία, ο Ενάγοντας, παρά τη σχετική πληροφόρηση που είχε από τον Σιαρλή, αποτάθηκε σε άλλους λειτουργούς της Εναγόμενης και ζητούσε, ειδικώς, να ενημερωθεί για τη δυνατότητα μετατροπής των, προς αγορά, τότε, αξιών της τελευταίας σε μετοχές και το πόσο πιθανό είναι να γίνει τούτο.
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο Ενάγοντας, δεδομένου ότι – στη βάση της σχετικής αλληλογραφίας που κατείχε - μπορούσε να υποστηρίξει ότι διατηρούσε κάποια σχέση με τον Σιαρλή, ο οποίος, κατά καιρούς, τον συμβούλευε, αποφάσισε να στηρίξει τα όλα επιχειρήματά του περί ψευδών παραστάσεων, απατηλής συμπεριφοράς, απόκρυψης ουσιωδών δεδομένων και γενικότερα δόλου από πλευράς της Εναγόμενης, στη σχέση αυτή, και να παρουσιάσει τον Σιαρλή ως τον βασικό πρωταγωνιστή, που, εκ μέρους της Εναγόμενης, τον παραπλάνησε και αδίκως τον έπεισε να αγοράσει τις επίδικες αξίες.
Έφτασε δε στο σημείο, αναφερόμενος στις συνθήκες απόκτησης των ΜΑΕΚ, να ισχυριστεί ότι ο λόγος που δεν ανέγνωσε την αίτηση που υπέβαλε για απόκτηση τους (Τεκμήριο 4.2) ήταν γιατί είχε πλήρη εμπιστοσύνη στον Σιαρλή. Ωστόσο, στη βάση της ενώπιόν μου μαρτυρίας, περιλαμβανομένης και αυτής της Εναγόμενης (την οποία δεν αμφισβήτησε ο Ενάγοντας), ο Σιαρλής δεν διαδραματίζει οποιοδήποτε ρόλο στην προώθηση από την Εναγόμενη των επίδικων ΜΑΕΚ, ούτε και συμβουλεύει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, τον Ενάγοντα για να τα αποκτήσει. Ως, συναφώς, ανάφερε ο Ενάγοντας, η τελευταία σχετική με τις όποιες αξίες της Εναγόμενης συμβουλή του Σιαρλή, τοποθετείται κατά τον Ιούλιο του 2009 και δη στο πλαίσιο της προώθησης των ΜΑΚ, πολύ πριν καν αποφασίσει η Εναγόμενη να εκδώσει τα ΜΑΕΚ.
Εν πάση περιπτώσει, πώς είναι δυνατόν να αποδεχθώ την κύρια και βασική θέση του ότι ακολουθούσε τυφλά, χωρίς να τις αμφισβητεί, όλες τις συμβουλές που του έδινε ο Σιαρλής, όταν, κατά μία εκδοχή του, το 2008 δεν εισάκουσε συγκεκριμένη συμβουλή που του έδωσε.
Επιπροσθέτως, η θέση του Ενάγοντα ότι είχε τυφλή εμπιστοσύνη στον Σιαρλή και γενικότερα στους λειτουργούς της Εναγόμενης που ενεργούσαν κατ’ εντολή του, και τούτο για όλο τον ουσιώδη, για την παρούσα αγωγή, χρόνο, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, τη στιγμή, που, από τον Δεκέμβρη του 2008 (βλέπε Τεκμήριο 6), και δη σε χρόνο πριν καν την απόκτηση των ΜΑΚ, με ξεκάθαρο τρόπο αμφισβητεί την αξιοπιστία των αξιωματούχων της Εναγόμενης, αλλά και τις προθέσεις της τελευταίας;
Όπως και να έχει το πράγμα, δεν έχω καμία αμφιβολία - ανεξαρτήτως της όποιας σχέσης του με τον Σιαρλή, και τις οι όποιες παραστάσεις του έγιναν από αυτόν - ότι ο Ενάγοντας δεν ενεργούσε με τυφλή εμπιστοσύνη στη βάση των συμβούλων του Σιαρλή, χωρίς, προηγουμένως, να εξετάζει το επικερδές και ασφαλές της όποιας επένδυσης αποφάσιζε να πράξει. Τούτο προκύπτει αβίαστα από τον τρόπο με τον οποίο ενεργούσε σε κάθε περίπτωση πριν αποφασίσει να επενδύσει κεφάλαια για οποιονδήποτε σκοπό. Από το ενώπιόν μου μαρτυρικό υλικό, και ειδικότερα την αλληλογραφία που ο ίδιος κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμήρια, αλλά και τις σχετικές τοποθετήσεις του στο στάδιο της αντεξέτασής του, προκύπτει ότι σε κάθε τι που του προτεινόταν ή ενδιαφερόταν να πράξει, είχε ανησυχίες και έθετε τούτες γραπτώς προς τους διάφορους λειτουργούς της Εναγόμενης, στους οποίους αποτεινόταν και επιχειρούσε να διασφαλίσει την καλύτερη δυνατή, για τον ίδιο, εξέλιξη ώστε, είτε να μετριάσει τα ρίσκα του, είτε να διασφαλίσει το κέρδος του, είτε να διασκεδάσει τις, κατά τα άλλα, υπαρκτές, πάντοτε, ανήσυχες του.
Ενδεικτική της πιο πάνω αναφοράς μου, είναι και η στάση που ο ίδιος τήρησε στην προσπάθειά εξασφάλισης δανείου από την Εναγόμενη ύψους €1.100.000, όπου για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν υπόγραψε την, ήδη υπογραμμένη από την Εναγόμενη, σχετική συμφωνία που του απεστάλη, γιατί στους όρους της περιεχόταν χρέωση €5.500 για διαχειριστικά έξοδα, ποσό που δεν επιθυμούσε να χρεωθεί. Πώς είναι δυνατόν, στη βάση της ενέργειάς του αυτής, να ισχυρίζεται ότι «όσον αφορούσε τις υπογραφές σε οποιαδήποτε έγγραφα μου παρουσίαζαν για να υπογράψω», το έπραττα χωρίς «να αμφισβητώ και ψηλαφίζω το τι μου λεγόταν», θεωρώντας «πάντοτε αυτό ως αναγκαία διεκπεραιωτή διαδικασία υλοποίησης, του τι μου επεξηγείτο προσωπικά κι όχι σαν κάτι που διαφοροποιούσε ποσώς την ουσία της όποιας σχετικής μας συνεννόησης»; Γιατί δεν υπέγραψε και την εν προκειμένω συμφωνία, χωρίς να τη διαβάσει, αν όντως θεωρούσε ότι το περιεχόμενό της δεν θα διαφοροποιούσε την ουσία της σχετικής συνεννόησης του με τον Σιαρλή;
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο Ενάγοντας διάβαζε και εξέταζε με προσοχή κάθε τι γραπτό που του αποστελλόταν από τους λειτουργούς της Εναγόμενης, προτού αποφασίσει να υπογράψει τούτο. Τούτο προκύπτει και από τις εμφανείς υπεκφυγές του στις σχετικές ερωτήσεις που του τέθηκαν στο αρχικό στάδιο της αντεξέτασής του, γνωρίζοντας, προφανώς, ότι από τα ήδη ενώπιον του Δικαστηρίου τεκμήρια, προέκυπτε η ενασχόλησή του αυτή.
Επίσης, πάντα συναφώς με το αν ο Ενάγοντας μελετούσε τα έγγραφα που του αποστέλλονταν από την Εναγόμενη πριν τα υπογράψει, και τούτο σε σύγκρουση με την αρνητική, σχετική, τοποθέτησή του, υποδεικνύω ότι, κατά την αντεξέτασή του, παραδέχθηκε ότι για συγκεκριμένο δανεισμό του, από την τράπεζα, σε ξένο συνάλλαγμα, μελέτησε όλα τα έγγραφα που του απεστάλησαν προτού τα υπογράψει. Γιατί να πράξει τούτο, αν όντως είχε τυφλή εμπιστοσύνη στους λειτουργούς της Εναγόμενης και δεν αμφισβητούσε τα όσα, συναφή, του ανάφεραν πριν την ετοιμασία της συμφωνίας δανεισμού σε ξένο συνάλλαγμα; Γιατί, στην ίδια βάση, δεν ανέγνωσε (ως ισχυρίστηκε), προτού τις υποβάλει, και τις αιτήσεις απόκτησης των επίδικων αξιών;
Στη βάση των ανωτέρω παρατηρήσεων μου - από τις οποίες προκύπτει, αβίαστα, ότι ο Ενάγοντας, προτού υπογράψει, μελετούσε κάθε έγγραφο που του απέστελλε η Εναγόμενη προς υπογραφή - αλλά και των λοιπών, σχετικών με το επικερδές ή μη μιας τραπεζικής συναλλαγής του, ενεργειών του (αναφορά στις οποίες έγινε ανωτέρω), δεν είναι δυνατόν να δεχτώ ως αληθή τον έτερο ισχυρισμό του ότι, κατά το 2008, όταν και του αναφέρθηκε η δυνατότητα του να επενδύσει στα Χρεόγραφα, έπραξε τούτο χωρίς να ελέγξει αν οι εν λόγω αξίες απέδιδαν τόκο 7,5%, και κατά πόσο τούτος ήταν μεγαλύτερος από τον τόκο που απολάμβανε ένας πελάτης της τράπεζας που διατηρούσε απλό καταθετικό σχέδιο.
Μία άλλη αδυναμία που παρατηρώ στη μαρτυρία του Ενάγοντα είναι και η ευκολία με την οποία μετάβαλλε τις διάφορες θέσεις του όταν ακολούθως καταλάβαινε ότι τούτες δεν εξυπηρετούσαν την προσπάθειά του να επιτύχει στην παρούσα αγωγή. Ενδεικτική μιας τέτοιας προσπάθειας, ήταν και η μεταλλαγή των τοποθετήσεών του σε σχέση με την απόκτηση του ακινήτου, στην περιοχή του Αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος, στο οποίο λειτουργούσε η Εναγόμενη υποκατάστημα. Κατά μία εκδοχή του, η απόκτηση, από αυτόν, του εν λόγω ακινήτου, αποτελούσε υλοποίηση μέρους μιας ενιαίας σχετικής συμβουλής του Σιαρλή για απόκτηση των Χρεογράφων, και δη, ώστε να το πωλήσει στην Εναγόμενη και από τα έσοδα να καταβάλει το κεφάλαιο για της απόκτηση τους. Όταν, ακολούθως, προώθησε μη συμβατό με την εκδοχή αυτή ισχυρισμό, ο συνήγορος της Εναγόμενης, του υπέδειξε ότι, κατά τα προηγούμενα λεγόμενά του, η απόκτηση του ακινήτου δεν αποτελούσε ανεξάρτητη επένδυση με σκοπό το κέρδος, αλλά μέρος της υλοποίηση της συνολικής συμβουλής του Σιαρλή. Ως αντίδραση στην εν λόγω υπόδειξη, ο Ενάγοντας άλλαξε την ανωτέρω θέση του, και ισχυρίστηκε ότι αποτελούσε ανεξάρτητη επένδυση, με σκοπό το κέρδος, το οποίο και απολάμβανε, και ότι η συμβουλή του Σιαρλή για απόκτηση των Χρεογράφων ακολούθησε, χρονικά, το ίδιο έτος (2008), ως εντελώς ανεξάρτητη και νέα συμβουλή.
Αντίφαση στους ισχυρισμούς του Ενάγοντα παρατηρείται και σε σχέση με την πρόθεση που αποδίδει στον Σιαρλή. Επί του προκειμένου, ήταν η βασική θέση του ότι ο Σιαρλής δεν τον συμβούλευε ανιδιοτελώς και με μόνο γνώμονα το συμφέρον του ιδίου (του Ενάγοντα), αλλά με σκοπό να τον εκμεταλλευτεί, εκ μέρους της Εναγόμενης. Ωστόσο, κατά μία άλλη εκδοχή του, κατά τη δια ζώσης μαρτυρία του, δήλωσε ότι δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι ο Σιαρλής δεν πίστευε στην αλήθεια των όσων κατά καιρούς του ανέφερε και/ή τον συμβούλευε να πράξει.
Κρίνω, ακόμα, σημαντικό να σημειώσω, πάντα σε σχέση με την ποιότητα της μαρτυρίας του Ενάγοντα, ότι ουσιαστικό μέρος της μάρτυρας του έρχεται και σε πλήρη σύγκρουση με τις βασικές, αντίστοιχες, δικογραφημένες θέσεις του. Πιο συγκεκριμένα, από την ανάγνωση και μόνο της έκθεσης απαίτησης προκύπτει ότι, επίδικες άξιες για τον Ενάγοντα είναι μόνο τα ΜΑΕΚ. Ελλείπει η οποιαδήποτε, έστω γενική, αναφορά είτε στα Χρεόγραφα, είτε στα ΜΑΚ. Ελλείπει, επίσης, οποιαδήποτε αναφορά που να επιτρέπει, έστω εν είδει υπόθεσης, αντίληψη ότι ο Ενάγοντας, προ της απόκτησης των ΜΑΕΚ, ήταν κάτοχος, είτε Χρεογράφων, είτε ΜΑΚ είτε οποιασδήποτε άλλης, τούτου του είδους, αξίας της Εναγόμενης. Στην ουσία, δικογραφικώς, ο Ενάγοντας παρουσιάζεται ως πρόσωπο το οποίο, το 2011, παραπλανήθηκε από τους λειτουργούς της Εναγόμενης και θεώρησε ότι με την απόκτηση των ΜΑΕΚ, στην ουσία, εντασσόταν σε ένα ασφαλές καταθετικό σχέδιο με διασφαλισμένο το κεφάλαιο του, το οποίο, ακριβώς πριν, είχε κατατεθειμένο σε προθεσμιακή κατάθεση ή γραμμάτιο. Ωστόσο, στη δια ζώσης μαρτυρία του, αντιμέτωπος με σχετική ερώτηση, ανάφερε ότι επίδικες, για αυτόν, άξιες είναι τα Χρεόγραφα και ότι οι οποιεσδήποτε μετέπειτα ενέργειές του (αγορά ΜΑΚ και ΜΑΕΚ), αποτελούσαν τη «συνέχιση οδηγιών ή της εντολής του κυρίου Βάσου (Σιαρλής) στους συνεργάτες του». Προέκυψε, επίσης, ότι, πριν την απόκτηση των ΜΑΕΚ, τα κεφάλαια του δεν ήταν κατατεθειμένα σε γραμμάτιο ή προθεσμιακή κατάθεση, αλλά επενδυμένα στα ΜΑΚ και πιο πριν, στα Χρεόγραφα.
Ως αναφέρθηκε στα αρχικά στάδια της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Ενάγοντα, η μαρτυρία του παρουσιάζει υπεκφυγές, καθώς επίσης και συγκρούεται με την κοινή λογική, αλλά και τη λογική εξέλιξη των πραγμάτων. Προς επίρρωση της τοποθέτησης μου αυτής, πέραν των ανωτέρω, σημειώνω επίσης ότι η προώθηση της παρούσας αγωγής με σκοπό την αποκατάσταση του για το περιορισμένο ποσό των €1.100,000, δεν συμβαδίζει με την κοινή λογική, ενόψει των λόγων που προβάλλει ως προς το γιατί αποφάσισε να αποκτήσει τις επίδικες αξίες της Εναγόμενης. Ποιο συγκεκριμένα, και χωρίς να αποτελεί επιθυμία μου να κουράσω, επαναλαμβάνω ότι, κατά τον Ενάγοντα, η απόφαση του να αποκτήσει τις επίδικες αξίες λήφθηκε στη βάση υιοθέτησης, από πλευράς του, των σχετικών συμβουλών και παροτρύνσεων του Σιαρλή. Ως ο ίδιος ο Ενάγοντας παραδέχθηκε, πέραν των Χρεογράφων και ΜΑΚ που απέκτησε, αρχικώς, αξίας €1.100,000, και των μετέπειτα ΜΑΚ, αξίας €2.000,000 (από τον δανεισμό του από την Eurobank), αγόρασε και ΜΑΚ συνολικής αξίας €61.000 (ένα πακέτο αξίας €11.000 και ένα πακέτο αξίας €50.000). Ως, συναφώς πάντα, ισχυρίστηκε, και η αγορά αυτών των επιπρόσθετων ΜΑΚ έγινε στη βάση των ίδιων συμβουλών και παροτρύνσεων του Σιαρλή. Γιατί, τότε, δεν επιδιώκεται, μέσω της παρούσας αγωγής, και η αποκατάσταση του και για αυτό το ποσό; Η εξήγηση που έδωσε – όταν βρέθηκε αντιμέτωπος κατά την αντεξέταση του με σχετικό ερώτημα – κρίνεται μη πειστική, και εν πάση περιπτώσει, σε πλήρη σύγκρουση, ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, με τη βασική θέση του ότι τελούσε υπό την πλάνη ότι η απόκτηση όλων των επίδικων αξιών της Εναγόμενης αποτελούσε ασφαλές καταθετικό σχέδιο με διασφαλισμένη κερδοφορία, χωρίς, οποιονδήποτε, κίνδυνο απώλειας του αρχικού κεφαλαίου απόκτησης τους. Για σκοπούς πληρότητας και μόνο σημειώνω ότι ο Ενάγοντας, ως δικαιολογία για το περιορισμένο της απαίτησης του στην παρούσα αγωγή, ισχυρίστηκε ότι τούτο έγινε, καθότι το δάνειο που του υποσχέθηκε η Εναγόμενη να του παραχωρήσει περιοριζόταν στο ποσό των €1.100,000 και δεν κάλυπτε και την επιπρόσθετη επένδυση του των ανωτέρω αναφερόμενων €61.000.
Τέλος, νιώθω την ανάγκη να υποδείξω ότι εκεί που ο Ενάγοντας αντιλαμβανόταν ότι μία θέση του τελούσε, πειστικά, εν αμφιβόλω, προωθούσε, αντίθετους, εντελώς γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς, θεωρώντας ότι δεν θα ήταν δυνατόν για την Εναγόμενη να παρουσιάσει μαρτυρία για να τους ανατρέψει. Ενδεικτική τούτης της προσπάθειάς του, ήταν και η θέση που προέβαλε, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με το δεδομένο ότι από το 2009 διόρισε τους brokers ως επενδυτικούς συμβούλους του, μέσω των οποίων απέκτησε, τόσο ΜΑΚ αξίας €2.061.000, όσο και τα ΜΑΕΚ αξίας €3.100.000. Εν προκειμένω, του υπεβλήθη, από τον συνήγορο της Εναγόμενης, ότι οι brokers, για να συμβληθούν μαζί του και να ενεργούν εκ μέρους του ως επενδυτικοί σύμβουλοι, τον υπέβαλαν σε τεστ συμβατότητας και καταλληλόλητας, ως ο Νόμος ορίζει. Στην υποβολή αυτή, απάντησε ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο. Ωστόσο, στη βάση της σχετικής, επί τούτου, μαρτυρίας του Μ.Υ.2 (η οποία, ως θα υποδειχθεί κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του, δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς του Ενάγοντα), κάθε επενδυτικός σύμβουλος, που θα προχωρούσε και θα υπέγραφε συμφωνία διαχείρισης χαρτοφυλακίου ενός επενδυτή, έπρεπε να ικανοποιήσει συγκεκριμένα κριτήρια και να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες, μεταξύ των οποίων και η υποβολή του ενδιαφερόμενου πελάτη σε τέτοιου είδους τεστ. Σημειώνω, πάντα συναφώς, ότι, ο Ενάγοντας, στη σχετική αυτή υποβολή του συνηγόρου της Εναγόμενης, αντιλαμβανόμενος, προφανώς, ότι δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τα όσα του υποβάλλονταν, περιορίστηκε απλώς να αναφέρει ότι δεν διεκδικεί, με την παρούσα αγωγή, τα €2.000.000 που κατέβαλε για την απόκτηση των ΜΑΚ μέσω των brokers.
Δεν χρειάζεται, κατά τη γνώμη μου, να αναφερθώ σε άλλες αδυναμίες που παρατηρούνται στη μαρτυρία του Ενάγοντα ή ασυμβίβαστες, μεταξύ τους ή με το δικόγραφό του, τοποθετήσεις του, για να καταδείξω του λόγου του ασφαλές της ήδη, ανωτέρω, εκφρασθείσας κρίσης μου ως προς την ποιότητα της μαρτυρίας του. Κρίνω ότι οι ανωτέρω παρατηρήσεις μου αιτιολογούν την εν προκειμένω κρίση μου, ως προς το ότι η μαρτυρία του Ενάγοντα αποτελεί, τουλάχιστον, ακροσφαλές υπόβαθρο για εξαγωγή ασφαλών ευρημάτων επί των υπό αμφισβήτηση επίδικων ζητημάτων της παρούσας αγωγής. Κατά συνεπεία, το μέρος της μαρτυρίας του Ενάγοντα που αμφισβητείται δεν μπορεί να γίνει δεκτό.
Ως κατακλείδα, στη βάση των πιο πάνω παρατηρήσεων μου σε σχέση με την μαρτυρία του Ενάγοντα, δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία ότι ο τελευταίος, καθ’ ον χρόνο αποκτούσε τα Χρεόγραφα, ΜΑΚ και ΜΑΕΚ, γνώριζε ότι επρόκειτο για αξίες, η απόκτηση των οποίων ελλόχευε κινδύνους και ρίσκα, τόσο αναφορικά με τα ενδεχόμενα κέρδη που θα απέδιδαν, όσο και για το αρχικό κεφάλαιο που επενδυόταν σε αυτά, εξ ου και επιδίωξε να δανειοδοτηθεί – χωρίς τούτο να αποτελεί προϋπόθεση - ώστε να έχει την δυνατότητα, στην περίπτωση που η επένδυση του δεν θα επέφερε τα αναμενόμενα κέρδη ή, ακόμα, το κεφάλαιο που επένδυσε σε αυτά θα επηρεαζόταν δυσμενώς, να έχει τη δυνατότητα, μέσω του δανεισμού του, να καλύψει τις όποιες, άλλες, τυχόν οικονομικές ανάγκες του.
Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2.
Τόσο ο Μ.Υ.1, όσο και ο Μ.Υ.2, μου έκαναν πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρες. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφεραν τα όσα πραγματικά γνώριζαν σε σχέση με τα θέματα για τα οποία ερωτήθηκαν, τόσο κατά το στάδιο της κυρίως εξέτασης, όσο και της αντεξέτασης τους. Η επιλογή του Δικαστηρίου να αξιολογήσει την μαρτυρία αμφοτέρων των μαρτύρων αυτών μαζί, και όχι ξεχωριστά, έγινε, γιατί, στην ουσία, ούτε η πλευρά του Ενάγοντα αμφισβήτησε, στην ουσία, την μαρτυρία τους. Όχι απλά δεν την αμφισβήτησε, αλλά, στο πλαίσιο της αγόρευσης της συνηγόρου του Ενάγοντα, ζητείται από το Δικαστήριο να καταλήξει σε συγκεκριμένα ευρήματα ή συμπεράσματα στη βάση, ακριβώς, της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων. Πάντα σχετικώς, όσον αφορά στο Μ.Υ.1., κατά την συνήγορο του Ενάγοντα (βλ. σχετική, με τη μαρτυρία του, καταληκτική τοποθέτηση της, στη σελίδα 15 της αγόρευσης της) «Θεωρώ ότι ο μάρτυρας ήταν ειλικρινής και ανέφερε όλα όσα θυμόταν και γνώριζε σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα», ενώ, γενικότερα και για τους δυο μάρτυρες Υπεράσπισης, σύμφωνα πάντα με την συνήγορο του Ενάγοντα (βλ. πρώτη παράγραφο της σελίδας 18 της αγόρευσή της), η εν λόγω μαρτυρία «δεν ήταν αντικρουστική στα όσα ανέφερε ο Ενάγων αντίθετα, θα μπορούσα να πω ότι ήταν υποστηρικτική στα πλαίσια των όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω για σκοπούς αγορεύσεων αλλά και στο σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε στο Δικαστήριο στα πλαίσια της ακρόασης».
Εν πάση περιπτώσει, αμφότεροι οι μάρτυρες, ήταν ξεκάθαροι στις τοποθετήσεις τους, για τις οποίες μπορούσαν να εκφράσουν σχετική άποψη ή να δηλώσουν σαφή γνώση, και εκεί που ήταν δυνατό, παρέπεμπαν και σε ενώπιον του Δικαστηρίου Τεκμήρια, τα οποία επιβεβαίωναν τις τοποθετήσεις τους. Ελλείπει, δε, από τη μαρτυρία τους οποιαδήποτε ουσιώδης αντίφαση, ή ταλάντευση ή οποιαδήποτε άλλη αδυναμία που να μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για κρίση περί αναξιοπιστίας τους ή μη αποδοχής της μαρτυρίας τους. Κατά συνέπεια, τη μαρτυρία τους την αποδέχομαι στην ολότητα της.
Τελικά ευρήματα
Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης της ενώπιόν μου μαρτυρίας, και επιπροσθέτως των κοινώς αποδεκτών γεγονότων, ως τούτα καταγράφηκαν στο αρχικό στάδιο της παρούσας απόφασης, και επί των οποίων έχω ήδη καταλήξει σε σχετικά ευρήματα, καταλήγω και στα επιπρόσθετα, εξής, ευρήματα.
Το 2011, υπό τις συνθήκες που αναφέρθηκαν κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ενάγοντα, και δη γνωρίζοντας, τούτος, τους κινδύνους που ελλόχευαν με την απόκτηση των ΜΑΕΚ[10], χωρίς να αποτελεί προϋπόθεση ο όποιος δανεισμός του από την Εναγόμενη, επέλεξε να προχωρήσει και να υποβάλει την σχετική αίτηση για να τα αποκτήσει. Για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω, κρίνω ότι ο Ενάγοντας ανέγνωσε το περιεχόμενο της εν προκειμένω αίτησης προτού την υποβάλει, ανεξάρτητα του αν έδωσε ή όχι την απαραίτητη σημασία στα όσα εκεί καταγράφονται. Πριν την υπογραφή της αίτησης απόκτησης των ΜΑΕΚ, ο Μ.Υ.1. ακολούθησε το εφαρμοζόμενο, τότε, πρωτόκολλο, στη βάση σχετικού γραπτού ερωτηματολογίου που κατείχε την δεδομένη στιγμή, από το οποίο προέκυπτε, αβίαστα, ότι η απόκτηση των ΜΑΕΚ ελλόχευε συγκεκριμένους κινδύνους που καθιστούσαν την εν προκειμένω επένδυση κάτι εντελώς ξέχωρο και διαφορετικό από τα κοινά καταθετικά σχέδια με εξασφαλισμένο το κεφάλαιο του καταθέτη. Ουδέποτε ο Μ.Υ.1 ανέφερε στον Ενάγοντα ότι δεν μπορούσε να διατηρήσει τα ΜΑΚ και ότι όφειλε να τα μετατρέψει σε ΜΑΕΚ. Μετά την μη καταβολή από την Εναγόμενη του πιστωτικού τόκου των ΜΑΕΚ για το πρώτο εξάμηνο του 2012, ακολούθησαν τα γνωστά γεγονότα του 2013, στη βάση των οποίων θεσπίστηκε ειδική νομοθεσία (Ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμος) και εκδόθηκαν, στη βάση της, συγκεκριμένοι Κανονισμοί και Διατάγματα, που είχαν ως αποτέλεσμα να απομειωθούν οι καταθέσεις σε συγκεκριμένα τραπεζικά ιδρύματα, μεταξύ των οποίων και η Εναγόμενη, με τα κεφάλαια των διαφόρων πελατών τους (ως ήταν και ο Ενάγοντας), που ήταν κατατεθειμένα στο πλαίσιο αγοράς αξιών, ως οι επίδικες, να εξανεμιστούν.
Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο που τα διέπει
Αποτελεί ουσιώδη υπεράσπιση της Εναγόμενης ότι, ενόψει του γεγονότος ότι ο Ενάγοντας, με την υπογραφή της αίτησης για απόκτηση των ΜΑΕΚ, δεσμεύτηκε από την, επ’ αυτής, τυποποιημένη, αποδιδόμενη σ’ αυτόν δήλωση[11], εφαρμόζεται η αρχή του κωλύματος (estoppel) και κατά συνέπεια η απαίτηση του είναι έκθετη σε απόρριψη.
Ως προκύπτει από τη σχετική νομολογία[12], το κώλυμα μπορεί να είναι, κώλυμα λόγω δεδικασμένου (Estoppel by record), κώλυμα λόγω καταχωρίσεων σε έγγραφα (Estoppel by deed) και κώλυμα λόγω συμπεριφοράς (Estoppel by conduct or Estoppel in pais).
Ο γενικός κανόνας είναι ότι η υπογραφή κάποιου τον δεσμεύει. Είναι πολύ στενά τα περιθώρια ώστε να αποφύγει την ευθύνη που εκ πρώτης όψεως δημιουργεί η υπογραφή του, και αυτό προς διασφάλιση της αναγκαίας εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τις εμπορικές συναλλαγές και τις γραπτές συμφωνίες. Όταν κάποιος βρίσκεται αντιμέτωπος με αποδιδόμενες σε αυτόν ευθύνες που πηγάζουν από υπογραφθέν από αυτόν έγγραφο και σκοπό έχει να επιδιώξει να αποδεσμευθεί από αυτές, θα πρέπει να καταδείξει ότι εφαρμογής τυγχάνει η αρχή του Νon Est Factum, ήτοι ότι η υπογραφή του τέθηκε λόγω ανικανότητας (όπως τυφλότητα ή αναλφαβητισμός) ή λόγω παραπλάνησης ή δόλου, παρά την επιμέλεια και την προσοχή που επέδειξε. Αν και αρχικά, με το εν λόγω δόγμα, αναγνωρίστηκε, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα προσώπου με ειδική ανικανότητα, όπως ενός αναλφάβητου ή ενός τυφλού (βλ. Foster v. Mackinnon [1869] LR 4 CP 704) να επικαλεστεί τη φυσική του ανικανότητα για να αποφύγει τις ευθύνες του που προκύπτουν από μια γραπτή σύμβαση στην οποία έθεσε την υπογραφή του ως συμβαλλόμενος, μετέπειτα, (βλ. Saunders v. Anglia Building Society [1971] AC 1004) αναγνωρίστηκε ότι, το δόγμα αυτό, θα πρέπει να τύχει εφαρμογής και να επενεργήσει σε όφελος προσώπων, που είτε μονίμως, είτε προσωρινώς, πλην όμως χωρίς οποιαδήποτε δική τους ευθύνη, καθίστανται ανίκανοι να αντιληφθούν το σκοπό ενός συγκεκριμένου εγγράφου, το οποίο και υπογράφουν. Τονίστηκε ωστόσο ότι, η συγκεκριμένη υπεράσπιση πρέπει να περιοριστεί σε πολύ στενά πλαίσια για αποφυγή ενδεχόμενου κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού στις συνήθεις συναλλαγές, αλλά και στην εγκυρότητα των γραπτών συμβάσεων, ιδιαίτερα σε εκείνες τις περιπτώσεις που ελλείπει οποιοσδήποτε δόλος ή οποιοσδήποτε άλλος καλός λόγος που να επιβάλλει την ακυρότητα κάποιου εγγράφου.
Πάντα στη βάση του λόγου της Saunders (ανωτέρω), για να μπορεί ένας διάδικος να επικαλεστεί την υπεράσπιση Non est Factum, θα πρέπει να εμπίπτει εντός μιας προστατευόμενης κατηγορίας, δηλαδή είτε να είναι τυφλός ή να μην μπορεί να διαβάσει ή να έχει κάποια προσωρινή ή μόνιμη ανικανότητα που τον εμποδίζει να αντιληφθεί τι υπογράφει, ή να έχει τύχει παραπλάνησης από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, με αποτέλεσμα να υπογράψει κάποιο έγγραφο τελώντας υπό πλάνη ως προς το χαρακτήρα του εγγράφου. Είναι πολύ σπάνια που την υπεράσπιση θα μπορούν να επικαλεστούν πρόσωπα που δεν εμπίπτουν σε κάποια εξειδικευμένη κατηγορία που χρήζει ιδιαίτερης προστασίας. Επίσης, η οποιαδήποτε πλάνη θα πρέπει να αφορά όχι στο περιεχόμενο, αλλά στο χαρακτήρα του εγγράφου. Θα πρέπει, δηλαδή, ο διάδικος που επικαλείται το δόγμα, να αποδείξει ότι υπέγραψε κάτι ολότελα διαφορετικό από αυτό που πίστευε ότι υπογράφει, και δη έγγραφο που ανήκει σε διαφορετική νομική κατηγορία. Ως, συναφώς, ανέφερε ο Δικαστής Reid, «There must I think be a radical difference between what he signed and what he thought he was signing – or one could use the words ‘fundamental’ or ‘serious’ or ‘very substantial’.’ But what amounts to a radical difference will depend on all the circumstances». Εν πάση περιπτώσει, η υπεράσπισης του Νon est Factum δεν θα αναγνωριστεί σε διάδικο που δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή προτού υπογράψει το συγκεκριμένο έγγραφο. Και τούτο γιατί, κάθε πρόσωπο, πριν υπογράψει κάποιο, δεσμευτικού περιεχομένου, έγγραφο, οφείλει να πληροφορηθεί για τη φύση και χαρακτήρα του. Αν επέδειξε ετοιμότητα να υπογράψει τούτο, απλώς και μόνο διότι τέθηκε ενώπιον του, χωρίς, προηγουμένως, να ελέγξει και εξακριβώσει τι υπέγραφε, τότε δεν θα του επιτρέπει να επικαλεστεί την υπεράσπιση του Non est Factum. Πάντα κατά τον Δικαστή Reid, «The plea cannot be available to anyone who was content to sign without taking the trouble to try to find out at least the general effect of the document». Στην ίδια Αγγλική απόφαση, πάντα συναφώς, κατά το Δικαστή Wilberforce, «A person who signs a document, and parts with it so that it may come into other hands, has a responsibility, that of the normal man of prudence, to take care what he signs, which, if neglected, prevents him from denying his liability under the document according to its tenor. I would add that the onus of proof in this matter rests on him, i.e. to prove that he acted carefully and not on the third party to prove the contrary». Τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι η υπεράσπιση του Non est Factum, είναι πολύ περιορισμένης εμβέλειας, με το σχετικό βάρος απόδειξης να βρίσκεται στους ώμους του διάδικου που την επικαλείται. Ωστόσο, ο Lord Wilberforce, στο σχετικό λόγο του, σημείωσε, επίσης, ότι, «In other words it is the lack of consent that matters not the means by which this result was brought about. Fraud by itself may do no more than make the Contract Voidable», και τούτο για να καταδείξει ότι, δεν αποτελεί προϋπόθεση, για να μπορεί να γίνει επίκληση του δόγματος, να αποδοθεί δόλια συμπεριφορά στον άλλο συμβαλλόμενο. Διευκρινίστηκε ωστόσο, εκ νέου, ότι, δεν είναι δυνατή η επίκληση του δόγματος από οποιοδήποτε πρόσωπο που δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή προτού υπογράψει ένα συγκεκριμένο έγγραφο.
Κρίνεται επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι, στην βάση των όσων αποφασίστηκαν στην Φακοντή ν. Βρυώνη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1404, εκεί που η θέση ενός διαδίκου ότι εξαπατήθηκε ή δια ψευδών παραστάσεων ή δόλου συναίνεσε στο να υπογράψει ένα έγγραφο γίνει, δικαστικώς, δεκτή, δεν θα επιτραπεί στον αντίδικό του να επικαλεστεί την όποια αμέλεια του εξαπατηθέντος για να προβάλει ότι ο τούτος εμποδίζεται, λόγω νομικού κωλύματος (estoppel), να αποδεσμευτεί από τις ευθύνες του.
Επίσης, πλην όμως συναφώς, στην υπόθεση Μακρή ν Χ’ Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203, το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε ότι εκείνο που «έχει σημασία είναι, αν στην ουσία ο ισχυριζόμενος δόλος δικαιολογούσε την άγνοια του περιεχομένου του εγγράφου, το οποίο υπέγραψε». To βάρος απόδειξης το έχει ο διάδικος που ισχυρίζεται ότι δικαιούται να αποφύγει τις συνέπειες των εγγράφων που υπέγραψε.
Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση επί του θέματος, βλέπε επίσης, Chitty On Contract General Principles, 24th edition, par. 300 – 304, σελίδες 142 – 144, και Ewan Mckendrick, Contract Law Text, Cases, and Materials, 6th edition, σελίδα 568 – 573.
Στη βάση των πιο πάνω τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, ο Ενάγοντας δεν μπορεί να προβάλλει τη θέση ότι δεν δεσμεύεται από τα όσα δηλώνει επί της αίτησης απόκτησης των ΜΑΕΚ. Και τούτο γιατί, αφενός δεν έπεισε το δικαστήριο ότι δεν ανέγνωσε την αίτηση, αλλά και γιατί, ως προκύπτει, ουδέποτε τελούσε υπό πλάνη ως προς το χαρακτήρα του εγγράφου που υπέγραφε.
Εν πάση περιπτώσει, και δεκτή να γινόταν η θέση του Ενάγοντα ότι ουδέποτε ανέγνωσε το περιεχόμενο της αίτησης απόκτησης των ΜΑΕΚ, και πάλι θα παρέμενε δεσμευμένος από τις εκεί δηλώσεις του, καθότι, στη βάση των όσων γνώριζε για τη φύση και χαρακτηριστικά τους, μόνο τον εαυτό του θα είχε να μέμφεται για το γεγονός ότι δεν ανέγνωσε το περιεχόμενο των αιτήσεων που υπέβαλε για την απόκτηση τους. Θα τολμούσα να πω ότι το λιγότερο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο Ενάγοντας ως προς την όποια τέτοια παράληψή του, είναι αμελής, κάτι, που, στη βάση των όσων, νομολογιακώς, αποφασίστηκαν σε σχέση με το δόγμα του Non est Factum, δεν επιτρέπει την εφαρμογή του. Εν πάση περιπτώσει, τα όσα ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε ως προς τις συνθήκες υπογραφής της αίτησης για απόκτηση των ΜΑΕΚ – ακόμα και αν γίνονταν δεκτά - δεν τον θέλουν να τελεί υπό την πλάνη ότι υπέγραφε κάτι διαφορετικό από τέτοια αίτηση, κάτι, που, επίσης, στη βάση των όσων, νομολογιακώς, αποφασίστηκαν σε σχέση με το δόγμα του Non est Factum, δεν επιτρέπει την εφαρμογή του. Κατά συνέπεια, κρίνω ότι ο Ενάγοντας δεσμεύεται από τα όσα εκεί καταγράφονται, ως δήλωση του, και δη ότι, ουδέποτε έτυχε οποιασδήποτε συμβουλής ή παρότρυνσης από οποιονδήποτε υπάλληλο ή εκπρόσωπο ή/και αξιωματούχο της Εναγόμενης, που να σχετίζεται με την απόφαση του να υποβάλει την αίτηση για απόκτηση των ΜΑΕΚ. Επίσης, πάντα στη βάση της σχετικής δήλωσης του επί της εν λόγω αίτησης, ο Ενάγοντας δεν νομιμοποιείται να ισχυρίζεται ότι δεν είχε γνώση ή ικανότητα να αξιολογήσει την επένδυση του στα ΜΑΕΚ, ούτε και ότι δεν ήταν γνώστης των κινδύνων που ελλόχευαν με την απόκτησή τους, ως αυτοί καταγράφονται στο σχετικό με αυτά ενημερωτικό δελτίο.
Παρά το ότι με την μόλις πιο πάνω εκφρασθείσα κρίση μου, τίθεται εκ βάθρων κάθε νομική βάση της παρούσας αγωγής, καθότι, για απόδειξη της, προϋποθέτει εύρημα του Δικαστηρίου που να θέλει την Εναγόμενη, μέσω των υπαλλήλων της, να έχει προβεί σε παραστάσεις και ή παροτρύνει και ή συμβουλέψει τoν Ενάγοντα με τέτοιο τρόπο που επηρέασε την απόφαση του να υποβάλει την αίτηση για απόκτηση των ΜΑΕΚ - απόφαση που δεν θα λάμβανε αν δεν ήταν δέκτης των παραστάσεων αυτών - εντούτοις, για σκοπούς πληρότητας, καταγράφω και τα εξής:
Στο βαθμό που προβάλλεται η θέση από πλευράς του Ενάγοντα ότι υπέστη ζημιά συνεπεία ψευδών παραστάσεων από πλευράς της Εναγόμενης, θα πρέπει, με την μαρτυρία του, να αποδείξει ότι, (1) η παράσταση ήταν ουσιώδης, υπό την έννοια ότι επρόκειτο για τέτοιας φύσης και τύπου παράσταση που λογικώς θα επηρέαζε την κρίση ενός συνετού ανθρώπου στην απόφαση του ως προς το κατά πόσο θα αποτελέσει μέρος της επίδικης σύμβασης, (2) η συναίνεση του παρασχέθηκε συνεπεία της ψευδούς αυτής παράστασης, δηλαδή ότι βασίστηκε στην παράσταση του αντισυμβαλλομένου του και στη βάση της συναίνεσε να καταστεί μέρος της επίδικης σύμβασης και (3) με δεδομένα τα ανωτέρω, ότι δεν ήταν σε θέση να ανακαλύψει την αλήθεια καταβάλλοντας συνήθη επιμέλεια (βλ. σχετική νομική πτυχή ανωτέρω). Ως αβίαστα προκύπτει από τα τελικά ευρήματα του Δικαστηρίου, ο Ενάγοντας, γνώριζε τη φύση, χαρακτηριστικά και κινδύνους των ΜΑΕΚ, προτού αποφασίσει να τα αποκτήσει[13], και παρά ταύτα υπέβαλε την σχετική αίτηση, ευελπιστώντας ότι, ακολούθως, θα εξασφάλιζε και συγκεκριμένο δανεισμό, όχι με σκοπό περιορίσει την πιθανότητα απώλειας της επένδυσής του (κάτι που αναγνώριζε ως πιθανό κίνδυνο), αλλά για να καλύψει τις όποιες οικονομικές ανάγκες του, στην περίπτωση που η, κατά τα άλλα γνωστή σε αυτόν, πιθανότητα απώλειας της επένδυσή του, επερχόταν. Κατά συνέπεια, στο βαθμό που η αγωγή εδράζεται επί αυτής της νομικής βάσης, δεν θα μπορούσε, ούτως ή άλλως να έχει επιτυχές αποτέλεσμα.
Στο βαθμό, τώρα, που προβάλλεται η θέση, από πλευράς του Ενάγοντα, ότι υπέστη ζημιά συνεπεία απάτης από πλευράς της Εναγόμενης, θα πρέπει, με την μαρτυρία του, να αποδείξει, μεταξύ άλλων, και ότι οι όποιοι λειτουργοί της Εναγόμενης, με τους οποίους συνομίλησε, γνώριζαν ότι οι παραστάσεις στις οποίες προέβαιναν ως προς τα ΜΑΕΚ ήταν ψευδείς ή δεν είχαν γνήσια πεποίθηση ότι ήταν αληθείς, ότι προέβηκαν σε τούτες με πρόθεση να ενεργήσει ο Ενάγοντας βασιζόμενος σε αυτές, και ότι ο ίδιος (ο Ενάγοντας) ενήργησε με βάση τις απατηλές αυτές παραστάσεις. Ως αβίαστα προκύπτει από τα τελικά ευρήματα του Δικαστηρίου, αναφορά στα οποία έγινε ανωτέρω και δεν κρίνεται σκόπιμο να επαναληφθούν, ελλείπει μαρτυρία που να θέλει τον Μ.Υ.1 ή άλλο λειτουργό της Εναγόμενης, με τον οποίο συνομίλησε ο Ενάγοντας, ή ακόμα και τον Σιαρλή, κατά τις όποιες, σχετικές με τα ΜΑΕΚ ή τις προηγούμενες αξίες της Εναγόμενης, αναφορές τους προς αυτόν, να γνώριζαν ότι τα όσα του έλεγαν ήταν ψευδή ή ότι δεν είχαν γνήσια πεποίθηση ότι τούτα ήταν αληθή ή, τέλος, ότι προέβησαν στις όποιες τέτοιες αναφορές τους με πρόθεση ο Ενάγοντας να βασιστεί σε αυτές και να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ. Κατά συνέπεια, και στο βαθμό που η παρούσα αγωγή εδράζεται επί τις νομικής βάσης της απάτης, εν πάση περιπτώσει δεν θα μπορούσε να επιτύχει.
Στο βαθμό, τέλος, που προβάλλεται η θέση από πλευράς του Ενάγοντα ότι υπέστη ζημιά συνεπεία ψυχικής πίεσης ή εξαναγκασμού από πλευράς της Εναγόμενης, τούτος απέτυχε να αποδείξει ότι ασκήθηκε τέτοια πίεση ή εξαναγκασμός. Ως έχει υποδειχθεί ανωτέρω, στη νομική πτυχή, η ψυχική πίεση μπορεί να είναι πραγματική (actual undue influence) ή τεκμαρτή (presumed undue influence). Σε κάθε όμως περίπτωση, απαραίτητο συστατικό στοιχείο αποτελεί η κατάδειξη ότι η συμφωνία που συνομολογήθηκε, συνεπεία της, ήταν δυσανάλογα επαχθής στον αποδέκτη της πίεσης. Ωστόσο, ο Ενάγοντας, καμιά μαρτυρία παρουσίασε που να θέλει τη συμφωνία απόκτησης των ΜΑΕΚ να είναι δυσανάλογα επαχθής προς αυτόν ή ετεροβαρής προς όφελος της Εναγόμενης και δη ότι πρόκειται για συμφωνία «τόσο ανισοσκελή, ούτως ώστε να μην δικαιολογείται από φιλία, συγγένεια, φιλανθρωπία ή άλλα συνήθη ελατήρια». Εν πάση περιπτώσει, οι όποιοι κίνδυνοι τυχόν ελλόχευαν για τον ίδιο με την απόκτηση τον ΜΑΕΚ, ισοσκελίζονταν από το αυξημένο επιτόκιο που απολάμβανε, ως κάτοχος τους, και από την δυνατότητα που παρεχόταν στην Εναγόμενη να αποκτήσει πίσω τις αξίες αυτές και να καταβάλει σε αυτόν το αρχικό κεφαλαίο που επένδυσε, αφήνοντας σε αυτόν καθαρό επενδυτικό κέρδος τους τόκους που εισέπραξε στο μεταξύ, αλλά και τη δυνατότητα που του παρεχόταν να μετατρέψει τούτες σε μετοχές, τις οποίες μπορούσε, ακολούθως, να διαπραγματευτεί στο ΧΑΚ.
Σχετικό επίσης, για την παρούσα κρίση, είναι και το γεγονός ότι το επαχθές ή μη της υπό συζήτηση συμφωνίας, δεν πρέπει να εξεταστεί έξω και μακριά από το καθεστώς στο οποίο βρισκόταν ο Ενάγοντας πριν τη συνομολόγηση της. Και δη τη δέσμευσή του από τους όρους της συμφωνίας των ΜΑΚ, η οποία βρισκόταν σε ισχύ κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, στη βάση των οποίων ο Ενάγοντας βρισκόταν αντιμέτωπος με παρόμοιους κινδύνους και ανάλογα αντισταθμιστικά οφέλη του ιδίου. Εκείνο, που, στο τέλος της ημέρας, επεσυνέβη, στη βάση των γνωστών οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν στη χώρα μας κατά το 2013, ήταν ο εκμηδενισμός της αξίας των επενδυμένων κεφαλαίων στα ΜΑΕΚ, ως αποτέλεσμα του συμβατικού κινδύνου που προέκυπτε από τους όρους των συμφωνιών απόκτησης τους, συμβατικός κίνδυνος που εμπεριεχόταν και στους όρους των συμφωνιών απόκτησης των ΜΑΚ, τον οποίο, ως ήδη έκρινα ανωτέρω, γνώριζε ο Ενάγοντας πριν καν αποκτήσει τις όποιες αξίες της Εναγόμενης.
Εν πάση περιπτώσει, και τούτο συναφώς και με τις τρεις πιο πάνω νομικές βάσεις, ως προκύπτει από τα τελικά ευρήματα του Δικαστηρίου, γνωρίζοντας τη φύση, χαρακτηριστικά και κινδύνους των ΜΑΕΚ, ο Ενάγοντας ήταν αποφασισμένος να τα αποκτήσει, ανεξαρτήτως εξασφάλισης ή όχι του όποιου τυχόν δανείου, με αποτέλεσμα, να μην έχει αποδείξει την αιτιώδη συνάφεια της όποιας αποδιδόμενης στην Εναγόμενη παράνομης συμπεριφοράς (επί κάθε επικαλούμενης, μέσω του δικογράφου του, νομικής βάσης) με το ζημιογόνο για αυτόν αποτέλεσμα (S. Pavlou and Sons Construction Ltd κ.α. v. Ιωσηφίνας Θεοδώρου (2015) 1 Α.Α.Δ. 1502 και Κτηνοτροφική Επιχ. Π & Π Πέτρου Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2075). Ως σημειώθηκε συναφώς από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ελευθερίας Ζιπίτη κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 749 «Δεν μπορεί επίσης να επιδικάζεται σε ενάγοντα ποσοστό της απώλειάς του επί τη βάσει του συλλογισμού ότι η παράβαση του καθήκοντος της άλλης πλευράς δυνατόν να προκάλεσε τη ζημιά (Ράλλης Μακρίδης και Υιοί Λτδ ν. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 447). Η αιτιώδης συνάφεια είναι θέμα πραγματικό και θα πρέπει να αποφασίζεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κατά τη δίκη (Hotson v. East Berkshire Area Health Authority [1987] 2 All E.R. 909). Θέμα πραγματικό είναι και ο λόγος που προκάλεσε το δυστύχημα. Ακόμα και στην περίπτωση που εναγόμενος παραδέχεται αμέλεια, ο ενάγων δεν δικαιούται, άνευ άλλου τινός, αποζημίωσης, εκτός αν μπορεί να συνδέσει τη ζημιά του με την αμέλεια αυτή (Rankine v. Garton Sons & Co. Ltd [1979] 2 All E.R. 1185)».
Κατάληξη
Στη βάση όλων των ανωτέρω που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω ότι ο Ενάγοντας απέτυχε να αποδείξει ότι δικαιούται στις κατ' αίτηση θεραπείες για οποιανδήποτε εκ των νομικών βάσεων που επικαλείται και, κατά συνέπεια, η παρούσα αγωγή απορρίπτεται.
Ως προς τα έξοδα δεν έχω κανένα λόγο για να παρεκκλίνω του κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, και κατά συνέπεια τούτα επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον του Ενάγοντα, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.)…………………………
Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΧΨ
[1] H αγωγή εναντίον της Eναγόμενης 2 αποσύρθηκε πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας
[2] Στη βάση των όρων τους, ο προνοούμενος αποδιδόμενος από αυτά τόκος, καταβαλλόταν, στον κάτοχό τους, από την Εναγόμενη, ανά εξαμηνία εκάστου έτους ισχύος τους.
[3] Κατά το χρόνο υποβολής της εν προκειμένω αίτησης και της επακόλουθης εξέτασής και έγκρισής της από την Εναγόμενη, η συμφωνία απόκτησης των Χρεογράφων ήταν, ακόμα, σε ισχύ.
[4] Κατά το χρόνο υποβολής της εν προκειμένω αίτησης και της επακόλουθης εξέτασής και έγκρισής της από την Εναγόμενη, η συμφωνία απόκτησης των ΜΑΚ (αξίας €1.100.000) ήταν σε ισχύ.
[5] Το οποίο η Εναγόμενη είχε ήδη υπογράψει.
[6] Υπογράμμιση δική μου.
[7] Στη βάση της σχετικής δικογραφημένης θέσης του Ενάγοντα, αλλά και των σχετικών αναφορών στην αγόρευση της συνηγόρου του, η σχετική νομική βάση προωθείται επί το ότι η Εναγόμενη ενήργησε κατά παράβαση του Νόμου (ως τούτος ορίστηκε ανωτέρω).
[8] Ως τέτοιος ορίστηκε, ήδη, ανωτέρω, ο Περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, Ν. 144(1)/2007.
[9] Markets in Financial Instruments Directive, ημερομηνίας 21.04.2004.
[10] Τα ίδια ισχύουν και για τα Χρεόγραφα, αλλά και τα ΜΑΚ.
[11] «Βεβαιώνω/ουμε ότι έχω/ουμε τη γνώση και τις ικανότητες να προβώ/ούμε στην αξιολόγηση της επένδυσής μου/μας σε ΜΑΕΚ και δηλώνω/ουμε ότι αποδέχομαι/αστε τους Όρους Έκδοσης και αναγνωρίζω/ουμε τους Παράγοντες Κινδύνου που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο ημερομηνίας 5 Απριλίου 2011. Επίσης δηλώνω/ουμε ότι δεν μου/μας έχει παρασχεθεί οποιαδήποτε συμβουλή ή παρότρυνση από την Τράπεζα Κύπρου ή από οποιονδήποτε αξιωματούχο, υπάλληλο ή εκπρόσωπο αυτής αναφορικά με τα ΜΑΕΚ της παρούσας έκδοσης και/ή την απόφαση μου/μας για υποβολή της παρούσας Αίτησης για Εγγραφή.
[12] Λαική Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1432 και Λαική Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Χίνη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 818.
[13] Καθώς και των Χρεογράφων και ΜΑΚ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο