
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Α. Παντελή, Π.Ε.Δ.
Αρ. Γενικής Αίτησης: 68/2021
Μεταξύ:
Διευθυντή Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή
Αιτητής
-και-
Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης
Καθ’ ου η αίτηση
Ημερομηνία: 13η Μαΐου 2025
Εμφανίσεις:
Για τους Αιτητές: κα Φρ. Σωτηρίου για Γενικό Εισαγγελέα
Για τους Καθ’ ων η αίτηση: κ. Π. Μούντης με κα Κ. Γιαπανά για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία ΔΕΠΕ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η υπό κρίση αίτηση εδράζεται στο άρθρο 9(2) του περί Καταχρηστικών Ρητρών Νόμου, Ν.93(Ι)/1996 (στη συνέχεια ο νόμος) και την οδηγία 93/13/ΕΟΚ (στη συνέχεια η οδηγία). Προωθείται εν προκειμένω από τον Διευθυντή (στη συνέχεια ο Διευθυντής) της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών, ως μέχρι πρότινος καλείτο η σχετική υπηρεσία και αξιώνει την έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων:
Α. Απαγορευτικό διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την άμεση παύση και/ή τη μη επανάληψη χρήσης από τους Καθ' ων η Αίτηση καταχρηστικών ρητρών, ήτοι:
i. Συμβατικού όρου που να προνοεί το δικαίωμα των Καθ' ων η Αίτηση να χρεώνουν το δάνειο με τραπεζικά δικαιώματα, έξοδα και επιβαρύνσεις κατά την απόλυτη κρίση τους (όρος 2β παράγραφος 1 των Συμφωνιών Δανείου ημερομηνίας 31/5/2005/21/3/2008 και 25/11/2008).
ii. Συμβατικού όρου που να προνοεί το δικαίωμα των Καθ' ων η Αίτηση, στην περίπτωση που το επιτόκιο είναι επιχορηγημένο ή μειωμένο, να διακόψουν κατά την απόλυτη κρίση τους και οποτεδήποτε την εν λόγω επιχορήγηση ή μείωση του επιτοκίου και ανεξάρτητα με τα πιο πάνω, μεταβάλουν κατά την κρίση τους και οποτεδήποτε το επιτόκιο, τα τραπεζικά δικαιώματα, τα έξοδα, τις επιβαρύνσεις, τον τόκο υπερημερίας, τη συχνότητα χρέωσης του τόκου και τη δόση αποπληρωμής του δανείου, μεταβολή η οποία θα είναι δεσμευτική για τον καταναλωτή (όρος 2β παράγραφος 2 των Συμφωνιών Δανείου ημερομηνίας 31/5/2005, 21/3/2008 και 25/11/2008).
iii. Συμβατικού όρου που προνοεί το δικαίωμα των Καθ' ων η Αίτηση να τροποποιούν τον χρόνο αποπληρωμής και το ύψος του ποσού των δόσεων και/ή γενικά να τροποποιούν μονομερώς όλους, ή οποιουσδήποτε από τους όρους που αναφέρονται στην αποπληρωμή του δανείου και σε περίπτωση παράλειψης καταβολής οποιασδήποτε δόσης ή σε περίπτωση που το δάνειο καταστεί πληρωτέο και απαιτητό, να αυξάνουν το επιτόκιο ολόκληρου του υπόλοιπου του δανείου ή να χρεώνουν επιπλέον τόκους υπερημερίας στο καθυστερούμενο ποσό (όρος 3 παράγραφος 2 των Συμφωνιών Δανείου ημερομηνίας 31/5/2005, 21/3/2008 και 25/11/2008).
iv. Συμβατικού όρου που προνοεί ότι σε περίπτωση παράλειψης ή άρνησης του καταναλωτή να καταβάλει οποιαδήποτε από τις δόσεις του δανείου στις καθορισμένες ημερομηνίες ή παράβασης οποιουδήποτε όρου της σύμβασης, θα καθίσταται το δάνειο ή οποιοδήποτε υπόλοιπο του αμέσως πληρωτέο και απαιτητό και παρέχει στους Καθ' ων η Αίτηση, χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε άλλης θεραπείας ή δικαιώματος το δικαίωμα να απαιτήσουν δικαστικώς ή/και με άλλον τρόπο την πληρωμή του χρέους με επιπλέον δικαστικά, δικηγορικά και άλλα συναφή έξοδα οποιασδήποτε φύσης, ως την πλήρη και τελεία εξόφληση, έξοδα τα οποία θα χρεώνονται στο δάνειο, θα φέρουν τον ίδιο τόκο και θα διασφαλίζονται όπως η παρούσα οφειλή (όρος 4 των Συμφωνιών Δανείου ημερομηνίας 31/5/2005, 21/3/2008 και 25/11/2008).
v. Συμβατικού όρου που προνοεί ότι καθ' όλη τη διάρκεια των δοσοληψιών με τους Καθ' ων η Αίτηση και μέχρι πλήρους και τελικής εξόφλησης άλλων των ποσών προς αυτούς, οι Καθ' ων η Αίτησης θα έχουν προς εξασφάλιση ή εγγύηση οποιωνδήποτε χρημάτων και υποχρεώσεων τα οποία οφείλονται σήμερα ή δυνατό να οφείλονται στο μέλλον από τον καταναλωτή προς τους Καθ' ων η Αίτηση, γενικό δικαίωμα επισχέσεως (General Preferential Lien) πάνω σε ολόκληρο και οποιοδήποτε ποσό χρημάτων, σε κάθε διαπραγματεύσιμο έγγραφο ή τίτλο, καθώς και πάνω σε κάθε είδους στοιχεία ενεργητικού, τα οποία ανήκουν στον καταναλωτή και σε οποιαδήποτε στιγμή θα μπορούν να περιέλθουν στην κατοχή ή έλεγχο των Καθ' ων η Αίτηση ή οποιουδήποτε από τα καταστήματά τους (όρος 13 των Συμφωνιών Δανείου ημερομηνίας 31/5/2005, 21/3/2008 και 25/11/2008).
vi. Συμβατικού όρου που προνοεί το δικαίωμα των Καθ' ων η Αίτηση, σε οποιονδήποτε χρόνο και χωρίς προειδοποίηση προς τον καταναλωτή, να ενώνουν ή να συνενώνουν όλους ή οποιουσδήποτε από τους λογαριασμούς του καταναλωτή με τις υποχρεώσεις του προς των Καθ' ων η Αίτηση και να συμψηφίζουν ή μεταφέρουν οποιοδήποτε ποσό ή ποσά τα οποία δυνατό να βρεθούν σε πίστη του σε οποιοδήποτε λογαριασμό ή λογαριασμούς προς εξόφληση μέρους ή όλων των υποχρεώσεων του καταναλωτή πάσης φύσεως, δυνάμει οποιουδήποτε λογαριασμού ή οποιουδήποτε άλλου λόγου, είτε οι υποχρεώσεις αυτές κατέστησαν απαιτητές, είτε ενδέχεται να καταστούν απαιτητές, είτε είναι αμέσως ή έμμεσες, είτε προσωπικές ή αλληλέγγυες ή κοινές μετ' άλλου προσώπου ή προσώπων (όρος 14 Συμφωνιών Δανείου ημερομηνίας 31/5/2005, 21/3/2008 και 25/11/2008).
vii. Συμβατικού όρου που προνοεί ότι οι όροι της σύμβασης δεν θα επηρεάζουν οποιαδήποτε επιπρόσθετα δικαιώματα τα οποία οι καθ' ων η Αίτηση τυχόν έχουν σύμφωνα με νόμο ή έθιμο και θα παραμείνουν σε ισχύ εφόσον υφίστανται δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ των μερών της συμφωνίας (όρος 15 των Συμφωνιών Δανείου ημερομηνίας 31/5/2005, 21/3/2008 και 25/11/2008).
viii. Συμβατικού όρου που προνοεί ότι τα δικαιώματα των Καθ' ων η Αίτηση με βάση όλες παραγράφους της σύμβασης δεν θα επηρεάζονται καθ' οποιονδήποτε σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης των όρων της σύμβασης (όρος 19 των Συμφωνιών Δανείου ημερομηνίας 31/5/2005, 21/3/2008 και 25/11/2008).
Β. Τη δημοσίευση από τους Καθ' ων η Αίτηση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης σε εγχώρια εφημερίδα παγκύπριας εμβέλειας.
Στον αντίποδα, οι καθ’ ων η αίτηση, που στην προκείμενη περίπτωση είναι ο Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης (στη συνέχεια ο Οργανισμός), αμφισβητούν το εύλογο και δικαιολογημένο του αιτήματος, προτάσσοντας αριθμό λόγων ένστασης. Τούτοι οι λόγοι έχουν ως ακολούθως:
1.(α) Ο Καθ’ ου η Αίτηση σε καμία περίπτωση δεν έχει παραβεί τον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 1996 ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής ο «Ν.93(Ι)/1996») και/ή τον περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμος του 2021, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής ο «Ν. 112(Ι)/2021»).
(β) Εν πάση περιπτώσει ακόμα και εάν ήθελε αποφασιστεί (από το Σεβαστό Δικαστήριο) ότι κάποιος και/ή κάποιοι όροι των επίδικων συμφωνιών του Καθ’ ου η Αίτηση (ήτοι των συμφωνιών που εξετάστηκαν από τον Διευθυντή Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή [στο εξής ο «Διευθυντής»]) ήταν καταχρηστικοί, (πράγμα που ο Καθ’ ου η Αίτηση αρνείται και καλεί τον Αιτητή σε απόδειξη), είναι η θέση του, ότι αφ’ ης στιγμής οι όροι αυτοί δεν χρησιμοποιούνται και/ή δεν περιλαμβάνονται πλέον στις συμβάσεις του Καθ’ ου η Αίτηση, ο Αιτητής δεν νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα αίτηση και/ή η παρούσα αίτηση είναι καταχρηστική και/ή εξυπηρετεί αλλότριους στόχους ήτοι τα συμφέροντα των παραπονούμενων και όχι τα «συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών», ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθεί ως παράνομη και/ή καταχρηστική και/ή αχρείαστη και/ή άνευ αντικειμένου.
2.(α) Η παρούσα αίτηση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας (abuse of the process of the court).
(β) Η αίτηση είναι αποτέλεσμα εκ των υστέρων σκέψεων του Αιτητή και/ή καταχωρήθηκε για να εξυπηρετήσει αλλότριους σκοπούς και/ή είναι καταχρηστική και/ή κατασπαταλάει το πολύτιμο χρόνο του Δικαστηρίου και/ή προκαλεί αχρείαστα έξοδα.
(γ) Άνευ βλάβης της γενικότητας της πιο πάνω θέσης του Καθ’ ου η Αίτηση, η υπό κρίση αίτηση είναι καταχρηστική και/ή άνευ αντικειμένου καθότι κατά τον παρόντα χρόνο και/ή κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, όσοι όροι εκ των αναφερομένων στο αιτητικό (Α) της παρούσας αίτησης ήθελε κριθεί από το σεβαστό Δικαστήριο ότι εντάσσονται (σήμερα και όχι κατά τον χρόνο σύναψης των επίδικων συμφωνιών) εντός του πλαισίου του Ν. 112(Ι)/2021 και/ή ήθελε κριθεί από το Σεβαστό Δικαστήριο ότι συνιστούν (σήμερα και όχι κατά τον χρόνο σύναψης των επίδικων συμφωνιών) καταχρηστικές ρήτρες για σκοπούς του Ν. 112(Ι)/2021 και/ή εν πάση περιπτώσει παράνομες ρήτρες, κατά τον παρόντα και/ή ουσιώδη χρόνο δεν περιλαμβάνονται και/ή δεν χρησιμοποιούνται από την Καθ’ ης η Αίτηση στις συμφωνίες της και/ή οι εν λόγω όροι έχουν τροποποιηθεί. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αίτηση δέον όπως απορριφθεί αφού τα Δικαστήρια δεν εκδίδουν διατάγματα επί ματαίω.
(δ) Άνευ βλάβης των ανωτέρω θέσεων του Καθ’ ου η Αίτηση, η υπό κρίση αίτηση είναι καταχρηστική και/ή άνευ αντικειμένου καθότι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο και/ή κατά το χρόνο υποβολής του παραπόνου ο ένας λογαριασμός για τον οποίο υποβλήθηκε παράπονο είχε εξοφληθεί και/ή κατά τον παρόντα χρόνο και/ή οι εν λόγω λογαριασμοί έχουν πλήρως διευθετηθεί και/ή εξοφληθεί και/ή τα δάνεια που αφορούν οι εν λόγω συμβάσεις έχουν αποπληρωθεί πλήρως και/ή οι εν λόγω συμβάσεις δεν υφίστανται πλέον. Ως εκ τούτου, το παράπονο υποβλήθηκε καταχρηστικά και/ή με αλλότρια κίνητρα και/ή η υπό κρίση αίτηση δέον όπως απορριφθεί αφού τα Δικαστήρια δεν εκδίδουν διατάγματα επί ματαίω.
3.Οι όροι που περιλαμβάνονται στις συμφωνίες του Καθ’ ου η Αίτηση ουδόλως είναι καταχρηστικοί και/ή ουδόλως συνιστούν καταχρηστικές ρήτρες για σκοπούς του Ν.93(Ι)/1996 και/ή του Ν. 112(Ι)/2021 και/ή ο Ν.93(Ι)/1996 και/ή ο Ν. 112(Ι)/2021, δεν τυγχάνει εφαρμογής στις συμφωνίες του Καθ’ ου η Αίτηση και/ή σε καμία ρήτρα και/ή όρο που περιλαμβάνεται στις συμφωνίες του Καθ’ ου η Αίτηση και/ή στις επίδικες συμφωνίες.
4.Η υπό κρίση αίτηση είναι νόμω και/ή ουσία αβάσιμη και/ή στερείται της απαραίτητης πραγματικής και/ή νομικής βάσης και/ή στηρίζεται σε λάθος και/ή ελλιπή νομική βάση και/ή δεν στηρίζεται στην ορθή νομοθεσία και/ή δεν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις του Ν.93(Ι)/1996 και/ή του Ν. 112(Ι)/2021, ο οποίος ισχύει σήμερα, για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
5.(α) Κανένας βάσιμος λόγος δεν παρατίθεται στην παρούσα αίτηση, στη βάση του οποίου το Δικαστήριο να μπορέσει να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα.
(β) Η Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αίτηση δεν παρέχει επαρκή και/ή απαραίτητα γεγονότα και/ή στοιχεία για τη θεμελίωση της απαίτησης του Αιτητή εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση και/ή τα αναφερόμενα γεγονότα στην Ένορκη Δήλωση δεν μπορούν να στηρίξουν τις αιτούμενες θεραπείες και/ή δεν δικαιολογούν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
6.Η απόφαση του Διευθυντή, περί καταχρηστικότητας των επίδικων όρων είναι εσφαλμένη και/ή αναιτιολόγητη και/ή εκτός των προνοιών του Ν.93(Ι)/1996 και/ή του Ν. 112(Ι)/2021 λήφθηκε κατά παράβαση των προνοιών του Ν.93(Ι)/1996 και/ή του Ν. 112(Ι)/2021.
7.Όσοι όροι εκ των αναφερομένων στο αιτητικό (Α) της παρούσας αίτησης, ήθελε αποδείξει ο Αιτητής ότι χρησιμοποιούνται στον παρόντα χρόνο από τον Καθ’ ου η Αίτηση και/ή περιλαμβάνονται στις συμφωνίες της σήμερα, ουδόλως συνιστούν καταχρηστικές ρήτρες για σκοπούς του Ν. 112(Ι)/2021 και/ή ο Ν. 112(Ι)/2021 δεν τυγχάνει εφαρμογής στις ρήτρες αυτές.
8.Οι όροι που περιλαμβάνονται στις συμφωνίες του Καθ’ ου η Αίτηση και/ή στις επίδικες συμφωνίες και/ή οι υπό εξέταση όροι είναι:
(α) καθόλα νόμιμοι και/ή.
(β) είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό και αφορούν τον καθορισμό του κύριου αντικειμένου των συμβάσεων και/ή την αντιπροσωπευτικότητα του ανταλλάγματος για την υπηρεσία που παρασχέθηκε και/ή.
(γ) εκφεύγουν του ελέγχου καταχρηστικότητας και/ή.
(δ) συνάφθηκαν με καλή πίστη και δεν δημιουργούν σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση και/ή.
(ε) οι επίδικες δε συμβάσεις συνήφθηκαν με πρωτοβουλία και/ή κατόπιν αιτήματος των καταναλωτών και ήταν καθόλα δίκαιες και/ή.
(στ) Οι παραπονούμενοι είχαν τη δυνατότητα συζήτησης των όρων των συμβάσεων, πριν από την έγκριση και/ή σύναψη αυτών, με τον Φορέα και σε κάθε περίπτωση ποτέ δεν ζήτησαν οποιαδήποτε αλλαγή και/ή τροποποίηση κάποιου όρου και/ή των υπό εξέταση όρων, από τον Φορέα και/ή τον Καθ’ ου η Αίτηση, ούτε εξέφρασαν οποιοδήποτε σχετικό παράπονο.
Χάριν ευταξίας και πλήρους απόδοσης της εικόνας που δεικνύει ο δικαστικός φάκελος, σημειώνεται πως τόσο η αίτηση όσο και η ειδοποίηση για πρόθεση ένστασης, συνοδεύονται από ένορκη δήλωση. Τη μεν πρώτη ορκίζεται λειτουργός της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, τη δε άλλη λειτουργός συμμόρφωσης του Οργανισμού.
Απλή και μόνο ανάγνωση των ισχυρισμών αμφότερων των ομνυόντων, αποκαλύπτει πως το πραγματικό πλαίσιο που περιβάλλει την επίδικη διαφορά δεν τελεί υπό αμφισβήτηση. Εκείνο που χωρίζει τα δύο μέρη δεν έχει να κάνει, κυρίως, με τα γεγονότα αυτά αφ’ εαυτά, αλλά την εκτίμηση των όρων των συμφωνιών δανείου που εδώ απασχολούν. Ως εκ τούτου, προσφέρεται να συνοψισθούν τα γεγονότα που απαρτίζουν το κοινό πραγματικό υπόβαθρο.
Επίδικα εν προκειμένω είναι τρία δάνεια τα οποία παραχώρησε ο Οργανισμός σε μια πενταμελή οικογένεια ως εξής· σε κάθε ένα εκ των εν λόγω δανείων δανειολήπτες είναι οι δύο γονείς και περιπλέον, σε κάθε δάνειο ξεχωριστά ως τρίτος, πρόσθετος δανειολήπτης, παρουσιάζεται μια (διαφορετική ανά περίπτωση) εκ των τριών θυγατέρων του ζεύγους. Συνιστά κοινό τόπο ότι οι τρεις συμφωνίες δανείου φέρουν τους ίδιους όρους και η όποια διαφορά μεταξύ τους περιορίζεται στο ύψος του ποσού δανειοδότησης, το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής, το συνολικό ετήσιο ποσοστό επιβάρυνσης και βεβαίως τα προσωπικά στοιχεία εκάστης θυγατέρας, καθώς και την ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας. Άλλωστε, αντίγραφα τούτων των συμφωνιών δανείου προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο και είναι το τεκμήριο 4 στην ένσταση και απλή και μόνο ανάγνωση των όσων εκεί αναφέρονται αποκαλύπτει πως οι όροι τούτων είναι ταυτόσημοι. Περισσότερα όμως για τις εν λόγω συμφωνίες παρατίθενται πιο κάτω.
Τώρα, έναυσμα για διερεύνηση της επίδικης διαφοράς από τον Διευθυντή, παρείχε η υποβολή παραπόνου από τους πέντε προειρημένους δανειολήπτες (στη συνέχεια οι παραπονούμενοι). Το εν λόγω παράπονο, υποβληθέν μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου 2020 (καθένας εξ αυτών υπέβαλε το παράπονό του σε ξεχωριστό έντυπο και διαφορετικό χρόνο), είναι το τεκμήριο 1 στην αίτηση. Συνακόλουθα, ο Διευθυντής καθηκόντως αντέδρασε στο παράπονο και την 16/07/2020 κάλεσε τον Οργανισμό να του αποστείλει αντίγραφα των επίδικων συμβάσεων, τυχόν έγγραφα προσυμβατικής ενημέρωσης που υπεγράφησαν από τους παραπονούμενους και τέλος, παρατηρήσεις και κάθε άλλο έγγραφο που θεωρείται αναγκαίο για τη διερεύνηση (βλ. τεκμήριο 2 στην αίτηση). Ο Οργανισμός αμέσως ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Διευθυντή και επιβεβαιωτικό τούτου είναι το ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε την 23/07/2020, εν προκειμένω το τεκμήριο 3 στην αίτηση (είναι το ίδιο με το τεκμήριο 6 στην ένσταση). Αρμόζει να σημειωθεί ότι πέραν των επίδικων συμβάσεων ο Οργανισμός απέστειλε στον Διευθυντή και αντίγραφα επιστολών, καθώς και έντυπα έγκρισης των σχετικών δανείων από τον Κεντρικό Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών (στη συνέχεια ο Φορέας), ημερομηνιών 18/04/2005, 11/02/2008, 17/09/2008, 20/10/2008 και 25/05/2009.
Επιβάλλεται εν προκειμένω να διευκρινιστεί η εμπλοκή του Φορέα, ώστε ο αναγνώστης να λάβει επαρκή πληροφόρηση για τα επίδικα ζητήματα. Τα τρία δάνεια που απασχολούν είναι σπουδαστικά και προτού ο Οργανισμός προβεί στη δανειοδότηση, έτυχαν έγκρισης από τον Φορέα. Εν προκειμένω αυτή η έγκριση του Φορέα είναι εκείνη που επέτρεψε την εδώ δανειοδότηση των παραπονούμενων από τον Οργανισμό. Οι δε επιστολές που ανωτέρω αναφέρθηκε ότι τέθηκαν υπόψιν του Διευθυντή από τον Οργανισμό (τεκμήριο 3 στην αίτηση και τεκμήριο 6 στην ένσταση), αποκαλύπτουν πως οι διάφοροι όροι (ύψος δανείου, επιτόκιο δανείου και περίοδος αποπληρωμής) τέθηκαν από τον Φορέα. Από την άλλη, η εμπλοκή του Οργανισμού οφείλεται στην ιδιαίτερη συμβατική σχέση που κατά τον επίδικο χρόνο διατηρούσε με τον Φορέα. Εν προκειμένω συνιστά κοινό τόπο ότι δυνάμει δύο συμφωνιών, ημερομηνίας 24/05/1996 και 18/02/1999 αντίστοιχα, ο Οργανισμός εξουσιοδοτήθηκε από τον Φορέα να ενεργεί ως αντιπρόσωπός του και να συνομολογεί συμβάσεις δανείων για λογαριασμό του. Οι δύο ανωτέρω αναφερόμενες συμφωνίες αποδίδουν τη σχέση μεταξύ του Οργανισμού και του Φορέα και είναι το τεκμήριο 2 στην ένσταση. Και προσθέτω περαιτέρω αυτό που στη συνέχεια θα απασχολήσει, δηλαδή ότι ο Οργανισμός επικαλείται τούτη τη σχέση με τον Φορέα και υποστηρίζει πως δεν είναι ο ίδιος που προέβη στην όποια διαπραγμάτευση μετά των δανειοληπτών αλλά ο Φορέας και συνεπεία τούτου η συμμόρφωσή του με τις υποδείξεις του Φορέα δεν τον καθιστά υπαίτιο παραβίασης των διατάξεων του νόμου.
Επανερχόμενος στα διαδραματιζόμενα συνεπεία του παραπόνου που υποβλήθηκε, προστίθεται πως την 09/09/2020 ο Διευθυντής αποτάθηκε εκ νέου στον Οργανισμό και τον πληροφόρησε ότι ολοκλήρωσε την προκαταρκτική έρευνα του παραπόνου και διαπίστωσε ότι «….οι όροι που περιλαμβάνονται στις πιο πάνω δανειακές συμβάσεις φέρουν ίδια αρίθμηση σε κάθε σύμβαση αντίστοιχα και ότι είναι ταυτόσημοι ή/και επί της ουσίας πανομοιότυποι μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, η εξέταση περιορίστηκε στους όρους της μιας εκ των τριών συμβάσεων». Περαιτέρω, πρόσθεσε πως «Ανεξαρτήτως της πιο πάνω διαπίστωσης, τονίζεται ότι η έρευνα που διεξάγει ο Διευθυντής ΥΠΚ αναφορικά με καταχρηστικές ρήτρες σε σύμβαση δανείου, δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην εν λόγω σύμβαση αλλά επεκτείνεται σε κάθε σύμβαση δανείου που συνάπτει καταναλωτής και η οποία περιλαμβάνει επί της ουσίας πανομοιότυπους όρους ή/και όρους που έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με τους υπό εξέταση» και βάσει όλων των ανωτέρω έθεσε υπόψιν του Οργανισμού τους όρους που σύμφωνα με τον ίδιο παρουσίαζαν, εκ πρώτης όψεως, παραβίαση του νόμου (τεκμήριο 4 στην αίτηση).
Η απάντηση του Οργανισμού (τεκμήριο 5 στην αίτηση - ανάλογο είναι και το τεκμήριο 8 στην ένσταση), κοινοποιηθείσα στον Διευθυντή την 24/09/2020, αναδεικνύει μέρος των όσων απασχολούν την επίδικη διαδικασία και ως εκ τούτου παρατίθεται αυτούσια. Υποστηρίχθηκε εν προκειμένω πως:
«Με αναφορά στο πιο πάνω θέμα, σας ενημερώνουμε ότι έχουμε διαβιβάσει τις υποδείξεις της Υπηρεσίας σας στους Νομικούς μας Συμβούλους για αξιολόγηση και προσαρμογή των όρων ώστε να είναι απόλυτα σύννομοι με τις πρόνοιες της σχετικής Νομοθεσίας.
Σε σχέση με το παράπονο των πιο πάνω πελατών του Οργανισμού, σας πληροφορούμε ότι τα δάνεια παραχωρήθηκαν βάσει έγκρισης του Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών (ΚΦΙΚΒ) με όρους που καθορίζονται από τον ΚΦΙΚΒ. Τα δάνεια τιμολογούνται σύμφωνα με απόφαση του Κράτους και σήμερα το επιτόκιό τους ανέχεται σε 1%. Από τη σύναψή τους μέχρι σήμερα στα δάνεια δεν έχει γίνει οποιαδήποτε χρέωση πέρα από τους νόμιμους τόκους οι οποίοι και αποδίδονται στο Κράτος μέσω του ΚΦΙΚΒ.
Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των Συμβάσεων, ο ΟΧΣ ως Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου Δικαίου επιδεικνύει διαχρονικά, ως εκ της φύσεώς του ιδιαίτερη ευαισθησία στα θέματα χρεώσεων και της γενικότερης τιμολόγησης των πελατών του».
Παρά τις ανωτέρω θέσεις του Οργανισμού, ο Διευθυντής προχώρησε την έρευνά του και την 01/12/2020 εξέδωσε απόφαση που θέλει τις συγκεκριμένες ρήτρες των επίδικων δανείων να αντίκεινται των διατάξεων του νόμου. Την εν λόγω απόφαση απέστειλε στον Οργανισμό με συνοδευτική επιστολή ημερομηνίας 07/12/2020. Η απόφαση είναι το τεκμήριο 7 στην αίτηση και η συνοδευτική επιστολή το τεκμήριο 6 στην αίτηση. Δεν παραθέτω εδώ τις ρήτρες που κρίθηκαν καταχρηστικές, εφόσον είναι αυτές για τις οποίες υποβλήθηκε η υπό κρίση αίτηση και ως εκ τούτου εμφαίνονται στα αιτητικά που αξιώνονται και έχουν ήδη παρατεθεί.
Η αντίδραση του Οργανισμού επίσης εμφαίνεται στην απαντητική επιστολή ημερομηνίας 14/12/2020, δηλαδή το τεκμήριο 8 στην αίτηση, το περιεχόμενο της οποίας δεν προσθέτει οτιδήποτε σε τούτο το στάδιο της διερεύνησης. Το σύνολο των όσων ο Οργανισμός διατείνεται, εξετάζεται πιο κάτω και βεβαίως συμπλέκεται με κάθε θέση που εξέφρασε και έθεσε ενώπιον του Διευθυντή.
Τώρα, οι λόγοι ένστασης αποκαλύπτουν πως ο Οργανισμός διατείνεται ότι το νομικό πλαίσιο που διέπει την υπό κρίση αίτηση και ελέγχει τις διάφορες τοποθετήσεις του Διευθυντή, δεν είναι ο Ν.93(Ι)/1996, αλλά ο Ν.112(Ι)/2021, ο οποίος τον αντικατέστησε. Μάλιστα η πλευρά του Οργανισμού είναι αυτό τον τελευταίο νόμο που κατά κόρον επικαλείται προς υποστήριξη της θέσης ότι οι ενέργειές τις είναι σύννομες. Καταλήγει δε πως η αίτηση είναι αβάσιμη και εφόσον παρέμεινε κατ’ αυτόν τον τρόπο μέχρι τέλους, παρά τη σχετική ένσταση, είναι υποκείμενη σε απόρριψη. Με δεδομένο ότι αντίθετη είναι η επί του προκειμένου θέση του Διευθυντή, η λογική θέλει τούτο το ζήτημα να εξετάζεται πρώτο, εφόσον η τύχη του θα καθορίσει την πάρα πέρα πορεία της διαδικασίας.
Προτού όμως η διερεύνηση υπεισέλθει σε παράθεση των εκατέρωθεν θέσεων, σημειώνεται πως η επίδικη αίτηση, απόρροια του παραπόνου που υποβλήθηκε το καλοκαίρι του 2020, καταχωρίστηκε την 05/03/2021. Εντούτοις, η ένσταση του Οργανισμού καταχωρίστηκε την 13/01/2023 και αυτό παρότι η αίτηση επιδόθηκε σε μόλις τέσσερεις ημέρες από την καταχώρισή της (09/03/2021). Περαιτέρω, κατά τον χρόνο καταχώρισης της αίτησης δεδομένο είναι πως ευρίσκετο σε ισχύ ο Ν.93(Ι)/1996 και είναι τούτο πρόδηλο από το γεγονός ότι ο καταργητικός Ν.112(Ι)/2021 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 12/05/2021. Είναι λοιπόν υπό το φως αυτών των δεδομένων που το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί ποια νομοθεσία τυγχάνει εφαρμογής.
Επί του προκειμένου ο Οργανισμός λέγει ότι με δεδομένο πως ο καταργητικός νόμος δεν προβλέπει άλλη ημερομηνία, προκύπτει ότι η ισχύς του άρχεται από τη δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα, δηλαδή την 12/05/2021. Επικαλείται εντούτοις τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 75(1) του Ν.112(Ι)/2021 και με παραπομπή στα όσα αναφέρθηκαν σε άλλη πρωτόδικη απόφαση (αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με αριθμό 5345/2013 και ημερ. 09/11/2021), υποστηρίζει ότι εφαρμόζεται και σε υφιστάμενες διαφορές, μεταξύ αυτών και η υπό κρίση. Προσθέτει δε πως σ' αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν και τα αναφερόμενα στην Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού για το νομοσχέδιο, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Στο αναθεωρημένο κείμενο έγινε αλλαγή μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις μεταβατικές διατάξεις της προτεινόμενης νομοθεσίας, θέμα το οποίο επίσης απασχόλησε την επιτροπή. Με βάση την ενημέρωση της επιτροπής από τις υπηρεσίες της Βουλής, επισημαίνονται τα ακόλουθα:
Οποιαδήποτε δικαιώματα και υποχρεώσεις πηγάζουν από τον προτεινόμενο Νόμο εφαρμόζονται και σε συμβάσεις οι οποίες συνήφθησαν και/ή τερματίστηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του. Η πρόνοια αυτή βρίσκεται σε σύμπνοια με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ωστόσο με την εφαρμογή της εν λόγω αναδρομικότητας ενδεχομένως να επηρεαστούν εκκρεμούσες αγωγές, των οποίων η νομική βάση θα πρέπει να τροποποιηθεί.
(...)».
Βάσει όλων των ανωτέρω, είναι η θέση του Οργανισμού πως ο Ν.112(Ι)/2021 τυγχάνει αναδρομικής εφαρμογής και λανθασμένα οι αιτητές άφησαν τη διαδικασία να εξελιχθεί με το παλαιό νομικό πλαίσιο και αυτό παρότι οι ίδιοι ρητά δήλωσαν την αντίθεσή τους.
Στον αντίποδα, η πλευρά του Διευθυντή υποστηρίζει πως εφαρμογής τυγχάνει ο Ν.93(Ι)/1996 και τα εκεί διαλαμβανόμενα. Δέχεται βεβαίως ότι ο Ν.112(Ι)/2021 (άρθρο 74) κατήργησε τον Ν.93(Ι)/1996, εντούτοις υποστηρίζει πως δυνάμει του άρθρου 75 του τελευταίου νόμου η προώθηση της επίδικης διαδικασίας δεν επηρεάζεται και παραπέμπει σχετικά στα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 75(2) του καταργητικού νόμου, ως επίσης στον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1 και συγκεκριμένα το άρθρο 10.
Εν πρώτοις υποδεικνύεται αυτό που αναφέρθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Δώρου Γεωργιάδη (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 1842, 1848, δηλαδή ότι αναφορά στα πρακτικά της Βουλής είναι θεμιτή «υπό ορισμένες συνθήκες που η νομολογία ορίζει». Από την άλλη, η αιτιολογική έκθεση κατά την εισήγηση νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου δυνατό να εξυπηρετεί την ερμηνεία που θα αποδοθεί, όπως συνάγεται από τα αναφερόμενα στην απόφαση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά 1/23, ημερ. 27/06/2023, καθώς και στην Ermes Department Stores PLC v. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 2Α.Α.Δ. 655, 669. Παρόλα ταύτα, η ιδιαίτερη άποψη κάποιου εκ των βουλευτών ή ακόμη οι εργασίες της Βουλής οι οποίες οδηγούν στη ψήφιση νόμου, δεν λαμβάνονται υπόψιν στην ερμηνεία νομοθετήματος (Eurofreight Logistics Ltd v. Χρ. Γεωργίου (2006) 2Α.Α.Δ. 29, 34). Και σημειώνονται όλα τα ανωτέρω εφόσον στην προκείμενη περίπτωση έκδηλο είναι από το περιεχόμενο του κειμένου που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, και αυτό στο πλαίσιο αγορεύσεων κατά τρόπο που δεν συνάδει με τις προσταγές τις απόφασης Δώρος Γεωργιάδης ανωτέρω, εφόσον αποδίδει μέρος των εργασιών της επιτροπής της Βουλής και όχι την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου. Εν ολίγοις, τα εκεί αναφερόμενα αποδίδουν εργασίες της Βουλής κατ’ εκείνον τον χρόνο, δηλαδή προτού το νομοσχέδιο τελειοποιηθεί και τεθεί ενώπιον του σώματος για ψήφιση και περιπλέον, αντικειμενική θεώρηση των όσων εκεί αναφέρονται θέλει τούτα να είναι προβληματισμοί στην πορεία των εργασιών και όχι η αιτιολογική έκθεση. Συνεπώς, εκφεύγουν των όσων η νομολογία καθορίζει ότι λαμβάνονται υπόψιν για την ερμηνεία νομοθετήματος.
Σε κάθε περίπτωση, είμαι της γνώμης πως η πλευρά του Οργανισμού δεν ερμηνεύει προσηκόντως τις διατάξεις του καταργητικού νόμου και συγκεκριμένα το άρθρο 75. Σημασία δεν έχουν μόνο τα αναφερόμενα στο εδάφιο 1 αυτού, αλλά και τα όσα διαλαμβάνονται στο εδάφιο 2. Για του λόγου το ασφαλές υποδεικνύεται αυτό που εκεί αναφέρεται, δηλαδή ότι:
«75(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10 του περί Ερμηνείας Νόμου, οποιαδήποτε δικαιώματα και υποχρεώσεις πηγάζουν από τον παρόντα Νόμο, εφαρμόζονται αναφορικά και με συμβάσεις οι οποίες συνήφθησαν και/ή τερματίστηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου:
Νοείται ότι, οποιεσδήποτε συμβάσεις συνήφθησαν πριν από την έναρξη της ισχύος των καταργηθέντων, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 74, Νόμων, δεν εξετάζονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου».
(2) Διοικητικές έρευνες και λοιπές διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου διέπονται από το προϊσχύον νομικό καθεστώς».
Περιττό να τονιστεί η σπουδαιότητα των όσων αναφέρονται στο προοίμιο του εν λόγω άρθρου, δηλαδή ότι τα όσα ακολουθούν είναι «Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10 του περί Ερμηνείας Νόμου», εφόσον εξ αυτού και μόνο αποκαλύπτεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 75, οι οποίες ακολουθούν, ερμηνεύονται ejusdem generis, εν προκειμένω είναι υποκείμενες και πλήρως ευθυγραμμισμένες, με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 10 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1. Και είναι τούτο βαρύνουσας σημασίας για την ερμηνεία του άρθρου 75 του καταργητικού νόμου, εφόσον η επενέργεια των όσων διαλαμβάνονται στο άρθρο 10 του Κεφ. 1 έχει ήδη εξηγηθεί νομολογιακά. Εν προκειμένω στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.α. ν. της Αστυνομίας (1995) 2Α.Α.Δ. 1, 4, υποδείχθηκε πως:
« Το Άρθρο 10(2)(ε) του περί Ερμηνείας Νόμου – ΚΕΦ. 1, προβλέπει ότι δεν καταργείται η ποινική ευθύνη για τη διάπραξη αδικήματος από την κατάργηση του ποινικού νομοθετήματος, εκτός όπου εκδηλώνεται πρόθεση περί του αντιθέτου στον καταργητικό νόμο. Τέτοια πρόθεσης διαγραφής ποινικής ευθύνης δεν εκδηλώθηκε στο Ν 18(1) 93· έτσι διασώζεται η ετυμηγορία του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο, στις 13.1.92, ο εφεσείων διέπραξε το αδίκημα για το οποίο είχε κατηγορηθεί και παραδεχθεί».
Στο άρθρο 10(2)(γ) και (ε) του Κεφ. 1 ρητά διαλαμβάνεται ότι:
«10.-(2) Όταν Νόμος ακυρώνει οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα, τότε εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση η ακύρωση δεν θα -
(γ) επηρεάζει δικαίωμα, προνόμιο, υποχρέωση, ή ευθύνη που εξασφαλίζεται, προέρχεται ή προκύπτει, βάσει νομοθετήματος που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό· ή
………
(ε) επηρεάζει έρευνα, νομική διαδικασία ή θεραπεία σχετικά με οποιοδήποτε δικαίωμα, προνόμιο, υποχρέωση, ευθύνη, ποινή, κατάσχεση ή τιμωρία όπως αναφέρθηκε πιο πάνω,
και τέτοια έρευνα, νομική διαδικασία, ή θεραπεία μπορεί να εγερθεί, συνεχιστεί, ή εκτελεσθεί και τέτοια ποινή, κατάσχεση ή τιμωρία μπορεί να επιβληθεί ωσάν ο ακυρωτικός Νόμος δεν ψηφιζόταν».
Τα ανωτέρω αναφερόμενα στο άρθρο 10(2)(γ) και (ε) του Κεφ. 1 δεν χωρούν ερμηνείας άλλης πλην αυτής που έχει ήδη αναφερθεί, δηλαδή ότι επιτρέπουν τη συνέχιση της διαδικασίας που έχει αρχίσει «ωσάν ο ακυρωτικός Νόμος δεν ψηφιζόταν». Προστίθεται περαιτέρω πως στην προκείμενη περίπτωση ο νομοθέτης είναι με δύο τρόπους που έσπευσε να κατοχυρώσει πως οι υφιστάμενες διαδικασίες δεν θα επηρεάζονταν. Αφενός μεν υπήγαγε τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 75 στις διατάξεις του άρθρου 10 του Κεφ. 1 και αφετέρου, επανέλαβε στο άρθρο 75(2) πως λοιπές διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη συνεχίζουν να διέπονται από το προϊσχύον νομικό πλαίσιο. Και ήταν προφανώς συνειδητή η εν λόγω επιλογή, ώστε να αποτραπεί εκείνο που προβλημάτισε στο πλαίσιο των εργασιών και καταγράφηκε στο απόσπασμα που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου από την πλευρά του Οργανισμού και ανωτέρω παρατέθηκε.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, καταλήγω ότι εφαρμογής τυγχάνει ο Ν.93(Ι)/1996, εφόσον αυτός ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο καταχώρισης της επίδικης αίτησης και το γεγονός ότι προϊόντος του χρόνου θεσπίστηκε ο νόμος Ν.112(Ι)/2021, δεν αλλοιώνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων σε σχέση με την υπό κρίση διαδικασία η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη, δηλαδή είχε διερευνηθεί και καταχωριστεί βάσει του προϊσχύοντος νομικού καθεστώτος. Αντιθέτως, η διαδικασία συνεχίζει «ωσάν ο ακυρωτικός νόμος δεν ψηφιζόταν». Ως εκ τούτου, οι σχετικοί λόγοι ένστασης απορρίπτονται.
Καίτοι τα ανωτέρω καθορίζουν το νομικό πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας, δεν μπορεί να μην υποδειχθεί ότι περιορισμένη έχουν σημασία, εφόσον τόσο ο Ν.93(Ι)/1996 όσο και ο καταργητικός (Ν.112(Ι)/2021), έχουν κοινή στόχευση, εν προκειμένω την εναρμόνιση του ημεδαπού δικαίου με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ. Συνεπώς, τα όσα αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία είναι εκείνα που ουσιωδώς καθορίζουν την τύχη της αίτησης.
Τώρα, άλλη μια πτυχή των λόγω ένστασης η οποία αρμόζει να απασχολήσει προτού η διερεύνηση προχωρήσει στην ουσία του πράγματος, είναι η θέση του Οργανισμού πως η εξέταση της καταχρηστικότητας των λόγων που επικαλείται ο Διευθυντής, διενεργείται με αναφορά στο παρόν και όχι στο παρελθόν και δη τον χρόνο σύναψης των επίδικων συμφωνιών (βλ. λόγος ένστασης 2(γ)), υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι κατά τον χρόνο καταχώρισης της επίδικης αίτησης η μια συμφωνία δανείου είχε ήδη εξοφληθεί και ότι σήμερα ουδεμία εκ των τριών συμφωνιών δανείου βρίσκεται σε ισχύ. Ως εκ τούτου, καταλήγει το επιχείρημα, εφόσον το σύνολο των επίδικων συμφωνιών έχει εξοφληθεί, η καταχώριση της αίτησης διενεργήθηκε και ακολούθως προωθήθηκε, επί ματαίω και κατ' επέκταση καταχρηστικά (βλ. λόγους ένστασης 2(α), (β) και (δ)). Με αυτήν την πτυχή της ένστασης συμπλέκεται και ο λόγος ένστασης 1(β), ο οποίος θέλει τις ρήτρες που αφορά η αίτηση να μην χρησιμοποιούνται πλέον και είναι τούτο πρόσθετος λόγος, σύμφωνα με τον Οργανισμό, που καθιστά τη διαδικασία καταχρηστική.
Επιβάλλεται εν προκειμένω να σημειωθεί πως η πλευρά του Διευθυντή δεν απάντησε τις ανωτέρω αιτιάσεις του Οργανισμού, και με αυτό εννοώ την πραγματική έκφανση των όσων τέθηκαν και ως εκ τούτου δέχομαι πως η μια σύμβαση είχε ήδη εξοφληθεί πριν τον χρόνο καταχώρισης της αίτησης, ενώ οι άλλες δύο εξοφλήθηκαν προϊόντος του χρόνου και εν πάση περιπτώσει πριν την ακρόαση της αίτησης. Δέχομαι ακόμη ότι σήμερα ο Οργανισμός δεν χρησιμοποιεί τις επίδικες ρήτρες στις συμφωνίες που συνάπτει, όπως άλλωστε εξαρχής δήλωσε στον Διευθυντή ότι προτίθεται να πράξει, ώστε οι συμφωνίες που συνομολογεί «να συνάδουν με τις συστάσεις» που του έγιναν (βλ. τεκμήριο 10 στην ένσταση, επιστολή ημερ. 14/12/2020).
Με αυτά τα δεδομένα προχωρώ στη διερεύνηση των όσων τέθηκαν από τον Οργανισμό και θέλουν την καταχώριση της αίτησης και την προώθησή της, να απολήγει σε κατάχρηση. Εν πρώτοις, υποδεικνύεται ότι εκ της νομολογίας του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΔΕΕ) προκύπτει πως ο έλεγχος που το Εθνικό Δικαστήριο διενεργεί βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας, το οποίο ανταποκρίνεται στο άρθρο 9 του Ν.93(Ι)/1996, διαφέρει από εκείνο του άρθρου 6 της οδηγίας, το οποίο εξυπηρετεί ευθέως τον καταναλωτή, είτε ως υπεράσπιση, είτε ως αξίωση. Και λέγω τούτο εφόσον μου φαίνεται πως η πλευρά του Οργανισμού συγχέει τις δύο διαδικασίες και επικαλείται παραμέτρους διερεύνησης, όπως είναι η ατομική διαπραγμάτευση, που δεν σχετίζονται με αυτή τη διαδικασία, η οποία ερείδεται επί των διαλαμβανομένων στο άρθρο 7 της οδηγίας. Επί τούτου καθοριστικός είναι ο λόγος της απόφασης C-70/03, ημερ. 09/09/2004, που επικαλείται ο Διευθυντής στην απόφασή του (παράγραφος 3.5.3.), όπου στη σκ. 16 αναφέρεται ότι:
«16. Η διάκριση που γίνεται στο άρθρο 5 της οδηγίας, ως προς τον εφαρμοστέο ερμηνευτικό κανόνα, μεταξύ των αγωγών που ασκούνται ατομικά από έναν καταναλωτή και των αγωγών επί παραλείψει, που ασκούνται από πρόσωπα ή οργανώσεις που εκπροσωπούν το συλλογικό συμφέρον των καταναλωτών, δικαιολογείται από τον διαφορετικό σκοπό των αγωγών αυτών. Στην πρώτη περίπτωση, τα δικαστήρια ή τα αρμόδια όργανα καλούνται να αποφανθούν in concreto επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που περιλαμβάνεται σε συναφθείσα σύμβαση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση καλούνται να αποφανθούν in abstracto επί του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας που ενδέχεται να ενσωματωθεί σε συμβάσεις που δεν έχουν ακόμη συναφθεί. Στην πρώτη περίπτωση, μια υπέρ του συγκεκριμένου καταναλωτή ερμηνεία ευνοεί άμεσα τον καταναλωτή αυτόν. Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, προκειμένου να επιτευχθεί, προληπτικώς, το ευνοϊκότερο για το σύνολο των καταναλωτών αποτέλεσμα, δεν είναι αναγκαίο, εν αμφιβολία, να ερμηνευθεί η ρήτρα ως συνεπαγόμενη ευνοϊκά γι’ αυτούς αποτελέσματα. Μια αντικειμενική ερμηνεία καθιστά, συνεπώς, δυνατή τη συχνότερη απαγόρευση της χρήσεως μιας ασαφούς ή διφορούμενης ρήτρας, γεγονός που έχει ως συνέπεια την αποτελεσματικότερη προστασία των καταναλωτών».
Κατά τον ίδιο τρόπο στην απόφαση C-472/10, ημερ. 26/04/2012, στις σκ. 32, 36 και 44 υπεδείχθη πως:
«32. Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί, αφενός, αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διαπίστωση της ακυρότητας καταχρηστικής ρήτρας, η οποία περιλαμβάνεται στους ΓΟ συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, κατόπιν αγωγής παραλείψεως, κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας, ασκηθείσας κατά επαγγελματία, προς το δημόσιο συμφέρον και εξ ονόματος των καταναλωτών, από οργανισμό που ορίζει η εθνική νομοθεσία, επιτρέπεται να παράγει, σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, αποτελέσματα έναντι όλων των καταναλωτών οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση με τους ίδιους ΓΟ, περιλαμβανομένων και εκείνων που δεν ήσαν διάδικοι της σχετικής δίκης, και, αφετέρου, αν τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να αντλούν, και στο μέλλον, αυτεπαγγέλτως από την εν λόγω διαπίστωση της ακυρότητας όλες τις συνέπειες τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο.
36. Όπως προκύπτει από την παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής, τα προαναφερθέντα μέσα περιλαμβάνουν τη δυνατότητα προσώπων ή οργανισμών που έχουν έννομο συμφέρον στην προστασία των καταναλωτών να προσφεύγουν στα δικαστήρια προκειμένου να εξετάζεται κατά πόσον ρήτρες οι οποίες καταρτίστηκαν για γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και να επιτυγχάνεται, ενδεχομένως, η απαγόρευσή τους (βλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2002, C-372/99, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2002, σ. I-819, σκέψη 14).
44. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας, έχει την έννοια ότι:
-η διαπίστωση της ακυρότητας καταχρηστικής ρήτρας η οποία περιλαμβάνεται στους ΓΟ συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, κατόπιν αγωγής παραλείψεως, κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας, ασκηθείσας κατά επαγγελματία, προς το δημόσιο συμφέρον και εξ ονόματος των καταναλωτών, από οργανισμό που ορίζει η εθνική νομοθεσία, επιτρέπεται να παράγει, σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, αποτελέσματα έναντι όλων των καταναλωτών οι οποίοι έχουν συνάψει σύμβαση με τους ίδιους ΓΟ, περιλαμβανομένων και εκείνων που δεν ήσαν διάδικοι της σχετικής δίκης.
-όταν ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας ρήτρας περιλαμβανόμενης στους ΓΟ συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές έχει αναγνωριστεί στο πλαίσιο αγωγής παραλείψεως όπως η ασκηθείσα στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, και στο μέλλον, να αντλούν αυτεπαγγέλτως από την εν λόγω αναγνώριση τις συνέπειες τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο, ώστε η ρήτρα αυτή να μη δεσμεύει τους καταναλωτές που έχουν συνάψει με τον οικείο επαγγελματία σύμβαση με τους ίδιους ΓΟ».
Εν ολίγοις, η διερεύνηση μιας αγωγής παραλείψεως βάσει του άρθρου 7(2) της οδηγίας, δηλαδή όπως είναι η υπό κρίση αίτηση, διαφέρει από εκείνη που εφαρμόζεται στην ατομική αγωγή και συνεπώς δεν διέπεται, εξ ολοκλήρου, από τις αρχές που διαλαμβάνουν τα άρθρα 4, 5 και 6 της οδηγίας.
Επιβεβαιωτικά είναι και τα όσα λέχθηκαν και στην απόφαση C‑381/14, ημερ. 14/04/2016, σκ. 21-23, όπου υπεδείχθη πως:
«21. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ως άνω ερωτήματα, πρέπει, προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να πάψει η χρήση καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ επαγγελματιών και καταναλωτών. Παραλλήλως προς το δικαίωμα του καταναλωτή να ασκήσει ατομική αγωγή προκειμένου να εξεταστεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας ρήτρας συμβάσεως που συνήψε, ο μηχανισμός του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 καθιστά δυνατόν για τα κράτη μέλη να καθιερώσουν έλεγχο των καταχρηστικών ρητρών οι οποίες περιλαμβάνονται σε τυποποιημένες συμβάσεις, μέσω αγωγών παραλείψεως οι οποίες ασκούνται προς τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος από ενώσεις προστασίας των καταναλωτών.
22. Όσον αφορά, αφενός, την ατομική αγωγή καταναλωτή, το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 βασίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και ως προς το επίπεδο πληροφορήσεως (βλ. απόφαση Pereničová και Perenič, C‑453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
23. Προς εξασφάλιση της προστασίας που προβλέπει η οδηγία, η κατάσταση ανισότητας μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με θετική παρέμβαση, μη συναρτώμενη προς τους συμβαλλομένους στη σύμβαση (απόφαση Asturcom Telecomunicaciones, C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 31)».
Η ουσία όμως της διαφοράς των δύο διαδικασιών, έγκειται σε αυτό που αναφέρθηκε στην ίδια απόφαση στις σκέψεις 27‑30. Λέχθηκε εκεί ότι:
«27. Ειδικότερα, χωρίς να αμφισβητείται ο ουσιώδης ρόλος που καλούνται να διαδραματίσουν οι ενώσεις αυτές για την επίτευξη αυξημένου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντούτοις διαπιστώνεται ότι αγωγή παραλείψεως τέτοιου είδους ενώσεως κατά επαγγελματία δεν χαρακτηρίζεται από την ανισότητα που υπάρχει στο πλαίσιο των ατομικών δικών μεταξύ μεμονωμένων καταναλωτών και των αντισυμβαλλομένων τους επαγγελματιών (βλ. απόφαση Asociación de Consumidores Independientes de Castilla y León, C‑413/12, EU:C:2013:800, σκέψη 50).
28. Επιπλέον, η εν λόγω διαφοροποιημένη προσέγγιση επιβεβαιώνεται από τo άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ L 166, σ. 51), και από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (ΕΕ L 110, σ. 30), που τo αντικατέστησε, κατά τα οποία τα δικαστήρια του κράτους μέλους στην περιφέρεια των οποίων βρίσκεται η κατοικία ή η έδρα του εναγομένου είναι αρμόδια να εκδικάσουν τις αγωγές παραλείψεως που ασκούν, σε περίπτωση ενδοκοινοτικής παραβιάσεως της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, οι ενώσεις προστασίας καταναλωτών άλλων κρατών μελών (απόφαση Asociación de Consumidores Independientes de Castilla y León, C‑413/12, EU:C:2013:800, σκέψη 51).
29.Σημειωτέον ότι, λόγω του προληπτικού χαρακτήρα και του αποτρεπτικού σκοπού των αγωγών παραλείψεως, καθώς και της αυτοτέλειάς τους έναντι κάθε είδους ατομικής διαφοράς, οι αγωγές αυτές μπορούν να ασκηθούν ακόμη και αν οι ρήτρες των οποίων ζητείται η απαγόρευση δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες συμβάσεις (απόφαση Invitel, C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 37).
30. Επομένως, οι ατομικές και συλλογικές αγωγές έχουν, στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13, διαφορετικό αντικείμενο και έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα η από δικονομικής απόψεως σχέση μεταξύ της εκδικάσεως των μεν και των δε να αφορά μόνο απαιτήσεις διαδικαστικής φύσεως, σχετικές, ως επί το πλείστον, προς την ορθή απονομή δικαιοσύνης και σκοπούσες στην αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων, χωρίς, ωστόσο, η συναρμογή αυτών των διαφορετικών αγωγών να οδηγεί σε αποδυνάμωση της προστασίας των καταναλωτών, όπως αυτή κατοχυρώνεται στην οδηγία 93/13».
Μάλιστα, η ειδοποιός διαφορά των δύο διαδικασιών (ατομική εις αντιδιαστολή συλλογικής ή παραλείψεως, αγωγής), αναγνωρίστηκε στην απόφαση C‑450/22, ημερομηνίας 04/07/2022, όπου το Δικαστήριο εξήγησε πως:
«29. Επομένως, όσον αφορά τις ατομικές αγωγές, η κατάσταση ανισότητας μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία στην οποία στηρίζεται το σύστημα προστασίας της οδηγίας 93/13, απαιτεί θετική παρέμβαση του εθνικού δικαστηρίου, το οποίο υποχρεούται να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, λαμβάνοντας υπόψη, όπως επιτάσσει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, τη φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες τις κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες τις υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba, C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:252, σκέψεις 21 έως 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
30. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, η συνεκτίμηση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων που περιβάλλουν τη σύναψη σύμβασης, ίδιον των ατομικών αγωγών, δεν θίγει την εφαρμογή του άρθρου 7 της οδηγίας και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να εμποδίζει την άσκηση συλλογικής αγωγής
31. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, λόγω του προληπτικού χαρακτήρα και του αποτρεπτικού σκοπού των αγωγών παραλείψεως που ασκούνται από πρόσωπα ή οργανώσεις με έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, καθώς και της αυτοτέλειάς τους έναντι κάθε είδους ατομικής διαφοράς, οι αγωγές αυτές μπορούν να ασκηθούν ακόμη και αν οι ρήτρες των οποίων ζητείται η απαγόρευση δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες συμβάσεις (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sales Sinués και Drame Ba, C‑381/14 και C‑385/14, EU:C:2016:252, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)».
Από όλα τα ανωτέρω, αλλά κυρίως τις αποφάσεις C‑381/14 και C‑450/22, συνάγεται η ακολουθητέα διαδικασία σε σχέση με την υπό κρίση αίτηση και από τα αναφερόμενα στις σκέψεις 29 και 31 αντίστοιχα, αποκαλύπτεται πως ο έλεγχος που διενεργείται από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας, εκφεύγει των στενών πλαισίων του άρθρου 4 της ίδιας οδηγίας και έτι περισσότερο, δεν εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση της ρήτρας ή μη, ή ακόμη τη διαπραγμάτευση των μερών (βλ. και C‑472/10, ημερομηνίας 26/04/2012, ανωτέρω). Άλλωστε ποια η αξία διερεύνησης της ατομικής διαπραγμάτευσης σε αυτή τη διαδικασία, δηλαδή βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας (αγωγή παραλείψεως), όταν ο έλεγχος διενεργείται «in abstracto» (βλ. C-70/03 πιο πάνω) και εντέλει όφελος από το αποτέλεσμα δύνανται να αποκομίσουν ακόμη και μη διάδικοι (δηλαδή πρόσωπα για τα οποία δεν εξετάστηκε η διαπραγμάτευση που είχαν με τον επαγγελματία), υφιστάμενοι ή μελλοντικοί, αρκεί μόνο η συμφωνία τούτων με τον εν λόγω προμηθευτή/επαγγελματία να φέρει τους ίδιους όρους, δηλαδή αυτούς που το Δικαστήριο έκρινε καταχρηστικούς, και αυτό ασχέτως του κατά πόσον η ρήτρα έχει χρησιμοποιηθεί. Αυτό και μόνο απαντά τις αιτιάσεις του Οργανισμού που υποστηρίζει ότι οι επίδικες συμβάσεις και οι σχετικές ρήτρες δεν χρησιμοποιούνται πλέον και επιπλέον, ότι οι ρήτρες που απασχολούν δεν έτυχαν εφαρμογής. Η προστασία πάντων των καταναλωτών από καταχρηστικές ρήτρες, ακόμη και άσχετων με τη διαδικασία (μη διαδίκων) βρίσκεται στον πυρήνα του ελέγχου που διενεργείται βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας και δεν εξαρτάται και ούτε ελέγχεται από επουσιώδη ζητήματα, όπως κρίνονται τα όσα σε αυτό το πλαίσιο προτάσσει ο Οργανισμός. Αντιθέτως κυρίαρχο στοιχείο της διαδικασίας είναι η ουσιαστική εξέταση των ρητρών που υπεδείχθησαν και εμφαίνονται στη σύμβαση, ώστε αν ήθελε κριθούν καταχρηστικές να απαλειφθούν προς εξυπηρέτηση της προστασίας του συνόλου των καταναλωτών που συναλλάσσονται τόσο με τον Οργανισμό (νοείται σε συμβάσεις που δυνατό να εκκρεμούν), όσο και με τυχόν τρίτους επαγγελματίες που χρησιμοποιούν ανάλογες ρήτρες και συνάμα να γνωστοποιηθεί το συμβάν στο ευρύ κοινό, ως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν.93(Ι)/1996.
Τα όσα έχουν ήδη ειπωθεί αποκαλύπτουν βεβαίως πως ο χρόνος που διέπει τη διερεύνηση του αιτήματος είναι εκείνος της συνομολόγησης της σύμβασης και όχι η σημερινή κατάσταση πραγμάτων (βλ. σκ. 29, C-450/22, ανωτέρω και C-472/10, σκ. 37). Παρότι τα ανωτέρω γλαφυρώς απορρίπτουν την αντίθετη θέση του Οργανισμού, εντούτοις προσθέτω πως οι προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση C‑125/18, ημερομηνίας 10/09/2019, κείμενο που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο από την πλευρά του Οργανισμού, καταρρίπτουν ευθέως τη θέση που προώθησε. Αναφέρεται εκεί ότι:
«64.Εντούτοις, από το νομικό πλαίσιο και από τα πραγματικά περιστατικά που εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο αντιλαμβάνομαι ότι, κατά τη σύναψη της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβασης ενυπόθηκου δανείου, χρονικό σημείο το οποίο πρέπει να λάβει υπόψη ο εθνικός δικαστής για να εκτιμήσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας…..
Footnote: (28)Υπενθυμίζεται ότι, «βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της [οδηγίας 93/13], ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας πρέπει να κρίνεται λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και με αναφορά, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, σε όλες τις περιστάσεις που συνέτρεχαν κατά τη σύναψή της» [αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C‑243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 39)· της 9ης Νοεμβρίου 2010, VB Pénzügyi Lízing (C‑137/08, EU:C:2010:659, σκέψη 42)· της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 71), καθώς και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 61). Επί του ζητήματος αυτού, βλ., επίσης, προτάσεις μου στις υποθέσεις Abanca Corporación Bancaria και Bankia (C‑70/17 και C‑179/17, EU:C:2018:724, σημείο 70)]». (ο τονισμός δικός μου)
Ανάλογα όμως προκύπτουν και από τα αναφερόμενα στις σκέψεις 53 έως 56, πλέον της απόφασης, C‑125/18, ημερομηνίας 03/03/2020. Εντούτοις πλέον αποκαλυπτικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην απόφαση C‑186/16, ημερομηνίας 20/09/2017 και εντοπίζονται στις σκέψεις 53, 54 και 58. Αναφέρθηκε εκεί ότι:
«53. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, προκειμένου να κρίνει εάν μια συμβατική ρήτρα πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική, ο εθνικός δικαστής πρέπει να λάβει υπόψη, όπως προβλέπει το άρθρο 4 της οδηγίας 93/13, τη φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως και, με βάση «τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως», όλες τις περιστάσεις που αφορούν τη σύναψή της (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Bucura, C‑348/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:447, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
54. Επομένως, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 78, 80 και 82 των προτάσεών του, η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας πρέπει να γίνεται με βάση τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων τις οποίες μπορούσε να γνωρίζει ο επαγγελματίας κατά τον χρόνο αυτόν και οι οποίες μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεταγενέστερη εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως, δεδομένου ότι μια συμβατική ρήτρα μπορεί να ενέχει ανισορροπία μεταξύ των συμβαλλομένων η οποία εκδηλώνεται μόνον κατά την εκτέλεση της συμβάσεως.
58.
Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας πρέπει να γίνεται με βάση τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων τις οποίες μπορούσε να γνωρίζει ο επαγγελματίας κατά τον χρόνο αυτόν και οι οποίες μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεταγενέστερη εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να αξιολογήσει, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, και ιδίως λαμβανομένων υπόψη της εξειδικεύσεως και των γνώσεων του επαγγελματία, εν προκειμένω της τράπεζας, σχετικά με τις πιθανές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των εγγενών κινδύνων της συνομολογήσεως δανείου σε ξένο νόμισμα, την ύπαρξη ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας, υπό την έννοια της ανωτέρω διατάξεως». (ο τονισμός δικός μου)
Εν κατακλείδι, αυτός είναι και ο χρόνος που διαλαμβάνεται στο άρθρο 4(2) της οδηγίας (αντιστοιχεί στο άρθρο 5(2) του Ν.93(Ι)/1996), εν προκειμένω ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας εκτιμάται με αναφορά στον χρόνο σύναψης της σύμβασης. Συνεπώς ούτε αυτή η θέση (λόγος ένστασης 2(γ)) του Οργανισμού επιτυγχάνει και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Εις επίμετρον των πιο πάνω δράττομαι της ευκαιρίας να σημειώσω εδώ και τα εξής σχετικά· είναι η θέση του Οργανισμού ότι κάποιες εκ των ρητρών που απασχολούν, λόγου χάριν η μεταβολή του επιτοκίου κατά την απόλυτον κρίση του, ουδέποτε τέθηκαν σε εφαρμογή και περαιτέρω, ότι η όλη διαδικασία αποκαλύπτει πως ο Διευθυντής δεν έθεσε υπόψιν του Δικαστηρίου μαρτυρία η οποία να ομιλεί περί του αντιθέτου ή έστω ότι ο Οργανισμός είχε πρόθεση να εφαρμόσει οποιουσδήποτε όρους, μεταξύ άλλων, το γενικό δικαίωμα επίσχεσης, τον συμψηφισμό των λογαριασμών και τη χρέωση τραπεζικών δικαιωμάτων και εξόδων.
Είναι ορθό ότι η πλευρά του Διευθυντή δεν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία για την εφαρμογή των επίδικων ρητρών ή έστω για πρόθεση εφαρμογής αυτών και περιπλέον, ότι μαρτυρία προερχόμενη από τον Οργανισμό, η οποία δεν απαντήθηκε και ως εκ τούτου θεωρείται αποδεκτή (Ντάγκλας ν. Ντάγκλας (2010) 1Α Α.Α.Δ. 128, 135), οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα. Εν προκειμένω, ο ομνύων τη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση του Οργανισμού, παρέθεσε σχετικό πίνακα επιτοκίων που εφαρμόστηκαν στις τρεις επίδικες συμφωνίες. Από τα εκεί αναφερόμενα, τα οποία επιβεβαιώνονται και από τις καταστάσεις λογαριασμού (τεκμήριο 14 στην ένσταση), συνάγονται τα εξής: το δάνειο με αρ. λογαριασμού [ ] είχε συμφωνηθέν επιτόκιο 2,75% και σταδιακά μειώθηκε στο 1% και ουδέποτε υπερέβη το συμφωνηθέν επιτόκιο. Κατ' ανάλογο τρόπο στο δάνειο με αρ. λογαριασμού 7310783 συμφωνήθηκε επιτόκιο 1,75% και σταδιακά μειώθηκε στο 1% και επίσης ουδέποτε υπερέβη το συμφωνηθέν επιτόκιο. Ελαφρώς διαφορετική είναι η περίπτωση του δανείου με αρ. λογαριασμού [ ]. Σε αυτήν την περίπτωση, το συμφωνηθέν επιτόκιο καθορίστηκε στο 1,50% και για το χρονικό διάστημα μεταξύ 09/07/2008 και 01/08/2016, είχε αυξηθεί στο 1,75%.
Πέραν των ανωτέρω, το τεκμήριο 5 στην ένσταση είναι πίνακας ο οποίος δεικνύει, μεταξύ άλλων, το μέσο επιτόκιο που κατά τον ίδιο χρόνο εφάρμοζαν και/ή χρέωναν τα πιστωτικά ιδρύματα στην Κύπρο, ως αυτό διαπιστώθηκε από την Κεντρική Τράπεζα. Από τα εκεί αναφερόμενα αποκαλύπτεται ότι το χαμηλότερο επιτόκιο ήταν τον Δεκέμβριο του 2017 και ανερχόταν στο 3,55%, ενώ το ψηλότερο επιτόκιο ήταν τον Δεκέμβριο του 2011 και ανερχόταν στο 7,39%.
Περιπλέον, σχετικά είναι και τα τεκμήρια 11 και 12 στην ένσταση, δηλαδή αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου του Οργανισμού αφορώσες δύο έτη, που τον θέλουν να αποφασίζει όπως μην επιβληθεί το κόστος των €12 ως «ετήσια έξοδα λογαριασμών δανείων». Τέλος, το τεκμήριο 13 στην ένσταση αποκαλύπτει την αντίδραση του Οργανισμού σε σχέση με τους τόκους των δανείων, ως οι οδηγίες που έλαβε από τον Φορέα. Η επιστολή ημερομηνίας 23/02/2018, δηλαδή σε χρόνο πολύ πριν την υποβολή του επίδικου παραπόνου, την οποία απέστειλε ο Φορέας στον Οργανισμό, αναφέρει τα ακόλουθα:
«Το Διοικητικό Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη ότι, σύμφωνα με την πιο πάνω ισχύουσα Νομοθεσία ο Κεντρικός Φορέας Ισότιμης Κατανομής Βαρών (Κ.Φ.Ι.Κ.Β.) υποχρεούται να επιστρέψει στους αιτητές τους τόκους, οι οποίοι υπολογίζονταν στη βάση των 360 ημερών αντί στη βάση των 365 ή 366 ημερών και αφού ενημέρωσε σχετικά το Υπουργείο Οικονομικών, αποφάσισε τα πιο κάτω:
(α) Όσον αφορά τους ενεργούς λογαριασμούς να γίνει η διόρθωση τόκων και να επιστραφεί στους λογαριασμούς των αιτητών το ποσό που αφορά την περίοδο 1/7/1997 μέχρι 31/12/2015 και ανέχεται σε 453.742,71.
(β) Όσον αφορά τους κλειστούς λογαριασμούς, μετά από την πληροφόρησή σας ότι αδυνατείτε να τους εντοπίσετε, η επιστροφή θα γίνεται μετά από υποβολή αιτήματος του αιτητή στον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης.
(γ) Τα πιο πάνω ποσά θα τα παρακρατήσετε από τα ποσά των αποπληρωμών των δανείων, τα οποία επιστρέφονται στο Κράτος και θα τα καταθέσετε στους λογαριασμούς των αιτητών του Κ.Φ.Ι.Κ.Β».
Βάσει όλων των ανωτέρω, μαρτυρία η οποία όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε αλλά και αιτιολογήθηκε δεόντως από τα τεκμήρια που προσκομίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι χωρίς δισταγμό που καταλήγω ότι ο Οργανισμός όχι μόνο δεν εφάρμοσε ανοίκειο επιτόκιο, έτι περισσότερο ουδόλως αντιμετώπισε τις επίδικες συμβάσεις ψυχρά εμπορικά και με απώτερο σκοπό το μέγιστο δυνατόν κέρδος. Αντιθέτως, η αντιμετώπιση, σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε, ήταν η πλέον φιλική για τον καταναλωτή και μάλιστα με διορθωτικές κινήσεις προϊόντος του χρόνου, στοιχείο που ακόμη περισσότερο αναδεικνύει ότι σε σχέση με τις επίδικες συμβάσεις, οι οποίες αφορούν δάνεια που σχετίζονται με τον Φορέα, στοχοπροσήλωση του Οργανισμού ήταν η «παροχή οικονομικής και/ή άλλης χορηγίας και/ή οικονομικής στήριξης σε κατά νόμο δικαιούμενα πρόσωπα», πολιτική η οποία προϋπέθετε και όντως έθετε σε εφαρμογή, ευνοϊκούς όρους δανειοδότησης.
Εντούτοις η διαπίστωση ότι η οικονομική πολιτική του Οργανισμού ήταν προσιτή και συμφέρουσα για τα δικαιούμενα πρόσωπα, δεν αποτελεί αντίβαρο και ούτε δύναται να δικαιολογήσει την ενσωμάτωση καταχρηστικών ρητρών, νοείται αν οι υποδεικνυόμενες ρήτρες ήθελαν κριθεί ως τέτοιες. Η νομολογία του ΔΕΕ που ανωτέρω μνημονεύεται και συγκεκριμένα η απόφαση C‑450/22, σκ. 31 (αναφέρονται εκεί και άλλες αποφάσεις), καθιστά σαφές πως αγωγή βάσει του άρθρου 7(2) της οδηγίας, όπως είναι εδώ η περίπτωση, μπορεί να ασκηθεί ακόμη και αν οι ρήτρες που ζητείται να διαγραφούν δεν έχουν χρησιμοποιηθεί. Σε τέτοια περίπτωση απώτερος σκοπός δεν είναι το ατομικό συμφέρον ενός ή κάποιων συγκεκριμένων καταναλωτών, αλλά η εξυπηρέτηση του συνόλου της κοινωνίας δια της απαλλαγής των συμφωνιών του προμηθευτή που αφορά η διαδικασία, αλλά και της αγοράς γενικότερα, από τις ρήτρες που κρίνονται καταχρηστικές. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά του άρθρου 7(2) της οδηγίας από το άρθρο 6 αυτής, το οποίο εξυπηρετεί ατομική διαφορά.
Καταλήγω συνεπώς ότι αν και βάσει των στοιχείων που αφορούν τα λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αλλά και από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι χωρίς αμφιβολία που αποκαλύπτεται, και αυτή είναι και η διαπίστωση του Δικαστηρίου, πως οι επίδικες συμβάσεις αντιμετωπίστηκαν από τον Οργανισμό κατά τρόπο ευνοϊκό για τον καταναλωτή και περαιτέρω, ουδεμία μαρτυρία θέλει τούτον (τον Οργανισμό) να προτίθετο να εφαρμόσει πλείστες εκ των ρητρών που εδώ απασχολούν, καθώς ότι η πολιτική του Οργανισμού ήταν για όλους τους χρόνους που αφορά η αίτηση ιδιαιτέρως φιλική για τον καταναλωτή, αδιάφορο είναι για την τύχη του αιτήματος και σαφώς ανίκανο να αναχαιτίσει την πάρα πέρα πορεία της διερεύνησης. Ζητούμενο είναι αποκλειστικά το κατά πόσον οι ρήτρες που υποδείχθηκαν είναι ή όχι καταχρηστικές και όχι η πολιτική του Οργανισμού αφ’ εαυτή.
Τα ανωτέρω φέρουν στο προσκήνιο άλλη μια θέση του Οργανισμού που το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει προτού υπεισέλθει στην ουσία του πράγματος. Εν προκειμένω ο Οργανισμός αρνείται ότι λογίζεται προμηθευτής εν τη εννοία της οδηγίας, εφόσον η συμμετοχή του οφείλετο, όπως αναφέρει, σε αυτό που ανωτέρω ειπώθηκε, δηλαδή ως αντιπρόσωπος του Φορέα και ως εκ τούτου απλώς εξυπηρετούσε την πραγμάτωση των αποφάσεων τούτου (του Φορέα).
Οφείλω να ομολογήσω ότι η ανωτέρω θέση προβλημάτισε το Δικαστήριο. Αυτό γιατί αδιαμφισβήτητη είναι η καθοριστικής σημασίας εμπλοκή του Φορέα στην παραχώρηση των δανείων που εδώ απασχολούν, ως επίσης ο αντιπροσωπευτικός ρόλος του Οργανισμού που σκοπό έχει την πραγμάτωση των αποφάσεων του Φορέα, δηλαδή τη χορήγηση δανείων στους πρόσφυγες δικαιούχους, εδώ τους παραπονούμενους.
Παρόλα ταύτα, προσεκτική εξέταση του περιβάλλοντος νομικού πλαισίου αποκαλύπτει ότι το σχετικό επιχείρημα είναι κενό ουσίας και συνεπώς υποκείμενο σε απόρριψη. Και εξηγώ· Το τεκμήριο 3 στην αίτηση (είναι ίδιο με το τεκμήριο 6 στην ένσταση), αποκαλύπτει δεόντως τον ρόλο και την εμπλοκή του Φορεά στη δανειοδότηση των παραπονούμενων. Περί τούτου ουδεμία αμφιβολία υφίσταται. Όπως προκύπτει από το τεκμήριο 3, η εμπλοκή του Φορέα φαίνεται να εξαντλείται στα όσα εκεί αναφέρονται, δηλαδή:
«Σας πληροφορούμε ότι η αίτησή σας για σπουδαστικό δάνειο έχει εγκριθεί από τον Κεντρικό Φορέα με τους πιο κάτω γενικούς όρους:
Για σπουδές:
‑Πτυχίο Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στην Ελλάδα.
(Σε περίπτωση αλλαγής τίτλου ή κλάδου ή επιπέδου σπουδών ή/και εκπαιδευτικού ιδρύματος, η έκδοση του δανείου δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συγκατάθεση του Κεντρικού Φορέα).
‑ Δάνειο: £13.360 (δεκατρείς χιλιάδες τριακόσιες εξήντα Λ.Κ.) Για ακαδημαϊκά έτη 2004/05‑2007/08.
‑ Τρόπος παραχώρησης του δανείου: Ίσο ποσό για 4 ακαδημαϊκά έτη (‑‑).
Το ποσό για το κάθε ακαδημαϊκό έτος θα σας καταβάλλεται σε μια δόση από τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Στέγης εφόσον:
1) Θα ζητάτε κάθε φορά την έκδοση του μέσα σε τρεις μήνες από την έναρξη του κάθε σχετικού ακαδημαϊκού έτους (αν δεν το ζητάτε, δε θα μπορεί να σας εκδοθεί αργότερα) και
2) Θα παρουσιάζετε αποδεικτικά ότι συνεχίζετε τις σπουδές σας.
‑ Η επιχορήγηση του επιτοκίου του δανείου θα είναι κατά 3.5%.
‑ Περίοδος χάριτος: 5 χρόνια κατά τα οποία θα καταβάλλονται μόνο οι τόκοι του δανείου.
‑ Περίοδος αποπληρωμής του δανείου: 10 χρόνια.
‑ Οφειλέτες του δανείου:
Χριστοδούλου Στέφανη, Χριστοδούλου Βάσος, Χριστοδούλου Λιάνα
‑ Εγγυητές του δανείου:
‑‑
‑ Σε περίπτωση που εγκριθείτε για χορηγία άλλη από εκείνη της Υπηρεσίας Χορηγιών του Υπουργείου Οικονομικών, υποτροφία ή δάνειο μέσω άλλου Σχεδίου για τις ίδιες σπουδές, πρέπει να ενημερώσετε τον Κεντρικό Φορέα και μπορεί να σας ζητηθεί όπως το ποσό της χορηγίας, υποτροφίας ή δανείου κατατεθεί έναντι της αποπληρωμής του δανείου σας από τον Κεντρικό Φορέα ή θα μειωθεί ανάλογα το ποσό δανείου που σας εγκρίθηκε από τον Κεντρικό φορέα. Επίσης, σε περίπτωση που τα δίδακτρα μειωθούν, θα μειωθεί ανάλογα και το ποσό δανείου που θα σας εκδοθεί
….
Οι πιο πάνω όροι έγκρισης και η παραχωρήση (έκδοση) του δανείου ή της εγγύησης τίθενται πάντοτε υπό την προϋπόθεση (αίρεση) της ύπαρξης διαθέσιμων πόρων και περιθωρίων του Κεντρικού Φορέα για την παροχή δανείων ή εγγυήσεων (Κανονισμός 14 του Σχεδίου Αφερεγγυότητας‑ Κ.Δ.Π.311/98).
Σας υπενθυμίζουμε ότι, σύμφωνα με τη δήλωση την οποία έχετε υπογράψει στην αίτησή σας, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δόθηκαν ανακριβείς πληροφορίες κατά ή μετά την υποβολή της αίτησής σας, ο Κεντρικός Φορέας έχει το δικαίωμα να σας ζητήσει την άμεση εξόφληση του δανείου».
Ζητούμενο εντούτοις είναι το κατά πόσον ο Οργανισμός υπείχε ρόλο επαγγελματία, εν τη εννοία της οδηγίας, ή η εμπλοκή του Φορέα αλλοίωσε τα δεδομένα και κατέστησε αυτόν (τον Φορέα) επαγγελματία για σκοπούς της οδηγίας και του νόμου.
Επί του προκειμένου καθοριστική κρίνεται όντως η απόφαση C-147/16, ημερ. 17/05/2018, που επικαλείται η πλευρά του Διευθυντή. Επαναλαμβάνεται εκεί ότι η φράση επαγγελματίας προσλαμβάνει ευρεία ερμηνεία (σκ. 48) και για σκοπούς της οδηγίας καλύπτει επαγγελματική δραστηριότητα, τόσο από δημόσια αρχή όσο και ιδιωτική (σκ. 50). Η ουσία όμως της ερμηνείας που το ΔΕΕ απέδωσε στον επαγγελματία, εντοπίζεται στις σκ. 52, 53 και 55, όπου αναφέρονται τα εξής σημαντικά:
«52. Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 93/13 προκύπτει ότι, προκειμένου να χαρακτηρισθεί «επαγγελματίας», το συγκεκριμένο πρόσωπο πρέπει απαραιτήτως να ενεργεί «στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας». Το δε άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι ο όρος «καταναλωτής» αφορά κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, στις συμβάσεις που καλύπτει η εν λόγω οδηγία, ενεργεί «για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες».
53. Επομένως, η οδηγία 93/13 καθορίζει τις συμβάσεις επί των οποίων έχει εφαρμογή με κριτήριο την ιδιότητα των συμβαλλομένων, αναλόγως του αν αυτοί ενεργούν ή όχι στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας (αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2013, Asbeek Brusse και de Man Garabito, C-488/11, EU:C:2013:341, σκέψη 30, καθώς και της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Costea, C-110/14, EU:C:2015:538, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
55. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο όρος «επαγγελματίας», κατά το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 93/13, αποτελεί λειτουργική έννοια, οπότε πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον η συμβατική σχέση εντάσσεται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που ένα πρόσωπο ασκεί σε επαγγελματική βάση (βλ., κατ’ αναλογία, διάταξη της 27ης Απριλίου 2017, Bachman, C-535/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:321, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)».
Εφαρμογή όλων των πιο πάνω στα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης δεν αφήνει αμφιβολία ότι ο Οργανισμός είναι εκείνος που εδώ παρείχε τη λειτουργική υποστήριξη, εν προκειμένω ως το νομικό πρόσωπο που βάσει της νομοθεσίας έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε χρηματοδοτήσεις. Άλλωστε, ο Οργανισμός είναι που αναφέρεται στις συμβάσεις με τους παραπονούμενους (τεκμήριο 4 στην ένσταση), δηλαδή ως αντισυμβαλλόμενος και όχι ο Φορέας, ώστε να απασχολήσει κατά πόσον η συμμετοχή του Οργανισμού είναι υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα, ως εξηγήθηκε στην απόφαση C-59/12, ημερ. 03/10/2013, (σκ. 30-36).
Όπως εναργώς προκύπτει από τα ανωτέρω, η επιστολή (τεκμήριο 3) δεν καθορίζει την τύχη της συμφωνίας με τον Οργανισμό. Εν ολίγοις, δεν καθορίζεται εκεί τίνι τρόπω θα αυξάνεται το επιτόκιο, όπως ούτε το ύψος τούτου (τα εκεί αναφερόμενα έχουν να κάνουν με την επιχορήγηση (3,5%), δηλαδή ότι αυτό το οποίο θα συμφωνηθεί με το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θα είναι μειωμένο, λόγω ακριβώς της επιχορήγησης). Ούτε όμως και οι λοιποί όροι που εδώ απασχολούν τέθηκαν από τον Φορέα. Εν προκειμένω, το τεκμήριο 3 στην αίτηση αβίαστα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχει να κάνει με τους όρους της υπό κρίση σύμβασης, αλλά με παρεμφερείς διατάξεις τούτης της συμφωνίας, κατά κύριο λόγο σχετιζόμενες με αυτή τούτη την επιχορήγηση, ένεκα του ότι οι παραπονούμενοι είναι πρόσφυγες και ως εκ τούτου δικαιούχοι. Και προσθέτω· είναι φανερό ότι η παραχώρηση του ποσού διέρχεται μέσω του Φορέα, δηλαδή από κονδύλι που αναλογεί στον ίδιο (όπως ο Οργανισμός δήλωσε, κυβερνητικά κεφάλαια – παρ. 9 ένστασης), εξού και στο τεκμήριο 3 το ποσό συναρτάται με επάρκεια διαθέσιμων πόρων. Κατά τον ίδιο τρόπο είναι που στο τεκμήριο 3 τέθηκε και η απαίτηση για άμεση εξόφληση αν ήθελε διαπιστωθεί ότι οι πληροφορίες δεν είναι ακριβείς και όχι ως συμβατικός όρος με τον Οργανισμό, εξού και δεν ενσωματώθηκε στη συμφωνία δανειοδότησης. Γενικά οι όροι που τέθηκαν στο τεκμήριο 3 έχουν να κάνουν με ικανοποίηση των προϋποθέσεων του Φορέα, οι οποίες (προϋποθέσεις) με τη σειρά τους εξυπηρετούν τους σκοπούς που αυτός (ο Φορέας) προάγει και είναι ένεκα τούτων που απαιτείται ακρίβεια πληροφοριών, μάλιστα επί ποινή αυθωρεί τερματισμού της συμφωνίας.
Αυτές όμως οι πτυχές της συμφωνίας μεταξύ παραπονούμενων και Φορέα, δεν έχουν να κάνουν με την παραχώρηση του δανείου που τελικώς συνομολογήθηκε (βλ. τεκμήριο 4 στην ένσταση), αλλά με απάμβλυνση των όρων δανειοδότησης προς τον σκοπό προαγωγής της πολιτικής του Φορέα. Κατά τα λοιπά, η λειτουργική εξυπηρέτηση της απόφασης του Φορέα για δανειοδότηση δικαιούχων προσφύγων, δηλαδή αυτή τούτη η συμφωνία δανειοδότησης, καταλήγει στον Οργανισμό και στη συμφωνία που συνομολόγησε με τους παραπονούμενους, της οποίας οι τεχνικοί όροι είναι αυτοί που εδώ απασχολούν και έχουν ως φαίνονται στο έγγραφο των παραπονούμενων με τον Οργανισμό. Άλλωστε ο Οργανισμός είναι εκείνος που διαχειρίζεται τα δάνεια, όπως και ο ίδιος παραδέχεται στην παράγραφο 10 της δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση. Το γεγονός ότι η σχέση του Οργανισμού με τον Φορέα διέπεται από άλλη μεταξύ τους συμφωνία, δεν επηρεάζει τον εκάστοτε παραπονούμενο, ο οποίος στην έκταση που τον αφορά για τη δική του συμφωνία δανειοδότησης, έχει αντισυμβαλλόμενο τον Οργανισμό και ως εκ τούτου αυτόν είναι που γνωρίζει και σε αυτόν είναι υπόλογος.
Συνακόλουθα η σύμβαση, η οποία συνιστά κοινό τόπο ότι υπογράφηκε από τους παραπονούμενους και τον Οργανισμό, θέλει τον τελευταίο (τον Οργανισμό) να είναι ο επαγγελματίας, εν τη εννοία της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ και αυτή είναι και η κατάληξη του Δικαστηρίου.
Ανωτέρω αναλύθηκε εν εκτάσει για ποιον λόγο η διαδικασία του άρθρου 7 της οδηγίας δεν θέλει την ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ καταναλωτή και προμηθευτή να διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στην απόφαση του αιτήματος και συνεπώς δεν είναι πρόθεση να επανέλθω. Δοθέντος όμως ότι η πλευρά του Οργανισμού κατ' επανάληψη αναδεικνύει αυτό το ζήτημα και μάλιστα προσθέτει πως μόνο ο Οργανισμός προσκόμισε μαρτυρία αναφορικά με τη διαπραγμάτευση των μερών, νιώθω υποχρεωμένος να προσθέσω τα ακόλουθα, πλέον και επί της πραγματικής έκφανσης του ζητήματος.
Όπως υπεδείχθη από τον Διευθυντή κατά την εξέταση του παραπόνου, οι τρεις συμβάσεις έφεραν τους ίδιους όρους και ένεκα τούτου η διερεύνηση διενεργήθηκε με αναφορά σε μια εξ αυτών. Εντούτοις αυτή η παρατήρηση του Διευθυντή, η οποία διαπιστώνεται ορθή, έχει να κάνει με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 3 (2) της οδηγίας, όπου αναφέρεται ότι:
«Θεωρείται πάντοτε ότι η ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και όταν o καταναλωτής εκ των πραγμάτων, δε μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό της ιδίως στα πλαίσια μιας σύμβασης προσχωρήσεως. Το γεγονός ότι για ορισμένα στοιχεία κάποιας ρήτρας ή για μια μεμονωμένη ρήτρα υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση, δεν αποκλείει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπο μιας σύμβασης εάν η συνολική αξιολόγηση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, παρ' όλα αυτά, πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης. Εάν o επαγγελματίας ισχυρίζεται ότι για μια τυποποιημένη ρήτρα υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση, φέρει το βάρος της απόδειξης».
Μάλιστα τα ανωτέρω, τα οποία αντιστοιχούν στο άρθρο 3(3) της ημεδαπής νομοθεσίας, βρίσκουν απήχηση στη νομολογία του ΔΕΕ και συγκεκριμένα την απόφαση C‑191/15, ημερομηνίας 28/07/2016. Αναφέρεται εκεί, σκ. 63, ότι ρήτρα η οποία συντάχθηκε εκ των προτέρων από τον επαγγελματία, τεκμαίρεται ότι δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.
Είναι γεγονός ότι η πλευρά του Διευθυντή δεν απάντησε και ούτε έθεσε υπό αμφισβήτηση τους ισχυρισμούς του Οργανισμού που υποστηρίζουν ότι έχει προηγηθεί διαπραγμάτευση. Σκόπιμο κρίνεται εντούτοις να παρατεθούν αυτολεξεί οι σχετικοί ισχυρισμοί, ώστε να διευκολυνθεί η διερεύνηση που ακολουθεί. Σχετικές εν προκειμένω είναι οι παράγραφοι 23(γ) έως και (ε) στην ένσταση. Αναφέρεται εκεί ότι:
«(γ) Άνευ βλάβης των πιο πάνω, είναι η θέση του Καθ’ ου η Αίτηση, ότι οι
Παραπονούμενοι είχαν τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης των ^βασικών όρων των
Συμβάσεων Δανείου και διαπραγματεύτηκαν αυτούς, με τον; Φορέα, πριν την σύναψη
τους με τον Καθ’ ου η Αίτηση, ως απαιτεί η διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, εξ όσων
προκύπτει από το αρχείο του Καθ’ ου η Αίτησή, οι Παραπονούμενοι ουδέποτε
ζήτησαν την αλλαγή, κατάργηση και/ή διαφοροποίηση οποιουδήποτε όρου. Αντίθετα,
οι Παραπονούμενοι, αποδέχθηκαν τους όρους των Συμφωνιών Δανείου, αφού πρώτα τους είχε δοθεί η ευκαιρία να μελετήσουν και να συζητήσουν και/ή διαπραγματευτούν
το περιεχόμενο αυτών πριν καταλήξουν στην υπογραφή τους.
(δ) Περαιτέρω, σημειώνεται ότι οι Συμφωνίες Δανείου συντάχθηκαν κατόπιν σχετικού αιτήματος και/ή διαπραγμάτευσης των Παραπονούμενων προς τον Φορέα και αφού εξετάστηκε από τον Φορέα κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθορίζει ο περί του Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών (Σύσταση, Σκοποί, Αρμοδιότητες και Άλλα Συναφή Θέματα) Νόμος του 1989 (141/1989), αποφασίστηκε όπως δοθεί η αιτούμενη οικονομική στήριξη στους Παραπονούμενους, με την παραχώρηση των ανωτέρω αναφερόμενων πιστωτικών διευκολύνσεων. Περαιτέρω, ως με συμβουλεύουν οι δικηγόροι του Καθ’ ου η Αίτηση, οι ανωτέρω αναφερόμενες πιστωτικές διευκολύνσεις δόθηκαν στους Παραπονούμενους με σκοπό την επίτευξη της ισότιμης κατανομής των βαρών που προέκυψαν από την τουρκική εισβολή και κατοχή και την κατά το δυνατόν αποκατάσταση της προπολεμικής φερεγγυότητας των Παραπονούμενων σύμφωνα με την κατεχόμενη περιουσία εκάστου και όχι για πώληση συγκεκριμένης υπηρεσίας.
(ε)Είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι ο Φορέας δίδει το περιθώριο διαπραγμάτευσης των κύριων όρων της κάθε συμφωνίας και δίδει σχετικές οδηγίες προς τον Καθ’ ου η Αίτηση αναφορικά με τη σύνταξη και/ή συνομολόγηση της. Ταυτόχρονα, κατά την χορήγηση των πιστωτικών διευκολύνσεων λήφθηκαν υπόψη οι ανάγκες και/ή προτιμήσεις των ιδίων για το είδος της πίστωσης που τους ταιριάζει και/ή ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι από την υπογραφή των Συμφωνιών Δανείου, μέχρι και την Υποβολή του σχετικού Παραπόνου, ημερομηνίας 03/06/2020, ήτοι πέραν των 12 ετών μετά τη σύναψη των Συμβάσεων Δανείου, με βάση το αρχείο του Καθ’ ου η Αίτηση, οι Παραπονούμενοι ουδέποτε ζήτησαν την κατάργηση ή διαφοροποίηση ή τροποποίηση οποιουδήποτε από τους όρους τους.
Απλή και μόνο ανάγνωση των ανωτέρω φανερώνει το νεφελώδες του σχετικού ισχυρισμού. Εκείνο το οποίο διακρίνεται από πλείστες εκ των ανωτέρω αιτιάσεων του Οργανισμού, είναι πως τα εκεί αναφερόμενα δεν αφορούν δικές του ενέργειες ή επιλογές, αλλά του Φορέα. Δηλώνει εν προκειμένω ότι οι παραπονούμενοι είχαν τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης με τον Φορέα (παρ.23(γ)), καθώς ότι γνωρίζει πως ο Φορέας δίδει περιθώριο διαπραγμάτευσης των κύριων όρων της κάθε συμφωνίας και στη συνέχεια του δίδει (του Οργανισμού), σχετικές οδηγίες για τη σύνταξη και/ή συνομολόγηση της συμφωνίας (παρ. 23(ε)).
Εντούτοις, τα ανωτέρω δεν αιτιολογούν τη θέση ότι διεξήχθη διαπραγμάτευση, ούτε και αποκαλύπτουν κάτι τέτοιο, εφόσον δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε που να υποστηρίζει τα όσα εκεί τέθηκαν. Αντιθέτως γεννούν το ερώτημα· πώς είναι σε θέση ο Οργανισμός να γνωρίζει τα όσα υποστηρίζει; Λέγει εν προκειμένω ότι εξ όσων προκύπτει από το αρχείο του (νοείται του Οργανισμού), οι παραπονούμενοι δεν ζήτησαν αλλαγή, κατάργηση ή διαφοροποίηση, αλλά αντιθέτως τους δόθηκαν τα έγγραφα να τα μελετήσουν και να συζητήσουν και/ή να διαπραγματευτούν (παρ. 23(γ)). Σε σχέση με το τελευταίο εγείρεται το ερώτημα· γιατί να διαπραγματευτούν με τον Οργανισμό όταν η θέση τούτου (του Οργανισμού) είναι πως η όποια διαπραγμάτευση, για την οποία μάλιστα γνωρίζει πως στην προκειμένη περίπτωση διεξήχθη, ήταν με τον Φορέα. Δηλαδή να διαπραγματευτούν τι, αυτό που είχαν ήδη διαπραγματευθεί με τον Φορέα, ως είναι η θέση του Οργανισμού; Πέραν τούτου, δεν κατανοώ τι είναι αυτό που βεβαιώνει το αρχείο του Οργανισμού, ως αναφέρεται στην παρ. 23(γ) της ένστασης, ιδιαίτερα εφόσον τίποτα δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και ούτε εξηγήθηκε οτιδήποτε αναφορικά με εκείνο που εξυπηρετεί το εν λόγω αρχείο.
Εντέλει εκείνο που εναργώς αποκαλύπτεται από όλα τα ανωτέρω είναι πως τα έγγραφα ήταν συνταγμένα εκ των προτέρων, εξ ου και δόθηκαν στους παραπονούμενους να τα μελετήσουν, ως αναφέρεται στην παρ. 23(γ) της ένστασης, άλλως πως αν ήταν αποτέλεσμα συμβολής και/ή συμμετοχής των παραπονούμενων, δεν θα τίθετο ζήτημα έγκρισής τους, ως συνάγεται από τα συμφραζόμενα στην παρ. 23(γ) της ένστασης ότι ήταν ο λόγος παραχώρησης των εγγράφων. Εντούτοις αυτή η προπαρασκευή των εγγράφων δημιουργεί μαχητό τεκμήριο μη διαπραγμάτευσης, όπως διαλαμβάνεται στην οδηγία (βλ. άρθρο 3(2)). Και στην προκείμενη περίπτωση συσχετίζεται με το γεγονός πως το σύνολο των επίδικων συμφωνιών φέρει τους ίδιους όρους, διαπίστωση η οποία προσθέτει στο συμπέρασμα προπαρασκευής των συμφωνιών, εν τη εννοία του άρθρου 3(2) της οδηγίας (βλ. κατ' αναλογία υπόθεση C-191/15).
Σε κάθε περίπτωση, ήταν υποχρέωση του Οργανισμού, ως ο επαγγελματίας εν τη εννοία της οδηγίας, να αποδείξει κατά τρόπο θετικό ότι διεξήχθη διαπραγμάτευση. Εντούτοις οι ανωτέρω αόριστοι, νεφελώδεις και γενικόλογοι ισχυρισμοί, είναι ανίκανοι να αποσείσουν το βάρος που επωμίζεται ο Οργανισμός. Ως εκ τούτου, πραγματική πλέον διαπίστωση του Δικαστηρίου, είναι πως στις κρινόμενες συμβάσεις δεν διεξήχθη διαπραγμάτευση.
Τώρα, επί της ουσίας του πράγματος, δηλαδή το κατά πόσον οι ρήτρες που υποδείχθηκαν από τον Διευθυντή είναι ή όχι καταχρηστικές, καθοδήγηση αντλώ από τις Κατευθυντήριες γραμμές για την ερμηνεία και την εφαρμογή της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, ως εκδόθηκαν από το Συμβούλιο και δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 27/09/2019 (2019/C324/04). Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 3.4.1, κάτω από τον τίτλο «Το πλαίσιο για την εκτίμηση βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 1 και του άρθρου 4 παράγραφος 1», διαγραφούν τίνι τρόπω εκτιμάται ο καταχρηστικός χαρακτήρας ρήτρας και ένεκα της σημασίας τους παρατίθενται αυτούσια. Αναφέρεται εκεί ότι:
«3.4.1. Το πλαίσιο για την εκτίμηση βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 1 και του άρθρου 4 παράγραφος 1
Συμβατικές ρήτρες θεωρούνται καταχρηστικές σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 εάν,
-παρά την απαίτηση καλής πίστης, -δημιουργούν σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση. |
Μολονότι μέχρι στιγμής το Δικαστήριο δεν έχει κληθεί να διευκρινίσει τη σχέση μεταξύ των δύο κριτηρίων, η διατύπωση του άρθρου 3 παράγραφος 1 και της δέκατης έκτης αιτιολογικής σκέψης δείχνει ότι η απουσία καλής πίστης συνδέεται με τη σημαντική ανισορροπία που δημιουργεί μια συμβατική ρήτρα ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Η δέκατη έκτη αιτιολογική σκέψη αναφέρεται στη διαπραγματευτική ισχύ των μερών και εξηγεί ότι η απαίτηση «καλής πίστης» συνδέεται με το ερώτημα εάν ένας επαγγελματίας συναλλάσσεται με έντιμο και δίκαιο τρόπο με τον καταναλωτή και λαμβάνει υπόψη τα νόμιμα συμφέροντά του. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο (213) κρίνει ιδιαιτέρως σημαντικό να εξεταστεί εάν ο επαγγελματίας μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχόταν μια τέτοια ρήτρα κατόπιν ατομικής διαπραγμάτευσης:
«Όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκε η εν λόγω ανισορροπία “παρά την απαίτηση καλής πίστης”, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της δέκατης έκτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας και όπως επισήμανε κατ' ουσίαν η γενική εισαγγελέας με το σημείο 74 των προτάσεών της, ο εθνικός δικαστής πρέπει να εξακριβώσει αν ο επαγγελματίας, έχοντας συμβληθεί νομίμως και θεμιτώς με τον καταναλωτή, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχθεί την οικεία ρήτρα κατόπιν ατομικής διαπραγματεύσεως […] (214).»
Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνεται ότι, για τους σκοπούς του άρθρου 3 παράγραφος 1, η έννοια της καλής πίστης είναι αντικειμενική και συνδέεται με το ζήτημα του κατά πόσον η υπό εξέταση συμβατική ρήτρα, με βάση το περιεχόμενό της, είναι συμβατή με έντιμες και δίκαιες πρακτικές οι οποίες λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τα νόμιμα συμφέροντα του καταναλωτή. Συνεπώς συνδέεται στενά (215) με την (αν)ισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών.
Η εκτίμηση ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας απαιτεί εξέταση του τρόπου με τον οποίο μια συμβατική ρήτρα επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών. Εφόσον υπάρχουν κανόνες ενδοτικού δικαίου από τους οποίους παρεκκλίνει μια συμβατική ρήτρα, οι εν λόγω κανόνες θα αποτελέσουν το πρωταρχικό μέτρο σύγκρισης για την εκτίμηση ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών (216). Όταν δεν υπάρχουν σχετικές νομοθετικές διατάξεις, μια σημαντική ανισορροπία θα πρέπει να αξιολογείται με βάση άλλα σημεία αναφοράς, όπως οι έντιμες και δίκαιες πρακτικές της αγοράς ή η σύγκριση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών με βάση μια συγκεκριμένη ρήτρα, λαμβανομένων υπόψη του χαρακτήρα της σύμβασης και άλλων συναφών συμβατικών ρητρών.
Δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 1 (217), ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας πρέπει να αξιολογείται με βάση τα κατωτέρω:
— |
τη φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, |
— |
όλες τις υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται και |
— |
όλες τις κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη. |
Τα κράτη μέλη δύνανται να παρεκκλίνουν από αυτό το γενικό τεστ αθέμιτων πρακτικών μόνο προς όφελος των καταναλωτών, δηλαδή μόνο εάν οι διατάξεις μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο καθιστούν ευκολότερο να χαρακτηριστεί μια συμβατική ρήτρα καταχρηστική (218).
Ο ενδεικτικός κατάλογος συμβατικών ρητρών στο παράρτημα (219) της οδηγίας για τις καταχρηστικές ρήτρες αποτελεί ουσιώδες στοιχείο στο οποίο μπορεί να βασιστεί η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας συγκεκριμένης ρήτρας βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 1 (220). Αντιθέτως, όταν μια συγκεκριμένη συμβατική ρήτρα καλύπτεται από εθνικό «μαύρο κατάλογο», δεν είναι αναγκαία η διενέργεια κατά περίπτωση εκτίμησης βάσει των κριτηρίων του άρθρου 3 παράγραφος 1. Παρόμοια λογική εφαρμόζεται όταν ένα κράτος μέλος έχει εγκρίνει κατάλογο συμβατικών ρητρών οι οποίες τεκμαίρονται καταχρηστικές».
Είναι με γνώμονα τις ανωτέρω αρχές που στρέφομαι πλέον σε διερεύνηση κάθε ρήτρας ξεχωριστά, ως αυτές υποδείχθηκαν από τον Διευθυντή.
Η πρώτη ρήτρα που απασχολεί είναι αυτή η οποία φέρει το διακριτικό στοιχείο 2(β) στη σύμβαση και αφορά τη χρέωση στο δάνειο τραπεζικών δικαιωμάτων, εξόδων και επιβαρύνσεων, όπου δηλώνεται ότι «ο Οργανισμός κατά την απόλυτη κρίση του τυχόν αποφασίσει κατά καιρούς και για τα οποία θα ενημερώσει το χρεώστη με ειδοποίηση ή ανακοίνωση και τα οποία ανέρχονται σήμερα σε €…» (δεν αναγράφεται ποσό).
Παρεμβάλλεται εν προκειμένω πως σε σχέση με αυτή τη ρήτρα η πλευρά του Οργανισμού το μόνο που αιτιάται είναι το μηδαμινό των εξόδων που χρεώθηκαν και ανέρχονται στο ποσό των €12 (ανά έτος) και τα οποία στη συνέχεια καταργήθηκαν, ως ανωτέρω αναφέρθηκε. Υποστηρίζει δε πως η διαπραγματευτική δύναμη των μερών δεν επηρέασε το περιεχόμενο των συμβάσεων δανείου, εφόσον άλλωστε ζητούμενο είναι το κατά πόσον ο οφειλέτης είναι κατά νόμο δικαιούμενο πρόσωπο.
Καίτοι δεν υποστηρίχθηκε πως αυτή η ρήτρα εμπίπτει στο αντικείμενο της σύμβασης, και ομολογώ δικαίως δεν υποστηρίχθηκε, εντούτοις σκόπιμο κρίνεται να υποδειχθεί αυτό που έχει ήδη αναγνωριστεί νομολογιακά, δηλαδή ότι το κύριο αντικείμενο μίας σύμβασης δανείου, όπως είναι η επίδικη, συνίσταται στην υποχρέωση που αναλαμβάνει ο δανειστής να θέσει στη διάθεση του οφειλέτη ορισμένο χρηματικό ποσό και αντιστοίχως, η υποχρέωση που αναλαμβάνει ο οφειλέτης να εξοφλήσει τούτο εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, κατά κανόνα εντόκως (βλ. C-186/16, σκ. 38). Και είναι βάσει αυτού του νομολογιακού ορισμού της δανειακής σύμβασης που λέγω ότι δικαίως δεν υποστηρίχθηκε πως η ρήτρα αυτή εμπίπτει στο κύριο αντικείμενο της σύμβασης, εφόσον με αυτή διέπονται ζητήματα που εκφεύγουν του ποσού που χορηγήθηκε και/ή του επιτοκίου που συμφωνήθηκε και/ή του χρόνου εξόφλησης, δηλαδή όσων αναγνωρίστηκαν ως συστατικά στοιχεία του κύριου αντικειμένου δανειακής σύμβασης. Προσθέτω ακόμη πως σε σχέση με αυτό δεν παραγνωρίζω ότι τέτοια δικαιώματα, όπως είναι τα έξοδα και οι επιβαρύνσεις, ενίοτε αποτελούν μέρος του Συνολικού Ετήσιου Ποσοστού Επιβάρυνσης (Σ.Ε.Π.Ε.). Εντούτοις στην προκείμενη περίπτωση η σύμβαση θέλει τούτον τον δείκτη να ανέρχεται σε συγκεκριμένο ποσοστό (1,75%, 1,50% και 2,75% αντίστοιχα για κάθε σύμβαση) και να ισούται με το συμφωνηθέν ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο (όρος 2(α)). Συνεπώς υπό τις περιστάσεις τα όσα αναφέρονται στον όρο 2(β) συνιστούν έξοδα πρόσθετα του Σ.Ε.Π.Ε. και γι’ αυτόν τον λόγο εκφεύγουν του κύριου αντικειμένου της σύμβασης.
Παρά τα όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, δεν παραλείπεται αναφορά και στο εξής· ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι ο όρος 2(β) εμπίπτει στο αντικείμενο της σύμβασης, δεν σημαίνει ότι δεν επιδέχεται ελέγχου, παρά μόνο ότι σε τέτοια περίπτωση ο έλεγχος περιορίζεται σε αυτό που ρητά αναφέρεται στο άρθρο 4(2) της οδηγίας, εν προκειμένω κατά πόσο τέτοια ρήτρα είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό (Αρχή Διαφάνειας).
Τώρα, αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι το κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας, εδώ του δανείου, επιβάλλεται να προσδιορίζεται στη συμφωνία κατά τρόπο διαφανή. Σε αυτό εμπερικλείονται και οι τυχόν μεταβολές. Όπως υπεδείχθη στην υπόθεση C-92/11, σκ. 49 έως 51:
49. Όσον αφορά την εκτίμηση ρήτρας που επιτρέπει στον επαγγελματία να τροποποιεί μονομερώς το κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι τόσο από τα άρθρα 3 και 5 όσο και από τα σημεία 1, στοιχεία ιʹ και λʹ, και 2, στοιχεία βʹ και δʹ, του παραρτήματος της οδηγίας 93/13 προκύπτει ότι προς τον σκοπό αυτό έχει ουσιώδη σημασία, αφενός, αν η σύμβαση εκθέτει κατά τρόπο διαφανή τον λόγο και τρόπο μεταβολής του κόστους της παρεχόμενης υπηρεσίας, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να προβλέψει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις ενδεχόμενες μεταβολές του κόστους αυτού και, αφετέρου, αν οι καταναλωτές δικαιούνται να λύσουν τη σύμβαση στην περίπτωση που το κόστος αυτό όντως τροποποιηθεί (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Invitel, σκέψεις 24, 26 και 28).
50. Όσον αφορά, πρώτον, την οφειλόμενη ενημέρωση του καταναλωτή, προκύπτει ότι δεν εκπληρώνεται η υποχρέωση αυτή γνωστοποιήσεως στον καταναλωτή του λόγου και του τρόπου αναπροσαρμογής του εν λόγω κόστους καθώς και του δικαιώματος του να καταγγείλει τη σύμβαση με την απλή παραπομπή, με τους ΓΟ, σε νομοθετικό ή κανονιστικό κείμενο το οποίο ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών. Είναι πράγματι ουσιώδες ο καταναλωτής να ενημερώνεται από τον επαγγελματία σχετικά με το περιεχόμενο των επίμαχων διατάξεων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Invitel, σκέψη 29).
51. Μολονότι το αναγκαίο επίπεδο πληροφορήσεως μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως και τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αντισταθμίσει την έλλειψη πληροφορήσεως επί του θέματος αυτού το γεγονός και μόνο ότι οι καταναλωτές, κατά την εκτέλεση της συμβάσεως, θα ενημερώνονται, αφενός, για την τροποποίηση με τήρηση εύλογης προθεσμίας προειδοποιήσεως και, αφετέρου, για το δικαίωμά τους να καταγγείλουν τη σύμβαση αν δεν επιθυμούν να αποδεχθούν την τροποποίηση αυτή.
Κρίνω πως δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά σε σχέση με το σκέλος αυτό του όρου 2(β), εφόσον τα ανωτέρω καθορίζουν τη διερεύνηση. Η σχετική διάταξη της σύμβασης, η οποία παρέχει δικαίωμα επιβολής εξόδων και/ή δικαιωμάτων και μάλιστα στην «απόλυτη κρίση» του Οργανισμού, δίχως καμιά ένδειξη για τη μεθοδολογία υπολογισμού τέτοιων εξόδων, καθώς και τις συνθήκες επιβολής τούτων και περαιτέρω, άνευ δικαιώματος στον καταναλωτή είτε για αμφισβήτηση τέτοιας επιβολής ή έστω για αυτοδίκαιη διακοπή της σύμβασης σε περίπτωση μεταβολής, αποκαλύπτει ανισορροπία, εν τη εννοία της οδηγίας (άρθρο 3(1)) και καθιστά τον όρο καταχρηστικό. Σε κάθε περίπτωση, ο σχετικός όρος διέπεται και από τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 1 του Παραρτήματος του Ν.93(Ι)/1996, στοιχεία (ι) και (ια), εφόσον η υπό κρίση ρήτρα δεν επεξηγεί και ούτε προσδιορίζει κάτω από ποιες περιστάσεις, οι οποίες αναμένεται (σύμφωνα με το στοιχείο (ι)) να συνιστούν σοβαρό λόγο, επιτρέπεται η επιβολή τέτοιων τραπεζικών δικαιωμάτων, εξόδων και επιβαρύνσεων. Εν ολίγοις, δεν εξηγείται ποιος μπορεί να είναι αυτός ο σοβαρός λόγος, ως υποδείχθηκε στην απόφαση C-92/11, ανωτέρω.
Συνεπώς το σκέλος του συμβατικού όρου που αναφέρθηκε (παρ. Α(i) στην αίτηση), κρίνεται καταχρηστικό.
Και ο δεύτερος όρος που βάλλεται με την απόφαση του Διευθυντή αποτελεί μέρος της παραγράφου 2(β) της συμφωνίας. Σε αυτήν την περίπτωση η προσοχή εστιάζεται στην αναφορά ότι ο Οργανισμός δικαιούται κατά την απόλυτη κρίση του να διακόψει την επιχορήγηση ή μείωση του επιδοτημένου ή μειωμένου επιτοκίου και περαιτέρω, «δικαιούται να μεταβάλλει κατά την κρίση του και οποτεδήποτε το επιτόκιο, τα τραπεζικά δικαιώματα, τα έξοδα, τις επιβαρύνσεις, τον τόκο υπερημερίας, τη συχνότητα χρέωσης του τόκου, τη δόση αποπληρωμής του δανείου και η μεταβολή αυτή θα είναι δεσμευτική για το χρεώστη....».
Καθετί το οποίο ανωτέρω αναφέρθηκε αναφορικά με το πρώτο σκέλος του όρου 2(β), ισχύει και στην προκείμενη περίπτωση, ειδικά σε σχέση με τραπεζικά δικαιώματα, έξοδα και επιβαρύνσεις. Σε ό, τι αφορά τις λοιπές πρόνοιες του όρου 2(β) δεν διαλανθάνει την προσοχή μου ότι στην έκταση που τα εκεί αναφερόμενα άπτονται του επιτοκίου και της χρέωσης τόκου, αποτελούν μέρος του κύριου αντικειμένου της σύμβασης και συνεπώς ο έλεγχος διενεργείται κατά πως ανωτέρω εξηγήθηκε. Σε αυτήν την έκταση του πράγματος υποδεικνύεται πως η διατύπωση του σχετικού όρου αντιστρατεύεται της υποχρέωσης για διαφάνεια. Για του λόγου το ασφαλές παραπέμπω στο ακόλουθο απόσπασμα από τις Κατευθυντήριες γραμμές, αυτή τη φορά στην παράγραφο 3.4.6. Αναφέρεται εκεί ότι:
«Η έλλειψη διαφάνειας δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι μια συμβατική ρήτρα είναι καταχρηστική βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 1 της οδηγίας για τις καταχρηστικές ρήτρες (249). Αυτό σημαίνει ότι, αφού διαπιστωθεί ότι μια συμβατική ρήτρα που καλύπτεται από το άρθρο 4 παράγραφος 2 (251) «δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό», ο καταχρηστικός χαρακτήρας της πρέπει κατά κανόνα να εκτιμηθεί με βάση τα κριτήρια του άρθρου 3 παράγραφος 1 (252). Αντιστρόφως, η έλλειψη διαφάνειας δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την κατάφαση καταχρηστικού χαρακτήρα σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 (253), επομένως συμβατικές ρήτρες που είναι απολύτως διαφανείς επίσης μπορεί να είναι καταχρηστικές βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 1, λόγω του μη ισορροπημένου περιεχομένου τους (254).
Ωστόσο, αν οι συμβατικές ρήτρες δεν είναι διατυπωμένες με σαφή και κατανοητό τρόπο, δηλαδή αν οι επαγγελματίες δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις διαφάνειας, η περίσταση αυτή μπορεί να συμβάλει στον χαρακτηρισμό μιας συμβατικής ρήτρας ως καταχρηστικής σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 ή ακόμα και να υποδηλώνει την ύπαρξη καταχρηστικού χαρακτήρα. Το σημείο 1 στοιχείο θ) του παραρτήματος γενικά και το σημείο 1 στοιχείο ι) του παραρτήματος με ειδική αναφορά στις μονομερείς τροποποιήσεις των συμβατικών όρων επιβεβαιώνουν ότι η έλλειψη διαφάνειας μπορεί να είναι καθοριστική για τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών».
Υποδεικνύεται περαιτέρω πως οι παράγραφοι θ) και ι) του παραρτήματος της Οδηγίας, αντιστοιχούν στις παραγράφους (θ) και (ι) του ημεδαπού παραρτήματος στον Ν.93(Ι)/1996, επιβεβαιώνοντας τοιουτοτρόπως ότι τέτοιες ρήτρες κρίνονται καταχρηστικές, εδώ τόσο σε σχέση με το επιτόκιο όσο και σε σχέση με τον τόκο υπερημερίας και τη συχνότητα χρέωσης του τόκου. Εν προκειμένω και σε αυτή την περίπτωση τίποτε δεν αναφέρεται για το πώς θα υπολογιστεί η αύξηση του επιτοκίου, όπως ούτε και για τις περιβάλλουσες περιστάσεις που δύνανται να δικαιολογήσουν τέτοια μεταβολή. Και εδώ είναι που έγκειται η αδιαφάνεια και καταχρηστικότητα της σχετικής ρήτρας, εφόσον μάλιστα δεν παρέχεται δικαίωμα στον οφειλέτη/καταναλωτή να τερματίσει τη συμφωνία σε περίπτωση τέτοιας αύξησης.
Εις επίμετρον των ανωτέρω και πλέον ειδικά για την χρέωση τόκου και τόκου υπερημερίας, ορθή σημειώνεται η θέση του Διευθυντή στις σελίδες 14 και 15 της απόφασής του με παραπομπή στο σκεπτικό της υπόθεσης C‑415/11, ημερομηνίας 14/03/2013, σκ. 68, που θέλει την ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση, να διαπιστώνονται εις αντιδιαστολή και εκτίμηση του εθνικού δικαίου, «αν, και, ενδεχομένως, σε ποιο βαθμό η σύμβαση θέτει τον καταναλωτή σε νομική κατάσταση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που προβλέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία» (απόσπασμά από τη σκ. 68).
Στην προκείμενη περίπτωση ο Ν.160(Ι)/1999 απαγορεύει τον ανατοκισμό περισσότερο από δύο φορές τον χρόνο (άρθρο 3(1)(δ)), δηλαδή περιορίζει τη συχνότητα χρέωσης του τόκου, ενώ η σύμβαση αφήνει αυτό το ζήτημα ανοικτό, δηλαδή με ενδεχόμενο τη χρέωση τόκου πλείονες των δύο περιπτώσεων ανά έτος και ως εκ τούτου θέτει τον καταναλωτή/οφειλέτη σε δυσμενέστερη θέση από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.
Περιπλέον, το άρθρο 3(1α) και (1β) του Ν.160(Ι)/1999 περιορίζει την επιβολή του επιτοκίου υπερημερίας στις δύο εκατοστιαίες μονάδες στην πρώτη περίπτωση (3(1α)), ενώ στην άλλη περίπτωση η ζημία ισούται με τον τόκο υπερημερίας που χρεώθηκε, (νοουμένου ότι ήθελε αποδειχθεί), αλλά η ζημιά σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2% (ανάλυση του άρθρου 3(1β) διεξήχθη στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Σιαμπτανή, Αγωγή 10027/10, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 22/05/2020 και τα εκεί αναφερόμενα με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο). Συνεπώς και στην περίπτωση του τόκου υπερημερίας τα διαλαμβανόμενα στον συμβατικό όρο θέτουν τον καταναλωτή/οφειλέτη σε δυσμενέστερη θέση από τη σχετική νομοθεσία, εφόσον υπερβαίνουν και δεν περιορίζονται σε εκείνα που διαλαμβάνονται στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Και όπως έχει εξηγηθεί, η αντιδιασταλτική αυτή διεργασία είναι ικανή, εφόσον αποκαλύπτει σημαντική ανισορροπία, και εδώ αυτή είναι η περίπτωση, να οδηγήσει σε διαπίστωση καταχρηστικότητας του συμβατικού όρου.
Καταλήγω συνεπώς ότι και η δεύτερη πτυχή του όρου 2(β), ως υπεδείχθη από τον Διευθυντή (αιτητικό Α(i)), είναι καταχρηστική.
Η απόφαση του Διευθυντή θέλει τους όρους 3, 4 και 13 να εξετάζονται σωρευτικά. Εντούτοις, ο έλεγχος που το Δικαστήριο διενεργεί δεν έχει να κάνει με την απόφαση του Διευθυντή, δηλαδή δεν είναι η ορθότητα αυτής που εξετάζεται, αλλά το εύλογο και δικαιολογημένο του αιτήματος ενώπιον του Δικαστηρίου, διερχόμενο βεβαίως μέσα από τις θέσεις που τα μέρη προωθούν. Ως εκ τούτου, για λόγους που θα διαφανούν στη συνέχεια, κρίνω σκόπιμο η σωρευτική εξέταση να περιοριστεί στους όρους 3 και 4 μόνο. Σε αυτή την έκφανση εκείνο που αναδεικνύεται από μέρους του Διευθυντή είναι το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της δόσης και αύξησης του επιτοκίου επί ολόκληρου του υπολοίπου του δανείου σε περίπτωση μη καταβολής οποιασδήποτε δόσης στις καθορισμένες ημερομηνίες, ως επίσης η επιβολή επιπλέον τόκου υπερημερίας στο καθυστερούμενο ποσό (όρος 3). Επίσης, ο Διευθυντής θεωρεί ότι καταχρηστικά είναι και τα αναφερόμενα στον όρο 4 της συμφωνίας, όπου διαλαμβάνεται ότι η παράλειψη ή άρνηση του χρεώστη να καταβάλει οποιαδήποτε από τις καθορισμένες δόσεις στις προβλεπόμενες ημερομηνίες, καθιστά το υπόλοιπο αμέσως πληρωτέο και απαιτητό και δίνει το δικαίωμα στον Οργανισμό να απαιτήσει τούτο δικαστικώς και/ή με άλλο τρόπο και ακόμη να διεκδικήσει, «δικηγορικά και άλλα συναφή έξοδα οποιασδήποτε φύσης ως την πλήρη και τελεία εξόφληση (τα οποία) θα χρεώνονται στο δάνειο και θα φέρουν τον ίδιο τόκο και θα διασφαλίζονται όπως η παρούσα οφειλή».
Αρμόζει να σημειωθεί ότι σε σχέση με τον όρο 4 ο Διευθυντής δεν αμφισβητεί το εύλογο και δικαιολογημένο του τερματισμού της σύμβασης επί τη παραλείψει ή αρνήσει του χρεώστη να καταβάλει την οποιαδήποτε δόση στην καθορισμένη ημερομηνία. Ορθώς βεβαίως, εφόσον τα σχετικά άρθρα του περί Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149 έχουν τύχει νομολογιακής επεξήγησης και επιβεβαιώνουν ότι τέτοια παράλειψη ή άρνηση, δικαιολογεί τερματισμό της συμφωνίας (βλ. Evelthon Developments Ltd κ.α. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (2012) 1Α.Α.Δ 2486). Εκείνο που εδώ σχολιάζεται από τον Διευθυντή, και δικαίως, είναι το τελευταίο σκέλος του όρου 4 της σύμβασης και αφορά τον τερματισμό, εφόσον γενικώς και αορίστως συσχετίζεται τούτος (ο τερματισμός) και η απαίτηση καταβολής του υπολοίπου, με «δικαστικά, δικηγορικά και άλλα συναφή έξοδα», τα οποία μάλιστα θα φέρουν τον ίδιο τόκο. Είναι ορθό συνεπώς ότι ένεκα τούτου, δηλαδή της μη συγκεκριμενοποίησης, καθίσταται απροσδιόριστη και αδιαφανής η μεταβολή του κόστους της σύμβασης, κατά πως ανωτέρω εξηγήθηκε με παραπομπή στα λεχθέντα στην υπόθεση C-92/11 (σκ. 49-51), διαπίστωση η οποία καθιστά τον σχετικό όρο καταχρηστικό.
Σε σχέση με τον όρο 3 ισχύουν βεβαίως τα όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν για το επιτόκιο και τον τόκο υπερημερίας, εφόσον και σε αυτό το πλαίσιο ουδέν στοιχείο παρέχεται στη σύμβαση, και αυτό κατ’ αντίθεση των νομολογηθέντων στην απόφαση C-92/11 ανωτέρω και των διαλαμβανομένων στο στοιχείο (ι) της 1ης παραγράφου του Παραρτήματος του Ν.93(Ι)/1996, το οποίο να εξηγεί τη μεθοδολογία υπολογισμού της αύξησης του επιτοκίου, καθώς και των επιπλέον τόκων υπερημερίας. Και όλα αυτά χωρίς ποσώς να παραγνωρίζεται πως η σύμβαση που απασχολεί δεν παρέχει δικαίωμα στον καταναλωτή/οφειλέτη για τερματισμό τούτης συνεπεία των αυξήσεων. Μάλιστα, ουδόλως ασήμαντο είναι και το εξής· ο όρος 3 της σύμβασης θέλει το επιτόκιο να αυξάνεται επί ολόκληρου του υπολοίπου του δανείου. Πέραν της ασάφειας και γενικότητας, στοιχεία που ούτως ή άλλως καθιστούν τον όρο αδιαφανή και καταχρηστικό, ιδιαίτερη σημασία ανακτά και το γεγονός ότι στην έκταση που εννοεί ότι αυτό το αυξημένο επιτόκιο έπεται τυχόν τερματισμού (ζήτημα που η σύμβαση δεν ξεκαθαρίζει), αντίκειται των νομολογηθέντων, δηλαδή της ημεδαπής δικαιϊκής τάξης (βλ. Evelthon Developments, ανωτέρω, στις σελίδες 2496 και 2497) και συνεπώς θέτει τον οφειλέτη/καταναλωτή σε δυσμενέστερη θέση. Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι και αυτός ο όρος της σύμβασης υπολείπεται διαφάνειας και επιπλέον είναι καταχρηστικός.
Άλλοι δύο όροι της σύμβασης που ο Διευθυντής θέλει να είναι καταχρηστικοί, είναι οι υπ’ αριθμό 13 και 14, ως εντοπίζονται στη συμφωνία που εξετάζεται. Το αντικείμενο κάθε ενός εξ αυτών, εν συντομία πάντα, έχει ως ακολούθως· ο όρος 13 παρέχει στον Οργανισμό γενικό δικαίωμα επισχέσεως (general preferential lien), το οποίο επεκτείνεται χρονικά καθ’ όλη τη διάρκεια των δοσοληψιών των συμβαλλομένων και μέχρι πλήρους και τελικής εξόφλησης όλων των ποσών προς αυτόν. Από την άλλη, ο όρος 14 επιτρέπει στον Οργανισμό σε οποιονδήποτε χρόνο και χωρίς προειδοποίηση να ενώνει ή συνενώνει όλους ή οποιουσδήποτε λογαριασμούς και να συμψηφίζει ή μεταφέρει τα ποσά αυτών.
Αρμόζει εν προκειμένω να σημειωθεί η δήλωση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Γενικού Εισαγγελέα, η οποία ανέφερε ότι σε σχέση με τη ρήτρα γενικής επισχέσεως, καθώς και τη ρήτρα συμψηφισμού, η ισχυριζόμενη καταχρηστικότητα δεν άπτεται της ουσίας τέτοιου δικαιώματος, το οποίο η συνήγορος αποδέχεται ότι υπό προϋποθέσεις μπορεί να ενσωματωθεί σε σύμβαση και να μην θεωρηθεί καταχρηστικό, αλλά έγκειται στο χρονικά απροσδιόριστο της άσκησης τούτου. Είναι η θέση της συνηγόρου πως η άσκηση τέτοιου δικαιώματος χωρίς προειδοποίηση είναι αυτή που καθιστά τη ρήτρα καταχρηστική.
Για καλύτερη αντίληψη των όσων ακολουθούν σκόπιμο κρίνεται να παρεμβληθεί εδώ εκείνο που αναφέρθηκε στην απόφαση C-598/21, ημερομηνίας 09/11/2023, όπου το ΔΕΕ πραγματεύτηκε ρήτρα πρόωρης λύσεως της σύμβασης. Ό, τι εκεί αναφέρθηκε είναι πως:
«80. Όσον αφορά, ειδικότερα, ρήτρα μακροχρόνιας συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου η οποία καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο πιστωτής δικαιούται να απαιτήσει την πρόωρη εξόφλησή του, όπως η ρήτρα πρόωρης λύσεως, το Δικαστήριο έχει επίσης διατυπώσει κριτήρια βάσει των οποίων ο εθνικός δικαστής μπορεί να διαπιστώσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας, όπως υπενθύμισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών της.
81. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι έχει ουσιαστική σημασία, προκειμένου να κριθεί αν μια συμβατική ρήτρα πρόωρης λύσεως της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου δημιουργεί σημαντική ανισορροπία εις βάρος του καταναλωτή, το εάν η ευχέρεια που παρέχεται στον επαγγελματία να απαιτήσει ολόκληρο το ποσό του δανείου προϋποθέτει τη μη εκπλήρωση από τον καταναλωτή υποχρεώσεως έχουσας ουσιώδη σημασία στο πλαίσιο της επίμαχης συμβατικής σχέσεως, το εάν η ευχέρεια αυτή προβλέπεται για τις περιπτώσεις στις οποίες η κατά τα ανωτέρω μη εκπλήρωση έχει αρκούντως σοβαρό χαρακτήρα δεδομένης της διάρκειας και του ύψους του δανείου, το εάν η εν λόγω ευχέρεια παρεκκλίνει από τους κανόνες του κοινού δικαίου που έχουν συναφώς εφαρμογή ελλείψει ειδικών συμβατικών ρυθμίσεων και το εάν το εθνικό δίκαιο προβλέπει κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα στον καταναλωτή, εις βάρος του οποίου εφαρμόζεται μια τέτοια ρήτρα, να άρει τις συνέπειες που απορρέουν από την πρόωρη λήξη του δανείου (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
82. Επομένως, ο εθνικός δικαστής οφείλει, μεταξύ άλλων, να εξετάσει τον αναλογικό χαρακτήρα της ευχέρειας που παρέχεται στον πιστωτή να απαιτήσει, δυνάμει της ρήτρας αυτής, το σύνολο των οφειλόμενων ποσών κατά την εκτίμηση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα της, όπερ σημαίνει ότι πρέπει να λάβει υπόψη ιδίως τον βαθμό στον οποίο ο καταναλωτής αθετεί τις συμβατικές του υποχρεώσεις, όπως το ποσό των ληξιπρόθεσμων δόσεων που δεν έχουν καταβληθεί σε σχέση με το συνολικό ποσό της πιστώσεως και τη διάρκεια της συμβάσεως.
83. Πρέπει συναφώς να υπομνησθεί ότι τα κριτήρια τα οποία διατυπώνονται με την απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60), προκειμένου να εκτιμηθεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας περί πρόωρης λύσεως της συμβάσεως λόγω αθετήσεως από τον οφειλέτη των υποχρεώσεών του κατά τη διάρκεια περιορισμένου χρονικού διαστήματος δεν είναι ούτε σωρευτικά ή διαζευκτικά ούτε εξαντλητικά (πρβλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Caisse régionale de Crédit mutuel de Loire-Atlantique et du Centre Ouest, C‑600/21, EU:C:2022:970, σκέψεις 30 και 31)».
Ένεκα της σημασίας που το ανωτέρω απόσπασμα αποδίδει στη σκ. 66 της απόφασης C-421/14, ημερομηνίας 26/01/2017, σκόπιμο κρίνεται να παρατεθεί αυτούσιο. Αναφέρεται εκεί ότι:
«66. Σχετικά, αφετέρου, με τη ρήτρα 6bis της επίδικης στην κύρια δίκη συμβάσεως περί καταγγελίας λόγω αθετήσεως από τον οφειλέτη των υποχρεώσεών του κατά τη διάρκεια περιορισμένου χρονικού διαστήματος, είναι έργο του αιτούντος δικαστηρίου να εξετάσει ιδίως αν η ευχέρεια που παρέχεται στον επαγγελματία να απαιτήσει ολόκληρο το ποσό του δανείου προϋποθέτει τη μη εκπλήρωση από τον καταναλωτή υποχρεώσεως έχουσας ουσιώδη σημασία στο πλαίσιο της επίμαχης συμβατικής σχέσεως, αν η ευχέρεια αυτή προβλέπεται για τις περιπτώσεις στις οποίες η ως άνω μη εκπλήρωση έχει αρκούντως σοβαρό χαρακτήρα δεδομένης της διάρκειας και του ύψους του δανείου, αν η εν λόγω ευχέρεια παρεκκλίνει από τους κανόνες του κοινού δικαίου που έχουν συναφώς εφαρμογή ελλείψει ειδικών συμβατικών ρυθμίσεων και αν το εθνικό δίκαιο απονέμει στον καταναλωτή κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα τα οποία του παρέχουν τη δυνατότητα, όταν εφαρμόζεται εις βάρος του τέτοια ρήτρα, να άρει τις συνέπειες που απορρέουν από την κατ’ αυτόν τον τρόπο πρόωρη λήξη του δανείου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz, C-415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 73)».
Περιττό να υπομνησθεί η ορθότητα των όσων η συνήγορος για τον Γενικό Εισαγγελέα δέχθηκε αναφορικά με το δικαίωμα χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, είτε για γενική επίσχεση είτε για συμψηφισμό. Όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα Paget’s Law of Banking, 13η έκδοση, σελίδες 708 έως 720, είναι ιστορικά καθιερωμένο και αναγνωρισμένο το δικαίωμα ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος για κάθε μία εκ των δύο ενεργειών που αναφέρονται στη σύμβαση (γενικής επισχέσεως και συμψηφισμού). Αυτό συνεπώς το στοιχείο συναποτιμάται, κατά τον τρόπο που εξηγείται στις δύο ανωτέρω αποφάσεις. Εντούτοις, εκείνο που στην προκειμένη περίπτωση αναδεικνύεται κυρίαρχο κριτήριο αξιολόγησης των όρων που εδώ απασχολούν, είναι το γεγονός πως οι συγκεκριμένοι πλέον όροι, είναι συντεταγμένοι κατά τρόπο απόλυτο και δογματικό. Εν ολίγοις τα όσα εκεί διαλαμβάνονται δεν αφορμώνται από παράλειψη του καταναλωτή να εκπληρώσει ουσιώδη, αναλογικώς πάντα προς τη σύμβαση, υποχρέωση. Εν προκειμένω, η διατύπωση των σχετικών όρων παρέχει την ευχέρεια στην τράπεζα να λειτουργήσει κατά τον εκεί προνοούμενο τρόπο ανά πάσα στιγμή, ακόμη και χωρίς παράλειψη από πλευράς του οφειλέτη ή για ασήμαντο ποσό παράλειψης (φέρ’ ειπείν μία μόλις δόση). Αυτό όμως αντίκειται στα όσα έχουν υποδειχθεί με αναφορά στις αποφάσεις C‑598/21 και C‑421/14, όπου μάλιστα το ζήτημα ήταν ακόμη πιο σημαντικό, δηλαδή ο πρόωρος τερματισμός της συμφωνίας. Και λέγω τούτο, εφόσον ορθή θεώρηση των όσων αναφέρονται στους όρους 13 και 14, οδηγεί στο συμπέρασμα πως τόσο η επίσχεση όσο και ο συμψηφισμός, μπορούν να διενεργηθούν με σκοπό την εξόφληση του δανείου και συνεπώς να επιφέρουν πρόωρο τερματισμό.
Και είναι γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο που η περίπτωση παραλληλίζεται με τα όσα ειπώθηκαν στις αποφάσεις C‑598/21 και C‑421/14, εφόσον εν τω μείζονι περιέχεται και το έλασσον (για σκοπούς διερεύνησης εκλαμβάνεται ότι στον τερματισμό εμπεριέχεται και ο συμψηφισμός και η επίσχεση), στοιχεία τα οποία αναδεικνύουν ότι δεν νοείται πρόωρος τερματισμός της σύμβασης άνευ ουσιώδους παραλείψεως του καταναλωτή και αυτό μάλιστα σε συσχετισμό με το αντικείμενο της σύμβασης. Στην υπό κρίση περίπτωση οι όροι 13 και 14 δεν προσδιορίζουν καμιά περίσταση, έτι χειρότερα ουσιώδη παράλειψη και ως εκ τούτου η εφαρμογή των όσων εκεί διαλαμβάνονται καθίσταται γενικόλογη, αόριστη και ανέλεγκτη, εν ολίγοις έρμαιο των επιθυμιών του Οργανισμού. Και είναι ακριβώς τούτο που κρίνεται καταχρηστικό. Και όλα αυτά χωρίς ποσώς να παραγνωρίζεται πως οι όροι 13 και 14 αντιστρατεύονται των στοιχείων (ιη) και (στ) της 1ης παραγράφου του παραρτήματος. Συνεπώς και γι' αυτόν τον λόγο οι δύο αυτοί όροι κρίνονται καταχρηστικοί.
Εντέλει, η προσοχή στρέφεται στους όρους 15 και 19. Ο όρος 15 θέλει τις διατάξεις της επίδικης συμφωνίας να μην επηρεάζουν τυχόν δικαιώματα του Οργανισμού, τα οποία πηγάζουν από νόμο ή έθιμο και τα θέλει να παραμένουν σε ισχύ εφόσον υφίστανται δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ των μερών της συμφωνίας. Ενώ ο όρος 19, ο οποίος διαλαμβάνει συμφωνία των μερών για τροποποίηση της συμφωνίας, προσθέτει ότι «….τα δικαιώματα του Οργανισμού με βάση άλλες παραγράφους της συμφωνίας αυτής δε θα επηρεάζονται από την παρούσα παράγραφο».
Δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά σε σχέση με τους δύο αυτούς όρους. Επί του προκειμένου η άποψή μου συμπλέει με τα όσα υποδείχθηκαν από τον Διευθυντή, δηλαδή ότι:
«Οι πιο πάνω όροι αναφέρονται στα δικαιώματα του Οργανισμού που απορρέουν από νόμο/έθιμο ή από τους υπόλοιπους όρους της σύμβασης, χωρίς ωστόσο να συμπεριλαμβάνουν οποιαδήποτε παρόμοια δικαιώματα ενδεχομένως παρέχονται στον καταναλωτή. Εξ αντιδιαστολής και με βάση τη δυσμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνεία στις συλλογικές διαδικασίες που επιβάλλει το άρθρο 5 σε συνδυασμό με το άρθρο 7 της Οδηγίας, οι διατάξεις αυτές αποκλείουν τυχόν δικαιώματα του καταναλωτή έναντι του Οργανισμού βάσει νόμου ή εθίμου ή βάσει άλλων παραγράφων της επίμαχης σύμβασης. Συνεπώς, οι όροι αυτοί διαταράσσουν υπέρμετρα τη συμβατική ισορροπία σε βάρος του καταναλωτή ενάντια στις απαιτήσεις της καλής πίστης και παραβιάζουν το άρθρο 5(1) Νόμου».
Προσθέτω ακόμη ότι δεν νοείται εισαγωγή νέων όρων στη σύμβαση άνευ διαπραγματεύσεως (και με αυτό εννοώ τη ρήτρα που παραπέμπει στο έθιμο ως πηγή δικαιώματος), τη στιγμή μάλιστα που η νομολογία θέλει τον καταναλωτή να θεωρείται το ασθενέστερο μέρος όσον αφορά τη διαπραγμάτευση και το επίπεδο πληροφόρησής του (βλ. C‑26/13, ημερ. 30/04/2014, σκ. 39). Συνεπώς δεν αναμένεται από τον καταναλωτή να γνωρίζει τα όσα δεν συμφωνήθηκαν. Σε κάθε όμως περίπτωση, συμβατικοί όροι, ως οι υπό κρίση, επιφέρουν αοριστία και ασάφεια και αυτό τους φέρει σε μετωπιαία σύγκρουση με τα αναφερόμενα στο στοιχείο (θ) της 1ης παραγράφου του παραρτήματος του νόμου, αναδεικνύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον καταχρηστικό χαρακτήρα τούτων. Ως εκ των ανωτέρω και οι όροι 15 και 19 κρίνονται καταχρηστικοί.
Για όλους τους λόγους που ανωτέρω επιχείρησα να εξηγήσω, τα αιτούμενα διατάγματα κρίνονται δικαιολογημένα. Ως εκ τούτου, εκδίδονται διατάγματα ως οι παράγραφοι Α και Β της αίτησης. Τέλος, υπέρ του αιτητή και σε βάρος του καθ' ου η αίτηση επιδικάζονται και τα έξοδα της διαδικασίας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ...................................
Λ. Α. Παντελή, Π.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο